ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Σχετικά έγγραφα
της δίωξης ή στην αθώωση.

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011

Ne bis in idem και επιβολή δεύτερου διοικητικού προστίμου

ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4587/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2016

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25 /2011

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 2. Δήμητρα Πάσσιου

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ. ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (Προσφυγές αριθ.3453/12, 42941/12 και 9028/13)

Εισήγηση Ι. Δημητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ στο σεμινάριο του ιδρύματος Μ. Στασινοπούλου ( )

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14 /2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 105/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

14598/12 ΔΛ/γομ 1 DG D 2B

Α Π Ο Φ Α Σ Η 17/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 101 /2010

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2011

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 68/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 100/2011

Το ευρωπαϊκό υπόβαθρο της εξέλιξης της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την σώρευση των φορολογικών/τελωνειακών κυρώσεων μετά την

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3318/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2011

Χριστίνα Λ. Φλώρου, Δ.Ν., Δικηγόρος, Ειδικός Επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας στις υποθέσεις φορολογικών ή τελωνειακών παραβάσεων

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η αρχή ne bis in idem στην διοικητική δίκη 1. Ευαγγελία Νίκα Σύμβουλος Επικρατείας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Πρόσφατες νοµολογιακές εξελίξεις για την εφαρµογή του ne bis in idem στο πεδίο των φορολογικών παραβάσεων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 103/2011

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος Αλκιβιάδης Φερεσίδης Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Σημασία του μηχανισμού υποβολής προδικαστικού ερωτήματος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 61/2012

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Καλλιθέα, ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Γνώμη 1/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Αυστρίας. για

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 09/06/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64) Γνώμη 9/2018. για

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

8 η Ενότητα Παρεμβάσεις στο πεδίο συντονισμού διοικητικού και ποινικού δικαίου

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/4517/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΑΘΗΝΑ

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64)

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

10116/14 ΜΧΡ/νικ/ΚΣ 1 DG D 2B

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα : «Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» Εισηγητής : Ανδρέας Χατζημπατζάκης (Α.Μ. : 2294) Επιβλέπων Καθηγητής : ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ Τριμελής Επιτροπή ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΙΡΩΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Κομοτηνή, Μάρτιος 2017-1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...4 Α. ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NE BIS IN IDEM...6 Β. Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΔΑ...8 1) Η διαπίστωση κατηγορίας «ποινικής φύσης»...8 2) Η έννοια του Idem...13 3) Η έννοια του Bis...16 4) Xρονικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών...19 5) H αρχή ne bis in idem στην απόφαση ΕΔΔΑ, Kapetanios και λοιποί κατά Ελλάδας 30.4.2015...23 Γ) Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΕ...28 Δ. H ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕ...36 1)Συρροή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων Η περίπτωση της λαθρεμπορίας...36 2) Σωρευτική επιβολή διοικητικών κυρώσεων...59 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ...65 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...81 2

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ αρθρ. βλ. ΔΕE ΕΔΑΔ επ. ΕΣΔΑ ΚΔΔιαδ. ΚΔΔικ. Άρειος Πάγος άρθρο βλέπε Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επόμενα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας N. Νόμος ΝΠΔΔ ΝΠΙΔ Ολομ. παρ. Π.Δ. σελ. ΣτΕ στοιχ. υποσ. ΦΕΚ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου Ολομέλεια παράγραφος Προεδρικό Διάταγμα σελίδα Συμβούλιο της Επικρατείας στοιχείο υποσημείωση Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η παρουσίαση της αρχής «ne bis in idem» τόσο στην νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ όσο και του ΣτΕ. Ο κανόνας ne bis in idem ενσωματώνει μια διεθνή αρχή του ποινικού δικαίου σύμφωνα με την οποία κανείς δεν πρέπει να διώκεται ή να δικάζεται ξανά για μία παράβαση για την οποία έχει ήδη διωχθεί, ακόμη και αν η δίωξη αυτή δεν οδήγησε σε καταδίκη. Αναφερόμενοι σε παραβάσεις, μπορούμε να συμπεριλάβουμε σε αυτές και διοικητικές παραβάσεις, επομένως ο κανόνας ne bis in idem υπερβαίνει τα στενά όρια του ποινικού δικαίου, θεωρούμενος ως γενική αρχή του δικαίου. Αρχικά, η επίκληση των εγγυήσεων της ποινικής δίκης στο πλαίσιο της διοικητικής προκαλεί έκπληξη για τα δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης, καθώς ο ασκών το ένδικο μέσο ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δεν επέχει θέση κατηγορουμένου, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να αποτελέσει φορέα των δικονομικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον τελευταίο. Το ΕΔΔΑ έχει μετατοπίσει το πρίσμα ερμηνείας και εφαρμογής της αρχής ne bis in idem από το πεδίο της ποινικής σε αυτό της διοικητικής δίκης, ήδη από το 1976. Η σχετικά πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ επέτρεψε την εντατικότερη εφαρμογή της προαναφερόμενης αρχής στις περιπτώσεις όπου η εθνική έννομη τάξη προβλέπει επάλληλη ποινική και διοικητική διαδικασία με το ίδιο ή συναφές επίδικο αντικείμενο. Από την άλλη πλευρά η ελληνική έννομη τάξη δεν έμεινε αδιάφορη μπροστά στις εξελίξεις της ευρωπαϊκής νομολογίας. Οι αποφάσεις του ΣτΕ δείχνουν ότι το δικαστήριο προβληματίζεται ως προς την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμβιβάσει τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής έννομης τάξης, χωρίς ωστόσο να το έχει καταφέρει μέχρι τώρα. Στο πλαίσιο της ερμηνείας του ΔΕΕ αναφορικά με την αρχή ne bis in idem πρέπει να ληφθεί υπόψη και η νομολογία του ΕΔΔΑ, όπως επιβάλλει η αρχή της ομοιογένειας 1,κατά την οποία η έννοια και η έκταση των δικαιωμάτων που περιλαμβάνει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων συμπίπτουν με την έννοια και την έκταση που τους αποδίδουν οι αντίστοιχες διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως αυτές ερμηνεύονται με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ 2. Όσον αφορά ειδικότερα τη στενή σχέση του Χάρτη με την ΕΣΔΑ στο θέμα της αρχής ne bis in idem, αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις επεξηγήσεις που παρέχονται σε σχέση με το άρθρο 50 του Χάρτη, αλλά και από την μέχρι τούδε νομολογία του ΔΕΕ επί της εφαρμογής της προαναφερόμενης αρχής κατά το δίκαιο της Ένωσης 3 4. 1 Άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο του ΧΘΔΕΕ 2 Βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις της 5 ης Οκτωμβρίου 2010, C-400/10PPU, McB. (Συλλογή 2010, σ.ι- 8965, σκέψη 53), καθώς και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Toshiba κλπ. 3 Αποφάσεις της 15 ης Οκτωβρίου 2002, C238/99P, C-244/99P, C-245/99P, C-247/99P, C-250/99P έως C-252/99P και C-254/99P, Limburgse Vinyl Maatschappij κλπ κατά Επιτροπής 4 Πρεβεδούρου Ε., Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 525 4

Στην συνέχεια της παρούσας εργασίας και αφού παρουσιασθεί η νομική θεμελίωση της αρχής ne bis in idem, θα παρουσιάσουμε τις θέσεις του ΕΔΔΑ αναφορικά με την προαναφερόμενη αρχή, καθώς η ΕΣΔΑ λόγω της ύπαρξης ειδικού δικαιοδοτικού μηχανισμού επιφορτισμένου με την προστασία των δικαιωμάτων, έχει το προβάδισμα στη διάπλαση και την ερμηνεία όσων δικαιωμάτων κατοχυρώνει έναντι των ανάλογων ρυθμίσεων άλλων διεθνών κειμένων και έτσι η όλη ανάλυση θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα κυρίως το άρθρο 4 του 7 ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και τη νομολογία του ΕΔΔΑ 5. Θα ακολουθήσει παρουσίαση της νομολογίας του ΔΕΕ σχετικά με την ίδια αρχή και μετά επιλεγμένη παράθεση της νομολογίας του ΣτΕ για το ίδιο θέμα με προσπάθεια να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας προσπαθεί να συμφιλιώσει την εθνική έννομη τάξη με τις επιταγές του ΕΔΔΑ. Στο τέλος της παρούσας εργασίας θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση των μέχρι τώρα εξελίξεων και να προτείνουμε κάποιες λύσεις για την επίτευξη συμβατότητας μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ. 5 Παυλίδου Ε. «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ.82 5

Α. ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NE BIS IN IDEM Η αρχή ne bis in idem (ή nοn bis in idem, όπως αλλιώς αναφέρεται) περιέχεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 22.11.1984 που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α 89/12.6.1987) και προβλέπει ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Πέρα από την ΕΣΔΑ περιέχεται και σε άλλα διεθνή συμβατικά κείμενα. Το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Παράλληλα ισχύει και ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης 6 7, αφού έτσι είχε καθιερωθεί από την νομολογία του ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) πριν τη νομική της κατοχύρωση στο άρθρο 50 του ΧΘΔΕΕ. Το άρθρο 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen της 14.6.1985, που κυρώθηκε με το Ν.2514/1997, ορίζει ότι: «Όποιος δικάσθηκε τελεσίδικα από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους που επέβαλε την καταδίκη». Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν.2462/1997, στο άρθρο 14 παρ. 7 ορίζει ότι: «Κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο και την ποινική δικονομία κάθε χώρας» 8. Οι παραπάνω διατάξεις διαφέρουν ως προς το πεδίο εφαρμογής. Η προστασία που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο είναι σε ορισμένες περιπτώσεις ευρύτερη σε σχέση με την παρεχόμενη από την ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 του υπ αριθμ. 7 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αφορά σε ποινικές διαδικασίες εντός ενός μόνο κράτους μέλους, ενώ το άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται σε ποινικές διαδικασίες «εντός της Ένωσης», καλύπτοντας και διαδικασίες που εκτυλίσσονται σε περισσότερες της μίας εθνικές δικαιοδοσίες ή σε κάποιο κράτος μέλος και στο επίπεδο της ίδιας της Ένωσης. Το άρθρο 54 της Συμφωνίας Schengen τυγχάνει 6 Βλ. απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση C-238/99, σκέψη 59 7 Δημητρακόπουλος Ι. «Διοικητικές Κυρώσεις και Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σύνταγμα-ΕΣΔΑ-Δίκαιο ΕΕ», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ.169 8 Παυλίδου Ε. «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ.81 6

εφαρμογής μόνον όταν ένα πρόσωπο που έχει ήδη δικασθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος, διώκεται στη συνέχεια από ένα άλλο, επίσης συμβαλλόμενο μέρος 9, δηλαδή η Συμφωνία Schengen έχει αποκλειστικά και μόνο διακρατική ισχύ. Πιο σύνθετα είναι τα πράγματα αναφορικά με το άρθρο 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ, του οποίου η αμφίσημη διατύπωση για την ποινική δικονομία «κάθε χώρας», άφησε έδαφος για να υποστηριχθεί αρχικά η άποψη ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στο εσωτερικό δίκαιο όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο, καταλαμβάνοντας και τις αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις. Το ζήτημα όμως αποσαφηνίσθηκε με την απόφαση υπ αριθμ. 204 της 16.7.1986 της Διεθνούς Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και με τις ελληνικές ΑΠ 887/2001 και ΟλΑΠ 7/2002, με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή θεωρία της άποψης περί εθνικής μόνον ισχύος του άρθρου 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ 10. Στην εσωτερική έννομη τάξη η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται στο άρθρο 57 παρ.1 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός». Στην ουσία, η διάταξη αυτή αφορά στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου το οποίο παράγεται μόνον από αποφάσεις δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία και δύσκολα θα μπορούσε το πεδίο εφαρμογής της εθνικής αυτής διάταξης να διασταλεί τόσο ώστε να περιλάβει και τις διοικητικές διαφορές 11. Ο κανόνας ne bis in idem δεν κατοχυρώνεται ρητώς στο ελληνικό Σύνταγμα, ωστόσο τέτοιος συνταγματικός κανόνας μπορεί να συναχθεί από τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια της σταθερότητας των νομικών καταστάσεων, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1 και 25 παρ.1 εδαφ. γ του Συντάγματος 12. 9 Παπαχαραλάμπους Χ., Η αρχή «ne bis in idem», η συμφωνία Schengen και τα άρθρα 8 και 9 του ΠΚ, ΠοινΔικ 1999, τ. 8-9, σελ. 852-853 10 Παυλίδου Ε. «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ.83 11 Παυλίδου Ε. «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη», Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σελ.81 12 Δημητρακόπουλος Ι. «Διοικητικές Κυρώσεις και Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σύνταγμα-ΕΣΔΑ-Δίκαιο ΕΕ», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ.169 7

Β. Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΔΑ 1) Η διαπίστωση κατηγορίας «ποινικής φύσης» Η ΕΣΔΑ λόγω της ύπαρξης ειδικού δικαιοδοτικού μηχανισμού επιφορτισμένου με την προστασία των δικαιωμάτων, έχει το προβάδισμα στην διάπλαση και την ερμηνεία όσων δικαιωμάτων κατοχυρώνει έναντι των ανάλογων ρυθμίσεων άλλων διεθνών κειμένων και έτσι η κύρια ανάλυση θα πραγματοποιηθεί με γνώμονα κυρίως το άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και την νομολογία του ΕΔΔΑ. Το ΕΔΔΑ από το 1976 και τη σημαντική απόφαση Engel και λοιποί κατά Ολλανδίας, έχει δεχτεί ότι η διάκριση στην οποία προβαίνει η εθνική έννομη τάξη ανάμεσα σε διοικητική και ποινική διαδικασία δεν είναι καθοριστική για την ενεργοποίηση των εγγυήσεων της ποινικής δίκης, όπως αυτές προβλέπονται κυρίως από το άρθρο 6 της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ προβαίνει σε αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας «ποινική φύση», όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ, έτσι ώστε να αποτρέπει το ανεφάρμοστο των διατάξεων της Σύμβασης που περιλαμβάνουν δικονομικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της ποινικής δίκης (όπως είναι το άρθρο 7 της Σύμβασης και το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου) ανάλογα με την κυριαρχική βούληση των κρατών-μελών 13. Εάν ο ρόλος των τελευταίων ήταν αποφασιστικός ως προς την ταξινόμηση της επίδικης συμπεριφοράς ως διοικητικής ή ποινικής παράβασης, τότε το εγκαλούμενο κράτος θα μπορούσε να αφίσταται των υποχρεώσεών του ως προς τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου χαρακτηρίζοντας την επίδικη συμπεριφορά ως διοικητική αντί ποινική παράβαση. Μέσω της αυτόνομης ερμηνείας της έννοιας «κατηγορία ποινικής φύσης» το ΕΔΔΑ επιφυλάσσει στο ίδιο τον τελευταίο λόγο σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 της Σύμβασης σε διοικητικές διαδικασίες 14. Έτσι, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά περίπτωση για την ποινική φύση μιας διαδικασίας, η οποία κατά το εθνικό δίκαιο θεωρείται ως διοικητική, εφαρμόζοντας σταθερά στη νομολογία του τρία κριτήρια, τα γνωστά και ως κριτήρια Engel. Πρώτον, το ΕΔΔΑ θα αναζητήσει την ταξινόμηση της διαδικασίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Το κριτήριο αυτό δεν έχει προφανώς αξία για διοικητικές κυρώσεις καθώς αυτές εξ ορισμού κείνται κατά την εσωτερική έννομη τάξη εκτός της σφαίρας του ποινικού δικαίου. Αν οι διατάξεις που ορίζουν το αδίκημα ανήκουν στην ευρύτερη ύλη του ποινικού 13 ΕΔΔΑ Εngel και λοιποί κατά Ολανδίας, 8.6.1976, παρ. 81 14 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 535 8

δικαίου τότε η υπόθεση χαρακτηρίζεται αυτομάτως ως «ποινική» κι από το ΕΣΔΑ, χωρίς να απαιτείται κάποια περαιτέρω ερευνα. Έτσι, εφόσον η εθνική έννομη τάξη χαρακτηρίζει τη διαδικασία ως ποινική, το Δικαστήριο θα επιβεβαιώσει αυτήν την ταξινόμηση. Προκύπτει ότι αυτό που ενδιαφέρει το Δικαστήριο σε πρώτη φάση είναι η παράβαση να προβλέπεται από την εσωτερική έννομη τάξη 15. Κατά δεύτερο λόγο, ο δικαστής του Στρασβούργου θα αναζητήσει εάν η διαδικασία αφορά ποινική «κατά τη φύση της» παράβαση. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το δεύτερο κριτήριο Engel αποτελεί το σημαντικότερο από τα τρία, προφανώς διότι μέσω αυτού βασικά επιτυγχάνει την αυτόνομη προσέγγιση της ποινικής ή μη φύσης της εξεταζόμενης κατηγορίας. Το ΕΔΔΑ θα καταλήξει στον ποινικό χαρακτήρα της διαδικασίας όταν διαπιστώσει τη γενική δεσμευτικότητα και εφαρμογή του εφαρμοστέου κανόνα, τη διασφάλιση μέσω της κύρωσης αξιών που αφορούν την κοινωνία στο σύνολό της καθώς και τον αποτρεπτικό και τιμωρητικό χαρακτήρα της επιβαλλόμενης κύρωσης. Ενίοτε, το ΕΔΔΑ θα καταλήξει στον ποινικό χαρακτήρα της διαδικασίας στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στον τιμωρητικό χαρακτήρα της κύρωσης ή στη φύση των προστατευτέων εννόμων αγαθών, άλλες φορές ωστόσο θα συνδυάσει το προαναφερθέν κριτήριο με τη γενική δεσμευτικότητα του κανόνα 16. Η εφαρμογή του δεύτερου κριτηρίου Engel σε πειθαρχικές διαδικασίες προσφέρει αρκετά παραδείγματα ερμηνείας τόσο της γενικής δεσμευτικότητας της ποινής όσο και της φύσης του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Έτσι, η επιβολή ποινής παύσης σε δημόσιο υπάλληλο λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος έχει κριθεί επανειλημμένως ότι δεν αναφέρεται σε κατηγορία ποινικής φύσης. Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι σε αυτήν την περίπτωση ελλείπει το στοιχείο της γενικής δεσμευτικότητας της ποινής, εκ του λόγου ότι η ίδια εφαρμόζεται σε συγκεκριμένο επαγγελματικό σώμα, τους δημοσίους υπαλλήλους, το οποίο υπάγεται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Χαρακτηριστική είναι η σχετικά πρόσφατη ΕΔΔΑ Vagenas κατά Ελλάδας, 23.8.2011, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η πειθαρχική ποινή της παύσης τελωνειακού υπαλλήλου, ο οποίος είχε καταδικαστεί για λαθρεμπορία, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ποινή» κατασταλτικού χαρακτήρα καθώς η επιβολή της συγκεκριμένης κύρωσης υπαγορευόταν από την υποχρέωση προάσπισης του συμφέροντος της Υπηρεσίας. Όπως τόνισε το Δικαστήριο είναι φυσικό να μην διατηρείται στη θέση του τελωνειακός υπάλληλος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για λαθρεμπορία. Σε ό,τι αφορά τις πειθαρχικές διαδικασίες ενώπιον των επαγγελματικών συλλόγων, το Δικαστήριο έχει 15 Σισιλιάνος Λ.-Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-Ερμηνεία κατ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 204 16 ΕΔΔΑ Tsonoy Tsonev κατά Βουλγαρίας, 14.1.2010, παρ. 49 9

επανειλημμένως τονίσει ότι η φύση των σχετικών παραβάσεων δεν είναι ποινική καθώς αποσκοπούν στην τήρηση συγκεκριμένων κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς, ενώ παράλληλα, σε ό,τι αφορά π.χ. τους δικηγορικούς συλλόγους, οι κανόνες άσκησης του επαγγέλματος αποβλέπουν στη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην ορθή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Έτσι, τόσο η ποινή της επίπληξης 17 όσο και αυτή της διαγραφής του προσφεύγοντος από τον επαγγελματικό σύλλογο, δεν θεωρείται ότι διακρίνονται βασικά για τον κατασταλτικό τους χαρακτήρα και, άρα, δεν αφορούν «κατηγορία ποινικής φύσης», όπως προβλέπει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ 18. Το τρίτο κριτήριο αναφέρεται στη φύση και βαρύτητα της επαπειλούμενης ποινής. Όταν αυτή ενέχει κατασταλτικό και όχι αποζημιωτικό ή άλλο χαρακτήρα, τότε το ΕΔΔΑ θα προσδώσει πιθανότατα στην υπόθεση ποινική χροιά 19. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο του Στρασβούργου δεν θα λάβει υπόψη του την επιβληθείσα στην εξεταζόμενη περίπτωση ποινή αλλά τη βαρύτερη επαπειλούμενη κύρωση για την επίδικη παράβαση. Υπ αυτήν την έννοια, η πρόβλεψη στερητικής της ελευθερίας ποινής για την επίδικη συμπεριφορά κατατάσσει, κατ αρχήν, τη σχετική διαδικασία στο ποινικό πεδίο 20. Έτσι, σύμωνα με το ΕΔΔΑ, «σε μια δημοκρατία προσηλωμένη στην υπεροχή του δικαίου, εφόσον η ποινή που μπορούσε να επισύρει η πράξη του προσφεύγοντος και η πραγματική ποινή που του επιβλήθηκε συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι οι κατηγορίες που του προσάπτονται έχουν «ποινικό» χαρακτήρα, και αυτό το τεκμήριο δεν καταρρίπτεται παρά εξαιτίας ενός εξαιρετικού γεγονότος και μόνο αν είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι η στέρηση της ελευθερίας προκαλεί μια «σημαντική βλάβη», δεδομένων της φύσης, της διάρκειας και των συνθηκών εκτέλεσής της». Έτσι, στην υπόθεση Zolotoukhine κατά Ρωσίας εξαιτίας της φύσης της παράβασης και της βαρύτητας της επαπειλούμενης ποινής το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα οτι η καταδίκη του προσφεύγοντος ενέπιπτε στην αυτόνομη έννοια της «ποινικής δικονομίας» του άρθρου 4 21. Σημειωτέον, ότι στην συγκεκριμένη υπόθεση επιβλήθηκε κράτηση τριών ημερών, με προβλεπόμενη μέγιστη ποινή κράτησης της 15 ημέρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, προκειμένου να καταλήξει το ΕΔΔΑ στην ύπαρξη «κατηγορίας ποινικής φύσης», απαιτείται η διαζευκτική και όχι 17 ΕΔΔΑ Τabet κατά Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 3.11.2005 18 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 535 19 Αναγνωστόπουλος Η., «Τα πολλαπλά τέλη για την λαθρεμπορία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ» (με αφορμη τις ΣτΕ 3182/2010 και 2067/2011)», Νομικό Βήμα, 2011, τόμος 59, τεύχος 10, σελ. 2275 20 ΕΔΔΑ, Μaestri κατά Κροατίας, παρ. 60 21 ΕΔΔΑ, Zolotoukhine κατά Ρωσίας (Ευρεία Σύνθεση), παρ. 57 10

απαραιτήτως η σωρευτική εφαρμογή των κριτηρίων Engel 22. Εφόσον διαπιστωθεί είτε ότι η διαδικασία αφορά ποινική κατά τη φύση της παράβαση είτε ότι η επαπειλούμενη κύρωση αποτελεί κατ ουσίαν ποινή, τότε η πλάστιγγα θα γείρει υπέρ της ύπαρξης ποινικής δίκης. Παράλληλα, θα ήταν ανακριβές να υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο ακολουθεί αυστηρή μεθοδολογία κατά την εφαρμογή των κριτηρίων Engel 23. Έτσι, εάν η εξέταση καθενός ξεχωριστά από τα κριτήρια Engel δεν επιτρέπει την ξεκάθαρη εξαγωγή συμπεράσματος ως προς την ύπαρξη κατηγορίας ποινικής φύσης, τότε το Δικαστήριο θα αναζητήσει εάν η σωρευτική εφαρμογή των κριτηρίων αποδίδει στην κρινόμενη διαδικασία ποινική απόχρωση 24. Η κατάφαση της πλήρωσης των κριτηρίων Εngel δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια συστηματική κατηγοριοποίηση, αλλά απαιτείται ad hoc διερεύνηση της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, αφού ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Τέλος, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη διοικητική παράβαση της λαθρεμπορίας, όπως αυτή προβλέπεται από το ελληνικό δίκαιο, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει σταθερά ότι η ίδια αναφέρεται σε κατηγορία ποινικής φύσης. Ειδικότερα, στις αποφάσεις Mamidakis, Giannetaki E. & S. Metaforiki Ltd et Giannetakis και Chatzinikolaou κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο διαπίστωσε σωρευτικά τη βαρύτητα του αδικήματος της λαθρεμπορίας, τον αποτρεπτικό και τιμωρητικό χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης καθώς και το ύψος του επιβληθέντος προστίμου για να καταλήξει στην «ύπαρξη κατηγορίας ποινικής φύσης». Είναι αλήθεια ότι η διαπίστωση της ποινικής φύσης των ελεγχόμενων διοικητικών διαδικασιών δεν ήταν στις προαναφερθείσες υποθέσεις το αποτέλεσμα ενός ενδελεχούς ελέγχου των σχετικών κριτηρίων από την πλευρά του δικαστή του Στρασβούργου. Ο ίδιος απλώς διαπίστωσε τη συνδρομή των κριτηρίων Engel, υπονοώντας πιθανόν ότι το ιδιαίτερο ύψος των επιβληθέντων προστίμων προσέδιδε αυτομάτως ποινική χροιά στην επίδικη δίκη. Στην απόφαση Garyfallou AEBE, η επιλογή αυτή του δικαστή του Στρασβούργου είναι πιο ευκρινής, καθώς ο ίδιος βασίσθηκε αποκλειστικά και μόνο στο ύψος της επιβληθείσας και επαπειλούμενης κύρωσης, για να καταλήξει στην ποινική φύση της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας 25. Στην ΕΔΔΑ, Κapetanios και λοιποί κατά Ελλάδας, 30.4.2015, το Δικαστήριο βασίσθηκε στην πάγια νομολογία του επί του θέματος, για να εξετάσει τη φύση της διαδικασίας επιβολής πολλαπλού τέλους. Στην παρ. 53 παρέθεσε το οικείο χωρίο της Mamidakis, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην υπόθεση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (αριθ.35533/04, 22 ΕΔΔΑ, Garyfallou ΑΕΒΕ κατά Ελλάδας, 24.9.1997 παρ. 33 23 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 536 24 ΕΔΔΑ, Jussila κατά Φιλανδίας (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης), 23.11.2006, παρ. 30-31 25 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 536 11

απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007) η οποία αφορούσε στην επιβολή διοικητικού προστίμου στον προσφεύγοντα λόγω παράβασης του Τελωνειακού Κώδικα κατά την πώληση πετρελαιοειδών προϊόντων, δέχθηκε ως αποδεδειγμένη την ύπαρξη «κατηγορίας ποινικής φύσης» κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής: «[...] το επιβαλλόμενο στον προσφεύγοντα πρόστιμο προβλεπόταν στον Τελωνειακό Κώδικα και δεν χαρακτηριζόταν στο εσωτερικό δίκαιο ως ποινική κύρωση. Εντούτοις, σε σχέση με τη βαριά φύση της παράβασης της λαθρεμπορίας, με τον αποτρεπτικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης, καθώς και με το αυξημένο ποσό του προστίμου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το διακύβευμα για τον προσφεύγοντα ήταν εν προκειμένω αρκετά σημαντικό για να δικαιολογεί την εφαρμογή του ποινικού τμήματος του άρθρου 6 εν προκειμένω.» 26. Έτσι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υφίστατο λόγος να αποστεί από το συμπέρασμά του στην παρατεθείσα απόφαση, κρίνοντας έτσι ότι επίδικες διοικητικές κυρώσεις ήταν «ποινικής φύσης». Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι το Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε στην απλή επιβεβαίωση του συμπεράσματος της Mamidakis. Προκειμένου να απορρίψει την προβληθείσα ένσταση επί του παραδεκτού, προέβη σε πιο εκτεταμένη ανάλυση του τρίτου κριτηρίου Engel, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αφορά τη βαρύτητα της επαπειλούμενης ποινής 27. Κατά πρώτο λόγο, διαπιστώθηκε ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα κυμαίνονταν από εκατόν τριάντα χιλιάδες ευρώ περίπου, στην περίπτωση του δεύτερου προσφεύγοντα, σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε ό,τι αφορούσε τους υπόλοιπους. Επιπλέον, η οικεία διάταξη του Τελωνειακού Κώδικα προέβλεπε ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο μπορούσε να αγγίξει το δεκαπλάσιο του οφειλόμενου φορολογικού ή τελωνειακού τέλους. Έτσι στις παρ. 55 και 56 της προαναφερόμενης απόφασης το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα πρόστιμα ήταν, από το ύψος τους, αδιαμφισβήτητης αυστηρότητας και επέφεραν στα φυσικά πρόσωπα τα οποία αφορούσαν πολύ σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Το Δικαστήριο υπενθύμισε εξάλλου ότι η ποινική χροιά μιας δίκης εξαρτάται από το βαθμό βαρύτητας της κύρωσης στην οποία υπόκειται a priori το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται 28 και όχι από τη βαρύτητα της κύρωσης που τελικά επιβλήθηκε 29. Εν προκειμένω, το άρθρο 97 του υπ αριθ. 1165/1918 νόμου προέβλεπε ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο μπορούσε να φτάσει το δεκαπλάσιο του ποσού του οφειλόμενου φορολογικού ή τελωνειακού τέλους. Εάν ίσχυε η περίπτωση αυτή εν προκειμένω, είναι εμφανές ότι οι επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων 26 ΕΔΔΑ, Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (αριθ.35533/04), απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, παρ. 21 27 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 544 28 ΕΔΔΑ, Engel και λοιποί, προαναφερθείσα, παρ. 82 29 ΕΔΔΑ, Dubus S.A. κατά Γαλλίας, αριθ.5242/04, παρ. 37, 11 Ιουνίου 2009 12

θα ήταν ακόμη βαρύτερες. Έτσι, υπό το φως των ανωτέρω και δεδομένου του μεγάλου ύψους των επιβαλλομένων προστίμων και εκείνων στα οποία υπόκειντο οι προσφεύγοντες, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι εν λόγω κυρώσεις ανήκουν στην ύλη του ποινικού δικαίου λόγω της αυστηρότητάς τους και του αποτρεπτικού τους χαρακτήρα 30. 2) Η έννοια του Idem Η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν καταλείπει αμφιβολία ως προς το idem αναφορικά με το διωκόμενο πρόσωπο ή την έννομη τάξη εντός της οποίας αναφύεται το ζήτημα της διπλής δίωξης ή καταδίκης. Έτσι, το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι το ne bis in idem είναι ανεφάρμοστο όταν τα αξιόποινα πραγματικά περιστατικά αφορούν διαφορετικά πρόσωπα ή όταν στο ίδιο πρόσωπο έχουν επιβληθεί διώξεις ή καταδίκες για τα ίδια πραγματικά περιστατικά αλλά σε διαφορετικά κράτη-μέλη της Σύμβασης. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η θέση του ΕΔΔΑ ως προς το αντικείμενο του idem: ο όρος αναφέρεται στην επίδικη συμπεριφορά καθ εαυτήν ή στον ποινικό χαρακτηρισμό της; Έως το 2009, η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με αυτό το ερώτημα απείχε αρκετά από το να χαρακτηριστεί συνεκτική. Το ίδιο είχε προοδευτικά υιοθετήσει διάφορες αντικρουόμενες λύσεις, ώσπου να αποκρυσταλλώσει τελικά τη νομολογία του το 2009 με την απόφαση Serguei Zolotοukhine κατά Ρωσίας 31. Έτσι, αρχικά με την απόφαση ΕΔΔΑ, Gradinger κατά Αυστρίας, 23.10.1995, το Δικαστήριο έδειξε να προκρίνει το κριτήριο της ταυτότητας της επίδικης συμπεριφοράς. Ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση της οδήγησης σε κατάσταση μέθης. Στη συνέχεια, του επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο για τη διοικητική παράβαση της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι παρότι η ονομασία, η φύση και ο σκοπός των δύο παραβάσεων διέφεραν, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4, στο μέτρο που αμφότερες οι αποφάσεις βασίσθηκαν στην ίδια συμπεριφορά του προσφεύγοντος. Με την ΕΔΔΑ Oliveira κατά Ελβετίας 30.7.1998, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η κατ ιδέαν συρροή αδικημάτων, όταν δηλαδή η ίδια αξιόποινη πράξη αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία δύο διακριτών αδικημάτων, είναι ανεκτή υπό το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, εφόσον τα δύο αδικήματα διαφέρουν ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής τους υπόστασης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε 30 Βλ. Grande Stevens και λοιποί κατά Ιταλίας, αριθ.18640/10, 18647/10, 18663/10, 18668/10 και 18698/10, παρ. 99, 4 Μαρτίου 2014 και, a contrario, Inocencio κατά Πορτογαλίας (dec.), αριθ.43862/98, ΕΔΔΑ 2001-Ι 31 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 544 13

τροχαίο ατύχημα και στη συνέχεια καταδικάστηκε τόσο σε διοικητική διαδικασία για υπέρβαση ορίου ταχύτητας όσο και, στο πλαίσιο ποινικής δίκης, για πρόκληση σωματικής βλάβης εξ αμελείας. Το δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι δεν ετίθετο ζήτημα σχετικά με το ne bis in idem, αφού δεν υφίστατο idem crimen, δηλαδή τα δύο αδικήματα ήταν διαφορετικής φύσης και περιεχομένου 32. Οι δύο όμως αυτές προσεγγίσεις του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Gradinger και Oliveira, προκειμένου να καθορισθεί αν οι προσφεύγοντες δικάστηκαν ή τιμωρήθηκαν ξανά «για μια παράβαση για την οποία είχαν ήδη αμετακλήτως αθωωθεί ή καταδικαστεί» φαίνονταν αντιφατικές. Έτσι, με την απόφαση ΕΔΔΑ, Fischer κατά Αυστρίας 26.4.1995, εγκαινιάστηκε η τρίτη φαση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στην οποία το Δικαστήριο συνδύασε το idem factum και crimen. Τόνισε ότι περισσότερες της μιας ποινικές διώξεις είναι ανεκτές υπό το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου σε περίπτωση κατ ιδέαν συρροής αδικημάτων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα δύο αδικήματα δεν ορίζονται από τα ίδια βασικά στοιχεία. Σ αυτήν την υπόθεση ο προσφεύγων, ενώ οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ, παρέσυρε έναν ποδηλάτη ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα. Δεν σταμάτησε για να βοηθήσει το θύμα, αλλά τελικά παραδόθηκε στην αστυνομία αργότερα το ίδιο βράδυ. Καταδικάσθηκε από διαφορετικά όργανα - διοικητικό και δικαιοδοτικό - σε χρηματικό πρόστιμο (και σε περίπτωση μη καταβολής σε φυλάκιση) για, μεταξύ άλλων, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας και σε φυλάκιση έξι μηνών για πρόκληση θανάτου μετά από κατανάλωση αλκοόλ (χωρίς η τελευταία να είναι σε τέτειο βαθμό που να αποκλείει την ευθύνη του) αντίστοιχα. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προηγούμενη προσέγγιση του, ότι δηλαδή περισσότερες διώξεις και καταδίκες σε περίπτωση κατ ιδέαν συρροής παραβάσεων δεν είναι αντίθετες στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου. Έκρινε, ωστόσο, ότι θα ήταν ασύμβατο μ αυτή τη διάταξη να διωχθεί ή/ και να τιμωρηθεί δύο φορές ένα άτομο επί τη βάση της ίδιας συμπεριφοράς για παραβάσεις που είναι «διαφορετικές ως προς την ονομασία τους» και ότι θα έπρεπε επιπλέον να εξετάσει εάν αυτές οι παραβάσεις είχαν ή όχι τα «ίδια ουσιώδη στοιχεία». Έτσι, εάν οι παραβάσεις για τις οποίες ένα άτομο είχε διωχθεί δεν συνέπιπταν παρά ελαφρώς, τότε ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να διωχθεί για καθεμία από αυτές διαδοχικά χωρίς να γεννάται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης της αρχής ne bis in idem. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, στη συγκεκριμένη περίπτωση το καθοριστικό στοιχείο ήταν ότι «στη βάση της ίδιας πράξης» ο προσφεύγων διώχθηκε και τιμωρήθηκε δύο φορές για δύο διαφορετικές παραβάσεις οι οποίες δεν διέφεραν ως προς τα «ουσιώδη στοιχεία» τους. Σε περιπτώσεις 32 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 537 14

όπως της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Δικαστήριο αναγνώρισε, μάλιστα, στα συμβαλλόμενα στο Πρωτόκολλο μέρη την ευχέρεια να επιλέγουν τα ίδια επί τη βάσει ποιας από τις δύο παραβάσεις θα διώξουν και ενδεχομένως θα τιμωρήσουν τον φερόμενο ως δράστη 33. Σε αυτήν την ασυνέπεια της νομολογίας ως προς την έννοια του idem έβαλε τέλος η προαναφερθείσα Serguei Zolotoukhine κατά Ρωσίας. Το ΕΔΔΑ, στην προαναφέρομενη απόφαση, αναγνώρισε ότι η ποικιλία των προσεγγίσεων που είχε υιοθετήσει στο ζήτημα αποτελούσε «πηγή νομικής ανασφάλειας» ασύμβατης με το θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 4 και αποφάσισε να εναρμονίσει την ερμηνεία της έννοιας του idem. Το Τμήμα ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ επανήλθε στο κριτήριο του idem factum, αφού προηγουμένως είχε λάβει κατ εξοχήν υπόψη του την εξέλιξη της σχετικής νομολογίας άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο προσφεύγων είχε διαπράξει σε κατάσταση μέθης τα αδικήματα της διατάραξης οικιακής ειρήνης και αντίστασης κατά της αρχής, γεγονός που επέσυρε την επιβολή πρώτα διοικητικής και ύστερα ποινικής κύρωσης. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το ne bis in idem ενεργοποιείται όταν το παρεπόμενο αδίκημα απορρέει από ταυτόσημα ή ουσιωδώς όμοια πραγματικά περιστατικά με αυτά που ήταν τα συστατικά της αρχικής ποινικής δίωξης. Διευκρίνισε μάλιστα ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να συνιστούν αλληλουχία συγκεκριμένων γεγονότων στα οποία εμπλέκεται το ίδιο πρόσωπο και τα οποία παρουσιάζουν ενότητα χώρου και χρόνου. Είναι εμφανές ότι με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει το idem κατά τρόπο δεσμευτικό για το ίδιο και τα συμβαλλόμενα μέρη. Πράγματι, σε μια σειρά από μεταγενέστερες αποφάσεις το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει την προσέγγιση της Serguei Zolotoukhine κατά Ρωσίας αναφορικά με την έννοια του idem. Το κριτήριο του idem factum υιοθετεί το ΕΔΔΑ και στην Κapetanios και λοιποί κατά Ελλάδας, 30.4.2015, στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ποινική και η διοικητική παράβαση της λαθρεμπορίας ήταν ταυτόσημες, τόσο ως προς το υποκειμενικό όσο και ως προς το αντικειμενικό στοιχείο τους, τονίζοντας ότι το εγκαλούμενο κράτος δεν είχε αμφισβητήσει το γεγονός ότι «τόσο οι ποινικές όσο και οι διοικητικές επίμαχες διαδικασίες αφορούσαν τις ίδιες περιστάσεις». Συγκεκριμένα το Δικαστήριο σε σχέση με το κριτήριο του idem factum σημειώνει ότι πρέπει να προσδιοριστεί εάν οι νέες αυτές διώξεις κατά την διοικητική δικαιοδοσία είχαν ως αφετηρία πραγματικά περιστατικά, τα οποία ήταν ουσιαστικά όμοια με εκείνα που έγιναν αντικείμενο της οριστικής αθώωσης. Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σε ό,τι αφορά στην υπ αριθ. 3453/12 προσφυγή, το αντικείμενο των δύο 33 Σισιλιάνος Λ.-Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-Ερμηνεία κατ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη 2013, σελ. 757 15

«ποινικών διαδικασιών» ήταν η εισαγωγή από τον προσφεύγοντα, το 1985 και το 1986, δώδεκα ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και ενός κυνηγετικού όπλου, ενός βαρούλκου και μίας συσκευής βίντεο χωρίς την πληρωμή των προβλεπόμενων τελωνειακών δασμών. Στην υπ αριθ. 42941/12 προσφυγή, το αντικείμενο των δύο επίμαχων διαδικασιών ήταν η πώληση από τον δεύτερο προσφεύγοντα, μεταξύ 1993 και 1995, 110.000 λίτρων βενζίνης και 221.000 λίτρων ντίζελ χωρίς πιστοποιητικά αγοράς. Τέλος, σε ό,τι αφορά στην υπ αριθ. 9028/13 προσφυγή, το αντικείμενο των «δύο ποινικών διαδικασιών» ήταν η εισαγωγή στην Ελλάδα από τον τρίτο προσφεύγοντα, το Νοέμβριο του 1992, δύο πολυτελών αυτοκινήτων χωρίς την καταβολή των τελών και δασμών και η κυκλοφορία τους χωρίς την προηγούμενη απόκτηση άδειας από τις τελωνειακές αρχές. Κατά συνέπεια, τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία κατηγορούνται οι προσφεύγοντες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και των διοικητικών δικαστηρίων αναφέρονταν ακριβώς στις ίδιες συμπεριφορές που σημειώθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τόσο οι ποινικές όσο και οι διοικητικές επίμαχες διαδικασίες αφορούσαν στις ίδιες περιστάσεις. 3) Η έννοια του Bis Το στοιχείο του bis αφορά την απαγόρευση δεύτερης ποινικής διαδικασίας μετά την οριστική περάτωση της πρώτης, ανεξάρτητα αν αυτή οδήγησε στην καταδίκη του προσώπου ή όχι, αφού η αρχή ne bis in idem δεν αποκλείει μόνο την διπλή τιμωρία, αλλά και τη διπλή δίωξη, εγγυάται δηλαδή ότι κανείς δεν υπόκειται σε δίκη, δεν δικάζεται και δεν τιμωρείται δις. Παρά το γεγονός ότι η έννοια του bis, δηλαδή της δεύτερης δίωξης ή καταδίκης, είναι εκ πρώτης όψεως εύληπτη, εντούτοις η ερμηνεία της εγείρει διάφορα ζητήματα που σχετίζονται ιδιαίτερα με τους τρόπους αλληλοεπικάλυψης των δύο δικών. Το βασικό ερώτημα αφορά τον χρόνο ενεργοποίησης του ne bis in idem. Το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου περιλαμβάνει στην αγγλική και γαλλική έκδοση αντίστοιχα τις φράσεις «finally acquitted or convicted» και «jugement definitf». Η ερμηνεία που το ΕΔΔΑ έχει προσδώσει σε αυτούς τους όρους είναι ότι η πρότερη ποινική δίκη θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και να έχει παραχθεί δεδικασμένο 34. Με όρους, δηλαδή, ελληνικού δικαίου, η πρώτη διαδικασία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί με απόφαση, η οποία θα έχει καταστεί αμετάκλητη. Από τη στιγμή αυτή και μετά, η έναρξη της δεύτερης διαδικασίας θα θέσει σε εφαρμογή το ne bis in idem. Πώς όμως νοείται η έναρξη της δεύτερης ποινικής διαδικασίας; Εδώ επανερχόμαστε στις βασικές αρχές εφαρμογής των δικονομικών εγγυήσεων 34 ΕΔΔΑ, Zolotoukhine κατά Ρωσίας (Ευρεία Σύνθεση), παρ.107 16

της Σύμβασης στην ποινική δίκη: το Δικαστήριο θα εντοπίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο υφίσταται «κατηγορία ποινικής φύσης», σύμφωνα με το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ. Υπενθυμίζουμε ότι η έννοια της «κατηγορίας» είναι αυτόνομη σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, συνεπώς η έναρξη της δεύτερης δίκης δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με γενικό τρόπο αλλά, πάντοτε, με δεδομένες τις ειδικές περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης 35. Ζήτημα ανακύπτει ως προς το στοιχείο της γνώσης των αρμόδιων αρχών σχετικά με την ύπαρξη του πρότερου ποινικού δεδικασμένου προκειμένου να ενεργοποιηθεί το ne bis in idem με την κίνηση της δεύτερης διαδικασίας. Η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν είναι απολύτως σαφής και, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι, μέχρι την Kapetanios και λοιποί, μάλλον περιέπλεκε το ζήτημα αντί να το απλοποιεί. Έτσι, στην ΕΔΔΑ Zigarella κατά Ιταλίας (απόφαση επί του παραδεκτού) 3.10.2002 αλλά και στην ΕΔΔΑ Tomasovic κατά Κροατίας, 18.11.2011, είχε γίνει δεκτό ότι η άγνοια της πρώτης αμετάκλητης απόφασης εκ μέρους των αρχών, δεν θα ενεργοποιήσει το ne bis in idem, παρά μόνο εάν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι υφίσταται ζημία λόγω της διπλής δίωξης ή/και καταδίκης. Το ΕΔΔΑ υπέστη κριτική για το επιπλέον αυτό κριτήριο που πρέπει να συντρέχει προκειμένου να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 4 και που δεν προβλέπεται στο κείμενο της εν λόγω διάταξης καθώς έτσι υπάρχει ο κίνδυνος κατάχρησης από τα συμβαλλόμενα κράτη 36. Η διαπίστωση του αμετακλήτου της προηγηθείσας ποινικής απόφασης αποτελεί πρόκριμα για την ύπαρξη bis, δηλαδή διπλής δίκης. Με την ΕΔΔΑ, Kapetanios και λοιποί κατά Ελλάδας 30.4.2015 το Δικαστήριο διευκρίνισε το ζήτημα αυτό καθώς και το συναφές θέμα σχετικά με τον παραδεκτό τρόπο εξέτασης του αμετακλήτου από τον διοικητικό δικαστή. Παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες είχαν επικαλεστεί και καταθέσει τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ουσίας και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από τη στιγμή αυτή, το διοικητικό δικαστήριο που είχε επιληφθεί της υπόθεσης όφειλε να εξετάσει «με δική του πρωτοβουλία τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν οι αθωωτικές [εν προκειμένω] αποφάσεις στο πλαίσιο της εκκρεμούς διοικητικής διαδικασίας». Ο λόγος είναι ότι σε αντίθετη περίπτωση, το διοικητικό δικαστήριο θα «ανεχόταν εκούσια μια κατάσταση στην εσωτερική έννομη τάξη που ενδεχομένως θα παραγνώριζε την αρχή ne bis in idem». Έτσι το Δικαστήριο στην απόφαση ΕΔΔΑ, Kapetanios και λοιποί κατά Ελλάδας 30.4.2015, παρ. 66, 67 αναφέρει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του στο σημείο τούτο το επιχείρημα της Κυβέρνησης, δηλαδή ότι σε κάποιες 35 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 537 36 Βλ. Συντρέχουσα γνώμη του Δικαστή Λ.-Α. Σισιλιάνου στην ΕΔΔΑ, Tomasovic κατά Κροατίας, 18.11.2011, όπου ακριβώς υπογραμμίζει τον κίνδυνο κατάχρησης του υποκειμενικού κριτηρίου εκ μέρους των κρατών 17

από τις επίμαχες διαδικασίες, οι προσφεύγοντες δεν επικαλέστηκαν νομίμως ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων είτε τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, είτε το γεγονός ότι οι τελευταίες είχαν καταστεί αμετάκλητες εν τω μεταξύ. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, τα διοικητικά δικαστήρια δεν υποχρεούνταν επομένως να συνεκτιμήσουν τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Όμως προκύπτει σαφώς από τον φάκελο ότι σε όλες τούτες τις υποθέσεις, οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν και κατέθεσαν τις αθωωτικές αποφάσεις οι οποίες είχαν ήδη αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου, τόσο ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας όσο και σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, από την στιγμή αυτή, δηλαδή από την επίκληση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων της πρώτης ποινικής διαδικασίας, όφειλε το διοικητικό δικαστήριο που είχε επιληφθεί της υπόθεσης να εξετάσει με δική του πρωτοβουλία τις επιπτώσεις που οι επίμαχες αθωωτικές αποφάσεις μπορούσαν να επιφέρουν στο πλαίσιο της εκκρεμούς διοικητικής διαδικασίας. Σε αντίθετη περίπτωση, η μη συνεκτίμηση του στοιχείου της πρώτης «ποινικής διαδικασίας» θα ισοδυναμούσε με την εκούσια ανοχή μίας κατάστασης στην εσωτερική έννομη τάξη που ενδεχομένως θα παραγνώριζε την αρχή ne bis in idem. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι από την στιγμή που οι αθωωτικές αποφάσεις στις πρώτες ποινικές διαδικασίες απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου, το 1992, το 2000 και το 1998 αντίστοιχα, έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες «είχαν ήδη αθωωθεί με αμετάκλητη απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4 του υπ αριθ. 7 Πρωτοκόλλου. Παρά ταύτα, οι «νέες ποινικές διαδικασίες», οι οποίες ξεκίνησαν σε βάρος τους δεν τερματίστηκαν αφού τα δικαστήρια που επιλήφθηκαν της υπόθεσης έλαβαν γνώση αυτών. Πράγματι, συνεχίστηκαν και κατέληξαν, πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση των ποινικών διαδικασιών, στην έκδοση των αποφάσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το 2011 και το 2012 αντίστοιχα, σε τελευταίο βαθμό. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασης από το αρμόδιο δικαστήριο στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας του αμετακλήτου χαρακτήρα της πρώτης απόφασης αποτελεί ενδιαφέρουσα συμβολή στη νομολογία του ΕΔΔΑ, καθώς σύμφωνα με νομολογιακά προηγούμενα, η άγνοια των αρμόδιων αρχών για την περάτωση της πρώτης δίκης, δικαιολογούσε υπό όρους τη συνέχιση της δεύτερης «ποινικής διαδικασίας». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για την ενεργοποίηση του ne bis in idem, δεν είναι απαραίτητη η άσκηση της ποινικής δίωξης μετά την ολοκλήρωση της πρώτης δίκης. Οι δύο δίκες μπορούν να εξελίσσονται παράλληλα, από τη στιγμή όμως που η αρχική θα ολοκληρωθεί με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης και η δεύτερη δίκη εκκρεμεί, τότε το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου θα τεθεί σε εφαρμογή. Εξάλλου, από τον συνδυασμό της 18

προηγηθείσας νομολογίας και των κριτηρίων Engel, προκύπτει ότι το ne bis in idem δεν αντιτίθεται στην εξέταση, μέσω της δεύτερης δίκης, ζητημάτων συναφών με την πρώτη, τα οποία όμως δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Ως τέτοια, έχουν θεωρηθεί η αναζήτηση αστικής ευθύνης μέσω αγωγής αποζημίωσης ή η παρεπόμενη πειθαρχική διαδικασία, υπό τον όρο βέβαια ότι δεν είναι «ποινικής φύσης» 37. Ενδιαφέρον είναι το ζήτημα της επιβολής παρεπόμενων ή συμπληρωματικών, (ως προς την επιβληθείσα κύρια ποινή) μέτρων ή ποινών στον ενδιαφερόμενο ως συνέπεια της προηγούμενης ποινικής καταδίκης του. Το ΕΔΔΑ αποδέχεται τέτοια μέτρα, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, εφόσον αποτελούν «άμεση και προβλέψιμη συνέπεια της ποινικής καταδίκης του προσφεύγοντος» 38. Οι έννοιες «άμεση» και «προβλέψιμη» θα πρέπει να ερμηνευθούν στενά από το ΕΔΔΑ. Η σύμπλευσή τους με την αρχή ne bis in idem είναι αναγκαίο να διαπιστώνεται μόνο όταν επιβάλλονται ως αυτόματη συνέπεια της προηγούμενης ποινικής καταδίκης του προσφεύγοντος. Από τη στιγμή που καταλείπεται διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί επί του είδους και της βαρύτητας της παρεπόμενης ποινής, τότε το ne bis in idem θα πρέπει να ενεργοποιείται. Σε αντίθετη περίπτωση, τα συμβαλλόμενα κράτη θα έχουν τη δυνατότητα παράκαμψης αυτής της εγγύησης, μέσω του χαρακτηρισμού της δεύτερης ποινής ως παρεπόμενης ή συμπληρωματικής 39. 4) Xρονικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών Στις 15.11.2016, η Ολομέλεια (Τμήμα ευρείας σύνθεσης) του ΕΔΔΑ εξέδωσε την απόφασή της στην υπόθεση Α και Β κατά Νορβηγίας. Επρόκειτο για υπόθεση φοροδιαφυγής, λόγω παράλειψης δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, στην οποία επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες χρηματική διοικητική κύρωση, ανερχόμενη σε 30% του διαφυγόντος φόρου, και στη συνέχεια, αφού η κύρωση αυτή κατέστη αμετάκλητη (ως μη αμφισβητηθείσα με διοικητική και ένδικη προσφυγή) καταλογίσθηκε σε βάρος τους ποινή φυλάκισης ενός έτους, για φορολογική απάτη. Το Ανώτατο Δικαστήριο της 37 ΕΔΔΑ, Durand κατά Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 31.1.2012 38 ΕΔΔΑ, Μazni κατά Ρουμανίας, 21.9.2006, παρ. 68 39 Βογιατζής Π., Νe bis in idem και τεκμήριο αθωότητας από την ποινική στη διοικητική δίκη: ζητήματα ασυμβατότητας μεταξύ του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, ΘΠΔΔ 2015, τ.6, σελ. 538 19

Νορβηγίας, μολονότι αναγνώρισε ότι αμφότερες οι διαδικασίες αφορούσαν στα ίδια πραγματικά περιστατικά και ήταν ποινικές, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, έκρινε ότι δεν είχε παραβιασθεί η εν λόγω διάταξη, διότι υπήρχε επαρκής χρονικός και ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών, η κίνηση των οποίων ήταν προβλέψιμη για τους εμπλεκόμενους. Το ΕΔΔΑ συμφώνησε. Αφού πρώτα επιβεβαίωσε την εφαρμογή των τριών κριτηρίων Engel, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, επικέντρωσε την ανάλυσή του στο στοιχείο του επαρκούς συνδέσμου μεταξύ των δύο κυρωτικών διαδικασιών και κατέληξε στις ακόλουθες γενικές σκέψεις: (1) Σε περίπτωση καταστολής παραβάσεων τόσο κατά το ποινικό όσο και κατά το διοικητικό δίκαιο, ο ασφαλέστερος τρόπος διασφάλισης του σεβασμού του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου είναι η πρόβλεψη, σε κάποιο κατάλληλο στάδιο, μίας και μόνης κυρωτικής διαδικασίας/οδού. Ωστόσο το άρθρο αυτό δεν αποκλείει τη διεξαγωγή διπλής διαδικασίας, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της ανωτέρω διάταξης, εάν το καθού Κράτος τεκμηριώσει ότι οι δύο επίμαχες διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, κατ ουσίαν και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παράβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού. Επομένως, τo άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει στο κράτος μέλος να οργανώνει το νομικό του σύστημα κατά τρόπο που να προβλέπει μια προδιαγεγραμμένη (ως προς το είδος και τη βαρύτητά της) διοικητική ποινή για φοροδιαφυγή στις σοβαρές εκείνες περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί προσήκουσα και την ποινική δίωξη του παραβάτη, λόγω συνδρομής κάποιου επιπρόσθετου στοιχείου, πέραν της μη πληρωμής του οφειλόμενου φόρου, όπως η απατηλή συμπεριφορά, το οποίο δεν ενδιαφέρει στη διοικητική διαδικασία. (2) Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να εξεταστεί ο κατ ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως, τα ακόλουθα: (i) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ii) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά το νόμο και την πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, ο αναδιπλασιασμός τόσο της συλλογής όσο και της εκτίμησης των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (iv) πάνω απ όλα, εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθού υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό τη διασφάλιση της αναλογικότητας των 20

συνολικά καταλογιζόμενων ποινών. (3) Όπως σημειώθηκε στην απόφαση Jussila, oι εγγυήσεις του ποινικού σκέλους του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζονται κατ ανάγκη με πλήρη αυστηρότητα στις υποθέσεις επιβολής διοικητικών ποινών, που πληρούν τα κριτήρια Engel. Η εν λόγω σκέψη είναι σχετική και όταν κρίνεται η τήρηση των επιταγών του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου σε υποθέσεις σώρευσης διοικητικής και ποινικής διαδικασίας επιβολής κυρώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η έκταση στην οποία η διοικητική διαδικασία φέρει τα χαρακτηριστικά μιας συνήθους ποινικής διαδικασίας, κυρίως όσον αφορά το είδος της επιβαλλόμενης ποινής και το στίγμα που αφήνει στον καθού, είναι σημαντικός παράγοντας. (4) Εάν ο κατ ουσίαν σύνδεσμος των δύο διαδικασιών είναι αρκετά ισχυρός, πρέπει επιπλέον να πληρούται η απαίτηση περί χρονικού συνδέσμου. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι διαδικασίες πρέπει να διενεργούται ταυτόχρονα από την αρχή μέχρι το τέλος τους. Έχει, όμως, την έννοια ότι ο χρονικός σύνδεσμος πρέπει να είναι αρκούντως στενός ώστε να προστατεύεται ο ενδιαφερόμενος από ανασφάλεια, καθυστερήσεις και μακροχρόνιες διαδικασίες. Με τις ανωτέρω σκέψεις του ΕΔΔΑ υιοθετείται πλέον μια ευρέως διασταλτική ερμηνεία της έννοιας του επαρκούς συνδέσμου μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής κυρωτικής διαδικασίας, όπως αυτή προέκυπτε από τη μέχρι τώρα νομολογία του, που αφορούσε σε περιπτώσεις αφαίρεσης, με διοικητική πράξη, της άδειας οδήγησης προσώπου, μετά από την ποινική καταδίκη του για σοβαρή παράβαση των κανόνων οδήγησης. Η νέα αυτή μείζονα φαίνεται να αντανακλά τη βούληση του ΕΔΔΑ για προσέγγιση της νομολογίας του τόσο προς εκείνη του ΔΕΕ, το οποίο έχει κρίνει ότι δεν παραβιάζεται το ne bis in idem, μεταξύ άλλων, αν δεν εντοπίζεται, στις δύο κυρωτικές διαδικασίες, ταυτότητα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού ή συμφέροντος όσο και προς τη νομολογία του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, σχετικά με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των αδικημάτων και των ποινών 40. Ενόψει των προηγουμένων, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα εάν η Α και Β κατά Νορβηγίας θέτει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Καπετάνιος και άλλοι περί παραβίασης του ne bis in idem. Η απάντηση είναι αρνητική και τη δίνει η ίδια η Α και Β κατά Νορβηγίας, καθώς παραπέμπει στην Καπετάνιος και άλλοι ως απόφαση αφορώσα σε υποθέσεις στις οποίες δεν υπήρχε επαρκής χρονικός σύνδεσμος μεταξύ της ποινικής και της διοικητικής διαδικασίας. Ωστόσο, ούτε η παραπομπή αυτή ούτε η επιχειρηματολογία στην υπαγωγή είναι αρκετή για να καταστήσει αρκούντως σαφή τη συλλογιστική του ΕΔΔΑ περί του χρονικού συνδέσμου, κυρίως διότι, ενώ συνάγεται ότι το ένα κρίσιμο χρονικό σημείο είναι εκείνο στο οποίο περατώθηκε πρώτη αμετακλήτως η μία διαδικασία, δεν διευκρινίζεται το δεύτερο κρίσιμο χρονικό σημείο. Ειδικότερα, φαίνεται να υπάρχει, ως προς το 40 βλ. ιδίως, ΕΔΔΑ decision 13.12.2005, Nilsson κατά Σουηδίας, 73661/01, στην οποία παραπέμπει επανειλημμένα η Α και Β κατά Νορβηγίας. ( βλ. C-17/10, Toshiba, σκέψη 97 και C-204/00, Aalborg Portland, σκέψη 338, Bλ. Conseil Constitutionnel 18.3.2015, 2014-453/454 QPC και 24.6.2016, 2016-545 QPC) 21