Τα θέέματα της Νεεοεελληνιικής Λογοτεεχνίίας εεπιιμεελήθηκεε π η Υπεεύθυνη φιιλόλογός μας στον Τομέέα των Νέέων Ελληνιικών Σ τ α μ ο π ο ύ λ ο υ Ξ έν ι α Θ έέ μ α τ α Α. Κείμενο / Γ. Βιζυηνός : «Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου» (απόσπασμα) Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἒκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἒμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτοῦ βαθμίδας, καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά ἐάν ἢμεθα ὃλως διόλου εἰς τά σκοτεινά. Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἒτρεμε, μοι ἐφαίνετο, πῶς ὁ Ἃγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἢρχιζε νά ζωντανεύῃ, καί ἐσάλευε, προσπαθῶν ν ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας, καί καταβῇ ἐπί τοῦ ἐδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του. Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἂνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβοδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὃτι οἱ περί τήν ἐκκλησίαν νεκροί ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καί τρέμων ἐκ φρίκης, ἒβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἓνα σκελετόν, ὃστις ἢπλωνε νά θερμάνῃ τάς ἀσάρκους του χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου», τό ὁποῖον ἒκαιε πρό ἡμῶν. Καί ὃμως δέν ἐτόλμων νά δηλώσω οὐδέ τήν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. Διότι ἠγάπων τήν ἀδελφήν μου, καί ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εἶμαι διαρκῶς πλησίον της καί πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρίς ἄλλο θά μέ ἀπέστελλεν εἰς τόν οἶκον, εὐθύς ὡς ἢθελεν ὑποπτευθῆ ὃτι φοβοῦμαι. Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας τάς φρικιάσεις ἐκείνας μετά ἀναγκαστικῆς στωικότητος καί ἐξετέλουν προθύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθῶν νά καταστῶ ὃσον τό δυνατόν ἀρεστότερος. Ἢναπτον πῦρ, ἒφερον νερόν καί ἐσκούπιζα τήν ἐκκλησίαν, ὃταν ἦτο καθημερινή. Τάς ἑορτάς καί Κυριακάς, κατά τόν ὂρθρον, ἐχειραγώγουν τήν ἀδελφήν
μου, νά σταθῇ κάτω ἀπό τό εὐαγγέλιον, τό ὁποῖον ἀνεγίγνωσκεν ὁ λειτουργός ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατά τήν λειτουργίαν, ἢπλωνα χαμαί τό «χράμι», ἐπί τοῦ ὁποίου ἒπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα, διά νά περάσουν τά Ἃγια ἀπό ἐπάνω της. Κατά δέ τήν ἀπόλυσιν, ἒφερον τό προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διά νά γονατίζῃ ἐπ αὐτοῦ, ὡς πού νά «ξεφορέσῃ ὁ παπάς ἐπάνω της» καί νά τῆς σταυρώσῃ τό πρόσωπον μέ τήν Λόγχην, ψιθυρίζων τό «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ». Καί εἰς ὃλα ταῦτα μέ παρηκολούθει ἡ πτωχή μου ἀδελφή μέ τήν ὠχράν καί μελαγχολικήν της ὂψιν, μέ τό ἀργόν καί ἀβέβαιον βῆμά της, ἑλκύουσα τόν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καί προκαλοῦσα τάς εὐχάς αὐτῶν ὑπέρ ἀναρρώσεως της ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἢργει νά ἐπέλθῃ. Ἀπ ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τό ψῦχος, τό ἀσύνηθες καί, μά τό ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δέν ἂργησαν νά ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπί τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἢρχισε νά ἐμπνέῃ τώρα τούς ἐσχάτους φόβους. Ἡ μήτηρ μου τό ἠννόησε, καί ἢρχισε, καί ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ, νά δεικνύῃ θλιβεράν ἀδιαφορίαν πρός πᾶν ὃ,τι δέν ἦτο αὐτή ἡ ασθενής. Δέν ἢνοιγε τά χείλη της πρός οὐδένα πλέον, εἰ μή πρός τήν Ἀννιώ καί πρός τούς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο. Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῶ ἒκλαιε γονυπετής πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. - Πάρε μου ὃποιο θέλεις, ἒλεγε, καί ἂφησέ μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς εἶναι γιά νά γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτία μoυ καί ἐβάλθηκες νά μοῦ πάρῃς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Kύριε! Μετά τινάς στιγμάς βαθείας σιγῆς, καθ ἣν τά δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπί τῶν πλακῶν, ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασε ὀλίγον, καί ἒπειτα ἐπρόσθεσεν - Σοῦ ἒφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι! Ὃταν ἢκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρά μου καί ἢρχισαν τά αὐτία μου νά βοΐζουν. Δέν ἠδυνήθην ν ἀκούσω περιπλέον. Καθ ἣν δέ στιγμήν εἶδον, ὃτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας, ἒπιπτεν ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων, ἐγώ ἀντί νά δράμω πρός βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τήν εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἒξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς, ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός ὁ Θάνατος. Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούεντο ὑπό τοῦ τρόμου, καί ἐγώ ἒτρεχον, καί ἀκόμη ἒτρεχον. Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω, εὑρέθην ἒξαφνα μακράν, πολύ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νά πάρω τήν ἀναπνοήν μου, κ ἐτόλμησα νά γυρίσω νά ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανείς δέν μ ἐκυνήγει.
Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὃλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἒπταισά ποτε, μήπως τήν ἀδίκησα ἀλλά δέν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὓρισκον, ὃτι ἀφ ὃτου ἐγεννήθη αὐτή ἡ ἀδελφή μας, ἐγώ ὂχι μόνον δέν ἠγαπήθην, ὃπως θά τό ἐπεθύμουν, ἀλλά τοῦτ αὐτό παρηγκωνιζόμην ὁλοέν περισσότερον. Ἐνεθυμήθην τότε, καί μοι ἐφάνη ὃτι ἐννόησα, διατί ὁ πατήρ μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ «τό ἀδικημένο του». Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἢρχισα νά κλαίω. Ὢ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος. Β'. Π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς 1. Βασικές αρετές της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού θεωρούνται : η διείσδυση στα μύχια της ψυχής, το παιχνίδι της ενοχής και της λύτρωσης, οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις. Να αποδείξετε τα χαρακτηριστικά αυτά στο συγκεκριμένο απόσπασμα φέρνοντας ένα (1) παράδειγμα για το καθένα. (μονάδες 15) 2. «Εις τά διηγήµατα του Βιζυηνού, εντυπώσεις και αναµνήσεις των παιδικών του χρόνων ες ειδος τι οικογενειακών αποµνηµονευµάτων, τό πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόµενον επί της σκηνής, διαδραµατίζει ουσιώδες µέρος διά τουτο καί η αλήθεια αυτήν έχει τι τό οικειον καί τό ψηλαφητόν, τό αρρήτως ειλικρινές, τό προκαλούν ευθύς εξ αρχής τήν εµπιστοσύνην,... συγκίνησιν» (Κωστής Παλαμάς, «Το ελληνικόν διήγημα»). Να σχολιάσετε την άποψη αυτή λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του αυτοβιογραφικού στοιχείου στο έργο του Βιζυηνού και επιβεβαιώνοντάς την μέσα από το απόσπασμα που σας δόθηκε. (μονάδες 20) 3. Να αναφέρετε τις τεχνικές του αφηγημένου χρόνου που μπορείτε να εντοπίσετε στο παραπάνω απόσπασμα και να εξηγήσετε τη λειτουργία τους. (μονάδες 20) 4. «Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἒτρεμε τό ὁποῖον ἒκαιε πρό ἡμῶν.» : Να σχολιάσετε τις εικόνες του συγκεκριμένου αποσπάσματος ως προς το περιεχόμενο και τα εκφραστικά τους μέσα και να επισημάνετε τη λειτουργία της περιγραφής του χώρου (120-150 λέξεις).
(μονάδες 25) 5. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο τη σκηνή στην εκκλησία από το «Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με την αντίστοιχη σκηνή από την «Ἀργώ» του Γ. Θεοτοκά. (μονάδες 20) Μονάχα το τρίτο βράδυ πρόβαλε στην πύλη της Παναγίας, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος από τον πυρετό κι από την πείνα. Η εκκλησιά ήτανε σχεδόν άδεια και μισοσκότεινη. Μερικές γυναίκες του λαού και τρεις τέσσερις γέροι πρoσευχότανε και σταυροκοπιότανε εμπρός στο Ιερό, ενώ ο Παπασίδερος διάβαζε τον εσπερινό : - Ὑπέρ τῆς ἂνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν... Ο μικρός σταμάτησε στην είσοδο και δεν τολμούσε ή δεν είχε τη δύναμη να προχωρήσει. Στεκότανε και κοίταζε εκστατικά την ιεροτελεστία, χωρίς να σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στην αργή ψαλμωδία και στη δυνατή μυρωδιά του θυμιάματος. Τα κεριά των πολυελαίων κι οι καντήλες σκορπούσανε στο Ιερό και στο κέντρο της εκκλησιάς ένα δειλό, κοκκινοκίτρινο φως που έκανε να γυαλίζει το ασήμι των εικονισμάτων. Οι ίσκιοι των ανθρώπων έτρεμαν απάνω στο δάπεδο και στις κολόνες. Ένα ελαφρό, διάφανο σύννεφο αρωματισμένου καπνού τα σκέπαζε όλα και σα να τα εξαΰλωνε. Ο Παπασίδερος, μαύρος, μακρύς κι αδύνατος, ξεχώριζε απότομα, στο φόντο της σκηνής, απάνω στα θαμπά χρώματα της Ιερής Πύλης δεσπόζοντας από ψηλά τους σκυμμένους πιστούς. Κουνούσε μονάχα το κεφάλι και ολοένα προσφωνούσε τον Θεό του με βραχνή φωνή : «Ὅτι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός ὑπάρχεις, καί Σοί τήν δόξαν...», περιμένοντας να αδειάσει ολότελα η εκκλησιά. Και σαν ξαναβγήκε, είδε το παιδί, που στεκότανε πάντα στην ίδια θέση, έρημο και θλιβερό, με γουρλωμένα τα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο. Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του... - Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς. Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς του φώναξε ακόμα πιο βίαια, σηκώνοντας κιόλας την κοκκαλιάρικη χερούκλα του... Γ. Θεοτοκάς, «Ἀργώ»
ΕΝ ΕΙΙΚΤΙΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ Θέέμα 1 ο ο (ΩΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ) Ο Γ. Βιζυηνός θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Το έργο του διαποτισμένο από το ευρωπαϊκό πνεύμα της εποχής του και με έντονες επιδράσεις από τις φιλοσοφικές του σπουδές, διακρίνεται για τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζει ο άνθρωπος σ αυτό. (ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΜΕ 1 ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ) Έτσι, από τις βασικότερες αρετές του θεωρείται η μοναδική του ικανότητα να μη μένει στην επιφάνεια των χαρακτήρων που παρουσιάζει, αλλά να διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και να αποκρυπτογραφεί τις βαθύτερες συναισθηματικές διακυμάνσεις των προσώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί η παρουσίαση της ψυχολογικής κατάστασης του αφηγητή παιδιού κατά τη διανυκτέρευσή του μέσα στην εκκλησία. Ο φόβος από τον οποίο πηγάζουν οι ψευδαισθήσεις/ παραισθήσεις του μικρού Γιωργή, η εμμονή του να κερδίσει την αγάπη της μητέρας αφού νιώθει έκπτωτος από τη μητρική καρδιά, ο τρόμος/ πανικός που προκαλείται στην ψυχή του στο άκουσμα της προσευχής της, δίνονται με ενάργεια και αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας αποκωδικοποιεί τη λειτουργία της παιδικής συνείδησης που εκλαμβάνει τα συμβάντα. Επιπλέον, στα διηγήματά του εμφανίζεται συχνά το παιχνίδι της ενοχής και της λύτρωσης που «βαρύνει» τους ήρωές του. Η ένοχη συνείδηση και η απεγνωσμένη προσπάθεια για κάθαρση λειτουργούν ως επαναλαμβανόμενα «μοτίβα» που τονίζουν την τραγικότητα των προσώπων. Το χαρακτηριστικό αυτό επιβεβαιώνεται στη σκηνή της προσευχής της μητέρας, αφού μέσα από τα λόγια της γίνεται υπαινιγμός για μια παλιότερη αμαρτία. Η ενοχοποιημένη συνείδηση της ηρωίδας την οδηγεί σε μια νέα αμαρτία, μια και επιζητά τη λύτρωση θυσιάζοντας ένα από τα αγόρια της για να σώσει το κορίτσι. Τέλος, το έργο του Βιζυηνού διακρίνεται και για τις αξιοσημείωτες ως προς το μέτρο τους κορυφώσεις. Το δράμα των προσώπων αποδίδεται χωρίς υπερβολές, με εξαιρετική απλότητα αλλά και ταυτόχρονα έναν απαράμιλλο τόνο ανθρωπιάς. Ειδικότερα, η παρουσίαση του δράματος της μητέρας στο συγκεκριμένο απόσπασμα κορυφώνεται τη στιγμή της προσευχής της στο Θεό, προκαλώντας συγκίνηση χωρίς όμως ακρότητες. Οι ψυχολογικές της διακυμάνσεις αποδίδονται λιτά μ έναν σύντομο διάλογο-μονόλογο που αποκαλύπτει με ενάργεια όλη την τραγικότητα του προσώπου αυτού. Θέέμα 2 ο ο
(ΞΕΚΙΝΑΜΕ ΜΕ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Ε ΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΑΥΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ) Ο Βιζυηνός κατά τη συγκρότηση του πεζογραφικού του έργου καταφεύγει σ έναν προσωπικά υπαρκτό κόσμο μέσα κυρίως από την ανάμνηση. Έτσι τα βιώματά του από την παιδική ηλικία και τα οικογενειακά δράματα αποτελούν την πρώτη ύλη πάνω στην οποία στηρίζεται η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής του. Γι αυτό το λόγο το πρόσωπο του συγγραφέα εξέρχεται επί της σκηνής και διαδραματίζει ουσιώδες ρόλο. Μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπο αφηγητή εξασφαλίζοντας έναν τρόπο εκφραστικής αμεσότητας και ταυτόχρονα έναν τρόπο προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής στα πράγματα. Έτσι τα διηγήματά του εμπεριέχουν μια αλήθεια οικεία που προκαλεί συγκίνηση και κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. (ΣΥΝ ΕΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΟ ΒΙΖΥΗΝΟ) Η καταφυγή του αυτή σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε ως ένα βαθμό να ερμηνευτεί ως προσπάθεια διατήρησης κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και αναζήτησης, ίσως, βασικών στοιχείων που καθόρισαν την ύπαρξή του. Πέρα όμως από αυτά, σκοπός του κυρίως ήταν να προσδώσει στη διήγησή του διάσταση πραγματολογική. Έτσι, τα έργα του αποτυπώνουν μια γενικότερη εικόνα του ανθρωπίνου δράματος, καθώς τα πρόσωπα κινούνται και συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. (ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΟΥΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΘΗΚΕ) Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και στο συγκεκριμένο απόσπασμα, αφού ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή-παιδί και παρουσιάζει δραματικά γεγονότα που ανακαλεί από την παιδική του ηλικία και αφορούν τον ίδιο και την οικογένειά του (Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἒκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις). Μετατρέπεται σε πρωταγωνιστικό πρόσωπο αναλύοντας γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική του συνείδηση. Έτσι, παραθέτει με σαφήνεια τη ζωηρή εντύπωση της πρώτης διανυκτέρευσής του στην εκκλησία, κάνει λόγο για την επιδείνωση της κατάστασης της Αννιώς (το όνομα παραπέμπει άμεσα στην αδερφή του Βιζυηνού), αναφέρεται με υπαινιγμούς στο αμάρτημα της μητρός του. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε πραγματικά γεγονότα της ζωής και δεν αποτελούν απλώς προϊόν της μυθοπλασίας του. Θέέμα 3ο Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από μια αναδρομή στο παρελθόν («Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη») και ακολουθούν ως επί το πλείστον ευθύγραμμη πορεία. Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του αποσιωπώντας τις πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων και δίνοντας μόνο τις πληροφορίες που είχε κατά τη στιγμή της δράσης. Έτσι, υιοθετεί την προοπτική του αφηγητή-παιδιού χαρίζοντας αμεσότητα και παραστατικότητα και κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη που εντείνεται από τη διατήρηση του
μυστηρίου. Η μοναδική αναχρονία (εδώ ανάληψη) που διακόπτει αυτή την ευθύγραμμη παρουσίαση των γεγονότων, εντοπίζεται όταν ο μικρός Γιωργής, μετά το άκουσμα της προσευχής της μητέρας, ανακαλεί στη μνήμη του παλιότερες στιγμές (όταν ζούσε ακόμη ο πατέρας) προσπαθώντας απεγνωσμένα να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της απέναντί του («Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ τό ἀδικημένο του»). Μ αυτό τον τρόπο αποδίδονται με ενάργεια τα συναισθήματα του παιδιού, ενώ ταυτόχρονα ισχυροποιείται η αινιγματική στάση της ηρωίδας. Επιπλέον, σε ορισμένα σημεία του αποσπάσματος παρατηρείται σύντμηση του αφηγημένου χρόνου («Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας / Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος»). Ο αφηγητής παραλείπει ή αναφέρει συνοπτικά γεγονότα που δεν ενδιαφέρουν άμεσα τον αναγνώστη επιταχύνοντας έτσι την εξέλιξη της πλοκής, ενώ παράλληλα, όπου κρίνει αναγκαίο, παρουσιάζει αναλυτικά σκέψεις ή πράξεις προσώπων ή περιγράφει το χώρο («Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου καί ἀπηλπισμένος / Ἢναπτον πῦρ ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ / Τό ἀμυδρόν φῶς ἒκαιε πρό ἡμῶν»). Έτσι, επιβραδύνει την εξέλιξη σε καίρια σημεία στοχεύοντας να επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη ή να παρουσιάσει ολοκληρωμένα τις δραματικές συγκρούσεις που υφίστανται τα πρόσωπα. Τέλος, στο απόσπασμα εντοπίζονται πρόωρες ενδείξεις που σκορπίζει ο αφηγητής με στόχο να προϊδεάσει τον αναγνώστη για σημαντικά γεγονότα που θα επέλθουν. Η αιτιολόγηση, από τη μια, της επιδείνωσης της κατάστασης της Αννιώς λειτουργεί ως προοικονομία του θανάτου της, ενώ η νύξη για μια προγενέστερη αμαρτία της μητέρας προοικονομεί την αποκάλυψή της στη σκηνή της εξομολόγησης. Θέέμα 4 ο ο (ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΜΕ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΘΗΚΕ) Ο συγγραφέας στο συγκεκριμένη σκηνή χρησιμοποιεί ως βασικό εκφραστικό μέσο την αντίθεση για να περιγράψει τις δύο εικόνες όπως τις βίωσε. Η πρώτη εμφανίζεται ως παραισθησιακή (οπτική και κινητική), ενώ η δεύτερη ως ψευδαισθησιακή (οπτική, ακουστική και κινητική). Ανάμεσά τους εντοπίζονται μια σειρά από αντιθέσεις : για παράδειγμα ο άγιος προσπαθούσε να κατέβει απ την εικόνα (καταβή) ενώ οι νεκροί να ανέβουν στην εκκλησία (ανερριχώντο). (ΕΞΗΓΟΥΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΒΙΖΥΗΝΟ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) Μ αυτή τη λεπτομερειακή περιγραφή του κλειστού χώρου της εκκλησίας καταφέρνει να αποδώσει στο έπακρο την ψυχική κατάσταση του αφηγητή-παιδιού διεισδύοντας στην ψυχοσύνθεσή του και αποκωδικοποιώντας τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Εξάλλου, ο κλειστός χώρος στο Βιζυηνό είναι πάντα συνδεδεμένος με αρνητικά βιώματα, ενώ ο ανοιχτός συσχετίζεται με περισσότερο ευχάριστες στιγμές. Γενικότερα, επιβεβαιώνεται και εδώ πως ο ρόλος των περιγραφών στα έργα του πραγματικά είναι πολλαπλός : συμπληρώνουν τα κενά, δημιουργούν αντιθέσεις και εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις των προσώπων. ΠΡΟΣΟΧΗ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ ΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟ ΟΡΙΟ ΛΕΞΕΩΝ ή ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟ Θέέμα 5 ο ο
Μελετώντας συγκριτικά το απόσπασμα από το διήγημα του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» με την αντίστοιχη σκηνή από το «Αργώ» του Θεοτοκά μπορεί κανείς να εντοπίσει αρκετές ομοιότητες αλλά και διαφορές ως προς το περιεχόμενο. Πιο συγκεκριμένα, και στα δύο αποσπάσματα τα πρόσωπα καταφεύγουν στο «έσχατο καταφύγιο», την εκκλησία. Η ατμόσφαιρα της εκκλησίας παρουσιάζεται/ περιγράφεται με τρόπο παρεμφερή : άδεια, μισοσκότεινη, να κυριαρχεί το θυμίαμα, τα κεριά, με μια ατμόσφαιρα υποβλητική, κατανυκτική, που υποβοηθά τη δημιουργία παραισθήσεων/ ψευδαισθήσεων («οι καντήλες σκορπούσανε... δειλό, κίτρινο φως που έκανε να γυαλίζει... εικονισμάτων, οι ίσκιοι έτρεμαν»). Ο ιερέας... της Ιερής Πύλης στο απόσπασμα από το «Αργώ», δεσπόζοντας από ψηλά στους σκυμμένους πιστούς με χέρια που έμοιαζαν αποστεωμένα θυμίζει έντονα το σκελετό με «τάς ασάρκους χείρας» που φαντάζεται ο μικρός Γιωργής στο δεύτερο απόσπασμα. Επιπλέον, η χρήση εκκλησιαστικών φράσεων και στα δύο κείμενα υποβοηθά στην καλύτερη απόδοση των σκηνών. Τέλος, τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα των δύο σκηνών (τα δύο αγόρια) εμφανίζονται με μια αναγκαστική στωικότητα να υπομένουν τη μυστηριακή αυτή ατμόσφαιρα. Εκτός όμως από ομοιότητες μπορούν να επισημανθούν και αρκετές διαφορές. Ο σκοπός για τον οποίο καταφεύγουν τα πρόσωπα στην εκκλησία δεν φαίνεται να είναι παρόμοιος. Ο ιερέας (Παπασίδερος) διαγράφεται ως ήρωας / βασικός χαρακτήρας στο απόσπασμα του Θεοτοκά κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του διηγήματος του Βιζυηνού. Η απειλή του Παπασίδερου προς το αγόρι είναι πραγματική, ενώ στο Βιζυηνό η απειλή αποτελεί απλώς μια παραίσθηση του αγοριού.