ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Μαρτίου 1991 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουνίου 1991 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 26ης Ιουνίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαΐου 1994 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Οκτωβρίου 1989 *

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Μαΐου 1994 *

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Ιουλίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1980 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2004 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής για

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 24 Απριλίου 2014 (OR. en) 2013/0268 (COD) PE-CONS 30/14 JUSTCIV 32 PI 17 CODEC 339

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 25ης Απριλίου 2002 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 2014/46/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΟΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, ιεχοντας υπόψη:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Tax Flash 18/7/2019 ΠΑΡAΝΟΜΟΙ ΟΙ ΜΕΙΩΜEΝΟΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟI ΣΥΝΤΕΛΕΣΤEΣ ΣΤΟ ΤΣIΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΣΙΚΟΥΔΙA - ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ AΠΟ ΤΟ ΔΕΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2018) 287 final.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 4ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Μαρτίου 1991 * Στην υπόθεση C-202/88, Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Pierre Puissochet, διευθυντή νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο των Εξωτερικών, αναπληρούμενο από τον Géraud de Bergues, βοηθό γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων στο ίδιο Υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Γαλλίας, 9, boulevard Prince-Henri, προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών, και τον Ivo M. Braguglia, νομικό σύμβουλο του Κράτους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde, το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον Eduard Marissens, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Lucy Dupong, 14 A, rue des Bains, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Martin Seidel, υπάλληλο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Émile-Reuter, και την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Νίκο Φραγκάκη, νομικό σύμβουλο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, τη Σταματίνα Βωδινά, δικηγόρο, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, και τη Γαλάτεια Αλεξάκη, δικηγόρο, ' Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική. Ι - 1259

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 νομικό συνεργάτη του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix, παρεμβαίνουσες, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Dewost, γενικό διευθυντή της Νομικής σύμβουλο, και Luís Antunes, μέλος της Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος Kirchberg, εκπροσωπούμενης από τους Jean-Louis Υπηρεσίας, Götz zur Hausen, νομικό Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, καθής, που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της οδηγίας 88/301/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1988, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών τερματικών, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler και Μ. Zuleeg, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro γραμματέας: J.-G. Giraud έχοντας υπόψη του την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Οκτωβρίου 1989, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Φεβρουαρίου 1990, εκδίδει την ακόλουθη Ι - 1260

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Απόφαση ι Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Ιουλίου 1988, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση των άρθρων 2, 6, 7 και, καθόσον είναι αναγκαίο, 9 της οδηγίας 88/301/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1988, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών τερματικών (ΕΕ L 131, σ. 73 ). Η Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ελληνική Δημοκρατία άσκησαν παρέμβαση προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας. 2 Η οδηγία 88/301 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Κατά το άρθρο 2 αυτής της οδηγίας, τα κράτη μέλη που παραχωρούν σε επιχειρήσεις ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών και/ή συντηρήσεως των συσκευών αυτών εξασφαλίζουν την κατάργηση των δικαιωμάτων αυτών και ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα που έχουν λάβει και τα σχέδια που έχουν καταθέσει προς τούτο. 3 Κατά το άρθρο 3 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρηματίες να έχουν το δικαίωμα εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως των τερματικών συσκευών. Τα κράτη μέλη μπορούν όμως: ελλείψει προδιαγραφών, να αρνηθούν τη σύνδεση και τη θέση σε λειτουργία τερματικών συσκευών που δεν πληρούν, σύμφωνα με λεπτομερώς αιτιολογημένη γνωμοδότηση του οργάνου που προβλέπεται στο άρθρο 6, τις θεμελιώδεις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, περίπτωση 17, της οδηγίας 86/361/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των εγκρίσεων τύπου του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού ( ΕΕ L 217, σ. 21 ), να απαιτήσουν από τους επιχειρηματίες την κατάλληλη τεχνική ειδίκευση για τη σύνδεση, θέση σε λειτουργία και συντήρηση των τερματικών συσκευών, ειδίκευση η οποία εκτιμάται βάσει δημοσιευμένων αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία δεν πρέπει να ενέχουν διακρίσεις. Ι-1261

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 4 Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι από 1ης Ιουλίου 1989 η συστηματοποίηση των προδιαγραφών και ο έλεγχος εφαρμογής τους, καθώς και οι σχετικές εγκρίσεις, πραγματοποιούνται από φορέα ανεξάρτητο από τις δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν αγαθά ή/και υπηρεσίες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. 5 Το άρθρο 7 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι δυνατή η καταγγελία, μετά από προειδοποίηση κατ' ανώτατο όριο ενός έτους, των συμβάσεων μισθώσεως ή συντηρήσεως των συσκευών οι οποίες κατά τη σύναψη τους αποτελούσαν αντικείμενο αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων χορηγηθέντων σε ορισμένες επιχειρήσεις. 6 Τέλος, κατά το άρθρο 9, τα κράτη μέλη υποχρεούνται στο τέλος κάθε έτους να υποβάλλουν έκθεση, η οποία να καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να εκτιμά αν τηρούνται οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 6 και 7. 7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η διαδικασία, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 8 Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει τέσσερις λόγους που αφορούν, αντίστοιχα, καταστρατήγηση διαδικασίας, αναρμοδιότητα της Επιτροπής, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση ουσιωδών τύπων. Στο πλαίσιο του λόγου περί αναρμοδιότητας, η Γαλλική Κυβέρνηση προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις της Συνθήκης. Επειδή ο λόγος αυτός αποτελεί, στην πραγματικότητα, διακεκριμένο λόγο, θα εξεταστεί χωριστά. Ι Το νομικό πλαίσιο της διαφοράς 9 Οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση αφορούν κατ' ουσία την ερμηνεία του άρθρου 90 της Συνθήκης. Κατά την παράγραφο Ι -1262

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 3 του άρθρου αυτού, βάσει της οποίας εκδόθηκε η επίδικη οδηγία, «η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και απευθύνει, εφόσον είναι ανάγκη, κατάλληλες οδηγίες ή αποφάσεις προς τα κράτη μέλη». ίο Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού απαγορεύει γενικά στα κράτη μέλη, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, τη θέσπιση ή διατήρηση μέτρων αντιθέτων προς τους κανόνες της Συνθήκης, ιδίως προς εκείνους των άρθρων 7 και 85 μέχρι και 94. u Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες αυτούς, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας. 12 Η τελευταία αυτή διάταξη, επιτρέποντας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εξαιρέσεις από τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης, έχει ως σκοπό να συμβιβάσει το συμφέρον των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως του δημόσιου τομέα, ως μέσο ασκήσεως οικονομικής ή δημοσιονομικής πολιτικής προς το κοινοτικό συμφέρον της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και της διατηρήσεως της ενότητας της κοινής αγοράς. Β Στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της επίδικης οδηγίας η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Ούτε η Γαλλική Κυβέρνηση ούτε οι παρεμβαίνουσες αμφισβήτησαν αυτή τη διαπίστωση. Από αυτό προκύπτει ότι η παρούσα δίκη εντάσσεται στο πλαίσιο των διατάξεων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 90 της Συνθήκης. Μ Το άρθρο 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης, καθιστώντας δυνατή στην Επιτροπή την έκδοση οδηγιών, της χορηγεί εξουσία εκδόσεως γενικών κανόνων που διευκρινίζουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη, οι οποίες επιβάλλονται στα κράτη μέλη, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου. Ι -1263

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 15 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα του ζητήματος αν η Επιτροπή παρέμεινε, εν προκειμένω, εντός των ορίων της κανονιστικής εξουσίας που της χορηγεί η Συνθήκη. II Ως προς την καταστρατήγηση της διαδικασίας 16 Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η Γαλλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι εξέδωσε την επίδικη οδηγία στηριζόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αντί να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 169. Κατά τη γνώμη της, το άρθρο 90, παράγραφος 3, καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να επισημάνει στα κράτη μέλη, σε περίπτωση που οι προϋποθέσεις συμμορφώσεως προς τη Συνθήκη δεν είναι προφανείς, τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση αυτής της συμμορφώσεως. Αντίθετα, η χρήση του άρθρου 169 θα επιβαλλόταν σε περίπτωση μέτρου σαφώς και εξ ολοκλήρου αντιθέτου προς τη Συνθήκη και στο οποίο θα έπρεπε να τεθεί αμέσως τέρμα. n Πρέπει να γίνει συναφώς δεκτό ότι το άρθρο 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης χορηγεί στην Επιτροπή την εξουσία να διευκρινίζει, κατά τρόπο γενικό, μέσω οδηγιών, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Η Επιτροπή ασκεί αυτή την εξουσία όταν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση που υφίσταται στα διάφορα κράτη μέλη, διευκρινίζει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει σε αυτά η Συνθήκη. Η εξουσία αυτή δεν προσφέρεται, από την ίδια της τη φύση, για τη διαπίστωση παραβάσεως εκ μέρους κράτους μέλους ορισμένης υποχρεώσεως που αυτό υπέχει από τη Συνθήκη. is Από το περιεχόμενο της υπό κρίση οδηγίας προκύπτει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή περιορίστηκε να προσδιορίσει, κατά τρόπο γενικό, τις υποχρεώσεις που, σύμφωνα με τη Συνθήκη, επιβάλλονται στα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διαπιστώνει συγκεκριμένες παραβάσεις, εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών, υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, και ο λόγος που προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος. III Ως προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής 19 Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, θεωρεί ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας οδηγία που προβλέπει τη γενική Ι -1264

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ κατάργηση των ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία, και/ή συντηρήσεως τερματικών συσκευών, υπερέβη τις εποπτικές αρμοδιότητες που της χορηγεί το άρθρο 90, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων. Η άποψη ότι η διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών συνιστά, αυτή καθεαυτή, μέτρο υπό την έννοια του ανωτέρω άρθρου θα παραγνώριζε, κατά συνέπεια, την έκταση της εφαρμογής του. 20 Η Γαλλική και η Βελγική Κυβέρνηση θεωρούν, εξάλλου, ότι μια πολιτική αναδιαρθρώσεως του τομέα των τηλεπικοινωνιών, όπως η περιγραφόμενη στην οδηγία, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 100 Α. Η Βελγική και η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, εξάλλου, ότι η οδηγία αντιβαίνει στο άρθρο 87 της Συνθήκης, κατά το μέτρο που μόνο το Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να θεσπίσει κανόνες για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης σε ειδικούς τομείς. 2ΐ Ως προς το πρώτο επιχείρημα πρέπει να παρατηρηθεί κατ' αρχάς ότι η εποπτική εξουσία που ανατίθεται στην Επιτροπή περιλαμβάνει τη στηριζόμενη στο άρθρο 90, παράγραφος 3, δυνατότητα διευκρινίσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Κατά συνέπεια, η έκταση της εξουσίας αυτής εξαρτάται από την έκταση της εφαρμογής των κανόνων των οποίων η τήρηση πρέπει να εξασφαλιστεί. 22 Στη συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτό ότι, έστω και αν το άρθρο αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη επιχειρήσεων κατόχων ορισμένων ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων, αυτό δεν σημαίνει ότι τα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα συμβιβάζονται οπωσδήποτε προς τη Συνθήκη. Αυτό εξαρτάται από τους διαφόρους κανόνες στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 90, παράγραφος 1. 23 Ως προς την αιτίαση ότι η Επιτροπή σφετερίστηκε τις αρμοδιότητες που χορηγούν στο Συμβούλιο τα άρθρα 87 και 100 Α της Συνθήκης, οι διατάξεις αυτές πρέπει να παραβληθούν προς εκείνες του άρθρου 90, λαμβανομένων υπόψη των αντιστοίχων αντικειμένων και σκοπών. 24 Το άρθρο 100 Α έχει ως σκοπό τη θέσπιση μέτρων σχετικών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν Ι -1265

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το άρθρο 87 έχει ως αντικείμενο την έκδοση όλων των αναγκαίων κανονισμών ή οδηγιών για την εφαρμογή των αρχών των άρθρων 85 και 86, δηλαδή των κανόνων ανταγωνισμού που έχουν εφαρμογή στο σύνολο των επιχειρήσεων. Ως προς το άρθρο 90, αυτό αφορά τα μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη έναντι επιχειρήσεων με τις οποίες διατηρούν τις ειδικές σχέσεις που αναφέρονται στις διατάξεις αυτού του άρθρου. Μόνον ως προς αυτά τα μέτρα ανατίθεται στην Επιτροπή καθήκον εποπτείας, το οποίο, εν ανάγκη, μπορεί να ασκείται με την έκδοση οδηγιών και αποφάσεων απευθυνόμενων προς τα κράτη μέλη. 25 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι το αντικείμενο της αρμοδιότητας που χορηγεί στην Επιτροπή το άρθρο 90, παράγραφος 3, είναι διαφορετικό και ειδικότερο από το αντικείμενο των αρμοδιοτήτων που χορηγούνται στο Συμβούλιο με το άρθρο 100 Α, αφενός, και το άρθρο 87, αφετέρου. 26 Πρέπει να υπομνησθεί, εξάλλου, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 6ης Ιουλίου 1982 ( 188/80, 189/80 και 190/80, Γαλλία, Ιταλία και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 2545, σκέψη 14 ), το ενδεχόμενο θεσπίσεως εκ μέρους του Συμβουλίου, κατά την ενάσκηση της γενικής του εξουσίας δυνάμει άλλων άρθρων της Συνθήκης, διατάξεων που αφορούν τον ειδικό τομέα του άρθρου 90 δεν εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητας που χορηγεί το τελευταίο αυτό άρθρο στην Επιτροπή. 27 Επομένως, ο λόγος περί αναρμοδιότητος της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί. IV Ως προς την αρχή της αναλογικότητας 28 Η Γαλλική Κυβέρνηση, προβάλλοντας τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν χρησιμοποίησε τα κατάλληλα μέσα για να θέσει τέρμα στην ενδεχόμενη κατάχρηση εκ μέρους των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών των ειδικών ή αποκλειστικών τους δικαιωμάτων. Ο λόγος αυτός συγχέεται, επομένως, με τους λόγους της καταστρατηγήσεως διαδικασίας και της αναρμοδιότητας που απορρίφθηκαν ανωτέρω και, επομένως, παρέλκει η χωριστή του εξέταση. Ι -1266

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ V Ως προς την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης 29 Η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και οι παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, ισχυρίζονται ότι τα άρθρα 2, 6, 7 και 9 της οδηγίας είναι παράνομα, για τον λόγο ότι οι διατάξεις αυτές κακώς στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 30, 37, 59 και 86 της Συνθήκης από τα κράτη μέλη. 30 Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, η αιτίαση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι βάλλει κατά της εσφαλμένης εφαρμογής εκ μέρους της Επιτροπής των ανωτέρω διατάξεων της Συνθήκης. Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν τα άρθρα 2, 6, 7 και 9 της οδηγίας 88/301 υπό το φως των συναφών αιτιολογικών σκέψεων. 1. Ως προς τη νομιμότητα του άρθρον 2 της οοη/ιας 88/301 (κατάργηση των ειόικών και αποκλειστικών όικαιωμάτων) 3ΐ Το άρθρο 2 της επίδικης οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη που χορηγούν σε επιχειρήσεις ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών και/ή συντηρήσεως των συσκευών αυτών να καταργήσουν τα ανωτέρω δικαιώματα και να ανακοινώσουν στην Επιτροπή τα μέτρα που θέσπισαν και τα σχέδια που κατέθεσαν προς τούτο. 32 Από αυτό προκύπτει ότι η οδηγία αφορά τα αποκλειστικά δικαιώματα, αφενός, και τα ειδικά δικαιώματα, αφετέρου. Η κατάταξη αυτή πρέπει να ακολουθηθεί κατά την εξέταση της υπό κρίση αιτιάσεως. 33 Ως προς τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εμπορίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. ιδίως την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville, 8/74, Rec. 1974, σ. 837, σκέψη 5 ), η απαγόρευση των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 της Συνθήκης, αφορά κάθε ρύθμιση του εμπορίου των κρατών μελών δυναμένη να παρεμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Ι -1267

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 34 Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση κατ' αρχάς ότι η ύπαρξη αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας στερεί τους επιχειρηματίες από τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων τους στους καταναλωτές. 35 Στη συνέχεια επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ο τομέας των τερματικών χαρακτηρίζεται από τη διαφοροποίηση και τον τεχνικό χαρακτήρα των προϊόντων, καθώς και από τους συνακολούθους καταναγκασμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι εξασφαλισμένο ότι ο κάτοχος μονοπωλίου είναι σε θέση να προσφέρει ολόκληρη την κλίμακα των τύπων που υφίστανται στην αγορά, να ενημερώνει τους πελάτες για την κατάσταση και τη λειτουργία όλων των τερματικών και να εγγυάται την ποιότητα τους. 36 Τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εμπορίας στον τομέα των τερματικών τηλεπικοινωνιών μπορούν, επομένως, να περιορίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. 37 Ως προς το ζήτημα αν μπορούν να αναγνωριστούν δικαιολογητικοί λόγοι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με το άρθρο 3 της επίδικης οδηγίας, η Επιτροπή διευκρίνισε την έκταση και τα όρια της καταργήσεως των ειδικών και αποκλειστικών δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες απαιτήσεις όπως οι απαριθμούμενες στο άρθρο 2, σημείο 17, της οδηγίας 86/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, δηλαδή την ασφάλεια των χρηστών, την ασφάλεια του προσωπικού των οργανισμών που εκμεταλλεύονται το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών, η προστασία των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων από κάθε ζημία και η διασύνδεση των τερματικών εξοπλισμών, όταν αυτή δικαιολογείται. 38 Η Γαλλική Κυβέρνηση δεν προσέβαλε το άρθρο 3 της επίδικης οδηγίας και δεν ισχυρίστηκε ότι υφίστανται άλλες ουσιώδεις απαιτήσεις που έπρεπε να ικανοποιήσει η Επιτροπή εν προκειμένω. 39 Υπό τις συνθήκες αυτές ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ασυμβίβαστα προς το άρθρο 30 της Συνθήκης τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εμπορίας στον τομέα των τερματικών τηλεπικοινωνιών. Ι -1268

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 40 Ως προς τα αποκλειστικά δικαιώματα συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως των τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών, η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρει ότι «(...) η διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων στον τομέα αυτό θα ισοδυναμούσε με τη διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εμπορίας (... )». 4ΐ Στο σημείο αυτό πρέπει να υπομνησθεί κατ' αρχάς ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης αφορούν τη δημιουργία αγοράς στην οποία τα εμπορεύματα κυκλοφορούν ελεύθερα υπό συνθήκες ανόθευτου ανταγωνισμού (βλ. ιδίως την απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 1985, 229/83, Leclerc, Συλλογή 1985, σ. 1, σκέψη 9). Τα άρθρα 30 επ. της Συνθήκης πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται υπό το φως αυτής της αρχής, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το στοιχείο του ανταγωνισμού που αναφέρεται στο άρθρο 3, στοιχείο στ, της Συνθήκης. 42 Στη συνέχεια επιβάλλεται η παρατήρηση ότι σε μια αγορά με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά ( βλ. σκέψη 35 ) δεν είναι εξασφαλισμένο ότι ο κάτοχος αποκλειστικών δικαιωμάτων συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως είναι σε θέση να εξασφαλίσει την αξιοπιστία των υπηρεσιών αυτών για όλους τους τύπους τερματικών που υφίστανται στην αγορά και να επιτρέψει έτσι τη χρήση όλων αυτών των συσκευών ούτε ότι θα παροτρυνθεί να το πράξει. Συνεπώς, αφού καταργηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίας, ο επιχειρηματίας πρέπει να μπορεί να προσφέρει ο ίδιος τις υπηρεσίες συνδέσεως, συντηρήσεως και θέσεως σε λειτουργία, για να μπορέσει να ασκήσει τη δραστηριότητα εμπορίας υπό συνθήκες ανόθευτου ανταγωνισμού. 43 Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ασυμβίβαστα προς το άρθρο 30 της Συνθήκης τα αποκλειστικά δικαιώματα συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών. 44 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς ζήτησε την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως και θέσεως σε λειτουργία τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών και/ή συντηρήσεως των συσκευών αυτών. Ι-1269

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 45 Προκειμένου για τα ειδικά δικαιώματα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε οι διατάξεις της οδηγίας ούτε οι αιτιολογικές της σκέψεις διευκρινίζουν το είδος των δικαιωμάτων στο οποίο αναφέρονται συγκεκριμένα ούτε γιατί η ύπαρξη των δικαιωμάτων αυτών είναι αντίθετη προς διάφορες διατάξεις της Συνθήκης. 46 Από αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε την υποχρέωση καταργήσεως των ειδικών δικαιωμάτων εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και/ ή συντηρήσεως των τερματικών συσκευών τηλεπικοινωνιών. 47 Κατά συνέπεια, το άρθρο 2 πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέτρο που αφορά την κατάργηση των δικαιωμάτων αυτών. 2. Ως προς τη νομιμότητα τον άρθρον 6 της οοψίας 88/301 ( σνστηματοποίηση των προδιαγραφών, έλεγχος της εφαρμογής τονς και έγκριση των τερματικών σνσκενών) 48 Δυνάμει του άρθρου 6 της επίδικης οδηγίας τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι από 1ης Ιουλίου 1989 η συστηματοποίηση των προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας και ο έλεγχος της εφαρμογής τους, καθώς και οι σχετικές εγκρίσεις πραγματοποιούνται από φορέα ανεξάρτητο από τις δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες προσφέρουν αγαθά ή/και υπηρεσίες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. 49 Η ένατη αιτιολογική σκέψη αναφέρει συναφώς ότι «(... ) για να εξασφαλιστεί κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών η διαφάνεια, η αντικειμενικότητα και η απουσία διακρίσεων, θα πρέπει η θέσπιση και ο έλεγχος των εν λόγω κανόνων να ανατεθεί σε οργανισμούς ανεξάρτητους από τους ανταγωνιστές που ασκούν δραστηριότητες στη σχετική αγορά (... )». 50 Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι Ι -1270

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ «ο έλεγχος των προδιαγραφών και των κανόνων εγκρίσεως δεν πρέπει να ανατίθεται σε έναν από τους ανταγωνιστές επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητα στην αγορά τερματικών, δεδομένης της προφανούς συγκρούσεως καθηκόντων (...) συνεπώς είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η κατάρτιση των προδιαγραφών και των κανόνων εγκρίσεως θα ανατίθεται σε φορέα ανεξάρτητο από τον διαχειριστή του δικτύου και από κάθε άλλο ανταγωνιστή που ασκεί δραστηριότητες στην αγορά τερματικών». 5ΐ Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ένα καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού όπως το προβλεπόμενο στη Συνθήκη, μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται και η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών. Η ανάθεση σε επιχείρηση που εμπορεύεται τερματικές συσκευές της συστηματοποιήσεως των προδιαγραφών τις οποίες πρέπει να πληρούν οι τερματικές συσκευές, του ελέγχου της εφαρμογής τους και της εγκρίσεως των συσκευών αυτών θα ισοδυναμούσε με τη χορήγηση στην επιχείρηση αυτή της δυνατότητας να καθορίζει, κατά βούληση, ποιες τερματικές συσκευές μπορούν να συνδεθούν με το δημόσιο δίκτυο, καθώς και με τη χορήγηση, επομένως, προφανούς πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της. 52 Από τις συνθήκες αυτές, ορθώς η Επιτροπή ζήτησε η συστηματοποίηση των τεχνικών προδιαγραφών, ο έλεγχος της εφαρμογής τους και οι εγκρίσεις να πραγματοποιούνται από φορέα ανεξάρτητο από τις δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις που προσφέρουν αγαθά και/ή υπηρεσίες υπό συνθήκες ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. 3. Ως προς νη νομιμόνηνα του άρθρου 7 της οδηγίας 88/301 (καταγγεαία των ουμβάοεων μιοθώοεως ή ουννηρήοεως ) 53 Το άρθρο 7 της επίδικης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι επιχειρήσεις να παρέχουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να καταγγείλουν, μετά από προειδοποίηση κατ' ανώτατο όριο ενός έτους, τις συμβάσεις μισθώσεως ή συντηρήσεως των τερματικών συσκευών, οι οποίες κατά τη σύναψη τους αποτελούσαν αντικείμενο αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων. 54 Η δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αναφέρει συναφώς ότι «οι έχοντες ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα που αφορούν τις εν λόγω τερματικές συσκευές επέβαλαν στους αγοραστές τους μακράς διάρκειας συμβάσεις (...) οι συμβάσεις αυτές παρεμποδίζουν de facto τη δυνατότητα υπάρξεως ελεύθερου ανταγωνισμού εντός εύλογης προθεσμίας - (... ) συνεπώς, πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα του χρήστη να επιτυγχάνει νέο προσδιορισμό της διάρκειας της συμβάσεως του». Ι-1271

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 55 Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 90 της Συνθήκης χορηγεί εξουσία στην Επιτροπή μόνον ως προς τα κρατικά μέτρα ( βλ. σκέψη 24 ) και ότι η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά που ακολουθήθηκε από τις επιχειρήσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ατομικές αποφάσεις κατ' εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης. 56 Ούτε από τις διατάξεις της οδηγίας ούτε από τις αιτιολογικές της σκέψεις προκύπτει ότι οι κάτοχοι ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων αναγκάστηκαν ή παρωθήθηκαν από τις ρυθμίσεις των κρατών να συνάψουν συμβάσεις μακράς διαρκείας. 57 Το άρθρο 90 δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως κατάλληλη βάση για την εξάλειψη των εμποδίων του ανταγωνισμού που συνεπάγονται οι αναφερόμενες από την οδηγία συμβάσεις μακράς διαρκείας. Από αυτό προκύπτει ότι το άρθρο 7 πρέπει να ακυρωθεί. 4. Ως προς τη νομιμότητα, νου άρθρον 9 της οδηγίας 88/301 (ετήσια έκθεση) 58 Το άρθρο 9, που επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να υποβάλλουν στο τέλος κάθε έτους έκθεση η οποία να καθιστά δυνατό στην Επιτροπή να εκτιμά αν τηρούνται ορισμένες διατάξεις της οδηγίας, πρέπει επίσης να ακυρωθεί, κατά το μέτρο που αφορά τις διατάξεις του άρθρου 2 περί ειδικών δικαιωμάτων και το άρθρο 7 της επίδικης οδηγίας. VI Ως προς την παράβαση ουσιώδους τύπου 59 Η Γαλλική Κυβέρνηση προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι αιτιολόγησε ανεπαρκώς την επίδικη οδηγία. 60 Πρέπει κατ' αρχάς να διευκρινιστεί ότι ο λόγος αυτός πρέπει να εξεταστεί μόνο κατά το μέτρο που αφορά στοιχεία του προσβαλλόμενου νομοθετήματος που δεν ακυρώθηκαν ήδη. Ι -1272

ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 6ΐ Πρέπει να γίνει δεκτό συναφώς ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή να απαιτήσει την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως των τερματικών συσκευών. Το ίδιο ισχύει και ως προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 6 της επίδικης οδηγίας. 62 Επομένως, ο λόγος που αφορά την παράβαση ουσιώδους τύπου δεν μπορεί να γίνει δεκτός. VII Επί των δικαστικών εξόδων 63 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Ωστόσο, κατά την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα έξοδα ολικώς ή μερικώς, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή η Γαλλική Δημοκρατία νίκησε μόνο εν μέρει, κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινουσών, φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: 1) Ακυρώνει το άρθρο 2 της οδηγίας 88/301/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐοο 1988, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών τερματικών, κατά το μέτρο που υποχρεώνει τα κράτη μέλη που χορηγούν σε επιχειρήσεις ειδικά δικαιώματα, εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία τερματικών συσκευών και/ή συντηρήσεως των συσκευών αυτών να καταργήσουν τα δικαιώματα αυτά και να ανακοινώσουν στην Επιτροπή τα μέτρα που θέσπισαν και τα σχέδια που κατέθεσαν προς τούτο. 2) Ακυρώνει το άρθρο 7 της οδηγίας. 3) Ακυρώνει το άρθρο 9 της οδηγίας, κατά το μέτρο που αυτό αφορά τις διατάξεις του άρθρου 2 περί ειδικών δικαιωμάτων και το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας. Ι -1273

4) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 19. 3. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-202/88 5) Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Due Mancini O'Higgins Moitinho de Almeida Rodríguez Iglesias Κακούρης Joliét Schockweiler Zuleeg Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Μαρτίου 1991. Ο Γραμματέας J. G. Giraud Ο Πρόεδρος Ο. Due Ι -1274