ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 13 ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥΣ Η ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΗ ΛΑΜΠΑ έστελνε ένα θαμπό γαλαζωπό φως στο χώρο. Στην άλλη άκρη της σάλας σάλα μεγάλη, που κάποτε φιλοξενούσε μέχρι και τριάντα φρακοφορεμένους άντρες και ισάριθμες αρωματισμένες γυναίκες ήταν ακόμα αναμμένο ένα μεγάλο αμπαζούρ με άσπρο μεταξωτό καπέλο. Ο λιγοστός φωτισμός έκανε τα αντικείμενα να ρίχνουν στους τοίχους μεγάλες, παραμορφωμένες σκιές και βούλιαζε θαρρείς τα πάντα σε μια πηχτή σιωπή. Οι δυο γυναίκες κάθονταν από την αρχή αυτής της συνάντησης σε μια γωνιά της σάλας, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα, και κάθε τόσο μια από τις δυο ή και οι δυο μαζί σηκωνόταν από τη θέση της, έκανε μερικά βήματα, άφηνε ή έπαιρνε κάτι από το τραπέζι φλιτζάνι, ποτήρι, τασάκι, άνοιγε και μετά έκλεινε πάλι το παράθυρο, τραβούσε τις κουρτίνες ή τις τακτοποιούσε έτσι ώστε να μη φαίνεται τίποτα από έξω ή από μέσα, ανάλογα ποια ήταν η διάθεσή τους, μιλούσε ασταμάτητα ή βυθιζόταν στις σκέψεις και στις αναμνήσεις της. Ήταν η ώρα που επικρατούσε το πιο πηχτό σκοτάδι, αφού τα άστρα είχαν σβήσει προ πολλού και η νύχτα έπαιρνε βαθιά ανάσα και ύστερα από λίγο, όπως θα έβγαζε τον αέρα από τα σπλάχνα της, θα διέλυε το μαύρο χρώμα σιγά σιγά. Το ξημέρωμα δεν αργούσε. Ούτε και βιαζόταν όμως να έρθει. Γιατί η μέρα που θα έφερνε δε θα
14 ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ήταν για κανέναν από τους ανθρώπους της ιστορίας μας μια συνηθισμένη μέρα. Ο άντρας μου..., είπε κάπως διστακτικά η Ιλαρία. Περίμενε η άλλη. Λες αυτή να ήταν η στιγμή; Ναι; και περίμενε να ακούσει λες αυτή να ήταν η στιγμή; Ήπιε μια γουλιά νερό η Λαρώ ξαφνικά είχε στεγνώσει το στόμα της. Βρήκε ευκαιρία η Βασιλική και έφερε στο νου της τα μάτια του. Πόσα της θύμιζαν από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε, τότε στο αεροδρόμιο, αλλά καθόλου δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτά τα «πόσα»... Είχε δει και τα μαλλιά του τότε τα μαζεμένα σε άσπρη κοτσίδα, της είχε φανεί παράξενη η κόμμωση και ήθελε να τον ρωτήσει «Από πού είστε;», αλλά δεν το έκανε, συγκρατήθηκε, κατάλαβε ότι δεν είχε κανένα νόημα η ερώτηση, τι κι αν αυτή, σαν είδε εκείνη την κοτσίδα, για αδιευκρίνιστους τότε λόγους θυμήθηκε τον πατέρα της όταν πενθούσε τη γυναίκα και το παιδί του και είχε αφήσει γένια και μαλλιά αξύριστα... Και στο γράμμα του ο Ζήσης αχ, ο Ζήσης... της έγραφε «...μάκρυνε πάλι τα μαλλιά του, Βασιλικούλα μου, από τότε που χάσαμε τον Νικόλα μας». Αυτά της ήρθαν στο νου, αλλά κατάπιε τη γλώσσα της και τίποτα δεν είπε. Ήπιε κι άλλο νερό η Λαρώ. Ήθελε να της μιλήσει της Βασιλικής, αλλά δίσταζε. Λίγο την ήξερε, αλλά πολύ την είχε αγαπήσει. Όσα ήταν αυτά που τις χώριζαν, άλλα τόσα ήταν αυτά που τις ένωναν. Τι παράξενο πράγμα... Θαρρείς και αυτές οι δυο γυναίκες, από την ώρα που γεννήθηκαν, είχαν δώσει ραντεβού στους μεσημβρινούς της ζωής... Και η Βασιλική ήξερε περίπου τι θα της έλεγε η άλλη. Μάντευε τις σκέψεις της, την καταλάβαινε προτού ακόμη μιλήσει. Εκείνα τα μαύρα μάτια τίποτα δεν μπορούσαν να κρύψουν. Εκείνο... πώς το
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 15 έκρυψε άραγε; αναρωτήθηκε για μια στιγμή και αμέσως μετάνιωσε. Ήταν καλός άνθρωπος η Ιλαρία, καλός και βασανισμένος, δεν της άξιζε να κάνει κακές σκέψεις γι αυτήν. Ανέβηκαν οι αναθυμιάσεις του τσίπουρου μέσα στο μυαλό της, ξενύχτι και οινόπνευμα τις συγκινήσεις πού τις βάζεις; κόντευαν να τη διαλύσουν. Μεγάλωσες, Βασιλικούλα! προσπάθησε να συνετίσει τον εαυτό της. Μεγάλωσες και κουράζεσαι εύκολα! γέλασε κάπως. Κάτι σαν ύπνος τής κάλυψε τα μάτια, σαν πέπλο αραχνοΰφαντο, και οι θύμησες την πήραν απ το χέρι, την έβγαλαν στο μονοπάτι του παρελθόντος. Έκανε μια αδιόρατη κίνηση, να, έτσι, λες και ήθελε να διαλύσει την αχλή από τη μνήμη της, τίποτα δεν ήταν παλιό, ούτε και ξεχασμένο, τίποτα δε γίνεται μακρινό αν ζει μέσα στην καρδιά σου, το γαλαζωπό φως της βενετσιάνικης λάμπας εκείνης που είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά στο Μπιτ Παζάρ*, σε ένα παλαιοπωλείο τούτης της γοητευτικής πόλης, και ένας θεός ξέρει ποια υγρά, σκοτεινά παλάτσο είχε κοσμήσει κάποτε της έδειχνε το μονοπάτι, ένα ταξίδι θα έκανε πάλι πίσω στο χρόνο η Βασιλική, ποτέ δεν το βαρέθηκε και ποτέ δεν το ανέβαλε, τακτικά έπαιρνε για αποσκευές τις αναμνήσεις της και ξεκινούσε ειδικά τώρα τελευταία, που, με όλα όσα είχαν συμβεί, κάθε λίγο και λιγάκι εκεί ξαναγυρνούσε. Είδε η Βασιλική την ξανθιά κοτσίδα να χοροπηδάει χαρούμενη στην πλάτη της καθώς έπαιζε σκοινάκι με τη φιλενάδα της τη Χάιδω, στις λιγοστές ξένοιαστες παιδικές τους στιγμές, και να τραγουδάνε προτρέποντας τον Ζήση και τον Αδάμο, τα αδέλφια της, να γυρίσουν ακόμη πιο γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα την τριχιά. Είδε τη μάνα της να τους κοιτάει χαμογελαστή από το άνοιγμα * Κλειστή αγορά με παλαιοπωλεία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
16 ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ της πόρτας, έχοντας το μωρό, τον Γιαννάκη τους, στην αγκαλιά της, και τον Νικόλα, κρατημένο από ένα μόλις δάχτυλο του αφέντη, του πανέμορφου πατέρα τους, να προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του, ασταθή βήματα. Αυτή ήταν μια ανάμνηση που σχεδόν πενήντα χρόνια τη φύλαγε μέσα στην καρδιά της σαν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Θα πρέπει να ταν πάνω στη Σαμαρίνα και θα πρέπει να ταν το τελευταίο καλοκαίρι, τότε που ακόμα μπορούσε να ονομάζεται και να αισθάνεται παιδί. Ύστερα ήρθαν οι πόλεμοι, η «εξορία» στην Κλεισούρα που τους επέβαλε ο πατέρας τους για να μην κινδυνεύσουν, οι βαρείς χειμώνες και τα ατέλειωτα βράδια, η αρρώστια και ο θάνατος της μάνας τους, ο όρκος να φοράνε πάντα τα σταυρουδάκια τους και να μη χωρίσουνε, λέει ποιος παίρνει την απόφαση του χωρισμού όταν έρχεται ο θάνατος; Προστέθηκαν κι άλλες πίκρες πάνω σ αυτήν, την κορυφαία, του χαμού της μάνας, έφυγε και ο Γιαννάκης ύστερα, για πάντα κι εκείνος, «βάφτισε» τη Χάιδω αδελφή της η Βασιλική, προσφέροντάς της το σταυρό του μωρού που ήταν θαμμένο πλάι στη μανούλα του αν αυτό μπορούσε να είναι παρηγοριά για κάποιον... Έγινε δύσκολη η ζωή τα μετέπειτα χρόνια, κυρίως από τον ερχομό της Πιπίνας στο σπίτι τους, κυρά και αφέντρα η χοντρή Δέσποινα στη θέση της λεπτεπίλεπτης Άρτεμης, και τα πράγματα χειροτέρεψαν σαν έφυγε και η Χάιδω για να βρει την τύχη της, τίποτα δεν την κρατούσε στο σπίτι, ούτε μάνα ούτε πατέρας, μόνο μια αδελφή και ένας παιδικός, ανομολόγητος έρωτας. Και έγινε πιο δύσκολη η ζωή γιατί, στην καταπίεση της μητριάς, η Βασιλική πήρε την απόφαση να μη σκύψει το κεφάλι, να μην υποταχτεί στη θέληση της ξένης, να γίνει μάνα και πατέρας για τα αδέλφια της, προστάτης και φύλακας άγγελός τους. Ακόμα φτεροκοπάει η καρδιά της όποτε θυμάται την ικανοποίηση που είχε αισθανθεί όταν γκρέμισε από το πάνω μέρος της σκάλας
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 17 ίσαμε κάτω την Πιπίνα, τότε που διαπίστωσε ότι η μητριά είχε χτυπήσει τον Νικόλα. Και ευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής της να την είχε σκοτώσει, όταν εκείνη, προκλητική και σκληρή, της είπε ότι η μάνα της, η γλυκιά Άρτεμη, είχε λιώσει και την έτρωγαν τα σκουλήκια και ότι ο αφέντης σιχαινόταν και μόνο που τη σκεφτόταν. Ακόμα φτεροκοπάει η καρδιά της με τρόμο σα θυμάται τη νύχτα που πέρασε, πλημμυρισμένη στο πρώτο αίμα του φύλου της και παγωμένη, μέσα στο ξωκλήσι, με μόνη παρηγοριά το φως των κεριών και την αγκαλιά της Παναγίας, μια νύχτα που σημάδεψε τη ζωή της για πάντα, αφού της στέρησε τη δυνατότητα να γίνει μάνα. Ύστερα ήρθε ο έρωτας με τη μεγαλειώδη μορφή του Σωτήρη, καμία δύναμη στον κόσμο δε θα την εμπόδιζε να πει εκείνο που είχε ξεστομίσει στον έκπληκτο άντρα τον θείο του υποψήφιου με τον οποίο την προξένευαν, «Δεν μπορώ να παντρευτώ το ανίψι σας... γιατί αγαπώ εσάς...». Ακολούθησε ο γάμος τους και το ταξίδι στην Αμερική, μισή ψυχή πίσω στα αδέλφια, μόνο σ εκείνα, για τον πατέρα της είχε αντικρουόμενα συναισθήματα η Βασιλική, πίστευε πως είχε προδώσει τη μάνα της, και αυτό δεν του το συγχωρούσε όλα αυτά, χαρές, έρωτας, πίκρα, αγωνία, ελπίδες, την έκαναν να μη σκεφτεί ούτε λεπτό ότι όσους άφηνε πίσω της μπορεί και να μην τους ξανάβλεπε ποτέ πια, και άλλη μισή ψυχή εκεί, στον Νέο Κόσμο, κοντά στον άντρα που τη λάτρεψε και την έκανε τόσο ευτυχισμένη ώστε ακόμη και το γεγονός ότι δεν απέκτησε δικά της παιδιά, όσο και να την κατέβαλλε, δυστυχισμένη δεν την έκανε. Γιατί είχε την αγάπη του Σωτήρη, και η καρδιά της τριαντάφυλλο ανοιγμένο λάτρεψε το παιδί του σαν δικό της. Και τον αγώνα της κόντρα στην υποκρισία της αμερικανικής κοινωνίας θυμήθηκε η Βασιλική, και τον αγώνα της για τα παιδιά του δρόμου αγώνας άνισος και χαμένος εκ των προτέρων, αλλά πάλε-
18 ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ψε όσο μπορούσε, και την πλήρωση που αισθάνθηκε με ένα άλλο παιδί κι εκείνο «ξένο», αλλά τόσο οικείο στην καρδιά της..., τη γλυκιά της Θεοδώρα, που όσο της έλειπε τώρα, άλλη τόση χαρά τής έδινε η αίσθηση ότι είχε γίνει ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος κι ας μην ήταν σαν όλους τους άλλους, ένας άνθρωπος που αποφάσιζε μόνος του για τη ζωή του. Γιατί, αν ένα πράγμα έκανε περήφανη τη Βασιλική, αυτό ήταν το ότι, όποτε χρειάστηκε, αποφάσισε μόνη για τη ζωή της: και στο θέμα του έρωτα και του γάμου της με τον Σωτήρη, και στο θέμα... τότε... με τον άλλο... τον Οκάν... τότε που έπεσε και πάλι στη φλόγα του έρωτα, έτοιμη να καεί και να κάψει, αποφασισμένη ότι αυτό που ήθελε δεν μπορούσε να σταματήσει εν ονόματι κανενός παρελθόντος, καμίας αγάπης και καμίας υποχρέωσης. Όμως, όχι μόνο δεν την άφησε η ζωή να μπει σ εκείνη τη φωτιά και να καεί, αλλά της επιφύλαξε και τη μεγαλύτερη και πιο αναπάντεχη έκπληξη που μπορούσε να αισθανθεί ποτέ: ο άντρας για τον έρωτα του οποίου ήταν έτοιμη να γίνει παρανάλωμα και μαζί να κάψει το παρελθόν και το παρόν της, εκείνος ο γοητευτικός άγνωστος, φορούσε το σταυρό του αδελφού της, που η ίδια, με τούτα εδώ τα χέρια, είχε κρεμάσει στο λαιμό της Χάιδως. Συντετριμμένη από τη σκληρή αποκάλυψη, ακούσια ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, η Βασιλική ορκίστηκε να τιμωρήσει το φονιά της φίλης της, που, αλίμονο, ήταν ο ίδιος της ο αδελφός. Τότε, εκείνο το διάστημα, αποσύρθηκε από τη ζωή, βασανιζόμενη από τις υποψίες και τις αμφιβολίες που της ράπιζαν το μυαλό και από τις ενοχές απέναντι στον άντρα της, που τον αγαπούσε τόσο ώστε να μην του αποκρύψει τίποτα. Και ίσως να συνέχιζε να ζει έτσι, μισότρελη και δυστυχισμένη, αν δεν ερχόταν ο πόλεμος και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που είχε τη μορφή της αγωνίας της για τον Τζόνι, το λατρεμένο γιο του άντρα της δεν τη συνέφερνε και δεν την έβαζε πάλι στη ζωή. Μια
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 19 ζωή που αυτή τη φορά συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο χαμό: το θάνατο του πατέρα της, που τον πληροφορήθηκε μήνες αργότερα, τα πρώτα Χριστούγεννα μετά τον πόλεμο, την ώρα που στόλιζε το δέντρο στη μεγάλη σάλα, τότε που η ελπίδα για αντάμωση με τους δικούς της σαν αδύναμο πουλάκι είχε αρχίσει δειλά να φτερουγίζει στην καρδιά της και η μεγάλη απόφαση να γυρίσει πίσω για να τους δει πριν να είναι πολύ αργά κέρδιζε συνέχεια έδαφος. Τότε ήταν που έφτασε το γράμμα. Το άνοιξε η Βασιλική με την αγωνία να της σφίγγει την καρδιά, όπως πάντα, και με την πρώτη φράση, τη γραμμένη από το χέρι του Ζήση, «Αγαπημένη μου αδελφή», κατάλαβε ότι ο πατέρας της είχε φύγει. Γιατί, αν ζούσε, το γράμμα θα έλεγε «Αγαπημένη μας Βασιλική» ή «Αγαπημένη μας κόρη και αδελφή». Το άφησε να πέσει από τα χέρια της, τώρα πια ήταν πεντάρφανη σ αυτό τον κόσμο, όσο μεγάλος κι αν είσαι, όσα κι αν έχεις ζήσει, όσους απογόνους κι αν έχεις αποκτήσει, έρχεται μια στιγμή που παύεις να είσαι το παιδί κάποιου, και αυτό είναι πάντα πολύ σκληρό, λες και ξεντύνουν βίαια την ψυχή σου από τα παιδικά ενδύματα που με πείσμα κρατάς πάνω σου, πικρό αυτές τις ώρες το πένθιμο ρούχο της ενηλικίωσης που σου φοράνε, κι έτσι, με κομμένη τη ρίζα που σε συνέδεε με τη γέννηση και το παρελθόν σου, προσπαθείς άλλοτε μάταια και άλλοτε με επιτυχία να απλώσεις τα κλαδιά της ύπαρξής σου, μήπως και μπορέσεις να ξαναβρείς την ισορροπία. Θρήνησε το χαμό του πατέρα της η Βασιλική, στυφή γεύση άφησαν στο στόμα της τα ανείπωτα «Σ αγαπώ», πάντα πίστευε πως θα είχε χρόνο μπροστά της να του το πει, και ξαφνικά διαπίστωσε πως ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός, το «Σ αγαπώ» είναι μια φράση που τη λες στην κόψη του ξυραφιού, κι ας ματώσεις, στην άκρη της φλόγας, κι ας καείς, στην καρδιά του χείμαρρου, κι ας πνιγείς. Πένθησε τον πατέρα της όπως εκείνος θα ήθελε: με συγκρατημένο πόνο και λίγα δάκρυα. Τόσα χρόνια μακριά από το σπίτι και την
20 ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ οικογένειά της, η Βασιλική έκλαψε περισσότερο επειδή αυτή δεν ήταν εκεί την ώρα που έπρεπε, προτού δηλαδή πεθάνει ο πατέρας της, παρά επειδή εκείνος δε θα ήταν πια ποτέ ξανά εκεί. Και μέσα της αποκρυσταλλώθηκε η απόφαση ότι σύντομα θα έπρεπε να γυρίσει πίσω. Τα χρόνια όμως κύλησαν πάλι χωρίς να τη λάβουν υπόψη τους τι υπεροψία, αλήθεια, να νομίζουμε ότι ο χρόνος θα μας περιμένει..., κάπου κάπου η Βασιλική θυμόταν τον Οκάν και τον έρωτα που την είχε παρασύρει, έρωτας-λυγμός που ποτέ δε βγήκε από τα στήθη της, παρά μόνο έμεινε εκεί μέσα σαν ένα μόνιμο παράπονο, σαν κάτι που δεν άρχισε, άρα πώς θα μπορούσε να τελειώσει... Και κάθε χειμώνα έλεγε «Τέρμα τα ψέματα, τούτο το καλοκαίρι θα πάω κοντά τους!», εννοώντας την πατρίδα και τους δικούς της μήπως πόσοι είχαν μείνει; ο Ζήσης και η οικογένειά του, όλοι οι άλλοι φευγάτοι... α, ναι, και η Πιπίνα..., και μόλις έπιαναν οι ζέστες έβλεπε τον Σωτήρη να βαριανασαίνει, «Τι έχεις, αγάπη μου;» τον ρωτούσε, κι εκείνος της έλεγε να μην ανησυχεί, πώς θα μπορούσε να τον αφήσει τόσους μήνες, ίσως και χρόνο, μόνο του, όχι, η Βασιλική δεν το αποφάσιζε, φοβόταν μήπως πιστέψει ο άντρας της ότι ήθελε να φύγει από κοντά του, ότι δε θα ξαναγύριζε. Μία φορά τού είχε πληγώσει την καρδιά, ποτέ δε θα το ξανάκανε αυτό. Ξεφυλλίζονταν τα χαρτάκια από το ημερολόγιο αδυσώπητος μάρτυρας ότι ο καιρός περνούσε και μαζί του απομακρυνόταν το όνειρο, και μέσα από θαμπές φωτογραφίες και κιτρινισμένα γράμματα αγαπούσε την οικογένειά της η Βασιλική. Ποια; Αυτή, που σαν μάνα πονούσε τα αδέλφια της, που σαν υπνοβάτης βάδιζε στα όνειρά της μέσα στο πέτρινο σπίτι, που λαχταρούσε να περπατήσει στις ανηφοριές του χωριού και να προσκυνήσει τα εικονίσματα στη Μεγάλη Παναγία.
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 21 Μετά, πάλι πόλεμος χτύπησε την πατρίδα της, χωρίστηκε η Ελλάδα στα δύο, και τώρα το μίσος ήταν πιο χειροπιαστό από ποτέ, αφού το χέρι του αδελφού σκότωνε τον αδελφό, πήραν οι μισοί τα βουνά και οι άλλοι μισοί τούς κυνηγούσαν, διπλό μετρούσε κάθε φονικό, την ίδια γλώσσα μιλούσαν, την ίδια ιστορία είχαν, τον ίδιο σταυρό με το δεξί χέρι έκαναν οι εχθροί... Ορκίστηκε, έταξε, παρακάλεσε το Θεό η Βασιλική να γλιτώσει ο Ζήσης και εκείνη θα γυρνούσε πίσω οπωσδήποτε, «Κάνουμε κουράγιο...» της έγραφε η νύφη της, η Ελένη, εκείνη η άγνωστη, που τόσους πολέμους έζησε και πάλι είχε δύναμη, «Θα τελειώσει κι αυτό. Πόσα σπίτια να κάψουν, πόσους ανθρώπους να αποκεφαλίσουν για να πάψουν να διψάνε για αίμα;». Και περίμενε η Βασιλική. Περίμενε και έλπιζε πως οι ελπίδες της δε θα διαψεύδονταν. Κι όμως... Τι χρώμα να έχουν τα όνειρα κάτω από το γαλάζιο φως αυτής της λάμπας; Με μισόκλειστα μάτια και με το μυαλό κάπως θολωμένο από το ξενύχτι και τα τσίπουρα, η Λαρώ βλέπει τη Βασιλική που ανασαίνει ελαφρά, καθώς, γερμένη στην πολυθρόνα, έχει βυθιστεί στον ύπνο. Έχουν χρώματα τα όνειρα; Μυρωδιές; Γεύση, μελωδία, αίσθηση αγγίγματος; Στέκεται για λίγο ο νους της, δε δουλεύει καλά, κουρασμένο το κορμί συναγωνίζεται την αδυναμία του μυαλού. Τόσα πράγματα... τόσα πράγματα... Έχουν χρώματα τα όνειρα; Θα έχουν. Θυμάται ακόμα τον καταπράσινο βασιλικό που καμάρωνε πάνω στο τραπέζι στην αυλίτσα του σπιτιού τους στη Σμύρνη. Και τα νερά του Βόσπορου θυμάται, καθώς άλλαζαν κάθε τόσο χρώμα, μια βαθύ μπλε και μια μαύρο ανάλογα με τα ρεύματα, τον ου-
22 ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ρανό, το βάθος. Με κάθε λεπτομέρεια της έρχονται στο νου τα γαλάζια μάτια του Ισίδωρου όταν την κοιτούσαν με λατρεία, η λευκότητα του χιονιού εκείνη την πρώτη φορά που χώθηκαν με τον Οκάν στο αποθηκάκι της Νενέ και το ατσάλινο πράσινο των ματιών του άντρα της, του Δαμιανού, όταν τη ρώτησε αν ήθελε να φύγει από τη ζωή της για πάντα και να μείνει μόνη. Έχουν χρώματα τα όνειρα, τελικά..., αναστέναξε απαλά η Λαρώ την ίδια στιγμή που και η Βασιλική, μες στον ύπνο της, έβγαλε κάτι σαν αναστεναγμό, κάτι σαν λυγμό. Μυρωδιές; Έχουν μυρωδιές τα όνειρα; Δάκρυα κάνουν το σκούρο της βλέμμα να λάμπει μες στο μισοσκόταδο. Η μυρωδιά της αγκαλιάς της μάνας της, η πρώτη και η καλύτερη, αυτή που δεν τη μύρισε ποτέ ξανά σε όσες αγκαλιές χώρεσε. Η μυρωδιά του καβουρντισμένου καφέ που προηγούνταν του αδελφού της, του Δημητρού, καθώς έμπαινε στο σπίτι, με το χαμόγελο πάντα να στολίζει το πρόσωπό του. Το άρωμα του βασιλικού πάντα ο βασιλικός στα όνειρά της στον κόρφο της Μαλαματένιας τους. Η μυρωδιά από τη λιωμένη σοκολάτα στο καταραμένο εργοστάσιο του «θείου» Αντωνάκη τη μέρα που κάνανε τις δοκιμές και η μυρωδιά του ιδρώτα του πατέρα της οργή, αγανάκτηση, ντροπή για την κατάντια του την ίδια εκείνη μέρα. Και βέβαια η άλλη μυρωδιά, εκείνη από τον παστουρμά, που της ήρθε στα ρουθούνια όταν ο Αντωνάκης, κάθιδρος και λαχανιασμένος, τη στρίμωξε στο σπίτι του. Έσβησε η βαριά μυρωδιά καθώς η Λαρώ θυμήθηκε τα αρώματα στην κουζίνα της Ελμάς χανούμ: ροδόνερο και σιρόπι με πορτοκάλι, φρέσκο βούτυρο και καβουρντισμένα αμύγδαλα, κουκουνάρια και κανέλα, μπαχάρι και χρυσαφένιο κρεμμύδι. Και τα κεράσια... Παράξενο πράγμα, αλλά και το άρωμα από τα κεράσια τής έρχεται τώρα στο νου έχουν άρωμα τα κεράσια;, τα αγαπημένα φρούτα του