Σβησμένα όνειρα, ψυχές δοκιμασμένες



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Το παραμύθι της αγάπης


Τα παραμύθια της τάξης μας!

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

Η ιστορία του δάσους

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

«Η νίκη... πλησιάζει»

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΑΣΤΙΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ ΕΛΕΝΗ ΣΑΝΙΚΟΥ. εκδόσεις CaptainBook.gr. μυθιστόρημα

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Όταν η μαμά έχει στομία

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Ο Φώτης και η Φωτεινή

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Πήγαν στην καφετέρια και κάθισαν σε ένα τραπέζι, παρήγγειλαν καφέ και η όµνα ήταν σιωπηλή. Ο Λέων σκέφτηκε ότι θα έχει µία ωραία ερωτική σύντροφο, βλέ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Transcript:

Βασιλική Πήτα Σβησμένα όνειρα, ψυχές δοκιμασμένες Publibook

http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0115522.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2010

Αφιέρωση: Στη μνήμη της μάνας μας Φώτως και της μικρής μας αδελφής Μαριάνθης

Περιεχόμενα Το σπίτι της Φιλιππιάδας... 11 Γιώργος και Φώτω... 43 Θύματα της αγάπης... 73 Η επιστροφή... 93 Στους πέντε ανέμους... 109 Θωμάς... 121 Γιώργος... 147 Το χρέος στην Ειμαρμένη... 161 Το κυνήγι των φαντασμάτων... 183 9

Το σπίτι της Φιλιππιάδας Παιδιά κοπιάστε να φάτε, ακούστηκε να λέει η Κατερίνη σε ένα τσούρμο παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα και αφοσιωμένα σε αυτό που έκαναν στην αυλή του σπιτιού. Αυτόματα, τέσσερα ζευγάρια μάτια στράφηκαν προς το μέρος της και ταυτόχρονα το πιο μεγάλο απάντησε: Όχι τώρα Κατερίνη, σε λίγο γιατί δεν τελειώσαμε ακόμα το τζαμί και θα μας πέσει, ερχόμαστε σε λιγάκι. Μα το φαγητό θα κρυώσει και είναι αυτό που σας αρέσει πολύ, τους απάντησε, γι αυτό κάντε γρήγορα, σας περιμένω στο μαγειρειό, είπε και αμέσως μπήκε από το μακρύ χαγιάτι σε μια πόρτα. Ήταν το δωμάτιο που μαγείρευαν αλλά και που ταυτόχρονα έτρωγαν, δηλαδή χρησίμευε και σαν τραπεζαρία. Στη μέση του ενός τοίχου ήταν χτισμένη μια υπερυψωμένη εστία, όπου άναβε μια δυνατή φωτιά από ξύλα και πάνω στην πυροστιά μια μεγάλη τέντζερη (κατσαρόλα) που άχνιζε. Ακριβώς απέναντι, ένας ψηλός νεροχύτης με μια τρύπα στην άκρη, για να φεύγουν τα νερά, περίμενε τα άπλυτα πιάτα. Στη μέση του δωματίου ένας σοφράς (χαμηλό τραπέζι) με πέντε πιάτα και τα ανάλογα σερβίτσια περίμεναν αυτούς που επρόκειτο να φάνε. Σε λίγο μπήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, με ένα φερετζέ ανασηκωμένο και αποτάθηκε προς την Κατερίνη. Έτοιμα όλα; Γιατί δεν ήρθαν ακόμα τα παιδιά; Που είναι; Έρχονται, απάντησε εκείνη, ζήτησαν λίγη ώρα να τελειώσουν αυτό που άρχισαν, βλέπεις ο Αρτάν φτιάχνει από το πρωί ως το βράδυ δρόμους, γεφύρια, κτίρια, τώρα 11

βάλθηκε να στήσει ένα τζαμί και οι τρεις μικρές που τον θαυμάζουν, τον βοηθάνε σε όλα, είναι βλέπεις ο προστάτης τους, αλλά και ο αγαπημένος τους. Αμέσως, η γιαγιά Εμινέ βγήκε από το μαγειρειό και ξαναφώναξε τα παιδιά τα οποία στο άκουσμα της φωνής της, τα άφησαν όλα όπως ήταν και έτρεξαν σε μια βρύση δίπλα από εκεί που παίζανε. Πλύνανε τα χέρια τους και τα σκούπισαν σε μια πετσέτα που κρεμόταν από ένα κλαρί μίας πελώριας κληματαριάς, η οποία έριχνε τον ίσκιο της στη μισή αυλή. Από εκεί, τρέχοντας, μπήκαν στην κουζίνα με τελευταία την τετράχρονη Μπουλέ που έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά της γιαγιάς, για να εισπράξει ένα γλυκό φιλί. Στη συνέχεια, κάθισαν κάτω σταυροπόδι γύρω από τον σοφρά και η Κατερίνη άρχισε να σερβίρει την αχνιστή κοτόσουπα στα πιάτα, πρώτα τη γιαγιά μετά τον Αρτάν και συνέχεια τις τρεις μικρές. Ήταν τέσσερα χαριτωμένα και όμορφα παιδιά. Ο πρώτος, ο δεκάχρονος Αρτάν, ένα όμορφο και καλοκαμωμένο αγόρι, με μαύρα ολόσγουρα μαλλιά που έπεφταν σαν μικρές μπούκλες στο πλατύ του μέτωπο. Τα μαύρα του μάτια έδειχναν τόση εξυπνάδα αλλά και πάθος για όλα, που καμιά φορά έκαναν τη γιαγιά του να προβληματίζεται και να τρομάζει με όσα έκανε και έλεγε. Οι τρεις μικρότερες αδελφές του, που είχαν δύο χρόνια διαφορά μεταξύ τους, ήταν πολύ χαριτωμένες και όμορφες, πάντα συμμαζεμένες αλλά και υπάκουες, με εξαίρεση την μικρή Μπουλέ, ένα ζιζάνιο και πειραχτήρι, που μονίμως βρισκόταν σε κίνηση και μόνο o ύπνος την έκανε να ησυχάζει, όχι μόνο αυτή αλλά και οι γύρω της. Όλοι όμως τη λάτρευαν και κανείς δεν μπορούσε να της χαλάσει το χατίρι. Ήταν μια όμορφη και δεμένη οικογένεια που δεν της έλειπε τίποτε και τίποτε δεν είχαν να ζηλέψουν από τις άλλες, μόνο που τους έλειπε η μάνα.. Πιo πολύ όμως, εκτός από τον πρωτότοκο γιο του, για τον οποίο ένιωθε υπερήφανος και τον αγαπούσε ο πατέρας Οσμάν, λάτρευε τη μικρή του κόρη, γιατί έμοιαζε 12

καταπληκτικά με τη γυναίκα του, την Αϊσέ, η οποία πέθανε μόλις την γέννησε και ήταν τόσο νέα. Τρώγανε λοιπόν, με μεγάλη όρεξη και τα τέσσερα παιδιά, ενώ τιτίβιζαν σαν τα πουλάκια στο κλαρί και η γιαγιά τα κοιτούσε και δεν χόρταινε να τα βλέπει και να τα ακούει, ενώ ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, στη θύμηση της κόρης της που ήταν τόσο άτυχη και δεν αξιώθηκε να τα δει να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα και να τα καμαρώσει. Στην τελευταία γέννα πέθανε αφήνοντας ορφανά όχι μόνο τα παιδιά της αλλά και αυτόν τον άνδρα της, τον Οσμάν, που την λάτρευε κυριολεκτικά και δεν είχε μάτια για καμία άλλη. Αυτή η οικογένεια κατοικούσε μέχρι το 1878 στην Άρτα, αλλά οι τούρκικες οικογένειες μετά την απελευθέρωσή της, αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Φιλιππιάδα, την οποία έχτισαν από την αρχή δίπλα στην παλαιά. Έφεραν πολεοδόμο από τη Γερμανία, έκανε μια τέλεια ρυμοτομία και στη συνέχεια έχτισαν ένα διοικητήριο μεγάλο, ένα τζαμί καθώς και ωραία σπίτια για τους αξιωματικούς και όλους τους υπόλοιπους που τους ακολουθήσανε. Δεν ήταν μακριά από την Άρτα, παρά μόνο δέκα τρία χιλιόμετρα και ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο Ελλάδας Τουρκίας. Μία από αυτές τις οικογένειες ήταν και του πατέρα του Οσμάν, ο οποίος ήταν ανώτερος αξιωματικός του τούρκικου στρατού. Ο γιος, κατ επιθυμία του, τελείωσε τη στρατιωτική σχολή και ύστερα από λίγα χρόνια διορίστηκε καϊμακάρης (έπαρχος) στην περιφέρεια της Ηπείρου. Τότε ήταν που γνώρισε την Αϊσέ, μια πανέμορφη κόρη ενός Τούρκου αξιωματούχου από τα Γιάννενα. Τρελός γι αυτήν, την ζήτησε από τον πατέρα της και εκείνος δεν του την αρνήθηκε. Την παντρεύτηκε και την εγκατάστησε κυρά στο καινούριο σπίτι του στη Φιλιππιάδα, όπου βασίλεψε η ευτυχία και η αγάπη. Δεν άργησε να έρθει και το πρώτο τους παιδί κατά το 1895, ο Αρτάν, για να σφραγίσει την ευτυχισμένη ζωή τους. Οι 13

μέρες, που ο Οσμάν ήταν υποχρεωμένος να είναι μακριά από τη γυναίκα του, λόγω της υπηρεσίας του, ήταν ένα αληθινό μαρτύριο για τους δύο και το αντάμωμα τους ήταν σαν να άρχιζαν από την αρχή. Η ζωή τους ένα παραμύθι, με την Αϊσέ μέσα στο σπίτι γιατί τότε οι Τουρκάλες δεν έβγαιναν σχεδόν καθόλου έξω και τον Οσμάν να μη βλέπει την ώρα να βρεθεί κοντά της και να της δείξει την αγάπη του με χίλιους δύο τρόπους. Της κουβαλούσε του κόσμου τα τζοβαΐρια, από μεταξωτά μαντήλια και υφάσματα μέχρι αρώματα και χρυσαφικά και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Το σπίτι τους ήταν ένας μικρός παράδεισος, που τον προστάτευε ένας πέτρινος μαντρότοιχος δύο μέτρα ύψος περίπου και μια βαριά ξύλινη αυλόπορτα, που η μεγάλη αμπάρα από μέσα ήταν μονίμως στη θέση της και έπρεπε να φωνάξεις ή να χτυπήσεις το ρόπτρο πολλές φορές για να την τραβήξουν και να μπεις μέσα. Η μεγάλη αυλή ήταν ένα ανθοκήπιο με όλα τα είδη λουλουδιών, με πρώτες και καλύτερες τις πολύχρωμες τριανταφυλλιές που το άρωμά τους πλημμύριζε μέρα νύχτα όλο το χώρο. Η μισή από την αυλή, ήταν σκεπασμένη από μια πελώρια κρεβατίνα κληματαριάς, κάτω από την οποία έπαιζαν τα παιδιά και οι μεγάλοι κάθονταν να πιούνε τον καφέ τους αλλά και να δροσιστούν τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Το σπίτι αρκετά ευρύχωρο, με τρία μεγάλα δωμάτια, ένα χαμάμ και την κουζίνα μαγειρειό που χρησίμευε ταυτόχρονα και για τραπεζαρία. Δίπλα από εκεί δύο μεγάλες αποθήκες, που στη μία βάζανε τα άλογα και στην άλλη το σανό. Η κοπέλα που είχε προσλάβει ο Οσμάν για υπηρέτρια έκανε όλες τις δουλειές, όταν όμως γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, ένα κοριτσάκι, θέλησε να βρει μια δεύτερη γυναίκα να μαγειρεύει και ταυτόχρονα να έχει και την φροντίδα των παιδιών. Στην Παλαιά Φιλιππιάδα όλες οι οικογένειες ήταν ελληνικές, εγκαταστημένες από χιλιάδες χρόνια, σε αντίθεση με τη νέα που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες 14

Τούρκους τα τελευταία χρόνια. Ένας φίλος του Οσμάν, Έλληνας, του σύστησε την Κατερίνη η οποία είχε χηρέψει πρόσφατα και είχε δύο μικρά παιδιά, τον Γιωργάκη στην ηλικία του Αρτάν και την Γιούλα δύο χρόνια μικρότερή του. Πρότειναν λοιπόν στην Κατερίνη, να πάει να δουλέψει σε αυτό το σπίτι του Τούρκου, αλλά ο αδελφός της αντέδρασε γιατί δεν ήθελε την αδελφή του υπηρέτρια στους Αγαρηνούς, όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί, παράλληλα όμως δεν είχε την δυνατότητα να την βοηθήσει οικονομικά, γιατί εκείνη την εποχή ήταν όλοι ραγιάδες και βράζανε στο ίδιο καζάνι. Σκλάβοι όπως ήταν, δεν είχαν παρά να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, για ένα κομμάτι ψωμί και η ζωή τους να κρέμεται από μια κλωστή, με τις συνεχείς εχθροπραξίες που είχαν Έλληνες και Τούρκοι. Η Κατερίνη βλέποντας ότι τα παιδιά της μπορούσαν να πεθάνουν από την πείνα, δέχτηκε να πάει στο τούρκικο σπίτι, έστω και σαν υπηρέτρια, προκειμένου να της ζήσουν τα δύο βλαστάρια της. Έτσι, άρχισε να δουλεύει σε αυτό το σπίτι και δεν άργησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Αϊσέ, αλλά και του άνδρα της του Οσμάν. Όταν πια την καλογνώρισαν της είπαν ότι μπορούσε να παίρνει μαζί της τα παιδιά όλη την ημέρα που δούλευε, εξασφαλίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο το καθημερινό τους φαγητό, αλλά και την ασφάλεια να τα έχει κοντά της και όχι παρατημένα στους πέντε δρόμους ή στους συγγενείς. Έμεινε λοιπόν σε αυτό το σπίτι η Κατερίνη που το θεωρούσε σαν δικό της, δουλεύοντας ευσυνείδητα, πράγμα που τα αφεντικά της το εκτίμησαν πολύ. Στα τέσσερα χρόνια, η Αϊσέ έφερε στον κόσμο ένα δεύτερο κοριτσάκι και έτσι η οικογένεια αυγάτισε, ταυτόχρονα δε, και οι δουλειές της Κατερίνης, όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε, γιατί μαζί με αυτούς μεγάλωναν και τα παιδιά της, ο Γιωργάκης που όντας συνομήλικος του Αρτάν έγιναν δύο πολύ καλοί φίλοι, καθώς και η Γιούλα με όλα τα παιδιά. Όλα αντάμα παίζανε στην αυλή σαν να ήτανε αδέλφια, τίποτε δεν τα 15

χώριζε, παρά μόνο το βράδυ που τα έπαιρνε η Κατερίνη και πήγαιναν στην Παλαιά Φιλιππιάδα, στο φτωχόσπιτό τους για να κοιμηθούν. Το πρωί η Κατερίνη έφευγε από τα άγρια χαράματα, ενώ αυτά τα άφηνε να κοιμούνται και πήγαιναν αργότερα μόνα τους, όταν ξυπνούσαν. Στο μεταξύ η Αϊσέ έμεινε ξανά έγκυος, για τέταρτη φορά όμως η γέννα της ήταν πολύ δύσκολη και εκτός από την πρακτική μαμή ο άνδρας της έφερε και γιατρό από τα Γιάννενα. Παρά ταύτα, η όμορφη κοπέλα δεν τα κατάφερε και ξεψύχησε στην αγκαλιά του Οσμάν αφού έφερε στη ζωή άλλο ένα κοριτσάκι, το τέταρτο παιδί της, υγιέστατο και χαριτωμένο. Ο Οσμάν πήγε να τρελαθεί κι εκτός από το χαμό της λατρεμένης του, δεν ήξερε τι να κάνει με τα παιδιά και πιο πολύ με το μωρό. Έφυγε αμέσως για τα Γιάννενα και έφερε την μάνα της Αϊσέ που ήταν χήρα και ζούσε με την οικογένεια του γιου της για να φροντίζει τα παιδιά, μιας και αυτός δεν ήταν σε θέση να προσφέρει τίποτε άλλο λόγω της δουλειάς του. Αφού λοιπόν άφησε την Εμινέ δίπλα στα παιδιά, έφυγε σαν κυνηγημένος από το σπίτι που όλα του θύμιζαν την λατρεμένη του και έζησε για αρκετό καιρό με την ψευδαίσθηση ότι η γυναίκα του δεν πέθανε, αλλά τον περιμένει με λαχτάρα να επιστρέψει και να ξαναζήσουν αξέχαστες στιγμές, σαν αυτές που ήξερε να χαρίζει ό ένας στον άλλον. Όταν όμως συνερχόταν από την πλάνη και τρελαμένος στη σκέψη ότι δεν θα την ξαναδεί, να του ανοίγει την πόρτα και να τον καλοδέχεται με μια ανοιχτή αγκαλιά και εκείνο το αγγελικό της χαμόγελο, πήγαινε να παραφρονήσει γι αυτό και δεν αποφάσιζε να γυρίσει στο σπίτι του, κοντά στα παιδιά του, που σε αυτή τη φάση τα είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα. Μέσα σε αυτόν το χρόνο, η γιαγιά Εμινέ και η Κατερίνη, η οποία είχε γίνει ο άνθρωπος του σπιτιού πλέον κι αγάπησε και πόνεσε τα παιδιά σαν δικά της, έκαναν ότι μπορούσαν για να μη νιώσουν την ορφάνια, 16

την έλλειψη της μάνας, αλλά και του πατέρα, που όσο ο καιρός περνούσε αυτός δεν έλεγε να γυρίσει στο σπίτι. Ένα βράδυ, ενώ όλοι είχαν πέσει για ύπνο και η Κατερίνη είχε φύγει με τα παιδιά για το σπίτι της, ακούστηκαν χτυπήματα στην αυλόπορτα. Η γιαγιά με την υπηρέτρια σηκώθηκαν και κοιτάχτηκαν τρομαγμένες, γιατί αυτή η ώρα δεν μπορούσε να είναι για καλό, σκέφτηκαν ταυτόχρονα. Βγήκαν στην αυλή σιγά και αθόρυβα, πλησίασαν την εξώπορτα και περίμεναν να ξαναχτυπήσει και όντως έτσι έγινε, αυτή τη φορά χτύπησαν πιο δυνατά και έτσι η γιαγιά αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος είναι. Αμέσως ακούστηκε μια φωνή να απαντάει. Γιαγιά Εμινέ άνοιξε, μη φοβάσαι, εγώ είμαι ο Οσμάν. Τρέμοντας από συγκίνηση και με τη βοήθεια της υπηρέτριας τράβηξαν τη βαριά αμπάρα. Στο έμπα της πόρτας, πρόβαλε ένας άνδρας με άσπρα μαλλιά, γένια απεριποίητα και αρκετά αδύνατος, ήταν μόνο η σκιά του γαμπρού της που ήξερε. Τρόμαξε στη θέα του άνδρα η γιαγιά και προς στιγμή οπισθοχώρησε, δεν τον γνώρισε, όταν όμως της ξαναμίλησε πείσθηκε ότι ήταν αυτός, έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και λέγοντας ταυτόχρονα. Αφέντη μου ήρθες, παιδί μου τι έγινες τόσο καιρό; Είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι δεν ζεις. Αν δεν ήταν τα χρήματα που μας έστελνες θα σε είχα στα σίγουρα για πεθαμένο. Δόξα να έχει ο Αλλάχ, που είσαι καλά, πέρνα μέσα στο σπίτι σου. Ο Οσμάν έφερε ένα γύρω το βλέμμα του και τα δάκρια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του, χωρίς να ντρέπεται την Εμινέ για την αδυναμία του, αυτή δε, πιάνοντάς τον από το χέρι σαν μικρό και ανήμπορο παιδί, τον οδήγησε μέσα στο σπίτι στο μεγάλο δωμάτιο, στον οντά. Πρόσταξε την κοπέλα να του φέρει καφέ και ότι άλλες λιχουδιές είχαν και έκατσε δίπλα του. Μα όταν κάτω από το φως της λάμπας τον καλοκοίταξε, τρόμαξε γιατί αυτός που έβλεπε δεν ήταν ο άνδρας που ήξερε, ο νέος, το παλικάρι, ο λεβέντης που όμοιός του δεν 17

υπήρχε σε όλη την γύρω περιοχή, που περπατούσε και έτριζε ο τόπος και με την Αϊσέ δίπλα του έλαμπε σαν ήλιος. Τώρα μπροστά της, είχε ένα γέρο με άσπρα μαλλιά και ένα άδειο βλέμμα χαμένο στον κόσμο του. Τρόμαξε πολύ και μια τρεμούλα διέτρεξε όλο της το σώμα, παρόλα αυτά δεν έδειξε τίποτε, του μιλούσε συνέχεια και εκείνος βρισκόταν στον κόσμο του, χωρίς καθόλου να αντιδρά. Έβλεπε μπροστά του, το όμορφο και γελαστό πρόσωπο της γυναίκας του, να τον καλεί κοντά της σαν άλλοτε και θυμόταν τις παλιές καλές μέρες που έζησε. Άρχισε τότε η Εμινέ να του μιλάει για τα παιδιά του, το πόσο είχαν μεγαλώσει μέσα σε αυτόν το χρόνο που έλειπε και πάλι καμία αντίδραση από μέρους του. Τέλος, πιάνοντάς τον από τους ώμους τον ανάγκασε να σηκωθεί και αυτός πειθήνια την ακολούθησε στο διπλανό δωμάτιο, που κοιμόταν τα τέσσερα παιδιά του, του τα έδειξε με το δάκτυλο και του είπε: Τώρα αυτά είναι η ζωή σου, για αυτά θα πρέπει να ζεις, είσαι τυχερός και εγώ μαζί που τα έχουμε για να μας παρηγορούν και να μας την θυμίζουν πάντα και μέσα από αυτά πρέπει να πορευτούμε και εμείς. Αμέσως μετά, τον τράβηξε προς την σαρμανίτσα (παιδική κούνια) της χρονιάρας Μπουλέ, έσκυψε, σήκωσε την μικρή που ήταν ξύπνια και την απίθωσε απαλά στα χέρια του. Εκείνος την κράτησε και άρχισε να την κοιτάζει περίεργα και μέσα από τα χαρακτηριστικά της, νόμιζε ότι έβλεπε την αγαπημένη του Αϊσέ. Σε μια στιγμή το κοριτσάκι ψέλλισε κάτι ακατάληπτο και ταυτόχρονα σήκωσε το κρινένιο χεράκι της και το ακούμπησε στο πρόσωπό του, σαν να τον χάιδευε και να τον ευχαριστούσε που γύρισε κοντά της. Εκείνος, μη αντέχοντας άλλο ξέσπασε σε λυγμούς, ενώ ταυτόχρονα την έσφιγγε στην αγκαλιά του σαν κάτι πολύτιμο, που είχε χάσει και μόλις το βρήκε. Κάθισε σε μια καρέκλα, με το μωρό στην αγκαλιά γιατί δεν τον κρατούσαν τα πόδια του και αφού καταλάγιασε η μεγάλη 18