ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 16.8.2010 COM(2010) 433 τελικό 2010/0232 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ) SEC(2010) 981 SEC(2010) 979 EL EL
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Πριν από περίπου μία εικοσαετία άρχισαν να αναπτύσσονται χρηματοπιστωτικοί όμιλοι με επιχειρηματικά μοντέλα που συνδυάζουν την παροχή υπηρεσιών και προϊόντων σε διαφορετικούς τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτοί έγιναν γνωστοί ως χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ). Οι ΧΟΕΔ περιλαμβάνουν τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, και ενδεχομένως εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Επί σειρά ετών, διάφορες ομάδες εμπειρογνωμόνων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο εξετάζουν τους ενδεδειγμένους τρόπους εποπτείας των ΧΟΕΔ. Καρπός των διαβουλεύσεων στο πλαίσιο του κοινού φόρουμ 1 ήταν οι «Αρχές για την εποπτεία των ΧΟΕΔ» το 1999 2. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002 3, («οδηγία FICOD») θέσπισε τη συμπληρωματική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου. Στόχος της συμπληρωματικής εποπτείας ήταν ο έλεγχος των δυνητικών κινδύνων λόγω διπλού υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων (δηλ. της πολλαπλής χρήσης των κεφαλαίων) και των λεγόμενων κινδύνων ομίλου ήτοι του κινδύνου διάχυσης στο εσωτερικό των ομίλων, της διαχειριστικής πολυπλοκότητας, της συγκέντρωσης και της σύγκρουσης συμφερόντων, οι οποίοι προκύπτουν όταν συνδυάζονται περισσότερες άδειες για διαφορετικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ενώ οι οδηγίες για τις τράπεζες και τις ασφάλειες αποσκοπούν στον υπολογισμό επαρκών μέτρων θωράκισης κεφαλαιουχικού χαρακτήρα για την προστασία των πελατών και των κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων, η οδηγία FICOD ρυθμίζει τη συμπληρωματική εποπτεία των κινδύνων ομίλου. Αυτό συνεπάγεται ότι οι χρηματοπιστωτικές οντότητες που συνδέονται με αμοιβαία σχέση, η οποία επηρεάζει τα προφίλ κινδύνων αμφότερων των οντοτήτων πρέπει να υπάγονται στην εποπτεία. Με αυτόν τον τρόπο, η οδηγία FICOD συμπληρώνει τις τομεακές οδηγίες, την οδηγία για τις τράπεζες 2006/48/ΕΚ 4 («οδηγία CRD») και τις διάφορες οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Όλες αυτές οι οδηγίες εφαρμόζονται τόσο σε μεμονωμένο επίπεδο, ανά αδειοδοτημένη οντότητα, όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο, όπου αθροίζονται όλες οι αδειοδοτημένες νομικές οντότητες που υπάγονται στην ίδια οδηγία. Προβλεπόταν αναθεώρηση της οδηγίας FICOD λίγα χρόνια μετά την εφαρμογή της. Οι πρόσφατες εξελίξεις, στο μέτρο που οι νομικές οντότητες ενός ομίλου δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα, τον τραπεζικό ή τον ασφαλιστικό, αποτυπώθηκαν με την αναθεώρηση, το 2004, της Συμφωνίας της Βασιλείας του 1988 και τη μεταφορά της, το 2006, στην οδηγία CRD, όσο και με τη θέσπιση μιας περιεκτικής δέσμης νέων κανόνων για τις ασφαλιστικές 1 2 3 4 Μεικτή Επιτροπή των G10 της Επιτροπής Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας, Διεθνής Ένωση Ασφαλιστικών Εποπτικών Αρχών (IAIS) και Διεθνής Οργανισμός Επιτροπών Κινητών Αξιών (IOSCO). Εποπτεία Χρηματοπιστωτικών Ομίλων Ετερογενών Δραστηριοτήτων, 19 Φεβρουαρίου 1999, βλέπε http://www.bis.org/publ/bcbs47.pdf?noframes=1. ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1. Η CRD περιλαμβάνει δύο οδηγίες: οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1, και οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση), ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201. EL 2 EL
επιχειρήσεις στο πλαίσιο της οδηγίας Φερεγγυότητα II 5. Μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή η Φερεγγυότητα ΙΙ, η οδηγία FICOD θα συμπληρώνει τις οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που βρίσκονται σήμερα σε ισχύ, ιδίως δε την οδηγία περί ασφαλιστικών ομίλων 6 («οδηγία IGD»)). Η Επιτροπή σκοπεύει να προβεί σε δύο ενέργειες. Με την παρούσα πρόταση αντιμετωπίζονται τα πιο επείγοντα τεχνικά ζητήματα που εντοπίστηκαν κατά την αναθεώρηση, σύμφωνα με την ανάλυση της μεικτής επιτροπής για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων 7 (Joint Committee on Financial Conglomerates - JCFC), συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών ζητημάτων που εντοπίστηκαν σε προγενέστερες δραστηριότητες αναθεώρησης. Δημοσιεύτηκαν προσκλήσεις για υποβολή γνωμοδοτήσεων και για διαβούλευση με στόχο την εκτίμηση των επιπτώσεων των εν λόγω δυνητικών αλλαγών 8. Αργότερα εντός του 2010 πρόκειται να διεξαχθεί ένας πιο διεξοδικός διάλογος στο πλαίσιο του G20 όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία. Ο εν λόγω διάλογος κατά πάσα πιθανότητα θα εστιαστεί σε ζητήματα που αφορούν το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας και θέματα που σχετίζονται με το κεφάλαιο. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Η αναθεώρηση της οδηγίας FICOD ξεκίνησε ουσιαστικά το 2008 και αποτέλεσε τη βάση της παρούσας νομοθετικής πρότασης. Ορισμένα τεχνικά ζητήματα συμπεριελήφθησαν στην πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία Omnibus 9 τον Οκτώβριο του 2009, η οποία συνοδεύει τους κανονισμούς περί δημιουργίας των νέων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι λεγόμενοι κίνδυνοι ομίλου συγκεκριμενοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της συμπληρωματικής εποπτείας των διασυνδέσεων εντός των χρηματοπιστωτικών ομίλων και μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. πρωτοβουλίες παρόμοιες με την τρέχουσα αναθεώρηση αναλήφθηκαν στις ΗΠΑ και την Αυστραλία 10 με βάση τις αρχές του κοινού φόρουμ. 5 6 7 8 9 10 Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1. Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27.10.1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1. Η JCFC είναι η επιτροπή επιπέδου 3 για τους ΧΟΕΔ στο πλαίσιο της διαδικασίας Lamfalussy, ενώ η ευρωπαϊκή επιτροπή ΧΟΕΔ (European Financial Conglomerates Committee - EFCC) είναι η επιτροπή (επιπέδου 2) σύμφωνα με την οδηγία FICOD. Ανατρέξτε στο δικτυακό τόπο των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων για περισσότερες λεπτομέρειες, http://ec.europa.eu/internal_market/financial-conglomerates/supervision_en.htm. COM(2009) 576 τελικό, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 1998/26/EΚ, 2002/87/EΚ, 2003/6/EΚ, 2003/41/EΚ, 2003/71/EΚ, 2004/39/EΚ, 2004/109/EΚ, 2005/60/EΚ, 2006/48/EΚ, 2006/49/EΚ, και 2009/65/EΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών Η αυστραλιανή αρχή για την εποπτεία των τραπεζών (Australian Prudential Regulation Authority APRA) μελετά τρόπους για την εποπτεία και τον έλεγχο της ενδεχόμενης διάχυσης των κινδύνων που προέρχονται από οντότητες χρηματοπιστωτικών ομίλων οι οποίοι δεν υπόκεινται σε κανονιστικές ρυθμίσεις, βλέπε http://www.apra.gov.au/media-releases/10_06.cfm. EL 3 EL
Στόχος της παρούσας νομοθετικής πρότασης είναι η τροποποίηση της οδηγίας IGD, της οδηγίας FICOD και της οδηγίας CRD προκειμένου να εξαλειφθούν ακούσιες συνέπειες και τεχνικές παραλείψεις των τομεακών οδηγιών και να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εκπλήρωση των στόχων της οδηγίας FICOD. 2.1. Αποτελέσματα των διαβουλεύσεων Πρόσκληση για υποβολή γνωμοδοτήσεων στη μεικτή επιτροπή για τους ΧΟΕΔ (JCFC) Η JCFC παρουσίασε τις διαπιστώσεις της ανταποκρινόμενη στην τρίτη πρόσκληση της Επιτροπής για υποβολή γνωμοδοτήσεων στους Υπουργούς Οικονομικών που μετέχουν στην ευρωπαϊκή επιτροπή ΧΟΕΔ (EFCC) τον Ιανουάριο του 2009. Τα κύρια ζητήματα που εντοπίστηκαν αφορούν την εποπτεία σε υψηλόβαθμο επίπεδο, τον προσδιορισμό με βάση τους κινδύνους, τη σαφή ενσωμάτωση στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και στον προσδιορισμό των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και τη σαφή εποπτική αντιμετώπιση των συμμετοχών. Συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας της Επιτροπής και δημόσια ακρόαση της JCFC Συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας της Επιτροπής με τα κράτη μέλη πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιουνίου, στις 23 Νοεμβρίου 2009 και στις 21 Ιανουαρίου 2010. Δημόσια ακρόαση διοργανώθηκε από την JCFC στις 8 Ιουλίου 2009. Στο πλαίσιο των συζητήσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη επιβεβαιώθηκε η σχέση των επίμαχων ζητημάτων και διαπιστώθηκε ότι για να είναι αποτελεσματική η εποπτεία των ΧΟΕΔ ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν ακόμη περισσότερα ζητήματα, π.χ. οι διαφορές των επιλέξιμων κεφαλαίων που γίνονται δεκτά ανά τομέα, καθώς και οι πιθανές στρεβλώσεις από τη χρήση διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού των κεφαλαίων. Επίσης, οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής όσον αφορά τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ήγειραν ερωτήματα σε σχέση με την ενσωμάτωση όχι μόνο εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αλλά και άλλων συναφών επιχειρήσεων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας για τους κινδύνους ομίλου των μεγάλων, σύνθετων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η στοχοθετημένη διαβούλευση για την αναθεώρηση της οδηγίας FICOD Στη στοχοθετημένη διαβούλευση που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2009 συμμετείχαν καταθέτοντας τις απόψεις τους 18 ΧΟΕΔ, μία αρχή, δύο ομοσπονδίες, μία ένωση και ένα κέντρο ερευνών 11, αριθμός που δικαιολογείται από τον περιορισμένο αριθμό των βασικών ομάδων στόχων και τον τεχνικό χαρακτήρα των ερωτημάτων. Η πρωτοβουλία έτυχε γενικά θερμής ανταπόκρισης και οι ερωτηθέντες αναγνώρισαν τα μείζονα προβλήματα, όπως παρουσιάζονται κατωτέρω, καθώς και τις προτάσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για την επίλυσή τους: εφαρμοσιμότητα των διατάξεων των οδηγιών για τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αφορούν τις ανώτερες ιεραρχικά βαθμίδες στους τομείς αυτούς στο επίπεδο των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έλλειψη σαφήνειας ως προς την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας 11 Οι (μη εμπιστευτικές) απαντήσεις των ενδιαφερομένων μερών διατίθενται στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/2009/fcd_review_en.htm EL 4 EL
ανάγκη για μεγαλύτερη δυνατότητα προσδιορισμού των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων με βάση τους κινδύνους έλλειψη σαφήνειας αναφορικά με την αντιμετώπιση των συμμετοχών στο πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας. Εντούτοις, διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την διατομεακή ευθυγράμμιση ως προς τον ορισμό των ίδιων κεφαλαίων, ζήτημα το οποίο τελούσε υπό εξέταση μετά τη γνωμοδότηση που υπέβαλε η JCFC τον Απρίλιο του 2008 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην EFCC τάχθηκαν υπέρ της αναβολής της εξέτασης των εν λόγω προτάσεων έως την ολοκλήρωση των τομεακών διαλόγων για τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι ερωτηθέντες υπογράμμισαν επίσης τις δυσκολίες στη διαφοροποίηση ίδιων συναλλαγών και μη ίδιων συναλλαγών των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων των ΧΟΕΔ. Τέλος, από την διαβούλευση επιβεβαιώθηκε ότι η εξέταση των συμμετοχών στο πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας δεν αποτελούσε πρόβλημα το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί πλήρως στο παρόν στάδιο. Όσον αφορά ζητήματα τα οποία είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικής αναθεώρησης, οι ερωτηθέντες τάχθηκαν εν γένει κατά της διατομεακής αντιμετώπισης των πολιτικών για τις αμοιβές 12 και υπέρ της λήψης πρωτοβουλιών στους τομείς των κεφαλαίων, π.χ. όσον αφορά τη συνέπεια στα κριτήρια επιλεξιμότητας, καθώς και τον συνυπολογισμό των ανεξάρτητων οντοτήτων που επηρεάζουν τα προφίλ κινδύνου των χρηματοπιστωτικών ομίλων. 2.2. Αποτελέσματα της εκτίμησης επιπτώσεων Στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων, 17 εναλλακτικές πολιτικές καταρτίστηκαν, αξιολογήθηκαν ως προς τις επιπτώσεις τους και αντιπαραβλήθηκαν με σκοπό την αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανέδειξε η ανάλυση. Σε αυτήν την ενότητα περιγράφονται οι αναμενόμενες επιπτώσεις των προτιμητέων εναλλακτικών πολιτικών που προκρίνονται σε κάθε τομέα. Συμπληρωματική εποπτεία σε επίπεδο εταιρειών χαρτοφυλακίου και εποπτικός συντονισμός Προκειμένου να εναρμονιστούν οι εποπτικές εξουσίες στο ανώτερο ιεραρχικά επίπεδο ενός ΧΟΕΔ για να αποφευχθεί η απώλεια εξουσιών όταν μεταβάλλεται η δομή ενός ομίλου, καθώς και η αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας σε επίπεδο ΧΟΕΔ και να διευκολυνθεί ο συντονισμός από τις πλέον αρμόδιες εποπτικές αρχές, οι ακόλουθες τροποποιήσεις κρίθηκαν θετικές: υπαγωγή των ανώτερων ιεραρχικά εταιρειών χαρτοφυλακίου ενός τραπεζικού ή ασφαλιστικού ομίλου που χαρακτηρίζονται ως εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ούτως ώστε οι διατάξεις και οι εξουσίες που τύγχαναν εφαρμογής σε μια πρώην χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου να 12 Οι πολιτικές αμοιβών στον τραπεζικό τομέα αντιμετωπίστηκαν στην πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (COM/2009/362). Παρόμοια πρόταση προβλέπεται όσον αφορά τις πολιτικές αμοιβών στον τομέα των ασφαλειών. EL 5 EL
μην παύουν να ισχύουν όταν ο χαρακτηρισμός ενός ομίλου και της εταιρείας χαρτοφυλακίου του μεταβάλλεται λόγω εξαγοράς στον άλλον τομέα περιορισμός του ορισμού της «σχετικής αρμόδιας αρχής», ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις εποπτικές αρχές των τελικών μητρικών οντοτήτων σε κάθε μεμονωμένο τομέα και άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες κρίνουν ως σχετικές οι εποπτικές αρχές των τελικών μητρικών οντοτήτων. Προσδιορισμός των ΧΟΕΔ Η υπαγωγή σε όλες τις περιπτώσεις των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας, συνοδευόμενη από οδηγίες σχετικά με τους δείκτες που θα χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την υπαγωγή, εκτιμήθηκε ως θετική. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αμφισημία αναφορικά με τις παραμέτρους και τον μη προσδιορισμό των ΧΟΕΔ με βάση τους κινδύνους, οι οδηγίες για την εφαρμογή της υπάρχουσας «εναλλακτικής της παρέκκλισης» για τους μεγαλύτερους ομίλους που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας FICOD εκτιμήθηκε θετική. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί από μια εναλλακτική επιλογή παρέκκλισης από τη συμπληρωματική εποπτεία για ομίλους στους οποίους τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο μικρότερο τομέα είναι κάτω από το απόλυτο κατώτατο όριο των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συμμετοχές Το πρόβλημα της καθημερινής αντιμετώπισης των συμμετοχών υπό συμπληρωματική εποπτεία, το οποίο επιδεινώνεται από το γεγονός ότι το εταιρικό δίκαιο ενδεχομένως απαγορεύει σε μειοψηφούντες μέτοχους να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες σε άλλους μετόχους, πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συμμετοχών σε διάφορες καταστάσεις. Επίπτωση των προτιμητέων εναλλακτικών πολιτικών Οι προκριθείσες αλλαγές πολιτικής προσδοκάται να καταστήσουν το πλαίσιο της συμπληρωματικής εποπτείας πιο αξιόπιστο, οδηγώντας έτσι σε πιο αποτελεσματικές πρωτοβουλίες και πρακτικές διαχείρισης κινδύνων. Αυτό με τη σειρά του αναμένεται να ωφελήσει τη θέση των χρηματοπιστωτικών ομίλων της ΕΕ έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. Αυτές οι εναλλακτικές δυνατότητες αναμένεται να συμβάλλουν στον περιορισμό των κινδύνων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και το ενδεχόμενο κόστος για την κοινωνία. Όσον αφορά τους μεμονωμένους ενδιαφερόμενους ομίλους και τα συστημικά προβλήματα, οι αναμενόμενες επιπτώσεις αξιολογήθηκαν ως εξής: Ορισμένοι μικρότεροι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι της ΕΕ με απλή δομή και με λιγοστές άδειες σε αμφότερους τους τομείς μπορούν να εξαιρεθούν από τη συμπληρωματική εποπτεία και έτσι να ωφεληθούν από το μειωμένο κόστος συμμόρφωσης. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να είναι διαθέσιμη σε περίπου δέκα μικρότερους χρηματοπιστωτικούς ομίλους με συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου 69 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από την άλλη πλευρά, το κόστος συμμόρφωσης για μεγάλους ομίλους με περισσότερες από εκατό άδειες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε αμφότερους τους τομείς θα μπορούσε να αυξηθεί καθώς αυτοί οι όμιλοι, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περιουσιακά στοιχεία ύψους έως και 9 τρισεκατομμυρίων ευρώ στο χρηματοπιστωτικό τομέα, μπορεί να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας. Αυξημένο EL 6 EL
κόστος συμμόρφωσης θα μπορούσε επίσης να αναληφθεί και από εκείνους τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους οι δομές των οποίων περιλαμβάνουν δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και οι οποίοι βάσει των προτεινόμενων αλλαγών στη διαδικασία προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων θα χαρακτηριστούν ως ΧΟΕΔ. Το κόστος συμμόρφωσης για χρηματοπιστωτικούς ομίλους που συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας αναμένεται να είναι επουσιώδες, δεδομένου του συνολικότερου μεγέθους τους. Εν πόση περιπτώσει, το κόστος συμμόρφωσης αναμένεται να αντισταθμιστεί πλήρως από τα οφέλη που θα προκύψουν από τις αποτελεσματικότερες πρακτικές διαχείρισης κινδύνων. Μια άλλη θετική επίδραση που μπορεί να αναμένει κανείς είναι η μεγαλύτερη προβολή και εμπιστοσύνη στις αγορές που θα προκύψουν από τον χαρακτηρισμό των ομίλων ως ΧΟΕΔ. Αυτά τα οφέλη αναμένεται να ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα μεγάλων ομίλων της ΕΕ. Οι θετικά κριθείσες αλλαγές πολιτικής στη διαδικασία προσδιορισμού των ΧΟΕΔ αναμένεται να εξειδικεύσουν το πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας και πρέπει να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι από τις εποπτικές αρχές. Σε συνδυασμό με την πιο εναρμονισμένη εποπτεία στο ανώτερο επίπεδο των ΧΟΕΔ και τα βελτιωμένα μέτρα εποπτείας για τον εντοπισμό προβλημάτων διάχυσης, συγκέντρωσης, πολυπλοκότητας και σύγκρουσης συμφερόντων σε εταιρείες που συνδέονται με κάποιον ΧΟΕΔ, οι εν λόγω αλλαγές αναμένεται να συμβάλλουν θετικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η αυξημένη σαφήνεια των διατάξεων οι οποίες διέπουν την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στον προσδιορισμό και τη συμπληρωματική εποπτεία αναμένεται να εξασφαλίσει όρους ισότιμου ανταγωνισμού σε αυτόν τον τομέα. Όσον αφορά τους πελάτες των οικείων χρηματοπιστωτικών ομίλων, οι επιπτώσεις του κόστους αναμένεται να είναι αμελητέες δεδομένου της γενικότερης ήσσονος σημασίας της καθαρής επαυξητικής επίδρασης των προσδιορισθέντων εναλλακτικών επιλογών. 3. ΝΟΜΙΚΑΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Μία τροποιητική οδηγία είναι το πιο ενδεδειγμένο μέσο, καθώς οι απαιτούμενες αλλαγές χρειάζεται να ενσωματωθούν σε αρκετές υπάρχουσες οδηγίες. Η παρούσα τροποποιητική οδηγία πρέπει να έχει την ίδια νομική βάση με τις οδηγίες τις οποίες τροποποιεί. Για το λόγο αυτό, η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, το οποίο παρέχει την κατάλληλη νομική βάση για την εναρμόνιση των κανόνων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους ΧΟΕΔ. Σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας που ορίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι στόχοι των προτεινόμενων ενεργειών δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν να εκπληρωθούν πιο αποτελεσματικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις και εποπτεία, στην προκειμένη περίπτωση εξασφαλίζοντας την αποσαφήνιση των διατάξεων και την κάλυψη των κενών εποπτείας που δημιουργήθηκαν ακούσια από προγενέστερες τροποποιήσεις τομεακών οδηγιών. Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. EL 7 EL
4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης 13. 5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 5.1 Εποπτεία σε ανώτερο επίπεδο - Άρθρα 1 (οδηγία IGD) και 3 (οδηγία CRD) της παρούσας πρότασης Άρθρο 1, άρθρο 2 παράγραφος 2, άρθρο 3 παράγραφος 1, άρθρο 4 παράγραφος 2, άρθρο 10 παράγραφος 2 και αρκετές περιπτώσεις των παραρτημάτων I και II της οδηγίας IGD, άρθρα 4, 71, 72, 84, 105, 125, 126, 127, 129, 141, 142 και 143 της οδηγίας CRD Το επίκεντρο και ο πρωταρχικός στόχος της παρούσας πρότασης είναι να εξασφαλίσει επαρκή συμπληρωματική εποπτεία, ήτοι να διορθωθούν τα ακούσια κενά που προέκυψαν στη συμπληρωματική εποπτεία εξαιτίας ορισμών στις τομεακές οδηγίες, ήτοι στην οδηγία CRD και στις οδηγίες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Δεδομένου ότι η ενοποιημένη εποπτεία/εποπτεία των ομίλων στις τομεακές οδηγίες τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε χρηματοπιστωτικές/ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι τομεακές διατάξεις δεν καλύπτουν τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, μια χρηματοπιστωτική/ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου που αλλάξει διάρθρωση και μετατρέπεται σε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται μόνο σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία FICOD, με αποτέλεσμα την απώλεια της ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου σε επίπεδο τελικής μητρικής εταιρείας. Έτσι, οι εποπτικές αρχές ορισμένες φορές καλούνται να επιλέξουν (σε σχέση με την εφαρμογή ή όχι παρέκκλισης στον χαρακτηρισμό ενός ομίλου ως ΧΟΕΔ), εάν επιθυμούν να εφαρμόζουν «μόνο» τη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία FICOD. Η διατήρηση της ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου σημαίνει ότι ο πρόσθετος κίνδυνος που προκύπτει από το συνδυασμό με άλλο τομέα δεν μπορεί να καλυφθεί. Ωστόσο, συμπληρωματική εποπτεία συνεπάγεται απώλεια όλης της εποπτικής γνώσης που παράγεται από την ενοποιημένη εποπτεία/εποπτεία ομίλου. Κατά συνέπεια, η συνέχιση της εφαρμογής της τομεακής εποπτείας ενδέχεται να μην αντιμετωπίσει επαρκώς τους πρόσθετους εποπτικούς κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν από το αυξημένο μέγεθος και την πολυπλοκότητα του ομίλου. Το ισχύον καθεστώς ενδέχεται επίσης να προκαλέσει διαφορές στην εποπτική αντιμετώπιση (με βάση τη δομή παρά το προφίλ κινδύνου) των ΧΟΕΔ. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής όλων των αναγκαίων εποπτικών εργαλείων, η παρούσα πρόταση εισάγει τον όρο «εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» στις σχετικές διατάξεις περί ενοποιημένης εποπτείας/εποπτείας ομίλου στις τομεακές οδηγίες. 5.2 Άρθρα 3 και 30 της FICOD - Προσδιορισμός των ΧΟΕΔ Από τις διατάξεις που διέπουν τον προσδιορισμό των ΧΟΕΔ εγείρονται τρία επιμέρους προβλήματα. 13 Τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών καλύπτονται από την προτεινόμενη εντολή της και δεν συνεπάγονται συγκεκριμένες ή πρόσθετες δημοσιονομικές συνέπειες. EL 8 EL
Πρώτον, η οδηγία δεν απαιτεί την ένταξη των «εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» στις δοκιμές ορίων. Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζονται επενδυτικά κεφάλαια (υπό ρυθμιστικό έλεγχο) τα οποία καλούνται ΟΣΕΚΑ (οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες) σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διέπονται από την οδηγία ΟΣΕΚΑ 14. Οι ΟΣΕΚΑ και οι διαχειριστές τους δεν καλύπτονται επί του παρόντος από την τομεακή προληπτική εποπτεία που προβλέπεται στην οδηγία FICOD, αν και η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει πρόβλεψη για δυνατότητα συμπερίληψης των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας (άρθρο 30). Δεύτερον, οι δοκιμές ορίων μπορεί να βασίζονται σε διαφορετικές παραμέτρους όσον αφορά τις απαιτήσεις περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαίων. Οι διατάξεις είναι διφορούμενες όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των δοκιμών στη περίπτωση, για παράδειγμα, διαφορετικών τρόπων λογιστικής αντιμετώπισης των περιουσιακών στοιχείων (βλέπε κατωτέρω, άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο i)). Τρίτο οι απαιτήσεις των ορίων, με δεδομένα τα καθορισμένα ποσά τους, δεν βασίζονται στους κινδύνους και η έννοια των αναμενόμενων κινδύνων ομίλου δεν καλύπτεται από τη δοκιμή ορίου. Αυτό έχει ως συνέπεια πολύ μικροί όμιλοι με λιγοστές άδειες σε κάθε τομέα να υπάγονται σε συμπληρωματική εποπτεία, ενώ μεγαλύτεροι, πιο σύνθετοι όμιλοι να μπορούν τεχνικά να μην χαρακτηριστούν ως ΧΟΕΔ. Κατά συνέπεια, οι τρέχουσες διατάξεις για τον προσδιορισμό ενδέχεται να υπονομεύουν την αποτελεσματική επίτευξη των βαθύτερων σκοπών της οδηγίας. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι ελλείψεις, η παρούσα πρόταση εισάγει τις εξής αλλαγές: (i) Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων: συμπεριλαμβάνονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 30 σημείο γ) εισάγονται τα «συνολικά περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση» ως εναλλακτικός δείκτης στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και εισάγεται η δυνατότητα θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 5. (ii) Εισάγεται παρέκκλιση για τους μικρότερους ομίλους σε νέο άρθρο 3 α η οποία επιτρέπει τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της παρέκκλισης για τους μικρότερους ομίλους. (iii) Το άρθρο 3 παράγραφος 3 αναδιατυπώνεται ώστε να γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στους εφαρμοστέους όρους για τους ομίλους κάτω και άνω του ορίου των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ και προστίθεται η πρόβλεψη κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της παρέκκλισης για μεγαλύτερους ομίλους και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού. 14 Η οδηγία του Συμβουλίου 85/611/ΕΟΚ, της 20ης Δεκεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3, όπως καταργήθηκε από την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32. EL 9 EL
5.3 Άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας FICOD - Αντιμετώπιση των συμμετοχών Η συνεπής αντιμετώπιση των συμμετοχών στην καθημερινή συμπληρωματική εποπτεία παρακωλύεται από την έλλειψη συναφών πληροφοριών για την ορθή εκτίμηση των κινδύνων ομίλου. Για παράδειγμα, εάν οι εποπτικές αρχές δεν μπορούν να λάβουν πληροφορίες από ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων υπό τραπεζική διοίκηση σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν οι συμμετοχές σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν επαρκή στοιχεία για την ολοκλήρωση του διαχειριστικού και εσωτερικού ελέγχου σε αυτές τις οντότητες που είναι απαραίτητοι για την ενοποίηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο όμιλος πρέπει να αφαιρεί τις εν λόγω συμμετοχές από τα ίδια κεφάλαιά του. Ενώ το ζήτημα των πληροφοριών για μειοψηφικές συμμετοχές δεν έχει ακόμα εξεταστεί εξαντλητικά, ένα πρώτο βήμα το οποίο περιέχει η παρούσα πρόταση είναι η θέσπιση παρέκκλισης στις περιπτώσεις που η συμμετοχή αποτελεί την μόνη ένδειξη ταυτοποίησης (άρθρο 3 παράγραφος 5 νέο σημείο γ)). Όσο οι διατάξεις των εθνικών νομοθεσιών περί εταιρειών ενδεχομένως παρακωλύουν την εκπλήρωση των απαιτήσεων, επιτρέπεται ειδική αντιμετώπιση έχοντας υπόψη τη συγκέντρωση κινδύνων και των απαιτήσεων για εντός του ομίλου συναλλαγές στα άρθρα 7 και 8, η οποία μπορεί να καθοριστεί μέσω κατευθυντήριων γραμμών. Οι κατευθυντήριες γραμμές αναμένεται επίσης να στηρίξουν τη συνεπή εφαρμογή εποπτικών διαδικασιών αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένης της συγκεκριμένης αντιμετώπισης των συμμετοχών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας FICOD, στο άρθρο 124 της οδηγίας CRD και στο άρθρο 36 της οδηγίας Φερεγγυότητα II. 5.4 Λοιπά ζητήματα Άρθρα 1 και 2 της οδηγίας FICOD - Επικαιροποίηση των ορισμών Τα άρθρα 1 και 2 επικαιροποιήθηκαν βάσει των οδηγιών που έχουν καταργηθεί και αναδιατυπωθεί. Εντούτοις, δεδομένου ότι η αναδιατύπωση της οδηγίας για τις ασφαλιστικές εταιρείες (Φερεγγυότητα II) καταργεί τις προηγούμενες οδηγίες με έναρξη ισχύος από την 1 Νοεμβρίου 2012, οι παραπομπές στις αρχικές οδηγίες περί ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίες επομένως είναι ακόμα εν ισχύ διατηρήθηκαν. Άρθρο 2 παράγραφος 17 της οδηγίας FICOD Τροποποίηση του ορισμού της σχετικής αρμόδιας αρχής και του εποπτικού συντονισμού Η οδηγία FICOD συμπληρώνει την οδηγία CRD και τις οδηγίες περί ασφαλιστικών εταιρειών όσον αφορά την πρόσθετη εποπτεία στο ανώτερο επίπεδο ενός ομίλου. Για το σκοπό αυτό, περιέχει επίσης διατάξεις περί συντονισμού μεταξύ των διαφόρων εποπτικών αρχών ενός ομίλου. Η οδηγία FICOD ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή και επιβάλλει στον συντονιστή (την εποπτική αρχή του ανώτερου επιπέδου) να τη συμβουλεύεται επί ορισμένων θεμάτων εποπτείας. Εντούτοις, οι ισχύουσες διατάξεις αφήνουν περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες όσον αφορά την ταυτοποίηση των σχετικών αρμόδιων αρχών. Μια ευρεία ερμηνεία συνεπάγεται μεγάλο αριθμό αρχών τις οποίες πρέπει να συμβουλεύεται ο συντονιστής σε επίπεδο ΧΟΕΔ. Αυτό μπορεί να υπονομεύσει τον αποτελεσματικό και αποδοτικό συντονισμό του έργου που πρέπει να επιτελεστεί από το σώμα του συντονιστή και των σχετικών αρμόδιων αρχών. EL 10 EL
Άρθρο 6 παράγραφος 4 και παράρτημα I της οδηγίας FICOD Διαγραφή της τρίτης μεθόδου υπολογισμού, Το μέρος II του παραρτήματος I της οδηγίας FICOD περιλαμβάνει τρεις μεθόδους υπολογισμού των κεφαλαίων σε επίπεδο ΧΟΕΔ. Από ανάλυση της JCFC το 2008 προκύπτει ότι η τρίτη επιλέξιμη μέθοδος υπολογισμού κεφαλαίων παράγει πάντοτε αποτελέσματα τα οποία είναι ιδιαίτερα διαφορετικά από εκείνα της μεθόδου 1 (ενοποίηση) και της μεθόδου 2 (αφαίρεση και συνένωση). Ως εκ τούτου, η τρίτη μέθοδος πρέπει να διαγραφεί. Περιορίζοντας τις επιλέξιμες μεθόδους υπολογισμού στη μέθοδο της ενοποίησης και στη μέθοδο της αφαίρεσης και συνένωσης, η οδηγία FICOD εναρμονίζεται επίσης και με τις τομεακές οδηγίες τις οποίες συμπληρώνει. Άρθρο 2 της οδηγίας FICOD - Συμπερίληψη των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων Με τη συμπερίληψη των διατάξεων για την έγκριση και την εποπτεία των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην οδηγία 2005/68/ΕΚ οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των ρυθμιζόμενων οντοτήτων οι οποίες μπορούν να είναι μέρος ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει αναφορά στις επιχειρήσεις αντασφάλισης στην οδηγία FICOD. Προστίθενται αναφορές στο άρθρο 2 παράγραφοι 4, 7, 8, 14 και 16. Άρθρο 3 παράγραφος 8, άρθρο 7 παράγραφος 5, άρθρο 8 παράγραφος 5, άρθρο 9 παράγραφος 6, άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 11 παράγραφος 5 της οδηγίας FICOD Εισαγωγή διατάξεων σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές σε ορισμένους τομείς. Προκειμένου να γίνει δυνατή η περαιτέρω σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, εισάγεται η δυνατότητα έκδοσης κατευθυντηρίων γραμμών από την Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων βάσει του κεφαλαίου IV τμήμα 2 του κανονισμού σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 15, και του κεφαλαίου IV τμήμα 2 του κανονισμού σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων 16 («Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών»). Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να απηχούν το συμπληρωματικό χαρακτήρα της παρούσας οδηγίας. Ενδεικτικά, κατά την εκτίμηση των συγκεντρώσεων κινδύνων σε επίπεδο ομίλου, όσον αφορά αρκετούς τύπους κινδύνου οι οποίοι μπορούν δυνητικά να προκύψουν σε ολόκληρο τον όμιλο (κίνδυνος επιτοκίων, κίνδυνος αγορών, κλπ.), η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να συμπληρώνει τη συγκεκριμένη εποπτεία, για παράδειγμα, της εκτεταμένης έκθεσης, όπως προβλέπεται στην οδηγία CRD. Η συνεπής εφαρμογή διάφορων εποπτικών διαδικασιών αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής αντιμετώπισης των συμμετοχών μπορεί να υποστηριχθεί επίσης μέσω της θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας FICOD, στο άρθρο 124 της οδηγίας CRD και στο άρθρο 36 της οδηγίας Φερεγγυότητα II. 15 16 Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */ Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */ EL 11 EL
Επικαιροποίηση παραπομπών σε διάφορα άρθρα Το άρθρο 1, το άρθρο 2, το άρθρο 6 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 19 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας FICOD και το άρθρο 143 παράγραφος 3 της οδηγίας CRD τροποποιήθηκαν για λόγους επικαιροποίησης των παραπομπών και της διατύπωσής τους. EL 12 EL
2010/0232 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1, την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 17, αφού διαβίβασε το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά Κοινοβούλια, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων προσφέρει στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα συμπληρωματικές εξουσίες και εργαλεία για την εποπτεία των ομίλων πολλών ρυθμιζόμενων οντοτήτων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω όμιλοι, καλούμενοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ), είναι επομένως εκτεθειμένοι σε κινδύνους που συνδέονται με τον έλεγχο ενός ομίλου, τους επονομαζόμενους κινδύνους ομίλου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι διάχυσης, που περιλαμβάνουν την εξάπλωση των κινδύνων από το ένα άκρο του ομίλου στο άλλο, της συγκέντρωσης κινδύνων, ήτοι της εμφάνισης του ίδιου τύπου κινδύνου σε διάφορα τμήματα του ομίλου ταυτόχρονα, της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η διαχείριση πολλών διαφορετικών νομικών οντοτήτων, και των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και των δυσκολιών που ενέχει ο επιμερισμός των ίδιων κεφαλαίων του σε όλες τις ρυθμιζόμενες οντότητές του, ώστε να αποφεύγεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση του κεφαλαίου. Πρέπει να εφαρμοστεί 17 ΕΕ C [ ] EL 13 EL
συμπληρωματική εποπτεία σε ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων πέραν της εποπτείας σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση ή σε επίπεδο ομίλου, χωρίς να επαναλαμβάνεται ή να επηρεάζεται ο όμιλος, ανεξάρτητα από τη νομική υπόσταση του ομίλου. (2) Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνέπεια με το στόχο της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 18, ώστε να διασφαλιστεί η εποπτεία των ασφαλιστικών ομίλων καθώς και η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και άλλων οντοτήτων εντός μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για το λόγο αυτό, η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27 Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου 19 πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να ορίζει και να περιλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εγκαίρως η συνεκτική εποπτεία, πρέπει να τροποποιηθεί η οδηγία 98/78/ΕΚ, ανεξάρτητα από την επικείμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (αναδιατύπωση) 20. (3) Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ΧΟΕΔ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ανάλογα με το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους ομίλου, με βάση κοινές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. / σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 21, και του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. / σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων 22 μετά από συνεργασία με τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Είναι επίσης σημαντικό οι απαιτήσεις που αφορούν την παρέκκλιση από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας να τίθενται σε εφαρμογή ανάλογα με τους κινδύνους, σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση των μεγαλύτερων ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς. (4) Η πλήρης και επαρκής παρακολούθηση των κινδύνων ομίλου σε μεγάλους, σύνθετους ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς, καθώς και η εποπτεία των κεφαλαιακών πολιτικών αυτών των ομίλων σε επίπεδο ομίλου, είναι δυνατή μόνο όταν οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν εποπτικές πληροφορίες και σχεδιάζουν εποπτικά μέτρα πέραν του εθνικού πεδίου εφαρμογής της εντολής τους. Είναι επομένως απαραίτητο οι 18 19 20 21 22 ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1. ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ.1. ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1. Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */ Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */ EL 14 EL
αρμόδιες αρχές να συντονίζουν τη συμπληρωματική εποπτεία που ασκούν στους διεθνείς ΧΟΕΔ οι αρμόδιες αρχές οι οποίες θεωρούνται πιο σχετικές για τη συμπληρωματική εποπτεία ενός ΧΟΕΔ. Το σώμα των σχετικών αρμόδιων αρχών ενός ΧΟΕΔ πρέπει να αντικατοπτρίζει τη συμπληρωματική φύση της παρούσας οδηγίας υπό την έννοια αυτή πρέπει να προσθέτει αξία στα σώματα που ήδη υφίστανται για τον τραπεζικό υπο-όμιλο και τον ασφαλιστικό υπο-όμιλο του ΧΟΕΔ, χωρίς να αναπαράγουν, να επαναλαμβάνουν ή να υποκαθιστούν το ένα το άλλο. (5) Η συμπληρωματική εποπτεία μεγάλων, σύνθετων ΧΟΕΔ απαιτεί συντονισμό σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να συμβάλει στη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να συμφωνήσουν σχετικά με τις εποπτικές προσεγγίσεις που θα εφαρμοστούν στους εν λόγω ΧΟΕΔ. Η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων πρέπει να εκδώσουν, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. / σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 23, και του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. / σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων 24 μετά από συνεργασία με τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις εν λόγω κοινές προσεγγίσεις, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες προληπτικό πλαίσιο για τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες που θα προβλέπονται στις οδηγίες για τους τραπεζικούς, ασφαλιστικούς και χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Οι κατευθυντήριες γραμμές που θα εκδοθούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία πρέπει να απηχούν το συμπληρωματικό χαρακτήρα της παρούσας οδηγίας και να συμπληρώνουν την ειδική εποπτεία ανά τομέα όπως προβλέπεται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ, 93/22/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2000/12/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ. (6) Υπάρχει πραγματική ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου των δυνητικών κινδύνων ομίλου που αντιμετωπίζουν οι ΧΟΕΔ λόγω των συμμετοχών τους σε άλλες εταιρείες. Για τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία φαίνεται να είναι ανεπαρκείς, η εποπτική κοινότητα πρέπει να αναπτύξει εναλλακτικές μεθόδους για να αντιμετωπίσει και να λάβει επαρκώς υπόψη αυτούς τους κινδύνους, κατά προτίμηση στο πλαίσιο των εργασιών της Ευρωπαϊκής Αρχής για τις Τράπεζες και της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων στο πλαίσιο του φόρουμ της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Εάν μια συμμετοχή είναι το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ, οι εποπτικές αρχές πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν εάν ο όμιλος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους ομίλου και να εξαιρέσουν τον όμιλο από συμπληρωματική εποπτεία, εάν κρίνεται σκόπιμο. 23 24 Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 502 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0501 τελικό - COD 2009/0142 */ Πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων {COM(2009) 499 τελικό} {COM(2009) 500 τελικό} {COM(2009) 501 τελικό} {COM(2009) 503 τελικό} {SEC(2009) 1233} {SEC(2009) 1234} {SEC(2009) 1235} /* COM/2009/0502 τελικό - COD 2009/0143 */ EL 15 EL
(7) Όσον αφορά ορισμένους σχηματισμούς ομίλων, οι εποπτικές αρχές στερήθηκαν των εξουσιών τους κατά την παρούσα κρίση, επειδή ο συνδυασμός των οδηγιών τους υποχρέωνε να επιλέξουν μεταξύ εποπτείας με βάση τον τομέα ή συμπληρωματικής. αν και η πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των εργασιών του G20 όσον αφορά τους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αναγκαίες εποπτικές εξουσίες πρέπει να αποκατασταθούν το ταχύτερο δυνατόν. (8) Επιβάλλεται να διασφαλιστεί η συνέπεια με το στόχο της οδηγίας 2002/87/EK του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) 25. Για το λόγο αυτό, η οδηγία 2006/48/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. (9) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως καθορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι στόχοι των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, ήτοι η βελτίωση της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο επίπεδο της Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. (10) Οι οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν αναλόγως, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Η οδηγία 98/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής: Άρθρο 1 Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/78/ΕΚ (1) Στο άρθρο 1 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο: «ιγ) εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ» (2) Στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.» (3) Στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: 25 ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1. EL 16 EL
«1. Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.» (4) Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.» (5) Στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο παράρτημα II. (6) Τα παραρτήματα Ι και ΙΙ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας.» Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής: Άρθρο 2 Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ (1) Τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 1 Αντικείμενο Η παρούσα οδηγία ορίζει τους κανόνες για συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 26, το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 27 ή το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού 26 27 ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1. ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1. EL 17 EL
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 28 και οι οποίες ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων. Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: (1) «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (2) «ασφαλιστική επιχείρηση»: ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 και 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (3) «επιχείρηση επενδύσεων»: η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (4) «ρυθμιζόμενη οντότητα»: πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή αντασφαλιστική επιχείρηση (5) «εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, καθώς και η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6) «αντασφαλιστική επιχείρηση»: αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (7) «τομεακοί κανόνες»: η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων, όπως θεσπίζεται ιδίως με τις οδηγίες 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ (8) «χρηματοπιστωτικός τομέας»: τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις: α) πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 5 και 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ β) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 13 παράγραφοι 4 και 5 και του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ 28 ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1. EL 18 EL
γ) εταιρεία επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (9) «μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς 29 και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση (10) «θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή επίσης, όλες οι θυγατρικές θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται θυγατρικές της επιχείρησης η οποία είναι η επικεφαλής μητρική τους (11) «συμμετοχή»: η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών συμμετοχή 30, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20% και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης (12) «όμιλος»: ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή καθώς και οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού (13) «στενοί δεσμοί»: μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με συμμετοχή ή έλεγχο (ήτοι τη σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης), ή το γεγονός ότι και τα δύο ή όλα συνδέονται μόνιμα με το ίδιο και το αυτό πρόσωπο μέσω μιας σχέσης ελέγχου (14) «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» (ΧΟΕΔ)»: όμιλος ή υπο-όμιλος κατά την έννοια του σημείου (12), που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τηρουμένου του άρθρου 3: α) επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1 ή τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1 β) εφόσον επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 1 της παρούσας οδηγίας, πρόκειται για μητρική επιχείρηση επιχειρήσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ 29 30 ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11. EL 19 EL