ΚΟΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ θραύσματα μνήμης από τη δεκαετία 1948-1958



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Το σχολείο του μέλλοντος

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών


Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά κι έναν καιρό

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Test Unit 1 Σύνολο: /20

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Το αγαπημένο μας παιχνίδι

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Εάν όμως πείτε να κάνετε το πάρτι γενεθλίων στο σπίτι ή τον κήπο σας, τα πράγματα δυσκολέυουν. Πρέπει να οργανώσετε μόνοι σας ένα σωρό πράγματα.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ώρες με τη μητέρα μου

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Πώς λέμε ΟΧΙ; Μάθε να γράφεις σωστά την πρώτη πρόταση.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

T: Έλενα Περικλέους

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Εγώ και ο τόπος μου»

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Το καλύτερο σχολείο. Το Πανέμορφο Σχολείο

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Η νίκη... πλησιάζει»

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ: ΠΑΠΑΝΙΚΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ

Modern Greek Beginners


Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Κατανόηση γραπτού λόγου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μιλώντας με τα αρχαία

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Transcript:

ΚΟΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ θραύσματα μνήμης από τη δεκαετία 1948-1958 Γιάννης Τριτσιμπίδας ΙΔΟΥ! 2010

στην Ευρυδίκη, σκηνικές σημειώσεις για μια ταινία εποχής Το πρώτο σπίτι μας που θυμάμαι, θα μουνα 3 χρονών το 47, ήταν κοντά στην Κολιάτσου, γωνία Πάρου και Νάξου. Υπάρχει ακόμα. Tα φερε η ζωή, και να που ζω σήμερα τη μισή χρονιά στην Πάρο, αγναντεύοντας ακριβώς απέναντι τη Νάξο. Ήταν ένας χωματόδρομος τότε η Νάξου, σπάνια περνούσε αυτοκίνητο. Η κυκλοφορία ποδήλατα, γάϊδαροι ή κάρα με πραγματευτάδες: μαναβικά, υφάσματα και ραπτικά, κανάτια, πάγος. Γαλατάδες, παληατζήδες, γιαουρτάδες, ψαράδες, ακονιστές, παπλωματζήδες και άλλοι διαλαλούσαν πεζή. Πάντα μέσα στη σκόνη ο δρόμος, οι νοικοκυρές κατάβρεχαν μπρός στα σπίτια. Το χειμώνα οι κάθετοι κατηφορικοί δρόμοι γίνονταν ρέματα που κατεβάζαν απ το βουνό αγριεμένους χειμάρρους. Την υπόλοιπη χρονιά μέναν ανασκαμμένοι, αδιάβατοι από κατσάβραχα και παληόχορτα, μόνο απ τα πεζοδρόμια περνούσες, όταν υπήρχαν. Πολλά οικόπεδα ήταν άχτιστα, καμιά φορά μαντρωμένα, γεμάτα τσουκνίδες και μυστήριο. Κάπου ψηλότερα σ ένα πλάτωμα που μας πηγαίναν να παίξουμε, θυμάμαι αμυδρά ένα πέτρινο μπέζ γλυπτό, σαν ζώο. Το καβαλάγαμε από πίσω, έχω ακόμα την αίσθηση της λείας επιφάνειας. Τα κάθετα στη Νάξου πεζοδρόμια, λόγω κατηφόρας είχαν σκαλιά, μεγάλη δυσκολία για τα αυτοσχέδια πατίνια με ρουλεμάν. Στην προέκταση της Νάξου ένας δρόμος με ελάχιστα σπίτια, στις παρυφές του ψηλώματος απ όπου αγναντεύαμε το βραδάκι την πόλη με τα λιγοστά της φώτα να απλώνεται μπροστά μας. Κορίτσια πάντα χεροπιασμένα βολτάραν στο σούρουπο γελώντας, ή τραγουδούσαν τις κουβέντες των παιχνιδιών που μοιάζαν με ξόρκια και μαγικές παραγγελίες μέσα στην απόλυτη ησυχία που βασίλευε. Δεν περνάς κυρά Μαρία δεν περνάς περνάς. Από άνοιξη ως φθινόπωρο δυνατές μυρωδιές λουλουδιών από αυλές και γλάστρες, απ τις γαζίες των δρόμων, -1-

τα γιασεμιά στις μάντρες, τα χαμομήλια στις αλάνες. Η Αθήνα μια ήσυχη μικρή ευλογημένη γωνιά της γης. Στην Αγίας Ζώνης ήταν το Άσυλο. Τρελλοί κυκλοφορούσαν στον κήπο μέσα απ τα κάγκελα, οι περισσότεροι κουρεμένοι γουλί, με πυτζάμες, άλλοι ανάπηροι σε καρότσια. Μ έπιανε δέος να τους χαζεύω σαν περνούσα αλλά συνάμα ατέλειωτη περιέργεια και ενδιαφέρον για τα αλλόκοτα αυτά ανθρωποειδή με τις παράξενες κινήσεις, τις παγωμένες γκριμάτσες, τις παραμορφώσεις. Πιό πέρα ήταν μια μεγάλη πηγή με κρήνη και δέντρα, αργότερα πλαταιούλα με καφενείο, σήμερα εξαφανισμένα όλα. Παρακάτω η Φωκίωνος Νέγρη, στα δυό μεγάλα αυλάκια τρέχαν απ τις δυό μεριές άφθονα νερά χειμώνα καλοκαίρι -κι αυτά τα εξαφανίσανε κάτω απ την άσφαλτο. Οι πασίγνωστες Πάπιες είχαν το κοτέτσι τους μέσα στη μεγάλη γούρνα. Το μέρος παληότερα λεγόταν Μεγάλη Βρύση και τα νερά που τώρα έχουν καταπλακωθεί υπογείως, κατέβαιναν ποταμός στην Πατησίων. Η πλατεία Κυψέλης πιο πάνω ήταν ένας όμορφος δημόσιος κήπος με μεγάλες πικροδάφνες, λουλούδια και παιδιά. Μια θολή ανάμνηση από μια κοριτσίστικη ξανθή μορφή. Την ξανάνιωσα μερικές φορές την ίδια έκσταση, ευχαριστώ. Το σπίτι όπως τα περισσότερα τότε, ήταν δίπατο με δυό ανεξάρτητες κατοικίες και εξώπορτες. Εμείς ανεβαίναμε στον πρώτο όροφο με μια ξύλινη εσωτερική σκάλα που από κάτω της ήταν αποθηκούλα με πόρτα. Εκεί μέσα είχαμε το κάρβουνο για τη σόμπα -κώκ το λέγανε. Το ανέβαζε ο πατέρας μου πάνω χρησιμοποιώντας τον μεταλλικό στενό μυτερό κουβά. Στο ισόγειο διαμέρισμα έμενε μια άλλη οικογένεια. Εκείνος ήτανε αξιωματικός του ναυτικού, είχανε πάντα ένα ναύτη ορντινάντσα για όλες τις δουλειές στην υπηρεσία της κυρίας και της υπηρέτριας. Θυμάμαι μισόλογα και ακατανόητα σχόλια, η φαντασία πίσω απ τον θανατηφόρο καθωσπρεπισμό οργίαζε. Οι πίσω σκάλες υπηρεσίας που ανέβαιναν στριφογυριστά στην ταράτσα και το πλυσταριό της, γειτόνευαν με κείνες των άλλων -2-

σπιτιών ολόγυρα στους ακάλυπτους. Είχαν μια δικιά τους ζωή, όλη μυστήριο και ένταση, το βασίλειο των δουλικών. Κλάματα, χαχανητά, καυγάδες, ατέλειωτα μουρμουρητά που κοβόντανε για λίγο απ την κατσάδα κάποιας κυρίας που ψαχνε τη δούλα της. Στρατιώτες και ξάδερφοι πηγαιοέρχονταν σαν φαντάσματα σαν σκοτείνιαζε ή κουτρουβαλούσαν στα στενά σκαλιά. Αυτή η κρυφή ζωή φάνταζε τόδο πιο ενδιαφέρουσα και γοητευτική απ τη δική μας. Όλοι οι μικροαστοί και άνω είχαν τότε υπηρέτριες, δεν κόστιζε και πολλά. Χιλιάδες κοπέλες, από κορίτσια δεκάχρονα μέχρι γυναίκες ώριμες, αποδιωγμένες απ την ανέχεια της επαρχίας στέλνονταν απ τις φαμίλιες τους στα σπίτια της Αθήνας. Να βοηθήσουν αυτούς που μέναν πίσω, να μαζέψουν και κάποιο κομπόδεμα για να παντρευτούν. Κομπόδεμα που λιγουρεύονταν και συχνά ξεκοκκάλιζαν οι ξάδερφοι - αρραβωνιαστικοί. Πολλές φορές, ο κανόνας για τις πολύ νέες, δεν παίρναν τους μιστούς στο χέρι, τους φύλαγαν τα αφεντικά για ασφάλεια, να τους δώσουν στους γονείς ή να τους στείλουν στο χωριό. Πολλές γεράσανε μέσα στα σπίτια, ξέρω κάποιες που δεν πιάσανε ποτέ φράγκο στο χέρι, δεν ξέραν τι να τα κάνουν, συνηθισμένες στην ζωή του οικότροφου δουλικού, μια έξοδο την Κυριακή τ απόγεμα για βόλτα ή να δουν καμιά συχωριανή ή ανεψιά για τα νέα του μυθικού χωριού. Κάποιες τύχανε σε σκληρές και ζηλόφθονες αφεντικίνες, σε σαδίστριες και σ αδίστακτους κυρίους. Για τη μικρή Σπυριδούλα, που την περάσανε τ αφεντικά της με το σίδερο του σιδερώματος, έρριξε τότε κροκοδείλια δάκρυα όλη η Ελλάδα. Κακομεταχείριση, στέρηση και που να παραπονεθούν; Τις βγάζανε ξετσίπωτες, ψεύτρες κι αγνώμονες. Εμείς στην αρχή είχαμε γρηές, την κυρά Ζωή, την κυρά Μαρίκα, κατόπιν πήραμε και μια μικρή 10-11 χρονώ δοκιμαστικά. Ήταν μικροσκοπική αλλά σχηματισμένη, εγώ 7-8 χρονών. Είχε μακρυά μαλλιά και μια μυρουδιά που με μαγνήτιζε. Ξεσκόνιζε την τραπεζαρία, όρθια μπρος στο μπουφέ, σηκωνότανε στις μύτες για να φτάσει. Παίζοντας κάτω απ το τραπέζι, σύρθηκα κοντά στα -3-

πόδια της, σήκωσα τα χέρια στα μπούτια μέσα απ τη φουστίτσα. Δεν τραβήχτηκε, συνέχισα. Κατέβασα λίγο την κυλότα και πέρασα το χέρι ψάχνοντας πιό μέσα. Δεν κουνήθηκε, περνούσε σε ραλαντί το ξεσκονόπανο πάνω στο μάρμαρο του μπουφέ κι εγώ ψαχούλευα, με ανεξήγητο χτυποκάρδι. Πήγαινα και στο καμαράκι της να ξανακάνουμε αυτή τη δουλειά. Χάϊδευα τις τριχούλες που μόλις φύτρωναν, εκείνη πάντα πρόθυμη, με ένα χαμόγελο αινιγματικό, παιδικό και γυναικείο μαζί όπως κατάλαβα αργότερα. Το λέγαμε «πάμε να παίξουμε» και γινόταν μόνο σαν ήμασταν μόνοι. «Λευκόν αφήκα μένος ξανθής επιψαύων τριχός», λέει ο Αρχίλοχος. Μας τσάκωσε η μάνα μου γυρνώντας απ τα ψώνια, σε κάποιο remake της σκηνής του ξεσκονίσματος. Της έδωσε χαστούκια και ξυλιές. Τη διώξανε για μεγάλη μου λύπη, έχασα τη μυρουδιά της. Μ άρεσε να χαζεύω με τις ώρες απ το παράθυρο και το μπαλκόνι. Οι διαβάτες λιγοστοί, κάθε τι που θα έσπαγε την ησυχία του δρόμου ήταν αξιομνημόνευτο. Να κυττάζω τα πρόσωπα, τα σώματα, την κίνηση των ανθρώπων παρέμεινε πάντα ένα απ τα βίτσια μου. Παρατηρούσα επίσης με μεγάλο ενδιαφέρον τις σκιές, το φως απ τις κλειστές γρίλιες, απαλές ραβδώσεις που μετατοπίζονταν πάνω στο ταβάνι και στους τοίχους του δωματίου. Η σκιά απ το καλώδιο του γυμνού γλόμπου γύριζε σιγά με το πέρασμα της ώρας, πού μεσημεριανός ύπνος, το θέαμα ήταν πιο ενδιαφέρον. Παντού έβρισκα θέαμα. Κι όταν έκλαιγα, έκλεινα λίγο τα μάτια, τα δάκρυα κάνανε πρίσματα και το φως διαχεόταν σε θαυμαστές χρυσές αχτίδες, φωτοβολίδες, ακτινωτούς ήλιους, αντανακλάσεις με το παίξιμο και το σφίξιμο των βλεφάρων κατά βούλησιν. Παρέτεινα και χρησιμοποιούσα το κλάμα για να χαρώ το εκστατικό αυτό σινεμά. Δεν μ άφηναν να παίζω στους δρόμους, ζήλευα τα παιδιά που αλήτευαν. Φτιάχναν οχήματα και πατίνια με ρουλεμάν και τσούλαγαν φουλαριστοί με εκκωφαντικό θόρυβο στα ραβδωτά πλακάκια των πεζοδρομίων στον κατήφορο. Είχαν ανοίξει -4-

κεφάλια. Προ ετών ο φίλος ζωγράφος Νίκος Στεφάνου είχε φτιάξει κάποια υπέροχα τέτοια πατίνια, τα ήξερε τέλεια. Το σούρουπο περνούσε ο γιάαααα-ουρ-τάαααααας. Γύρναγε τη γειτονιά με τα πόδια κρατώντας απ το χερούλι του ένα κασελάκι με γιαούρτια, μια ξύλινη βαλίτζα με ραφάκια που το πορτάκι της άνοιγε στο πλάϊ. Τις έχω όλες τις φωνές των πραγματευτάδων: Μαχαίαιαιαιαια-ρια-ακονίιιιιιζω, ο παπλώωωωω-ματααααάς, ο πάααααα-λια-τζήηηηηης. Ο γαλατάς άφηνε αθόρυβος κάθε βράδυ στην πόρτα των πελατών το μπουκάλι με το φρέσκο γάλα κι έπαιρνε το αδειανό της προηγούμενης μέρας που χαν αφήσει οι νοικοκυρές πλυμένο στο σκαλί. Οι ψαρομανάβηδες είχαν άλλο χάζι. Πάντα ξυπόλυτοι με ανασηκωμένα τα μπατζάκια, συχνά με νησιώτικο ζουνάρι στη μέση, οι περισσότεροι ήσαν οι ίδιοι ψαράδες. Διαλαλούσαν το βρεμένο εμπόρευμα απλωμένο μέσα στο φαρδύ πανέρι ρηχό σαν δίσκο, που κουβαλούσαν πάνω στο κεφάλι στηριγμένο σ ένα υφασμάτινο στεφάνι. Το κρατούσαν με το με το να χέρι, στο άλλο ένας σιδερένιος κουβάς με νερό για να ραντίζουν τα ψάρια, στον ώμο κρεμασμένη η παλάντζα. «Αχταπόδια, αχ τα πόδια, αστακοί, άστα κεί» φώναζε στο ανέκδοτο ο ψαρομανάβης λιγουρευόμενος την κοπελιά στο μπαλκόνι. Ο ακονιστής φορούσε τον τροχό περασμένο στον ώμο όπως κι ο παπλωματάς το δοξάρι για το ξαίσιμο του μπαμπακιού. Τον παίρναμε καμιά φορά στο σπίτι, ξεκοίλιαζε τα στρώματα στην ταράτσα, έξαινε το μπαμπάκι βουνό ολόκληρο, τα ξαναγέμιζε και τα ραβε. Τι ευχαρίστηση ο ύπνος μετά, στα μαλακά στρώματα που μύριζαν ήλιο! Πρωί και απόγευμα περνάγανε οι μανάβηδες. Οι μικροί, με λίγη πραμάτεια περπατούσαν δίπλα στο φορτωμένο γάϊδαρο, οι μεγαλύτεροι με κάρο πού σερνε άλογο ή γάϊδαρος. Πεπόνια τότε υπήρχαν μόνο τα αργίτικα, αυτά σαν μπάλα του μπειζμπόλ. Τις Απόκρηες όλη την ημέρα γυρνάγανε οι φουστανελάδες με το κλαρίνο, καβάλα στο ψεύτικο άλογο που κρεμόταν απ τη μέση τους και τα ψεύτικα ποδάρια με τα τσαρούχια να κουνιώνται -5-

άτσαλα στα πλευρά. Το γαϊτανάκι πάλι ήτανε κάτι εντελώς μαγικό. Ένας κρατούσε τον στύλο στο κέντρο, οι άλλοι χορεύανε γύρω γύρω κρατημένοι απ τις χρωματιστές κορδέλες. Νταούλια, κλαρίνα κι ότι άλλο όργανο τους βρισκόταν συνόδευαν τις κομπανίες. Ντυμένοι συνήθως γυναικεία, με τουαλέτες, διαφανή πέπλα, φερετζέδες και σουτιέν. Αλλόκοτες αντρικές μούρες φτιασιδωμένες με κοκκινάδια, πούδρες και κραγιόν, βαμμένα μάτια με φούμο, θηλυκά κουνήματα και κραξίματα. Γύφτοι και άλλοι λούμπεν, πούστηδες και καλλιτέχνες γενικώς. Πανζουρλισμός. Ρίχναμε τα λεφτά απ τα μπαλκόνια, σε λίγο τραβούσαν στο δρόμο πιο κάτω και ξανάρχιζε ο σαματάς ώσπου χανόνταν στο βάθος κι ο δρόμος γύριζε στην άκρα ησυχία του. Την ησυχία της πόλης έσκιζε ο ήχος του τραίνου απ το σταθμό Λαρίσης, πολύ μακρυά. Με μάγευε, ανέβαινα τ απομεσήμερα και τα δειλινά στην ταράτσα για να τον ακούσω, τραίνο δεν είχα δεί ακόμα, μόνο ίσως σε παιχνίδια. Αφουγκραζόμουν ή φανταζόμουν; το βαθύ τσούφ τσούφ. Το μακρόσυρτο πάντως σφύριγμα το πιανα καθαρά. Πίσω τους πέρα στην δύση διέκρινα τα δυτικά βουνά της Αττικής, μενεξελιά, χρυσαφιά και κόκκινα. Μ έπιανε μια γλυκειά μελαγχολία που φανταζόμουν τα τραίνα να φεύγουν, για πού; - δεν ήξερα άλλο πού ή αλλού, -τα βαγόνια τελίτσες στη σειρά με λίγο καπνό στη ράχη όπως στις ζωγραφιές, οι ατμομηχανές να καπνίζουν τον ουρανό με το μακρύ τους σύννεφο, υπογραφή που μενε στον ορίζοντα για ώρα ενώ το τραίνο δεν ήταν πια εκεί, για σκέψου. Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Ευρώπη, λέξεις μυθικές ενός κόσμου θολού και ακαθόριστου σαν τα σύννεφα του δειλινού στη χειμωνιάτικη ταράτσα. Α ναι τα σύννεφα, δεν έπαψα ποτέ να αφήνομαι στις μορφές και στις φαντασιώσεις που δημιουργούν ακατάπαυστα, το πιό σίγουρο σινεμά μου. Όχι μόνο δικό μου εννοείται, πόσα και πόσα δεν βλέπαν οι παληοί άνθρωποι κι οι αρχαίοι στον ουρανό. Οι χρυσαφιά θάλασσα από ταράτσες απλωνόταν στον ορίζοντα, άλλες παστρικές κι άλλες έρημες όπου ποτέ δεν ανέβαινε κανείς, -6-

άλλες όλο μυστήριο με παράξενα σιδερικά κι άλλα πεταμένα πράγματα. Αυτές με εντυπωσίαζαν όπως κι οι ακάλυπτοι χώροι ανάμεσα στα σπίτια, οι στριφογυριστές σιδερένιες σκάλες υπηρεσίας από ψηλά. Κύτταζα εκστατικός το μεγάλο βάθος,, τα πράματα που πέφταν και μέναν εκεί χωρίς επιστροφή, το σάλιο μου να χάνεται μέσα στο χάος τους. Ανέβαινα σχεδόν κρυφά στην ταράτσα, δεν με πολυαφήναν εκτός στις μπουγάδες γιατί τότε οι γυναίκες ήσαν πολύ απασχολημένες στο πλυσταριό. Ήταν δύσκολη δουλειά, κρατούσε δυό μέρες. Πασκίζανε η μάνα μου, η υπηρέτρια και νομίζω και μια πρόσθετη πλύστρα μέσα στα σαπουνόπερα, να καίνε με ξύλα το καζάνι για ζεστό νερό, να μαζεύουνε στάχτη καθαρή για το πλύσιμο των ρούχων, αλυσίβα, την χρησιμοποιούσαν και στα μελομακάρουνα. Το λουλάκι έδινε κι έπαιρνε, τόσο υπέροχο δυνατό χρώμα. Σαν πολεμική επιχείρηση ήταν η μπουγάδα, κινητοποιούσε όλη την οικιακή ενέργεια, τα υπόλοιπα ατονούσαν. Σχεδόν απέναντι απ το σπίτι ήταν ένα οικοτροφείο της Βασιλικής Πρόνοιας. Έβλεπα απ τα παράθυρα τα κορίτσια καθισμένα σε πάγκους να μαθαίνουν ραπτική, κέντημα ή άλλες χειροτεχνίες. Στο διάλειμμα βούϊζε ο δρόμος απ τις φωνές τους, πεταγόμουνα στο παράθυρο να τις χαζέψω. Άλλοτε βγαίνανε όλες μαζί, για την εκκλησία, καθαρές, χτενισμένες επιμελώς με μαύρες ποδιές και λευκούς γιακάδες, σαν παρέλαση. Είχε πολλή πέραση τότε η ραπτική, δεν υπήρχαν έτοιμα, γυναίκες και παιδιά ραβόντουσαν στο σπίτι. Η μοδίστρα της μάνας μου λεγόταν Λουκία, καμάρωνε για τον αδερφό της το Γιώργο Φούντα τον ηθοποιό. Στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση με τα κουρέλια, τις κλωστές, τα πατρόν που αντιγράφανε απ τα περιοδικά σκορπισμένα ολόγυρα, η δουλειά κρατούσε μέρες, τη μανιβέλα της ραπτομηχανής όμως τη γύρναγα κρυφά. Ήταν βέβαια το αναγνωρισμένο θαύμα της τεχνολογίας. Στη γωνιά της Νάξου ήταν ο φούρνος που πηγαίναμε τις Κυριακές το κρέας για ψήσιμο, πατάτες ή μανέστρα. Στη από κάτω γωνία το ξυλάδικο. -7-

Πουλούσε κάρβουνο και κρασί. Θυμάμαι τον θηριώδη καρβουνιάρη, κατάμαυρο απ την καρβουνόσκονη, μόνο το ασπράδι του ματιού έφεγγε, κουβαλώντας στη ράχη τα τσουβάλια με το κώκ που άδειαζε στην αποθηκούλα κάτω απ τη σκάλα μας, σηκωνότανε μπουχός μαύρο σύννεφο που σου πιανε την αναπνοή, δεν ξεχνιέται η μυρουδιά του. Φορούσε στο κεφάλι και στην πλάτη μια λινάτσα σαν κουκούλα, μαύρη κι αυτή, φάνταζε σα δράκος των παραμυθιών. Την Κυριακή με στέλναν μ ένα μπουκάλι να πάρω κρασί. Μ έπιανε λαχτάρα για να πάω και πλησιάζοντας μέγα δέος. Σταματούσα τρακαρισμένος πριν χτυπήσω με την παλάμη την ξύλινη πόρτα της μάντρας. Έμπαινα σ ένα μεγάλο χώρο εντελώς σκοτεινό, έντονα ποτισμένο στη μυρουδιά του κρασιού και του ξύλου, το έδαφος από πατημένο καρβουνόχωμα, ολόγυρα σακιά και βαρέλια. Στην άκρη ένα σιδερένιο τρίποδο στρογγυλό τραπεζάκι μ ένα κερί, γύρω του καθισμένοι οι δυό τρείς μπεκρήδες της γειτονιάς με μάτια που γυαλίζαν. Τα πίνανε παρέα με τον ξυλά. Στο τραπέζι κάποιος σκούρος μεζές σε λαδόχαρτο που φερναν μαζί τους, σαρδέλα, κρεατάκι, ή εληά. Μέσα στην κρασοξυνίλα και τη μαυρίλα, την ησυχία τάφου που βασίλευε, δε σήκωναν τις κουβέντες, μοιάζανε φαντάσματα του κάτω κόσμου όπως τον περιγράφουν οι αρχαίοι. Ανατρίχιαζα περιμένοντας να απογεμώσει ρετσίνα το μπουκάλι, όπως στη μετάληψη κάθε Χριστούγεννα ή Πάσχα. Κάπου στην Πατησίων υπήρχε μια μπυραρία. Πίνανε μπύρα χύμα στα όρθια μπρος σ ένα μαρμάρινο άσπρο πάγκο. Πηγαίναμε καμιά φορά με τον πατέρα μου, μας γεμίζανε ένα μπουκάλι με πορσελάνινο πώμα και ροδέλα από καουτσούκ που ασφάλιζε ένα σύρμα πάνω στο στόμιο. Δεν θυμάμαι τότε ακόμα μπύρες συσκευασμένες σε μπουκάλια. Είχα μάθει να λέω σαν με ρωτάγανε πως ήμουνα Παναθηναϊκός. Τα πράγματα ήσαν απλά: οι αθηναίοι Παναθηναϊκοί, οι πειραιώτες Ολυμπιακοί και οι μικρασιάτες της Νέας Φιλαδέλφειας ΑΕΚ. Ο θειός μου ο Άλκης ήταν σπουδαίος -8-

ποδοσφαιριστής δε θυμάμαι ποιάς ομάδας. Του κάνανε καντάδα κάτω απ το σπίτι του στη Σόλωνος. Κάποτε χτύπησε το πόδι του και σταμάτησε τη μπάλα. Μια συννεφιασμένη μέρα μια φήμη έτρεξε από στόμα με στόμα στη γειτονιά «Πέθανε ο βασιληάς Γεώργιος». Πέθανε, δηλαδή; Μια σκοτούρα στο ύφος των ανθρώπων εκ των υστέρων λέω φόβος της αναμπουμπούλας, είχαν περάσει πολλές ανωμαλίες και κράτησαν ακόμη χρόνια, βαρειά μουσική στο ραδιόφωνο. Τον πατέρα μου δεν τον είδα στεναχωρεμένο, κεντροαριστερός γάρ, είχε συνεργαστεί και στο ΕΑΜ. Δεν μιλούσε τότε καθόλου για πολιτικά, επικίνδυνοι καιροί, μόνο κανένα ειρωνικό σχόλιο. Θυμάμαι μετά από λίγα χρόνια την ευθυμία του σαν πέθανε ο Παπάγος. Είχαμε στη Νέα Κηφισιά όπου παραθερίζαμε ένα μαύρο γατί, το βάφτισε Παπάγο λόγω χρώματος. Μεγάλωνα χωρίς εμπειρίες από το δράμα που παιζόταν, φασαρίες και μπαμ μπουμ δεν είχα δεί, ώσπου ανακάλυψα τον ανταρτοπόλεμο. Δηλαδή να φτιάχνουν δέματα στο σπίτι της γιαγιάς μου γεμάτα ξερά σύκα και σταφίδες, μάλλινες κάλτσες, σώβρακα και φανέλλες, γάντια, σκούφους, χακί πουλόβερ που γιαγιά και θεία έπλεκαν νυχθημερόν ξηλώνοντας το μάλλινο νήμα από άλλα πλεχτά. Τα τυλίγαν με χαρτί, τα δέναν με χοντρό σπάγγο, γράφαν και τ όνομα. Τους δυό θειούς μου τους είχαν επιστρατεύσει και πολεμούσαν στα βουνά τους αντάρτες. Ειρωνία για τον Άλκη τον ποδοσφαιριστή, που είχε φυλακιστεί απ τους Γερμανούς στα μπουντρούμια της Κοραή, Τάρταρα κανονικά, βαθειά μέσα στη γη χωρίς καθόλου φως. Όταν τον άφησαν δεν έβλεπαν τα μάτια του. Είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή κι είχε υποφέρει και κεί. Τον κάλεσε ο «Εθνικός» Στρατός να πολεμήσει τους κουμμουνιστές! Ήταν πλακατζής άνθρωπος, χαμηλών τόνων αλλά το λεγε η καρδούλα του, τον θυμάμαι αργότερα με τις διαδηλώσεις του Κυπριακού, πρώτος πρώτος. Έπαιζε ακορντεόν, δούλευε στο Ελληνικό Ωδείο της Κοτσιρίδου μέχρι που με τα χρόνια έγινε ιδιοκτήτης του. Ο άλλος θείος, ο Κωστάκης ήταν δεξιός, έφεδρος ανθυπολοχαγός -9-

στον εμφύλιο, σε λίγα χρόνια μας άνοιξε τα μάτια με τα πάρτυ, τους δίσκους, το σινεμά, την Πάρο. Η θειά μου διάβαζε τα γράμματα απ το μέτωπο στη γιαγιά, ξανά και ξανά, και κλαίγανε από ανησυχία. Ο θείος μου ο Νίκος είχε πεθάνει πριν γεννηθώ, υπολοχαγός της Σχολής Ευελπίδων, από ένα σπυρί που έβγαλε στην κατοχή, δεν υπήρχαν φάρμακα και χάθηκε άδικα το παλληκάρι. Οι φωτογραφίες του κυριαρχούσαν στο σπίτι της γιαγιάς, έπαιζα με το ξίφος της ξιφομαχίας του της Σχολής που κρύβανε μες στη ντουλάπα, η γιαγιά δάκρυζε σαν το βλεπε, ο παππούς μου απ το μαράζι τον είχε σύντομα ακολουθήσει κι έτσι δεν τον γνώρισα. Στο σαλόνι του σπιτιού μας αναπαυόταν ένα γυαλιστερό μαύρο πιάνο με ουρά, της μάνας μου. Δεν τη θυμάμαι να παίζει αλλά μαγευόμουνα να το ανοίγω και να πασπατεύω τις χορδές. Δεν είχα ως φαίνεται μουσικό αυτί, είχα όμως μάτι και χέρι. Τα παιχνίδια ήσαν λιγοστά, μόνο πρωτοχρονιά και τέρμα, ούτε γενέθλια ούτε άλλες ευκαιρίες. Έφτιαχνα πάντα παιχνίδια με τα χέρια μου, μάσκες, όπλα. Οι ηρωϊκές φαντασιώσεις και περιπέτειές μου διαδραματίζονταν στην αρχαιότητα και κυρίως στον ιπποτικό μεσαίωνα. Σ αυτό επέδρασε ιδιαίτερα το σινεμά που άρχισα να βλέπω λίγο αργότερα. Στη γωνιά δέποζε το έπιπλο-μπάρ με τα ψηλά πόδια και τους μέσα καθρέφτες με γυάλινα ράφια και εταζέρες για τα ποτήρια. Όταν άνοιγες τη διπλή πόρτα του σ έπνιγε η ευωδιά των ποτών. Δεν υπήρχαν τότε παντού θερμοσίφωνες, ζεσταίναμε το χειμώνα νερό, το πηγαίναμε στη μπανιέρα, το ανακατεύαμε με κρύο και πλενόμαστε με το κατσαρολάκι. Με κουβαλούσε η μάνα μου σκεπασμένο στην πετσέτα δίπλα στη σόμπα να με σκουπίσει και ν αποστεγνώσω γυμνός στα ζεστά. Στων δυό γιαγιάδων μου τα σπίτια υπήρχαν οι μεγάλοι θερμοσίφωνες γκαζιού με τις μπλέ φλόγες. Αμυδρά ως καθόλου θυμάμαι τη γέννηση του αδερφού μου το 48 και τη νηπιακή του ηλικία. Μια φευγαλέα εικόνα απ την κλινική -10-

που πήγαμε με τον πατέρα μου να δούμε τη μάνα και το μωρό, η κούνια του στο δωμάτιο των γονιών μου, μια γραμμή στην κοιλιά της μάνας μου. Αυτό που πάντως θυμάμαι από νωρίς είναι η έλλειψη μητρικής τρυφερότητας, του χαδιού και της αγκαλιάς, της καλής κουβέντας. Το μωρό συγκέντρωνε το ενδιαφέρον και τη φροντίδα, εγώ παρέμεινα για πάντα ο υπαίτιος για τις δυσκολίες ή την ανικανοποίησή της από τη ζωή της σαν μάνας, συζύγου και νοικοκυράς. Ήμουνα μια ζωή κατηγορούμενος κι έτρωγα τη μπόρα, ο μικρός ήταν ο ευνοούμενός της, έπαιρνε πάντα το μέρος του. Η κόντρα εναντίον μου έγινε καθεστώς μέσα στο σπίτι κι έτσι, ουδέν κακόν αμιγές καλού (;), είχα από νωρίς εμπειρία της αδικίας. Ίσως είναι αυτό που μ έκανε μέχρι σήμερα επαναστατημένο, να αγανακτώ και να θέλω να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Δημιουργήθηκε αντιζηλία με τον αδελφό μου με συνέπεια μεγαλώνοντας να πλακωνόμαστε. Εκείνος πατούσε άνετα στο καθαρισμένο από μένα έδαφος, στα κεκτημένα που με τόσο πόνο είχα πετύχει, έγινε το καλό παιδί του σπιτιού κι ακολούθησε το προδιαγεγραμμένο οικογενειακό σχέδιο απολαμβάνοντας όλα τα πρακτικά ωφελήματα. Ο πατέρας μου παρά τον αυταρχικό του χαρακτήρα ήταν κατά βάθος συναισθηματικός και τρυφερός. Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τις σχολικές και πανεπιστημιακές επιδόσεις μου, μέχρις ότου εγκατέλειψα το δρόμο που μου ετοίμαζε. Από τότε και μέχρι το τέλος του με αποδοκίμαζε. Ένα απομεσήμερο του 52 ο πατέρας μου γύρισε σπίτι με το πρώτο μας αυτοκίνητο. Το πρωτόδαμε από ψηλά, απ το παράθυρο, και μου φάνηκε τεράστιο. Ήταν το μικρότερο αυτοκίνητο του κόσμου, ένα φιατάκι πεντακοσαράκι με δυό πόρτες και λίγο χώρο πίσω απ τα μπροστινά καθίσματα όπου καθόμαστε ο αδερφός μου και γω πάνω σε μια ξύλινη ταβλίτσα. Είχε και μουσαμαδένιο άνοιγμα στον ουρανό. Κάναμε αμέσως την πρώτη μας αυτοκινητάδα γύρω γύρω στη γειτονιά. -11-

Ο πατέρας μου ήταν αυτοδημιούργητος. Ήρθε νεαρός στην Αθήνα από την Ηλεία για να σπουδάσει και σύντομα ακολούθησε όλη η πολυμελής οικογένεια. Ο παππούς κτηματίας, παραγωγός σταφίδας, ήταν ήδη κατεστραμμένος. Πουλήσανε ό,τι απέμενε απ την οικογενειακή περιουσία κι ήρθανε μετανάστες στην Αθήνα με σκοπό να μορφωθούν τα παιδιά ή να σταδιοδρομήσουν, ήταν η μόνη ελπίδα για να επιβιώσει η οικογένεια. Στριμωχτήκανε στην αρχή σε ένα υμιυπόγειο της οδού Κλάδου στην Πλάκα. Ο πατέρας μου ο πρωτότοκος πήρε όλο το βάρος της φαμίλιας επάνω του, μιας κι ο παππούς δεν ήταν σε θέση να τα βγάλει πέρα, δούλεψε σε διάφορες δουλειές μεταξύ των οποίων και για το θέατρο του Σπύρου Μελά, ήταν ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος κι έγινε καλός δικηγόρος. Είχε γραφείο στη οδό Σόλωνος απέναντι απ το χιλιοτρυπημένο από τις σφαίρες του Εμφυλίου Χημείο, και δίπλα ήταν το σπίτι που έμεναν. Απ τις διηγήσεις του της εκστρατείας στην Αλβανία, θυμάμαι το φευγιό προς την Ελλάδα χιλιάδων εξαθλιωμένων στρατιωτών μετά τη συντριβή του μετώπου, πώς κατεβήκανε πεινασμένοι και κουρελιασμένοι με τα πόδια μέχρι την Αθήνα. Όταν κατάφερε να εξασφαλίσει τ αδέρφια του, 38 χρονών πιά, παντρεύτηκε με συνοικέσιο την αθηναία μάνα μου, κόρη δικηγόρου. Ο αγώνας του για την προκοπή της πατρικής οικογένειας και της νέας της δικής του, η ευθύνη για όλους, τον κάνανε αυταρχικό, θεωρούσε αυτονόητο να αποφασίζει για όλους και για όλα. Κράτησε πάντα τις χαρές της παιδικής του ηλικίας: λατρεία για τα φυτά και τα φυτέματα, χόρτα, λουλούδια και καρπούς, για τις σωστές γεύσεις από καλά υλικά, αγόραζε πάντα χωριάτικες κότες ζωντανές για σφάξιμο, για τις εκδρομές, τα ταξείδια, τις πεζοπορίες. Θυμάμαι που αποκεφάλιζε τις κότες στη Νέα Κηφισιά κι εκείνε43ς γλυστρούσαν και πετούσαν ή πετάριζαν ακέφαλες για ώρα. Ήταν από παιδί κυνηγός αλλά με τα χρόνια η δολοφονική διάθεση αμβλύνθηκε, το κυνήγι έγινε δικαιολογία για εκδρομή, γυρνούσε με την τσάντα γεμάτη -12-

βρούβες, κατσαρά του βουνού και ανεμώνες. Και πάντα ασκούσε το άλλο κυνηγετικό υποκατάστατο, τη φωτογραφία, άφησε δεκάδες φωτογραφικά άλμπουμ, από κάθε χρονιά της ζωής του. Η μάνα μου αντίθετα ήταν ετερόφωτη, είχε όλα τα σύνδρομα του καθωσπρεπισμού του περίγυρού της: τι και πως κάνουν οι άλλοι, «Όλοι έτσι κάνουν» συχνή της ατάκα, εννοώντας πάντα τον κύκλο της, αντιγράφοντας φανατικά μια ζωή τη μόδα των περιοδικών, σπίτια άλλων, διακοσμήσεις και συνταγές, συνήθειες, τρόπους. Η οικογένεια του μητρικού μου παππού ήταν άνθρωποι δυνατοί και προκομμένοι, αυτοδημιούργητοι, καταγόμενοι από βουνίσιο χωριό, που έφτασαν στην κορυφή. Η μάνα μου τους είχε σαν μοντέλο απόλυτο, ο πατέρας μου αδιαφορούσε κι είχε τα δικά του χούγια. Συνεχής καυγάς στο σπίτι, στο τέλος κερδίζουν πάντα οι γυναίκες και γίνεται το δικό τους, τον τραβολογούσε λοιπόν από δώ κι από κεί, σε δεξιώσεις και κέντρα. Μέχρι και δάσκαλο χορού προσέλαβαν στο σπίτι στα 1960 για να μάθουν τσα τσα και μάμπο, μεγάλη πλάκα. Αγοράσαμε επ ευκαιρία ένα έπιπλο πικάπ, μάρκας Μαρκόνι απ του Λαμπρόπουλου στο Σύνταγμα, που κράτησε δεκαετίες. Ο πατέρας μου ήταν εντελώς ανεπίδεκτος, χόρευε σαν ευπειθής φαντάρος στα παραγγέλματα του λοχία. Και τι λοχία, μια πολυσιτεμένη κουνάμενη αδερφή. Κάθε Κυριακή αλλά και μεσοβδόμαδα τ απόγευμα, πηγαίναμε τη βόλτα μας με το αυτοκινητάκι. Γαλάτσι, Σκαραμαγκά κι Ελευσίνα, Μεσόγεια, Ραφήνα και Νέα Μάκρη, Σχοινιά. Στη Νέα Κηφισιά είχαμε σπίτι κι ήμασταν πολύ συχνά, παραθερίζαμε και το καλοκαίρι. Το Γαλάτσι ήταν βουνό χέρσο, με στάνες και μαντριά. Μόνο χαμηλά κοντά στην Πατησίων και την Αγίας Λαύρας είχε σπίτια. Το φιατάκι μας ανέβαζε ξεφυσώντας στον άθλιο χωματόδρομο για να κόψουμε αγριολούλουδα, ν αγοράσουμε γιαούρτι ή τυρί απ τους τσοπαναραίους, ν αμολήσουμε αητό. Έξω απ την Αθήνα ήταν μια ξένη χώρα: Μεσόγεια, Κηφισιά και πέρα, Μενίδι, Ελευσίνα, αρβανιτιά. Καθόμασταν στο καφενείο μετά το κυνήγι, όλοι γύρω μιλούσαν -13-

ξένη γλώσσα. Συχνή απογευματινή μας βόλτα ήταν προς Σκαραμαγκά κι Ελευσίνα. Ανεβαίναμε στους λόφους, αριστερά πριν το Σκαραμαγκά, να κόψουμε κυκλάμινα το φθινόπωρο και ανεμώνες την άνοιξη. Μετά κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα και τη λίμνη Κουμουνδούρου αντικρύζαμε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Το κλίμα πάντα γλυκό, σπάνια είχε φουρτούνα, η ρηχή θάλασσα ακίνητη, άντρες με σηκωμένα τα παντελόνια μες στα νερά σε κοντρ ζουρ στον ορίζοντα, να μαζεύουν με απόχες κυδώνια της θάλασσας και σκουλήκια για δόλωμα. Τα κυδώνια ήσαν άφθονα και καθαρά, ντόπιες γυναίκες και παιδιά τα πουλούσαν σ όλη τη διαδρομή προς την Ελευσίνα. Η λίμνη γεμάτη καλαμιές και αγριόπαπιες, συγκοινωνούσε με τη θάλασσα από ένα στενό πέρασμα στην άκρη της. Εκεί ήταν ένα ύποπτο ξενοδοχειάκι, για κυνηγούς και παράνομα ζευγάρια όπως κατάλαβα απ τα μισόλογα. Στο βουνό πίσω απ τη λίμνη είχε τρυγόνια και λαγούς. Κοιμήσου Περσεφόνη.. Καταλήγαμε στην Ελευσίνα, ο πατέρας μου λάτρης του φρέσκου ψαριού, τον ξέρανε για τακτικό πελάτη οι ψαρομανάβηδες πάσης Ελευσίνας και Ραφήνας. Το ψηλό φουγάρο των τσιμέντων άφηνε το μακρόσυρτο καπνό του στον ουρανό. Φάνταζε τότε τόσο όμορφος και φιλικός, μια πινελιά μέσα στην ησυχία της γης και των κηπευτικών. Η Ραφήνα πάλι, συχνά φουρτουνιασμένη με τις δεμένες βάρκες ν αρμενίζουν πέρα δώθε, είχε κάτι άλλο μαγικό: την πλώρη απ το σιδερένιο καράβι που χαν χτίσει στην άκρη του μώλου. Ανεβαίναμε να νοιώσουμε τη συγκίνηση ενός περιπετειώδους ταξειδιού. Το νηπιαγωγείο μου στην Κολιάτσου ήταν διθέσιο, μαζί με την πρώτη δημοτικού. Όσο η δασκάλα ασχολιόταν με τα πρωτάκια, εμείς οι μικροί έπρεπε να μένουμε ακίνητοι με σταυρωμένα τα χέρια απάνω στο θρανίο χωρίς να βγάζουμε κίχ. Θυμάμαι ν αγγίζω με προσοχή τις μακρυές κοτσίδες με τους άσπρους φιόγκους στην πλάτη της συμμαθήτριάς μου απ το μπροστινό θρανίο πάνω σε φόντο μπλέ ποδιάς με τ άσπρο κολαριστό -14-

γιακαδάκι. Οι μπλέ ποδιές ήταν υποχρεωτικές για όλους στα δημόσια δημοτικά όπως και στα γυμνάσια θηλέων. Η εξωσχολική διασκέδαση συνοψιζόταν κυρίως στη ραδιοφωνική «Θεία Λένα για τα μικρά μικρά παιδιά» της Αντιγόνης Μεταξά. Δευτέρα και Τρίτη Δημοτικού στη Σχολή Γουναράκη. Πίσω προς τη Δροσοπούλου εμείς οι μικροί κι η αυλή. Φάτσα στην Πατησίων οι φοίνικες με το παληό κτίριο, εκεί όπου επέλασε ο Ιμπραήμ-Κακλαμάνης. Ποιός να προστατέψει τους Αθηναίους απ τους Δημάρχους τους; Βλέπε πλατεία Ομονοίας, πλατεία Κοτζιά, Υμηττό κλπ. Η Δροσοπούλου ήταν χωματόδρομος γεμάτος μουριές, κόβαμε φύλλα για τους μεταξοσκώληκες που ανατρέφαμε στην τάξη και στο σπίτι, βρωμάγανε. Είχα σουξέ λόγω της μεγάλης μου ικανότητας στο τρέξιμο, στο πήδημα, τα εφαλτήρια, τα παιχνίδια με τη μπάλα. Δεν μ έσωσε σαν με υποβιβάσανε για λίγες μέρες στην κατώτερη τάξη για τιμωρία λόγω αταξιών, κάτι που ένοιωσα σαν τον έσχατο εξευτελισμό. Που να ξερα κείνον που έμελλε να γνωρίσω στο άλλο Δημοτικό. Από την οδό Νάξου πολύ συχνά πηγαίναμε με τη μάνα μου ποδαρόδρομο στη Νιόβης, κάτω απ την Αχαρνών, στο σπίτι των γονιών της. Χωματόδρομος η Αχαρνών, ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν τότε και κάτι πράσινα στρογγυλά λεωφορεία που φτάνανε την πλατεία Λαυρίου. Όλη η περιοχή πάνω της, πλατεία Αγάμων, Αγίου Μελετίου, Φυλής ήταν γεμάτη μερακλίδικα διώροφα και βίλλες. Με καταπληκτική ταχύτητα και ανεμελιά τα ρίξανε αργότερα για πολυκατοικίες με αντιπαροχή. Είχαν κήπους και δέντρα, φοίνικες, πορτοκαλιές κι όλα τα λουλούδια, οι αυλές και τα αίθρια στρωμένες πλακάκια με σχέδια και χρώματα. Ο Τσαρούχης μου λεγε πως οι νεοέλληνες αστοί τα εξαφανίσανε γιατί μισούσαν τον εαυτό τους και το παρελθόν τους, θέλανε να γίνουν άλλοι. Γινήκανε τυφλοί νεωτεριστές και -15-

οπαδοί κάθε ευρωπαϊσμού τον οποίο φυσικά δεν εννούσαν. Είναι και που μέσα σε λίγο χρόνο μαζεύτηκαν στην Αθήνα μιλιούνια επαρχιώτες που τίποτα δεν τους συνέδεε με την πόλη, δεν την ξέραν και δεν την πονούσαν, δεν μεγάλωσαν σ αυτή. Για τα χωριά τους μόνο κρατούσαν κάποια τρυφερότητα, σαν πήγαιναν κορδωμένοι για λίγες μέρες ή για να ψηφίσουν. Το σπίτι του παππού στη Νιόβης 32: δίπατο και πολύ ψηλοτάβανο σαν πύργος, στην κορυφή ένα καμαράκι για την υπηρέτρια. Η Σταματίνα ήταν απ την Κουτσούφλιανη, κάπου κοντά στην Καλαμπάκα, μεγαλοκοπέλα με μεγάλη κοτσίδα, όταν την έλυνε της έπεφτε μέχρι τη μέση, αλλά είχε πρόβλημα και μαδούσε, της πέφταν τα μαλιά. Ίσως λόγω δεμένης κοτσίδας εγώ πάντως πίστευα πως έφταιγε τ όνομα του χωριού της. Όλο το σπίτι επικοινωνούσε εσωτερικά με μια σκάλα μ έντονη τη μυρουδιά του ξύλου και των συχνών κερωμάτων. Ήταν στρωμένη με διάδρομο-χαλί που συγκρατούσαν σε κάθε σκαλί μπρούτζινες βέργες. Οι εσωτερικές πόρτες ήσαν μέχρι τη μέση τζαμένιες με πολύχρωμα βιτρώ της εποχής του μεσοπολέμου, με νύμφες και δεσποινίδες, λουλούδια και κήπους, νερά και βουκολικά τοπία, παράξενα αφηρημένα μοτίβα αρ νουβώ. Χρωματιστά τζαμάκια υπήρχαν και σε εξωτερικά παράθυρα και φεγγίτες, σαν έπεφτε πλάγια πάνω τους το φως προβάλλανε στους απέναντι τοίχους έντονες κηλίδες, πορτοκαλί, μπλέ, κόκκινες, όπως στην εκκλησία. Οι τοίχοι των δωματίων ήσαν στρωμένοι με ταπετσαρίες λίγο ανάγλυφες με σχέδια ροζ, μπέζ, ή τυρκουάζ. Τις κύτταζα με τις ώρες ξαπλωμένος, ανακαλύπτοντας συνεχώς νέες φανταστικές μορφές, κρυμμένες σκηνές και γκριμάτσες που πάλι έχανα και τις ξανάβρισκα αλλοώτικες. Άλλο μεγάλο μου σινεμά. Το σπίτι είχε μεγάλο κήπο με λουλούδια και δέντρα, μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, συκιές, ένα τεράστιο γιασεμί που σου παιρνε τη μύτη, ένα πηγάδι με μαγγάνι και τρόμπα χειρός σκεπασμένο με ένα όμορφο κιόσκι με κεραμίδι. Στο βάθος του κήπου, τα πρώτα μου χρόνια θυμάμαι το κοτέτσι, -16-

τρώγαμε καθημερινά το πολύτιμο τότε φρέσκο αυγό, βραστό ή χτυπητό στην κούπα με ζάχαρη. Ήταν το προτελευταίο σπίτι στη Νιόβης, κάθετο δρομάκι μέχρι 200 μέτρα κάτω απ την Αχαρνών, απο κεί και πέρα απλώνονταν στο άπειρο αχανείς αλάνες όπου αμολάγαμε αητούς και χέρσες εκτάσεις που τις έκοβε η γραμμή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Κάθε απόγευμα περνούσε στο χωματόδρομο μπρος στο σπίτι το κοπάδι των προβάτων με το βοσκό, άρμεγε επί τόπου και μας άφηνε το γάλα. Βελάζανε τα ζώα, σηκώνανε σκόνη, καθαρίζανε το δρόμο από κάθε σκουπίδι, τρώγανε με μανία όλα τα πεταμένα χαρτιά, εφημερίδες κι αφήνανε τις μαύρες κουτσουλιές τους. Ανέβαιναν το δρόμο μας κάνοντας διανομή γάλατος και μετά έστριβαν αριστερά στην Αχαρνών. Η γιαγιά μου έλεγε πως παληότερα περνούσε απ τη γειτονιά ένας σιδεράς που έβγαζε τα χαλασμένα δόντια με τις τανάλιες του, εποχή προ των οδοντογιατρών. Απέναντι ήταν το κουκλίστικο σπίτι της κυρίας Εστερίτσας γεμάτο τριανταφυλλιές, έλαμπε από πάστρα. Εκείνη είχε κότσο πλεγμένο από μακρυά κοτσίδα, γυναίκα συνεσταλμένη και λιγομίλητη. Ο παππούς μου ήταν άνθρωπος συντηρητικός, το καλλίτερο δείγμα ελληνοχριστιανού. Λάτρης της αρχαιότητας, μέλος της Αρχαιολογικής εταιρείας, με πήγαινε στην Ακρόπολη και μου μίλαγε για τους αρχαίους, αλλά και πιστός την Κυριακή στην εκκλησία, του άρεσε ιδίως να ψέλνει τα τροπάρια, τα σιγομουρμούριζε και μόνος του, καθώς και τα δημοτικά, αυτά έβαζε στο ραδιόφωνο. Το αντίθετο απ τον πατέρα μου που δεν είχε καμιά σχέση με θρησκείες και παπαδαριά. Ο παππούς καταγότανε από να βουνίσιο χωριό της Γορτυνίας, το Βλαχόρραφτι, και έναν παπά πολεμιστή του 21, μπιστικό του Κολοκοτρώνη, που ειδικότητά του ήτανε να φιλιώνει τους οπλαρχηγούς όταν, συνεχώς δηλαδή, τσακωνόντανε, Πληρεξούσιο της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τον παππού τον στείλανε οι γονιοί του σχολειό μαζί με άλλα παιδάκια στη Δημητσάνα, το χωριό τους δεν είχε. Πιάσανε ένα δωμάτιο όλα -17-

μαζί και τους στέλνανε τρόφιμα κάθε βδομάδα ή 15 μέρες με το μουλάρι. Παίζανε μου λεγε κλεφτοπόλεμο με τα αυγά, παρά τη φτώχεια τα αυγά δεν θεωρούνταν τότε φαγώσιμο, μόνο στη ζαχαροπλαστική τα χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες. Πηγαινοέρχονταν στο χωριό τους με τα πόδια ξυπόλητα για να μη χαλάσουν τα παπούτσια διασχίζοντας τους χειμάρρους και τα κατσάβραχα. Ήξερε θαυμαστά ρητά και παροιμίες, ανέκδοτα του 21. Είχε κάνει χρόνια στον Βαλκανικό Πόλεμο έφεδρος υπολοχαγός, σ όλες τις μάχες και στο Μπιζάνι, μου διηγότανε πώς πήρανε τα Γιάννενα και αργότερα τη Θεσσαλονίκη. Είχε το ζωντανό πατριωτισμό ανθρώπου με συνείδηση πως κι απ τα χέρια του φτιάχτηκε η Ελλάδα. Παρέμεινε πάντα δεξιός λόγω Κωσταντίνου. Έχω τα πολεμικά του ημερολόγια, μια όμορφη φωτογραφική μηχανή με γυάλινες πλάκες, το τρίποδό της και φωτογραφίες που τραβούσε και τύπωνε ο ίδιος. Ο παππούς κατέβηκε με τ αδέλφια του στην Αθήνα κι έγινε δικηγόρος ενώ τα άλλα στράφηκαν στο εμπόριο. Παντρέψαν τις αδερφές τους με συγχωριανούς ξεριζωμένους κι αυτούς στην Αθήνα, τη μία με εκπαιδευτικό, την άλλη με έμπορο που τα παιδιά του γίνηκαν μεταπολεμικά απ τους μεγάλους βιομήχανους του τόπου κι ο ένας Ακαδημαϊκός και πολιτικός. Η δυναμική αυτή μητρική οικογένεια, της οποίας απόγονοι και σήμερα εξουσιάζουν, διατηρούσε ακόμα, όπως συνηθιζόταν τότε, στενές σχέσεις μεταξύ των μελών της. Βλεπόμασταν συχνά και ανταλλάσσαμε επισκέψεις σε όλες τις γιορτές. Θυμάμαι την καθιερωμένη γύρα που κάναμε με τον πατέρα μου Χριστούγεννα και Πάσχα απ τα σπίτια των συγγενών μας και απ τις δυό πλευρές, καταπίνοντας και εκτιμώντας τα διαφορετικής τέχνης μελομακάρουνα και λικέρ. Το ίδιο κάναν κι οι άλλοι αρσενικοί και συναντιόμασταν και δυό και τρεις φορες το ίδιο πρωϊνό σε διαφορετικά σπίτια. Με τα χρόνια εμείς τα ξαδέρφια χαθήκαμε, δεν έχουμε πιά συναναστροφή. Απ όλους με εντυπωσίαζε πάντα πιο πολύ ο δαιμόνιος θείος Δημήτρης. Όποτε περνούσε για τις δουλειές του -18-