ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΚΛΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΜΕΤΟΧΗ ακουμπάω ακούμπησα ακουμπισμένος αμφιβάλλω αμφέβαλα αναβάλλω ανέβαλα αναβλήθηκα αναγγέλλω ανάγγειλα / ανήγγειλα αναδεικνύω ανέδειξα / ανάδειξα αναγγέλθηκα αναδείχθ(χτ)ηκα αναγγελμένος αναθέτω ανέθεσα ανατέθηκα αναιρώ αναίρεσα αναιρέθηκα ανακτώ ανέκτησα ανακτήθηκα ανακτημένος αναλαμβάνω ανέλαβα αναλήφθηκα ανειλημμένος αναμειγνύω ανέμειξα αναμείχθηκα αναμεμειγμένος αναπαριστώ / αναπαριστάνω αναπαρέστησα αναπαρίσταμαι / αναπαριστάνομαι ανασκάπτω ανέσκαψα ανασκάφ(τ)ηκα ανασκαμμένος ανασταίνω ανάστησα αναστήθηκα αναστημένος αναστέλλω ανέστειλα γ προσ. ανεστάλη, ανεστάλησαν ανατέλλει ανέτειλε ανεβαίνω ανέβηκα ανεβασμένος ανέχομαι ανέχτηκα αντέχω αντιδρώ αντιλέγω άντεξα αντέδρασα αντείπα 1
απαλλάσσω απάλλαξα απαλλάχθ(τ)ηκα (να απαλλαγώ) απαλλαγμένος απέχω απείχα αποβάλλω απέβαλα αποβλήθηκα αποδεικνύω απέδειξα αποδείχθ(χτ)ηκα αποδεδειγμένος αποδίδω απέδωσα αποδόθηκα απολαμβάνω απόλαυσα απονέμω απένειμα απονεμήθηκα απονεμημένος αποπειρώμαι αποπειράθηκα αποσπώ (-άς) απέσπασα αποσπάστηκα αποσπασμένος αποτελώ αποτέλεσα αποτελέστηκα αποτυχαίνω / αποτυγχάνω απέτυχα αποτυχημένος αποφεύγω απέφυγα αποφεύχθηκα αρέσω άρεσα αρκώ άρκεσα αρκέστηκα αυξάνω αύξησα αυξήθηκα αυξημένος αφαιρώ αφαίρεσα αφαιρέθηκα αφήνω άφησα αφέθηκα αφημένος βάζω έβαλα βαλμένος βαράω βάρεσα βαριέμαι βαρέθηκα βαστάω βάσταξα / βάστηξα βαστάχτηκα / βαστήχτηκα βγάζω έβγαλα βγαλμένος βγαίνω βγήκα βγαλμένος 2
βλέπω είδα ειδώθηκα (να ιδωθώ) ιδωμένος βογκάω βόγκηξα βόσκω βόσκησα βοσκήθηκα βοσκημένος βουτάω βούτηξα βουτήχτηκα βουτηγμένος βρέχω έβρεξα βράχηκα βρε(γ)μένος βρίσκω βρήκα βρέθηκα βροντάω βρόντηξα / βρόντησα βυζαίνω βύζαξα βυζάχτηκα βυζαγμένος γδέρνω έγδαρα γδάρθηκα γδαρμένος γελάω γέλασα γελιέμαι γελάστηκα γελασμένος γερνάω γέρασα γερασμένος γέρνω έγειρα γερμένος γίνομαι έγινα δέομαι δεήθηκα δέρνω έδειρα δάρθηκα δαρμένος διαβαίνω διάβηκα διαβάλλω διέβαλα διαβλήθηκα διαδίδω διέδωσα διαδόθηκα διαδεδομένος διαθέτω διέθεσα διατέθηκα διατεθειμένος διαιρώ διαίρεσα διαιρέθηκα διαιρεμένος διακόπτω διέκοψα διακόπηκα διαμαρτύρομαι διαμαρτυρήθηκα διανέμω διένειμα διανεμήθηκα διανεμημένος 3
διασπώ (-άς) διέσπασα διασπάστηκα διασπασμένος διαχέομαι διαχύθηκα διαψεύδω διεύψευσα διαψεύστηκα διαψευσμένος δίνω έδωσα δόθηκα δοσμένος διψάω δίψασα διψασμένος δρω (-ας) έδρασα εγκαθιστώ εγκατέστησα εγκαταστάθηκα εγκατεστημένος εισάγω εισήγαγα εισάχθηκα εισήχθη, εισήχθησαν) εισηγμένος εισβάλλω εισέβαλα εκδίδω εξέδωσα εκδόθηκα εκθέτω εξέθεσα εκτέθηκα εκτεθειμένος εκλέγω εξέλεξα εκλέχτ(θ)ηκα εξελέγη, εξελέγησαν) να εκλεγώ εκπίπτει εξέπεσε εκπλήσσω εξέπληξα γ προσ. εξεπλάγη, εξεπλάγησαν εκρήγνυμαι εκτείνομαι γ προσ. εξερράγη, εξερράγησαν εκτάθηκα εξαγγέλλω εξήγγειλα εξαγγέλθηκα εξαγγελμένος εξάγω εξήγαγα εξάχθηκα εξήχθη, εξήχθησαν) εξαιρώ εξαίρεσα εξαιρέθηκα εξεγείρομαι εξεγέρθηκα εξεγερμένος 4
επαινώ επαίνεσα επαινέθηκα επεμβαίνω γ προσ. επενέβη, επενέβησαν επιβάλλω επέβαλα επιβλήθηκα επιβεβλημένος επιδεικνύω επέδειξα επιδείχθ(χτ)ηκα επιδρώ επέδρασα επιλέγω επέλεξα επιλέχτ(θ)ηκα επελέγη, επελέγησαν) να επιλεγώ επιτίθεμαι επιτέθηκα επιτυγχάνω πέτυχα επιτεύχθηκα επιτυχημένος έρχομαι ήρθα / ήλθα εύχομαι ευχήθηκα εφευρίσκω εφηύρα εφευρέθηκα ζουλάω ζούληξα ζουλήχτηκα ζουληγμένος ζω έζησα θάβω έθαψα θάφτηκα / τάφηκα θαμμένος θαρρώ θέλω θάρρεψα θέλησα θέτω έθεσα τέθηκα θίγω έθιξα θίχτηκα εθίγη, εθίγησαν) θρέφω έθρεψα θράφηκα (σπάν. θρέφτηκα) θρεμμένος καθιστώ (παθ. καθίσταμαι) κατέστησα γ προσ. κατέστη, κατέστησαν 5
κάθομαι κάθισα / καθισμένος έκατσα καίω έκαψα κάηκα καμένος καλώ κάλεσα κλήθηκα κάνω έκανα καμωμένος καταβάλλω κατέβαλα καταβλήθηκα καταγγέλλω κατάγγειλα / κατήγγειλα καταγγέλθηκα καταγγελμένος καταδίδω κατέδωσα καταδόθηκα καταθέτω κατέθεσα κατατέθηκα κατατεθειμένος καταλαμβάνω κατέλαβα καταλήφθηκα κατειλημμένος κατανέμω κατένειμα κατανεμήθηκα κατανεμημένος καταπίνω κατάπια καταριέμαι καταράστηκα καταραμένος καταφρονώ καταφρόνησα καταφρονήθηκα καταφρονημένος / καταφρονεμένος κατεβαίνω κατέβηκα κατεβασμένος κερδίζω κέρδισα κερδήθηκα κερδισμένος κερνάω κέρασα κεράστηκα κερασμένος κλαίγομαι κλαύτηκα κλαμένος κλαίω έκλαψα κλέβω έκλεψα κλάπηκα κλεμμένος κόβω έκοψα κόπηκα κομμένος κοιτάζω / κοιτάω κοίταξα κοιτάχτηκα κρίνω έκρινα κρίθηκα κριμένος κυλάω κύλησα κυλίστηκα κυλισμένος λαμβάνω έλαβα γ προσ. ελήφθη, ελήφθησαν 6
λέω είπα (λέγομαι) λέχθηκα / ειπώθηκα ειπωμένος μαθαίνω έμαθα μαθημένος μεθάω μέθυσα μεθυσμένος μένω έμεινα μεταβάλλω μετέβαλα μεταβλήθηκα μεταδίδω μετέδωσα μεταδόθηκα μεταθέτω μετέθεσα μετατέθηκα μεταλαμβάνω μετέχω μετέλαβα μετείχα μπαίνω μπήκα μπασμένος μπορώ μπόρεσα ντρέπομαι ντράπηκα παθαίνω έπαθα παίρνω πήρα πάρθηκα παρμένος παραγγέλλω / παραγγέλνω παράγγειλα / παρήγγειλα παραγγέλθηκα παραγγελμένος παράγω παρήγαγα παράχθηκα παρήχθη, παρήχθησαν) παραδίδω παρέδωσα παραδόθηκα παραδομένος παραθέτω παρέθεσα παρατέθηκα παραλαμβάνω παρέλαβα παραλήφθηκα παραπονιέμαι παραπονέθηκα παραπονεμένος παρατείνω παρέτεινα παρατάθηκα παρελαύνω παρέλασα / παρήλασα 7
παρέχω παρείχα παρασχέθηκα πάω (βλ. πηγαίνω) πεινάω πείνασα πεινασμένος περιβάλλω περιέβαλα περιβλήθηκα περιβεβλημένος περιλαμβάνω περιέλαβα περιλήφθηκα περνάω πέρασα περάστηκα περασμένος πετάω πέταξα πετάχτηκα πετα(γ)μένος πετυχαίνω πέτυχα πετυχημένος πέφτω έπεσα πεσμένος πηγαίνω / πάω πήγα πηδάω πήδηξα / πήδησα πίνω ήπια πιωμένος πλένω έπλυνα πλύθηκα πλυμένος πλήττω έπληξα πλήγηκα επλήγη, επλήγησαν) πνίγω έπνιξα πνίγηκα πνιγμένος πονάω πόνεσα πονεμένος πρήζω έπρηξα πρήστηκα πρησμένος προβάλλω προέβαλα προβλήθηκα προβεβλημένος προβάλλω [εμφανίζομαι] πρόβαλα προβλέπω πρόβλεψα / προέβλεψα προβλέφθηκα προλαβαίνω πρόλαβα προσβάλλω πρόσβαλα / προσβλήθηκα προσβεβλημένος 8
προσέβαλα προσκαλώ προσκάλεσα προσκλήθηκα προσκεκλημένος προτείνω πρότεινα προτάθηκα προφταίνω πρόφτασα ρουφάω ρούφηξα ρουφήχτηκα ρουφηγμένος σέβομαι σεβάστηκα σέρνω έσυρα σύρθηκα συρμένος σκουντάω σκούντηξα σπάω έσπασα σπασμένος σπέρνω έσπειρα σπάρθηκα σπαρμένος στέκομαι / στέκω στάθηκα στέλνω έστειλα στάλθηκα εστάλη, εστάλησαν) σταλμένος στενοχωρώ στενοχώρησα στενοχωρήθηκα στενοχωρημένος στρέφω έστρεψα στράφηκα στραμμένος συγχαίρω συγχάρηκα συνεχάρη, συνεχάρησαν) συμβαίνει συμμετέχω συμπίπτει συνέβη συμμετείχα συνέπεσε συμπλέκομαι συνάπτω σύναψα / συνήψα συνέρχομαι συνήλθα γ προσ. συνεπλάκη, συνεπλάκησαν συνάφθηκα συνημμένος 9
συντρέχω συνέτρεξα / συνέδραμα συντρίβω συνέτριψα συντρίφτηκα συνετρίβη, συνετρίβησαν) συντετριμμένος σφάλλω έσφαλα σώζω έσωσα σώθηκα σωσμένος σωπαίνω σώπασα τελώ τέλεσα τελέστηκα τελεσμένος τραβάω τράβηξα τραβήχτηκα τραβηγμένος τρέπω έτρεψα τράπηκα τρέφω έθρεψα τράφηκα / θράφηκα θρεμμένος τρώω έφαγα φαγώθηκα φαγωμένος υπάρχω υπερβάλλω υπήρξα υπερέβαλα υποβάλλω υπέβαλα υποβλήθηκα υποδεικνύω υπέδειξα υποδείχθ(χτ)ηκα υποθέτω υπέθεσα υπόσχομαι υφίσταμαι φαίνομαι φέρνομαι υποσχέθηκα γ προσ. υπέστη, υπέστησαν φάνηκα φέρθηκα φέρνω έφερα φερμένος φεύγω έφυγα φθείρω έφθειρα φθάρηκα φθαρμένος φοράω φόρεσα φορέθηκα φορεμένος 10
φταίω έφταιξα φυλάω φύλαξα φυλάχτηκα φυλαγμένος φυσάω φύσηξα φωτογραφίζομαι φωτογραφήθηκα φωτογραφημένος χαίρομαι χάρηκα χαλάω χάλασα χαλασμένος χιμάω χίμηξα χορταίνω χόρτασα χορτασμένος χωράω ψάλλω / ψέλνω χώρεσα έψαλα ψάλθηκα εψάλη, εψάλησαν) 11