Αυτόματη μετάφραση Google, χρησιμοποιείστε τα κείμενα με προσοχή - Google automatic translation from Greek, use with caution.

Σχετικά έγγραφα
Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Published on TaxExperts (

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη:

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας...

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

<< Επιστροφή. Αριθµός 1812/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Ζ' Ποινικό Τµήµα

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή.

Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009

Άρειος Πάγος Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος...

Αρείου Πάγου 1660/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: H86H84FCY9BXR&apof=1660_2010

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Α του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Ε. κατά της υπ' αριθμ.

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996).

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Published on TaxExperts (

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική.

Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. Αρ. 243 ΠΚ: Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ Εξετάσεις με το Άρθρο 5 του Περί Δικηγόρων Νόμου ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Αριθμός Αποφάσεως 268/2015 ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ SUPER LEAGUΕ ΕΛΛΑΔΑ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) PMUODPLRK17J&apof=444_2010

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2012

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αρείου Πάγου 1375/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GXK5R38Z0DKPY&apof=1375_2010

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2019

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής ΑΡΘΡΟ 1

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 17/2011

Αριθμός 391/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου)

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3869/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 51 /2017

ΑΡΙΘΜΟΣ 5/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6689/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 133/2015

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αρθρα ΑΚΑΛΥΠΤ Η ΕΠΙΤ ΑΓΗ : ΔΙΚΑΣΤ ΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤ ΙΚΕΣ ΜΕ Τ ΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΑΛΥΠΤ ΩΝ ΕΠΙΤ ΑΓΩΝ

Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GIPROZC37VE0L&apof=932_2013

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 68/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3830/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 84/2015

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. Η Επιτροπή Αναστολών του Συµβουλίου της Επικρατείας. (άρθρο 52 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε µε

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Aθήνα, 10 Απριλίου Αρ.πρωτ.: /08 ΠΟΡΙΣΜΑ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3480, 9/3/2001

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

Transcript:

Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate) Select Language Αυτόματη μετάφραση Google, χρησιμοποιείστε τα κείμενα με προσοχή - Google automatic translation from Greek, use with caution << Επιστροφή Απόφαση 783 / 2013 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) ΑΡΙΘΜΟΣ 783/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήττα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Γ., κατοίκου... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, που εκπροσωπήθηνκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γαργαρέτα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 212, 213, 214, 215/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1051/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.3064/2002 προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα νέα διάταξη με αριθμό άρθρου 323 ΑΚ και με τίτλο Εμπορία Ανθρώπων, στην οποία ορίζεται ότι: "1.-Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός της επικρατείας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον πρόσωπο με σκοπό την αφαίρεση των οργάνων του

μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2.-Με την ποινή της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος, αν για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά την συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων... 4.-Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αν η πράξη: α)..., β) τελείται κατ' επάγγελμα...". Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι δύναται να τελεσθεί με περισσότερους εναλλακτικούς τρόπους συμπεριφοράς του δράστη το διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων, οι τυχόν δε περισσότεροι χρησιμοποιούμενοι τρόποι τελέσεως αυτού συνεπάγονται τέλεση μιας μόνον πράξεως από τον δράστη και επιβολή μιας μόνον ποινής σε αυτόν, το μέγεθος της οποίας επαυξάνεται λόγω επιτάσεως του αξιοποίνου. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού του άρθρου 323Α του Π.Κ. που πραγματώνεται, χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του παθόντος προσώπου, εκμετάλλευση της εργασίας αυτού απαιτείται αντικειμενικώς ο δράστης αφ' ενός να προέρχεται σε πρόσληψη, μεταφορά ή προώθηση εντός ή εκτός της επικράτειας κατακράτηση, υπόθαλψη, παράδοση σε άλλον με ή χωρίς αντάλλαγμα ή παραλαβή από άλλον ατόμου και αφετέρου να προέρχεται στις ανωτέρω ενέργειες με την χρήση της βίας της απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή περαιτέρω με απόσπαση συναινέσεως του θύματος με τη χρήση απατηλών μέσων, δηλαδή ψευδών παραστάσεων, όπως αυτό προβεί σε ενέργειες που θα το καταστήσουν χωρίς να το γνωρίζει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως παραπειθόμενο ως προς τις αληθείς προθέσεις του δράστη, είτε επιτυγχάνοντας ο δράστης να παρασύρει το θύμα με υποσχέσεις, δώρα, ή άλλες παροχές και εκμεταλλευθεί την αδύνατη θέση του. Στην εμπορία ανθρώπων η πρόσληψη του θύματος έχει την έννοια της εντάξεως (στρατολογήσεως) του από τον δράστη για παροχή των υπηρεσιών του στον ίδιο το δράστη ή σε τρίτους ή για την εκτέλεση ορισμένου έργου και καθίσταται δυνατή ή για τέτοιο σκοπό χρησιμοποίησή του χωρίς, για την συνδρομή του στοιχείου της φυσικής εξουσίας του δράστη επί του θύματος, να απαιτείται διαρκής και άνευ διακοπής θέση του τελευταίου υπό την εξουσία του δράστη, ενώ ως μεταφορά νοείται η διαμετακόμιση του θύματος από τόπο σε τόπο με οποιοδήποτε μέσο, έστω και μέσω άλλων προσώπων χωρίς να απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία του αυτουργού, ο οποίος, όμως πρέπει να έχει τη οργάνωση και διεύθυνση της διακινήσεως. Επιπλέον για τη στοιχειοθέτηση του κατ' άρθρο 1 παρ. 1 και 2 άρθρου 323Α Π.Κ. τελεσθέντος εγκλήματος ως εγκλήματος με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει αφ' ενός τη γνώση και θέληση αυτού, με τη χρήση βίας ή απειλής ή κάποιου από τα λοιπά αναφερόμενα εξαναγκαστικά μέσα να προσλάβει, μεταφέρει, προωθήσει, υποθάλψει, κατακρατήσει, κ.λπ. ο ίδιος ή δι' άλλου προσώπου, η δράση του οποίου κρίνεται κατά τις περί συνέργειας διατάξεις, τον παθόντα, ή με απατηλά μέσα ή άλλες αναφερόμενες ως άνω παροχές να αποσπάσει την συναίνεση του θύματος ή να παρασύρει αυτό να προβεί σε ενέργειες που θα το καταστήσουν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και αφ' ετέρου τον σκοπό του δράστη να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του θύματος σε τρίτους, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του ως άνω σκοπού, δηλαδή η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος. Περαιτέρω κατά το εδάφιο στ' του άρθρου 13 Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 1

επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για τον πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως του εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, ενώ κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περιπτ. β' του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της αδίκου πράξεως και στην εκτέλεση αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξεως και δόλος του αμέσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της αδίκου πράξεως με την οποία να συνδέεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική αυτή ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή η τέλεση της κύριας πράξεως, κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκε. Για την συνδρομή δε της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως στην άμεση συνέργεια στο έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων απαιτείται, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 49 και 323Α παρ. 4 του Π.Κ., να συντρέχει η κατ' επάγγελμα τέλεση της αξιοποίνου αυτής πράξεως και στο πρόσωπο του άμεσου συνεργού. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τα ανωτέρω αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και ως προς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως η κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος από το δράστη η οποία θεμελιώνει το βαρύτερο χαρακτήρα της πράξεως και επιτείνει την τιμώρησή του με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους και τις σκέψεις με τις όποιες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στον κανόνα που εφάρμοσε το δικαστήριο και δεν αρκεί η επανάληψη του κειμένου αυτού.

213, 214, 215/2012 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, κατά πλειοψηφία, της κατ' επάγγελμα άμεσης συνέργειας στην πράξη της εμπορία ανθρώπων και ειδικότερα του ότι με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της εμπορίας ανθρώπων τελεσθείσης από κοινού και κατ' επάγγελμα και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως από τον κατηγορούμενο Γ. ή Γ. Γ. ή Γ. και μια Ρουμάνα υπήκοο αγνώστων λοιπών στοιχείων και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της χωρίς τη συνδρομή του οποίου (αναιρεσείοντος) δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα και πιο συγκεκριμένα κατόπιν συνεννοήσεως με τους πιο πάνω κατηγορούμενους, στις 9.12.2004 και περί ώρα 21.20 ανέμενε την παθούσα A. I.-I. του E. V. στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, την οδήγησε στο ξενοδοχείο "...", και την επομένη ημέρα (10.12.2004), την προμήθευσε με αεροπορικό εισιτήριο για τα Χανιά, όπου δήθεν βρισκόταν η εργασία της ως μεταφράστριας, ενώ ο ίδιος γνώριζε ότι στα Χανιά επρόκειτο να εργαστεί όχι ως μεταφράστρια αλλά ως συνοδός και εκδιδομένη στους θαμώνες του νυκτερινού κέντρου διασκεδάσεως "...", - αντί του χρηματικού ποσού των 25 ευρώ για κάθε ένα απ' αυτούς, εισπράττοντας επιπλέον και το ποσό του ενός (1) ευρώ για κάθε κερασμένο από τους πελάτες, ποτό πλην όμως η παθούσα αρνήθηκε να παράσχει το ως άνω είδος εργασίας και την ίδια ημέρα επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και πάλι την ανέμενε ο ίδιος κατηγορούμενος κατόπιν συνεννοήσεώς του με τον Κ. Μ., την πράξη του δε αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεσή της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Αφού δε αναγνώρισε την συνδρομή υπέρ αυτού του ελαφρυντικού του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, τον κατεδίκασε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής μετά παράθεση νομικών σκέψεων ομοίων με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης εκτίθεται ότι, ύστερα από λήψη υπ' όψη και συνεκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, που αποτελεί και την αιτιολογία της αποφάσεως, τα ακόλουθα: Στις 2.12.2004 από τον Γ. Γ. ή Γ. και μια Ρουμάνα υπήκοο αγνώστων λοιπών στοιχείων έγινε αγγελία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα IOURNAL NATIONALE του Βουκουρεστίου της Ρουμανίας και αφορούσε προσφορά εργασίας μεταφραστριών σε χώρες εκτός της Ρουμανίας σε γυναίκες. Η μηνύτρια A. I.-I., ρουμανικής υπηκοότητας, κάτοικος..., γεννηθείσα την 22.9.1978 είδε την αγγελία αυτή και ενδιαφέρθηκε καθόσον η ίδια γνώριζε και μιλούσε τέσσερις ξένες γλώσσες και επί πλέον σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου, οικονομικά. Αυτή αναζητούσε εργασία και τηλεφώνησε στον αναγραφόμενο στην ως άνω αγγελία αριθμό τηλεφώνου και μίλησε με την αγνώστων στοιχεία Ρουμάνα, η οποία την ενημέρωσε ότι πρέπει να μεταβεί στο Βουκουρέστι, στη διεύθυνση οδός... αριθμός 33, σε διαμέρισμα με αριθμό 42 στον τέταρτο όροφο για να συζητήσουν εκ του σύνεγγυς και να της δοθούν περαιτέρω σχετικές πληροφορίες. Ακολούθως στις 9.12.2004 η μηνύτρια μετέβη στο Βουκουρέστι στο παραπάνω διαμέρισμα όπου έγινε δεκτή από την παραπάνω άγνωστη γυναίκα που δεν της είπε το όνομά της και μετά εμφανίσθηκε ο ως άνω Γ. Γ. ή Γ. που συστήθηκε στην A. I.-I., ως "Γ.". Αυτός πληροφόρησε την μηνύτρια ότι η προσφερόμενη εργασία επρόκειτο για πολύ καλή εργασία στην Ελλάδα, σχετική με μεταφράσεις με υψηλές αποδοχές και ότι τα έξοδα μετακινήσεώς της, που ανέρχονταν σε 1.000 ευρώ, θα τα κατέβαλε ο εργοδότης της και θα τα παρακρατούσε από τον μισθό της. Η μηνύτρια επείσθη στις

εργασία αυτή της μεταφράστριας. Ακολούθως ο ως άνω "Γ." αφού φωτοτύπησε τα έγγραφα που του παρέδωσε η μηνύτρια δηλαδή το δίπλωμα, το διαβατήριο και την ταυτότητά της έφυγε από το διαμέρισμα προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την αναχώρηση της τελευταίας από τη Ρουμανία, ενώ η άγνωστη γυναίκα παρέμεινε εντός του διαμερίσματος, μαζί με την μηνύτρια χωρίς να διαμαρτυρηθεί η τελευταία που προφανώς δεν διανοήθηκε τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Αργότερα επέστρεψε ο ως άνω "Γ." με ένα εισιτήριο για την πτήση 0384 της Ολυμπιακής Αεροπορίας από το Βουκουρέστι για Αθήνα την 19.40 ώρα, με το οποίο θα ταξίδευε την ίδια ημέρα η μηνύτρια, η οποία ετοίμασε τις αποσκευές της επιβιβάσθηκε σε ένα ταξί μαζί με το άτομο αυτό (τον Γ.) και μετέβησαν στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου. Κατά τη διαδρομή για το αεροδρόμιο ο ανωτέρω "Γ." έδωσε στη μηνύτρια τον αριθμό του προσωπικού του τηλεφώνου... και το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για να έχει χρήματα αυτή κατά τη διέλευσή της από τον έλεγχο των διαβατηρίων και ακόμη της είπε ότι στο αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος" θα την ανέμενε ένα άτομο που θα την μετέφερε στον τόπο όπου αυτή θα εργαζόταν. Όταν έφθασαν στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου ο ως άνω "Γ." συνόδευσε την παθούσα μέχρι το χώρο αναχωρήσεων και στη συνέχεια αποχώρησε, ενώ η παθούσα επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο που θα αναχωρούσε από εκεί με προορισμό την Αθήνα. Μετά την άφιξή της στο αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος" περί ώρα 21.20 της ιδίας ημέρας ανέμενε την μηνύτρια στο χώρο υποδοχής ο κατηγορούμενος Σ. Τ. ο οποίος γνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά της από την περιγραφή που του έδωσε ο ως άνω "Γ." την πλησίασε και την ερώτησε αν την λένε Ι. για να βεβαιωθεί ότι ήταν εκείνη, που περίμενε. Η παθούσα του απάντησε καταφατικώς καθόσον ανεγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το άτομο που της είχε περιγράψει ο Γ. ότι θα την ανέμενε. Ακολούθως επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο λευκού χρώματος εργοστασίου BMW του κατηγορουμένου και μετέβησαν με αυτό στο ευρισκόμενο στο κέντρο των Αθηνών ξενοδοχείο "..." όπου παρέμεινε η παθούσα και διανυκτέρευσε. Κατά τη διαδρομή από το αεροδρόμιο έως το ως άνω ξενοδοχείο ο κατηγορούμενος πήρε από την παθούσα τα πεντακόσια ευρώ που της είχε δώσει ο ως άνω "Γ." λέγοντάς της ότι αυτά είναι χρήματα της εταιρείας και πριν αποβιβαστούν από το αυτοκίνητο του έδωσε στη μηνύτρια τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του, που είναι.... Την επομένη ημέρα (10.12.2004), ο κατηγορούμενος μετέβη εκ νέου στο πιο πάνω ξενοδοχείο, όπως είχαν συνεννοηθεί, παρέλαβε την παθούσα και την μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος" και της έδωσε ένα εισιτήριο, για τα Χανιά της Κρήτης, όπου δήθεν θα εργαζόταν ως μεταφράστρια η παθούσα, ενώ εγνώριζε αυτός στην πραγματικότητα ότι δεν θα εργαζόταν εκεί αυτή σε τέτοια εργασία αλλά ως συνοδός θαμώνων του νυκτερινού κέντρου "...", ιδιοκτησίας του δευτέρου των πρωτοδίκως κατηγορουμένων και αθωωθέντος με την εκκαλουμένη απόφαση Κ. Μ., ως εκδιδομένη επ' αμοιβή σ' αυτούς έναντι του χρηματικού ποσού των είκοσι πέντε (25) ευρώ για έκαστο άτομο. Ακολούθως η παθούσα επιβιβάσθηκε ώρα 12.00 στο αεροπλάνο της πτήσεως για Χανιά και όταν έφθασε στο εκεί αεροδρόμιο περί ώρα 12.40 την ανέμενε εκεί ο Κ. Μ., τον οποίο αναγνώρισε αυτή από την περιγραφή που της είχε δώσει ο κατηγορούμενος (Σ. Τ.) και την παρέλαβε με το αυτοκίνητο του και την μετέφερε στο ως άνω νυκτερινό κέντρο το οποίο βρίσκεται επί της οδού... αριθμ. 19 στο κέντρο της πόλεως Χανίων. Εκεί έγιναν μέσω της εργαζομένης D. D. του J., Μολδαβής, που γνώριζε Ρουμανικά, οι σχετικές συζητήσεις για τη δουλειά που επρόκειτο να

παθούσα ότι η δουλειά της θα ήταν να ντύνεται με προκλητικά ρούχα, να κάνει παρέα με πελάτες του ως άνω νυκτερινού κέντρου, τους οποίους να προτρέπει να την κερνάνε ποτά, ότι για κάθε ποτό θα έπαιρνε αυτή ένα ευρώ και ότι αν ο πελάτης ήθελε, θα έκανε σεξ μαζί του σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο πατάρι του καταστήματος, έναντι αμοιβής γι' αυτήν είκοσι πέντε (25) ευρώ για κάθε πελάτη. Η παθούσα, όταν άκουσε τα ανωτέρω, τρομοκρατήθηκε και της είπε ότι ήλθε στην Ελλάδα για να εργαστεί ως μεταφράστρια και προς απόδειξη αυτού της επέδειξε και τα πτυχία της. Στη συνέχεια η προαναφερόμενη D. D. οδήγησε την παθούσα στο ευρισκόμενο επί της οδού..., αριθμ. 5, διαμέρισμα, στο οποίο διέμενε η ίδια μαζί με άλλες δύο κοπέλες, για να ξεκουραστεί από το ταξίδι και μετά από λίγο η ίδια γυναίκα την οδήγησε και πάλι στο ίδιο νυκτερινό κέντρο, όπου βρισκόταν ο Κ. Μ., ο οποίος όταν η παθούσα αρνήθηκε να εργαστεί ως εκδιδομένη έναντι αμοιβής -σερβιτόρα κατά τους ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμούς του- δυσανασχέτησε και τηλεφώνησε στον δεύτερο κατηγορούμενο για να διαμαρτυρηθεί, η δε συνομιλία τους ήταν σε έντονο ύφος, από όσα αντιλήφθηκε η παθούσα, η οποία δεν γνώριζε την Ελληνική γλώσσα και εξ αυτού του λόγου δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τι ακριβώς έλεγαν. Μετά το τηλεφώνημα αυτό η παθούσα, κατ' εντολή του Κ. Μ., παρέλαβε τις αποσκευές της από το διαμέρισμα και αφού επιβιβάστηκε και πάλι στο αυτοκίνητό του, στο οποίο βρισκόταν και ένας άλλος άνδρας, τα στοιχεία του οποίου δεν προέκυψαν ούτε κατά την προδικασία ούτε κατά την κύρια διαδικασία, μετέβησαν με αυτό στο αεροδρόμιο των Χανίων. Εκεί, ο Κ. Μ., αφού της αγόρασε ένα εισιτήριο για την Αθήνα, έφυγε, πλην όμως άφησε στο αεροδρόμιο τον ως άνω άγνωστο άνδρα, προκειμένου να προσέχει την παθούσα να μην διαφύγει. Παρά ταύτα, η παθούσα διέλαθε της προσοχής του άγνωστου άνδρα και κατάφερε να επικοινωνήσει στην αγγλική γλώσσα με τον τελωνειακό υπάλληλο Χ. Κ., ο οποίος, την 10.12.2004, εκτελούσε υπηρεσία στο αεροδρόμιο των Χανίων τις μεταμεσημβρινές ώρες και έως 23.30 και ειδικότερα στο γραφείο τελωνείου του αεροδρομίου αυτού και ο οποίος της συνέστησε να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές. Μετά από λίγο, ο άγνωστος άνδρας που την πρόσεχε, πήρε τις αποσκευές της, την οδήγησε στο χώρο αναχωρήσεων και της είπε ότι στο αεροδρόμιο της Αθήνας θα την περίμενε ο "Σ." δηλαδή ο κατηγορούμενος Σ. Τ.. Μετά την απογείωση του αεροπλάνου και ενώ βρισκόταν μέσα σ' αυτό, η παθούσα ζήτησε βοήθεια από μία αεροσυνοδό, η οποία ενημέρωσε τον πιλότο και αυτός με τη σειρά του την αστυνομία. Έτσι, αμέσως μετά την άφιξη του αεροσκάφους και πριν κατέλθουν οι επιβάτες, επιβιβάστηκαν σ' αυτό δύο αστυνομικοί, οι οποίοι βρήκαν την παθούσα και αφού η τελευταία τους εξήγησε τι είχε συμβεί, την συμβούλευσαν να υποδυθεί ότι δεν συμβαίνει τίποτα, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν τον άνδρα που θα την περίμενε στο αεροδρόμιο. Ακολουθώντας τις οδηγίες των αστυνομικών, η παθούσα, αφού παρέλαβε τις αποσκευές της, πήγε στο χώρο υποδοχής για να συναντήσει τον "Σ.", δηλαδή τον κατηγορούμενο. Μετά δε από υπόδειξη της παθούσας τον συνέλαβαν, ενώ σε ερώτηση αυτών σχετικά με τον σκοπό της παραμονής του στο χώρο των αφίξεων του αεροδρομίου, αρχικά απάντησε ότι πήγε για βόλτα και κατόπιν επιμονής των αστυνομικών ότι ήλθε για να παραλάβει μία κοπέλα. Περαιτέρω, ο ως άνω Κ. Μ., ο οποίος αντιμετώπιζε την ίδια κατηγορία με τον κατηγορούμενο, ήτοι της άμεσης συνέργειας στην εμπορία ανθρώπων, τελεσθείσας από κοινού και κατ' επάγγελμα, κηρύχθηκε αθώος από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω αμφιβολιών περί της συμμετοχής του στην ως άνω πράξη. Το γεγονός όμως αυτό δεν

συμμέτοχος ευθύνεται μόνο για όσες από τις πράξεις του αυτουργού είχε οποιασδήποτε μορφής συμμετοχή, αν δε στην επέλευση του αποτελέσματος επέδρασαν πλείονες πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων προσώπων, ο κάθε ένας από αυτούς ευθύνεται στο μέτρο που οι επί μέρους πράξεις του συνδέονται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα (Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, 2η έκδοση, υπ' άρθρο 48, αριθμ. 4, με παραπομπές στη νομολογία) και β) το εν λόγω έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο μόλις το παθόν πρόσωπο προσλήφθηκε ή μεταφέρθηκε κλπ. για εργασιακή εκμετάλλευση ή με σκοπό την αφαίρεση των οργάνων του σώματος του ή προσελήφθη για γενετήσια εκμετάλλευση και δεν είναι ανάγκη να έχουν πραγματοποιηθεί οι σκοποί αυτοί (πρβλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., υπ' άρθρο 351, αριθμ. 17). Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος γνωριζόταν με τον Γ. και από την αρχή γνώριζε ότι το σχέδιο του ήταν η ως άνω αναφερόμενη αγγελία να λειτουργήσει ως παγίδα προκειμένου η παθούσα να συναινέσει να έλθει στην Ελλάδα για να εργασθεί όμως ως συνοδός θαμώνων του νυκτερινού κέντρου "...", ιδιοκτησίας του Κ. Μ., ως εκδιδόμενη έναντι αμοιβής για έκαστο άτομο και όχι βέβαια ως μεταφράστρια, όπως της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τον σκοπό της επίσκεψης της παθούσας στην Ελλάδα και ότι απλώς ανέλαβε την μεταφορά της προκειμένου να εξυπηρετήσει τον Γ. για να του ανταποδώσει εξυπηρέτηση που και αυτός είχε κάνει στην πεθερά του που ζει στη Ρουμανία. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν είναι πειστικός, διότι, σύμφωνα με την κατάθεση της παθούσας, μόλις τον συνάντησε στο αεροδρόμιο "Ελευθέριος Βενιζέλος", αυτός ανέλαβε τις περαιτέρω κινήσεις της στην Ελλάδα, την πήγε στο ξενοδοχείο και της έβγαλε εισιτήριο για τα Χανιά, της έκανε γνωστό ποίος θα την περιμένει στα Χανιά μόλις προσγειωθεί το αεροπλάνο της και καθ' οδόν από το "Ελευθέριος Βενιζέλος" προς το ξενοδοχείο "..." της ζήτησε και του έδωσε τα πεντακόσια (500) ευρώ που της είχε δώσει ο Γ.ς. Ακόμη, όταν τον πλησίασαν οι αστυνομικοί στο αεροδρόμιο της Αθήνας, κατά την επιστροφή της παθούσας από τα Χανιά, σε ερωτήσεις τους απήντησε αρχικά ότι βρίσκεται εκεί για βόλτα και κατόπιν επιμονής τους απήντησε ότι είχε πάει για να παραλάβει μια κοπέλα. Αυτή δε η αντιφατικότητα των απαντήσεων του οφείλεται στην προσπάθεια του να αποφύγει τις συνέπειες, πράγμα (προσπάθεια αποφυγής των συνεπειών) που δεν θα έκανε αν δεν είχε κάνει κάτι παράνομο. Περαιτέρω, την ίδια παραβατική συμπεριφορά φέρεται να έχει επιδείξει ο κατηγορούμενος και κατά τα έτη 1999 και 2003, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 3007/24/1396/1.10.1999, 1040/2/309/31.12.2003 και 3007/ 24/2705 - α/11.12.2004 υποβλητικές αναφορές της ΕΛΑΣ προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (πρώτη και τρίτη) και προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά (δεύτερη). Στην δραστηριότητα μάλιστα αυτή του κατηγορουμένου φέρεται να εμπλέκεται και ο αδελφός του Δ. Τ.. Χαρακτηριστικά δε εν προκειμένω είναι τα αναφερόμενα στην δεύτερη από τις ως άνω υποβλητικές αναφορές, όπου, υπό τον αριθμό 3 αυτής, σημειώνεται, προς πληρέστερη πληροφόρηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ότι ο κατηγορούμενος και ο ανωτέρω αδελφός του "... έχουν απασχολήσει πληροφοριακά σε πολλές περιπτώσεις την Υπηρεσία μας για υποθέσεις παράνομης διακίνησης αλλοδαπών - σε συνεργασία με διακινητές σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης - και παράνομης τακτοποίησης τους στην χώρα μας, είναι άκρως δραστηριοποιημένοι στην παράνομη αυτή δραστηριότητα με οργανωμένο και επαγγελματικό τρόπο αντλώντας μεγάλα χρηματικά ποσά". Σημειούται ακόμη, έστω και κατά σχήμα πρωθύστερον, ότι μετά την απόφαση επί της ενοχής του κατηγορουμένου

ότι, με την υπ' αριθμ. 94/10.1.2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκε αμετάκλητα για την άδικη πράξη της μαστροπείας κατά συναυτουργία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και λαμβανομένου υπόψη ότι η δράση των συναυτουργών του εν λόγω αδικήματος (Γ. Γ. ή Γ. και γυναίκα α.λ.σ.) έλαβε χώρα στις 9.12.2004, οπότε έλαβε χώρα και η "υλικής" φύσεως συνδρομή του κατηγορουμένου, με τις προαναφερόμενες ενέργειες αυτού, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι η συνδρομή τούτου φέρει τον χαρακτήρα της άμεσης συνέργειας, διότι αυτή παρασχέθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς την βοήθεια του δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του επιμάχου εγκλήματος, κάτω από τις περιστάσεις που αυτό (έγκλημα) διαπράχθηκε. Από την επανειλημμένη δε τέλεση του εν λόγω εγκλήματος προκύπτει σκοπός του κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος και κατά συνέπεια η κατ' επάγγελμα τέλεση αυτού (εγκλήματος) από τον κατηγορούμενο. Πρέπει, συνεπώς, κατά την πλειοψηφήσασα στο δικαστήριο γνώμη (έξι προς ένα) και αφού απορριφθεί ο όλως αορίστως προβληθείς ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί μετατροπής της σε βάρος του κατηγορίας, να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως της άμεσης συνέργειας στην πράξη της εμπορίας ανθρώπων και κατά πλειοψηφία (τέσσερα προς δύο) ήτο την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτής (...). Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση την απαιτούμενη κατά τα προαναφερθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων κατ' επάγγελμα ως άμεσος συνεργός στην διαπραχθείσα από ετέρους κατηγορουμένους από κοινού εμπορία ανθρώπων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 45, 46 παρ. 1β, 323Α παράγραφοι 1, 2, 4 περ. β' του Π.Κ.. Ειδικότερα σε σχέση με τις αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος παρατηρούνται τα εξής: Εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση τα περιστατικά σχετικά με την συμπεριφορά των αυτουργών που συνιστούσε την από κοινού τέλεση εκ μέρους των του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την πρόσληψη υπό την προαναφερθείσα ανωτέρω έννοια της παθούσας και την εκμετάλλευση της εργασίας της τελευταίας που θα συντελείτο με την παροχή από το θύμα της εργασίας της σε τρίτους εργοδότες στην ημεδαπή και την με απατηλές υποσχέσεις ότι θα εργαζόταν δήθεν ως μεταφράστρια στην Ελλάδα με υψηλές αποδοχές από τις οποίες θα παρακρατούνταν οι δαπάνες μετακινήσεως της, απόσπαση της συναινέσεως της παθούσης να δεχθεί να ταξιδεύσει στην Ελλάδα. Επίσης παρατίθενται τα περιστατικά της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την επέλευση του σκοπουμένου ξένου εγκληματικού αποτελέσματος και υποδηλώνει τη συμμετοχή του στην τέλεση του ως άνω εγκλήματος στις 9.12.2004 οπότε γίνεται δεκτό ότι εκτελέσθηκε η κύρια πράξη, με την κατόπιν συνεννοήσεώς του με τον από τους φυσικούς αυτουργούς Γ. Γ. ή Γ. παραλαβή της παθούσας μετά την άφιξή της στον αερολιμένα στα Σπάτα, την αφαίρεση από την τελευταία του ποσού

για να την προωθήσει στη συνέχεια στα Χανιά Κρήτης τελώντας εν γνώσει αυτός του ότι δεν επρόκειτο να εργασθεί εκεί, η παθούσα ως μεταφράστρια αλλά για να εκμεταλλευθεί την εργασία της ως συνοδού θαμώνων νυκτερινού κέντρου στα Χανιά τρίτος, ήτοι αυτός που θα την παρελάμβανε και στον οποίο ανήκε η επιχείρησή του νυκτερινού αυτού καταστήματος. Δεν υπάρχει ασάφεια ούτε άλλη έλλειψη στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την καταδίκη του ήδη αναιρεσείοντος από το γεγονός της αθωώσεως κατά τη δίκη στον πρώτο βαθμό του ανωτέρω που ήταν συγκατηγορούμενός του για συμμετοχή στην ίδια αξιόποινη πράξη αφού η κύρια πράξη της εμπορίας ανθρώπου δεν τελέσθηκε από τον Κ. Μ. αλλά από έτερα πρόσωπα ως φυσικούς αυτουργούς και σ' αυτήν την αξιόποινη πράξη συμμετείχε ο ήδη αναιρεσείων ως άμεσος συνεργός και κρίνεται το αξιόποινο της συμμετοχής του από το εάν στην επέλευση του αποτελέσματος από την πράξη όπως τελέσθηκε από τους φυσικούς αυτουργούς συνετέλεσαν οι πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου και οι εν συνεχεία διαφορετικές πράξεις του ετέρου συγκατηγορουμένου του ως αμέσου συνεργού, όπως προκύπτει από όσα ορίζονται στο άρθρο 48 Π.Κ. κατά το οποίο το αξιόποινο των κατ' άρθρο 46 και 47 συμμετόχων είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο εκείνου που τέλεσε την πράξη. Γίνεται λόγος στο σκεπτικό της αποφάσεως για τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με παραβατική συμπεριφορά που είχε επιδείξει πριν από την τέλεση της πράξεως για την οποία κρίθηκε ένοχος και αφορούσε την δραστηριοποίησή του σε παράνομη διακίνηση αλλοδαπών σε συνεργασία με διακινητές τέτοιων ατόμων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης για να τακτοποιηθούν παράνομα στην Ελλάδα και ότι από την κατά οργανωμένο επαγγελματικά τρόπο ενασχόληση των αντλούσε ικανά χρηματικά ποσά με την παράθεση στοιχείων από τις περιλαμβανόμενες στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο με αριθμό πρωτ. 3007/ 24/1396/1.10.1999, 1040/2/309/31.12.2003 αναφορές της Ελληνικής Αστυνομίας - Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων και Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών η πρώτη και της Ελληνικής Αστυνομίας - Γενική Αστυνομ. Διεύθυνση Αττικής - Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών η δεύτερη για υποβολή δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πλημ/των Αθηνών και προς τον Εισαγγελέα Πλημ/των Πειραιώς αντίστοιχα και αιτιολογείται επαρκώς η παραδοχή της συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως από τον ήδη αναιρεσείοντα της αξιοποίνου πράξεως για συμμετοχή του στην οποία κηρύχθηκε ένοχος ως εκ της επανειλημμένης τελέσεως της με τον παραπάνω σκοπό πορισμού εισοδήματος χωρίς να είναι απαραίτητο παρά τα όσα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηρίζονται από τον ήδη αναιρεσείοντα να παρατεθεί και ότι είχε εκδοθεί καταδικαστική απόφαση σε βάρος του για την προηγούμενη αυτή παράνομη δραστηριότητά του. Οι άλλες αιτιάσεις που προβάλλονται με τον τελευταίο αναιρετικό λόγο αφορούν στην αμφισβήτηση των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την επίτευξη παραπλανήσεως της ως άνω αλλοδαπής προκειμένου να εκμεταλλευθούν έτερα πρόσωπα την εργασία της, υπό την επίκληση της εξ αρχής επιδιώξεως της παρούσης να εργασθεί παράνομα στην Ελλάδα και της δυνατότητας της και χωρίς παρεμβολή του ιδίου του αναιρεσείοντος για κάτι τέτοιο αλλά και των ενεργειών της από την επιστροφή της από τα Χανιά που ήταν ενδεικτικές των προθέσεών της να τύχει της αρωγής που παρέχεται από την Πολιτεία κατά τις ισχύουσες διατάξεις σε εμφανιζόμενα ως θύματα εμπορίας ανθρώπων πρόσωπα, πλήττουν δε (αυτές οι αιτιάσεις) την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική

συνέπεια να μη συνιστούν ούτε υπό την επίκληση ελλείψεως αιτιολογίας παραδεκτό λόγο αναιρέσεως. Κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Περαιτέρω απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. η οποία ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. επέρχεται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είτε αυτές περιλαμβάνονται στο εθνικό δίκαιο είτε στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποκτήσει την ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται το άρθρο 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 52/1974 κατά το οποίο κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α)... δ) να εξετάσει ή ζητήσει όπως εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και το άρθρο 14 παρ. 3ε του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997 και ορίζει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, απολαύει σε πλήρη ισότητα, την εγγύηση να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Η άσκηση του δικαιώματος εξετάσεως των μαρτύρων κατηγορίας δηλαδή των προσώπων των οποίων οι δηλώσεις επιβαρύνουν τον κατηγορούμενο και αξιολογούνται από το δικαστήριο υπόψη του οποίου τίθενται, αποβλέπει στη διερεύνηση αφ' ενός των γεγονότων που εξιστορούνται και αφ' ετέρου της αξιοπιστίας του προσώπου που προβαίνει στη εξιστόρησή του. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως προκαλείται, όταν παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο προβεί αυτεπάγγελτα στην ανάγνωση της ένορκης καταθέσεως μάρτυρα που λήφθηκε κατά την προδικασία, έστω και αν εναντιωθεί στη ανάγνωση της καταθέσεως του ο κατηγορούμενος, αφού όμως προηγουμένως κρίνει το δικαστήριο αιτιολογημένα ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιο από τους αναφερόμενους στο άρθρο 365 παρ. 1 λόγους, όπως εξ αιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς ασθένειάς του, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος. Στην περίπτωση αυτή που γίνεται ανάγνωση της κατά την προδικασία δοθείσης ενόρκου καταθέσεως μάρτυρα διότι η εμφάνισή του στο ακροατήριο δεν είναι δυνατή κάμπτονται οι αρχές της αμεσότητας και προφορικότητας και κατ' αντιδικία διεξαγωγής της δίκης και είναι θεμιτό να περιορίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο όταν η κατάθεση του μη συμμετέχοντος στη δίκη είναι αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας καθόσον η εναντίωση του κατηγορουμένου προς την ανάγνωση τέτοιας μαρτυρικής καταθέσεως αντιβαίνει προς τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 της ΕΣΔΑ με τις οποίες απαγορεύεται η καταχρηστική δραστηριότητα προς αχρήστευση δικαιωμάτων ή ελευθεριών που έχουν αναγνωρισθεί στην

από τις προβλεπόμενες στην πιο πάνω σύμβαση και περαιτέρω τίθενται όρια στη χρήση των περιορισμών που τίθενται με τη Σύμβαση σε σχέση με τα προβλεπόμενα δικαιώματα μόνον προς τον σκοπό για τον οποίο καθιερώθηκαν και η εναντίωση του κατηγορούμενου στο να αναγνωσθεί τέτοια κατάθεση απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής της δίκης δικαίως αφού δυσχεραίνει την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, μετά την εξέταση του παρόντος από τους μάρτυρες κατηγορίας υπεβλήθη από τον συνήγορο υπερασπίσεως του κατηγορουμένου εγγράφως και ανεπτύχθη προφορικώς ισχυρισμός ότι εναντιώνεται στην ανάγνωση της προανακριτικής καταθέσεως της παθούσης A. και περί κλητεύσεως αυτής ως μη κλητευθείσης στην δίκη κατ' έφεση. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από σχετική πρόταση της Εισαγγελέα και αναφορά του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του στους ισχυρισμούς του περί μη αναγνώσεως της προανακριτικής καταθέσεως της παθούσας και περί κλητεύσεώς της, αιτιολογημένα με τη 214/2012 απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό περί μη αναγνώσεως της ανωτέρω προανακριτικής καταθέσεως της παθούσης, δεχθέν ότι δεν κωλύεται το δικαστήριο να διατάξει και αυτεπαγγέλτως και διέταξε την ανάγνωση της από 11.12.2004 ενόρκου προανακριτικής καταθέσεώς της ενώπιον του Υ/Β Μ. Κ. του Τμήματος 3ου Ηθών ΥΔΟΕΑΗ της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής. Ειδικότερα κατά τις παραδοχές του δικάσαντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προείχε η ανακάλυψη της αλήθειας και ακόμη ότι η εν λόγω μάρτυρας είχε κλητευθεί για να εξετασθεί ως μάρτυρας στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 14.1.2011 στη δηλωθείσα στην ως άνω προανακριτική κατάθεσή της διεύθυνση στο... χωρίς να καταστεί δυνατό να της κοινοποιηθούν τα αναφερόμενα και απευθυνόμενα προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρουμανίας έγγραφα της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, δεδομένου ότι αυτή βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου και έχει εγκατασταθεί χωρίς να προκύπτει η εκεί διεύθυνση κατοικίας της, κατά τα προκύπτοντα από τα αναφερόμενα ότι αναγνώσθηκαν έγγραφα του τμήματος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ρουμανίας και του Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Ιασίου Ρουμανίας και ότι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση αναγνώσεως της καταθέσεώς της αφού προέκυπτε η διαμονή της μάρτυρα στο εξωτερικό και το ανέφικτο της εμφάνισης της στο ακροατήριο του δικαστηρίου και η εναντίωση του κατηγορουμένου στην ανάγνωση της καταθέσεως αυτής ήταν αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ και δεν ήταν δυνατό να ματαιώσει ο κατηγορούμενος με αυτή την αντίθεσή του τη χρήση αποδεικτικού μέσου αναγκαίου για την αποκάλυψη της αλήθειας ούτε εμποδιζόταν ο ίδιος να ζητήσει σε σχέση με αυτήν την κατάθεση να ασκήσει κατ' άρθρο 333 παρ. 2 παρεχόμενα σε αυτόν από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. δικαιώματά του. Υπό τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά συννόμως το Μικτό Ορκωτό Εφετείο προχώρησε στην ανάγνωση της προανακριτικής καταθέσεως μαζί με τα λοιπά αναφερόμενα ως αναγνωσθέντα έγγραφα εν όψει της συνδρομής λόγου από το άρθρο 365 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. περί ανέφικτου της εμφανίσεως της μάρτυρα που την είχε δώσει προανακριτικώς στο ακροατήριο ως εκ της σε άγνωστη διεύθυνση στην αλλοδαπή διαμονής της και κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 502 παρ. 1 εδάφ. γ' Κ.Ποιν.Δ. που προβλέπει ότι στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη και οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν στην

δικαιολογείται υποχώρηση των αρχών που τίθενται από τα άρθρα 6 παρ. 3 εδαφ. δ' της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 3 εδαφ. ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα και υπόκειται σε περιορισμούς το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας. Πέραν αυτών ο ήδη αναιρεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος να προέλθει κατ' άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. σε επισημάνσεις και παρατηρήσεις ως προς τυχόν εμπεριεχόμενες αντιφάσεις ή άλλα ελαττώματα στην ως άνω κριθείσα αναγνωστέα προανακριτική μαρτυρική κατάθεση, στην οποία εξ άλλου δεν στηρίχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας αποκλειστικά για την κρίση του περί ενοχής του αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο εξ αιτίας παραβιάσεως των προαναφερθεισών διατάξεων που αφορούν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των παρεχομένων σ' αυτόν δικαιωμάτων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ως προς το υποβληθέν στην δίκη κατ' έφεση από τον ήδη αναιρεσείοντα δια του συνηγόρου υπερασπίσεως του μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας αίτημα να κλητευθεί και να εξετασθεί ως μάρτυρας η μη εμφανισθείσα στη δίκη στον πρώτο βαθμό παθούσα παρατηρούνται τα εξής: Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπαρχούσης στη δικογραφία υπ' αριθμό 29, 30, 87, 88, 90/2011 αποφάσεις του πρωτοδίκως δικάσαντος Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών και των ενσωματωμένων σ' αυτή πρακτικών η παθούσα I.-I. A.A είχε κλητευθεί στο ακροατήριο του ως άνω Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να εξετασθεί ως μάρτυρας και μετά τη διαπίστωση ότι δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθεί στην τελευταία γνωστή στις Ελληνικές και Ρουμάνικες Αρχές κατοικία της για να της επιδοθεί η κλήση αλλά ότι βρισκόταν στις Η.Π.Α. χωρίς να προκύψει κάποια συγκεκριμένη διεύθυνσή της εκεί, ανεγνώσθη και πρωτοδίκως η κατά την προδικασία δοθείσα ένορκη κατάθεσή της παρά τις διατυπωθείσες εκ μέρους του κατηγορουμένου αντιρρήσεις, λόγω του ανεφίκτου της εμφανίσεώς της. Έτσι, δεν συμπεριελήφθη η ως άνω παθούσα, στα πρόσωπα που κάλεσε, κατ' άρθρο 500 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας Εφετών να εξετασθούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο στη δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου ούτε στους μάρτυρες που κατ' άρθρο 327 παρ. 2-3 σε συνδυασμό με το άρθρο 500 Κ.Ποιν.Δ. μπορούσε ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος να ζητήσει από τον εισαγγελέα εντός πέντε ημερών από την επίδοση της κλήσεως στον κατηγορούμενο να κλητεύσει σχετική υποχρεωτικά, αφού δεν μπορούσε να αναφέρει στη σχετική αίτηση ο κατηγορούμενος την ακριβή διεύθυνση της παθούσας για να την προτείνει ως μάρτυρα που έπρεπε να κλητευθεί από τον Εισαγγελέα στην κατ' έφεση δίκη. Επί πλέον η κατ' ενάσκηση υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του κατ' έφεση δικάζοντος δικαστηρίου υποβολή αιτήματος κλητεύσεως της παθούσας για να εξετασθεί ενώπιον αυτού ως μάρτυρος της οποίας η κατάθεση θεωρείται ουσιώδης υπό την έννοια αιτήματος δυνάμενου να ικανοποιηθεί με αναβολή ή διακοπή της δίκης για νέες αποδείξεις κατ' άρθρο 352 παρ. 3 σε συνδυασμό με την διάταξη της παρ. 2 του ιδίου άρθρου και εκείνες του άρθρου 349 προϋπέθετε να είναι γνωστή η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής της παθούσας, καθόσον στην κατ' έφεση δίκη δεν εφαρμόζεται όπως προκύπτει από τα οριζόμενα στο άρθρο 502 παρ. 1 εδάφ. δ' Κ.Ποιν.Δ., η διάταξη του άρθρου 353 ιδίου Κώδικα κατά το οποίο αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη

οποίου η μαρτυρία είναι αναγκαία μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του. Κατ' ακολουθίαν αυτών και του ότι δεν αποτελούσε προσδιορισμό της διευθύνσεως κατοικίας διαμονής της παθούσης για να κλητευθεί ως μάρτυρας και με επιχείρηση επίδοσης της κλήσεως σε συγγενικά της πρόσωπα στην προηγούμενη διεύθυνση της στο... η επίκληση από τον συνήγορο υπερασπίσεως του ήδη αναιρεσείοντος στην δίκη κατ' έφεση ότι "ανεξάρτητα από την απουσία της από την κατοικία της κατά τη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μπορεί να επέστρεψε" αιτιολογημένα απορρίφθηκε από το δικάσαν Εφετείο το εν λόγω αίτημα του κατηγορουμένου περί κλητεύσεως της παθούσης για να εξετασθεί ως μάρτυρας ενώπιον αυτού μετά τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις και τη βεβαίωση διαμονής της στο εξωτερικό σε μη γνωστή διεύθυνση αλλά εδικαιολογείτο η ανάγνωση της κατά την προδικασία ενόρκου καταθέσεως αυτής λόγω ανεφίκτου της εμφανίσεως αυτής. Έτσι κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια με το να απορρίψει το αίτημα αυτό περί κλητεύσεως της παθούσης να εμφανισθεί ενώπιον του για να εξετασθεί κατ' ενάσκηση δικαιωμάτων του από το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ και από το άρθρο 14 παρ.3 εδ. ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια αυτή είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 364 Κ.Ποιν.Δ. στο ακροατήριο διαβιβάζονται τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους καθώς και τα πρακτικά της ιδίας Ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί όπως και τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 171 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η ανάγνωση και λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας αποφάσεως επί άλλης ποινικής δίκης ή και εγγράφων άλλης δίκης χωρίς να έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και χωρίς προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ότι είναι κρίσιμη η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα και κατά της αναγνώσεως των οποίων δεν προβλήθηκε εναντίωση από τον κατηγορούμενο δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού δεν στερείται ο κατηγορούμενος από το δικαίωμά του να προβεί κατ' άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις για τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Συνεπώς, η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας και η εκτίμηση των αναφερομένων στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του ως αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων της Ελληνικής Αστυνομίας - Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων - Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών περί υποβολής δικογραφιών προς τον Εισαγγελέα Πλημ/των Αθηνών και προς τον Εισαγγελέα Πλημ/των Πειραιά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα συμμετοχής του ήδη αναιρεσείοντος στην αξιόποινη πράξη της εμπορίας ανθρώπων από την, και κατά το παρελθόν, εμπλοκή του σε υποθέσεις παράνομης διακινήσεως αλλοδαπών προς παράνομη τακτοποίησή των στην Ελλάδα κατά οργανωμένο και επαγγελματικό τρόπο και μαζί με τον αδελφό του και αντλώντας χρηματικά οφέλη δεν προκάλεσε ουδεμία ακυρότητα από το ότι τα έγγραφα αυτά προέρχονται από δικογραφίες επί των οποίων δεν προκύπτει ότι έχει

του εγκλήματος ως κατ' επάγγελμα τελεσθέντος δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη καταδίκη του δράστη για την επανειλημμένη τέλεση των άλλων ομοίων προς την αξιόποινη δράση που του αποδίδεται. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με το να λάβει υπόψη του τις παραπάνω αναφορές των Αστυνομικών Αρχών προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα και να στηρίξει στα διαλαμβανόμενα σε αυτές για παρόμοια παράνομη δραστηριότητα του ήδη αναιρεσείοντος την κρίση του που δικαιολογούσε την επίταση της τιμωρίας της αποδιδόμενης αξιοποίνου πράξεως ως κατ' επάγγελμα τελεσθείσης δεν προήλθε σε αξιολόγηση της πορείας των υποθέσεων στις οποίες αναφέρονταν τα ως άνω αναγνωσθέντα έγγραφα υποβολής δικογραφιών πριν κριθεί ένοχος για εκείνες ούτε ήταν υποχρεωμένο για να λάβει υπόψη του τα ως άνω έγγραφα να ελέγξει αν είχε ασκηθεί σε βάρος του ως δράστη ποινική δίωξη και αν είχε παραπεμφθεί ή όχι για αυτές τις άλλες κατηγορίες στο ακροατήριο. Έτσι δεν εθίγη ούτε το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου που κατοχυρώνεται με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και με το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα σύμφωνα με τα οποία κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων από το δικαστήριο της ουσίας χωρίς να προβληθεί καμία αντίρρηση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης για την ανάγνωσή των. Επομένως ο επί των αντιθέτων αιτιάσεων του αναιρεσείοντος στηριζόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του ως κατηγορουμένου ως προς την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για την κατ' επάγγελμα τέλεση της αποδοθείσης αξιοποίνου πράξεως εκ μέρους του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 2 εδ. α' και β' του Κ.Ποιν.Δ. το δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά με ευθύνη του αρμοδίου γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο, ο οποίος αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως του δικαστηρίου γενομένης ειδικής μνείας, στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου σε αδιαφανή φάκελο εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο. Εξ άλλου κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' Κ.Ποιν.Δ. επιφέρει απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απαγόρευση της προσβάσεως στο περιεχόμενο του δελτίου ποινικού μητρώου μέχρι την κήρυξη του κατηγορουμένου ως ενόχου, αποσκοπεί στο σχηματισμό καθαρής δικαστικής πεποιθήσεως που θα στηρίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως και εντάσσεται στις διατάξεις που προστατεύουν τον κατηγορούμενο στην άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων με την αποφυγή της αποδεικτικής αξιοποιήσεως σε βάρος του προηγουμένων καταδικαστικών αποφάσεων έτσι ώστε, η παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 577 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. με την αποσφράγιση και ανάγνωση του δελτίου ποινικού μητρώου πριν από την περί ενοχής απόφαση του δικαστηρίου να συνεπάγεται κατ' αρχήν απόλυτη ακυρότητα. Η απαγόρευση του άρθρου 577 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. δεν εμποδίζει την εκ μέρους του

μη ύπαρξη καταδίκης του για άλλη αξιόποινη πράξη την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως οπότε ως εκ του ότι ο ίδιος επιθυμεί την γνωστοποίηση του περιεχομένου του ποινικού του μητρώου η προστατευτική για την υπεράσπισή του λειτουργία της πιο πάνω διατάξεως κάμπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο μετά την απαγγελία της αποφάσεως για την ενοχή του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων και μετά την απόφαση για αναγνώριση υπέρ αυτού του ελαφρυντικού από το άρθρο 84 παρ. 2 εδάφ. ε' Π.Κ. ανέγνωσε το ποινικό μητρώο του που ήταν στη δικογραφία προ της απαγγελίας της αποφάσεως επί της επιβληθείσης σ' αυτόν ποινής καθείρξεως. Αυτά που αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως επί της ενοχής του κατηγορουμένου ως προς το ότι μετά την απόφαση επ' αυτής και πριν την απόφαση επί της ποινής, προέκυψε, από την ανάγνωση του ποινικού μητρώου ότι, με την υπ' αριθμ. 94/10.1.2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάστηκε αμετάκλητα για την άδικη πράξη της μαστροπείας κατά συναυτουργία σε ποινή φυλάκισης δύο ετών μετατραπείσα σε χρηματική και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ δεν υποδηλώνουν ότι αντίθετα προς όσα αναφέρονται στα πρακτικά διαβάστηκε το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου πριν την κατάρτιση και δημοσίευση στο ακροατήριο του από το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο της αποφάσεως επί της ενοχής, αφού ούτε αφορούν σε παραδοχή περιστατικών στα οποία να στήριξε την κρίση του για σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου για την διαφορετική από το έγκλημα της μαστροπείας πράξη του άρθρου 323 Α' του Π.Κ. υπό την επιβαρυντική περίπτωση της περιπτώσεως β' της παραγράφου 4 αυτού, όπως εσφαλμένα ο ήδη αναιρεσείων υπολαμβάνει. Επομένως υπό τα άνω αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της δεν προκύπτει αποσφράγιση του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου στην κατ' έφεση δίκη πριν από την απόφαση περί ενοχής του αλλά ότι αναγνώσθηκε αυτό κατά το στάδιο προ της επιβολής της καταγνωσθείσης ποινής που επηρεαζόταν ως προς το μέγεθος της και από την κατόπιν αιτήματος της υπερασπίσεως του αναγνώριση υπέρ του κατηγορουμένου του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς του για ικανό διάστημα μετά την πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Έτσι, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα συνισταμένη στο ότι ήταν αποσφραγισμένος ο φάκελος που περιείχε το ποινικό μητρώο του και ήταν προσβάσιμο καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης κατ' έφεση και ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο για την κρίση του περί της κατ' επάγγελμα τελέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε η πρωτόδικη απόφαση συνολικά, η υπόθεση επανέρχεται στο Εφετείο για κατ' ουσία έρευνα στην στάση πριν από την έκδοση της πρωτοδίκου αποφάσεως με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά συνέπεια κάθε ακυρότητα ή άλλη πλημμέλεια της πρωτοδίκου αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου διότι μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση παύει να ισχύει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επανεξετάζει την υπόθεση ως προς τη νομική και

View this page in: English Translate Options Συνεπώς, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο που δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ως παραδεκτώς ασκηθείσα την από 8/2/2011 έφεση του κατηγορουμένου κατά της προαναφερθείσης καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών δεν ήταν υποχρεωμένο να αποφανθεί για οποιαδήποτε πλημμέλεια ή για ακυρότητα κατά τη δίκη στον πρώτο βαθμό από μη τήρηση διατάξεων σε σχέση με την μη εισαγωγή της υποθέσεως προς εκδίκαση και για τον έτερο συγκατηγορούμενο Γ. Γ. ή Γ. που είχε συμπαραπεμφθεί για την ίδια πράξη στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου με το 2365/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατά την δικάσιμο της 14/1/2011 κατά την οποία άρχισε να συνεδριάζει το ως άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση λόγω της τροποποιήσεως που είχε επέλθει με το άρθρο 21 ν.3904/2010 στο άρθρο 432 Κ.Ποιν.Δ., όπως ισχυρίζεται με την ένδικη αίτηση ο αναιρεσείων, χωρίς να προκύπτει ούτε από τα πρακτικά της πρωτοδίκου αποφάσεως, ούτε από την έφεση αλλά ούτε και από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι υπεβλήθη τέτοιος ισχυρισμός εκ μέρους αυτού ή του συνηγόρου υπερασπίσεως του πρωτοδίκως ή με την έφεση και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Εξ άλλου η μη εισαγωγή της υποθέσεως προς εκδίκαση και για τον έτερο ανωτέρω κατηγορούμενο Γ. Γ. ή Γ. στην ως άνω δικάσιμο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι θα είχε κληθεί να εμφανισθεί κατ' εκείνη τη δικάσιμο στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ο εν λόγω συγκατηγορούμενος του ήδη αναιρεσείοντος και δεν εδημιουργείτο από τη μη εισαγωγή της υποθέσεως και για τον παραπάνω συγκατηγορούμενο προς συνεκδίκαση ακυρότητα και δη τέτοια που να καθιστά απολύτως άκυρες όλες τις ένεκα της παραλείψεως αυτής πράξεις της κυρίας ποινικής διαδικασίας ως προς τον αναιρεσείοντακατηγορούμενο που δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο υπερασπιστικό δικαίωμά του που να παραβιάστηκε. Επομένως και ο επί των αντιθέτων αιτιάσεων του αναιρεσείοντος στηριζόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση κατ' ουσία και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.9.2012 δήλωση-αίτηση του Σ. Τ. του Γ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής για αναίρεση της 212, 213, 214, 215/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Μαΐου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ << Επιστροφή