Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]"

Transcript

1

2 Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

3 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Επανάληψη της διαδικασίας Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου. Αριθµός απόφασης: 757 Έτος: Επανάληψη διαδικασίας σε όφελος του καταδικασµένου. - Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠ : "Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται, προς το συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα, µόνο στις εξής περιπτώσεις: 1) αν δυο άνθρωποι καταδικάσθηκαν για την ίδια πράξη µε δυο διαφορετικές αποφάσεις και γίνεται αναµφισβήτητα φανερό από τη σύγκρισή τους ότι ένας από τους δυο είναι αθώος 2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµιστεί προηγουµένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε 3) αν, βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουµένου ψευδείς καταθέσεις µαρτύρων ή γνωµοδοτήσεις πραγµατογνωµόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή πειστήρια, τα οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψη στη διαδικασία του ακροατηρίου, ή δωροληψία ή άλλη από πρόθεση παράβαση καθήκοντος του δικαστή που απάγγειλε την καταδίκη4) αν µετά την αµετάκλητη καταδίκη αποδείχθηκε ότι ο καταδικασµένος αθωώθηκε µε άλλη αµετάκλητη απόφαση ή βούλευµα 5) αν µε απόφαση του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρµόσθηκε". ΚΠ : 525, 527, 528, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 1018 Έτος: Αγοορανοµικά αδικήµατα. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά το άρθρο 31 παρ. 4 του Αγορανοµικού Κώδικα (Ν 136/1946) µε φυλάκιση και µε χρηµατική ποινή τιµωρείται όποιος εκτός από την περίπτωση του άρθρου 281 ΠΚ παραποιεί ή νοθεύει τρόφιµα και γενικά είδη βιοτικών αναγκών που προορίζονται για εµπορία. Η από το δράστη πώληση, θέση σε κυκλοφορία ή κατοχή προς πώληση ή χρήση του κοινού τέτοιων αντικειµένων αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση. Μετά την κατάργηση µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 1401/1983 της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Αγορανοµικού Κώδικα (όπως είχε αντικατασταθεί µε το άρθρο 11 του Ν. 802/1978), που καθιέρωνε την ποινική ευθύνη των συµβατικώς οριζοµένων ως αγορανοµικώς υπευθύνων των επιχειρήσεων, σύµφωνα µε την ισχύουσα παράγραφο 1 του άρθρου 36 του άνω Ν 136/1946, για κάθε παράβαση των διατάξεων του εν λόγω διατάγµατος και των εις εκτέλεση αυτού διατάξεων, που γίνεται στα ξενοδοχεία φαγητού και ύπνου, τα εστιατόρια κάθε είδους και στα εκεί αναφερόµενα λοιπά καταστήµατα, εργοστάσια και εργαστήρια και

4 δηµόσια κέντρα τιµωρούνται ως αυτουργοί "ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης του εστιατορίου ή ξενοδοχείου και λοιπών καταστηµάτων, εργοστασίων, εργαστηρίων κ.λ.π.". - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής, των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για την παράβαση του άρθρου 31 παρ. 4 του Ν 136/1946 απαιτείται να εκτίθεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούµενος είχε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως µία από τις τρεις αναφερόµενες στο άρθρο 36 παρ. 1 του άνω Ν ιδιότητες καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και προσδίδουν σ' αυτόν µια από τις άνω ιδιότητες, ιδιαιτέρως όταν η επιχείρηση δεν είναι ατοµική (τον κατηγορούµενο) αλλά ανήκει σε νοµικό πρόσωπο. ΠΚ: 281, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Ν : 136/1946, άρθ. 36, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση Αριθµός απόφασης: 1124 Έτος: Ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεµη ψυχική κατάσταση (άρθρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 299 παρ. 1 ΠΚ). Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας του βουλεύµατος. Αναιρείται το προσβαλλόµενο βούλευµα. - Η απαιτούµενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία του βουλεύµατος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, υπάρχει όταν το Συµβούλιο εκθέτει µε σαφήνεια και πληρότητα στο αιτιολογικό του ή και σε συνδυασµό µε το διατακτικό του τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο παραπέµπεται ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις βάσει των οποίων έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία κατά του κατηγορουµένου για τη συγκεκριµένη πράξη. Ειδικά όσον αφορά τα αποδεικτικά µέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται απλώς κατά κατηγορία, χωρίς να απαιτείται, αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα απ' αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η συγκριτική στάθµιση και αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων µεταξύ τους. Πρέπει όµως να προκύπτει από το βούλευµα ότι το Συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνο µερικά από αυτά, για να καταλήξει στην επί της ουσίας κρίση του. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας στο παραπεµπτικό βούλευµα είναι επιτρεπτή η [4]

5 αναφορά στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα πρόταση του Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών. ΚΠ : 1, 14, 18, 26, 27, 299, ΚΠ : 484, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 1511 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εργασία σε εργοτάξια. ΕΗ. Μέτρα ασφαλείας. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, ενώ κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδάφ. α' του ΠΚ, "όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών µε εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αµέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση των αδικηµάτων της ανθρωποκτονίας από αµέλεια και της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός, ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, της ανθρωποκτονίας και της σωµατικής βλάβης, αντίστοιχα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. - Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ή της σωµατικής βλάβης, κατά περίπτωση, ως εγκληµάτων που τελούνται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ. Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων, που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Σ' αυτή την περίπτωση, παπό την αποθεωταπόρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδροµή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. [5]

6 - Με τις διατάξεις των άρθρων 78 εδάφ. α', β', γ', δ' και 79 του Π 1073/12/ "Περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε εργοτάξια οικοδοµών και κάθε φύσεως έργων αρµοδιότητος πολιτικού µηχανικού", καθορίζονται λεπτοµερώς τα µέτρα ασφαλείας για την πρόληψη ατυχηµάτων από άµεση ή έµµεση επαφή ή προσέγγιση σε δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάση. Ειδικότερα, κατά τις ως άνω διατάξεις πρέπει να λαµβάνονται από τους εκτελούντες το έργο και τον επιβλέποντα τούτο µηχανικό όλα τα επιβαλλόµενα µέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζόµενων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσης τους. Οι µεταφορές, χειρονακτικές ή µη, σιδηροπλισµού, σωλήνων, κιγκλιδωµάτων κ.ά. και οι εγκαταστάσεις µηχανηµάτων, τροχιών αναβατήρων, πυραύλων κ.ά. ως και οι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέµατος πραγµατοποιούνται µακρυά από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσης. Σε περιοχές που υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήµατα-µηχανήµατα, γερανοί, εκσκαφείς κλπ. λαµβάνονται πέραν των ως άνω και µετά από έγγραφη έγκριση της ΕΗ, πρόσθετα ειδικά µέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών µέτρων αναφέρονται, η καταβίβαση του ιστού (µπούµας), η κατασκευή ξύλινων προστατευτικών πλαισίων σε σηµεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραµµών κ.ά. Οποιαδήποτε απαιτούµενη επέµβαση στα δίκτυα της ΕΗ όπως ανύψωση, διακοπή ρεύµατος κλπ.) πραγµατοποιείται µόνο από αυτή, µετά από έγγραφη αίτηση του ενδιαφεροµένου. Αν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύµατος, ειδοποιείται εγγράφως από τον εκτελούντα το έργο, πριν την έναρξη των εργασιών, η αρµόδια υπηρεσία της ΕΗ. Τα µέτρα ασφαλείας τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού από τη ΕΗ, τον εκτελούντα το έργο και τον επιβλέποντα τούτο Μηχανικό. Μετά δε την έγγραφη έγκριση της αρµόδιας υπηρεσίας της ΕΗ λαµβάνονται όλα τα κατά περίπτωση ενδεικνυόµενα περαιτέρω προστατευτικά µέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωµάτων. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα αυτά. εν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ λόγο αναίρεσης αποτελεί η εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει επίσης λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής [6]

7 ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 15, 28, 84, 302, 314, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ παρ. 1 στοιχ. Ε, Π : 1073/1981, άρθ. 78, 79, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 1914 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Από το συνδυασµό της διάταξης αυτής µε εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αµέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε µέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων και αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όµως η αµέλεια δεν συνίσταται σε ορισµένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συµπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσµατος, τότε για τη θεµελίωση της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, ως εγκλήµατος που τελείται µε παράλειψη, απαιτείται η συνδροµή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόµος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισµένο αποτέλεσµα, η µη αποτροπή του, τιµωρείται όπως η πρόκλησή του µε ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος. Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρµογής της, είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεµπόδιση του αποτελέσµατος, για την επέλευση του οποίου ο νόµος απειλεί ορισµένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή µπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόµου ή από σύµπλεγµα νοµικών καθηκόντων που συνδέονται µε ορισµένη έννοµη σχέση του υπόχρεου ή από σύµβαση ή από ορισµένη συµπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δηµιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος. Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδροµή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας [7]

8 δικαίου, από τον οποίο πηγάζει. Περαιτέρω, στα άρθρα 2 έως 15 του Π 778/1980 "µέτρα ασφάλειας κατά την εκτέλεση οικοδοµικών εργασιών", προβλέπεται, στα πλαίσια λήψης µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδοµικών εργασιών, η χρήση ικριωµάτων (σταθερών, κινητών, µεταλλικών, ξύλινων κλπ) και ο τρόπος κατασκευής και τοποθέτησής τους στην ανεγειρόµενη οικοδοµή, ενώ στο άρθρο 17 παρ. 1 ορίζεται ότι τα πέρατα των ξυλοτύπων και πλακών πρέπει να εξασφαλίζονται µε ανθεκτικά προσωρινά κιγκλιδώµατα και θωράκια ή µε δίκτυα, να ελέγχονται περιοδικά ως προς την αντοχή τους και να αποξηλώνονται µετά το πέρας των εργασιών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του ίδιου Π, άπαντα τα ικριώµατα επιθεωρούvται υπό του επιβλέποντος µηχανικού? α) προ της εγκαταστάσεως εκάστου συνεργείου και β) άπαξ της εβδοµάδας. Εξάλλου, στο άρθρο 7 του Ν. 1396/1983 "µέτρα ασφάλειας σε οικοδοµές και σε ιδιωτικά έργα" προβλέπονται οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος µηχανικού, µεταξύ των οποίων είναι και η επίβλεψη της εφαρµογής της µελέτης µέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόµου αυτού και να δίνει τις σχετικές οδηγίες. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες προβλέπουν ειδικώς και τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος µηχανικού οικοδοµικού έργου, αναφορικά µε τα µέτρα ασφαλείας, συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές συνίστανται στην επίβλεψη της εφαρµογής της µελέτης µέτρων ασφαλείας και εξειδικεύονται περαιτέρω στην επιθεώρηση των ικριωµάτων πριν από την εγκατάσταση κάθε συνεργείου στην ανεγειρόµενη οικοδοµή και στη συνέχεια περιοδικά µία φορά την εβδοµάδα. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγµατι έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠοιν, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαµβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση µε σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριµένο τρόπο τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του ικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε µεταξύ της [8]

9 αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρµογή του νόµου. ΠΚ: 15, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 793 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Έννοια αµέλειας. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Πραγµατογνωµοσύνη. - Κατά µεν το άρθρο 302 παρ.1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αµέλεια τον θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, κατά δε το άρθρο 314 παρ. 1α ΠΚ, όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών Περαιτέρω κατά το άρθρο 28 του ιδίου Κώδικα, από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια, αφενός και της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, αφετέρου, απαιτείται να διαπιστωθεί ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγµάτων και τη λογική και ότι είχε τη δυνατότητα, µε τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε τη πράξη ή παράλειψή του. - Η αµέλεια, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 ΠΚ, διακρίνεται σε µη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποίαν προέβλεψε µεν, ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αποτέλεσµα αυτό, πίστευε όµως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκληµα από αµέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του µε σαφήνεια ποιό από τα δύο είδη της αµέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριµένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό µε σαφήνεια, ή δέχεται και τα δύο είδη, δηµιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή µη εφαρµογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη [9]

10 που εφαρµόστηκε. Σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνον από αυτά. Η αιτιολογία, της αποφάσεως παραδεκτά συµπληρώνεται από το διατακτικό της, µαζί µε το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο, ενώ δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τα αποδεικτικά, όµως, µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από το καθένα. - Η κατά το άρθρο 178 ΚΠ απαρίθµηση των αποδεικτικών µέσων είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα, περιλαµβάνει δε, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό µέσο, την πραγµατογνωµοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή µετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού µέσου η κατά το άρθρο 178 ΚΠ πραγµατογνωµοσύνη πρέπει να µνηµονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, προκειµένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Για την πληρότητα, όµως, της αιτιολογίας, δεν είναι απαραίτητη ειδική µνεία και ιδιαίτερη αξιολόγηση της πραγµατογνωµοσύνης, όταν το συµπέρασµά της δεν αντιτίθεται στο αποδεικτικό πόρισµα της προσβαλλόµενης απόφασης. ΠΚ: 28, 302, 314, ΚΠ : 178, 183, 510 παρ. 1, 510 παρ. 1 Ε, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 1106 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από το συνδυασµό της διατάξεως του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι όποιος από αµέλεια επιφέρει το θάνατο άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, προς τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, στην οποία ορίζεται ότι από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν, συνάγεται ότι προς θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται: α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις να καταβάλει µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την ποινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων πείρα και λογική, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα, µε βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλµατός [10]

11 του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσης προσοχής, είτε δεν πρόβλεψε είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε. - Λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ συνιστά και η εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει και όταν η παραβίαση της εν λόγω διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής της εφαρµοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 28, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 902 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. - Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αµέλεια το θάνατο άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών", κατά δε το άρθρο 28 ΠΚ "από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας και της σωµατικής βλάβης από αµέλεια απαιτείται: α) να µην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόµενη κατ' αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγµατικές περιστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, πείρα και λογική, β) να µπορούσε ο δράστης, σύµφωνα µε τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλµατος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόµενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε, όµως, ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε, µε την έννοια ότι η ενέργεια ή παράλειψη του δράστη είναι χαρακτηριστέα ως αιτία του αποτελέσµατος, έστω και αν συγχρόνως ή µεταγενεστέρως συνέτρεξε προς παραγωγή του και άλλη ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη, χωρίς την οποία δεν θα επήρχετο τούτο. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην µη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. ΠΚ: 302, [11]

12 ΠΚ: 302, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 1188 Έτος: Ανθρωποκτονία από αµέλεια. ιακρίσεις αµέλειας. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ανθρωποκτονίας από αµέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την συνήθη πορεία των πραγµάτων και τη λογική, αφετέρου δε ότι είχε τη δυνατότητα, µε τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε την πράξη ή την παράλειψή του. - Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 28 ΠΚ, η αµέλεια διακρίνεται σε µη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του και σε ευσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε µεν ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει το αποτέλεσµα αυτό, επίστευε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκληµα από αµέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του µε σαφήνεια ποιο από τα είδη αµέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριµένη περίπτωση, γιατί, αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη, δηµιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή µη εφαρµογή της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται απ' αυτό λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν. ΠΚ: 28, 302, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ανυποταξία Αριθµός απόφασης: 228 Έτος: Ανυποταξία. Αρµοδιότητα ποινικών δικαστηρίων.εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. - Στο άρθρο 57 του Ν. 3421/2005, που ρυθµίζει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στρατευσίµων, ανυποτάκτων και οπλιτών, που έχουν συµπληρώσει το τριακοστό πέµπτο έτος της ηλικίας τους, ορίζονται τα εξής "1. Οσοι συµπληρώνουν το τριακοστό πέµπτο έτος της ηλικίας τους µπορούν να εξαγοράσουν το υπόλοιπο των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, εφόσον έχουν καταταγεί ή θα καταταγούν στις Ένοπλες υνάµεις και αφού προηγουµένως εκπληρώσουν ενόπλως στρατεύσιµη στρατιωτική υποχρέωση τουλάχιστον ενός (1) µήνα Όσοι διατελούν σε [12]

13 λιποταξία υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού µετά τη διακοπή της, σύµφωνα µε τις κείµενες διατάξεις. 4. Οσοι από τους αναφεροµένους στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διετέλεσαν οποτεδήποτε ή διατελούν σε ανυποταξία, µε την κατάταξή τους στις Ένοπλες υνάµεις εξαιρούνται από την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ανυπότακτοι. 5. Το αξιόποινο της ανυποταξίας των παραπάνω εξαλείφεται µε παραγραφή και αίρονται όλες οι σχετικές συνέπειες. Οι δικογραφίες για τις ανυποταξίες τίθενται στο αρχείο µε πράξεις του εισαγγελέα του αρµόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου. 6. Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται όσοι είτε µε τη χρήση πλαστών δικαιολογητικών είτε µε οποιονδήποτε άλλον τρόπο προκάλεσαν ή προκαλούν την έκδοση παράνοµων διοικητικών πράξεων, προκειµένου να παρατείνουν την παραµονή τους εκτός των τάξεων των Ενόπλων υνάµεων ή να αποφύγουν την υποχρέωση στράτευσής τους. 7. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άµυνας, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άµυνας και δηµοσιεύεται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται το ακριβές χρονικό διάστηµα της στρατεύσιµης στρατιωτικής υποχρέωσης που πρέπει να εκπληρώσουν οι ενδιαφερόµενοι, ο τρόπος και η διαδικασία κατάταξης και στρατολογικής τακτοποίησης των αναφεροµένων στις προηγούµενες παραγράφους, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου αυτού, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή του...". Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει ότι, για όσους κηρύχθηκαν ανυπότακτοι, προϋπόθεση για να εξαιρεθούν από τις προσκλήσεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ανυπότακτοι και να εξαλειφθεί µε παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως της ανυποταξίας, δεν είναι µόνο η συµπλήρωση του 35ου έτους της ηλικίας τους, η κατάταξη αυτών στις Ένοπλες υνάµεις και η εκπλήρωση ένοπλης στρατεύσιµης στρατιωτικής υποχρέωσης τουλάχιστον ενός (1) µήνα. Απαιτείται, επιπλέον, και η εξαγορά του υπόλοιπου των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, εξαγορά η οποία γίνεται εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις και διαδικασίες που ορίζονται στην παράγραφο 7 της πιο πάνω διατάξεως και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρµογής της παραγράφου 6 της αυτής διατάξεως. Για να εξαλειφθεί, εποµένως, µε παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως της ανυποταξίας, πρέπει προηγουµένως να έχει επέλθει η πλήρης στρατολογική τακτοποίηση εκείνου που κηρύχθηκε ανυπότακτος, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στις πιο πάνω διατάξεις. Την συνδροµή των προϋποθέσεων αυτών ο αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε ούτε ενώπιον του πρωτοβαθµίου ούτε ενώπιον του δευτεροβαθµίου ικαστηρίου, αλλά, για πρώτη φορά, ενώπιον του Αρείου Πάγου, και, µε τους προσθέτους αυτού λόγους αναίρεσης, ζήτησε την υπαγωγή του στις πιο πάνω διατάξεις, επικαλούµενος ανάλογη εφαρµογή των πιο πάνω διατάξεων, υποστηρίζοντας, αβασίµως, κατά τα προαναφερόµενα, ότι αρκεί προς τούτο ότι συµπλήρωσε κατά την διάρκεια της θητείας του το 35ο έτος της ηλικίας του. Οι ρυθµίσεις δε αυτές, που παρέχουν το δικαίωµα υπαγωγής στις πιο πάνω διατάξεις όσους εξαγοράσουν το υπόλοιπο της θητείας τους, αφού προηγουµένως ακολουθήσουν την οριζόµενη προς τούτο διαδικασία, ουδόλως παραβιάζουν την από την διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγµατος αρχή της ισότητας, µε το να µην υπάγουν σ' αυτές και άλλες κατηγορίες ανυποτάκτων, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Εποµένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως της κρινόµενης αιτήσεως, µε τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις, για εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου, δεν είναι βάσιµος. - Κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του Συντάγµατος, "στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιµωρία των εγκληµάτων και η λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόµοι, ενώ, κατά την παρ. 4 στοιχ.α του ίδιου άρθρου, "ειδικοί νόµοι ορίζουν τα σχετικά µε τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρµοδιότητα των [13]

14 οποίων δεν µπορεί να υπαχθούν ιδιώτες". Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ.3 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν. 2287/95), "Κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος, που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξή του και πριν ακόµη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι στρατιωτικοί από την ορκωµοσία τους. Επίσης, στρατιωτικός είναι και όποιος καλείται νόµιµα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσµίας προς κατάταξη. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρµόζεται όµως σε αυτόν µόνο όσον αφορά το έγκληµα της ανυποταξίας". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν θα έχουν σε καµία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων ιδιωτών, η έννοια όµως του στρατιωτικού δίδεται από το νόµο και συγκεκριµένα από την προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ΣΠΚ. Σύµφωνα δε µε τη γενόµενη στη διάταξη αυτή ρύθµιση, είναι στρατιωτικός από τη λήξη της προθεσµίας για κατάταξη, όποιος καλείται νόµιµα να καταταγεί, αλλά o ΣΠΚ εφαρµόζεται µόνο στην περίπτωση εκείνη που τελείται το έγκληµα της ανυποταξίας. Συνεπώς, αν κάποιος, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις ένοπλες δυνάµεις, δεν εµφανίζεται την ορισµένη ηµεροµηνία στη µονάδα κατάταξης, από την ηµεροµηνία αυτή θεωρείται στρατιωτικός και το αδίκηµα της ανυποταξίας που διέπραξε εκδικάζεται από τα αρµόδια στρατιωτικά δικαστήρια. Η ρύθµιση δε αυτή δεν αντίκειται στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγµατος, αλλά ούτε στις διατάξεις των άρθρου 4 παρ.1 και 8 αυτού ή του άρθρου 6 της ΕΣ Α, αφού, αυτός που καλείται νόµιµα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσµίας προς κατάταξη, θεωρείται ότι είναι στρατιωτικός και όχι ιδιώτης. Είναι δε εύλογο να προσδίδει ο νόµος την ιδιότητα του στρατιωτικού στην πιο πάνω περίπτωση, διαφορετικά η κτήση της ιδιότητας αυτής θα εξαρτάτο από τη βούληση του στρατεύσιµου να εµφανισθεί στο στράτευµα προκειµένου να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Εποµένως, είναι αβάσιµες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ο οποίος, µε την προσβαλλόµενη απόφαση καταδικάστηκε, από το Τριµελές Αναθεωρητικό ικαστήριο Αθηνών, για ανυποταξία, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων µηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία χρόνια, και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η περ.α του ΚΠ και 211 ΣΠΚ, πρώτος λόγος αναίρεσης, όπως εκτιµάται, για υπέρβαση εξουσίας, κατά τον οποίο το ικαστήριο αποφάνθηκε για υπόθεση για την οποία δεν είχε, κατά το Σύνταγµα, δικαιοδοσία, είναι αβάσιµος και πρέπει να απορριφθεί. - Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠ (211 ΣΠΚ), λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει και όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ. Ε, 510 παρ.1 στοιχ. H, Νόµοι: 2287/1995, αρθ. 17, Νόµοι: 3421/2005, άρθ. 57, ηµοσίευση: INLAW 2008 [14]

15 Αδικήµατα - Ανυποταξία Αριθµός απόφασης: 694 Έτος: Ανυποταξία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 32 περ. α' του ΣΠΚ (Ν. 2287/1995) "όποιος κηρύσσεται ανυπότακτος, σύµφωνα µε το νόµο για τη στρατολογία, τιµωρείται, σε ειρηνική περίοδο, µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών". Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 1763/1988 "Στρατολογία των Ελλήνων", σε συνδυασµό µε το άρθρο 3 του Ν. 3036/2002, "ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις, δεν εµφανίζονται στις ορισµένες ηµεροµηνίες ή προθεσµίες στις µονάδες κατάταξης, η δε ανυποταξία αρχίζει από την εποµένη της τελευταίας ηµεροµηνίας κατατάξεως και διακόπτεται µε τη συµπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας του δράστη, µε την κατάταξή τους στις Ένοπλες υνάµεις, µε τη σύλληψη του ανυπότακτου, µε την παρουσίασή του στην αρµόδια στρατιωτική ή αστυνοµική αρχή, καθώς και µε την κρίση του ανυπότακτου ως ακατάλληλου για στράτευση ή µε την χορήγηση αναβολής κατατάξεως για λόγους υγείας από την αρµόδια υγειονοµική επιτροπή των Ενόπλων υνάµεων". Από τον συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ανυποταξία αποτελεί γνήσιο διαρκές έγκληµα, τελούµενο δια παραλείψεως και η αντικειµενική του υπόσταση, συνίσταται στην "αδράνεια" του στρατευσίµου να προσέλθει, προς κατάταξη, στις αρµόδιες στρατιωτικές αρχές, µέσα στις τασσόµενες προς τούτο προθεσµίες. - Ηαπαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΚΠ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισµοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Περαιτέρω, εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισµένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρµογή της συγκεκριµένης ποινικής διατάξεως ή ακόµη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόµο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση µεταξύ τους ή µε το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόµο και να στερείται έτσι η απόφαση νοµίµου βάσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2287/1995, άρθ. 32, ηµοσίευση: INLAW 2009 [15]

16 Αδικήµατα - Ανυποταξία Αριθµός απόφασης: 1515 Έτος: Ανυποταξία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Το Τριµελές Αναθεωρητικό ικαστήριο, µε την απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούµενο ένοχο της πράξεως της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός(1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές του αυτές, το ικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούµενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγµατος και το άρθρο 139 του Κ.Π., ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, αφού αναφέρει µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήµατος, της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο για την οποία καταδικάστηκε, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νοµικούς συλλογισµούς, µε βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 3, 11, 32 στοιχ. α, 193, 198 παρ.2α, 213 παρ.1 του ΣΠΚ, 51, 53 και 54 του Ν. 3421/2005 και των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1, του Π.Κ, που εφαρµόστηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, µε ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφαση από νόµιµη βάση. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούµενος, που ήταν στρατεύσιµος της κλάσεως του 1995, ενώ κλήθηκε µε την υπ' αριθµό ΧΧΧ Ε ΥΕΘΑ/ΓΕΣ, να προσέλθει στις τάξεις του Στρατού και συγκεκριµένα να καταταγεί στο στρατόπεδο του ΚΕΥΠ την ΧΧΧ, δεν προσήλθε όπως όφειλε µε αποτέλεσµα να κηρυχθεί ανυπότακτος σε ειρηνική περίοδο, από µέχρι την που διακόπηκε η κατάστασή του αυτή, µε την εµφάνισή του στο Φρουραρχείο Αθηνών. Αιτιολογείται, ακόµη, η παραδοχή εκείνη σύµφωνα µε την οποία πρόθεση του κατηγορουµένου, ήταν να αποφύγει την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, και προκειµένου να επιτύχει την οριστική απαλλαγή του από τις τάξεις του Στρατού, προέβη στην κατάρτιση πλαστής ιατρικής γνωµατεύσεως, την οποία προσκόµισε στην Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών, και για την οποία η φερόµενη ως εκδώσασα αυτήν αρχή, διέψευσε, σύµφωνα µε τις παραδοχές της προσβαλλόµενης αποφάσεως, ότι εξέδωσε αντίστοιχη γνωµάτευση, πλην εκείνης, που έτυχε εξάµηνης αναβολής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο απ' αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά. Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή [16]

17 να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως η εν γνώσει ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άµεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισµένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήµατα µε υπερχειλή υποκειµενική υπόσταση). - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλµένη δε ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 514, Νόµοι: 3421/2005, άρθ. 51, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ανυποταξία Αριθµός απόφασης: 2331 Έτος: Ανυποταξία. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Αρµοδιότητα ποινικών δικαστηρίων. - Σύµφωνα µε το άρθρο 32 στοιχ. α' ΣΠΚ (Ν.2287/1995), σε συνδυασµό µε το Π.. 371/2002, δια του οποίου ήρθη η κατάσταση γενικής επιστράτευσης και η χώρα περιήλθε και νοµικά σε κατάσταση ειρήνης, "όποιος κηρύσσεται ανυπότακτος, σύµφωνα µε το νόµο για τη στρατολογία τιµωρείται, σε ειρηνική περίοδο, µε φυλάκιση µέχρι δύο (2) ετών". Σύµφωνα δε, µε το άρθρο 51 παρ.1 του Ν.3421/2005 "Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις", "Ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις, δεν κατατάσσονται στις ορισµένες ηµεροµηνίες ή προθεσµίες στις µονάδες κατάταξης". Στη συνέχεια οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου, καθορίζουν τα της έναρξης και διακοπής του χρόνου της ανυποταξία, η οποία αρχίζει από την εποµένη της τελευταίας ηµεροµηνίας κατατάξεως ή εφόσον ορίζεται προθεσµία κατάταξης από την εποµένη της τελευταίας ηµέρας και διακόπτεται µε τη συµπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας του ανυπότακτου, ή µε την κατάταξή του στις Ένοπλες υνάµεις ή µε τη σύλληψη για ανυποταξία ή µε την παρουσίαση του ανυπότακτου σε στρατιωτική δικαστική αρχή ή στο στρατολογικό γραφείο για τη διακοπή της ανυποταξίας του ή µε την κρίση του ανυπότακτου από την αρµόδια υγειονοµική επιτροπή των Ενόπλων υνάµεων, ως ακαταλλήλου για στράτευση (15) ή τέλος µε την χορήγηση αναβολής κατάταξης για λόγους υγείας. Περαιτέρω, η ανυποταξία συνιστά ένα έγκληµα γνήσιας παράλειψης, το εγκληµατικό νόηµα της οποίας συνίσταται στην αδράνεια του στρατεύσιµου προς την κοινωνικά αναµενόµενη [17]

18 προσέλευσή του στις τάξεις του Στρατού. Για την αντικειµενική στοιχειοθέτησή της απαιτούνται: α) η ύπαρξη σχετικής προς κατάταξη πρόσκλησης και β) η µη εµφάνιση του υπόχρεου εντός των προκαθορισµένων ηµεροµηνιών, ενώ για την υποκειµενική στοιχειοθέτησή της απαιτείται µόνο δόλος, έστω και ενδεχόµενος, που συνίσταται στη γνώση εκ µέρους του υπαιτίου ότι µε βάση την πρόσκληση έχει υποχρέωση κατάταξης σε συγκεκριµένη µονάδα µόνο ορισµένη ηµεροµηνία (ή προθεσµία) και στη θέλησή του να µην εµφανισθεί εκεί, χωρίς να απαιτείται πρόσθετος σκοπός αποφυγής των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου µέσου της έφεσης πρέπει να διαλαµβάνει ορισµένο λόγο, όπως η κακή εκτίµηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειµένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠ, που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από , "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούµενη αιτιολογία της ασκούµενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου µέσου και απαιτείται ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό µε σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριµένες πραγµατικές ή νοµικές πληµµέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόµενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούµενη αιτιολογία, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας, χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αλλιώς υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η λόγος αναίρεσης (ΟλΑΠ 9/2005). - Κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του Συντάγµατος, "στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιµωρία των εγκληµάτων και η λήψη όλων των µέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόµοι, ενώ, κατά την παρ.4 στοιχ.α' του ίδιου άρθρου "ειδικοί νόµοι ορίζουν τα σχετικά µε τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρµοδιότητα των οποίων δεν µπορεί να υπαχθούν ιδιώτες". Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ.3 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν.2287/95), "Κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος, που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξή του και πριν ακόµη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι πρακτικοί από την ορκωµοσία τους. Επίσης, στρατιώτης είναι και όποιος καλείται νόµιµα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσµίας προς κατάταξη. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρµόζεται όµως σε αυτόν µόνον όσον αφορά το έγκληµα της ανυποταξίας". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν σε καµία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων ιδιωτών, η έννοια όµως του στρατιωτικού δίδεται από το νόµο και συγκεκριµένα από την προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ΣΠΚ. Σύµφωνα δε µε τη γενόµενη στη διάταξη αυτή ρύθµιση, είναι στρατιωτικός από τη λήξη της προθεσµίας για κατάταξη, όποιος καλείται νόµιµα να καταταγεί, αλλά ο ΣΠΚ εφαρµόζεται µόνο στην περίπτωση εκείνη που τελείται το έγκληµα της ανυποταξίας. Συνεπώς, αν κάποιος, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις, δεν εµφανίζεται την ορισµένη ηµεροµηνία στη µονάδα κατάταξης, από την ηµεροµηνία αυτή θεωρείται στρατιωτικός και το αδίκηµα της ανυποταξίας που διέπραξε εκδικάζεται από τα αρµόδια στρατιωτικά δικαστήρια. Η ρύθµιση δε αυτή δεν αντίκειται στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγµατος, αλλά ούτε στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 8 αυτού ή του άρθρου 6 της ΕΣ Α, αφού, αυτός που καλείται νόµιµα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσµίας προς κατάταξη, θεωρείται ότι είναι στρατιωτικός και όχι ιδιώτης. Είναι δε εύλογο να [18]

19 προσδίδει ο νόµος την ιδιότητα του στρατιωτικού στην πιο πάνω περίπτωση, διαφορετικά η κτήση της ιδιότητας αυτής θα εξαρτάτο από τη βούληση του στρατεύσιµου να εµφανισθεί στο στράτευµα προκειµένου να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. ΚΠ : 474, 476, 486, 498, 510 παρ.1 στοιχ. Η, Σ: 84, Σ: 96, Νόµοι: 2287/1995, άρθ. 5, 32, Νόµοι: 3421/2005, άρθ. 51, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Ανυποταξία Αριθµός απόφασης: 1243 Έτος: Ανυποταξία. Περιεχόµενο κλητηρίου θεσπίσµατος. Σχετική ακυρότητα. - Κατά το άρθρο 32 περ. α του Ν. 2287/1995 "Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας", "όποιος κηρύσσεται ανυπότακτος, σύµφωνα µε το νόµο για τη στρατολογία, τιµωρείται σε ειρηνική περίοδο, µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών". Το άρθρο αυτό αποτελεί "χωλό" ποινικό νόµο, αφού δεν προσδιορίζει τα στοιχεία της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος της ανυποταξίας, αλλά παραπέµπει στις ισχύουσες, κάθε φορά, νοµικές διατάξεις για τη στρατολογία. Κατά το χρόνο εκδόσεως του νόµου αυτού, την αντικειµενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήµατος ρύθµιζαν οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 1763/1988, κατά τις οποίες: "1. Ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις, δεν εµφανίζονται στις ορισµένες ηµεροµηνίες ή προθεσµίες στις µονάδες κατάταξης. 2. Η ανυποταξία αρχίζει από την επόµενη της τελευταίας ηµεροµηνίας κατάταξης και διακόπτεται: α) Με τη συµπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας. β) Με την κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις. 3. Ως κατάταξη για τη διακοπή της ανυποταξίας θεωρείται επίσης: α) Η σύλληψη του ανυπότακτου. β) Η παρουσίαση του ανυπότακτου σε στρατιωτική ή αστυνοµική αρχή". Στη συνέχεια, οι παρ.2 και 3 του άνω νόµου αντικαταστάθηκαν µε το άρθρο 13 του ν. 2510/1997 ως εξής: "2. Η ανυποταξία αρχίζει από την εποµένη της οριζόµενης ηµέρας κατάταξης ή, εφόσον ορίζεται προθεσµία κατάταξης, από την εποµένη της τελευταίας ηµέρας. Οι περί προθεσµιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα δεν εφαρµόζονται στην προκειµένη περίπτωση. 3. Η ανυποταξία διακόπτεται: α. Με τη συµπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας του ανυπότακτου. β. Με την κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις. γ. Με τη σύλληψη για την ανυποταξία. δ. Με την παρουσίαση του ανυπότακτου στην αρµόδια στρατιωτική δικαστική αρχή. ε. Με την κρίση του ανυπότακτου, από την αρµόδια υγειονοµική επιτροπή των Ενόπλων υνάµεων, ως ακατάλληλου για στράτευση ή µε τη χορήγηση αναβολής κατάταξης για λόγους υγείας". Τέλος, εκδόθηκε ο ευµενέστερος Ν. 3421/2005, µε το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του οποίου ορίζεται ότι: "1. Ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, µετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις, δεν κατατάσσονται στις ορισµένες ηµεροµηνίες ή προθεσµίες στις µονάδες κατάταξης. 2. Η ανυποταξία αρχίζει από την επόµενη της οριζόµενης ηµέρας κατάταξης ή, εφόσον ορίζεται προθεσµία κατάταξης, από την επόµενη της τελευταίας ηµέρας. εν εφαρµόζονται στην προκειµένη περίπτωση οι περί προθεσµιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα. 3. Η ανυποταξία διακόπτεται: α. Με τη συµπλήρωση του τεσσαρακοστού πέµπτου έτους της ηλικίας [19]

20 του ανυπότακτου. β. Με την κατάταξη στις Ένοπλες υνάµεις. γ. Με τη σύλληψη για την ανυποταξία. δ. Με την παρουσίαση του ανυπότακτου σε στρατιωτική δικαστική αρχή ή στο στρατολογικό γραφείο για τη διακοπή της ανυποταξίας του. ε. Με την κρίση του ανυπότακτου, από την αρµόδια υγειονοµική επιτροπή των Ενόπλων υνάµεων, ως ακατάλληλου για στράτευση (Ι/5) ή µε τη χορήγηση αναβολής κατάταξης για λόγους υγείας". Η ισχύς του τελευταίου νόµου, κατά το άρθρο 90 αυτού, άρχισε, ως προς τις ανωτέρω διατάξεις, από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως ( ). Ως περιέχων δε ευµενέστερες διατάξεις από τον προηγούµενο Ν. 1763/1988, όπως ίσχυε αυτός µετά τις τροποποιήσεις από τον ν.2510/1997, αφού ρυθµίζει τις προϋποθέσεις διακοπής της ανυποταξίας κατά τρόπο επιεικέστερο, καταλαµβάνει, κατ` άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του. - Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2, 320 παρ. 2, 321 παρ.1 στοιχ. δ' και 4 ΚΠοιν, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισµα, µε το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούµενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, µεταξύ άλλων στοιχείων, µνεία του άρθρου του ποινικού νόµου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. ιαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εµφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠοιν. Ως άρθρο του ποινικού νόµου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκληµα και καθορίζει την απειλούµενη ποινή. Στα άρθρα του ποινικού νόµου, που πρέπει να περιέχονται στο κλητήριο θέσπισµα, δεν περιλαµβάνονται και εκείνα που περιέχουν γενικούς ορισµούς, όπως είναι οι διατάξεις του γενικού µέρους που προβλέπουν τους λόγους µείωσης των ποινών. ΚΠ : 173, 174, 320, 321, 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Νόµοι: 2287/1995, αρθ. 32 Νόµοι: 2510/1997, άρθ. 13, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Απείθεια Αριθµός απόφασης: 1554 Έτος: Απείθεια. υσφήµηση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατ' άρθρο 169 ΠΚ "Με φυλάκιση µέχρι έξι µηνών τιµωρείται όποιος, ύστερα από νόµιµη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α', χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδροµή που οφείλεται κατά το νόµο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε µέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόµιµη υπηρεσιακή ενέργεια". Ούτω για την στοιχειοθέτηση της αξιοποίνου πράξεως της απειθείας απαιτείται: α) ύπαρξη υποχρεώσεως σε παροχή υπηρεσίας, ως υπηρεσίας νοουµένης θετικής ενέργειας του προσκαλουµένου σε θετική πράξη του υπαλλήλου, β) νόµιµη πρόσκληση υπαλλήλου, ως τοιούτου νοουµένου εκείνου του άρθρου 13 στοιχ. α (και δεν περιλαµβάνονται και οι του άρθρου 363 α), γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) µπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός λ.χ. µε χειρονοµίες και δ) δόλος, αρκεί και ενδεχόµενος που περιλαµβάνει την γνώση της ιδιότητος του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται ή άρνηση, καθώς και τη θέληση µη συµµορφώσεως. [20]

21 - Κατ' άρθρον 361 ΠΚ "Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήµησης (άρθρα 362 και 363) προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρις ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή...". Ούτω για την στοιχειοθέτηση της εξυβρίσεως απαιτείται: α) προσβολή της τιµής, δηλαδή αµφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι' αυτόν από το δράστη, εκτιµωµένων των σχετικών εκφράσεων "κατά την κοινή αντίληψη", β) η προσβολή να αφορά ζώντα φυσικά πρόσωπα ασχέτως την κατάστασή των ή την ηλικία των, γ) εξωτερίκευση της προθέσεως εξυβρίσεως γραπτώς ή προφορικώς µε λέξεις ή φράσεις ή µε άλλο τρόπο που κατ' αντικειµενική κρίση περιέχουν προσβολή της τιµής, δ) δόλος του δράστη εγκείµενος στην πρόθεση αυτού για την τελευταία αυτή και γνώση ότι µε τοιαύτη οικειοθελή ενέργεια προσβάλλεται η τιµή του άλλου. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαµατική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. ια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. - Λόγον αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως αποτελεί κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ η εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόµο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη είναι η εφαρµογή του, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερµηνεύει το νόµο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγµατικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νοµίµου βάσεως. ΠΚ: 13, 169, 361, 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - ιευκόλυνση ακολασίας άλλων Αριθµός απόφασης: 1126 Έτος: ιευκόλυνση αλλότριας ακολασίας. Έννοια ασέλγειας. Ηθικός αυτουργός.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης. [21]

22 - Κατά το άρθρο 348 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος κατ' επάγγελµα διευκολύνει µε οποιονδήποτε τρόπο την ασέλγεια µεταξύ άλλων, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους". Ασέλγεια κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά κάθε πράξη η οποία αντικειµενικά µεν προσβάλλει το κοινό αίσθηµα της αιδούς και των ηθών, υποκειµενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή στη διέγερση της γενετήσιας επιθυµίας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στ του ΠΚ κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης, µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. - Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περίπτωση β του ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται όποιος µε πρόθεση παρέσχε άµεση συνδροµή στο δράση κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο άµεσος συνεργός είναι εκείνος που µε πρόθεση παρέχει άµεση συνδροµή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε χωρίς αυτή τη συνδροµή δεν θα ήταν µε βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήµατος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε. - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι συλλογισµοί µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά µέσα έχουν ληφθεί υπόψη και συνεκτιµηθεί. Εξ άλλου, υπάρχει εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόµο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγµατικά, ενώ εσφαλµένη είναι η εφαρµογή της όταν η απόφαση δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρµόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε δεν έχει η απόφαση νόµιµη βάση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 του ΚΠ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου µέσου της έφεσης, πρέπει να διαλαµβάνει ορισµένο λόγο, όπως και η κακή εκτίµηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειµένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠ, που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4/6/1999 "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούµενη αιτιολογία της ασκούµενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά [22]

23 αθωωτικής απόφασης, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου µέσου και απαιτείται ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό µε σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριµένες πραγµατικές ή νοµικές πληµµέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόµενη αθωωτική απόφαση (ΟλΑΠ 9/2005). Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούµενη αιτιολογία και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και ακολούθως εκδώσει καταδικαστική απόφαση για τον κατηγορούµενο, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠ λόγος αναιρέσεως. ΠΚ: 13, 46, 348, ΚΠ : 474, 476, 486, 498, 504, 510 παρ. 1 στοιχ. Η, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Εκβίαση Αριθµός απόφασης: 1122 Έτος: Εκβίαση από υπάλληλο Σ ΟΕ.Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί εν µέρει την προσβαλλόµενη απόφαση του Πενταµελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισµού του αναιρεσείοντος περί συνδροµής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίµου βίου. - Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 περ. β' ΠΚ, όπως ισχύει µετά την τροποποίηση του µε το άρθρο 1 παρ. 10 του Ν. 2408/96, όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον µε βία ή µε απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζηµία στην περιουσία του εξαναγκαζόµενου ή άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, αν δε µεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλµατος, του λειτουργήµατος του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόµενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελµα τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της µεν αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της εκβίασης απαιτείται εξαναγκασµός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, βλαπτική για την περιουσία του, µε βία ή µε απειλή ικανή να αποκλείσει την αυτοπροαίρετη απόφαση του, της δε υποκειµενικής του υπόστασης γνώση του δράστη ότι µε την ασκούµενη βία ή απειλή περιάγεται το παθητικό υποκείµενο σε καταναγκαστική κατάσταση, θέληση του δράστη να εξαναγκάσει τον παθόντα σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζηµία στην περιουσία του ιδίου ή άλλου και επιπλέον σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος. Ο σκοπός αυτός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείµενο νόµιµης απαίτησης, δηλ. ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόµιµη αξίωση αυτού κατά του παθόντος, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριµένη περίπτωση η προς πραγµάτωση νόµιµης απαίτησης εφαρµογή του µέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιµάζεται από το δίκαιο εµφανιζόµενη ως αξία µοµφής. Ο εξαναγκασµός, ως στοιχείο του εγκλήµατος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόµο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, µε [23]

24 σκοπό να καµφθεί η θέληση του εξαναγκαζόµενου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η επαπειλούµενη σε βάρος του εξαναγκαζόµενου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνοµη, διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ1 εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώµατος, αλλά η απειλή ασκήσεως τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π Κ. Η απειλή µπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή συναγόµενη από τον τρόπο εκδηλώσεως και τη συµπεριφορά του δράστη, άµεση ή έµµεση, να έχει διατυπωθεί εγγράφως ή προφορικώς και τέλος αµέσως από το δράστη ή µέσω τρίτου προσώπου. εν αποκλείεται και µία προειδοποίηση ή σύσταση να περιέχει µία υποκρυπτόµενη απειλή. Είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισµένος να την πραγµατοποιήσει ή αν ήταν πραγµατοποιήσιµη ή όχι. Το έγκληµα είναι τετελεσµένο µε την επέλευση της περιουσιακής ζηµίας στον παθόντα, ο οποίος µπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήµια συµπεριφορά, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζηµία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκληµα είναι σε απόπειρα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 13 περιπτ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε µε το Ν. 2408/1996 προκύπτει ότι για να συντρέχει περίπτωση τελέσεως ενός εγκλήµατος, µεταξύ των οποίων και αυτό της εκβίασης κατ' επάγγελµα, απαιτείται αντικειµενικά επανειληµµένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί καταδίκη του δράστη, ενώ υποκειµενικά σκοπός του τελευταίου να πορισθεί εισόδηµα από την επανειληµµένη τέλεση του εγκλήµατος. Κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει επίσης και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όµως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, όταν δηλαδή, µε σκοπό πορισµού εισοδήµατος, ο δράστης έχει διαµορφώσει υποδοµή και οργανωµένη ετοιµότητα µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως του εγκλήµατος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισµών του κατηγορουµένου, δηλαδή των ισχυρισµών που προτείνονται, είτε από τον ίδιο, είτε από το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής, εφόσον βεβαίως είναι σαφείς και ορισµένοι, δηλαδή αναφέρονται τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόµο θεµελίωση τους, διότι, αλλιώς, είναι απαράδεκτοι, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. [24]

25 - Εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερµηνευόµενη η εφαρµοζόµενη ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγµατικά έχει ή όταν τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν υπάγει σε διάταξη που δεν αρµόζει στη συγκεκριµένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόµο, καθώς και όταν η παραβίαση της διατάξεως αυτής γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. - Σε σχέση µε τον αυτοτελή ισχυρισµό του αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως (84 παρ.2α ΠΚ),που ήταν σαφής και ωρισµένος, η προσβαλλόµενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουµένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την µη συνδροµή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως πλην του περιστατικού που δέχεται όλως αορίστως ότι ελάµβανε δώρα χωρίς περαιτέρω να διευκρινίζει τι είδους δώρα και από ποιον και γιατί τα ελάµβανε ώστε να κριθεί αν αυτό αποτελεί αρνητικό περιστατικό. Εποµένως ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ, ΚΠοιν σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το µέρος που πλήττει την προσβαλλόµενη απόφαση για την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως αναιτιολόγητα, είναι βάσιµος. ΠΚ: 13, 385, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Εκβίαση Αριθµός απόφασης: 1246 Έτος: Εκβίαση. Έννοια απειλής. Απλός συνεργός. Ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις. Παθητική δωροδοκία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας του παραπεµπτικού βουλεύµατος. Εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατ' άρθρον 385 παρ. 1 "Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον µε βία ή µε απειλή σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζηµία στην περιουσία του εξαναγκαζοµένου ή άλλου, τιµωρείται: α) σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 380, παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε µε σωµατική βία εναντίον προσώπου ή µε απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος µεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλµατος, του λειτουργήµατός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόµενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις, κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελµα, τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την συγκρότηση της αντικειµενικής [25]

26 υποστάσεως του εγκλήµατος της εκβίασης, το οποίο τιµωρείται ως κακούργηµα όταν εµπίπτει στις περιπτώσεις των στοιχείων α' και β', απαιτούνται α) εξαναγκασµός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποίαν επέρχεται ζηµία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται, β) ο εξαναγκασµός να γίνεται µε βία ή απειλή ή µε απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής που είναι ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζοµένου ήτοι ο εξαναγκασµός έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόµο ή ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως, µε σκοπό να καµφθεί η θέληση του εξαναγκαζοµένου και να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µετ' επηρεασµόν και εξουδετερουµένης της ελευθέρας βουλήσεώς του, ουσιαστικώς πειθαναγκαζόµενος να υποκύψει και να αποδεχθεί ακουσίως τις προτάσεις, ενώ η επαπειλούµενη εις βάρος του ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνοµη. Και τούτο διότι εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώµατος, αλλά η απειλή ασκήσεως τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ. Η απειλή µπορεί να είναι ρητή και άµεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως, ή και εµµέσως, να έχει µεταβιβαστεί και µε άλλον, µπορεί δε να συνίσταται και στην παράλειψη εκπληρώσεως συµβατικής υποχρεώσεως, αρκεί να είναι ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζοµένου. Είναι αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισµένος να την πραγµατοποιήσει ή αν ήταν πραγµατοποιήσιµη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξηναγκάσθη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου εστράφη στη συγκεκριµένη περίπτωση η απειλή. Η απειλή µπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε εννόµου αγαθού του παθόντος όπως της προσωπικής ελευθερίας, της περιουσίας, της τιµής και υπολήψεως, της πίστεως και φήµης της επιχειρήσεως, για την εφαρµογή δε της περ. β' ή απειλή πρέπει να στρέφεται ειδικώς σε βλάβη της επιχειρήσεως, ως τοιαύτης νοουµένης του συνόλου πραγµάτων, δικαιωµάτων, άΰλων αγαθών και καταστάσεων ως φήµη και πελατεία που οργανώθήσαν σε επιχειρηµατική ενότητα για την επίτευξη κερδοσκοπίας. Εξάλλου, ως βλάβη της επιχειρήσεως νοείται, πέρα από την υλική (χρηµατική) και ηθική ζηµία (λ.χ. στην καλή της φήµη) η οποία µακροπρόθεσµα δύναται να εξελιχθεί σε περιουσιακή ζηµία, αυτό ωστόσο δεν είναι αποτιµητό µέγεθος κατά τον χρόνο της προσβολής. Η βλάβη µπορεί να συνίσταται και στην απορρύθµιση της λειτουργίας µιας επιχειρήσεως, οπότε έχει την τεχνική έννοια του όρου. Για την συγκρότηση της υποκειµενικής υποστάσεως απαιτείται σκοπός του δράστου να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος. Τοιούτος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείµενο νοµίµου απαιτήσεως, δηλαδή ότι δεν στηρίζεται σε κάποια νόµιµη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχοµένου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγµατος και 361 του ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώµατος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, "κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει όταν, από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος". Αποτελεί συνήθως επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιµώρηση του βασικού εγκλήµατος, για τον χαρακτηρισµό δε της κατ' επάγγελµα τελέσεως, αντικειµενικά µεν απαιτείται η επανειληµµένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουµένη καταδίκη, υποκειµενικά δε σκοπός του δράστου να πορισθεί εισόδηµα από την επανειληµµένη τέλεση. Εάν δεν υπάρχει επανειληµµένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελµα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται [26]

27 µεν για πρώτη φορά, όχι όµως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητά του µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του πορισµού εισοδήµατος. - Κατ' άρθρο 47 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ. β' του προηγουµένου άρθρου, παρέσχε µε πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδροµή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιµωρείται ως συνεργός µε ποινή ελαττωµένη (άρθρ. 83)". Εκ της άνω διατάξεως συνάγεται ότι η αντικειµενική υπόσταση της απλής συνεργείας πραγµατώνεται µε οποιαδήποτε βοηθητική της κυρίας πράξεως ενέργεια ή παράλειψη, θετική ή αποθετική, υλική ή και ψυχική. Η υλική συνέργεια τελείται µε υλικές πράξεις, ακόµη και κατά την προπαρασκευή του εγκλήµατος, όπως µε την µεταφορά στον τόπο του εγκλήµατος, ψυχική δε είναι η βοήθεια που παρέχεται στο δράστη µε συµβουλές και υποδείξεις για τον τρόπο τελέσεως, ήτοι η ηθική ενίσχυση του δράστου στην εκτέλεση της αποφασισθείσης πράξεως, όπως µε την υπόσχεση του συνεργού να βοηθήσει σ' αυτήν µε την παρουσία του πλησίον του τόπου του εγκλήµατος ως και την συνδροµή µετά την πράξη µε τη βοήθεια διαφυγής του αυτουργού, τον οποίον ο απλούς συνεργός αναµένει στον τόπο του εγκλήµατος µε αυτοκίνητο για να τον παραλάβει. Για να υπάρχει απλή συνέργεια θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να απεπειράθη να τελέσει την ποινικώς άδικο πράξη, για την εξ υποκειµένου δε στοιχειοθέτηση της απλής συνεργείας απαιτείται δόλος του συνεργού συνιστάµενος εις την γνώση της υπό του αυτουργού τελέσεως ορισµένης αξιοποίνου πράξεως και εις την βούληση και αποδοχή να συµβάλει δια της συνδροµής του εις την πραγµάτωση του εγκλήµατος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτοµέρειες της πράξεως και ιδίως πότε, πού και υπό ποίες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί τούτο από τον αυτουργό. Εξάλλου οι κατά το άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ, περιστάσεις, ιδιότητες ή σχέσεις που επιτείνουν την ποινή από φυλάκιση σε κάθειρξη, µεταβάλλουσαι τον χαρακτήρα της πράξεως από πληµµέληµα σε κακούργηµα όπως η κατ' επάγγελµα τέλεση της πράξεως, πρέπει να συντρέχουν και στο πρόσωπο του συµµετόχου ηθικού αυτουργού ή συνεργού (αµέσου ή απλού). - Κατά το άρθρο 235 ΠΚ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 του Ν. 2802/2000, "Τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαµβάνει άµεσα ή µε τη µεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήµατα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειµένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντα του ή αντίκειται σε αυτά". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκληµα της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), το οποίο είναι υπαλλακτικώς µικτό, πραγµατώνεται µε πλείονες τρόπους από τον υπάλληλο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263Α εδ. α' του ΠΚ, που, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαµβάνει άµεσα ή µε τη µεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήµατα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειµένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψή του, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρµοδιότητας του και ανάγεται στην υπηρεσία του, ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόµο ή τους υπηρεσιακούς κανονισµούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταµένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν πραγµατοποιήθηκε ή όχι η µελλοντική ενέργεια, στην οποία απέβλεπαν οι παραπάνω παροχές και υποσχέσεις, ή αν ο δράστης υπάλληλος σκόπευε πράγµατι να προβεί στην τέλεση της, αφού το έγκληµα τελειούται µε την προσφορά, δόση κλπ. των ανωτέρω ωφεληµάτων (ΟλΑΠ 6/1998). - Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτουµένης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας του παραπεµπτικού βουλεύµατος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν [27]

28 εκτίθενται σ' αυτό µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα πραγµατικά περιστατικά σχετικά µε την αποδιδοµένη εις τον κατηγορούµενο αξιόποινη πράξη, στα οποία, δηλαδή, στηρίχθηκε η κρίση του συµβουλίου για την συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων αυτής, τα αποδεικτικά µέσα, από τα οποία συνήγαγε το συµβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις µε τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το συµβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεξετίµησε για τον σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι µόνο µερικά κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ (ΟλΑΠ 1/2005). εν αποτελεί λόγον αναιρέσεως όµως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων ως και η εσφαλµένη εκτίµηση και αξιολόγηση των µαρτυρικών καταθέσεων, διότι µε τις αιτιάσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλοµένη από τις άνω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει στο βούλευµα και όταν το συµβούλιο αναφέρεται εν µέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα Εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αυτή αποτελεί τµήµα του ιδίου βουλεύµατος και το συµβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαµβανόµενα σ' αυτήν και εφ' όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης και µε αυτήν συντάσσεται και η κρίση του συµβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισµών, ενώ η εισαγγελική πρόταση µπορεί να αναφέρεται και εις τας αιτιολογίας του πρωτοδίκου βουλεύµατος, σε συνδυασµό µε το διατακτικό του. Η µε τον τρόπο αυτό θεµελιουµένη αιτιολογία του βουλεύµατος του συµβουλίου εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣ Α, που εκυρώθη µε το Ν 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόµων (άρθ. 28 παρ. 3 του Συντάγµατος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του Εβδόµου Πρωτοκόλλου της ίδιας Συµβάσεως, που υπεγράφη στο Στρασβούργο στις και εκυρώθη µε το Ν.1705/1978, δικαίωµα αυτού που διώκεται για εγκληµατική πράξη και προσφεύγει σε δευτεροβάθµιο δικαιοδοτικό όργανο, να µην αποστερηθεί της κρίσεώς του από εµπειροτέρους δικαστές, διότι στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογηµένη πρόταση του εισαγγελέως εφετών, µε την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση, ούτε προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, αφού ο αναιρεσείων δεν εστερήθη του δικαιώµατος παροχής έννοµης προστασίας από το δευτεροβάθµιο δικαστικό συµβούλιο, στο οποίο µπόρεσε και ανέπτυξε µε την ασκηθείσα έφεσή του, τα υποβληθέντα υποµνήµατά του και τα προσκοµισθέντα σ' αυτό έγγραφα, τις απόψεις του. - Κατά την διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠ λόγον αναιρέσεως του παραπεµπτικού βουλεύµατος συνιστά η εσφαλµένη εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το συµβούλιο, αποδίδει στο νόµο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη είναι η εφαρµογή αυτού, όταν το συµβούλιο χωρίς να παρερµηνεύει το νόµο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγµατικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγµα που [28]

29 συµβαίνει όταν στο πόρισµα του βουλεύµατος που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευµα στερείται νοµίµου βάσεως. ΠΚ: 13, 47, 49, 235, 361, 380, 385, ΚΠ : 484, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Εµπρησµός Αριθµός απόφασης: 351 Έτος: Εµπρησµός από αµέλεια.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από τις διατάξεις του άρθρου 264 περ. α' του ΠΚ, κατά τις οποίες όποιος µε πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιµωρείται: α)µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος του εµπρησµού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς µε οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σηµαντική και όχι συνηθισµένης εκτάσεως µε τάση εξαπλώσεως και χωρίς να µπορεί εύκολα να κατασβεστεί και β)δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόµων αγαθών ή σε άνθρωπο. Κίνδυνος δε ανθρώπου υπάρχει όταν δηµιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωµατικής ακεραιότητας, έστω και ενός µη κατά πρόσωπο προσδιορισµένου ανθρώπου. - Με τις διατάξεις του άρθρ. 266 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται ότι αν η πράξη του άρθρου 264 τελέστηκε από αµέλεια επιβάλλεται φυλάκιση. Από τις άνω διατάξεις, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήµατος απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ' αντικειµενική κρίση την προσοχή που κάθε µέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες, που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός µπορούσε από τις προσωπικές περιστάσεις και τις ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα του παραπάνω εγκλήµατος που διαπράχθηκε. Ακόµη απαιτείται αντικειµενικός αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της πράξεως 'γη παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσµατος που επήλθε ως επακόλουθο της αµέλειάς του. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αµέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη µη καταβολή της προσήκουσας προσοχής. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η αµέλεια διακρίνεται σε ασυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συµπεριφορά του µπορεί να επέλθει αξιόποινο αποτέλεσµα, πιστεύει όµως ότι θα το αποφύγει. [29]

30 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 Κποιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 28, 264, 266, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Κατασκευή οικοδοµικού έργου Αριθµός απόφασης: 1292 Έτος: Κατασκευή αυθαίρετων κτισµάτων. Επιµέτρηση ποινής. Παράλειψη ανάγνωσης εγγράφων. - Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983 οι ιδιοκτήτες, οι εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων κτισµάτων, οι µηχανικοί που συντάσσουν την µελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής τιµωρούνται µε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες ( ) δραχµές µέχρι πέντε εκατοµµύρια ( ) δραχµές, ανάλογα µε την αξία του αυθαιρέτου έργου και το βαθµό υποβαθµίσεως του φυσικού ή πολιτιστικού [30]

31 περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αµέλεια, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ένα (1) χρόνο ή µε χρηµατική ποινή από διακόσιες χιλιάδες ( ) δραχµές µέχρι δύο εκατοµµύρια ( ) δραχµές. - Κατά το άρθρο 79 του ΠΚ η επιµέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαµβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήµατος και την προσωπικότητα του κατηγορουµένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόµενα δεκτά πραγµατικά περιστατικά, τα σχετικά µε την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωµένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη άλλου νόµου, όπως εν προκειµένω συµβαίνει µε τη προπαρατεθείσα και ως ισχύει διάταξη του άρθρου 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983, κατά την οποία και µε βάση τα προεκτεθέντα για την επιβολή καθεµιάς από τις απειλούµενες σ' αυτήν διαζευκτικώς παραπάνω ποινές, είναι υποχρεωµένο το ουσιαστικό δικαστήριο να αιτιολογήσει την σχετική περί ποινής διάταξη του, προσδιορίζοντας την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον τυχόν υπάρχοντα βαθµό υποβαθµίσεως του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο αυτό ευρίσκεται, αφού το µέγεθος της επιβλητέας ποινής συναρτάται προς την αξία του αυθαιρέτου κτίσµατος και τον τυχόν υπάρχοντα βαθµό υποβαθµίσεως του φυσικού περιβάλλοντος. - Κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 364 του ΚΠ, η µη ανάγνωση των αναφεροµένων σ' αυτή εγγράφων, δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκτός εάν εζητήθη η ανάγνωση κάποιου εκ των εγγράφων αυτών από τον Εισαγγελέα τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορο του και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί, οπότε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ιδίου Κώδικος. ΠΚ: 79, Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Κατάχρηση εξουσίας Αριθµός απόφασης: 1554 Έτος: Κατάχρηση εξουσίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόλυτη ακυρότητα. Ανάγνωση εγγράφων. Ηθική αυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολόγια. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 239β ΠΚ, υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή ανάκριση αξιοποίνων πράξεων, αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιµωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιµωρία τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικό υποκείµενο του εγκλήµατος είναι µόνον ο υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων. Αρµόδιοι για την άσκηση της ποινικής διώξεως είναι οι Εισαγγελείς και οι δηµόσιοι κατήγοροι (άρθρ. 27 ΚΠ ), ενώ για την ανάκριση αξιοποίνων πράξεων αρµόδιοι είναι οι τακτικοί ανακριτές και οι γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, µεταξύ των οποίων, κατά το άρθρο 33 παρ. 1 γ ΚΠ, περιλαµβάνονται και οι υπάλληλοι της αστυνοµίας, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον τον βαθµό του υπαρχιφύλακα (αρχιφύλακα κατά το Ν. 2481/1994 που ενοποίησε τα σώµατα ασφαλείας) καθώς και οι ειδικοί [31]

32 ανακριτικοί υπάλληλοι. Περαιτέρω, η αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος της κατάχρησης εξουσίας στην περίπτωση του εδ. β' του άρθρου 239 ΠΚ, εµφανίζεται µε δύο µορφές, από τις οποίες η πρώτη πραγµατώνεται µε την έκθεση αθώου σε δίωξη ή τιµωρία, όταν δηλαδή ο δράστης δηµιουργεί κίνδυνο διώξεως ή τιµωρίας αθώου, ο οποίος δεν διέπραξε αξιόποινη πράξη ή ετέλεσε διαφορετική πράξη από εκείνη για την οποία ενεργείται ανάκριση ή εγείρεται κατηγορία ή επιβλήθηκε τιµωρία και η δεύτερη µορφή συνίσταται στην παράλειψη του υπαλλήλου να διώξει κάποιον υπαίτιο ή µε τις ενέργειες ή παραλείψεις του να προκαλέσει την απαλλαγή του. Στην περίπτωση αυτή δεν περιλαµβάνεται η παράλειψη οποιασδήποτε ανακριτικής ενέργειας, η οποία καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, αλλά µόνον η εν γνώσει παράλειψη της ποινικής διώξεως του ενόχου από τον αρµόδιο υπάλληλο ή η επίτευξη της απαλλαγής του από την τιµωρία. Ο κίνδυνος διώξεως ενός αθώου δηµιουργείται και από τις ανακριτικές πράξεις των αστυνοµικών υπαλλήλων στα πλαίσια της αστυνοµικής προανάκρισης, αλλά και από την υπηρεσιακή τους αναφορά στις εισαγγελικές αρχές, µε την οποία ψευδώς υποστηρίζεται η τέλεση µιας αξιόποινης πράξεως, ενώ η απαλλαγή του υπαιτίου µπορεί να επέλθει και µε την παράλειψη εκείνων των αστυνοµικών προανακριτικών ενεργειών που θέτουν σε κίνηση την ποινική διαδικασία από τα επιφορτισµένα προς τούτο πρόσωπα (άρθρ. 243 παρ. 2 ΚΠ ). Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος που ενέχει τη γνώση και την θέληση των στοιχείων της πράξεως. - Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ.1, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠ, προκύπτει ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 ΑΚ Π λόγο αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηµατισµό της καταδικαστικής του κρίσεως έλαβε υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε δηµοσίως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις ή παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. - Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισµένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή µπορεί να γίνει αφού ο νόµος δεν ορίζει, µε οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή µέσο, όπως µε προτροπές (δηλαδή µε παρακίνηση ή παρόρµηση ή ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή µε συµβουλές κ.λ.π.), πειθώ και φορτικότητα ή µε εκµετάλλευση της επιβολής στον φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθεληµένη πρόκληση της απόφασης για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειµενικής υποστάσεως ορισµένου εγκλήµατος µε θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριµένης εγκληµατικής πράξεως. Ετσι, η καταδικαστική απόφαση, προκειµένου περί ηθικού αυτουργού, έχει την απαιτουµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, όταν αναφέρει τον τρόπο και τα µέσα µε τα οποία αυτός (ηθικός αυτουργός) προκάλεσε στη συγκεκριµένη περίπτωση στον αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. ΠΚ: 46, 239, 259, 348, ΚΠ : 33, 243, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 [32]

33 Αδικήµατα - Κατάχρηση εξουσίας Αριθµός απόφασης: 1118 Έτος: Κατάχρηση εξουσίας. Παράβαση καθήκοντος.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρ. 239 του ΠΚ "υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση των αξιοποίνων πράξεων: α)..., β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιµωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιµωρία, τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών". Η διάταξη αυτή του εδ. β' προβλέπει δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα µεταξύ τους εγκλήµατα, ήτοι: 1) την έκθεση σε δίωξη ή τιµωρία κάποιου αθώου και 2) την παράλειψη διώξεως ή πρόκληση απαλλαγής από την τιµωρία κάποιου υπαίτιου. Το έγκληµα δε της περιπτώσεως, 2) είναι σωρευτικά µικτό και τελείται µε δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή ί) την παράλειψη διώξεως, η οποία τελείται µόνο από πρόσωπο που δικαιούται στην άσκηση ποινικής διώξεως (εισαγγελέα ή δηµόσιο κατήγορο) και ii) την πρόκληση απαλλαγής από την τιµωρία, η οποία µπορεί να τελεσθεί από εισαγγελέα, ανακριτή ή ανακριτικό (προανακριτικό) υπάλληλο. Οι δύο αυτοί τρόποι δεν µπορούν να εναλλαχθούν µεταξύ τους, αλλά κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή µορφή τελέσεως της πράξεως. Η τέλεση δε της πράξεως µε τη µορφή της "προκλήσεως απαλλαγής" του υπαιτίου από την τιµωρία δεν προϋποθέτει την προηγούµενη άσκηση ποινικής διώξεως, γιατί ο όρος "απαλλαγή" τίθεται εδώ µε την "γενική" και όχι την "ποινική" του σηµασία (η οποία, άλλωστε, κατά κυριολεξία, προϋποθέτει απόφαση ικαστηρίου ή βούλευµα ικαστικού Συµβουλίου), αφού πρόκληση απαλλαγής από την τιµωρία νοείται καθ' οιονδήποτε τρόπο (εκτός από την παράλειψη ασκήσεως ποινικής διώξεως), ούτε άλλωστε γίνεται λόγος για "απαλλαγή" από την "ποινή" (η οποία προϋποθέτει την άσκηση ποινικής διώξεως), αλλά για "απαλλαγή" προϋποθέτει προηγούµενη άσκηση ποινικής διώξεως και επί ελλείψεως αυτής θεµελιώνεται ενδεχοµένως το αδίκηµα της παραβάσεως καθήκοντος του άρ. 259 του ΠΚ, προσκρούει στην αντίληψη ότι δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται η ποινική µεταχείριση του υπαλλήλου, που ενεργεί αυτεπάγγελτη προανάκριση και η µεν συµπεριφορά του µετά την άσκηση της ποινικής διώξεως να τιµωρείται σε βαθµό κακουργήµατος, ως κατάχρηση εξουσίας, η προγενέστερη δε της διώξεως συµπεριφορά του να τιµωρείται σε βαθµό πληµµελήµατος, ως παράβαση καθήκοντος, όταν µάλιστα και στις δύο περιπτώσεις το προσβαλλόµενο έννοµο αγαθό είναι το ίδιο, δηλαδή το συµφέρον της πολιτείας να τιµωρείται η τέλεση αξιόποινων πράξεων, ίδια δε και η απαξία της πράξεως. Υποκείµενο του εγκλήµατος της κατάχρησης εξουσίας, υπό τη µορφή της προκλήσεως "απαλλαγής" του υπαιτίου από την "τιµωρία", µπορεί να είναι, όχι µόνον ο δικαιούµενος στην άσκηση ποινικής διώξεως (όπως όταν το έγκληµα τελείται υπό τη µορφή της παραλείψεως διώξεως), αλλά και κάθε (γενικός ή ειδικός) προανακριτικός υπάλληλος, αφού ως "ανάκριση" νοείται και η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση, και εποµένως στην έννοια του "υπαλλήλου", στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η ανάκριση των αξιόποινων πράξεων, εντάσσεται και ο προανακριτικός υπάλληλος, όπως είναι και ο αξιωµατικός και υπαξιωµατικός της αστυνοµίας, ο οποίος είναι, κατά το άρ. 33 παρ. 1 ΚΠ, γενικός προανακριτικός υπάλληλος. Υποκειµενικά απαιτείται άµεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση της τελέσεως αξιόποινης πράξεως και του υπαιτίου αυτής, καθώς και τη γνώση ότι η συγκεκριµένη συµπεριφορά προκαλεί την απαλλαγή του και τη θέληση να προκληθεί η απαλλαγή αυτή. [33]

34 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 239, 259, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1503 Έτος: Παραβίαση της νοµοθεσίας περί ναρκωτικών. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. ΠΚ: 1, 14, 26, 27, 42, 94, 98, 99, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 4, 5, 19, 22, Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 27, [34]

35 ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1500 Έτος: Παραβίαση της νοµοθεσίας περί ναρκωτικών. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1914 Έτος: Ναρκωτικά. Απλός συνεργός. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Μάρτυρες. Απόλυτη ακυρότητα. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. α, β, ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια Ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηµατική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) µέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων ( ) ευρώ, όποιος πλην άλλων, εισάγει στην επικράτεια, αγοράζει κατέχει ή κατέχει ναρκωτικά. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών: Με τον όρο κατοχή ναρκωτικών, στα οποία περιλαµβάνεται και η κοκαΐνη (Πιν. Β Αρ. 3 άρθρου 4 παρ. 3 Ν. 1729/1987), θεωρείται η φυσική εξουσίαση της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη ώστε να µπορεί σε κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγµατικά κατά τη δική του βούληση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιµωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικά σύµπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειµενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττόµενου εγκλήµατος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι το έγκληµα πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επί µέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Συγκατοχή ναρκωτικών υπάρχει όταν υφίσταται µεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσιάσεως της συγκεκριµένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, η οποία πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισµένη και να υφίσταται η δυνατότητα σε όλους τους συναυτουργούς ασκήσεως της φυσικής αυτής εξουσιάσεως µε τη δυνατότητα διαθέσεως και διαπιστώσεως οποτεδήποτε της υπάρξεως αυτής. - Από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι, όποιος παρέσχε µε πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδροµή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιµωρείται ως συνεργός µε ποινή ελαττωµένη, προκύπτει ότι η παρεχόµενη συνδροµή µπορεί να είναι υλική ή και ψυχική. Ψυχική δε [35]

36 συνέργεια είναι η βοήθεια που παρέχεται στο δράστη το αργότερο µέχρι τη συντέλεση της πράξεως, µε συµβουλές και υποδείξεις για τον τρόπο τελέσεως ή µε ψυχική ενίσχυση και ενθάρρυνση του δράστη που έχει ήδη λάβει την απόφαση προς τέλεση της αξιόποινης πράξεως. - Η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουµένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. (Ολ. ΑΠ 1/2005). - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. - Κατά το άρθρο 211 Α' του ΚΠοιν, που προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2408/1996, "µόνη η µαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουµένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουµένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουµένου της µαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουµένου, καθώς και των µαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως µοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούµενο. Το ανωτέρω άρθρο 211 Α' ΚΠοιν δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγµατικότητα πρόκειται για κανόνα αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που τίθεται διευκρινιστικά συµπληρωµατικά στη βασική αρχή που εισάγει το άρθρο 177 ΚΠοιν, την οποίαν εντεύθεν και δεν καταλύει, ούτε άλλωστε αυτό απαγορεύει την αξιοποίηση της µαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουµένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό µέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να µην αρκείται, στην προσπάθειά του για την αναζήτηση της αληθείας, στην µαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουµένου, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε [36]

37 άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκµηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα την δικανική του πεποίθηση. Η διάταξη αναφέρεται σε "µαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουµένου" - ο συγκατηγορούµενος δηλαδή να εξετάσθηκε ως µάρτυρας ή να απολογήθηκε ως κατηγορούµενος - και µάλιστα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας από τις οποίες και δη απ' ευθείας έγινε η άντληση των πληροφοριών για την καταδίκη. Έτσι η κατάθεση µαρτύρων - αστυνοµικών, ότι αυτά που καταθέτουν τα γνωρίζουν µόνο από την κατάθεση συγκατηγορουµένου, αξιολογούνται µεν, πλην δεν µπορεί να έχουν την αξιοπιστία της αµέσου γνώσεως και έτσι µόνη της δεν θα µπορεί να στηρίξει καταδίκη, (παραβιαζοµένης και µε αυτό τον τρόπο της άνω αρχής) όπως όταν το δικαστήριο, για τον σχηµατισµό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουµένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη µαρτυρική κατάθεση ή στην οµολογία του συγκατηγορουµένου, ή την µαρτυρική κατάθεση άλλου προσώπου, το οποίο ως µοναδική πηγή πληροφορήσεώς του έχει τον τελευταίο αυτό, αλλά συνδυαστικά τόσο στη µαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του κατηγορουµένου ή την µαρτυρική κατάθεση προσώπου στο οποίο τα διηγήθηκε αυτός όσο και σε καταθέσεις µαρτύρων ή σε αναγνωσθείσες καταθέσεις και σε αναγνωσθέντα έγγραφα. Το επιτρεπτό της καταθέσεως του µάρτυρα εξ ακοής ή µάρτυρα εκ διηγήσεως, προκύπτει από την άνω διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΚΠοιν, που τον υποχρεώνει να κατονοµάσει την πηγή των πληροφοριών του. Ο νοµοθέτης, µε την προσθήκη της παρ. 2, µε την παρ. 9 του άρθρου 2 ν. 2408/1996, στάθµισε τα αγαθά της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και της προστασίας του µάρτυρα αφενός και της προστασίας των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου αφετέρου και έδωσε προτεραιότητα στο δεύτερο. Όµως, ναι µεν το δικαστήριο υποχρεούται να µην αξιοποιήσει µία τέτοια µαρτυρική κατάθεση, που έγινε κατά παραβίαση του νόµου, ωστόσο η εκτίµηση αυτής µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονοµική κύρωση για την παραβίαση της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 224 παρ. 2 δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δηµιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού στην περιοριστική ρύθµιση του άρθρου 510 ΚΠοιν, δεν περιλαµβάνεται τέτοιος λόγος αναιρέσεως. ΠΚ: 47, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 1729/1987, άρθ. 4, 5, Νόµοι: 2161/1993, άρθ. 10, Νόµοι: 3459/2006, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1124 Έτος: Παράβαση του νόµου περί ναρκωτικών. Ελαφρυντικές περιστάσεις. ήµευση. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Ανάγνωση εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. - Από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 εδ.β' και γ' του Κ.Ν.Ν. 3459/2006 τιµωρείται µε τις προβλεπόµενες ποινές, όποιος αγοράζει, κατέχει ή µεταφέρει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, είτε στο έδαφος της επικράτειας, είτε παραπλέοντας ή διασχίζοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε ιπτάµενος στον ελληνικό εναέριο χώρο. Στα ναρκωτικά δε, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ.1 και 2 πιν. Α' περ. 5 του ίδιου Κ.Ν.Ν. 3459/2006, περιλαµβάνεται και η ηρωίνη. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αγορά [37]

38 πραγµατώνεται µε την κατά τους όρους του άρθρου 513 του Α.Κ. µεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την, για το σκοπό αυτό, παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή µε το τίµηµα που συµφωνήθηκε, η κατοχή πραγµατώνεται µε τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να µπορεί κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγµατικά, ενώ η µεταφορά πραγµατώνεται µε τη µετακίνηση των ναρκωτικών από τον ένα τόπο σε άλλο, µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο. Περαιτέρω κατά το άρθρο 23 του Κ.Ν.Ν. 3459/2006 µε ισόβια κάθειρξη και µε χρηµατική ποινή µέχρι ευρώ τιµωρείται ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22, αν (µεταξύ των άλλων προβλεποµένων περιστάσεων) ενεργεί κατά συνήθεια. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, σύµφωνα µε το άρθρο 13 εδ. στ' του Π.Κ., όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. - Έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Η από τα άνω άρθρα απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόµενους από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του κατά τρόπο σαφή και ορισµένο αυτοτελείς ισχυρισµούς, δηλαδή σ' αυτούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισµό ή στη µείωση ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισµοί είναι, ο ισχυρισµός του κατηγορουµένου ότι στο πρόσωπο του συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ του ΠΚ, καθώς και ο ισχυρισµός αυτού ότι για δική του αποκλειστική χρήση κατέχει µε οποιονδήποτε τρόπο ναρκωτικά σε ποσότητα που αποδεδειγµένα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις δικές του ανάγκες (άρθρο 29 παρ. 1 του ΚΝΝ 3459/2006). Ως προς τις αποδείξεις αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός των αποδεικτικών µέσων που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 331, 333 και 364 παρ. 1 ΚΠ, προκύπτει ότι η συνεκτίµηση από το δικαστήριο εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε ως αποδεικτικό µέσο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' του ίδιου κώδικα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 504 παρ. 3, 492, 373, 310 παρ. 2, 463 και 467 του ΚΠ, σαφώς προκύπτει ότι κατά το µέρος της ποινικής απόφασης σχετικά µε την απόδοση ή δήµευση των κατασχεθέντων κατά την προδικασία πραγµάτων, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούµενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις επί των κατασχεθέντων πραγµάτων έκρινε η απόφαση. Ακόµα κατά το άρθρο 37 του ΚΝΝ 3459/2006 "σε περίπτωση καταδίκης για παράβαση των άρθρων 20 έως 24 του νόµου αυτού, το δικαστήριο διατάσσει τη δήµευση όλων των πραγµάτων που προήλθαν από τη πράξη, του [38]

39 τιµήµατος τους, των κινητών και ακινήτων που αποκτήθηκαν µε το τίµηµα αυτό, καθώς και των µεταφορικών µέσων και όλων των αντικειµένων, τα οποία χρησίµευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση της πράξης, είτε αυτά ανήκουν στον αυτουργό είτε σε οποιονδήποτε από τους συµµέτοχους ή ακόµα και σε τρίτους.... Κατά τα λοιπά ισχύουν οι ρυθµίσεις της Σύµβασης Ηνωµένων Εθνών κατά της παράνοµης διακίνησης ναρκωτικών φαρµάκων και ψυχοτρόπων ουσιών και ιδίως εκείνες του άρθρου 5 αυτής αναφορικά µε τη δήµευση περιουσιακών στοιχείων". Περαιτέρω, η επιβαλλόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, απαιτείται να περιλαµβάνει, στην περίπτωση που διατάσσεται µε την απόφαση η δήµευση των κατασχεθέντων, και τις σκέψεις µε βάση τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας έκρινε µε αναφορά σε συγκεκριµένη διάταξη που τη προβλέπει, ότι συντρέχει νόµιµη κατ' ουσία περίπτωση για να δηµευθούν τα κατασχεθέντα (ΑΠ 1521/2009). ΠΚ: 13, 76, 84, ΚΠ : 171, 310, 331, 333, 358, 364, 373, 463, 467, 492, 504, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ.1 στοιχ., ΑΚ: 513, Νόµοι: 3459/2006, άρθ. 1, 20, 21, 22, 23, 24, 29, 30, 37, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Παίγνια Αριθµός απόφασης: 1120 Έτος: Παράβαση του νόµου περί παιγνίων.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Στο άρθρο 1 του Ν. 3037/2002 ορίζεται ότι : "Κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος νόµου: α. Μηχανικά διεξαγόµενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου είναι αναγκαία και η συµβολή της µυϊκής δύναµης του παίκτη. β. Ηλεκτρικά διεξαγόµενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτών µηχανισµών. γ. Ηλεκτροµηχανικά διεξαγόµενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται τόσο η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών µηχανισµών όσο και η συµβολή της µυϊκής δύναµης του παίκτη. δ. ηλεκτρονικά διεξαγόµενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών, ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων µηχανισµών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισµικού (προγράµµατος). ε. Ψυχαγωγικό τεχνικό παίγνιο είναι εκείνο του οποίου το αποτέλεσµα εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνική ή πνευµατική ικανότητα του παίκτη και η διενέργειά του έχει αποκλειστικά ψυχαγωγικό σκοπό. Στην κατηγορία των ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων εντάσσονται και όσα παίγνια µε παιγνιόχαρτα χαρακτηρίστηκαν ως "τεχνικά παίγνια" µε βάση τις διατάξεις του Β 29/1971 (ΦΕΚ 21 Α )". Στο δε άρθρο 2 ορίζεται ότι: "1. Απαγορεύεται η διεξαγωγή των υπό στοιχεία β, γ και δ του άρθρου 1 παιγνίων περιλαµβανοµένων και των υπολογιστών σε δηµόσια γενικά κέντρα, όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισµένων σωµατείων κάθε φύσης, και σε κάθε άλλο δηµόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Επίσης απαγορεύεται η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών. 2. Στα µηχανικά διεξαγόµενα παίγνια επιτρέπεται µόνο η διενέργεια ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων όπως ορίζονται στο προηγούµενο άρθρο. Στα παίγνια αυτά δεν επιτρέπεται να συνοµολογηθεί στοίχηµα µεταξύ [39]

40 οποιωνδήποτε προσώπων ή να αποδοθεί οποιασδήποτε µορφής οικονοµικό όφελος στον παίκτη. Η συνοµολόγηση στοιχήµατος ή η απόδοση οικονοµικού οφέλους στον παίκτη επιφέρει τις συνέπειες των άρθρων 4 και 5". Επίσης, µε το άρθρο 4 παρ. 1 του ιδίου νόµου, "τιµωρούνται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και µε χρηµατική ποινή τουλάχιστον ευρώ όσοι εκµεταλλεύονται ή διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παρ. 1 του άρθρου 2 του νόµου αυτού, στα οποία διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευµένα κατά τις διατάξεις των προηγουµένων άρθρων. Σε περίπτωση υποτροπής τιµωρούνται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και µε χρηµατική ποινή από είκοσι πέντε έως εβδοµήντα πέντε χιλιάδων ευρώ. Το δικαστήριο διατάσσει και τη δήµευση των µηχανηµάτων παιγνίων". Κατά δε την παρ. 2 του αυτού άρθρου 4, "οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1, η παράγραφος 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 7 του κωδικοποιηµένου Β 29/1971 εφαρµόζονται αναλόγως". Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτές αποσκοπούν στην αντιµετώπιση των κοινωνικών προβληµάτων που δηµιουργεί ο εθισµός στα παίγνια και των φαινοµένων παρανόµου πλουτισµού. Έτσι, η διενέργεια ψυχαγωγικών παιγνίων δεν απαγορεύεται και αν ακόµη διεξάγονται σε καταστήµατα διαδικτύου, µέσω του διαδικτύου, εφόσον δεν προκύπτει οικονοµικό όφελος οποιασδήποτε µορφής υπέρ των παικτών, οιουδήποτε τρίτου, ή της επιχειρήσεως προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου, εκ της διενεργείας και µόνο των παιγνίων αυτών. Αντιθέτως, απαγορεύεται και τιµωρείται η διενέργεια τυχερών παιγνίων και τέτοια θεωρούνται τα παίγνια των οποίων το αποτέλεσµα εξαρτάται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την τύχη, όπως και τα ψυχαγωγικά τεχνικά που παραλλάσσονται σε τυχερά ή για το αποτέλεσµα τους συνοµολογείται στοίχηµα µεταξύ οποιωνδήποτε προσώπων ή το αποτέλεσµα τους µπορεί να αποδώσει οποιασδήποτε µορφής οικονοµικό όφελος στον παίκτη ή στον εκµεταλλευόµενο την επιχείρηση, στην οποία διενεργούνται τέτοια παίγνια. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το όλο περιεχόµενο του νόµου, σκοπός του είναι ο αποτελεσµατικός αποκλεισµός της παράνοµης διενέργειας τυχερών παιγνιδιών (του κοινώς λεγόµενου "τζόγου") και των παράνοµων εσόδων που αυτή αποφέρει και, συνακόλουθα, η επίλυση των µεγάλων κοινωνικών προβληµάτων που δηµιουργεί. Εκείνο που κολάζει ο νόµος, απειλώντας ποινικές (άρθρο 4) και διοικητικές (άρθρο 5) κυρώσεις, είναι η διενέργεια, µέσω των ανωτέρω µηχανηµάτων ή µηχανισµών ή Η/Υ, που ενδιαφέρει εν προκειµένω, παιγνίων τυχερών, κατά την ανωτέρω έννοια, στα οποία παίζονται χρηµατικά ποσά και από τα οποία αποκοµίζουν µεγάλα κέρδη οι επιτρέποντες στις οικείες επιχειρήσεις τους, όπως η του αναιρεσείοντος, την διενέργεια τέτοιων παιγνίων. Οι ποινικές κυρώσεις που απειλούνται στρέφονται µόνον εναντίον όσων επιτρέπουν στα ως άνω µηχανήµατα, µηχανισµούς και Η/Υ τη διενέργεια τυχερών παιγνίων, στα οποία διακυβεύονται χρηµατικά ποσά και όχι τη διενέργεια των ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων, εκείνων δηλ. των οποίων το αποτέλεσµα εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνική και πνευµατική ικανότητα του παίκτη και η διενέργεια τους έχει αποκλειστικό και µόνον ψυχαγωγικό σκοπό και δεν απαγορεύεται και στα δηµόσια κέντρα (καφενεία κ.λπ.) και όταν ακόµη διεξάγονται µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τους οποίους µπορούν να εγκαταστήσουν οι ιδιοκτήτες τους, µε την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν συνοµολογούνται στοιχήµατα µεταξύ των οποιωνδήποτε προσώπων και δεν γίνονται τα παίγνια αυτά µε τέτοιο τρόπο και µε σκοπό αποδόσεως οποιουδήποτε οικονοµικού οφέλους του καταστηµατάρχη ή του παίκτη. Η ερµηνευτική αυτή εκδοχή είναι σύµφωνη και µε τον ανωτέρω σκοπό του Νοµοθέτη που, όπως λέχθηκε, στην συγκεκριµένη περίπτωση, ήθελε και επιδίωξε να πατάξει τις µορφές εκείνες των παιγνίων, οι οποίες συνδέονται µε την επίτευξη οικονοµικών αποτελεσµάτων που οδηγούν στην ψυχική υποδούλωση και την οικονοµική καταστροφή των παικτών, πράγµα που προκύπτει και από τη σχετική αιτιολογική [40]

41 έκθεση του νόµου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 δ, 2 και 4 του Ν. 3037/2002, κατά το σκέλος που προβλέπουν και τιµωρούν την εγκατάσταση και διεξαγωγή ηλεκτρονικά διεξαγόµενων τυχερών παιγνίων µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγµατος, ούτε και στη θεσπισθείσα µε το άρθρο 25 παρ. 4 του ιδίου αρχή της αναλογικότητας. Τούτο δε διότι, στο απολύτως αναγκαίο µέτρο, πατάσσουν την µε οποιοδήποτε και ηλεκτρονικά διεξαγόµενο τρόπο (µε τη βοήθεια ειδικού λογισµικού προγράµµατος που εισάγεται και ασύρµατα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές) εγκατάσταση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων, πράξη η οποία πλήττει την οικογενειακή, επαγγελµατική και προσωπική οικονοµική και όχι µόνον ζωή των παικτών, την οποία προστατεύει το Σύνταγµα, αποφέροντας εκ παραλλήλου σοβαρά οικονοµικά οφέλη στους εκµεταλλευόµενους και διευθύνοντες τις αντίστοιχες επιχειρήσεις (ΑΠ 1627/2010, ΑΠ 1273/2010, ΑΠ 1547/2009, ΑΠ 817/2010, ΑΠ 547/2008) και ΟλΑΠ δ/2009 Πολιτική, σε σχέση µε την αρχή της αναλογικότητας]. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτουµένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για τα οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις που το θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως µε το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί όλα τα αποδεικτικά µέσα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 620/2010). εν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1369/2010). Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε [41]

42 αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Β : 29/1971, άρθ. 7, Νόµοι: 3037/2002, άρθ. 1, 2, 3, 4, 5, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Παράβαση καθήκοντος Αριθµός απόφασης: 1687 Έτος: Παράβαση καθήκοντος. Καθήκοντα ηµάρχου. Σφράγιση καταστήµατος υγειονοµικού ενδιαφέροντος. Έλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ "Υπάλληλος που µε πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του µε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιµωρείται µε άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκληµα της παράβασης καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του ιδίου Κώδικα, απαιτούνται: α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται µε νόµο ή µε διοικητική πράξη ή µε ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταµένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος, που περιέχει τη θέληση παράβασης καθήκοντος της υπηρεσίας και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη ή σε άλλον παράνοµη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Το έννοµο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτήν είναι η λειτουργία των δηµοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συµφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι µε χρηστότητα και καθαρότητα. Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόµενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου µόνον αν συνιστά (θετική ή αποθετική) έκφραση πολιτειακής βούλησης και άσκηση κρατικής εξουσίας µέσα στον κύκλο των δηµοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συµφέροντα των δηµοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθµη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. Ως υπάλληλος, κατά το άρθρο 13α του ΠΚ, νοείται κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση της υπηρεσίας δηµοσίου δικαίου. Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων να επιφέρει την παράνοµη ωφέλεια ή την βλάβη και συγχρόνως όταν η υπηρεσιακή παράβαση είναι αντικειµενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια ή την βλάβη µε τον συγκεκριµένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από τον δράστη, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω προσφορότητα. Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης µπορεί να πραγµατωθεί µόνο µε την παράβαση του συγκεκριµένου καθήκοντος ή και µε την παράβαση αυτού. Για την ολοκλήρωση του εγκλήµατος του άρθρου 259 του ΠΚ δεν απαιτείται να πραγµατοποιηθεί η επιδιωκόµενη παράνοµη ωφέλεια ή βλάβη. Ενώ, αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλον σκοπό ή µε κανένα σκοπό, ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συµπτωµατική συνέπεια της παράβασης, τότε το έγκληµα της [42]

43 παράβασης καθήκοντος δεν στοιχειοθετείται. Τέτοιο παράνοµο όφελος, κατά την έννοια του άρθρου 259 του ΠΚ είναι κάθε όφελος, το οποίο επιδιώκεται µε την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Αιβ/8577/ υγειονοµικής διατάξεως, για την ίδρυση και λειτουργία καταστήµατος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονοµικού ενδιαφέροντος απαιτείται άδεια της οικείας Αστυνοµικής Αρχής, κατά δεν την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, θεωρείται ίδρυση νέου καταστήµατος ή εργαστηρίου ή εργοστασίου υγειονοµικού ενδιαφέροντος και συνεπώς απαιτείται νέα άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας τούτου, η µεταφορά ή επέκταση ή αλλαγή ή µεταβίβασή του, καθώς και η ουσιώδης τροποποίηση των υγειονοµικών όρων της λειτουργίας του. Εξάλλου, µε το άρθρο 11 του Ν. 2307/1995 ορίσθηκαν τα επόµενα: Για την χορήγηση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας όλων των καταστηµάτων και επιχειρήσεων, οι όροι λειτουργίας των οποίων ορίζονται µε υγειονοµικές διατάξεις, εφαρµόζονται οι ισχύουσες κάθε φορά υγειονοµικές και άλλες διατάξεις (παρ. 1). Οι διατάξεις του Π 180/1979 "Περί όρων λειτουργίας καταστηµάτων πωλήσεως οινοπνευµατωδών ποτών και κέντρων διασκεδάσεως", όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µεταγενέστερα, εξακολουθούν να ισχύουν. Όπου στο ανωτέρω προεδρικό διάταγµα, για θέµατα χορήγησης ή ανάκλησης ή αφαίρεσης αδειών ή σφράγισης των καταστηµάτων, αναφέρεται "Αστυνοµική Αρχή" ή "Αστυνοµικός ιευθυντής" ή "Αρχηγός της Ελληνική Αστυνοµίας" ή "Υπουργός ηµοσίας Τάξεως" νοείται το οικείο δηµοτικό ή κοινοτικό συµβούλιο... Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των ανωτέρω καταστηµάτων εκδίδονται από τον ήµαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας εντός δέκα πέντε (15) ηµερών από τότε που πληρούνται οι αντίστοιχες νόµιµες προϋποθέσεις. Ο ήµαρχος ή ο Πρόεδρος της Κοινότητας υποχρεούται στην άµεση εκτέλεση της απόφασης. Η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου αυτής αποτελεί σοβαρή παράβαση καθήκοντος, τιµωρουµένη κατά τις οικείες διατάξεις του ηµοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα (παρ. 2). Από τον συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι από την έναρξη της ισχύος του ν. 2307/1995 η λειτουργική αρµοδιότητα των, κατά το Π 181/1979 και της Αιβ/8577/ υγειονοµικής διατάξεως Αστυνοµικών Αρχών µεταφέρθηκε και στο µεν ηµοτικό ή Κοινοτικό Συµβούλιο ανατέθηκαν αποκλειστικά εφεξής τα θέµατα της: α) χορήγησης, β) ανάκλησης, γ) αφαίρεσης αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας και δ) σφράγισης των καταστηµάτων, στον δε ήµαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας ανατέθηκε µόνον η έκδοση αποφάσεως για την προσωρινή αφαίρεση των αδειών λειτουργίας των ως άνω καταστηµάτων, στην οποία εάν αυτός δεν προβεί, µολονότι συντρέχουν οι νόµιµες προϋποθέσεις, θεωρείται ότι παραβαίνει το καθήκον της υπηρεσίας. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούµενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει την από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα και σαφήνεια τα πραγµατικά περιστατικά που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τον σχηµατισµό της κρίσης του περί της συνδροµής των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρµόσθηκαν. - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (η οποία µπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόµου που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως - ΟλΑΠ 3/1998) υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην [43]

44 ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρµοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρµογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχε. Ε του ΚΠ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν το πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος για το οποίο πρόκειται έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΠΚ: 13α, 259, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2307/1995, άρθ. 11, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Παράβαση καθήκοντος Αριθµός απόφασης: 1125 Έτος: Παράβαση καθήκοντος. ήµαρχος. όλος. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα. Τεκµήριο αθωότητας. - Κατά το άρθρο 259 του ΠΚ "υπάλληλος που µε πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του µε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο όφελος ή για να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιµωρείται µε άλλη ποινική διάταξη". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συµφέροντος της οµαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείµενο του οποίου µπορεί να είναι µόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α και 263 α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται, 1) παράβαση όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο από το νόµο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταµένης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, 2) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παραβάσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος και 3) σκοπός του δράστη, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος αυτού, συνιστάµενος στην επιδίωξη του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο όφελος ή να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη, η οποία µπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι µόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συµπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να µπορεί αντικειµενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος ή για να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλον προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παρανόµου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου( αντικειµενικό στοιχείο). Μεταξύ δε της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουµένου οφέλους ή βλάβης. [44]

45 - Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου µπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου µέσα στην προθεσµία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή µέσα σε τριάντα(30) ηµέρες από την καταχώρηση της προσβαλλοµένης αποφάσεως στο από το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠ προβλεπόµενο ειδικό βιβλίο καθαρογραµµένων αποφάσεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠ, µεταξύ των οποίων και για έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενης ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Ειδικά δε, προκειµένου για αθωωτική απόφαση, εν όψει του τεκµηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣ Α και δεδοµένου ότι αντικείµενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουµένου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή στην απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά της πράξεως και οι λόγοι για τους οποίους το δικαστήριο αδυνατεί να καταλήξει στο συµπέρασµα ότι πραγµατώθηκε από τον κατηγορούµενο η αντικειµενική ή υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος που του αποδίδεται, είτε όταν δεν αιτιολογείται καθόλου ή µε σαφήνεια και πληρότητα γιατί το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουµένου από τα αποδεικτικά µέσα που αναφέρονται στα πρακτικά του. ΠΚ: 13, 259, 263Α, ΚΠ : 473, 505, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Παράνοµη εγκατάσταση κεραίας Αριθµός απόφασης: 435 Έτος: Παράνοµη εγκατάσταση κεραιών κινητής τηλεφωνίας. Περιεχόµενο κλητηρίου θεσπίσµατος. - Κατά το άρθρο 1 παρ. 2Α και 5Α του Ν. 2801/2000 για την κατασκευή κεραίας σταθµού στην ξηρά, που χρησιµοποιείται για την εκποµπή ή και λήψη ηλεκτροµαγνητικής ενέργειας ή χρησιµοποιείται ως µέρος ενός συστήµατος κεφαλής δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης, απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών... Η εγκατάσταση σταθµού εκποµπής ή και λήψης ραδιοσήµατος και κατασκευής κεραίας χωρίς άδεια ή έγκριση εφόσον αυτή απαιτείται... τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης µέχρι δύο ετών και χρηµατική ποινή από εφτά χιλιάδες πεντακόσια (7.500) έως τριάντα οχτώ χιλιάδες (38.000) ευρώ. - Κατά το άρθρο 321 παρ. 1δ του ΚΠ, το κλητήριο θέσπισµα πρέπει να περιέχει τον ακριβή καθορισµό της πράξης για την οποία (ο κατηγορούµενος) κατηγορείται και µνεία του άρθρου του ποινικού νόµου που την προβλέπει. Ως άρθρο του ποινικού νόµου νοείται η διάταξη που τυποποιεί το έγκληµα και καθορίζει την απειλούµενη για αυτό ποινή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται µε ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσµατος, ακυρότητα η οποία είναι σχετική και δηµιουργεί, αν δεν καλυφθεί, ήτοι αν εµφανισθεί ο κατηγορούµενος στη δίκη και προβάλει αντιρρήσεις τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Β ΚΠ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 165/ 2009, 808/ 2006). [45]

46 ΚΠ : 321, 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Νόµοι: 2801/2000, άρθ. 2Α, 5Α, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Παράνοµη εγκατάσταση κεραίας Αριθµός απόφασης: 385 Έτος: Παράνοµη εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1, 5 Α του Ν. 2801/2000, "η εγκατάσταση σταθµού εκποµπής ή και λήψης ραδιοσήµατος και κατασκευή κεραίας χωρίς άδεια ή έγκριση,... τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και µε χρηµατική ποινή...", ενώ σύµφωνα µε τη διάταξη του ιδίου άρθρου 1 παρ. 2 Α του άνω Ν. 2801/2000, "Για την κατασκευή κεραίας σταθµού στην ξηρά, που χρησιµοποιείται για την εκποµπή ή και τη λήψη ηλεκτροµαγνητικής ενέργειας,... απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών". Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 14 εδ. κ' του νεότερου ν.2867/2000, που συγκροτεί, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων (ΕΕΤΤ), ορίζεται ότι "η Ελληνική Επιτροπή Ταχυδροµείων και Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) χορηγεί τις άδειες κατασκευής κεραιών σταθµών στην ξηρά, ασκώντας όλες τις αρµοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 2801/ ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από , που άρχισε η ισχύς του ανωτέρω τελευταίου νόµου, για την εγκατάσταση σταθµού βάσεως εκποµπής κινητής τηλεφωνίας και την κατασκευή κεραίας σταθµού στην ξηρά για λήψη ραδιοσήµατος, απαιτείται σχετική άδεια αρχής, η οποία εκδίδεται από την άνω ανεξάρτητη διοικητική αρχή ΕΕΤΤ και όχι από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, που τις εξέδιδε µέχρι Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2801/2000, άρθ. 1, 2Α, 5Α, Νόµοι: 2867/2000, άρθ. 3, ηµοσίευση: INLAW 2011 [46]

47 Αδικήµατα - Παράνοµη εγκατάσταση κεραίας Αριθµός απόφασης: 384 Έτος: Παράνοµη εγκατάσταση κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1, 5 Α του Ν. 2801/2000, "η εγκατάσταση σταθµού εκποµπής ή και λήψης ραδιοσήµατος και κατασκευή κεραίας χωρίς άδεια ή έγκριση,... τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και µε χρηµατική ποινή...", ενώ σύµφωνα µε τη διάταξη του ιδίου άρθρου 1 παρ.2 Α του άνω Ν. 2801/2000, "Για την κατασκευή κεραίας σταθµού στην ξηρά, που χρησιµοποιείται για την εκποµπή ή και τη λήψη ηλεκτροµαγνητικής ενέργειας,... απαιτείται άδεια, η οποία χορηγείται από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών". Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.14 εδ. κ' του νεότερου ν.2867/2000, που συγκροτεί, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδροµείων (ΕΕΤΤ), ορίζεται ότι "η Ελληνική Επιτροπή Ταχυδροµείων και Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) χορηγεί τις άδειες κατασκευής κεραιών σταθµών στην ξηρά, ασκώντας όλες τις αρµοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ν. 2801/ ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από , που άρχισε η ισχύς του ανωτέρω τελευταίου νόµου, για την εγκατάσταση σταθµού βάσεως εκποµπής κινητής τηλεφωνίας και την κατασκευή κεραίας σταθµού στην ξηρά για λήψη ραδιοσήµατος, απαιτείται σχετική άδεια αρχής, η οποία εκδίδεται από την άνω ανεξάρτητη διοικητική αρχή ΕΕΤΤ και όχι από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, που τις εξέδιδε µέχρι Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, τα αποδεικτικά µέσα που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την [47]

48 ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2801/2000, άρθ. 1, 2Α, 5Α, ηµοσίευση: INLAW 2011* Αδικήµατα - Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών Αριθµός απόφασης: 1843 Έτος: Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών.κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά το άρθρο 88 παρ. 1 του Ν. 3386/2005, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του µε το άρθρο 48 παρ. 4 του Ν. 3772/2009, πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού µέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους µεταφορικού µέσου που µεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωµα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους - µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν την µεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα για απόκρυψη τιµωρούνται: α)... β)με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ( 2 ) ετών και χρηµατική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων ( ) Ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο, αν η µεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελµα. Μετά την αντικατάσταση του ανωτέρω άρθρου µε τα άρθρα 48 παρ. 4 του Ν. 3772/2009, τιµωρούνται µε ποινές καθείρξεως, µεταξύ άλλων, και αυτοί που παραλαµβάνουν υπηκόους τρίτων χωρών από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους - µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη µεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα για απόκρυψη. Από τη σύγκριση της προϊσχύουσας µε την ισχύουσα διάταξη του ανωτέρω νόµου, προκύπτει ότι µε την πρώτη διάταξη τιµωρείται µεταξύ άλλων περιπτώσεων και η διευκόλυνση της µεταφοράς ή προώθησης των λαθροµεταναστών, ενώ µε την τελευταία διάταξη τιµωρείται και η διευκόλυνση της µεταφοράς αυτών χωρίς να αναφέρεται και η διευκόλυνση της προώθησης. Η µη αναφορά της διευκόλυνσης της προώθησης δεν έγινε µε σκοπό να µην τιµωρείται αυτή, αλλά έγινε για την αρτιότερη διατύπωση του νόµου. Συγκεκριµένα η µεταφορά λαθροµεταναστών από τόπου εις τόπον στην Ελλάδα εµπεριέχει και την προώθησή τους ως σκοπό και αναγκαία συνέπεια της µεταφοράς και έτσι οι δυο αυτοί όροι (µεταφορά και προώθηση) είναι ταυτόσηµοι και η αναφορά και των δυο συνιστά περιττή ταυτολογία, την οποία απέφυγε ο νοµοθέτης µε τη νέα διατύπωση. - Σύµφωνα µε το άρθρο 13 περίπτ. Στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξης ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του [48]

49 ΚΠ όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται όχι µόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά να περιλαµβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών µέσων, από τα οποία το ικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά µέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το ικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. - Λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ συνιστά η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισµα που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να µην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. Επίσης περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής τέτοιας διατάξεως υπάρχει και στην περίπτωση που το ικαστήριο δεν εφαρµόσει επιεικέστερο νόµο που ίσχυσε µέχρι την ενώπιον του εκδίκαση της υποθέσεως και ο οποίος νόµος ήταν υποχρεωτικός εφαρµοστέας κατά το άρθρο 2 του Π.Κ. ΠΚ: 13, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 3386/2005, άρθ. 88, Νόµοι: 3772/2009, άρθ. 48, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών Αριθµός απόφασης: 1500 Έτος: Παράνοµη µεταφορά λαθροµεταναστών.έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 5 του Ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η οποία, κατά την παρ. 11 του ίδιου άρθρου, εφαρµόζεται αναλόγως και επί κατασχέσεως µεταφορικών µέσων που χρησιµοποιούνται για τη µεταφορά λαθροµεταναστών, "το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών, αν κατά την κρίση του συντρέχει η αναφερόµενη στην παράγραφο 4 του άρθρου 160 του παρόντα Κώδικα περίπτωση µη δήµευσης των κατασχεµένων, µπορεί, µετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει, µε αµετάκλητη απόφασή του, την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή [49]

50 τους στον ιδιοκτήτη. Η δικαιοδοσία αυτή του Συµβουλίου ασκείται µόνο αν, η µεν υπόθεση δεν έχει ακόµη εισαχθεί στο ακροατήριο του αρµόδιου πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, το δε αντικείµενο ή µεταφορικό µέσο λαθρεµπορίου δεν εκποιήθηκε ούτε διατέθηκε, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 7 αυτού του άρθρου". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 160 παρ. 4 εδ. β του ίδιου νόµου, "εξαιρούνται επίσης από τη δήµευση αυτοκίνητα, των οποίων ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αµετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους, του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν µπορούσε να προβλέψει ότι ήταν µέσο ή αντικείµενο λαθρεµπορίας ή συναφούς µε αυτή πράξης". Η ρύθµιση αυτή συµπορεύεται και µε τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 10 εδ. β του Ν. 3386/2005 "είσοδος, διαµονή κ.λπ. υπηκόων τρίτων χωρών", κατά την οποία "η δήµευση επιβάλλεται ακόµη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληµατικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας". Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες, ως ειδικές, υπερισχύουν των γενικών διατάξεων των άρθρων 268 παρ. 3 και 307 εδ. β του ΚΠοιν, συνάγεται ότι για να αρθεί, µε βούλευµα του συµβουλίου Πληµµελειοδικών, η κατάσχεση οχήµατος, το οποίο χρησίµευσε για τη µεταφορά λαθροµεταναστών, πρέπει α) να µη έχει εισαχθεί ακόµη η υπόθεση στο ακροατήριο του αρµοδίου δικαστηρίου, β) να µη έχει διατεθεί ή εκποιηθεί από τον Ο Υ το αυτοκίνητο που κατασχέθηκε, γ) να µη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του ιδιοκτήτη του οχήµατος και δ) να µη προκύπτει ότι ο τελευταίος είχε οποιαδήποτε γνώση για τη χρησιµοποίηση του οχήµατος ως µέσου µεταφοράς λαθροµεταναστών. - Έλλειψη της επιβαλλοµένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως του βουλεύµατος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί ισχυρισµοί, µε τους οποίους τα περιστατικά αυτά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την κρίση του, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. ΚΠ : 206, 307, 484, ΤελΚωδ: 160, 177, Νόµοι: 3386/2005, άρθ. 88, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Πολεοδοµικές παραβάσεις Αριθµός απόφασης: 1489 Έτος: Πολεοδοµικές παραβάσεις. Αυθαίρετη δόµηση. Ηθικός αυτουργός. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά την παρ. 8 του άρθ. 17 του Ν. 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 13 του άρθ. 3 του Ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες ή εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι µηχανικοί που συντάσσουν τη µελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι [50]

51 εργολάβοι κατασκευής του τιµωρούνται µε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 6 µηνών ή µε χρηµατική ποινή από µέχρι δρχ. ανάλογα µε την αξία του αυθαίρετου έργου και το βαθµό υποβάθµισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αµέλεια, τιµωρείται µε ποινή φυλάκισης µέχρι ένα χρόνο ή µε χρηµατική ποινή από µέχρι δρχ. Ως αυθαίρετο έργο, σύµφωνα µε την παρ. 4 του άρ. 18 του Ν. 1337/1983 νοείται εκείνο που εµπίπτει στην παρ. 2 του άρ. 118 του Ν 8/1973 "περί ΓΟΚ", όπως ισχύει, και τέτοιο είναι κάθε εργασία δοµήσεως που εκτελείται χωρίς άδεια ή καθ' υπέρβαση της αδείας, ενώ κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου "πάσα επιτρεποµένη υπό των κειµένων διατάξεων εργασία δοµήσεως εντός οιουδήποτε οικισµού ή εκτός οικισµού εκτελείται βάσει αδείας της αρµοδίας Αρχής. Τοιούται εργασίαι δοµήσεως είναι ιδία εκσκαφαί θεµελίων, εγκατάστασις ικριωµάτων, ανέγερσις κτιρίων και παραρτηµάτων αυτών, επισκευή και διαρρύθµισις υφισταµένων κτιρίων. Άδεια δεν απαιτείται δι' εσωτερικούς χρωµατισµούς, δι' εξωτερικούς χρωµατισµούς, όταν δεν γίνεται χρήσις ικριωµάτων, δια µικράς εσωτερικάς επισκευάς ή διασκευάς µη θιγούσας την φέρουσαν κατασκευήν του κτιρίου ή την εµφάνισιν αυτού, δι' επισκευάς δαπέδου, δι' επισκευάς, διασκευάς ή συµπληρώσεις των εσωτερικών εγκαταστάσεων και αγωγών των κτιρίων, δια µικράς, άνευ χρήσεως ικριωµάτων, επισκευάς θυρών, παραθύρων, στεγών, δωµάτων και εν γένει δια τας µικράς και µεµονωµένας επισκευάς δια λόγους χρήσεως, υγιεινής και προστασίας των κτιρίων". - Από τη διάταξη του άρθ. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται επίσης: α) όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή ή µε εκµετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγµατικής ή νοµικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή µε τη διέγερση µίσους κατά του θύµατος, µε πείθω ή φορτικότητα ή µε την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του µε το φυσικό αυτουργό. Υποκειµενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και ενδεχόµενος, εκτός αν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε [51]

52 αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 46, Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17, 18, Νόµοι: 2242/1994, άρθ. 3, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη Αριθµός απόφασης: 1117 Έτος: Σωµατική βλάβη από αµέλεια.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης. Απόλυτη ακυρότητα. Ανάγνωση εγγράφων. - Κατά το άρθρο 308 παρ. 1 εδ α' του ΠΚ "όποιος µε πρόθεση προξενεί σε άλλον σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών". - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λίγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτόν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τις θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει [52]

53 ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείων χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1, 369 και 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το ικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 ΚΠ δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Στα πρακτικά της δηµόσιας συζήτησης που συντάσσονται δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, όµως είναι αναγκαίο να καταγράφονται τα στοιχεία που το προσδιορίζουν, ώστε να µπορεί να διαγνωσθεί σε πόσα έγγραφα στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου και εάν αυτά έχουν πράγµατι αναγνωσθεί, διότι αλλιώς παραβιάζονται οι άνω διατάξεις, οι οποίες επιβάλλουν την ενοχή του κατηγορουµένου. ΠΚ: 84, 308, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2008 Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη Αριθµός απόφασης: 1548 Έτος: Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά το άρθρο 314 παρ. Ια ΠΚ, όποιος από αµέλεια προκαλεί σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών, κατά δε το άρθρο 28 του ιδίου κώδικα, από αµέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και µπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσµα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όµως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της σωµατικής βλάβης από αµέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφ' ενός µεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούµενη, κατά αντικειµενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε µετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγµατικές καταστάσεις, µε βάση τους νοµικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγµάτων και τη λογική και αφ' ετέρου ότι είχε τη δυνατότητα, µε τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσµα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειµενικό αιτιώδη σύνδεσµο µε τη πράξη ή παράλειψή του. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του Κ.Π., η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν σ' αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο [53]

54 ακροατήριο σχετικά µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για το σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι µόνο µερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ (ΟλΑΠ 1/2005). - Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι µόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγµένα στη διάταξη που εφαρµόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης που περιλαµβάνεται σε συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 28, 314, ΚΠ : 177, 178, 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Σωµατική βλάβη Αριθµός απόφασης: 1220 Έτος: Σωµατική βλάβη από αµέλεια. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Παράσταση πολιτικής αγωγής. Απόλυτη ακυρότητα. - Aπό τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1α του Ποινικού Κώδικα, που ορίζει ότι "Όποιος µε πρόθεση προξενεί σε άλλον σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών ετών", 310 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι "Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωµατική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών" και 29 του Ποινικού Κώδικα, που ορίζει ότι "Στις περιπτώσεις όπου ο νόµος ορίζει ότι κάποια πράξη τιµωρείται µε βαρύτερη ποινή, όταν έχει ορισµένο αποτέλεσµα, η ποινή αυτή επιβάλλεται µόνο αν το αποτέλεσµα αυτό µπορεί να αποδοθεί σε αµέλεια του δράστη", συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση του τιµωρούµενου σε βαθµό πληµµελήµατος εγκλήµατος της βαριάς σωµατικής βλάβης, η οποία σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 310 του Ποινικού Κώδικα υπάρχει ιδίως, αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και µακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασµό ή αν τον εµπόδισε σηµαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιµοποιεί το σώµα ή τη διάνοιά του, απαιτείται: α) πρόκληση σωµατικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας άλλου, β) δόλος του δράστη κατευθυνόµενος στην παραγωγή σωµατικής [54]

55 κακώσεως ή βλάβης της υγείας του άλλου και γ) η πράξη να είχε ως επακόλουθο την βαριά σωµατική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, το αποτέλεσµα δε αυτό να οφείλεται σε αµέλεια του δράστη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Προκειµένου για το έγκληµα της βαριάς σωµατικής βλάβης πρέπει επί πλέον, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής του υποστάσεως, να αιτιολογείται και ο δόλος του δράστη, ήτοι ο σκοπός αυτού που κατευθύνεται στην παραγωγή της σωµατικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του άλλου, ο οποίος µπορεί να είναι και ενδεχόµενος, που όµως πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στην απόφαση, καθώς επίσης να αναφέρεται σε αυτή ότι το βαρύτερο αποτέλεσµα που επήλθε, οφείλεται σε αµέλεια του κατηγορουµένου και να καθορίζεται ποιο είδος αµελείας (συνειδητής ή µη) συνέτρεξε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και ο περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούµενο κάποιας από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, η παραδοχή της οποίας οδηγεί σε µείωση της ποινής στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Πρέπει, όµως, οι ισχυρισµοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεµελίωσή τους και δεν αρκεί µόνη η επίκληση της νοµικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισµού, µε τον οποίο είναι γνωστοί στη νοµική ορολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, απόλυτη ακυρότητα, που δηµιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, η οποία λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόµη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόµο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νοµιµοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κώδικα Ποινικής [55]

56 ικονοµίας και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά µε τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ως άνω Κώδικα. Άλλες πληµµέλειες στην παράσταση της πολιτικής αγωγής, όπως η επιδίκαση ποσού, λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο δεν δικαιούται ο πολιτικώς ενάγων, δεν επάγονται απόλυτη ακυρότητα. Εν προκειµένω, ο αναιρεσείων µε τον πρώτο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας λόγο αναιρέσεως ισχυρίζεται ότι δηµιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, διότι επιτράπηκε στην παθούσα να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την εκδίκαση της εφέσεως και αποβλήθηκε µετά τη διάσκεψη και πριν από την εκφώνηση της αποφάσεως και ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ως άνω παθούσα δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα στη δίκη αυτή για ηθική βλάβη την οποία υπέστη από το εις βάρος της αδίκηµα και ζήτησε να της επιδικασθεί χρηµατικό ποσό 15 ευρώ, ποσό, το οποίο είχε ζητήσει και πρωτοδίκως, µε επιφύλαξη να ζητήσει µεγαλύτερο ποσό ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως επί εσφαλµένων προϋποθέσεων ερειδόµενος δεδοµένου ότι η παραδοχή του προϋπέθετε η αποβολή της πολιτικής αγωγής από το ικαστήριο να ήταν παράνοµη, ενώ κατά τα εκτιθέµενα στον ως άνω λόγο η παράσταση της πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο κατά τα εκτιθέµενα στον λόγο αναιρέσεως ήταν κατά πάντα νόµιµη. ΠΚ: 29, 84, 308, 310, ΚΠ : 63, 64, 68, 170, 333, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Υπεξαίρεση Αριθµός απόφασης: 1645 Έτος: Υπεξαίρεση. Ευθύνη εντολοδόχου.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειµενικώς µεν ιδιοποίηση χωρίς δικαίωµα ξένου κινητού πράγµατος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη µε οποιονδήποτε τρόπο, υποκειµενικώς δε δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το πράγµα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωµατώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, η κατοχή ξένου πράγµατος διαφέρει της αντίστοιχης έννοιας του αστικού δικαίου και συνίσταται αυτή στην πραγµατική σχέση η οποία καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγµατος από το δράστη κατά τη βούληση του. Αν πρόκειται για χρήµατα ή απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγµατοποιείται µόνο µε την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και µε τη λογιστική µεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασµό του δράστη σε τράπεζα µε την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωµα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν της 17/7/17/ "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιρειών" (ΟλΑΠ 1039/1991). - Κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 ΑΚ ο µεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλοµένων σε αυτόν χρηµάτων, είτε η προκαταβολή γίνεται µε παράδοση [56]

57 αυτών, είτε µε τη λογιστική µεταφορά τους στον προσωπικό λογαριασµό του εντολοδόχου σε τράπεζα µε την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωµα ανάληψής τους κατά την προµνηµονευθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν της 17/7/17/ Γι' αυτό σε περίπτωση µη ανάλωσης και παράνοµης ιδιοποίησης αυτών (προκαταβαλλοµένων χρηµά-των) ο εντολοδόχος διαπράττει το αδίκηµα της υπεξαίρεσης. - Η επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Εξάλλου είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από το καθένα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΚ: 719, 721, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας Αριθµός απόφασης: 1122 Έτος: Αγροτική φθορά. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [57]

58 - Κατά το άρθρο 381 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος µε πρόθεση καταστρέψει ή βλάπτει ξένο (ολική ή εν µέρει) πράγµα, ή µε άλλο τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του, τιµωρείται µε φυλάκιση, µέχρι δύο ετών". - Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Ν /τος 3030/1954 "περί αγροφυλακής", "όστις δια ζώων ή πτηνών καταστρέφει ή βλάπτει εκ προθέσεως παντός είδους ξένον (εν όλω ή εν µέρει) ή κοινόχρηστον ακίνητον ή κινητόν αγροτικόν κτήµα άνευ της προηγουµένης συγκαταθέσεως του έχοντος δικαίωµα, τιµωρείται δια κρατήσεως µέχρι 3 µηνών ή δια προστίµου, ασχέτως του ποσού της εκ της πράξεως ταύτης ζηµίας. Τέλος, µε το άρθρο 39 παρ. 1 του νόµου 3585/2007 που άρχισε να ισχύει από την , όποιος µε πρόθεση προκαλεί αγροτική φθορά, κατά την έννοια της παρ. 1 του προηγούµενου άρθρου, µε ζώα, πτηνά ή µέλισσες, η οποία έχει αντικείµενο πράγµα αξίας µέχρι 300 ευρώ ή αν ζηµία που προξενήθηκε δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ, τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών (3) µηνών ή µε πρόστιµο". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο δράστης από πρόθεση αγροτικής φθοράς µε ζηµία που επήλθε από την και εντεύθεν και η ζηµία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ τιµωρείται κατά της διατάξεις περί φθοράς του ΠΚ, δηλαδή για την παράβαση του παραπάνω άρθρου 381 του ΠΚ, δηλαδή, µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 του Ν /τος 3030/1954 "η ποινική δίωξη πάντων των αγροτικών αδικηµάτων κινείται εξ επαγγέλµατος". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 133 του ίδιου Ν /τος "η ποινική δίωξις των κλοπών ή φθορών, η εξών ζηµία υπερβαίνει της 500 δραχµάς (ήδη 300 ευρώ), του εµπρησµού, της πληµµύρας και των άλλων αδικηµάτων κατά των αγροτικών κτηµάτων κινείται εξ επαγγέλµατος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ποινική δίωξη της φθοράς ξένου "αγροτικού κτήµατος" (µε την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν /τος 3030/1954), κινείται εξ επαγγέλµατος σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε η θετική ζηµία που προξενείται από αυτήν υπερβαίνει ήδη τα 300 ευρώ είτε όχι, η δε παραπάνω διάκριση µε βάση το µέγεθος της ζηµίας ασκεί επιρροή, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην ποινική µεταχείριση του δράστη και όχι τον τρόπο ασκήσεως της ποινικής δίωξης, η οποία γίνεται σύµφωνα µε τις παραπάνω ειδικής διατάξεως αυτεπαγγέλτως και όχι ύστερα από έγκληση, όπως ορίζει η γενική διάταξη του άρθρου 383 του ΠΚ, που ισχύει για την φθορά ξένης ιδιοκτησίας και όχι για τη φθορά ξένου "αγροτική κτήµατος". - Όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασµό µε το διατακτικό της προσβαλλόµενης απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυµπληρώνονται, το Μονοµελές Πληµµελειοδικείο Χαλκίδας έπαυσε οριστική την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (παρόδου χρόνου πλέον της διετίας από το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης µέχρι την εκδίκασή της) την κατά των κατηγορουµένων: 1) X1 και 2) X2, κατοίκων οικισµού ΧΧΧ, ασκηθείσα ποινική δίωξη του ότι στις 3,4,5,8 και 9/9/2007, από κοινού ενεργώντας, µε πρόθεσή τους, κατέστρεψαν ξένο ολικό πράγµα και κατέστησαν ανέφικτη τη χρήση αυτού και µε το ποίµνιο τους κατέστρεψαν τα καλλιεργούµενα από τον ιδιοκτήτη του αγροκτήµατος T1 φυτά (φασολιές, ντοµάτες, πιπεριές, µελιτζάνες, κολοκυθιές και αγουριές) και τους καρπούς τους, η δε προξενηθείσα ζηµία ανέρχεται στο ποσό των 3500 ευρώ. Στην κρίση αυτή κατέληξε το ως άνω ικαστήριο µε την παραδοχή ότι οι κατηγορούµενοι είχαν τελέσει πταίσµα (του άρθρου 100 του Ν /τος 3030/1954), κατ' επιτρεπτή µεταβολή της κατηγορίας από πληµµέληµα για το οποίο είχε ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη σε πταίσµα, πλην εσφαλµένα, αφού από την και εντεύθεν η αγροτική φθορά που προξενείται µε ζώα, αν η ζηµία υπερβαίνει τα 300 ευρώ, τιµωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 381 παρ. 1 ΠΚ, ήτοι ως πληµµέληµα µε ποινή εώς δύο έτη και στην προκειµένη περίπτωση, κατά της παραδοχές της [58]

59 προσβαλλόµενης απόφασης η µεν αγροτική φθορά επήλθε στις 3, 4, 5, 8 και , το δε ύψος της προκληθείσας ζηµίας ανήλθε σε 3500 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτός ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠ λόγος της κρινόµενης αίτησης αναίρεσης, ως κατ' ουσίαν βάσιµος. Συνακόλουθα πρέπει, σύµφωνα µε το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠ, να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση, µη παραπεµφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς την ενοχή των κατηγορούµενων, αλλά εφαρµόζοντας το ικαστήριο αυτό του Αρείου Πάγου ορθά το νόµο, σύµφωνα µε τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε το ικαστήριο της ουσίας, να κηρύξει ενόχους αµφότερους τους κατηγορουµένους για την πράξη της φθοράς ξένου αγροτικού κτήµατος από κοινού και κατ' εξακολούθηση, µε προξενηθείσα ζηµία ύψους 3500 ευρώ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, παραπεµφθεί όµως η υπόθεση στο ίδιο ως άνω ικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο ικαστή εκτός εκείνου που δίκασε προηγουµένως ΠΚ: 381, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Ν : 3030/1954, άρθ. 100, 113, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας Αριθµός απόφασης: 941 Έτος: Αγροτική φθορά. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη δε ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Ο κατηγορούµενος από πρόθεση και χωρίς να έχει δικαίωµα, διατάραξε την κανονική ροή του αρδευτικού ύδατος και συγκεκριµένα κατά το χρονικό διάστηµα από έως , εµπόδισε τη ροή του αρδευτικού ύδατος από το αυλάκι που διερχόταν από το κτήµα του, µε αποτέλεσµα να στερηθεί ο πολιτικώς ενάγων της δυνατότητας να ποτίσει τα κτήµατά του, στα οποία υπήρχαν οι αναφερόµενες καλλιέργειες, και συνέπεια να υποστεί ζηµία 120 ευρώ. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. [59]

60 - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλµένη δε ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι µόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 1, 14, 26, 27, 384, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 3585/2007, άρθ. 38, 41, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Φθορά ξένης ιδιοκτησίας Αριθµός απόφασης: 941 Έτος: Αγροτική φθορά. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. ΚΠ : 1, 14, 26, 27, 384, ΚΠ : 61, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 3585/2007, άρθ. 38, 41, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ψευδής βεβαίωση Αριθµός απόφασης: 1504 Έτος: Ψευδής βεβαίωση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Παράνοµη παράσταση πολιτικής αγωγής. Ακυρότητα. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δηµοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει µε πρόθεση ψευδώς περιστατικό που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Για τη στοιχειοθέτηση συνεπώς του εγκλήµατος της παραπάνω διατάξεως απαιτούνται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. Α' και 263Α' ΠΚ, αρµόδιος για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου, β) το έγγραφο να εµπίπτει στην έννοια του αναφεροµένου στο άρθρο 438 Κ.Πολ.. "δηµοσίου εγγράφου", γ) οι έννοµες συνέπειες που παράγονται από αυτό να αναφέρονται στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώµατος ή έννοµης σχέσεως ή καταστάσεως, και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση να βεβαιώσει τα ψευδή περιστατικά ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόµενης της παραγωγής. [60]

61 - H έλλειψη της απαιτούµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δηµιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' ΚΠ προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, η οποία λαµβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόµη, συνεπάγεται και η παράνοµη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία στο ακροατήριο. Η παράσταση αυτή είναι παράνοµη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νοµιµοποιήσεως του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, ως προς τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης και αποβολής της πολιτικής αγωγής. Ειδικότερα, στο άρθρο 64 παρ. 2 του ΚΠ ορίζεται ότι, µε την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ.1, όταν από διάταξη νόµου η υποχρέωση για αποκατάσταση της ζηµίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτον αστικώς υπεύθυνο, ο κατά το άρθρο 63 νοµιµοποιούµενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής, µπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουµένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και µόνον. Η σχετική δήλωση µπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύµφωνα µε το άρθρο 84. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο αµέσως ζηµιωθείς από το έγκληµα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο, προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του κατηγορουµένου, ο οποίος, ως δηµόσιος υπάλληλος, δεν ευθύνεται αστικώς έναντι αυτού. ΠΚ: 13, 242, 263, ΚΠ : 63, 64, 89, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1380 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Ηθική αυτουργία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιµωρείται µε φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση και άµεσος δόλος ο οποίος περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η γενόµενη καταµήνυση είναι ψευδής. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρος, απαιτείται α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρµόδια για την εξέτασή του, β) [61]

62 τα πραγµατικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειµενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α' ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισµένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αµοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθεληµένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειµενικής υποστάσεως ορισµένου εγκλήµατος µε γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριµένης εγκληµατικής πράξεως. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. ' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα υποκειµενικά και τα αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαία. Όταν όµως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόµο την έννοια αυτής και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισµένων περιστατικών, άµεσος δηλαδή δόλος ή σκοπός [επί των εγκληµάτων µε υπερχειλή υποκειµενική υπόσταση] επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος (ειδικότερα επί των εγκληµάτων της ψευδορκίας µάρτυρα και της ψευδούς καταµήνυσης), η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό. Ειδικά επί ηθικής αυτουργίας, η αιτιολογία, για να είναι η απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη, πρέπει να διαλαµβάνει και τον τρόπο και τα µέσα, µε τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριµένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό, την απόφαση να εκτελέσει την αξιόποινη πράξη που αυτός τέλεσε, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε µε τον τρόπο και τα µέσα αυτά, στο φυσικό αυτουργό, την απόφασή του για την τέλεση της πράξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, ψευδορκία µάρτυρα διαπράττει, όποιος εξεταζόµενος ενόρκως ως µάρτυρας, ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, ψευδή καταµήνυση διαπράττει, και όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. α' του ΠΚ, ηθικός αυτουργός είναι εκείνος που προκαλεί σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Και τα τρία αυτά εγκλήµατα προϋποθέτουν άµεσο δόλο, δηλαδή τη γνώση ορισµένων περιστατικών, ενώ το δεύτερο από αυτά είναι και έγκληµα σκοπού, δηλαδή εκτός από το βασικό δόλο ως προς την πράξη, προϋποθέτει και σκοπό επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος. ΠΚ: 46, 224, 229, [62]

63 ΚΠ : 510 παρ. 1 περ., ηµοσίευση: INLAW 2008 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1383 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Συκοφαντική δυσφήµηση. Ψευδορκία µάρτυρα. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι'αυτόν, ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι'αυτήν τιµωρείται µε φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πληµ/µατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιµη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ'αυτόν µε σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδοµηνυτή. 'Ετσι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταµήνυση είναι ψευδής. - Κατά µεν το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών, κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, αν στην περίπτωση του προηγουµένου άρθρου το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Από τον συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση από τον υπαίτιο µε οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαµβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόµενο ή διαδιδόµενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή να διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται: α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρµόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 Κ.Π.. ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη, της οποίας, ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν, µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του [63]

64 εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τη θεµελιώνουν ως και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρµόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, πρέπει όµως να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά µέσα έχουν ληφθεί υπόψη και συνεκτιµηθεί. Η επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας εφόσον σ' αυτό εκτίθενται τα πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του αιτιολογικού. εν αποτελούν όµως λόγους αναίρεσης η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο δόλος δεν είναι αναγκαίος κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ότι έχει τελεσθεί η πράξη "εν γνώσει" ορισµένων περιστατικών. Το τελευταίο συµβαίνει και στα εγκλήµατα της ψευδούς καταµηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφηµήσεως και της ψευδορκίας µάρτυρος, για τη θεµελίωση της αντικειµενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε, άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει τη γνώση αφενός µεν η καταµήνυση και είναι ψευδής, αφετέρου, δε τα ενόρκως κατατεθέντα, καθώς και τα διαδοθέντα περιστατικά να είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας κατά την ανωτέρω έννοια. ΠΚ: 224, 229, 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2008 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 980 Έτος: Ορθή και αιτιολογηµένη καταδίκη για ψευδή καταµήνυση, ψευδορκία µάρτυρα, ψευδή ανώµοτη κατάθεση και για κατά συρροή ηθική αυτουργία σε ψευδορκία µάρτυρα κατά εξακολούθηση. ΠΚ: 46, 224, 229, ηµοσίευση: INLAW 2010 [64]

65 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1111 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Συκοφαντική δυσφήµηση. Έλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 στον Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιµωρείται µε φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιµη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε µε αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδοµηνυτή. - Κατά την διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται: α) ο µάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρµόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Ψευδορκία διαπράττει και ο ψευδοµηνυτής όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόµενο της εγκλήσεώς του ενώπιον του αρµοδίου οργάνου στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει ότι είναι ψευδές. Και ναι µεν δεν προβλέπεται από το νόµο η κατά την υποβολή της µηνύσεως ή εγκλήσεως ένορκη βεβαίωση του µηνυτή για το αληθές του περιεχοµένου της µηνύσεως ή εγκλήσεώς του, πλην όµως, γενόµενη, θεµελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκηµα της ψευδορκίας µάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς µαρτυρικής κατάθεσης. - Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή, ενώ κατά το άρθρο 363 του ίδιου Κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Από το συνδυασµό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφήµησης απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση από τον υπαίτιο, µε οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαµβάνει την γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόµενο ή διαδιδόµενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυριστεί ή να διαδόσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το [65]

66 παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός και αν αξιώνονται για την υποκειµενική θεµελίωση του εγκλήµατος η εν γνώσει ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άµεσος δόλος) ή ορισµένος περαιτέρω σκοπός. ΠΚ: 224, 229, 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1251 Έτος: Ψυδής καταµήνυση. Ψευδορκία µάρτυρα. Συκοφαντική δυσφήµηση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, µε την προβλεπόµενη σ' αυτή ποινή τιµωρείται όποιος εν γνώσει καταµηνύει ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του υπ' αυτής προβλεποµένου εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως απαιτείται να έγινε µήνυση ή ανακοίνωση µε οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόµενο τη µηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειµενικώς ψευδές και ο µηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη µήνυση ή ανακοίνωση µε σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταµηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγµάτωση του σκοπού αυτού. - Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του µάρτυρα ενώπιον αρµόδιας αρχής, τα πραγµατικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άµεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του µάρτυρα, µε την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. - Στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ ορίζεται ότι όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκληµα της δυσφηµήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το [66]

67 έγκληµα της συκοφαντικής δυσφηµήσεως. Εποµένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθεληµένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εν αποτελεί, όµως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο [67]

68 της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, όπως είναι και ο ισχυρισµός εκ του άρθρου 227 παρ.3 του ΠΚ περί απαλλαγής από κάθε ποινή του υπαιτίου των πράξεων των άρθρων 224 παρ.2 και 225 του ΠΚ πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. (ΟλΑΠ 3/2008). ΠΚ: 224, 229, 362, 363, ΚΠ : 14, 510 παρ. 1 στοιχ παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1246 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά το αρθρ. 229 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι' αυτήν τιµωρείται µε φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, άτι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριµένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιµη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν µε σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του καταµηνύσαντος ψευδώς. Έτσι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση, και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταµήνυση είναι ψευδής. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ "µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη [68]

69 διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρµόδια για την εξέταση του, β) τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την πληρότητα, εποµένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδή καταµήνυση και ψευδορκία µάρτυρα, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ` αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειµενική της υπόσταση και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού, πράγµα που συµβαίνει και στα εγκλήµατα της ψευδούς καταµηνύσεως και της ψευδορκίας µάρτυρος ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος, όπως στην περίπτωση της ψευδούς καταµηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. ΠΚ: 224, 229, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ψευδής καταµήνυση Αριθµός απόφασης: 1129 Έτος: Ψευδής καταµήνυση. Ψευδορκία. Συκοφαντική δυσφήµηση. Κατ' εξακολούθηση τέλεση εγκλήµατος. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταµηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι1 αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση µε σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, τιµωρείται µε φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήµατος της ψευδούς καταµηνύσεως, απαιτείται, αντικειµενικώς, η καταµηνυόµενη ή αναφερόµενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκληµα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση του δράστη µε την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης - επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταµηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, µε σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. [69]

70 - Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει επίσης ότι για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται, αντικειµενικώς, α) ο µάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρµόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέµενα πραγµατικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει, αφενός µεν τη γνώση, µε την έννοια της βεβαιότητας (πλήρους - εντελούς γνώσης - επίγνωσης), ότι τα κατατιθέµενα είναι ψευδή ή τη γνώση µε την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίµως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγµατικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών. Περαιτέρω από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στη περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούµενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών", προκύπτει ότι το έγκληµα της συκοφαντικής δυσφηµήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισµό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουµένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού Κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειµενική θεµελίωση του εν λόγω εγκλήµατος απαιτείται άµεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθεληµένη ενέργεια του ισχυρισµού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη του άλλου. εν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόµενος δόλος. - Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι υπάρχει κατ' εξακολούθηση τέλεση ενός εγκλήµατος όταν οι µερικότερες πράξεις που αφορούν το ίδιο έγκληµα και απέχουν χρονικώς η µία από την άλλη, συνδέονται µεταξύ τους µε ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών απόφασης, δηλαδή µε "ενότητα δόλου" του δράστη, που εξαρχής καταλαµβάνει το σύνολο των µερικωτέρων πράξεων. Στην ανωτέρω περίπτωση το ικαστήριο µπορεί να επιβάλλει µία και µόνο ποινή, λαµβάνοντας υπόψη για την επιµέτρησή της το όλο περιεχόµενο των µερικοτέρων πράξεων. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά [70]

71 από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόµενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο ικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όµως, ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή δεν είναι νόµιµος ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το ικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και µάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογηµένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισµό ή σε ισχυρισµό αρνητικό της κατηγορίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κποιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 224, 229, 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικήµατα - Ψευδορκία Αριθµός απόφασης: 1220 Έτος: Ψευδορκία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσµατος. - Για την κατ' άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας απαιτείται α) ο µάρτυς να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής αρµοδίας για την εξέτασή του β) τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση του ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να (τα) καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστου του εγκλήµατος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειµενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώµες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές [71]

72 είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε), θεωρείται δε αντικειµενικώς ψευδές το περιστατικό, όχι µόνο όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειµενική πραγµατικότητα αλλά και προς εκείνα που ο µάρτυς αντελήφθη ή από διηγήσεις τρίτων επληροφορήθη και ως εκ τούτου εγνώριζε. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ απαιτουµένη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως οπό το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρµόσθη. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη µνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά. Πρέπει, όµως, να προκύπτει χωρίς αµφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα και όχι µόνον µερικά απ' αυτά για να µορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούµενο κρίση του όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠ (ΟλΑΠ 1/2005). Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγον αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ.1 ΠΚ, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, δεν είναι κατ' αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγµάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όµως αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως επί των εγκληµάτων της ψευδούς ανωµότου καταθέσεως και της ψευδορκίας µάρτυρος, η "εν γνώσει" ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άµεσος δόλος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή. Ήτοι απαιτείται η αναφορά των αληθών περιστατικών που εγνώριζε ο εξετασθείς και αντ' αυτών κατέθεσε τα ψευδή και τα πραγµατικά περιστατικά µε βάση τα οποία το δικαστήριο εδέχθη ότι αυτός είχε γνώση ότι αυτά ήσαν ψευδή. - Η επιβαλλοµένη από τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται όχι µόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική, δηλαδή, η απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες (ή εάν η έκδοσή τους αφίεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε). - Όπως ορίζεται εις το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠ "Το κλητήριο θέσπισµα πρέπει να περιέχει", µεταξύ άλλων, και υπό στοιχ. "δ) τον ακριβή καθορισµό της πράξης για την οποία κατηγορείται και µνεία του άρθρου του ποινικού νόµου που την προβλέπει και ε) τον αριθµό του την επίσηµη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα... που εξέδωσε το θέσπισµα", παρ. 2 "Η κλήση για την εµφάνιση (άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεµπτικό βούλευµα κατά τα λοιπά [72]

73 πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισµα", παρ. 4 "Η τήρηση των διατάξεων των 1 και 2 επιβάλλεται µε ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσµατος και της κλήσης". Ταύτα και ειδικότερα ο ακριβής προσδιορισµός της πράξεως δια την οποία κατηγορείται ο κατηγορούµενος απαιτούνται για να µπορέσει ο τελευταίος να προετοιµάσει την υπεράσπισή του σχετικά µε το τι του αποδίδεται. Τα αυτά ορίζονται και στο άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' και β' της από 4 Νοεµβρίου 1950 ιεθνούς Συµβάσεως της Ρώµης, που εκυρώθη µε τον Ν. 2323/1953 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, δηλαδή ότι "πάς κατηγορούµενος έχει δικαίωµα όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσµία εις γλώσσα την οποίαν εννοεί και εν λεπτοµερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας άµα δε και όπως διαθέση τον χρόνον του και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιµασία της υπερασπίσεώς του". Συνεπώς στην κλήση προς εµφάνιση ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου πρέπει να αναγράφεται ότι ο κλητευόµενος καλείται να δικασθεί σύµφωνα µε το παραπεµπτικό βούλευµα του συµβουλίου πληµµελειοδικών ή εφετών, επί ποινή ακυρότητος, ενώ κατά τα λοιπά και η κλήση πρέπει να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισµα, αρκεί δε σ' αυτήν την κλήση η υπογραφή του εισαγγελέως έστω και δι' εντύπου σφραγίδος ευαναγνώστου, διότι το άνω άρθρο (321) απαιτεί την υπογραφή (του εισαγγελέως) και όχι την ιδιόχειρον τοιαύτην. (Ούτω µόνο η έλλειψη της υπογραφής επιφέρει ακυρότητα και όχι το µη ιδιόχειρον αυτής). - Κατά µεν την παράγραφο 1 του άρθρου 170 ΚΠ "η ακυρότητα µιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται µόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόµο", κατά δε την παράγραφο 2 του άρθρου 174 ΚΠ "η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσµατος του κατηγορουµένου και του αστικώς υπευθύνου και του καταλόγου των µαρτύρων... καλύπτονται αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εµφανισθεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της". Εντέλει κατά τη διάταξη της παράγραφου 2 του άρθρου 502 ΚΠ "σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθµιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει µόνο για εκείνα τα µέρη της πρωτόδικης αποφάσεως στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόµενοι στην έφεση λόγοι". Από το συνδυασµό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος δύναται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως διατυπώνων ως ειδικό λόγο αυτής την παρά το νόµο απόρριψη της παραδεκτώς κατά την έναρξη της διαδικασίας προβληθείσης στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο ενστάσεως ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσµατος για λόγο που στηρίζεται στο στοιχ. δ' της παρ. 1 σε συνδυασµό µε την παράγραφο 4 του άρθρου 321 ΚΠ, οπότε το δευτεροβάθµιο δικαστήριο ως εκ του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του ειδικώς εκκληθέντος µέρους της πρωτοδίκου αποφάσεως. ΠΚ: 26, 224, ΚΠ : 174, 177, 178, 320, 321, 510 παρ. 1 στοιχ., 513, 514, 515, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Ψευδορκία Αριθµός απόφασης: 1502 Έτος: Ψευδορκία. Ψευδής ανόµωτη κατάθεση.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από τη διάταξη του αρ. 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα απαιτείται: α) Ο µάρτυρας να εκθέσει ενόρκως [73]

74 ενώπιον αρχής η οποία είναι αρµόδια νια την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγµατικό περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άµεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίµως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήµατος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειµενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώµες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένες µε τα γεγονότα που κατέθεσε. - Κατά τη διάταξη του άρ. 225 παρ. 1 εδ, α' του ΠΚ, "µε φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιµωρείται όποιος όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή µάρτυρας από Αρχή αρµόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέµατα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Πρόκειται για έγκληµα υπαλλακτικώς µικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγµατώσεώς του, που αναφέρονται στο νόµο (κατάθεση ψέµατος ή άρνηση ή απόκρυψη της αλήθειας), µπορεί να εναλλαχθούν και σε περίπτωση συνδροµής περισσότερων τρόπων τέλεσης, πραγµατώνεται ένα µόνον έγκληµα. Από την αναφερόµενη διάταξη προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος απαιτείται: α') κατάθεση αναληθών περιστατικών ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών, β') γνώση της αναλήθειας των περιστατικών που ο υπαίτιος κατέθεσα ή της αλήθειας εκείνων που αρνήθηκε ή απόκρυψε, άµεσος δηλαδή δόλος αυτού και γ') αρµοδιότητα της Αρχής ενώπιον της οποίας ο υπαίτιος κατέθεσε αναληθή περιστατικά ή αρνήθηκε ή απόκρυψε αληθή. Προϋποτίθεται η κατάθεση ή άρνηση ή απόκρυψη περιστατικών και όχι κρίσεων, πεποιθήσεων ή γνωµών, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένες µε περιστατικά. Η αρµοδιότητα της Αρχής ενώπιον της οποίας γίνεται η εξέταση, τίθεται υπό την έννοια ότι, µε διάταξη νόµου είναι δυνατή η ενώπιον αυτής κατάθεση και στη συνέχεια η χρησιµοποίηση της κατάθεσης αυτής, ως έγκυρου αποδεικτικού µέσου, ενώπιον της αρµόδιας προς διάγνωση της διαφοράς, ίδιας ή ετέρας Αρχής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε [74]

75 τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 224, 225, ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ακάλυπτη επιταγή - Εξ αναγωγής κοµίστρια από οπισθογράφηση Αριθµός απόφασης: 1507 Έτος: Ακάλυπτη επιταγή. Έγκληση. Τρίµηνη προθεσµία για την υποβολή έγκλησης.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 εδ. α του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή της µε το άρθρο 15 παρ.3 του Ν. 3472/2006, η ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιµωρείται από την παρ. 1 του άρθρου 79 του ίδιου νόµου, ήτοι για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, ασκείται µε έγκληση του κοµιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υποχρέου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κοµιστής της. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ, "όταν ο νόµος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλλει την έγκληση µέσα σε τρεις µήνες από την ηµέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συµµέτοχους της". Η τρίµηνη προθεσµία για την υποβολή της εγκλήσεως είναι ανεξάρτητη από την κατά το άρθρο 111 του ΠΚ παραγραφή των εγκληµάτων και, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 243 εδ. β' του ΑΚ και 145 παρ.2 του ΚΠολ, οι οποίες έχουν εφαρµογή και εν προκειµένω, ένεκα της ενότητας της έννοµης τάξεως, λήγει µόλις περάσει η ηµέρα του τελευταίου µηνός, που αντιστοιχεί σε αριθµό µε την ηµέρα που άρχισε, δηλαδή µε την ηµέρα κατά την οποία ο δικαιούµενος σε υποβολή εγκλήσεως έλαβε γνώση της τελέσεως της πράξεως και του προσώπου που την τέλεσε ή κάποιου από τους συµµετόχους. Από το συνδυασµό, λοιπόν, των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι επί του εγκλήµατος της ακάλυπτης επιταγής η τρίµηνη προθεσµία της εγκλήσεως για την άσκηση της ποινικής διώξεως εναντίον του υπαιτίου αρχίζει από την ηµέρα, κατά την οποία ο κοµιστής της επιταγής, γνωρίζων τον εκδότη της, ο οποίος προκύπτει από το κείµενο του τίτλου, έλαβε γνώση της ελλείψεως αντικρίσµατος προς πληρωµή της και αυτό συµβαίνει όταν εµφανίσει εµπροθέσµως την επιταγή προς πληρωµή και η τελευταία δεν [75]

76 πληρώνεται, η µη πληρωµή δε προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας επί του σώµατος της επιταγής κατά τη διάταξη του άρθρου 40 περ.2 του Ν. 5960/1933. Εξάλλου και κατά τη διάταξη του άρθ. 31 παρ.1 του Ν. 5960/1933 η εµφάνιση σε συµψηφιστικό γραφείο ισοδυναµεί προς εµφάνιση προς πληρωµή και κατά τη διάταξη του άρθ. 40 περ.3 του ίδιου Νόµου η έγκαιρη εµφάνιση και η µη πληρωµή της επιταγής µπορεί να βεβαιωθεί επί του σώµατος της επιταγής και από το γραφείο συµψηφισµού. Εάν το γραφείο συµψηφισµού όπως συνηθίζεται στην πράξη, δεν βεβαιώσει τη µη πληρωµή, τότε η βεβαίωση αυτή γίνεται στη συνέχεια από την πληρώτρια τράπεζα επί του σώµατος της επιταγής από την τυπική δε αυτή βεβαίωση δεν αφετηριάζεται η γνώση του κοµιστή της επιταγής και η τρίµηνη προθεσµία που προαναφέρθηκε. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοιν, από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη µείωση της ποινής, εφόσον, όµως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεµελίωσή τους. Τέτοιος ισχυρισµός είναι και αυτός περί εκπρόθεσµης υποβολής της εγκλήσεως, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρµοσε. ΠΚ: 111, 117, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΚ: 243, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 31, 40, 79, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ακάλυπτη επιταγή - Στοιχεία απόφασης Αριθµός απόφασης: 1126 Έτος: Ακάλυπτη επιταγή. 'Ελλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Κατά το άρθρο 79 παράγραφοι 1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ` αυτόν αντίστοιχα διαθέσιµα [76]

77 κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωµής της, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκληµα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός µεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συµπλήρωση των κατά νόµο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιµων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωµής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόµη και ως ενδεχόµενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούµενα στοιχεία για την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήµατος, µεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιµων κεφαλαίων. Συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής αρκεί να διαλαµβάνεται, για την κατά την κατωτέρω έννοια πληρότητα της αιτιολογίας, ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), παραδοχή η οποία σηµαίνει ότι γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, µεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιµων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Συνακόλουθα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκληµα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ` αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιµων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόµενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του Ν 1325/1972. Εξάλλου, έλλειψη, της κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγµατος παρ. 3 και 139 ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. ' ΚΠ, υπάρχει στην καταδικαστική απόφαση όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του δόλου, η ύπαρξή του ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Ειδική αιτιολογία του δόλου απαιτείται αν αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, τέτοια, όµως, πρόσθετα στοιχεία, µετά την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση του άρθρου 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, δεν αξιώνονται επί του εγκλήµατος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. ΚΠ : 510 παρ. 1 περ., Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 79, ηµοσίευση: INLAW 2010 [77]

78 Ακάλυπτη επιταγή - Στοιχεία εγκλήµατος Αριθµός απόφασης: 1345 Έτος: Ακάλυπτη επιταγή. Απλός ή ενδεχόµενος δόλο. Έγκληση. Προθεσµία εµφάνισης της επιταγής.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/ 1933, όπως η παρ. 1 αντικ. µε το άρθρο 1 του Ν 1325/ 1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή µη πληρωθείσα... τιµωρείται... Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προϊσχύουσας ρύθµισης, προκύπτει ότι το έγκληµα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτηση του εκτός των αντικειµενικών του στοιχείων απαιτείται γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της έκδοσης δηλαδή της επιταγής που είναι ακάλυπτη. Έτσι µε τη νέα ρύθµιση αρκεί απλός ή ενδεχόµενος δόλος και δεν απαιτείται να είναι άµεσος µε την έννοια της εν γνώσει ορισµένου περιστατικού τέλεσης της πράξης (ΑΠ 2013/2007, 1434/2006). Περαιτέρω, το έγκληµα αυτό διώκεται κατ' έγκληση στην οποία δικαιούται και εξ αναγωγής υπόχρεος (ΟλΑΠ 23, 25, 29/2007). Εξάλλου, εµπρόθεσµη είναι η εµφάνιση της επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα όταν εµφανιστεί εντός οκτώ ηµερών από της εποµένης της εκδόσεώς της (άρθρο 29 Ν. 5960/ 1933). - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις, που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρµόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Έτσι, η περιλαµβανόµενη στο σκεπτικό της αποφάσεως γενική αναφορά περί λήψεως υπόψη και συνεκτιµήσεως των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο µαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως δεν διαβεβαιώνει χωρίς αµφιβολία και τη λήψη και συνεκτίµηση υπό του δικαστηρίου και του περιεχοµένου της ανώµοτης κατάθεσης του εξετασθέντος στο ακροατήριο πολιτικώς ενάγοντος, εκτός αν, κατά τρόπο αναµφισβήτητο συνάγεται από τη στάθµιση του όλου περιεχοµένου του σκεπτικού της απόφασης ότι η προαναφεροµένη κατάθεση λήφθηκε υπόψη και συνεκτιµήθηκε από το δικαστήριο (ΑΠ 367/2003). - Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι µόνο όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στις διατάξεις που εφάρµοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της απόφασης που περιλαµβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασµό µε το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. [78]

79 ΚΠ : 510 παρ. 1. στοιχ., 510 παρ. 1. στοιχ. Ε, Νόµοι: 5960/1933, άρθ. 29, 79, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων Αριθµός απόφασης: 1119 Έτος: Παράλειψη ανάγνωσης εγγράφου. Απόλυτη ακυρότητα.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 365 παρ. 1, 365 παρ. 1 και 369 ΚΠ, προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηµατισµό της κρίσης του σε σχέση µε την ενοχή του κατηγορουµένου, εγγράφου (ως εγγράφου νοουµένου και της προανακριτικής απολογίας του κατηγορούµενου), που δεν αναγνώσθηκε, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠ ), που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι στερείται ο κατηγορούµενος της δυνατότητας να εκθέσει επ' αυτού τις απόψεις του, να προβεί σε παρατηρήσεις ή να αντιταχθεί στην ανάγνωσή του. Στα πρακτικά της δηµόσιας συνεδρίασης δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποιο αποδεικτέο θέµα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του εγγράφου, που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται µε επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να µην καταλείπεται αµφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου και ο κατηγορούµενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠ δικαιώµατά του, δεδοµένου µάλιστα, ότι, εφόσον στην πραγµατικότητα το έγγραφο αναγνώσθηκε, παρασχέθηκε στον κατηγορούµενο η δυνατότητα να προβεί σε σχετικές µε το περιεχόµενό του δηλώσεις και εξηγήσεις, αφού η δυνατότητα αυτή, λογικώς, δεν εξαρτάται µόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρεται στα πρακτικά το έγγραφο, που αναγνώσθηκε. - Η επιβαλλόµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρµόστηκε. Σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα, πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαίωση δε αυτή, αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε από το καθένα. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ΠΚ: 216, 220, ηµοσίευση: INLAW 2009 [79]

80 Ακυρότητα - Ανάγνωση εγγράφων Αριθµός απόφασης: 1122 Έτος: Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Ανάγνωση εγγράφων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 329 παρ. 1, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠ προκύπτει ότι η συνεκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού µέσου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου κώδικα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου κώδικα δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Η ίδια ακυρότητα δηµιουργείται και στην περίπτωση αναγνώσεως εγγράφου, εάν τούτο δεν προσδιορίζεται µε την προσβαλλόµενη απόφαση κατά τρόπο, ώστε να διακρίνεται η ταυτότητά του. Στα πρακτικά της δίκης δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόµενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όµως να αναφέρονται τα στοιχεία που εξατοµικεύουν τούτο, ώστε να µπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριµένο έγγραφο πράγµατι αναγνώσθηκε. ιαφορετικά, παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλουν την ανάγνωση στο ακροατήριο των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, για το σχηµατισµό της κρίσεώς του περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουµένου. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι έγινε ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούµενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 502 παρ. 1 και 365 παρ. 1 του ΚΠ προκύπτει ότι, η λήψη υπόψη από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατάθεσης µάρτυρα που δόθηκε στην προδικασία, και αν ακόµη δεν βεβαιώνεται στην απόφασή του ότι συνέτρεξε νόµιµη προς τούτο περίπτωση (αδυναµία εµφάνισης του µάρτυρα κ.λ.π.), δεν παραβιάζει δικαίωµα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούµενο από τα άρθρα 333 παρ. 2 του ΚΠ και 6 παρ. 3 στοιχ. δ της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για τα δικαιώµατα του Ανθρώπου (Ε.Σ..Α.), να µπορεί να θέσει ερωτήµατα στους µάρτυρες κατηγορίας και δε δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠ, εκτός αν ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του είχε αντιλέξει στην ανάγνωση της εν λόγω κατάθεσης. Εφόσον, δηλαδή, ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του δεν αντέλεξε στην ανάγνωση της ως άνω κατάθεσης, δεν παραβιάζεται το δικαίωµα που παρέχεται σ' αυτόν από τις προαναφερόµενες διατάξεις, να θέτει ερωτήµατα στο µάρτυρα, αφού διατηρείται το από το άρθρο 358 του ΚΠ δικαίωµα του κατηγορουµένου ή του συνηγόρου του να κάνει παρατηρήσεις και να εκθέτει τις απόψεις του επί της κατάθεσης µάρτυρα. ΚΠ : 329, 331, 333, 358, 364, 365, 502, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ηµοσίευση: INLAW 2011 [80]

81 Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο Αριθµός απόφασης: 1186 Έτος: Απόλυτη ακυρότητα. ικαιώµατα κατηγορουµένου. Πρακτικά της δίκης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοιν "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα ή τους Εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέµα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν µπορεί όµως να επεκταθεί στο θέµα της ποινής του πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούµενο", ενώ κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωµα να µιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύµφωνα µε την παραπάνω κανονισµένη σειρά στο τέλος και αν ακόµη αυτί δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούµενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠοιν, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου και στην άσκηση των δικαιωµάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόµο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύµφωνα µε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοιν περαιτέρω, κατά το άρθρο 141 παρ. 3 του ΚΠοιν, τα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου, ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά σύµφωνα µε το άρθρο αυτό σε συνδυασµό µε το άρθρο 140 του ίδιου Κώδικα. Από την άνω διάταξη (άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠοιν ) προκύπτει ότι το περιεχόµενο των πρακτικών αποτελεί πλήρη απόδειξη και δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη παρά µόνο µε την προσβολή τους ως πλαστών. ΚΠ : 140, 141, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ΠΚ: 84, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ακυρότητα - Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο Αριθµός απόφασης: 1200 Έτος: ιορισµός πραγµατογνώµονα. Ορκοδοσία. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Από τις διατάξεις των άρθρων 192 και 171 παρ. 1 δ' του ΚΠ, σαφώς προκύπτει ότι η µη γνωστοποίηση από το δικαστήριο στον κατηγορούµενο του διορισθέντος πραγµατογνώµονος, ώστε να µπορεί να υποβάλλει αυτός ένσταση εξαιρέσεως και να διορίσει τεχνικό σύµβουλο δηµιουργεί λόγο ακυρότητας της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως. Ακυρότητα όµως δεν δηµιουργείται από την παράλειψη του δικαστή ή του Εισαγγελέα να καλέσει τον κατηγορούµενο κατά την ορκοδοσία του πραγµατογνώµονα ή κατά τη διόρθωση του ονόµατος του τελευταίου. Κατά της απόφασης δε που δέχεται ή απορρίπτει αίτηση διορθώσεως αποφάσεως κατά το αρθρ. 145 του ΚΠ δεν προβλέπεται από τη διάταξη αυτή ή κάποια άλλη διάταξη του ΚΠ το ένδικο µέσο της αναιρέσεως από τον κατηγορούµενο (ΟλΑΠ 1/2000). [81]

82 -Η επιβαλλόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι µόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισµοί εκείνοι, οι οποίο προβάλλονται, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ίδιου κώδικα στο ικαστήριο της ουσίας, από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, τον αποκλεισµό ή τη µείωση της ικανότητας για καταλογισµό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη µείωση της ποινής. Οι ισχυρισµοί όµως αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, δηλαδή µε τα πραγµατικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεµελίωση τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να µπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση, να τους κάνει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογηµένα στην απόρριψή τους. -Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών µέσων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τούτων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Ωστόσο, πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του όχι µόνο µερικά, αλλά όλα τα αποδεικτικά µέσα, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠ και η πραγµατογνωµοσύνη, η οποία όµως διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠ υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή µετά από αίτηση των διαδίκων ή του Εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού µέσου η πραγµατογνωµοσύνη πρέπει να µνηµονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία µεταξύ των αποδεικτικών µέσων, προκειµένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Η απλή όµως γνωµάτευση ή γνωµοδότηση που προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, αναφορικά µε τα γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται µε το προβλεπόµενο από το άρθρο 178 ΚΠ αποδεικτικό µέσο της πραγµατογνωµοσύνης, αφού δεν συντάσσεται ύστερα από παραγγελία του αρµοδίου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστηρίου ή του Συµβουλίου σύµφωνα µε τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 ΚΠ. Απλώς, λαµβάνεται υποχρεωτικά υπόψη και συνεκτιµάται ως απλό έγγραφο µαζί µε τις λοιπές αποδείξεις για τη διαµόρφωση της κρίσεως του δικαστηρίου και εποµένως δεν απαιτείται ειδική µνεία, ούτε ειδική αιτιολογία για τη µη αποδοχή της (ΑΠ 1489/2009, ΑΠ 786/2009). ΚΠ : 145, 171, 178, 183, 192, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 [82]

83 Ακυρότητα - Προσβολή δικαιωµάτων κατηγορουµένου Αριθµός απόφασης: 1002 Έτος: Απόλυτη ακυρότητα. Παράλειψη της διευθύνουσας τη συζήτηση να δώσει υποχρεωτικά τον λόγο µετά την Εισαγγελέα στο δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον µη εµφανισθέντα αυτοπροσώπως κατηγορούµενο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από το άρθρο 369 του ΚΠ προκύπτει ότι, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούµενο µετά από τον Εισαγγελέα ή τους παριστάµενους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούµενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση δε της διατάξεως αυτής, ως αναφεροµένης στην υπεράσπιση του κατηγορουµένου και στην άσκηση δικαιώµατος που του παρέχεται ρητά από το νόµο, επιφέρει, σύµφωνα µε το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δηµιουργείται και όταν, µετά από πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ως απαραδέκτου του ενδίκου µέσου της εφέσεως κατά αποφάσεως, το δικαστήριο χωρήσει στην έκδοση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεως του επί εφέσεως χωρίς προηγουµένως να δοθεί ο λόγος στον παριστάµενο εκκαλούντα κατηγορούµενο ή στον εξουσιοδοτηµένο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούµενο συνήγορο αυτού. ΚΠ : 171, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1207 Έτος: Περιεχόµενο αίτησης αναίρεσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠ, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ' απόφασης, πρέπει στη δήλωση άσκησης αυτής να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται στην αίτηση αναίρεσης ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 510 ΚΠ, η αίτηση αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων της αναίρεσης δεν µπορεί να συµπληρωθεί µε αναφορά σε άλλα, έξω από την έκθεση αναίρεσης, έγγραφα ή µε την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύµφωνα µε το άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Ειδικότερα, για το ορισµένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγµα και δεδοµένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται µε την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης, ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής, ή ποια αποδεικτικά µέσα δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιµήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002). [83]

84 ΚΠ : 473, 474, 476, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 3386/2005, άρθ. 1, 5, 12, 14, 16, 17, 18, 26, 27, 51, 52, 53, 79, 94, 83, 88, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αναίρεση - Εκπρόθεσµη αναίρεση Αριθµός απόφασης: 1108 Έτος: Εκπρόθεσµη αναίρεση. - Στην προστεθείσα µε το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 παρ.3 του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοιν ορίζεται ότι "η προθεσµία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφηµένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραµµατεία του ποινικού δικαστηρίου". Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" που απαντάται στον Κώδικα Ποινικής ικονοµίας µόνο στην ανωτέρω διάταξη χρησιµοποιείται µε τη γνωστή έννοια της αποφάσεως που δεν µπορεί να προσβληθεί µε τα προβλεπόµενα από τον νόµο τακτικά ένδικα µέσα, όπως είναι µόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διατάξεως συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόµενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να είναι σε θέση να θεµελιώσει προβλεποµένους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοιν λόγους αναιρέσεως, και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται η άσκηση µαταίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόµιµος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονοµική επιβάρυνση του διαδίκου (ΟλΑΠ 6/2002). Ούτως από την διάταξη της άνω παρ.3 του άρθρου 473 ΚΠοιν σε συνδυασµό µε την της παρ.2 του ιδίου άρθρου, προκύπτει ότι όπου ειδική διάταξη νόµου δεν ορίζει διαφορετικά η προθεσµία για την άσκηση ενδίκου µέσου και δη αναιρέσεως, η οποία γίνεται µε δήλωση στο γραµµατέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (άρθρο 474 παρ.1 εδ.α ΚΠοιν ) είναι δέκα ηµέρες από της ανωτέρω καταχωρίσεως στο ειδικό βιβλίο. Εξ άλλου κατά συναγοµένη από το άρθρο 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα, ο αναιρεσείων µπορεί να επικαλεσθεί στην αίτηση αναιρέσεως τον λόγον εξ αιτίας του οποίου κατέστη αδύνατη η εµπρόθεσµη άσκησή της καθώς και τα αποδεικτικά µέσα που τον στηρίζουν. - Κατ' άρθρον 513 παρ.1 σε συνδ. µε άρθρο 476 παρ.1 ΚΠοιν όταν η αναίρεση ασκήθηκε εκπρόθεσµα το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. ΚΠ : 473, 476, 513, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ακροάσεως Αριθµός απόφασης: 1109 Έτος: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. Έλλειψη ακρόασης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Πειστήρια. Απόλυτη ακυρότητα. - Η επιβαλλόµενη, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι µόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για [84]

85 την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισµών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, µε την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισµοί, είναι πράγµατι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισµένο. Τέτοιοι ισχυρισµοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας καταλογισµού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη µείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισµένο, ο αυτοτελής ισχυρισµός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισµό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαµβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριµένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. ' ΚΠ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η µη απάντηση στον ισχυρισµό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 325 του ΚΠ "από τη στιγµή που θα επιδοθεί στον κατηγορούµενο το κλητήριο θέσπισµα ή η κλήση για την εµφάνιση, τα πειστήρια του εγκλήµατος πρέπει να παραµένουν κατά τις εργάσιµες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 364 παρ. 1 β' ΚΠ "αν χρειάζεται κάποιος από τους µάρτυρες ή τους κατηγορουµένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο Πρόεδρος το επιδεικνύει σ' αυτόν". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι αν τα πειστήρια ζητηθούν από τον κατηγορούµενο πρέπει ο πρόεδρος να τα επιδεικνύει σε όλους τους παράγοντες της διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί τούτο ή παραλείψει να απαντήσει σε σχετικό αίτηµα του συνηγόρου ή του κατηγορουµένου υπάρχει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. δ' ΚΠ που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α ΚΠ λόγο αναίρεσης. Εξάλλου στην έννοια των πειστηρίων περιλαµβάνονται και τα όργανα του εγκλήµατος λ.χ. µαχαίρι, πυροβόλο όπλο κ.λ.π. ΚΠ : 325, 364, 510 παρ.1 περ. Α, 510 παρ.1 περ. Β, 510 παρ.1 περ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1509 Έτος: Στοιχεία αναιρετικού λόγου για έλλειψη νόµιµης βάσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠ, προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευµάτων και αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισµένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόµενους στα άρθρα 484, προκειµένου περί βουλευµάτων, και 510 του ΚΠ, προκειµένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως εκ τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη παραπέρα έρευνα (476 παρ. 1, 513 παρ. 1 ΚΠ ). Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν την επικαλούµενη πληµµέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για να είναι σαφής και ορισµένος και εντεύθεν παραδεκτός, ο προβλεπόµενος στις διατάξεις των άρθρων 484 στοιχείο δ, ή 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ, λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούµενης, σύµφωνα µε τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, [85]

86 ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται µε την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση µε συγκεκριµένο ή συγκεκριµένα κεφάλαια του προσβαλλόµενου βουλεύµατος ή αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η σχετική αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εµπεριστατωµένη, να προσδιορίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικά µε το συγκεκριµένο ή τα συγκεκριµένα πληττόµενα κεφάλαια του βουλεύµατος ή της αποφάσεως. ΚΠ : , 473, 474, 476, 484, 509, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2008 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1504 Έτος: Έλλειψη ειδικής αιτιοολογίας. Απάτη. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που θεµελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρµοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όµως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά µέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. ΚΠολ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΚΠ : 83, 84, 386, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1445 Έτος: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εκ πλαγίου εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ψευδορκία. Ψευδής καταµήνυση. Κλοπή. Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήµατος. [86]

87 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτιση τους. Ενώ, το γεγονός ότι εξαιρούνται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, η κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠ από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή την επιβολή µειωµένης ποινής, εφόσον, όµως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεµελίωση τους. ιαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογηµένα στην απόρριψη τους. - Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εκ πλαγίου εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν έχει εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 84, 94, 224, 227, 229, 372, 394, ΚΙΝ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1781 Έτος: Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Έπίδοση αγνώστου διαµονής. - Η απόφαση, µε την οποία απορρίπτεται το ένδικο µέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσµης ασκήσεώς του, για να έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να διαλαµβάνει, το χρόνο της επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόµενης µε την έφεση αποφάσεως αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισµό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΟλΑΠ 6/94 και 4/95). [87]

88 Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά είναι η επίδοση ως "αγνώστου διαµονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, µολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούµενος είχε "γνωστή διαµονή". Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά µε την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εµπρόθεσµη άσκηση της, στην έννοια όµως της οποίας (ανωτέρας βίας), δεν εµπίπτει και ο ισχυρισµός για ακυρότητας της επίδοσης ως αγνώστου διαµονής και εντεύθεν µη γνώση από µέρους του εκκκαλούντος της εκκαλούµενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος µάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσµης ασκήσεως της έφεσής του. - Ως άγνωστης διαµονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαµονή του είναι άγνωστη, για τη δικαστική (Εισαγγελική) αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόµενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή ακόµη και σε άλλη εισαγγελική αρχή ή και στην αστυνοµική αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται, εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούµενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρµόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούµενος δεν έχει εµφανιστεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας, διαµονής ή επαγγελµατικής εγκατάστασης θεωρείται ο αναγραφόµενος στη µήνυση ή στην έγκληση. ΚΠ : 156, 273, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2010 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1178 Έτος: 'Ελλειψη ειδικής αιτιολογίας. Παραγραφή. Πλαστογραφία. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση.από τον χρόνο τέλεσης της µέχρι και την συζήτηση της αναίρεσης παρήλθε χρονικό διάστηµα πλέον της οκταετίας και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτής. - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόστηκε. Σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για τον σχηµατισµό της καταδικαστικής (ή αθωωτικής) κρίσης του, πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠ. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω [88]

89 κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. - Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινο των εγκληµάτων εξαλείφεται µε την παραγραφή, η οποία, προκειµένου για τα πληµµελήµατα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσµία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όµως πέραν των τριών ετών για τα πληµµελήµατα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 εδ. β και 511 του ΚΠ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσµός δηµόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόµη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συµπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόµενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κριθεί τυπικά δεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιµος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόµενους στο άρθρο 510 του ΚΠ. ΠΚ: 111, 112, 113, 216, ΚΠ : 177, 178, 310, 370, 510 παρ. 1 στοιχ., 511, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1189 Έτος: Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Πλαστογραφία. Απάτη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους. ΠΚ: 216, 386, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1189 Έτος: Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως. Ελαφρυντικές περιστάσεις. [89]

90 - Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το Σύνταγµα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοιν (άρθρο 139), η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' τον ΚΠοιν λόγο, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισµοί οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή µειώνουν την ικανότητα προς καταλογισµό, ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε µείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισµός είναι και ο ισχυρισµός του κατηγορουµένου περί συνδροµής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόµενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή µειωµένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται µεταξύ άλλων (υπό α') ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκληµα, έντιµη ατοµική, οικογενειακή, επαγγελµατική και γενικά κοινωνική ζωή. ΠΚ: 84, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1190 Έτος: Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ψευδορκία. Απάτη. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά ούτε η αξιολογική συσχέτισή τους. εν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. εν αποτελούν όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη [90]

91 ερµηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης (ΟλΑΠ 3/2008). ΠΚ: 42, 46, 224, 386, ΚΠ : 218, 221, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1113 Έτος: Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του καταδικασθέντος. Αίτηµα αναβολής. Η απόρριψη του αιτήµατος αναβολής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 524 παρ. 2 ΚΠ "αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε µόνο από εκείνο που καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραποµπής δεσµεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 570 ΚΠ ". Κατά την τελευταία αυτή διάταξη η απαγόρευση συνίσταται στη µη χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου µέσου υπό ή υπέρ αυτού. Χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος επέρχεται στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της παραποµπής, που δίκασε, µετά τη νέα συζήτηση, η οποία διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης του καταδικασθέντος, κατ' ουσίαν την έφεση που είχε ασκήσει ο τελευταίος κατά της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον µε την αναιρετική απόφαση είχε κριθεί ότι πρέπει να επιβληθεί µικρότερη ποινή από την πρωτόδικη, προβαίνει στην απόρριψη της έφεσης, ως ανυποστήρικτης, µε αποτέλεσµα να µείνει εκτελεστή η πρωτόδικη απόφαση µε την µεγαλύτερη ποινή. - Η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. δ του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν εκτίθενται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος που αποδίδεται στον κατηγορούµενο, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισµοί, που δικαιολογούν την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Εξάλλου, η απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε µε το αρ. 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. ' του Κ.Π.. λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι µόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεµπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, [91]

92 ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούµενου, για αναβολή της δίκης λόγω σηµαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠ, παρεµπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογηµένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη µιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του δικαστηρίου κρίση. ΚΠ : 501, 524, 570, 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Η, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας Αριθµός απόφασης: 1254 Έτος: Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται αναίρεση. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. - Κατά τη διάταξη του άρ. 504 παρ. 1 του ΚΠ όπου ο νόµος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο µέσο της αιτήσεως αναιρέσεως επιτρέπεται µόνο κατά της αποφάσεων η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται µε έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισµένο έγκληµα πέρασε και από τους δύο βαθµούς ουσιαστικής κρίσεως, µε το ένδικο µέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται µόνο η απόφαση του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωµατωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθµό, µετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατ' αυτής και, κάθε λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την πρωτοβάθµια απόφαση, είναι απαράδεκτος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. ΚΠ : 18, 26, 27, ΚΠ : 504, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2011 [92]

93 Αναίρεση - Επανεξέταση λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 89 Έτος: Επανεξέταση λόγων αναίρεσης. - Κατά τα 370 και 514 ΚΠ, τα ποινικά δικαστήρια δεν µπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, µε την οποία απορρίπτεται ένδικο µέσο, ενώ, κατά της απόφασης του Αρείου Πάγου, µε την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης δεν επιτρέπεται ένδικο µέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης, αλλά, στην περίπτωση, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδροµή, να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, µπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναίρεσης, που σωρευτικώς διατυπώνεται µε τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι, επί του µη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου, δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όµως, δεν ισχύει και στην περίπτωση, που ο Άρειος Πάγος εκ παραδροµής παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναίρεσης, αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 511 ΚΠ, ερευνώµενο, ο οποίος δεν προτάθηκε, ακόµη και όταν ο αναιρεσείων, µε υποβληθέν υπόµνηµά του στην συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, επεσήµανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, µετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων, ελλείψει εκκρεµότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υπόθεσης. ΚΠ : 370, 514, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αναίρεση - Επανεξέταση λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 601 Έτος: Επανεξέταση λόγων αναίρεσης. - Kατά τα άρθρα 370 και 514 ΚΠ, τα ποινικά δικαστήρια δεν µπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, µε την οποία απορρίπτεται το ένδικο µέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, µε την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο µέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Όµως στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδροµή, να ερευνήσει αναιρετικό λόγο, που προβλήθηκε παραδεκτά, µπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικά διατυπώνεται µε τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να έρχεται σε αντίθεση µε τις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του αναιρετικού λόγου που δεν εξετάστηκε δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όµως, δεν ισχύει και στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος, εκ παραδροµής, παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, που, κατ' άρθρο 511 ΚΠ, ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ο οποίος δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων µε υπόµνηµά του, που υποβλήθηκε στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, επεσήµανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, µετά την εξέταση όλων των λόγων που παραδεκτά προβλήθηκαν και ελλείψει εκκρεµότητας [93]

94 λόγου που προτάθηκε παραδεκτά, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Η δυνατότητα επανεξετάσεως από τον Άρειο Πάγο αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουµένου, η οποία µε προηγούµενη απόφασή του είχε απορριφθεί, σε σχέση µε λόγο ή λόγους αναιρέσεως της αιτήσεως, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν, ούτε απορρίφθηκαν µε την προηγούµενη απόφαση, προϋποθέτει ότι οι λόγοι αυτοί έχουν προταθεί παραδεκτά και είναι αυτοτελείς και διαφορετικοί από άλλους λόγους αναιρέσεως που απορρίφθηκαν και ακόµη να µην αφορούν βελτίωση, διευκρίνιση και συµπλήρωση πληµµελειών που προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει µε ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά µπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή µη της αιτιολογίας. ΚΠ : 370, 511, 514, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αναίρεση - Επανεξέταση λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 1123 Έτος: Επανεξέταση λόγων αναίρεσης. - Κατά τα άρθρα 370 και 514 του ΚΠ, τα ποινικά δικαστήρια δεν µπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, µε την οποία απορρίπτεται ένδικο µέσο, ενώ, κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, µε την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο µέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως, αλλά στην περίπτωση, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδροµή, να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, µπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικώς διατυπώνεται µε τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (επί αποφάσεων), να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι, επί του µη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου, δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο, όµως, δεν ισχύει και στην περίπτωση, που ο Άρειος Πάγος εκ παραδροµής παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 484 παρ. 2 του ΚΠ, ερευνώµενο, ο οποίος δεν προτάθηκε, ακόµη και όταν ο αναιρεσείων, µε υποβληθέν υπόµνηµα του στην συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως (ενόψει του ότι κατά το άρθρο 485 παρ. 2 του ΚΠ, πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλευµάτων πέραν από όσους περιλαµβάνονται στη σχετική έκθεση δεν µπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση), επεσήµανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη ερευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, µετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων, ελλείψει εκκρεµότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, απεκδύεται της εξουσίας του και δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέταση τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει µε ρητή για καθένα απ' αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά µπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της αποφάσεως, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή µη της αιτιολογίας (ΑΠ 89/2009, ΑΠ 1251/2010, ΑΠ 1518/2010, ΑΠ 1541/2009). Εξάλλου, το διατακτικό της οριστικής αποφάσεως, µε την οποία απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως και η οποία έχει προφανώς την έννοια [94]

95 ότι δεν κρίθηκε βάσιµος κανένας παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, αφορά, ακόµη και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη στο αιτιολογικό, και στους απαράδεκτους λόγους, καθώς και σ' αυτούς που το πραγµατικό τους ταυτίζεται µε άλλους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι ασκήθηκαν συνδυαστικά µε εκείνους και κρίθηκαν ρητά απορριπτέοι (ΑΠ 1251/2010). ΚΠ : 370, 484, 485, 514, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Ερηµοδικία Αριθµός απόφασης: 1502 Έτος: Ερηµοδικία αναιρεσείοντος. Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης. - Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοιν, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του ικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται µε επίδοση σύµφωνα µε τα άρθρα και µέσα στην προθεσµία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύµφωνα µε αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιµο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εµφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόµη δεν ήταν παρόντες, όταν δηµοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. - Κατά το άρθρο 514 εδ. α' ΚΠοιν, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εµφανισθεί, η αίτηση του απορρίπτεται. ΚΠ : , 513, 514, 515, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Ερηµοδικία Αριθµός απόφασης: 601 Έτος: Αναβολή σε ρητή δικάσιµο. Ερηµοδικία αναιρεσείοντος. Απορίπτεται η αναίρεση. - Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠοιν, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του ικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται µε επίδοση σύµφωνα µε τα άρθρα και µέσα στην προθεσµία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύµφωνα µε αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιµο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εµφανισθούν σ' αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόµη δεν ήταν παρόντες, όταν δηµοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α' ΚΠοιν, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εµφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. ΚΠ : , 166, 513, 514, 515, ηµοσίευση: INLAW 2011 [95]

96 Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 584 Έτος: Κατά ποιών αποφάσεων επιτρέπεται αίτηση αναίρεσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠοιν, όταν ο νόµος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται µόνο κατά της απόφασης που όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται µε έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου που εκδόθηκε, ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν µε τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι οι αποφάσεις των πρωτοβαθµίων δικαστηρίων που όπως απαγγέλθηκαν, είναι εκκλητές, δηλαδή υπόκεινται στο ένδικο µέσο της έφεσης δεν υπόκεινται σε αναίρεση. Αυτό συµβαίνει και στην περίπτωση ακόµη που η απόφαση κατέστη τελεσίδικη, γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσµία για την άσκηση εφέσεως. ΚΠ : 504, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 1489 Έτος: Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης. -Σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠ "όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωµα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύµατος, για το οποίο δεν προβλέπεται, ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσµα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόµο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόµιµα παραίτηση από το ένδικο µέσο, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόµος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο µέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συµβούλιο ή το δικαστήριο (ως συµβούλιο), που είναι αρµόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εµφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο µέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύµατος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο µέσο". Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠ, προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόµενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύµφωνα µε το άρθρο 513 του ίδιου κώδικα. ΚΠ : , 473, 474, 509, 510, 513, ηµοσίευση: INLAW 2011 [96]

97 Αναίρεση - Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 801 Έτος: Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης, πρέπει στη δήλωση άσκησής της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτή ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόµενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύµφωνα µε το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Απλή παράθεση του κειµένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεµελιώνουν την επικαλούµενη πληµµέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για την πληρότητα του από το άρθρο 510 παρ. 1 ' ΚΠ λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται µε την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση µε συγκεκριµένο ή συγκεκριµένα κεφάλαια της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εµπεριστατωµένη, να προσδιορίζεται µε την αναίρεση, επί πλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση µε τις παραδοχές της ή ποια αποδεικτικά µέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιµήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001). Περαιτέρω, απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο µέτρο που µε αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του ικαστηρίου, αφού αυτός δεν περιλαµβάνεται µεταξύ των λόγων αναίρεσης κατ' αποφάσεων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας. ΚΠ : , , 166, 473, 474, 476, 509, 510, 510 παρ. 1 στοιχ., 513, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αναίρεση - Υπέρβαση εξουσίας Αριθµός απόφασης: 1800 Έτος: Υπέρβαση εξουσίας. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. - Υπέρβαση εξουσίας, που συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόµος και ιδίως όταν: α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του και β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτηµα που υπάγεται σύµφωνα µε ρητή διάταξη του νόµου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. - Για την πληρότητα του από το άρθρο 510 παρ. 1 ' ΚΠοιν λόγου αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, πρέπει, αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται µε την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση µε συγκεκριµένο ή συγκεκριµένα κεφάλαια της απόφασης στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, ενώ, αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά προβάλλεται ότι αυτή δεν είναι ειδική και εµπεριστατωµένη, να προσδιορίζεται µε την αναίρεση επί πλέον, σε τι [97]

98 ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες της σε σχέση µε τις παραδοχές της, ή ποια αποδεικτικά µέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιµήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 19/2001). - Απαράδεκτος είναι και ο λόγος αναίρεσης στο µέτρο που µε αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του ικαστηρίου αφού αυτός δεν περιλαµβάνεται µεταξύ των περιοριστικώς αναφερόµενων στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠ λόγων αναίρεσης κατά αποφάσεων. ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Η, ηµοσίευση: INLAW 2008 Αναίρεση - Υπέρβαση εξουσίας Αριθµός απόφασης: 1456 Έτος: Κλήτευση διαδίκου. Υπέρβαση εξουσίας. - Κατά τις διατάξεις των άρθρων 500 εδ. γ και 501 παρ. 1 του ΚΠ αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εκκαλών δεν εµφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εφόσον διαπιστώνεται ότι ο εκκαλών κλητεύθηκε νοµότυπα και εµπρόθεσµα. Η απόφαση αυτή προσβάλλεται µόνο µε αίτηση αναιρέσεως για οποιοδήποτε λόγο από τους µνηµονευόµενους στο άρθρο 510 ΚΠ, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται σε πληµµέλειες της ανωτέρω εφετειακής αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη και όχι σε πληµµέλειες της πρωτοδίκου αποφάσεως ή σε άλλα άσχετα µε την απορριπτική αυτή κρίση του Εφετείου θέµατα. Έτσι, στην περίπτωση που ο εκκαλών κλητεύθηκε µε κλήση προς συζήτηση της εφέσεώς του, αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, η µνεία του αποδεικτικού κλητεύσεώς του και η ηµεροµηνία τούτου, ώστε να προκύπτει η εµπρόθεσµη κλήτευση του κατά το άρθρο 166 ΚΠ. Αν ο εκκαλών κατηγορούµενος δεν έχει κλητευθεί νοµίµως και εµπροθέσµως και δεν εµφανισθεί στο ακροατήριο κατά την ορισµένη δικάσιµο, το δικαστήριο πρέπει να κηρύξει απαράδεκτη την συζήτηση και να µην απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, γιατί διαφορετικά υπερβαίνει την εξουσία του και υποπίπτει στην παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. ΚΠ : 166, 500, 501, 510 παρ.1 στοιχ. Η, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αναίρεση - Υπέρβαση εξουσίας Αριθµός απόφασης: 1381 Έτος: Υπέρβαση εξουσίας. Συµπληρωµατική ανάκριση. Αναιρείται το προσβαλλόµενο βούλευµα. - Κατά την έννοια του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ'του ΚΠοιν, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύµατος υπάρχει, όταν το δικαστικό συµβούλιο, ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόµο, ή υφίσταται µεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όµως οι [98]

99 όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριµένη περίπτωση, καθώς και όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόµο, αν και συντρέχουν οι απαιτούµενοι γι' αυτό κατά νόµο όροι. Στην έννοια της υπέρβασης εξουσίας υπάγεται και η υπέρβαση της αρµοδιότητας του Συµβουλίου. - Κατά το άρθρο 318 α του ΚΠοιν, το συµβούλιο Εφετών, αποφασίζοντας επί εφέσεως, έχει δικαίωµα να διατάσει ότι και το συµβούλιο Πληµµελειοδικών, κατά τα άρθρα 309 έως και 315. Εποµένως, το συµβούλιο Εφετών, µπορεί να διατάξει και περαιτέρω ανάκριση. - Κατά το άρθρο 319 παρ. 2 του ΚΠοιν αν έχει διαταχθεί συνέχιση της ανάκρισης, ο Εισαγγελέας Εφετών στέλνει χωρίς αναβολή τα έγγραφα στον αρµόδιο ανακριτή του Πληµµελειοδικείου ή στον Εφέτη στον οποίο έχει ανατεθεί µε βούλευµα η συνέχιση της ανάκρισης. Αφού γίνει η ανάκριση, το συµβούλιο Εφετών αποφασίζει κατά το άρθρο 318 και όταν ακόµη περιλαµβάνεται στη δίωξη και πρόσωπο για το οποίο δεν είχε κρίνει το Πρωτόδικο συµβούλιο. ΚΠ : , 318, 319, 484, 485, 516, ηµοσίευση: INLAW 2010 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1116 Έτος: Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγµάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων αληθινών ή η αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση µειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπλήρωσης µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από το δράστη που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. - Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο [99]

100 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόµενων πραγµατικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγµατι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε καθώς, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης (αναγόµενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος), που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 386, ΚΠολ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2008 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1681 Έτος: Απάτη. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία είναι ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγµατοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση [100]

101 αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζηµιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όµως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη, που έχει ειληµµένη την απόφαση να µην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονοµικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηµατική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η µείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά µεταξύ της χρηµατικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε µε την απατηλή συµπεριφορά και εκείνης που απέµεινε µετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά [101]

102 κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 18, 26, 27, 386, ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: 980 Έτος: Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επίδοση. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήµατος της απάτης είναι α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγµάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσµο µε την απατηλή συµπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την, συνεπεία αυτής, πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Ως γεγονότα κατά την έννοια του άνω άρθρου νοούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα µε ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως, µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από το δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση να µην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. Τα ψευδή γεγονότα µπορεί να αναφέρονται στην προσωπική κατάσταση, τη φερεγγυότητα, το επάγγελµα, τις έννοµες σχέσεις κλπ. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, τα αποδεικτικά µέσα που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για το [102]

103 σχηµατισµό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία (ΟλΑΠ 1/2005). - Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, εσφαλµένη δε εφαρµογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρµοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. -Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 2 του ΚΠοιν, "η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσµατος του κατηγορουµένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησης αυτών στον κατηγορούµενο καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εµφανισθεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σε περίπτωση άκυρης επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσµατος στον κατηγορούµενο, εφόσον αυτός εµφανισθεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθµιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούµενος στην πρόοδο της δίκης, καλύπτεται η ακυρότητα και η επίδοση θεωρείται έγκυρη. Αν ο κατηγορούµενος δεν εµφανισθεί κατά την πρωτοβάθµια δίκη και δικασθεί ερήµην, ή αν παραστεί και προτείνει τέτοια ακυρότητα και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο απορρίψει τον ισχυρισµό του αυτόν, η ως άνω ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσµατος, ως διαδικαστικής πράξης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται, δεν καλύπτεται και µπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µε ειδικό λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή µε ειδικό λόγο εφέσεως, καλύπτεται, µε επακόλουθο να είναι απαράδεκτη η το πρώτον στο ακροατήριο του δευτεροβαθµίου δικαστηρίου προβαλλόµενη ακυρότητα και παραγραφή της πράξεως, µε περαιτέρω συνέπεια, η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσµατος να θεωρείται έγκυρη και να επιφέρει τις συνέπειες αναστολής της παραγραφής του διωκόµενου εγκλήµατος, κατά το άρθρο 113 παρ.1, 2, 3 ΠΚ, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όµως περισσότερο από τρία χρόνια επί πληµµεληµάτων. Αν προταθεί µε ειδικό λόγο εφέσεως, πρέπει να ερευνηθεί η προβαλλόµενη ακυρότητα και αν είναι άκυρη η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσµατος, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και δεν επέρχεται η άνω αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠ, "σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθµιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει µόνο για εκείνα τα µέρη της πρωτόδικης αποφάσεως στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόµενοι στην έφεση λόγοι". Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος δύναται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής γι' αυτόν αποφάσεως, διατυπώνοντας, ως ειδικό λόγο αυτής, την ακυρότητα της επιδόσεως του κλητηρίoυ θεσπίσµατος ή της κλήσεως προς εµφάνισή του στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο και εντεύθεν την τυχόν παραγραφή της πράξεως, οπότε το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, ως εκ του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος της παραδεκτώς ασκηθείσας εφέσεως, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του ειδικώς εκκληθέντος µέρους της πρωτόδικης αποφάσεως και επί του αντίστοιχου ειδικού λόγου εφέσεως, διαφορετικά υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Ειδικότερα, [103]

104 κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Η' ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας η οποία διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν ασκεί τη δικαιοδοσία του αν συντρέχει νόµιµη περίπτωση, πράγµα το οποίο συµβαίνει και όταν δεν αποφαίνεται για ένδικο µέσο ή για κάποιον από τους λόγους του ενδίκου µέσου που ασκήθηκε κατά αποφάσεως πρωτοβαθµίου δικαστηρίου, ήτοι για εκκληθέντα µέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παραβίαση του µεταβιβαστικού αποτελέσµατος του ενδίκου µέσου. Επίσης, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωµένο να απαντήσει και δη να απορρίψει µε ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία απαραδέκτως προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισµό. ΠΚ: 113, 386, ΚΠ : 174, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, 510 παρ. 1 στοιχ. Η, ηµοσίευση: INLAW 2011 Απάτη - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1116 Έτος: Κακουργηµατική απάτη.κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόλυτη ακυρότητα λόγω απόρριψης αιτήµατος του κατηγορουµένου για αυτοπρόσωπη εµφάνιση στο δικαστικό συµβούλιο. - Kατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα "όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών." Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγµατοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών από την οποία παραπλανήθηκε άλλος και προέβη στην επιζήµια για τον ίδιο ή άλλον συµπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µε τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως γεγονότα θεωρούνται τα πραγµατικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συµβούν στο µέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συµβατικές υποχρεώσεις. Όταν όµως οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και µε ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγοµένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δηµιουργούν την εντύπωση της µελλοντικής εκπληρώσεως της συµβατικής υποχρεώσεως µε βάση την εµφανιζόµενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγµάτων από τον δράστη, που έχει ειληµµένη την πρόθεση της µη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του αυτής, τότε θεµελιώνεται το έγκληµα της απάτης. Εξάλλου, για την κακουργηµατική µορφή της απάτης, απαιτείται επί πλέον, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί µε το άρθρο 1 παρ. 11 του Νόµου 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια. Μετά όµως την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα µε το άρθρο 14 παρ. 4 του [104]

105 Νόµου 2721/1999, για την κακουργηµατική µορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια, αλλ' απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνοµο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός ή η αντίστοιχη ζηµία που προκλήθηκε να υπερβαίνει το ποσό των δραχµών ( ευρώ σύµφωνα µε την επίσηµη αντιστοιχία που καθορίστηκε µε το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). - Κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει, σύµφωνα µε το άρθρο 13 στ' του Ποινικού Κώδικα, όπως προστέθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Νόµου 2408/1996, όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος. Γίνεται δεκτό ότι κατ' επάγγελµα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όµως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης και την οργανωµένη ετοιµότητα του, µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισµό εισοδήµατος. - Το παραπεµπτικό βούλευµα έχει την απαιτούµενη κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του Κώδικα Ποινικής δικονοµίας, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, για το οποίο έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά µέσα που τα θεµελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηµατισµό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι το συµβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε για τον σχηµατισµό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι µόνο µερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας (ΟλΑΠ 1/1205). εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως µεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συµβουλίου σχετικά µε τη συνδροµή επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουµένου. Η επιβαλλόµενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγµατος και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συµβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου ή συµπληρωµατικά στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τµήµα του ίδιου βουλεύµατος και το Συµβούλιο αποδέχεται όσα διαλαµβάνονται σ' αυτή, µε την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεµπτική πρόταση, ώστε θα ήταν άσκοπη η [105]

106 τυπολατρική επανάληψη από το Συµβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισµών (ΟλΑΠ 1227/1979). - Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συµβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα το οποίο συµβαίνει όταν στο πόρισµα του βουλεύµατος, που περιλαµβάνεται στον συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µεν είναι εφικτός ο έλεγχος τη ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε, οπότε το βούλευµα στερείται νόµιµης βάσεως. - Απόλυτη ακυρότητα επέρχεται σύµφωνα µε το άρθρο 309 παρ. 2 σε συνδυασµό µε το άρθρο 171 παρ. 1δ' του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, µεταξύ άλλων και όταν αναιτιολόγητα απορρίπτεται το αίτηµα του κατηγορουµένου για αυτοπρόσωπη εµφάνιση στο δικαστικό συµβούλιο, προκειµένου να παράσχει οποιαδήποτε διασάφηση ή διευκρίνιση. ΠΚ: 13, 386, ΚΠ : 177, 178, 309, 484, ηµοσίευση: INLAW 2011 εδικασµένο - Παραβίαση δεδικασµένου Αριθµός απόφασης: 250 Έτος: εδικασµένο. Παραβίαση δεδικασµένου. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. ασικά αδικήµατα. -Κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 και 3 του ΚΠ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αµετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν µπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόµη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισµός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασµένου. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασµένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠ, υφίσταται όταν ο αµετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα. Εξάλλου, αν υπάρχει κατ' ιδέαν συρροή, κατά την οποίαν µε την ιδία πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του δράστη, τελούνται περισσότερα εγκλήµατα (άρθρο 94 παράγραφος 2 του ΠΚ), όπως συµβαίνει, όταν µε την ίδια αξιόποινη πράξη προσβάλλονται τα ίδια (οµοειδής κατ' ιδέαν συρροή) ή διαφορετικά (ετεροειδής κατ' ιδέαν συρροή) έννοµα αγαθά περισσοτέρων προσώπων (πλείονες παθόντες), το δεδικασµένο εξαντλείται σε κάθε συρρέουσα πράξη χωριστά και δεν καταλαµβάνει όλες τις συρρέουσες πράξεις για τις οποίες έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, έστω και αν ένα ή περισσότερα στοιχεία της µιας πράξεως αποτελούν και στοιχεία της άλλης που κρίθηκε (ΟλΑΠ 1110/1982). Κατά συνέπεια δεν παραβιάζεται το δεδικασµένο όταν το δικαστήριο εκτιµά ελευθέρως και περιστατικά αµετακλήτως κριθέντα µε προηγούµενη απόφαση, εφόσον αυτά δεν ταυτίζονται κατ' αντικείµενο προς την κρινόµενη πράξη που είναι αυτοτελής. [106]

107 -Η απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 ΚΠ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισµοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να µνηµονεύονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε όλα ανεξαιρέτως και όχι µόνο µερικά από αυτά. ΠΚ: 94, ΚΠ : 57, 510 παράγραφος 1 στοιχ., 510 παράγραφος 1 στοιχ. ΣΤ, Νόµοι: 998/1979, άρθ. 71, Νόµοι: 1337/1983, άρθ. 17, ηµοσίευση: INLAW 2008 ικαστές - Αποχή - Εξαίρεση Αριθµός απόφασης: 878 Έτος: ικαστές. ήλωση αποχής. - Κατά το άρθρο 23 παρ 1, 3 και 4 του ΚΠ τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14 του ίδιου Κώδικα, αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον Πρόεδρο του ικαστηρίου. Το ικαστήριο, συνεδριάζοντας ως Συµβούλιο, αφού ακούσει τη γνώµη του Εισαγγελέως αποφασίζει χωρίς τη συµµετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση, αν ο δηλών πρέπει να απέχει ή όχι των καθηκόντων του. ΚΠ : 14, 15, 23, ηµοσίευση: INLAW 2011 υσφήµηση - Συκοφαντική δυσφήµηση Αριθµός απόφασης: 1116 Έτος: Συκοφαντική δυσφήµηση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο, γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών ή µε χρηµατική ποινή, και κατά τη διάταξη, "αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών, προκύπτει ότι, το έγκληµα της συκοφαντικής δυσφήµησης προϋποθέτει, είτε [107]

108 ισχυρισµό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουµένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκεται σην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειµενική θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού, απαιτείται άµεσος δόλος, συνιστάµενος στην ηθεληµένη ενέργεια του ισχυρισµού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και µπορεί να βλάψει την τιµή και την υπόληψη του άλλου. εν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόµενος δόλος, αλλά απαιτείται άµεσος δόλος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 παρ.5 του ν. 2408/1996, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα υποκειµενικά και τα αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, αρκεί ωστόσο να συνάγεται από την απόφαση, ότι όλα τα αποδεικτικά µέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ'αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία την ενοχή. Όταν, όµως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, όπως επί συκοφαντικής δυσφηµήσεως, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόµο την έννοια αυτής και ορισµένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισµένων περιστατικών, άµεσος δηλαδή δόλος από µέρους του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση. ΠΚ: 362, 363, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2010 υσφήµηση - Συκοφαντική δυσφήµηση Αριθµός απόφασης: 1501 Έτος: Συκοφαντική δυσφήµηση.έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Αναιρείται το προσβαλλόµενο βούλευµα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της συκοφαντικής δυσφηµήσεως απαιτείται: α) ισχυρισµός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα [108]

109 µπορούσε να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθεληµένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιµή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριµένο περιστατικό του εξωτερικού κόσµου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριµένη σχέση ή συµπεριφορά, αναφερόµενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιµή" δε είναι το αγαθό όνοµα, η εκτίµηση που απολαµβάνει το άτοµο στην κοινωνία, µε βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νοµικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνοµα, η εκτίµηση που απολαµβάνει το άτοµο στην κοινωνία µε βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλµατός του. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των παραγράφων 1 περ. γ και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφηµήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιµής και της υπολήψεως άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώµατος του δράστη ή από άλλο δικαιολογηµένο ενδιαφέρον, µε τον απαραίτητο, όµως, όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριµένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόµενο και αντικειµενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώµατος ή την ικανοποίηση του δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος µέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους µε άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όµως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφηµιστικής εκδηλώσεως και παραµένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχει περίπτωση συκοφαντικής δυσφηµήσεως, καθώς και όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή τις περιστάσεις που έγινε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιµής άλλου. - Έλλειψη της επιβαλλοµένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως του απαλλακτικού βουλεύµατος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία το Συµβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειµενικής και υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουµένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά µέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδροµή των περιστατικών αυτών, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισµοί, µε βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγµατικά περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσεις ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειµενικής και υποκειµενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξεως, που προβλέπεται και τιµωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί να προσδιορίζονται, έστω και κατ' είδος (µάρτυρες, έγγραφα, εκθέσεις πραγµατογνωµοσύνης, απολογίες, υποµνήµατα κ.λπ.), τα αποδεικτικά µέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Συµβούλιο για την απαλλακτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση αυτών και µνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Ακόµη, δεν απαιτείται η συγκριτική στάθµιση και αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών µέσων, πρέπει, όµως, να προκύπτει ότι το Συµβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. εν αρκεί, πάντως, η µνεία ότι λήφθηκε υπόψη "το σύνολο του αποδεικτικού υλικού" που υπάρχει στη [109]

110 δικογραφία ή τα "ουσιώδη έγγραφα" ή τα "κρίσιµα έγγραφα" ή "όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την κυρία ανάκριση", χωρίς να προσδιορίζονται κατ' είδος τα αποδεικτικά µέσα. Και β) είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συµπληρωµατική αναφορά στην ενσωµατωµένη στο βούλευµα εισαγγελική πρόταση, εφόσον σ' αυτήν εκτίθενται µε σαφήνεια και πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την απαλλακτική πρόταση, µε την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συµβουλίου. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος. Το τελευταίο συµβαίνει και στο έγκληµα της συκοφαντικής δυσφηµήσεως που προβλέπεται από το ως άνω άρθρο 363 σε συνδυασµό µε 362 του ΠΚ, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άµεσος δόλος. Η µη ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στο απαλλακτικό βούλευµα, µε παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι δεν υπήρχε το στοιχείο της γνώσεως και του σκοπού, διαφορετικά το βούλευµα στερείται της ειδικής και εµπεριστατωµένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. ΠΚ: 362, 363, 367, ΚΠ : 484, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ένδικα µέσα - Άσκηση Αριθµός απόφασης: 1243 Έτος: Ένδικα µέσα. Πληρεξουσιότητα. Αρχή αναλογικότητας. - Κατά το άρθρο 465 παρ.1 του ΚΠ ο διάδικος µπορεί να ασκήσει το ένδικο µέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε µέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αφορά το διορισµό των συνηγόρων των διαδίκων ο διορισµός µπορεί να γίνει (άρθρ. 96 παρ. 2 β ΚΠ ) κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδάφ. β και γ, δηλαδή και µε απλή έγγραφη δήλωση πληρεξουσιότητας, η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα δε, πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δηµόσια, δηµοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το πληρεξούσιο ή επικυρωµένο αντίγραφο προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 465 ΚΠ, το ένδικο µέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης το οποίο παρέχεται σ'εκείνο που καταδικάστηκε µπορεί να ασκηθεί για λογαριασµό του και από το συνήγορο που είχε παραστεί κατά τη συζήτηση. Από τα πιο πάνω συνάγεται, ότι είναι απαράδεκτο το ένδικο µέσο της αναίρεσης που ασκήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δεν είχε παραστεί ως συνήγορος στη συζήτηση, κατά την οποία είχε εκδοθεί η προσβαλλόµενη απόφαση και εκείνος ου καταδικάστηκε ήταν παρών κατά την απαγγελία της, αν δεν προσαρτάται στη σχετική έκθεση πληρεξούσιο έγγραφο ή επικυρωµένο αντίγραφό του. περαιτέρω, µε το άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την προάσπιση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ Α), η οποία κυρώθηκε µε το Ν 53/1974 και έχει υπερνοµοθετική ισχύ, σύµφωνα µε το άρθρο 28 [110]

111 παρ.1 του Συντάγµατος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούµενο δικαίωµα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαµβάνεται και το δικαίωµα πρόσβαση στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωµα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 2 παρ.1 του Εβδόµου Πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Ευρωπαϊκής Σύµβασης, η οποία κυρώθηκε µε το Ν. 1705/1987, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωµα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης, µε την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης µε την οποία του επιβλήθηκε ποινή", καθώς και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγµατος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήριο και µπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντά του όπως ο νόµος ορίζει". Ο κοινός νοµοθέτης, δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισµούς στην άσκηση ένδικου µέσου κατά καταδικαστικής απόφασης, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να µην είναι υπέρµετρες σε σηµείο, ώστε να αναφούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγµα που συµβαίνει όταν η προβλεπόµενη από το νόµο κύρωση είναι, στη συγκεκριµένη περίπτωση, δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόµου. Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται, ήδη, µε το άρθρο 25 παρ.1 εδάφ. τελευταίο του Συντάγµατος, κατά το οποίο, οι κάθε είδους περιορισµοί, που µπορούν, κατά το Σύνταγµα, να επιβληθούν στα δικαιώµατα του ανθρώπου, ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα, είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή, οι επιβαλλόµενοι, από το νόµο, περιορισµοί πρέπει να είναι: α) αναγκαίοι, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη των επιδιωκόµενων, από τη σχετική ρύθµιση σκοπού και β) να τελούν σε αρµόζουσα αναλογία µε αυτούς, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στο θιγόµενο στο δικαίωµά του, να µην είναι δυσανάλογα επαχθείς. Με την προαναφερόµενη διάταξη του άρθρου 465 παρ.1 ΚΠ, ο νοµοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει, ότι πράγµατι, κατά το χρόνο άσκησης του ένδικου µέσου ο αντιπρόσωπος είχε την εντολή να το ασκήσει και δεν λειτούργησε αυτογνωµόνως, ασκώντας ένδικο µέσο που ο ίδιος ο καταδικασθείς δεν είχε πρόθεση, ενδεχοµένως, να ασκήσει. Ως πρόσφορο δε µέσο απόδειξης, ότι υπήρχε, πράγµατι η εντολή κατά το χρόνο αυτό, προβλέπεται η προσάρτηση του πληρεξουσίου στην έκθεση του ένδικου µέσου. Η προϋπόθεση, όµως, αυτή που τίθεται από την πιο πάνω διάταξη, ότι, δηλαδή, η προσάρτηση του πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση αποτελεί τον αποκλειστικό τρόπο απόδειξης της εντολής που είχε δοθεί, µε συνέπεια την απόρριψη του ένδικου µέσου, αν δεν έχει γίνει η προσάρτηση, υπερακοντίζει το σκοπό του νοµοθέτη και, προκαλεί δυσανάλογα επιβαρυντικές συνέπειες στον καταδικασθέντα, ο οποίος έτσι, στερείται του δικαιώµατος της επανεξέτασης της απόφασης από ανώτερο δικαστήριο, εφόσον δεν πρόκειται για αναίρεση, στερείται του εσχάτου ένδικου µέσου µε το οποίο µπορεί να αµυνθεί κατά της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης. Και τούτο διότι, η αρχή της αναλογικότητας, όπως προεκτέθηκε, επιτάσσει, όπως το µέσο προς επίτευξη του σκοπού είναι αναγκαίο. Η απόδειξη, όµως της παροχής της εντολής, ήδη, κατά το χρόνο της άσκησης του ένδικου µέσου, εξασφαλίζεται, όχι µόνο µε την προσάρτηση του πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση, αλλά και µε την προσκοµιδή του, κατά το χρόνο της συζήτησης του ένδικου µέσου, οπότε θα κριθεί από το ικαστήριο, αν κατά το χρόνο που ασκήθηκε το ένδικο µέσο είχε πράγµατι χορηγηθεί η εντολή προς τούτο στον αντιπρόσωπο. Εξάλλου, σύµφωνα µε την ίδια αρχή, η σχέση µεταξύ µέσου και σκοπού πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να αποτρέπονται υπέρµετρα επαχθείς συνέπειες στο θιγόµενο. Όµως ο από το παραπάνω άρθρο τιθέµενος περιορισµός της απόδειξης της πληρεξουσιότητας, ταυτόχρονα µε [111]

112 την υποβολή και αίτηση άσκησης ένδικου µέσου, η παράβαση του οποίου οδηγεί κατ' εφαρµογή του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠ στην απόρριψη του ένδικου µέσου, µολονότι αυτό προσκοµίζεται κατά τη συζήτηση και προκύπτει από αυτό, ότι είχε δοθεί εντολή κατά το χρόνο άσκησης της αναίρεσης, είναι, κατά κοινή αντίληψη, προφανές, ότι επιβάλλει στον καταδικασθέντα µια δυσανάλογη κύρωση, η οποία καταλύει τη δίκαιη ισορροπία, η οποία πρέπει να υπάρχει µεταξύ, αφενός µε της θεµιτής µέριµνας για την εξασφάλιση της βούλησης του εντολέα, κατά την άσκηση του ένδικου µέσου από αντιπρόσωπο και αφετέρου, του δικαιώµατος πρόσβασης στο ανώτερο δικαστήριο και άσκησης των δικαιωµάτων υπεράσπισης (ΑΠ 176/2010, ΑΠ 1567/2006). ΚΠ : 465, Σ: 25, ΕΣ Α: 6, ηµοσίευση: INLAW 2011 Ένδικα µέσα - Εκπρόθεσµη έφεση Αριθµός απόφασης: 1801 Έτος: Εκπρόθεσµη έφεση. Περιστατικά ανωτέρας βίας. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ 2 του ΚΠ εκείνος που ασκεί εκπρόθεσµα το ένδικο µέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση, λόγο (περιστατικά) ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύµατος εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εµπρόθεσµα, το ένδικο µέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόµενης απόφασης είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριµένο λόγο και ακόµη να επικαλεστεί περιστατικά από τα οποία αυτά προκύπτουν. Αν δεν περιλαµβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση άσκησης του ενδίκου µέσου και ειδικότερα της έφεσης το ένδικο αυτό µέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσµο και συνεπώς απαράδεκτο (αρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠ ). Αναπλήρωση των ανωτέρω µε λόγους και περιστατικά που προβάλλονται µεταγενέστερα και ειδικότερα επί έφεσης κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο είναι απαράδεκτη. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά µε την έφεση είναι και ότι η επίδοση ως άγνωστης διαµονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, δηλαδή µολονότι ο εκκαλών κατηγορούµενος είχε γνωστή διαµονή και τούτο ήταν γνωστό στην αρµόδια για την επίδοση Εισαγγελική αρχή αυτός κλητεύθηκε ως άγνωστης διαµονής. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά µε την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας από την οποία ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εµπρόθεσµη άσκηση της στην έννοια της οποίας δεν εµπίπτει και ο ισχυρισµός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαµονής και εντεύθεν µη γνώση από µέρους του εκκαλούντος της εκκαλούµενης απόφασης, καθόσον δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας δικαιολογητικό της εκπρόθεσµης άσκησης της έφεση. Τέλος πρέπει να αναφέρονται και τα περιστατικά άρσεως του κωλύµατος άσκησης της έφεσης και ο χρόνος που ο εκκαλών έλαβε γνώση αυτών. ΚΠ : 474, 476, ηµοσίευση: INLAW 2011 [112]

113 Ένδικα µέσα - Έφεση Αριθµός απόφασης: 1662 Έτος: Επίδοση απόφασης. Εκπρόθεσµη έφεση. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. εν δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα το ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη χωρίς προηγουµένως να αναγνωστεί το αποδεικτικό επίδοσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠ, όπου ειδική διάταξη νόµου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσµία για την άσκηση του ένδικου µέσου της έφεσης, αν ο δικαιούµενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης είναι δέκα ηµέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επόµ. του ίδιου Κώδικα. Αν η έφεση ασκηθεί εκπρόθεσµα, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόφαση αυτή (ΟλΑΠ 3/1995). Η απορριπτική αυτή απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου για να έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναίρεσης, αρκεί να διαλαµβάνει το χρόνο της νόµιµης επίδοσης της πρωτοβάθµιας απόφασης, εκείνον της άσκησης της έφεσης και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς να απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισµός τούτου ή η µνεία των, κατά το άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠ, στοιχείων της εγκυρότητας της επίδοσης (ΟλΑΠ 8/1995, 4/1995, 6, 7/1995). Αν η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η σχετική προθεσµία. - Από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία, κανείς δεν µπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ένδικου µέσου και µετά την πάροδο της προθεσµίας άσκησης αυτού, αν συνέτρεξε λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύµατος. Έτσι όταν εκείνος που ασκεί το ένδικο µέσο της έφεσης προβάλλει ακυρότητα της επίδοσης της προσβαλλόµενης απόφασης ή ότι η εκπρόθεσµη άσκηση αυτής οφείλεται σε ανώτερη βία ή άλλο ανυπέρβλητο κώλυµα, τότε η προαναφερθείσα αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική των άνω λόγων κρίση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 4/1995). Ανώτερη βία είναι κάθε απρόβλεπτο γεγονός είτε αντικειµενικό είτε σχετικό µε το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν µπορεί να αποτραπεί ακόµα και µε µέτρα άκρας σύνεσης και επιµέλειας ενώ ανυπέρβλητο κώλυµα είναι το γεγονός εκείνο, το οποίο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα τους ασκούντος το ένδικο µέσο και δεν µπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν µε κανένα τρόπο. - Απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Α ΚΠ λόγο αναίρεσης συνεπάγεται η µη ανάγνωση στο ακροατήριο µόνο των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά την ακροαµατική διαδικασία, τα οποία λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσης του περί της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουµένου και όχι των οποιωνδήποτε άλλων διαδικαστικών εγγράφων που αφορούν άλλα ζητήµατα µεταξύ των οποίων και την επίδοση. Συνεπώς, δεν δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα το ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη χωρίς προηγουµένως να αναγνωστεί το αποδεικτικό επίδοσης. ΚΠ : 155, 161, 473, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2009 [113]

114 Εξύβριση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1302 Έτος: Εξύβριση. Απειλή. Επισκόπηση (ανάγνωση) φωτογραφιών. - Κατά το άρθρο 361 όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφηµήσεως (άρθρο 362 και 363) προσβάλλει την τιµή του άλλου µε λόγο ή µε έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρις ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή. Η χρηµατική ποινή µπορεί να επιβληθεί και µαζί µε την ποινή της φυλακίσεως. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως για την συγκρότηση της αξιοποίνου πράξεως της εξυβρίσεως απαιτείται να διατυπωθούν από τον δράστη, γραπτώς ή προφορικώς, για κάποιον άλλον, λέξεις ή φράσεις που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αµφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γι' αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι µε τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιµή του άλλου. - Κατά το άρθρο 333 παρ.1 ΠΚ όποιος προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος αυτού απαιτείται α) απειλή διά βίας κατά προσώπων ή πραγµάτων ή απειλή δι' άλλης πράξεως ή παραλείψεως, η οποία στην συγκεκριµένη περίπτωση είναι παράνοµη, β) η εν λόγω απειλή να προξένησε τρόµο ή ανησυχία στον απειληθέντα, ενώ υποκειµενικώς απαιτείται βία ή άλλη παράνοµη πράξη και θέληση περιαγωγής άλλου σε κατάσταση τρόµου και ανησυχίας. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, όταν περιέχονται σ' αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που στηρίζουν την περί συνδροµής των αντικειµενικών και υποκειµενικών όρων του εγκλήµατος κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν, µε γενική αναφορά στο είδος τους και χωρίς ανάγκη χωριστής µνείας σε κάθε µία από αυτές και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρµοσθείσα στην συγκεκριµένη περίπτωση ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ για την θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, δεν είναι, καταρχήν, ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγµάτωση των περιστατικών τούτων, εκτός εάν αξιώνονται από τον νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος. - Προκειµένου για φωτογραφίες ή απεικονίσεις και σχεδιαγράµµατα, τα έγγραφα αυτά δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για τον σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα την συζήτηση. Συνεπώς, είναι προφανές, ότι όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι ανεγνώσθησαν και φωτογραφίες, η αναγραφή αυτή τίθεται µε την πρόδηλη έννοια της επισκοπήσεως των φωτογραφιών από τους διαδίκους, οι οποίοι έτσι έλαβαν γνώση του περιεχοµένου τους, κατόπιν επιδείξεως αυτών από τον διευθύνοντα την συζήτηση. ΠΚ: 333, 361, ηµοσίευση: INLAW 2010 [114]

115 Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 1021 Έτος: Επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασµένου. -Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 του ΚΠ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται προς το συµφέρον του καταδικασµένου για κακούργηµα ή πληµµέληµα σε ορισµένες, περιοριστικώς αναφερόµενες περιπτώσεις, µεταξύ των οποίων και εκείνη, κατά την οποία, µετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµισθεί προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν µεταγενέστερα, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το δικαστήριο, που επιλαµβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Τέτοιες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων µαρτύρων αλλά και ήδη εξετασθέντων, συµπληρωµατικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση, όµως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιµώµενες είτε µόνες τους, είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σηµείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασµένος είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά διέπραξε (ΑΠ 1879/2009, ΑΠ 95/2009). - εν µπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως, ερευνήθηκαν αµέσως ή εµµέσως και απορρίφθηκαν απ' αυτούς, καθώς και εκείνα µε τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νοµικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόµενης αποφάσεως, µε βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές, που την εξέδωσαν εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας ως στρεφόµενη κατά αµετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο µέσο αλλά έκτακτη διαδικασία. ΠΚ: 13, 26, 27, 94, 216, 220, 222, ΚΠ : 525, ηµοσίευση: INLAW 2011 Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 517 Έτος: Παραίτηση από ένδικο βοήθηµα επανάληψης διαδικασίας. - Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 1, 475 παρ. 1, 476 παρ. 1 και 313 παρ. 1 του ΚΠ, ο διάδικος µπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο µέσο το οποίο έχει ασκήσει µε δήλωση στο Γραµµατέα του ικαστηρίου που έχει εκδώσει την [115]

116 προσβαλλόµενη απόφαση, για την οποία συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και εκείνον που την δέχεται, είτε ακόµη και στο ακροατήριο πριν αρχίσει η συζήτηση µε δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το ικαστικό Συµβούλιο ή το ικαστήριο κηρύσσει το ένδικο µέσο απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Οι παραπάνω διατάξεις περί ενδίκων µέσων εφαρµόζονται ανάλογα και επί του ενδίκου βοηθήµατος (ιδιάζουσας µορφής) της επαναλήψεως της διαδικασίας. ΚΠ : 313, 474, 475, 476, ηµοσίευση: INLAW 2011 Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 888 Έτος: Επανάληψη της διαδικασίας. Ανυποταξία. Αναιρείται το προσβαλλόµενο βούλευµα. - Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περίπτ. 2 ΚΠοιν η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται προς το συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέλεία ή κακούργηµα, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και όταν, µετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµισθεί προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν µεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων µαρτύρων αλλά και ήδη εξετασθέντων, συµπληρωµατικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση, όµως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιµώµενες είτε µόνες τους, είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµισθεί στο δικαστήρίο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασµένος είναι αθώος ή ότι καταδικάσθηκε για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά διέπραξε. - Σύµφωνα µε τα άρθρα 528 παρ. 1 εδ. α' και 527 παρ. 3 ΚΠοιν, αρµόδιο να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συµβούλιο Εφετών, αν η αµετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Πληµµελειοδικείο, και σε κάθε άλλη περίπτωση το Συµβούλιο του Αρείου Πάγου. ΚΠ : 525, 527, 528, ηµοσίευση: INLAW 2011 [116]

117 Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 1111 Έτος: Επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασµένου. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠ η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση, επαναλαµβάνεται προς το συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµισθεί προηγουµένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες, οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το δικαστήριο, που επιλαµβάνεται της αιτήσεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων µαρτύρων ή και νεότερες καταθέσεις, συµπληρωµατικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του ικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, τα οποία διευκρινίζουν αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση, όµως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιµώµενες είτε µόνες τους, είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασµένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά τέλεσε. εν µπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ αντίθετα ερευνήθηκαν αµέσως ή εµµέσως και απορρίφθηκαν απ αυτούς, έστω και κατ εσφαλµένη εκτίµηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα µε τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νοµικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόµενης αποφάσεως µε βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόµενη κατά αµετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο µέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. ΚΠ : 525, 527, 528, ηµοσίευση: INLAW 2011 Επανάληψη της διαδικασίας - Επανάληψη σε όφελος του καταδικασµένου Αριθµός απόφασης: 1225 Έτος: Επανάληψη διαδικασίας προς το συµφέρον του καταδικασµένου. Περιεχόµενο αίτησης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται, προς το συµφέρον του καταδικασµένου για πληµµέληµα ή κακούργηµα, αν µετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία µόνα τους ή σε συνδυασµό µε εκείνα που είχαν προσκοµισθεί [117]

118 προηγουµένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηµατίζει το δικαστήριο, που επιλαµβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούµενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις µπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων µαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συµπληρωµατικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αµφίβολα σηµεία της υποθέσεως, µε την προϋπόθεση όµως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιµώµενες είτε µόνες τους είτε σε συνδυασµό µε εκείνες που είχαν προσκοµισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκληµα βαρύτερο από εκείνο που πραγµατικά διέπραξε. Για να είναι παραδεκτή η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, πρέπει ο αιτών να εκθέτει στην αίτηση του µε σαφήνεια και πληρότητα τα νέα στοιχεία που είναι σχετικά µε την πράξη για την οποία εχώρησε η καταδίκη καθώς και το περιεχόµενο αυτών για να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιµότητας της αιτήσεως. εν µπορούν όµως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αµέσως ή εµµέσως και απερρίφθησαν, καθώς και εκείνα µε τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής απόψεως και νοµικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλοµένης αποφάσεως µε βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόµενη κατά αµετάκλητης αποφάσεως δεν αποτελεί ένδικο µέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 1023/2011). ΚΠ : 525, ηµοσίευση: INLAW 2011 Επίδοση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1509 Έτος: Επίδοση. Αντίκλητος.Αποδεικτικό επίδοσης. Έφεση. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 501 παρ. 4, 502 παρ. 1 εδ. 1, 344 παρ. 1 εδ. α' και 340 παρ. 2 του Κ.Π.., προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών - κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του, εµφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στην συνέχεια µετά την έναρξη της συζητήσεως αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο µέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσµευόµενο από την εµφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουµένου, δεν µπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠ αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει για την οµοιότητα της περίπτωσης και όταν ο εκκαλών κατηγορούµενος ή ο συνήγορός του, εµφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια µετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήµατος η δίκη αναβλήθηκε, αλλά ο κατηγορούµενος δεν εµφανίστηκε στην νέα µετ' αναβολή δικάσιµο ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο (ΟλΑΠ 3/2006). [118]

119 - Από τη διάταξη του άρ. 273 παρ.1, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 154 παρ. 2, 155 παρ. 2, 489 και 500 του ΚΠ, προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτοδίκως και άσκησε έφεση κατά της δικαστικής απόφασης, κλητεύεται για τη δίκη ενώπιον του Εφετείου στη διεύθυνση κατοικίας ή διαµονής που αναφέρεται στην έκθεση έφεσης και σε περίπτωση µεταβολής της, στη νέα διεύθυνση, εφόσον δήλωσε αυτή νοµίµως στον εισαγγελέα του εφετείου, που εκκρεµούσε η υπόθεση µε ιδιαίτερο έγγραφο πάνω στο οποίο και συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή του. Η περί µεταβολής της κατοικίας ή διαµονής του κατηγορουµένου δήλωση, µπορεί να γίνει και στο ακροατήριο, η οποία καταχωρείται στα πρακτικά. Η περιεχόµενη σε εξουσιοδότηση του κατηγορουµένου στον πληρεξούσιό του, για να τον εκπροσωπήσει στο δικαστήριο, αναφορά άλλης διευθύνσεως από εκείνη που δήλωσε στην έφεσή του, χωρίς δήλωση του κατηγορουµένου, ότι η διεύθυνση αυτή αποτελεί την διεύθυνση στην οποία πρέπει αυτός να αναζητείται σε κάθε µελλοντική κλήτευσή του, δεν συνιστά νόµιµη δήλωση µεταβολής της κατοικίας του κατηγορουµένου, έστω και αν η εξουσιοδότηση αυτή αναγνώστηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. - Κατά το άρθρο 155 παρ. 1 ΚΠ, η επίδοση γίνεται µε παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφεροµένου. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόµενο στον τόπο της διαµονής ή κατοικίας του εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους, που έστω και προσωρινά, διαµένουν µαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς ή στον θυρωρό της κατοικίας που µένει. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούµενη παρ. 1, καθώς και στην περίπτωση που "δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόµενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή ο θυρωρός", αυτός που κάνει την επίδοση "επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας" και αντίγραφο του θυροκολληθέντος εγγράφου επιδίδεται στον τυχόν διορισµένο αντίκλητο του ενδιαφεροµένου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 154 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων και 165, καθώς και µε εκείνη του άρθρ. 161 παρ. 1 του ΚΠ, που επιτάσσει να αναφέρονται στο αποδεικτικό επίδοσης, µε ποινή ακυρότητας της επίδοσης, τα ειδικώς σηµειούµενα σ`αυτή στοιχεία, µεταξύ των οποίων και τα µνηµονευόµενα γεγονότα του άρθρου 155 παρ. 2, προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση επίδοσης εγγράφου µε θυροκόλληση πρέπει στο αποδεικτικό επίδοσης να αναφέρονται οι προϋποθέσεις της δια θυροκολλήσεως επίδοσης, δηλαδή άρνηση ή µη ανεύρεση, στον τόπο της επίδοσης των προσώπων που σηµειώνονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, διαφορετικά η επίδοση είναι άκυρη (αρ. 154 παρ. 2). Η τήρηση δε των σχετικών µε τις επιδόσεις πιο πάνω διατυπώσεων επιβάλλεται και στην περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην διεύθυνση που δήλωσε ο εκκαλών κατηγορούµενος, σύµφωνα µε το άρθρο 273 ΚΠ, στην έφεσή του. ΚΠ : 154, , 161, 165, 340, 344, 489, 500, 501, 502, ηµοσίευση: INLAW 2009 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 1225 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. [119]

120 - Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου µόνο του ΑΝ 690/1945, όπως αυτή αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995 " κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας, τιµωρείται κατόπιν µηνύσεως των ενδιαφεροµένων κτλ.". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα, τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο είτε από διοικητικές πράξεις.( άρθρο 655 του ΑΚ ). - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρον 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριµένη περίπτωση εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διάταξης του ΑΝ 690/1945, για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω και η ιδιότητα του κατηγορουµένου, καθώς και αν οι οφειλόµενες αποδοχές καθορίζονταν από ατοµική ή συλλογική σύµβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόµο ή το έθιµο, καθώς επίσης, αν αυτές δεν καταβλήθηκαν εµπροθέσµως, πότε έπρεπε να πληρωθούν µε βάση τη συµφωνία, το νόµο ή το έθιµο κτλ. Σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα από αυτά, για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνεία του τι προέκυψε από καθένα. - Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ λόγο αναιρέσεως της απόφασης, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόµο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγµατικά, ή όταν η απόφαση δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρµόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε δεν έχει η απόφαση νόµιµη βάση. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2, 357 παρ. 3, 358, 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ'του ΚΠ, συνάγεται ότι για να επέλθει η από την τελευταία διάταξη προβλεπόµενη απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο γιατί ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορος του δεν απηύθυναν προς το [120]

121 µάρτυρα ερωτήσεις για εξακρίβωση της αλήθειας ή µετά την εξέταση του δεν προέβησαν σε παρατηρήσεις σχετικά µε την κατάθεση του ή την αξιοπιστία του, πρέπει ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορος του να ζήτησαν να τους δοθεί προς τούτο η άδεια και, αν δεν τους δοθεί από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, να προσφύγουν αµέσως, µη αποδεχόµενοι την διάταξη του Προέδρου, σε ολόκληρο το δικαστήριο και τούτο να απορρίψει παρά το νόµο τη προσφυγή ή να παραλείψει να αποφανθεί επ' αυτής. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ. 1 και 371 παρ. 3 του ΚΠ προκύπτει ότι όταν κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούµενος γίνεται συζήτηση για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί και για τη µετατροπή ή µη αυτής, κατά την οποία ο κατηγορούµενος έχει το δικαίωµα να λάβει το λόγο τελευταίος. Από τη παραβίαση των διατάξεων αυτών, επέρχεται, σε σχέση µε τον κατηγορούµενο, απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠ για µη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουµένου και των δικαιωµάτων που του παρέχονται, από την ακυρότητα δε αυτή ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠ λόγος αναιρέσεως. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 3198/1955, άρθ. 10, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 1093 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά την παραγρ. 1 του άρθρου µόνον τουan690/1945, όπως αυτή αντικ. µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995"κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σ' αυτόν τις οφειλόµενες, συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας, πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόµο ή έθιµο είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας, τιµωρείται κατόπιν µηνύσεως των ενδιαφεροµένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλµένοι για την εφαρµογή της εργατικής νοµοθεσίας ή της οικείας Αστυνοµικής Αρχής ή της οικείας επαγγελµατικής οργάνωσης των εργαζοµένων, µε φυλάκιση µέχρι έξι (6) µήνες και χρηµατική ποινή, της οποίας το ποσό δεν µπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερουµένου χρηµατικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόµενες αποδοχές πρέπει να αποτιµώνται, µε τη σχετική απόφαση, σε χρήµα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παράλειψης, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται, είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο, είτε από τις διοικητικές πράξεις. [121]

122 - Η απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν, προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτή τα πραγµατικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις µε τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η αιτιολογία αυτή µπορεί να συµπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, µε το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διατάξεως τουan690/1945, για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία πρέπει να περιλαµβάνει µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των παραπάνω και την ιδιότητα του κατηγορουµένου (εργοδότης, διευθυντής, εκπρόσωπος κλπ), το χρόνο που διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, τις ηµερήσιες ή µηνιαίες τακτικές και έκτακτες αποδοχές, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών, ώστε µετά την αφαίρεση τούτου από το σύνολο των δικαιουµένων να προκύπτει το οφειλόµενο υπόλοιπο, καθώς και τον τρόπο µε τον οποίο καθορίζονται οι αποδοχές του εργαζοµένου. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 Εργατικά εγκλήµατα - Μη εµπρόθεσµη καταβολή µισθού Αριθµός απόφασης: 1185 Έτος: Μη εµπρόθεσµη καταβολή αποδοχών. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Ε σφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου µόνου παρ. 1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιµωρείται µε τις αναφερόµενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραµµένος ή µε οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκµετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλει εµπρόθεσµα στους απασχολούµενους σε αυτόν τις οφειλόµενες συνεπεία της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύµβαση εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόµο ή έθιµο, είτε σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ν, 3198/1995 συνεπεία της θέσεως των εργαζοµένων σε κατάσταση διαθεσιµότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόµενο από αυτή ως άνω πληµµέληµα, τιµωρείται ως γνήσιο έγκληµα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο µισθωτό τις οφειλόµενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, µέσα στην προθεσµία που ορίζεται είτε από τη σύµβαση είτε από το νόµο ή το έθιµο είτε από διοικητικές πράξεις (άρθρο 655 του ΑΚ). Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, το οποίο ορίζει πότε καταβάλλεται ο µισθός, για τα επιδόµατα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδοµα αδείας, τάσσεται από το νόµο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ. 539/1945, του Ν. [122]

123 4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν 4547/1966) επακριβώς καθορισµένη ηµέρα καταβολής (η 31η εκεµβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ηµέρα του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε µε µόνη την πάροδο της δήλης αυτής ηµέρας να γίνεται ο εργοδότης υπερήµερος. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα αντικειµενικά και υποκειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι σκέψεις και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτοµερές και εκτίθενται στο περιεχόµενό του µε σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγµατικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της παραπάνω διάταξης του ΑΝ 690/1945 για να έχει ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, πρέπει, να εκτίθενται σ' αυτή µε πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερόµενων, η ιδιότητα του κατηγορουµένου (εργοδότης, διευθυντής κ.λ.π.), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύµβαση εργασίας, οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόµενο έναντι αυτών, ώστε µε την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουµένων, να προκύπτει το οφειλόµενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόµενες από τον κατηγορούµενο αποδοχές στον εργαζόµενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε οριστεί από ατοµική σύµβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόµο ή από το έθιµο. Επί νοµικού δε προσώπου, φεροµένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται και η µορφή του νοµικού προσώπου, και αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική της µορφή, καθώς και τα πραγµατικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούµενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιµο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για καταβολή των αποδοχών. εν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισµός του κατηγορουµένου ως εργοδότη ή νοµίµου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε αξιολογική συσχέτιση µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιµήθηκαν όλα και όχι µόνο ορισµένα από αυτά για τον σχηµατισµό της δικανικής πεποίθησης. Όσον αφορά τον δόλο που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος που συνίσταται, σύµφωνα µε το άρθρο 27 παρ, 1 του ίδιου κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτήν, όταν µάλιστα ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε άµεσου είτε ως ενδεχόµενου. εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και [123]

124 αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ, αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρµόστηκε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής, που εµπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα το οποίο συµβαίνει όταν στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Με αποτέλεσµα να µην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΑΚ: 655, ΑΝ: 690/1945, Νόµοι: 2336/1995, άρθ. 8, ηµοσίευση: INLAW 2011 Μέτρα ασφαλείας - Αντιρρήσεις Αριθµός απόφασης: 1121 Έτος: Μέτρα ασφαλείας. Απέλαση αλλοδαπού. Αντιρρήσεις. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του όρθρου 565 του ΚΠ, "κάθε αµφιβολία ή αντίρρηση σχετικά µε την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής, επιλύονται, από το δικαστήριο των πληµµελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι: 1) Ο όρος ποινή στο άρθρο αυτό χρησιµοποιείται µε την ευρεία του έννοια και περιλαµβάνει και τις παρεπόµενες ποινές ή τα µέτρα ασφάλειας που έχουν στερητικό ή περιοριστικό της ελευθερίας χαρακτήρα, όπως είναι και η απέλαση του αλλοδαπού καταδικασµένου, 2) οι αντιρρήσεις του καταδικασµένου πρέπει να αναφέρονται αποκλειστικά και µόνο στην εκτελεστότητα της απόφασης και στο είδος ή τη διάρκεια της ποινής, υπό την προαναφερόµενη ευρεία έννοια της, και 3) για να είναι οι αντιρρήσεις παραδεκτές και να εξετασθούν από το πληµµελειοδικείο "του τόπου έκτισης της ποινής", πρέπει οι αντιρρήσεις αυτές να αφορούν σε ποινή που βρίσκεται σε στάδιο έκτισης, δηλαδή να διαρκεί ακόµη η εκτέλεση της απόφασης. Έτσι, όταν η εκτέλεση της απόφασης έχει συντελεσθεί ολοκληρωτικά, το άρθρο αυτό δεν µπορεί να εφαρµοστεί, αφού δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης. - Το άρθρο 74 παρ. 1 του ΠΚ, που ρυθµίζει το µέτρο ασφάλειας της απέλασης αλλοδαπού, ορίζει ότι: "το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση µε την επιφύλαξη των διατάξεων που περιλαµβάνονται στις διεθνείς συµβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Επίσης, στο άρθρο 99 παρ. 2, 3 και 4 του ίδιου κώδικα, ορίζονται, αντιστοίχως, ότι: "Αν αλλοδαπός στον οποίο δεν χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή µέχρι πέντε ετών και διαταχθεί µε την ίδια απόφαση η απέλαση [124]

125 του από τη χώρα, το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την επ' αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά παρέκκλιση της προηγούµενης παραγράφου και των άρθρων 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα, οπότε εκτελείται αµέσως η απέλαση...", "Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, µπορεί να επιστρέφει στη χώρα µε απόφαση του Υπουργού ικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισµένο χρονικό διάστηµα, το οποίο παρατείνεται...", και "Ο αλλοδαπός της προηγούµενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνοµα στη χώρα, τιµωρείται µε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται µε κανένα τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς µε την ανασταλείσα ποινή". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η απέλαση που διατάχθηκε µε δικαστική απόφαση βάσει των άρθρων 74 παρ. 1 και 99 παρ. 2 του ΠΚ είναι µέτρο ασφάλειας, είναι αόριστη, σε ουδεµία περίπτωση µπορεί ο απελαθείς να επανέλθει στη χώρα προ της παρόδου πενταετίας, η δε επιστροφή του εξαρτάται µόνο από τον Υπουργό ικαιοσύνης. - Συνάγεται ότι η δικαστική απόφαση που διατάσσει απέλαση αλλοδαπού εξακολουθεί να ισχύει και µετά την σε εκτέλεση αυτής απέλαση του αλλοδαπού, αν δε ο απελαθείς αλλοδαπός επανέλθει στη χώρα παρανόµως, τιµωρείται µε την από το άρθρο 99 παρ. 4 προβλεπόµενη ποινή και απελαύνεται και πάλι σε εκτέλεση της ίδιας δικαστικής απόφασης. ΠΚ: 74, 99, 100, 101, 102, ΚΠ : 565, ηµοσίευση: INLAW 2011 Περιβάλλον - Ρύπανση Αριθµός απόφασης: 1380 Έτος: Ρύπανση. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 28 παρ. 1α, 2 και 5 του Ν. 1650/1986 µε φυλάκιση τριών µηνών έως δύο έτη και χρηµατική ποινή τιµωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθµίζει το περιβάλλον µε πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόµου αυτού, των κατ' εξουσιοδότησή του εκδιδοµένων διαταγµάτων και υπουργικών ή νοµαρχιακών αποφάσεων, στις περιπτώσεις δε τέλεσης των εγκληµάτων της παρ. 1 από αµέλεια επιβάλλεται φυλάκιση µέχρι ένα έτος. Οι πρόεδροι διοικητικών συµβουλίων, οι εντεταλµένοι ή διευθύνοντες σύµβουλοι ανωνύµων εταιριών, οι διαχειριστές εταιριών περιορισµένης ευθύνης, ο Πρόεδρος του διοικητικού και εποπτικού συµβουλίου συναιτερισµών, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν την διοίκηση ή τη διαχείριση άλλων νοµικών προσώπων του δηµόσιου ή του ιδιωτικού τοµέα έχουν ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να µεριµνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Για κάθε πράξη ή παράλειψη του νοµικού προσώπου που εµπίπτει στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, τα πρόσωπα αυτά τιµωρούνται ως αυτουργοί ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ευθύνη άλλου φυσικού προσώπου και την αστική ευθύνη του νοµικού προσώπου, εφόσον από πρόθεση ή από αµέλεια δεν τήρησαν την ιδιαίτερη νοµική τους υποχρέωση να µεριµνούν για την εφαρµογή των διατάξεων αυτού του νόµου. - Για να έχει η καταδικαστική, για παράβαση του ανωτέρω άρθρου 28, απόφαση την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ΚΠ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται εκτός των άλλων [125]

126 να αναφέρεται σ' αυτήν το είδος της υπαιτιότητος του κατηγορουµένου που γίνεται δεκτό, αν δηλαδή, αυτός τέλεσε την πράξη από δόλο ή από αµέλεια. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 1650/1986, άρθ. 28, ηµοσίευση: INLAW 2010 Πλαστογραφία - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1104 Έτος: Πλαστογραφία. Απάτη. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειµενικώς µεν, κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εµφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή, αλλοίωση της έννοιας του περιεχοµένου του εγγράφου, υποκειµενικώς δε δόλος, που περιλαµβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγµατώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειµενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει µε τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός, που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δηµιουργία, διατήρηση, µεταβολή ή απόσβεση δικαιώµατος ή έννοµης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύµφωνα µε το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου Κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 2 ΠΚ, όπως ισχύει, "ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων...386,..., εφόσον δεν τιµωρούνται σε βαθµό κακουργήµατος,..., απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν ικανοποιήσει πλήρως τον ζηµιωθέντα µέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο µε την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερηµερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόµοι του". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν ο δράστης της (πληµµεληµατικής) απάτης ικανοποιήσει τον παθόντα µετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο ή πριν µεν από αυτήν, αλλά εν µέρει (π. χ. µόνο κατά το κεφάλαιο), δεν απαλλάσσεται, αλλά η τοιαύτη καταβολή συνεκτιµάται είτε ως ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ ΠΚ είτε στα πλαίσια του άρθρου 79 3 περ. δ του ίδιου Κώδικα, κατά την επιµέτρηση της ποινής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτή, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όµως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγµατικά [126]

127 περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγµατικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από την πραγµάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόµος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισµένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισµένου πρόσθετου αποτελέσµατος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά µέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισµός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όµως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίµησε όλα και όχι µόνο µερικά από αυτά. Ακόµη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών µέσων και των µαρτυρικών καταθέσεων µεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισµένα από τα αποδεικτικά µέσα, δεν σηµαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. εν αποτελεί, όµως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση των µαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠ, από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη µείωση της ποινής, εφόσον, όµως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, µε όλα δηλαδή τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεµελίωσή τους. ιαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογηµένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισµός είναι και ο από το άρθρο 393 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουµένου για πληµµεληµατική απάτη. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση (ΟλΑΠ 3/2008). ΠΚ: 79, 84, 216, 386, 393, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2011 [127]

128 Πλαστογραφία - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1503 Έτος: Πλαστογραφία.Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεµελίωση της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειµενικά µεν κατάρτιση από την αρχή εγγράφου από τον υπαίτιο είτε µε αποµίµηση του γραφικού χαρακτήρα, είτε µε τη θέση της υπογραφής του φεροµένου ως συντάκτη που να το εµφανίζει ότι συντάχθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, ήτοι η αλλοίωση της έννοιας του, µε µεταβολή του περιεχοµένου του, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση των πραγµατικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγµατώσεως των περιστατικών αυτών και, επιπλέον, το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει µε τη χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου, άλλον για γεγονός δυνάµενο να έχει έννοµες συνέπειες, που µπορεί να αφορούν τον παραπλανόµενο ή τρίτο, οι οποίες αναφέρονται στη δηµιουργία, κατάργηση ή µεταβίβαση δικαιώµατος ή έννοµης σχέσεως χωρίς να ασκεί επιρροή αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Η χρήση του πλαστού ή νοθευµένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειµενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον µέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόµενο του τρίτον και να του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχοµένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγµατι γνώση ο τρίτος ή να παραπλανηθεί από αυτό. Η χρήση εγγράφου από τον πλαστογράφο δεν αποτελεί στοιχείο της πλαστογραφίας, αλλά επιβαρυντική περίσταση, που λαµβάνεται υπόψη για την επιµέτρηση της ποινής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ" αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Τέλος, εσφαλµένη εκ πλαγίου εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν έχει εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 13, 98, 216, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 [128]

129 Πλαστογραφία - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1529 Έτος: Πλαστογραφία. Απάτη. Ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Περιεχόµενο έφεσης. Υπέρβαση εξουσίας. Παράβαση των διατάξεων για τη δηµοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έλλειψη ακρόασης. - Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο µε σκοπό να παραπλανήσει µε τη χρήση του άλλον σχετικά µε γεγονός που µπορεί να έχει έννοµες συνέπειες τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". - Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος µε σκοπό να αποκοµίσει ο ίδιος ή άλλος παράνοµο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή µε την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέµιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών. Και αν η ζηµία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα µεγάλη, µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". - Κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοιν η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται και στην περίπτωση που ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωµα που ρητά τους παρέχεται από το νόµο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, διότι υπάρχει έλλειψη ακρόασης. Τέτοια ακυρότητα επέρχεται και όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισµό των κατηγορουµένων για ακυρότητα του ενδίκου µέσου της έφεσης του εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής λόγω έλλειψης αιτιολογίας, µε συνέπεια να ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 Β για έλλειψη ακρόασης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠοιν προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου µέσου της έφεσης πρέπει να διαλαµβάνει ορισµένο λόγο. Ειδικά, προκειµένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοιν η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούµενη αιτιολογία της ασκούµενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό λόγο του κύρους του ενδίκου µέσου και απαιτείται ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό µε σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριµένες πραγµατικές ή νοµικές πληµµέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόµενη αθωωτική απόφαση (ΟλΑΠ 9/2005). Όταν η έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούµενη αιτιολογία και το δευτεροβάθµιο δικαστήριο την κρίνει αιτιολογηµένη και τη δέχεται τυπικά και στη συνέχεια προβαίνει στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης ενώ έπρεπε ως αναιτιολόγητη να την απορρίψει ως απαράδεκτη, υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και έτσι ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Η' ΚΠοιν. - Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Γ' ΚΠοιν λόγος αναίρεσης, για παράβαση των διατάξεων για τη δηµοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ιδρύεται και όταν η απαγγελία της απόφασης δεν έγινε δηµόσια, υπό την έννοια ότι δεν ήταν δυνατή η ελεύθερη είσοδος στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και η κατά τρόπο ανεµπόδιστο παρακολούθηση της διαδικασίας στο ακροατήριο στον καθένα που επιθυµούσε αυτό, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγµατος και 329 ΚΠοιν. [129]

130 - Κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοιν η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται και στην περίπτωση που ο κατηγορούµενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωµα που ρητά τους παρέχεται από το νόµο και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση, διότι υπάρχει έλλειψη ακρόασης. Τέτοια ακυρότητα επέρχεται και όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισµό των κατηγορουµένων για ακυρότητα του ενδίκου µέσου της έφεσης του εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής λόγω έλλειψης αιτιολογίας, µε συνέπεια να ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 Β για έλλειψη ακρόασης. ΠΚ: 216, 386, ΚΠ : 329, 474, 476, 486, 498, 510 παρ. 1 στοιχ. Β, 510 παρ. 1 στοιχ. Γ, 510 παρ. 1 στοιχ Η, ηµοσίευση: INLAW 2011 Πολιτική αγωγή - Ενεργητική νοµιµοποίηση Αριθµός απόφασης: 1489 Έτος: Παράσταση ετερόρρυθµης εταιρείας ως πολιτικώς ενάγουσας. Απόλυτη ακυρότητα. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Ανάγνωση εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 63 ΚΠ 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες µόνο εκείνοι που ζηµιώνονται άµεσα από το έγκληµα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη απ' αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έµµεσα, όπως τα µέλη νοµικού προσώπου, τα οποία δεν νοµιµοποιούνται ενεργητικώς στην άσκηση ατοµικώς της πολιτικής αγωγής από αδίκηµα που στρέφεται κατά του νοµικού προσώπου, το οποίο και µόνο ζηµιώνεται άµεσα απ' αυτό. Ειδικότερα, σε περίπτωση αξιόποινης πράξης, που στρέφεται ευθέως κατά εταιρείας που έχει αποκτήσει νοµική προσωπικότητα, εποµένως και κατά ετερόρρυθµης εταιρείας, µόνο η εταιρεία, σε βάρος της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στη σχετική ποινική διαδικασία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δηµιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνοµη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνοµη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νοµιµοποιήσεώς του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠ ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, ως προς τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. -Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν µε πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαµατική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις µε τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ειδικότερα, [130]

131 ως προς την έκθεση των αποδεικτικών µέσων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά τούτων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και µνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά. Ωστόσο, πρέπει, να προκύπτει από την απόφαση, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε, για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, όχι µόνο µερικά, αλλά όλα τα αποδεικτικά µέσα, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ' ΚΠ και η πραγµατογνωµοσύνη, η οποία όµως διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠ, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή µετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού µέσου η πραγµατογνωµοσύνη πρέπει να µνηµονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία µεταξύ των αποδεικτικών µέσων προκειµένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Αντίθετα, η γνωµάτευση ή γνωµοδότηση που προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήµης ή τέχνης δεν ταυτίζεται µε το προβλεπόµενο από το άρθρο 178 ΚΠ αποδεικτικό µέσο, λαµβάνεται όµως υποχρεωτικά υπόψη και συνεκτιµάται ως απλό έγγραφο µαζί µε τις λοιπές αποδείξεις για τη διαµόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου. -Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1 και 369 ΚΠ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίµηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις, εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Στα πρακτικά της δηµοσίας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέµα αφορά το έγγραφο ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόµενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του σε τρόπο που να µπορεί να διαγνωσθεί, ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόµενό του και ο κατηγορούµενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητά του, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠ ως άνω δικαιώµατά του, δεδοµένου µάλιστα ότι, εφόσον πραγµατοποιήθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούµενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές µε το περιεχόµενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται µόνο από τον τρόπο κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. - Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς. Ως τέτοιοι θεωρούνται όσοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούµενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την µείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι ισχυρισµοί αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισµένο µε την επίκληση των πραγµατικών περιστατικών που τους θεµελιώνουν γιατί, διαφορετικά, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. ΠΚ: 63, 64, 178, 183, 329, 331, 333, 358, 364, 369, 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., ΑΚ: 914, 932, ηµοσίευση: INLAW 2009 [131]

132 Πολιτική αγωγή - Ενεργητική νοµιµοποίηση Αριθµός απόφασης: 1504 Έτος: Ενεργητική νοµιµοποίηση. Νοµιµοποίηση στο Εφετείο. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, η πολιτική αγωγή, µε την οποία επιδιώκεται χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, µπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπο που έχουν το δικαίωµα αυτό, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 του ΚΠ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηµατική ικανοποίηση, µπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία.το δικαστήριο ερευνά και αυτεπάγγελτα, κατά το άρθρο 87 ΚΠ, τα στοιχεία νοµιµοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος και την κατά τρόπο νοµότυπο γενόµενη εκ µέρους του δήλωση και άσκηση της πολιτικής αγωγής, κατά τα άρθρα 83 και 84 του ΚΠ. - Στο εφετείο, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ. τελ. του ΚΠ, η πολιτική αγωγή ερευνάται αυτεπάγγελτα και επιδικάζεται ποσό, αν είχε επιδικασθεί στον πρώτο βαθµό και αν ακόµα απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων ή και όταν εµφανίζεται ως µάρτυρας, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, χωρίς βέβαια να παραιτείται µε σχετική δήλωσή του της πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα αν επαναλαµβάνει ή όχι στο εφετείο τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. ΚΠ : 83, 84, 87, 502, ΑΚ: 914, 932, ηµοσίευση: INLAW 2011 Συµµετοχή - Ηθική αυτουργία Αριθµός απόφασης: 1184 Έτος: Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισµένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αµοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθεληµένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειµενικής υποστάσεως ορισµένου εγκλήµατος µε γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριµένης εγκληµατικής πράξεως. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠοιν απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' ΚΠοιν, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη [132]

133 που εφαρµόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε Κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτοµερές και εκτίθενται στο περιεχόµενό του µε σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγµατικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. - Με την παραδοχή του ικαστηρίου, ότι ο κατηγορούµενος και ήδη αναιρεσείων, έπεισε τη σύζυγό του, µε πειθώ και φορτικότητα, να διαπράξει το πιο πάνω αδίκηµα της πλαστογραφίας µετά χρήσεως, δηλαδή, στην κλαπείσα υπ' αριθ. ΧΧΧ επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, ποσού δρχ., να θέσει τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ηµεροµηνία εκδόσεως την , εις διαταγήν της Γ1, στην οποία την παρέδωσε, αφού προηγουµένως την υπέγραψε ως εκδότρια µε δυσανάγνωστη υπογραφή, πράξη η οποία µπορούσε να έχει τις αναφερόµενες στο σκεπτικό έννοµες συνέπειες, πλήρως αιτιολογείται ο τρόπος και τα µέσα µε τα οποία ο κατηγορούµενος προκάλεσε, στη συγκεκριµένη περίπτωση, στην πιο πάνω φυσικό αυτουργό - σύζυγό του, την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας µετά χρήσεως. ΠΚ: 46, 216, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., ηµοσίευση: INLAW 2008 Υπεξαίρεση - Γενικά Αριθµός απόφασης: 1489 Έτος: Υπεξαίρεση. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ανάγνωση εγγράφων. Απόλυτη ακυρότητα. - Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο ολικά ή εν µέρει κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιονδήποτε τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και αν το αντικείµενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της πληµµεληµατικής υπεξαίρεσης αντικειµένου ιδιαίτερα µεγάλης αξίας απαιτείται: α) το υλικό αντικείµενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγµα, β) να είναι αυτό ολικά ή µερικά ξένο, µε την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγµατος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει µε οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη δ) παράνοµη ιδιοποίηση το πράγµατος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόµιµου δικαιολογητικού λόγου και ε) το αντικείµενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας. Υποκειµενικά, απαιτείται δόλος του δράστη που ενέχει τη γνώση ότι το πράγµα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνοµα, η οποία εκδηλώνεται και µε την παρακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. - Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που [133]

134 πραγµατικά έχει ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ως αποδειχθέντα στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 324, 351, 358, 463 παρ. 1 και 369 ΚΠ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαµβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώστηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 ΚΠ δικαιώµατος του κατηγορουµένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές µε το αποδεικτικό τούτο µέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠοιν και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. εν υπάρχει όµως, ακυρότητα, ούτε παραβιάζεται η αρχή της δηµοσιότητας και προφορικότητας της δίκης, όταν το περιεχόµενο του µη αναγνωρισθέντος εγγράφου που λήφθηκε υπόψη για την ενοχή του κατηγορουµένου, προκύπτει από άλλα αποδεικτικά έγγραφα, είτε από καταθέσεις µαρτύρων. ΠΚ: 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2008 Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση αντικειµένων ιδιαίτερα µεγάλης αξίας Αριθµός απόφασης: 755 Έτος: Υπεξαίρεση. Στοιχεία εγκλήµατος.κακουργηµατική υπεξαίρεση. Συναυτουργία. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. - Από το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της µε το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, συνάγεται ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υπόστασης του κατά το άρθρο αυτό εγκλήµατος της κακουργηµατικής υπεξαίρεσης, απαιτείται πράγµα κινητό και ξένο (ολικά ή µερικά) ως προς τον δράστη, ιδιοποίηση του πράγµατος χωρίς νόµιµη αιτία και συνδροµή κατάχρηση ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, η οποία υπάρχει ιδίως, όταν πρόκειται για αντικείµενο εµπιστευµένο στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας αυτού ως επιτρόπου ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως µεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ξένο θεωρείται το πράγµα, όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, κατά την έννοια που διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του υπαίτιου, µε κάποια νόµιµη µεταβιβαστική της κυριότητας πράξη, ενώ ιδιοποίηση του πράγµατος συνιστά η οικειοποίηση και κατακράτησή του. Ως διαχειριστής δε ξένης περιουσίας νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλά υλικές αλλά και νοµικές πράξεις, µε εξουσία αντιπροσώπευσης, την οποία µπορεί να έχει είτε από το νόµο, είτε από σύµβαση ή διάταξη τελευταίας βούλησης. Εξάλλου το ως άνω έγκληµα πραγµατώνεται υποκειµενικώς µε τη γνώση από το δράστη ότι το πράγµα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα αυτού κατά έννοια του Αστικού Κώδικα και τη θέληση αυτού να το ενσωµατώσει στην περιουσία του χωρίς νόµιµο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόµενος δόλος αρκεί. Η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και ορίσθηκε ότι ο κακουργηµατικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης προϋποθέτει ιδιαίτερα µεγάλη αξία του πράγµατος (η οποία πρέπει να προσδιορίζεται) και το πράγµα να είναι εµπιστευµένο στον υπαίτιο, µε τη συνδροµή µίας τουλάχιστον από τις αναφερόµενες (περιοριστικά πλέον) στη διάταξη περιπτώσεις κατάχρησης ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, [134]

135 δηλαδή λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή επιτρόπου ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως µεσυγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Οι περιπτώσεις δηλαδή κατάχρησης ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, αναφέρονται πλέον περιοριστικά, προστέθηκε όµως σ' αυτές και η περίπτωση που το αντικείµενο της υπεξαίρεσης είναι εµπιστευµένο σε εντολοδόχο. Η περίπτωση πάντως που το πράγµα ήταν εµπιστευµένο στον υπαίτιο, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, προβλεπόταν και πριν την τροποποίηση του νόµου, προβλέπεται δε και µετά. Εµπίστευση δε είναι η παράδοση του πράγµατος από τον κάτοχο σε άλλον, η οποία βασίζεται σε υποκειµενική ή από το νόµο θεσµοθετηµένη εµπιστοσύνη προς το πρόσωπο του αποκτώντος, προκειµένου αυτό να διαφυλαχθεί ή να χρησιµοποιηθεί κατά ορισµένο τρόπο ή να µεταβιβασθεί περαιτέρω προς το συµφέρον του κυρίου. Η ρύθµιση του Ν. 2408/1996, στο σηµείο που αξιώνει για τον κακουργηµατικό χαρακτήρα της υπεξαίρεσης, ιδιαίτερα, µεγάλη αξία του πράγµατος και αναφέρει περιοριστικά πλέον τις περιπτώσεις κατάχρησης σχέσης ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, είναι ευµενέστερη για τον κατηγορούµενο, αφού θεσπίζει πρόσθετο στοιχείο του κακουργηµατικού χαρακτήρα της πράξεως και εποµένως θα τύχει εφαρµογής, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ και στις περιπτώσεις τέλεσης της πράξης, προς της ισχύος του νόµου, δηλαδή πριν από τις Με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, τροποποιήθηκε το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως η τελευταία είχε αντικατασταθεί µε το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/196 και ορίσθηκε ότι, κακουργηµατική υπεξαίρεση υφίσταται, µε µόνη τη συνδροµή συνολικής αξίας του αντικειµένου της υπεξαίρεσης, µεγαλύτερης των ευρώ και ότι η περίπτωση αυτή (συνολική αξία µεγαλύτερη των ευρώ), επί κακουργηµατικής υπεξαίρεσης µε τη συνδροµή κατάχρησης ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, δηλαδή και όταν το πράγµα ήταν εµπιστευµένο στον υπαίτιο, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Οι ρυθµίσεις όµως αυτές είναι δυσµενέστερες για τον κατηγορούµενο και δεν µπορεί να τύχουν εφαρµογής επί των εγκληµάτων που φέρονται τελεσθέντα, προ της ισχύος του νόµου, δηλαδή την Σε περίπτωση δε υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε πριν την προαναφεροµένη έναρξη της ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά µε την αξία του πράγµατος 9αν είναι ιδιαίτερα µεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαµβάνεται υπόψη η αξία του αντικειµένου καθεµιάς µερικότερης πράξεως και όχι το άθροισµα του αντικειµένου όλων των επί µέρους πράξεων. Για την αξία του αντικειµένου της υπεξαίρεσης, που δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος, κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισµός της αξίας ενός αντικειµένου ως µεγάλης ή µικρής είναι ζήτηµα πραγµατικό. - Κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικώς, σύµπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειµενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συµµέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήµατος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση µε εκείνην του δόλου προς πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος. Η σύµπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης µπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγµατώνει µε την επί µέρους πράξη του την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή ότι η αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος πραγµατώνεται µε τις συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συµµετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επιµέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (ΟλΑΠ 50/1990). [135]

136 - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 Κ.Ποιν., ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει µε βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (µάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς, τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία υπάρχει όταν ο ικαστής αποδίδει στο νόµο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το ικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρµόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του αιτιολογικού µε το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως. ΠΚ: 45, 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2009 Υπεξαίρεση - Υπεξαίρεση αντικειµένων ιδιαίτερα µεγάλης αξίας Αριθµός απόφασης: 1125 Έτος: Κακουργηµατική υπεξαίρεση.χρόνος τελέσεως. όλος. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά το άρθρ. 375 παρ. 1 α ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόµως ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του µε οποιονδήποτε τρόπο τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών και αν το αντικείµενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας, µε φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος της υπεξαίρεσης, απαιτείται: α) Το υλικό αντικείµενο του εγκλήµατος, που είναι κινητό πράγµα, να είναι ολικά ή [136]

137 εν µέρει ξένο, µε την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση µε τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγµατος αποτελούν και τα χρήµατα, που εισπράττει κάποιος για λογαριασµό άλλου. β) η κατοχή του πράγµατος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει µε οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνοµη ιδιοποίηση του πράγµατος από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόµιµη αιτία. Υποκειµενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται µε οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εµφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωµατώσει το πράγµα, χωρίς νόµιµο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι, χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύµφωνα µε το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνοµη ιδιοποίηση του ξένου πράγµατος και ενσωµατώσεως του στην περιουσία του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της µε το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιµωρoύταν σε βαθµό κακουργήµατος, µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείµενο της υπεξαιρέσεως ήταν εµπιστευµένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του δράστη ως επιτρόπου ή κηδεµόνα του παθόντος ή ως µεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας. Μετά την αντικατάσταση της ίδιας παραγράφου από το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, στις , για τη θεµελίωση του εγκλήµατος της υπεξαιρέσεως σε βαθµό κακουργήµατος προσαπαιτείται αφενός το αντικείµενο αυτής να είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και αφετέρου να το έχουν εµπιστευθεί στον δράστη, λόγω ανάγκης ή λόγω µιας από τις περιοριστικώς αναφερόµενες ιδιότητες τούτου, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νοµικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, µε εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία µπορεί να έχει από το νόµο ή από σύµβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγµασι". Στην κακουργηµατική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, όπως είναι ο λογιστής και ταµίας µιας εταιρίας, πρέπει το ιδιοποιούµενο πράγµα, όπως είναι το χρήµα, να το έχουν εµπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του αυτής. Η νεότερη αυτή διάταξη που ορίζει για τον κακουργηµατικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως, ότι το αντικείµενο αυτής πρέπει να είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας και ότι στο πρόσωπο του δράστη πρέπει να υπάρχει µία από τις περιοριστικά αναφερόµενες ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούµενη, στο σηµείο αυτό, στην οποία η απαρίθµηση ήταν ενδεικτική. Έτσι η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρµοστέα και στις αξιόποινες πράξεις υπεξαιρέσεως, που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996. εν απαιτείται δε και η συνδροµή του στοιχείου της καταχρήσεως ιδιαίτερης εµπιστοσύνης, όπως αξίωνε η προϊσχύσασα διάταξη της παραγ. 2 του άρθρου 375, εκτός της περιπτώσεως του εντολοδόχου, ως προς τον οποίο η προϊσχύσασα διάταξη τυγχάνει ευµενέστερη. Για την αξία του αντικειµένου της υπεξαιρέσεως, που δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισµός της αξίας ενός αντικειµένου ως µεγάλης ή µικρής είναι ζήτηµα πραγµατικό. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε µετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 ( ), για την κρίση σχετικά µε την αξία του πράγµατος (αν είναι ιδιαίτερα µεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαµβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειµένου όλων των επί µέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε µε τις µερικότερες πράξεις στο αποτέλεσµα αυτό (άρθρ. 98 παρ. 2 του ΠΚ, που προστέθηκε µε το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Αν όµως οι µερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999, η [137]

138 κρίση για την αξία του αντικειµένου τους χωρεί µε βάση το αντικείµενο κάθε µιας µερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, διότι η νέα ως άνω µε το Ν. 2721/1999 ρύθµιση του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ είναι δυσµενέστερη. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του ικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά µέσα) που τα θεµελίωσαν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόµη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγµατικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και µε τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. - Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος και συνίσταται, σύµφωνα µε το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόµο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόµος στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αµέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγµα που δεν συµβαίνει στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, για την υποκειµενική θεµελίωση της ανωτέρω πράξεως, αρκεί και ενδεχόµενος δόλος. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση µεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηµατισµό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισµένα δεν σηµαίνει ότι το ικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίµησε τα άλλα. Απαιτείται µόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιµήθηκαν όλα και όχι µερικά από αυτά κατ επιλογή για το σχηµατισµό της δικανικής πεποιθήσεως. εν αποτελούν όµως λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλµένη εκτίµηση εγγράφων, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της µεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. - Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοιν, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγµατικότητα, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρµοσε. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής, που εµπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισµα της απόφασης, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήµατος, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να µην είναι [138]

139 εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση. ΠΚ: 17, 98, 375, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ηµοσίευση: INLAW 2010 Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ηµόσιο Αριθµός απόφασης: 1219 Έτος: Μη καταβολή χρεών στο ηµόσιο. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας. Εσφαλµένη εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 25 του N. 1882/1990 στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του ηµοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόµενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειµένου: α) Για ηµεδαπές ανώνυµες εταιρίες, στους προέδρους των.σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλµένους ή συµπράττοντες συµβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλµένο είτε άµεσα από το νόµο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή µη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των µελών των διοικητικών συµβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγµατι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Ενώ τέλος κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, για πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το ηµόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωµένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριµένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν µεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή µε οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή µη των νοµικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. - Έλλειψη της απαιτούµενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ' του ΚΠ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελίωσαν και οι νοµικοί συλλογισµοί, µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, συντρέχει όχι µόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρµόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εµφιλοχωρήσει στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. [139]

140 ΚΠ : 510 παρ.1 στοιχ., 510 παρ.1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25, ΑΝ: 2523/1997, άρθ. 23, ηµοσίευση: INLAW 2011 Φορολογικό Ποινικό - Μη καταβολή χρεών στο ηµόσιο Αριθµός απόφασης: 1209 Έτος: Μη καταβολή χρεών προς το δηµόσιο.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, οι προβλεπόµενες από την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου ποινές επιβάλλονται για ηµεδαπές ανώνυµες εταιρίες στους προέδρους των διοικητικών συµβουλίων, στους διευθύνοντες ή εντεταλµένους ή συµπράττοντες συµβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλµένο είτε άµεσα από τον νόµο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή µη και σύµφωνα µε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η ποινική δίωξη ασκείται για 1) τα χρέη που ήταν βεβαιωµένα κατά τον χρόνο αποκτήσεως της πιο πάνω ιδιότητας ή 2) βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριµένη ιδιότητα (ανεξάρτητα αν µεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή µε οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία καθώς και για 3) τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή µη των νοµικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στον χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠοιν ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση µε τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση µε βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιµηθεί όλα τα αποδεικτικά µέσα στο σύνολο τους και όχι ορισµένα µόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να µνηµονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και µνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισµένα αποδεικτικά µέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. ΚΠολ : 510 παρ. 1 στοιχ., Νόµοι: 1882/1990, άρθ. 25 ηµοσίευση: INLAW 2011 [140]

141 ιδότου 9-11, Αθήνα, τηλ , Fax: [141]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία εξ αµελείας Αριθµός απόφασης: 540 Έτος: 2009 - Ανθρωποκτονία από αµέλεια. Εσφαλµένη ερµηνεία ουσιαστικής

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-261 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ ιονυσοπούλου Αθανασία: Προγνωστικές αποφάσεις στο ποινικό δικονοµικό δίκαιο. Το παράδειγµα της προσωρινής κράτησης

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:   WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008 Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=wuniryoznykefu01l6 WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-192 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 524 Έτος: 2009 - Παραβίαση αγορανοµικών διατάξεων. Έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008

Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008 Αρείου Πάγου 1914/2008 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=rkka5b7u5asbqcxeh6 ZJh9qcqtFcGW&apof=1914_2008 Θέμα Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία,

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-180 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Ανακριβής δήλωση περιουσιακής κατάστασης Αριθµός απόφασης: 1468 Έτος: 2012 - Ανακριβής δήλωση περιουσιακής κατάστασης

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθµ. Βουλ. 1157/2007. Το ικαστικό Συµβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών.

ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθµ. Βουλ. 1157/2007. Το ικαστικό Συµβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών. ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Αριθµ. Βουλ. 1157/2007 Το ικαστικό Συµβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών. Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: 1. Παπαδακάκη Νικόλαο, Στρατιωτικό ικαστή Β,Προεδρεύοντα,επειδή κωλύεται ο Πρόεδρος

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-147 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 917 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αναιρείται

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009

Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009 Αρείου Πάγου 1486/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=e4vui42uxuc0qrscy NOD4SMH0L3OT8&apof=1486_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Εργατικού ατυχήματος αναγγελία.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485

Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485 Αρείου Πάγου: 310/1994 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ '1994 σελ. 485 Περίληψη: Έννοια µη συνειδητής αµέλειας και ιδιαίτερης νοµικής υποχρέωσης στα µη γνήσια εγκλήµατα παραλείψεως. Η ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση πρέπει

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313

Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313 Αρείου Πάγου: 108/2000 Πηγή: Ποιν. Χρονικά Ν/00, σελ. 313 Στοιχεία ανθρωποκτονίας εξ άνευ συνειδήσεως αµελείας. - Όταν η αµέλεια αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς απαιτείται η συνδροµή όχι µόνο των όρων του

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-201 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 433 Έτος: 2012 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Πώληση ακατάλληλων τροφίµων. Έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Απόφαση 4 / 2018 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 4/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009

Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  5PGYCYHPW792&apof=2073_2009 Αρείου Πάγου 2073/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=oedimqabuiyrjg586j 5PGYCYHPW792&apof=2073_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη:

Θέμα. Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου, Δόλος. Περίληψη: Αρείου Πάγου 1115/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=m287y5yfgbkax1e82y V81DT4DJWAZN&apof=1115_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου,

Διαβάστε περισσότερα

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας...

Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας... Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ. Έννοια. Στοιχεία. Υπόχρεος επί Α.Ε ο Διευθύνων Σύμβουλος (ΑΠ 404/2008). Πτώχευση εταιρίας. Συνέπεια στο αξιόποινο της πράξεως και δη

Διαβάστε περισσότερα

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου Η µη αναγραφή του άρθρου 15 ΠΚ επί του κλητηρίου θεσπίσµατος, σε περίπτωση ανθρωποκτονίας από αµέλεια µε παράλειψη από έχοντα ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση να παρεµποδίσει την επέλευση του αποτελέσµατος δράστη,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΟΘΟΝΗ ΕΚΤΥΠΩΣΗΣ Page 1 of 6 ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ Είδος: ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αριθµός: 420/81/56369 Έτος: 1997 ΦΕΚ: Β 539 19970702 Τέθηκε σε ισχύ: 02.07.1997 Αρµόδιος Ο

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-107 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Ανθρωποκτονία από πρόθεση Αριθµός απόφασης: 338 - Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Αναίρεση κατά βουλεύµατος.

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας. Αρείου Πάγου 1989/2008 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=8zxtk6eu6yi8bmz7rhpu TmH2f8qoFo&apof=1989_2008 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία,

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-155 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 819 Έτος: 2011 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: AL3mpqVnjW&apof=535_2009

Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  AL3mpqVnjW&apof=535_2009 Αρείου Πάγου 535/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=b5bbdofgrx70b2qvz0pg AL3mpqVnjW&apof=535_2009 Θέμα Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009

Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009 Αρείου Πάγου 2366/2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=taynm0n4ntrip5ibex NMJNC9NJD8R7&apof=2366_2009 Θέμα Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Ασφαλείας μέτρα. Περίληψη:

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Αριθμός 994/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ` Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Φράγκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Τακτικού

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010

Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010 Αρείου Πάγου 302/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=b8p6vd5el2sogqasl9 8SCXOBEZZ2A7&apof=302_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αρείου Πάγου 1431/2013 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή : http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=zu4rnue9dk1e6njtc4 H6XKLLNR8AWA&apof=1431_2013 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι.

Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι. Απόφαση 134 / 2012 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέµα Ναρκωτικά, Ανθρωποκτονία από αµέλεια, Σωµατική βλάβη από αµέλεια, Πρόσθετοι λόγοι. Περίληψη: Οδήγηση µεταφορικού µέσου υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών από την οποία

Διαβάστε περισσότερα

Published on TaxExperts (

Published on TaxExperts ( Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Ποινική ευθύνη νόμιμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ο οποίος προέβη σε αποδοχή εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτες συναλλαγές, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Η παραγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321

Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321 Άρειος Πάγος: 678/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΘ/99, σελ. 321 Στοιχεία ανθρωποκτονίας εξ άνευ συνειδήσεως αµελείας. -Όταν η αµέλεια αποτελεί σύνολο συµπεριφοράς απαιτείται η συνδροµή όχι µόνο των όρων του

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-44 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Εγκλήµατα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών Αριθµός απόφασης: 337 Έτος: 2010 - ιατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών.

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-55 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Μπέκας Γιάννης: Οικονοµικό έγκληµα και ποινική δικονοµία ηµοσίευση: Αρχείο Νοµολογίας, 2010, σελίδα 507 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ www.inlaw.gr Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-203 [- 2 -] Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 46 Έτος: 2010 - Τρόφιµα ακατάλληλα προς βρώση που διατέθηκαν σε καταναλωτή. Ειδική

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429

Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429 Αρείου Πάγου: 39/1996 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'/96, σελ. 1429 Περίληψη: Πότε στοιχειοθετείται µη γνήσιο έγκληµα παραλείψεως. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και πότε νοµίµου βάσεως. Ορθή και αιτιολογηµένη

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Αριθμός 1273 /2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Στυλιανό Μοσχολέα Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Γεώργιο Σαραντινό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-127 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 215 Έτος: 2011 - Παράβαση αγορανοµικών διατάξεων. Έλλειψη αιτιολογίας και έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 569/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-142 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 1911 Έτος: 2010 - Παρότρυνση ή παρενόχληση προσώπου ή οµάδας προσώπων να

Διαβάστε περισσότερα

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Προεδρεύων ο κ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αντιπρόεδρος Εισηγητής ο κ. Θ. ΛΑΦΑΖΑΝΟΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Τσιπινιάς, Ι. Αποστολίδης Επιταγή. Αθλητισμός. Ακυρότητα. Είναι άκυρη

Διαβάστε περισσότερα

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015 «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009

Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009 Αρείου Πάγου 1620/2009 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=oyeolneuzy4z1syoh 7S9UVMCZOXILN&apof=1620_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010

Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010 Αρείου Πάγου 1050/2010 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=03b020fgpabtq9mlla PZSWN19XHYD3&apof=1050_2010 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό,

Διαβάστε περισσότερα

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Αριθμός 1/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αγγελική

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: hgdbsqrhu6&apof=1037_2009

Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  hgdbsqrhu6&apof=1037_2009 Αρείου Πάγου 1037/2009 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=dkloqopj4fd5wza1zwlt hgdbsqrhu6&apof=1037_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις,

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α I. Προπαρασκευαστική Διαδικασία 1 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 3 2. Κλήση µάρτυρα - Αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως µάρτυρα (άρθρα 213 και 161 ΚΠΔ) 7 3. Γνωστοποίηση µαρτύρων στον κατηγορούµενο

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009

Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:   J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009 Αρείου Πάγου 1683/2009 (Α, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=bk9d2xmbiw19bsoj0a J2H5G1L1J07M&apof=1683_2009 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος Είναι μία ιατρική πράξη. Άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3418/2005 «ΚΩΔΙΚΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ»: «3. Στην έννοια της ιατρικής πράξης περιλαμβάνονται

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) PMUODPLRK17J&apof=444_2010

Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)  PMUODPLRK17J&apof=444_2010 Αρείου Πάγου 444/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=65d8dbye7ssfuz5p37 PMUODPLRK17J&apof=444_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GIPROZC37VE0L&apof=932_2013

Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  GIPROZC37VE0L&apof=932_2013 Αρείου Πάγου 932/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=nqey6wvs7fgsa6ma1 GIPROZC37VE0L&apof=932_2013 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Ε. Συμεωνίδου Καστανίδου Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ Συχνή η ενασχόληση των δικαστηρίων με την ποινική ευθύνη των γιατρών από αμέλεια, τόσο περισσότερο όσο η

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αρείου Πάγου 1680/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=xooymhz97g4qe64jr YHG19G756C374&apof=1680_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική 14 15 Μαρτίου 2014 Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη Υποκειμενικό Στοιχείο ΑΠ 45/2013: Από το συνδυασμό των διατάξεων 302 παρ.1 και 28 ΠΚ προκύπτει ότι απαιτείται:

Διαβάστε περισσότερα

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή.

εφημερίδα, δεν αποτελεί αναφορά του κατηγορουμένου προς την αρχή. ΑΠ 1643/1998 Περίληψη Κήρυξη της αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σε περίπτωση καταδίκης του από το δικαστήριο της ουσίας κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου για το έγκλημα

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008 Περίληψη: Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, κατά τα άρθρα 648 και 669 ΑΚ, και όταν η διάρκειά της δεν ορίσθηκε ρητά, πλην όμως από το

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 07-06-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3990/07-06-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 27-02-2015 Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/27-02-2015 Ταχ. /νση: ΚΗΦΙΣΙΑΣ 1-3 115 23 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210-6475600 FAX: 210-6475628 Α Π Ο Φ Α Σ Η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ @ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Αριθ. Πρωτ. Αριθ. Γνωμ. ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΑΕΑ/ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ/ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ' αριθμ. 391/2013 ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Τμήματος Ε' Συνεδρίαση τη ς 19ης Νοεμβρίου 2013 Σύνθεση: Πρόεδρος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 01/12/2014 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3928 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013

Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013 Αρείου Πάγου 990/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=mrtqgprnnqe653rv Z9M9YYZ93HVHYG&apof=990_2013 Θέμα Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια,

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη

Συγκροτήθηκε από τους ικαστές: ηµήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Χαράλαµπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη Απόφαση 172 / 2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέµα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόµου εφαρµογή και ερµηνεία, Ναρκωτικά. Περίληψη: Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ουσιών (ηρωίνης). Η αγορά και η κατοχή συντελείται και µε τη µεσολάβηση

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-136 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1670 - Περιορισµός καταψηφιστικού αιτήµατος σε αναγνωριστικό.

Διαβάστε περισσότερα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999 ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28

Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28 Αρείου Πάγου: 1578/1993 Πηγή: Ποιν.Χρ. Μ ' 1994, σ. 28 Περίληψη: Ο κατηγορούµενος, ο οποίος κατά την διενέργεια προανακρίσεως είχε προβεί σε δήλωση της κατοικίας ή διαµονής του θεωρείται κατά πλάσµα του

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ Είδος: ΝΟΜΟΣ Αριθµός: 3126 Έτος: 2003 ΦΕΚ: Α 66 20030319 Τέθηκε σε ισχύ: 19.03.2003 Ηµ.Υπογραφής: 18.03.2003 Τίτλος: Ποινική ευθύνη των Υπουργών. Ο

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: 4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010

Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010 Αρείου Πάγου 1005/2010 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=etkvyjdg64a5 4L2FSEJJZD9RK78RY0&apof=1005_2010 Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743

Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743 Αρείου Πάγου: 364/1995 Πηγή: Ποιν. Χρ. ΜΕ'/95 σελ. 743 Περίληψη: Έννοια εγκλήµατος δια παραλείψεως τελουµένου. Επιβάλλεται η έρευνα της ιδιαιτέρας νοµικής υποχρεώσεως. Πηγές αυτής. Πότε υφίσταται αιτιώδης

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αρβανιτάκης Πάρις: Η προβολή των πραγµατικών ισχυρισµών κατά τη διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Αριθµ. Απόφ.: 1768/2006 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές: 1. ΠΑΠΑ ΑΚΑΚΗ Νικόλαο, Στρατιωτικό

Διαβάστε περισσότερα

Published on TaxExperts (https://www.taxexperts.gr)

Published on TaxExperts (https://www.taxexperts.gr) Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής με αντιπρόσωπο, δράστης (αυτουργός) του εν λόγω εγκλήματος είναι ο αντιπρόσωπος, ενώ ο αντιπροσωπευόμενος τρίτος, για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΑΕΡΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ. Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές :

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΑΕΡΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ. Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές : Αριθ. Α όφ.: 25/2006 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΑΕΡΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές : 1. ΚΑΜΠΟΛΗ Οδυσσέα, Στρατιωτικό ικαστή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη

ΑΠ 1528/2005. Περίληψη ΑΠ 1528/2005 Περίληψη Κήρυξη αθωότητας του αναιρεσείοντος από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο για το έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία (: άρθρο 256 ΠΚ), για το οποίο κατ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του Νόμου

Διαβάστε περισσότερα

Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013

Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή:  GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013 Αρείου Πάγου 521/2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_display.asp?cd=w90cro39rkwqu3e6t GLYOM6ARBHFFB&apof=521_2013 Θέμα Σωματική βλάβη από αμέλεια, Εργατικό ατύχημα.

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών* ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η 18η έκδοση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην σειρά Κώδικες Τσέπης, κατέστη αναγκαία μετά τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν στο κείμενό του με τους νόμους 4509/2017 («Μέτρα θεραπείας

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος...

Άρειος Πάγος Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος... Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Αδίκημα φοροδιαφυγής στην φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος υποβάλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 02-06-2011 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3866/02-06-2011 Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος

Διαβάστε περισσότερα

Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική.

Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική. Απόφαση 1381 / 2009 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Θέμα Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Πλάνη νομική. Περίληψη: Δίχως δικαίωμα η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, με τη

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Απόφαση 1764 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1764/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου

Διαβάστε περισσότερα

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Απόφαση 263 / 2018 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθµός 263/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δηµήτριο Γεώργα,

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Eισαγωγή-Η έννοια της Ποινικής Δικονομίας... 1 2. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας... 3 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Οι πηγές της Ποινικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα Άρειος Πάγος 930/2013 Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 7 και 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966 περί κωδικοποιήσεως κ.λπ. της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ. ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων.

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων. Ειρήνη Τσιάντη, ικηγόρος. Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων. Εισαγωγή Έχει επανειληµµένως αποδειχτεί ότι η ποιότητα του οµηµένου Περιβάλλοντος καθρεπτίζει

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Αριθμ. Αποφ. 2198/06 ΑΣΚΗΘΗΚΕ ΕΦΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές: 1. ΓΟΓΟΛΟ Ζώη, Στρατιωτικό

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996 Περίληψη: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΟΛΟΣ ΕΡΓΟ ΟΤΗΣ - ΤΗΡΗΣΗ ΟΡΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ - ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΙ ΙΚΗ. Εκείνος που υπέστη ανικανότητα εξαιτίας εργατικού

Διαβάστε περισσότερα

Α του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Ε. κατά της υπ' αριθμ.

Α του ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Π. του Ε. κατά της υπ' αριθμ. ΑΠ 124/2011 Περίληψη Κήρυξη αθωότητας από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο για το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (: άρθρο 309 ΠΚ) σε περίπτωση όπου το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δέχτηκε αληθινή συρροή

Διαβάστε περισσότερα

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών Δικάσιμος: 01.10.2015 ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ (που αναπτύχθηκαν προφορικώς και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συνεδρίασης κατ άρθρ. 141 παρ. 2 ΚΠΔ) Των:

Διαβάστε περισσότερα

www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ]

www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-134 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Σώρευση αγωγών Αριθµός απόφασης: 448 - Σώρευση αγωγών στο ίδιο δικόγραφο. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-123 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου Αριθµός απόφασης: 945 - Αίτηση αναίρεσης

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015 Αθήνα, 10-11-2015 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/57-2/10-11-2015 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2015 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Αθήνα, 15-10-2014 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4686-1/15-10-2014 Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2014 Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε στην έδρα της την Τρίτη

Διαβάστε περισσότερα

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----

Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Αριθμός 1146/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----- Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή,

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996).

Άρειος Πάγος Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσ. πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996). Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Καταστάσεως (Πόθεν Έσχες) από πρόθεση (άρθρο 27 παρ. 3 του Ν. 2429/1996) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Άρειος Πάγος 611-2010

Διαβάστε περισσότερα

Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808

Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808 Άρειος Πάγος: 230/1998 Πηγή: Ποιν. Χρονικά ΜΗ/98, σελ. 808 Στοιχεία εξ αµελείας εµπρησµού. - Πότε υπάρχει αιτιολογία στην δικαστική απόφαση. - Αιτιολογηµένη καταδίκη για εµπρησµό εξ αµελείας του αναιρεσείοντος,

Διαβάστε περισσότερα

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ] www.inlaw.gr Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ] ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αίτηση αναίρεσης - Αοριστία λόγων αναίρεσης Αριθµός απόφασης: 387 Έτος: 2012 - Αοριστία λόγων αναίρεσης. Έλλειψη νόµιµη

Διαβάστε περισσότερα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017 Αθήνα, 28-03-2017 Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2619/28-03-2017 ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Α Π Ο Φ Α Σ Η 40/2017 (Τµήµα) Η Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τµήµατος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ Επιμέλεια: Μαρία Καρ. Μάρκου Δικηγόρος Αθηνών Απόσπασμα σημειώσεων 3ης Συνάντησης Ποινική δικονομία: σύνολο κανόνων δικαίου που καθορίζουν τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης και η διαδικασία που μέσω αυτής

Διαβάστε περισσότερα

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα 15ο Τριµελές Αποτελούµενο από τους: Νικόλαο Σοϊλεντάκη, Πρόεδρο Εφετών ιοικητικών ικαστηρίων, Αγάπη Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη και Αθανασία Ζερβάκου-Γκλίνου (Εισηγήτρια), Εφέτες

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 12-12-2013 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Αριθμός απόφασης: 148 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176

Διαβάστε περισσότερα