ΣτΕ 1412*/2016 [Ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

Σχετικά έγγραφα
ΣτΕ 672/2017 [Απόρριψη αιτήματος για αποχαρακτηρισμό ακινήτου ως Πολιτιστικού Κέντρου]

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 653/2017 [Ορθή πρωτόδικη απόφαση για άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 1331/2018 [Μη νόμιμη άρση απαλλοτρίωσης για επέκταση μουσείου]

ΣτΕ 569/2016 [Τεκμαιρόμενη άρνηση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

ΣτΕ 1806/2016 [Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 2600/2016 [Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

-5- ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ 170/2010

ΣτΕ 1452/2016 [Περιέλευση ακινήτου σε δήμο λόγω κοινοχρησίας]

ΣτΕ 2313/2016 [ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΠΡΟΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ]

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

ΣτΕ 150/2018 [Παράνομη απόρριψη αίτησης για έγκριση κατά παρέκκλιση χρήσης τουριστικού καταλύματος στο παραδοσιακό τμήμα του Ναυπλίου]

ΣΤΕ 2413/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΕΠΑΝΑΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΩΣ ΧΩΡΟΥ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΥ]

ΣτΕ 4089/2014 [Αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου]

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

Z.K. (m) -1- Αριθμός 4763/2014

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 129/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010)

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

προηγουμένων δεσμεύσεων του ακινήτου να υπολογίζεται υπέρ του τελευταίου ιδιοκτήτη (βλ. ΣΕ 2544/2005 επτ.). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω

ΣτΕ 2408/2018 [Απαράδεκτη αίτηση για την ακύρωση γνωμοδότησης ΣΥΠΟΘΑ για την τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ.

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

ΣτΕ 1727/2012 [Παράνομη ανοικοδόμηση άρτιου εντός σχεδίου ακινήτου στο Χαϊδάρι χωρίς πρόσωπο σε οδό]

ΣτΕ 1414/2016 [Υπόχρεος ειδικής αποζημίωσης για αυθαίρετο σε αναδασωτέα έκταση]

ΣτΕ 2054/2018 [Λόγω επιγενόμενης ταυτοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καταργείται η δίκη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξης εξαίρεσης από την κατεδάφιση]

ΣτΕ 1483/2015 [Εκθεση αυτοψίας λόγω αυθαίρετης αλλαγής χρήσης]

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΓΡΑΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Συνεδρίαση 15 η της Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α

ΣτΕ 4452/2010 [Αυτοδίκαιη ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ 273/2016 [Χαρακτηρισμός οδού από όργανα Ο.Τ.Α]

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΣτΕ 238/2018 [Παράνομη σημειακή τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

ΣτΕ 1305/2018 [Αναρμοδίως εκδοθείσα απόφαση για την ακύρωση πράξης αναγνώρισης τμήματος οδού προ του 1923]

ΣτΕ 927/2017 [Πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου]

ΣτΕ 647/2016 [Επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΣτΕ 632/2012 [Αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών επί τροποποίησης κανονιστικών όρων και περιορισμών δόμησης]

ΣτΕ 361/2016 [Δυσμενείς συνέπειες οριοθέτησης ρέματος σε καταλαμβανόμενη ιδιοκτησία]

ΣτΕ 1262/2018 [Νόμιμη διακοπή λειτουργίας μονάδας παρασκευής έτοιμου σκυροδέματος]

ΣτΕ 855/2016 [Διαδικασία Ανάκλησης και διόρθωσης απόφασης κύρωσης πράξης εφαρμογής]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Λάρισα

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΣτΕ 2754/2016 [Ειδική αποζημίωση διατήρησης αυθαιρέτου σε αναδασωτέα έκταση]

ΣτΕ 2323/2012 [Μη αόριστη προσφυγή κατά σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση]

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Λάρισα

ΣτΕ 1765/2017 [Ανάκληση οικοδομικής άδειας για λόγο δημοσίου συμφέροντος]

Περίληψη. Πρόεδρος: K. Μενουδάκος Εισηγητής: Ν. Ρόζος Δικηγόροι: Σπ. Φλογαΐτης, Αρ. Φρατζέσκου, Σπ. Βλαχόπουλος. Βασικές σκέψεις

ΣτΕ 701/2016 [Παράνομη άρνηση διόρθωσης απόφασης με την οποία κυρώθηκε πράξη εφαρμογής]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΗΜΑΘΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ

ΣτΕ 2935/2012 [Παράνομη σφράγιση και χαρακτηρισμός ως αυθαίρετης της χρήσης καταστήματος πώλησης στερεοφωνικών αυτοκινήτων στη Ν.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ.

ΣτΕ 417/2017 [Νόμιμη απόρριψη αιτήματος Δήμου για τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου]

ΣτΕ 3427/2017. του..., κατοίκου Αραχώβης, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Δέσποινα Μεταξά (Α.Μ.16728), που τη διόρισε στο ακροατήριο,

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2923/2016 [Ουσιώδης στέρηση χρήσης αγρού σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 3353/2004. του..., κατοίκου..., οδός..., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μητρόπουλο (Α.Μ ) που τον διόρισε με πληρεξούσιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 571/2012 [Μη νόμιμο το ΓΠΣ του οικισμού Νέων Στύρων Ευβοίας]

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΣτΕ 1138/2018 [Παράνομη η τρίτη αναστολή χορήγησης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του υγροτόπου της Ψάθας]

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2572/2018 [Απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμου αίτηση για την εν μέρει ακύρωση κυρωθέντος δασικού χάρτη]

ΣτΕ Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣΤΕ 2707/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΊΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ 'Η ΕΞΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣτΕ 1792/2009 Θέμα : [Κατασκευή σε κτίριο κατοικίας β υπογείου, μη προσμετρώμενου στον σ.δ. κατοικίας, για στάθμευση αυτοκινήτων]

ΣτΕ 2701/2012 [Παράνομη η βάσει αντισυνταγματικών διατάξεων ανάκληση οικοδομικής άδειας για την κατασκευή πολυκαταστήματος παιχνιδιών]

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

του Δήμου Μυκόνου Νομού Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Λάβδα (Α.Μ. 61 Δ.Σ. Σύρου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2302/2011. κατά του..., κατοίκου Βάρης Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη.

ΣτΕ 938/2016 [Νόμιμη επιβολή πολεοδομικών προστίμων]

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

Transcript:

ΣτΕ 1412*/2016 [Ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης] Περίληψη -Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος της αναιρεσιβλήτου για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με σκοπό την αποδέσμευση του ακινήτου της, την σχετική αρμοδιότητα είχε, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ανωτέρω ν. 2831/2000, ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας και όχι ο Δήμος, ενόψει δε τούτου δεν συντελέσθηκε σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την επίδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και δεν συνέτρεχαν, ως προς τον Δήμο, οι προϋποθέσεις παθητικής νομιμοποιήσεως, όπως εσφαλμένως έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη. Ο λόγος αυτός, που συναρτάται με διακρίβωση πραγματικού και προβάλλεται το πρώτον κατ αναίρεση, είναι απορριπτέος, διότι ο αναιρεσείων συνομολογεί την υποβολή της προ αυτόν αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου, από την αναιρεσιβαλλομένη και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα δεν προκύπτει η διαβίβαση ή μη της αιτήσεως αυτής ούτε η μη υποβολή αιτήσεως και στο αρμόδιο όργανο, όπως προεκτέθηκε δε, στην ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας δίκη παρέστησαν το Δημόσιο και ο αναιρεσείων Δήμος κατά τη συζήτηση της ασκηθείσας την 28.4.2000 προσφυγής, η οποία στρεφόταν και κατά του Δημοσίου χωρίς να προβάλουν ούτε ένσταση παθητικής νομιμοποιήσεως ούτε ισχυρισμό περί μη συντελέσεως παραλείψεως της Διοικήσεως να άρει την επίδικη απαλλοτρίωση λόγω της υποβολής της αιτήσεως σε αναρμόδιο όργανο. *Όμοια η ΣτΕ 1413/2016 Πρόεδρος: Αγγ. Θεοφιλοπούλου Εισηγητής: Ο. Παπαδοπούλου Βασικές σκέψεις 2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η αναίρεση της 272/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε το έτος 1958 σε τμήμα ακινήτου του, περιλαμβανομένου στα οικοδομικά τετράγωνα 29 και 24 του σχεδίου πόλεως του Δήμου Ιστιαίας Ευβοίας, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στη Διοίκηση για την διενέργεια των νομίμων. 3. Επειδή, ο Δήμος Ιστιαίας (ήδη Δήμος Ιστιαίας-Αιδηψού, σύμφωνα με το άρθρο 1 / 10

1 παρ. 2 περ. 12 υποπερ. Α.5 του ν. 3852/2010 [Α 87]), κατά του οποίου εστρέφετο η προσφυγή της αναιρεσιβλήτου και ο οποίος παρέστη στην ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου δίκη και έγινε δεκτός ως διάδικος από το δικαστήριο αυτό, νομιμοποιείται να ασκήσει την υπό κρίση αίτηση, ως ηττηθείς διάδικος (πρβλ. ΣτΕ 3933/2009, 1077/2003 επτ, 3663/1992, 2139/1986 Ολομ). Περαιτέρω, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. 4. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. στ του ν. 702/1977 (Α 268), όπως αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (Α 112) και στη συνέχεια με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 (Α 222), ορίσθηκε ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 21-12-2001 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου (Α 288), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (Α 30), αφενός μεν ορίσθηκε ότι αρμόδιο δικαστήριο για τις διαφορές που γεννώνται από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών, είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (ν. 2882/2001), δηλαδή το οικείο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, αφετέρου δε καταργήθηκε η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περιπτ. στ του ν. 702/1977 (όπως ίσχυε) περί υπαγωγής των διαφορών αυτών στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων. Εξ άλλου, η ισχύς του ανωτέρω άρθρου 1 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της ίδιας Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, από την 1.1.2002. Τέλος, στο άρθρο 11 του ν. 2882/2001 (Α 17) προβλέπονται οι περιπτώσεις υποχρεωτικής ανακλήσεως και αυτοδίκαιης άρσεως αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (παρ. 2 και 3), στην δε παράγραφο 4 ορίζεται ότι «Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2719/1999) πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Σύμφωνα δε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2882/2001, ο νόμος αυτός άρχισε να ισχύει από την 7.5.2001. Ενόψει των οριζομένων στις ανωτέρω διατάξεις και του χρόνου, κατά τον οποίο εκδηλώθηκε, κατά τα γενόμενα δεκτά από την αναιρεσιβαλλομένη, η 2 / 10

άρνηση της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση τμήματος του ακινήτου της αναιρεσιβλήτου, αρμοδίως εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Χαλκίδας, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο αυτό, η απόφαση δε του εν λόγω δικαστηρίου επί της σχετικής προσφυγής δεν υπέκειτο σε έφεση αλλά σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 423/2015, 4124/2013, 4842/2012, 1477/2012, 293/2012, 2955/2011 κ.ά.). 5. Επειδή, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 (Α 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 212/1975 (Α 252), προέβλεπε, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, εάν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση. Ειδικότερα, προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οι οποίες κηρύσσονται κατ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται εάν παρέλθει οκταετία. Με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 1337/1983 (Α 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1991 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2-4 του προαναφερθέντος ν. 2882/2001, «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία 3 / 10

που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2719/1999) πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Όπως, όμως, έχει κριθεί (βλ. ΣΕ 3908/2007 επτ. 4842/2012, 1477/2012 κ.ά.), εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης. Εξ άλλου, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, πάραυτα και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, να επιληφθεί προκειμένου να βεβαιώσει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του [π.χ. όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα, εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λπ.] και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται [π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή 4 / 10

φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.], τις πολεοδομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνεται προεχόντως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, καθώς και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις, και τέλος την πρόθεση και τη δυνατότητα για άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν (βλ. ΣΕ 903/2015, 653/2015, 4124/2013, 4842/2012, 3908/2007 επτ. κ.ά.). 6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 63 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97), ορίζονται τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους παράλειψη συντελείται, επίσης, με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης από την οποία συνάγεται εμμέσως η βούληση της Διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης έννομης σχέσης». Κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα δε, «Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: i. από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς, ή ii. σε κάθε άλλη περίπτωση, από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της. β) Για τους τρίτους: Β. Σε περίπτωση παράλειψης, από τη συντέλεσή της». Τέλος, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α 45), όπως η διάταξη αυτή 5 / 10

ίσχυε αρχικώς, δηλαδή πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3230/2004 (Α 44) και το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3242/2004 (Α 102), «Οι διοικητικές αρχές, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από τις σχετικές ειδικές διατάξεις, αλλιώς μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε πέντε (5) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία. Για υποθέσεις αρμοδιότητας περισσότερων υπηρεσιών, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται κατά δέκα (10), ακόμη, ημέρες». Η κατά την παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου υποχρέωση της αναρμόδιας υπηρεσίας, στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, να διαβιβάσει αυτήν στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο διατηρήθηκε και μετά την τροποποίηση της παραγράφου αυτής με τις προαναφερόμενες διατάξεις των νόμων 3230 και 3242/2004. 7. Επειδή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 2640/2013, 2955/2011), από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων η υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει μη συντελεσθείσα απαλλοτρίωση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος και οι χρονικές της προϋποθέσεις κρίνονται από το αρμόδιο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση κατ εκτίμηση των ιδιαίτερων συνθηκών, η υποβολή δε αιτήσεως στη Διοίκηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως συνεπάγεται την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 63 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί συντελέσεως της παραλείψεως οφειλόμενης ενέργειας, καθώς και των περί προθεσμίας διατάξεων του άρθρου 66 του ίδιου Κώδικα, μη εφαρμοζομένου επί των απαλλοτριώσεων αυτών του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ (ΣτΕ 2955/2011, πρβλ. ΣτΕ 2640/2013). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αίτηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως επιτρεπτώς υποβάλλεται όχι μόνον στον Υπουργό Χωροταξίας, Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων (ήδη Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), αλλά και σε κάθε όργανο της κρατικής διοικήσεως ή της τοπικής αυτοδιοικήσεως, στο οποίο έχουν ανατεθεί αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες σε θέματα εγκρίσεως και τροποποιήσεως πολεοδομικών σχεδίων ή έστω και γνωμοδοτικού χαρακτήρα αρμοδιότητα στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας. Εάν δε η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα δεν έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, αρμοδιότητα τροποποιήσεως του πολεοδομικού σχεδίου, όπως για παράδειγμα οι ο.τ.α. βάσει του άρθρου 29 του ανωτέρω ν. 2831/2000, με τις διατάξεις του οποίου η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται 6 / 10

στην κεντρική και την αποκεντρωμένη διοίκηση, οφείλει να διαβιβάσει τη υποβληθείσα αίτηση στο αρμόδιο όργανο. Με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως στην αναρμόδια αρχή δεν συντελείται σιωπηρή άρνηση της αρχής αυτής να άρει την απαλλοτρίωση, συντελείται, όμως, παράλειψη εκ μέρους της διαβιβάσεως της αιτήσεως στο αρμόδιο όργανο (ΣτΕ 1731/2012, 2955/2011, 158/2010, 4569/2009 επταμ.). 8. Επειδή, με το άρθρο 29 παρ. Δ περ. 1 (υποπερ. β ) του ν. 2831/2000 (Α 140) αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν. 2508/1997 (Α 124) ως ακολούθως: «Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης γίνεται με προεδρικό διάταγμα με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μετά από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος». Ακολούθησε η έκδοση του ν. 3044/2002 (Α 197), με το άρθρο 10 παρ. 1 του οποίου αντικαταστάθηκε στο σύνολό του το ανωτέρω άρθρο 29 του ν. 2831/2000 ως εξής: «Άσκηση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού 1. Με απόφαση του οικείου νομάρχη και την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις 2. Με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις 3. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις 4. 5. Κάθε διάταξη ως προς τις ως άνω αρμοδιότητες πολεοδομικών ρυθμίσεων που έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό καταργείται. Επίσης καταργείται κάθε διάταξη με την οποία μεταβιβάστηκαν αρμοδιότητες πολεοδομικών ρυθμίσεων στους νομάρχες και σε δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο. 6.». Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 3661-3663/2005 Ολομ), από τον ρητό ορισμό του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με τον οποίο η διαμόρφωση, η ανάπτυξη και η πολεοδόμηση των πόλεων και των οικιστικών περιοχών εν γένει υπάγονται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, συνάγεται ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός, δηλαδή η πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της Χώρας οποιουδήποτε μεγέθους κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τη λειτουργικότητα και την ανάπτυξή τους και να διασφαλίζει τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβιώσεως σε αυτούς, έχει ευρύτερες συνέπειες, οι οποίες δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλά εκτείνονται σε ολόκληρη την Επικράτεια, ενόψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Επομένως, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων, οποιασδήποτε κλίμακας, και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή 7 / 10

τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας, εξ άλλου, αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (π.χ. όροι δομήσεως και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (π.χ. έγκριση ή τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως), όσο και τις ατομικές πράξεις (π.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως), διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, συνδέει αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων. Οι αρμοδιότητες, όμως, εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, που μπορεί ομοίως να επιχειρείται, κατ αρχήν, με πράξη διάφορη του διατάγματος, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν εμπεριέχει γενικό πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά διενεργείται εντός του πλαισίου ευρύτερου σχεδιασμού, που έχει ήδη χωρήσει από τα προς τούτο αρμόδια, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, όργανα. Ειδικότερα, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως ή η αναθεώρηση πολεοδομικής μελέτης είναι, κατ αρχήν, όλως εντοπισμένη όταν με αυτή επέρχεται μικρής εκτάσεως μεταβολή και θίγεται ένα οικόπεδο ή μικρός αριθμός γειτονικών οικοπέδων, έστω και αν αυτά ευρίσκονται σε διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα. Πλην, και στην περίπτωση αυτή η τροποποίηση δεν θεωρείται όλως εντοπισμένη όταν, λόγω του χαρακτήρα της, συνιστά σημαντική πολεοδομική παρέμβαση για το συγκεκριμένο οικιστικό σύνολο. Συνεπώς, τέτοιας σημασίας και εκτάσεως επεμβάσεις στο σχέδιο πόλεως δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε άλλα όργανα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας και μόνο με προεδρικό διάταγμα είναι δυνατή η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης στην περίπτωση αυτή (ΣτΕ 392/2014). 9. Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλομένη, η αναιρεσίβλητος, φερόμενη ως ιδιοκτήτρια οικοπέδου στα οικοδομικά τετράγωνα 29 και 24 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Ιστιαίας, κατέθεσε στον εν λόγω Δήμο την 2310/30.4.2002 «αίτηση τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο εγκρίθηκε δια του από 30.11.1958 προεδρικού διατάγματος» και ζήτησε την κατάργηση της οδού Καραγκούνη, καθ ο μέρος ρυμοτομεί τμήμα του άνω οικοπέδου. Η αίτηση απορρίφθηκε με την 2310/2.7.2002 πράξη του Δημάρχου Ιστιαίας, με την αιτιολογία ότι το Δημοτικό Συμβούλιο είχε ήδη αποφανθεί υπέρ της διατηρήσεως του σχεδίου πόλεως. Ακολούθως, η αναιρεσίβλητος την 28.4.2004 κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία στρέφεται κατά του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και του Δήμου Ιστιαίας και κατά «της παραλείψεως αυτών όπως προβούν εις ανάκλησιν της δια του από 30.11.1958 [δ/τος] επελθούσης απαλλοτριώσεως» 8 / 10

του ακινήτου της, ισχυριζόμενη ότι η δέσμευση, επί 45 έτη, του ρυμοτομηθέντος από το διάταγμα αυτό οικοπέδου της για την διάνοιξη οδού, χωρίς συντέλεση της απαλλοτριώσεως, παραβιάζει το άρθρο 17 του Συντάγματος και τις διατάξεις περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο παρέστησαν το Δημόσιο, που εκπροσωπήθηκε από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, και ο αναιρεσείων Δήμος. Το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι «από την κήρυξη της ένδικης απαλλοτριώσεως στις 30.11.1958, μέχρι την απόρριψη της αιτήσεως της [αναιρεσιβλήτου] από τη Διοίκηση, η οποία εκδηλώθηκε το 2002, παρήλθε χρονικό διάστημα 44 περίπου ετών, ήτοι ανώτερο του ευλόγου χρονικού ορίου μέχρι του οποίου θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας της», για τον λόγο δε αυτό δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε «την παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε με το από 30.11.1958 π.δ. σε μέρος του [επίδικου οικοπέδου]» και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου «να άρει την απαλλοτρίωση, με τροποποίηση του προεδρικού διατάγματος που ρυμοτόμησε τμήμα του οικοπέδου της [αναιρεσιβλήτου]». 10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος της αναιρεσιβλήτου για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με σκοπό την αποδέσμευση του ακινήτου της, την σχετική αρμοδιότητα είχε, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ανωτέρω ν. 2831/2000, ο γενικός γραμματέας της περιφέρειας και όχι ο Δήμος, ενόψει δε τούτου δεν συντελέσθηκε σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την επίδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και δεν συνέτρεχαν, ως προς τον Δήμο, οι προϋποθέσεις παθητικής νομιμοποιήσεως, όπως εσφαλμένως έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη. Ο λόγος αυτός, που συναρτάται με διακρίβωση πραγματικού και προβάλλεται το πρώτον κατ αναίρεση, είναι απορριπτέος, διότι ο αναιρεσείων συνομολογεί την υποβολή της προς αυτόν αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου, από την αναιρεσιβαλλομένη και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα δεν προκύπτει η διαβίβαση ή μη της αιτήσεως αυτής ούτε η μη υποβολή αιτήσεως και στο αρμόδιο όργανο, όπως προεκτέθηκε δε, στην ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας δίκη παρέστησαν το Δημόσιο και ο αναιρεσείων Δήμος κατά τη συζήτηση της ασκηθείσας την 28.4.2000 προσφυγής, η οποία στρεφόταν και κατά του Δημοσίου, χωρίς να προβάλουν ούτε ένσταση παθητικής νομιμοποιήσεως ούτε ισχυρισμό περί μη συντελέσεως παραλείψεως της Διοικήσεως να άρει την επίδικη απαλλοτρίωση λόγω της υποβολής της αιτήσεως σε αναρμόδιο όργανο (βλ. σχετικώς το από 11.1.2006 υπόμνημα του Δημοσίου και το από 16.1.2006 υπόμνημα του αναιρεσείοντος Δήμου). 11. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της την μεταγενέστερη υπ αριθμό πρωτοκόλλου 7802/16.12.2002 αίτηση της αναιρεσιβλήτου, με την οποία ζήτησε την επιστροφή του φακέλου που είχε 9 / 10

Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) Νόμος και Φύση υποβληθεί με το αρχικό ως άνω αίτημα και η οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, «εξέφραζε με σαφήνεια τη βούληση [της αναιρεσιβλήτου] να προχωρήσει η πράξη αναλογισμού» με βάση τις ρυθμίσεις του διατάγματος του 1958. Ο ισχυρισμός περί υποβολής της ως άνω νεώτερης αιτήσεως από την οποία συνάγεται, κατά τον αναιρεσείοντα Δήμο, αποδοχή της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, ορθώς δεν ελήφθη υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο, εφόσον, καίτοι συναρτάται με πραγματικό, προβλήθηκε το πρώτον με τα υπομνήματα του Δημοσίου και του αναιρεσείοντος Δήμου που κατατέθηκαν την 16.1.2006, ήτοι μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία έλαβε χώρα την 11.1.2006, χωρίς μάλιστα να προβάλλεται ότι τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα είχαν προσαχθεί στο ως άνω δικαστήριο προαποδεικτικώς, όπως απαιτεί το άρθρο 150 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ανεξαρτήτως τούτου, ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν, πάντως, ουσιώδης διότι με τα εν λόγω υπομνήματα δεν προβλήθηκε ότι η νεώτερη αίτηση της αναιρεσιβλήτου περιείχε ρητή δήλωση παραιτήσεως από το αίτημα για άρση της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος. 12. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι μη νομίμως απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δήμου περί μη εφαρμογής επί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή των σχεδίων πόλεων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 2882/2001. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ναι μεν οι ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων δεν προβλέπουν αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους, όπως όμως εκτέθηκε στη σκέψη 5, και αυτές οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της, και η Διοίκηση υποχρεούται, επομένως, στην άρση τους (ΣτΕ 392/2014, 2247/2013). 13. Επειδή, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. 10 / 10