ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας και κοινής οργανώσεως Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, 6/76) αντιστοίχως,

Συνθήκης ΕΟΚ, Δικαστήριο, της 8ης. Στην υπόθεση 43/75, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 1986 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

της 18ηςΜαρτίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΗΣ του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2011/874/ΕΕ)

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1979 <appnote>*</appnote> Στην υπόθεση 34/79, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του «House of Lords» προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ Regina και Maurice Donald Henn και John Frederick Ernest Darby, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης, ενόψει εθνικών και συμβατικών διατάξεων που απαγορεύουν την εισαγωγή ειδών πορνογραφικού χαρακτήρα, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. O'Keeffe και Α. Touffait, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, P. Pescatore, Mackenzie Stuart και G. Bosco, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J.-P. Warner γραμματέας: Α. Van Houtte εκδίδει την ακόλουθη * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική. 784

REGINA KATA HENN KAI DARBY Απόφαση (το μέρος που περιέχει τα πραγματικά περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό 1 Με Διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 1979, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 1979, το House of Lords υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30, 36 και 234 της Συνθήκης. Τα εν λόγω ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των προσφευγόντων που κρίθηκαν ένοχοι, στις 14 Ιουλίου 1977, από το Crown Court του Ipswich ορισμένων παραβάσεων του νόμου. Μόνο μία από τις κατηγορίες που έγιναν δεκτές εναντίον των προσφευγόντων έχει σχέση με την υπό κρίση παραπομπή: κατηγορία κατά την οποία εν γνώσει παραβίασαν την απαγόρευση εισαγωγής ασέμνων ή αισχρών ειδών, αντιθέτως προς το τμήμα 42 του Customs Consolidation Act του 1876 και προς το τμήμα 304 του Customs and Excise Act του 1952. 2 Τα είδη που αποτέλεσαν το αντικείμενο της εν λόγω κατηγορίας κατά των προσφευγόντων αποτελούσαν μέρος ποσότητας ασέμνων κινηματογραφικών ταινιών και περιοδικών, τα οποία εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με φορτηγό αυτοκίνητο που αφίχθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1975 στο Felixstowe με οχηματαγωγό το οποίο κατέπλευσε από το Ρότερνταμ. Η κατηγορία αναφερόταν σε έξι κινηματογραφικές ταινίες και επτά περιοδικά, όλα καταγωγής Δανίας. 3 Οι προσφεύγοντες εφεσίβαλαν την καταδικαστική απόφαση ενώπιον του Court of Appeal of England and Wales. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις, με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1978. Στις 3 Νοεμβρίου 1978 το House of Lords επέτρεψε στους δύο εφεσείοντες να ασκήσουν προσφυγή. Στις 29 Ιανουαρίου 1979, το House of Lords, μετά από ακρόαση των εφεσειόντων, έκρινε ότι έπρεπε να υποβάλει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης, τα αναφερόμενα στη Διάταξη ερωτήματα. 4 Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται στο Ηνωμένο Βασίλειο καμιά ενιαία πολιτική δημοσίας ηθικής στο θέμα ασέμνων ή αισχρών ειδών. Ανέφεραν σχετικώς τις διαφορές που υφίστανται στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ των νόμων των διαφόρων συστατικών τμημάτων του εθνικού εδάφους. Υποστήριξαν, επιπλέον, ότι η ολική απαγόρευση εισαγωγής ασέμνων ή αισχρών ειδών έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή στην εισαγωγή αυστηρότερων κανόνων, από τις διατάξεις που έχουν εφαρμογή στο εσωτερικό πεδίο και συνιστά αυθαίρετη διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης. 785

5 Κατά την έκθεση των νομικών σημείων που συνοδεύουν τη Διάταξη περί παραπομπής, είναι αληθές ότι οι σχετικοί με το θέμα νόμοι των διαφόρων τμημάτων του εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι της Αγγλίας, της Ουαλίας, της Σκωτίας, της Βόρειας Ιρλανδίας και της νήσου του Μαν, διαφέρουν οι μεν από τους δε και ότι καθένας απ' αυτούς τους νόμους απορρέει από διαφορετικές πηγές. Ορισμένοι νόμοι πηγάζουν από το «common law», άλλοι δε νόμοι πηγάζουν από το γραπτό δίκαιο. 6 Κατά την ίδια έκθεση νομικών σημείων, οι διαφορετικοί νόμοι του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνωρίζουν και εφαρμόζουν δύο διαφορετικά κριτήρια που διακρίνονται το ένα από το άλλο. Το πρώτο, επισημαινόμενο ως «κριτήριο Α» στην έκθεση νομικών σημείων, αναφέρεται στους όρους «άσεμνο ή αισχρό» που συναντώνται στην τελωνειακή νομοθεσία και ορισμένες άλλες νομοθεσίες και που χρησιμοποιούνται επίσης για να επισημάνουν το περιεχόμενο του αγγλικού ποινικού αδικήματος «common law» της «προσβολής των χρηστών ηθών». Αυτοί οι όροι εκφράζουν, κατά την έκθεση των νομικών σημείων, ενιαία αντίληψη, αυτήν της προσβολής των κανόνων που γίνονται δεκτοί στον τομέα της κοσμιότητας, ο δε όρος «άσεμνος» βρίσκεται στο κατώτατο σημείο της κλίμακος, ενώ ο όρος «αισχρός» στο ανώτατο σημείο αυτής. 7 Το δεύτερο κριτήριο, επισημαινόμενο ως «κριτήριο Β» στην έκθεση νομικών στοιχείων, αναφέρεται στον όρο «άσεμνο» που χρησιμοποιείται μόνος, όπως στους «Obscene Publications Acts» του 1959 και του 1964 (που εφαρμόζονται μόνο στην Αγγλία και στην Ουαλία) για να περιγράψει το περιεχόμενο ορισμένων ποινικών αδικημάτων του «common law» στην Αγγλία και στην Ουαλία, στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία. Κατά την έκθεση νομικών σημείων, αυτός ο όρος επισημαίνει μικρότερη κατηγορία ειδών, δηλαδή τα είδη που τείνουν «να διαστρέψουν και να διαφθείρουν» τα πρόσωπα που εκτίθενται σ' αυτά τα είδη. 8 Οι «Obscene Publications Acts» του 1959 και 1964 διευκρινίζουν ορισμένα ποινικά αδικήματα, όσον αφορά τη δημοσίευση ασέμνων αντικειμένων, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής τους «τα άσεμνα αντικείμενα» κατά την έννοια του νόμου, των οποίων η δημοσίευση δικαιολογείται από λόγους επιστημονικού, φιλολογικού, καλλιτεχνικού ή εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος, ή από άλλους λόγους γενικού ενδιαφέροντος. 9 Η απλή κατοχή, για όχι εμπορικούς σκοπούς, ειδών επί των οποίων εφαρμόζεται είτε το κριτήριο Α είτε το κριτήριο Β, δεν αποτελεί σε κανένα μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου ποινικό αδίκημα. 10 Οι ουσιώδεις διατάξεις περί εισαγωγής πορνογραφικών ειδών είναι το τμήμα 42 του Customs Consolidation Act του 1876 και το τμήμα 304 του Customs and 786

REGINA KATA HENN KAI DARBY Excise Act του 1952. Εφαρμόζονται στο σύνολο του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνοπτικά, προβλέπουν ότι τα άσεμνα ή αισχρά είδη υπόκεινται σε δήμευση και σε καταστροφή κατά την άφιξή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι οποιοσδήποτε πειράται να εισαγάγει δολίως τέτοια είδη στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου καθίσταται ένοχος ποινικού αδικήματος. Το παράρτημα 7 του Customs and Excise Act του 1952 προβλέπει διαδικασία που επιτρέπει να υποβληθεί στην κρίση δικαστηρίου αν τα είδη υπόκεινται σε δήμευση. Επί του πρώτου ερωτήματος 11 Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται αν ο νόμος του κράτους μέλους, ο οποίος απαγορεύει την εισαγωγή πορνογραφικών ειδών σ' αυτό το κράτος, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. 12 Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι απαγορεύονται μεταξύ κρατών μελών «οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος». Είναι προφανές ότι αυτή η διάταξη αφορά και τις απαγορεύσεις εισαγωγής, καθόσον αποτελούν τη μεγίστη μορφή απαγορεύσεως. Η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 30 διατύπωση πρέπει, επομένως, να νοείται, για το λόγο αυτό, ως ισοδύναμη προς την έκφραση «απαγορεύσεις ή περιορισμοί εισαγωγής» που αναφέρεται στο άρθρο 36. 13 Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι, συνεπώς, ότι ένας νόμος, όπως ο προκείμενος, συνιστά ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος Το δεύτερο και τρίτο ερώτημα έχουν ως εξής: 2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει η πρώτη φράση του άρθρου 36 να γίνει αντιληπτή κατά την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί νομίμως να απαγορεύει την εισαγωγή, προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, εμπορευμάτων που εμφανίζουν άσεμνο ή αισχρό χαρακτήρα κατά την έννοια της εσωτερικής του νομοθεσίας; 3. Ειδικώτερα: (ι) Μπορεί το κράτος μέλος να διατηρήσει τέτοιες απαγορεύσεις προς το σκοπό προλήψεως, αποφυγής ή μειώσεως του κινδύνου παραβιάσεως του εσωτε- 787

ρικού δικαίου όλων των τμημάτων που απαρτίζουν το τελωνειακό του έδαφος; (ιι) Μπορεί το κράτος μέλος να διατηρήσει αυτές τις απαγορεύσεις, αναφερόμενο στις υπερισχύουσες αντιλήψεις επί του εθνικού πεδίου και στα ίδια χαρακτηριστικά αυτού, όπως αποκαλύπτονται από την εσωτερική νομοθεσία των τμημάτων που απαρτίζουν το τελωνειακό έδαφος αυτού του κράτους, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας που επιβάλλει τις εν λόγω απαγορεύσεις, παρά τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των εν λόγω τμημάτων που απαρτίζουν το τελωνειακό του έδαφος; Πρέπει να εξεταστούν τα ερωτήματα αυτά συγχρόνως. 15 Κατά το άρθρο 36 της Συνθήκης, οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις εισαγωγών που δικαιολογούνται, μεταξύ άλλων, «από λόγους δημοσίας ηθικής». Εναπόκειται κατ' αρχήν σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει τις απαιτήσεις της δημοσίας ηθικής στο έδαφός του, κατά τη δική του κλίμακα αξιών, υπό τη μορφή που επέλεξε. Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι εφαρμοζόμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο νομοθετικές διατάξεις, όσον αφορά την εισαγωγή αντικειμένων που εμφανίζουν άσεμνο ή αισχρό χαρακτήρα, αφορούν την ευχέρεια που έχει αφεθεί στα κράτη μέλη με την πρώτη φράση του άρθρου 36. 16 Κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να επιβάλλει απαγορεύσεις εισαγωγής που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής για το σύνολο του εθνικού του εδάφους, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 227 της Συνθήκης, οποιαδήποτε κι αν είναι η συνταγματική του διάρθρωση και η κατανομή των νομοθετικών αρμοδιοτήτων όσον αφορά το εν λόγω θέμα. Το γεγονός ότι υφίστανται ορισμένες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών που ισχύουν στα διάφορα συστατικά τμήματα ενός κράτους μέλους δεν εμποδίζει, συνεπώς, το εν λόγω κράτος να εφαρμόζει ενιαία αντίληψη όσον αφορά τις απαγορεύσεις εισαγωγής που εφαρμόζονται από λόγους δημοσίας ηθικής στο εμπόριο με τα άλλα κράτη μέλη. 17 Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι στην πρώτη φράση του άρθρου 36 πρέπει, επομένως, να αποδοθεί η έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί κατ' αρχήν νομίμως να απαγορεύει την εισαγωγή, από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, αντικειμένων που εμφανίζουν άσεμνο ή αι- 788

REGINA KATA HENN KAI DARBY σχρό χαρακτήρα κατά την έννοια της εσωτερικής του νομοθεσίας. Μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να εφαρμοσθεί νομίμως στο σύνολο του εθνικού του εδάφους ακόμα κι αν υφίστανται, επί του θέματος, διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών που ισχύουν στα διάφορα συστατικά τμήματα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Επί του τετάρτου, πέμπτου και έκτου ερωτήματος 18 Το τέταρτο, πέμπτο και έκτο ερώτημα έχουν ως εξής: 4. Όταν μία απαγόρευση, πλήττουσα την εισαγωγή εμπορευμάτων, μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας ηθικής ή δημοσίας τάξεως και επιβάλλεται προς το σκοπό αυτό, μπορεί, εντούτοις, αυτή η απαγόρευση να συνιστά μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο, αντίθετο προς το άρθρο 36; 5. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, το γεγονός ότι η απαγόρευση εισαγωγής αυτών των εμπορευμάτων έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την απαγόρευση, την οποία προβλέπει το ποινικό δίκαιο, κατοχής και δημοσιεύσεως αυτών των εμπορευμάτων στο εσωτερικό του κράτους μέλους, ή σε οποιοδήποτε τμήμα αυτού, συνιστά άραγε αναγκαστικά μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, ικανό να βρεθεί σε σύγκρουση με τη διάταξη της δεύτερης φράσης του άρθρου 36; 6. Αν αληθεύει ότι, αντιθέτως προς την απαγόρευση που αφορά την κατοχή και τη δημοσίευση, η επιβαλλόμενη επί των εισαγωγών απαγόρευση, ανήκουσα στην αρμοδιότητα της διοικήσεως, μπορεί να εφαρμόζεται από τους υπαλλήλους των τελωνείων που είναι υπεύθυνοι για τον τελωνειακό έλεγχο, στα σημεία διελεύσεως των συνόρων, μπορεί αυτό το γεγονός να έχει οποιαδήποτε επίπτωση επί της απαντήσεως που πρέπει να δοθεί στο πέμπτο ερώτημα; 19 Μ αυτά τα ερωτήματα, το House of Lords λαμβάνει υπόψη επιχειρηματολογία των προσφευγόντων, οι οποίοι επικαλούνται ορισμένες διαφορές μεταξύ, αφενός, της απαγορεύσεως εισαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, που είναι απόλυτη και, αφετέρου, των νομοθεσιών που ισχύουν στα διάφορα συστατικά τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, που φαίνονται λιγότερο αυστηρές, κατά την έννοια ότι η απλή κατοχή ασέμνων αντικειμένων, όχι για εμπορικούς σκοπούς, δεν συνιστά σε κανένα μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου ποινικό αδίκημα και ότι η διάθεση στο εμπόριο των ιδίων αντικειμένων, αν γενικά απαγορεύεται, περιλαμβάνει ωστόσο εξαιρέσεις, ιδίως τις εξαιρέσεις υπέρ των αντικειμένων που εμφανίζουν επιστημονικό, φιλολογικό, καλλιτεχνικό ή εκπαιδευτικό ενδια- 789

φέρον. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των διαφορών, τέθηκε το ζήτημα αν η δεύτερη φράση του άρθρου 36 έχει εφαρμογή επί της απαγορεύσεως εισαγωγής. 20 Κατά τη δεύτερη φράση του άρθρου 36, οι απαγορεύσεις εισαγωγής που αναφέρονται στην πρώτη φράση δεν πρέπει να «αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». 21 Για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία αυτής της διατάξεως, που έχει ως σκοπό να εμποδίζει τους περιορισμούς στο εμπόριο, οι οποίοι στηρίζονται στους αναφερόμενους στην πρώτη φράση του άρθρου 36 λόγους, να παρεκκλίνουν από το σκοπό τους και να χρησιμοποιούνται προς θέσπιση διακρίσεων έναντι εμπορευμάτων καταγωγής άλλων κρατών μελών, ή προς έμμεση προστασία ορισμένων εθνικών παραγωγών. Αυτή δεν είναι η έκταση της απαγορεύσεως εισαγωγής αντικειμένων που εμφανίζουν άσεμνο ή αισχρό χαρακτήρα, όπως η ισχύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πράγματι, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι διαφορές των εφαρμοστέων σχετικώς κανόνων στα διάφορα συστατικά τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και παρά ορισμένες εξαιρέσεις περιορισμένης εκτάσεως που περιλαμβάνουν, αυτές οι νομοθεσίες έχουν στο σύνολό τους ως σκοπό να απαγορεύσουν ή, τουλάχιστον, να μειώσουν την παραγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο δημοσιεύσεων ή αντικειμένων άσεμνου ή αισχρού χαρακτήρα. Υπ' αυτές τις συνθήκες, επιτρέπεται να θεωρηθεί με γενική εκτίμηση ότι δεν υφίσταται θεμιτό εμπόριο τέτοιων εμπορευμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το γεγονός ότι η απαγόρευση εισαγωγής μπορεί, από ορισμένες απόψεις, να είναι αυστηρότερη από ορισμένες από τις νομοθεσίες, που έχουν εφαρμογή στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως μέτρο που έχει ως προορισμό την έμμεση προστασία οποιασδήποτε εθνικής παραγωγής ούτε ότι αποβλέπει στη δημιουργία αυθαιρέτων διακρίσεων μεταξύ των εμπορευμάτων αυτής της ειδικής φύσεως, ανάλογα με το αν παράγονται στο εθνικό έδαφος ή σε άλλο κράτος μέλος. 22 Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο τέταρτο ερώτημα η απάντηση ότι όταν μια απαγόρευση που πλήττει την εισαγωγή εμπορευμάτων μπορεί να δικαιολογείται από λόγους δημοσίας ηθικής και επιβάλλεται προς το σκοπό αυτό, η εφαρμογή αυτής της απαγορεύσεως δεν μπορεί, όταν δεν υφίσταται θεμιτό εμπόριο των ίδιων εμπορευμάτων στο εσωτερικό του κράτους μέλους για το οποίο πρόκειται, να αποτελέσει μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο, αντίθετο προς το άρθρο 36. 23 Υπ' αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα. 790

REGINA KATA HENN KAI DARBY Επί του εβδόμου ερωτήματος 24 Με το έβδομο ερώτημα ερωτάται αν, ανεξαρτήτως των προαναφερθέντων ερωτημάτων, ένα κράτος μέλος μπορεί νομίμως να απαγορεύει την εισαγωγή αυτών των εμπορευμάτων από άλλο κράτος μέλος, αναφερόμενο στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση της Γενεύης του 1923 περί καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου ασέμνων δημοσιεύσεων και της διεθνούς ταχυδρομικής συμβάσεως (που ανανεώθηκε στη Λωζάννη το 1974 και τέθηκε σε ισχύ υπ' αυτή τη μορφή την 1η Ιανουαρίου 1976), ενόψει των διατάξεων του άρθρου 234 της Συνθήκης. 25 Κατά το άρθρο 234, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που συνήφθησαν προ της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης, μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου, δεν θίγονται από τις διατάξεις της Συνθήκης. Εντούτοις, στο μέτρο που αυτές οι συμβάσεις δεν συμβιβάζονται με τη Συνθήκη, το οικείο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να ανατρέξει σε όλα τα κατάλληλα μέσα για να εξαφανίσει το διαπιστωθέν ασυμβίβαστο. 26 Όπως φαίνεται από την προσέγγιση των συμβατικών διατάξεων στις οποίες αναφέρθηκε το House of Lords και των προεκτεθεισών σκέψεων, η εκτέλεση των εν λόγω διεθνών συμβάσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι ικανή να δημιουργήσει σύγκρουση με τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρέσεως που επιτρέπει το άρθρο 36, όσον αφορά ενδεχόμενες απαγορεύσεις εισαγωγής θεσπιζόμενες για λόγους δημοσίας ηθικής. 27 Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο έβδομο ερώτημα η απάντηση ότι, στο μέτρο που ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τη σχετική με τη δημοσία ηθική επιφύλαξη, που αναφέρεται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι διατάξεις του άρθρου 234 της ίδιας Συνθήκης δεν παρεμβάλλουν εμπόδια στην εκτέλεση, από το εν λόγω κράτος, των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση της Γενεύης του 1923 περί καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου ασέμνων δημοσιεύσεων (που ανανεώθηκε στη Λωζάννη το 1974 και τέθηκε σε ισχύ υπ' αυτή τη μορφή την 1η Ιανουαρίου 1976). Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 1979, το House of Lords, αποφαίνεται: 791

1) Ο νόμος κράτους μέλους που απαγορεύει οποιαδήποτε εισαγωγή πορνογραφικών ειδών σ' αυτό το κράτος συνιστά ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. 2) Στην πρώτη φράση του άρθρου 36 πρέπει, επομένως, να αποδοθεί η έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί κατ' αρχήν νομίμως να απαγορεύει την εισαγωγή, από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, αντικειμένων που εμφανίζουν άσεμνο ή αισχρό χαρακτήρα κατά την έννοια της εσωτερικής του νομοθεσίας. Μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να εφαρμοσθεί νομίμως στο σύνολο του εθνικού του εδάφους ακόμα κι αν υφίστανται, επί του θέματος, διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών που ισχύουν στα διάφορα συστατικά τμήματα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. 3) Όταν μια απαγόρευση που πλήττει την εισαγωγή εμπορευμάτων μπορεί να δικαιολογείται από λόγους δημοσίας ηθικής και επιβάλλεται προς το σκοπό αυτό, η εφαρμογή αυτής της απαγορεύσεως δεν μπορεί, όταν δεν υφίσταται θεμιτό εμπόριο των ίδιων εμπορευμάτων στο εσωτερικό του κράτους μέλους για το οποίο πρόκειται, να αποτελέσει μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο, αντίθετο προς το άρθρο 36. 4) Στο μέτρο που ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τη σχετική με τη δημοσία ηθική επιφύλαξη, που αναφέρεται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι διατάξεις του άρθρου 234 της ίδιας Συνθήκης δεν παρεμβάλλουν εμπόδια στην εκτέλεση, από το εν λόγω κράτος, των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση της Γενεύης του 1923 περί καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου ασέμνων δημοσιεύσεων (που ανανεώθηκε στη Λωζάννη το 1974 και τέθηκε σε ισχύ υπ' αυτή τη μορφή την 1η Ιανουαρίου 1976). Kutscher O'Keeffe Touffait Mertens de Wilmars Pescatore Mackenzie Stuart Bosco Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 1979. Ο Γραμματέας Α. Van Houtte Ο Πρόεδρος Η. Kutscher 792