ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 1991 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 31ης Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Ιουνίου 1990 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

της 18ης Μαΐου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουλίου 1989 * που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Ιανουαρίου 2000 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Ιουλίου 2002 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 *

Transcript:

RICHARDT KAI «LES ACCESSOIRES SCIENTIFIQUES» ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 1991 * Στην υπόθεση C-367/89, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation du Luxembourg προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά Aimé Richardt, «Les Accessoirs Scientifiques» SNC, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την κοινοτική διαμετακόμιση, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Τ. F. O'Higgins, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: το Υπουργείο Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο Διευθυντής Τελωνείων, εκπροσωπούμενοι από τον Alphonse Berns, διεθυντή διεθνών οικονομικών υποθέσεων και συνεργασίας, επικουρούμενο από τον Pierre Bermes, δικηγόρο Λουξεμβούργου, ο Α. Richardt, SNC Les Accessoirs Scientifiques, εκπροσωπούμενος από τον Ernest Arendt, δικηγόρο Λουξεμβούργου, και τη Mireille Abensour-Gibert, δικηγόρο Παρισιού, * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική. Ι - 4645

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 10. 1991 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-367/89 η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Géraud de Bergues, αναπληρωτή γραμματέα στη διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του ίδιου αυτού Υπουργείου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, του Treasury Solicitor's, η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Speltincx, διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες, η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Jörn Sack, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Hervé Lehman, γάλλο υπάλληλο που τέθηκε στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής βάσει του καθεστώτος ανταλλαγών με υπαλλήλους των εθνικών διοικήσεων, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Υπουργού Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Διευθυντή Τελωνείων, του Α. Richardt, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τον Derrick Wyatt, barrister, και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1991, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 1991, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Δεκεμβρίου 1989, το Cour de cassation du Luxembourg υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/003, σ. 3 ), προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει το Ι - 4646

RICHARDT KAI «LES ACCESSOIRES SCIENTIFIQUES» συμβιβαστό προς το κοινοτικό δίκαιο των περιορισμών που η κανονιστική λουξεμβουργιανή ρύθμιση επιβάλλει ως προς τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων στρατηγικής φύσεως. 2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά του Aimé Richardt και τεσσάρων άλλων προσώπων, κατόπιν μηνύσεως του Υπουργού Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Διευθυντή Τελωνείων, για απόπειρα παράνομης διαμετακομίσεως εμπορευμάτων κατά παράβαση του από 17 Αυγούστου 1963 κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου, ο οποίος εξαρτά τη διαμετακόμιση ορισμένων εμπορευμάτων από τη λήψη αδείας ( Memorial Α, αριθ. 47, της 17ης Αυγούστου 1963, σ. 764). Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού αυτού επιβάλλουν την προσκόμιση αδείας για τη διαμετακόμιση των εμπορευμάτων του πίνακα Ι που επισυνάπτεται σ' αυτόν, τα οποία προέρχονται, μεταξύ άλλων χωρών, από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ή από τη Γαλλική Δημοκρατία και δηλώνονται ως εμπορεύματα υπό διαμετακόμιση με προορισμό ιδίως τη Σοβιετική Ένωση. 3 Ο Richardt, πρόεδρος-γενικός διευθυντής της εταιρίας «Les Accessoires Scientifiques» ( στο εξής: LAS ), με έδρα τη Γαλλία, ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στον σοβιετικό εμπορικό οργανισμό, αποκαλούμενο Technoprominport με έδρα τη Μόσχα, μια μονάδα παραγωγής κυκλωμάτων μνήμης φυσαλίδων περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, μια μηχανή επεξεργασίας Veeco Microetch δέκα ιντσών η οποία, εισαχθείσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Γαλλία, τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας. 4 Ο Richardt συμπλήρωσε στη Γαλλία τις αναγκαίες διατυπώσεις για την εξαγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων αεροπορικώς με προορισμό τη Μόσχα. Επειδή δεν κατέστη δυνατό να φορτωθούν τα εμπορεύματα αυτά στο αεροπλάνο που προβλεπόταν προς στον σκοπό αυτό στο Roissy, λόγω ματαιώσεως μιας πτήσεως της αεροπορικής εταιρίας Aeroflot, με πρωτοβουλία της εταιρίας Air France μεταφέρθηκαν με φορτηγό αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου και προσκομίστηκαν, υπό καθεστώς διαμετακομίσεως, στο Τελωνείο του Λουξεμβούργου εν όψει της εξόδου τους από το έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου με προορισμό τη Μόσχα. Τα εμπορεύματα συνοδεύονταν, εκ λάθους όπως φαίνεται, αλλά χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί ούτε από τις γαλλικές αρχές ούτε από τις αρχές του Λουξεμβούργου, από το παραστατικό Τ1 που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77 για τα εμπορεύματα τα οποία δεν τελούν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας. 5 Μετά τον τελωνειακό έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στο αεροδρόμιο του Λουξεμβούργου κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων εμπορευμάτων, η μηχανή επεξεργασίας Ι - 4647

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 10. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-367/89 η οποία, κατά τις αρχές του Λουξεμβούργου, συνοδευόταν από ανακριβείς διασαφήσεις προκειμένου να αποκρυβεί η στρατηγική φύση της και να επιτραπεί η διαμετακόμιση της προς την ΕΣΣΔ κατά παράβαση της κανονιστικής ρυθμίσεως του Λουξεμβούργου η οποία, σ' αυτές τις περιπτώσεις, επιβάλλει ειδική άδεια διαμετακομίσεως. Επίσης, ο Richardt και τέσσερα άλλα πρόσωπα κατηγορήθηκαν για απόπειρα παράνομης διαμετακομίσεως εμπορευμάτων για τα οποία απαιτείται άδεια. 6 Το tribunal correctionnel, κρίνοντας σε πρώτο βαθμό, απάλλαξε τον Richardt και τους συγκατηγορουμένους του, αλλά διέταξε την κατάσχεση της μηχανής επεξεργασίας. 7 Κατόπιν εφέσεως της LAS και του Richardt κατά του τμήματος του διατακτικού με το οποίο διατάχθηκε η κατάσχεση της μηχανής επεξεργασίας, το Cour ď appel του Λουξεμβούργου έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος κατασχέσεως της μηχανής αυτής, διότι το αντίτυπο του παραστατικού ΤΙ που τη συνόδευε έπρεπε να θεωρηθεί ως έγκυρο πιστοποιητικό αδείας διαμετακομίσεως που εκδόθηκε από τη Γαλλία και απάλλασσε τον ενδιαφερόμενο από την προσκόμιση αδείας εκδοθείσας από τις αρχές του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου. Κατά το Cour d' appel, υπό τις συνθήκες αυτές, η διαμετακόμιση ήταν σύννομη. 8 Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν, ο Υπουργός Οικονομικών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και ο Διευθυντής Τελωνείων προέβαλαν ότι με την απόφαση του το Cour ď appel απέδωσε στο παραστατικό ΤΙ πολύ γενικό περιεχόμενο και υποστήριξαν, κατ' ουσίαν, ότι το άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77 αφορούσε μόνον τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζονται ως συνήθη, ενώ η διαμετακόμιση των εμπορευμάτων στρατηγικής φύσεως μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο, μεταξύ άλλων μέτρων, αδείας που να δικαιολογείται από επιταγές εξωτερικής ασφαλείας. 9 Θεωρώντας ότι για την επίλυση της διαφοράς επιβαλλόταν η ερμηνεία του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77, το Cour de cassation du Luxembourg, με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Έχει ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 222/77 την έννοια ότι το παραστατικό ΤΙ που προβλέπει πρέπει υποχρεωτικώς και χωρίς περιορισμό να αναγνωρίζεται ως άδεια διαμετακομίσεως έγκυρη στο έδαφος κάθε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινο Ι - 4648

RICHARDT KAI «LES ACCESSOIRES SCIENTIFIQUES» τητας, ανεξαρτήτως της (ρύσεως του μεταφερομένου εμπορεύματος, ακόμα και αν είναι επικίνδυνο για την εξωτερική ασφάλεια του κράτους ή, αντίθετα, ότι παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να αρνηθεί να θεωρήσει ότι το παραστατικό Τ1 επέχει θέση αδείας διαμετακομίσεως, όταν η εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού θεωρεί το μεταφερόμενο εμπόρευμα ως υλικό στρατηγικής φύσεως και, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, προβλέπει τη χορήγηση ειδικής αδείας για τη διαμετακόμιση του από το έδαφός του;» 10 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι εμπλεκόμενες κοινοτικές και εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 1 1 Πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι, κατά τον χρόνο της κατασχέσεως, το επίμαχο εμπόρευμα δεν είχε εισαχθεί στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, αλλά βρισκόταν σ' αυτό αποκλειστικά με σκοπό τη μεταφορά του προς τρίτη χώρα, δηλαδή υπό διαμετακόμιση. Στην παρούσα υπόθεση, ο ρόλος του τελωνείου του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αντιστοιχούσε, επομένως, με ρόλο ενός «τελωνείου διευλεύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 11, στοιχείο δ, δεύτερη περίπτωση, του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77. Από αυτό προκύπτει ότι η σχεδιαζόμενη εξαγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματοποιηθείσα όχι από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αλλά από το κράτος μέλος της αρχικής αναχωρήσεως, δηλαδή τη Γαλλική Δημοκρατία όπου, εξάλλου, οι διατυπώσεις εξαγωγής φαίνεται ότι είχαν συμπληρωθεί, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2102/77 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1977, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού εντύπου διασαφήσεως για τις εξαγωγές ( ΕΕ L 246, σ. 1 ). Κατά συνέπεια, ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 2603/69 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1969, περί θεσπίσεως κοινού καθεστώτος εξαγωγών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 101 ), όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1934/82 ( ΕΕ L 211, σ. 1 ), δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και οι μόνες σχετικές διατάξεις περιλαμβάνονται στον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77 ο οποίος, εξάλλου, αποτελεί αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος. 12 Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο του Βελγίου και η Επιτροπή θεωρούν ότι ο κανονισμός 222/77 δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να Ι-4649

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 10. 1991 ΥΠΟΘΕΣΗ C-367/89 απαιτεί, εκτός από το έγγραφο διαμετακομίσεως που συνοδεύει το εμπόρευμα, ειδική άδεια όταν η άδεια αυτή, δικαιολογούμενη από λόγους εξωτερικής ασφαλείας, αφορά τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως. 13 Αντιθέτως, ο Richardt και η LAS θεωρούν ότι η απαίτηση αδείας, όπως προβλέπει η κανονιστική ρύθμιση του Λουξεμβούργου, προστιθέμενη στο παραστατικό διαμετακομίσεως ΤΙ που συνοδεύει τα οικεία προϊόντα, είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη ΕΟΚ και τον προαναφερθέντα κανονισμό 222/77, διότι, βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού αυτού, το παραστατικό Τ1 συνιστά άδεια διαμετακομίσεως η οποία πρέπει να αναπτύσσει σε όλα τα κράτη μέλη τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα που συνδέονται με το πιστοποιητικό διαμετακομίσεως, αυτό δε ανεξαρτήτως του αν το εμπόρευμα είναι ή όχι στρατηγικής φύσεως. 14 Εν όψει των αντιτιθεμένων αυτών απόψεων, υπενθυμίζεται πρώτον ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT (Συλλογή 1983, σ. 731, σκέψη 16), επιβάλλεται να αναγνωριστεί, ως συνέπεια της τελωνειακής ενώσεως και χάριν του αμοιβαίου συμφέροντος των κρατών μελών, η ύπαρξη μιας γενικής αρχής περί ελεύθερης διαμετακομίσεως των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Η αρχή αυτή άλλωστε επιβεβαιώνεται με τη μνεία της λέξεως «διαμετακόμιση» στο άρθρο 36 της Συνθήκης. 15 Πρέπει, εν συνεχεία, να υπομνηστεί ότι ο κανονισμός 222/77 έχει ως σκοπό, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-117/88, Trend-Moden Textilhandel (Συλλογή 1990, σ. Ι-631, σκέψη 16), τη διευκόλυνση της μεταφοράς των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας δια της απλουστεύσεως και ενοποιήσεως των διαδικασιών που απαιτούνται κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων. 16 Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 222/77, το καθεστώς της κοινοτικής διαμετακομίσεως εφαρμόζεται, κατ' αρχήν, σε κάθε διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Επομένως, το καθεστώς αυτό καλύπτει όλα τα εμπορεύματα, ανεξαρτήτως της ενδεχομένης στρατηγικής τους φύσεως. Ι - 4650

RICHARDT KAI «LES ACCESSOIRES SCIENTIFIQUES» 17 Πάντως, διευκρινίζεται ότι το γεγονός αυτό δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να ελέγχουν τα υπό διαμετακόμιση εμπορεύματα, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης. Το άρθρο 10 του προαναφερθέντος κανονισμού 222/77 ορίζει ότι οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί εισαγωγής, εξαγωγής ή διαμετακομίσεως, που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη, εφαρμόζονται εφόσον συμβιβάζονται με τις τρεις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 18 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν οι διατάξεις της Συνθήκης, ειδικότερα δε το άρθρο 36, αντιτίθενται στην απαίτηση ειδικής αδείας και στις συνέπειες, όπως τα μέτρα κατασχέσεως, που συνδέονται με τη μη συμμόρφωση προς την απαίτηση αυτή. 19 Σχετικώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 36 της Συνθήκης δεν επιφυλάσσει ορισμένα θέματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά δέχεται μόνον ότι οι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο μέτρο που αυτό είναι και παραμένει δικαιολογημένο για την επίτευξη των στόχων του εν λόγω άρθρου ( βλ. ιδίως απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil, Συλλογή 1984, σ. 2727, σκέψη 32 ). 20 'Ετσι, όπως επανειλημμένως έκρινε το Δικαστήριο (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Campus Oil, σκέψη 37, ως προς τους περιορισμούς επί των εισαγωγών ), το άρθρο 36, ως εξαίρεση από θεμελιώδη αρχή της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να μην επεκτείνει τα αποτελέσματα του πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την προστασία των συμφερόντων τα οποία σκοπεί να εγγυηθεί. Επομένως, μέτρα που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 36 δικαιολογούνται μόνον αν εξυπηρετούν το προστατευόμενο από το εν λόγω άρθρο συμφέρον και εφόσον δεν θίγουν πέραν του απολύτως αναγκαίου μέτρου το ενδοκοινοτικό εμπόριο. 21 Ενόψει της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 36 για να δικαιολογήσει ένα μέτρο περιορισμού της διαμετακομίσεως παρά μόνον αν κανένα άλλο μέτρο, λιγότερο περιοριστικό από την άποψη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, δεν επιτρέπει την επίτευξη του ίδιου στόχου. Ι-4651

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 10. 1991 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-367/89 22 Σχετικώς, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχονται η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, ότι η έννοια της δημοσίας ασφαλείας, κατά το άρθρο 36 της Συνθήκης, καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του. Δεν αμφισβητείται ότι οι εισαγωγές ή εξαγωγές και η διαμετακόμιση των εμπορευμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατηγικούς σκοπούς μπορούν να βλάψουν τη δημόσια ασφάλεια ενός κράτους μέλους την οποία αυτό, επομένως, δικαιούται να προστατεύσει βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης. 23 Από αυτό έπεται ότι τα κράτη μέλη, προκειμένου να ελέγχουν τα εμπορεύματα που χαρακτηρίζουν ως υλικό στρατηγικής φύσεως, έχουν τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης, να εξαρτούν τη διαμετακόμιση τους από ειδική άδεια. 24 Όσον αφορά τις κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση που δεν τηρείται η υποχρέωση λήψεως τέτοιας άδειας, επιβάλλεται να παρατηρηθεί, όπως τόνισαν η Επιτροπή, η LAS και ο Richardt, ότι ένα μέτρο κατασχέσεως ή δημεύσεως μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, επομένως, ασυμβίβαστο προς το άρθρο 36 της Συνθήκης, καθόσον η επιστροφή του εμπορεύματος στο κράτος μέλος προελεύσεως του θα ήταν επαρκές μέτρο. 25 Πάντως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά αν με το θεσπισθέν καθεστώς τηρείται η αρχή της αναλογικότητας λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία κάθε υποθέσεως, όπως τη φύση του εμπορεύματος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του κράτους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση και την καλή ή κακή πίστη του επιχειρηματία που θα προέβαινε στη διαμετακόμιση και διέθετε προς τούτο έγγραφα τα οποία εξέδωσε άλλο κράτος μέλος. 26 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 222/77 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, εξαρτά τη διαμετακόμιση από το έδαφός του εμπορευμάτων που Ι - 4652

RICHARDT KAI «LES ACCESSOIRES SCIENTIFIQUES» χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως από τη λήψη ειδικής αδείας, ασχέτως του εγγράφου κοινοτικής διαμετακομίσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος ως συνέπεια της μη τηρήσεως της απαιτήσεως αυτής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επί των δικαστικών εξόδων 27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γαλλίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Cour de cassation du Luxembourg με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1989, αποφαίνεται: Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για λόγους εξωτερικής ασφαλείας, εξαρτά τη διαμετακόμιση από το έδαφός του εμπορευμάτων που χαρακτηρίζονται ως υλικό στρατηγικής φύσεως από τη λήψη ειδικής αδείας, ασχέτως του εγγράφου κοινοτικής διαμετακομίσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος ως συνέπεια της μη τηρήσεως της απαιτήσεως αυτής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. O'Higgins Moitinho de Almeida Díez de Velasco Κακούρης Schockweiler Grévisse Zuleeg I - 4653

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 10. 1991 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-367/89 Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 1991. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο προεδρεύων Τ. F. O'Higgins Πρόεδρος τμήματος Ι - 4654