ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΒΑΡΕΙΑΣ Βαρειά 2014
Οι συγγραφείς και εικονογράφοι Σαμοθρακής Ραφαήλ Καλαφάτης Μιχαήλ Παντέρμου Αγγελική Τσιγαρίδας Φώτιος Βουρτζούμης Αντώνης Σκλεπάρη Μαρία Ζωή Τζίκα Αρμάνδος Αντωνακέλλη Χριστίνα Λουκάς Χρήστος Συβρή Νικολέτα Χατζηφώτη Μιχαηλία Μηνάς Αντώνης Γιαννιδάκη Αργυρώ Μιχαήλ Αγγελική Φράγκος Κων/νος Ασμενούδης Γεώργιος Καρνάς Μάριος Γαβριήλ Μηνάς Χατζέλλης Δημήτριος Πολυχρονίου Κυβέλη Μάτας Χαράλαμπος Καρέτα Αλεξάνδρα Χαχαδάκης Δημήτριος Καταύτος Δημήτριος Δελημπαλταδάκη Χριστίνα Γκούβρας Αθανάσιος Χατζηφώτη Χαρίκλεια Ράπτη Αικατερίνη Κουμαρά Μαρία Μιχαηλία Ζίας Χρίστος Καρακούση Δήμητρα Εμψυχώτριες συγγραφικής ομάδας Χατζηγεωργίου Ελένη Καλαβρέζου Ευδοκία Γανώση Βήλη
Αυτό το τραγουδάκι σιγομουρμούριζε παιχνιδιάρικα στο αυτί της Ροζοπουπουλένιας που κοιμόταν, η πρώτη ηλιαχτίδα που κατέβηκε στην αλυκή. Η Ροζοπουπουλένια, το αγουροξυπνημένο φλαμίνγκο, άνοιξε τεμπέλικα τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Τι ομορφιά ήταν αυτή που αντίκριζε!!!
Οι φίλοι της, τα φλαμίνγκο, πλατσούριζαν μέσα στο νερό, ο σταχτοτσικνιάς ρέμβαζε πάνω σε μια πέτρα, οι καλαμοκανάδες έτρωγαν το πρωινό τους παρέα με τον ασημόγλαρο. Ήταν πολύ τυχερά που στη μέση του μεγάλου ταξιδιού τους είχαν βρει αυτόν το υπέροχο ξενοδοχείο για να φάνε και να ξεκουραστούν.
Τα βατραχάκια χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί τραγουδώντας στα μωράκια τους βατραχοτραγουδάκια «κουάξ-κουάξ κουακεκέξ» και οι νεροχελώνες έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στα βούρλα και στις καλαμιές που τις κουνούσε απαλά το αεράκι της θάλασσας που ήταν εκεί κοντά.
Της θάλασσας του Κόλπου της Καλλονής, που βρισκόταν στη μέση του πανέμορφου νησιού του Αιγαίου, της Λέσβου. Αυτόν τον υγρότοπο, τις Αλυκές, επισκέπτονται όλο τον χρόνο διάφορα πουλιά που μεταναστεύουν για να βρουν τροφή και να ξεκουραστούν από το μακρύ τους ταξίδι, κάτι σαν ξενοδοχείο, δηλαδή. Στην άκρη του υγρότοπου υπάρχει ένα μεγάλο άσπρο βουνό, σαν από χιόνι. Είναι ένα βουνό από αλάτι, που το μαζεύουν οι μπουλντόζες, το φορτώνουν σε μεγάλα φορτηγά.
Είναι βράδυ. Το φεγγάρι φώτιζε τα κοιμισμένα ζωάκια, όταν ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Τα φώτα από τις μπουλντόζες άναψαν κι εκείνες αγριεμένες, σαν κάποιος να τις είχε μαγέψει, άρχισαν να δουλεύουν ασταμάτητα παίρνοντας τα χώματα από τα «τηγάνια» της αλυκής και σκάβοντας τεράστια αυλάκια. Και τότε το νερό του υγρότοπου βρήκε δρόμο και κύλησε να συναντήσει το νερό της θάλασσας. Η καταστροφή ήταν τεράστια! Από την πολλή φασαρία τα ζωάκια ξύπνησαν κι άρχισαν, άλλα να πετούν κι άλλα να πηδούν φοβισμένα για να σωθούν.
Όταν επιτέλους ξημέρωσε, τα πουλάκια τρόμαξαν όταν διαπίστωσαν ότι ο όμορφος υγρότοπός τους είχε μετατραπεί σε ξερότοπο. Τι συμφορά!!! «Πως θα ζήσουμε τώρα χωρίς νερό;» «Που θα βρίσκουμε το φαγητό μας;» «Πρέπει να φύγουμε, να βρούμε άλλο μέρος», έλεγαν κλαίγοντας. Τότε η Ροζοπουπουλένια σηκώθηκε και φώναξε: -Όχι, φίλοι μου. Δε θα φύγουμε από δω! Αυτό είναι το ωραιότερο ξενοδοχείο που έχουμε βρει. Είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να το ξαναφτιάξουμε. Μην απελπίζεστε! Να είστε δυνατοί! Πάω να βρω κάποιον να μας βοηθήσει.
Και λέγοντας αυτά, η Ροζοπουπουλένια πέταξε προς τη θάλασσα προσπαθώντας να βρει μια λύση. Ήταν πολύ στεναχωρημένη, αλλά δεν ήθελε να το ξέρουν οι φίλοι της. «Τι μπορώ να κάνω;» αναρωτήθηκε. «Αλήθεια δεν έχω ιδέα ποιος θα μπορούσε να μας βοηθήσει» Ξαφνικά βλέπει από μακριά μια καλαμένια καλύβα κοντά στην ακροθαλασσιά. «Τι να είναι άραγε εκεί;» σκέφτηκε. «Ας πάω κοντά να δω!» και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Όταν πλησίασε κοντά, είδε μια ωραία γοργόνα με ξανθόγαλανα μαλλιά και πράσινα μάτια, ακουμπισμένη σ ένα βράχο. -Καλημέρα. Είμαι η Ροζοπουπουλένια, το φλαμίνγκο. Εσύ ποια είσαι. Δεν σ έχω δει ξανά, της είπε. -Γεια σου. Με λένε Κρουσταλλένια, απάντησε η γοργόνα, και έρχομαι από πολύ μακριά. Ταξίδευα ώρες πολλές και σταμάτησα εδώ σ αυτή την όμορφη θάλασσα να ξεκουραστώ λιγάκι. Εσύ ζεις εδώ κοντά; Αχ, πόσο τυχερή είσαι!!! -Αχ, είπε η Ροζοπουπουλένια κι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Εγώ κι οι φίλοι μου ζούμε εδώ κοντά σ έναν όμορφο υγρότοπο που, όμως, δυστυχώς, τον κατέστρεψαν
οι μπουλντόζες που χάλασαν τα «τηγάνια» της αλυκής και το νερό έφυγε. Και τώρα ψάχνω να βρω κάποιον να μας βοηθήσει να τον ξαναφτιάξουμε Μήπως εσύ μπορείς;;; -Με πολλή χαρά, είπε η Κρουσταλλένια χαμογελώντας γλυκά. Θα φωνάξω τους φίλους μου, τους πελεκάνους και τα χελιδόνια για να διορθώσετε μαζί τη ζημιά στο σπίτι σας.
Και λέγοντας αυτά, έβγαλε μια μαγική φλογέρα και άρχισε να παίζει μια γλυκιά μουσική. Σε λίγο ο ουρανός γέμισε πουλιά. Τα ασπρόμαυρα χελιδόνια που έσχιζαν τον αέρα και οι πελεκάνοι με τα μεγάλα άσπρα τους φτερά και τις πορτοκαλιές σακούλες στο λαιμό τους, ένωσαν τις φωνούλες τους με τη γλυκιά μελωδία της φλογέρας. Η Κρουσταλλένια
σταμάτησε να παίζει και τα πουλιά μαζεύτηκαν τριγύρω της. -Πρέπει όλοι μαζί να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε να ξαναφτιαχτεί ο υγρότοπος εδώ κοντά, τους είπε. Είναι πανέμορφο μέρος και πολύ σημαντικό για τα πουλάκια και τα ζωάκια που βρίσκονται εκεί. Έχετε καμιά ιδέα; - Ναι, φώναξε ο σοφός γεροπελεκάνος που είχε κάνει πολλά ταξίδια και είχαν δει πολλά τα μάτια του. Θα κουβαλήσουμε πέτρες και τα χελιδόνια λάσπη και έτσι θα ξαναφτιάξουμε τα «τηγάνια». -Σωστά τα λες, είπαν όλα τα πουλάκια μαζί και αφού ευχαρίστησαν την καλή γοργόνα, στρώθηκαν αμέσως στη δουλειά.
Η Ροζοπουπουλένια πήγαινε παντού και βοηθούσε όπου χρειαζόταν. Ξαφνικά, καθώς πετούσε χαμηλά ψάχνοντας για πέτρες, άκουσε ένα σιγανό κλάμα πίσω από μια καλαμιά κιτρινισμένη από τη δίψα. Πλησίασε και είδε μια μαμά βατραχίνα κλαίει σε μια σχεδόν αποξηραμένη λιμνούλα.
-Ας με βοηθήσει κάποιος, κρόαζε λυπητερά. Τα μωράκια μου είναι πολύ μικρά και δεν μπορούν να με ακολουθήσουν για να πάμε να βρούμε νερό. Θα πεθάνουν από τη ξηρασία. -Εγώ θα σε βοηθήσω, της λέει η Ροζοπουπουλένια. -Πώς θα γίνει αυτό; Εσύ θα τα φας, είπε κοιτώντας τη δύσπιστα η βατραχίνα. -Έχε μου εμπιστοσύνη. Μη φοβάσαι, δεν θα τα πειράξω. Άλλωστε το στομάχι μου είναι γεμάτο, γέλασε το φλαμίνγκο. Κι άνοιξε το μεγάλο ράμφος του, πήρε τα μωρά και έκανε νόημα στη μαμά τους να πηδήσει στην πλάτη του. Η βατραχίνα κλαψουρίζοντας ακόμα, χοπ-χοπ, έκανε αυτό που της είπε. Η Ροζοπουπουλένια έκανε μερικούς κύκλους ώσπου είδε μια λακκουβίτσα με νερό. Εκεί άδειασε τους μικρούς γυρίνους. -Ξέρω πώς να σ ευχαριστήσω για το καλό που μού κανες, είπε η βατραχίνα. Θα βοηθήσω να γεμίσουν τα «τηγάνια» ξανά με νερό. -Μα πώς; απόρησε η Ροζοπουπουλένια. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο.
- Κάθε άλλο, απάντησε η βατραχίνα. Θα σου μάθω το μυστικό τραγούδι της βροχής. Πρέπει όμως να το τραγουδήσουμε και να το χορέψουμε όλοι μαζί οι κάτοικοι του υγρότοπου. Αλλιώς δεν πιάνουν τα μάγια. Πλιτς και πλατς και μπλιτς και μπλατς βρε κεκέξ πακακουάξ πέσε βροχούλα απ τα ουράνια να γεμίσουν τα τηγάνιααααααααα!!!!! -Αχ, σ ευχαριστώ. Άντε γρήγορα να τρέξουμε να το πούμε και στους άλλους, φώναξε ανυπόμονα η Ροζοπουπουλένια.
Έτσι κι έγινε. Όλα τα πουλιά και τα ζώα του υγρότοπου πιασμένα τραγούδησαν με δύναμη το τραγούδι της βροχής. Η φωνή τους έφτασε ψηλά, στα αυτιά της νεράιδας της βροχής, που άφησε το ευεργετικό νερό να πέσει στη γη και να γεμίσει πάλι τα «τηγάνια».
-Μπράβο, ζήτω!!!!, φώναξαν όλοι μαζί. Τώρα έχουμε πάλι άφθονο νερό. -Ναι, αλλά δεν είναι όπως παλιά. Δεν έχει αλάτι, πετάχτηκε ένας καλαμοκανάς. -Νομίζω κάτι μπορώ να κάνω γι αυτό, είπε η Ροζοπουπουλένια. Έβγαλε ένα ροζ φτερό από την ουρά της, το έδωσε στον καλαμοκανά και του είπε: -Πέταξε γρήγορα και πήγαινε να βρεις τον καπεταν - Αλμύρα που ζει στην κορυφή του αλατοβουνού. Πες του να στείλει τα αλατοκουκουτσάκια του να ξανακάνουν το νερό μας αλμυρό. Και σε λίγο χιλιάδες κόκκοι αλατιού κατρακυλώντας έπεφταν μέσα στο νερό της αλυκής.
Έτσι, με τη συνεργασία όλων σώθηκε το ξενοδοχείο των πουλιών και σιγά-σιγά όλα έγιναν όπως παλιά. Οι Αλυκές της Καλλονής συνέχισαν να φιλοξενούν όλο το χρόνο πλήθος πουλιών που σταματούσαν το ταξίδι τους εκεί για να ξεκουραστούν και πάρα πολλούς ανθρώπους που ερχόταν από παντού για να τα θαυμάσουν!
Και ζήσανε αυτοί κι εμείς.