Χ

Σχετικά έγγραφα
ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

ΘEΜΑ: Μονογραφία μίας αντρικής και μίας γυναικείας προσωπικότητας που ξεχωρίσατε στην Ιλιάδα.

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΤΡΩΑΔΕΣ ΕΚΑΒΗ-ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ. 306 κεξ. Εκ. Όχι. Δεν είναι πυρκαγιά. Είναι η κόρη μου η Κασσάνδρα.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Florilegium DUELLI. Omero. Testi latini e greci tradotti e commentati PARTE III. Ettore - Achille (Il. XXII, ) DISCO VERTENDO

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (στ ) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. ΚΡΕΩΝ: Σε σένα, σε σένα μιλώ, που σκύβεις το κεφάλι στο έδαφος,ομολογείς ή αρνείσαι ότι τα έκανες αυτά εδώ;

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Διαθεματική Εργασία στην Ιλιάδα. Η γυναίκα στην Ιλιάδα ως μητέρα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εικόνες: Eύα Καραντινού

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Το παραμύθι της αγάπης

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΟΙ ΑΘΛΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ Η ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΙΠΠΟΛΥΤΗΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΕΤΡΑΚΗ ΒΙΚΥ Β 2 ΣΧ. ΕΤΟΣ

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Πως μπήκε η Λύπη στη Ζωή του Ανθρώπου

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος


Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τη σύνδεση των προτάσεων στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ)

ΜΑΘΗΜΑTA ΓΙΑ ΜΕΡΟΣ Δ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ V ΜΑΘΗΜΑ 171. Ο Θεός είναι µόνο και µόνο Αγάπη και εποµένως το ίδιο είµαι κι Εγώ.

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ. Δεύτερος μύθος: Πίστευαν πως ο θεός Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινά του στη γη

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Εργασία στην Οδύσσεια 2017 ΕΥΑ ΓΚΙΟΛΑ Α 1

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Πως μπήκε η Λύπη στη Ζωή του Ανθρώπου

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία


Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Ω ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ! Ω ΧΩΡΑ ΠΕΡΣΙΚΗ, ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΣΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ! ΑΧ, ΠΑΕΙ, Μ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΑ! ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΠΙΑ ΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

''Μιλω ντας επιγραμματικα για την ανα γκη δημιουργι ας του νε ου ανθρω που''

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 3: ελληνιστι

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Πως μπήκε η Λύπη στη Ζωή του Ανθρώπου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

Transcript:

Χ 247-394 ὣς φαμένη καὶ κερδοσύνῃ ἡγήσατ Ἀθήνη οἳ δ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ ἀλλήλοισιν ἰόντες, τὸν πρότερος προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ οὔ σ ἔτι Πηλέος υἱὲ φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ 250 τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον, οὐδέ ποτ ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε στήμεναι ἀντία σεῖο ἕλοιμί κεν ἤ κεν ἁλοίην. ἀλλ ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων 255 οὐ γὰρ ἐγώ σ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην, σὴν δὲ ψυχὴν ἀφέλωμαι ἀλλ ἐπεὶ ἄρ κέ σε συλήσω κλυτὰ τεύχε Ἀχιλλεῦ νεκρὸν Ἀχαιοῖσιν δώσω πάλιν ὣς δὲ σὺ ῥέζειν. τὸν δ ἄρ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς 260 Ἕκτορ μή μοι ἄλαστε συνημοσύνας ἀγόρευε ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά, οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, ἀλλὰ κακὰ φρονέουσι διαμπερὲς ἀλλήλοισιν, ὣς οὐκ ἔστ ἐμὲ καὶ σὲ φιλήμεναι, οὐδέ τι νῶϊν 265 ὅρκια ἔσσονται, πρίν γ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα ταλαύρινον πολεμιστήν. παντοίης ἀρετῆς μιμνήσκεο νῦν σε μάλα χρὴ αἰχμητήν τ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν. οὔ τοι ἔτ ἔσθ ὑπάλυξις, ἄφαρ δέ σε Παλλὰς Ἀθήνη 270 ἔγχει ἐμῷ δαμάᾳ νῦν δ ἀθρόα πάντ ἀποτίσεις κήδε ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων. ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ τὸ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο φαίδιμος Ἕκτωρ ἕζετο γὰρ προϊδών, τὸ δ ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, 275 ἐν γαίῃ δ ἐπάγη ἀνὰ δ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη, ἂψ δ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ Ἕκτορα ποιμένα λαῶν. Ἕκτωρ δὲ προσέειπεν ἀμύμονα Πηλεΐωνα Μίλησε έτσι η Αθηνά και πονηρά ξεκίνησε αυτή πρώτη. Κι όταν εκείνοι βρέθηκαν κοντά και φτάσανε ο ένας απέναντι απ τον άλλο, στον Αχιλλέα ο μέγας πρώτος μίλησε Έκτορας, πολεμιστής γενναίος: «Δε θα σε φοβηθώ ξανά, γιε του Πηλέα, όπως προηγουμένως 250 τρεις γύρω φορές απ τη μεγάλη πόλη του Πριάμου έτρεχα, κι ούτε που το μπορούσα ν αντέξω καθώς όρμαγες. Μα τώρα η ψυχή με οδηγεί απέναντί σου να σταθώ θα πέσω ή θα πέσεις. Αλλ ας επικαλεστούμε τους θεούς γιατί αυτοί θα είναι μάρτυρες οι καλύτεροι και των συμφωνιών προστάτες. 255 Εγώ εσένανε τον φοβερό δε θα προσβάλω, αν βέβαια σε μένα τη νίκη δώσει ο Ζευς και τη ζωή σου πάρω αλλά, μόλις τα λαμπρά τα όπλα σου, Αχιλλέα, αφαιρέσω, το σώμα το νεκρό πίσω στους Αχαιούς θα δώσω. Έτσι και συ να κάνεις». Άγρια τον κοίταξε και του πε ο γοργοπόδης Αχιλλεύς: 260 «Καταραμένε Έκτορα, μη μου μιλάς για συμφωνίες. Καθώς όρκοι πιστοί δεν γίνονται ανάμεσα σε λέοντες κι ανθρώπους, ούτε κι οι λύκοι με τα πρόβατα ποτέ θα ομονοήσουν, αλλά συνέχεια σκέφτονται άσχημα ο ένας για τον άλλο, το ίδιο είναι αδύνατο εγώ και συ να μαστε φίλοι, ούτε κι ανάμεσά μας 265 όρκοι θα δοθούν, προτού ο ένας απ τους δυο πεσμένος χορτάσει με το αίμα του τον τρομερό πολεμιστή, τον Άρη. Κάθε τέχνασμα πολεμικό φέρε στο νου σου τώρα είν η στιγμή για ν αποδείξεις ακοντιστής και μαχητής γενναίος ότι είσαι. Γλιτωμό δεν έχεις πια, κι αμέσως η Παλλάδα η Αθηνά εσένα 270 με το δικό μου το κοντάρι θα σκοτώσει τώρα όλους μαζί θα ξεπληρώσεις τους πόνους για τους φίλους μου, που σκότωσες ορμώντας με τη λόγχη». Είπε και, ζυγίζοντας, πέταξε το μακρόσκιο κοντάρι. Κοιτάζοντάς το σταθερά, το απέφυγε ο ξακουσμένος Έκτωρ πρόφτασε και έσκυψε, και πέρασε από πάνω του η χάλκινη αιχμή του 275 και καρφώθηκε στο χώμα. Αμέσως τ άρπαξε η Αθηνά Παλλάδα και πίσω στον Αχιλλέα το δωσε, από τον Έκτορα κρυφά, τον αρχηγό των Τρώων. Κι ο Έκτωρ τότε μίλησε στον έξοχο Πηλείδη:

ἤμβροτες, οὐδ ἄρα πώ τι θεοῖς ἐπιείκελ Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον, ἦ τοι ἔφης γε 280 ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων, ὄφρά σ ὑποδείσας μένεος ἀλκῆς τε λάθωμαι. οὐ μέν μοι φεύγοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξεις, ἀλλ ἰθὺς μεμαῶτι διὰ στήθεσφιν ἔλασσον εἴ τοι ἔδωκε θεός νῦν αὖτ ἐμὸν ἔγχος ἄλευαι 285 χάλκεον ὡς δή μιν σῷ ἐν χροῒ πᾶν κομίσαιο. καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο σεῖο καταφθιμένοιο σὺ γάρ σφισι πῆμα μέγιστον. ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, καὶ βάλε Πηλεΐδαο μέσον σάκος οὐδ ἀφάμαρτε 290 τῆλε δ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ χώσατο δ Ἕκτωρ ὅττί ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός, στῆ δὲ κατηφήσας, οὐδ ἄλλ ἔχε μείλινον ἔγχος. Δηΐφοβον δ ἐκάλει λευκάσπιδα μακρὸν ἀΰσας ᾔτεέ μιν δόρυ μακρόν ὃ δ οὔ τί οἱ ἐγγύθεν ἦεν. 295 Ἕκτωρ δ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε ὢ πόποι ἦ μάλα δή με θεοὶ θάνατον δὲ κάλεσσαν Δηΐφοβον γὰρ ἔγωγ ἐφάμην ἥρωα παρεῖναι ἀλλ ὃ μὲν ἐν τείχει, ἐμὲ δ ἐξαπάτησεν Ἀθήνη. νῦν δὲ δὴ ἐγγύθι μοι θάνατος κακός, οὐδ ἔτ ἄνευθεν, 300 οὐδ ἀλέη ἦ γάρ ῥα πάλαι τό γε φίλτερον ἦεν Ζηνί τε καὶ Διὸς υἷι ἑκηβόλῳ, οἵ με πάρος γε πρόφρονες εἰρύατο νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει. μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι. 305 ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξύ, τό οἱ ὑπὸ λαπάρην τέτατο μέγα τε στιβαρόν τε, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ αἰετὸς ὑψιπετήεις, ὅς τ εἶσιν πεδίον δὲ διὰ νεφέων ἐρεβεννῶν ἁρπάξων ἢ ἄρν ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν 310 ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ. ὁρμήθη δ Ἀχιλεύς, μένεος δ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε «Αστόχησες κι ούτε, καθώς φαίνεται ως τώρα, ισόθεε Αχιλλέα, από τον Δία ήξερες την ώρα του θανάτου μου, όσο κι αν έτσι έλεγες. 280 Αλλά πολυλογάς και ψεύτης φανερώθηκες, για να σε φοβηθώ και δύναμη και θάρρος να ξεχάσω. Δεν κάνω πίσω εγώ, κι ούτε τη λόγχη σου στην πλάτη μου θα μπήξεις, αλλά στο στήθος μου ευθύς, καθώς ορμώ, να την καρφώσεις, αν σ το επέτρεψε ο θεός. Μα τώρα, απ το δικό μου δόρυ εσύ φυλάξου, 285 το χάλκινο, που μακάρι στο κορμί σου να δεχτείς μ όλη τη δύναμή του. Πιο εύκολος ο πόλεμος για τους Τρώες θα γινόταν με σένα πεθαμένο γιατί εσύ είσαι γι αυτούς η συμφορά η πιο μεγάλη». Είπε και, ζυγίζοντας, πέταξε το μακρόσκιο κοντάρι και του Πηλείδη χτύπησε στη μέση την ασπίδα, χωρίς να αστοχήσει. 290 Μακριά όμως τινάχτηκε το δόρυ απ την ασπίδα οργίστηκε ο Έκτορας, που μάταια απ τα χέρια του το ακόντιο είχε φύγει, κι έστεκε σκυθρωπός κι άλλο μελένιο ακόντιο δεν κράταγε στα χέρια. Φώναξε τότε δυνατά καλώντας τον Δηίφοβο με τη λαμπρή ασπίδα δόρυ μακρύ ζητούσε απ αυτόν, κι αυτός κοντά του πια δεν ήταν. 295 Κι ό Έκτωρ το νιωσε μες στην καρδιά του κι είπε: «Αλίμονο! Στον θάνατο στ αλήθεια οι θεοί με προσκαλούνε γιατί το πίστευα εγώ ο ήρωας Διήφοβος κοντά μου ότι είναι, αλλά αυτός μέσα στο τείχος βρίσκεται, κι εμένα η Αθηνά με ξεγελάει. Κοντά μου τώρα θάνατος κακός, και όχι πια μακριά μου, 300 και σωτηρία δεν υπάρχει. Έτσι λοιπόν απ την αρχή το προτιμούσαν ο Δίας κι ο γιος του Δία ο μακροβόλος, που προηγουμένως πρόθυμα με γλιτώναν τώρα όμως με πρόφτασε η μοίρα του θανάτου. Όμως ας μην πεθάνω άδοξα, δίχως να δώσω μάχη, αλλά μεγάλο κάτι κάνοντας, που και οι επόμενες γενιές θα μάθουν». 305 Μίλησε έτσι κι έσυρε το κοφτερό το ξίφος, που στο πλευρό του κρέμονταν, το στιβαρό και μέγα. Μαζεύτηκε και όρμησε σαν αετός υψηλοπέτης που μέσα από τα μαύρα σύννεφα πέφτει στην πεδιάδα, πρόβατο τρυφερό ή λαγό δειλό για να αρπάξει 310 έτσι κι ο Έκτωρ όρμησε σείοντας το ακονισμένο ξίφος. Όρμησε κι ο Αχιλλεύς, θυμό γεμάτος στην καρδιά του άγριο, και σκέπασε με την ασπίδα το στήθος του μπροστά του,

καλὸν δαιδάλεον, κόρυθι δ ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι 315 χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς. οἷος δ ἀστὴρ εἶσι μετ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ, ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπ εὐήκεος, ἣν ἄρ Ἀχιλλεὺς πάλλεν δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Ἕκτορι δίῳ 320 εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα. τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς φαίνετο δ ᾗ κληῖδες ἀπ ὤμων αὐχέν ἔχουσι λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος 325 τῇ ῥ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ ἔλασ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς, ἀντικρὺ δ ἁπαλοῖο δι αὐχένος ἤλυθ ἀκωκή οὐδ ἄρ ἀπ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια, ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν. ἤριπε δ ἐν κονίῃς ὃ δ ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς 330 Ἕκτορ ἀτάρ που ἔφης Πατροκλῆ ἐξεναρίζων σῶς ἔσσεσθ, ἐμὲ δ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα νήπιε τοῖο δ ἄνευθεν ἀοσσητὴρ μέγ ἀμείνων νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγὼ μετόπισθε λελείμμην, ὅς τοι γούνατ ἔλυσα σὲ μὲν κύνες ἠδ οἰωνοὶ 335 ἑλκήσουσ ἀϊκῶς, τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί. τὸν δ ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ λίσσομ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων μή με ἔα παρὰ νηυσὶ κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν, ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο 340 δῶρα τά τοι δώσουσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ, σῶμα δὲ οἴκαδ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα. τὸν δ ἄρ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς μή με κύον γούνων γουνάζεο μὴ δὲ τοκήων 345 αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνήη ὤμ ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι, οἷα ἔοργας, ὡς οὐκ ἔσθ ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι, την περίτεχνη, κι έσκυβε το κεφάλι με το κράνος το λαμπρό και φοβερό κι όμορφα αναδεύονταν η χαίτη η χρυσή, 315 που ο Ήφαιστος πυκνή στην κορυφή του είχε βάλει. Σαν το αστέρι που κινά μαζί με τ άλλα τ άστρα στης νύχτας το σκοτάδι, ο αποσπερίτης, που τ ομορφότερο στον ουρανό υψώνεται αστέρι, έτσι η αιχμή η κοφτερή έλαμπε που ο Αχιλλέας έπαλλε στο χέρι το δεξί, έχοντας του Έκτορα του θεϊκού τον θάνατο στο νου του, 320 και κοίταζε το σώμα του το δυνατό, μέρος ακάλυπτο για να βρει. Εκείνου το υπόλοιπο κορμί η χάλκινη το σκέπαζε πανοπλία η καλή, που απ τον Πάτροκλο, όταν τον σκότωσε, είχε αρπάξει. Φαινόταν όμως, εκεί που του ώμου οι κλείδες τον αυχένα συγκρατούνε, ο λαιμός, το μέρος όπου η ψυχή ταχύτατα πεθαίνει. 325 Εκεί ακριβώς, ορμώντας πάνω του, το δόρυ έριξε ο ισόθεος Αχιλλέας, και πέρα ως πέρα η μύτη πέρασε στον απαλό αυχένα. Μα το ακόντιο, χάλκινο και βαρύ, τον λάρυγγα δεν του κοψε, για να χει τη μιλιά, αν χρειαστεί, στον άλλο ν απαντήσει. Στη σκόνη κάτω έπεσε, κι απάνω του καυχήθηκε ο Πηλείδης: 330 «Έκτορα, νομίζω θα λεγες, την ώρα που άρπαζες του Πάτροκλου τα όπλα, πως δεν θα το πληρώσεις, κι εμένανε που έλειπα καθόλου δεν φοβήθηκες, ανόητε. Βοηθός του εγώ, μακράν καλύτερός του, πίσω στα κοίλα πλοία είχα παραμείνει, εγώ, που τα γόνατά σου έλυσα κι οι σκύλοι και τα όρνια 335 εσένα θα σε σέρνουν, ενώ εκείνον οι Αχαιοί με δώρα θα τιμήσουν». Και ο γενναίος Έκτορας, χωρίς πια διόλου δύναμη, απάντησε σε κείνον: «Τη ζωή σου να χαρείς, κι εσύ και οι γονείς σου, σε ικετεύω μη μ αφήσεις στων Αχαιών τα πλοία να με κατασπαράξουν τα σκυλιά, αλλά δέξου χρυσάφι άφθονο και άφθονο χαλκό, 340 λύτρα που θα σου δώσει ο πατέρας μου κι η σεβαστή μητέρα, και το κορμί μου στους δικούς μου πίσω να επιστρέψεις, για να με παραδώσουν στη φωτιά νεκρό οι άντρες κι οι γυναίκες». Άγρια τον κοίταξε και μίλησε ο γοργοπόδης Αχιλλέας: «Σκύλε, εμένα μη μ εκλιπαρείς, ούτε και τους γονείς μου! 345 Μακάρι η οργή μου κι η μανία μου να μ έκαναν ωμές τις σάρκες σου να κόψω και να φάω, για όσα μου χεις κάνει κι ούτε ποτέ κανείς απ τα σκυλιά την κεφαλή σου θα γλιτώσει,

οὐδ εἴ κεν δεκάκις τε καὶ εἰκοσινήριτ ἄποινα στήσωσ ἐνθάδ ἄγοντες, ὑπόσχωνται δὲ καὶ ἄλλα, 350 οὐδ εἴ κέν σ αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι Δαρδανίδης Πρίαμος οὐδ ὧς σέ γε πότνια μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται ὃν τέκεν αὐτή, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται. τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ 355 ἦ σ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ ἄρ ἔμελλον πείσειν ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός. φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἐσθλὸν ἐόντ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν. 360 ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε, ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει ὃν πότμον γοόωσα λιποῦσ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην. τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα δῖος Ἀχιλλεύς τέθναθι κῆρα δ ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ 365 Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι. ἦ ῥα, καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος, καὶ τό γ ἄνευθεν ἔθηχ, ὃ δ ἀπ ὤμων τεύχε ἐσύλα αἱματόεντ ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν, οἳ καὶ θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν 370 Ἕκτορος οὐδ ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη. ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ. ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς. 375 τὸν δ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς, στὰς ἐν Ἀχαιοῖσιν ἔπεα πτερόεντ ἀγόρευεν ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες ἐπεὶ δὴ τόνδ ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν, ὃς κακὰ πόλλ ἔρρεξεν ὅσ οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, 380 εἰ δ ἄγετ ἀμφὶ πόλιν σὺν τεύχεσι πειρηθῶμεν, ὄφρά κ ἔτι γνῶμεν Τρώων νόον ὅν τιν ἔχουσιν, ούτε κι αν δέκα κι είκοσι φορές παραπανίσια λύτρα φέρουνε και στήσουνε εδώ κι υποσχεθούνε κι άλλα, 350 ούτε κι αν σε χρυσό το βάρος σου πρόσταζε να πληρώσουν ο Δαρδανίδης Πρίαμος ούτε και έτσι η σεβαστή σου μάνα πάνω σε κλίνη νεκρική τον γιο που γέννησε θα κλάψει, αλλά ολόκληρο εσένανε τα όρνια και οι σκύλοι θα σπαράξουν». Σε κείνον, καθώς πέθαινε, απάντησε ο λοφοσείστης Έκτωρ: 355 «Καλά σε ξέρω και το βλέπω, και να σε καταφέρω δεν περίμενα στ αλήθεια σιδερένια έχεις μέσα την καρδιά σου. Σκέψου μόνο μήπως οργή θεών ξεσπάσει πάνω σου για μένα τη μέρα που ο Πάρης κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος μπροστά στις Πύλες τις Σκαιές εσένα θα σκοτώσουν, παρά τη δύναμή σου». 360 Έτσι καθώς μιλούσε αυτός, τον σκέπασε το τέλος του θανάτου, και η ψυχή του πέταξε και βγήκε απ τα μέλη και πήγαινε στον Άδη, θρηνώντας για τον θάνατο, γιατί άφηνε νεότητα κι ανδρεία. Σ αυτόν, αν και νεκρό, απάντησε ο θεϊκός Πηλείδης: «Πέθανε συ, κι εγώ τη μοίρα του θανάτου θα δεχτώ 365 όποτε θελήσει ο Δίας να τη φέρει, καθώς κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί». Είπε κι από το πτώμα τράβηξε το χάλκινο κοντάρι και το βαλε στην άκρη, καθώς από τους ώμους του Έκτορα την πανοπλία έβγαζε τη ματωμένη. Κι οι άλλοι γιοι των Αχαιών τρέχανε γύρω γύρω και βλέπαν το παράστημα και τη μορφή τη θαυμαστή 370 του Έκτορα και δεν πλησίαζε κανείς χωρίς να τον καρφώσει. Κι έτσι μιλούσε κάποιος βλέποντας τον συμπολεμιστή του: «Στ αλήθεια ευκολότερα τον Έκτορα τώρα μπορείς ν αγγίξεις, παρά την ώρα που με τη φλόγα τη λαμπρή μάς έκαιγε τα πλοία». Μιλώντας έτσι εκείνος στάθηκε καρφώνοντάς τον. 375 Κι αυτόν αφού ξεγύμνωσε ο γοργοπόδης θείος Αχιλλέας, στάθηκε ανάμεσα στους Αχαιούς και λόγια φτερωτά τους είπε: «Φίλοι μου εσείς, των Αργείων αρχηγοί και κυβερνήτες, αφού αφήσαν οι θεοί τον άνδρα να σκοτώσουμε ετούτον, που τόσα δεινά μας έφερε, όσα όλοι μαζί οι άλλοι, 380 εμπρός, ας πιάσουμε με τα όπλα μας γύρω από την πόλη, ώστε να μάθουμε τι σκέφτονται οι Τρώες επιτέλους

ἢ καταλείψουσιν πόλιν ἄκρην τοῦδε πεσόντος, ἦε μένειν μεμάασι καὶ Ἕκτορος οὐκέτ ἐόντος. ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός; 385 κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος τοῦ δ οὐκ ἐπιλήσομαι, ὄφρ ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω καί μοι φίλα γούνατ ὀρώρῃ εἰ δὲ θανόντων περ καταλήθοντ εἰν Ἀΐδαο αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι φίλου μεμνήσομ ἑταίρου. 390 νῦν δ ἄγ ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι νεώμεθα, τόνδε δ ἄγωμεν. ἠράμεθα μέγα κῦδος ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον, ᾧ Τρῶες κατὰ ἄστυ θεῷ ὣς εὐχετόωντο. θ αφήσουν την ακρόπολη, τώρα που αυτός σκοτώθηκε, ή να μείνουν αποφάσισαν και χωρίς ο Έκτωρ να υπάρχει; Αλλά γιατί τα λέει αυτά σε μένα η καρδιά μου; 385 Εκεί κοντά στα πλοία κείτεται, άκλαυτος κι άθαπτος νεκρός, ο Πάτροκλος. Αυτόν εγώ δεν θα ξεχάσω, όσον καιρό βαδίζω με τους ζωντανούς και με κινούν τα γόνατά μου. Κι αν τους νεκρούς τους λησμονούν όσοι στον Άδη είναι, όμως εγώ και κει τον αγαπημένο σύντροφο θα θυμάμαι. 390 Αλλά πάμε τώρα, γιοι των Αχαιών! Παιάνα τραγουδώντας στα κοίλα τα καράβια ας γυρίσουμε κι αυτόν εδώ ας πάρουμε μαζί μας. Κερδίσαμε δόξα μεγάλη τον Έκτορα τον θεϊκό σκοτώσαμε, που οι Τρώες σαν θεό τιμούσαν μες στην πόλη».