ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Η ΣΧΕΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Παπακώστα Ανθή Ελένη (Α.Μ. 136 ΠΜΣ) Επιβλέπων Καθηγητής: Ξενοφών Γιαταγάνας Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 Α ΜΕΡΟΣ: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 3 Ι. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ. 3 Α. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και οι σκοποί της προδικαστικής παραπομπής 3 Β. Το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος, η διαδικασία υποβολής του και οι συνέπειες της προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου 7 ΙΙ.Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. 12 Α. Τα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα και η αρχική διστακτικότητα του ΣτΕ... 12 Β. Οι σύγχρονες εξελίξεις.. 15 Β ΜΕΡΟΣ: ΤΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΝΤΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ.. 20 I. Η ΠΡΩΤΗ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ (1986-2006)... 20 Α. Τα πρώτα πέντε προδικαστικά ερωτήματα... 20 Β. Τα τεθέντα με την έναρξη της νέας χιλιετίας προδικαστικά ερωτήματα.. 24 II. ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ (2007-2013)... 36 Α. Η τριετία 2007-2009.. 36 Β. Η τρέχουσα δεκαετία. 51 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 59 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... Ι
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ: Άρειος Πάγος Αρμ: Αρμενόπουλος Δ: Δίκη ΔΕΕ: Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΚ: Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΔιΔικ: Διοικητική Δίκη ΕΑ: Επιτροπή Αναστολών ΕΔΔΔΔ: Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου ΕΕ: Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΕΕυρΔ: Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου ΕΚ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα ΕλλΔ/νη: Ελληνική Δικαιοσύνη ΕΟΚ: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ΕπισκΕΔ: Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου ΕΣΔΑ: Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ΕΣΡ: Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ΕυρΠολ: Ευρωπαίων Πολιτεία ΝοΒ: Νομικό Βήμα ΟλΣτΕ: Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας π.δ.: προεδρικό διάταγμα Σ: Σύνταγμα ΣΕΕ: Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ΣΛΕΕ: Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΣτΕ: Συμβούλιο της Επικρατείας ΣυνθΕΚ/ ΣΕΚ: Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ΣυνθΕΟΚ/ ΣΕΟΚ: Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ΤοΣ: Το Σύνταγμα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ελληνική έννομη τάξη έρχεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το δίκαιο της Ένωσης, αναπτύσσοντας μία σχέση, η οποία διακρίνεται, αφενός από την αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης και, αφετέρου από την ενότητα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης με το νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κοινοτικού κεκτημένου της δικαστικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων διαδραματίζει η συνεργασία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον «κοινοτικό δικαστή του κοινού δικαίου», δηλαδή τον εθνικό δικαστή. 1 Τη συνεργασία αυτή χαρακτήρισε ορθά ως «σχέση συνεργασίας» το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας τον ζωτικό αλλά και διαρκή της χαρακτήρα, στα πλαίσια του οποίου επιτυγχάνεται η προστασία των υποκειμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ενωσιακή έννομη τάξη, από κάθε παραβίασή τους, προερχόμενη τόσο από τα ενωσιακά, όσο και από τα εθνικά όργανα. Ο διάλογος των εθνικών δικαστηρίων με το ΔΕΕ επιτυγχάνεται με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Ο εθνικός δικαστής σε οποιονδήποτε βαθμό ιεραρχίας έχει έναν διπλό ρόλο: αφενός την ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου και αφετέρου την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, όπως αυτό ερμηνεύεται από το ίδιο το ΔΕΕ. Συνεπώς, ο εθνικός δικαστής έχει μία διπλή λειτουργικότητα, λειτουργεί ταυτόχρονα τόσο ως όργανο της εθνικής έννομης τάξης όσο και ως όργανο της κοινοτικής έννομης τάξης. 2 Ο εθνικός δικαστής ως εντεταλμένος ενωσιακός δικαστής γενικής, και όχι συγκεκριμένης, αρμοδιότητας, φέρει το κύριο βάρος εφαρμογής των κανόνων του πρωτογενούς και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου 3 και οφείλει να επιλύσει τυχόν συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών και των ενωσιακών ρυθμίσεων κατά την εκδίκαση των ενώπιόν του διαφορών. Με την προδικαστική παραπομπή δημιουργείται ένας διάλογος μεταξύ του εθνικού δικαστή και του ΔΕΕ, που διέπεται από την αρχή της ανεξαρτησίας και την αρχή της άμεσης και αμοιβαίας συνεργασίας. 4 Η ανάπτυξη μιας σχέσης δικαστή προς δικαστή, στα πλαίσια της οποίας αφενός το εθνικό δικαστήριο διατηρεί πλήρη την ευθύνη για την έκδοση της απόφασής του στη συγκεκριμένη υπόθεση και αφετέρου το ΔΕΕ έχει πλήρη την ευθύνη για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, διασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στο σύστημα της έννομης προστασίας της ΕΕ, όπως καταφαίνεται όχι μόνο από τον αριθμό των υποθέσεων που εισήχθησαν στο ΔΕΕ, αλλά και από το περιεχόμενο των δικαστικών κρίσεων. Εξάλλου, grands arrêts του ενωσιακού Δικαστηρίου που καθιέρωσαν τις αρχές της άμεσης εφαρμογής και της υπεροχής του κοινοτικού 1 Χ. Παπαδημητρίου, Δίκη 2007, σελ. 133 2 Δ. Αναγνωστοπούλου-Γιαννακού, ΝοΒ 2003, σελ. 1800 3 Χ. Γεραρής, ΔιΔικ 1996, σελ. 819 4 Χ. Γεραρής, ΝοΒ 1988, σελ. 1037 επ. 1
δικαίου εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής (Van Gend en Loos, Costa/ENEL, Franz Grad, S.A.C.E., Reyners, Simmenthal, Cilfit). 5 Το Συμβούλιο της Επικρατείας, καλούμενο να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο, συμμετέχει στο διάλογο με το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, υποβάλλοντας προδικαστικά ερωτήματα, όποτε έχει αμφιβολίες για την ερμηνεία ή το κύρος των ενωσιακών πράξεων. Στην παρούσα εργασία μελετώνται η εφαρμογή του θεσμού της προδικαστικής παραπομπής από το Συμβούλιο της Επικρατείας από την προσχώρηση της χώρας μας στην ΕΕ μέχρι σήμερα και τα γόνιμα αποτελέσματα της επικοινωνίας του ΣτΕ με το ΔΕΕ (Α Μέρος) και, στη συνέχεια, τα ειδικότερα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, καθ όλη τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης του ΣτΕ με το ενωσιακό δίκαιο και το δικαστή της Ένωσης, με παράθεση του πραγματικού και νομικού πλαισίου που τα προκάλεσε (Β Μέρος). 5 Χ. Γεραρής, ΝοΒ 1988, σελ. 1037 επ. 2
Α ΜΕΡΟΣ: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Η σημαντικότερη και πλέον πρωτότυπη έκφανση της ενωσιακής έννομης προστασίας είναι η διαδικασία υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Κανένα ένδικο βοήθημα ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει επηρεάσει τόσο αποφασιστικά την πορεία της ίδιας της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο η κατ άρθρο 267 ΣΛΕΕ προδικαστική παραπομπή. 6 Η διαδικασία αυτή βρίσκεται στον πυρήνα του έμμεσου ελέγχου της συμπεριφοράς κρατών και θεσμικών οργάνων (Ι). Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ελληνικό ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, εφαρμόζει αποτελεσματικά το μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής και συνδιαλέγεται με το Δικαστήριο της Ένωσης (ΙΙ). Ι.Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ Α. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και οι σκοποί της προδικαστικής παραπομπής Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρώην 234 ΣΕΚ και παλαιότερα 177 ΣΕΟΚ) ορίζει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει με προδικαστικές αποφάσεις: α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών, καθώς και β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, τα προδικαστικά ερωτήματα υποβάλλονται από δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα. Η προδικαστική παραπομπή συνιστά μια διαδικασία συνεργασίας μεταξύ εθνικού δικαστή και ενωσιακού δικαστή, 7 μέσω της οποίας επιδιώκεται να ικανοποιηθούν ποικίλοι σκοποί. Ο πρώτος αφορά την ανάγκη διασφάλισης της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης, η οποία εξυπηρετεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών και των νομικών προσώπων. Η ίση μεταχείριση των διοικουμένων θα απειλούνταν πράγματι, εάν οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. 8 Ο δεύτερος σκοπός επιδιώκει την παροχή βοήθειας προς τον εθνικό δικαστή. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του ενωσιακού δικαίου ισχύει άμεσα και εφαρμόζεται απευθείας από τον εθνικό δικαστή, είτε χάρη σε ενέργεια του διαδίκου, είτε μετά από αυτεπάγγελτη πρωτοβουλία του ίδιου, ο δικαστής μπορεί ανά πάσα στιγμή να συναντήσει δυσκολίες κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του. Στις περιπτώσεις αυτές ο εθνικός δικαστής δεν επιτρέπεται να επικαλεσθεί άγνοια του δικαίου ή απορίες του, που θα εμπόδιζαν την 6 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ. 618 7 Υπόθ. C-83/91, Meilicke 8 Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σελ. 620 3
έκδοση της απόφασής του. Με την προδικαστική παραπομπή παρέχεται στον εθνικό δικαστή η δυνατότητα να ξεπεράσει τις δυσχέρειες σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης, χάρη στην υποστήριξη του ενωσιακού δικαστή. Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής αναλαμβάνει και έναν εξίσου αξιόλογο ρόλο στο πλαίσιο αυτής καθεαυτής της ενωσιακής έννομης προστασίας: Αφενός δίνει τη δυνατότητα να εξετάζεται το κύρος του δικαίου της Ένωσης και μάλιστα κατά διαδικασία απαλλαγμένη τόσο από τα στενά χρονικά περιθώρια όσο και από τις άλλες αυστηρές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες προκαλεί ο ιδιώτης έλεγχο νομιμότητας των ενωσιακών πράξεων. 9 Αφετέρου, καλύπτει και την αδυναμία του ιδιώτη να στραφεί κατά του κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου, διότι μέσω της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου παρέχεται η ευκαιρία στον εθνικό δικαστή να ελέγξει τελικά, αν το εθνικό δίκαιο συνάδει προς το ενωσιακό. Τέλος, ο διάλογος που διανοίγεται μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαστή με την προδικαστική παραπομπή δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο το ενωσιακό δίκαιο να επηρεάζει τα επί μέρους εθνικά, αλλά και αντίστροφα, τα εθνικά δίκαια, με τα δικά τους ξεχωριστά χαρακτηριστικά, να αναζωογονούν το ενωσιακό δίκαιο, τροφοδοτώντας το διαρκώς με νέα, χρήσιμα στοιχεία. 10 Η παραδεκτή υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος προϋποθέτει: α) Αρμοδιότητα των δικαστηρίων στα οποία υποβάλλεται το προδικαστικό ερώτημα. Αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ΔΕΚ). Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα να ανατεθεί στο Γενικό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων σε ορισμένους τομείς, οι οποίοι καθορίζονται από τον Οργανισμό (άρθρο 256 ΙΙΙ ΣΛΕΕ). Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καθόλου χρήση της δυνατότητας αυτής και για όλα τα ερωτήματα εθνικών δικαστηρίων εκδίδονται προδικαστικές αποφάσεις αποκλειστικά και μόνο από το Δικαστήριο. β) Αρμοδιότητα των δικαστηρίων που υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα. Η προδικαστική παραπομπή προϋποθέτει την υποβολή ερωτήματος εκ μέρους «δικαστηρίου κράτους μέλους». Στηριζόμενο στην αρχή της αυτόνομης ερμηνείας της έννοιας του εθνικού δικαστηρίου βάσει του ενωσιακού δικαίου, το Δικαστήριο διαμόρφωσε τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα εθνικό όργανο ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα (jurisdictio). Τα κριτήρια αυτά είναι η εκ του νόμου ίδρυση του οργάνου (αποκλείονται οι διαιτητές) 11, η μονιμότητα (αποκλείονται ad hoc δικαστήρια), η δικαιοδοσία του, που πρέπει να είναι υποχρεωτική (αποκλείονται οι διαμεσολαβητές), η τήρηση της αρχής της κατ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης (audiatur et altera pars), 9 Ε. Σαχπεκίδου, Αρμ 2000, σελ. 754, Ξ. Γιαταγάνας, ΕΕΕυρΔ 1988, σελ. 425 επ. 10 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ. 621 11 Το ΔΕΕ αρνήθηκε να απαντήσει σε ερώτημα που προερχόταν από διαιτητικό δικαστήριο, υπόθ. Nordsee της 23.3.1982 4
η δεσμευτικότητα των αποφάσεών του (αποκλείονται οι γνωμοδοτικού χαρακτήρα κρίσεις), η εφαρμογή κανόνων δικαίου (αποκλείονται οι αποφάσεις ex aequo et bono) και η ανεξαρτησία. 12 γ) Δίκη εκκρεμή ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Προϋποτίθεται εκκρεμής δίκη ενώπιον του οργάνου που υποβάλλει το ερώτημα. Σκοπός της Συνθήκης είναι να αναμειγνύεται το ΔΕΕ μόνον προκειμένου να βοηθηθεί το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να εκδώσει ορθότερη απόφαση σε σχέση προς τα θέματα του ενωσιακού δικαίου και όχι να γνωμοδοτεί το δικαστήριο της Ένωσης σε επίπεδο ακαδημαϊκό. 13 Η όλη διαδικασία αρχίζει και λήγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ο εθνικός δικαστής πρέπει να έχει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του ενωσιακού δικαίου. Το ζήτημα της ερμηνείας ή του κύρους του ενωσιακού δικαίου διέρχεται, ως παρεμπίπτον ζήτημα, από τον έλεγχο του Δικαστηρίου, το οποίο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο του κύρους και την ερμηνεία πράξεων ή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. 14 Κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, άλλα από τα εθνικά δικαστήρια δικαιούνται να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα, ενώ άλλα βαρύνονται από υποχρέωση παραπομπής. Η διάκριση που γίνεται στην παραπάνω διάταξη εξαρτά τη διαφοροποίηση από τη φύση των αποφάσεων που εκδίδει κάθε φορά το εθνικό δικαστήριο. Ειδικότερα, αν οι αποφάσεις του προσβάλλονται με ένδικα μέσα, το δικαστήριο αυτό εξοπλίζεται απλώς με διακριτική ευχέρεια σχετικά με την υποβολή του προδικαστικού. Εάν όμως οι αποφάσεις του δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με ένδικο μέσο, τότε υποχρεούται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα. Ο διαχωρισμός αυτός οφείλεται στην επιθυμία της Συνθήκης να δοθεί σε κάθε υπόθεση, που σχετίζεται με το κοινοτικό δίκαιο, μια τουλάχιστον ευκαιρία για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Εάν η ευκαιρία δεν αξιοποιηθεί, μέχρι να φθάσει η υπόθεση στον ανώτατο βαθμό, θα πρέπει υποχρεωτικά στον τελευταίο τουλάχιστον βαθμό να εμπλακεί το Δικαστήριο στην υπόθεση, όταν υπάρχει πραγματικά περιθώριο εμπλοκής του. 15 Ως δικαστήρια που υποχρεούνται να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα μπορούν να θεωρηθούν, εκτός των ανωτάτων δικαστηρίων μιας χώρας, εκείνων δηλαδή που δικάζουν από τη φύση τους, μόνον σε τελευταίο βαθμό και άλλα, κατώτερα δικαστήρια, εάν για ειδικούς λόγους της διαδικασίας ενώπιόν τους, εκδίδουν αποφάσεις απρόσβλητες από ένδικα μέσα (όπως τα δικαστήρια των ασφαλιστικών μέτρων), καθώς και όσα εθνικά δικαστήρια αποφαίνονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. 12 Β. Χριστιανός, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ. 145, Β. Σκουρής, ΕΕΕυρΔ 2001, σελ. 441 επ., Δ. Δούκας, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 331 επ. 13 Ε. Σαχπεκίδου, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 315 επ. 14 Β. Χριστιανός, ό.π. σελ. 141 15 Ε. Σαχπεκίδου, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 315 επ. 5
Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει προσθέσει άλλη μία εξαίρεση που δεν αναφέρεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Πρόκειται για την υποχρέωση όλων των εθνικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως βαθμού, να παραπέμψουν κάθε ερώτημα σχετικά με τον έλεγχο του κύρους πράξεων του παραγώγου δικαίου, όταν έχουν σοβαρή αμφιβολία για το κύρος και προτίθενται να κρίνουν άκυρη πράξη του παραγώγου δικαίου (υπόθ. 314/85, Foto-Frost). Τούτο σημαίνει ότι ακόμη και κατώτερο εθνικό δικαστήριο δύναται να κρίνει ότι η πράξη του παραγώγου δικαίου (π.χ. κανονισμός) είναι έγκυρη, αλλά δεν μπορεί, χωρίς να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα, να καταλήξει στο ότι δεν είναι έγκυρη. 16 Από την άλλη πλευρά, με αφορμή προδικαστικό ερώτημα του ιταλικού ακυρωτικού στην πολύ γνωστή υπόθεση CILFIT (υπόθ. 283/81), τέθηκε και το ζήτημα των ορίων της υποχρέωσης που μπορεί να βαρύνει τα δικαστήρια της τρίτης παραγράφου του σημερινού άρθρου 267 ΣΛΕΕ (τότε 177 ΙΙΙ ΣΕΟΚ). 17 Επειδή τα δικαστήρια της τρίτης παραγράφου του άρθρου είναι συνήθως ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών, συζητήθηκε, αν ήταν υποχρεωμένα πάντοτε σε αυτόματη υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΚ, κάθε φορά που ετίθετο θέμα κοινοτικού δικαίου. Στη διαμόρφωση της απάντησης του ΔΕΚ ρόλο έπαιξε και η γαλλικής προέλευσης θεωρία της σαφούς πράξης (acte clair). Το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα διακρίνοντας τρεις περιπτώσεις στις οποίες τα ανώτατα δικαστήρια απαλλάσσονται από την υποχρέωση να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα. Πρώτον, αν το ίδιο ζήτημα έχει ήδη αντιμετωπισθεί με προηγούμενη απόφασή του και ο ενωσιακός κανόνας έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η υποβολή προδικαστικού είναι προφανώς περιττή. Δεύτερον, αν ανάλογο -όχι αναγκαστικά το ίδιο ακριβώς ζήτημα- έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πάγιας νομολογιακής επεξεργασίας εκ μέρους του ΔΕΚ. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία με την οποία αντιμετωπίσθηκε το ζήτημα δεν είναι υποχρεωτικό να είναι πάντα η ίδια. Η τρίτη, τέλος, πιθανότητα να αποφύγουν τα δικαστήρια της τρίτης παραγράφου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ την υποχρεωτική παραπομπή στο Δικαστήριο, είναι η περίπτωση κατά την οποία η ερμηνεία της επίμαχης διάταξης είναι τόσο σαφής και δεν δημιουργεί «καμία εύλογη αμφιβολία», ώστε δεν χρειάζεται η βοήθειά του. Η αποδοχή αυτή της θεωρίας τελεί ωστόσο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις: πριν καταλήξει στο συμπέρασμα της απόλυτης σαφήνειας της πράξης το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι η εν λόγω πράξη είναι εξίσου σαφής τόσο για το ΔΕΕ όσο και για τα δικαστήρια των υπόλοιπων κρατών μελών. Κατά την έρευνά του αυτή το εθνικό δικαστήριο δεν πρέπει να λησμονεί ακόμη ότι το κοινοτικό δίκαιο αφενός διατυπώνεται σε πολλές επίσημες γλώσσες, όλες εξίσου δεσμευτικές, έχει αφετέρου, δική του ορολογία, που δεν ταυτίζεται πάντα με εκείνη των εθνικών δικαίων, ενώ τέλος ερμηνεύεται με ιδιόμορφο τρόπο, υπό το φως των κοινοτικών αναγκών και των εξελίξεων της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Προκειμένου να αποφασίσει λοιπόν κανείς για την αδιαμφισβήτητη σαφήνεια μιας πράξης του ενωσιακού δικαίου, οι όροι 16 Β. Χριστιανός, ό.π. σελ. 142 επ. 17 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.631 επ., Β. Σκουρής, ΕΕΕυρΔ 1982 σελ. 87 επ., U. Everling, ΕΕΕυρΔ 1984, σελ. 225 επ. 6
διαμορφώνονται τόσο αυστηρά, ώστε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι σχεδόν αδύνατο να προχωρήσει το εθνικό δικαστήριο σε απόφαση χωρίς την παρεμβολή του Δικαστηρίου, αν δεν υφίσταται τελικά προηγούμενη σχετική νομολογία του ενωσιακού δικαστηρίου. Περαιτέρω, τίθεται ζήτημα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες περιστέλλεται η διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή, ιδίως των κατώτερων βαθμίδων, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, μέσω εθνικών ρυθμίσεων ή εθνικής νομολογίας ανωτάτων δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές το Δικαστήριο θεώρησε τις εθνικές απόπειρες περιστολής της διακριτικής ευχέρειας του εθνικού δικαστή αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. Σε μια από τις γνωστότερες υποθέσεις, στην υπόθεση Simmenthal 18, ο εθνικός δικαστής, που είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, κλήθηκε από το ΔΕΕ να αφήσει ανεφάρμοστη αυτεπαγγέλτως κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να οφείλει να περιμένει την προηγούμενη απάλειψή της διά της νομοθετικής οδού ή με άλλο συνταγματικό μέσο, εάν η ύπαρξή της παρεμποδίζει την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος (ΔΕΚ 9.3.1978, Simmenthal, 106/77). Με όμοια λογική, εθνικοί κανόνες, οι οποίοι δεσμεύουν κατώτερο δικαστήριο από τη νομική κρίση ανώτερου δικαστηρίου, δεν στερούν από το κατώτερο δικαστήριο τη δυνατότητα παραπομπής στο Δικαστήριο της Ένωσης, εάν το συγκεκριμένο δικαστήριο διαφωνεί στο ζήτημα του δικαίου της Ένωσης με την κρίση του ανώτερου δικαστηρίου. Β. Το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος, η διαδικασία υποβολής του και οι συνέπειες της προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εκτείνεται: α) στην ερμηνεία του πρωτογενούς δικαίου (Συνθήκες, πρωτόκολλα, γενικές αρχές), β) στον έλεγχο του κύρους και την ερμηνεία πράξεων των θεσμικών οργάνων που θεσπίζει το παράγωγο δίκαιο (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, ακόμη και μη δεσμευτικές πράξεις π.χ. γνώμες, συστάσεις 19 ), γ) στον έλεγχο του κύρους και την ερμηνεία πράξεων των λοιπών οργάνων (π.χ. ΕΚΤ) ή οργανισμών της Ένωσης, οι οποίες εντάσσονται έτσι στο δίκαιο της Ένωσης. Η νομολογία του Δικαστηρίου προσέθεσε στις παραπάνω πράξεις και τις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση καθώς και τις μικτές συμφωνίες, όπως και τις συμφωνίες που δύνανται να εφαρμόζονται σε εσωτερικές καταστάσεις στα κράτη μέλη. Επομένως, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποκλείεται ο έλεγχος των πραγματικών περιστατικών ή η ερμηνεία του εθνικού δικαίου. 20 Κατά τον έλεγχο του κύρους του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ενδεχόμενο αμφισβήτησης του κύρους μιας γενικήςκανονιστικής πράξης, που συχνά ο ιδιώτης δεν μπορεί να προκαλέσει απευθείας μέσω 18 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ. 633 19 Υπόθ. C-322/88, Grimaldi 20 Β. Χριστιανός, ό.π., σελ.141, Δ. Δούκας, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 331 επ. 7
προσφυγής ακύρωσης. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι με προδικαστικό ερώτημα μπορεί να τεθεί ενώπιόν του και το ζήτημα του κύρους μιας οδηγίας ακόμη και κατά τον χρόνο που διαρκεί η προβλεπόμενη για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο προθεσμία και ενώ το κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει κανένα εθνικό μέτρο μεταφοράς της. Το κριτήριο με το οποίο διεξάγεται ο έλεγχος νομιμότητας δεν διαφέρει επίσης από το κριτήριο που χρησιμοποιείται για την εξέταση της προσφυγής ακύρωσης. 21 Ένα άλλο ζήτημα αφορά την τύχη των εθνικών πράξεων, που βασίζονται σε μια ενωσιακή, για το κύρος της οποίας έχει στο μεταξύ υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή των εθνικών πράξεων, που έχουν εκδοθεί δυνάμει της αμφισβητούμενης ενωσιακής, μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά, μέχρις ότου διευκρινισθεί το ζήτημα του κύρους αυτής της πράξης. 22 Αν η κρίση του Δικαστηρίου κατά τον έλεγχο του κύρους αποβεί σε βάρος της κρινόμενης διάταξης ή πράξης, το Δικαστήριο δεν μπορεί κατά τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής να ακυρώσει την πράξη, αλλά διαπιστώνει απλώς το ανίσχυρό της. Το αρμόδιο θεσμικό όργανο οφείλει βέβαια, να φροντίσει για την ταχεία απόσυρση της πράξης ή την αντικατάστασή της από άλλη, πουδεν θα βαρύνεται από ελαττώματα. Κατά τη διαδικασία υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει: α) Αν είναι αναγκαίο ή όχι να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, β) Το στάδιο της ενώπιόν του διαδικασίας, κατά το οποίο το ερώτημα θα υποβληθεί, γ) Το περιεχόμενο και τη διατύπωση του ερωτήματος. Οι όροι υποβολής του ερωτήματος, το περιεχόμενο και η διατύπωσή του, αλλά και άλλα στοιχεία, όπως η διεθνής δικαιοδοσία, η αρμοδιότητα, ο δικαιοδοτικός κλάδος στον οποίο ανήκει το όργανο που υποβάλει το προδικαστικό ερώτημα, το είδος της διαδικασίας ή ο δικαιοδοτικός βαθμός, στον οποίο βρίσκεται η δίκη, διέπονται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο του αιτούντος οργάνου και δεν επηρεάζουν το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος. 23 Σε συνάρτηση προς το χρονικό σημείο υποβολής του ερωτήματος, το Δικαστήριο προσθέτει ότι καλό είναι το ερώτημα να υποβάλλεται σε σχετικά ώριμο στάδιο της δίκης, 24 όταν δηλαδή ο εθνικός δικαστής έχει ακούσει όλες τις πλευρές και έχει σχηματίσει μια σχετικά ακριβή εικόνα των νομικών προβλημάτων της επίδικης υπόθεσης. Μόνον τότε μπορεί να διατυπώσει με σαφήνεια τα προβλήματα ενωσιακού δικαίου, που τον απασχολούν, ώστε να αποσπάσει και την πλέον λυσιτελή απάντηση από το Δικαστήριο. 21 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.637 22 Υπόθ. C-143/88 και C-92/89 Zuckerfabrik και C-465/93 Atlanta 23 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.638 επ. 24 Βλ. Συστάσεις ΔΕΕ προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, 2012 8
Ο τρόπος με τον οποίο υποβάλλεται το προδικαστικό ερώτημα υπαγορεύεται και πάλι από το εθνικό δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος δικαστή. 25 Στο ελληνικό δίκαιο η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστή αναστέλλεται και εκδίδεται μια μη οριστική απόφαση, με την οποία διατυπώνεται το προδικαστικό ερώτημα. Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να καθορίζει τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει. 26 Με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να γίνεται, συνεπώς, κατανοητό το νομικό περιεχόμενο της διαφοράς, αλλά και οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις, όπως και οι λόγοι που ωθούν τον εθνικό δικαστή στην υποβολή του ερωτήματος. 27 Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να προκύπτουν από την ίδια την απόφαση περί παραπομπής και όχι από έγγραφα των διαδίκων, διότι μόνον η παραπεμπτική απόφαση κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους, κυρίως δηλαδή στα κράτη μέλη, συνοδευόμενη από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα κάθε κράτους. Ο εθνικός δικαστής, ο οποίος υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, θα πρέπει να διαμορφώνει συγκεκριμένο ερώτημα τόσο για το νομικό ζήτημα που τον απασχολεί, όσο και για τη σύνδεσή του με το ενωσιακό δίκαιο αλλά και την επίδικη διαφορά. Εάν τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής και δεν μπορούν ούτε να συναχθούν από το Δικαστήριο, το ερώτημα είναι απαράδεκτο. Η τακτική της εκτίμησης των προδικαστικών ερωτημάτων ως απαραδέκτων, σπανιότατη κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής των Κοινοτήτων, άρχισε να ακολουθείται τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας πολλών προδικαστικών ερωτημάτων ατελώς διατυπωμένων, ώστε να μην επιτρέπεται στον ενωσιακό δικαστή να αντιληφθεί ποιο πρόβλημα ενωσιακού δικαίου απασχολεί το εθνικό δικαστήριο. 28 Από την πλευρά του, το Δικαστήριο της Ένωσης δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα, παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία δεν έχει σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως 29, όταν τα ερωτήματα με τα οποία ζητείται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για τη λύση της διαφοράς από το εθνικό δικαστήριο 30 ή δεν έχουν καμιά σχετική συνάφεια με το αντικείμενο της κύριας δίκης. 31 Το Δικαστήριο έχει αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία του τέθηκαν επ αφορμή διαφοράς που κρίθηκε ως κατασκευασμένη, δηλαδή ως πλασματική. 32 Τέλος, και η μεταβολή του εθνικού νομικού πλαισίου μπορεί να επηρεάσει την πορεία του προδικαστικού ερωτήματος. Ο μέσος όρος για την έκδοση μιας προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου κυμαίνεται τα τελευταία πέντε χρόνια σε 17,0 μήνες το 25 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.640 επ. 26 Υπόθ. C-378/93, La Pyramide 27 Υπόθ. 104/79, Foglia Ι 28 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.642, Ε. Σαχπεκίδου, Αρμ 2000, σελ. 737 επ. 29 Υπόθ. C-343/90, Lourenco Dias 30 Υπόθ. C-428/93, Monin Automobiles 31 Υπόθ. C-286/88, Falciola, Δ. Δούκας, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 331 επ. 32 Β. Χριστιανός, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ.147 9
2009, σε 16,1 μήνες το 2010, σε 16,3 μήνες το 2011, σε 15,6 μήνες το 2012 και 16,3 μήνες το 2013. 33 Με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ένωσης, ολοκληρώνεται η διαδικασία σε ενωσιακό επίπεδο. Η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου είναι απολύτως δεσμευτική, καταρχήν για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα. Παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου της κύριας δίκης να συμμορφωθεί με την απόφαση του ενωσιακού Δικαστηρίου, συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης και καθιστά την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου ελαττωματική. Μόνη περίπτωση συγγνωστού παραμερισμού της απόφασης του ΔΕΕ είναι εκείνη κατά την οποία ο εθνικός δικαστής αποφασίζει εκ των υστέρων ότι στην υπόθεση δεν εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης ή εφαρμόζονται άλλοι κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Με δεδομένη τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής του ερωτήματος και επειδή πολλές φορές στις περιπτώσεις αυτές μεταβάλλεται η συγκεκριμένη σύνθεση του δικαστηρίου, που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα, μια τέτοια μεταβολή στάσης δεν πρέπει να θεωρηθεί απίθανη. 34 Εξάλλου, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η απόφαση είναι δεσμευτική και για τα ανώτερα δικαστήρια που θα επιληφθούν της ίδιας υπόθεσης, μετά από άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αρχικής απόφασης του εθνικού δικαστή. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό της προδικαστικής διαδικασίας είναι ότι η απόφαση του ΔΕΕ αναπτύσσει δεσμευτικές συνέπειες για κάθε άλλο δικαστήριο του ίδιου κράτους μέλους ή άλλων κρατών μελών, που αντιμετωπίζει το ίδιο ή και παρεμφερές πρόβλημα με εκείνο της κύριας δίκης. 35 Στην περίπτωση της διαπίστωσης του ανισχύρου, η απόφαση του Δικαστηρίου αναπτύσσει δεσμευτικότητα erga omnes. Το σύνολο των εθνικών δικαστηρίων πρέπει να θεωρεί την ενωσιακή πράξη, η έλλειψη του κύρους της οποίας αναγνωρίσθηκε από το Δικαστήριο, ως μη έγκυρη. 36 Στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την έρευνά του δεν προέκυψαν στοιχεία σε βάρος του κύρους της επίδικης πράξης, η απόφασή του δεν αναπτύσσει τόσο ευρεία και απόλυτη δεσμευτικότητα, παρά μόνον για το λόγο ή τους λόγους ανισχύρου, που εξετάσθηκαν ήδη από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση του Δικαστηρίου ερμηνεύει απλώς έναν κανόνα του δικαίου της Ένωσης, εθνικό δικαστήριο, που θα κληθεί να εφαρμόσει την ίδια πράξη του δικαίου της Ένωσης, είναι υποχρεωμένο να την εφαρμόσει κατά τον τρόπο, τον οποίο υπέδειξε το Δικαστήριο. Επειδή μία τέτοια απόφαση αποφαίνεται επί νομικού ζητήματος, δηλαδή για την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, η ισχύς της ενδέχεται και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αν τα πραγματικά περιστατικά είναι ταυτόσημα, θα πρέπει λογικά να εκτείνεται και πέρα από τα όρια της επίδικης διαφοράς επ αφορμή της οποίας εκδόθηκε. Εντούτοις, ο 33 Βλ. Έκθεση Πεπραγμένων του Δικαστηρίου έτους 2013 34 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.646, Χ. Γεραρής, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 297 επ. 35 Βλ. υπόθ. Cilfit, της 6.10.1982, 283/81 36 Β. Χριστιανός, ό.π., σελ.151 10
εθνικός δικαστής, που είναι αποδέκτης μιας τέτοιας απόφασης, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος δικαστής που αντιμετωπίζει το ίδιο ή συναφές ζήτημα ερμηνείας, δεν εμποδίζεται να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο, εάν το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να ζητήσει είτε νέα ερμηνεία στο ήδη υποβληθέν ερώτημα, υπό το φως νέων στοιχείων εκτίμησης ή μιας διαφορετικής οπτικής ή περαιτέρω διευκρινίσεις. Σε τελική ανάλυση, εάν πρόκειται για κανόνα ευρείας και γενικής εφαρμογής, η δοθείσα μέσω της απόφασης του Δικαστηρίου ερμηνεία αποτελεί όχι δεδικασμένο, αλλά ένα σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο δεν ανατρέπεται με ευκολία, ακόμη και στην περίπτωση που μεταγενέστερες διευκρινίσεις επιτρέπουν μία εν γένει διαφορετική οπτική. 37 Ως προς τα διαχρονικά αποτελέσματα των προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου, έχει σ ένα πρώτο στάδιο κριθεί ότι ως προς την ερμηνεία, κατ εξαίρεση μόνο μπορεί να γίνει ο περιορισμός της αναδρομικής ενέργειας των αποφάσεών του και τούτο με βάση επιτακτικούς λόγους της ασφάλειας του δικαίου. 38 Το Δικαστήριο επεξέτεινε μεταγενέστερα τη νομολογία του στον περιορισμό της αναδρομικής ισχύος των αποφάσεών του σε περίπτωση ελέγχου του κύρους. 39 Τέλος, η σχέση εθνικού και ενωσιακού δικαστή διαταράσσεται κατά δύο κυρίως τρόπους, είτε το εθνικό δικαστήριο δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα, ενώ θα όφειλε, είτε το εθνικό δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη του την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, αν και το ίδιο την έχει ζητήσει ή ενώ είναι προφανές ότι η προδικαστική απόφαση εφαρμόζεται στην ενώπιόν του διαφορά, ακόμη και χωρίς να την έχει ζητήσει το ίδιο. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις υπάρχει παράβαση του δικαίου της Ένωσης. 40 Από το Δικαστήριο κρίθηκε ότι η ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις, στις οποίες η ζημία του ιδιώτη οφείλεται σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου (ΔΕΚ, 20.9.2003, Köbler, C- 224/01). Κατ αυτό τον τρόπο, ο ιδιώτης μπορεί να αποζημιωθεί από τη χώρα μέλος, εάν η άρνηση του εθνικού ανώτατου δικαστηρίου της να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ή να συμμορφωθεί με προδικαστική απόφαση, του έχει προξενήσει ζημία και μάλιστα, χωρίς να εξετάζεται αν το εθνικό δίκαιο αποδέχεται στο εσωτερικό της χώρας ανάλογη ευθύνη του κράτους. 41 Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο να διωχθεί η χώρα μέλος και σε επίπεδο ενωσιακό στα πλαίσια της προσφυγής της Επιτροπής κατά του κράτους μέλους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Αν και η ενεργοποίηση αυτού του άρθρου δεν αποκαθιστά βέβαια την αδικία ή τη ζημία που έχει υποστεί ο συγκεκριμένος διάδικος. 42 37 Β. Χριστιανός, ό.π., σελ.152 38 Υπόθ. 43/75, Defrenne 39 Υπόθ. 33/84, Fragd, Β. Χριστιανός, ό.π., σελ.152 επ. 40 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.649 41 ΔΕΚ, 13.6.2006, Traghetti del Mediterraneo, C-173/03 42 Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ.650 11
ΙΙ. Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Α. Τα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα και η αρχική διστακτικότητα του ΣτΕ Στα περισσότερα κράτη μέλη χρειάστηκε κάποιο χρονικό διάστημα για να εξοικειωθεί ο εθνικός δικαστής με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής. 43 Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας υποβλήθηκε έξι χρόνια μετά από την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1.1.1981), με την 2605/1986 απόφαση της Ολομέλειάς του. Η καθυστέρηση είχε προκαλέσει σχόλια σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο είτε με την έννοια ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο βάδιζε με αργούς ρυθμούς στην ελληνική πραγματικότητα είτε με την υποψία ότι τα ελληνικά δικαστήρια διέκειντο εχθρικά προς το μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής. Και όμως η έναρξη του διαλόγου με το ΔΕΕ δεν ξεπέρασε κατά πολύ το φυσιολογικό χρονικό όριο που χρειάσθηκαν τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών για να προσαρμοσθούν στην κοινοτική αυτή διαδικασία. Ανάλογα, ο μηχανισμός της προδικαστικής παραπομπής υιοθετήθηκε με κάποιους κραδασμούς από όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών (Conseil d Etat στη Γαλλία, Bundesfinanzhof στη Γερμανία). 44 Συνεπώς, η ανωτέρω διστακτικότητα του ΣτΕ τα πρώτα χρόνια ήταν αναμενόμενη, καθώς βρέθηκε ξαφνικά απέναντι στην εισβολή μιας άλλης υπερεθνικής έννομης τάξης και σε ένα ήδη διαμορφωμένο μεγάλο νομοθετικό σώμα κανόνων δικαίου που ήταν δύσκολο να αφομοιώσει. 45 Μέχρι το έτος 2000, το ΣτΕ είχε εκδώσει άλλες τέσσερις παραπεμπτικές αποφάσεις προς το ΔΕΕ, πολύ περισσότερες από τα άλλα ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας, ήτοι τις 3312-3/1989, 3381/1995, 5302/1995 του Δ Τμήματος και την 1377/1998 του Α Τμήματός του. Αξιοσημείωτο είναι ότι όλες οι ανωτέρω παραπεμπτικές αποφάσεις, συνοδεύουν τα ερωτήματα με την παράθεση της γνώμης του δικαστηρίου της παραπομπής, ώστε να διευκολύνεται σημαντικά το έργο του ΔΕΕ ως προς το σχηματισμό της δικανικής του σκέψης, αναβαθμίζοντας το διάλογο μεταξύ κοινοτικού και εθνικού δικαστή. 46 Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ είναι διστακτικότερη από τα Τμήματα ως προς την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων, μολονότι το ΣτΕ ως ανώτατο δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, είναι υποχρεωμένο να απευθύνεται στο ΔΕΕ, κάθε φορά που διατηρεί αμφιβολία σχετικά με την ερμηνεία διάταξης του ενωσιακού δικαίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας μία φορά ανακάλεσε το προδικαστικό του ερώτημα (βλ. Β Μέρος, Ι, Α, ΣτΕ 3381/1995), και μίαν άλλη, δεν ακολούθησε τη απάντηση του Δικαστηρίου, κρίνοντας λίγο καθυστερημένα ότι ο αιτών δεν είχε έννομο συμφέρον προβολής του σχετικού λόγου (βλ. Β Μέρος, Ι, Α, ΣτΕ 5302/1995). Αλλά δεν επρόκειτο για περιπτώσεις ελλείψεως συνεργασίας, αφού η 43 Δ. Αναγνωστοπούλου-Γιαννακού, ΝοΒ 2003, σελ. 1805 44 Χ. Γεραρής, ΝοΒ 1988, σελ. 1038 45 Ε. Κρουσταλλάκης, ΕΕΕυρΔ 1985, σελ. 59 επ. 46 Χ. Γεραρής, ΕΕΕυρΔ 1995, σελ. 310 12
νομολογία του ΔΕΕ δεν απέκλειε τέτοιους χειρισμούς. 47 Πάντως, τα ελληνικά δικαστήρια δεν ήλθαν σε ανοικτή ρήξη με το ΔΕΕ, όπως π.χ. τα γερμανικά δικαστήρια και θεώρησαν δεδομένη την υποχρέωσή τους ότι δεσμεύονται από τις αποφάσεις του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι, με τροποποίηση του οργανικού νόμου του ΣτΕ, η αρμοδιότητα αποστολής προδικαστικού ερωτήματος είχε ανατεθεί αρχικά αποκλειστικά στην Ολομέλεια. Πράγματι, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5 του ν.1470/1984 είχε προστεθεί στην οργανική νομοθεσία του ΣτΕ η περίπτωση μιας «προ-προδικαστικής» διαδικασίας, η οποία προέβλεπε υποχρεωτική παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια, όταν το Τμήμα έκρινε ότι έπρεπε να παραπεμφθεί προκριματικό ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή επικρίθηκε έντονα και τέθηκε ζήτημα αντίθεσής της προς το άρθρο 177 ΣυνθΕΟΚ 48 (ήδη 267 ΣΛΕΕ), εφόσον αφαιρούσε από τα Τμήματα του ΣτΕ την αρμοδιότητα διατύπωσης προδικαστικού ερωτήματος, θεσπίζοντας μονοπώλιο υπέρ της Ολομέλειας. Η διαδικασία αυτή αποστερούσε τα Τμήματα από την άμεση συνεργασία με το ΔΕΕ, δυσχέραινε υπέρμετρα το μηχανισμό της παραπομπής, ενώ παράλληλα επιμήκυνε το χρόνο της οριστικής εκδίκασης της υπόθεσης. Η ανωτέρω διάταξη, πάντως, καταργήθηκε λίγο αργότερα, με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν.1738/1987. Παρά την κατάργηση της ρύθμισης αυτής, τα Τμήματα του ΣτΕ απέφευγαν να αποστείλουν τα ίδια προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ και συνέχισαν να παραπέμπουν την υπόθεση στην Ολομέλεια, επικαλούμενα λόγους σπουδαιότητας του ζητήματος, όποτε ανέκυπτε ενώπιόν τους θέμα ενωσιακού δικαίου. Ενδεικτικά αναφέρονται οι 49 ΣτΕ 2807-9/1997, με τις οποίες επί ακυρωτικής διαφοράς που αφορούσε την άρνηση αναγνώρισης από το ΔΙΚΑΤΣΑ πανεπιστημιακών πτυχίων άλλων κρατών μελών, μολονότι κρίθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση διατύπωσης προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ, ως προς το εάν οι επίδικοι τίτλοι σπουδών καλύπτονταν από το κοινοτικό δίκαιο, προτίμησαν να παραπέμψουν την υπόθεση στην Ολομέλεια, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των αναφυομένων ζητημάτων. Ανάλογα και η ΣτΕ 249/1997 απηύθυνε στην Ολομέλεια και όχι στο ΔΕΕ το ζήτημα αν το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα οφειλετών του Δημοσίου και του ΙΚΑ συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, μολονότι τη μεν πλειοψηφία (που δεχόταν τη μη συμβατότητα) αποτελούσαν δύο σύμβουλοι, τη δε μειοψηφία (που δεχόταν τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο) αποτελούσαν ο Πρόεδρος του Τμήματος και δύο πάρεδροι. Παρομοίως η ΣτΕ 3502/1994 προτίμησε για την ίδια νομική αμφισβήτηση και με τις ίδιες αναλογίες πλειοψηφίας-μειοψηφίας, να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης σε επταμελή σύνθεση αντί να κάνει χρήση του άρθρου 177 ΣυνθΕΚ (ήδη 267 ΣΛΕΕ) και να αποταθεί προς το ΔΕΕ. Τέλος, η ΣτΕ 4753/1997 παρέπεμψε επίσης στην Ολομέλεια νομικό ζήτημα ως προς την υποχρέωση 47 Φ. Αρναούτογλου, ΝοΒ 2005, σελ. 1979 48 Υπήρξε, άλλωστε, αντικείμενο προειδοποιητικής επιστολής της Επιτροπής η οποία επέδειξε στην ελληνική δημοκρατία την τροποποίηση της διάταξης. 49 Χ. Συνοδινός, ΝοΒ 2000, σελ. 215 επ. 13
συμμόρφωσης της Διοίκησης σε διατάξεις μη μεταφερθείσας κοινοτικής οδηγίας, θέμα που άπτεται πρόδηλα του κοινοτικού δικαίου. Αλλά και η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αρνήθηκε σε κάποιες περιπτώσεις να αποστείλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: Η ΟλΣτΕ 815/1984, παρά τη μειοψηφία έξι μελών της (έναντι επτά της πλειοψηφίας), δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, περί της δυνατότητας άρνησης εισαγωγής μπανανών στη χώρα μας, ερμηνεύοντας η ίδια τον όρο «εθνική οργάνωση αγοράς». Η ΟλΣτΕ 151/1990 δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα, παρά την ύπαρξη μειοψηφίας τριών μελών, ως προς το εάν δικαιούνται επίδομα παραπληγικών και τα πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από αλλοδαπό φορέα. Επίσης, η ΟλΣτΕ 1158/1995 αρνήθηκε να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα σε ζήτημα ερμηνείας της αρχής της μη διάκρισης των φύλων, ως προς την καταβολή επιδομάτων, παρά την αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ομοίως και η ΟλΣτΕ 4938/1995 σχετικά με τη έννοια της οδηγίας 75/442 περί στερεών αποβλήτων. Η ΟλΣτΕ 1792/1997, παρά την ύπαρξη σημαντικής μειοψηφίας δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, σχετικά με το ζήτημα της συμβατότητας προς το ευρωπαϊκό δίκαιο της διά νόμου υποχρεωτικής ονομαστικοποίησης των μετοχών ανωνύμων κατασκευαστικών εταιρειών. Έτσι και η ΟλΣτΕ 4674/1998 σχετικά με το ζήτημα της συμφωνίας της εθνικής νομοθεσίας περί απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα μας οφειλετών του Δημοσίου προς το ενωσιακό δίκαιο, παρόλο που η παραπεμπτική 249/1997 απόφαση του Τμήματος είχε κρίνει απερίφραστα ότι η εν λόγω νομοθεσία είναι αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο. Η πλέον συζητημένη από τις αποφάσεις του ΣτΕ που αρνήθηκαν την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος είναι, πάντως, η ΟλΣτΕ 3457/1998, η οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει, ενόψει της οδηγίας 89/48 και της συνταγματικής απαγόρευσης ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ (άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Σ.), το θέμα της αναγνώρισης πτυχίων από αλλοδαπά Πανεπιστήμια, όταν τμήμα των σπουδών έχει γίνει στην Ελλάδα σε εργαστήρια ελεύθερων σπουδών. Μολονότι υπήρξε ισχυρή μειοψηφία δώδεκα μελών η οποία επέμενε ότι έπρεπε το Δικαστήριο να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα, η Ολομέλεια έκρινε ότι το θέμα ήταν αποκλειστικής αρμοδιότητας της εθνικής έννομης τάξης. Το καίριο ζήτημα της απόφασης αυτής είναι, εάν και κατά πόσο η αρμοδιότητα αναγνώρισης των αλλοδαπών τίτλων σπουδών, ως ισότιμων με τους εθνικούς, αφορά τον εθνικό νομοθέτη ή επηρεάζεται από το ενωσιακό δίκαιο. Ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται, πάντως, η ερμηνευτική προσέγγιση της απόφασης Cilfit του ΔΕΕ, εκ μέρους της μειοψηφίας, κατά την οποία και μόνη η ύπαρξη σημαντικώς μειοψηφούσας γνώμης ως προς το ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος αρκεί για να καταδείξει ότι το τιθέμενο ζήτημα ερμηνείας ενωσιακού δικαίου δεν είναι απολύτως σαφές και ανεπίδεκτο αμφιβολιών. 50 Έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις που το ΣτΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανέπτυξε μία στάση προστασίας της ελληνικής έννομης τάξης, επιλύοντας μόνο του τη σύγκρουση μεταξύ ελληνικής νομοθεσίας και ενωσιακού δικαίου, ιδίως 50 Ε. Μουαμελετζή. ΕΕΕυρΔ 2000, σελ. 252 επ. 14
προκειμένου να προφυλάξει το ελληνικό Σύνταγμα από την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου. Στις περιπτώσεις πάντως, που το ΣτΕ δεν αποφάσισε την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος, αν και ετίθετο ερμηνευτικό πρόβλημα ως προς την εφαρμογή διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, παρά την παράβαση της σχετικής υποχρέωσης του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, παραβιάζεται ενδεχομένως και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ. Η μη παραπομπή παραβιάζει επίσης ευθέως τη νομολογία περί σαφούς πράξεως (acte clair) που το ΔΕΕ διαμόρφωσε στην απόφαση Cilfit και εκθέτει τη χώρα μας σε ενδεχόμενη προσφυγή παραβίασης του ενωσιακού δικαίου από την ΕΕ δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. 51 Β. Οι σύγχρονες εξελίξεις Η συνεργασία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον δικαστή της Ένωσης εξελίσσεται και καθίσταται συχνότερη και πιο αποτελεσματική με την έναρξη της νέας χιλιετίας. Από την Έκθεση Πεπραγμένων του Δικαστηρίου έτους 2013, σχετικά με την εξέλιξη της δικαιοδοτικής δραστηριότητάς του, καταφαίνεται η σημασία της προδικαστικής παραπομπής, αφού περισσότερες από τις μισές εισαγόμενες σ αυτό υποθέσεις αφορούν σε αιτήσεις έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων. 52 Με βάση τα παρεχόμενα στοιχεία προκύπτει ότι οι υποβληθείσες από τα ελληνικά δικαστήρια αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής απόφασης μέχρι το έτος 2013 ανέρχονται σε 166 (βλ. κατωτέρω Πίνακα Ι). Παρατηρούμε δε, ότι 51 από αυτές έχουν υποβληθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, 10 από τον Άρειο Πάγο και 105 από τα λοιπά δικαστήρια (βλ. κατωτέρω Πίνακα ΙΙ). Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αυξήσει σημαντικά το ρυθμό αποστολής προδικαστικών ερωτημάτων, καθώς, ενώ μέχρι το έτος 2000 είχε υποβάλει μόνο 5 προδικαστικά ερωτήματα, μετά το 2000 έως και το 2013 υπέβαλε άλλα 46. Επίσης, φαίνεται πως το Συμβούλιο της Επικρατείας αποστέλλει με μεγαλύτερη συχνότητα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σε σχέση με τον Άρειο Πάγο, πράγμα που δείχνει μεγαλύτερη εξοικείωση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής, η οποία καθίσταται περαιτέρω αξιοσημείωτη αν συνυπολογισθεί η ποιότητα των τεθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, η άρτια διατύπωσή τους και η παράθεση αιτιολογημένης γνώμης, με αποτέλεσμα η παρεχόμενη προς το ΔΕΕ βοήθεια να καθίσταται ουσιαστική και να φέρνει το δικαστή ένα βήμα πιο κοντά στην επίλυση του ζητήματος. 51 Χ. Συνοδινός, ΝοΒ 2000, σελ. 217 επ. 52 Βλ. Έκθεση Πεπραγμένων του Δικαστηρίου έτους 2013 15
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι 53 ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ (1952-2013) ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 1. ΒΕΛΓΙΟ 739 15. ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ 23 2. ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 65 16. ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 83 3. ΤΣΕΧ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 34 17. ΟΥΓΓΑΡΙΑ 84 4. ΔΑΝΙΑ 155 18. ΜΑΛΤΑ 2 5. ΓΕΡΜΑΝΙΑ 2050 19. ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ 879 6. ΕΣΘΟΝΙΑ 15 20. ΑΥΣΤΡΙΑ 429 7. ΙΡΛΑΝΔΙΑ 72 21. ΠΟΛΩΝΙΑ 60 8. ΕΛΛΑΔΑ 166 22. ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ 116 9. ΙΣΠΑΝΙΑ 313 23. ΡΟΥΜΑΝΙΑ 63 10. ΓΑΛΛΙΑ 886 24. ΣΛΟΒΕΝΙΑ 5 11. ΚΡΟΑΤΙΑ 25. ΣΛΟΒΑΚΙΑ 24 12. ΙΤΑΛΙΑ 1227 26. ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ 83 13. ΚΥΠΡΟΣ 5 27. ΣΟΥΗΔΙΑ 111 14. ΛΕΤΤΟΝΙΑ 30 28. ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 566 ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ 54 ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ (1952-2013) Ελλάδα Άρειος Πάγος 10 Συμβούλιο της Επικρατείας 51 Λοιπά δικαστήρια 105 Σύνολο 166 Παράλληλα, εξετάζοντας τον αριθμό των αποσταλέντων ερωτημάτων σε σχέση με τους σχηματισμούς (Ολομέλεια Τμήματα) του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαπιστώνεται ότι τα περισσότερα από αυτά έχουν υποβληθεί από το Δ Τμήμα, στο οποίο υπάγονται, μεταξύ άλλων, υποθέσεις σχετικές με την άσκηση κάθε είδους επαγγέλματος ή επιχείρησης, επιδοτήσεις, επενδύσεις και κάθε είδους ενισχύσεις, συγκοινωνίες κλπ., ακολουθεί δε το Β Τμήμα, το οποίο εκδικάζει, μεταξύ άλλων, υποθέσεις σχετικές με φόρους, δασμούς και την προστασία του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, αρκετά διστακτική στην αρχή, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα για δεύτερη φορά το έτος 2006, είκοσι έτη μετά την 53 Βλ. Στατιστικά Στοιχεία της Έκθεσης Πεπραγμένων του Δικαστηρίου έτους 2013 54 Βλ. Στατιστικά Στοιχεία της Έκθεσης Πεπραγμένων του Δικαστηρίου έτους 2013 16
υποβολή του πρώτου προδικαστικού, αποστέλλει δε πλέον στο ΔΕΕ προδικαστικά ερωτήματα με αυξανόμενο ρυθμό. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εξάλλου, ζητήματα που απασχόλησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την τελευταία δεκαετία. Αξίζει να αναφερθεί η 3053/2009 απόφαση της Ολομέλειας, σχετικά με την περίφημη υπόθεση της εκτροπής του ποταμού Αχελώου, απόφαση σταθμός ως προς την πληρότητα και τον αριθμό (14 συνολικά) των τεθέντων ερωτημάτων, αλλά και ως προς το ρόλο του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου σε υποθέσεις σχετικές με το περιβάλλον και την προστασία του φυσικού πλούτου της χώρας μας. Μείζονος σημασίας ζητήματα τέθηκαν με την απόφαση 3670/2006 της Ολομέλειας σχετικά με το ασυμβίβαστο του «βασικού μετόχου» κατ άρθρο 14 παρ. 9 του Σ., την απαγόρευση δηλαδή της παράλληλης δραστηριοποίησης στον τομέα ανάληψης δημόσιων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών και στο πεδίο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πρόκειται για μια εκτεταμένη απόφαση, η οποία διακρίνεται από ένα υψηλό επιστημονικό επίπεδο κατά τη διατύπωση και θεμελίωση των ειδικότερων γνωμών. 55 Αν και μετά την απόφαση του ΔΕΕ, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την 3470/2011 απόφασή της έκρινε ως αντισυνταγματική τη ρύθμιση των νομοθετικών διατάξεων (άρθρα 2 και 3 του Ν.3021/2002), η ως άνω παραπεμπτική απόφαση δεν έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία, αφού, ύστερα από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ασυμβίβαστο του «βασικού μετόχου» είχε ήδη αποδυναμωθεί ουσιωδώς με τις διατάξεις του Ν.3414/2005. Περαιτέρω, το ΣτΕ αντιμετωπίζοντας ειδικότερα ζητήματα, όπως εκείνα της αναγνώρισης τίτλων σπουδών, δεν διστάζει πλέον σε θέματα που θεωρούσε ότι ήταν της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του, να ζητάει τη γνώμη του ενωσιακού δικαστή. Με την 3977/2003 απόφασή του το Δ Τμήμα ενέταξε την υπόθεση στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου και, υιοθετώντας τη γνώμη της μειοψηφίας, απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, λόγω της ύπαρξης οριακής πλειοψηφίας. Καθοριστικής σημασίας απόφαση, στο ίδιο ζήτημα της αναγνώρισης τίτλων σπουδών, αποτελεί η 778/2007 απόφαση του Δ Τμήματος, στην οποία τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία ερμηνεύουν εμπεριστατωμένα τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, καταλήγουν δε και οι δύο αντίθετες απόψεις στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Διαπιστώνεται πλέον ότι το ΣτΕ δεν αποφεύγει να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, επιδεικνύοντας «ευρωπαϊκή 56 νομιμοφροσύνη». Στα πλαίσια, άλλωστε, της προσωρινής δικαστικής προστασίας, γίνεται δεκτό ότι ακόμη και αν η ερμηνεία της ενωσιακής διάταξης δεν είναι απαλλαγμένη από κάθε εύλογη αμφιβολία και, ως εκ τούτου, τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ (υπόθεση Cilfit), η Επιτροπή Αναστολών δεν υποχρεούται στην 55 Σ. Βλαχόπουλος, ΕυρΠολ 2/2007, σελ.690 επ. 56 Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: Το ζήτημα της «Υπεροχής», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2009, σελ. 556 17
υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Και τούτο διότι το ζήτημα ερμηνείας της ενωσιακής διάταξης, επομένως και το ενδεχόμενο να διατυπωθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, θα εξετασθεί εκ νέου στα πλαίσια της ακυρωτικής δίκης, η οποία θα ανοιγεί αν ασκηθεί συναφής αίτηση ακύρωσης (ΔΕΕ C-107/76 Hoffmann La Roche και C-35-6/82 Morson και Jhanjan, ΕΑ 326/2008). 57 Μόνες περιπτώσεις υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων παρατηρούνται στις αποφάσεις 643-5/2004 της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ. Με τις αποφάσεις αυτές, αφού δε προηγουμένως ο Πρόεδρος του Δ Τμήματος του ΣτΕ είχε χορηγήσει προσωρινή διαταγή, υποβλήθηκαν προς το ΔΕΕ προδικαστικά ερωτήματα ως προς την έννοια διατάξεων της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ και μάλιστα ζητώντας την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 104 α, εδάφιο πρώτο, του Κανονισμού Διαδικασίας του ΔΕΕ, ταχείας διαδικασίας. Πλην όμως, με διάταξη του Προέδρου του εν λόγω Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της ανωτέρω διαδικασίας, καθώς το γεγονός και μόνον ότι οι αιτήσεις έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων υποβλήθηκαν στα πλαίσια διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων δεν αρκούσε προς απόδειξη της συνδρομής εξαιρετικά επείγουσα περίπτωσης κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του Κανονισμού. Τέλος, θα άξιζε να αναφέρουμε, ενόψει και της οικονομικής συγκυρίας που διανύουμε, πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ (όπως 1116, 1117, 1506, 1507, 1508/2014), με τις οποίες κρίθηκε και μάλιστα αυτεπαγγέλτως ότι δε συνέτρεχε λόγος υποβολής στο ΔΕΕ προδικαστικού ερωτήματος επί των ζητημάτων που τίθενται με τις διατάξεις του ν. 4046/2012 (Μνημόνιο ΙΙ), καθώς και του ν. 4050/2012, με τον οποίο θεσπίστηκε διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους (περίπτωση ομολόγων). Η ΟλΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν κατόπιν διαβουλεύσεων, σε πολιτικό ή τεχνοκρατικό επίπεδο, της Ελληνικής Κυβέρνησης με τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων των άλλων κρατών μελών της Ευρωζώνης, με το Eurogroup, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και με την ΕΚΤ και άλλα όργανα, κατά τις οποίες δεν εκδόθηκαν πράξεις οργάνων της Ε.Ε. προς εφαρμογή του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου. Χαρακτήρα τέτοιων πράξεων δεν έχουν ούτε οι δηλώσεις που έγιναν μετά τις Συνόδους των Αρχηγών των Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωζώνης, καθώς και οι σχετικές δηλώσεις του Eurogroup. Οι διατάξεις άλλωστε των ν. 4046/2012 και ν. 4050/2012 θεσπίστηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς, ενώ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με το οποίο συνήψε η Ελληνική Δημοκρατία τις συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, δεν είναι θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, αλλά αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που έχει ιδρυθεί από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας σε αυτήν μέσω της παροχής χρηματοδοτικών διευκολύνσεων στα κράτη μέλη. Τέλος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το 57 Ε. Πρεβεδούρου, Η επιρροή του Ευρωπαϊκού Δικαίου στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 84 επ. 18