Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο Βασιλική Στεφάνου, Προϊσταµένη /νσης Πληθυσµού, Ε.Σ.Υ.Ε. Χαρά Ζήκου, Προϊσταµένη Τµήµατος Φυσικής Κίνησης Πληθυσµού, /νση Πληθυσµού, Ε.Σ.Υ.Ε. Κων/νος Βούλγαρης, Υπάλληλος Τµήµατος Φυσικής Κίνησης Πληθυσµού, /νση Πληθυσµού, Ε.Σ.Υ.Ε. Λέξεις - κλειδιά Γονιµότητα, θνησιµότητα, αστικότητα, Γεωγραφικά διαµερίσµατα
Η ιστορική εξέλιξη των δηµογραφικών χαρακτηριστικών της Ελλάδος, αν και δεν είναι οµοιόµορφη χρονολογικά έχει καταλήξει σε χαµηλή θνησιµότητα, χαµηλή γονιµότητα και γήρανση του πληθυσµού. Η δηµογραφική µετάβαση στην Ελλάδα ακολούθησε τις γνωστές 5 φάσεις: Η 1η φάση χαρακτηρίζεται από υψηλή θνησιµότητα και γονιµότητα, η 2η από µείωση της θνησιµότητας και υψηλή γεννητικότητα, η 3η και 4η από µείωση της γεννητικότητας και της θνησιµότητας και στην 5η φάση, την οποία διανύουµε, το ποσοστό θνησιµότητας συναντά το ποσοστό γεννητικότητας. Μετά από σύντοµη ιστορική αναφορά στη δηµογραφική κατάσταση στις αρχές του αιώνα, θα αναπτύξουµε σε Σύνολο Χώρας και κυρίως, σε επίπεδο γεωγραφικού διαµερίσµατος, σύµφωνα µε τα στοιχεία των Απογραφών Πληθυσµού και της Φυσικής Κίνησης Πληθυσµού της Γ.Γ.ΕΣΥΕ, τις τάσεις των δηµογραφικών φαινοµένων, οι οποίες διαµορφώνουν το µέγεθος και τη σύνθεση του πληθυσµού σε περιφερειακό επίπεδο, για τη χρονική περίοδο 1981-1998, καθώς και την προοπτική του πληθυσµού σε Σύνολο Χώρας µέχρι το 2020. Οι δείκτες του έτους 1998 καταρτίστηκαν µε στοιχεία υπολογιζόµενου πληθυσµού για την εκτίµηση του οποίου βασιστήκαµε στα στοιχεία της τελευταίας απογραφής πληθυσµού (1991). Η αποµάκρυνση από το έτος της τελευταίας απογραφής και ενόψει της απογραφής πληθυσµού του έτους 2001, συνιστά λόγο επιφύλαξης για την παρουσίαση των ανωτέρω στοιχείων και µάλιστα σε περιφερειακό επίπεδο, δεδοµένου ότι κατά πάγια τακτική µε βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής αναθεωρείται ο υπολογιζόµενος πληθυσµός των τελευταίων χρόνων. Στο τέλος, δίδονται αναλυτικοί πίνακες δηµογραφικών δεικτών κατά γεωγραφικό διαµέρισµα. Μεταβολές στο µέγεθος και τη σύνθεση του πληθυσµού Το 1928 ο συνολικός πληθυσµός της Ελλάδος ήταν 6.204.700, στη συνέχεια από 7.200.000 το 1950 αυξήθηκε σε 10.259.900 το 1991 και αναµένεται ότι ελάχιστα θα αυξηθεί µέχρι το 2020, διότι χαρακτηρίζεται από χαµηλή γονιµότητα, χαµηλή θνησιµότητα και γήρανση. ιέρχεται σήµερα το πέµπτο στάδιο της δηµογραφικής µετάβασης κατά το οποίο το ποσοστό θνησιµότητας συναντά και αρχίζει να ξεπερνά το ποσοστό γεννητικότητας. Ήδη από το 1998 και για πρώτη φορά, οι θάνατοι ήταν αισθητά περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά 1.700 περίπου, ενώ όπως δείχνουν και τα προσωρινά στοιχεία του 1999 η φυσική µείωση του πληθυσµού συνεχίζεται (100.625 γεννήσεις έναντι 103.102 θανάτων), (διάγραµµα 1). Η αύξηση αυτή του πληθυσµού δεν κατανεµήθηκε οµοιόµορφα σε όλα τα γεωγραφικά διαµερίσµατα της Χώρας, αφού τις δεκαετίες του 50 και του 60 υπήρξε µεγάλο κύµα εσωτερικής και εξωτερικής µετανάστευσης. Στις υπόλοιπες
συνιστώσες της δηµογραφικής µεταβολής (γονιµότητα, θνησιµότητα) υπήρξε περίπου οµοιόµορφη συµπεριφορά στα γεωγραφικά διαµερίσµατα της Χώρας. ΙΑΓΡ.1: ΕΛΛΑΣ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ - ΘΑΝΑΤΟΙ 160.000 140.000 120.000 100.000 80.000 60.000 40.000 20.000 0 1956 1965 1975 1985 1991 1993 1995 1997 1999* ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΙ *Προσωρινά στοιχεία Η γεννητικότητα, η θνησιµότητα και η µετανάστευση είναι οι παράγοντες, οι οποίοι διαµορφώνουν το µέγεθος και τη σύνθεση του πληθυσµού. Με τη σύνθεση του πληθυσµού κατά ηλικία, διακρίνουµε τα µεγέθη εκείνα τα οποία αποτελούν τον πληθυσµό, που συµµετέχει σε οικονοµικές δραστηριότητες, και τον παιδικό και γεροντικό πληθυσµό, από τον οποίο προέρχονται τα κοινωνικά βάρη. Με βάση τις παρατηρούµενες µεταβολές στη σύνθεση του πληθυσµού κατά ηλικία, προσδιορίζουµε την εξέλιξη και την έκταση της γήρανσης, δηλαδή την αύξηση του ποσοστού των ηλικιωµένων άνω των 65 ετών, η οποία συνοδεύεται συνήθως µε µείωση του νεανικού πληθυσµού µέχρι 15 ετών. Η αύξηση της αναλογίας του γεροντικού πληθυσµού, δηλαδή η γήρανση του πληθυσµού, είναι σύνθετο αποτέλεσµα, της µείωσης του παιδικού πληθυσµού, λόγω της µείωσης της γεννητικότητας, και της αύξησης του αριθµού των επιβιούντων, λόγω της µείωσης της θνησιµότητας και της επιµήκυνσης της ζωής. Επιπλέον, η γήρανση του πληθυσµού εξαρτάται από την αρχική δοµή του πληθυσµού (φυσικό επακόλουθο της προηγηθείσης γονιµότητας και θνησιµότητας) και από τη µετανάστευση. Σύµφωνα µε τα στοιχεία των απογραφών πληθυσµού, το 1991 το ποσοστό του γεροντικού πληθυσµού ήταν 13,7, έναντι 12,7 που ήταν το 1981, 6,8 το 1951 και 5,8 το 1928, και σε απόλυτους αριθµούς, οι ηλικιωµένοι άνω των 85 ετών ήταν 118.265 το 1991 έναντι 30.779 το 1951.
Το ποσοστό του νεανικού πληθυσµού ήταν 19,3 το 1991, έναντι 23,7 το 1981, 28,8 το 1951 και 32,2 το 1928, και σε απόλυτους αριθµούς, οι νέοι ήταν 1.974.867 το 1991 έναντι 2.159.009 το 1951. Το ποσοστό του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού (άτοµα ηλικίας 15 έως 64 ετών) το 1991 ήταν 67,1 έναντι 63,6 το 1981, 64,4 το 1951 και 62,0 το 1928 (διάγραµµα 2). Ο δείκτης γήρανσης (>65/0-14) το 1991 ήταν 71,1, έναντι 59,6 το 1981 και 18,0 το 1928. ΙΑΓΡ. 2 : ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΕΤΗ 1928-1951-1981-1991-1998 70 60 50 40 30 0-14 15-64 65+ 20 10 0 1928 1951 1981 1991 1998 Ο δείκτης εξάρτησης (0-14+>65/15-64) ήταν το 1991 49,1, έναντι 55,0 το 1981 και 57,7 το 1928. Από το 1980 και µέχρι το 1998, η σύνθεση των ηλικιών µε βάση το σύνολο του υπολογιζόµενου πληθυσµού έχει υποστεί σηµαντικές αλλαγές που εντοπίζονται και στις τρεις οµάδες ηλικιών. Ο πληθυσµός της ηλικιακής οµάδας των παιδιών 0-14 ετών εµφανίζει το 1998 µείωση κατά 24,7 σε σχέση µε το 1981, ενώ ο ενεργός πληθυσµός 15-64 ετών εµφανίζει, αντίστοιχα, αύξηση κατά 13,6 και ο γεροντικός πληθυσµός ηλικίας 65 ετών και άνω αυξάνεται κατά 37,0 την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Το 1998 το ποσοστό του νεανικού πληθυσµού ήταν 15,6, το ποσοστό του οικονοµικά ενεργού ήταν 67,7 και του γεροντικού 16,7. Το 1998 ο δείκτης γήρανσης ήταν 107,3 και ο δείκτης εξάρτησης 47,8. Οι µεταβολές της σύνθεσης του πληθυσµού των ετών 1928, 1951, 1981, 1991 και 1998, απεικονίζονται στο σχετικό διάγραµµα 2 και στις πυραµίδες των ηλικιών πληθυσµού. Το 1928 η πυραµίδα του πληθυσµού ήταν ευρεία στη βάση της (στη παιδική ηλικία) και πολύ περιορισµένη στη κορυφή της (δηλαδή στη γεροντική ηλικία).
Βαθµιαία, µε τον περιορισµό των γεννήσεων και την αύξηση της επιβιώσεως, άρχισε η διεύρυνση ΕΛΛΑΣ 1928 : ΠΥΡΑΜΙ Α ΗΛΙΚΙΩΝ 80-84 70-74 60-64 50-54 40-44 30-34 20-24 10-14 0-4 500.000 400.000 300.000 200.000 100.000 ΑΡΡΕΝΕΣ 0 100.000 200.000 300.000 400.000 500.000 ΘΗΛΕΙΣ του πληθυσµού των παραγωγικών ηλικιών και ο περιορισµός της βάσεως της πυραµίδας. Στη µεταπολεµική περίοδο διογκώθηκε ο παραγωγικός πληθυσµός και περιορίστηκε ο παιδικός πληθυσµός, πριν αρχίσει η διόγκωση του γεροντικού πληθυσµού. Από το 1981 και µετά, που η πυραµίδα των ηλικιών του πληθυσµού παρουσιάζει το φαινόµενο της γήρανσης, δηλαδή της διόγκωσης της πυραµίδας του πληθυσµού προς τις µεγαλύτερες ηλικίες, είναι φανερό ότι η σύνθεση των ηλικιών παρουσίασε µετακίνηση προς τις µεγαλύτερες ηλικίες και ο δείκτης γήρανσης ακολούθησε έντονη ανοδική πορεία, φθάνοντας το 1998 στην αντιστοιχία των 107 ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτοµα ηλικίας 0-14 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι µε βάση τα στοιχεία του υπολογιζόµενοι πληθυσµού του 1998 µόνον στη Θράκη και στην Κρήτη ο δείκτης γήρανσης είναι µικρότερος του 100. Παρατηρώντας σε περιφερειακό επίπεδο τις µεταβολές στη δοµή του πληθυσµού, διαπιστώνουµε ότι οι περιοχές Ηπείρου, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη γήρανσης, που είναι: Ήπειρος: 135,4 το 1998, έναντι 64,1 το 1981 Θεσσαλία: 131,5 το 1998, έναντι 57,4 το 1981 Πελοπόννησος: 128,6 το 1998, έναντι 76,0 το 1981 Επίσης, σε ότι αφορά την κατανοµή του πληθυσµού για το 1981 και το 1991, σε περιφερειακό επίπεδο, οι Ιόνιοι Νήσοι παρουσίαζαν το µεγαλύτερο ποσοστό γεροντικού πληθυσµού τόσο το 1981 όσο και το 1991 (19,1 και 18,7 αντίστοιχα), ενώ η Θράκη και η Περιφέρεια Πρωτευούσης παρουσίαζαν τα µικρότερα: Η Θράκη 11,7 το 1981 και 12,9 το 1991 και η Περιφέρεια
Πρωτευούσης 11,3 το 1981 και 13,3 το 1991 ενώ σε ότι αφορά τον νεανικό πληθυσµό το µεγαλύτερο ποσοστό παρουσιάστηκε στην Κρήτη (23,9 το 1981 και 20,8 το 1991), ενώ το µικρότερο στην Περιφέρεια Πρωτευούσης (20,9 το 1981 και 17,7 το 1991) (βλ. πίνακες 5α και 5β). Ο περιορισµός των γεννήσεων To 1928, οι γεννήσεις σε απόλυτους αριθµούς ήταν 189.250 και παρέµειναν σχεδόν σταθερές, καθόλη τη διάρκεια των ετών 1950-1980, δηλαδή στο ύψος των 148.000 ετησίως. Μετά το 1981, άρχισε η µείωση των γεννήσεων µε αποτέλεσµα οι γεννήσεις το 1987 να είναι µόνο 106.000 και το 1999 λιγότερες από 101.000. Ο ακαθάριστος δείκτης γεννητικότητας, δηλαδή ο αριθµός γεννήσεων που αναλογεί σε 1.000 κατοίκους, ήταν το 1928 30,5, το 1951 20,4, το 1981 14,5, το 1991 10,0 και το 1998 9,6 γεννήσεις. Η µεγαλύτερη πτώση του δείκτη γεννητικότητας παρουσιάζεται στα ιαµερίσµατα Ηπείρου (7,2 το 1998 έναντι 14,2 το 1981) και Πελοποννήσου (7,8 το 1998 έναντι 13,3 το 1981). ΙΑΓΡ. 3: ΕΛΛΑΣ - ΕΙΚΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ 2,40 2,10 1,80 1,50 1,20 0,90 0,60 0,30 0,00 1956 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 Σύµφωνα µε το δείκτη γονιµότητας, µέχρι το 1930 τα έγγαµα ζευγάρια στην Ελλάδα αποκτούσαν περισσότερα από πέντε ή έξι παιδιά. Στα µέσα της µεταξύ των δύο πολέµων περιόδου, ο µέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα ήταν 3,8 και µετά το 1950 έπεσε στα 2,3 παιδιά και διατηρήθηκε στο επίπεδο αυτό µέχρι το 1980. Η µείωση των γεννήσεων κατά την περίοδο 1950 έως 1970, οφείλεται κυρίως στην εξωτερική µετανάστευση ατόµων σε γόνιµη ηλικία. Το 1981 ο µέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα, ήταν 2,1, αγγίζοντας µόλις το όριο αντικατάστασης των γενεών.
Μετά το 1981, όµως, άρχισε η µείωση κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών και το 1998 έφθασε τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, πράγµα το οποίο σηµαίνει ότι ο πληθυσµός της Χώρας µας "δεν αναπαράγει τον εαυτό του" (διάγραµµα 3). Αυτό σχετίζεται µε την αύξηση κατά δύο περίπου έτη της µέσης ηλικίας της µητέρας κατά τη γέννηση του πρώτου τέκνου (αποτέλεσµα της αντίστοιχης αύξησης κατά 2 έτη της µέσης ηλικίας των θηλέων κατά τον πρώτο γάµο) που ύστερα από µια σταθεροποίηση στα 23 έτη κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, άρχισε από το 1985 να ανέρχεται φθάνοντας τα 26,4 έτη το 1995 και τα 26,6 έτη το έτος 1998. Εχουµε ένα συνεχή περιορισµό του αριθµού των νέων που εισέρχονται στον πληθυσµό, ο οποίος έγινε ίσος µε τον αριθµό των θανόντων κάθε έτους και τα τελευταία χρόνια πλέον άρχισε να είναι µικρότερος από τον αριθµό των θανόντων κάθε έτους. Κατά το 1998 η διαφορά του δείκτη γεννητικότητας (9,6) και του δείκτη θνησιµότητας (9,8) ήταν -0,2. Παρατηρώντας τη συµπεριφορά του δείκτη γονιµότητας κατά αστικότητα, παρατηρούµε ότι η µείωση του δείκτη ήταν ραγδαία στις αγροτικές περιοχές, όπου ο δείκτης από 2,57 το 1961 και 2,64 το 1971 υποχώρησε στο 1,34 το 1991. Έτσι το 1991, η τιµή του δείκτη γονιµότητας παρουσιάζεται σχεδόν οµοιόµορφη και στις τρεις κατηγορίες περιοχών της Χώρας (διάγραµµα 4 και πίνακας 2). ΙΑΓP. 4: ΕΛΛΑΣ - ΕΙΚΤΕΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤ'ΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 3,00 2,50 2,00 1,50 1,00 ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ AΣΤΙΚΕΣ ΗΜΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ 0,50 0,00 1961 1971 1981 1991 Αποτέλεσµα αυτών των τάσεων της γεννητικότητας είναι η µείωση της αναλογίας του παιδικού πληθυσµού, η οποία, µαζί µε την αύξηση της επιβίωσης, συντελεί στην αύξηση της αναλογίας του πληθυσµού των ηλικιωµένων, δηλαδή στη "γήρανση" του πληθυσµού. Η αναλογία του παιδικού
πληθυσµού, η οποία ήταν 39% στην αρχή του αιώνα, περιορίσθηκε σε 32% το 1928, 29% το 1951, 24% το 1981, 19% το 1991 και τέλος, το 1998 σε 16%. Κατά τα τελευταία χρόνια, παρατηρώντας τις µεταβολές του δείκτη γονιµότητας σε περιφερειακό επίπεδο, διαπιστώνουµε ότι τα διαµερίσµατα που παρουσιάζουν τη χαµηλότερη γονιµότητα είναι: Ήπειρος: 1,06 το1998 έναντι 2,36 το 1981 Στερεά Ελλάδα Εύβοια: 1,12 το1998 έναντι 2,17 το 1981, ενώ τα διαµερίσµατα που παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη γονιµότητας είναι: Θράκη: 1,53 το 1998 έναντι 2,44 το 1981 Νήσοι Αιγαίου: 1,52 το 1998 έναντι 2,26 το 1981 Κρήτη: 1,44 το 1998 έναντι 2,41 το 1981 (βλ. και πίνακας 1). ΙΑΓP. 5: ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΙΚΤΗ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ 1981-1991-1998 2,50 2,00 1,50 1,00 ΕΛΛΑΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΘΡΑΚΗ 0,50 0,00 1981 1991 1998 Αξιοσηµείωτη είναι η συµπεριφορά του δείκτη γονιµότητας εκτός της Θράκης, στα Νησιά Αιγαίου και στην Κρήτη, όπου ο δείκτης γονιµότητας αν και ακολουθεί τις τάσεις της Χώρας, παραµένει πάντα σε υψηλότερα επίπεδα. Αντίθετα η Ήπειρος, ενώ το 1981 παρουσίαζε έναν από τους υψηλότερους δείκτες γονιµότητας της Χώρας, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει το µικρότερο µε συνεχή τάση µείωσης (διάγραµµα 5). Μείωση της θνησιµότητας- Επιµήκυνση της ζωής-γήρανση Η βρεφική θνησιµότητα από τα υψηλά επίπεδα των 39 θανάτων βρεφών σε 1.000 γεννήσεις ζώντων το 1956, παρουσίασε συνεχή καθοδική τάση. Έτσι, το
1981 ήταν 18,7, το 1991 10,5 και το 1998 ήταν 6,8, ενώ σύµφωνα µε τα προσωρινά στοιχεία το 1999 φθάνει στο 6,1 (διάγραµµα 6). ΙΑΓΡ. 6: ΕΙΚΤΗΣ ΒΡΕΦΙΚΗΣ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ 45 40 35 30 25 20 15 10 5 0 1951 1961 1971 1981 1991 1998 Τον υψηλότερο δείκτη βρεφικής θνησιµότητας παρουσιάζει η περιοχή της Θράκης (10,22 το 1998, έναντι 27,9 το 1981) (βλ. και πίνακας 4). Ο απόλυτος αριθµός των θανάτων στην Ελλάδα παρουσίασε αύξηση, από την τάξη µεγέθους των 54.000 το 1950, στις 87.000 το 1980 και στις 103.000 το 1998, λόγω της γήρανσης του πληθυσµού. Ο ακαθάριστος συντελεστής θνησιµότητας δηλαδή ο αριθµός θανάτων που αναλογεί σε 1.000 κατοίκους το 1950 ήταν σχεδόν στο επίπεδο του 7,5, το 1980 ανέβηκε υψηλότερα 9,2, το 1990 εξακολουθεί να αυξάνεται ελαφρά και το 1998 ανέρχεται στο 9,8. εν πρόκειται όµως για αύξηση της θνησιµότητας, αλλά για αύξηση των θανάτων που προέρχονται από τις ηλικίες 75 ετών και άνω εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσµού. Όταν µειώνεται η θνησιµότητα, αυξάνεται το µήκος ζωής. Η επιµήκυνση αυτή γίνεται εµφανής στην "προσδοκώµενη" ζωή κατά τη γέννηση, αλλά και στις άλλες ηλικίες. Το 1960, η προσδοκώµενη ζωή κατά τη γέννηση των αρρένων ήταν 68,3 έτη, το 1980 72,2 έτη, το 1990 ήταν 74,6 έτη (η υψηλότερη µεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και το 1998 ήταν 75,3. Ανάλογη ήταν και η πορεία των Ελληνίδων, οι οποίες, το 1960 είχαν 70,42 έτη προσδοκώµενη ζωή, 76,55 το 1980 για να καταλήξουν στα 79,4 έτη το 1990 και το 1998 στα 80,5.
ΕΛΛΑΣ : ΠΡΟΣ ΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΑΡΡΕΝΕΣ ΘΗΛΕΙΣ 1960 67,3 72,4 1970 70,1 73,8 1980 72,2 76,8 1990 74,6 79,5 1991 74,7 79,7 1992 74,7 79,6 1993 75,0 79,9 1994 75,2 80,2 1995 75,0 80,3 1996 75,1 80,4 1997 75,3 80,6 1998 75,3 80,5 Αποτέλεσµα αυτής της αύξησης της επιβίωσης ήταν ότι οι γενιές, οι οποίες προέρχονταν από γεννήσεις της περιόδου υψηλής γεννητικότητας, απέφυγαν τον πρόωρο θάνατο, προωθήθηκαν προς τα υψηλότερα κλιµάκια των ηλικιών και διόγκωσαν τον πληθυσµό των ηλικιωµένων. Οι ηλικίες 65 ετών και άνω από 536.000 το 1928 αυξήθηκαν σε 1.239.541 το 1981 και σε 1.759.476 το 1998. Η αύξηση αυτή του αριθµού των ηλικιωµένων µέσα στον πληθυσµό, επειδή συνοδεύθηκε από σµίκρυνση της πυραµίδας του πληθυσµού προς τη βάση της, λόγω του βαθµιαίου περιορισµού των γεννήσεων, είχε ως αποτέλεσµα τη γήρανση του πληθυσµού. Παρατηρώντας σε περιφερειακό επίπεδο (βλ. και πίνακες 3α και 3β) τα κέρδη στην προσδοκώµενη ζωή, σύµφωνα µε τους πίνακες επιβίωσης, διαπιστώνουµε τα εξής: Στην Ήπειρο το 1991 η προσδοκώµενη ζωή για τους άρρενες ήταν 75,6 έτη και για τις θήλεις 81,26 έναντι 72,8 και 76,9 για το 1981 και 68,1 και 71,2, αντίστοιχα, το 1961.
Στην Πελοπόννησο το 1991 η προσδοκώµενη ζωή για τους άρρενες ήταν 76,1 και για τις θήλεις 81,3 έναντι 72,5 και 76,7 το 1981 και 68,0 και 71,1, αντίστοιχα, για το 1961. Στην Θράκη το 1991 η προσδοκώµενη ζωή για τους άρρενες ήταν 71,7 και για τις θήλεις 77,7 έτη έναντι 69,2 και 73,8 το 1981 και 62,7 και 65,5, αντίστοιχα, για το 1961. ΕΛΛΑΣ ΠΥΡΑΜΙ Α ΗΛΙΚΙΩΝ 1998 80-84 70-74 60-64 50-54 40-44 30-34 20-24 10-14 0-4 500.000 400.000 300.000 200.000 100.000 AΡΡΕΝΕΣ 0 100.000 200.000 300.000 400.000 500.000 ΘΗΛΕΙΣ Μετανάστευση Η εξωτερική µεταναστευτική κίνηση έπαιξε το ρόλο της στη διαµόρφωση της πυραµίδας των ηλικιών του πληθυσµού. Επιτάχυνε τη γήρανση διότι µε την αποδηµία αφαιρούσε τον παραγωγικό πληθυσµό από τις νεώτερες ηλικίες ενώ µε την παλιννόστηση προσέθετε πληθυσµό στις µεγαλύτερες παραγωγικές και γεροντικές ηλικίες. Με την εξωτερική µετανάστευση, η Χώρα µας κατά τη δεκαετία 1951-1960 είχε απώλεια 211.000 ατόµων και τη δεκαετία 1961-1970 435.000 ατόµων. Αντίθετα κατά τη δεκαετία 1971-1980 σηµειώθηκε υπεροχή των παλιννοστούντων που ανήλθε σε 272.000 άτοµα.
ΙΑΓΡ. 7: ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ (%) ΚΑΤ'ΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 60 50 40 30 20 10 0 1928 1951 1961 1971 1981 1991 ΑΣΤΙΚΕΣ ΗΜΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ Η αστυφιλία συνέβαλε στη γήρανση του πληθυσµού µε τη µείωση της γονιµότητας των µετακινηθέντων ατόµων προς τα αστικά κέντρα, αφού οι µετακινηθέντες προσαρµόστηκαν στις συνθήκες και τα έθιµα των αστικών περιοχών. Η αναλογία του αστικού πληθυσµού (πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων) από το 16% του συνολικού πληθυσµού στις αρχές του αιώνα, ανήλθε στο 30% µέχρι το 1928, στο 37% µέχρι το 1951, στο 58% µέχρι το 1981 και στο 59% το 1991, µε απόλυτο µέγεθος 6.037.000 κατοίκους. Οι ηµιαστικές περιοχές (κωµοπόλεις από 2.000 έως 10.000 κατοίκους) είχαν το 14%, περίπου, του συνολικού πληθυσµού στην προηγούµενη περίοδο µέχρι το 1951, αλλά στην περίοδο που ακολούθησε, µειώθηκε η αναλογία τους στο 12% µέχρι το 1991. Το υπόλοιπο του πληθυσµού ζούσε σε αγροτικές περιοχές (χωριά κάτω των 2.000 κατοίκων) και παρουσιάζει µακροχρόνια συνεχή µείωση της αναλογίας του, ενώ από το 1951 παρουσιάζει µείωση και του απόλυτου µεγέθους (διάγραµµα 7). Μεταξύ των αστικών περιοχών διακρίνεται η Περιφέρεια Πρωτευούσης, της οποίας ο πληθυσµός αυξήθηκε αλµατωδώς τη µεταπολεµική περίοδο και κατά το 1981 περιλάµβανε 3.027.000 κατοίκους ή το 31% του συνολικού πληθυσµού της Χώρας. Μαζί µε το πολεοδοµικό συγκρότηµα της Θεσσαλονίκης, τα δύο µεγάλα αστικά κέντρα καλύπτουν τα 38% του συνολικού πληθυσµού της Χώρας και το 66% του αστικού πληθυσµού. Οι λοιπές αστικές περιοχές παρουσιάζουν βραδεία αύξηση της αναλογίας τους στο συνολικό πληθυσµό της Χώρας, µεταξύ αυτών δε πολλές παρουσιάζουν µείωση πληθυσµού, όπως συµβαίνει και µε πολλές ηµιαστικές περιοχές. Στη 10ετία 1981-1991 η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται. Ο πληθυσµός των αστικώv περιοχών αυξάνεται κατά 6,7%. Η Περιφέρεια Πρωτευούσης µόλις που αυξάνει τον πληθυσµό της κατά 1,5%, η Θεσσαλονίκη κατά 6,1%, ενώ οι
υπόλοιπες αστικές περιοχές γνωρίζουν εντυπωσιακή αύξηση, της τάξεως του 15%. Προοπτική του πληθυσµού - Προβολές πληθυσµού µέχρι το 2020. Σύµφωνα µε τις τελευταίες πληθυσµιακές προβολές, οι οποίες βασίζονται στα αποτελέσµατα της απογραφής του 1991 και στον υπολογιζόµενο πληθυσµό της 1/1/99, ο συνολικός πληθυσµός της Ελλάδος θα αυξηθεί ελάχιστα και θα ανέλθει στα 10.573.765 άτοµα το έτος 2020 (µέση εκδοχή). Η δοµή όµως του πληθυσµού θα είναι διαφορετική από αυτή του 1998 (διάγραµµα 8). Η αναλογία των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών θα πέσει από 15,6% το 1998 σε 13,7% το 2020, ενώ η αναλογία της οµάδας ηλικιών 65 ετών και άνω θα αυξηθεί σε 21,6% το 2020, από 16,7% το 1998. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσµού (ηλικίας 15-64 ετών) θα µειωθεί κατά 3 ποσοστιαίες µονάδες και από 67,7% το 1998, θα γίνει 64,8 το 2020. ΙΑΓΡ. 8: ΕΛΛΑΣ ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΡΟΒΟΛΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 2000 ΕΩΣ 2020 (ΕΝ ΙΑΜΕΣΗ ΕΚ ΟΧΗ) 70 60 50 40 30 20 10 0 2000 2005 2010 2015 2020 0-14 15-64 65+ Οι υποθέσεις, στις οποίες βασίστηκαν οι ανωτέρω προβολές όσον αφορά τις συνιστώσες της δηµογραφικής µεταβολής θνησιµότητα, γονιµότητα, µετανάστευση είναι οι εξής: Η χαµηλή θνησιµότητα θα εξακολουθήσει να µειώνεται, η χαµηλή γονιµότητα θα αυξηθεί ελάχιστα και θα βρίσκεται κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών και η µετανάστευση δε θα έχει σηµαντική επίδραση.
ΕΛΛΑΣ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΗ ΠΥΡΑΜΙ Α ΗΛΙΚΙΩΝ 2020 (ΕΝ ΙΑΜΕΣΗ ΕΚ ΟΧΗ) 80-84 70-74 60-64 50-54 40-44 30-34 20-24 10-14 0-4 500.000 400.000 300.000 200.000 100.000 0 100.000 200.000 300.000 400.000 500.000 ΑΡΡΕΝΕΣ ΘΗΛΕΙΣ Συµπεράσµατα Γενικώς, παρατηρείται ότι οι δηµογραφικές εξελίξεις στη Χώρα µας, έχουν οδηγήσει σε πολύ χαµηλά επίπεδα θνησιµότητας και γεννητικότητας, µε πολύ έντονο το φαινόµενο της γήρανσης, που συνοδεύεται από χαµηλή γονιµότητα κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο παρατηρείται τάση σύγκλισης των δηµογραφικών µεγεθών. Η περιοχή της Θράκης διατηρεί τα ιδιαίτερα δηµογραφικά χαρακτηριστικά της, ωστόσο ακολουθεί και αυτή τις εθνικές τάσεις. Η χαµηλή γεννητικότητα πάντως, δεν είναι άσχετη µε τη γεωγραφική κατανοµή του πληθυσµού και υπάρχει το φαινόµενο της εγκατάλειψης ορισµένων γεωγραφικών περιοχών.
Π Ι Ν Α Κ Ε Σ ΠΙΝ. 1 ΕΙΚΤΗΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ 1981 1991 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 1,99 1,35 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 2,17 1,37 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 2,27 1,41 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 2,11 1,49 ΗΠΕΙΡΟΣ 2,36 1,39 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 2,35 1,53 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 2,10 1,36 ΘΡΑΚΗ 2,44 1,49 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 2,26 1,63 ΚΡΗΤΗ 2,41 1,68 EΛΛΑΣ 2,09 1,38 ΠΙΝ. 2 ΕΙΚΤΕΣ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤ ΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 1961 1971 1981 1991 ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ 2,14 2,35 2,09 1,38 AΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 1,77 2,17 2,05 1,40 ΗΜΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2,11 2,45 1,97 1,33 ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2,57 2,64 2,25 1,34
ΠΙΝ. 3α ΠΡΟΣ ΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ - ΑΡΡΕΝΕΣ 1961 1971 1981 1991 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 67,12 69,73 71,65 74,01 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 68,56 71,16 73,15 75,23 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 68,04 70,57 72,49 76,05 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 67,68 70,23 71,98 74,73 ΗΠΕΙΡΟΣ 68,09 70,80 72,75 75,57 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 68,36 70,72 72,42 74,40 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 66,76 69,59 71,74 74,23 ΘΡΑΚΗ 62,67 66,27 69,23 71,71 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 66,96 70,40 72,59 75,37 ΚΡΗΤΗ 68,73 71,49 73,44 76,78 EΛΛΑΣ 67,30 70,13 72,15 74,66 ΠΙΝ. 3β ΠΡΟΣ ΟΚΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ - ΘΗΛΕΙΣ 1961 1971 1981 1991 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 70,18 73,25 75,87 79,21 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 71,63 74,62 77,23 80,40 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 71,12 74,06 76,70 80,55 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 70,73 73,74 76,16 79,20 ΗΠΕΙΡΟΣ 71,17 74,28 76,90 81,26 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 71,42 74,20 76,56 79,93 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 69,80 73,13 75,98 78,87 ΘΡΑΚΗ 65,51 69,83 73,79 77,65 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 70,02 73,92 76,87 79,64 ΚΡΗΤΗ 71,80 74,91 77,53 80,79 EΛΛΑΣ 70,42 73,64 76,35 79,73
ΠΙΝ. 4 ΒΡΕΦΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ 1981 1991 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 18,68 10,51 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 11,75 7,88 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 15,96 9,03 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 13,89 9,51 ΗΠΕΙΡΟΣ 15,47 7,21 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 11,28 4,98 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 16,61 9,37 ΘΡΑΚΗ 27,86 12,37 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 13,52 5,96 ΚΡΗΤΗ 10,44 7,87 EΛΛΑΣ 16,23 9,03 ΠΙΝ. 5α ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ - 1981 ΟΜΑ ΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ κάτω των 15-64 άνω των 65 15 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 20,9 67,8 11,3 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 23,7 62,6 13,7 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 22,2 60,9 16,9 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 20,7 60,2 19,1 ΗΠΕΙΡΟΣ 23,0 62,3 14,7 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 23,2 63,5 13,3 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 22,7 65,3 12,0 ΘΡΑΚΗ 23,2 65,1 11,7 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 21,7 60,5 17,8 ΚΡΗΤΗ 23,9 60,6 15,5 EΛΛΑΣ 22,2 64,5 13,3
ΠΙΝ. 5β ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ - 1991 ΟΜΑ ΕΣ ΗΛΙΚΙΩΝ κάτω των 15-64 άνω των 65 15 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ 17,7 69,0 13,3 ΛΟΙΠΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΕΥΒΟΙΑ 19,6 66,5 13,9 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 19,1 64,1 16,8 ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ 18,2 63,1 18,7 ΗΠΕΙΡΟΣ 18,7 65,0 16,3 ΘΕΣΣΑΛΙΑ 19,6 65,7 14,7 ΜΑΚΕ ΟΝΙΑ 17,9 68,4 13,7 ΘΡΑΚΗ 19,9 67,2 12,9 ΝΗΣΟΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 19,6 63,5 16,9 ΚΡΗΤΗ 20,8 63,9 15,3 EΛΛΑΣ 19,2 67,1 13,7 Σηµείωση: Τα στοιχεία προσδοκώµενης ζωής των ετών 1961, 1971 και 1981 δηµοσιεύτηκαν στην συγγραφή Μ. Παπαδάκη Κ. Τσίµπου «Περιφερειακοί πίνακες επιβίωσης του Ελληνικού πληθυσµού 1960-62, 1970-72, 1980-82» Αθήνα 1993. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γ.Γ.ΕΣΥΕ: Αποτελέσµατα απογραφών πληθυσµού 1928 έως 1991 Γ.Γ.ΕΣΥΕ: Στατιστικές επετηρίδες της Ελλάδος και ετήσια τεύχη της Φ.Κ.Π. Γ.Γ.ΕΣΥΕ: Έκθεση για τη ηµογραφική κατάσταση της Χώρας, 1981-1996. Γ.Γ.ΕΣΥΕ: Εκθέσεις για το ηµογραφικό Βαλκανικό Συνέδριο, Θεσ/νίκη 1996. Γ.Γ.ΕΣΥΕ: Εισήγηση για το ηµογραφικό συνέδριο, Αθήνα 1998. Μ. Παπαδάκη-Κ.Τσίµπου: Περιφερειακοί πίνακες επιβίωσης πληθυσµού, 1960-62, 1970-72, 1980-82 Αθήνα 1993.