ΑΣ9 Page 1 μπουγάδα Κυριακή, 16 Μαρτίου 2014 6:28 πμ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ Εικόνα Α Οι νοικοκυρές βάζαν μόνες τους μπουγάδα, συνήθως το Σαββάτο.
ΑΣ9 Page 2 Πήγαιναν στο ποτάμι ἤ στη θάλασσα Πβλ. Κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι Πλέναν Χιώτισσες πλέναν παπαδοπούλες Πλεναν και άπλωναν κοντή Νεραντζούλα φουντωτή. Αν όλα πήγαιναν επέστρεφαν με τα στεγνά ρούχα για να τα σιδερώσουν. Αν κάτι πήγαινε στραβά (φωτιά, νεροποντή, πόλεμος κλπ) έπαιρναν τα βρεμένα τους και επέστρεφαν. Από άδω και η σχετική φράση. Η μπουγάδα ήταν βαρεία και επίπονη δουλειά και οι διακοπές εθεωρούντο ιδιαίτερα ενοχλητικές πβ. Μας ήρθε στην τούρλα του Σαββάτου. Βλ. και την παροιμιωδη απάντηση της νοικοκυράς που είχε μπουγάδα και της ανακοίνωσαν το θάνατο του άντρα της: "όλη η έννοια μου του αντρός μου ο θάνατος!" ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Στις αρχές την μπουγάδα ανελάμβανε μια πλύστρα ή πλύντρια. Δούλευε στο πλυσταριό [1] του σπιτιού που ήταν συνήθως στην ταράτσα ή στο υπόγειο.
ΑΣ9 Page 3 Δούλευε στο πλυσταριό [1] του σπιτιού που ήταν συνήθως στην ταράτσα ή στο υπόγειο. Τα άπλυτα ερχοντουσαν και επέστρεφαν πλυμένα με το μπουγαδοκόφινο [ΕΙΚ 1] Εκεί υπήρχε εντοιχισμένο καζάνι για ζεστό νερό, χτιστή σκάφη, η πλύστρα [ΕΙΚ 9] βλ.λ. μπουγαδοκόφινο και πράσινα σαπούνια [ΕΙΚ 2], το λουλάκι {ΕΙΚ 3] και η αλισίβα [3]. Τα πλυμένα πλενόντουσαν με μανταλάκια σε σχοινιά της μπουγάδας στην ταράτσα. Όταν στα σχοινιά πλενόντουσαν σεντόνια το σχοινί χρειάζονταν υποστήριξη γιατί λύγιζε από το βάρος, τοποθετείται ο κρεμανταλάς ή μαντράχαλος ένα ίσιο και χοντρό κλαρί (συνήθως ελιάς) που κοβόταν και κλαδευόταν με τρόπο ώστε να γίνει πάσσαλος που κατέληγε σε διχάλα, ώστε το διχαλωτό άκρο του να στηρίζει βαριά σχοινιά με απλωμένη μπουγάδα. Συνήθως μια φτωχή χήρα που ξενοπλένει για να ζήσει το παιδάκι της. Στα τέλη του 1950 εμφανιστήκαν τα πρώτα πλυντήρια. Το πλυντήριο ήταν ευαγές πλην κερδοσκοπικό ίδρυμα με μεγάλα ηλεκτρικά πλυντήρια εν παρατάξει οπού οι κυρίες πήγαιναν την μπουγάδα τους. Περίμεναν να τελειώσει έχοντας μαζί τους το πλεκτό τους (ως πρόσχημα) και άρχιζαν το κουτσομπολιό. Υπήρχαν και πλυντήρια - σιδηρωτήρια που έπλεναν και σιδέρωναν κυρίως πουκαμισά [ΕΙΚ 10], τα επίστρεφαν επιμελώς διπλωμένα σε ζελατίνα. Ο Τίμος Μωραιτίνης περιέγραφε την μπουγάδα στο ποίημα του Φιλολογική εσπέρες: Στης Χρίσταινας της καφετζούς προχθές νωρίς νωρίς μια φιλολογική εδόθη εσπερίς. Ο Φώτης ο μπαλωματής για έναν τσαγκάρη Τήνιον έκανε μίαν κρίση.
ΑΣ9 Page 4 έκανε μίαν κρίση. Η Κώσταινα εμίλησε για την μπουγάδα και την πλύση κι επεκαλέσθη και τον Πλίνιον. Έπειτα ο Στραβάραπας με στύλ Μεταξουργείου ωμίλησε περί Θεοδοσίου... Κατόπιν ο Κρεμανταλάς, που τον φωνάζουν και Γρουσούζη, πλανόδιος από ετών, που με τη ζέστη πάντοτε πουλά το κρύο- μπούζι, έκανε μια διάλεξη περί των νέων ποιητών. Ο Χρήστος ο αμανετζής ομίλησε περί του Μπάχ εν σχέσει με το αχ και βάχ. Ο κανονιέρης ο Στρατής περί Δανίας και Δανών κι ο καρβουνιάρης ο Λουκάς περί λευκών μικρών κλινών. Η Διαμαντούλα έπειτα, με μια εισήγηση λαμπρά, ανέλυσε τον Νεκομπρά και είπε και περί φωτός και ουρανού ενάστρου. Και, τέλος, η κυρία Κάστρου [2], κρατούσα εγχειρίδιον περί φιλοσοφίας, μετά μεγάλης ευφραδείας και μετά χάριτος άπείρου απήγγειλε τεμάχια εκ του Ομήρου. ΣΗΜΕΡΑ Η μπουγάδα γίνεται από πλυντήρια το στέγνωμα από στεγνωτήρια που είναι οικιακές συσκευές. Σχόλιο Υπέχουν δυο δίσημες λέξεις στο κείμενο Πλύστρα η γυναίκα που πλένει κατ επαγγελμα, η πλύντρια και πλύστρα το ραβδωτό σανίδι της σκάφης που έτριβαν τα ρούχα με το πράσινο σαπούνι [ΕΙΚ 6]. Πβλ. Το ρεφραίν του Δημοτικού τραγουδιού "δεξιά μεριά η πλύστρα της κι αριστερά η χωρίστρα της" Πλύστρες με τις πλύστρες Μπουγαδοκόφινο
ΑΣ9 Page 5 Τσιμεντένια κατασκευή των παλιών πλυσταριών. Ίσως η παλιότερη τούρλα σε σχήμα ανεστραμμένου τρούλου. Αλλά και το παλιό κοφίνι που κουβαλούσαν οι νοικοκυρές τη μπουγάδα προς το ποτάμι ή το πλυσταριό. Η ιδία λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αιδοίο της αδελφής του πατέρα ή της μητέρας κάποιου : της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο. Το ψηλότερο κοφίνι χρησιμεύει για τη συλλογή καρπών και λέγεται και κόφα. Βλλ καραβι κόφα. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [1] Πλυσταριό νέου τύπου Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα δε θα θυμάσαι πια μεσ τη ζωή Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
ΑΣ9 Page 6 μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι, φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό μ ένα καρφί και μ ένα καθρεφτάκι τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ - Η ΑΥΛΗ 1974 Το καμαράκι αυτό ήταν στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπούνας, στην ταράτσα και είχε διασκευαστή σε αίθουσα βασανιστηρίων τον καιρό της "Εθνοσωτήριου Επαναστάσεως" των Χουντικών. Το "Σπουδαστικό", για ευκολία, ήταν στον αμέσως παρακάτω όροφο ένα οι Καλύβας, Καραπαναγιώτης, Μάλλιος "εκτελουσαν το θεάρεστο έργο τους": τον καθαρισμών από τα μιάσματα. [2] Η Κάστρου είναι η "κακούργα πεθερά" που μαχαίρωσε και τεμάχισε τον γαμπρό της Αθανασόπουλο δίνοντας έμπνευση στη λαϊκή μούσα για το τραγουδάκι "καημένε Αθανασόπουλε" Το έγκλημα τότε ήχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. [3] Από το ιταλικο Iiscivia e lisciva;ius; Γαλλικό Lessive Dissoluzione alcalina, che serve a imbiancare i panni e si prepara facendo passare l acqua calda sopra un trato di cenere di legna o di soda. Αλκαλικό διάλυμα για τη λεύκανση υφασμάτων με έκχυση ζεστού νερού πάνω από ένα πανί με στακτή ξύλων ή δισανθρακικη σόδα.