ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΑΘΗΜΑ : ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Λ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΘΕΜΑ : ΤΟ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΜΠΑΣΚΑΚΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΕΜ:600753 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2016 1
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ σελ.4 Ι. Ορισμός του Επεκτατικού Αποτελέσματος σελ.6 ΙΙ. Σκοπός του Επεκτατικού Αποτελέσματος ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ σελ.8 σελ.12 Β. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ σελ.16 Ι. Συμμετοχή σελ.19 ΙΙ. Αλληλεξάρτηση Ποινικής Ευθύνης ΙΙΙ. Συνάφεια σελ.26 σελ.28 Γ. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ σελ.30 Ι. Συμπαραπομπή ή συνεκδίκαση σελ.30 ΙΙ. Αδυναμία επίτευξης του επωφελούς αποτελέσματος με άσκηση αυτοτελούς ενδίκου μέσου σελ. 31 ΙΙΙ. Παραδεκτή άσκηση και συζήτηση στην ουσία του ενδίκου μέσου ΙV. Επέκταση μόνο προς όφελος των συγκατηγορουμένων σελ.36 σελ.38 V. Περιορισμός στο περιεχόμενο των προτεινόμενων λόγων σελ.41 Δ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΛΟΓΩΝ σελ.42 Ι. Λόγοι Ουσιαστικοί σελ.43 1. Αντικειμενικοί σελ.43 2.Υποκειμενικοί 3.Λόγοι που κρίνονται ανά περίπτωση ΙΙ. Λόγοι Δικονομικοί 1.Αντικειμενικοί 2.Υποκειμενικοί σελ.43 σελ.44 σελ.46 σελ.46 σελ.48 2
3.Λόγοι που κρίνονται ανά περίπτωση σελ.48 Ε. ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΟΤΑΝ ΑΣΚΩΝ ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ; σελ.49 Ι. Όταν το ένδικο μέσο ασκεί ο Αστικώς Υπεύθυνος σελ.50 ΙΙ. Όταν το ένδικο μέσο ασκεί ο Εισαγγελέας ΙΙΙ. Όταν το ένδικο μέσο ασκεί ο Πολιτικώς Ενάγων σελ.50 σελ.51 ΣΤ.ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ σελ.51 Ι. Η δικονομική θέση του ωφελούμενου συγκατηγορουμένου σελ.51 ΙΙ. Παράλειψη επέκτασης-συμπλήρωση απόφασης-δυνατότητα αναίρεσης σελ. 56 Ζ. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ σελ.59 Η. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σελ.67 Θ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ σελ.68 Ι. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ σελ.71 3
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Η ποινική δίκη είναι ο πολιτειακά θεσμοθετημένος μηχανισμός αντίδρασης της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα. Η λειτουργία του μηχανισμού αυτού, η εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, ρυθμίζεται από το σύνολο κανόνων που συνιστούν το ποινικό δικονομικό δίκαιο. Σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ανεύρεση της ουσιαστικής, αντικειμενικής αλήθειας 1 και η έκδοση μιας δικαστικής απόφασης που θα είναι «ορθοδίκαιη» 2, δηλαδή, αφενός, θα είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που εγγυάται την προστασία του κατηγορουμένου από ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση της ποινικής καταστολής 3, και αφετέρου θα επιφέρει την αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης 4 που διαταράχτηκε με την αξιόποινη πράξη. Κρίνεται, επομένως, αναγκαίος ο έλεγχος της ορθότητας και η επανάκριση ορισμένης δικαιοδοτικής πράξης από ανώτερο όργανο, ώστε να εξασφαλιστεί ο κατηγορούμενος από ενδεχόμενη δικαστική πλάνη 5 και να εμπεδωθεί η ασφάλεια δικαίου. Η επιταγή αυτή πραγματώνεται μέσω των δικονομικών πράξεων που καλούνται ένδικα μέσα 6. Σύμφωνα με το άρθρο 462 ΚΠΔ, τα βασικά ένδικα μέσα, που παρέχονται τόσο κατά βουλευμάτων όσο και κατά αποφάσεων, είναι η έφεση και η αναίρεση. Νομική βάση για θεμελίωση του δικαιώματος επανεξέτασης μιας υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο αποτελεί η αυξημένης τυπικής ισχύος (με βάση το άρθρο 28 παρ.1 Σ 7 ) διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του 7 ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε με το Ν 1705/1987, σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο έχει το δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους 1 Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα,2012,4. 2 Ι.Φαρσεδάκης- Χ.Σατλάνης, «Ποινική Δικονομία- Βασικές Έννοιες και Θεμελιώδεις Αρχές», Νομική Βιβλιοθήκη,2013, 3 επ. 3 Α.Χ.Παπαδαμάκης, ό.π. 4 Α.Π.Κωστάρας, «Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1988,18 5 Γ.Κ.Παπαϊωάννου, «Ζητήματα τινά επί της εφέσεως κατά ποινικών αποφάσεων», ΠοινΧρονΚΑ/1971,874 6 Α.Χ.Παπαδαμάκης, ό.π., 493 7 «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους της καθεμίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». 4
οποίους μπορεί να ασκηθεί διέπονται από το νόμο» 8. Ενισχυτικά, στο άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προβλέπεται ότι «κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωμα η απόφαση περί ενοχής και καταδίκης του να εξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο». Αντίθετα, κατά την κρατούσα άποψη, τόσο η συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 20 παρ.1 9, όσο και η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α 10 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης 11 δεν καθιερώνουν υποχρέωση του νομοθέτη για θέσπιση ενδίκων μέσων. Η άσκηση ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη συνδέεται με την επέλευση ορισμένων αποτελεσμάτων. Πρόκειται για το μεταβιβαστικό, το ανασταλτικό, το επεκτατικό αποτέλεσμα και την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάλυση ενός εκ των αποτελεσμάτων αυτών, και ειδικότερα του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων. Πρόκειται για την διάταξη του άρθρου 469 του ΚΠΔ, η οποία συμπληρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 493 ΚΠΔ (και μέχρι την τροποποίηση που επέφερε Ν.3904/2010 και από τις διατάξεις των άρθρων 478 παρ.1 και 482 παρ.1 ΚΠΔ). Το στοιχείο που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς το επεκτατικό αποτέλεσμα είναι ότι πρόκειται για ένα πεδίο που καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση μεταξύ του ουσιαστικού ποινικού και του ποινικού δικονομικού δικαίου, κάτι που θα καταστεί σαφές από την ανάλυση των περιπτώσεων που αυτό καταλαμβάνει. Προαπαιτούμενο της πληρέστερης κατανόησης του θέματος αποτελεί η ανάλυση του νοήματος και της δικαιολογητικής βάσης του επεκτατικού αποτελέσματος. Αναφορά γίνεται ακόμη στην ιστορία θέσπισης της διάταξης του άρθρου 469 ΚΠΔ και στις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.1941/1991. Στη συνέχεια, εξετάζονται το πεδίο εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος των λόγων των ενδίκων μέσων, καθώς και 8 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 14επ., Λ-Α. Σισιλιάνος,«Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- Ερμηνεία κατ άρθρο», Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, 734 επ. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 2 παρ.2 Πρωτοκόλλου εισάγει εξαιρέσεις στο δικαίωμα, περιοριστικά και προαιρετικά. 9 «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια» 10 «πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως» 11 Λ-Α. Σισιλιάνος, ό.π., 209, με ενδεικτική αναφορά στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ Delcourt κ. Βελγίου και Hoffmann κ. Γερμανίας, 11.10.2001., Ι.Ι.Μυλωνάς, «Η ποινική δίκαιη δίκη στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την τριετία 2002-2004», Εκδόσεις Σάκκουλα,2007,45επ., με αναφορά στην απόφαση του ΕΔΔΑ Marpa Zeeland B.V.- Metal Welding B.V.κ. Κάτω Χωρών. 5
οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ειδικότερη μνεία, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν ορισμένες περιπτώσεις, γίνεται στην κατηγοριοποίηση των προτεινόμενων από τον ασκήσαντα το ένδικο μέσο λόγων. Ερευνάται η δυνατότητα εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος στην περίπτωση που ασκήσας το ένδικο μέσο δεν είναι ο κατηγορούμενος. Αναλύονται οι διαδικαστικές συνέπειες της επέκτασης του ευεργετικού αποτελέσματος των λόγων του ενδίκου μέσου, η δικονομική θέση του ωφελούμενου συγκατηγορουμένου και οι δυνατότητές του σε περίπτωση παράλειψης εφαρμογής της διάταξης. Για την επάρκεια και την πληρότητα της παρουσίασής των ζητημάτων αυτών κρίνεται απαραίτητη η επισκόπηση της μεταχείρισης των περιπτώσεων αυτών από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Ακολούθως, παρατίθενται οι αποκλίνουσες απόψεις θεωρίας και νομολογίας ως προς το περιεχόμενο της πρόβλεψης για επέκταση του ίδιου του ενδίκου μέσου στο άρθρο 469 ΚΠΔ. Τέλος, διατυπώνονται συμπεράσματα και σκέψεις προς την ορθότερη αντιμετώπιση των υπό εξέταση ζητημάτων. Α.Ι. Ορισμός του Επεκτατικού Αποτελέσματος Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων καθιερώνεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, με τίτλο «Το ένδικο μέσο επεκτείνεται και στους κατηγορουμένους που δεν το άσκησαν» 12. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, «αν στο έγκλημα συμμετείχαν 12 Αντίστοιχη διάταξη συναντάται και στο χώρο της Πολιτικής Δικονομίας. Πρόκειται για τη διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνον άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση». Η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 75 παρ. 1β ΚΠολΔ ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις κάθε απλού ομοδίκου δεν ωφελούν ή βλάπτουν τους λοιπούς. Αναλυτικότερα, Λ.Πίψου, «Η επέκταση του δεδικασμένου από τις αποφάσεις του εφετείου κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ»,Αρμ1988,176επ ΑΠ187/2007, Νομικά Χρονικά42/2007 «Η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Για την εφαρμογή του άρθρου 537 ΚΠολΔ, το οποίο λειτουργεί όταν ένας από τους περισσότερους ομοδίκους άσκησε έφεση και στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο που την έκανε δεκτή, απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Πρόκειται περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας του διαδίκου στους μη εκκαλέσαντες. Δεν είναι απαραίτητο να διαλαμβάνεται στην απόφαση του Εφετείου σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου διαδίκου». ΑΠ31/2014,ΕφΑστικού Δικαίου και Αστικού Δικονομικού Δικαίου,3-4/2014, «Τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απόφασης του Εφετείου καταλαμβάνουν καταρχήν και εκείνους από τους ομοδίκους που δεν προσέβαλαν αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση, αρκεί να μην έγινε αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από αυτούς. Το ευνοϊκό δεδικασμένο μπορεί να επέλθει και επ ευκαιρία άλλης δίκης, όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή, η ανακοπή κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης, με την οποία 6
περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Στην περίπτωση της συνάφειας (άρθρα 128 και 131) ισχύει ο ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της απόφασής του». Επομένως, ως επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων ορίζεται η επέκταση του επωφελούς για τον ασκήσαντα το ένδικο μέσο (εκκαλούντα ή τον αναιρεσίοντα) αποτελέσματος της απόφασης με την οποία ο δικαστής αποφαίνεται για την μεταβολή ή την ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης 13 και στους συμπαραπεμφθέντες ή συγκαταδικασθέντες με αυτόν. Μέσω του επεκτατικού αποτελέσματος, οι τελευταίοι αποκτούν το δικαίωμα να λάβουν μέρος στη δίκη που προκλήθηκε από την άσκηση ενδίκου μέσου του συγκατηγορουμένου τους και να ωφεληθούν από την ευνοϊκή κρίση του δικαστηρίου του ενδίκου μέσου, παρόλο που οι ίδιοι είτε δεν άσκησαν καν το ένδικο μέσο (δεν μπορούσαν να ασκήσουν το ένδικο μέσο ή δεν το άσκησαν, αν και δικαιούνταν), είτε το άσκησαν αλλά απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. αξιώνεται από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο το ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα. Κατά της εκτέλεσης αυτής ο μη εκκαλέσας ομόδικος δύναται να προβάλει το υπέρ αυτού ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ ουσίαν την έφεση άλλου ομοδίκου. Στην δίκη επί της ανακοπής θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου, οπότε αν η θέση του δικαστηρίου είναι θετική, θα κηρυχθεί ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Παρακωλύεται όμως η επέλευση ως προς αυτόν του εξ αυτής δεδικασμένου. Αντί αυτής επέρχεται το ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε την έφεση άλλου ομοδίκου. Ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι αυτόν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης.» 13 Η.Γάφος, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρον1970,σελ.146 7
Όπως προκύπτει από τη διάταξη και θα αναλυθεί στη συνέχεια, προϋπόθεση εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος αποτελεί οι προτεινόμενοι από τον ασκήσαντα το ένδικο μέσο λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε η κρίση, αφενός, όταν μεταξύ περισσοτέρων συγκαταδικασθέντων συντρέχει συμμετοχή ή αλληλεξάρτηση κατά νόμο της ποινικής ευθύνης του ενός από την ευθύνη του άλλου, να μην αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που το άσκησε (μη προσωπικοί λόγοι), αφετέρου, όταν η συνεκδίκαση έγινε λόγω συνάφειας οι προτεινόμενοι λόγοι εκτός από μη προσωπικοί να στηρίζονται μόνο σε παραβάσεις της διαδικασίας (μη προσωπικοί και δικονομικοί λόγοι) 14. Η ρύθμιση του άρθρου 469 ΚΠΔ κάνει λόγο για επέκταση όχι μόνο των λόγων του ενδίκου μέσου, αλλά και του ίδιου του ενδίκου μέσου, ζήτημα το οποίο, ενόψει της ερμηνευτικής δυσκολίας που εμφανίζει, θα αναπτυχθεί στο τέλος της εργασίας. Α.ΙΙ. Σκοπός του Επεκτατικού Αποτελέσματος Πρωταρχικός και γενικά παραδεκτός σκοπός της ρύθμισης είναι η αποφυγή έκδοσης και συντήρησης αντιφατικών αποφάσεων 15, η αποφυγή δικαστικής πλάνης 16 και, συνακόλουθα, η εξασφάλιση της ουσιαστικής δικαιοσύνης 17. Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, επιχειρεί να διορθώσει το φαινόμενο μια απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αντιφάσκει προς την πρωτόδικη απόφαση για συναφείς πράξεις συγκατηγορουμένων που δεν άσκησαν έφεση. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί λογικό επακόλουθο του υποκειμενισμού του ανθρώπινου παράγοντα της 14 Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ., Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012,678επ., Α.Ι.Κωνσταντινίδης, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο- Βασικές Έννοιες», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014,549επ, Μ.Δέτση, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική διαδικασία», ΝοΒ1988, 1526 επ., Λ.Ψαρούδα- Μπενάκη, «Αναγκαία συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρον ΚΗ, 177επ., Ν.Οικονομόπουλος, «Η κατ άρθρον 469 ΚΠΔ ωφέλεια του κατηγορουμένου εκ της υπό μόνου του συμμετόχου ασκήσεως ενδίκου μέσου», ΝοΒ1953, 505 επ., Η.Γάφος, ό.π. με αναφορά στην ΟλΑΠ 471/1969. 15 ΑιτΕκθΣχΚΠΔ1934,612, Φ.Ν.Ανδρέου, παρατηρήσεις στην Πενταμελές Εφετείο Λάρισας 6/2000, ΠραξΛογΠΔ6/2000, 158, Α.Καρράς, «Η Αναίρεση στην Ποινική Δίκη», Β έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, 124, Κ.Γ.Φράγκος, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο»,εκδόσεις Σάκκουλα,2011,1039 16 Ν.Οικονομόπουλος, «Η κατ άρθρον 469 ΚΠΔ ωφέλεια του κατηγορουμένου εκ της υπό μόνου του συμμετόχου ασκήσεως ενδίκου μέσου», ΝοΒ1953,.505 επ. 17 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι-Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 376επ, Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012,678επ, Α.Καρράς, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη,2012, 849επ, Φ.Ν.Ανδρέου, «Ένδικα Μέσα και Ένδικα Βοηθήματα», 2001,42 8
δικαστικής εξουσίας 18. Ωστόσο, η ύπαρξη δύο αμετάκλητων αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων για το ίδιο ιστορικό-οντολογικό γεγονός εκθέτει την έννομη τάξη, καθώς, καταστρατηγεί τον βασικό στόχο της ποινικής δίκης, την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Όπως χαρακτηριστικά έχει υποστηριχθεί 19, το επεκτατικό αποτέλεσμα αποτελεί έναν νομοθετικό συμβιβασμό μεταξύ δύο αντικρουόμενων στόχων της ποινικής δίκης: αφενός μεν της απαραίτητης κοινωνικής ειρήνευσης ανάμεσα στους πολίτες, αφετέρου δε της ουσιαστικής δικαιοσύνης και αλήθειας. Η κοινωνική ειρήνευση επέρχεται με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ακόμη και εσφαλμένης, που αποτελεί όμως αποτέλεσμα ενσυνείδητης προσπάθειας ανακάλυψης της αλήθειας 20 και εξασφαλίζεται μέσω του θεσμού του δεδικασμένου 21. Αντίθετα, με την εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος μπορεί να ανατραπεί (μόνο προς όφελός του) η αμετάκλητη καταδίκη συγκαταδικασθέντος, ο οποίος δεν άσκησε αυτοτελώς ένδικο μέσο. Ωστόσο, η ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης επιτάσσει σε περιπτώσεις κραυγαλέας δικαστικής πλάνης, αυτό το «διορθωτικό μηχανισμό». Για το λόγο αυτό, η εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος περιορίζεται σε περιπτώσεις της συμμετοχής, της αλληλεξάρτησης της ποινικής ευθύνης και της συνάφειας 22, στις οποίες ο βαθμός εξάρτησης και εγγύτητας είναι τόσο έντονος, ώστε, αν δεν υπάρξει μια ενότητα στην δικαστική κρίση, αντίστοιχη με την αιτία που υπαγορεύει την συνεκδίκαση 23, πλήττεται βαρύτατα το κύρος της έννομης τάξης. Ειδικότερα, στην συμμετοχή και την ποινική αλληλεξάρτηση, καθώς ο δεσμός μεταξύ των συγκαταδικασθέντων είναι ουσιαστικός (σύμπραξη στην παραγωγή ενός εγκλήματος), επεκτείνονται και οι λόγοι του ουσιαστικού δικαίου. Στη συνάφεια, καθώς ο λόγος της συνεκδίκασης είναι καθαρά δικονομικός, επεκτείνονται μόνο λόγοι 18 Ο.Σ.Ναμία, ό.π., Γ.Κ.Παπαϊωάννου, «Ζητήματα τινά επί της εφέσεως κατά ποινικών αποφάσεων», ΠοινΧρονΚΑ/1971,874 19 Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. 20 Α.Π.Κωστάρας, «Η αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1988,22 21 Απαγόρευση της εκ νέου ποινικής δίωξης και καταδίκης του κατηγορουμένου ή δράστη για την ίδια πράξη, για την οποία αθωώθηκε ή καταδικάστηκε αμετάκλητα, εκτός αν συντρέχουν λόγοι για την επανάληψη της διαδικασίας. Ι.Φαρσεδάκης- Χ.Σατλάνης, «Ποινική Δικονομία- Βασικές Έννοιες και Θεμελιώδεις Αρχές», Νομική Βιβλιοθήκη,2013, 3 επ. 22 Μ.Δέτση, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική διαδικασία», ΝοΒ1988, σελ.1526 επ. 23 Λ.Ψαρούδα- Μπενάκη, «Αναγκαία συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρον ΚΗ, σελ.177επ. 9
αναγόμενοι στην μόνη κοινή βάση της συνεκδίκασης, την διαδικασία 24. Αντίθετα, ακόμη πιο χαλαρός είναι ο βαθμός εξάρτησης σε υποθέσεις με απλώς όμοια μεταξύ τους χαρακτηριστικά, που εκδίδονται από διαφορετικούς δικαστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, επιτρέπεται η έκδοση αποφάσεων με σημαντικές αποκλίσεις, καθώς η ανάγκη αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων ατονεί σε σχέση με το αντιτιθέμενο συμφέρον της ανάγκης οριστικού τερματισμού της δίκης, ακόμη και με εσφαλμένη απόφαση, που εκφράζεται με το δεδικασμένο 25. Τέλος, ενώ το επεκτατικό αποτέλεσμα αναγνωρίζεται και από το Γερμανικό Δίκαιο με την ίδια δικαιολογητική βάση, αντιμετωπίζεται ως ρήγμα στη διδασκαλία περί δεδικασμένου και η εφαρμογή του έχει απολύτως εξαιρετικό χαρακτήρα, μόνο στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, χωρίς αναλογική εφαρμογή και στο ένδικο μέσο της έφεσης. Ο σκοπός αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων καταδεικνύεται και με άλλες διατάξεις του δικονομικού και ουσιαστικού ποινικού δίκαιου, όπως αυτές των άρθρων 59 ΚΠΔ (αναστολή ποινικής δίωξης σε περίπτωση ποινικής αλληλεξάρτησης ευθύνης), 129-130 ΚΠΔ (αρμοδιότητα επί συμμετοχής και συνάφειας), 366 παρ.2 ΠΚ (αναστολή δίκης για δυσφήμιση για απόδειξη αλήθειας γεγονότος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη). Αντίστοιχα, και στο χώρο της πολιτικής δίκης, το επεκτατικό αποτέλεσμα, που θεσπίζεται με την διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ 26, έχει ως δικαιολογητική βάση κυρίως την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Για το λόγο αυτό καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις άσκησης έφεσης από απλό ομόδικο, για τις οποίες θα ίσχυε διαφορετικά ο κανόνας του άρθρου 75 παρ. 1β ΚΠολΔ, ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις κάθε απλού ομοδίκου δεν ωφελούν ή βλάπτουν τους λοιπούς. Επιπρόσθετος, αντανακλαστικά προερχόμενος από τον πρώτο, αλλά επίσης σημαντικός, σκοπός του επεκτατικού αποτελέσματος είναι η ικανοποίηση της 24 Λ.Ψαρούδα- Μπενάκη, «Αναγκαία συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρον ΚΗ, σελ.177επ. 25 Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. Ι.Φαρσεδάκης- Χ.Σατλάνης, «Ποινική Δικονομία- Βασικές Έννοιες και Θεμελιώδεις Αρχές», Νομική Βιβλιοθήκη,2013, 3 επ. 26 «αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνον άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση». Αναλυτικότερα, Λ.Πίψου, «Η επέκταση του δεδικασμένου από τις αποφάσεις του εφετείου κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ»,Αρμ1988,176επ, ΑΠ187/2007, Νομικά Χρονικά42/2007, ΑΠ31/2014,ΕφΑστικού Δικαίου και Αστικού Δικονομικού Δικαίου,3-4/2014. 10
θεμελιώδους για την έννοια της δικαιοσύνης 27 αρχής της ίσης μεταχείρισης των συγκατηγορουμένων 28, που υλοποιείται με την εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων σε όλους τους συμμετόχους 29 και την επιβολή ανάλογης ποινής για τους συμπράττοντες στην εγκληματική πράξη 30, καθώς και η εκδήλωση πνεύματος επιείκειας υπέρ του κατηγορουμένου 31. Επισημαίνεται ότι τόσο η ύπαρξη δύο αμετάκλητων αντιφατικών αποφάσεων όσο και η άνιση μεταχείριση των συγκατηγορουμένων πλήττουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επομένως, αυτό που κυρίως επιδιώκεται, δεν είναι τόσο το ατομικό συμφέρον του επωφελούμενου μη ασκήσαντος το ένδικο μέσο διαδίκου, το οποίο πάντως στα πλαίσια της ποινικής δίκης, που συνεπάγεται στερήσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, έχει μεγάλη σημασία, αλλά το γενικότερο συμφέρον της ουσιαστικής δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης των πολιτών στον τρόπο απονομής της 32. Συνέπεια του ότι η κύρια δικαιολογητική βάση του επεκτατικού αποτελέσματος είναι το δημόσιο συμφέρον αποφυγής έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και η εξασφάλιση της ουσιαστικής δικαιοσύνης είναι ότι το επωφελές αποτέλεσμα επεκτείνεται ανεξάρτητα από την όποια, επιμελή ή μη, συμπεριφορά του αξιώσαντος την επέκταση. Πράγματι, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, το επεκτατικό αποτέλεσμα εφαρμόζεται π.χ. και προκειμένου περί συγκαταδικασθέντων που ενώ είχαν δικαίωμα, δεν άσκησαν 27 Αιτ.Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934,612, Ν.Κ.Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης», 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2012,481, Ο.Σ.Ναμία, ό.π. 28 Α.Ν.Μπουρόπουλος, «Επεκτατικόν Αποτέλεσμα του Ενδίκου Μέσου (άρθρα 469 και 476 παρ.3 ΚΠΔ», ΠοινΧρον1957,161, Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή- Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 376, Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, 678. Α.Ι.Κωνσταντινίδης, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο-Βασικές Έννοιες», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014,549, Α.Καρράς, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη,2012, 849, Α.Καρράς, «Η Αναίρεση στην Ποινική Δίκη», Β έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, 124, Ν.Οικονομόπουλος, «Η κατ άρθρον 469 ΚΠΔ ωφέλεια του κατηγορουμένου εκ της υπό μόνου του συμμετόχου ασκήσεως ενδίκου μέσου», ΝοΒ1953,σελ.505 επ και «Η επέκτασις του ενδίκου μέσου επί των μη ασκήσαντων αυτό συγκατηγορουμένων», ΠοινΧρονΓ/1953, 419επ., Ν.Κ.Ανδρουλάκης,ό.π., Γ.Καπετανάκης, «Το άρθ.469 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», ΘέμιςΞΔ/1953,522 29 ΑΠ 952/2014, ΠοινΧρον1/2016, 35, ΑΠ846/2008,ΠοινΔικ1/2009,43=http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=V nqtnqrohwkuhn6ohndhxtaj5ztz1u&apof=846_2008 30 Ο.Σ.Ναμία,«Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. 31 Λ.Χ.Μαργαρίτης, ό.π., Χρ.Δέδες, «Ποινική Δικονομία», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1989,557, Κ.Γ.Φράγκος, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο»,εκδόσεις Σάκκουλα,2011,1039 32 Ο.Σ.Ναμία, ό.π. 11
το ένδικο μέσο ή το άσκησαν εκπρόθεσμα ή παραιτήθηκαν από το δικαίωμα άσκησής του ή από το ασκηθέν ένδικο μέσο. Τέλος, ειδικά ως προς την περίπτωση της συνάφειας, μέσω του επεκτατικού αποτελέσματος εξυπηρετείται αντανακλαστικά και η οικονομία της δίκης, αφού στα θεωρούμενα ως συναφή εγκλήματα υπάρχει ολική ή μερική ταυτότητα του αποδεικτικού υλικού 33. Με βάση τους προαναφερόμενους σκοπούς του επεκτατικού αποτελέσματος θα αντιμετωπιστεί το πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας και η αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ. Α.ΙΙΙ. Η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ Η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ είναι από τις λίγες διατάξεις που θεσπίστηκαν με τη θέση σε ισχύ του ΚΠΔ το 1950 και παρέμειναν αναλλοίωτες, στον βασικό τουλάχιστον κορμό της. Στην προϊσχύσασα ποινική δικονομία δεν υπήρχε ρητή πρόβλεψη για το επεκτατικό αποτέλεσμα. Το νομοθετικό κενό που υπήρχε οδήγησε στην διατύπωση της άποψης που αποδεχόταν την ύπαρξή του 34, με το επιχείρημα ότι η απόφαση που αναγνωρίζει ότι δεν τελέστηκε αδίκημα ή ότι η πράξη δεν είναι αξιόποινη δημιουργεί δεδικασμένο που επεκτείνεται σε όλους τους συγκαταδικασθέντες, παρά την έλλειψη ταυτότητας προσώπου. Η προαναφερθείσα άποψη δεν αποτέλεσε την κρατούσα θέση, ωστόσο αποτέλεσε την αφετηρία για την αντιμετώπιση του ζητήματος το πρώτον στο Διάγραμμα του Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τον Ιανουάριο του 1932 35 και στη συνέχεια στη θέσπιση 33 Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. 34 Γ.Καπετανάκης, «Το άρθ.469 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», ΘέμιςΞΔ/1953,522 με εκεί παραπομπές. 35 Εισηγητής υπήρξε ο Α. Μπουρόπουλος. Στο Τμήμα του επί του Βιβλίου ΣΤ του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας «περί Ενδίκων Μέσων» αναφέρεται:«η υπό της νομολογίας καθιερωθείσα αρχή της βελτιώσεως (επ ανακοπή κατά βουλεύματος) και της θέσεως των μη ανακοψάντων κατηγορουμένων δέον να κυρωθεί διατυπούμενη όμως υπό την γενικήν μορφήν της επεκτάσεως και εις τους συγκατηγορουμένους (τους δια της αυτής αποφάσεως κριθέντας) του εκ μέρους του δικαιούμενου ασκηθέντος ενδίκου μέσου, εκτός αν οι λόγοι τούτου αρμόζωσιν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος. Ούτως και τα άρθρα 203 και 204 της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας του 1930, παρ. 290, 295 και 497 της Αυστριακής, παρ. 357 της Γερμανικής, τα άρθρα 485, 500 της Πολωνικής του 1928. Την αρχήν ταύτην θεωρούμεν προτιμωτέραν της υπό του άρθρου 41 παρ.2 των Εισαγωγικών της Πολωνικής Δικονομίας διατάξεων του 1928 καθιερωθέντος κανόνος ότι επί πολλών συγκαταδικασθέντων δικαιούται εις έφεσιν και ο καταδικασθείς εις ποινή μη υποκείμενην εις έφεσιν, 12
του άρθρου 479 («Έκτασις του ενδίκου μέσου και εις τους μη ασκήσαντας τούτο κατηγορουμένους») του Σχεδίου ΚΠΔ 1934 3637, το οποίο αποτέλεσε, αφού προστέθηκε και η περίπτωση της αλληλεξάρτησης της ευθύνης 38, το άρθρο 469 του ισχύοντα ΚΠΔ στην αρχική του μορφή 39. Τέλος, στο συνταγέν από την επιτροπή του καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντίστοιχη είναι η διάταξη του άρθρου 427, το περιεχόμενο της οποίας είναι κατά βάση όμοιο με αυτό του άρθρου 469 ΚΠΔ 40. Η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ διαμορφώθηκε με πρότυπο το ιταλικό μοντέλο (άρθρα 203 κ 204 της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας του 1930 41 ) και από τότε τα δύο δίκαια έχουν αντίστοιχες ρυθμίσεις ως προς το επεκτατικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, το άρθρο 587 (Estensione dell impugnatione) του ισχύοντος Κώδικα Ιταλικής Ποινικής όταν εις μόνον εκ τούτων καταδικασθείς εις ποινήν εφέσιμον,ήσκησεν το ένδικον τούτο μέσον». Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 374. 36 «Επί συμμετοχής εις το αδίκημα, το υφ ενός των κατηγορουμένων ασκηθέν ένδικο μέσον, και όταν μόνον εις αυτόν χορηγείται υπό του νόμου, και οι δι αυτού προτεινόμενοι λόγοι, εάν δεν αρμόζωσιν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος, ωφελούσι και τους λοιπούς κατηγορουμένους. Επί συνάφειας (άρθρα 119,120) κρατεί ο αυτός κανών, μόνον εάν οι διά του ενδίκου μέσου προβαλλόμενοι λόγοι αφορώσιν εις παραβάσεις διαδικασίας και δε αρμόζωσιν αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκήσαντος». Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή- Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 374. 37 Στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου αναφέρεται «Εν άρθρω 479 καθιερούται η γενική αρχή της επεκτάσεως του ενδίκου μέσου και εις τους μη ασκήσαντας τούτο (και μη δικαιούμενους έτι) συγκατηγορούμενους, εάν βεβαίως δια της αυτής αποφάσεως πάντες εκρίθησαν. Λόγοι ισότητος επιβάλλουσι της τοιαύτην επέκτασιν της παγίως υπό της νομολογίας ακολουθουμένης αρχής της βελτιώσεως (επ ανακοπή κατά βουλεύματος) της θέσεως και των μη ανακοψάντων κατηγορουμένων. Την έκτασιν του ενδίκου μέσου δέχονται ρητώς και αι ξέναι δικονομίαι (ιταλ. Του 1930 άρθρα 203 και 204, αυστ.παρ.290, 295 και 497, γερμ. Παρ.357, πολων. Του 1928 άρθρα 485 και 500), Κατ εξαίρεσιν δεν χωρεί η επέκτασις αυτή, όταν το ένδικον μέσον ασκήται διά λόγους αρμόζοντας αποκλειστικώς εις το πρόσωπον του ασκούντος. Η έκτασις του ενδίκου μέσου έχει ως συνέπειαν, ότι ούτος λαμβάνει εν τη επί του ενδίκου μέσου δίκη οίαν θέσιν και ο ασκήσας το ένδικο μέσον. Πρέπει όθεν να κλητευθή εις αυτήν, άλλως προκύπτει, κατά το άρθρον 162 παρ.3, απόλυτος ακυρότης. Εμφανισθείς κτάται όλα τα δικαιώματα του ασκήσαντος το ένδικον μέσον συγκατηγορουμένου του, δικαιούμενος και να προσβάλη την απόφασιν, εάν αύτη υπόκειται εις ένδικον μέσον. Αλλά και εάν δεν εμφανισθή, το επί του ενδίκου μέσου κρίνον δικαστήριον, βελτιούν την θέσιν του ασκήσαντος το ένδικον μέσον, οφείλει να βελτιώσει και την του μη εμφανισθέντος συγκατηγορουμένου. Εάν ο ασκήσας το ένδικον μέσον παραιτηθή αυτού ή κηρυχθεί τούτο δι οποιονδήποτε λόγον απαράδεκτον, παύει η ανωτέρω έκτασις του ενδίκου μέσου εις τους μη ασκήσαντας τούτο συγκατηγορουμένους (άρθρον 486 παρ.3- ούτε και ιταλ.δίκον. του 1930 άρθρ.204)». Λ.Χ.Μαργαρίτης,ό.π. 38 Στα πλαίσια συζητήσεων στους κόλπους των Αναθεωρητικών Επιτροπών, ύστερα από πρόταση των Τσουκαλά και Τεγόπουλου. Λ.Χ.Μαργαρίτης,ό.π. Η προσθήκη έγινε χωρίς ιδιαίτερα διαφωτιστική αιτιολογία, με παραδειγματική αναφορά στο άρθρο 1 εδ. 2 του Ν Γ Ν του 1911, το οποίο καθιέρωνε αντικειμενική ποινική ευθύνη και του κατόχου του αυτοκινήτου για αδίκημα του οδηγού. 39 Λ.Χ.Μαργαρίτης, ό.π., 373επ. 40 Λ.Χ.Μαργαρίτης,ό.π.,376 41 Α.Ν.Μπουρόπουλος, «Επεκτατικόν Αποτέλεσμα του Ενδίκου Μέσου (άρθρα 469 και 476 παρ.3 ΚΠΔ», ΠοινΧρον1957,161 13
Δικονομίας προβλέπει υπό ορισμένες προϋποθέσεις την επέκταση σε περίπτωση συμμετοχής και συνάφειας του ενδίκου μέσου που ο ένας κατηγορούμενος άσκησε και στους συγκατηγορουμένους του, καθώς και την επέκταση στον αστικώς υπεύθυνο και τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου που αντίστοιχα ο κατηγορούμενος και ο αστικός υπεύθυνος άσκησε 42. Η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ τροποποιήθηκε έως σήμερα μόνο μια φορά. Ειδικότερα, με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.1941/1991 προστέθηκαν τα δύο τελευταία εδάφια της διάταξης, σχετικά με την μη υποχρεωτική κλήτευση 43 του ωφελούμενου κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου που τον ωφελεί, και τη δυνατότητα αιτήματος συμπλήρωσης της απόφασης 44, στην περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου 45. Πριν την τροποποίηση αυτή, γινόταν δεκτό με βάση τη ρητή διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Σχεδίου ΚΠΔ του 1934 ότι ο συγκατηγορούμενος έπρεπε να κλητεύεται κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου 46, άλλως η συζήτηση έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, διαφορετικά προκαλούνταν απόλυτη ακυρότητα, που συνιστούσε λόγο αναίρεσης της απόφασης 47. Υπήρχε η δυνατότητα ο Εισαγγελέας να προκαλέσει στάση της δίκης ως προς τον μη κλητευθέντα συγκατηγορούμενο και να τον καλέσει σε άλλη δικάσιμο, για να καλυφθεί η ακυρότητα κατά το άρθρο 176 παρ.3 42 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012,375 43 «Για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη». 44 «Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του». 45 Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. 46 Αν και δεν καθιερωνόταν ρητά το δικαίωμα του ωφελούμενου συγκατηγορουμένου να εμφανισθεί κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου, γινόταν δεκτό ότι και στην περίπτωση που ο ωφελούμενος συγκατηγορούμενος δεν είχε κλητευθεί, δικαιούνταν να εμφανισθεί και να συμμετάσχει στη δίκη, λαμβάνοντας τη θέση που ο ασκήσας το ένδικο μέσο έχει και αποκτώντας όλα τα σχετικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα προσβολής της απόφασης που επρόκειτο να εκδοθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα. 47 Α.Ν.Μπουρόπουλος, «Επεκτατικόν Αποτέλεσμα του Ενδίκου Μέσου (άρθρα 469 και 476 παρ.3 ΚΠΔ», ΠοινΧρον1957,161, Χρ.Δέδες, «Ποινική Δικονομία», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1989,558, Μ.Δέτση, ό.π.., Ν.Οικονομόπουλος, «Η κατ άρθρον 469 ΚΠΔ ωφέλεια του κατηγορουμένου εκ της υπό μόνου του συμμετόχου ασκήσεως ενδίκου μέσου», ΝοΒ1953,σελ.505 επ., Ι.Β.Ζησιάδης, «Ποινική Δικονομία», Τόμος Τρίτος, Έκδοση Τρίτη, 1977, 190., Γ.Καπετανάκης, «Το άρθ.469 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», ΘέμιςΞΔ/1953,522 14
ΚΠΔ 48. Η ως άνω τροποποίηση, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση 49 του νόμου, είχε ως στόχο τον περιορισμό του εύρους των απειλούμενων ακυροτήτων που προκαλούνταν από την μη κλήτευση, και που αποτελούσε συχνό φαινόμενο, δεδομένου ότι η υποχρέωση ή μη κλήτευσης προϋπέθετε έρευνα και χαρακτηρισμό του λόγου 50. Κρίνεται, ωστόσο, ως δικαιοπολιτικά άστοχη, καθώς, η κλήτευση εξασφάλιζε την γνωστοποίηση του χρόνου διεξαγωγής της συζήτησης και τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτή 51. Αντίθετα, το δικαίωμα ακρόασης δεν προστατεύεται πλέον εξίσου αποτελεσματικά, ούτε με την δυνατότητα εκούσιας παρέμβασης, ούτε με τη δυνατότητα συμπλήρωσης της απόφασης 52. Και τούτο διότι, η δυνατότητα εκούσιας παρέμβασης επαφίεται στο τυχαίο της γνώσης του χρόνου διεξαγωγής της συζήτησης 53. Αντίστοιχα, και η προστασία που παρέχεται με τη δυνατότητα συμπλήρωσης της απόφασης κρίνεται ανεπαρκής, πρώτον, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ρητά απέκλεισε την επέκταση (οπότε αποκλείεται η συμπλήρωση, αλλά και η αναίρεση σε περίπτωση μη συμμετοχής στη δίκη), και δεύτερον, όταν απορρίπτεται το αίτημα συμπλήρωσης (οπότε δεν επιτρέπεται κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης η αυτοτελής άσκηση αναίρεσης) 54. Πριν την ως άνω τροποποίηση, η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ δεν προέβλεπε ούτε τη δυνατότητα συμπλήρωσης της απόφασης σε περίπτωση παράλειψης του δικαστηρίου να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου. Και ενώ γινόταν ερμηνευτικά δεκτό και πριν το ν.1941/1991 55, με βάση τη ρητή διατύπωση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Σχεδίου ΚΠΔ του 1934, ότι, όταν το δικαστήριο είχε παραλείψει να εφαρμόσει το επεκτατικό αποτέλεσμα, μπορούσε, ενόψει του ότι δεν είχε εξαντλήσει ως προς το αντικείμενο αυτό τη δικαιοδοσία του, να επιληφθεί και πάλι 48 Ν.Οικονομόπουλος, ό.π.=«η επέκτασις του ενδίκου μέσου επί των μη ασκήσαντων αυτό συγκατηγορουμένων», ΠοινΧρονΓ/1953, 419επ «Η δίκη δεν θεωρείται τερματιστείσα προ της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως και δια τον μη ασκήσαντα ένδικον μέσον κατηγορούμενον, όστις οπωσδήποτε μετά την συζήτησιν της εφέσεως απέκτησε δικαιώματα. Άρα δημιουργείται εκ του νόμου στάση της δίκης και δι αυτόν» 49 «με τη ρύθμιση αυτή αποφεύγονται πολλές ακυρότητες χωρίς να περιορίζονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων που δεν άσκησαν μεν ένδικο μέσο, αλλά ωφελούνται από το ένδικο μέσο, που ασκήθηκε από τους συγκατηγορουμένους τους με τους οποίους συμμετείχαν στο έγκλημα», Ποιν.Χρ1991, 465. 50 Γ.Καπετανάκης, «Το άρθ.469 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», ΘέμιςΞΔ/1953,522 51 Α.Κ.Ζαχαριάδης, Ποιν.Δικ.8-9/2001, σελ.852 επ. 52 Α.Κ.Ζαχαριάδης, ό.π. 53 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 392, Α.Κ.Ζαχαριάδης, ό.π. 54 Αναλυτικότερα, σελ.58 παρούσας. 55 Α.Κ.Ζαχαριάδης, ό.π., με εκεί παραπομπές. 15
της υπόθεσης, ωστόσο, δεν θεωρούνταν δυνατή η συμπλήρωση της απόφασης με αίτηση διόρθωσης κατά το άρθρο 145 παρ.1 ΚΠΔ, με την σκέψη ότι με τον τρόπο αυτό επερχόταν ουσιώδης μεταβολή της απόφασης 56. Η τροποποίηση του Ν.1914/1991 κατά το σκέλος της ρητής αναγνώρισης τη δυνατότητα συμπλήρωσης της απόφασης κρίνεται θετική. Β. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ Η επέκταση του ευεργετικού αποτελέσματος των προβαλλόμενων με το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος λόγων καταλαμβάνει, όπως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 469 ΚΠΔ («ένδικο μέσο»), τόσο το ένδικο μέσο της έφεσης όσο και της αναίρεσης, είτε αυτά στρέφονται κατά βουλεύματος είτε στρέφονται κατά απόφασης 57. Περαιτέρω, η επέκταση καταλαμβάνει αναλογικά και τα οιονεί ένδικα μέσα 58 και τα ένδικα βοηθήματα, εφόσον η φύση των τελευταίων και οι ειδικές διατάξεις που ισχύουν ως προς αυτά δεν αποκλείουν κάτι τέτοιο 59, καθώς οδηγεί σε τόνωση της δικονομικής θέσης του συγκαταδικασθέντα 60. Επομένως, επεκτατικό αποτέλεσμα, κατά την αρχή της ανάλογης μεταχείρισης, έχει η προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος του άρθρου 322 ΚΠΔ 61, που συνιστά «οιονεί ένδικο μέσο» 62, καθώς η εφαρμογή των γενικών για τα ένδικα μέσα ορισμών 56 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 391, Α.Κ.Ζαχαριάδης, παρατηρήσεις σε Ποινικό Δικόγραφο, Ποιν.Δικ.8-9/2001, σελ.852 επ., Χρ.Δέδες, «Ποινική Δικονομία», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1989,559,Γ.Κ.Παπαϊωάννου, «Ζητήματα τινά επί της εφέσεως κατά ποινικών αποφάσεων», ΠοινΧρονΚΑ/1971,874 Έτσι και οι ΑΠ 1431/2010, ΠοινΧρονΞΑ/2011,513, ΣυμβΑΠ1283/2010, ΠοινΔικ4/201,471=ΠοινΧρονΞΑ/2011, 440, ΑΠ2555/2008 (σε περίληψη), ΠοινΔικ6-7/2009,863, ΑΠ1154/2007, ΠοινΔικ6/2008, 726, ΑΠ1119/2006,ΠοινΧρονΝΖ/2007,418, Πενταμελές Εφετείο Λάρισας 6/2000, ΠραξΛογΠΔ6/2000, 158, με παρατηρήσεις Φ.Ν.Ανδρέου 57 Α.Ν.Μπουρόπουλος, «Επεκτατικόν Αποτέλεσμα του Ενδίκου Μέσου (άρθρα 469 και 476 παρ.3 ΚΠΔ», ΠοινΧρον1957,161, Λ.Χ.Μαργαρίτης, ό.π.,376, Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, 678,Φ.Ν.Ανδρέου, «Ένδικα Μέσα και Ένδικα Βοηθήματα», 2001, 42, Φ.Ν.Ανδρέου, παρατηρήσεις στην Πενταμελές Εφετείο Λάρισας 6/2000, ΠραξΛογΠΔ6/2000, 158 58 ΔιατΕισΕφΑθ131/2013, ΠοινΧρον4/2016,309, ΔιατΕισΕφΠειρ111/2009,ΠοινΔικ1/2011,45 59 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012,377, Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ. 60 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Συναφή εγκλήματα & Ποινικό Δίκαιο- Εννοιολογική οριοθέτηση- Δικονομική μεταχείριση», Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, 131 61 ΣυμβΑΠ1788/2002,ΠοινΧρον2003,702(σε περίληψη). Αναλυτικότερα, Γ.Ε.Καλφέλης, «Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως», Εκδόσεις Σάκκουλα,1990,138επ. 62 Καθώς εντάσσεται ουσιαστικά στη φάση της προδικασίας και δεν στρέφεται εναντίον απόφασης δικαστηρίου ή βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου, ώστε να αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά εναντίον πράξης του εισαγγελέα, αποσκοπεί όμως, όμοια προς τα ένδικα μέσα, στον έλεγχο της ορθότητας της 16
δεν αντιτίθεται προς τη φύση της, αλλά, αντίθετα, εξυπηρετεί καλύτερα τον σκοπό της 63. Επομένως, σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, η υπόθεση εισάγεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με εντολή του Εισαγγελέα Εφετών, στο συμβούλιο ως προς όλους τους συγκατηγορουμένους. Στην περίπτωση της προσφυγής είχε υποστηριχθεί μάλιστα η εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 469 ΚΠΔ 64. Για τους ίδιους λόγους, επεκτατικό αποτέλεσα έχει και το ένδικο βοήθημα 65 της αίτησης ακυρώσεως διαδικασίας του άρθρου 341 ΚΠΔ 66. Ειδικότερα, εάν ένας εκ των ερήμην συγκαταδικασθέντων ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας του άρθρου 341 ΚΠΔ για λόγο ανυπέρβλητου κωλύματος ανωτέρας βίας και αυτή γίνει δεκτή, ενώ οι υπόλοιποι αφήσουν άπρακτη την προθεσμία του άρθρου 341 ΚΠΔ, στην νέα, μετά την ακύρωση της προηγούμενης διαδικασίας, δίκη, ως προς την ουσία της υπόθεσης, η επέκταση επέρχεται και ως προς αυτούς. Επέκταση επέρχεται και στην περίπτωση που ο ένας κατηγορούμενος καταδικάστηκε παρών και ο άλλος απών, και ο τελευταίος παραπεμπτικής κρίσης του εισαγγελέα, μεταβιβάζοντας την υπόθεση σε δευτεροβάθμιες δικαιοδοτικές αρχές (στον εισαγγελέα ή το συμβούλιο εφετών), και αναστέλλοντας την εκδίκαση αυτής μέχρι την οριστική κρίση της(καθώς χωρίς αυτή δεν μπορεί ο εισαγγελέας εφετών αυτεπάγγελτα να διατάξει την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο). Ωστόσο έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν και ως προδικαστικό μέτρο πρόνοιας, εναντίωση κατά πράξης της εισαγγελικής αρχής, αίτηση, ένδικο μέσο, ειδικό ένδικο μέσο, ιδιόρρυθμο ένδικο μέσο. 63 Γ.Ε.Καλφέλης, «Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως», Εκδόσεις Σάκκουλα,1990,149 64 Γ.Ε.Καλφέλης, ό.π. Το ιστορικό είχε ως εξής: Πολλές ψευδορκίες από περισσότερους μάρτυρες που κατέθεσαν ένορκα τα ίδια ψεύδη γεγονότα ενώπιων διαφόρων αρχών για την ίδια υπόθεση. Συμμετοχή δεν υπήρχε, γιατί οι περισσότεροι ψευδορκούντες μόνο ως αυτουργοί μπορούσαν να θεωρηθούν. Η τέλεση συναυτουργίας στο έγκλημα της ψευδορκίας είναι αδύνατη, καθώς πρόκειται για ιδιόχειρο ή σωματοπαγές έγκλημα. Δεν υπήρχε όμως ούτε αλληλεξάρτηση ποινικής ευθύνης ή συνάφεια, καθώς οι πράξεις των ψευδορκιών είχαν τελεστεί σε διαφορετικούς χρόνους. Με αναγκαία κατάληξη την αδυναμία λειτουργίας του επεκτατικού αποτελέσματος, θα υπήρχε ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, καθώς θα ήταν δυνατό ο ένας κατηγορούμενος με χρήση του δικαιώματος του άρθρου 322 ΚΠΔ να αθωωθεί, με την κρίση ότι όσα κατέθεσε ήταν αληθινά, ενώ οι υπόλοιποι, που δεν άσκησαν προσφυγή, να καταδικασθούν τελικά από το δικαστήριο, με την κρίση ότι όσα κατέθεσαν ήταν ψευδή. Επιχειρήματα υπέρ της εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος στην περίπτωση αυτή αποτέλεσαν πρώτον την οργανική σύνδεση (ταυτότητα ιστορικού γεγονότος και ταυτότητα αποδεικτικού υλικού) της πράξης του προσφεύγοντος με τις πράξεις άλλων κατηγορουμένων που δεν άσκησαν το δικαίωμα του άρθρου 322 ΚΠΔ, δεύτερον την εφαρμογή του (τροποποιηθέντος πλέον) άρθρου 478 περ.1α ΚΠΔ και τρίτον με εφαρμογή της γενικής αυτόνομης αρχής του άρθρου 245παρ.2εδ.β ΚΠΔ, που επιτάσσεται από την αρχή της οικονομίας των ποινικών διαδικασιών και είναι σύμφωνο με τη φύση της προσφυγής. 65 Και όχι «οιονεί ένδικο μέσο» ή «αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης» ή «ανάλογος προς τον εν Γερμανία και Αυστρία θεσμός αποκατάστασης εις ακέραιον» Α.Παπανδέου, «Άσκησις αιτήσεως ακυρώσεως υφ ενός μόνον εκ των συγκαταδικαθέντων», ΠοινΧρον1962,29, Ι.Μπρίνιας, «Εφαρμογή του άρθ.469 ΚΠΔ (επεκτατικόν αποτέλεσμα ενδίκων μέσων) και επί των αιτήσεων ακυρώσεως των άρθρων 341 και 430 ΚΠΔ», ΝοΒ1964,292. 66 Α.Παπανδέου,ό.π., Ι.Μπρίνιας,ό.π 17
άσκησε αίτηση ακυρώσεως. Επισημαίνεται ότι οι λόγοι του ενδίκου μέσου, που πρέπει να είναι αντικειμενικοί, για να επεκταθούν, δεν πρέπει να συγχέονται με τους λόγους του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, που μπορούν να ισχύουν στο πρόσωπο ενός μόνο κατηγορουμένου. Τέλος, ο χρόνος που το δικαστήριο θα κρίνει περί της επέκτασης δεν είναι αυτός της διάγνωσης του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, αλλά αυτός της νέας κατ ουσίαν εκδίκασης της υπόθεσης, καθώς στο στάδιο αυτό εξετάζονται οι λόγοι απαλλαγής. Αντίστοιχα και ως προς το ένδικο βοήθημα 67 της αίτησης ακύρωσης απόφασης του άρθρου 430 ΚΠΔ, στην μετά την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε απουσία του κατηγορουμένου νέα συζήτηση της υπόθεσης επέρχεται επέκταση. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που ένας κατηγορούμενος καταδικάστηκε ως γνωστής διαμονής, ενώ ο άλλος ως αγνώστου διαμονής και ο τελευταίος άσκησε αίτηση ακυρώσεως 68. Επεκτατικό αποτέλεσμα έχει, όχι κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, αλλά κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 528 παρ.6 ΚΠΔ, η επανάληψη της διαδικασίας του άρθρου 525 ΚΠΔ 69, η οποία, αν και, καθώς προϋποθέτει αμετάκλητη απόφαση, θα μπορούσε να θεωρηθεί έκτακτο ένδικο μέσο, ωστόσο έχει από το νομοθέτη το χαρακτήρα της έκτακτης διαδικασίας. Η νομολογία των ποινικών μας δικαστηρίων εφαρμόζει και εδώ πάγια τις γενικές περί ενδίκων μέσων διατάξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 528 παρ.6 ΚΠΔ «η επανάληψη σύμφωνα με το άρθρο 525 διατάσσεται για όλους όσοι καταδικάστηκαν, και όταν ένας μόνο τη ζήτησε, εκτός αν οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί αρμόζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του» 70. 67 Και όχι «οιονεί ένδικο μέσο» ή «αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης» ή «ανάλογος προς τον εν Γερμανία και Αυστρία θεσμός αποκατάστασης εις ακέραιον» Α.Παπανδέου, «Άσκησις αιτήσεως ακυρώσεως υφ ενός μόνον εκ των συγκαταδικαθέντων», ΠοινΧρον1962,29, Ι.Μπρίνιας, «Εφαρμογή του άρθ.469 ΚΠΔ (επεκτατικόν αποτέλεσμα ενδίκων μέσων) και επί των αιτήσεων ακυρώσεως των άρθρων 341 και 430 ΚΠΔ», ΝοΒ1964,292. 68 Ι.Μπρίνιας,ό.π. 69 ΑΠ1423/2010,http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=GUWDTUPT9I2VR 47T7AEIE0MX55CGQ3&apof=1423_2010 70 Αναλυτικότερα, Θ.Ι.Δαλακούρας, «Επανάληψη της Διαδικασίας», Εκδόσεις Σάκκουλα,2007,376,Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012 377,με εκεί παραπομπές. 18
Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ δεν εφαρμόζεται ως προς την αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης του άρθρου 471 ΚΠΔ, γιατί αντίκειται στην φύση της αίτησης 71. Τέλος, επεκτατικό αποτέλεσμα γίνεται δεκτό, σύμφωνα με τα άρθρα 213 ΣτρΠΚ και 469 ΚΠΔ και στο χώρο των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων 72. Η «επωφελής επέκταση» επέρχεται κατά ρητή επιταγή του άρ.469 ΚΠΔ σε τρεις περιπτώσεις, εκείνη της συμμετοχής, εκείνη της εξάρτησης σύμφωνα με το νόμο της ποινικής ευθύνης ενός από την ευθύνη άλλου και εκείνη της συνάφειας. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 469 ΚΠΔ, δηλαδή της συμμετοχής και της ποινικής αλληλεξάρτησης, ο δεσμός που συνδέει τους περισσότερους συγκατηγορουμένους είναι ουσιαστικός, όπως και οι προτεινόμενοι λόγοι του ενδίκου μέσου που επεκτείνονται και στους υπόλοιπους συγκατηγορουμένους. Αντίθετα, στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 469 ΚΠΔ, δηλαδή στη συνάφεια, ο δεσμός που συνδέει τους περισσότερους συγκατηγορουμένους είναι δικονομικός, για αυτό και οι προτεινόμενοι λόγοι που επεκτείνονται αφορούν μόνο σε παραβάσεις της διαδικασίας 73. Β.Ι. Συμμετοχή Το περιεχόμενο του όρου «συμμετοχή» στο άρθρο 469 ΚΠΔ αποτέλεσε αντικείμενο ανάπτυξης διαφορετικών απόψεων, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και νομολογίας, καθώς υποστηρίχθηκαν τόσο μια στενή όσο και μια ευρεία ερμηνεία του όρου «συμμετοχή». To πεδίο που αναμφισβήτητα περιλαμβάνεται στον όρο «συμμετοχή» του άρθρου 469 ΚΠΔ, τόσο από την πρώτη, συσταλτική ερμηνεία, όσο και από την δεύτερη διασταλτική ερμηνεία, είναι αυτό της τεχνικής έννοιας 74 του όρου «συμμετοχή» των άρθρων 45-47 ΠΚ. Πρόκειται για τις περιπτώσεις της συναυτουργίας, της ηθικής αυτουργίας, της άμεσης και της απλής συνέργειας. Μορφές συναυτουργίας αποτελούν 71 Μ.Δέτση, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική διαδικασία», ΝοΒ1988, σελ.1526 επ. Βλ. όμως και σελ.55 παρούσας. 72 Λ.Χ.Μαργαρίτης, ό.π., 377, Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, 499 73 Α.Ψαρούδα-Μπενάκη, «Το επεκτατικόν αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων επί των συμμετόχων κατ άρθρ. 469 ΚΠΔ», ΠοινΧρον ΚΒ,497 επ., Ο.Σ.Ναμία, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», Ποιν.Χρον.ΝΣΤ/2006, 483 επ 74 Ο.Σ.Ναμία, ό.π. 19
και η διαδοχική συναυτουργία (που αποτελεί συμπραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης όχι παράλληλα, αλλά διαδοχικά, με κοινό δόλο 75 και κοινή παρουσία, ανταλλάσσοντας την «εγκληματική σκυτάλη» ο ένας με τον άλλο 76 ), αλλά και η τυχαία συναυτουργία (κατά την οποία ο κοινός δόλος είναι «τυχαίος», με την έννοια ότι διαμορφώνεται στο πεδίο της δράσης, τη στιγμή της τέλεσης, και δεν είναι προμελετημένος κοινός δόλος 77 ). Στις περιπτώσεις αυτές περιορίζει την έννοια του όρου «συμμετοχή» του άρθρου 469 ΚΠΔ η πρώτη, στενή, θέση 78. Κατά την άποψη αυτή, καθώς στα εγκλήματα από αμέλεια δεν είναι νοητή συμμετοχή, το επεκτατικό αποτέλεσμα δεν εφαρμόζεται στα εγκλήματα αυτά. Αντίθετα, κατά την δεύτερη άποψη 79, ο όρος συμμετοχή στο άρθρο 469 ΚΠ είναι ευρύτερος των άρθρων 45-47 ΠΚ, καθώς υποδηλώνει κάθε «σύμπραξη περισσοτέρων για την πραγμάτωση ενός και του αυτού εγκλήματος» 80. Σύμφωνα με τη δεύτερη, διασταλτική αυτή ερμηνεία, στο περιεχόμενο του όρου «συμμετοχή» του άρθρου 469 ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις της αναγκαίας συμμετοχής, αλλά και ορισμένες περιπτώσεις παραυτουργίας. 75 Κοινός δόλος στην περίπτωση της συναυτουργίας υπάρχει, όταν καθένας από τους δράστες έχει δόλο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος στο βαθμό που κάθε φορά απαιτείται για το συγκεκριμένο έγκλημα και παράλληλα καλύπτει με δόλο του αυτόν και τη συμπραγμάτωση του εγκλήματος από τους άλλους. 76 Ι.Μανωλεδάκης-Ν.Παρασκευόπουλος, «Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου», Γενικό Μέρος,Β έκδοση,εκδόσεις Σάκκουλα,2006, 116 77 Ι.Μανωλεδάκης-Ν.Παρασκευόπουλος, ό.π., 115 78 Ι.Β.Ζησιάδης, «Ποινική Δικονομία», Τόμος Τρίτος, Έκδοση Τρίτη, 1977, 235, Π.Α.Καίσαρης, «Περί του επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων», Δ/νη1978,390, Γ.Καπετανάκης, «Το άρθ.469 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», ΘέμιςΞΔ/1953,522, Κ.Γ.Φράγκος, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίαςερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο»,εκδόσεις Σάκκουλα,2011,1039,Α.Κ.Κονταξής, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας- Συνδυασμός Θεωρίας και Πράξης»,Δ Έκδοση, πλήρως αναμορφωμένη, συμπληρωμένη και ενημερωμένη, Τόμος Δεύτερος, Εκδόσεις Σάκκουλα,2006,2666, Ν.Ανδρουλάκης, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Νομολογία κατ άρθρον», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015,585 79 Λ.Χ.Μαργαρίτης, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα Ι- Εισαγωγή-Παραδεκτό- Αποτελέσματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2012,378, Α.Χ.Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», ΣΤ έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, 679, Μ.Μαργαρίτης, «Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008,930, Α.Ι.Κωνσταντινίδης, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο-Βασικές Έννοιες», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014 550, Α.Καρράς, «Η Αναίρεση στην Ποινική Δίκη», Β έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013,124, Λ.Ψαρούδα- Μπενάκη, «Αναγκαία συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρον ΚΗ, σελ.177επ.και «Το επεκτατικόν αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων επί των συμμετόχων κατ άρθρ. 469 ΚΠΔ», ΠοινΧρον ΚΒ,497 επ. 80 Λ.Χ.Μαργαρίτης, ό.π., Α.Ι.Κωνσταντινίδης, ό.π., Α.Χ.Παπαδαμάκης, ό.π., Α.Καρράς, ό.π. 20