ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. «Τι μάτια Θαυμάσια γυναίκα!» Άντον Τσέχοφ, Θείος Βάνια



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ ΣΤ (ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ)

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών


ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( )

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Transcript:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ «Τι μάτια Θαυμάσια γυναίκα!» Άντον Τσέχοφ, Θείος Βάνια

1 Σμαραγδιά κλωστή δεμένη αναδεύτηκε σ ανέμη για να υφάνει με σπουδή κόρης όψη αγγελική Aπό τα χειρόγραφα του ιερέα Παναγιώτη Νατσιάκου, πριν καούν μια μοιραία χειμωνιάτικη νύχτα στο παραγώνι του λιακασέικου, κάπου στην καρδιά της αρκαδικής γης: Πρώτη φορά πιάνω να γράψω τα μυστικά που μου εμπιστεύτηκαν οι συνάνθρωποί μου στο μυστήριο της θείας εξομολόγησης. Ένας σωστός ιερέας δεν παραβιάζει τον όρκο του ποτέ, την εξομολόγηση την παίρνει μαζί του στον τάφο του. Αλλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην οικογένεια της Αλίκης του Λιακάση, της Νεράιδας του Λιακάση, όπως την ξέρουν όλοι εδώ στον τόπο μου, στις όχθες του Λάδωνα, έφεραν στην ψυχή μου τέτοια σύγχυση, που πλέον δεν ξέρω τι είναι το σωστό. Αμφιβάλλω τώρα στα γεράματα. Κοντεύω να κλείσω την όγδοη δεκαετία της ζωής μου και μέχρι πριν από λίγο καιρό ήμουν σίγουρος πως τίποτα περισσότερο δεν είχα να μάθω. Είχα δασκάλους φωτισμένους στο μοναστήρι όπου ξεκίνησα την εκπαίδευσή μου στα δεκατρία μου

12 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ και λόγιους και φιλοσόφους στη Θεολογική Σχολή αργότερα, ασχέτως αν δεν επιδίωξα αξιώματα στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Είχα τους λόγους μου. Άλλωστε, ένας ευσυνείδητος ιερέας δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ για ν ανακαλύψει την αλήθεια του κόσμου. Όλα είναι γραμμένα εδώ, στο εγχειρίδιο του ανθρώπου, στο βιβλίο οδηγιών που κρατάω στα χέρια μου όλη μου τη ζωή. Η Αγία Γραφή ήταν πάντα ο πλοηγός μου στα άδυτα της ψυχής, στους δαιδάλους της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι χάνονται τόσο εύκολα και ξαναβρίσκουν το δρόμο τους τόσο δύσκολα και τόσο επώδυνα. Τους άπλωνα το ένα μου χέρι να τους βοηθήσω και με το άλλο ξεφύλλιζα τα ιερά βιβλία για να σιγουρευτώ πως τους συμβουλεύω σωστά, πως τηρώ ευλαβικά τις οδηγίες χρήσεως. Έτσι μου το έθεσε ο Θωμάς ο Δέσιλας, καλή του ώρα, οδηγίες χρήσεως. «Αχ, και να ξερες, παππούλη, πόσο ορθόδοξος κομουνιστής είσαι κατά βάθος κι ας παθαίνεις απανωτά εγκεφαλικά κάθε φορά που ακούς λέξη που αρχίζει από κάπα. Εγχειρίδιο οδηγιών έχουν κι αυτοί, Κεφάλαιο λέγεται αντί γι Αγία Γραφή και το γραψε ο Μαρξ αντί για τους Πατέρες. Αχ, είστε πολύ τυχεροί όλοι εσείς, κατέχετε την απόλυτη αλήθεια, πορεύεστε με ξεκάθαρες οδηγίες χρήσεως του κόσμου. Αλί σ εκείνους που την ψάχνουν ώρα την ώρα και δεν τη βρίσκουν ποτέ». Καλό κι έξυπνο παιδί ο Θωμάς, λίγο ζαβός αλλά χρυσή καρδιά. Γέννημα θρέμμα του τόπου μας, σπούδασε ιατρική στην Αθήνα κι άμα την τελείωσε δεν τον ξαναείδαμε. Έμπλεξε στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και είναι κοντά τριάντα χρόνια που χάσαμε τα ίχνη του. Ζει, πέθανε, κανείς δεν ξέρει. Ο Θεός μαζί του, όπου και να ναι. Κι όμως, δεν είμαι κανένας φονταμενταλιστής, βλοσυρός παπάς, που εξαπολύει μύδρους και απειλές στους πιστούς όλη την ώρα. Το αντίθετο, γελάω με το παραμικρό, το γέλιο το χω για φάρμακο. Οι συγχωριανοί μου το ξέρουν και με πειράζουν γι αυτό από τα νιάτα μου ακόμα, «ο παπα-πάνος το χει το γέλιο

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 13 στο τσεπάκι», λένε. Προτιμώ να με πειράζουν και να με αγαπάνε, παρά να μου κολλήσουν κάνα παρατσούκλι σαν του παπα-αντώνη απ το διπλανό χωριό, που τον βγάλανε «Βελζεβούλη»! Είναι στο χαρακτήρα μου να βλέπω πάντα και την κωμική πλευρά των πραγμάτων και να ξεκαρδίζομαι στα γέλια μ ένα καλό χωρατό. Το γέλιο βοηθάει την ψυχή κι η δική μου ψυχή χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια. Η αλήθεια είναι πως η ιστορία που βάλθηκα να καταγράψω δεν αφήνει πολλά περιθώρια για χωρατά. Ίσα-ίσα, βάζει σε δοκιμασία τη λογική του ανθρώπου, το αίσθημα δικαιοσύνης του καθενός, την πεποίθηση πως υπάρχουν όρια στις ανθρώπινες δυνατότητες, ακόμα και στην αγάπη και στον έρωτα. Αλλά ας τα πάρω απ την αρχή. Όλοι εμείς που μεγαλώσαμε μαζί με τον Νώντα τον Λιακάση, το φίλο μου και πρώτο μου ξάδερφο, τίποτα το περίεργο δεν σκεφτήκαμε ποτέ γι αυτόν, τον είχαμε για τον πιο γήινο χαρακτήρα που υπήρχε. Ο πατέρας του, αδερφός της μάνας μου και γραμματικός στην κοινότητα, καθότι γραμματιζούμενος του σχολαρχείου, μεγάλη υπόθεση εκείνη την εποχή, είχε και κάμποσα στρέμματα χωράφια δίπλα στον ποταμό κι αβγάτιζε το εισόδημα της οικογένειας. Ο γιος του ο Νώντας, πρακτικός και προσγειωμένος, δεν καταπιάστηκε με τα γράμματα, μιας και δεν τα καλοκατάφερνε σ αυτό τον τομέα, παρά ασχολήθηκε συστηματικά με τα κτήματα και μάλιστα στη δεκαετία του 60 πήρε άδεια και έστησε ένα μικρό πεστροφοτροφείο διαμορφώνοντας σιγά-σιγά τις κοίτες του ποταμού μπροστά στα χωράφια του, όπου υπήρχε πλούσια βλάστηση, ορμητικά νερά και σκιερός χώρος για το καλοκαίρι. Τακτική και νοικοκυρεμένη καθώς ήταν λοιπόν η ζωή του, επ ουδενί δεν περιμέναμε στα τέλη του 60 να ακούσουμε πως «ο Νώντας ο Λιακάσης έφερε στο σπίτι μια νεράιδα».

14 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ Το σούσουρο που ξεσηκώθηκε γύρω απ τη νεοφερμένη ήταν απερίγραπτο. «Την είδε εκεί που περπάταγε, κοντά στο ποτάμ, κι αυτή τον πλησίασε να του πάρει τα λοϊκά, αλλά ο Νώντας την άρπαξε και τ ς έβγαλε γρήγορα τη μαντίλα απ το κεφάλι κι έγινε αρνάκι η νεράιδα, μαθές», διαδίδονταν από στόμα σε στόμα τα νέα, «κι άμα τηνε δεις, νεράιδα σωστή, χωρίς λαλιά, χωρίς ποδήματα, μ ένα άσπρο σκουτί μονάχα απάνω της, κορμί λαμπάδα, θωριά αλούτερη κι ως εκεί απάνω ψηλή άλλο να σ το λέω κι άλλο να το βλέπεις!». Οι κάτοικοι εδώ είναι επιρρεπείς στους μύθους που μπλέκονται με την πραγματικότητα, συνέπεια των θρύλων που περιβάλλουν τον Λάδωνα από τα αρχαία χρόνια και δημιουργούν μια μυστικιστική προδιάθεση. Ωστόσο, υπήρχε πράγματι κάτι το μυστηριώδες σ αυτή τη γυναίκα που έφερε ο Νώντας ο Λιακάσης στο γονικό του σπίτι και την εμπιστεύτηκε στη μάνα του, τη θεια-σεβαστή, να τη φροντίζει όσο εκείνος έλειπε στις δουλειές. Το παρουσιαστικό της ήταν εμφανώς ξενικό, σκουρομελάχρινο δέρμα, μικρά ζωηρά μάτια, που μέσα τους έβλεπες το φέγγος της νύχτας, τόσο σκούρα και λαμπερά ήταν, κι ένα κεφάλι ολοστρόγγυλο, μ έναν βαρύ κότσο από πυκνά και στιλπνά μαλλιά κάτω χαμηλά στον αυχένα. Παρ όλη της την απλότητα, ανέδιδε μια φυσική κομψότητα. Τον πρώτο καιρό, πράγματι δεν μιλούσε καθόλου, άχνα δεν έβγαζε από το στόμα της. «Και ξενομερίτισσα και μουγγή, μαρέ γιε μ», παραπονιόταν η θεια-σεβαστή, «τι χωριό να κάνω εγώ με δαύτην, εδώ που μου τηνε μάζεψες;» Παρ όλη την γκρίνια της, όμως, τη φρόντιζε στοργικά την ξένη τους, γιατί έβλεπε στα μάτια του Νώντα πως αυτή η γυναίκα ήταν για κείνον και καμία άλλη. Είχε φτάσει τριάντα εφτά χρονών ανύπαντρος, κι η μάνα του είχε απελπιστεί πως έτσι θα μενε, μαγκούφης, χωρίς να χει κανέναν να του παραστέκει όταν εκείνη θα κλεινε τα μάτια της. Εξάλλου η Νεράιδα του Λιακάση ήταν δουλευταρού και άξια,

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 15 ευγενική, με συμπεριφορά και χαμόγελο που έδειχνε άνθρωπο πολιτισμένο, καλόγνωμο, κι η θεια-σεβαστή την έβαλε πολύ σύντομα στην καρδιά της κι ας μην ήξερε «από πού κρατάει η σκούφια της», όπως συνέχισε να ψευτογκρινιάζει του γιου της. Ώσπου μια μέρα, κάμποσους μήνες αφότου την έφερε ο Νώντας στο σπίτι του, η Νεράιδα βρήκε τη μιλιά της και τους είπε σε άψογα, καθαρευουσιάνικα ελληνικά πως δεν ήξερε ποια ήταν κι από πού ερχόταν, πως είχε χάσει τη μνήμη της από ποια αιτία επίσης δεν ήξερε, αλλά θυμόταν με σιγουριά πως τη λέγανε Αλίκη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Αλίκη συνέχισε να μη θυμάται τίποτα από το παρελθόν της παρά μόνο τ όνομά της και σιγά-σιγά όλοι προσαρμόστηκαν σ αυτή την κατάσταση κι ήταν σαν η Αλίκη του Λιακάση, η Νεράιδα του Λιακάση, να είχε γεννηθεί μόλις τη μέρα που τη συνάντησε ο Λιακάσης και της έβγαλε τη μαντίλα απ το κεφάλι. Και για να τιμήσει το θρύλο που θέλει τη νεράιδα που θα της βγάλει ο νιος τη μαντίλα να την κάνει δική του και να μην ξαναφύγει ποτέ από κοντά του, ο Νώντας παντρεύτηκε τη νεράιδα του, που του έμεινε πιστή κι αφοσιωμένη, σωστό κερί αναμμένο δίπλα του, κι έκαναν μαζί δυο παιδιά, μια κόρη, τη Σεβαστούλα, κι ένα γιο. Ο Νώντας, κόντρα στα πατροπαράδοτα που όριζαν για το γιο του το όνομα του πατέρα του Λάμπρος, έκανε το χατίρι της γυναίκας του και τον έβγαλαν Άρη, από τον ρωμαλέο αρχαίο θεό του πολέμου, που συναντιόταν με την παράνομη ερωμένη του, την Αφροδίτη, στην κοίτη του Λάδωνα. Η Αλίκη ήταν γυναίκα μορφωμένη κι ευαίσθητη, με πάθος για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων στοχαστών κι ήταν φανερό πως, όποια κι αν υπήρξε πριν έρθει στα μέρη μας, σίγουρα είχε κάνει σοβαρές σπουδές στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, όλη αυτή η γνώση εξαντλούνταν στις διηγήσεις της στα παιδιά της και στα άλλα παιδιά του χωριού,

16 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ που τους άρεσε να πηγαίνουν στη Νεράιδα του Λιακάση, να τους λέει παραμύθια με σκανταλιάρηδες θεούς και ημίθεους. Κατά τα άλλα, η ζωή της ήταν η τυπική ζωή μιας γυναίκας του χωριού, αφοσιωμένης στην οικογένειά της, στο νοικοκυριό της, στα παιδιά της και στον κύρη της. Οι χωριανοί την αγαπούσαν την Αλίκη, τη σέβονταν, αλλά δεν την καταλάβαιναν εκατό τοις εκατό. Ήταν άνθρωπος συμπονετικός, διακριτικός, δοτικός, αλλά είχε και κάτι παράξενα χούγια που τους έφερναν αμηχανία και δεν ήξεραν πώς ν αντιδράσουν, με γέλια ή με σταυροκοπήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα έκαναν και τα δυο, και γέλαγαν και σταυροκοπιούνταν, όταν έβλεπαν την Αλίκη να κάθεται στις ελάχιστες ώρες της σχόλης της παράμερα στην άκρη του ποταμού και να μιλάει με τα ψάρια, με τις στικτές πέστροφες. Κανείς δεν είχε καταλάβει ποτέ τι έλεγε, όσο κι αν κρυφάκουγε. Η Αλίκη σιγομουρμούριζε κάτι ακατάληπτους φθόγγους και τα ψάρια τής απαντούσαν στην ίδια απόκοσμη γλώσσα, παίρνω όρκο κι ας είμαι ιερέας, της αποκρίνονταν με κάτι σαν κελάηδισμα πουλιού, σαν κελάηδισμα τσίχλας. Το άλλο της χούι είχε να κάνει με τις αρρώστιες. Όταν αρρώσταιναν τα παιδιά της και καλούσαν το γιατρό, η Αλίκη ακολουθούσε ευλαβικά τις οδηγίες του, εφάρμοζε μέχρι κεραίας την αγωγή που τους όριζε, αλλά οπωσδήποτε έκανε και κάτι άλλο: έπαιρνε το μικρό της αγκαλιά και το πήγαινε στην ακροποταμιά. Εκεί, βαστώντας το τρυφερά στην αγκαλιά της και σιγομουρμουρίζοντας στο αυτάκι του, του βουτούσε τα ακροδάχτυλα των ποδιών μέσα στα νερά του Λάδωνα. Πάντως, ο συνδυασμός απέδιδε, τα παιδιά της Αλίκης δεν αρρώστησαν ποτέ σοβαρά, όλες τις παιδικές ασθένειες τις περνούσαν ελαφρύτερα από κάθε άλλο παιδί του χωριού. Να ταν άραγε η θεϊκή δύναμη του μυθικού ποταμού ή η θεραπευτική δύναμη της μητρικής αγάπης; Ως χριστιανός και ως ιερέας επιλέγω το δεύτερο, αλλά, μετά από όσα είδαν τα μάτια μου τώρα

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 17 στα στερνά μου, αμφιβάλλω. Η πίστη μου πέρασε από σαράντα κύματα το σούρουπο της Παναγίας φέτος σαράντα χρόνια μετά από εκείνη την εποχή και πρέπει να το μοιραστώ με κάποιον αυτό το βάρος, αλλά δεν έχω το δικαίωμα. Γι αυτό το ξεφορτώνω σε τούτο το χαρτί και μετά θ αποφασίσω αν θα το κάψω ή θα το κρατήσω. Για σαράντα τόσα χρόνια, η Αλίκη του Λιακάση, η Νεράιδα του Λιακάση, ήταν η Αλίκη που όλοι ξέραμε, μια γυναίκα χωρίς παρελθόν, μια μάνα και μια σύζυγος υπόδειγμα, μια συγχωριανή που γινόταν θυσία για όλους μας, μια προσωπικότητα αγαπητή κι αξιοσέβαστη, που η ζωή τής φύλαγε και χαρές και λύπες, όπως σε όλους μας. Σε όλες τις αναποδιές η Αλίκη τα βγαλε πέρα παλικαρίσια, με περισσή αξιοπρέπεια, με σπάνια αφοσίωση, με ευθύτατη κρίση. Ώσπου, αρχές του καλοκαιριού του 2010, έφτασαν στα μέρη μας «οι ξένοι». Τρεις άνθρωποι που έμελλε να ανατρέψουν όλα όσα ξέραμε για την Αλίκη, όλα όσα ξέραμε για τη ζωή, την ηθική, την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Οι ξένοι, η Ισαβέλα Θεράδες με τον πατέρα της, τον Ερνέστο Θεράδες, και την κόρη της, τη δεκαεφτάχρονη Μαρία-Λουίζα Μαριλίζα τη βάφτισαν οι συγχωριανοί μου για ευκολία, εγκαταστάθηκαν στον μοναδικό ξενώνα της περιοχής, με σκοπό να δουν τι δυνατότητες υπήρχαν για λειτουργία εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας στα μέρη μας, αξιοποιώντας τους φυσικούς πόρους της γης μας, τα νερά του Λάδωνα, το μαλλί από τα άφθονα αμνοερίφια της περιοχής αλλά και το εξαιρετικής ποιότητας βαμβάκι του τόπου μας. Η Ισαβέλα, μια ευχάριστη στην όψη γυναίκα, περασμένα σαράντα και πάντα μαυροντυμένη, ενεργητική και δραστήρια, θαρρείς κι είχε ένα δοσομετρητή στη γλώσσα. Δεν έλεγε ποτέ ούτε μία περιττή κουβέντα, απολύτως τίποτα που θα μπορούσε

18 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ να αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό της. Δεν της ξέφευγε ούτε μία παραπανίσια λέξη ή χειρονομία, που θα προσδιόριζε την ανθρώπινη πλευρά της. Ήταν μια επιχειρηματίας σωστή, διορατική, ευγενική, αλλά με υψωμένο ένα αδιαπέραστο τείχος στη συνολική της προσωπικότητα. Ο πατέρας της από την άλλη έδειχνε απροκάλυπτα αυτό που ήταν: ένας ευφυέστατος αλλά μονόχνοτος άνθρωπος, ιδιόρρυθμος, ατημέλητος στην εμφάνιση, και με την ψυχική απλότητα παιδιού. Αμέσως καταλάβαινες πως, όπως τα μικρά παιδιά, έτσι κι ο Ερνέστο αντιδρούσε με βάση τα συναισθήματά του, άκριτα. Για την προσωπικότητα της μικρής, της Μαριλίζας για μας, δεν έχω να πω κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν ένα ζωηρό κοριτσόπουλο, πολύ κοινωνικό, με τον αυθορμητισμό και την επιπολαιότητα της ηλικίας της και μορφή αγγέλου. Μελαχρινή σαν τη μάνα της, εκείνο που έκανε ζωηρή εντύπωση πάνω της ήταν τα μάτια της, είχαν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα βαθύ αλλά λαμπερό, σαν ατόφιο, καθαρό σμαράγδι. Το χρώμα των ματιών της και το βλέμμα της, κάπως νυσταγμένο αλλά εύθυμο, ήταν όλη της η γοητεία. Εμφανισιακά, αυτό το χαρακτηριστικό της νεαρής Μαριλίζας με εντυπωσίασε αμέσως μόλις την πρωτοείδα. Κι οι ιερείς άνθρωποι είναι, συγκινούνται από το γυναικείο κάλλος και γέροι ακόμα. Ο ερχομός των ανθρώπων αυτών στα μέρη μας, ειρηνικός και καλόδεχτος στην αρχή, πυροδότησε μια σειρά από γεγονότα, που κλιμακώθηκαν σε μια κατάσταση εκρηκτική. Εγώ, ως ιερέας άρα κι εξομολόγος του χωριού, αλλά κι ως χαρακτήρας που πάντα σεβόταν τις ανθρώπινες ιδιαιτερότητες, κάτι που οι άλλοι το καταλάβαιναν και με πλησίαζαν για να ξαλαφρώσουν την ψυχή τους, είχα τη δυνατότητα να γνωρίζω ό,τι οι συγχωριανοί μου δεν θα μάθαιναν ποτέ. Ως εκ τούτου, ήταν ηθικό μου καθήκον να βρω την άκρη και να αποτρέψω τα χειρότερα, που ήξερα πως

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 19 έρχονταν. Ένα ανθρώπινο πλάσμα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο κι έπρεπε με όση δύναμη μου έδινε το μυαλό μου και το σχήμα μου να μην αφήσω δυο νεανικά μάτια στο χρώμα του σμαραγδιού να στερηθούν βάναυσα το φως της ζωής. Τους συντοπίτες μου που βρέθηκαν στη δίνη των γεγονότων τούς ήξερα, τους ένιωθα, μπορούσα να συνθέσω τα κομμάτια του παζλ που τους αφορούσαν. Την Αλίκη και τον Νώντα Λιακάση, πρόεδρο της κοινότητας εδώ και είκοσι τέσσερα συνεχή έτη την κόρη τους, τη Σεβαστούλα, και τον άντρα της, τον Βασίλη Δέσιλα, ένα αφρόντιστο παιδί που φτιάχτηκε μ αυτό το συμπεθεριό κι είχε αναλάβει πλέον το πεστροφοτροφείο της οικογένειας, που ήταν επιχείρηση σοβαρή και πολύ κερδοφόρα τώρα τα παιδιά τους, τη μεγαλύτερη την Κατερίνα και τον Αργύρη, εξαιρετικά καλό αλλά και υπερευαίσθητο παιδί, που βάδιζε στην κόψη του ξυραφιού, με δύο, ευτυχώς αποτυχημένες, απόπειρες αυτοκτονίας στη μικρή ζωή του και τέλος, τον Άρη Λιακάση, το γιο της Αλίκης και του Νώντα, που πολύ θα ήθελα να τον εκτιμήσω για όσα είχε καταφέρει στη ζωή του, αλλά κάτι στο χαρακτήρα του με εμπόδιζε. Τους τρεις ξένους όμως όφειλα να τους μάθω από την αρχή για να συμπληρώσω το παζλ και να προλάβω το κακό. Η αλήθεια είναι πως ο Ερνέστο κι εγώ πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο από την πρώτη στιγμή, λες κι ήταν από πάντα ανοιχτός ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ μας, που μας επέτρεπε να φτάνουμε μέχρι τα μύχια της ψυχής ο ένας του άλλου και να ανοίγουμε μία-μία τις πόρτες της προσωπικής μας κόλασης και ειδικά της δικής μου. Ήμασταν και κοντά στην ηλικία κι αυτό οπωσδήποτε βοηθούσε. Βέβαια, ο Ερνέστο τα προσωπικά του δεν τα αποκάλυψε όλα από την αρχή και χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πολλά γεγονότα ώσπου να γνωρίσω τις απίστευτες κρυφές πτυχές της βιογραφίας του, αλλά κάποιες προσωπικές του σκέψεις τις μοιραζόταν μαζί

20 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ μου και μου είχε κάνει εντύπωση ο τόνος της φωνής του όταν μου είπε κάποια στιγμή: «Δύο είδη ανθρώπων απεχθάνομαι, τους άτιμους και τους γλοιώδεις». Αυτό το γλοιώδεις το λέω εγώ, καθώς το κατάλαβα από τα συμφραζόμενα ενώ προσπαθούσε να το περιγράψει με τα απλά ελληνικά του κι εννοούσε κάτι σαν ύπουλους, αηδιαστικούς, χυδαίους, τέλος πάντων γλοιώδεις. Με την κόρη του, την Ισαβέλα, δεν είχα στην αρχή καμία επαφή. Η γυναίκα ήταν τόσο πολύ κλεισμένη στον εαυτό της, παρ όλη την εξωτερική της άνεση, που δεν πίστευα στα μάτια μου όταν ένα βράδυ, εν μέσω των γεγονότων που έτρεχαν και μας στριφογύριζαν όλους στη δίνη τους, ήρθε στο σπίτι μου και σιωπηλά, κοιτώντας με μόνο στα μάτια και ζητώντας βουβά τη συμπαράστασή μου, άφησε πάνω στο γείσο του τζακιού ένα καφέ τετράδιο, πολύφυλλο και πολυχρησιμοποιημένο. Στράφηκε να φύγει όπως είχε έρθει, σιωπηλή και με την ικεσία στο βλέμμα. Μόνο όταν άνοιξε την πόρτα να βγει, κοντοστάθηκε και μου είπε σιγανά, πάνω από τον ώμο της: «Σας παρακαλώ, διαβάστε το με την κυρία Αλίκη». Ήταν το ημερολόγιό της, με πρώτη ημερομηνία καταχώρισης το Πάσχα του 2002. Μέχρι να μου αποκαλυφθεί όμως όλη η αλήθεια για τους τρεις αυτούς ανθρώπους, μεσολάβησαν πολλά.

2 όπου μέλωσε η ματιά της στο γλυκό πρωτοκαλόκαιρο, λικνίστηκε και τύλιξε με σκέρτσο ερωτικό κυπαρισσάκι νιο, λεβέντικο Ήμουν μπροστά εκείνο το απόγευμα όταν ξανασυναντήθηκαν η Αλίκη και ο Ερνέστο μετά από σαράντα τόσα χρόνια. Μια γυναίκα κι ένας άντρας που είχαν ήδη περάσει τα εβδομήντα και τα ερωτικά σκιρτήματα ήταν πια τόσο μακρινά για κείνους, που θα ήταν κωμικό ακόμα και να πάει το μυαλό κάποιου προς τα εκεί. Ο Ερνέστο της έδωσε εγκάρδια το χέρι, απλά και άνετα σαν να είχε να τη δει από την προηγούμενη βδομάδα, κι εκείνη του χαμογέλασε συγκρατημένα και στράφηκε να τον συστήσει και στον άντρα της. Αλλά η φωνή της έτρεμε σαν έφηβης στα πρώτα της ερωτόλογα. Ο Νώντας ο Λιακάσης είχε σηκωθεί απ τον καναπέ όπου καθόμασταν οι δυο μας όταν μπήκαν μέσα οι ξένοι και προχώρησε με αργά, γεροντικά βήματα να τους προϋπαντήσει, σαν σωστός οικοδεσπότης. Κοιτούσα την Αλίκη εκείνη τη στιγμή, αλλά η Νεράιδα του Λιακάση δεν έβλεπε κανέναν, δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον ξένο της ήταν ολοφάνερο, σ εμένα τουλάχιστον, που ήξερα το μυστικό της. Ο παιδικός μου φίλος δεν φάνηκε να το πρόσεξε.

22 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ «Μια χαρά τα μιλάτε όμως τα ελληνικά. Πόσα χρόνια είστε στην Ελλάδα;» ρωτούσε ο Νώντας τους ξένους του. Η Ισαβέλα του απάντησε σε σπαστά ελληνικά, κατανοητά πάντως, κι εγώ εδώ αποδίδω τους διαλόγους με το νόημά τους, όχι αυτολεξεί. «Κοντεύουμε δύο χρόνια, αλλά έχουμε καλό δάσκαλο», του είπε. «Κάνει και στους τρεις μας μάθημα κάθε μέρα. Μας αρέσει η γλώσσα και η ζωή στην Ελλάδα και σκεφτόμαστε να μείνουμε για μόνιμα». «Καλά είναι, καλά» συγκατένευσε ο Νώντας, κι η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη ζωή στην Ισπανία, την οικονομική κρίση και την ανεργία που αντιμετώπιζαν κι εκεί και τέλος στην πρόθεση των ξένων να βρουν γη στα μέρη μας για να στήσουν την εργοστασιακή μονάδα που είχαν κατά νου. Τους κοιτούσα προσεκτικά και τους τρεις τους και κατάλαβα πίσω από τα λόγια τους πως η απόφασή τους να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα είχε να κάνει με λόγους προσωπικούς. Ριζική αλλαγή περιβάλλοντος χρειάζονταν, ήταν φανερό. Αλλιώς, γιατί ν αφήσουν μια στρωμένη ζωή και επιχειρήσεις που πήγαιναν καλά, για να αυτοεξοριστούν οικογενειακώς σε ξένο τόπο, δήθεν για μπίζνες; Έστεκε; Δεν έστεκε. Πάνω στην ώρα, ήρθε στο σπίτι των παππούδων του κι ο Αργύρης, ο γιος της Σεβαστούλας. Στα είκοσι ένα του τώρα, ήταν δευτεροετής στο Παιδαγωγικό της Αθήνας κι είχε έρθει πριν από δύο μέρες στο σπίτι του για το καλοκαίρι. Ουσιαστικά, στο σπίτι των παππούδων του έμενε, από παιδί ακόμα. Με τη γιαγιά του την Αλίκη τούς έδενε μια ιδιαίτερη σχέση, είχαν μια σπάνια ψυχική επαφή και σ εκείνη όφειλε το ότι ήταν ακόμα ζωντανός μετά τις δοκιμασίες που είχε περάσει. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Τον είδα που καθηλώθηκε όταν αντίκρισε τα μάτια της Μαριλίζας. Αλήθεια, τι μάτια ήταν εκείνα! Λες κι η φύση μπέρδεψε τα

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 23 υλικά κι έβαλε δυο λαμπερά σμαράγδια στη θέση τους. Ωστόσο, ο Αργύρης ξαναβρήκε την περιπαικτική του διάθεση σύντομα, αντάλλαξε κάνα δυο χωρατά μαζί της και στη συνέχεια, καθ υπόδειξη των μεγάλων, την πήρε και βγήκαν μια βόλτα να της δείξει την περιοχή. Οι υπόλοιποι συνέχισαν τη συζήτηση για το στήσιμο του εργοστασίου και για την εξεύρεση οικοπέδου σε συμφέρουσα τιμή και κοντά στο ποτάμι, ώστε να μειωθεί το κόστος της παροχής του νερού, μέχρι και στις άδειες και τις νομικές διαδικασίες έφτασε η κουβέντα. Η εμπειρία του Νώντα τόσα χρόνια από τη δική του επιχείρηση, το πεστροφοτροφείο, ήταν πολύτιμη για τους ξένους, κυρίως αναφορικά με τα πρακτικά ζητήματα, τους τοπικούς παράγοντες που έπρεπε να «προσεταιριστούν», τα «γρηγορόσημα» που έπρεπε οπωσδήποτε να καταβάλουν και χίλια δυο μικρά μυστικά που χωρίς αυτά τίποτα δεν πήγαινε μπροστά σ αυτό τον τόπο, αλλά, όπως παρατήρησε η Ισαβέλα, ούτε και σε κανέναν άλλο τόπο. Ο Νώντας τους κατατόπισε με προθυμία και ειλικρίνεια, αφενός με την ιδιότητά του ως προέδρου της κοινότητας, αφετέρου ως φιλόξενος οικοδεσπότης. Η Αλίκη του είχε πει πως οι ξένοι της είχαν τηλεφωνήσει στο σπίτι ενώ εκείνος έλειπε και της ζήτησαν να τους επισκεφθούν για να συζητήσουν την υπόθεσή τους μαζί του. Άχνα δεν έβγαλε ούτε τώρα για το παρελθόν. Ούτε πως ήταν κι η ίδια Ισπανίδα, ούτε πως ο Ερνέστο ήταν παλιά γνωριμία από τη Μαδρίτη, ούτε φυσικά πως υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Όταν, στα τριάντα της, η Αλίκη έριξε μαύρη πέτρα πίσω της και πήρε των ομματιών της, αποφασισμένη να γυρίσει για πάντα την πλάτη σ εκείνη τη γυναίκα που δεν είχε αύριο χωρίς τον Ερνέστο, είχε δώσει όρκο στον εαυτό της πως από κει και πέρα θα πορευόταν σαν εκείνη η γυναίκα να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει. Κι όταν σαράντα τόσα χρόνια μετά πάτησε τον όρκο της, όταν

24 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ δεν μπόρεσε ν αντισταθεί στη σκέψη πως ο Ερνέστο ήταν τόσο κοντά της χωρίς άλλη γυναίκα πλέον δίπλα του, τότε ήταν πολύ αργά πια για εξομολογήσεις στον άντρα της, πολύ αργά για να του πει όλη την αλήθεια, για να τον πείσει πως δεν τον κορόιδευε τόσα χρόνια, απλώς δεν άντεχε να θυμάται το παρελθόν. Ποιος άντρας θα δεχόταν ψύχραιμα μια τέτοια αποκάλυψη; Και ειδικά ο Νώντας ο Λιακάσης, άνθρωπος ευθύς και βαρύς ο ίδιος, που έπινε νερό στο όνομα της γυναίκας του, της Νεράιδας του. Έτσι, η Αλίκη ζήτησε από τον Ερνέστο να μη μαρτυρήσει τίποτα για κείνη και την προηγούμενη ζωή της, «έπεσα από τα βράχια κι έπαθα αμνησία όταν πρωτοήρθα και μετά δεν θέλησα να τους αποκαλύψω το παρελθόν μου, το προτιμούσα έτσι», του είπε, και βέβαια ο Ερνέστο, ακραία ιδιόρρυθμος κι ο ίδιος, δεν ζήτησε άλλες εξηγήσεις. Κι έτσι, για όλους τους υπόλοιπους, η Νεράιδα του Λιακάση παρέμεινε μια γυναίκα που γεννήθηκε τριάντα χρονών. Στο σπιτικό των Λιακάσηδων, η ηλικιακή κλίμακα είχε κάμποσες βαθμίδες και στην ψηλότερη έστεκε η θεια-σεβαστή, η μάνα του Νώντα, που είχε προ πολλού περάσει τα εκατό πόσο ήταν ακριβώς δεν ξέραμε, είχαμε χάσει το λογαριασμό. Έστεκε, που λέει ο λόγος, γιατί η υπέργηρη γυναίκα δεν στεκόταν ούτε καν στα πόδια της. Σηκωτή τη μετέφεραν από τη μια γωνιά στην άλλη και την τάιζαν με το κουταλάκι του γλυκού τη λιγοστή τροφή που μπορούσε πια να δεχτεί ο οργανισμός της. Δεν κοιτούσε καν γύρω της, μόνο είχε στραμμένα τα μάτια της εντός της, θαρρείς κι ασχολιόταν ολημερίς με το τι συνέβαινε εκεί μέσα, όπως γίνεται συχνά στους ανθρώπους που φτάνουν σε βαθιά γεράματα. Η Αλίκη την είχε μη στάξει και μη βρέξει, ανταποδίδοντας τη στοργή που είχε πάρει απ αυτή τη γυναίκα αμέσως μόλις έπεσε στα χέρια της, σαράντα τόσα χρόνια πριν. Κι εκείνο

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 25 το απόγευμα, η θεια-σεβαστή ήταν παρούσα στην υποδοχή των ξένων, κουβαριασμένη στη χαμηλή πολυθρόνα της κοντά στο σβηστό τζάκι όπου καθόταν χειμώνα-καλοκαίρι. Ωστόσο, όσο κρατούσε η επίσκεψη, η γριά μάνα ήταν ανήσυχη, σαν κάτι να της έφταιγε. Τη βόλεψαν καλύτερα στην καρέκλα της, της συγύρισαν την μπαμπακερή της ποδιά και τη μαντίλα, της χαλάρωσαν τα κορδόνια των παπουτσιών για να ξεπιαστούν τα πόδια της, μα εκείνη δεν ησύχαζε. Τελικά, της είπαν να τη βάλουν να ξαπλώσει στο γιατάκι της, να ξεκουραστεί, αλλά η γριούλα αρνήθηκε έντονα, κουνώντας το κεφάλι της απανωτά και παίζοντας νευρικά το βλέφαρο. Ύστερα, σαν να ηρέμησε κάπως και βυθίστηκε στη συνηθισμένη της περισυλλογή εκεί στη γωνιά της, ενώ η συζήτηση γύρω της συνεχιζόταν κανονικά. Ήταν ιδέα μου ή πράγματι η γέρικη όσφρηση της θεια-σεβαστής είχε οσμιστεί κίνδυνο στον αέρα; Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν γύρισαν ο Αργύρης και η Μαριλίζα από τη βόλτα τους. Οι ξένοι, που περίμεναν τη μικρή για να φύγουν, σηκώθηκαν αμέσως, ευχαρίστησαν, χαιρέτησαν την ομήγυρη κι η Αλίκη με τον Νώντα τους ξεπροβόδισαν μέχρι έξω από την αυλή του σπιτιού, ως εκεί που ξεκινούσε το ανηφορικό λιθόστρωτο που έβγαζε στην πλατεία του χωριού. Είχα σηκωθεί κι εγώ να φύγω πια, να γυρίσω στο κονάκι μου, όπου δεν με περίμενε κανένας εκτός από την Κουρελού, τη γάτα μου, κι αυτή μόνο για να την ταΐσω, κατά τα άλλα ας μου επιτραπεί η έκφραση γραμμένο μ είχε. Βγαίνοντας στην αυλή, είπαμε δυο λόγια κοινότοπα με τους οικοδεσπότες, που επέστρεφαν από το ξεπροβόδισμα των επισκεπτών τους, τους καληνύχτισα και ανηφόρισα προς το λιθόστρωτο. Ο Αργύρης ήταν ακόμα εκεί και κοιτούσε τους ξένους που απομακρύνονταν. Το βλέμμα του ήταν στυλωμένο στην κοριτσίστικη φιγούρα, που προχωρούσε νωχελικά πίσω από τους άλλους δύο και γύριζε κάθε τόσο και

26 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ του χαμογελούσε. Με συγκλόνισε εκείνο το βλέμμα του Αργύρη. Συνεπαρμένο, βαθιά προσηλωμένο, έκπληκτο, σαν να βρήκε απότομα την απάντηση που όλοι ψάχνουμε από τότε που γεννιόμαστε, σαν να βρήκε την απάντηση στο πιο βαθύ υπαρξιακό ερώτημα: «Ποιος είμαι;». Ήταν ολοκάθαρο στο βλέμμα του, αυτό το κορίτσι ήταν το κομμάτι που του έλειπε για να κατανοήσει τον εαυτό του, όχι με το ρομαντισμό των ερωτοχτυπημένων αλλά με την απόλυτη βεβαιότητα των λίγων τυχερών που τους αποκαλύπτεται κάποια στιγμή στην πορεία του βίου τους το κομμάτι που λείπει. Ναι, εγώ, ένα ον ανέραστο, μπορώ να δω καθαρά τη διαφορά, ίσως γιατί η προσωπική μου απεμπλοκή από την ερωτική έκφραση της ύπαρξης με κάνει να βλέπω με πιο διεισδυτικό μάτι τις ξένες αγωνίες. Δεν έχει σχέση με τον έρωτα, όπως τον ορίζουν συνήθως οι άνθρωποι, αυτή η αποκάλυψη. Συμβαίνει σπάνια, σε λίγους, και την αντιλαμβάνονται επίσης λίγοι. Είναι μια αποκάλυψη που γεμίζει το βλέμμα, αυτό κάνει. Δεν εξασφαλίζει την ευτυχία, τη γαλήνη, την ηρεμία, αλλά γεμίζει το βλέμμα. Να γιατί, κατ εμέ, το βλέμμα των περισσότερων ανθρώπων κρύβει τόσο κενό μέσα του, που δεν γεμίζει με τίποτα, ούτε με εγκόσμια αγαθά, ούτε με επιτυχίες, ούτε με έρωτες, ούτε με ψυχανάλυση, που είναι πια τόσο της μόδας. Λες κι ο Θεός διαλέγει κάποιους, εκλεκτούς, που ίσως οι άνθρωποι καθόλου εκλεκτούς δεν τους θεωρούν, και γεμίζει το βλέμμα τους μ αυτή την αποκάλυψη. Ελάχιστους τέτοιους ανθρώπους έχω δει στη ζωή μου κι ένας από αυτούς ήταν η Αλίκη από τη μέρα που την πρωτοαντίκρισα και τώρα ο εγγονός της, ο Αργύρης. Είχαν βρει κι οι δυο το κομμάτι που λείπει. Πέρασαν μερικές μέρες με πολλά σούρτα-φέρτα των ξένων στην περιοχή για τις δουλειές τους, με προτεραιότητά τους την εξεύρεση του κατάλληλου οικοπέδου για το εργοστάσιο. Ένα μεσιτικό

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ 27 γραφείο από την Αθήνα, που του είχαν αναθέσει τη δουλειά, τους είχε ήδη βρει αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις και ο Ερνέστο με την Ισαβέλα ήταν όλη μέρα στο πόδι, με επιτόπου επισκέψεις, συναντήσεις με τους ιδιοκτήτες, ραντεβού στις αρμόδιες υπηρεσίες στην Τρίπολη, εν ολίγοις τρέξιμο από το πρωί ως το βράδυ. Η Μαριλίζα, εντελώς αδιάφορη για όλα αυτά και παντελώς απρόθυμη να τους ακολουθήσει στα πηγαινέλα τους, παρέμενε στον ξενώνα, όπου κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι, και μετά αλώνιζε με τον Αργύρη στα πέριξ, με μερικές σύντομες στάσεις στο σπίτι της Αλίκης ή της Σεβαστούλας για φαγητό. Η ίδια προτιμούσε το σπίτι των γονιών του, γιατί στο σπίτι των Λιακάσηδων ήταν μονίμως και η γιαγιά Σεβαστή, την οποία η Μαριλίζα δεν την άντεχε καθόλου. Εκτός του ότι ήταν πολύ γριά, κι εκείνη τους ηλικιωμένους δεν τους μπορούσε, η προγιαγιά του Αργύρη ήταν μες στην γκρίνια κάθε φορά που πήγαινε σπίτι τους η κοπέλα. Η γριά διεκδικούσε την προσοχή όλων με τα παράπονά της «ωχ το κεφάλι μου», «ωχ τα παΐδια μου», «ωχ τα γόνατά μου» πότε τούτο, πότε κείνο, δημιουργούσε ολόκληρη αναστάτωση κάθε φορά που ζύγωνε η Μαριλίζα στο σπίτι τους. Κι ο Αργύρης, μολονότι είχε αδυναμία τόσο στη γιαγιά του την Αλίκη όσο και στη μαγειρική της, πιο περιποιημένη και πιο πικάντικη από της Σεβαστούλας, εννοείται πως έκανε ό,τι ήθελε η καινούρια του φίλη. Στα μάτια την κοιτούσε, κι όλοι το πρόσεξαν αμέσως, σχολιάζοντάς το με τον τρόπο του ο καθένας. «Τσιμπημένος μου φαίνεται ο μικρός», είπε η Σεβαστούλα στον άντρα της μόλις είχαν αποφάει και τα παιδιά είχαν ήδη φύγει για το συνηθισμένο τους σεργιάνισμα, παρ όλη τη ζέστη του μεσημεριού. «Να χει μυαλό να την καβατζώσει, φαίνονται κονομημένοι οι Ισπανοί», αποκρίθηκε ο Βασίλης και το μάτι του ζωήρεψε, «άμα είναι ξύπνιος, εδώ θα τονε δω!»

28 ΓΙΩΤΑ ΓΟΥΒΕΛΗ «Εμένα δεν με νοιάζει αυτό, Βασίλη, το παιδί μου με νοιάζει, να μην έχουμε τα ίδια πάλι». «Εεπ, δεν σου χω πει να μη μου την ξανακάνεις αυτή την κουβέντα; Ό,τι έγινε, έγινε, πέρασαν πια αυτά, οι ορμονικές διαταραχές της εφηβείας έφταιγαν, το είπε κι η ψυχολόγος». «Δεν παίρνει τα φάρμακά του όμως, αυτό μ ανησυχεί. Ποτέ δεν μπορέσαμε να τον πείσουμε να πάρει ό,τι φάρμακα του έγραψαν». «Φταίει η μάνα σου, που τον σιγοντάρει, που πάει και του βουτάει τα πόδια στον ποταμό αντί για φάρμακα». «Δεν είναι αυτό. Η μάνα μου το ψαξε πολύ το θέμα τότε, δεν θυμάσαι; Γύρισε τόσους και τόσους γιατρούς μαζί με το παιδί και πήρε γνώμες. Άλλοι λέγανε φάρμακα, άλλοι όχι φάρμακα παρά μονάχα ψυχοθεραπεία. Η μάνα μου το πήρε πάνω της όλο το βάρος, να σαι δίκαιος, τον κουβεντιάζει συνέχεια κι αυτός την ακούει, του κάνει καλό να μιλάνε οι δυο τους». «Άμα του κάνει εκεινού καλό, εμένα μου περισσεύει. Η Νεράιδα και μορφωμένη είναι και ξέρει απ αυτά, το σωστό σωστό. Άμα νομίζεις ότι πρέπ, άιντε συζήτα τα μαζί της αυτά που σκιάζεσαι». Αυτό κι έκανε η Σεβαστούλα. Ούτε εκείνη ούτε ο Βασίλης μπορούσαν να ανταποκριθούν σε πιο απαιτητικές καταστάσεις. Ήταν δυο απλά παιδιά της επαρχίας, χωρίς μόρφωση αλλά με το γνώθι σαυτόν. Η Σεβαστούλα είχε παντρευτεί στα δεκαεφτά της, όταν έμεινε έγκυος από τον Βασίλη τον Δέσιλα, ένα χρόνο μεγαλύτερό της και εντελώς αδημιούργητο. Για την ακρίβεια, ο Βασίλης ο Δέσιλας ήταν ένα γερό χωριατόπαιδο, απλοϊκό, σβέλτο, με μόνη του προστασία το ένστικτό του και τη δύναμή του. Οι γεννήτορές του, ο Αργύρης ο Χώμας κι η χαζο-κατίνα, ήταν πάρ τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ο μεν Αργύρης ο Χώμας κονόμησε το προσωνύμι του από τη συνήθειά του να κάθεται