Ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος που, λόγω προσέγγισης του πληρώματος του χρόνου, βιώνει το λιόγερμα του επαγγελματικού-ακαδημαϊκού του βίου, οφείλει ίσως, πριν κλείσει οριστικά πίσω του την πόρτα, να διευθετήσει κάποιες εκκρεμότητες με την επιστήμη του, με το γνωστικό του αντικείμενο, με την κοινωνία που τον σίτισε όλα αυτά τα χρόνια και στην οποία ενδεχομένως οφείλει μια πιο εξειδικευμένη «αντιπαροχή», ένα είδος επιστροφής των «τροφείων». Σ αυτή τη λογική λοιπόν προσπαθώ, κλίνοντας το ρήμα αποσύρομαι, να κλείνω ένα-ένα τα μέτωπα. Έτσι Πριν από δυόμισι περίπου χρόνια οι εκδόσεις Πατάκη προχώρησαν στην έκδοση του έργου μου του τελευταίου επιστημονικού με τη στενή τεχνική έννοια του όρου το οποίο τιτλοφορείτο «Ο κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης». Σε αυτό, με αξιοποίηση και παράθεση της όποιας βιβλιογραφίας και των όποιων πηγών μού ήταν προσιτές, προσπάθησα να αναδείξω τις λειτουργικές ιδιαιτερότητες, αλλά και να μελετήσω τα είδη και τις εκδο- 15
χές, του λεγόμενου «συναινετικού κοινοβουλευτισμού», που χαρακτηρίζεται όχι, όπως συχνά θεωρείται, από τον ιδεολογικό κατευνασμό στις πολιτικές συγκρούσεις, αλλά από την κατά κανόνα παραγωγή συμμαχικών/πολυκομματικών κυβερνήσεων. Μια πολιτική πραγματικότητα, στην οποία και η χώρα μας μετά από τις περισσότερες άλλες δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του πλανήτη μπήκε από τα τέλη του 2011 (και στην οποία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να βρίσκεται, ύστερα από τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις που έκτοτε μεσολάβησαν). Πρόκειται για ένα σύστημα διακυβέρνησης στηριζόμενο στους πολιτικούς συμβιβασμούς, συνήθως δε, ανάλογα βέβαια προς τους συσχετισμούς δυνάμεων που υπάρχουν μεταξύ των συγκυβερνώντων κομμάτων, με τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας πρωθυπουργό να είναι σχετικά αποδυναμωμένος πολιτικά, ταυτόχρονα, δε, με αρκετά πιθανή την αλλαγή χωρίς μεσολάβηση νεότερης λαϊκής ετυμηγορίας, δηλαδή με την ίδια σύνθεση του κοινοβουλίου, της κομματικής βάσης του κυβερνητικού σχήματος. (Ουσιαστικά επρόκειτο για τον αντίποδα του αμέσως προηγηθέντος επιστημονικού μου έργου «Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ», όπου εξεταζόταν το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, δηλαδή το μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης της υπερατλαντικής χώρας, που χαρακτηρίζεται από μη εξαρτώμενο από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, άρα κατά κανόνα ακλόνητο σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας). Με τα έργα αυτά, τον Κοινοβουλευτισμό της Συγκυβέρνησης και το Πολιτικό Σύστημα των ΗΠΑ, απευθυνόμουν σε 16
όσους, ασφαλώς ευάριθμους φαντάζομαι, επιθυμούν την εμβάθυνση του πολιτικού φαινομένου με χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων της επιστήμης που ως αντικείμενο έχει τη μελέτη του. Μεταγενέστερα, πριν από έναν περίπου χρόνο, παρέδωσα τα χειρόγραφα του έργου μου «Θεσμοί: Κρίση και ρήξη», το οποίο συνιστούσε μια απόπειρα (θεσμικο)πολιτικής παρέμβασης στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Θεωρώντας πως οι όροι παραγωγής και παγίωσης του πολιτικού μας συστήματος, καθώς και το ευρύτερο θεσμικό υπόστρωμα της λειτουργίας του, έχουν μερίδιο ευθύνης για την πολύμορφη κρίση που ζει η ελληνική κοινωνία με πιο εμφανή και κραυγαλέο τρόπο, κυρίως δε και με έντονες οικονομικές εκδηλώσεις, τα τελευταία χρόνια αποτόλμησα κάποιες προτάσεις θεσμικών παρεμβάσεων, διανοητικά επεξεργασμένων σε κάποιες περιπτώσεις εδώ και δεκαετίες, που όμως η συγκυρία κατέστησε επίκαιρες. Αναφέρθηκα, δηλαδή, σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις επιθυμητές και χρήσιμες, κατά την κρίση μου, διότι είναι πρόσφορες να εκριζώσουν ή έστω να αμβλύνουν ή έστω να συμβάλλουν στην άμβλυνση κάποιων εκ των νοσογόνων αιτιών ή εστιών τής ασφαλώς όχι αξιοζήλευτης σημερινής κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής μας πραγματικότητας. (Μεταξύ των θεσμικών μου εισηγήσεων εξέχουσα, πιστεύω, θέση κατείχε η διατυπωθείσα για πρώτη φορά γραπτώς στις αρχές του 2008 πρόταση, όταν δεν επιτυγχάνεται στο κοινοβούλιο η ειδική «προεδρική» πλειοψηφία, να παρατείνεται κατά ένα έτος η θητεία του υπηρετούντος προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να αποφεύγεται η εξ αυτού του 17
λόγου σύντμηση του πολιτικού/εκλογικού κύκλου). Με το βιβλίο αυτό παρέδωσα, λοιπόν, τις σχετικές προτάσεις μου στην κρίση όσων πολιτών θα μπορούσαν να έχουν ανάλογες ανησυχίες και στοχεύσεις. Μάλιστα, για τη διασφάλιση μιας πολυπρισματικής, κατά το δυνατόν, προσέγγισης του θεσμικού προβλήματος της χώρας, στο εν λόγω έργο περιέλαβα και κριτικό σχολιασμό των απόψεών μου από διακεκριμένες προσωπικότητες της επιστήμης και της πολιτικής ζωής του τόπου (μεταξύ άλλων του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Πα ρασκευά Αυγερινού, του Ανδρέα Λοβέρδου, του Μιχάλη Σταθόπουλου, του Κώστα Χρυσόγονου, του Άδωνη Γεωρ γιάδη, της Άννας Διαμαντοπούλου, του Γιώργου Γερα πετρίτη, του Παύλου Τσίμα, του Αλέκου Παπαδόπουλου, του Γιάννη Μαρίνου, του Φίλιππου Σπυρόπουλου, του Κώστα Μποτόπουλου, του Κώστα Λάβδα, του Παναγιώτη Πικραμμένου, του Ξενοφώντα Κοντιάδη, ορισμένων εκ των κορυφών της ελληνικής Δικαιοσύνης κλπ). Το παρόν εγχείρημα, αντίθετα, έχει διαφορετικό στόχο και διαφορετικό αποδέκτη. Συνιστά μια προσπάθεια, απευθυνόμενη στους μη ειδικούς, για ανάδειξη, ερμηνεία και ανάλυση των διαιρετικών τομών, που σφράγισαν και διαπέρασαν την πολιτική ζωή του τόπου, κατά τις 11 περίπου δεκαετίες που διέρρευσαν από το κίνημα στο Γουδή μέχρι σήμερα. Ως εκ τούτου πρόκειται για ένα κείμενο ή, μάλλον, μια σειρά κειμένων, «απαλλαγμένων» όχι ασφαλώς από κάθε υποσημείωση, αφού σε κάποιο βαθμό κρίθηκε σκόπιμο να υπάρχουν τέτοιες, για διευκόλυνση της πρόσληψης των αναλύσεων που υπάρχουν στο κυρίως 18
κείμενο, αλλά από κάθε βιβλιογραφική αναφορά ή τυπική τεκμηρίωση, που προσιδιάζουν σε άλλου τύπου και άλλων στοχεύσεων έργα. Αυτά τα τεύχη, λοιπόν, γράφονται με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα και απευθύνονται κυριολεκτικά σε κάθε μη αναλφάβητο Έλληνα, ο οποίος έχει γνωστική περιέργεια και διάθεση να κατανοήσει τις ρίζες και τις εκφάνσεις των πολιτικών διαιρέσεων που διαπέρασαν την ελληνική κοινωνία, από την προ της έκρηξης του Εθνικού Διχασμού περίοδο μέχρι τις ημέρες μας Για τον σκοπό αυτό, άλλωστε, γίνεται χρήση κάποιων όρων με το περιεχόμενο που συνήθως τους αποδίδει ευρύτερα η κοινωνία και όχι με την τεχνική/επιστημονική τους κυριολεξία και ακρίβεια. (Για παράδειγμα, ο αναγνώστης θα δει να χρησιμοποιώ εδώ, κάποιες φορές, τον όρο «κοινοβουλευτικό πολίτευμα», ενώ ο μελετητής των καθαρά επιστημονικών μου έργων θα έχει διαβάσει την επιχειρηματολογία και την άποψή μου πως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζουν κάποιοι ομότεχνοι, ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι πολίτευμα, αλλά ένα σύστημα ή μια μορφή διακυβέρνησης, από αυτές που μπορεί να πάρει το δημοκρατικό πολίτευμα). Για να επιτευχθεί, δε, σε μεγαλύτερο βαθμό ο βασικός σκοπός του εγχειρήματος, που είναι η διευκόλυνση του κάθε ενδιαφερόμενου να δει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου από την οπτική γωνία των μειζόνων πολιτικών και παραταξιακών διαιρέσεων (διαιρετικών τομών), τις οποίες αυτή παρήγαγε, σκέφτηκα το όλο εγχείρημα να πάρει τη μορφή «τομιδίων», στην πραγματικότητα μικρών τευχών, καθένα εκ των οποίων μελετά και από μια δεκαετία. Δηλαδή εξετάζει το κοινωνικό, ιδεο- 19
λογικό και ψυχολογικό υπόστρωμα των διαιρετικών της κοινωνίας πολιτικών αντιπαραθέσεων που προσδιόρισαν κάθε δεκαετία της πολιτικής ζωής της χώρας, του εθνικού δημόσιου βίου γενικότερα. Το παρόν πρώτο τεύχος θέτει, λοιπόν, στη διάθεση των τυχόν ενδιαφερομένων αναγνωστών την κρίσιμη δεκαετία του 1910, που σφραγίστηκε από την καταλυτική και κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου στα δημόσια πράγματα, την ανορθωτική ώθηση που έδωσε στην ελληνική κοινωνία και την κοινωνικοπολιτική πόλωση που προκάλεσε. Αυτήν που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια σε Εθνικό Διχασμό. Εφόσον, δε, υπάρξει ένα υποτυπώδες αναγνωστικό ενδιαφέρον και σχετική ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού, ελπίζω πως θα μπορέσω, σε εύλογο χρονικό διάστημα, να προχωρήσω σε ολοκλήρωση του έργου, με ανάλυση των διαιρετικών τομών που σφράγισαν όλες τις επόμενες δεκαετίες του εθνικού δημόσιου βίου έως σήμερα. 20