ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 * Στην υπόθεση 340/87,, εκπροσωπούμενη από τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, προσφεύγουσα, κατά µ, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo Μ. Braguglia, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της, καθής, που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβαρύνοντας τους επιχειρηματίες με το κόστος των διοικητικών ελέγχων και διατυπώσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια ενός μέρους του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των συνοριακών τελωνείων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, τις διατάξεις που απαγορεύουν, όσον αφορά το εμπόριο με τρίτες χώρες, την επιβολή επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς και οι οποίες περιέχονται στους κανονισμούς ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών και στις προτιμησιακές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και ορισμένων τρίτων χωρών, καθώς και το άρθρο 5 της οδηγίας 83/643 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1983, για τη διευκόλυνση των διοικητικών διατυπώσεων και των υλικών ελέγχων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών ( ΕΕ L 359, σ. 8 ), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1986 ( ΕΕ L 24, σ. 33 ), * :. 1507
30. 5. 1989-340/87 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, F. Grévisse, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, J. C. Mortinho de Almeida και M. Diez de Velasco, δικαστές, γενικός εισαγγελέας; W. Van Gerven γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και ύστερα από την προφορική διαδικασία της 21ης Φεβρουαρίου 1989, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 1989, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση ι Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 1987, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με τήν οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβαρύνοντας τους επιχειρηματίες με το κόστος των διοικητικών ελέγχων και διατυπώσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια ενός μέρους του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των συνοριακών τελωνειακών σταθμών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, τις διατάξεις που απαγορεύουν, όσον αφορά το εμπόριο με τρίτες χώρες, την επιβολή επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς και οι οποίες περιέχονται στους κανονισμούς ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών και στις προτιμησιακές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και ορισμένων τρίτων χωρών, καθώς και το άρθρο 5 της οδηγίας 83/643 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1983, για τη διευκόλυνση των 1508
διοικητικών διατυπώσεων και των υλικών ελέγχων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών ( ΕΕ L 359, σ. 8 ), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1986 ( ΕΕ 1987, L 24, σ. 33 ). 2 Το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 43 της 23ης Ιανουαρίου 1973, περί κωδικοποιήσεως των τελωνειακών διατάξεων, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, σημείο 2, του διατάγματος 254 της 8ης Μαΐου 1985, προβλέπει ότι το ωράριο των τελωνείων καθώς και των διάφορων υπηρεσιών τους στα χερσαία, θαλάσσια και αερολιμενικά σύνορα καθορίζεται, εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται από τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων, κατά τρόπο ώστε οι έλεγχοι και οι διατυπώσεις σχετικά με την κυκλοφορία των μέσων μεταφοράς και των εμπορευμάτων που δεν βρίσκονται υπό τελωνειακό καθεστώς διαμετακομίσεως να μπορούν να διενεργούνται από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, εκτός αν παρεμβάλλονται αργίες, επί δέκα τουλάχιστον συνεχείς ώρες. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, καταβάλλεται ποσό αντίστοιχο προς το κόστος της σχετικής υπηρεσίας για τις τελωνειακές εργασίες που πραγματοποιούνται κατά τον χρόνο λειτουργίας των τελωνείων που υπερβαίνει το κανονικό ωράριο εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο είναι, στην Ιταλική Δημοκρατία, έξι ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Σάββατο. Το άρθρο 15 του προαναφερθέντος διατάγματος 254 ορίζει, γενικότερα, ότι οι διοικητικοί έλεγχοι και διατυπώσεις, στους οποίους αναφέρεται το εν λόγω διάταγμα και οι οποίοι διενεργούνται κατά τις ώρες λειτουργίας των τελωνείων που υπερβαίνουν το κανονικό ωράριο εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων, διενεργούνται αντί αμοιβής αντίστοιχης προς το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας. 3 Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι διατάξεις αυτές της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά το μέτρο που προβλέπουν, σε βάρος των επιχειρηματιών που προσέρχονται στους συνοριακούς τελωνειακούς σταθμούς κατά τις κανονικές ώρες λειτουργίας τους, οι οποίες έχουν καθοριστεί με την οδηγία 83/643, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53, την είσπραξη αμοιβής αντίστοιχης προς το κόστος των υπηρεσιών που παρέχονται από το προσωπικό των τελωνείων από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή κατά τις τέσσερις ώρες που υπερβαίνουν το κανονικό ωράριο εργασίας των δημόσιων υπαλλήλων στην Ιταλική Δημοκρατία, είναι όχι μόνον ασυμβίβαστες με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 83/643, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53, αλλά και επιβάλλουν επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη, όσον αφορά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης. Εξάλλου, η επίδικη νομοθεσία της Ιταλικής Δημοκρατίας παραβιάζει, όσον αφορά τον τομέα του εμπορίου με τις τρίτες χώρες, τις απαγορεύσεις επιβολής επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς που περιέχονται στους κανονισμούς ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών και τις προτιμησιακές συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και ορισμένων τρίτων χωρών. 1509
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1989 ΥΠΟΘΕΣΗ 340/87 4 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 28 Απριλίου 1986, έγγραφο οχλήσεως προς την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, κινώντας έτσι την προβλεπόμενη από το άρθρο 169 της Συνθήκης διαδικασία. 5 Δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό έμεινε χωρίς απάντηση, η Επιτροπή διαβίβασε, στις 31 Οκτωβρίου 1986, στην κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας την προβλεπόμενη από το άρθρο 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης αιτιολογημένη γνώμη. 6 Στις 21 Μαΐου 1987, η Ιταλική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι είχαν γίνει διυπουργικές συνεδριάσεις για την ενδελεχή εξέταση του προβλήματος και ότι τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής θα της ανακοινώνονταν αμέσως. 7 Η Επιτροπή, καθώς δεν έλαβε καμιά ανακοίνωση σχετικά με το ζήτημα αυτό, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. 8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 9 'Οσον αφορά το ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς αν το επίδικο τέλος αποτελεί επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της οδηγίας 83/643, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53. ίο Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί, πρώτον, ότι το άρθρο 9 της Συνθήκης προβλέπει την απαγόρευση,^ μεταξύ των κρατών μελών, των κατά κυριολεξία δασμών, καθώς και όλων των επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος. 1510
n Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί, όπως έχει επανειλημμένα δεχθεί το Δικαστήριο ( βλέπε τελευταία την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 18/87, Συλλογή 1988, σ. 5427), ότι η απαγόρευση των επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι, έστω και μηδαμινές, χρηματικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται λόγω της διελεύσεως των συνόρων συνιστούν για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων εμπόδιο, κατά το μέτρο που αυξάνουν τεχνητώς την τιμή των εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα. Ως εκ τούτου, κάθε χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της μορφής της, και πλήττει τα εμπορεύματα, επειδή διέρχονται τα σύνορα, συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9, 12, 13 και 16 της Συνθήκης. 12 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προβλεπόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία επιβάρυνση πλήττει τα εμπορεύματα λόγω της διελεύσεως των συνόρων και προστίθεται στα έξοδα μεταφοράς, με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των μεταφερόμενων εμπορευμάτων. 13 Εξάλλου, δεν υποστηρίχθηκε ότι οι διενεργούμενες λόγω της διελεύσεως των συνόρων διατυπώσεις και εργασίες που έχουν ως συνέπεια την είσπραξη επιβάρυνσης επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διατυπώσεις και εργασίες που πραγματοποιούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. Μ Ωστόσο, κατά την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η επιβολή της προβλεπόμενης από την ιταλική νομοθεσία επιβάρυνσης δικαιολογείται από το γεγονός ότι η επιβάρυνση αυτή, επειδή εισπράττεται για τις διατυπώσεις και εργασίες που πραγματοποιούνται εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων των συνοριακών τελωνειακών σταθμών, αποτελεί το αντίτιμο υπηρεσίας που παρέχεται προς το συμφέρον των εισαγωγέων και είναι ανάλογη προς την αξία της υπηρεσίας αυτής. is Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια επιβάρυνση που πλήττει τα εμπορεύματα λόγω του γεγονότος ότι διέρχονται τα σύνορα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος που απαγορεύεται από τη Συνθήκη, αν αποτελεί το αντίτιμο συγκεκριμένης υπηρεσίας, πραγματικώς και ατομικώς παρεχομένης προς τον επιχειρηματία, το ύψος της οποίας είναι ανάλογο προς την εν λόγω υπηρεσία 1511
30. 5. 1989 340/87 (βλέπε την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1975, Cadsky, 63/74, Race. 1975, σ. 281 ). Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να πρόκειται περί ειδικού ή εξατομικευμένου οφέλους παρεχόμενου προς τον επιχειρηματία. 16 Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί ότι δεν πρόκειται για μία τέτοια ειδική υπηρεσία στην περίπτωση του μεταφορέα ο οποίος προσέρχεται στο τελωνείο κατά τις κανονικές ώρες λειτουργίας του, δεδομένου ότι αυτή η διάρκεια λειτουργίας, όσον αφορά τους συνοριακούς σταθμούς, έχει καθοριστεί από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α), δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 83/643, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53, σε δέκα τουλάχιστον συνεχείς ώρες από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και σε έξι τουλάχιστον συνεχείς ώρες το Σάββατο, εκτός αν οι ημέρες αυτές είναι αργίες. n Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβαρύνοντας τους επιχειρηματίες στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου με το κόστος των διοικητικών ελέγχων και διατυπώσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια ενός μέρους του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των συνοριακών τελωνειακών σταθμών, το οποίο έχει καθοριστεί από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α), δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 83/643, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/53, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ. is Όσον αφορά τις τελωνειακές εργασίες που διενεργούνται στο πλαίσιο του εμπορίου με τρίτες χώρες, η Επιτροπή φρονεί, στο έγγραφο οχλήσεως που απηύθυνε προς την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, ότι «η είσπραξη, από τους υπόχρεους οι οποίοι τελούν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 83/643, ειδικής αποζημιώσεως ως αμοιβής για τις υπηρεσίες που παρέχονται από το προσωπικό των τελωνείων, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, κατά τη διάρκεια τεσσάρων ωρών που περιλαμβάνονται στο κανονικό ωράριο της καθημερινής λειτουργίας των τελωνείων, συνιστά επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς, απαγορευόμενη από τους κανονισμούς ΕΟΚ σχετικά με τις κοινές οργανώσεις αγορών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και από τις προτιμησιακές συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Κοινότητα με ορισμένες τρίτες χώρες». 19 Στην αιτιολογημένη γνώμη, που διαβιβάσθηκε στην κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η αιτίαση της Επιτροπής είναι διατυπωμένη κατά πανομοιότυπο τρόπο. 1512
20 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή επαναλαμβάνει την ίδια διατύπωση, προσθέτοντας όμως ότι, ειδικότερα, το τέλος που επιβάλλεται σύμφωνα με τη ρύθμιση της Ιταλικής Δημοκρατίας αντίκειται προς το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 425/77 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 805/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος και περί προσαρμογής του κανονισμού 827/68, καθώς και του κανονισμού 950/68 σχετικά με το κοινό δασμολόγιο ( GU L 61, σ. 1 ) και προς το άρθρο 6 της συμφωνίας που είναι προσαρτημένη στον κανονισμό 1691/73 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1973, περί συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου της Νορβηγίας και περί θεσπίσεως διατάξεων για την εφαρμογή της (ΕΕ,ειδ.έκδ., 11/005, σ. 109). 2ΐ Ωστόσο η Επιτροπή δεν προέβαλε το παραμικρό επιχείρημα για να καταδείξει ότι ένα τέλος που απαιτείται υπό τις ανωτέρω περιγραφείσες συνθήκες πρέπει να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται περί διατυπώσεων και εργασιών που μπορούν να θεωρηθούν ότι διενεργούνται προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως για την εφαρμογή του κοινού δασμολογίου, στην Επιτροπή εναπόκειτο να αποδείξει κατά τι και υπό ποιες προϋποθέσεις η απαίτηση ενός τέτοιου τέλους συνιστά παράβαση υποχρεώσεως επιβαλλόμενης από τη Συνθήκη ή δυνάμει αυτής. 22 Έστω και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν, κατά γενικό κανόνα, την ευχέρεια να προσθέτουν εθνικά τέλη στους δασμούς που οφείλονται δυνάμει της κοινοτικής ρυθμίσεως, δημιουργώντας έτσι τον κίνδυνο να απωλέσει η ρύθμιση αυτή την αναγκαία της ομοιομορφία ( βλέπε την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1978, Simmenthal, 70/77, Race. 1978, σ. 1453 ), γεγονός είναι πάντως ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε προς στήριξη της αιτιάσεως της το παραμικρό επιχείρημα από το οποίο να καταφαίνεται άν και υπό ποιες περιστάσεις η προβαλλόμενη παράβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη, αυτό δε ιδίως ενόψει του επιχειρήματος της κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η επιβολή της εν λόγω επιβαρύνσεως αποτελεί το αντίτιμο υπηρεσίας που πράγματι παρέχεται στον εισαγωγέα. 23 Ενεργώντας κατ' αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή δεν επέτρεψε στο Δικαστήριο να διαπιστώσει με την απαιτούμενη σαφήνεια ποια είναι η προσαπτόμενη στην Ιταλική Δημοκρατία παράβαση. 1513
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1989 ΥΠΟΘΕΣΗ 340/87 24 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα της Επιτροπής, σχετικά με τα απαιτούμενα τέλη, όσον αφορά το εμπόριο με τρίτες χώρες. 25 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα ολικώς ή μερικώς σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Δεδομένου ότι τόσον η Επιτροπή όσο και η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκαν μερικώς, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: 1) Η µ, ß µ, µ, µ µ µ, 5, 1, α ),, της 83/643 µß, 1 µß 1983, και υλικών ελέγχων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών, όπως 87/53, ß 9 12. 2). 1514
3) έξοδα. Due Grévisse Mancini Κακουρης Schockweiler Moitinho de Almeida Diez de Velasco Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Μαΐου 1989. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος Ο. Due 1515