ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 21ης Απριλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Ιουνίου 2003 *

της 3ης Απριλίου 1968*

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 *

ΔΕΕ - Υπόθεση C-499/16 Δυνατότητα των κρατών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 (1)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

«Ίση μεταχείριση Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα»

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ TOT ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 19ης Απριλίου 2007 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

Superior Fruiticola SA

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2003 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 *

συγκείμενο από τους K. Lenaerts (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, E. Juhász, Γ. Αρέστη και J. Malenovský, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Δεκεμβρίου 2005 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2014 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 2ας Ιουνίου 2005 *

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2004 * Στην υπόθεση C-72/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε η Commissione tributaria provinciale di Massa Carrara (Ιταλία), με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2002, η οποία πρωτοκολλήθηκε στο Δικαστήριο στις 18 Φεβρουαρίου 2003, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε η Carbonati Apuani Sri κατά Comune di Carrara, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, Α. Rosas, S. von Bahr, R. Silva de Lapuerta και K. Lenaerts (εισηγητή), δικαστές, * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. Ι - 8052

CARBONATI APUANI γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 17ης Μαρτίου 2004, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η Carbonati Apuani, εκπροσωπούμενη από τους G. Andreani και R. Diamanti, avvocati, ο Comune di Carrara, εκπροσωπούμενος από τους A. Calamia, F. Batistoni Ferrara, L. Buselli, G. M. Roberti και Α. Franchi, avvocati, η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Fiorilli, avvocato dello Stato, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Χ. Lewis και R. Amorosi, επικουρούμενους από τον G. Bambara, avvocato, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 2004, Ι - 8053

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση περί εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 23 ΕΚ, 81 ΕΚ, 85 ΕΚ και 86 ΕΚ. 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία αμφισβητήθηκε το συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο ενός τέλους που επιβάλλει ο Comune di Carrara (στο εξής: Δήμος της Carrara) επί των μαρμάρων που εξορύσσονται στο έδαφος του, λόγω της μεταφοράς τους πέραν των ορίων της δημοτικής περιφέρειας. Το ιταλικό νομικό πλαίσιο 3 Το μοναδικό άρθρο του νόμου 749, της 15ης Ιουλίου 1911, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 55, παράγραφος 18, του νόμου 449, της 27ης Δεκεμβρίου 1997 (GURI αριθ. 302, της 30ής Δεκεμβρίου 1997), ορίζει τα εξής: «Θεσπίζεται υπέρ του Δήμου της Carrara τέλος επί των μαρμάρων που εξορύσσονται στο έδαφός του και μεταφέρονται εκτός του εδάφους αυτού. Το τέλος αυτό επιβάλλεται και εισπράττεται από τον δήμο κατά την έξοδο μαρμάρων από τα όρια της περιφερείας του, βάσει ειδικής κανονιστικής πράξεως που θεσπίζεται από το δημοτικό συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους. Ι - 8054

CARBONATI APUANI Κάθε έτος, κατά την κατάρτιση του σχεδίου προϋπολογισμού του δήμου, το δημοτικό συμβούλιο καθορίζει τον συντελεστή βάσει του οποίου το τέλος θα εισπραχθεί το επόμενο έτος. Ωστόσο, αν ο δήμος πρέπει να αναλάβει διαρκείς υποχρεώσεις που πρέπει να χρηματοδοτηθούν ή να συσταθεί γι' αυτές εγγύηση από το προϊόν του τέλους, το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να καθορίζει εκ των προτέρων, για πολλά έτη, τον συντελεστή του εν λόγω τέλους. Ο δήμος μπορεί, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, τηρουμένων των τύπων που προβλέπει ο δημοτικός και επαρχιακός νόμος και υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως από την Giunta provinciale amministrativa [επαρχιακή διοικητική επιτροπή], να αποφασίσει ότι τμήμα του προϊόντος του τέλους θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των δαπανών ή των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της κατασκευής και της εκμεταλλεύσεως του λιμένα της Marina di Carrara εφαρμόζοντας ενδεχομένως τον νόμο 50, της 12ης Φεβρουαρίου 1903, και άλλο τμήμα θα διατεθεί για τις εισφορές στην Cassa nazionale di previdenza per gli operai [εθνικό ταμείο προνοίας εργαζομένων] των εργαζομένων στη βιομηχανία μαρμάρου [...]». 4 Το άρθρο 2, παράγραφος 2b, του νομοθετικού διατάγματος 8, της 26ης Ιανουαρίου 1999, το οποίο κατόπιν τροποποιήσεως κατέστη ο νόμος 75 του 1999 (GURI αριθ. 72, της 27ης Μαρτίου 1999), ορίζει τα εξής: «Το μοναδικό άρθρο του νόμου 749 [...] ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το τέλος [...] επιβάλλεται στα μάρμαρα και στα παράγωγα τους και καθορίζεται με βάση τις απαιτήσεις των δαπανών που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις δραστηριότητες του τομέα της τοπικής μαρμαροβιομηχανίας.» 5 Βάσει των διατάξεων αυτών, ο Δήμος της Carrara επιβάλλει, με δημοτική κανονιστική πράξη, τέλος επί των μαρμάρων που εξορύσσονται στο έδαφος του και μεταφέρονται πέραν των ορίων του. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το ύφος του τέλους είχε καθορισθεί σε 8 000 ITL ανά τόνο όσον αφορά τους ασχημάτιστους όγκους μαρμάρου. Ι - 8055

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 6 Αντιθέτως, τα μάρμαρα που εξορύσσονται και χρησιμοποιούνται στο έδαφος του δήμου απαλλάσσονται από το τέλος. Η διάταξη περί παραπομπής διευκρινίζει επί πλέον ότι μπορούν επίσης να προβλεφθούν απαλλαγές υπέρ των μαρμάρων που χρησιμοποιούνται ή αποτελούν αντικείμενο κατεργασίας στους δήμους που είναι όμοροι με τον Δήμο της Carrara. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα 7 Η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της κύριας δίκης προσέβαλε ενώπιον της Commissione tributaria provinciale di Massa Carrara την πράξη επιβολής φόρου με την οποία ο Δήμος της Carrara εκκαθάρισε το τέλος επί των μαρμάρων που της επέβαλε για τον Μάιο του 2001. Η προσφεύγουσα προέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού το ζήτημα του συμβατού του ως άνω τέλους προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ. 8 Η Commissione tributaria provinciale di Massa Carrara θεωρώντας ότι το τέλος των μαρμάρων μπορεί να θεωρηθεί δασμός ή φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό και ότι η εφαρμογή του τέλους αυτού θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Είναι η ιταλική νομοθεσία που προβλέπουν οι νόμοι 749 της 15ης Ιουλίου 1911, 449 της 27ης Δεκεμβρίου 1997 και το νομοθετικό διάταγμα 8 της 26ης Ιανουαρίου 1999, το οποίο κατέστη κατόπιν τροποποιήσεως ο νόμος 75 του 1999 θέσπιση του τέλους περί μαρμάρων στον Δήμο της Carrara [συμβατή] προς τα άρθρα 23, 81, 85 και 86 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ η οποία επικυρώθηκε στην Ιταλία με τον νόμο 209 του 1998;» Ι - 8056

CARBONATI APUANI Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως 9 Κατά την Επιτροπή, η διάταξη περί παραπομπής δεν καθορίζει με επαρκή σαφήνεια το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το υποβληθέν ερώτημα. Η Επιτροπή φρονεί συνεπώς ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη. 10 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανάγκη μιας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, η οποία θα είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο, επιβάλλει να καθορίζει το δικαστήριο αυτό το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το ερώτημα που υποβάλλει ή τουλάχιστον να εξηγεί τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά υπόθεση στην οποία στηρίζεται το ερώτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90 έως C-322/90, Telemarsicabruzzo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-393, σκέψη 6 διατάξεις της 19ης Μαρτίου 1993, C-157/92, Banchero, Συλλογή 1993, σ. Ι-1085, σκέψη 4 της 30ής Απριλίου 1998, C-128/97 και C-137/97, Testa και Modesti, Συλλογή 1998, σ. Ι-2181, σκέψη 5, και της 8ης Ιουλίου 1998, C-9/98, Agostini, Συλλογή 1998, σ. Ι-4261, σκέψη 4). 11 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να παρέχει ορισμένες τουλάχιστον εξηγήσεις για τους λόγους που το οδήγησαν στην επιλογή των κοινοτικών διατάξεων των οποίων ζητεί την ερμηνεία και για τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας η οποία εφαρμόζεται στην επίδικη διαφορά (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2000, C-116/00, Laguillaumie, Συλλογή 2000, σ. Ι-4979, σκέψη 16). 12 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο διαθέτει επαρκή στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, στον βαθμό που το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23 ΕΚ. Συγκεκριμένα, αφενός, η διάταξη περί παραπομπής εκθέτει, επακριβώς, το κανονιστικό πλαίσιο που αφορά το τέλος επί των μαρμάρων το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να θεωρηθεί δασμός ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος. Αφετέρου, όσον αφορά το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της Ι - 8057

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 κύριας δίκης, η οποία μετέφερε πέραν των ορίων της δημοτικής περιφέρειας μάρμαρο από την Carrara, αμφισβητεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου τη νομιμότητα της πράξεως επιβολής φόρου με την οποία ο δήμος εκκαθάρισε το τέλος των μαρμάρων που της επέβαλε για τον Μάιο του 2001. 13 Αντιθέτως, όπως τονίζει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 18 έως 21 των προτάσεων του, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη όσον αφορά τη σχέση που θεωρεί ότι υπάρχει μεταξύ, αφενός, των άρθρων 81 ΕΚ, 85 ΕΚ και 86 ΕΚ και, αφετέρου, της εθνικής νομοθεσίας η οποία εφαρμόζεται στην επίδικη διαφορά. Το εθνικό δικαστήριο τονίζει μόνον ότι το τέλος «μπορεί να έχει επίπτωση στη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού» χωρίς να εξηγεί ωστόσο τη σχέση που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ του τέλους επί των μαρμάρων και των συμπεριφορών των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντίθετες προς τον ανταγωνισμό. 14 Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή μόνον όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23 ΕΚ. Επί του προδικαστικού ερωτήματος 15 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν ένα τέλος όπως αυτό επί των μαρμάρων, το οποίο εισπράττεται μόνον σε ένα δήμο ενός κράτους μέλους και πλήττει μια κατηγορία εμπορευμάτων ήτοι τα μάρμαρα που εξορύσσονται από το έδαφος του δήμου αυτού λόγω της μεταφοράς τους πέραν των ορίων της περιφέρειας του εν λόγω δήμου συνιστά τέλος ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. 16 Η Ιταλική Κυβέρνηση και ο Δήμος της Carrara υποστηρίζουν ότι το τέλος επί των μαρμάρων εφαρμόζεται αδιακρίτως στα μάρμαρα που εξάγονται προς άλλα κράτη μέλη και στα μάρμαρα που διακινούνται προς άλλες περιοχές του ιταλικού εδάφους. Ι - 8058

CARBONATI APUANI Εφόσον το τέλος δεν πλήττει αποκλειστικά τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 23 ΕΚ. Το επίδικο τέλος συνιστά, το πολύ, εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, συμβατό προς τη Συνθήκη, εφόσον επιβάλλεται κατά τον ίδιο τρόπο και κατά το ίδιο στάδιο εμπορίας στα μάρμαρα που μεταποιούνται και διατίθενται στο εμπόριο στο ιταλικό έδαφος και στα μάρμαρα που εξάγονται προς τα άλλα κράτη μέλη (αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, C-90/94, Haahr Petroleum, Συλλογή 1997, σ. Ι-4085, και της 23ης Απριλίου 2002, C-234/99, Nygård, Συλλογή 2002, σ. Ι-3657). 17 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μια επιβάρυνση δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, αλλά εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ, αν εμπίπτει σε γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται συστηματικά σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής ή προορισμού του προϊόντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1981, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 90/79, Συλλογή 1981, σ. 283, σκέψη 14, και της 16ης Ιουλίου 1992, C-163/90, Legros κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-4625, σκέψη 11). 18 Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι το επίδικο τέλος εφαρμόζεται στα μάρμαρα της Carrara όταν αυτά μεταφέρονται πέραν των εδαφικών ορίων του Δήμου της Carrara. Το γενεσιουργό του φόρου γεγονός συνίσταται συνεπώς στη διέλευση των ορίων αυτών. Τα μάρμαρα που χρησιμοποιούνται στον Δήμο της Carrara απαλλάσσονται από το τέλος, ακριβώς λόγω της τοπικής αυτής χρήσης και όχι λόγω αντικειμενικών κριτηρίων που θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοσθούν στα μάρμαρα που μεταφέρονται εκτός δήμου. Τα στοιχεία αυτά αποκλείουν τον χαρακτηρισμό του επίδικου τέλους ως εσωτερικού φόρου κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Legros κ.λπ., σκέψη 12). 19 Πρέπει να εξεταστεί εν συνεχεία αν ένα τέλος όπως το τέλος επί των μαρμάρων συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό κατά την έννοια του άρθρου 23 ΕΚ. Ι - 8059

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 20 Όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, μια οικονομική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, η οποία επιβάλλεται μονομερώς, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της τεχνικής της, και η οποία πλήττει τα εγχώρια ή αλλοδαπά εμπορεύματα λόγω της διελεύσεως των συνόρων, όταν δεν είναι κατά κυριολεξία δασμός, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 23 ΕΚ (βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 158/82, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1983, σ. 3573, σκέψη 18 Legros κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 13 της 22ας Ιουνίου 1994, C-426/92, Deutsches Milch-Kontor, Συλλογή 1994, σ. Ι-2757, σκέψη 50 και της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, C-485/93 και C-486/93, Σιμιτζή, Συλλογή 1995, σ. Ι-2655, σκέψη 15, και της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-347/95, UCAL, Συλλογή 1997, σ. Ι-911, σκέψη 18). 21 Ωστόσο, η Ιταλική Κυβέρνηση και ο Δήμος της Carrara υποστηρίζουν ότι η απαγόρευση του άρθρου 23 ΕΚ, η οποία επαναλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 25 ΕΚ, πρέπει να αφορά αποκλειστικά τους δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμούς που επιβάλλονται στο εμπόριο «μεταξύ των κρατών μελών». 22 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η δικαιολόγηση της απαγορεύσεως των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος έγκειται στο ότι οι οικονομικές επιβαρύνσεις, που επιβάλλονται λόγω της διελεύσεως των συνόρων, συνιστούν εμπόδιο για την κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1969, 2/69 και 3/69, Brachfeld και Chougol, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 59, σκέψη 14, και της 9ης Αυγούστου 1994, C-363/93, C-407/93 έως C-411/93, Lancry κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-3957, σκέψη 25). Η ίδια όμως η αρχή της τελωνειακής ενώσεως, όπως απορρέει από το άρθρο 23 ΕΚ, απαιτεί τη διασφάλιση γενικώς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όχι μόνο στο πλαίσιο του διακρατικού εμπορίου, αλλά ευρύτερα στο σύνολο του εδάφους της τελωνειακής ενώσεως. Το ότι τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ αναφέρουν ρητώς μόνο τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών οφείλεται στο ότι οι συντάκτες της Συνθήκης προϋπέθεσαν την ανυπαρξία φορολογικών επιβαρύνσεων με τα χαρακτηριστικά του δασμού στο εσωτερικό των κρατών αυτών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Lancry, σκέψη 21). 23 Πρέπει επί πλέον να τονισθεί ότι το 1986 η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη παρενέβαλε στη Συνθήκη ΕΟΚ ένα άρθρο 8 Α (το οποίο κατέστη το άρθρο 7 Α της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο και αυτό κατέστη, κατόπιν τροποποιήσεως, το άρθρο 14 ΕΚ) το οποίο Ι - 8060

CARBONATI APUANI καθόρισε ως στόχο την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Το άρθρο 14, παράγραφος 2, ΕΚ ορίζει όμως την εσωτερική αγορά ως «ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων», χωρίς η διάταξη αυτή να κάνει διάκριση μεταξύ διακρατικών και ενδοκρατικών συνόρων. 24 Εφόσον τα άρθρα 23 ΕΚ επ. πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, ΕΚ, η απουσία φορολογικών επιβαρύνσεων τόσο διακρατικών όσο και ενδοκρατικών με τα χαρακτηριστικά του δασμού ή της φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση μιας τελωνειακής ενώσεως εντός της οποίας εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. 25 'Ετσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει με τις αποφάσεις του Legros κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψη 18), Lancry κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψη 32) και Σιμιτζή (προπαρατεθείσα, σκέψη 17) ότι μια φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται λόγω διελεύσεως εδαφικών ορίων στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. 26 Πρέπει να τονιστεί, περαιτέρω, ότι το πρόβλημα που ανέκυψε στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμφανίζεται ως κατάσταση της οποίας τα στοιχεία περιορίζονται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι το τέλος επί των μαρμάρων εφαρμόζεται σε κάθε μάρμαρο της Carrara που εξέρχεται των εδαφικών ορίων του δήμου αυτού, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των μαρμάρων των οποίων ο τελικός προορισμός βρίσκεται στην Ιταλία και των μαρμάρων που προορίζονται για άλλα κράτη μέλη. Το τέλος επί των μαρμάρων επηρεάζει συνεπώς εκ της φύσεως του και του περιεχομένου του το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Lancry κ.λπ., σκέψη 30 βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1982, 286/81, Oosthoek's Uitgeversmaatschappij, Συλλογή 1982, σ. 4575, σκέψη 9. της 15ης Δεκεμβρίου 1993, C-277/91, C-318/91 και C-319/91, Ligur Carni κ.λπ., Συλλλογή 1993, σ. Ι-6621, σκέψεις 36 και 37 της 13ης Ιανουαρίου 2000, C-254/98, TK-Heimdienst, Συλλογή 2000, σ. Ι-151, σκέψεις 27 έως 31, και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C-448/98, Guimont, Συλλογή 2000, σ. Ι-10663, σκέψεις 21 έως 23). Ι - 8061

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 27 Ο Δήμος της Carrara ισχυρίζεται ωστόσο ότι διάφορες περιστάσεις εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό του τέλους επί των μαρμάρων ως φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. Τονίζει συναφώς ότι, αντίθετα προς τη φορολογική επιβάρυνση για την οποία επρόκειτο στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Legros κ.λπ., Lancry κ.λπ. και Σιμιτζή, το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης τέλος επιβάλλεται από ένα οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως μικρού μεγέθους και αφορά μια κατηγορία προϊόντων, ήτοι τα μάρμαρα της Carrara, και όχι το σύνολο των προϊόντων που διαβαίνουν τα εδαφικά όρια του δήμου. 28 Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 23 ΕΚ, όπως και το άρθρο 25 ΕΚ, απαγορεύει κάθε οικονομική επιβάρυνση που συνιστά δασμολογικό εμπόδιο στις συναλλαγές, έστω και ελάχιστο, και η οποία επιβάλλεται μονομερώς από αρμόδια δημόσια αρχή κράτους μέλους (βλ. ανωτέρω σκέψη 20). Επομένως, για τον χαρακτηρισμό μιας φορολογικής επιβαρύνσεως ως επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, είναι αδιάφορο το μέγεθος του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως που επέβαλε τη φορολογική επιβάρυνση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή συνιστά εμπόδιο για το εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς. 29 Επί πλέον, δεδομένου ότι τα άρθρα 23 ΕΚ και 25 ΕΚ αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε φορολογικού εμποδίου στο εμπόριο, είναι αδιάφορο το ότι το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης τέλος επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εμπορευμάτων (βλ. αποφάσεις της 22ας Απριλίου 1999, C-109/98, CRT France International, Συλλογή 1999, σ. Ι-2237, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-441/98 και C-442/98, Μιχαηλίδης, Συλλογή 2000, σ. Ι-7145) ή σε κάθε εμπόρευμα που διαβαίνει τα εδαφικά όρια του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Legros κ.λπ. και Lancry κ.λπ.). 30 Ο καθού στο πλαίσιο της κύριας δίκης τονίζει επί πλέον τον ειδικό σκοπό του εν λόγω τέλους. Τα έσοδα που προκύπτουν από το τέλος αυτό προορίζονται για την κάλυψη των δαπανών που ο Δήμος της Carrara πραγματοποιεί λόγω της λειτουργίας της βιομηχανίας μαρμάρου στο έδαφος του. Το τέλος εξυπηρετεί το συμφέρον του συνόλου των επιχειρηματιών της βιομηχανίας αυτής, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εμπορεύονται στην αλλοδαπή τα οικεία προϊόντα. Ι - 8062

CARBONATI APUANI 31 Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται ανεξαρτήτως του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκαν ή του προορισμού των εξ αυτών προερχομένων εσόδων (βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1969, 24/68, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 55 και Σιμιτζή, όπ.π., σκέψη 14). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μια επιβάρυνση που συνιστά αμοιβή υπηρεσίας που παρέχεται πραγματικά στον επιχειρηματία ο οποίος οφείλει να καταβάλει την επιβάρυνση αυτή, εφόσον το ποσό της αμοιβής είναι ανάλογο προς την υπηρεσία αυτή, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1975, 63/74, Cadsky, Συλλογή τόμος 1975, σ. 99, σκέψη 8 της 9ης Νοεμβρίου 1983, 158/82, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1983, σ. 3573, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα απόφαση CRT France International, σκέψη 17). 32 Τούτο ωστόσο δεν ισχύει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, υπάρχει μια έμμεση το πολύ σχέση μεταξύ του επίμαχου στο πλαίσιο της κύριας δίκης τέλους και των υπηρεσιών που παρέχονται στους επιχειρηματίες τους οποίους αφορά το τέλος αυτό. 'Ετσι, από τις παρατηρήσεις του Δήμου της Carrara προκύπτει ότι το τέλος αυτό αποσκοπεί κυρίως να καλύψει τα έξοδα τα οποία πραγματοποιεί ο δήμος για την αποκατάσταση και τη συντήρηση του οδικού δικτύου, τη δημιουργία λιμενικών υποδομών, τη συντήρηση ενός μουσείου, τις έρευνες σχετικά με την ασφάλεια των λατομείων, τη δραστηριότητα εκπαιδεύσεως μεταλλειολόγων ή ακόμη την κοινωνική πρόνοια για τους εργαζομένους. Πολλές όμως από τις υπηρεσίες αυτές δεν ωφελούν ειδικώς τους επιχειρηματίες που μεταφέρουν μάρμαρο εκτός του εδάφους του Δήμου της Carrara. 33 Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι οι «τοπικοί» επιχειρηματίες που καταβάλλουν δημοτικούς φόρους συντελούν ήδη στις δαπάνες που προκαλεί στον δήμο η βιομηχανία του μαρμάρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γενεσιουργό του τέλους γεγονός συνίσταται στη διέλευση των μαρμάρων από τα εδαφικά όρια του δήμου, ανεξάρτητα από το αν ο οικείος επιχειρηματίας υπόκειται στους δημοτικούς φόρους. 34 Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ένα τέλος που επιβάλλεται λόγω της διελεύσεως διακρατικών ή ενδοκρατικών συνόρων θεσπίστηκε για να αντισταθμίσει μια τοπική επιβάρυνση που πλήττει το όμοιο εγχώριο προϊόν δεν αρκεί για να Ι - 8063

ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός του ως φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό. Συγκεκριμένα, εάν τούτο συνέβαινε, θα καθίστατο κενή περιεχομένου και άνευ αντικειμένου η απαγόρευση των φορολογικών επιβαρύνσεων αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 31ης Μαΐου 1979,132/78, Denkavit, Συλλογή τόμος 1979/1, σ. 985, σκέψη 8, και Μιχαηλίδης, προπαρατεθείσα, σκέψη 23 ). 35 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει συνεπώς ότι μια αναλογική προς το βάρος εμπορεύματος επιβάρυνση, που εισπράττεται μόνο σε ένα δήμο κράτους μέλους και επιβάλλεται σε μια κατηγορία εμπορευμάτων λόγω της μεταφοράς τους πέραν των ορίων της δημοτικής περιφέρειας, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου προς εξαγωγικό δασμό αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 23 ΕΚ, παρά το γεγονός ότι η επιβάρυνση πλήττει επίσης και τα εμπορεύματα των οποίων ο τελικός προορισμός βρίσκεται στο εσωτερικό του οικείου κράτους μέλους. Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως 36 Ο Δήμος της Carrara ζητεί από το Δικαστήριο, στην περίπτωση κατά την οποία θα θεωρούσε ότι ένα τέλος όπως το επίδικο στο πλαίσιο της κύριας δίκης είναι ασύμβατο προς τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως. Ο Δήμος της Carrara επικαλείται, αφενός, την αβεβαιότητα που συνδέεται με το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στο επίμαχο τέλος και, αφετέρου, τις σοβαρές οικονομικές συνέπειες που θα προκύψουν για τον προϋπολογισμό του Δήμου της Carrara αν δεν περιοριστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως. 37 Πρέπει να υπομνησθεί ότι μόνο εξαιρετικώς το Δικαστήριο μπορεί, κατ' εφαρμογήν της γενικής αρχής της ασφαλείας δικαίου που είναι σύμφυτη με την κοινοτική έννομη τάξη, να προβεί στον περιορισμό της δυνατότητας που έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεστεί μια διάταξη που αυτό έχει ερμηνεύσει προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί (αποφάσεις Legros κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 30, και της 23ης Μαΐου 2000, C-104/98, Buchner κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-3625, σκέψη 39). Ι - 8064

CARBONATI APUANI 38 Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Legros κ.λπ. (προπαρατεθείσα, σκέψεις 30 έως 36), ότι, για επιτακτικούς λόγους ασφαλείας δικαίου, δεν μπορούσε να γίνει επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης περί των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό προς στήριξη αιτήσεων επιστροφής μιας επιβαρύνσεως, όπως η «εισφορά θαλάσσης», που είχε καταβληθεί πριν από την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής, ήτοι πριν από τις 16 Ιουλίου 1992, παρά μόνον από εκείνους τους αιτούντες οι οποίοι, πριν από την εν λόγω ημερομηνία, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή ισοδύναμη διοικητική ένσταση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Σιμιτζή, σκέψη 30). 39 Το επίδικο όμως τέλος ως τέλος που επιβάλλεται λόγω της διελεύσεως ενός εδαφικού ορίου στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους πρέπει να χαρακτηριστεί επιβάρυνση της ιδίας φύσεως με την επίμαχη στην προπαρατεθείσα υπόθεση Legros κ.λπ. «εισφορά θαλάσσης». Μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, μέχρι τις 16 Ιουλίου 1992, ο Δήμος της Carrara μπορούσε ευλόγως να θεωρεί ότι το επίδικο τέλος ήταν σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο. 40 Πρέπει συνεπώς να ληφθούν υπόψη οι ίδιοι λόγοι ασφαλείας δίκαιου και, κατά συνέπεια, να αποφασισθεί ότι ο διαχρονικός περιορισμός που αποφασίστηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Legros κ.λπ. εφαρμόζεται και σε αιτήσεις επιστροφής ποσών που εισπράχθηκαν υπό τη μορφή του επίδικου στο πλαίσιο της κύριας δίκης τέλους. 41 Αντιθέτως, δεν πρέπει να περιοριστούν τα αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως μετά τις 16 Ιουλίου 1992, ημερομηνία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Legros κ.λπ. Συγκεκριμένα, μετά την ημερομηνία αυτή, ο Δήμος της Carrara δεν μπορούσε να αγνοεί ότι το επίδικο τέλος δεν ήταν συμβατό προς το κοινοτικό δίκαιο. 42 Συμπερασματικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης περί των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό προς στήριξη αιτήσεων επιστροφής ποσών που εισπράχθηκαν πριν από τις 16 Ιουλίου 1992 υπό τη μορφή του επίδικου τέλους, παρά μόνον από τους αιτούντες οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή υποβάλει ισοδύναμη διοικητική ένσταση. Ι - 8065

Επί των δικαστικών εξόδων ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 9. 2004 ΥΠΟΘΕΣΗ C-72/03 43 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την κατάθεση παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πέραν αυτών των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Μια αναλογική προς το βάρος εμπορεύματος επιβάρυνση, που εισπράττεται μόνο σε ένα δήμο κράτους μέλους και επιβάλλεται σε μια κατηγορία εμπορευμάτων λόγω της μεταφοράς τους πέραν των ορίων της δημοτικής περιφέρειας, συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου προς εξαγωγικό δασμό αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 23 ΕΚ, παρά το γεγονός ότι η επιβάρυνση πλήττει επίσης και τα εμπορεύματα των οποίων ο τελικός προορισμός βρίσκεται στο εσωτερικό του οικείου κράτους μέλους. 2) Δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 23 ΕΚ προς στήριξη αιτήσεων επιστροφής ποσών που εισπράχθηκαν πριν από τις 16 Ιουλίου 1992 υπό τη μορφή του τέλους επί των μαρμάρων, παρά μόνον από τους αιτούντες οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή υποβάλει ισοδύναμη διοικητική ένσταση. (υπογραφές) Ι - 8066