ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ Μια ιστορία ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Copyright Φωτεινή Τσαλίκογλου Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018 Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιον δήποτε τρόπο αναπα ραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειο θεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6412-5
ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1980: O αυτόχειρας....................... 13 1820: Η ακρωτηριασμένη γυναίκα............ 32 Είκοσι χρόνια μετά....................... 43 1900: Το νανούρισμα του εγγονού............ 48 Τα όνειρα λένε την αλήθεια. Είναι αθώος....... 52 Ο γητευτής και η μελαγχολία του πεντάχρονου εγγονού............................. 55 1919-1922: Σώος από τον πόλεμο;........... 63 1943: Το λιόκουρνο....................... 65 Έπειτα................................ 79 Ντόρης, ο γιος του αυτόχειρα............... 82 Η κληρονομιά........................... 84 Ένα παραμύθι από τον πατέρα για το γιο...... 86 Ελβετία................................ 88 Δωμάτιο 203, κλινική «Bel-Air», Chemin du Petit Bel-Air 2........................ 99 7
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ Τι γνωρίζει για τον εαυτό του; Ποιος είναι στ αλήθεια;.......................... 105 Γεννήθηκα γέρος, γι αυτό είμαι αθώος........ 117 Το μάρμαρο είμαι εγώ..................... 120 Ζοέλ, η ψυχολόγος....................... 128 Ζαχαροπλαστείο «Moevenpick»............. 132 Τι ακριβώς ζητάτε από εμένα;.............. 141 Στο «Hotel de l Ours», o γηραιός θυρωρός αναγνωρίζει τον Ντόρη................. 146 Στο νησί: Η τέφρα του αυτόχειρα............ 155 8
Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ ἀκουμπήσω. Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει... ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Μυθιστόρημα» «... ότι εκεί θα ήταν όλα όπως πριν ή, για να είμαι πιο ακριβής, ότι όλες οι στιγμές του χρόνου υπάρχουν ταυτόχρονα, η μια δίπλα στην άλλη, και ότι τίποτα από αυτά που λέει η ιστορία δεν είναι αλήθεια, ότι το συμβάν δεν έχει συμβεί, αλλά θα συμβεί τη στιγμή που θα το σκεφτούμε, πράγμα που φυσικά, απ την άλλη πλευρά, ανοίγει την απελπιστική προοπτική μιας διηνεκούς φρίκης και μιας αγωνίας δίχως τέλος...» W. S. SEBALD, Άουστερλιτς Λησμόνησε, μωρό μου, το θάνατο. Δεν υπάρχει. Να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο. Έλληνας ασθενής
1980: O αυτόχειρας 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1980, Γενεύη, Vieille Ville. Το κεφάλι του έγερνε αριστερά στο μέρος της καρδιάς. Οι αραιές τούφες των άσπρων μαλλιών άγγιζαν τους ώμους του. Μια ισχνή λωρίδα σάλιου λέρωνε το λαιμό. Τα χείλη στένευαν σε μια γκριμάτσα, κάτι σαν χαμόγελο. Ή- ταν νεκρός. Συνέβη στην παλιά πόλη σ ένα παγκάκι πλάι στο σιντριβάνι. Κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν τρομάζει. Κι όμως, κάτι έγινε. Οι διαβάτες ανενόχλητοι συνεχίζουν το δρόμο τους. «Bon fin de l après-midi», λένε αφηρημένα ο ένας στον άλλο καθώς η ώρα κοντεύει τρεις και το απόγευμα, απαράλλαχτα ίδιο, όπως κάθε μέρα, πλησιάζει. Θα ακολουθήσει το σούρουπο και τέλος η νύχτα, η μόνη βεβαιότητα που δεν διαψεύδεται. Ίσως γι αυτό όλοι προσπερνούν. Γι αυτό το σκο- 13
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ τάδι που ζυγώνει. Σαν να έχουν όλοι μαζί οι άγνωστοι διαβάτες στο πάρκο Μπερτράν συμφωνήσει μεταξύ τους να μη στρέψουν το βλέμμα στο ακίνητο σώμα. Να μην ανασύρουν στη μνήμη θραύσματα λησμονημένων προσώπων που ο καθένας μέσα του κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. H θέα του νεκρού, σαν ένα κλαράκι που τυχαία αποσπάστηκε από κάποιο δένδρο, να μείνει ανενεργή. Ο άγνωστος άντρας είναι νεκρός εδώ και μία, ί- σως και δύο ώρες. Το όνομά του είναι Θεόδωρος Κεντρωτάς. Στην κλινική «Bel-Air» τον αποκαλούν Monsieur Doros. Έλληνας από ένα νησί σε σχήμα πετάλου, που βρέχεται από φωτεινές θάλασσες. Στο ψυχιατρείο νοσηλεύτηκε για πέντε χρόνια. Ίσως και έξι. Δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Η αρρώστια του δεν είχε όνομα, δεν είχε ορατά αίτια, δεν είχε αποδέκτες. Ί- σως και να μην ήταν καν άρρωστος, αλλά ένας απλός άνθρωπος της εποχής του. Ένας Έλληνας ασθενής. Προσπερνούν. Κανένας δεν αλλάζει το βηματισμό του. Ίσως αυτό που δεν αλλάζει να περιγράφει με α- κρίβεια το συμβάν. Ίσως αυτό που συνέβη στο παγκάκι, πλάι στο σιντριβάνι, να μην είναι παρά ένα γέννημα αυτής της πόλης, αυτής της ώρας, αυτής της μέρας. Απρίλιος 1980. Γενεύη. Παρκ Μπερτράν. 14
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ Όταν το επιτρέπει ο καιρός, oι ηλικιωμένοι λιάζονται με τις ώρες και οι νεαροί μαθητές του lycée τρέχουν για να μην αργοπορήσουν στην τάξη. Όλα ήρεμα λάμπουν μέσα στην ευταξία τους. Στη θέση της ανταριασμένης θάλασσας μια ατάραχη λίμνη. Τον ειδοποίησαν τη στιγμή που έφτανε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Τον ρώτησαν αν πράγματι είναι εκείνος. «Ναι, εγώ είμαι», είπε. «Ο γιος του». Του είπανε τη διεύθυνση. Το ταξί διέσχισε τη rue du Rhone, ανηφόρισε τη Florissant κι έφτασε στο πάρκο. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Το ακίνητο σώμα και το πρόσωπο, όπου έχει αρχίσει να απλώνεται το παγωμένο του θανάτου, μοιάζουν σχεδόν φυσιολογικά. Το ασθενοφόρο έχει φτάσει. Αν συνέβαινε στο νησί, θα ήταν ζωντανός. Θα είχε σωθεί. Είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό του. Με το που θα σωριαζόταν στο πεζούλι μιας αυλής, στο προαύλιο κάποιας εκκλησίας, οι συγχωριανοί θα τον φρόντιζαν. «Εμείς, εδώ, Θοδωρή, μη σκιάζεσαι. Δεν σου ταιριάζει ο θάνατος, δάσκαλε. Ο θάνατος είναι για μας, όχι για σένα». Όμως, λέει ψέματα και το ξέρει. Κανείς δεν θα τον 15
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ βοηθούσε. Σαν άρρωστο σκυλί, ασυντρόφευτος θα ά- φηνε την τελευταία του πνοή. «Κόψε κι άλλο, πιο βαθιά τη φλέβα, να στραγγίξει το αίμα, να αδειάσουν οι αρτηρίες». Ο γιος από την ώρα που γεννήθηκε καταλαβαίνει. Δεν χρειάζονται τα λόγια, αρκούν τα βλέμματα, οι μυρωδιές, οι χειρονομίες. Ο γιος ακούει τις σιωπές. Δεν απορεί. Δεν αναρωτιέται γι αυτά που ήδη γνωρίζει. Ο πατέρας άφησε το νησί ή τo νησί άφησε τον πατέρα; Τι σημασία έχει; Μια μητρική αγκαλιά του ψιθυρίζει: «Είμαι εδώ για σένα. Δεν έχω πεθάνει». Κι εκείνος απαντά μ ένα συνωμοτικό μειδίαμα. Δεν είναι μόνο ο γιος του αυτόχειρα, αλλά και ο γιος μιας μικρής απέθαντης μαμάς. Μιας μαμάς που, αν και νεκρή, βρίσκει τον τρόπο να συνομιλεί μαζί του. Στο μυαλό του προβάλλει το πατρικό νησί, που δεν έχει ακόμα γνωρίσει, με τα ασβεστωμένα πεζούλια, τις αυλές, τις άψαχτες σπηλιές κατοικημένες από νεράιδες, τις κατακόμβες και το αρχαίο θέατρο. Το ά- γαλμα φυγαδεύτηκε κλεισμένο στα αμπάρια ενός ξένου πλοίου, τυλιγμένο σε λινάτσες και κουρέλια.