ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ὑπό Ἐπισκόπου Ἰερεμίου, Μητροπολίτου Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως «Εἰς πόλιν ἤ εἰς Ρούμελην, ὅπου περιπατήσεις, παντοῦ ἀκούεις ὄνομα τό τῆς Προυσιωτίσσης» (Ἆσμα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ) Kυριακή 31 Ἰουλίου 2011 Z Ματθαίου, Προεόρτια τῆς Προόδου τοῦ Τ. Σταυροῦ Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου. Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. Ἀδελφοί Χριστιανοί, Μπήκαμε στόν μῆνα Αὔγουστο, τόν ὁποῖο ἔχουμε ἀφιερωμένο στήν Παναγία μας καί γι αὐτό τόν λέμε «θεομητορικό» μήνα. Ἄς ἔχουμε ἰδιαίτερη ἀγάπη στήν Παναγία, γιατί τόν Χριστό πού λαχταράει ἡ ψυχή μας, Αὐτή μᾶς τόν ἔφερε ἀνάμεσά μας καί Αὐτή τόν κρατάει στήν ἀγκαλιά Της. Ὅλη τήν πίστη μας τήν ἐκφράζει ἡ Κυρία Θεοτόκος, γι αὐτό καί λέει ὁ στίχος τῶν Χαιρετισμῶν «Χαῖρε τῶν δογμάτων αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) τό κεφάλαιον». Στήν προσευχή μας στήν Παναγία νά λέμε: «Παναγία μου στερέωσέ μου τήν πίστη μου καί τήν ἀγάπη μου σέ Σένα»! Γιατί, ἄν ἔχουμε στερεή καί δυνατή πίστη στήν Παναγία, θά καταφεύγουμε σ Αὐτήν σέ κάθε πειρασμό μας καί σέ κάθε ἀνάγκη μας καί θά μᾶς γίνεται γλυκασμός καί σωτηρία. Χριστιανός πού εὐλαβεῖται καί ἐπικαλεῖται
μέ πίστη καί ἀγάπη τήν Παναγία δέν μπορεῖ ποτέ, μά ποτέ δέν μπορεῖ νά χαθεῖ. Ὡς κυριώτερο ὅμως αἴτημά μας στήν Παναγία νά λέμε τό νά μᾶς δίνει τήν Χάρη Της νά κάνουμε ἀγώνα γιά νά καθαρίσει ἡ καρδιά μας ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη γιατί ἔτσι μόνο θά γευθοῦμε τόν Θεό μας καί αὐτό, ἀγαπητοί μου, τό νά γευθοῦμε τόν Θεό, αὐτό εἶναι πού συνιστᾶ τήν εὐτυχία καί τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἤρθαμε στόν κόσμο γιά νά βροῦμε τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Ἄν αὐτό δέν τό πετύχουμε, εἴμαστε δυστυχισμένοι. Ἄς μᾶς δώσει ἡ Παναγία μας τήν χάρη καί τήν χαρά αὐτή, τό νά πετύχουμε, μέ τήν Εὐχή Της, νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη, γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός νά κατοικήσει σ αὐτήν. Γιατί, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεό μας, εἶναι ἀδύνατο νά κατοικήσει σέ ἀκάθαρτη καρδιά. «Οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 43. Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 1. Μιλᾶμε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, γιά τήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων, τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Θά θυμᾶστε πού λέγαμε ὅτι στήν Ἐκκλησία μας χωρίζουμε τά γεγονότα σέ τρεῖς περιόδους: Πρῶτον, στήν προπτωτική περίοδο, πρίν δηλαδή ἀπό τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων δεύτερον, στήν μεταπτωτική περίοδο, τήν περίοδο δηλαδή ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί ἔπειτα καί, τρίτον, στήν λυτρωτική περίοδο, πού ἐγκαινιάστηκε μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ. Στά προηγούμενα κηρύγματα λέγαμε ὅτι στήν προπτωτική περίοδο εἴχαμε ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων ἔτσι, ἰσότιμους δημιούργησε ὁ Θεός τόν ἄνδρα καί τήν γυναίκα. Στό προηγούμενο ὅμως κήρυγμα εἴπαμε ὅτι αὐτή ἡ ἰσοτιμία τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας διαταράχθηκε μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί ἡ γυναίκα ὑποτάχθηκε στόν ἄνδρα, σάν παιδαγωγική τιμωρία τοῦ Θεοῦ σ αὐτήν, ἐπειδή αὐτή αὐθέντησε στόν ἄνδρα καί τόν ὑπέταξε νά ἁμαρτήσει καί αὐτός, ὅπως καί αὐτή. 2. Στό σημερινό μας ὅμως κήρυγμα, ἀγαπητοί, θά ποῦμε ὅτι μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἀποκαταστάθηκε ἡ διαταραχθεῖσα ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων καί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα εἶναι πάλι ἰσότιμοι, ὅπως πρίν ἀπό τήν πτώση. 2
Ναί! Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τόν Θεό, τόσο καί ἐπανέρχεται στήν παραδείσια κατάσταση καί ἀπαλλάσσεται λοιπόν ἀπό τά θλιβερά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης. Καί ἡ ὑποταγή τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα, ὅπως εἴπαμε, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης, τῆς ἁμαρτίας. Ὡραῖα τό λέγει ὁ Χρυσόστομος: «Πολλοί πρός ἀρετήν ἐπανελθόντες ἀπηλλάγησαν τῆς δεσποτείας». 1 Ἀλλά αὐτή ἡ ἀπαλλαγή τῆς γυναίκας ἀπό τήν δεσποτεία τοῦ ἄνδρα πού ὅπως εἴπαμε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης θά γίνει διά τῆς ὑπακοῆς πρῶτα τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα, ὅπως τό διέταξε ὁ Θεός μέ τό «πρός τόν ἄνδρα ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σοῦ κυριεύσει» (Γεν. 3,16). Καί αὐτή ἡ ἀρετή τῆς γυναίκας θά τήν φέρει στήν παραδείσια ἰσοτιμία της μέ τόν ἄνδρα. Τό λέγουμε αὐτό καί τό τονίζουμε, γιατί τά σημερινά κοσμικά συστήματα θέλουν νά πετύχουν τήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων μέ τήν ἀνταρσία τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα. Καί τό ἀποτέλεσμα τῶν κινημάτων αὐτῶν εἶναι, ὅπως τό βλέπουμε, ἡ περισσότερη δουλεία τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα. Γιατί δέν τό ἀνέχεται ὁ ἄνδρας νά τόν διαφεντεύει ἡ γυναίκα. Καί γίνεται γι αὐτό πιό σκληρός ἀπέναντί της. 3. Τήν ἰσοτιμία της μέ τόν ἄνδρα, πού τόσο λαχταράει ἡ γυναίκα, θά τήν βρεῖ μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς ἔρθουμε στό Πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας ἔχουμε τήν ἀποκατάσταση τῶν πραγμάτων στήν παραδείσια μακαριότητα. Στήν Παναγία λοιπόν πραγματώνεται ἡ ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων, τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Ἀκοῦστε πῶς: Πρίν ἀπό τήν Παναγία μποροῦσε ὁ ἄνδρας νά πεῖ στήν γυναίκα: «Γυναίκα, ἐγώ εἶμαι ἀνώτερος ἀπό σένα, γιατί κόπηκε ἡ πλευρά μου, γιά νά γίνεις ἐσύ! Μοῦ τήν χρωστᾶς αὐτήν τήν πλευρά καί πρέπει νά μοῦ τήν ξαναδώσεις»! Πραγματικά, ἡ γυναίκα χρεωστοῦσε στόν ἄνδρα τήν πλευρά ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε. Γιά νά ἐξοφληθεῖ αὐτό τό χρέος, θά πρέπει, ὅπως ὁ Ἀδάμ ἔκανε γυναίκα χωρίς γυναίκα, νά βρεθεῖ μία γυναίκα πού νά κάνει ἄνδρα χωρίς ἄνδρα. Πέρασαν ἑκατομμύρια καί δισεκατομμύρια γυναικῶν στόν κόσμο, ἀλλά δέν βρέθηκε καμμιά γυναίκα νά ἐξοφλήσει αὐτό τό χρέος στόν ἄνδρα, τό νά κάνει δηλαδή παρθενικά ἕναν ἄνδρα, ὅπως παρθενικά καί ὁ Ἀδάμ ἔκανε τήν γυναίκα. Ἀλλά χαρεῖτε, ὦ γυναῖκες! Βρέθηκε ἡ Παρθένος Μαρία τῆς Ναζαρέτ, πού γέννησε παρθενικά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί μέ τήν παρθενική της αὐτή γέννηση, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ξοφλήθηκε τό χρέος τοῦ γυναικείου γένους στό ἀνδρῶο γένος καί ἔτσι ἐδείχθη «τό ὁμότιμον τῆς φύσεως», ὅπως τό λέει ὁ Χρυσόστομος, ἡ ἰσοτιμία δηλαδή τῶν δύο φύλων. 2 1. Εἰς τήν Γένεσιν Λόγος Ε, εἰς ΑΑΠ 52,665Β σ. 141. 2. Λόγω τῆς σπουδαιότητας τῆς περικοπῆς τήν παρέχουμε καί στό κείμενο: «Ὥσπερ γάρ ὁ Ἀδάμ 3
4. Μέσα στήν Ἐκκλησία, ξαναλέγουμε, μέ τήν ἀρετή της ἡ γυναίκα γίνεται ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα. Καί ὅπως εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή ἡ γυναίκα νά ὑπακούει στόν ἄνδρα, ἔτσι λέει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή ὁ ἄνδρας νά ὑπακούει στήν ἐνάρετη γυναίκα, ἀκριβῶς γιατί αὐτή δέν θεωρεῖται κατώτερη, ἀλλά στήν Ἐκκλησία εἶναι ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα. Θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα γι αὐτό πού λέγω μέ καθοδηγό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιά τήν πιστή γυναίκα, πού ἔχει ἄπιστο ἄνδρα καί αὐτός θέλει νά μένει μαζί της, νά μήν τόν χωρίζει. Καί ἡ δικαιολογία εἶναι ὅτι ἡ πιστή αὐτή γυναίκα μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνδρα της (βλ. Α Κορ. 7,16). Καί θά τόν σώσει βέβαια νουθετώντας τον καί διδάσκοντάς τον. Ἀλλοῦ βέβαια ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά πεῖ ὅτι δέν ἐπιτρέπει στήν γυναίκα νά διδάσκει (Α Τιμ. 2,12). Καί τό δικαιολογεῖ αὐτό πού λέει, γιατί ἡ γυναίκα κατά τήν πτώση ἀπατήθηκε πρώτη καί ἔγινε παραβάτης (βλ. Α Τιμ. 2,11 ἑξ.). Στήν περίπτωση ὅμως τώρα πού ὁ ἄνδρας εἶναι ἄπιστος καί ἡ γυναίκα εἶναι πιστή, ὁ Ἀπόστολος λέει νά διδάσκει ἡ γυναίκα. Γιατί; Γιατί αὐτή, σάν πιστή πού εἶναι, δέν ἀπατήθηκε, ἐνῶ ὁ ἄνδρας, σάν ἄπιστος πού εἶναι, ἀπατήθηκε. Ἀφοῦ τώρα ἄλλαξαν οἱ ὅροι διδασκαλίας, ἄς ἀλλάξουν καί οἱ ὅροι ἐξουσίας, λέει ὁ Χρυσόστομος: Κύριος τώρα εἶναι ἡ γυναίκα, ἐπειδή εἶναι πιστή, καί ὑποτακτικός ὁ ἄνδρας, ἐπειδή εἶναι ἄπιστος. Ἡ κυριότητα, λοιπόν, τοῦ ἄνδρα ἐπί τῆς γυναίκας ἤ τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα κατά τήν Ἁγία Γραφή δέν προέρχεται ἀπό τήν ὑπεροχή τοῦ ἑνός φύλου στό ἄλλο, ἀλλά ἀπό τήν ἀπάτη καί τήν ἁμαρτία: «Εἶδες πῶς πανταχοῦ οὐ τῇ φύσει, ἀλλά τῇ ἀπάτῃ καί τῇ ἁμαρτίᾳ δείκνυσι τήν δουλείαν ἀκολουθοῦσαν;», λέγει ὁ Χρυσόστομος. 3 Ἀλλά θά συνεχίσουμε στό ἑπόμενο κήρυγμά μας. Μέ πολλές εὐχές Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας ἄνευ γυναικός γυναῖκα ἤνεγκε, οὕτω καί σήμερον ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρός ἄνδρα ἔτεκεν... Ἐπειδή γάρ ἐχρεώστει τό γυναικεῖον γένος τοῖς ἀνθρώποις τήν χάριν, ὡς τοῦ Ἀδάμ ἄνευ γυναικός γυναῖκα βλαστήσαντος, διά τοῦτο σήμερον ἔτεκεν ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρός, ὑπέρ τῆς Εὔας ἐκτιννύουσα τοῖς ἀνδράσι τό χρέος. Ἵνα γάρ μή μέγα φρονήσῃ ὁ Ἀδάμ, ἄνευ γυναικός γυναῖκα βλαστήσας, διά τοῦτο καί ἡ παρθένος ἄνευ ἀνδρός ἄνδρα ἔτεκεν, ἵνα τῷ θαύματι τό ὁμότιμον δείξη τῆς φύσεως» (Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος, εἰς ΑΑΠ 21,396BC). 3. Βλ. Εἰς τήν Γένεσιν λόγος Ε, εἰς ΑΑΠ 52,665 Β ἑξ. σ. 141. 4
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ (Κείμενο, μετάφραση, προλογικά σημειώματα καί ὀλιγοστά σχόλια) Πληροφοροῦμε τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες μας ὅτι τό ἑρμηνευόμενο ἐδῶ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης παρατίθεται ἄστητο διά πρακτικούς λόγους μετά ὅμως τήν ὁλοκλήρωσή του, ὅταν αὐτό θά ἐκδοθεῖ εἰς βιβλίον, θά εἶναι στημένο μέ τά σχόλια στήν ἴδια σελίδα τῆς ἑρμηνευομένης περικοπῆς. ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Ἰούδα (1,15-26) 1. Στούς συναχθέντας στό ὑπερῶο τῆς Ἰερουσαλήμ πιστούς, πού ἦταν περίπου ἑκατόν εἴκοσι (στίχ. 15), ὁμίλησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά τήν ἀνάγκη ἐκλογῆς νέου Ἀποστόλου στήν θέση τοῦ προδότου Ἰούδα. 2. Στήν ὁμιλία του αὐτή ὁ Πέτρος ἀναφέρθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη, στά ψαλμικά χωρία 68,25 καί 108,8, καί εἶπε ὅτι ὁ Δαβίδ ὁμιλεῖ σ αὐτά γιά τόν προδότη, τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη (στίχ. 16. 20). Τό τέλος τοῦ Ἰούδα ἦταν οἰκτρό, ὅπως τοῦ ἄξιζε (στίχ. 18). Βλ. καί τά ὅσα παραθέτει ὁ Θεοφύλακτος εἰς MPG 125,521.524. 3. Στήν ὁμιλία του ὁ Πέτρος εἶπε ἀκόμη γιά τήν ἀνάγκη («δεῖ οὖν», στίχ. 21) ἀντικαταστάσεως τοῦ Ἰούδα στόν κύκλο τῶν Δώδεκα ἀπό κάποιον, ὁ ὁποῖος πρέπει νά γνωρίζει ὅλη τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἀρχή, ὥστε νά γίνει μάρτυρας τῆς ἀναστάσεώς του (στίχ. 22). Ἡ ἐκλογή ἔγινε διά κλήρου (στίχ. 26), ἀφοῦ πρῶτα ἔγινε προσευχή (στίχ. 24.25). Γιατί ἔγινε διά κλήρου ἡ ἐκλογή; Διότι οἱ Ἀπόστολοι τότε δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιο καί γι αὐτό κατέφυγαν σέ ἄλλο σημεῖο (βλ. Χρυσοστόμου, εἰς MPG 60,35.36). 1, 15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν 16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, 17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. 18 Οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ 19 καὶ γνωστὸν ἐγένετο πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τὸ χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστι χωρίον αἵματος. 20 Γέγραπται γὰρ ἐν βίβλῳ ψαλμῶν γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτοῦ ἔρημος καὶ μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν ἐν αὐτῇ καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος. 21 Δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθεν καὶ ἐξῆλθεν ἐφ ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς, 22 ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ 5
ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων. 23 Καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν, 24 καὶ προσευξάμενοι εἶπον σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, 25 λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. 26 Καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων. 1, 15 Αὐτές δέ τίς ἡμέρες, πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ περίπου ἑκατόν εἴκοσι πρόσωπα, σηκώθηκε ὁ Πέτρος μεταξύ (αὐτῶν) τῶν μαθητῶν καί εἶπε: 16 «Ἀδελφοί, δέν ἦταν δυνατόν παρά νά πραγματοποιηθοῦν αὐτά τά λόγια τῆς Γραφῆς, πού προεῖπε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τό στόμα τοῦ Δαυβίδ γιά τόν Ἰούδα, πού ἔγινε ὁδηγός ἐκείνων πού συνέλαβαν τόν Ἰησοῦ. 17 Διότι εἶχε συγκαταριθμηθεῖ μέ μᾶς καί εἶχε ἀξιωθεῖ νά λάβει τό λειτούργημα αὐτῆς τῆς (ἀποστολικῆς) διακονίας. 18 Αὐτός λοιπόν μέ τά λεπτά πού πῆρε ἀπό τό ἁμάρτημά του ἀπέκτησε ἕνα χωράφι. Ἀλλά ἔπεσε μέ τό πρόσωπό του κατά γῆς, σχίστηκε ἡ κοιλιά του καί ξεχύθηκαν ὅλα τά σπλάγχνα του. 19 Αὐτό ἔγινε γνωστό σέ ὅλους τούς κατοίκους τῆς Ἰερουσαλήμ, ὥστε τό χωράφι ἐκεῖνο νά ὀνομαστεῖ στήν δική τους γλῶσσα «Ἀκελδαμᾶ», δηλαδή «χωράφι αἵματος». 20 Σχετικά ἔχει γραφεῖ στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν: «Τό σπίτι του νά ἐρημωθεῖ, καί κανείς νά μή κατοικήσει σ αὐτό» καί «τήν ἀποστολή του νά τήν πάρει ἄλλος». 21 Πρέπει λοιπόν ἕνας ἀπ αὐτούς τούς ἄνδρες, πού ἦταν μαζί μας ὅλο τόν καιρό, κατά τόν ὁποῖο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔζησε μαζί μας, 22 ἀπό τότε πού βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη, ὡς τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας, νά γίνει μαζί μέ μᾶς μάρτυρας τῆς ἀναστάσεώς του. 23 Καί πρότειναν δύο, τόν Ἰωσήφ, τόν λεγόμενο Βαρσαββᾶ, πού ἐπωνομάστηκε Ἰοῦστος, καί τόν Ματθία. 24 Ὕστερα προσευχήθηκαν καί εἶπαν: «Σύ, Κύριε, πού γνωρίζεις τίς καρδιές ὅλων, φανέρωσε ἕνα ἀπό αὐτούς τούς δύο, πού διάλεξες, 25 γιά νά πάρει τήν θέση στό λειτούργημα αὐτό καί στήν ἀποστολή, ἀπό τήν ὁποία ἐξετράπηκε ὁ Ἰούδας, γιά νά πάει στό τόπο πού τοῦ ἅρμοζε. 26 Ἔπειτα ἔβαλαν κλήρους μέ τά ὀνόματά τους καί ἔπεσε ὁ κλῆρος στόν Ματθία, ὁ ὁποῖος συγκαταριθμήθηκε μαζί μέ τούς ἕνδεκα ἀποστόλους. 1,15. Ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν. Αὐθεντικότερη ὅμως γραφή εἶναι «ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν». Μαζί μέ τήν αὐστηρή ἔννοια τῆς λ. «ἀδελφός» στήν Ἁγία Γραφή ἡ λ. λαμβάνει συχνά καί εὑρεία ἔννοια καί σημαίνει γενικά τόν μακρυνό ἤ κοντινό συγγενῆ (Γεν. 9,25. 13,8), τόν συμπατριώτη (Γεν. 16,12. Ἐξ. 2,11. Δευτ. 2,4. 15,2. Ψαλμ. 21,23). Ἀπό αὐτή τήν ἔννοια ἡ λ. περνᾶ σέ μία συγγένεια πιό βαθιά μέ τήν κοινωνία μέσα στήν Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη ἡ λ. σημαίνει πολύ συχνά τούς χριστιανούς (ἰδιαιτέρως τούς ὄντας στήν Ἰερουσαλήμ), τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 28,10. Ἰωάν. 20,17. Πράξ. 6,3. 9,30. 11,1. 12,17. 14,2. 21,17-18 κ.ἄ. Βλ. καί σχόλ. εἰς 11,26), πού ἐκτελοῦν ὅπως Ἐκεῖνος τό θέλημα τοῦ Πατρός (Ματθ. 12,50 ἑξ.), τούς υἱούς τοῦ Πατρός μεταξύ τῶν ὁποίων Αὐτός 6
εἶναι ὁ Πρωτότοκος (Ματθ. 25,40. Ρωμ. 8,29. Ἑβρ. 2,11.17) καί μεταξύ τῶν ὁποίων βασιλεύει ἡ ἀδελφική ἀγάπη (Ρωμ. 12,10. Α Θεσ. 4,9. Α Πέτρ. 1,22. Α Ἰωάν. 3,14 κ.ἄ.). 1,18.19. Οἱ στίχ. αὐτοί συνιστοῦν μία παρένθεση στόν ροῦν τῆς ὁμιλίας τοῦ Πέτρου βλ. Ματθ. 27,3-10, ὅπου εἶναι οἱ ἀρχιερεῖς πού ἀγοράζουν τό χωράφι. Ἡ παρουσίαση τοῦ θανάτου τοῦ Ἰούδα στούς στίχ. μας ἐδῶ διαφέρει ἀπό τήν παρουσίαση τοῦ Ματθ. 27,3-10. Δέν πεθαίνει ἀπό κρεμάλα, ὅπως ὁ Ἀχιτόφελ (Β Βασ. 17,23), ἀλλά ἀπό πτώση, ὅπως οἱ ἀσεβεῖς τοῦ Σοφ. Σολ. 4,19 καί ἀπό χύσιμο τῶν σπλάγχνων, ὅπως πολλοί ἐγκληματίες τῶν πολλῶν τοπικῶν μύθων. 1,20. Ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν Ψαλμῶν. Βλ. Ψαλμ. 68,26 καί 108,8. 1,21. Ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθεν... Γιά τήν ἔκφραση βλ. Ἀριθμ. 27,17. Πράξ. 9,28. 1,22. Ὅρος ἀπαραίτητος γιά νά προστεθεῖ κάποιος στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα Ἀποστόλων καί νά συμμετάσχει στήν πρώτη τους ἀποστολή (1,8) εἶναι τό νά ἦταν μέ τόν Ἰησοῦ κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του καί μετά τόν θάνατόν του (1,1-3 βλ. καί 10,41), νά εἶναι ἐκλελεγμένος ἀπό τόν Θεό (10,41), νά εἶναι στούς «μάρτυρας», βλ. 2,32. 3,15. 4,20.33. 8,25. 10,39-42. 13,31 σχόλ. 1,25. Τόν τόπον τόν ἴδιον. Ἡ ἔκφραση δηλώνει τήν τύχη πού ἄξιζε στόν Ἰούδα γιά τό κακούργημα πού ἔκανε, βλ. Λουκ. 16,28. 1,26. Κλήρους. Αὐτός ὁ ἀρχαϊκός τρόπος ἐκλογῆς (βλ. Α Βασ. 14,41. Λουκ. 1,9) θά δώσει τήν θέση του στήν ἀρχική κοινότητα σέ ἕνα τρόπο λιγώτερο μηχανικό (6,3-6. 13,2-3). ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΣΥΝΑΞΗ ΝΕΩΝ Μάθημα 1ο 31 Ἰουλίου 2011 εἰς Δημητσάνα (Τό μάθημα μεταδίδεται καί ἀπό τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας) Περί τοῦ Κανόνος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης 1. Ἡ ἐπίσημη συλλογή τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καλεῖται «Κανόνας». Θά ἐξετάσουμε τήν πορεία τῶν βιβλίων αὐτῶν ἀπό τήν ἐμφάνισή τους στήν προφορική παράδοση καί τήν γραπτή διατήρησή τους διά μέσου τῶν αἰώνων μέχρι τήν ἔκδοσή τους σέ ἔντυπες ἐκδόσεις. Ἡ λ. «Κανόνας» σχετίζεται μέ τήν ἑλληνική λ. «κάννα» ἤ «κάννη», ἑβρ. «κάννε», πού σημαίνει κάλαμος, εὐθεία ράβδος. Εἶνα τό ὄργανο γιά νά χαράξουμε εὐθεῖες γραμμές, ὁ χάρακας, τό νῆμα στάθμης. Μεταφορικῶς «κανόνας» σημαίνει ὁ σωστός, ὁ εὐθύς. Ἔτσι τά ἱερά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς τά λέγουμε «κανόνα», γιατί αὐτά μᾶς χαράσσουν τήν σωστή, τήν ὀρθή πορεία πρός τόν Θεό. 2. Ἐπισήμως ἡ ἔκφραση «Κανόνας» γιά τήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν 4ο αἰ. μ.χ. Ἐπεξετάθηκε ὅμως ἀργότερα ὁ ὅρος αὐτός καί στήν χριστιανική 7
γραμματεία, γιατί περιεῖχε τήν ἐπίσημη χριστιανική παράδοση, πού ρυθμίζει τήν ζωή τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ἄλλοι πατέρες προηγουμένως χαρακτήρισαν τήν Ἁγία Γραφή ὡς «κανόνα παραδόσεως» καί «κανόνα ἀληθείας». Γενικά «Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς» σημαίνει τόν «κατάλογο» ἤ τήν «συλλογή» τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς θεόπνευστα καί γι αὐτό πρέπει νά εἶναι ἀποδεκτά ἀπό ὅλους. Ἔχουμε καί τούς ὅρους «κανονικά», γιά χαρακτηρισμό τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί «ἀκανόνιστα», γιά τά ἀποκλεισθέντα ἀπό τόν Κανόνα. Ὁ Κανόνας λοιπόν περιέχει τόν ἀποκεκαλυμένο λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ τόν γνώμονα τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. 3. Τώρα θά ἐξετάσουμε πῶς συγκροτήθηκε ὁ Κανόνας, πῶς παραδόθηκαν τά βιβλία διά μέσου τῶν αἰώνων. Παραδόθηκαν προφορικῶς. Θά δοῦμε λοιπόν τά βιβλία τοῦ Κανόνα στήν προφορική παράδοση. (α) Ἡ ἱστορία τοῦ Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι πολύ - πολύ παλαιά. Οἱ ἐντολές καί οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ στούς πρωτοπλάστους, στόν Νῶε, στούς Πατριάρχες, στόν Μωυσῆ καί σέ ἄλλους εὐσεβεῖς ἀνθρώπους θεωρήθηκαν ἱερές. Γι αὐτό καί ἔπρεπε νά διαφυλαχθοῦν. Ἔτσι ἀρχίζει νά δημιουργεῖται καί νά συγκροτεῖται ὁ Κανόνας. Ὁ Μωυσῆς μετά τήν, κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, καταγραφή τοῦ θείου Νόμου τόν παραδίδει στούς Λευῖτες καί αὐτοί τόν θέτουν στά πλάγια τῆς Κιβωτοῦ «εἰς μαρτύριον» (Δευτ. 31,26) γιά τίς ἐρχόμενες γενεές. (β) Ὁ Ἰσραήλ θεωροῦσε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς τήν παρουσία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτό καί εἶχε δέος πρός τόν θεῖο λόγο καί φροντίδα νά τόν διατηρήσει. [Τό «εἶπε» γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου (Γεν. κεφ. 1) θεωρεῖται ὡς παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γι αὐτό καί ὁ Ἰωάννης λέγει «πάντα δι αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο» (Ἰωάν. 1,3)]. (γ) Οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ διατηροῦνταν διά τῆς μνήμης. Ἔχουμε παρακαταθήκη ἀπό μνῆμες σχετικές μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι διά τῆς μνήμης ἀπό γενεά σέ γενεά, διά διηγήσεων, δι ἀσμάτων, διά ποιημάτων μεταδιδόταν καί διατηρήθηκε ἡ θεία Ἀποκάλυψη καί γενικά ἡ πρώτη ὑποτυπώδης λογοτεχνική παραγωγή τοῦ Ἰσραήλ. (δ) Ἡ διάδοση καί ἡ διατήρηση τῶν προφορικῶν θείων λόγων τῆς θείας Ἀποκαλύψεως γινόταν καί διά τῆς οἰκογενείας (βλ. Δευτ. 6,20-25) καί διά τῶν θρησκευτικῶν τελετῶν καί ἑορτῶν, ὅπου διηγοῦντο τά θαυμαστά γεγονότα τοῦ ἔθνους τους. Αὐτός ὁ τρόπος, ὁ διά τῆς προφορικῆς παραδόσεως, ἡ διά τῆς μνήμης μετάδοση τῶν θείων Ἀποκαλύψεων, διατηρεῖται καί μετά τήν ἐγκατάσταση τοῦ Ισραήλ στήν Παλαιστίνη. Γιά μακρό χρόνο ἡ προφορική παράδοση ἀποτελοῦσε γιά τόν Ἰσραήλ μέσο μετάδοσης τῆς πνευματικῆς του κληρονομιᾶς. 8
4. Ἔχουμε διάφορα εἴδη τρόπου μεταδόσεως τῆς προφορικῆς αὐτῆς παράδοσης τῶν θείων λόγων ἤ καί γενικά τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς τοῦ Ἰσραήλ. Μεταδιδόταν εἴτε μέ ἔμμετρο (ποιήματα) εἴτε μέ πεζό λόγο. Στόν ἔμμετρο λόγο ἔχουμε τά ἄσματα (θρησκευτικά, πολεμικά, συμποσιακά, γαμήλια, πένθιμα κ.ἄ.) καί τίς ρήσεις (λατρευτικές, προφητικές, σοφιολογικές, γνωμικά κ.ἄ). Στόν πεζό λόγο περιλαμβάνονται οἱ διηγήσεις καί οἱ λόγοι. Ἔτσι, μέ βάση τά παραπάνω, στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε διαφόρους ὀνομασίες τῶν θείων λόγων. (1) «Τωρά», ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ (2) «Νταβάρ», ὁ λόγος τοῦ προφήτου (3) «Σίρ», ἡ ὠδή τοῦ ποιητοῦ (4) «Τεχιλάχ», ὁ αἶνος καί ἡ προσευχή τοῦ ψαλμωδοῦ (5) «Μισπάτ», ἡ κρίση τοῦ δικαστοῦ (6) «Ἔτσα» ἤ «Μασάλ» ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. 9