Η βιομηχανία Τεχνικών Κατασκευών (1951-1984) του Ανέστη Ταρπάγκου ΕισαγωγήΣε μια ανάλυση που δημοσιεύτηκε στις θέσεις (τεύχος 12, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1985), «Η κατασκευαστική βιομηχανία και η κρατική παρέμβαση», έγινε προσπάθεια να καταγραφεί μια πρώτη συνολική, σε γενικές βέβαια γραμμές, προσέγγιση στο διπλό ζήτημα, αφ' ενός της καπιταλιστικής δομής του κυκλώματος παραγωγής τεχνικών έργων, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει η λειτουργία των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων σ' αυτό τον κλάδο παραγωγής, και αφ' ετέρου ο χαρακτήρας της μεταρρυθμιστικής παρέμβασης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο θεσμικό πλαίσιο των Τεχνικών Κατασκευών που αφορούσε το νόμο πλαίσιο 1418/84 για τα Δημόσια Έργα, καθώς και το νόμο 1332/83 για την Ελληνική Κρατική Εταιρία Τεχνικών Έργων (ΕΚΕΤΕ). Το συμπέρασμα, που συνάγονταν απ' αυτήν την ανάλυση, ήταν ότι η συνολική αυτή θεσμική παρέμβαση της κυβερνητικής εξουσίας του ΠΑΣΟΚ στα χρόνια 1983-84 αποσκοπούσε κατά πρώτο στον εκσυγχρονισμό και στην αποκατάσταση της «εύρυθμης» λειτουργίας του καπιταλιστικού κατασκευαστικού κυκλώματος, με την ενίσχυση της ιδιωτικής επιχειρηματικής συγκρότησης, του οικονομικού ανταγωνισμού και της ιεραρχικής τεχνικής δόμησης, και κατά δεύτερο στη διαμόρφωση ενός διεθνούς πλαισίου κρατικής υποστήριξης της ιμπεριαλιστικής επέκτασης του «μονοπωλιακού» τεχνικού κεφαλαίου στις αγορές τους εξωτερικού. Συνοπτικά, επρόκειτο για μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση αστικού εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα, που δεν τέμνονταν με οποιαδήποτε παρέμβαση «προοδευτικού - δημοκρατικού» και πολύ περισσότερο σοσιαλιστικού χαρακτήρα, που θα άνοιγε δρόμους προς την ενεργητική παρέμβαση των εργαζομένων στην κατασκευαστική βιομηχανία, σε διαδικασίες κοινωνικοποίησης του τεχνικού κεφαλαίου, σε μορφές κοινωνικής διαχείρισης του κατασκευαστικού κυκλώματος, σε ρωγμές τελικά στην ίδια την αστική δομή των παραγωγικών σχέσεων που είναι κυρίαρχες στις Τεχνικές Κατασκευές. Η συνολική αυτή προσέγγιση, οπωσδήποτε γενικού χαρακτήρα, είναι ανεπαρκής αν δεν συμπληρώνεται από την εξίσου γενική αναφορά στις κοινωνικές δυνάμεις που δρουν στον τομέα των Τεχνικών Κατασκευών, στις μορφές οργάνωσης τους, στη δομή των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, στους τρόπους πολιτικής αντιμετώπισης που έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα, καθώς και στις βασικές κατευθύνσεις μιας αριστερής εναλλακτικής πολιτικής. Τα ζητήματα έτσι που ανοίγονται προς διερεύνηση σ" αυτό το δεύτερο μέρος της ανάλυσης αφορούν: Κατ' αρχή. τη διερεύνηση της κοινωνικής σύνθεσης του εργασιακού δυναμικού στην κατασκευαστική βιομηχανία καθώς και της σχετικής θέσης αυτού του παραγωγικού κλάδου στη συνολική οικονομική δραστηριότητα, κύρια μέσα από τη στατιστική ανάλυση, προκειμένου να σχηματιστεί μια σύγχρονη και διαχρονική ταυτόχρονα απεικόνιση του κοινωνικού αυτού χώρου. Κατόπιν, την έρευνα της οικονομικής συγκρότησης των επιχειρηματικών φορέων, των τεχνικών εταιριών, που αποτελούν τα βασικά υποκείμενα (όπως αναγνωρίζει η τεχνική νομοθεσία) της τεχνικής παραγωγής, τη διάρθρωση τους ανάλογα με το μέγεθος και την οικονομική τους δραστηριότητα σε ορισμένες διακριτές σχετικά κατηγορίες - επίπεδα οργάνωσης και λειτουργίας του τεχνικού κεφαλαίου. Στη συνέχεια, την αναφορά στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης των εργαζομένων, όπως έχουν αναδειχθεί μέχρι σήμερα στην κατασκευαστική βιομηχανία, στον τρόπο αντιμετώπισης του τεχνικού κεφαλαίου από την πλευρά του αριστερού κινήματος, στην εκπαιδευτική δομή του συνολικού εργαζόμενου στις Κατασκευές, καθώς και στον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει το κράτος στη λειτουργία των Τεχνικών Κατασκευών. Τέλος, τη διατύπωση των βασικών κατευθύνσεων σταθερών που συγκροτούν τους όρους διαμόρφωσης μιας λαϊκής εργατικής σοσιαλιστικής στρατηγικής στις κατασκευές, σε σχέση με τα θεμελιώδη δομικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την τεχνική παραγωγή σαν καπιταλιστική. 1. Η κοινωνική δομή της κατασκευαστικής βιομηχανίας. Ι.Ι.Το απασχολούμενο εργασιακό δυναμικό. Η εξέλιξη του απασχολούμενου εργατοτεχνικού δυναμικού στις Κατασκευές εμφανίζει μια αλματώδη αυξητική πορεία σ' ολόκληρη τη μεταπολεμική 30ετία (1951-81), τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και σε σχετικά ποσοστά στο σύνολο του απασχολούμενου εργασιακού δυναμικού. Από 2,6% του συνόλου το 1951 περνάει στο 4,4% το Σελίδα 1 / 14
1961, στο 7,6% το 1971 για να φτάσει στο μέγιστο 9,2% στα 1981. Δηλαδή, το κατασκευαστικό εργασιακό δυναμικό τετραπλασιάζεται, τη στιγμή που το αντίστοιχο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό μόλις που αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς στην 30ετία 1951-81 κατά μισή φορά. Παράλληλα, το αντίστοιχο ποσοστό των εργαζομένων στην εργοστασιακή παραγωγή (βιομηχανία και βιοτεχνία) στο σύνολο των απασχολούμενων από 16,0% που ήταν στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, μόλις αυξάνεται στα 19,2% το 1981. Έτσι, η σχέση εργαζομένων στις Κατασκευές προς εκείνους της βιομηχανίας από 1:6 που ήταν στα 1951 έφτασε να είναι 1:2 στη δεκαετία του 1970. Στην τελευταία όμως πενταετία μετά το 1980 το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό στις Τεχνικές Κατασκευές εμφανίζει μια σχετική πτωτική τάση, έτσι ώστε από 9,5% που ήταν στο σύνολο των απασχολουμένων στα μέσα της δεκαετίας του 1970 πέφτει σταδιακά στα χρόνια 1981-84 στο επίπεδο του 7,9% ενώ το ποσοστό του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού εμφανίζει μια σταθερότητα που προσεγγίζει το 19,2% στην τετραετία 1981-84, όπως και στην προηγούμενη δεκαετία του 1970. Παράλληλα το συνολικό απασχολούμενο ενεργό δυναμικό παρουσιάζει στασιμότητα με σχετικές πτωτικές τάσεις. Κατ' αυτό τον τρόπο, ενώ στη δεκαετία του 1970 η σχέση εργαζομένων στις Κατασκευές προς το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό ήταν της τάξης του 1:2, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 ομαλοποιείται και προσεγγίζει τη σχέση 1:3, πλησιάζοντας την αντίστοιχη αναλογία της δεκαετίας 1960-70. Σε απόλυτους αριθμούς η απασχόληση εργατικού δυναμικού στις Κατασκευές ομαλοποιείται στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και προσεγγίζει εκ νέου τα επίπεδα του 1971. (Πίνακες 1 & 2). Σελίδα 2 / 14
1.2. Η κατανομή της τεχνικής γνώσης. Στις Τεχνικές Κατασκευές παρατηρείται ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό επιστημονικού προσωπικού (1,7%), τόσο σε σχέση με το πενταπλάσιο ποσοστό στο συνολικό απασχολούμενο δυναμικό (8,9%) όσο και σε σχέση με την βιομηχανία (3,4%). Το ίδιο συμβαίνει και με τους απόφοιτους της μέσης εκπ. (γενικής και ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση τεχνικής) που το ποσοστό τους στις Κατασκευές φτάνει τα 7,6%, ενώ στη μεταποίηση προσεγγίζει το 17,0% και στο συνολικό δυναμικό το 17,4%. Απεναντίας, στο επίπεδο των απόφοιτων της τριτάξιας γυμνασιακής εκπαίδευσης, κύρια της κατώτερης επαγγελματικοτεχνικής εκπαίδευσης, τα ποσοστά των Κατασκευών (7,6%) προσεγγίζουν τα αντίστοιχα γενικά (6,5%) και είναι ελαφρώς κατώτερα εκείνων της βιομηχανίας βιοτεχνίας (9,6%). Επίσης, υψηλό εμφανίζεται το επίπεδο των κατόχων απολυτήριου μόνον δημοτικής εκπαίδευσης (70,9%) ενώ στη βιομηχανία είναι χαμηλότερο (61,6%). Τέλος, αναφορικά με το ποσοστό των εργαζομένων που δεν έχουν τελειώσει ούτε τη δημοτική εκπαίδευση, ο χώρος της τεχνικής παραγωγής (12,1%) βρίσκεται στο μέσον σε σχέση με τη μεταποίηση (8,5%) και το γενικό επίπεδο (15,0%). Διαχρονικά εξετάζοντας τη μορφωτική συγκρότηση του «συλλογικού εργαζόμενου» στην κατασκευαστική βιομηχανία στην τελευταία εικοσαετία διαπιστώνουμε μια σοβαρή μείωση του ποσοστού των εργαζομένων που δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό, από 39,0% που ήταν (1961) σε 14,3% (1981), γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που είναι απόφοιτοι της δημοτικής εκπαίδευσης από 56,2% το 1961 σε 75,5% το 1981. Μια αντίστοιχη μορφωτική άνοδος σημειώνεται και στο επίπεδο της μέσης εκπαίδευσης των εργατοϋπαλλήλων στις Κατασκευές που από 4,1% που ήταν αρχικά αυξήθηκαν στο 8,2%. Το ίδιο παρατηρείται στο επίπεδο των απόφοιτων της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης που από 0,5% περνούν στο 0,9% με την ταυτόχρονη εμφάνιση στην δεκαετία 1971-81 των απόφοιτων της ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης με ένα ποσοστό της τάξης του 1,0%. Η στοιχειώδης αυτή εκπαιδευτική βελτίωση της μορφωτικής δομής των εργαζομένων σ' αυτό τον παραγωγικό κλάδο είναι φανερό ότι δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε κοινωνική διαδικασία επανακαταμερισμού της εργασίας, ούτε τροποποιεί σοβαρά την ιεραρχική πυραμίδα κατανομής της τεχνικής γνώσης στην παραγωγική διαδικασία των Κατασκευών. Απεναντίας είναι συνέπεια της γενίκευσης της δημοτικής εκπαίδευσης απ' τη μια, μετά το 1960, και της εισαγωγής της μέσης και ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και σ' ολόκληρη τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο Σελίδα 3 / 14
γίνεται εμφανής η σημαντική μορφωτική πίεση που ασκήθηκε σ' ολόκληρη την εικοσαετία 1961-81 (και συνεχίζεται και σήμερα) και που διοχετεύθηκε αναγκαστικά στο χώρο της μέσης ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης, ενώ το ποσοστό των αποφοιτούν της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης παραμένει απελπιστικά χαμηλό. Πρόκειται δηλαδή για μια μορφωτική εξέλιξη ολόπλευρα ενταγμένη στην καπιταλιστική ανάπτυξη του κυκλώματος των Τεχνικών Κατασκευών, που απαιτούσε μια σχετική αύξηση των εργαζομένων με μέση ανώτερη επαγγελματική παιδεία, αναγκαίο όρο για τον τρόπο οργάνωσης της τεχνικής παραγωγής, που επέβαλε η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη των κατασκευαστικών επιχειρήσεων. (Πίνακες 3 &4). 1.3. Η ταξική κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο τομέας της κατασκευαστικής βιομηχανίας παρουσιάζει μια μέγιστη συμμετοχή εργατοτεχνιτών (94,2%), μεγαλύτερη κι από αυτή της μεταποίησης (83,8%), ενώ στο σύνολο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 30,4% (47,9% στο σύνολο όμως απασχολούνται στη γεωργία, την παροχή υπηρεσιών και το εμπόριο). Η αναλογία των διευθυντικών διοικητικών του στελεχών (2,4%) είναι αντίστοιχη τόσο με τη γενική (1,9%) όσο και μ' εκείνη της μεταποίησης (2,4%). Παράλληλα, εμφανίζει εντελώς χαμηλό ποσοστό υπαλληλικού προσωπικού γραφείων (0,9%) που στη βιομηχανία βιοτεχνία είναι κατά πολύ ανώτερο (6,2%) κι ακόμη περισσότερο στο γενικό σύνολο (9,1%). Σελίδα 4 / 14
Αντίστοιχα, από την άλλη πλευρά, εμφανίζει εξίσου υψηλό ποσοστό μισθωτών εργαζομένων (73,0%), παραπλήσιο μ' εκείνο της μεταποίησης (70,1%), τη στιγμή που στο γενικό σύνολο μόλις και πλησιάζει το 48,7%. Από το υπόλοιπο μέρος των εργατοτεχνιτών (94,2% - 73,0% = 21.2%), ένα μεγάλο μέρος εργάζονται για δικό τους λογαριασμό (14,8%) που στη μεταποίηση είναι περίπου το ίδιο (17,0%) ενώ στο σύνολο οι αυτοαπασχολούμενοι φτάνουν τα 31,4%. Τέλος οι εργοδότες στις Κατασκευές ανέρχονται σε 10,8%, όπως εξίσου και στη βιομηχανία (9,0%) ενώ στο γενικό σύνολο μόλις πλησιάζουν το μισό (5,9%). Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στον κοινωνικό χώρο της τεχνικής παραγωγής παρατηρείται μια ισχυρότατη ταξική πόλωση ανάμεσα σε εργατοτεχνίτες διευθυντικά στελέχη (94,2% προς 2,4%) χωρίς ουσιαστική διαμεσολάβηση άλλων στρωμάτων, που τέμνεται με την αντίστοιχη κοινωνική πόλωση ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζόμενους και τους εργοδότες (73,0% προς 10,8%). Διαχρονικά θεωρώντας την εξέλιξη των ομάδων ατομικών επαγγελμάτων στις Κατασκευές παρατηρούμε ότι η κατηγορία των εργατώντεχνικώνχειριστών εμφανίζει μια σταθερότητα, που το ποσοστό της ξεπερνάει συνέχεια τα 9/10 των απασχολούμενων στον κλάδο. Το υπαλληλικό διοικητικό προσωπικό παραμένει εξίσου αναλλοίωτο σχεδόν σαν ποσοστό στην εικοσαετία 1961-81, χωρίς ποτέ να ξεπερνάει το 1.0% του συνόλου των οικονομικά ενεργών ατόμων. Αντίστοιχα, και σχετικά με την ομάδα των επιστημονικών ελεύθερων επαγγελμάτων και διευθυντικών διοικητικών στελεχών, που ξεκινούν από ένα ποσοστό 3,0% στα 1961, πέφτουν σημαντικά στα 0,66% το 1971, για να αυξηθούν εκ νέου και να προσεγγίσουν το αρχικό ποσοστό στα 1981 (1,8%). Επίσης, εξετάζοντας διαχρονικά την εξέλιξη της θέσης στο επάγγελμα των εργαζομένων στις Τεχνικές Κατασκευές, ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες (μισθωτοί - αυτοαπασχολούμενοι - εργοδότες) παρατηρούμε ότι η αναλογία των μισθωτών εργατοϋπαλλήλων κυμαίνεται ανάμεσα σ' ένα ελάχιστο 69.4% (το 1981) και σ' ένα μέγιστο 84,4% διατηρώντας μια θέση που καλύπτει κατά μέσο όρο τα? των οικονομικά ενεργών στις Κατασκευές. Οι εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό συμμετέχουν σε ένα αρχικό ποσοστό το 1951 της τάξης του 21,3% για να ακολουθήσουν στη συνέχεια μια πτωτική πορεία (11,9% το 1961 και 14,8% το 1971), να αυξηθούν πάλι στη συνέχεια στα 24,8% το 1981: συνολικά αποτελούν ένα ποσοστό ίσο με το 1/7 του συνόλου των απασχολούμενων στις Κατασκευές. Τέλος, οι εργοδότες στην Τεχνική παραγωγή παρουσιάζουν μια σταθερή ανοδική πορεία σαν ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων, πράγμα που συνδέεται με την αντίστοιχη μείωση των αυτοαπασχολούμενων..(πίνακες 5, 6, 7 & 8). Σελίδα 5 / 14
1.4 Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Εκεί όπου ο ρόλος των Κατασκευών αναδεικνύεται καθοριστικός είναι η θέση που κατέχουν στα πλαίσια των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό των άλλων κλάδων παραγωγικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι, ξεκινούν από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μ' ένα ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου της χώρας της τάξης του 60,6%, για να περάσουν στην επό μένη δεκαπενταετία μέχρι το 1965 σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά της τάξης (κατά μέσο όρο) του 73,0% και να αρχίσουν από κει και πέρα να ακολουθούν μια σταδιακή πτητική τάση μέχρι σήμερα, φτάνοντας στην τελευταία πενταετία (1980-84) τα χαμηλότερα ποσοστά τους (κατά μέσο όρο) 55,6%. Αυτά, ενόσω το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου διατηρείται σ' ολόκληρη την. μεταπολεμική τριακονταπενταετία σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, ξεκινώντας από ένα ποσοστό περίπου 21,0% στα χρόνια του 1950, που κυμάνθηκε στα επόμενα χρόνια '1950-80) σ' ένα μέσο επίπεδο της τάξης του 13,5% και εμφάνισε μια σχετική αύξηση πα τελευταία πέντε χρόνια, με μέσο όρο συμμετοχής τα 15,7%. Ωστόσο η σταδιακή πτώση του ποσοστού συμμετοχής των Κατασκευών στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μετά το 1965 (περίοδος που εντείνεται η βιομηχανοποίηση της ελληνικής οικονομίας), οδηγεί σε μια σημαντική διαφοροποίηση της αναλογίας των αντίστοιχων επενδύσεων μεταξύ μεταποίησης και Κατασκευών: η σχέση τους από 1:5 που ήταν προηγούμενα περνάει στο 1:3 περίπου. Είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι οι Τεχνικές Κατασκευές συνολικά απορροφούν το. μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων επενδύσεων, που κατευθύνονται κύρια στα εγγειοβελτιωτικά έργα, τις μεταφορές επικοινωνίες και την ενέργεια - ύδρευση - αποχέτευση. Έτσι, ενώ στα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων στις Κατασκευές έφτανε τα 25% περίπου του συνόλου αυτών των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, το ποσοστό αυτό παρουσιάζει σημαντική αυξητική τάση στην τελευταία πεν ταετία (1981-84), ξεπερνώντας το 1/3 του συνόλου (μέσος όρος 37,0%). Απεναντίας, στη βιομηχανική παραγωγή η δημόσια επενδυτική δραστηριότητα εμφανίζεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, της τάξης του 0,6% στο σύνολο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στη μεταποίηση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (ιδιωτικές επενδύσεις βιομηχανίας 99,4%), για να αυξηθεί σχετικά στα επόμενα χρόνια φτάνοντας τα 4,9% στην τελευταία δεκαετία (1975-84), σε σχέση πάντα με τα συντριπτικά ψηλά επίπεδα της ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας στη βιομηχανία (95,1% στην αντίστοιχη περίοδο). (Πίνακας 9). Σελίδα 6 / 14
1.5. Η συμμετοχή στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Στο επίπεδο του σχηματισμού του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) οι Κατασκευές συμμετέχουν σ' ένα ποσοστό 6,0% στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια του 1950, τη στιγμή που το ποσοστό συμμετοχής των Κατοικιών ανέρχεται στο διπλάσιο περίπου (11,1%), ίδιο σχεδόν μ' εκείνο της βιομηχανίας βιοτεχνίας στην αντίστοιχη περίοδο (10,9%). Το ποσοστό αυτό συμμετοχής των Τεχνικών Κατασκευών στο ΑΕΠ εμφανίζει στην επόμενη 20ετία μια συνεχή αυξητική τάση για να προσεγγίσει σχεδόν το διπλάσιο του στα χρόνια του 1970 (9,8%), και για να έχει από τότε μια συνεχή πτωτική τάση, να επανέλθει δηλ. στα τελευταία χρόνια στα αρχικά επίπεδα από όπου ξεκίνησε του 1950 (5,4% κατά μέσο όρο στην τελευταία τετραετία 1981-84). Απεναντίας η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ διπλασιάζεται στην περίοδο της μεταπολίτευσης (20,9%), παραμένοντας από τότε σχεδόν σταθερή μέχρι σήμερα (μέσος όρος της τελευταίας τετραετίας 1981-84: 20,3%), τη στιγμή που το ποσοστό συμμετοχής των κατοικιών στο ΑΕΠ, όντας σταθερό στη δεκαετία του 1950-60 σ' ένα επίπεδο 10,2%, εμφανίζει μια ελαφρά μόνον κάμψη στην επόμενη 20ετία 1960-80 με ένα μέσο όρο αυτής της περιόδου 8,5%, επανερχόμενο προς τα πάνω και πλησιάζοντας το επίπεδο της. δεκαετίας του 1950 στα τελευταία χρόνια (μέσος όρος της περιόδου 1981-84: 9,9%). Συνολικά διαπιστώνεται ότι στη μεταπολεμική 35ετία 1948-84 το ποσοστό συμμετοχής των Κατασκευών στο ΑΕΠ μειώνεται από μια σχέση 1:2 περίπου που βρισκόταν ως προς τη μεταποίηση και τις κατοικίες (σχέση κατοικιών προς μεταποίηση τότε 1:1). Σήμερα η σχέση του προς τις κατοικίες παραμένει σταθερή 1:2, αλλά σε συσχετισμό προς τη μεταποίηση η σχέση του γίνεται σχεδόν 1:4 (ενώ η σχέση κατοικιών προς μεταποίηση μετατρέπεται κι αυτή, αλλά σε μικρότερη αναλογία, σε 1:2). (Πίνακας 10). Σελίδα 7 / 14
2. Η οικονομική διάρθρωση των τεχνικών εταιριών 2.1. Τα «μονοπωλιακά» τεχνικά συγκροτήματα. Ενώ η δεκαετία του 1970 μπορεί να χαρακτηρισθεί για το χώρο των Τεχνικών Κατασκευών σαν εκείνη της ηγεμονικής κυριαρχίας και ιμπεριαλιστικής επέκτασης στη μεσανατολική και βορειβαφρικανική αγορά του πυρήνα των «μονοπωλιακών» τεχνικών συγκροτημάτων, η δεκαετία του 1980 σημαδεύεται κύρια από τη συρρίκνωση αποδιάρθρωση των τεχνικών αυτών «μονοπωλίων» και την άνοδο σε πρώτο πλάνο των τεχνικών εταιριών της εσωτερικής αγοράς, που δεν είχαν επεκταθεί στο διεθνή χώρο και που μέσα από μια σταθερή σταδιακή διεύρυνση αναδείχθηκαν σήμερα στην κορυφή της πυραμίδας του κατασκευαστικού καπιταλισμού. Μοναδική εξαίρεση, σ' αυτή την πτωτική πορεία είναι η υπερμεγέθης για τα ελληνικά δεδομένα τεχνική εταιρία ΒΙΟΚΑΤ με κύριο αντικείμενο την κατασκευή βιομηχανικών συγκροτημάτων στην εσωτερική και κύρια τη διεθνή αγορά, με ένα συνολικό ενεργητικό που φτάνει τα 12,2 δισεκ. δρχ. για το 1985 και με μια συνεχή αύξηση των καθαρών της κερδών, που έφτασαν πρόσφατα (1985) τα 1,6 δισεκ. δρχ., απασχολώντας περί τους 3.500 εργατοϋπαλλήλους. Κύρια αιτία αυτής της εξέλιξης στάθηκε η επιχειρηματική τους ανεπάρκεια, εκτός της εταιρίας ΒΙΟΚΑΤ, να εδραιώσουν την επεκτατικότητά τους στο διεθνή χώρο, μέσα σ' ένα πλαίσιο οξύτατου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με αντίστοιχα ευρωπαϊκά, ασιατικά και αμερικανικά «μονοπωλιακά» τεχνικά συγκροτήματα, γεγονός που δεν κατόρθωσε τελικά να αποτρέψει η δημιουργία και δραστηριοποίηση της ΕΚΕΤΕ, σαν κρατικού εγγυητή της ιμπεριαλιστικής επεκτατικότητας, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Η ΟΔΩΝ - ΟΔΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ με απασχολούμενο προσωπικό 5001.500 εργαζόμενους, εμφανίζει μια πτωτική τάση στην περίοδο 1980-84 (οι ζημιές της χρήσεως 1982 έφτασαν τα 804 εκατ. δρχ.), ωστόσο όμως εμφανίζει μια ορισμένη ανάκαμψη στην πρόσφατη διετία (1984-85), με σαφή μείωση του συνολικού της ενεργητικού και την εμφάνιση ορισμένων καθαρών κερδών (104 εκατ. δρχ. το 1984). Αντίστοιχα, η κοινοπραξία ΕΔΟΚΕΤΕΡ από το 1982 αρχίζει να εμφανίζει μια πτωτική πορεία των εσόδων και των καθαρών της κερδών, που από 122 εκατ. δρχ. που ήταν το 1981 πέφτουν σε ζημίες 126 εκατ. δρχ. το 1984, ενώ ταυτόχρονα στην ίδια περίοδο εμφανίζει διπλασιασμό των ιδίων της κεφαλαίων (από 2.258 εκατ. δρχ. το 1981 φτάνουν τα 4.336 εκατ. δρχ. στα 1984) με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην πτώχευση στις αρχές του 1986. Η ΞΕΚΤΕ, παρ' όλο που εμφανίζει στην τελευταία πενταετία μια σημαντική αύξηση του συνολικού της ενεργητικού, παράλληλα παρουσιάζει μια εξίσου σοβαρή αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της και μια συνεχή μείωση των καθαρών της κερδών. Από 76 εκατ. δρχ. το 1980 καθαρά κέρδη παρουσιάζει στα 1983 ζημιές 14 εκατ. δρχ., με αντίστοιχη μείωση των ιδίων της κεφαλαίων (από 508 εκατομ. δρχ. το 1980 σε 357 εκατ. δρχ. το 1983). Ανάλογη και η φθίνουσα πορεία που ακολουθεί το συγκρότημα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ που παρουσιάζει μια συνεχή οικονομική συρρίκνωση με υπερδιόγκωση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της (3.764 εκατ. δρχ. το 1982 για το οποίο υπάρχουν στοιχεία), αύξηση του ενεργητικού της (2.560 εκατ. δρχ. το πάγιο και 5.313 εκατ. δρχ. το κυκλοφορούν στα 1982), με ταυτόχρονη κατακόρυφη πτώση των κερδών της (μόλις 24 εκατ. δρχ. την ίδια χρονιά). Έτσι, ενώ ο συνολικός όγκος των νέων συμβάσεων εκτέλεσης έργων στο διεθνή χώρο από τις ελληνικές τεχνικές «μονοπωλιακές» επιχειρήσεις ανερχόταν σε 1.378,1 εκατ. δολ. και το αντίστοιχο ποσοστό συμμετοχής του ελληνικού τεχνικού κεφαλαίου στη διεθνή κατασκευαστική αγορά στο 2,01%, στην πενταετία 1979-84 πέφτουν σημαντικά και οι δύο δείκτες, έτσι ώστε στα 1984 να έχουμε όγκο συμβάσεων εξωτερικού 430,7 εκατ. δολ. (από αυτά ΕΔΟΚΕΤΕΡ 276,7 εκατ. δολ. και ΕΚΕΤΕ 154,0 εκατ. δολ.) και ποσοστό συμμετοχής 0,54%. Αντίθετα, τα ανταγωνιστικά προς τα ελληνικά, τουρκικά και γιουγκοσλαβικά τεχνικά συγκροτήματα διατηρούν τις θέσεις Σελίδα 8 / 14
τους στη μεσανατολική βορειοαφρικανική αγορά με συμβάσεις 1.906,0 εκατ. δολ. τα πρώτα για το 1984 (ποσοστό συμμετοχής 2,37%) και 1.269,4 εκατ. δολ. τα δεύτερα (ποσοστό συμμετοχής 1.58% στη διεθνή αγορά) για τον ίδιο χρόνο. Μ' αυτή την οπτική, η δραστηριοποίηση της ΕΚΕΤΕ σαν κρατικού τεχνικοοικονομικού οργανισμού ενίσχυσης της ιμπεριαλιστικής επέκτασης του ελληνικού τεχνικού κεφαλαίου, παρ' όλο που είχε ορισμένα αποτελέσματα και συγκεκριμένα την ανάληψη της κατασκευής 3.000 κατοικιών στην Αλγερία, κόστους 160 εκατ. δολ. (περί τα 22 δισεκ. δρχ.), που την εκχώρησε στη συνέχεια στις ιδιωτικές τεχνικές εταιρίες (τα 1.500 στην κοινοπραξία ΓΕΧ, ΖΕΥΣ, ΑΛΦΑ ΜΠΕΤΟΝ, ΕΛΚΑ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ), και παρά τα σχέδια για την ανάληψη της εκτέλεσης τριών ξενοδοχειακών συγκροτημάτων στην ΕΣΣΔ,. προϋπολογισμού περίπου 140 εκατ. δολ. (18 δισεκ. δρχ. περίπου), ωστόσο δεν κρίνεται επαρκής για να αντιστρέψει τη γενική ραγδαία πτωτική τάση, παρά μόνο για να την συγκρατήσει σ' ένα ομαλό επίπεδο. (Πίνακες 11 & 12). Σελίδα 9 / 14
2.2. Οι μεγάλες τεχνικές εταιρίες σήμερα. Από την εικοσάδα περίπου των επικρατέστερων σήμερα (από άποψη κεφαλαίων, ενεργητικού/κερδών και απασχολούμενου προσωπικού) τεχνικών εταιριών, οι περισσότερες (τα 2/3) ανήκουν στην προηγούμενη «γενιά» των τεχνικών επιχειρήσεων, που όμως διατηρήθηκαν και αναδείχθηκαν σε πρώτο πλάνο μετά την πτωτική πορεία των «μονοπωλιακών» τεχνικών εταιριών στην πρόσφατη περίοδο. Παράλληλα, αρκετές απ' αυτές (το 1/3 περίπου) δημιουργήθηκαν στη δεκαετία 1970-80, και ενώ πραγματοποιούνταν η πτώση των «μονοπωλιακών» συγκροτημάτων, ανήκουν στην «καινούργια γενιά» των τεχνικών εταιριών. Η παράλληλη αυτή αντιθετική πορεία των τελευταίων χρόνων (πτωτική τάση του «μονοπωλιακού» τεχνικού πυρήνα - ανάπτυξη νέων μεγάλων μη μονοπωλιακών τεχνικών επιχειρήσεων) καταδείχνει ότι η καθοδική πορεία του «μονοπωλιακού» τεχνικού κεφαλαίου αφορούσε αποκλειστικά το χώρο της ιμπεριαλιστικής του επέκτασης και δεν σήμαινε κατά κανένα τρόπο συνολική κρίση του τεχνικού κεφαλαίου, το οποίο απεναντίας στην ίδια περίοδο εμφανίζει σημαντική ανάπτυξη και επέκταση στην εσωτερική κατασκευαστική αγορά. Σ τη συντριπτική τους πλειοψηφία, αν όχι όλες, ανέπτυξαν την κατασκευαστική τους δραστηριότητα αποκλειστικά σχεδόν στην ελληνική αγορά και δεν επεκτάθηκαν στο διεθνή χώρο με αποτέλεσμα τη σταδιακή ανοδική και σταθερή τους πορεία, που δεν επηρεάστηκε από την κρίση ακριβώς του ελληνικού κατασκευαστικού ιμπεριαλισμού στο εξωτερικό. Έτσι, στην τελευταία διετία 1985-86, τα υπερμεγέθη τεχνικά έργα που στην περίπτωση της κυριαρχίας των τεχνικών «μονοπωλίων» θα βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο τους, αναλαμβάνονται και εκτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από αυτή την κατηγορία των μεγάλων μη«μονοπωλιακών» τεχνικών επιχειρήσεων: Το φράγμα Σμοκόβου (Καρδίτσα) αναλαμβάνεται από την κοινοπραξία ΤΕΓΚ - ΠΑΝΤΕΧΝΙΚΗ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ με μειοδοτική προσφορά 2.076.6 εκατ. δρχ. (ενώ η προσφορά του «μονοπωλιακού» τεχνικού συγκροτήματος της ΟΔΩΝ - ΟΔΟΣΤΡΩΜΑΤΩΝ με 2.229,2 εκατ. δρχ. υπολείφθηκε σημαντικά της αναδόχου κοινοπραξίας). Η κατασκευή του φράγματος του Υδροηλεκτρικού Έργου θησαυρού του ποτα Σελίδα 10 / 14
μου Νέστου (Δράμα) ανατέθηκε στην κοινοπραξία ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ - ΤΕΒ - ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ με σύμβαση 9.826,3 εκατ. δρχ. Η κατασκευή των σηράγγων εκτροπής στο Υδροηλεκτρικό Έργο Συκιάς και Μεσοχώρας ανατίθεται στην εταιρία ΑΕΓΕΚ (1.934,0 εκατ. δρχ. για το πρώτο και 1.236,0 εκατ. δρχ. για το δεύτερο) στα πλαίσια του έργου της εκτροπής του Αχελώου στον κάμπο της Θεσσαλίας. Στη δημοπρασία για την ανάθεση της κατασκευής του «Κέντρου Επεξεργασίας Λυμάτων» στην Ψυττάλεια μειοδότησε η κοινοπραξία ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ - ΤΕΒ μαζί με δύο δυτικοευρωπαϊκές τεχνικές εταιρίες (DEGREMONT - PASSAVANT IM. ΡΙΑΝΤΙ) με προσφορά τα 6.191.0 εκατ. δρχ. (Πίνακες 13 & 14). Σελίδα 11 / 14
2.3. Οι μεσαίες τεχνικές επιχειρήσεις. Στο αμέσως επόμενο επίπεδο μετά την 20άδα των μεγάλων τεχνικών συγκροτημάτων τοποθετείται ένα σύνολο 150 περίπου τεχνικών εταιριών, που μαζί με τις πρώτες είκοσι αποτελούν τον κεντρικό καπιταλιστικό κορμό της τεχνικής κατασκευαστικής δραστηριότητας. Η διάκριση τους από τις πρώτες είναι λίγο ως πολύ σχηματική και μεθοδολογική: σε αρκετές περιπτώσεις τα οικονομικά και κοινωνικά τους μεγέθη προσεγγίζουν σημαντικά. Οι περισσότερες απ' αυτές κατατάσσονται στις ανώτερες τάξεις (Δ' τάξης και άνω), ωστόσο τα τεχνικά έργα που εκτελούν συνήθως βρίσκονται σ' ένα επίπεδο μεταξύ Δ' και Ε' τάξης. (270 εκατ. δρχ. - 540 εκατ. δρχ.). Παράλληλα είναι δυνατή η μεταπήδηση μιας μεσαίας τεχνικής επιχείρησης στην κατηγορία των μέγα λων εργοληπτικών εταιριών όπως και το αντίστροφο, ανάλογα με τις αντίστοιχες εργοληψίες που αναλαμβάνουν. Από το σύνολο των τεχνικών εταιριών αυτής της κατηγορίας μόνον το 1/3 περίπου ανήκει στην «παλιά γενιά» των εργοληπτικών επιχειρήσεων (μια Ιβάδα συγκροτήθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια όπως ο ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ, η BENT, ο ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ κ.ά., και περί τις 30 εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως τα ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ. η ΔΥΝΑΜΙΚΗ, η ΚΑΒΕΡ κλπ.). Απεναντίας τα 2/3 αυτών των κατασκευαστικών επιχειρήσεων ανήκουν στην «νεώτερη νεώτατη γενιά» των τεχνικών εταιριών, εφ' όσον περί Tiq 50 απ' αυτές συγκροτήθηκαν μετά το 1956 και μέχρι την μεταπολίτευση του 1974 (όπως η ΑΕΡΤΕΚ, η ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ κ.ά.), ενώ περί tic 60 προέκυψαν στην τελευταία δεκαετία 1974-84 (όπως η ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΗ, η ΕΚΜΕ. η ΑΣΦΑΛΤΙΚΗ κλπ.). Το γεγονός αυτό μαρτυρεί όχι την «κρίση» του τεχνικού κεφαλαίου και της κατασκευαστικής βιομηχανίας γενικότερα, αλλά αντίθετα τη δυναμική του συγκρότηση και ανάπτυξη, που βαδίζει παράλληλα με την αποδιάρθρωση του ιμπεριαλιστικού «μονοπωλιακού» του ηγετικού πυρήνα, στην ελληνική κατασκευαστική αγορά. (Πίνακας 15). Σελίδα 12 / 14
2.4. Οι μικρομεσαίες κατασκευαστικές επιχειρήσεις. Στη βάση της καπιταλιστικής κατασκευαστικής πυραμίδας συγκεντρώνεται ένα αντίστοιχο με τις προηγούμενες μεσαίες εταιρίες δίκτυο τεχνικών επιχειρήσεων με τη μορφή Α.Ε. και Ε.Π.Ε., των οποίων η παραγωγική δραστηριότητα, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, είναι γεωγραφικά και τεχνικά περιορισμένη. Πρόκειται για ένα σύνολο άλλων 150 περίπου επιχειρήσεων Β' έως Δ' τάξης, σύμφωνα με την κατάταξη του ΜΕΕΠ, που η παρέμβασή τους στο κύκλωμα των τεχνικών έργων είναι: Είτε συνήθως εξαιρετικά εξειδικευμένη σε ένα επιμέρους τεχνικό αντικείμενο, συνδεμένη με μια αντίστοιχη εμποροτεχνική δραστηριότητα, όπως ηλεκτρομηχανολογικά (π.χ. ΑΡΚΟ, ΒΙΟΤΕΧ. GUNITE HELLAS κλπ.). Είτε αποτελούν συγκροτημένες επιχειρήσεις πραγματοποίησης τεχνικών μελετών και επιβλέψεων (όπως η AMTE ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΕΞΑΡΧΟΥ - ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΑΟΣ κ.ά.). Είτε τέλος πρόκειται για τεχνικές εταιρίες γενικού χαρακτήρα, που όμως, το μέγεθος των κατασκευών που εκτελούν είναι περιορισμένο στο επίπεδο των οικονομικών μεγεθών της Β' έως Δ' τάξης, (π.χ. ΓΕΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΛΤΕΒΕ, ΕΡΓΟΤΕΧΝΙΚΗ κλπ.) Το εργατοϋπαλληλικό δυναμικό που απασχολούν είναι συνήθως περιορισμένο σ' ένα επίπεδο 2030 εργαζομένων κατά μέσο όρο, αυξανόμενο περιοδικά ανάλογα με τα κάθε φορά εκτελούμενα τεχνικά έργα. Η ακτίνα παραγωγικής τους δράσης είναι γεωγραφικά καθορισμένη, στα πλαίσια ενός νομού ή και των γειτονικών νομών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που επεκτείνονται σε πανελλαδική κλίμακα. Ελάχιστες απ' αυτές τις μικρομεσαίες τεχνικές εταιρίες (δεν ξεπερνούν τη Ιβάδα) λειτουργούν ήδη από τα χρόνια του 1950, και είναι εξίσου περιορισμένος ο αριθμός (περί τις 2030) των επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας που δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του 1960. Απεναντίας οι μισές απ' αυτές (περί τις 70) συγκροτήθηκαν στη δεκαετία 1970-80, ενώ το 30% περίπου (γύρω στις 40 εταιρίες) είναι εντελώς νέες, έχοντας σχηματισθεί στην τελευταία πενταετία 1980-85. (Πίνακας 16). Σελίδα 13 / 14
2.5. Τεχνικές επιχειρήσεις «προσωπικού» χαρακτήρα. Παράλληλα με τις μεσαίες και μικρομεσαίες κατασκευαστικές εταιρίες, λειτουργεί ένα εξίσου σημαντικό δίκτυο κατασκευαστικών επιχειρήσεων, σοβαρού σχετικά μεγέθους που εξομοιώνονται με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες, με τη μορφή «προσωπικών» επιχειρήσεων, που γι' αυτό ακριβώς το λόγο (μη δημοσίευση ετήσιων ισολογισμών, απουσία καταγραφής στις στατιστικές έρευνες) δεν είναι δυνατή άμεσα η ταξινόμηση και αξιολόγηση της παρέμβασης και δράσης τους στα πλαίσια του καπιταλιστικού κατασκευαστικού κυκλώματος. Εντελώς δειγματοληπτικά μπορούμε να πούμε ότι σε μια μόνο γεωγραφική περιφέρεια, επαρχιακού χαρακτήρα με έντονη οικονομική δραστηριότητα (π.χ. στο νομό Πέλλας), λειτουργούν πέρα από τις μεγάλες και μεσαίες τεχνικές εταιρίες, που έχουν τη μορφή ΑΕ (στην προκειμένη περίπτωση ΑΚΤΩΡ στο Αρδευτικό Δίκτυο Γιαννιτσών και ΕΛΛΚΑΤ στο Αρδευτικό Έργο Ανατολικού Βερμίου) τουλάχιστον 4 «προσωπικού» χαρακτήρα τεχνικές επιχειρήσεις: Δύο εταιρίες μεσαίου μεγέθους, καθετοποιημένης παραγωγής (εκμετάλλευση λατομείων - παραγωγή δομικών υλικών - κατασκευή τεχνικών έργων), με σημαντικό κύκλο εργασιών, νομαρχιακού κυρίως επιπέδου, με απασχολούμενο προσωπικό άνω των 50 εργαζομένων η καθεμιά, οι τεχνικές επιχειρήσεις «ΚΑΙΡΙΔΗΣ» (Γιαννιτσά) και «ΠΑΥΛΙΔΗΣ» (Γιαννιτσά). Δύο επιχειρήσεις μικρομεσαίας δυναμικότητας, αρθρωμένες γύρω από αντίστοιχους μεσαίους εργολήπτες (Β' ως Δ' τάξης), με επαρκή δομικό μηχανολογικό εξοπλισμό, με προσωπικό κυμαινόμενο ανάλογα με τις εκτελούμενες κατασκευές και αντικείμενο την εκτέλεση τεχνικών έργων νομαρχιακού επιπέδου, οι τεχνικές επιχειρήσεις «ΑΡΧΟΝΤΗΣ» (Έδεσσα) και «ΖΟΡΚΑΔΑΣ» (Έδεσσα). Αν τώρα πάρουμε υπ' όψη ότι στην περιοχή της Πέλλας συγκεντρώνεται το 1,5% του συνολικού πληθυσμού και της αντίστοιχης οικονομικής δραστηριότητας, και αναχθούμε στο σύνολο, θα πρέπει να υπολογίζουμε τον αριθμό αυτών των τεχνικών εταιριών «προσωπικού» χαρακτήρα στις 300 περίπου εταιρίες που συμπληρώνουν την εικόνα των προηγούμενων 300 περίπου μεσαίων και μικρομεσαίων τεχνικών εταιριών. Το β' μέρος του άρθρου θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος. Περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια: Ι. Οι πολιτικές πρακτικές στο τεχνικό κατασκευαστικό κύκλωμα α) Οργανωτική και συνδικαλιστική συγκρότηση των εργατοϋπαλλήλων 6) η εκπαιδευτική ιεραρχική πυραμίδα γ) η καπιταλιστική οργάνωση των τεχνικών εταιριών δ) ο ρόλος των κρατικών υπηρεσιών. II. Στρατηγικές επιδιώξεις του αριστερού κινήματος στις Τεχνικές Κατασκευές. Σελίδα 14 / 14