Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή ΝΟΠΕ, Τμήμα Νομικής Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου Μάθημα «Συνταγματικό Δίκαιο» Διδάσκων: Α. Δημητρόπουλος, Καθηγητής Επιμέλεια: Χριστίνα Α. Καραγιαννίδου 1. Απόφαση υπ αρ. 1934/98, Ολομ. ΣτΕ (Η Συναγματικότητα των παρκόμετρων) Στην υπό κρίση υπόθεση το ΣτΕ έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, η οποία ενέκρινε ως πλέον συμφέρουσα για το Δήμο Αθηναίων την προσφορά της εταιρείας με την επωνυμία «Κοινοπραξία Ελευθ. Κοκκινάκης-Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ» σε σχέση με την εκπόνηση και υλοποίηση μελέτης για την εφαρμογή του Συστήματος της Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών. Το νομικό ζήτημα που απασχόλησε εν προκειμένω το ΣτΕ είναι κατά πόσο το Σύνταγμα επιτρέπει την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων, όπως η βεβαίωση της παράβασης, η ακινητοποίηση οχημάτων και η επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Επί του θέματος το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 36 του ΔΚΚώδικα και του άρθρου 45 του Ν. 2218/94 κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.3 και 26 παρ.2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται δια της αστυνομικής αρχής, μόνο από το Κράτος και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες. Μειοψήφησαν επ αυτού τέσσερις Σύμβουλοι, οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η ανάθεση ασκήσεως τέτοιου είδους δραστηριοτήτων, όπως αυτές που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 45 Ν. 2218/94, σε όργανα ΝΠΙΔ, δεδομένου ότι τα όργανα των προσώπων αυτών
αποτελούν, κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, δημόσια όργανα και οι πράξεις τους είναι δυνατόν να προσλβηθούν παραδεκτώς ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων. Το ΣτΕ κάνει δεκτή την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Η απόφαση ΣτΕ 1934/98 επιβεβαίωσε ότι εξακολουθούν να υφίστανται και μεταξύ των λοιπών μη κανονιστικής φύσεως αρμοδιοτήτων ορισμένες που παραμένουν στον πυρήνα της κυριαρχικής διοίκησης και άρα απαγορεύεται η ανάθεσή τους σε ιδιώτες. Η ύπαρξη τέτοιων αρμοδιοτήτων είναι γενικότερα και διεθνώς αποδεκτή. Περαιτέρω, το πρόβλημα της Συνταγματικότητας τέτοιων συμβάσεων, οι οποίες αξιοποιούν όλες τις δυνατότητες που παρέχει το άρθρο 36 του ΔΚΚ τίθεται και το άρθρο 102 παρ.1 του Συντ. Οι ΟΤΑ λόγω της αδυναμίας τους να ασκήσουν ή εν πάσει περιπτώσει να ασκήσουν αποτελεσματικά αρμοδιότητες που τους απονέμονται λόγω έλλειψης της απαραίτητης υποδομής, με μια παρόμοια σύμβαση ουσιαστική απεκδύονται της αρμοδιότητός τους αυτής αρκούμενοι σε οικονομικό όφελος από την σύμβαση με τον ιδιώτη. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 102 παρ.1 Συντ. 2. Απόφαση υπ αρ. 12/99 Γ Τμ. ΣτΕ (κατάργηση επετηρίδας) Στην υπό κρίση υπόθεση το ΣτΕ έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία εισήχθη στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητος, κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Συμβολίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), με την οποία προκηρύχθηκε για το έτος 1998 η διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού για την κατάρτιση πίνακα διοριστέων εκπαιδευτικών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αντικείμενο κρίσεως αποτέλεσε ο Ν. 2525/97, περί σταδιακής καταργήσεως του συστήματος διορισμού των εκπαιδευτικών βάσει «επετηρίδας» και αντικαταστάσεώς του με το σύστημα διορισμού βάσει των αποτελεσμάτων διαγωνισμού. Οι αιτούντες υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, και ότι (α) παραβιάζεται το άρθρο 16 παρ.5 του Συνταγματος και συγκεκριμένα υποβαθμίζεται σε ανεπίτρεπτο βαθμό η αξία του πτυχίου των υποψηφίων, αφού αυτοί αναγκάζονται να συμμετάσχουν και πάλι σε εξετάσεις και να διαγωνισθούν σε μαθήματα στα οποία ήδη με επιτυχία έχουν 2
εξετασθεί και κριθεί από τις μόνες αρμόδιες κατά το Σύνταγμα Ανώτατες Σχολές, (β) παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ1 Συντ) αφού δημιουργούνται συνθήκες ανισότητας μεταξύ νέων και παλαιών αποφοίτων, αφού οι τελευταίοι δεν είναι το ίδιο ενημερωμένοι με τις νέες εξελίξεις του κλάδου τους σε σχέση με τους νεώτερους και καλούνται να λάβουν μέρος σε διαγωνισμό και να εξετασθούν σε μαθήματα τα οποία δεν έχουν διδαχθεί στις σχολές από τις οποίες αποφοίτησαν, αλλά και διότι η πρόβλεψη του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 2525/97 σύμφωνα με τις οποίες κατά τα έτη 1998 έως 2002 οι διορισμοί των εκπαιδευτικών θα γίνονται κατά ένα ποσοστό, συνεχώς μειούμενο από τους εγγεγραμμένους στην επετηρίδα και κατά το υπόλοιπο από τους μετέχοντες επιτυχώς στο διαγωνισμό, δημιουργούν αδικαιολόγητες ανισότητες μεταξύ των αδιόριστων εκπαιδευτικών, αφού ορισμένοι θα επωφεληθούν από το σύστημα της επετηρίδας, ενώ άλλοι θα υποχρεωθούν να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό χωρίς καμία εγγύηση επιτυχίας, αλλά επίσης, στερούν από τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς τη βασική τους επαγγελματική διέξοδο για διδασκαλία σε δημόσιο σχολείο και επομένως η ρύθμιση είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ.1, 5 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος. Το ΣτΕ έκρινε επί των ανωτέρω ζητημάτων ως ακολούθως: Με το Ν. 2525/97 θεσπίσθηκε νέο σύστημα διορισμού των εκπαιδευτικών στη Δημόσια Διοίκηση κατόπιν διαγωνισμού και με τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζεται το άρθρο 16 παρ.5 του Συντ., διότι δεν αμφισβητείται η παροχή ανώτατης εκπαιδεύσεως από τα ΑΕΙ, ούτε υποβαθμίζεται η αξία των τίτλων σπουδών που παρέχουν, αλλά, επιδιώκεται η θέσπιση ενός περισσότερο αξιοκρατικού συστήματος διορισμού των εκπαιδευτικών, ώστε να επιλεγούν οι ικανότεροι για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη δημόσια εκπαίδευση και να περιληφθούν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου κατά τα άρθρα 16 και 103 παρ.1 Συντ. Εξάλλου, το θεσπισθέν για τους λόγους αυτούς δημοσίου συμφέροντος με το νέο σύστημα διορισμού παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους έχοντες τα τυπικά προσόντα να διορισθούν στη δημόσια εκπαίδευση, εφόσον επιτύχουν στο σχετικό διαγωνισμό, ενώ, πάντως, ο νομοθέτης επιδίωξε με τις ρυθμίσεις αυτές, την ομαλή μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα διορισμού και προέβλεψε μεταβατική περίοδο πέντε ετών παράλληλης λειτουργίας των δύο συστημάτων, προνοόντως ακριβώς για τους 3
παλαιότερους των υποψηφίων, οι οποίοι ανέμεναν επί αρκετά έτη το διορισμό τους στη δημόσια εκπαίδευση. Το ΣτΕ απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως. Παρόμοια λύση είχε δώσει το ΣτΕ και με την απόφαση 268/93, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αιτούντος, σύμφωνα με τους οποίους οι ρυθμίσεις του Ν. 1966/91 που προέβλεπαν τη δυνατότητα μετεγγραφής φοιτητών ΑΕΙ εξωτερικού μόνο κατόπιν εξετάσεων, σε αντίθεση με το καθεστώς του προηγούμενου Ν. 1865/89 που προέβλεπε μετεγγραφές χωρίς εξετάσεις, είναι αντίθετες στα άρθρα 16 και 4 παρ.1 του Συντάγματος. 3. Απόφαση υπ αρ. 3135/2002 Ολομ. ΣτΕ (θεμιτοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας για την ωοτοκία της χελώνας Caretta- Caretta) Στην υπό κρίση υπόθεση το ΣτΕ έκρινε επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά των υπ αρ. 2873/00 και 4627/00 αποφάσεων του τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες τελικώς απερρίφθη έφεση της αναιρεσιούσης εταιρίας (η οποία έχει αντικείμενο ναυτιλιακής και τουριστικές εργασίες) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητούσε κατ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ αποζημίωση υποστηρίζοντας ότι το ποσό αυτό αποτελεί διαφυγόν κέρδος εκ της εκμεταλλεύσεως ξενοδοχειακού συγκροτήματος στη νησίδα «Μαραθωνήσι» της Ζακύνθου, το οποίο εμποδίστηκε να ανεγείρει λόγω των περιορισμών που έχουν επιβληθεί για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας Caretta-Caretta με διαφορετικές νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις. Το Στε έκρινε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν εκκινούν από την εκτίμηση ότι η διαφύλαξη του τόπου ωοτοκίας των θαλασσίων χελωνών και η αποτροπή διαταράξεως της ωοτοκίας αυτών στον τόπο αυτό, εξασφαλίζεται δια του χαρακτηρισού ως περιοχής προστασίας της φύσεως που συνεπάγεται την απαγόρευση ανάπτυξης στην περιοχή αυτή ορισμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως η τουριστική εκμετάλλευση της νησίδας χωρίς όμως να αποκλείεται η ανθρώπινη διαβίωση με τη χρήση κατοικίας. Οι περιορισμοί αυτοί καταχρήν δεν είναι αθέμιτοι, ούτε αντίκεινται στο άρθρο 17 του Συντ. και άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι υπαγορεύονται από σκοπό δημοσίου συμφέροντος (προστασία φυσικού περιβάλλοντος) και είναι σε αρμονία προς διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας, 4
που επιβάλλονται από διεθνή σύμβαση, αλλά και διότι αναφέρονται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, που κατά το Σύντ. Και τους νόμους δεν έχει ως προορισμό τη δόμηση ή ειδικότερα την τουριστική εκμετάλλευση, αλλά τη γεωργική, πτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση καθώς και της αναψυχή του κοινού. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. Το ΣτΕ στην παρούσα υπόθεση ασχολήθηκε με τις νομοθετικές διατάξεις που καθιερώνουν Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου στη μείζονα περιοχή του κόλπου Λαγανά της Ζακύνθου, στην οποία εντάσσεται η νησίδα «Μαραθωνήσι» και θεσπίζουν περιορισμούς που αποβλέπουν στη διαφύλαξη εν γένει του τόπου ωοτοκίας των θαλάσιων χελωνών, ως προστατευόμενο είδος, με αποτέλεσμα την απαγόρευση της τουριστικής εκμετάλλευσης της περιοχής. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάζονται εν προκειμένω τα άρθρα 17 Συντ και 1 του Πρώτο Προσθ Πρωτ. ΕΣΔΑ, διότι οι απαγορεύσεις επιβάλλονται από λόγο δημοσίου συμφέροντος, αποτελεί συνέχεια της νομολογίας του όπως έχει διαμορφωθεί με τις υπ αρ. 695/86, 4953/95, 3067/2001 σχετικά με την προστασία της Caretta-Caretta. Επαναλαμβάνει επίσης, ότι η προστασία της ιδιοκτησίας νοείται σε σχέση με τον προορισμό της, ο οποίος περιλαμβάνει το φάσμα των δυνατών χρήσεών της, όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα και το Νόμο και όχι κατά τις συνήθειες των συναλλαγών. 4. Απόφαση υπ αρ. 2308/200 Ε Τμ. ΣτΕ (Ε Τμ) (πολεοδομικοί περιορισμοί στην άσκηση της λατρείας) Στην υπό κρίση υπόθεση το ΣτΕ έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως Κοινοτικού Συμβουλίου η οποία απέρριψε αίτηση του αιτούντος να καθορισθεί χώρος προκειμένου να ανεγερθή ναός των «Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών», με την αιτιολογία ότι, μεταξύ άλλων, από τους κατοίκους της Κοινότητας μόνο ο αιτών ανήκε σε αυτήν τη θρησκευτική ομάδα, και αποφάσεως Επιτροπής Περιφερειακής Διοικήσεως, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτούντος κατά της ως άνω αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου. 5
Το ΣτΕ έκρινε ότι από το άρθρο 13 παρ 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του Συντ. συνάγεται ότι η άσκηση της λατρείας είναι ελεύθερη και όταν γίνεται δημοσίως και απαιτείται επί πλέον για το σκοπό αυτό η ανέγερση θρησκευτικού κτιρίου προς συνάθροιση των λατρευόντων, με μόνο περιορισμό από άλλες νομικά ισοδύναμες διατάξεις του Συντάγματος, στις οποίες περιλαμβάνεται το 24 παρ. 2 Συντ, με το οποίο επιτάσσεται η ορθολογική πολεοδόμηση οποιασδήποτε οικιστικής περιοχής, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητά της, η ικανότητά της δηλαδή να λειτουργεί προκειμένου να επιτευχθεί στο χώρο της προεχόντως η διακρίβωση ενός συνόλου ανθρώπων, των κατοίκων της, και εντεύθεν η ικανοποίηση υφισταμένων, προβλεπόμενων αλλά και παρουσιαζόμενων μεταγενεστέρως αναγκών όλων των κατοίκων ή ομάδων αυτών, δηλαδή κοινών αναγκών. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως, διότι έκρινε ότι αρμοδίως επελήφθη το Κοινοτικό Συμβούλιο και ότι τα κτίρια που εξυπηρετούν θρησκευτικούς σκοπούς δεν είναι κτίρια κοινής ωφελείας. Συνεπώς το ΣτΕ, αφενός, έκρινε ότι είναι νόμιμο το κριτήριο της ύπαρξης μιας επαρκούς θρησκευτικής ομάδας, το οποίο δεν καλύπτεται από έναν μόνο οπαδό της, αφετέρου, θεωρεί ως προέχον στοιχείο του άρθρου 13 παρ.2 Συντ. τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος της λατρείας, η οποία μπορεί να περιοριστεί μόνο εφόσον θεμελιώνεται ο περιορισμός σε άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά. 5. απόφαση υπ αρ. 1958/2000 Ολομ. ΣτΕ (το Σύνταγμα απαγορεύει την 4ετή φοίτηση στα ΤΕΙ) Στην υπό κρίση υπόθεση το ΣτΕ έκρινε επί αιτήσεως ακυρώσεως του ΤΕΕ κατά του υπ αρ. 227/95 Π.Δ/τος κατά το μέρος που ορίζει ότι η διάρκεια σπουδών στα Τμήματα Ενεργειακής Τεχνικής Ορυχείων και Πληροφορικής της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών των ΤΕΙ της χώρας θα ανέρχεται σε οκτώ (8) συνολικά εξάμηνα. Το ΣτΕ επί της Συνταγματικότητας του προσβαλλόμενου π.δ/τος δέχθηκε ότι τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ διέπονται από διαφορετικό νομοθετικό καθωστώς, και επεσήμανε ότι εφόσον το άρθρο 16 παρ.7 Συντ. ορίζει ότι η διάρκεια 6
σπουδών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 3 έτη, δεν είναι δυνατόν τα προγάμματα σπουδών των ΤΕΙ να προβλέπουν μεγαλύτερο χρόνο. Δέχθηκε επίσης, ότι η Οδηγία 89/48/21/ΕΟΚ καθιερώνει γενικό σύστημα αναγνωρίζεως διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας 3 ετών και εκτήθσαν από κοινοτικούς υπηκόους σε Κράτος μέλος, αποσκοπεί, δε, να παράσχει στους κατόχους τέτοιων τίτλων τη δυνατότητα να ασκήσουν νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα σε άλλο Κράτος μέλος της Ε.Ε., διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν τον τίτλο. Συνεπώς, δεν συνάγεται απαγόρευση από την Οδηγία για τα Κράτη μέλη να διακρίνουν μεταξύ ανώτατης και ανώτερης εκπαιδεύσεως και επομένως η εξίσωση ΑΕΙ και ΤΕΙ μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατόπιν αναθεωρήσεως του άρθρου 16 Συντ. 7