ΣτΕ 447/2016 [Χρονολόγηση παλαιού κτίσματος από το Υπ. Πολιτισμού] Περίληψη -Ανεξαρτήτως εάν το ερειπωμένο κτίσμα δεν είχε χαρακτηρισθεί μνημείο, η χορηγηθείσα στον αιτούνται οικοδομική άδεια δε θα μπορούσε να εκτελεσθεί εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν εγκρίθηκε τελικώς από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, ούτε η κατεδάφιση του ούτε και οι υπόλοιπες οικοδομικές εργασίες. Ενόψει δε του γεγονότος ότι υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με τη χρονολογία ανέγερσης της εν λόγω κατασκευής καθώς και την ιστορική της αξία, εναπόκειται στη Διοίκηση, κατόπιν υποβολής από τον αιτούντα της ζητηθείσας μελέτης, να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχει ή όχι ανάγκη προστασίας της κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002 ή όχι. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, ότι με την προσβαλλόμενη πράξη μη νομίμως απορρίφθηκε το αίτημά του για χορήγηση οικοδομικής άδειας καθόσον είχε ήδη εκδοθεί οικοδομική άδεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. -Η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, η δε Διοίκηση, ενόψει των εν μέρει αντιφατικών και αποκλινουσών απόψεων των αρμόδειων Εφορειών σχετικά με την ιστορική αξία του επίμαχου κτίσματος πρέπει, μετά την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος της ζητηθείσας νέας μελέτης, να επιλύσει, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, το ζήτημα της χρονολόγησης του εν λόγω κτίσματος και να κρίνει εάν χρήζει προστασίας κατά την έννοια του ν. 3028/2002 και ενόψει της κρίσης αυτής, να εγκρίνει ή όχι και με ποιους όρους την οικοδόμηση του ακινήτου του αιτούντος. Πρόεδρος: Κ. Σακελλαροπούλου Εισηγητής: Χρ. Λιάκουρας Δικηγόροι: Δημοσθ. Κορέσσης, Ευθ. Γκαράνη Βασικές σκέψεις 2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 208/10.2.2011 απόφασης της 20ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού με την οποία, αφενός μεν απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος περί χορήγησης άδειας κατά τον αρχαιολογικό νόμο, για την ανέγερση νέας ισόγειας οικοδομής με υπόγειο και πισίνα σε οικόπεδο 1 / 9
ιδιοκτησίας του στο Περαχώρι Ιθάκης, αφετέρου δε ζητήθηκε από αυτόν η υποβολή νέας μελέτης. 3. Επειδή, το άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας [ ] 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Με τις διατάξεις αυτές ο συντακτικός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, καθιέρωσε αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει την πολιτιστική κληρονομιά. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των παραπάνω μνημείων και κάθε στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας για την αποκατάσταση των μνημείων στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο ή ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά (Σ.τ.Ε. 3363/2014, 3241/2009 7μ., 3611/20 07, 1445/2006, 1100/2005, 3050 /2004 7μ, 1712/2002, 2801/1991 Ολομ.). 4. Επειδή, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α 153), στις οποίες ορίζονται τα εξής: «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος [ ]», στο άρθρο 2 προβλέπεται ότι «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 [ ] ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20 γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία 2 / 9
που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό [ ] Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους [ ] γ) Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται [ ] δ) Ως ιστορικοί τόποι νοούνται [ ]» και στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, γ) [.] δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, ε) [ ] στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά». Εξάλλου, στο άρθρο 6 του ν. ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 2. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού. 3 [ ] 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Τα ακίνητα των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 5. Η εισήγηση κοινοποιείται απευθείας, με μέριμνα της Υπηρεσίας, στον κύριο, τον νομέα ή τον κάτοχο, ο οποίος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση [ ] 6. Ο κύριος ή όποιος έχει εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο υπό χαρακτηρισμό, καθώς και ο νομέας, ο κάτοχος ή ο χρήστης οφείλει και πριν από την έκδοση της απόφασης να επιτρέπει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την είσοδό τους σε αυτό και την εξέτασή του. Επίσης οφείλει να τους παρέχει κάθε σχετική πληροφορία. 7. Τα αποτελέσματα του χαρακτηρισμού επέρχονται από την κοινοποίηση ή τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στην εφημερίδα και αίρονται εάν η απόφαση περί χαρακτηρισμού δεν δημοσιευθεί εντός ενός (1) έτους από αυτές. Εντός του ίδιου χρονικού 3 / 9
διαστήματος απαγορεύεται κάθε επέμβαση ή εργασία στο υπό χαρακτηρισμό ακίνητο. 8. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. 9. Η απόφαση χαρακτηρισμού ακινήτου μνημείου που εκδίδεται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να ανακληθεί μόνο για πλάνη περί τα πράγματα. Η απόφαση ανάκλησης εκδίδεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5 και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφότου και επέρχονται τα αποτελέσματά της. Η απόφαση για το χαρακτηρισμό ή η ανακλητική της αποστέλλεται στην αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία και στον οικείο δήμο ή κοινότητα και στο Κτηματολόγιο Α.Ε. 10. Η κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε εκατό τελευταίων ετών ή η εκτέλεση εργασιών για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, ακόμα και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί μνημεία, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας. Για το σκοπό αυτόν ο ενδιαφερόμενος γνωστοποιεί στην Υπηρεσία ότι προτίθεται να προβεί σε αυτήν. Η έγκριση θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί εάν μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από τη γνωστοποίηση δεν συντελεστούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της εισήγησης για το χαρακτηρισμό του ακίνητου που προβλέπονται στην παράγραφο 5 [ ]. Περαιτέρω, στο άρθρο 10 του νόμου αυτού και υπό τον τίτλο «Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους» ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του... 3. Η... οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου... 5. 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές». Οι ρυθμίσεις που εισάγονται με τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται σε επεμβάσεις τόσο επί όσο και πλησίον προστατευόμενων πολιτιστικών αγαθών. Ως επεμβάσεις απολύτως απαγορευμένες από το νόμο, νοούνται αυτές, οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, σε κάθε δε περίπτωση για την πραγματοποίηση επεμβάσεων σε μνημείο που δεν επιφέρουν τις ανωτέρω συνέπειες και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στην πιο πάνω απαγόρευση, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του 4 / 9
Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του αρχαιολογικού συμβουλίου. Για τις επεμβάσεις πλησίον αρχαίου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού, αλλά μόνο κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για οικοδομικές εργασίες η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Υπουργός Πολιτισμού προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση (άδεια) εκτέλεσης έργου, είτε επί είτε πλησίον αρχαίων αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει η εκτέλεση του έργου στα ακίνητα μνημεία, δηλαδή στα αγαθά που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του αρχαιολογικού νόμου. Η αιτιολογία της χορηγούμενης έγκρισης (αδείας) ελέγχεται συνεπώς ως προς τα ζητήματα αυτά, πρέπει δε, για να είναι πλήρης, να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων (βλ. ΣΕ 1580/2007 7μ., 3224/2006, 676/2005 Ολ., 903, 565/2005, 3454/2004 Ολ.). Εξάλλου, εκ των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η έγκριση εκτέλεσης έργου από τον Υπουργό Πολιτισμού πρέπει να προηγείται κάθε υλικής πράξης, είτε επί είτε πλησίον αρχαίων και δεν είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί μετά την εκτέλεση του έργου, διότι σκοπός της ρύθμισης είναι η εκ των προτέρων εκτίμηση των συνεπειών του έργου προκειμένου να αποτρέπεται βλάβη των μνημείων (ΣτΕ 4555/2009). Τέλος, η έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, απαιτείται και για την κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε εκατό τελευταίων ετών ή για την εκτέλεση εργασιών για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, ακόμα και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί μνημεία. 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών στις 25.4.2002 έλαβε έγκριση από την αρμόδια Ε.Π.Α.Ε. (6/25.4.2002 συνεδρίασή της) για την ανέγερση νέας κατοικίας συνολικού εμβαδού 291,30 τ.μ. σε αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας του, το οποίο βρίσκεται πλησίον των ορίων του οικισμού Περαχώρι της νήσου Ιθάκης σε εκτός σχεδίου περιοχή. Στην εγκριθείσα τεχνική και αιτιολογική έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι στο οικόπεδο υπάρχει ένα ερειπωμένο κτίσμα ορθογώνιου σχήματος, διαστάσεων 6,35Χ21,70 μ., ένα μακρυνάρι σε δύο στάθμες, μία ημιυπόγεια και μία ισόγεια, το οποίο παλαιότερα στεγαζόταν με ξύλινη στέγη που σήμερα έχει καταστραφεί. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η αρχική επιδίωξη του αιτούντος ήταν η επισκευή του κτίσματος αυτού και η ένταξή του στη νέα κατοικία ως ξεχωριστού όγκου με χρήση ξενώνα, όμως, το κτίριο που θα προέκυπτε δεν θα είχε τις προβλεπόμενες αποστάσεις από τα όρια του γηπέδου και, κατόπιν τούτου, αποφασίστηκε η κατεδάφισή του και η ανέγερση δίπλα του όμοιου κτίσματος σε μέγεθος και μορφή. Eν τω μεταξύ, η 6η Εφορεία Βυζαντινών 5 / 9
Αρχαιοτήτων, με το 1027/10.4.2002 έγγραφό της είχε επισημάνει στον αιτούντα ότι για τη χορήγηση άδειας απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη της, δεδομένου ότι στη θέση του οικοπέδου του βρίσκονται ο ναός του Αγίου Ανδρέα και η ερειπωμένη οικεία Δρακούλη, τα οποία είναι μνημεία αρμοδιότητάς της και ζήτησε από αυτόν την υποβολή τοπογραφικού διαγράμματος με σημειωμένη τη θέση των ανωτέρω δύο μνημείων καθώς και πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη. Μετά την υποβολή των ζητηθέντων συμπληρωματικών στοιχείων η 6η Εφορεία απέστειλε προς την 2η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων το 1118/16.5.2002 έγγραφό της, στο οποία αναφέρονται τα εξής: «σας διαβιβάζουμε φάκελο μελέτης που αφορά στην ανέγερση δύο νέων οικοδομών με υπόγειο στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Γεωργίου Γράτσου στο Περαχώρι Ιθάκης και σας γνωρίζουμε τα εξής: Στο εν λόγω οικόπεδο βρίσκεται η ερειπωμένη διώροφη κατοικία Δρακούλη, η οποία, σύμφωνα με τη μελέτη πρόκειται να κατεδαφιστεί. Για το κτίσμα αυτό εκκρεμεί παλαιότερο αίτημα της Κοινότητας Περαχωρίου προκειμένου να κηρυχθεί ως ιστορικόδιατηρητέο μνημείο (σχετικό το με αριθμ. πρωτ. ΥΠΠΟ/2ηΕΝΜ/Φ09-β/529/8.9.94 έγγραφό σας). Επειδή τα ιστορικά στοιχεία του κτίσματος, αλλά και τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά που έχουν διασωθεί δεν τεκμηριώνουν χρονολόγηση του προ του 1830, σας διαβιβάζουμε την υπόθεση για τις δικές σας ενέργειες». Η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων με το ΥΠΠΟ/2ηΕΝΜ/Φ09-8/1091/28.6.2002 έγγραφό της επέστρεψε τη μελέτη στον ενδιαφερόμενο, διαπιστώνοντας ότι η ερειπωμένη κατοικία δεν διέθετε τα απαραίτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα για να κηρυχθεί της ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με την επισήμανση ότι η υπόθεση θα πρέπει να διαβιβασθεί και στην Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου για την εξέταση του χαρακτηρισμού του χώρου ως προστατευόμενου τόπου, σύμφωνα με τις δική της αρμοδιότητα. Εν συνεχεία, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιονίων Νήσων υπέρ του αιτούντος η 52/2003 οικοδομική άδεια οικοδομής με υπόγειο, στέγη, πισίνα και κατεδάφιση της ερειπωμένης οικίας, μετά από γνωμοδότηση της Ε.Π.Α.Ε., η άδεια δε αυτή αναθεωρήθηκε με την 155/22.5.2005 απόφαση της Πολεοδομίας Κεφαλληνίας για τέσσερα έτη μέχρι 30.9.2011. Οι εργασίες ανέγερσης του νέου κτίσματος ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2010 αλλά, όπως σημειώνεται στο 66935/41196/291/876/7.5.2014 έγγραφο απόψεων της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων προς το Δικαστήριο, διεκόπησαν κατόπιν προφορικής εντολής της αρμόδιας για την περιοχή ΕΠΚΑ. Ακολούθως ο αιτών, επικαλούμενος το προαναφερόμενο από 10.4.2002 έγγραφο της 6ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υπέβαλε, οκτώ έτη μετά, προς την 20η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων την από 22.11.2010 αίτησή του με την οποία διαβίβασε στην εν λόγω υπηρεσία τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο σημειώνεται επακριβώς η θέση του μνημείου, πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη και φωτογραφίες. Στην εν λόγω μελέτη προτείνεται πλέον η διατήρηση της 6 / 9
ιστορικής οικίας και η ανέγερση ισογείου με υπόγειο, ξενώνα και πισίνα. Η 20η Εφορεία με το 70/14.1.2011 έγγραφό της διαβίβασε τον φάκελο της υπόθεσης στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Ιονίων Νήσων και εισηγήθηκε τη μη έγκριση της υποβληθείσας μελέτης επειδή δεν αποτυπωνόταν η υπάρχουσα κατάσταση του ερειπωμένου κτιρίου και δεν προσδιορίζονταν τα σημεία επέμβασης καθώς και η σύνθεση των προτεινόμενων ενεμάτων που θα στήριζαν το εν λόγω κτίριο. Επίσης δεν απεικονιζόταν στα σχέδια ο αναφερόμενος στον τίτλο της μελέτης και στα πραγματοποιούμενα στοιχεία δόμησης ξενώνας. Με την ίδια δε εισήγηση η εν λόγω υπηρεσία πρότεινε την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος νέας μελέτης, η οποία θα περιελάμβανε επαρκώς τεκμηριωμένη πρόταση ως προς τη μορφολογία της υπό ανέγερση οικοδομής, ώστε να διαφοροποιείται από το ερειπωμένο κτίσμα. Κατόπιν τούτου, το αρμόδιο Τοπικό Συμβούλιο με την 1/02.02.2011 πράξη του γνωμοδότησε «υπέρ της επιστροφής της μελέτης και την επανυποβολή της, σύμφωνα με τους όρους της εισήγησης της 20ης ΕΚΒΑ και με τον πρόσθετο όρο να εξεταστεί η δυνατότητα αποκατάστασής του ερειπίου και η επανάχρησή του». Ακολούθως, εκδόθηκε από την 20η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων η προσβαλλόμενη πράξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «αποφασίζουμε τη μη χορήγηση άδειας ανέγερσης νέας ισόγειας οικοδομής με υπόγειο και πισίνα, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας σας στο Περαχώρι Ιθάκης, όπως προτείνεται στην υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη. Θα υποβληθεί νέα μελέτη, στην οποία θα εξεταστεί η δυνατότητα αποκατάστασης και επανάχρησης της ερειπωμένης κατοικίας και όπου θα περιλαμβάνεται επαρκώς τεκμηριωμένη πρόταση στερέωσής της. Επιπλέον, η νέα οικοδομή δεν θα μιμείται τον όγκο του παλαιού κτίσματος, αλλά θα διαφοροποιείται αισθητά ώστε να μην το ανταγωνίζεται». Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτει ότι ο αιτών με την από 17.2.2011 αίτησή του προς την ανωτέρω Εφορεία ζήτησε την ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι αρκετά τμήματα του ερειπίου είναι επικίνδυνα και πρέπει να κατεδαφιστούν και ότι επειδή το κτήμα βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως, το ερειπωμένο κτίσμα, βάσει των ισχυόντων στην περιοχή όρων δόμησης δεν μπορεί να οικοδομηθεί. Εν συνεχεία, ο αιτών άσκησε την υπό κρίση αίτηση, αφού η εν λόγω υπηρεσία με το 268/3.3.2011 έγγραφό της τον είχε ενημερώσει ότι είναι δυνατόν να επανεξεταστεί η υπόθεση του από το αρμόδιο Συμβούλιο εφόσον προκύψουν εκ των υστέρων νέα ουσιώδη στοιχεία σχετικά με το θέμα. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης, στις 12.4.2011, ο αιτών εκδήλωσε την πρόθεση του να εκτελέσει την 52/2003 οικοδομική του άδεια με κατεδάφιση των υφισταμένων ερειπίων και η 20η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με το 977/2.6.2011 έγγραφό της ζήτησε την αναστολή της ισχύος της ανωτέρω οικοδομικής άδειας, ώστε να καταστεί δυνατή η εξέταση και η αξιολόγηση νέων δεδομένων, καθώς ο ανωτέρω είχε επανέλθει με την από 25.5.2011 επιστολή του, με συνημμένη τεχνική έκθεση για την ενίσχυση της τοιχοποιίας της 7 / 9
ερειπωμένης κατοικίας. Ενόψει των ανωτέρω, η Πολεοδομία του Δήμου Ιθάκης με την 270/7.6.2011 πράξη της διέκοψε τις οικοδομικές εργασίες, η δε 20η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ζήτησε εκ νέου από τον αιτούντα να συμπληρώσει τον φάκελο με νέα μελέτη προκειμένου η υπόθεση να εισαχθεί για γνωμοδότηση από το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Ιονίων Νήσων. 6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη στοιχεία, με την προσβαλλόμενη πράξη, κατ ορθή ερμηνεία αυτής, δεν εγκρίθηκε από την αρμόδια 20η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων η από πλευράς αρχαιολογικού νόμου 3028/2002 κατεδάφιση του επίμαχου κτίσματος καθώς και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών επί του ακινήτου του αιτούντος, κατ' εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 6 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 10 αυτού, δεδομένου ότι είχε ήδη προηγηθεί η εκ μέρους της Διοίκησης διακοπή των εν λόγω εργασιών, ο δε αιτών με την από 22.11.2010 αίτησή του είχε υποβάλει, ύστερα από δική του πρωτοβουλία, νέα αρχιτεκτονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία, το επίμαχο κτίσμα δεν θα κατεδαφιζόταν, αλλά θα διατηρούνταν εντός του οικοπέδου, προκειμένου, μετά την επισκευή του, να επαναχρησιμοποιηθεί. Εξάλλου, ανεξαρτήτως εάν το ερειπωμένο αυτό κτίσμα αυτό δεν είχε χαρακτηρισθεί μνημείο, η χορηγηθείσα στον αιτούντα οικοδομική άδεια δεν θα μπορούσε να εκτελεσθεί εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν εγκρίθηκε τελικώς από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, ούτε η κατεδάφιση του ούτε και οι λοιπές οικοδομικές εργασίες. Ενόψει δε του γεγονότος ότι υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με τη χρονολογία ανέγερσης της εν λόγω κατασκευής καθώς και την ιστορική της αξία, εναπόκειται στη Διοίκηση, κατόπιν υποβολής από τον αιτούντα της ζητηθείσας μελέτης, να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχει ή όχι ανάγκη προστασίας της κατά τις διατάξεις του ν. 3028/2002 ή όχι. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, ότι με την προσβαλλόμενη πράξη μη νομίμως απορρίφθηκε το αίτημά του για χορήγηση οικοδομικής άδειας καθόσον είχε ήδη εκδοθεί η 53/2003 οικοδομική άδεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συναφώς, είναι απορριπτέος και ο λόγος ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από αναρμόδια αρχή εφόσον και αυτός στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη του αιτούντος ότι με την πράξη αυτή απορρίφθηκε το αίτημά του περί χορήγησης οικοδομικής άδειας. 7. Επειδή, περαιτέρω, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος. Ανεξαρτήτως αυτού, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν επαρκώς, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι λόγοι της μη έγκρισης από πλευράς αρχαιολογικής νομοθεσίας της συνέχισης των οικοδομικών εργασιών επί του επίδικου ακινήτου. 8. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, η δε Διοίκηση, ενόψει των εν μέρει αντιφατικών και αποκλινουσών απόψεων των αρμοδίων Εφορειών σχετικά με την ιστορική αξία του επίμαχου 8 / 9
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) Νόμος και Φύση κτίσματος πρέπει, μετά την υποβολή εκ μέρους του αιτούντος της ζητηθείσας νέας μελέτης, να επιλύσει, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, το ζήτημα της χρονολόγησης του εν λόγω κτίσματος και να κρίνει εάν χρήζει προστασίας κατά την έννοια του ν. 3028/2002 και ενόψει της κρίσης αυτής, να εγκρίνει ή όχι και με ποιους όρους την οικοδόμηση του ακινήτου του αιτούντος. 9 / 9