της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Σχετικά έγγραφα
της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ζώντες Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή

της 3ης Απριλίου 1968*

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

της 31ης Μαρτίου 1971<appnote>*</appnote>

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους νομικούς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

της 18ηςΜαρτίου 1970<appnote>*</appnote>

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Φεβρουαρίου 1989 *

Πρώτη Διάλεξη. 1) Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΙΤΛΟΣ Ι Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ. Άρθρο 26. (πρώην άρθρο 23 της ΣΕΚ) Άρθρο 27 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας και κοινής οργανώσεως Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, 6/76) αντιστοίχως,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1061/2009 του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2009 για θέσπιση κοινού καθεστώτος εξαγωγών

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (Αριθ. 7)

ΘΕΜΑ : Ρύθμιση θεμάτων των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 47 του ν. 3028/2002 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Ανωτάτης Αρχής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα, με τόπο. 27ης Νοεμβρίου 1957, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 6.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩN ΠΟΣΟΤΙΚΩN ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩN ΜΕΤΑΞΥ ΤΩN ΚΡΑΤΩN ΜΕΛΩN

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3622, 15/7/2002

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

Συνθήκης ΕΟΚ, Δικαστήριο, της 8ης. Στην υπόθεση 43/75, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Ιουνίου 2003 *

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 4ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

«Ίση μεταχείριση Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2004 *

Transcript:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Δεκεμβρίου 1968* Στην υπόθεση 7/68, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφεύγουσα, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Armando Toledano, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον νομικό της σύμβουλο Émile Reuter, 4, boulevard Royal, κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, καθής, εκπροσωπούμενης από τον Adolfo Maresca, πληρεξούσιο υπουργό, επικουρούμενο από τον Pietro Peronaci, πάρεδρο της Avvocatura Generale dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ιταλίας, που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, εξακολουθώντας να εισπράττει, μετά την 1η Ιανουαρίου 1962, λόγω της εξαγωγής αντικειμένων που παρουσιάζουν καλλιτεχνικό, ιστορικό, αρχαιολογικό ή εθνογραφικό χαρακτήρα προς τα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας, την προοδευτική επιβάρυνση που προβλέπεται από τον νόμο 1089 της 1ης Ιουνίου 1939, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. 807

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 10.12.1968 ΥΠΟΘΕΣΗ 7/68 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, Α. Trabucchi και J. Mertens de Wilmars, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, W. Strauss, R. Monaco και P. Pescatore (εισηγητή δικαστή), δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Gand γραμματέας: Α. van Houtte εκδίδει την παρούσα Απόφαση (το μέρος που περιέχει τα πραγματικά περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό Η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 της Συνθήκης, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, εξακολουθώντας να εισπράττει, μετά την 1η Ιανουαρίου 1962, λόγω της εξαγωγής αντικειμένων που παρουσιάζουν καλλιτεχνικό, ιστορικό, αρχαιολογικό ή εθνογραφικό χαρακτήρα προς τα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας, την προοδευτική επιβάρυνση που προβλέπεται από το άρθρο 37 του νόμου 1089 της 1ης Ιουνίου 1939, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Α Επί του παραδεκτού Αμφισβητώντας το παραδεκτό της προσφυγής, η καθής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, προσφεύγοντας στο Δικαστήριο, ενώ επίκειτο διάλυση του Ιταλικού Κοινοβουλίου, στο οποίο είχε κατατεθεί νομοσχέδιο περί τροποποιήσεως της επίδικης διατάξεως, παρέβη την υποχρέωση που το άρθρο 2 της Συνθήκης επιβάλλει στα όργανα της Κοινότητας «να προάγουν την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας». Στην Επιτροπή απόκειται, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, να επιλέξει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, 808

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ οι δε σκέψεις που καθορίζουν την επιλογή αυτή δεν μπορούν να θίξουν το παραδεκτό της προσφυγής, το οποίο διέπεται μόνο από αντικειμενικούς κανόνες. Στην προκειμένη περίπτωση, άλλωστε, της ενέργειας της Επιτροπής είχαν προηγηθεί επανειλημμένες ανταλλαγές απόψεων επί μακρό διάστημα, που είχαν αρχίσει ήδη πριν από τη λήξη του δεύτερου σταδίου της μεταβατικής περιόδου, με την Ιταλική Κυβέρνηση, προκειμένου να λάβουν οι αρμόδιες αρχές της Ιταλικής Δημοκρατίας τα αναγκαία μέτρα για να τροποποιήσουν τις διατάξεις που επέκρινε η Επιτροπή. Η προσφυγή είναι, επομένως, παραδεκτή. Β Επί της ουσίας 1. Επί του πεδίου εφαρμογής της επίδικης επιβαρύνσεως Στηρίζοντας την προσφυγή της επί του άρθρου 16 της Συνθήκης, η Επιτροπή θεωρεί όλα τα αντικείμενα καλλιτεχνικού, ιστορικού, αρχαιολογικού ή εθνογραφικού χαρακτήρα, που αποτελούν αντικείμενο του ιταλικού νόμου 1089 της 1ης Ιουνίου 1939, ως εμπίπτοντα στην εφαρμογή των διατάξεων περί τελωνειακής ενώσεως. Η άποψη αυτή αμφισβητείται από την καθής, που θεωρεί ότι τα εν λόγω αντικείμενα δεν μπορούν να εξομοιωθούν με «καταναλωτικά αγαθά ή αγαθά γενικής χρήσεως» και δεν μπορούν άρα να υπαχθούν στις διατάξεις της Συνθήκης που εφαρμόζονται επί «αγαθών του συνήθους εμπορίου». Για τον λόγο αυτό εκφεύγουν του κανόνα του άρθρου 16 της Συνθήκης Κατά τους ορισμούς του άρθρου 9 της Συνθήκης, η Κοινότητα βασίζεται επί τελωνειακής ενώσεως «που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών». Υπό τον όρο εμπορεύματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να εννοηθούν τα αποτιμητά σε χρήμα προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοια, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών. 809

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 10.12.1968 ΥΠΟΘΕΣΗ 7/68 Τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται ο ιταλικός νόμος, ανεξάρτητα άλλωστε από τις ιδιότητες που τα διακρίνουν από άλλα αγαθά του εμπορίου, έχουν, εντούτοις, κοινό με αυτά χαρακτηριστικό το ότι είναι αποτιμητά σε χρήμα και μπορούν να αποτελέσουν, έτσι, αντικείμενα εμπορικών συναλλαγών. Η άποψη αυτή αντιστοιχεί, άλλωστε, στην οικονομία του ίδιου του ιταλικού νόμου, που καθορίζει το [ύψος] της επίδικης επιβαρύνσεως σε συνάρτηση με την αξία των εν λόγω αντικειμένων. Από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι τα αγαθά αυτά υπόκεινται στους κανόνες της κοινής αγοράς, με μόνη την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ρητά η Συνθήκη. 2. Επί του χαρακτηρισμού της επίδικης επιβαρύνσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 16 της Συνθήκης Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η επίδικη επιβάρυνση αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς και, συνεπώς, η είσπραξή της έπρεπε να είχε καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 16 της Συνθήκης, το αργότερο με τη λήξη του πρώτου σταδίου της κοινής αγοράς, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 1962. Η καθής αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό αυτό της επίδικης επιβαρύνσεως, επειδή αυτή έχει ως ίδιο σκοπό την εξασφάλιση της προστασίας και διαφυλάξεως της καλλιτεχνικής, ιστορικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς που υπάρχει στο εθνικό έδαφος. Επομένως, η επιβάρυνση δεν είναι, στην πραγματικότητα, φορολογικής φύσεως. Τα έσοδα, άλλωστε, που προσκομίζει στον προϋπολογισμό είναι ασήμαντα. Το άρθρο 16 της Συνθήκης απαγορεύει την είσπραξη στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών κάθε εξαγωγικού δασμού και κάθε φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος, δηλαδή κάθε φορολογικής επιβαρύνσεως που, αλ- 810

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ λοιώνοντας την τιμή ενός εξαγόμενου εμπορεύματος, έχει επί της ελεύθερης κυκλοφορίας αυτού του εμπορεύματος το ίδιο περιοριστικό αποτέλεσμα που έχουν και οι δασμοί. Η διάταξη αυτή δεν διακρίνει ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με την είσπραξη των δασμών και επιβαρύνσεων, των οποίων προβλέπει την κατάργηση. Δεν είναι ανάγκη να αναλυθεί η έννοια της φορολογίας, επί της οποίας η προσφεύγουσα στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο σημείο αυτό, αφού οι διατάξεις του τμήματος της Συνθήκης που αφορούν την κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών μελών αποκλείουν τη διατήρηση των δασμών και επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, χωρίς να διακρίνουν σχετικά μεταξύ αυτών που έχουν και αυτών που δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα. Παρεμποδίζοντας το εξαγωγικό εμπόριο των εν λόγω αγαθών μέσω χρηματικής επιβαρύνσεως που επιβάλλεται επί της τιμής των εξαγόμενων αντικειμένων, η επίδικη επιβάρυνση εμπίπτει στο πραγματικό του άρθρου 16. 3. Επί του χαρακτηρισμού της επίδικης επιβαρύνσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 36 της Συνθήκης Η καθής επικαλείται το άρθρο 36 της Συνθήκης που νομιμοποιεί τους περιορισμούς των εξαγωγών που δικαιολογούνται, όπως εν προκειμένω, από λόγους προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία. Λόγω του αντικειμένου της, του πεδίου εφαρμογής της και των αποτελεσμάτων της, η επίδικη επιβάρυνση εμπίπτει (κατά την καθής) λιγότερο στις διατάξεις της Συνθήκης περί φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς απ' ό,τι στα περιοριστικά μέτρα που επιτρέπονται από το άρθρο 36. Στην πραγματικότητα, η διάσταση απόψεων μεταξύ Επιτροπής και Ιταλικής Κυβερνήσεως αφορά, συνεπώς, όχι τον στόχο, αλλά την επιλογή των μέσων. Όσον αφορά τα τελευταία, οι ιταλικές αρχές προτίμησαν την είσπραξη επιβαρύνσεως που επιφέρει στην κοινή αγορά διαταραχή λιγότερο σοβαρή από την εφαρμογή απαγορεύσεων ή περιορισμών των εξαγωγών. 811

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 10.12.1968 ΥΠΟΘΕΣΗ 7/68 Το άρθρο 36 της Συνθήκης προβλέπει ότι «οι διατάξεις των άρθρων 30 έως και 34 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς (...) εξαγωγών (...) που δικαιολογούνται από λόγους (...) προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία». Η διάταξη αυτή, τόσο λόγω της θέσεώς της όσο και λόγω του ότι παραπέμπει στα άρθρα 30 έως 34, αποτελεί τμήμα του κεφαλαίου περί καταργήσεως των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών. Το κεφάλαιο αυτό έχει ως αντικείμενο τις παρεμβάσεις των κρατών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με μέτρα που έχουν, κατά περίπτωση, χαρακτήρα απαγορεύσεων, ολικών ή μερικών, των εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων. Σ' αυτά τα μέτρα αναφέρεται σαφώς και αποκλειστικά το άρθρο 36, προκύπτει από τη χρήση των όρων «απαγορεύσεις ή περιορισμοί». όπως Οι εν λόγω απαγορεύσεις και περιορισμοί διακρίνονται από τη φύση τους σαφώς από τους δασμούς και τις εξομοιούμενες προς αυτούς φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό των οικονομικών όρων εισαγωγής ή εξαγωγής, χωρίς, εντούτοις, να ενέχουν αναγκαστικού χαρακτήρα παρέμβαση στις αποφάσεις των επιχειρηματιών. Οι διατάξεις του τίτλου I του δεύτερου μέρους της Συνθήκης αποτελούν εφαρμογή του θεμελιώδους κανόνα της καταργήσεως όλων των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών με την κατάργηση των δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, αφενός, και των ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, αφετέρου. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Επομένως, ενόψει και της διαφοράς μεταξύ των μέτρων που αφορά το άρθρο 16 και το άρθρο 36, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί η εξαίρεση που προβλέπεται από την τελευταία αυτή διάταξη σε μέτρα που εκφεύγουν του πλαισίου των απαγορεύσεων, τις οποίες αφορά το κεφάλαιο περί καταργήσεως των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών. Αν, τέλος, οι διατάξεις που αναφέρονται από το άρθρο 36 δεν αφορούν τους δασμούς και τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, το γεγονός αυτό εξη- 812

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΑΣ γείται από το ότι τα μέτρα αυτά έχουν ως μοναδικό αποτέλεσμα να καθιστούν ακριβότερη την εξαγωγή των σχετικών προϊόντων, χωρίς να εξασφαλίζουν την πραγματοποίηση του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, που είναι η προστασία της καλλιτεχνικής, ιστορικής ή αρχαιολογικής κληρονομιάς. Για να μπορούν τα κράτη μέλη να επικαλούνται το άρθρο 36, πρέπει να τηρούν τα όρια που χαράσσει αυτή η διάταξη, τόσο ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό όσο και ως προς τη φύση των μέσων. Η είσπραξη, επομένως, της επίδικης επιβαρύνσεως, εκφεύγοντας του πλαισίου που καθορίζει το άρθρο 36, είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Συνθήκης. (το τμήμα περί των δικαστικών εξόδων παραλείπεται) Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως τα άρθρα 2, 3, α, 5, 9, 16, 36, 169 και 171, το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορρίπτοντας κάθε ευρύτερο ή αντίθετο αίτημα, αποφαίνεται: 1) Η προσφυγή είναι παραδεκτή. 2) Η Ιταλική Δημοκρατία, εξακολουθώντας να εισπράττει, μετά την 1η Ιανουαρίου 1962, λόγω της εξαγωγής αντικειμένων που παρουσιάζουν καλλιτεχνικό, ιστορικό, αρχαιολογικό ή εθνογραφικό χαρακτήρα προς τα άλλα κράτη μέλη, την προοδευτική επιβάρυνση που προβλέπεται από το άρθρο 37 του νόμου 1 089 της 1ης Ιουνίου 1939, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 16 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. 813

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 10.12.1968 ΥΠΟΘΕΣΗ 7/68 Εκδόθηκε στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1968. Lecourt Trabucchi Mertens de Wilmars Donner Strauss Monaco Pescatore Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Δεκεμβρίου 1968. Ο Γραμματέας Α. van Houtte Ο Πρόεδρος R. Lecourt 814