Αριθμός Απόφασης : 160/2017 Διαδικασία : Εκουσία Δικαιοδοσία ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Λάρισας Γεωργία Κωτούλα, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών, και την Γραμματέα Βασιλική Σουλτσιώτου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2016 ημέρα Τρίτη και ώρα 09.00 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ : ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ:... και της..., κατοίκου.. Λάρισας, με Α.Φ.Μ...., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ιουλίας Κωνσταντινίδου, που κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΩΝ, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη Κλήτευση τους (άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.) και παρίστανται ως εξής : 1) Της Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός... αριθμός..) και εκπροσωπείται νόμιμα, (Α.Φ.Μ...), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Νικολάου, που κατέθεσε προτάσεις, 2) Της Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός.. αριθμός..) και εκπροσωπείται νόμιμα, (Α.Φ.Μ...), η οποία εκπροσωπήθηκε απο τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αχιλλέα Γκατζηρούλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, 3) Της Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «..» πρώην (...), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός..αριθμός..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Γαρδικιώτη, που κατέθεσε προτάσεις, 4) Της Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «...», που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, εδρεύει στην Αθήνα (οδός... αριθμός...) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη, 5) Της Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ...»,που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, εδρεύει στην... (οδός... αριθμός...) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη και 6) Της Ανώνυμης Εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «...», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός... αριθμός..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη. Η αιτούσα με την από 7-6-2016 αίτησή της που απευθύνει προς το Δικαστήριο τούτο (αριθμ. εκθ. καταθ.../8-6-2016), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, ζητεί να γίνει δεκτή για όσους λόγους αναφέρει σ αυτή. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε, κατά δε την συζήτησή της παρουσιάστηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της αιτούσας και της πρώτης, δεύτερης και τρίτης μετέχουσας πιστώτριας και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους. ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Από τις υπ αριθμ....,... και... 22-6-2016 και... 14-6-2016 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών και Λάρισας... και... αντίστοιχα, την από 23-6-2016 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής εγγράφου της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών......, που υπογράφεται από τον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Συντάγματος και την από 23-6-2016 βεβαίωση της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, την από 15-6-2016 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής εγγράφου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λάρισας..., που υπογράφεται από τον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ.Λάρισας και την από 15-6-2016 βεβαίωση του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει η αιτούσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησής της, στην οποία εμπεριέχονται και η κατάσταση η προβλεπόμενη στο άρθρ. 5 παρ. 1 παρ. β του ν. 3869/2010 και προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 4η, 5η και 6η των καθών αίτηση και στην εγγυήτρια, πλην όμως οι ως άνω καθών-μετέχουσες πιστώτριες (και η εγγυήτρια...) δεν εμφανίστηκαν στην σημερινή δικάσιμο (15-11-2016) για να λάβουν μέρος στην συζήτηση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο,
και, συνεπώς, πρέπει να δικασθούν ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (754 του Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 741 του Κ.Πολ.Δ, καθότι η διάταξη του άρθρου 271 του ιδίου ως άνω κώδικα δεν προσαρμόζεται στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας). Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις πιστώτριες της, οι οποίες οφειλές αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της από τα χρέη αυτά. Η ως άνω αίτηση, η οποία είναι πλήρως ορισμένη, αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/2010), εφόσον τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο προδικασία, με την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού και δεν έχει ασκηθεί στο παρελθόν άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (βλέπε το με αριθμό πρωτ..../19-12-2016 έγγραφο της προϊσταμένης του τμήματος εκουσίας του Ειρηνοδικείου Αθηνών και το με αριθμό πρωτ.../16-11- 2016 έγγραφο της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Λάρισας). Παραπέρα η αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τους ν.4161/13 και 4336/15, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στις ρυθμίσεις του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της. Επομένως, η αίτηση πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης, απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας, που προέβαλλαν οι παρούσες πιστώτριες. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 1 ν.3 869/2010, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης, για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 1 παρ.1 του ν 3869/2010 η μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές του οφειλές, δεν πρέπει να αποδίδεται σε δόλο. Η μη δολιότητα καταλαμβάνει εξορισμού όχι μόνό την αδυναμία πληρωμής αυτή καθεαυτή, αλλά και την ανάληψη του εγχειρήματος της λήψης δανείων, εάν προδήλως ήταν αδύνατη η αποπληρωμή τους. Η έννοια του δόλου στο Αστικό Δίκαιο ορίζεται κατ αρχήν στο άρθρο 330 ΑΚ όπου «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλo, για κάθε αθέτηση της υποχρεώσεως του από δόλο ή αμέλεια δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές» και εκφέρεται για την περίπτωση της ευθύνης, λόγω πταίσματος στις συμβατικές ενοχές όσο και επί αδικοπραξιών. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια, ενώ όμως δίνει τον ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του Αστικού Δικαίου συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ.1 Π.Κ., που ορίζει ότι «Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο καιι ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος, που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως και παρά ταύτα δεν εφίσταται αυτής (ΟλΑΠ 4/2010, ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 297/2007, ΕφΑθ 4681/2009 ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 677/2010 ΝΟΜΟΣ).
Δόλια κατά συνέπεια συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και, τελικά, το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κλπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Πρέπει, επίσης, να γίνει δεκτό ότι αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημιάς, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από τον νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην προκειμένη περίπτωση ο νόμος (3869/2010) χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μία πραγματική κατάσταση που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών(). Η ύπαρξη δόλου εκτιμάται με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και με την απόδειξη βαρύνεται ο πιστωτής, (εδ β της παρ.1 άρθρο 1 του ν. 869/2010). Από την διατύπωση της παρ. 1 εδ α` του άρθρου 1 του άνω νόμου προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην περιέλευση του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσα και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Εφόσον κατά το χρόνο της αναλήψεως της οφειλής και με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, ο οφειλέτης γνωρίζει και αποδέχεται ότι η συγκεκριμένη οφειλή είναι τέτοιας βαρύτητας, ώστε σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεώς της επίκειται η παύση πληρωμών εκ μέρους του, δύναται να υποστηριχθεί, ότι το στοιχείο του δόλου συντρέχει ήδη κατά το χρονικό σημείο αναλήψεως της οφειλής. Αυτό στην πράξη δύναται να συμβεί, όταν ο οφειλέτης αναλαμβάνοντας το χρέος ήδη από την αρχή γνωρίζει ότι δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να το εξυπηρετήσει (Κρητικός, ρύθμιση των οφειλών υποχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ β` 2012 σελ 55-57 με παραπομπές στην νομολογία ΔΕΕ 11/2011 σελ. 118). Διαφορετική τέλος, είναι η έννοια του δόλου στην περίπτωση της παρ. 2 στοιχ. β` του άρθρου 1 του ν.3869/2010. Εν προκειμένω, η έννοια του δόλου δεν αναφέρεται στην πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής, αλλά στην τέλεση της αδικοπραξίας σε βάρος τρίτου προσώπου, από την οποία γεννήθηκε η οφειλή(βλέπε σχετικά ΕιρΜαραθ 3/2015, ΕιρΚερκ 430/2015 και ΕιρΑλμυρού 11/2012 αδημ.) Η πρώτη και δεύτερη καθής ισχυρίζονται ότι η αιτούσα καταχρηστικά ασκεί το δικαίωμα της, διότι δανείστηκε αλόγιστα, χωρίς να αξιολογήσει τις οικόνομικές της δυνατότητες και μάλιστα κατά τον χρόνο της λήψης τούτων ήδή γνώριζε ότι βάσει των εισοδημάτων της αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις, πλην όμως παρουσιάστηκε στις τράπεζες ως φερέγγυα, λειτουργώντας δόλια και καταχρηστικά, γεγονός που προκύπτει και από το ότι με το σχέδιο διευθέτησης ζητά την απαλλαγή της από τα χρέη της και την αποδέσμευση από τις δανειακές της υποχρεώσεις με την καταβολή ελάχιστων χρημάτων, εξάλλου δεν δικαιούται την ένταξή της στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου 3869/2010, αφού δεν έχει περιέλθει σε μόνιμη και ολική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. Η παραπάνω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όροίυς που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (βλέπε ΑΠ 2006/1999ΕλΔνη 40.1718, ΑΠ 392/1997 ΕλΔνη38.1842, Εφ Πειρ 357/2005 ΔΕΕ 2005.1066, ΕφΛαρ 474/2005 Αρμεν 2005.1768, ΕφΠατρ 964/2004 ΑχΝομ 2005.22, ΕφΘες 1729/2003 Αρμεν. 2004.1401, ΕφΔωδ 280/1998 ΕΕμπΔ 1999.830), όπως εν προκειμένω. Πέραν τούτων κρίνεται απορριπτέα και ως μη νόμιμη, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι είναι αληθινά, δεν μπορούν να υπαχθούν στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (βλέπε Ειρην,Θες.309/2011 ΝΟΜΟΣ), καθόσον η προσφυγή της αιτούσας στις διατάξεις του ν. 3869/2010 αποτελεί δικαίωμά της, η αίτησή της δε θα γίνει δεκτή από το αρμόδιο ειρηνοδικείο, μόνο με την διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων του άρθρου 2 του νόμου αυτού και εφόσον βέβαια η αιτούσα δεν περιήλθε με δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων
χρηματικών οφειλών της, στοιχείο, το οποίο αν αποδειχθεί από τις πιστώτριες, θα έχει σαν αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης ως ουσιαστικά αβάσιμης. Τέλος οι καθών η αίτηση - πιστώτριες με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, όπως αναλύεται στις προτάσεις τους, προέβαλλαν τον ισχυρισμό ότι από δόλο η αιτούσα περιέπεσε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, καθόσον προχώρησε στην λήψη δανείων προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο ζωής από εκείνο που της επέτρεπε το εισόδημά της, περιερχόμενη έτσι σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής-κάλυψης όλων των οφειλών που προκάλεσε η υπερχρέωση της,αφού ανέλαβε υποχρεώσεις ύψους 145.382,43 ευρώ, ενώ γνώριζε ότι οι οικονομικές της δυνατότητες ήταν περιορισμένες, έχοντας συνεπώς την πρόθεση να δημιουργήσει χρέη με σκοπό να μην τα αποπληρώσει. Ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελεί νόμιμη ένσταση δολιότητας (άρθρο 1 παρ. 1 του ν.3869/2010, 262 και 216 του Κ.Πολ.Δ), η οποία πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από όσα επικαλέστηκαν προφορικά και γραπτά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.), τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 του Κ.Πολ.Δ.), και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:. Η αιτούσα, ηλικίας 50 ετών, είναι διαζευγμένη, εργαζόταν μέχρι το 2004 ως αποκλειστική νοσοκόμα στην Θεσσαλονίκη σε διάφορες ιδιωτικές κλινικές και είχε μηνιαίο εισόδημα 1.000,00 ευρώ περίπου, πλην όμως από το 2004 και μετά, οπότε πέθανε ο αδελφός της σε ηλικία 40 ετών από ανακοπή, σταμάτησε να εργάζεται και έκτοτε φροντίζει την μητέρα της, που έχει πάθει κατάθλιψη (βλέπε τις σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις από το 2001 και μετά), είναι δε εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ανέργων του ΟΑΕΔ, όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση με ημερομηνία 1-6-2016, και διαμένει μόνιμα στην... Λάρισας στο πατρικό της σπίτι (βλέπε την με αριθμό πρωτ.../2015 βεβαίωση του προέδρου της τοπικής κοινότητας... Λάρισας). Όπως καταθέτει η μάρτυρας η αιτούσα δεν έχει κανένα εισόδημα από εργασία σήμερα, λαμβάνει το ποσό των 250,00 ευρώ από αγροτικές δραστηριότητες και ζει με την σύνταξη της μητέρας της, που ανέρχεται στο ποσό των 501,97 ευρώ (βλέπε το προσκομιζομένο απόκομμα σύνταξης του ΟΓΑ, μηνός Απριλίου 2016). Όπως προκύπτει, περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα εκκάθαριστικά του οικονομικού έτους 2014 και των φορολογικών ετών 2014 και 2015 και τις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις το ετήσιο εισόδημα της ανωτέρω κατά τα παραπάνω οικονομικά και φορολογικά έτη ήταν μηδενικό. Επιφιμαίνεται ότι από αυτά δεν προκύπτει το εισόδημα των 282,00 ευρώ κατά την αιτούσα (και 250,00 ευρώ κατά την μάρτυρα) από γεωργικές δραστηριότητες, αφού δεν αναγράφεται στις ως άνω φορολογικές δηλώσεις της αιτούσας. Εξάλλου, η αιτούσα δεν προσκόμισε τα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 1997, 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004, για να διαπ)στω0εί η οικονομική της κατάσταση κατά τον χρόνο που αναλάμβανε τις δανειακές της υποχρεώσεις. Όι οικογενειακές της δαπάνες, περιορίζονται σε αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών της ιδίας. Άλλη πηγή εισοδήματος η αιτούσα δεν διαθέτει, διαμένει δε ως φιλοξενούμενη στην κατοικία της μητέρας της, που βρίσκεται στην... Λάρισας, εξάλλου δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο, όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης και το προσκομιζόμενο Ε9, ήτοι την βεβαίωση της δηλωθείσας περιουσιακής της κατάστασης, όπως είχε δηλωθεί μέχρι την 16η-5-2016. Βέβαια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μερίδα της, που τηρείται στο Υποθηκοφυλάκειο Λάρισας, η αιτούσα από το 1990 και κατόπιν είχε στην κυριότητά της διάφορα ακίνητα, από τα οποία άλλα πουλήθηκαν, μεταβιβάστηκαν και λοιπά, μεταξύ των οποίων και η διορωφη μονοκατοικία με τα παραρτήματα της, που βρισκόταν στην Λάρισα και που είχε αγοράσει το 2003 με το στεγαστικό δάνειο, που είχε λάβει από την... Τράπεζα. Επισημαίνεται ότι επί αυτής της οικίας, επειδή η αιτούσα είχε σταματήσει να πληρώνει το δάνειο, διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός και κατακυρώθηκε στον υπερθεματιστή-.. Τράπεζα για το ποσό των 81.000,00 ευρώ. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης η αιτούσα είχε αναλάβει ως πιστούχος, τα παρακάτω χρέη, τα οποία τόσο αυτά προς τους ανέγγυους πιστωτές, όσο και αυτά προς τους ενέγγυους θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της
απόφασης (άρθρ. 6 παρ. 3 ν. 3869/2010): ήτοι Α) στην πρώτη καθής - πιστώτρια με την επωνυμία «...» οφείλει α) από την υπ αριθμ..../13-03-2003 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 132.000,00 ευρώ, στην οποία ευθύνεται ως οφειλέτης, το ποσό των 74.927,80 ευρώ μέχρι την 11η-12-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης. Επισημαίνεται ότι το υπόλοιπο τούτο προέκυψε μετά την μερική ικανοποίηση της ως άνω πιστώτριας από τον πλειστηριασμό των ακινήτων της, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, β) από την υπ αριθμ....σύμβαση πιστωτικής κάρτας οφείλει το ποσό των 4.605,22 ευρώ (μαζί με τους τόκους και τα έξοδα μέχρι την 14η-10-2015), όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, και γ) από την υπ αριθμ.... σύμβαση καταναλωτικού δανείου, στην οποία ευθύνεται ως οφειλέτης το ποσό των 4.244,33 ευρώ μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης, όπως προκύπτει από την από 27-7-2016 βεβαίωση οφειλών, που προσκομίστηκε από την ως άνω πιστώτρια, ήτοι οφείλει συνολικά στην ως άνω πιστώτρια το ποσό των 83.777,35 ευρώ, Β) στην δεύτερη καθής - πιστώτρια με την επωνυμία «...» α) από την υπ αριθμ..../1997 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης, οφείλει το ποσό των 1.872,32 ευρώ μέχρι την 26-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, β) από την υπ αριθμ.... σύμβαση πιστωτικής κάρτας οφείλει το πρσό των 636,32 ευρώ μέχρι τις 26-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτηόης, γ) από την υπ αριθμ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας οφείλει το ποσό των 1.281,61 ευρώ μέχρι τις 26-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, δ) από την υπ αριθμ... σύμβαση πιστωτικής κάρτας οφείλει το ποσό των 4.960,56 ευρώ (μαζί με τους τόκους) μέχρι τις 26-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης και ε) από την υπ αριθμ.... σύμβαση πιστωτικής κάρτας οφείλει το ποσό των 3.422,61 ευρώ (μαζί με τους τόκους) μέχρι τις 26-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, ήτοι οφείλει συνολικά στην ως άνω πιστώτρια το ποσότων 12.173,42 ευρώ, Γ) στην Τρίτη καθήςπιστώτρια με την επωνυμία «...» α) από την από 3-9-2011 σύμβαση πιστωτικής κάρτας, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης, οφείλει το ποσό των 7.292,33 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι τις 29-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, β) από την από 15-12-2000 σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως οφειλέτης, οφείλει το ποσό των 7.961,75 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι τις 29-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης και γ) από την από 25-1-2000 σύμβαση προσωπικού - καταναλωτικού δανείου, στην οποία ενέχεται ως εγγυήτρια για το καταναλωτικό δάνειο, που έλαβε η..., οφείλει το ποσό των 11.066,24 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι τις 29-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, ήτοι οφείλει συνολικά στην ως άνω πιστώτρια το ποσό των 15.254,08 ευρώ, Δ) στην τέταρτη καθήςπιστώτρια με την επωνυμία «... υπό ειδική εκκαθάριση» οφείλει από την υπ αριθμ.... σύμβαση πιστωτικής κάρτας,ως οφειλέτης, το ποσό των 4.202,79 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι την 23η-10-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, Ε) στην πέμπτη καθής - πιστώτρια με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ...», που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, οφείλει α) από την υπ αριθμ.... 15.11.2001 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ως οφειλέτης, το ποσό των 6.850,05 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι την 19η-11-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, και β)
από την υπ αριθμ.... σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ως οφειλέτης, το ποσό των 6.042,69 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι την - 11-2015, όπως τούτο εισφέρεται στην αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, ήτοι στην ως άνω πιστώτρια οφειλεί συνολικά το ποσό των 12.892,74 ευρώ και ΣΤ) στην έκτη καθής - πιστώτρια με την επωνυμία «...» οφείλει α) από την υπ αριθμ.../2002 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ως οφειλέτης, το ποσό των 7.313,83 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι την 29η-3-2016, όπως τούτο εισφέρεται στήν αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτήσης και β) από την υπ αριθμ.... σύμβαση καταναλωτικού δανείου ως οφειλέτης, το ποσό των 2.946,51 ευρώ (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα) μέχρι την 29η-3-2016, όπως τούτο εισφέρεται στήν αίτηση από την αιτούσα, καθόσον η πιστώτρια τράπεζα δεν προσκόμισε βεβαίωση οφειλών με την οφειλή, ως ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της αίτησης, ήτοι οφείλει συνολικά στην ως άνω πιστώτρια το ποσό των 10.260,34 ευρώ. Η συνολική οφειλή της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 138.560,72 ευρώ. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι η αιτούσα έλαβε συνολικά δεκαεπτά πιστωτικά προϊόντα από έξη (6) πιστωτικά ιδρύματα (στεγαστικό, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες), δημιουργώντας χρέη ύψους 138.560,72 ευρώ και πλέον, αφού το χρέος της προς την πρώτη πιστώτρια από το στεγαστικό δάνειο ανερχόταν σε 132.000 ευρώ και μειώθηκε σε 74.927,80 ευρώ μετά τον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας, που είχε αγοράσει με αυτό, ενώ το οικογενειακό εισόδημά της, κατά τον χρόνο του δανεισμού, όπως κατέθεσε η μάρτυράς της, ανέρχονταν στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 250,00 ευρώ, το ποσό δε των δόσεων - καταβολών των παραπάνω δανείων μηνιαίως ξεπερνούσαν το ύψος του μηνιαίου μισθού της (βλέπε σχετικά τις βεβαιώσεις οφειλών και την σύμβαση στεγαστικού δανείου). Με βάση τα ανωτέρω, και για τους λόγους που θα αναπτυχθούν παρακάτω, η αιτούσα, που σταμάτησε τις πληρωμές από το έτος 2006, έχει μεν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρεών της, πλην όμως αυτό συνέβη με δικό της δόλο, και τούτο, διότι οι δανειακές υποχρεώσεις που δημιούργησε η αιτούσα ήταν υπερβολικά υψηλές, αν ληφθεί υπόψη το εισόδημά της των 1000,00 ευρώ, κατά την λήψη τούτων, αλλά και το γεγονός ότι ήταν διαζευγμένη και δεν συνεισέφερε κανείς άλλος στην κάλυψη των οικογενειακών της αναγκών. Η αιτούσα, επομένως, δημιούργησε τα παραπάνω χρέη υπερβαίνοντας το μέτρο και την σύνεση του μέσου καταναλωτή, καθώς μολονότι γνώριζε ότι στο μέλλον θα αδυνατούσε να τα καλύψει ή τουλάχιστον προχωρούσε στην λήψη των δανείων αποδεχόμενη πλήρως ως πιθανό αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής τους και αψηφώντας τις συνέπειες. Υπό τα περιστατικά αυτά η υπαιτιότητα της αιτούσας είχε την μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών της ως πιθανό και το αποδέχθηκε. Δηλαδή γνώριζε ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών της αποτελούσε ένα ενδεχόμενο, που η πραγμάτωσή του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα, κρίνεται δε ότι ένας τόσο υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν δικαιολογεί την πίστη ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποφευχθεί, γεγονός που ερμηνεύεται ως αποδοχή του. Ειδικότερα η αιτούσα έλαβε υπόψη της το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησης των χρεών της, και, αφού το στάθμισε, αποφάσισε να προχωρήσει στην ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, αψηφώντας τις συνέπειες. Κατόπιν των ανωτέρω, δεκτής γενομένης της ένστασης των πιστωτριών περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρεών της, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτιιση ως ουσία αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, κατ ανάλογη εφαρμογή της παρ.6 του άρθρου 8 του ν.3869/2010, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εφαρμόζεται και σε απορριπτικές αποφάσεις, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 7 παρ.4 του ν.3 869/2010 (βλ. και Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2012, σελ. 202). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ με απούσες τις τέταρτη(4η), Πέμπτη (5) και έκτη (6) των καθών η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Λάρισα στις 31 Μαρτίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των κατά την συζήτηση παρισταμένων διαδίκων. Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΩΤΟΥΛΑ ΣΟΥΛΤΣΙΩΤΟΥ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π.Β.