ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Από το περιοδικό ΛΕΞΗ, Οκτώβριος 1981) ΣΑΡΚΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω. Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ ἐμένα. Καλυμένη ἀπ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο διάστικτο ἀπ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν. Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα. Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα. Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ, τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα. Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο. Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου. Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη. Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα. Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα
κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό. Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο. Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα. Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου. Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει. Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα. Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα, πέρα ἀπ τὸ χρόνο κι ἀπ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση. Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει. Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
(Από το περιοδικό ΛΕΞΗ, Οκτώβριος 1981) ΜΙΚΡΗ ΣΟΥΙΤΑ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΕΙΖΟΝ Ι. Πλῆθος λεμόνια ἐπάνω στὸ τραπέζι στὶς καρέκλες στὸ κρεβάτι κίτρινες λάμψεις τρέχουν τὸ σῶμα σου μ ἀρέσει ποὺ βρέχει νύχτα μὲ χίλια λεμόνια καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς στὰ πισινά τους πόδια. ΙΙ. Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα πόσα καὶ πόσα λάθη μ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν κάτω ἀπ τὸ ὑπόστεγο βρέχει ὅλη μέρα ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο ἀπ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά. ΙΙΙ. Τὸ σῶμα -λέειστὴ γενική: τοῦ σώματος καὶ γενικὰ τὸ σῶμα ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια μαζεύω ψαροκόκαλα γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς στὰ διαλείματα -λέεικουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς στὰ σκοτεινὰ παρασκήνιατί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω ἀπ τὸ σῶμα σου ἕως τὸ σῶμα σου.
(Από την σελίδα stixoi.info) Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ (Aπό την συλλογή Ρωμιοσύνη) Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ αμπέλια του. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως. O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
(Απόσπασμα από την αρχή του έργου) Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ (Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο): Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησέ με να ρθω μαζί σου. Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα. Άφησε με να ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Άφησε με να ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου). Άφησε με να ρθω μαζί σου