Οι Καλαρρύτες στα 1805 & 1814 από τους περιηγητές Leake (Ληκ) και Pouqueville (Πουκεβίλ) Χριστίνα Πολέζε ρ. Συγκριτικής Γραµµατολογίας ΑΠΘ Εκ/κος ΤΕΙ/Λ.
Οι Καλαρρύτες Βρίσκονται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νοµού Ιωαννίνων στην Ήπειρο, σε υψόµετρο 1200 µ. Εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουµέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (Λάκµος) 2285 µ. και των Τζουµέρκων (Αθαµανικά όρη) 2429 µ. Οι Καλαρρύτες είναι κτισµένοι στο χείλος της απότοµης χαράδρας που καταλήγει στον ποταµό Καλαρρύτικο, σε υψόµετρο 1200 µ. Το κλίµα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό έως δριµύ και παρατεταµένο χειµώνα, σύντοµη άνοιξη και από θερµό, πλούσιο σε Βροχές καλοκαίρι, µε παρατεταµένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισµα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίµα τους.
Ιστορική Αναδροµή Οι δυτικές απόκρηµνες πλαγιές της Πίνδου, και οι χαράδρες των παραποτάµων από τους αρχαιοτάτους χρόνους αποτελούν διόδους επικοινωνίας µεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πάνω από τη ζώνη των δασών, σε µεγάλο υψόµετρο, υπήρχαν και υπάρχουν εκτεταµένοι ορεινοί βοσκότοποι και κατάλληλες εκτάσεις για νοµαδική κτηνοτροφία. Οι δύο παραπάνω λόγοι ορίζουν και τη µοίρα των κατοίκων της περιοχής, κυρίως την ενασχόληση τους µε τη νοµαδική κτηνοτροφία. Οι εποχικές µετακινήσεις προσδιορίζουν την οικονοµική και κοινωνική τους ζωή. Η νοµαδική ζωή από τους αρχαιοτάτους χρόνους ωθεί τους κατοίκους να επιλέγουν καλές θέσεις µη µόνιµης εγκατάστασης, αφού είναι υποχρεωµένοι να καλύπτουν εκατοντάδες χιλιόµετρα και να µετακινούνται από τους ορεινούς βοσκότοπους σε παράκτια κυρίως χειµαδιά και αντίστροφα. Ελληνόφωνοι πληθυσµοί κατοικούν κατά οµάδες και ασχολούνται µε τον ηµινοµαδικό ποιµενισµό, ώστε να µοιάζουν πολύ µε τους µεταγενέστερους ελληνόφωνους βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, µεταξύ των οποίων και τη θέση που σήµερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαµανία (Τζουµέρκα) προς την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων. Όταν οι επιδροµές των Σλάβων τον 7 ο αιώνα θα ερηµώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν µόνιµη κατοικία στα ορεινά.υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστηµένοι σε σταθερούς οικισµούς, συνδεδεµένοι µε την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγµένοι στη βυζαντινή οικονοµική διάρθρωση, από τον 12 ο και 13 ο αιώνα. Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη µεγαλύτερη οικονοµική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα µέοα του 18 ου µέχρι τις αρχές του 19 ου αιώνα (1750-1821). Τα προνόµια εξασφαλίζουν στους κατοίκους καλύτερη ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονοµικών δραστηριοτήτων και εµπορικών συναλλαγών, που συµβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσµού µε την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές.
Στο τέλος τους 18 ου αιώνα οργανώνεται ένα πολύ καλό εµπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έµποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εµπορικοί οίκοι: ο Γεώργιος ουρούτης στην Αγκώνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του Χρ. ουρούτης στην Τεργέστη, οι αφοί Σταµατάκη, οι αφοί Μπαχώµη και ο Κ. Παράσχης στο Λιβόρνο, οι αφοί Τουρτούρη στη Βενετία, η οικογένεια Σγουρού στο Λιβόρνο και στην Ισπανία, οί' αφοί Λάµπρου στη Νάπολη. Εκτός από το εξωτερικό, οι περισσότεροι έχουν και εµπορικά καταστήµατα στα Γιάννινα. Οι φτωχότερες οικονοµικά τάξεις ασχολούνται µε τη ραπτική. Οι περίφηµοι τερζήδες, εφάµιλλοι των γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περίφανη θέση σ αυτό το επάγγελµα. Παράλληλα ασχολούνται µε τη ραπτική της κάπας και µένουν γνωστοί ως καποραφτάδες. Ένα τµήµα του πληθυσµού, που επίσης δεν έχει οικονοµικά κεφάλαια για να ασχοληθεί µε το εµπόριο, ασχολείται µε την ασηµουργία. Οικογένειες αργυροχόων όπως των Τσιµούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαµόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία, είναι µερικές από τις πιο γνωστές έως σήµερα. Καθ όλη τη διάρκεια του 19 ου αιώνα η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία µε µειωµένη παραγωγή σε ότι έχει σχέση µε την κατεργασία του χρυσού και του αργυρού, της κεντητικής και υφαντικής µάλλινων ειδών. Τα βοσκοτόπια, η µόνιµη και διαχρονική αξία του τόπου, είναι κάποια από τα αίτια που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητα τους. Συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους στα θερινά και χειµερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και κυρίως της Θεσσαλίας και ζουν κυρίως από την πώληση των γαλακτοκοµικών προϊόντων, σηµαντική πλουτοπαραγωγική πηγή µε εξαγώγιµα προϊόντα, των δερµάτων, του µαλλιού και του κρέατος των ζώων. Από την πέτρα του τόπου γεννιέται και η αρχιτεκτονική του χώρου. Η δοµή του οικισµού ακολουθεί το γενικό πρότυπο των ορεινών χωριών, που κυριαρχεί στην Ήπειρο µε απλές γεωµετρικές γραµµές, προσαρµοσµένη στον ηπειρωτικό χώρο και κλίµα. Το έδαφος διαµορφώνει και αυτό τη µορφή του. Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόµησης και το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιµοποιείται άφθονη για την οικοδόµηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιµο στα καλντερίµια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Χαρακτηριστικό γνώρισµα ορισµένων µεγάλων οικιών είναι οι πέτρινες καµάρες στο ισόγειο που στηρίζουν το όλο οικοδόµηµα. Την εξωτερική δωρική όψη της οικίας µε την πελεκητή πέτρα και τα ξύλινα σενάζια αντισταθµίζουν τα τοξωτά ανοίγµατα σε πόρτες και παράθυρα µε τα χαρακτηριστικά «κιονόκρανα» εκατέρωθεν. Πέτρινα επίσης κτίζονταν τα αλώνια, οι νερόµυλοι, οι εκκλησίες, και τα µοναστήρια µε κυριότερο εκείνο της Κηπίνας λίγα χιλιόµετρα έξω από το χωριό, Πλαγιά στο µέσον της πλαγιάς του βουνού, που βρίσκεται στα δεξιά του Καλαρρυτινού χειµάρου µέσα σ ένα άγριο τοπίο. Εκεί υπάρχει και το οµώνυµο σπήλαιο το οποίο θέλησε να επισκεφθεί το 1815 ο γάλλος περιηγητής και πρόξενος Francois Pouqueville ο οποίος τελικά δεν µπόρεσε να εισέλθει σε µεγάλο βάθος. Το 1805, ύστερα από περιήγηση δεκατεσσάρων ηµερών προς τα σουλιωτικά βουνά, ο Leake θα επιστρέψει στα Γιάννενα, όπου θα παραµείνει είκοσι περίπου
µέρες. Στις 4 Αυγούστου ξεκίνησε για τους Καλαρρύτες, που µαζί µε το Συρράκο ήταν δύο από τα µεγαλύτερα βλαχοχώρια, σε 500 τα υπολογίζει ο Leake, των βουνών της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. «Το µεγαλύτερο βλαχοχώρι είναι, όπως λένε, το βλαχολίβαδο, κοντά στην Ελασσόνα κι ακολουθεί το Μέτσοβο». Σ αυτά τα βλαχοχώρια, γράφει ο περιηγητής, υφαίνονταν οι περίφηµες µάλλινες κάπες, περιζήτητες στην Ιταλία και στην Ισπανία. Οι Βλάχοι επιδίδονταν µε επιτυχία και στο εµπόριο. «Μοιράζονται µε τους Έλληνες το εµπόριο των αποικιακών προϊόντων ανάµεσα σε Ισπανία ή Μάλτα και Τουρκία. Μερικοί ήταν καραβοκυραίοι και ιδιοκτήτες του φορτίου µαζί». Οι πλουσιότεροι κάτοικοι ήταν οι έµποροι που έζησαν πολλά χρόνια στην Ιταλία, στην Ισπανία ή στις κτήσεις της Ρωσίας και της Αυστρίας. Ύστερα από µακρόχρονη απουσία ξαναγύριζαν µε το συναγµένο βιός τους στα πατρικά κεφαλοχώρια, τα πλούτιζαν κι ως ένα βαθµό βοηθούσαν στον εκπολιτισµό τους. Σπάνια όµως ξαναγύριζαν για µόνιµη εγκατάσταση ως το τέλος της ζωής τους. υο τρία βιαστικά ταξίδια και τίποτα άλλο. Οι µεσαίες τάξεις ακολουθούσαν τον ίδιο δρόµο. Επειδή όµως δεν ξενιτεύονταν σε πολύ µακρινούς τόπους γύριζαν πιο συχνά και περνούσαν τα καλοκαίρια στα χωριά τους. Ήταν κυρίως µαγαζάτορες σε τούρκικες πολιτείες, τεχνίτες, οι πιο πολλοί ραφτάδες, και χρυσοχόοι, ασηµοδουλευτάδες και χαλκωµατάδες. Φηµίζονταν για τις πιστόλες και τα µουσκέτα αρβανίτικου τύπου που κατασκεύαζαν. ούλευαν επίσης µε τέχνη τα ασηµένια φλιτζάνια του καφέ και κεντούσαν αρβανίτικες φορεσιές. Οι φτωχότεροι νοικοκυραίοι ήταν κυρίως αγωγιάτες ή τσοπαναραίοι. Οι Καλαρρύτες και το Συρράκο είχαν πληθυσµό πέντε ως έξι χιλιάδες ψυχές χωρίς τους ξενιτεµένους που υπολογίζονταν στο ένα δέκατο του πληθυσµού. Κάθε χωριό είχε τον έµµισθο γιατρό και δάσκαλο του. Αλλά ο δάσκαλος σπάνια δίδασκε κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη, «γιατί οι αγράµµατοι γονείς δε νοιάζονται διόλου να µορφώσουν τα παιδιά τους άχρηστα πράγµατα, λένε. Εκτός αν πρόκειται να γίνουν
παπάδες. Πραγµατικά, τα γράµµατα δεν τους πολύ βοηθούν για για την επιτυχία στη ζωή, όπως αυτοί την αντιλαµβάνονται». Εντύπωση προκάλεσε στο Leake το αρχαίο πνεύµα της ανεξαρτησίας που χαρακτήριζε «τις κατώτερες τάξεις» στους Καλαρρύτες, αλλά και στα άλλα βουνίσια χωριά. Ήταν ένα καθαρά ελληνικό χαρακτηριστικό. Καµιά π.χ δε δεχόταν να γίνει υπηρέτρια. Οι νοικοκυραίοι που δεν ξενιτεύονταν είχαν τις συζύγους και τις θυγατέρες τους για τις δουλειές του σπιτιού. «Ένας Κερκυραίος γιατρός που εγκαταστάθηκε στο χωριό, δεν έβρισκε για πολύ καιρό γυναίκα να τον περιποιηθεί επειδή συνήθιζε, όταν καλούσε την υπηρέτρια, να χτυπάει ένα κουδούνι.τα κουδούνια του είπαν είναι για τις προβατίνες και τα τραγιά και όχι για τους ανθρώπους». Ειρηνικοί άνθρωποι όπως ήταν οι Καλαρρυτινοί, γράφει ο Leake, δεν µπόρεσαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους. εν αντιστάθηκαν ή αντιστάθηκαν λίγο στον Αλή. Και εκείνος τους µεταχειρίστηκε ήπια γιατι το εισόδηµα των Καλαρρυτών ανήκει στη βαλιδέ σουλτάνα. Ο Αλής απέφευγε τις περιπλοκές µε τους ραγιάδες γιατι φοβόταν µήπως παραπονεθούν στον κεχαγιά της σουλτάνας. Μόλις όµως πάτησε το Σούλι πήρε θάρρος κι ο τόπος άρχισε να υποφέρει από τις αγγαρείες. Κάθε τόσο ζητούσε χωριάτες και ζώα για το κάστρο της Κιάφας. Τα 14.000 πιάστρα που πλήρωναν παλιά οι Καλαρρύτες έγιναν σιγά σιγά 45.000. Τελευταία υποχρεώθηκε το χωριό να µεγαλώσει το δηµόσιο χρέος κάπου 100 πουγκιά, που τα δανείστηκε από Γιαννιώτες Τούρκους µε τόκο 15%. Ο σπιτονοικοκύρης του Leake λογάριασε πως πλήρωνε 170 πιάστρα το χρόνο άµεσο φόρο, δηλαδή 12-13 λίρες. Κάθε Πέµπτη και Σάββατο γινόταν στους Καλαρρύτες παζάρι µε τα προϊόντα του τόπου και διάφορες πραµάτειες από τα Γιάννενα. Τα σπίτια ήταν όλα µικρά αλλά καθαρά, συγυρισµένα και καλοεπιπλωµένα σύµφωνα µε τις ελληνικές αντιλήψεις για τις ανέσεις του νοικοκυριού. Οι κρεµαστοί κήποι που χώριζαν τα σπίτια ποτίζονταν από ένα σωρό κεφαλάρια. Στο πρώτο πάτωµα των καλαρρυτιώτικων σπιτιών υπήρχε το χειµωνικό. Από πάνω βρισκόταν η κάµαρα υποδοχής µε πρωτόγονα βενετσιάνικα τζαµλίκια στα παράθυρα. Ο Leake κατέγραψε µια παροιµία που αποκαλύπτει την παλιά χωρογραφία της περιοχής: «Κάστρο Βηλιζά, χωριό Ματσούκι, Ακαλαρύτες µαχαλά, Συρράκο πέντε σπίτια». Ο Leake παρατηρεί ότι η γοργή ανάπτυξη της βιοτεχνίας σ αυτή τη βουνίσια περιοχή θα µπορούσε να εξασφαλίσει πλούτη και ασφάλεια στους κατοίκους. «Κι όµως δεν χάνουν ευκαιρία να προκαλούν την αρπακτικότητα των τυράνων τους µε την αφροσύνη και τη µαταιοδοξία τους, µε τις φιλοδοξίες τους, τα πείσµατα τους». Ο πασάς παρακολουθούσε µε τους σπιούνους του τα πάντα. Σε επόµενο ταξίδι στη ίδια περιοχή, από τα Γιάννενα ο Leake πραγµατοποίησε εκδροµές και συστηµατικές εξερευνήσεις σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Ταξιδεύοντας προς τους Καλαρρύτες έφτασε στο µοναστήρι του Αη Γιώργη όπου έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν οι Αρχές και οι πρόκριτοι της κοµώπολης µε επικεφαλή τον κυρ. Κ.Τουρτούρη, που εκπροσωπούσε ως κοτζαµπάσης τον αδερφό του. Τους συνόδευε ο Αλβανός σούµπασης. Προπορευόταν µια ορχήστρα γύφτων µουζικάντηδων, ενώ οι Καλαρυτιώτες κουβαλούσαν ένα ψητό αρνί, κρασί, ψωµί και σαλάτα. Το τραπέζι στρώθηκε αµέσως. Οι υπηρέτες άπλωσαν ένα πανί καταγής στη γαλαρία του µοναστηριού, έκοψαν το κρέας και το σκόρπισαν εδώ κι εκεί. Μερικοί κάθισαν πάνω σε χαλιά, άλλοι στο λιθόστρωτο. Οι γύφτοι άρχισαν να παίζουν τα όργανα τους. Ήταν τέσσερα νταούλια, δυο µεγάλα και δυο µικρά, δυο βιολιά, ένα είδος όµποε, ένα µεγάλο πνευστό και µια φλογέρα.
Τα τραγούδια που συνόδευαν τους µουσικούς συναγωνίζονταν τα όργανα σε δυσάρεστους διαπεραστικούς ήχους, γράφει ο Άγγλος περιηγητής. Ύστερα από το γεύµα άρχισαν τα κλέφτικα τραγούδια. Αναφέρονταν στα ηρωικά κατορθώµατα των Σουλιωτών και του Κατσαντώνη που σκότωσε τον «περίφηµο µπουλούκµπαση Βεληγκέκα». Τα ηρωικά τραγούδια ακολούθησαν τα τραγούδια της αγάπης που συνοδεύονταν µε επιφωνήµατα «πω,πω, πω». Ύστερα σηκώθηκε ο Αλβανός σούµπασης κι έσυρε γυµνοπόδαρος το χορό. Οι Καλαρρύτες είχαν σηµειώσει µεγάλη ανάπτυξη µετά υο 1805. Και στα πλούτη και στην καλοζωία. Κάθε χρόνο χτίζονταν καινούρια σπίτια από τους ξενιτεµένους εµπόρους που γύριζαν στη γενέτειρα τους. Οι οικογένειες που είχαν εγγραφεί στα φορολογικά κατάστιχα ήταν 620 και χωρίζονταν σε τρείς κατηγορίες. Της πρώτης πλήρωναν 800 πιάστρα το χρόνο, της δεύτερης 400 και της τρίτης 200. Οι πάµπτωχες οικογένειες απαλλάσσονταν. Κάπου 70.000 πιάστρα (4.000 στερλίνες) συγκέντρωνε ο βεζίρης από τους Καλαρρύτες. Η κωµόπολη είχε δηµόσιο χρέος 250 πουγκιά κι έπρεπε, εκτός από τον κανονικό φόρο να πληρώνει και το διάφορο. Όταν ο Αλής ήθελε να ενισχύσει κάποιον ευνοούµενο τον έστελνε µ ένα µπουγιουρντί στους Καλαρρύτες προστάζοντας τους προεστούς να το δεχθούν, θέλοντας και µη, το δάνειο που τους πρόσφερε ο απεσταλµένος, µε υποχρεωτικό τόκο 12% 2. Το χτίσιµο σπιτιού στους Καλαρρύτες ήταν µια πολύ δαπανηρή υπόθεση. Οι πέτρες µεταφέρονταν από το λατοµείο, ένα µίλι µακριά, από γυναίκες-υποζύγια. Το ταξίδι του Γάλλου πρόξενου Pouqueville Στις 29 Αυγούστου του 18147 ο Pouqueville ταξίδεψε στα βλαχοχώρια της Πίνδου γράφει λοιπόν στο πολύτοµο περιηγητικό του έργο. Η βιοτεχνία της κάπας, είδος περιζήτητο ανάµεσα στους τσοπαναραίους της Αρβανητιάς και τους ναυτικούς της Αδριατικής, βρισκόνταν σε µεγάλη ακµή. Μέσα σε µισό αιώνα, από το 1760, κατόρθωσαν οι µαγαλοβλαχίτες από τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μέτσοβο, τον Ασπροπόταµο και το Ζαγόρι να δηµιουργήσουν αγορές στο εξωτερικό. Για την µεταφορά των προιόντων τους ναύλωναν γαλαξιδιώτικα καράβια. Έτσι στέριωσαν εµπορικούς οίκους στη Νεάπολη, στο Λίβανο, στη Γένοβα, στη Σαρδηνία, στο Κάδιξ, στη Σικελία, στη Μάλτα. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Βενετία, στο Τριέστι, στη Αγκόνα, στη Ραγούζα. Μερικοί εγκαινίασαν συναλλαγές µε τη Βιέννη, την Πόλη και τη Μόσχα, και διάφορες εταιρίες που δηµιουργήθηκαν αποτόλµησαν ανάµιξη σε τραπεζικές επιχειρήσεις.
Στα τελευταία χρόνια κάµποσοι έµποροι ασχολήθηκαν µε το εµπόριο των αποικιακών. Αλλά επειδή βρέθηκαν σε ξένο χώρο χρεοκόπησαν χωρίς όµως να καταστραφούν οικονοµικά. «Έτσι στην Πίνδο, όπως και αλλού, λένε πως ο τάδε πλούτισε από µια ή περισσότερες χρεωκοπίες». Αυτή όµως ήταν η τυχοδιωκτική πλευρά. Στο φυσικό τους εµπόριο αλληλοϋποστηρίζονταν µε εντιµότητα. Στους Καλαρρύτες µπορούσε κανείς να πληροφορηθεί για τις τιµές των χρηµατιστηρίων των µεγαλύτερων πόλεων της Ευρώπης. Οι έµποροι παρακολουθούσαν τη διεθνή αγορά και κυρίως την κίνηση των ειδών που τους απασχολούσαν. Ο µεγαλύτερος τζίρος γινόταν στα µπαµπάκια της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, που εξάγονταν κυρίως στην Αυστρία, στα µετάξια της Αγιάς και του Βόλου, στα λαγοτόµαρα και αρκουδοτόµαρα, που εξάγονταν στη Νεάπολη όπου ανταλλάσσονταν µε γαϊτάνια και χρυσοσύρµατα, και τέλος στο εµπόριο ρωσικών γουναρικών. Η λαϊκή τάξη που δεν έχει κεφάλαια ασχολείται µε έναν κλάδο της βιοτεχνίας πολύ προσοδοφόρο στην Αλβανία. Είναι η κατασκευή χρυσών κοσµηµάτων και αντικειµένων από χρυσό και ασήµι. Όσοι από τους Βλάχους δεν είναι υπάλληλοι στις υφαντουργίες και τα διάφορα άλλα βιοτεχνικά εργοστάσια, γίνονται χρυσοχόοι και αργυροχόοι. Κι αν δεν είναι εφοδιασµένοι µε καλά µοντέλα εργάζονται ωστόσο, αρκετά καλά το χρυσό και το ασήµι. Στα έργα τους δεν βάζουν τίτλους και φίρµες των κατασκευαστών κι ακόµα επωφελούνται και από το ότι χρησιµοποιούν άγνωστα µέχρι τώρα µέταλλα, για να νοθεύσουν τα υλικά τόσο, όσο τους επιτρέπει η πλεονεξία τους. Οι ταξιδεµένοι Βλάχοι µιλούν αρκετές ξένες γλώσσες, έχουν καλές βιβλιοθήκες µε πολλά βιβλία στα γαλλικά και ιταλικά, έχουν περιποιηµένες και καλαίσθητες εκδόσεις των Ελλήνων κλασικών. Ένας ξένος βρίσκει σ αυτές τις βιβλιοθήκες τέτοια φιλολογική βοήθεια, που είναι δύσκολο να τη φέρει µαζί του στα ταξίδια. Το πιο καταπληκτικό είναι να παρατηρήσει κανείς και να δεί το πνεύµα της τάξης και της νοικοκυροσύνης, που βασιλεύει στις οικογένειες και στις βλάχικες πόλεις. Οι Καλαρρύτες είναι µια πόλη µε σύγχρονη κατασκευή και δεν προσφέρει τίποτα το αξιόλογο στην περιέργεια και το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Μερικά από τα σπίτια τους είναι µεγάλα και όλα είναι χτισµένα µε τέτοιο τρόπο που να αντέχουν στις κακοκαιρίες και τις θύελλες. Η θέση στην οποία είναι χτισµένη αυτή η πόλη δεν επιτρέπει να βαδίζει κανείς στους δρόµους παρά µε µεγάλη προφύλαξη και µε σιδερένιο µπαστούνι για να µη γλιστρήσει. Το χειµώνα φορούν παπούτσια από κετσέ, για είναι τα πόδια τους πιο ζεστά, και στις σόλες τους έχουν καρφιά για να τους προφυλάνε να µη γλιστρούν στον πάγο. Αυτά όµως τα µέτρα δεν εµποδίζουν πάντα το να κατρακυλούν και να πέφτουν ακόµα στο βάθος της αβύσσου άνθρωποι και προ παντός παιδιά, όπου και χάνονται. Στην Πίνδο τα πρώτα χιόνια πέφτουν ύστερα από τις καταιγίδες, που ξεσπούν κατά τέλος Σεπτεµβρίου. Προς τα µέσα Οκτωβρίου αρχίζουν να ασπρίζουν από τα χιόνια οι κορυφές της Κακαρδίτσας και των Τζουµέρκων. Σε κάθε αλλαγή της Σελήνης και στην αλλαγή των ατµοσφαιρικών συνθηκών έρχονται καινούρια χιόνια που φτάνουν µέχρι τον Πολυανό. Προνοητικοί, καθώς είναι οι κάτοικοι, κάνουν έγκαιρα προµήθειες και µερικά καταστήµατα, που κάνουν αυτές τις προµήθειες, για να εξασφαλίσουν τους φτωχούς Βλάχους που δεν µπόρεσαν να κάνουν έγκαιρα τις προµήθειες τους, τα βλέπουµε να αψηφούν τις άσχηµες καιρικές συνθήκες και οι βιοτεχνία τους να ανθίζει και µε τους πάγους. Περισσότερο συγκεντρωµένοι το χειµώνα γνέθουν το µαλλί και υφαίνουν τα χοντρά υφάσµατα, που είναι η πηγή του πλούτου τους. Το χρυσάφι και το ασήµι
παίρνουν διάφορα σχήµατα µε το σφυρί του χρυσοχόου και ο χρόνος αξιοποιείται σωστά και οικονοµικά. Η οικονοµική άνθιση των Καλαρρυτών αντιµετώπιζε σκληρές δοκιµασίες εξαιτίας των ληστρικών αξιώσεων του Αλή. Πριν ενταχθούν στο πασαλίκι του οι Καλαρυτιώτες πλήρωναν 1.400 πιάστρα το χρόνο στη βαλιδέ σουλτάνα, τη βασιλοµήτορα. Το 1814 έπρεπε να καταβάλουν 50.000 πιάστρα στο βεζίρη. Η κοινότητα ήταν βυθισµένη σε βαριά χρέη (300.000 φράγκα µε τόκο 10%). Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν αυτόνοµοι, κι ότι η παρουσία του δυνάστη ήταν σκιώδης (ένας σούµπασης χωρίς µεγάλες δικαιοδοσίες) τους έδινε ελπίδες πως µε την εργατικότητα τους θα ξεπερνούσαν τις δυσκολίες. Από πατριωτική ευαισθησία ελάχιστα αντικείµενα αγόραζαν από το εξωτερικό. Οι σοφάδες και τα χαλιά τους ήταν εγχώριας κατασκευής. Οι γυναίκες, ακολουθώντας παλιούς νόµους εναντίον της πολυτέλειας, συνήθιζαν να φορούν ρούχα του αργαλιού. Και τα µοναδικά τους καλλωπίσµατα ήταν δυο µεταξωτά µαντήλια που φορούσαν για στολίδι στις επίσηµες µέρες. Απαγορευόταν να φορέσουν κεντητά φορέµατα, γαϊτάνια ή µπρισίµια, σάλια και γούνες όπως συνήθιζαν όλες οι γυναίκες της Ανατολής. Η παράβαση αυτού του κανόνα ισοδυναµούσε µε ατίµωση του συζύγου. Αλλά και οι άντρες απέφευγαν την επίδειξη πλούτου. Αν κάποιος τολµούσε να φορέσει χρυσοκέντητη και ακριβή αρβανίτικη φορεσιά έχανε την εκτίµηση των συµπατριωτών του. Είχαν επίσης επιβληθεί περιορισµοί στις προίκες. Οι Βλάχοι της Πίνδου ήταν χειροδύναµοι, καλοδεµένοι και µεγάλης αντοχής πραγµατικά θεριά στη δουλειά. Οι άλλοι Έλληνες τους ονόµαζαν γι αυτό βουβάλια. Οι γυναίκες συναγωνίζονταν στην εργατικότητα τους άντρες. Όταν έφταναν σε κάποια ηλικία ασκούσαν το επάγγελµα του χαµάλη σ όλες τις Πολιτείες της Ηπείρου. Έτρεχαν στις πιο βαριές δουλειές, κουβαλούσαν µεγάλα φορτία, δούλευαν χτίστες, δέχονταν και την πιο κουραστική απασχόληση αρκεί να κερδίσουν χρήµατα. εν έµοιαζαν διόλου µε τις άλλες Ελληνίδες. Είχαν φαρδιές πλάτες, µεγάλο στήθος, µεγάλη ρωµαλέα προορισµένα για το µόχθο, χαρακτηριστικά όχι όµορφα. Κι όπως έλεγαν, ο σουλτάνος δε διάλεξε ποτέ οδαλίσκες για το χαρέµι του από τα βλαχοχώρια της Πίνδου. Οι Καλαρρυτιώτες χρυσοχόοι φηµίζονταν και για τα έµµετρα επιγράµµατα που χάραζαν στους µαστραπάδες και τα κρασοπότηρα.
Η επιγραφή του µαστραπά: «Καλαρρυτιώτες χαίρεται και πιέται µε υγύαν Κρασί γλυκόν και κόκονο, π εφρένει την καρδίαν». Σύγχρονος Τουρισµός στους Καλαρρύτες Τα µνηµεία της Ελληνικής Ορθοδοξίας είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της Εθνικής κληρονοµιάς και αποτελούν αξιόλογο πόλο έλξης επισκεπτών. Οι Βυζαντινές και οι µεταβυζαντινές εκκλησίες µε την εικονογράφηση τους, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τις σπάνιες εικόνες, τα ξωκλήσια, τα προσκυνήµατα της υπαίθρου, τα µοναστήρια, µαρτυρούν την επίµονη προσήλωση στις παραδόσεις και τη διασύνδεση της τέχνης µε τη θρησκευτική λατρεία. Οι Καλαρρύτες είναι ένας µικρός παράδεισος µε ατελείωτα στοιχεία ιστορίας βυζαντινά και µεταβυζαντινά µνηµεία εξαιρετικής τέχνης, πολιτισµού και ξεχωριστής οµορφιάς. Τέτοια µνηµεία είναι: Το µοναστήρι της Κηπίνας, το Μοναστήρι της Βύλιζας, ο Άγιος Γεώργιος, η Αγία Παρασκευή, ο Προφήτης Ηλίας, η Παναγιά, ο Άγιος Χριστόφορος, ο Άγιος Αθανάσιος και η Μεταµόρφωση του Σωτήρος. Η περιήγηση θα ανταµείψει πλουσιοπάροχα τον σύγχρονο ταξιδιώτη που ζητά την φυσική οµορφιά και θα γεµίσει την ψυχή του που διψά για πνευµατική στήριξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. F.C.H,L Pouquelle, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, µετάφραση Παν. Κώτσου, εκδ. Τολίδης. 2. Κυριάκος Σιµόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810 και 1810-1821, Αθήνα 1997, 1999 εκδόσεις ΣΤΑΧΥ. 3. Μαίρη Ζαγή Μπόζιου, Καλαρρύτες, οδηγός κοινότητα Καλαρρυτών 2005. 4. Η Φωνή των Καλαρρυτών, φυλ.3 έως 23. 5. Καλαρρύτες της Πέτρας και τ ασηµιού, φύλλο 127.