L 344/76 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 28.12.2001 Ο ΗΓΙΑ 2001/97/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 4ης εκεµβρίου 2001 για την τροποποίηση της οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συµβουλίου για την πρόληψη της χρησιµοποίησης του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος για τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟ ΚΑΙ TΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ THΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: (4) Αυτή η κατανοµή των ευθυνών θα πρέπει να αναφερθεί σαφώς στην οδηγία, µέσω τροποποίησης των ορισµών του «πιστωτικού ιδρύµατος» και του «χρηµατοδοτικού οργανισµού». τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη φράση, και το άρθρο 95, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ), τη γνώµη της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ), αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ( 3 ), υπό το πρίσµα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 18 Σεπτεµβρίου 2001, Εκτιµώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ ( 4 ) του Συµβουλίου (αποκαλούµενη στη συνέχεια «η οδηγία»), µια από τις βασικές διεθνείς πράξεις για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, είναι σκόπιµο να προσαρ- µοσθεί σύµφωνα µε τα συµπεράσµατα της Επιτροπής και τις επιθυµίες που εξέφρασαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη µέλη. Με τον τρόπο αυτό, η οδηγία όχι µόνο θα ανταποκρίνεται καλύτερα στη σχετική διεθνή πρακτική, αλλά και θα εξακολουθήσει να παρέχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του χρηµατοπιστωτικού κλάδου και άλλων ευαίσθητων δραστηριοτήτων από τις επιζήµιες συνέπειες των προϊόντων του εγκλήµατος. (2) Η Γενική Συµφωνία για το Εµπόριο Υπηρεσιών (GATS) επιτρέπει στα µέλη της να λαµβάνουν τα αναγκαία µέτρα για την προστασία των δηµοσίων ηθών ή vα λαµβάvoυv µέτρα για λόγoυς πρoληπτικής επoπτείας, µεταξύ άλλων για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και σταθερότητας τoυ χρηµατoπιστωτικoύ συστήµατoς τα εv λόγω µέτρα δεν θα πρέπει να επιβάλλουν περιορισµούς πέραν εκείνων που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των στόχων αυτών. (3) Η οδηγία δεν ορίζει σαφώς ποιών κρατών µελών οι αρχές θα πρέπει να ειδοποιούνται για τις ύποπτες συναλλαγές από τα υποκαταστήµατα των πιστωτικών ιδρυµάτων ή χρηµατοδοτικών οργανισµών που έχουν τη κεντρική τους διοίκηση σε άλλο κράτος µέλος, ούτε ποιών κρατών µελών οι αρχές είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση της συµµόρφωσης των εν λόγω υποκαταστηµάτων προς την οδηγία. Οι αναφορές θα πρέπει να γίνονται προς τις αρχές των κρατών µελών όπου βρίσκεται το υποκατάστηµα, στις οποίες και πρέπει να ανατίθενται οι προαναφερθείσες ευθύνες. ( 1 ) EE C 177 E, 27.6.2000, σ. 14. ( 2 )ΕΕC 75 της 15.3.2000, σ. 22. ( 3 ) Γνώµη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2000, (ΕΕ C 121 της 24.4.2001, σ. 133), κοινή θέση του Συµβουλίου της 30ής Νοεµβρίου 2000 (ΕΕ C 36της 2.2.2001, σ. 24) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Απριλίου 2001 (δεν έχει ακόµα δηµοσιευθεί στην Επίσηµη Εφηµερίδα). Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Νοεµβρίου 2001 και απόφαση του Συµβουλίου της 19ης Νοεµβρίου 2001. ( 4 )ΕΕL 166 της 28.6.1991, σ. 77. ( 6 )ΕΕL 333 της 9.12.1998, σ. 1. (5) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει ανησυχίες για το ότι οι δραστηριότητες των ανταλλακτηρίων συναλλάγµατος «bureaux de change» και των γραφείων έµβασης χρηµάτων («money remittance offices») προσφέρονται για νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες αυτές θα έπρεπε να εµπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας. Για να εκλείψει κάθε αµφιβολία επί του θέµατος, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι η οδηγία καλύπτει και τις δραστηριότητες αυτές. (6) Για να εξασφαλισθεί η πληρέστερη δυνατή κάλυψη του χρηµατοπιστωτικού κλάδου, θα πρέπει επίσης να διευκρινισθεί ότι η οδηγία εφαρµόζεται στις δραστηριότητες των εταιρειών επενδύσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 93/22/ ΕΟΚ του Συµβουλίου της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά µε τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τοµέα των κινητών αξιών ( 5 ). (7) Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη µέλη να καταπολεµούν τη νοµιµοποίηση εσόδων µόνον από αδικήµατα σχετικά µε τα ναρκωτικά. Κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε τάση προς έναν πολύ ευρύτερο ορισµό της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες που βασίζεται σε ένα ευρύτερο φάσµα βασικών ή υποκειµένων αδικηµάτων, πράγµα που αντανακλάται π.χ. στην αναθεώρηση, κατά το 1996, των 40 συστάσεων της οµάδας διεθνούς χρηµατοοικονοµικής δράσης (FATF), κορυφαίου διεθνούς φορέα που ασχολείται µε την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. (8) Ένα ευρύτερο φάσµα βασικών αδικηµάτων διευκολύνει την ενηµέρωση για τις ύποπτες συναλλαγές και τη διεθνή συνεργασία στον τοµέα αυτό. Ως εκ τούτου, η οδηγία θα πρέπει να προσαρµοσθεί αναλόγως. (9) Στην κοινή δράση 98/699/ ΕΥ, της 3ης Σεπτεµβρίου 1998, η οποία θεσπίστηκε από το Συµβούλιο για το ξέπλυµα χρήµατος, τον προσδιορισµό, τον εντοπισµό, τη δέσµευση, την κατάσχεση και τη δήµευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήµατος ( 6 ), τα κράτη µέλη συµφώνησαν να θεωρούν όλα τα σοβαρά εγκλήµατα, όπως ορίζονται στην κοινή δράση, ως βασικά αδικήµατα σε συνάρτηση µε το αξιόποινο της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. (10) Η καταπολέµηση ιδιαίτερα του οργανωµένου εγκλήµατος είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, ο κατάλογος των βασικών αδικηµάτων θα πρέπει να αναπροσαρµοσθεί κατ αναλογία. ( 5 )ΕΕL 141 της 11.6.1993, σ. 27 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).
28.12.2001 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 344/77 (11) Η οδηγία επιβάλλει υποχρεώσεις, ιδιαίτερα σε σχέση µε την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών. Θα ήταν περισσότερο πρόσφορο και σύµφωνο µε την φιλοσοφία του σχεδίου δράσης της οµάδας υψηλού επιπέδου για την καταπολέµηση του οργανωµένου εγκλήµατος ( 1 ) να επεκταθεί η απαγόρευση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες που προβλέπει η οδηγία. (12) Στις 21 εκεµβρίου 1998, το Συµβούλιο θέσπισε την κοινή δράση 98/733/ ΕΥ σχετικά µε το αξιόποινο της συµµετοχής σε εγκληµατική οργάνωση στα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 2 ). Η κοινή αυτή δράση εκφράζει τη συµφωνία των κρατών µελών σχετικά µε την ανάγκη κοινής προσέγγισης στον τοµέα αυτό. (13) Όπως απαιτεί η οδηγία, ο χρηµατοπιστωτικός κλάδος, και ιδίως τα πιστωτικά ιδρύµατα, σε όλα τα κράτη µέλη αναφέρουν τις συναλλαγές που θεωρούν ύποπτες. Σύµφωνα µε τα υπάρχοντα στοιχεία, η διενέργεια αυστηρότερων ελέγχων στον χρηµατοπιστωτικό κλάδο ώθησε τους επιδιώκοντες τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες να αναζητήσουν εναλλακτικές µεθόδους για την απόκρυψη της προέλευσης των εσόδων από εγκληµατικές πράξεις. (14) Οι επιδιώκοντες τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες τείνουν να προσφεύγουν περισσότερο σε δραστηριότητες µη χρηµατοοικονοµικού χαρακτήρα. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις εργασίες της FATF για τις τεχνικές και την τυπολογία της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνο- µες δραστηριότητες. (15) Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία σχετικά µε την εξακρίβωση της ταυτότητας των συναλλασσοµένων, την τήρηση στοιχείων και την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών θα πρέπει να επεκταθούν και σε έναν περιορισµένο αριθµό δραστηριοτήτων και επαγγελµάτων που αποδεδειγ- µένως προσφέρονται για νοµιµοποίηση εσόδων από παράνο- µες δραστηριότητες. (16) Οι συµβολαιογράφοι και οι ανεξάρτητοι επαγγελµατίες νοµικοί, όπως ορίζονται από τα κράτη µέλη, θα πρέπει να υπάγονται στις διατάξεις της οδηγίας όταν συµµετέχουν σε χρηµατοοικονοµικές ή εταιρικές συναλλαγές, συµπεριλαµβανοµένης της παροχής φορολογικών συµβουλών, όπου υπάρχει ο µεγαλύτερος κίνδυνος κατάχρησης των υπηρεσιών αυτών των επαγγελµατιών νοµικών για τη νοµιµοποίηση των εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. ( 1 )ΕΕC 251 της 15.8.1997, σ. 1. ( 2 )ΕΕL 351 της 29.12.1998, σ. 1. (17) Ωστόσο, όταν ανεξάρτητα µέλη επαγγελµάτων που παρέχουν νοµικές συµβουλές, και τα οποία αναγνωρίζονται από το νόµο και υπόκεινται σε έλεγχο, όπως οι δικηγόροι, εξακριβώνουν τη νοµική θέση ενός πελάτη ή εκπροσωπούν τον πελάτη σε δίκη, δεν θα ήταν σκόπιµο, βάσει της οδηγίας, να επιβληθεί σε αυτούς τους επαγγελµατίες νοµικούς, για τις συγκεκριµένες δραστηριότητές τους, η υποχρέωση να αναφέρουν τυχόν υπόνοιες για νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. Πρέπει να προβλεφθούν εξαιρέσεις από την υποχρέωση γνωστοποίησης πληροφοριών που αποκτήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια ή µετά από τη δίκη, ή κατά τη διάρκεια της εξακρίβωσης της νοµικής θέσης του πελάτη. Συνεπώς, η παροχή νοµικών συµβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελµατικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νοµικός σύµβουλος συµµετέχει σε δραστηριότητες νοµιµοποίησης παράνοµων εσόδων, εάν οι νοµικές συµβουλές παρέχονται µε σκοπό τη νοµιµοποίηση παράνοµων εσόδων ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης του ζητεί νοµικές συµβουλές προκειµένου να προβεί σε νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. (18) Υπηρεσίες άµεσα συγκρίσιµες πρέπει να αντιµετωπίζονται οµοίως, όταν παρέχονται από επαγγελµατία καλυπτόµενο από την παρούσα οδηγία. Προκειµένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώµατα που θεσπίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων και Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΑ ) και τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσον αφορά τους ελεγκτές, τους εξωτερικούς λογιστές και τους φορολογικούς συµβούλους που, σε ορισµένα κράτη µέλη, δικαιούνται να υπερασπίζονται ή να εκπροσωπούν τον πελάτη τους ενώπιον δικαστηρίου ή να εξακριβώνουν τη νοµική του θέση, οι πληροφορίες που αποκτούν κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις αναφοράς βάσει της οδηγίας. (19) Η οδηγία αναφέρεται αφενός στις «αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες» προς τις οποίες πρέπει να αναφέρονται οι ύποπτες συναλλαγές και, αφετέρου, σε αρχές εξουσιοδοτηµένες βάσει νόµου ή άλλης ρυθµίσεως να εποπτεύουν τα ιδρύµατα, οργανισµούς ή πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία («αρµόδιες αρχές») η οδηγία δεν υποχρεώνει τα κράτη µέλη να συστήνουν τέτοιες «αρµόδιες αρχές» εφόσον δεν υπάρχουν, οι δε δικηγορικοί σύλλογοι ή άλλες αυτορρυθµιζόµενες οργανώσεις ελεύθερων επαγγελ- µατιών δεν περιλαµβάνονται στον όρο «αρµόδιες αρχές». (20) Στην περίπτωση των συµβολαιογράφων και των ανεξάρτητων επαγγελµατιών νοµικών, προκειµένου να ληφθεί δεόντως υπόψη το επαγγελµατικό καθήκον εχεµύθειας που έχουν έναντι των πελατών τους, θα πρέπει να δοθεί στα κράτη µέλη η δυνατότητα να ορίζουν το δικηγορικό σύλλογο ή άλλες αυτορρυθµιζόµενες οργανώσεις ελεύθερων επαγγελµατιών ως τον φορέα, στον οποίο οι επαγγελµατίες αυτοί θα µπορούν να αναφέρουν τις πιθανές περιπτώσεις νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. Οι κανόνες για το χειρισµό των αναφορών αυτών και την ενδεχόµενη διαβίβασή τους στις «αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνο- µες δραστηριότητες» και, γενικότερα, οι κατάλληλες µορφές συνεργασίας µεταξύ των δικηγορικών συλλόγων ή των επαγγελµατικών οργανώσεων και των αρχών αυτών θα πρέπει να καθορίζονται από τα κράτη µέλη, ΕΞΕ ΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ Ο ΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής: 1. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 1 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: Α. Πιστωτικό ίδρυµα : κάθε ίδρυµα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ (*), καθώς και κάθε ευρισκόµενο στην Κοινότητα υποκατάστηµα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, πιστωτικού ιδρύµατος µε έδρα εντός ή εκτός της Κοινότητας.
L 344/78 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 28.12.2001 Β. Χρηµατοδοτικός οργανισµός : 1. κάθε επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυµα, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στη διενέργεια µιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που περιλαµβάνονται στα σηµεία 2 έως 12 και 14 του καταλόγου ο οποίος παρατίθεται στο παράρτηµα Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ. Σ αυτές περιλαµβάνονται και οι δραστηριότητες των ανταλλακτηρίων συναλλάγµατος και των γραφείων έµβασης χρηµάτων, 2. οι ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες έχουν λάβει µόνιµη άδεια λειτουργίας σύµφωνα µε την οδηγία 79/267/ ΕΟΚ (**), εφόσον ασκούν δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία αυτή, 3. οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (***), 4. οι οργανισµοί συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό µέσω της αγοράς µερίδια ή µετοχές τους. Στον ορισµό αυτό του χρηµατοδοτικού οργανισµού εµπίπτουν και τα ευρισκόµενα στην Κοινότητα υποκαταστή- µατα των χρηµατοδοτικών οργανισµών µε έδρα εντός ή εκτός της Κοινότητας. Γ. Νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες : οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούµενες πράξεις: η µετατροπή ή η µεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από παράνοµη δραστηριότητα ή από πράξη συµµετοχής σε παράνοµη δραστηριότητα, µε σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνοµης προέλευσής τους, ή την παροχή συνδροµής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειµένου να αποφύγει τις έννοµες συνέπειες των πράξεών του, η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών µε αυτή δικαιωµάτων, εν γνώσει του ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από παράνοµη δραστηριότητα ή από πράξη συµµετοχής σε παράνοµη δραστηριότητα, η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από παράνοµη δραστηριότητα ή από πράξη συµµετοχής σε παράνοµη δραστηριότητα, η συµµετοχή σε µια από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούµενες περιπτώσεις, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συµβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης. Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που προαναφέρθηκαν, µπορούν να συνάγονται από τις πραγµατικές περιστάσεις. Νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες υπάρχει ακόµη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νοµιµοποίηση περιουσιακά στοιχεία, έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους µέλους ή τρίτης χώρας.. Περιουσία : περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώµατα ή ασώµατα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νοµικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώµατα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Ε. Παράνοµη δραστηριότητα : κάθε είδους παράνοµη ανά- µειξη στην διάπραξη σοβαρού εγκλήµατος, Ως σοβαρά εγκλήµατα λογίζονται τουλάχιστον: οποιοδήποτε από τα αδικήµατα που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της σύµβασης της Βιέννης, οι δραστηριότητες των εγκληµατικών οργανώσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της κοινής δράσης 98/ 733/ ΕΥ (****), η απάτη, τουλάχιστον βαρείας µορφής, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και άρθρο 2 της σύµβασης για την προστασία των οικονοµικών συµφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (*****), η δωροδοκία, αδίκηµα το οποίο µπορεί να αποφέρει ουσιώδεις προσόδους και το οποίο, σύµφωνα µε την ποινική νοµοθεσία του κράτους µέλους, τιµωρείται µε σοβαρή ποινή φυλάκισης. Τα κράτη µέλη, το αργότερο στις 15 εκεµβρίου 2004, τροποποιούν τον ορισµό που προβλέπεται στην παρούσα περίπτωση προκειµένου να ευθυγραµµιστεί ο ορισµός αυτός µε τον ορισµό του σοβαρού εγκλήµατος στην κοινή δράση 98/699/ ΕΥ. Το Συµβούλιο καλεί την Επιτροπή να υποβάλει, το αργότερο στις15 εκεµβρίου 2004, πρόταση οδηγίας για τη σχετική τροποποίηση της παρούσας οδηγίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα κράτη µέλη δύνανται να ορίζουν οποιοδήποτε άλλο αδίκηµα ως εγκλη- µατική δραστηριότητα. ΣΤ. Αρµόδιες αρχές : οι εθνικές αρχές, οι εξουσιοδοτηµένες, βάσει νοµοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, να εποπτεύουν τη δραστηριότητα οποιουδήποτε από τα ιδρύµατα, οργανισµούς ή πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία. (*) EE L 126της 26.5.2000, σ. 1 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2000/28/ΕΚ (EE L 275 της 27.10.2000, σ. 37). (**) EE L 63 της 13.3.1979, σ. 1 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (EE L 168 της 18.7.1995, σ. 7). (***) EE L 141 της 11.6.1993, σ. 27 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (EE L 84 της 26.3.1997, σ. 22). (****) ΕΕ L 351 της 29.12.1998, σ. 1. (*****) ΕΕ C 316της 27.11.1995, σ. 48.» 2. Παρεµβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 2α Τα κράτη µέλη µεριµνούν για την επιβολή των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία στα ακόλουθα ιδρύµατα και οργανισµούς: 1. πιστωτικά ιδρύµατα, όπως ορίζονται στο σηµείο Α του άρθρου 1,
28.12.2001 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 344/79 2. χρηµατοδοτικούς οργανισµούς, όπως ορίζονται στο σηµείο Β του άρθρου 1, καθώς και στα ακόλουθα νοµικά ή φυσικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελµατικών τους δραστηριοτήτων: 3. ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συµβούλους, 4. κτηµατοµεσίτες, 5. συµβολαιογράφους και άλλους ανεξάρτητους επαγγελµατίες νοµικούς, όταν συµµετέχουν είτε: α) βοηθώντας στο σχεδιασµό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά µε: i) την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, ii) τη διαχείριση χρηµάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, iii) το άνοιγµα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασµών, λογαριασµών ταµιευτηρίου ή λογαριασµών τίτλων, iv) την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δηµιουργία, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευµατικών εταιρειών, επιχειρήσεων ή ανάλογων µονάδων, β) είτε ενεργούν εξ ονόµατος και για λογαριασµό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων, 6. εµπόρους αγαθών µεγάλης αξίας, όπως πολύτιµων λίθων ή µετάλλων, ή έργων τέχνης, και εκπλειστηριαστές, όταν η πληρωµή γίνεται τοις µετρητοίς και για ποσό τουλάχιστον 15 000 Ευρώ, 7. καζίνα.» 3. Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 3 1. Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί να απαιτούν από τους πελάτες τους την απόδειξη της ταυτότητάς τους µέσω του κατάλληλου αποδεικτικού εγγράφου, όταν συνάπτουν επιχειρηµατικές σχέσεις, ιδίως, προκει- µένου για ιδρύµατα ή οργανισµούς, κατά το άνοιγµα λογαριασµών καταθέσεων ή ταµιευτηρίου ή κατά την παροχή υπηρεσιών φύλαξης περιουσιακών στοιχείων. 2. Η υποχρέωση απόδειξης της ταυτότητας ισχύει για κάθε συναλλαγή µε πελάτες εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το ποσό της οποίας φθάνει ή υπερβαίνει τα 15 000 Ευρώ, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται µε µία µόνη πράξη ή µε περισσότερες µεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Εάν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά την διενέργεια της συναλλαγής, το οικείο ίδρυµα, οργανισµός ή πρόσωπο προβαίνει σε εξακρίβωση της ταυτότητας µόλις το γνωρίσει και διαπιστώσει ότι φθάνει το κατώτατο όριο. 3. Κατά παρέκκλιση από τις ανωτέρω παραγράφους, δεν απαιτείται η εξακρίβωση της ταυτότητας σε περιπτώσεις ασφαλιστηρίων συµβολαίων που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρείες στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας κατά την έννοια της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 10ης Νοεµβρίου 1992, για το συντονισµό των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής (τρίτη οδηγία σχετικά µε την ασφάλεια ζωής) (*), εφόσον ασκούν δραστηριότητες που υπάγονται στην εν λόγω οδηγία, εάν το ποσό του ή των περιοδικών ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει τα 1 000 Ευρώ ή, στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής, τα 2 500 Ευρώ. Εάν το ή τα περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν ώστε να υπερβούν το όριο των 1 000 Ευρώ, τότε απαιτείται εξακρίβωση ταυτότητας. 4. Τα κράτη µέλη µπορούν να ορίζουν ότι η εξακρίβωση της ταυτότητας δεν είναι υποχρεωτική για συµβόλαια συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται δυνάµει συµβάσεων εργασίας ή επαγγελµατικής δραστηριότητας του ασφαλισµένου, υπό τον όρο ότι τα συµβόλαια αυτά δεν περιλαµβάνουν ρήτρα εξαγοράς ούτε µπορούν να χρησιµεύσουν ως εγγύηση δανείου. 5. Κατά παρέκκλιση από τις ανωτέρω παραγράφους, είναι υποχρεωτική η εξακρίβωση της ταυτότητας όλων των πελατών των καζίνων οι οποίοι αγοράζουν ή πωλούν µάρκες αξίας 1 000 Ευρώ ή πλέον. 6. Σε κάθε περίπτωση, τα καζίνα που τελούν υπό κρατική εποπτεία θεωρείται ότι ανταποκρίνονται στην υποχρέωση εξακρίβωσης της ταυτότητας που ορίζεται στην παρούσα οδηγία, εάν πραγµατοποιούν την καταχώριση και την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών τους ήδη κατά την είσοδό τους στο καζίνο, ανεξάρτητα από το πόσες µάρκες αγοράζουν. 7. Σε περίπτωση αµφιβολίας για το αν οι πελάτες που αναφέρονται στις προηγούµενες παραγράφους ενεργούν για ίδιο λογαριασµό ή σε περίπτωση βεβαιότητας περί του ότι δεν ενεργούν για ίδιο λογαριασµό, τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί λαµβάνουν τα ευλόγως απαιτούµενα µέτρα προκειµένου να συλλέξουν πληροφορίες για την πραγµατική ταυτότητα των προσώπων για λογαριασµό των οποίων ενεργούν οι πελάτες αυτοί. 8. Τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία προβαίνουν στην εν λόγω εξακρίβωση ταυτότητας, ακόµη και αν το ύψος της συναλλαγής είναι κατώτερο από τα καθορισθέντα κατώτερα όρια, αφ ης στιγµής υπάρχει υπόνοια ότι πρόκειται για νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. 9. Τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην εξακρίβωση ταυτότητας που προβλέπει το παρόν άρθρο, όταν ο πελάτης είναι και αυτός πιστωτικό ίδρυµα ή χρηµατοδοτικός οργανισµός που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία ή πιστωτικό ίδρυµα ή χρηµατοδοτικός οργανισµός εγκατεστηµένος σε τρίτη χώρα, η οποία επιβάλει, κατά την άποψη των oικείων κρατών µελών, ισοδύναµες απαιτήσεις µε τις προβλεπόµενες από την παρούσα οδηγία. 10. Τα κράτη µέλη µπορούν να προβλέπουν ότι η υποχρέωση εξακρίβωσης ταυτότητας, όσον αφορά τις συναλλαγές που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, πληρούται όταν διαπιστωθεί ότι η πληρωµή της συναλλαγής πρέπει να χρεωθεί σε λογαριασµό που έχει ανοιχθεί στο όνοµα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυµα που υπάγεται στην παρούσα οδηγία σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παραγράφου 1.
L 344/80 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 28.12.2001 11. Τα κράτη µέλη µεριµνούν οπωσδήποτε ώστε τα ιδρύ- µατα, οι οργανισµοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία να λαµβάνουν τα ειδικά και πρόσφορα µέτρα που είναι αναγκαία για την αντιµετώπιση του αυξηµένου κινδύνου νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, ο οποίος προκύπτει όταν συνάπτονται επιχειρηµατικές σχέσεις ή πραγµατοποιούνται συναλλαγές µε πελάτη, χωρίς τη φυσική του παρουσία για να µπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του ( πράξεις εξ αποστάσεως ). Με τα µέτρα αυτά εξασφαλίζεται η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, π.χ. απαιτώντας πρόσθετα αποδεικτικά πιστοποιητικά, ή συµπληρωµατικά µέτρα για την εξακρίβωση ή πιστοποίηση των υποβληθέντων δικαιολογητικών, ή επιβεβαιωτική πιστοποίηση από ίδρυµα ή οργανισµό που υπάγεται στην παρούσα οδηγία, ή απαιτώντας ότι η πρώτη πληρωµή στα πλαίσια των συναλλαγών πραγµατοποιείται µέσω λογαριασµού, ο οποίος έχει ανοιχθεί επ ονόµατι του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυµα διεπόµενο από την παρούσα οδηγία. Οι διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1, λαµβάνουν ειδικά υπόψη αυτά τα µέτρα. (*) EE L 360 της 9.12.1992, σ. 1 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (EE L 290 της 17.11.2000, σ. 27).» 4. Στα άρθρα 4, 5, 8 και 10 οι λέξεις «τα πιστωτικά ιδρύµατα και οι χρηµατοδοτικοί οργανισµοί» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία». 5. Το άρθρο 6αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 6 1. Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί καθώς και τα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοί τους να συνεργάζονται πλήρως µε τις αρχές τις υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες: α) ενηµερώνοντας τις εν λόγω αρχές, µε δική τους πρωτοβουλία, για κάθε γεγονός που θα µπορούσε να αποτελέσει ένδειξη πράξης νοµιµοποίησης εσόδων από παράνο- µες δραστηριότητες, β) παρέχοντας στις εν λόγω αρχές, τη αιτήσει τους, όλες τις απαιτούµενες πληροφορίες σύµφωνα µε τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρµοστέα νοµοθεσία. 2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διαβιβάζονται στις υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες αρχές του κράτους µέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυµα ή ο οργανισµός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγµατοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί από τα ιδρύµατα, τους οργανισµούς και τα πρόσωπα σύµφωνα µε τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 σηµείο α). 3. Στην περίπτωση των συµβολαιογράφων και των ανεξάρτητων επαγγελµατιών νοµικών που αναφέρονται στο άρθρο 2α σηµείο 5, τα κράτη µέλη µπορούν να ορίσουν ως αρχή που πρέπει να ενηµερωθεί για τα αναφερόµενα στην παράγραφο 1 στοιχείο α) γεγονότα, κατάλληλη αυτορρυθµιζόµενη οργάνωση του οικείου επαγγελµατικού κλάδου. Στην περίπτωση αυτή, ορίζουν τις κατάλληλες µορφές συνεργασίας µεταξύ αυτής της οργάνωσης και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες. Τα κράτη µέλη δεν οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 έναντι των συµβολαιογράφων, των ανεξάρτητων επαγγελµατιών νοµικών, των ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και φορολογικών συµβούλων όσον αφορά τις πληροφορίες που λαµβάνουν από ή σχετικά µε πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση του νοµικού καθεστώτος του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στα πλαίσια ή σχετικά µε κάποια δικαστική διαδικασία, συµπεριλαµβανοµένων των συµβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή σχετικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαµβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή µετά την δικαστική διαδικασία.» 6. Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 7 Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί να αποφεύγουν την εκτέλεση συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται µε νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, προτού ενηµερώσουν τις κατ άρθρο 6αρχές. Οι εν λόγω αρχές µπορούν, υπό τους όρους που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο, να δώσουν εντολή να µην εκτελεστεί η συναλλαγή. Αν υπάρχει υπόνοια ότι η συναλλαγή συνιστά νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, και εφόσον η αποφυγή της είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εµποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόµενη νοµι- µοποίηση εσόδων, τα ενεχόµενα ιδρύµατα, οργανισµοί και πρόσωπα παρέχουν τις απαιτούµενες πληροφορίες αµέσως µετά τη συναλλαγή.» 7. Στο άρθρο 8, το ισχύον κείµενο γίνεται παράγραφος 1 και προστίθεται το ακόλουθο κείµενο: «2. Τα κράτη µέλη δεν υποχρεούνται βάσει της παρούσας οδηγίας να επιβάλλουν την υποχρέωση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στα επαγγέλµατα που αναφέρονται στο άρθρο 6παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.» 8. Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 9 Η καλή τη πίστη γνωστοποίηση στις αρχές, τις υπεύθυνες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, από ίδρυµα ή πρόσωπο που υπάγεται στην παρούσα οδηγία ή από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος αυτών, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συµβατικής ή νοµοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης της ανακοίνωσης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το πιστωτικό ίδρυµα, το πρόσωπο, τα διευθυντικά στελέχη ή τους υπαλλήλους τους.» 9. Στο άρθρο 10, προστίθεται το ακόλουθο κείµενο: «Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε οι εποπτεύουσες αρχές, οι οποίες είναι επιφορτισµένες, βάσει νοµοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, µε την εποπτεία των αγορών µετοχών, συναλλάγµατος και χρηµατοοικονοµικών παραγώγων, να ενηµερώνουν τις αρχές που είναι αρµόδιες για την καταπολέµηση της νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, εάν ανακαλύψουν γεγονότα που θα µπορούσαν να αποτελούν αποδείξεις νοµιµοποίησης εσόδων από τις δραστηριότητες αυτές.»
28.12.2001 EL Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 344/81 10. Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείµενο: «Άρθρο 11 1. Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί : α) Να θεσπίσουν κατάλληλες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας ώστε να προλαµβάνουν και να εµποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται µε τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες β) να λαµβάνουν τα κατάλληλα µέτρα έτσι ώστε οι υπάλληλοί τους να γνωρίζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Τα µέτρα αυτά περιλαµβάνουν τη συµµετοχή των εν λόγω υπαλλήλων σε ειδικά προγράµµατα κατάρτισης, τα οποία τους βοηθούν να εντοπίζουν τις δραστηριότητες που τυχόν συνδέονται µε τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες και τους διδάσκουν να ενεργούν σωστά σε παρόµοιες περιπτώσεις. Όταν φυσικό πρόσωπο εµπίπτον σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2α, σηµεία 3 έως 7, αναλαµβάνει την επαγγελµατική του δραστηριότητα ως υπάλληλος νοµικού προσώπου, οι δυνάµει του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις βαρύνουν το νοµικό πρόσωπο και όχι το φυσικό. 2. Τα κράτη µέλη µεριµνούν ώστε τα ιδρύµατα, οι οργανισµοί να έχουν πρόσβαση σε ενηµερωµένες πληροφορίες σχετικά µε τις πρακτικές των µετερχοµένων τη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες και τις ενδείξεις για τον εντοπισµό υπόπτων συναλλαγών.» 11. Στο άρθρο 12, η φράση «των κατ άρθρο 1 πιστωτικών ιδρυµάτων και χρηµατοδοτικών οργανισµών» αντικαθίσταται από τη φράση «των ιδρυµάτων, οργανισµών και προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α». ΕΟΚ, µε αντικείµενο τα διάφορα θέµατα που αφορούν την εφαρ- µογή της πέµπτης περίπτωσης του άρθρου 1 σηµείο (Ε), το ειδικό καθεστώς των δικηγόρων και άλλων ανεξάρτητων επαγγελ- µατιών νοµικών, την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών σε συναλλαγές εξ αποστάσεως και τις πιθανές συνέπειες για το ηλεκτρονικό εµπόριο. Άρθρο 3 1. Τα κράτη µέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νοµοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συµµορφωθούν µε την παρούσα οδηγία έως τις 15 Ιουνίου 2003 το αργότερο. Πληροφορούν αµέσως την Επιτροπή σχετικά. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη µέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, ή συνοδεύονται από παρόµοια αναφορά κατά την επίσηµη δηµοσίευσή τους. Οι λεπτοµέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη µέλη. 2. Τα κράτη µέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείµενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στο πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει από την ηµέρα της δηµοσίευσής της στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 5 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη µέλη. Βρυξέλλες, 4 εκεµβρίου 2001. Άρθρο 2 Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή προβαίνει σε ειδική εξέταση, στο πλαίσιο της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 91/308/ Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Η Πρόεδρος N. FONTAINE Για το Συµβούλιο Ο Πρόεδρος D. REYNDERS