Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ 1 Μάρτιος 1969. Στους Αμπελοκήπους της Θεσσαλονίκης γεννήθηκε από καθαρή σύμπτωση η Ηλέκτρα. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και ένας ξαφνικός θάνατος, της γιαγιάς Ηλέκτρας, ήταν η αιτία για να έρθει στον κόσμο. Η εγκυμοσύνη και ο θάνατος, θεωρητικά, ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, πλην όμως η γυναίκα, έτσι όπως έτρεχε και δεν έφτανε, χαμπάρι δεν πήρε ότι για άλλη μια φορά ένας σπόρος φύτρωνε στη μήτρα της. Ένας σπόρος μάλιστα πεισματάρικος, που, παρ όλη την ταλαιπωρία, τα τρεχάματα, την ορθοστασία και τα ξενύχτια δίπλα στην άρρωστη, δε γλίστρησε να φύγει, αλλά ρίζωσε γερά και κάρπισε. Η ασθένεια της γιαγιάς, ο θάνατος, η κηδεία και άλλες σκοτούρες δεν επέτρεψαν στη μητέρα της να καταλάβει εγκαίρως ότι είχε γκαστρωθεί κι έτσι να πάει να ρίξει το μωρό στον Καιάδα των λησμονημένων ψυχών εκεί όπου είχε στείλει όλα τα προηγούμενα ανεπιθύμητα έμβρυα, καθώς η λέξη «αντισύλληψη» ήταν άγνωστη στον αμόρφωτο και αδιάφορο σύζυγο. Κάθε τρεις και λίγο η γυναίκα ξεφορτωνόταν κι από ένα μωρό. Πήγαινε μόνη της με το λεωφορείο, έκανε την έκτρωση και επέστρεφε στις καθημερινές της ασχολίες σαν να μην έτρεχε τίποτα. Την πρώτη μέρα ένιωθε μόνο λίγο ζαλισμένη. Ο προκομμένος άλλη δουλειά δεν εί- 9
ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ χε από το να την γκαστρώνει, κι ας μην είχε τη δυνατότητα να θρέψει τα ήδη υπάρχοντα μέλη της φαμίλιας του. Μέσα στην αναστάτωση της αρρώστιας και του χαμού της γιαγιάς, αυτή η εγκυμοσύνη τής ξέφυγε και όταν το κατάλαβε, ήταν πια αργά. Έτσι, το πήρε απόφαση ότι θα έκανε άλλο ένα παιδί, παρά τη μαύρη φτώχεια που τους έδερνε. Έτσι ήταν τυχερό να γίνει. Αυτό έλεγε μια ζωή η κυρία Ευγενία: κάτι ήταν ή δεν ήταν τυχερό να γίνει. Γεννήθηκε λοιπόν με το έτσι θέλω η Ηλέκτρα, το τρίτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας Μάζη. Η πενταμελής φαμίλια ζούσε σε ένα σπίτι που βρισκόταν δίπλα σε ένα γεφυράκι. Από κάτω περνούσε ένας ανοιχτός υπόνομος που βρόμαγε. Το καλοκαίρι, με την κουφόβραση, τους έπνιγε η δυσωδία. Τα κουνούπια, σμήνη ολόκληρα, τους κατατσιμπούσαν. Δεν τολμούσαν να ανοίξουν το στόμα τους για να μην τα χάφτουν. Παρέα με τους ανθρώπους ζούσαν και οι αρουραίοι. Θρεμμένοι σαν γάτες, σουλατσάριζαν ανενόχλητοι και μπαινόβγαιναν στα χαμόσπιτα που ήταν ατάκτως ερριμμένα στη φτωχογειτονιά. Σ αυτή την περιοχή με τις αλάνες, δίπλα στο ρέμα, είχαν αγοράσει φτηνά οικοπεδάκια φτωχοί μεροκαματιάρηδες, που ονειρεύονταν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και χτίζαν όπως όπως το φτωχόσπιτό τους για να βάλουν μέσα την οικογένεια και να γλιτώσουν από το νοίκι. Για οικοδομικές άδειες ούτε λόγος. Ο καθένας έχτιζε όπως του κάπνιζε, κι έτσι άναρχα και χωρίς αισθητική ξεφύτρωναν παντού λογιών λογιών σπίτια, από τριώροφα μέχρι ισόγεια, σχεδόν παραπήγματα. Σαν να μην έφτανε αυτό το απίθανο συνονθύλευμα από κάθε λογής σχέδιο και χρώμα, πιο πάνω υπήρχε και ένας καταυλισμός Τσιγγάνων, που ζούσαν κι αυτοί εκεί, μέσα στη λάσπη. Περνούσες από το δρόμο και έβλεπες 10
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ τις Τσιγγάνες να απλώνουν χρωματιστές κουβέρτες και ρούχα σε κάτι σύρματα που τα χαν για περίφραξη πρόχειρη γύρω από τα τσαντίρια με τις νάιλον σκεπές. Ήταν μια ολόκληρη παρδαλή γειτονιά εκεί στα χωράφια μετά το ρέμα. Τριγύρω εργοστάσια, καπνομάγαζα που μαζεύανε όλη την εργατιά που κυνηγούσε το μεροκάματο. Όλοι βράζανε σε ένα καζάνι, αυτό της ανέχειας. Βρόμαγε το χνότο τους από την πείνα, κακοσουλούπωτοι όλοι τους και φτωχοδιάβολοι. Η γειτονιά κοβόταν στη μέση από το ρέμα. Ένα γεφυράκι ένωνε τις δύο πλευρές και από κάτω αργοκυλούσε ένα γκρι θολό νερό γεμάτο ακαθαρσίες. Σε αυτό το σκατοποταμό παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς. Κάναν βαρκάδα μέσα σε παλιές λεκάνες, ισορροπία σε σωλήνες που περνούσαν πάνω από τα βρόμικα νερά και πολλές φορές κάποια έπεφταν στα βρομόνερα, αλλά τελικά τίποτα δεν πάθαιναν. Είχαν αποκτήσει τέτοια αντισώματα στη βρομιά, που τίποτα δεν τα αρρώσταινε. Σε αυτή τη γειτονιά οι γονείς της Ηλέκτρας, πριν ακόμα γεννηθεί, είχαν αγοράσει ένα οικοπεδάκι, 120 μέτρα όλο κι όλο. Είχαν μαζέψει τα χρήματα με φοβερή στέρηση. Κόβανε την μπουκιά από το στόμα τους, μένανε σε ένα δωμάτιο που νοίκιαζαν, χωρίς ηλεκτρικό και νερό, και δεν είχαν άλλο όνειρο από αυτό. Τα κατάφεραν όμως και σιγά σιγά ρίξανε θεμέλια. Κατοίκησαν πρώτα στο υπόγειο και συνέχισαν να χτίζουν προς τα πάνω το σκελετό, για να κάνουν και διαμέρισμα στον πρώτο όροφο. Αυτό ήταν το όνειρο του κάθε φτωχού: ένα διαμέρισμα. Όταν πρωτομπήκανε στο υπόγειο, στην κυρία Ευγενία φάνηκε ότι είχε μετακομίσει σε παλάτι. Πρώτη φορά στη ζωή της έμενε σε σπίτι με τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. Τέρμα η γκαζόλαμπα και η στάμνα με το νερό. Φτιάξανε και αποχωρητήριο όχι πολυτέλειες, έναν 11
ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ τούρκικο καμπινέ, να αποπατούν χωρίς να χρειάζεται να βγαίνουν στα χωράφια. Ο άντρας της δούλευε οικοδόμος όπου έβρισκε μεροκάματο και σιγά σιγά προχωρούσε και το δικό του σπίτι. Έριξε κολόνες πάνω από το υπόγειο, έκανε ένα μαγαζί για να το νοικιάζει στο ισόγειο και μετά ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο, όλα αυθαίρετα. Το 1957 είχαν φτάσει στη Θεσσαλονίκη από κάποιο χωριό της Φλώρινας, με μοναδική περιουσία ένα μπαούλο και δυο μπόγους ρούχα. Ως το τέλος του 1968, με πολλή δουλειά και φοβερές στερήσεις, κατάφεραν να χτίσουν σπίτι στην Επτάλοφο των Αμπελοκήπων, μια φτωχογειτονιά που τίποτα αξιόλογο δεν είχε, αλλά μέχρι εκεί σήκωνε η τσέπη τους. Σε αυτό το σπίτι της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου την πήγανε την Ηλέκτρα κουκουλωμένη το Μάρτη του 69, με ένα φοβερό κρύο, και σε αυτό το παγωμένο σπίτι θα ζούσε όλα εκείνα τα πολύτιμα παιδικά χρόνια, που άλλα παιδιά τα είχαν ένα θησαυρό στην καρδιά τους κι αυτή προσπαθούσε απλώς να μην τα θυμάται. Εγκαταστήσανε το πολυκαιρισμένο σιδερένιο κρεβατάκι δίπλα στο δικό τους κι έτσι απλά, χωρίς κανένα ενθουσιασμό, ξεκίνησε τη ζωή της το κοριτσάκι. Μεγάλωσε σαν αυτά τα αγριολούλουδα που δεν τα φροντίζει κανείς, αλλά εκείνα, σε πείσμα όλων, ανθίζουν και ομορφαίνουν. Το σπίτι ήταν μισοτελειωμένο περισσότερο με γιαπί έμοιαζε. Άρχισε να χτίζεται στη ζούλα και σιγά σιγά οι Μάζηδες πρόσθεταν δωμάτια και ορόφους, μέχρι που το παρακάνανε, και οι γείτονες, που ως τότε έδειχναν κατανόηση, τους κάρφωσαν στην Πολεοδομία και έμεινε έτσι, σαν του Καραγκιόζη. Ντρεπόταν μια ζωή η Ηλέκτρα να πει πού μένει. Ζήλευε τα καλοβαλμένα σπίτια όπου ζούσαν οι φιλενάδες της. Τα νοικοκυρεμένα, που μοσχομύριζαν καθαριότητα και φρεσκοψημένο φαγητό στο φούρνο. Για- 12
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ τί ακόμα και το φαΐ συχνά δεν τους έφτανε και πολλές φορές το λιμπιζόταν στα ξένα σπίτια, αλλά ντρεπόταν να μιλήσει και άφηνε το στομάχι της να γουργουρίζει και ανελέητα να απαιτεί, μα ποτέ να μην ικανοποιείται. Αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε όσο και όποτε μπορούσε, μια και δεν είχε δικό της δωμάτιο για να μελετά και να κοιμάται τις ώρες που ήθελε. Στο δημοτικό ήταν μέτρια μαθήτρια, αλλά πάντα προσεκτική και επιμελής. Πού να φανταστούν οι δάσκαλοι ότι οι επιδόσεις της βασίζονταν σε ό,τι έπιανε στην τάξη, αφού στο σπίτι ήταν αδύνατο να διαβάσει, με όλες τις αγγαρείες που την έβαζαν να κάνει; Χώρια οι φασαρίες και το ξύλο για ψύλλου πήδημα αν και το περισσότερο το γλίτωνε: αφενός γιατί το έτρωγε η μάνα της, που έμπαινε πάντα στη μέση για να την προφυλάξει, και αφετέρου γιατί η Ηλέκτρα ήταν γρήγορη και, με το που έβλεπε τα πράγματα να αγριεύουν, την κοπανούσε τρέχοντας. Μια φορά, από την τρεχάλα της να φύγει για να σωθεί από τα χέρια του πατέρα της πριν την πιάσει, έφυγε χωρίς παπούτσια κι έτσι ξυπόλυτη βρήκε καταφύγιο στο σπίτι μιας γειτόνισσας που με την κόρη της πήγαιναν μαζί σχολείο. Τη μάζευαν οι καλόκαρδοι άνθρωποι, που είχαν καταλάβει ότι το παιδί κακοπερνούσε στο σπίτι του και του είχαν ανοίξει την πόρτα του δικού τους σπιτιού, για να βρίσκει προστασία κάθε φορά που ξεσπούσε μπόρα. Και αυτό γινόταν τακτικά, ειδικά όταν ο πατέρας δε δούλευε και καθόταν άνεργος στο σπίτι, να του φταίνε όλοι και όλα. Δεν είχε άλλο τρόπο να προστατεύσει τον εαυτό της η μικρή παρά μόνο με το τρέξιμο. Έτσι, μόλις τον Λάμπρο τον έπιαναν τα μπουρίνια του και ήταν η ίδια η αφορμή, έβαζε φτερά στα πόδια και έτρεχε γρήγορα για να γλιτώσει το ξύλο. Άφηνε να περάσει η θύελλα και συνήθως γυρνούσε όταν τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει. 13
ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ Πρώτη φορά έφυγε έτσι τρέχοντας πιτσιρικάκι, στην πέμπτη δημοτικού. Είχε σπάσει κατά λάθος ένα σερβίτσιο τσαγιού της μάνας της. Ο θόρυβος ανησύχησε τον πατέρα της στο μεσημεριανό του ύπνο. Σηκώθηκε με τα σώβρακα και έπεσε πάνω στα συντρίμμια ενός πορσελάνινου σετ τσαγιού, που η Ηλέκτρα το είχε πάρει κρυφά για να παίξει με τις κούκλες της, τάχα για να φτιάξει τσάι. Είδε τον πατέρα της να σκοτεινιάζει και κατάλαβε ότι στο επόμενο λεπτό θα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς της από τη μία γιατί είχε ρημάξει το τσαγιερό και τις κούπες και από την άλλη επειδή είχε το θράσος να τον ξυπνήσει ντάλα μεσημέρι, ενώ ήταν ρητή η εντολή ότι τα μεσημέρια δεν κουνιέται φύλλο: «Κοιμάστε, δεν κοιμάστε, κάθεστε στα κρεβάτια σας και το μουγκώνετε». Μόλις που πρόλαβε και το έβαλε στα πόδια τρομαγμένη. Πήγε όσο πιο μακριά μπορούσε. Χώθηκε σε μια είσοδο πολυκατοικίας και λούφαξε. Γνώρισε δυο παιδιά που μένανε εκεί κοντά, έπαιξε μαζί τους και την ώρα του φαγητού, μια και ήταν στο σπίτι τους, έφαγε κι αυτή δυο μπουκιές, γιατί είχε ψωμολυσσάξει. Το βράδυ, παρόλο που φοβόταν, αποφάσισε να μη γυρίσει στο σπίτι. Ανέβηκε προς τα πάνω τις σκάλες της πολυκατοικίας και βρήκε ένα πλυσταριό. Τρύπωσε εκεί και ψόφια κοιμήθηκε πάνω σε μια στοίβα ασπρόρουχα, που μάλλον ήταν για πλύσιμο. Οι δικοί της κόντεψαν να τρελαθούν από την αγωνία. Είχαν βγει όλοι στους δρόμους και την έψαχναν, αλλά στάθηκε αδύνατο να την εντοπίσουν. Ειδοποιήθηκαν οι συγγενείς και ορισμένοι κατέφθασαν κι άρχισαν να ψάχνουν εναγωνίως μαζί με την οικογένεια. Ειδοποιήθηκε και η Αστυνομία, που δεν έκανε απολύτως τίποτα. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε Νικολούλη και ιδιωτική τηλεόραση αν υπήρχε, κι εκεί θα πήγαιναν. 14
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ Ενώ λοιπόν σήκωσαν γη και ουρανό, η Ηλέκτρα, δέκα τετράγωνα πιο κάτω, είχε ξεχαστεί και ανέμελη έπαιζε μήλα με τους καινούριους φίλους της για δεύτερη μέρα, παμβρόμικη αλλά τρισευτυχισμένη. Είχε αποφασίσει να ζήσει μόνη της. Όσο για φαγητό, έτρωγε από δω κι από κει. Το ίδιο πρωί ένας φούρναρης την είχε κεράσει σταφιδόψωμο μάλλον τη λυπήθηκε, έτσι σαν σπουργίτι που την είδε. Την τρίτη μέρα τελικά, και με τους δικούς της σε κατάσταση παροξυσμού, τη μάνα της να οδύρεται αλλά και τον πατέρα της θανατερά αμίλητο, μια γυναίκα που ανέβηκε το σούρουπο στο πλυσταριό για να πάει κάτι ρούχα τη βρήκε να κοιμάται του καλού καιρού. Τη βούτηξε σαν κάτι να είχε πάρει το αφτί της για ένα κοριτσάκι που είχε εξαφανιστεί και, προσέχοντας μην της φύγει, την πήγε σηκωτή στην Αστυνομία. Οι γονείς ενημερώθηκαν αμέσως, έσπευσαν με την ψυχή στο στόμα, παρέλαβαν την κόρη τους πιο βρόμικη κι από γυφτάκι και από την τρομάρα που είχαν πάρει ξέχασαν και να τη μαλώσουν. Αυτό το περιστατικό δεν ξεχάστηκε ποτέ και ως ένα βαθμό βοήθησε ώστε η Ηλέκτρα να βρει την ησυχία της. Γιατί, μόλις γινόταν κάτι και ορμούσε καταπάνω της ο πατέρας της, η μάνα χωνόταν στη μέση και έλεγε: «Λάμπρο, μην κάνεις έτσι και πάθουμε τα ίδια...» Του θύμιζε κατευθείαν την ευθύνη που θα του καταλόγιζε αν πάθαινε κάτι η θυγατέρα της. Κι εκείνος όμως κατάλαβε ότι αυτό το παιδί δε σήκωνε πολλά πολλά και προσπαθούσε να συγκρατηθεί. Άλλωστε, τις μαγκιές οι κότες τις κάνουν εκεί που περνάνε. Έτσι, η Ηλέκτρα δεν το έσκασε ξανά, αλλά πάντα γύρευε ευκαιρία να ξεπορτίζει για παιχνίδι στις αλάνες. Γενικά, είχε τον αμάζευτο. Ακόμα και στους Τσιγγάνους που έμεναν πάνω από το σπίτι της πήγαινε. Εκείνη δεν την τρόμαζαν οι κουβέντες με τις 15
ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ οποίες απειλούσανε οι μανάδες τα παιδιά τους «Προσέχετε μη σας κλέψει ο γύφτος» και άλλα τέτοια για να μην ξεθαρρεύουν και συγχρωτίζονται με την κατώτερη ξυπόλυτη πιτσιρικαρία στον παρακείμενο καταυλισμό. Τρελαινόταν με την αίσθηση της ελευθερίας. Πετούσε τα παπούτσια της και έτρεχε όλη τη μέρα ξυπόλυτη μαζί με τα Τσιγγανόπουλα. Άκουγε μουσικές άγνωστες στα αφτιά της. Έκανε φιλίες με μια συνομήλική της, τη Σουκριέ, και συνεχώς χόρευαν τσιφτετέλια και πέφτανε μετά κάτω λιγωμένες από τα γέλια με τις πονηριές που λέγανε. H Σουκριέ ήταν πολύ όμορφη, με πράσινα μάτια και κόκκινα μαλλιά σαν τη φωτιά. Και η Ηλέκτρα όμως, με πράσινα μάτια κι αυτή, καστανόξανθη και σταράτη, ειδικά αν την ξερόψηνε ο ήλιος, δεν πήγαινε πίσω. Δεν ξεχώριζε από τα άλλα Τσιγγανάκια έτσι όπως έπαιζαν και κατέληγαν όλα βρόμικα και λασπωμένα. Στο τέλος η μάνα της Σουκριέ τούς έβαζε κατάχαμα και έτρωγαν ό,τι καλό είχε. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο φαγητό η Ηλέκτρα, πάντα πεινούσε. Τα βράδια η κυρα-ευγενία τη φώναζε από το μπαλκόνι να μαζευτεί στο σπίτι κι εκείνη πήγαινε πάντα τρέχοντας. Δεν ήθελε φασαρίες με τον πατέρα της, που είχε πάντα λυμένο το ζωνάρι του για καβγά. Με το παραμικρό φωνές και ξύλο. Στη γειτονιά όλοι τον είχαν καταλάβει και δεν τον χώνευε κανείς. Από λύπη όμως για την ταλαίπωρη μάνα δε μιλούσαν. Την κυρία Ευγενία την αγαπούσαν όλοι και τη συμπονούσαν, έτσι που την έβλεπαν να κάνει χαμαλοδουλειές για να χτίσει σιγά σιγά αυτό το γεφύρι της Άρτας, το σπίτι τους. Δούλευε σαν άντρας κι ακόμα περισσότερο. Γέμιζε την μπετονιέρα με υλικά και έφτιαχνε χαρμάνι για να το ρίξει στο παλιό ανεβατόρ και να το στείλει στους πάνω ορόφους, που χτίζονταν χρόνια και τελειωμό δεν είχαν. Και ενώ ξεπατωνόταν στη δουλειά, πάλι τα άκουγε από τον ανεπρόκοπο. 16
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ «Ρε, κοιμάσαι όρθια! Βόδια ταΐζω;» της φώναζε για πολλοστή φορά. «Σε ένα λεπτό, αμέσως!» απαντούσε εκείνη. «Γρήγορα! Γέμισε την μπετονιέρα, ρίξε τσιμέντο περισσότερο, λίγο ακόμα αμμοχάλικο. Άντε, ξύπνα! Κουνήσου, ζώον!» «Βαρύ είναι το σακί, Λάμπρο μου, η μέση μου πόνεσε. Δεν μπορώ πιο γρήγορα, μη με ζορίζεις», αποκρινόταν ήρεμα η Ευγενία, και με το φτυάρι έριχνε μια δυνατή κοφτή για να ανοίξει στη μέση το σακί και να το αδειάσει στο στόμα της μπετονιέρας, που γύριζε και περίμενε ακόρεστα. Είχε βαρεθεί η μικρή να ακούει τις βρισιές. Παρακαλούσε τη μητέρα της να φύγουν για να σωθούν και να ησυχάσουν. «Μαμά, πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ. Να πιάσουμε ένα σπιτάκι μόνες μας», της έλεγε κάθε τόσο η Ηλέκτρα. Άδικα όμως πήγαιναν όλα τα παρακάλια. «Πουλάκι μου, πού να πάμε; Τι θα τρώμε, πού θα μείνουμε; Τι δουλειά θα βρω να κάνω;» «Μαμά, θα δουλεύω εγώ και θα τρώμε. Θα νοικιάσουμε και σπίτι. Μην ανησυχείς για τίποτα, αρκεί να μη μας βρίζει και να μη μας χτυπάει», έλεγε η κόρη στη μάνα, κι ας ήταν ακόμα μαθήτρια του δημοτικού. Η μητέρα της, μια φοβισμένη και άβουλη γυναίκα, προτίμησε να μείνει εκεί και να τρώει ξύλο μια ζωή παρά να πάρει τα μάτια της και να φύγει. Πού να πάει με τρία στόματα να θρέψει; Δεν είχε δουλειά, ούτε και άνθρωπο να της κοιτάει τα παιδιά για να δουλέψει. Και με τέτοια φτώχεια τι να έκανε; Κάθισε λοιπόν και υπέμενε την κακομεταχείριση χωρίς να μιλάει. Τότε ήταν που η μικρή Ηλέκτρα ορκίστηκε ότι θα σπούδαζε και ότι θα είχε πάντα σπίτι δικό της και δουλειά, για να μην έχει ανάγκη κανέναν. 17
ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑ Το μικρό κορίτσι μεγάλωνε αθόρυβα, προσπαθώντας να αποφεύγει τους καβγάδες. Έτρεχε πρόθυμα σε ό,τι δουλειές την έστελναν, για να βοηθάει τη μητέρα της, αλλά και γιατί έτρεμε τον πατέρα της. Αυτός δεν το είχε σε τίποτα να τη βουτήξει και να τη σαπίσει στο ξύλο έτσι στα καλά καθούμενα. Όπως συνέβη ένα βράδυ που η ώρα είχε περάσει κι εκείνη είχε πια νυστάξει. Η Ηλέκτρα και οι γονείς της ήταν αραγμένοι στο δωμάτιο που ονόμαζαν καθημερινό. Εκεί μαζεύονταν για να φάνε, να πιουν, να δουν τηλεόραση ή απλώς να καθίσουν, κι εκεί κοιμόταν η Ηλέκτρα και τα αδέρφια της. Εκείνο το βράδυ λοιπόν τα βλέφαρά της είχαν βαρύνει. Είπε τότε στον πατέρα της: «Πατέρα, άντε να πας στο δωμάτιό σου, να κλείσουμε την τηλεόραση. Θέλω να κοιμηθώ. Πώς θα σηκωθώ το πρωί για το σχολείο;» Αντί για απάντηση, εκείνος άφησε μια βροντερή κλανιά. Το δωμάτιο βρόμισε κι αυτός ακούνητος, ξαπλωμένος στο ντιβάνι της Ηλέκτρας. «Έλα, σήκω να πάμε για ύπνο», είπε διστακτικά και η μάνα. Ο αφέντης του σπιτιού ξανάκλασε και ρεύτηκε συγχρόνως. «Ε, σήκω πια!» είπε ξανά η Ηλέκτρα, λίγο πιο έντονα. «Κλείσανε τα μάτια μου! Στο σχολείο θα κουτουλάω αύριο!» Σηκώθηκε και η μάνα και έπιασε να τραβάει τον Λάμπρο για να πάνε μέσα για ύπνο. Αλλά εκείνος μάλλον είχε όρεξη για καβγά κι άρχισε να βρίζει. «Γέμισε πουτάνες το σπίτι μου! Σιγά μη μου πείτε πότε θα πάω για ύπνο! Άχρηστες! Παλιοθήλυκα!» Δεν άντεξε η Ηλέκτρα. «Το βρομόστομά σου το βαρεθήκαμε! Τ ανοίγεις και βγαίνει βόθρος! Κλείσ το πια, βούλωσέ το!» 18