ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ) 1. Οι μετοχές διακρίνονται σε: (α) ονομαστικές και ανώνυμες (β) προνομιούχες και κοινές (γ) σε αυτές που ενσωματώνουν δικαίωμα ψήφου και αυτές που δεν ενσωματώνουν δικαίωμα ψήφου 2. Μέλη στις αγορές του Χ.Α. μπορούν να είναι: (α) ΑΕΠΕΥ και ΑΕΔΑΚ (β) ΑΕΠΕΥ, ΑΕΔΑΚ και ΑΕΕΧ (γ) ΑΕΠΕΥ και πιστωτικά ιδρύματα (δ) ΑΕΠΕΥ, πιστωτικά ιδρύματα και ΑΕΔΑΚ 3. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ΑΕΠΕΥ που κατέχουν σχετική άδεια μπορεί να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών σε κινητές αξίες μέσω: (α) μόνο υπαλλήλων τους που είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ (β) υπαλλήλων τους που κατέχουν πιστοποίηση επαγγελματικής επάρκειας (γ) μέσω υπαλλήλων τους γενικά (δ) κανένα από τα παραπάνω 4. Η χορήγηση άδειας λειτουργίας Οργανωμένης Αγοράς προϋποθέτει, μεταξύ άλλων: (α) άδεια από το ΧΑ (β) άδεια από το ΧΑ και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (γ) την ύπαρξη τουλάχιστον ενός ειδικού διαπραγματευτή (δ) την ύπαρξη μηχανισμών που να εξασφαλίζουν τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συνεπειών από σύγκρουση συμφερόντων 5. Μέτοχος ο οποίος, λόγω αγοράς μετοχών ενός εκδότη, υπερβαίνει το 10%, 15%, 20%, 25% 1/3, 50% ή 2/3 των δικαιωμάτων ψήφου στον εκδότη υποχρεούται να: (α) ενημερώσει την οργανωμένη αγορά η οποία οφείλει να ενημερώσει το επενδυτικό κοινό (β) ενημερώσει τον εκδότη (γ) ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθώς τον εκδότη ο οποίος με τη σειρά του οφείλει να ενημερώσει το επενδυτικό κοινό (δ) ενημερώσει τον εκδότη, την οργανωμένη αγορά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. 6. Ο εκδότης που παραλαμβάνει γνωστοποίηση μεταβολής σημαντικής συμμετοχής μετόχου (αύξηση ή μείωση πέραν του 5%, 10%, 15%, 20%, 25% 1/3, 50% ή 2/3 των δικαιωμάτων ψήφου) οφείλει να τη δημοσιοποιήσει: (α) στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδικτυακό του τόπο (β) σε έντυπα μέσα ενημέρωσης (γ) σε ειδικό έντυπο που εκδίδει και διανέμει στους επενδυτές (δ) σε όποια έντυπα εκάστοτε ορίζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. 7. Οι εκδότες εισηγμένων μετοχών δημοσιεύουν τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις για το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο κάθε οικονομικής χρήσης: (α) προαιρετικά (β) υποχρεωτικά εάν εφαρμόζουν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (γ) οι οποίες πρέπει να είναι ελεγμένες από ορκωτό εκλεκτή λογιστή (δ) οι οποίες δεν απαιτείται να είναι ελεγμένες από ορκωτό ελεγκτή λογιστή 8. Το «έγγραφο αναφοράς» του ενημερωτικού δελτίου περιέχει, μεταξύ άλλων πληροφορίες για: (α) την επιχειρηματική δραστηριότητα του εκδότη (β) τις κινητές αξίες (γ) τη διαδικασία κατανομής των κινητών αξιών (δ) τον τρόπο προσδιορισμού της τιμής διάθεσης των κινητών αξιών 9. Απαιτείται η έκδοση ενημερωτικού δελτίου όταν: (α) το ζητά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Σελίδα 1 από 6
(β) γίνεται δημόσια προσφορά μετοχών στο επενδυτικό κοινό, (γ) εκδίδονται μετοχές προς αντικατάσταση μετοχών της ίδιας κατηγορίας, που είναι ήδη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά εφόσον η έκδοσή τους δεν συνεπάγεται αύξηση του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (δ) οι μετοχές προσφέρονται στο πλαίσιο δημόσιας πρότασης με ανταλλαγή 10. Ο εκδότης που προβαίνει σε δημόσια προσφορά μετοχών του οφείλει εκ του νόμου να αποζημιώσει, για τη ζημία που υπέστησαν λόγω ελλείψεων του ενημερωτικού δελτίου: (α) τους επενδυτές που απέκτησαν τις μετοχές αυτές κατά τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν τη δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου (β) τους επενδυτές που απέκτησαν τις μετοχές αυτές κατά τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν τη δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου και το σύμβουλο που συνέταξε το ενημερωτικό δελτίο (γ) το σύμβουλο που συνέταξε το ενημερωτικό δελτίο (δ) το σύμβουλο που συνέταξε το ενημερωτικό δελτίο και τον ανάδοχο 11. Το ενημερωτικό δελτίο αποτελείται: (α) από το «περιληπτικό σημείωμα» και το «έγγραφο αναφοράς» (β) υποχρεωτικά από χωριστά έγγραφα και συγκεκριμένα από το «περιληπτικό σημείωμα», το «σημείωμα κινητών αξιών» και το «έγγραφο αναφοράς» (γ) από τρία μέρη ή από χωριστά έγγραφα και συγκεκριμένα από το «περιληπτικό σημείωμα», το «σημείωμα κινητών αξιών» και το «έγγραφο αναφοράς» (δ) από το «σημείωμα κινητών αξιών» και το «έγγραφο αναφοράς» 12. Ποιοι από τους παρακάτω επενδυτές δεν είναι επαγγελματίες πελάτες: (α) πιστωτικά ιδρύματα (β) ασφαλιστικές επιχειρήσεις (γ) συνταξιοδοτικά ταμεία (δ) κανένας από τους παραπάνω 13. Η αξιολόγηση της συμβατότητας αφορά στη: (α) λήψη και διαβίβαση εντολών και την παροχή επενδυτικών συμβουλών (β) παροχή επενδυτικών συμβουλών και διαχείριση χαρτοφυλακίων επενδυτών (γ) λήψη και διαβίβαση εντολών και εκτέλεση εντολών πελατών (δ) παροχή επενδυτικών υπηρεσιών γενικά 14. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα δεν χρειάζεται να έχουν προβεί σε έλεγχο συμβατότητας εάν η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη και ο πελάτης έχει ενημερωθεί σχετικά εφόσον: (α) παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία της εκτέλεσης εντολών ή της παροχής επενδυτικών συμβουλών επί μετοχών, ομολόγων ή μεριδίων ΟΣΕΚΑ (β) παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών ή της εκτέλεσης εντολών πελατών επί μετοχών, ομολόγων ή μεριδίων ΟΣΕΚΑ (γ) παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών ή της εκτέλεσης εντολών πελατών μόνο επί κινητών αξιών και παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων (δ) δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στη σύμβαση με τον πελάτη 15. Ποια από τα ακόλουθα δεν είναι παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα; (α) το συμβόλαιο δικαιωμάτων προαίρεσης (β) το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης (γ) η σύμβαση ανταλλαγής (swap) (δ) τα μέσα χρηματαγοράς 16. Ποια από τα ακόλουθα ισχύουν για την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και την χρηματοοικονομική ανάλυση; (α) είναι επενδυτική υπηρεσία (β) είναι παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία (γ) είναι παρεπόμενη επενδυτική υπηρεσία ως επιτρέπεται η παροχή της μόνο από ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα (δ) κανένα από τα παραπάνω Page 2 of 6
17. Κατά τη διενέργεια συναλλαγών ο ιδιώτης πελάτης: (α) μπορεί να ζητήσει υψηλότερη προστασία από τον επαγγελματία πελάτη (β) λαμβάνει αυτοδικαίως υψηλότερη προστασία από τον επαγγελματία πελάτη (γ) λαμβάνει υψηλότερη προστασία από τον επαγγελματία πελάτη μόνο εφόσον έχει υπογράψει σχετική σύμβαση (δ) δεν δικαιούται υψηλότερης προστασίας από τον επαγγελματία πελάτη 18. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν άδεια κατοχής χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών οφείλουν να: (α) λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας (β) αποτρέπουν τη χρήση των μέσων αυτών για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν έχουν συγκατάθεση του πελάτη (γ) έχουν άδεια να παρέχουν την υπηρεσία της φύλαξης και διοικητικής διαχείρισης χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών 19. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την πολιτική της «βέλτιστης εκτέλεσης» (best execution) εντολών που καταρτίζουν για: (α) ιδιώτες και για επαγγελματίες πελάτες (β) ιδιώτες πελάτες (γ) επαγγελματίες πελάτες (δ) ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους 20. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναθέτουν σε τρίτον επιχειρησιακές λειτουργίες: (α) σε περιοδική μόνο βάση (β) σε συνεχή βάση (γ) σε συνεχή βάση εφόσον έχουν λάβει μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης επιδείνωσης του λειτουργικού κινδύνου (δ) σε καμία περίπτωση 21. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι: (α) ενεργούν για λογαριασμό μίας ή περισσοτέρων ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικού ιδρύματος (β) ενεργούν υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη της ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό της οποίας ενεργεί (γ) επιτρέπεται να κατέχουν χρηματοπιστωτικά και χρήματα μέσα πελατών (δ) ενεργούν αυτόνομα από την ΑΕΠΕΥ που αντιπροσωπεύουν 22. Ποια από τις παρακάτω πρακτικές δεν συνιστά χειραγώγηση αγοράς; (α) η συμπεριφορά, που οδηγεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της προσφοράς ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο τεχνητό προσδιορισμό της τιμής πώλησης (β) η αγορά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την περίοδο διαμόρφωσης της τιμής κλεισίματος της αγοράς με αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει της τιμής αυτής (γ) η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών από μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιριών, μέσω των ετήσιων ή περιοδικών οικονομικών καταστάσεων, των ενημερωτικών δελτίων, ή άλλων δημοσιευμάτων (δ) η εισαγωγή ανοικτών εντολών αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων ανεξαρτήτως μεγέθους 23. Ο βαθμός στον οποίο δίδονται εντολές ή διενεργούνται συναλλαγές κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο υπολογίζονται οι τιμές αναφοράς, οι τιμές εκκαθάρισης και οι αποτιμήσεις, συνιστά ένδειξη χειραγώγησης της αγοράς: (α) εάν οι εντολές ή συναλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή τον επηρεασμό των τιμών αναφοράς, ή εκκαθάρισης ή των αποτιμήσεων κατ επανάληψη (β) ασχέτως εάν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή τον επηρεασμό των τιμών αναφοράς, ή εκκαθάρισης ή των αποτιμήσεων κατ επανάληψη (γ) εάν αυτός που έδωσε τις εντολές ή διενήργησε τις συναλλαγές είχε πρόθεση να χειραγωγήσει την αγορά, ασχέτως εάν απεκόμισε κέρδος από αυτή τη συμπεριφορά (δ) εάν αυτός που έδωσε τις εντολές ή διενήργησε τις συναλλαγές απεκόμισε κέρδος από τις συγκεκριμένες συναλλαγές. Page 3 of 6
24. Ο εσωτερικός έλεγχος ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικού ιδρύματος οφείλει να ελέγχει σε καθημερινή βάση τις συναλλαγές που εκτέλεσε η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα, στο πλαίσιο αποτροπής πρακτικών κατάχρησης αγοράς: (α) εάν λάβει σχετική εντολή από το τμήμα συναλλαγών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος (β) σε περίπτωση που δεν προβαίνει σε καταγραφή των εντολών πελατών που δίδονται τηλεφωνικά (γ) σε καμία περίπτωση (δ) εάν αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών επί της σχετικής μετοχής 25. Το στέλεχος του μέλους οργανωμένης αγοράς που αναλαμβάνει να εκτελέσει εντολή πελάτη για αγορά μετοχών: (α) δεν επιτρέπεται να γνωστοποιήσει σε τρίτον την πληροφορία αυτή ή να ενεργήσει βάσει αυτής (β) μπορεί να γνωστοποιήσει την πληροφορία αυτή μόνο στο τμήμα διαχείρισης χαρτοφυλακίων πελατών (γ) μπορεί να γνωστοποιήσει την πληροφορία αυτή σε πελάτη της εταιρίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης θα την τηρήσει εμπιστευτική (δ) δεν έχει καμία υποχρέωση να τηρήσει εμπιστευτική την πληροφορία αυτή. 26. Ως χειραγώγηση αγοράς νοείται η διενέργεια συναλλαγών με τις οποίες: (α) δίδονται ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου (β) δίδονται ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες για τη ζήτηση ή την προσφορά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου (γ) διαμορφώνεται η τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε τεχνητό επίπεδο 27. Δεν θεωρείται εκμετάλλευση προνομιακής πληροφορίας: (α) η ενημέρωση από τον κάτοχο πληροφορίας, που είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου εκδότη, ενός φίλου του για την αγορά μετοχών (β) η εντολή για τη διενέργεια συναλλαγής, βάσει της πληροφορίας, εάν δεν ολοκληρώθηκε η συναλλαγή (γ) η συναλλαγή που ολοκληρώθηκε από τον κάτοχο της προνομιακής πληροφορίας η οποία όμως του επέφερε ζημία (δ) η διενέργεια συναλλαγών επί τη βάσει της πληροφορίας, εάν προηγουμένως η πληροφορία έχει δημοσιευθεί από τον εκδότη. 28. Μια πληροφορία δεν θεωρείται προνομιακή, εφόσον: (α) δεν είναι συγκεκριμένη (β) δεν έχει δημοσιοποιηθεί (γ) αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν εκδότη ή μία μετοχή μόνο (δ) η δημοσιοποίησή της θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή της μετοχής που αφορά 29. Μια εταιρία με μετοχές εισηγμένες στο ΧΑ δεν υποχρεούται να δημοσιοποιήσει μια προνομιακή πληροφορία εάν: (α) δεν αφορά άμεσα την εταιρία (β) δεν την έχει δημοσιοποιήσει μεν αλλά τα στελέχη της έχουν ενημερώσει όλους τους υπαλλήλους της εταιρίας (γ) η πληροφορία έχει διαρρεύσει στον τύπο από ανώνυμες πηγές (δ) η ίδια η εταιρία δεν προβαίνει σε αγορά ιδίων μετοχών 30. Μια εταιρία με μετοχές εισηγμένες στο ΧΑ μπορεί να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας που την αφορά άμεσα και να μην τη δημοσιοποιήσει αμέσως εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και: (α) έχει ενημερώσει προηγουμένως το ΧΑ (β) έχει ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αλλά και έχει δημιουργήσει (i) στεγανά πληροφόρησης, (ii) έχει συντάξει συμβάσεις εμπιστευτικότητας με όσους έχουν πρόσβαση στην προνομιακή πληροφορία και (iii) τους έχει ενημερώσει για τις απειλούμενες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης εμπιστευτικότητας (γ) κρίνει ότι το επενδυτικό κοινό έχει ενημερωθεί επαρκώς από ανώνυμα δημοσιεύματα των εφημερίδων (δ) έχει δημιουργήσει (i) στεγανά πληροφόρησης, (ii) έχει συντάξει συμβάσεις εμπιστευτικότητας με όσους έχουν πρόσβαση στην προνομιακή πληροφορία και (iii) τους έχει ενημερώσει για τις απειλούμενες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης εμπιστευτικότητας. Page 4 of 6
31. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα δεν οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας έναντι ξεπλύματος χρήματος ως προς τον πελάτη: (α) πριν τροποποιήσουν τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (β) όταν διενεργούν συναλλαγές αξίας τουλάχιστον 15.000 (γ) όταν διενεργούν συναλλαγές αξίας μικρότερης 15.000 (δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια των ιστορικών δεδομένων που έχουν συγκεντρωθεί 32. Στο πλαίσιο παροχής πίστωσης προς πελάτες (margin account) για αγορά μετοχών: (α) το περιθώριο ορίζεται ως η τρέχουσα αξία χαρτοφυλακίου ασφάλειας πλέον το χρεωστικό υπόλοιπο (β) το περιθώριο ορίζεται ως η τρέχουσα αξία χαρτοφυλακίου ασφάλειας μείον το χρεωστικό υπόλοιπο (γ) η τρέχουσα αξία χαρτοφυλακίου ασφάλειας είναι το γινόμενο του περιθώριο επί το χρεωστικό υπόλοιπο (δ) η τρέχουσα αξία χαρτοφυλακίου ασφάλειας είναι το χρεωστικό υπόλοιπο μείον το περιθώριο 33. Οι ΑΕΕΔ μπορούν να παρέχουν τις ακόλουθες επενδυτικές υπηρεσίες: (α) λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών επί κινητών αξιών και μεριδίων ΟΣΕΚΑ (β) λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών και παροχή επενδυτικών συμβουλών επί κινητών αξιών και μεριδίων ΟΣΕΚΑ (γ) λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών επί χρηματοπιστωτικών μέσων γενικά (δ) λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών και παροχή επενδυτικών συμβουλών επί χρηματοπιστωτικών μέσων γενικά 34. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στον πελάτη τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων: (α) σε κάθε περίπτωση (β) μόνο εφόσον οι σχετικές οργανωτικές ή διοικητικές τους ρυθμίσεις δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών (γ) μόνο εφόσον δεν τις έχει επιλύσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (δ) μόνο εφόσον αυτές συνιστούν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ίδιων των πελατών 35. Για την απόκτηση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων απαιτείται: (α) γραπτή αίτηση προς την εταιρία διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων. (β) η αποδοχή του κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου (γ) η ολοσχερής καταβολή στο θεματοφύλακα της αξίας των μεριδίων σε μετρητά 36. Το Επικουρικό Κεφάλαιο συστήθηκε με σκοπό την άμεση κάλυψη: (α) των οφειλών προς μέλος Χ.Α. που προκύπτουν από τη μη εμπρόθεσμη εκκαθάριση των συναλλαγών λόγω της μη εμπρόθεσμης παράδοσης των οφειλόμενων τίτλων ή μετρητών. (β) των επενδυτών λόγω χρεοκοπίας ΑΕΠΕΥ. (γ) των οφειλών προς τα μέλη Χ.Α. από τη μη παράδοση των οφειλομένων μετρητών. (δ) των επενδυτών λόγω αναστολής διαπραγμάτευσης των μετοχών στο Χ.Α. 37. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν, στο πλαίσιο της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, να κατατάσσουν τους πελάτες τους σε κατηγορίες κινδύνου ώστε: (α) να εγκρίνουν εκ των προτέρων τις συναλλαγές των πελατών που έχουν καταταγεί στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (β) να ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίστοιχα (γ) να πληροφορούν τους πελάτες για συναλλαγές τους που χαρακτηρίζονται ως ύποπτες για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (δ) να μπορούν να παρακολουθούν με αυξημένη προσοχή τις συναλλαγές των πελατών που έχουν καταταγεί στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου στο πλαίσιο της παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο (risk based approach) 38. Ποιες από τις παρακάτω δεν συνιστούν ενδείξεις ότι συγκεκριμένη συναλλαγή είναι ύποπτη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες; (α) η πληρωμή μεγάλων ποσών σε μετρητά ή επιταγές. (β) η άρνηση του πελάτη να έχει προσωπικές επαφές με την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα. (γ) το αίτημα του πελάτη για μεταφορά χρηματικών ποσών σε λογαριασμούς άλλων πελατών με τους οποίους δεν συνδέεται με επαγγελματικούς ή συγγενικούς δεσμούς. (δ) τίποτε από τα παραπάνω Page 5 of 6
39. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να γνωρίζουν τον τελικό δικαιούχο (beneficial owner) κάθε λογαριασμού που ανοίγουν (α) σε κάθε περίπτωση (β) μόνο εάν το ζητήσει η μονάδα κανονιστικής συμμόρφωσης (τράπεζες) ή ο υπεύθυνος συμμόρφωσης (ΕΠΕΥ) (γ) σε καμία περίπτωση (δ) εάν διενεργεί συναλλαγές που χαρακτηρίζονται ύποπτες για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 40. Το πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών δεν συνιστά κατάχρηση αγοράς (safe harbour): (α) εάν αποσκοπεί αποκλειστικά στη μείωση του κεφαλαίου της εταιρίας, ή στην εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τίτλους ανταλλάξιμους σε μετοχικούς ή στη διάθεση μετοχών στο προσωπικό (β) εάν ο αριθμός των ιδίων μετοχών που αγοράζονται κάθε μέρα δεν υπερβαίνει το 50% της μέσης ημερήσιας συναλλακτικής δραστηριότητας (ημερήσιος όγκος) της συγκεκριμένης μετοχής κατά τον προηγούμενο μήνα (γ) εάν γίνεται για στήριξη της τιμής μετοχής (δ) σε καμία περίπτωση Page 6 of 6