ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ"

Transcript

1 ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΙΡΗΝΗΣ Ι. ΠΕΤΡΑΚΗ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ (ΒΑΤΤΑΡΙΣΜΟΣ) ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΘΗΝΑ 2018

2 Περίληψη Εισαγωγή: Ο τραυλισμός στην προσχολική ηλικία αποτελεί μία σύνθετη και πολυδιάστατη νευροαναπτυξιακή διαταραχή που σχετίζεται με την παραγωγή της ομιλίας, επηρεάζεται από βιολογικούς, περιβαλλοντικούς, γλωσσικούς και συναισθηματικούς παράγοντες και συχνά συνυπάρχει με την ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας. Υπάρχει μία υποκατηγορία παιδιών που παρουσιάζουν ταυτόχρονα δυσκολία στη ροή της ομιλίας καθώς και δυσκολία σε άλλους τομείς του λόγου και της ομιλίας όπως στη φωνολογία, τη σημασιολογία και τη σύνταξη. Μεθοδολογία: Η παρούσα μελέτη έχει ως γενικό σκοπό τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στον τραυλισμό και την ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας στην προσχολική ηλικία. Το δείγμα της παρούσας μελέτης αποτελούνταν από τρεις ομάδες: την ομάδα με τραυλισμό (Τ) (Ν=20), την ομάδα με τραυλισμό και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (Τ/ΕΑΔ) (Ν=21) και την ομάδα με ειδική αναπτυξιακή διαταραχή στο λόγο και την ομιλία (ΕΑΔ) (Ν=25). Οι ηλικίες των παιδιών του δείγματος κυμαίνονταν από 4;0-6;0 ετών (Τ: Μ.Η.: 5;1 έτη, ΤΑ=0,6 έτη) (Τ/ΕΑΔ: Μ.Η. 4;9 έτη, ΤΑ=0,7 έτη) (ΕΑΔ: Μ.Η.: 5,0 έτη, ΤΑ=0,7 έτη). Αποτελέσματα: Τα παιδιά με Τ και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ παρουσίαζαν την ίδια σοβαρότητα και τα ίδια χαρακτηριστικά αναφορικά με τον τραυλισμό τους. Ως προς το λόγο και την ομιλία, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ και τα παιδιά με ΕΑΔ παρουσίαζαν ελλείμματα μόνο στον τομέα της φωνολογίας. Το προφίλ των παιδιών με Τ και αυτό των παιδιών με Τ/ΕΑΔ διέφερε ως προς το ιστορικό, την αιτιολογία και την έκβαση των δυσκολιών. Τα παιδιά με Τ φάνηκε να καταφέρνουν να ξεπερνούν τον τραυλισμό τους ευκολότερα με λογοθεραπεία συγκριτικά με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Τέλος, δεν 2

3 υπήρξαν διαφορές ως προς την έκβαση των δυσκολιών αναφορικά με το φύλο μεταξύ των παιδιών με Τ και των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Συζήτηση: Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι υπάρχει μία υποκατηγορία παιδιών προσχολικής ηλικίας που αντιμετωπίζει τόσο τραυλισμό όσο και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας με κυριότερες δυσκολίες στον τομέα της φωνολογίας αλλά το συγκεκριμένο θέμα χρειάζεται να διερευνηθεί περισσότερο. Ενώ η σοβαρότητα και τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού φαίνεται να ομοιάζουν ανάμεσα στα παιδιά με τραυλισμό και στα παιδιά με τραυλισμό και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας, το ιστορικό, η αιτιολογία, η συννοσηρότητα με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές και η έκβαση φαίνεται να διαφέρουν. Σε επίπεδο πρόληψης, αξιολόγησης, παρέμβασης και έρευνας θα πρέπει να προσεγγίζονται διαφορετικά τα παιδιά μόνο με τραυλισμό και τα παιδιά με τραυλισμό και συνοδές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία. 3

4 Stuttering (stammering) and specific developmental disorder of speech and language in preschool-age children Abstract Introduction: Stuttering in preschool age comprises a complex and multidimensional neurodevelopmental disorder which is related to speech production, is affected by biological, environmental, speech/language and emotional factors and often coexists with specific developmental speech and/or language disorders. There is a subgroup of children whose difficulties in fluency co-occur with difficulties in other speech and language domains, such as in phonology, semantics and syntax. Methods: The aim of the present research study is to investigate the relationship between stuttering and specific developmental speech and/or language disorder in the preschool age. The participants were divided into three groups: the group with stuttering (S) (n=20), the group with stuttering and specific developmental speech and/or language disorder (S/SDSLD) (n=21) and the group with specific developmental speech and/or language disorder (SDSLD) (n=25). Their ages ranged from 4- to 6-years old (S: Mean age: 5;1, SD=0,6 years) (S/SDSLD: Mean age: 4;9, SD=0,7 years) (SDSLD: Mean age: 5;0, SD=0,7 years). Results: Children with S only and S/SDSLD presented the same stuttering severity and characteristics. Regarding their speech and language, children with S/SDSLD and children with SDSLD presented deficits only in the domain of phonology. The profile of children with S and that of children with S/SDSLD was different in relation to their case history, the aetiology and the outcome of their difficulties. Children with S appeared to overcome their stuttering easier with speech and language therapy in 4

5 comparison to children with S/SDSLD. Finally, there were no differences between children with S and S/SDSLD regarding the outcome of their difficulties as far as sex is concerned. Discussion: Literature mentions that there seems to be a subgroup of children in preschool age who face not only stuttering but also specific developmental speech and/or language disorder with main difficulties in the domain of phonology but this specific subject needs further investigation. Although the stuttering severity and characteristics between children with stuttering and children with stuttering and specific developmental speech and/or language disorder appears to be the same, the case history, the aetiology, the co-occurrence with other developmental disorders and the outcome appear to be different. At the prevention, assessment, intervention and research level, children with stuttering and children with stuttering and concomitant speech and/or language disorders should be approached differently. 5

6 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ..2 ABSTRACT...4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ..15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Βιβλιογραφική Ανασκόπηση Λόγος, ομιλία, επικοινωνία και τραυλισμός Ευχέρεια/φυσιολογική ροή Επίπεδα και συστήματα της ομιλίας Φυσιολογική δυσχέρεια Τραυλισμός: πρωτογενείς και δευτερογενείς συμπεριφορές Σύγχρονες διαστάσεις του τραυλισμού Παλαιότερες διαστάσεις του τραυλισμού: Οργανική αιτιολογία Αιτιολογία βασιζόμενη στον ακροατή Ψυχοπαθογενής αιτιολογία Ψυχοκοινωνική αιτιολογία Αιτιολογία μάθησης Η οπτική του ομιλητή Ταξινόμηση τραυλισμού Διεθνή ταξινομητικά συστήματα και τραυλισμός..32 6

7 1.10 Υπότυποι τραυλισμού Βασικά ευρήματα για τον τραυλισμό: Έναρξη Επιπολασμός Επίπτωση Φύλο Κληρονομισημότητα Ηλικία Γεωγραφική περιοχή, φυλή και κουλτούρα Διγλωσσία Φυσική ίαση/ίαση χωρίς θεραπεία Παράγοντες επικινδυνότητας: παροδικός και επίμονος τραυλισμός: Οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού Φύλο Ηλικία έναρξης Χρονική περίοδος από την έναρξη του τραυλισμού Αλλαγή στη συμπτωματολογία του τραυλισμού με την πάροδο του χρόνου Φωνολογικές δεξιότητες Γλωσσικές δεξιότητες Σοβαρότητα τραυλισμού Άλλοι παράγοντες που συνδέονται με τον τραυλισμό Αιτιολογικοί παράγοντες: Βιολογικοί παράγοντες: Α) Κληρονομικοί/γενετικοί παράγοντες Β) Εγγενείς και πρώιμοι παιδικοί παράγοντες

8 1.13.1Γ) Εγκεφαλική δομή και λειτουργία Δ) Αισθητηριακή και κινητική επίδοση Γλωσσικοί παράγοντες Συναισθηματικοί παράγοντες Αναπτυξιακοί παράγοντες: Α) Φυσική ανάπτυξη Β) Γνωστική ανάπτυξη Γ) Κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη Δ) Γλωσσική ανάπτυξη..65 Έναρξη του τραυλισμού.65 Καθυστέρηση ή διαταραχή στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας Περιβαλλοντικοί παράγοντες..67 Γονείς..67 Περιβάλλον λόγου και ομιλίας...68 Γεγονότα ζωής Θεωρίες για τον τραυλισμό: Τραυλισμός και διαταραχή στην οργάνωση του εγκεφάλου Τραυλισμός και ασυγχρονισμός Τραυλισμός και μειωμένη ικανότητα εσωτερικών μοντέλων Τραυλισμός και γλωσσική παραγωγή Τραυλισμός ως τρόμος Η διαγνωσογενής θεωρία Η επικοινωνιακή αποτυχία και η αναμενόμενη δυσκολία Δυνατότητες και απαιτήσεις Ελλείμματα στη γλώσσα και τραυλισμός

9 1.15 Συνέπειες τραυλισμού Θεραπευτικές προσεγγίσεις: Φαρμακευτικές μέθοδοι Μη φαρμακευτικές μέθοδοι Άμεση και έμμεση θεραπεία για παιδιά προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό Διαταραχές λόγου και ομιλίας Διεθνή ταξινομητικά συστήματα και διαταραχές λόγου και ομιλίας Επίπτωση των διαταραχών λόγου και ομιλίας Αιτιολογία των διαταραχών λόγου και ομιλίας Η φύση των γλωσσικών δυσκολιών Υποσυστήματα της γλώσσας: Φωνολογία Σημασιολογία Πραγματολογία Μορφοσύνταξη Υποσυστήματα της γλώσσας και δυσκολίες: Προβλήματα ακουστικής επεξεργασίας Φωνολογικά προβλήματα Προβλήματα λεξιλογίου Προβλήματα γραμματικής Πραγματολογικές δυσκολίες Τραυλισμός και συνοδές διαταραχές λόγου και ομιλίας: Αντιληπτικός και εκφραστικός λόγος Φωνολογία/άρθρωση Σημασιολογία

10 Μορφολογία/σύνταξη Ερμηνεία των διαταραχών λόγου και ομιλίας στα παιδιά με τραυλισμό: Προσοχή και φωνολογική μνήμη εργασίας Ανισορροπίες ανάμεσα στα συστήματα λόγου και ομιλίας Διαταραχές λόγου και ομιλίας και πρόγνωση τραυλισμού Σκοπός της έρευνας Ερευνητικά ερωτήματα.117 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 2. Μεθοδολογία Συμμετέχοντες Κριτήρια: Κριτήρια Ομάδας Κριτήρια Ομάδας Κριτήρια Ομάδας Εργαλεία: Ιστορικό παιδιού Ανάλυση δείγματος αυθόρμητου λόγου Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης Διαδικασία Στατιστικά ανάλυση

11 3. Αποτελέσματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 4. Συζήτηση Εξομοίωση ομάδων Έναρξη του τραυλισμού Συμβάντα στη ζωή του παιδιού Αντιμετώπιση του τραυλισμού από τους γονείς Πρωτογενή και δευτερογενή χαρακτηριστικά του τραυλισμού Πορεία τραυλισμού Κύηση, τοκετός και βάρος γέννησης Αναπτυξιακά ορόσημα Άλλα αναπτυξιακά και ιατρικά θέματα Δυσκολία προσοχής-συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και δυσκολία κινητικού συντονισμού Ιστορικό δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία Οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού και ταχύτητα ομιλίας Σχέση οικογένειας και παιδιού Δυσκολίες στο σχολείο και κοινωνική ζωή Θέματα ύπνου, φαγητού και προσωπικότητας Προσωπικότητα Γλωσσικό προφίλ των τριών ομάδων του δείγματος Έκβαση των δυσκολιών στο λόγο, την ομιλία και τη ροή Ερευνητικές υποθέσεις

12 4.20 Περιορισμοί Συμπεράσματα Προτάσεις Βιβλιογραφία 248 Παράρτημα: Παράρτημα 1: Συνέντευξη γονέων 287 Παράρτημα 2: Δείγμα 30 πρώτων καταληπτών προτάσεων..295 Παράρτημα 3: Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου.298 Παράρτημα 4: Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας Παράρτημα 5: Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης Παράρτημα 6: Επιστολή γονική συναίνεσης.309 Παράρτημα 7: Ερωτηματολόγιο γονέων

13 Πίνακες: 1.1 Είδη φυσιολογικής δυσχέρειας Συμμετέχοντες της έρευνας/εξομοίωση ανά ηλικία και φύλο Εργαλεία συλλογής υλικού Ανάλυση αυθόρμητου λόγου Στάδια ανάπτυξης του μέσου μήκους εκφωνήματος σύμφωνα με τον Brown (1973) Δημογραφικά στοιχεία παιδιών και γονέων α Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και Τ/ΕΑΔ β Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και Τ/ΕΑΔ γ Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και Τ/ΕΑΔ Αναπτυξιακό ιστορικό Ιατρικό ιστορικό Λόγος, ομιλία και επικοινωνία Ιστορικό μητέρας Ιστορικό πατέρα Ιστορικό άλλων μελών της οικογένειας Οικογενειακό ιστορικό/σχέση γονέων Αδέρφια παιδιών Σχολική επίδοση παιδιών Σχέση παιδιών με συνομηλίκους Συμπεριφορά των παιδιών στο φαγητό και στον ύπνο Προσωπικότητα παιδιών Γλωσσικό προφίλ παιδιών Έκβαση δυσκολιών

14 3.30 Ποσοστά βελτίωσης ανάλογα με το φύλο Στάδια ανάπτυξης του μέσου μήκους εκφωνήματος σύμφωνα με τον Brown (1973) Βιολογικοί, περιβαλλοντικοί και συναισθηματικοί παράγοντες Γλωσσικοί παράγοντες.226 Γραφήματα: 3.5 Ποσοστά παιδιών που αρρωσταίνουν εύκολα Ποσοστά παιδιών με δυσκολία στην ομιλία Ποσοστά παιδιών με δυσκολία στο λόγο Ποσοστά παιδιών με ιστορικό τραυλισμού πατέρα Ποσοστά παιδιών με άλλα μέλη στην οικογένεια με τραυλισμό Ποσοστά παιδιών με μέλη στην οικογένεια με γρήγορο ρυθμό ομιλίας Ποσοστά παιδιών που οι γονείς τους αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο Ποσοστά παιδιών που είχαν ανταγωνιστικότητα με τα αδέρφια τους Δυσκολίες στη συμπεριφορά Εκφραστικό λεξιλόγιο Πληροφοριακή επάρκεια Γραμματική επάρκεια Ποσοστά φωνολογικής διαταραχής

15 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η μελέτη αυτή αφιερώνεται στα παιδιά με τραυλισμό και με ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας καθώς και στις οικογένειές τους που συμμετείχαν στην έρευνά μου. Θα ήθελα να ευχαριστήσω: Την επιβλέπουσα Καθηγήτριά μου Μαρία Βλασσοπούλου για την ευκαιρία που μου έδωσε να πραγματοποιήσω την παρούσα διατριβή, για την έμπνευση και τη γνώση που μου χάρισε καθώς και για την ουσιαστική και συστηματική καθοδήγηση και βοήθεια που μου προσέφερε όλα αυτά τα χρόνια της συγγραφής. Την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ελένη Λαζαράτου για την υποστήριξη της διατριβής μου, την άμεση ανταπόκρισή της και τις χρήσιμες υποδείξεις που μου προσέφερε. Τον Αναπληρωτή Καθηγητή Δημήτρη Αναγνωστόπουλο για την υποστήριξη της διατριβής μου, την καθοδήγηση και τη βοήθειά του. Τους συναδέλφους λογοπεδικούς: Γιάννη Μαρτίνη, Ιωάννα Ορφανίδου, Ιωάννα Μπαχά και Ειρήνη Γερμπανά για την πολύτιμη βοήθειά τους στη συλλογή του δείγματος χωρίς τη συμβολή των οποίων δεν θα είχα καταφέρει να ολοκληρώσω τη διατριβή μου. Το Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγεινής Βύρωνα-Καισαριανής, το Νοσοκομείο Αττικόν και το Β Παιδικό Σταθμό Ελευσίνας για τη συμμετοχή τους στην έρευνά μου. Τέλος, ευχαριστώ το σύζυγό μου Θοδωρή, το γιο μου Σωτήρη και τους γονείς μου, στους οποίους αφιερώνω την προσπάθεια. 15

16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ O τραυλισμός στην προσχολική και την παιδική ηλικία ή, αλλιώς, αναπτυξιακός τραυλισμός, είναι μία σύνθετη και πολυδιάστατη νευροαναπτυξιακή διαταραχή που έχει σχέση με την παραγωγή της ομιλίας. Αν και θεμελιώδες γνώρισμά του αναπτυξιακού τραυλισμού είναι η δυσχέρεια στην παραγωγή της ομιλίας, είναι, ως διαταραχή, συνυφασμένη και συνδεδεμένη με γλωσσικούς, γνωστικούς, κοινωνικούς, συναισθηματικούς και βιολογικούς παράγοντες της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Οι δυσκολίες στη ροή της ομιλίας είναι ένα σχετικά σύνηθες πρόβλημα για τα παιδιά γύρω στα 3 έτη, περίοδος που συμπίπτει με τα κρίσιμα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης, δηλαδή με την ταχεία ανάπτυξη του λεξιλογίου, της μορφολογίας, της σύνταξης και της φωνολογίας. Παρότι στις περισσότερες περιπτώσεις η δυσχέρεια επιλύεται μέχρι την ενηλικίωση του ατόμου παρά ταύτα δημιουργεί έντονη ανησυχία τόσο στα ίδια τα παιδιά όσο και στους γονείς τους. Ο τραυλισμός εμφανίζεται ως ακούσιες επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα που συχνά συνοδεύονται από δευτερογενείς συμπεριφορές όπως κινήσεις του κεφαλιού και του σώματος. Η αιτιολογία του τραυλισμού είναι πολυπαραγοντική και μπορεί να σχετίζεται με φυσιολογικούς, γλωσσικούς, ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η πλειονότητα των περιπτώσεων του τραυλισμού κατηγοριοποιείται ως αναπτυξιακός τραυλισμός, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις νευρολογικού ή ψυχογενούς τραυλισμού. Ο τραυλισμός, γενικά, μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής των ατόμων, στην εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία, στην επικοινωνία τους καθώς και στην ψυχική τους υγεία. 16

17 Ο αναπτυξιακός τραυλισμός σχετίζεται συχνά και συνυπάρχει με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία όπως για παράδειγμα με δυσκολίες στη φωνολογία, τη σημασιολογία και τη σύνταξη. Αν και τα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τις γλωσσικές ικανότητες των παιδιών που τραυλίζουν είναι μέχρι σήμερα αντιφατικά και αντικρουόμενα φαίνεται να υπάρχει μία υποκατηγορία παιδιών που αντιμετωπίζουν συννοσηρότητα, δηλαδή τόσο αναπτυξιακό τραυλισμό όσο και δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία. Ο γενικός σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να μελετηθεί η σχέση του αναπτυξιακού τραυλισμού με τις δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Οι έρευνες μέχρι σήμερα έχουν δείξει ότι τα παιδιά με τραυλισμό εκδηλώνουν πιο συχνά από το γενικό πληθυσμό συνοδές γλωσσικές δυσκολίες, με κυριότερες στον τομέα της άρθρωσης/φωνολογίας (Arndt & Healey, 2001; Blood et al., 2003; Hall, Wagovich & Bernstein-Ratner, 2007). Η αιτία αυτής της συννοσηρότητας δεν είναι ακόμα ξεκάθαρη. Πιθανώς, τα παιδιά που τραυλίζουν είναι πιο ευάλωτα να παρουσιάσουν γλωσσικές δυσκολίες ή τα παιδιά με γλωσσικές δυσκολίες είναι σε μεγαλύτερο ρίσκο να παρουσιάσουν τραυλισμό (Yairi & Seery, 2015). Επίσης, μπορεί τόσο οι γλωσσικές δυσκολίες όσο και ο τραυλισμός να οφείλονται σε κάποιο κοινό έλλειμμα. Οι επιμέρους στόχοι της παρούσας διατριβής είναι να μελετηθεί η σοβαρότητα και τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού στα παιδιά που μόνο τραυλίζουν και σε αυτά που τραυλίζουν και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία τους, να εντοπιστούν και να αναλυθούν οι γλωσσικοί τομείς που υπολείπονται στα παιδιά με τραυλισμό και συνοδές γλωσσικές δυσκολίες σε σύγκριση με τα παιδιά που 17

18 παρουσιάζουν μόνο γλωσσικές δυσκολίες και τέλος να διερευνηθεί η πορεία των παιδιών που μόνο τραυλίζουν, που τραυλίζουν και παρουσιάζουν γλωσσικές δυσκολίες και που παρουσιάζουν μόνο γλωσσικές δυσκολίες. 18

19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Βιβλιογραφική Ανασκόπηση 1.1 Λόγος, ομιλία, επικοινωνία και τραυλισμός Ο τραυλισμός αποτελεί μία διαταραχή στη ροή της ομιλίας. Στην επιστήμη της λογοθεραπείας οι όροι «λόγος», «ομιλία» και «επικοινωνία» διαφοροποιούνται μεταξύ τους και δεν είναι συνώνυμοι. Σύμφωνα με τους Crystal και Varley (2004), ανάμεσα στους όρους «λόγος», «ομιλία» και «επικοινωνία» υπάρχει μία ιεραρχική σχέση. Η ομιλία αποτελεί μία έκφανση του λόγου και μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα ακουστικό ή ηχητικό σήμα που παράγεται από τα επιμέρους στοιχεία του φωνητικού μηχανισμού, δηλαδή από τους πνεύμονες, το λάρυγγα, τη γλώσσα και τα χείλη. Το ηχητικό σήμα της ομιλίας έχει το χαρακτηριστικό ότι μεταφέρει ένα γλωσσικό μήνυμα και αποτελείται από ήχους, λέξεις και προτάσεις που μεταφέρουν το γλωσσικό μήνυμα. Άλλες εκφάνσεις του λόγου είναι η γραφή ή τα νοήματα. Ο λόγος αποτελεί το πιο σημαντικό μέρος της ανθρώπινης επικοινωνίας και είναι ένα συμβολικό σύστημα, καθώς οι λέξεις αναπαριστούν κάποιες συγκεκριμένες οντότητες (π.χ. γάτα) ή κάποιες αφηρημένες οντότητες (π.χ. ελευθερία). Ο λόγος ξεχωρίζει τους ανθρώπους από όλα τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου διότι είναι τόσο οργανωμένος και δομημένος ώστε να εξυπηρετεί όλες μας τις ανάγκες και τις επιθυμίες. Η επικοινωνία αναφέρεται τόσο στα ανθρώπινα όσο και στα μη ανθρώπινα συστήματα επικοινωνίας καθώς και στα ανθρώπινα τεχνολογικά επιτεύγματα όπως 19

20 το τηλέφωνο και ο υπολογιστής. Η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο την ομιλία όσο και το λόγο και βασίζεται στη μετάδοση αλλά και τη λήψη μηνυμάτων. Η επικοινωνία μπορεί να είναι λεκτική (π.χ. λέξεις, προτάσεις) αλλά και μη λεκτική ή εξωλεκτική. Με τον όρο «μη λεκτική» επικοινωνία εννοούμε την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη χρήση λέξεων αλλά με τη χρήση οπτικών ενδείξεων (π.χ. γλώσσα-στάση του σώματος), της απόστασης από τον συνομιλητή μας, της εμφάνισής μας, της βλεμματικής μας επαφής κτλ. Για παράδειγμα, μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον υπάλληλο της καφετέριας εκφράζοντας ότι θέλουμε δύο καφέδες με μία χειρονομία που αναπαριστά την ποσότητα δύο αντί να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «δύο». Με τον όρο «εξωλεκτική» επικοινωνία αναφερόμαστε στα μη λεκτικά στοιχεία του λόγου και της ομιλίας όπως για παράδειγμα, τον τόνο της φωνής μας, τον τρόπο της ομιλίας μας, αλλά και στοιχεία της προσωδίας μας, όπως ο ρυθμός και ο τονισμός που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα, όταν μιλάμε σε κάποιον ανώτερό μας χρησιμοποιούμε σοβαρό τόνο στη φωνή μας, ενώ, όταν μιλάμε σε κάποιον φίλο μας χρησιμοποιούμε πιο χαλαρό τόνο στη φωνή μας. 1.2 Ευχέρεια/φυσιολογική ροή Η ευχέρεια ή αλλιώς φυσιολογική ροή της ομιλίας είναι η ήρεμη, χαλαρή, αβίαστη και συνεχιζόμενη ροή της ομιλίας που αφορά τόσο τις κινήσεις των μυών της ομιλίας όσο και την παραγωγής των ήχων της ομιλίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές Dalton και Hardcastle (1977), η ευχέρεια ενός ατόμου επηρεάζεται από συγκεκριμένες λεκτικές και εξωλεκτικές παραμέτρους, οι οποίες μπορεί να είναι οι ακόλουθες: η παρουσία επιπρόσθετων ήχων στην ομιλία (π.χ. επαναλήψεις, επιμηκύνσεις, 20

21 παρεμβολές και διορθώσεις), η τοποθέτηση και η συχνότητα των παύσεων, ο ρυθμός της ομιλίας, ο τονισμός και η ταχύτητα της ομιλίας. Ο ερευνητής Starkweather (1987) αναφέρει ότι η παραγωγή της ομιλίας χαρακτηρίζεται από ευχέρεια και ευφράδεια όταν αποτελείται από τις κατάλληλες διαστάσεις, δηλ. α) τον κατάλληλο ρυθμό και χρονισμό μέσα, αλλά και ανάμεσα στις λέξεις, β) την ομαλή συνέχεια και σύνδεση μέσα, αλλά και ανάμεσα στις λέξεις και γ) την κατάλληλη ρύθμιση της έντασης και της προσπάθειας. Η ευχέρεια, λοιπόν, επηρεάζεται από πολλές μεταβλητές και παραμέτρους, οι οποίες αν δεν δρουν σε συμφωνία και συγχρονισμό μπορεί εύκολα να οδηγήσουν το άτομο σε δυσχέρεια, δηλαδή σε μία έντονη, βιαστική και διακοπτόμενη ροή της ομιλίας. 1.3 Επίπεδα και συστήματα της ομιλίας Για να επιτευχθεί η ευχέρεια στη ροή της ομιλίας, θα πρέπει τα διάφορα επίπεδα και συστήματα της ομιλίας να λειτουργούν σωστά και συντονισμένα. Το κέντρο της ομιλίας, όπως είναι γνωστό, εδράζεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο και συγκεκριμένα, στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο. Προκειμένου να στείλουμε στον άλλο κάποιο λεκτικό μήνυμα θα πρέπει να επιλεγούν και να σειροθετηθούν οι σωστοί ήχοι, συλλαβές και λέξεις στο κέντρο της ομιλίας του εγκεφάλου μας καθώς και να συνοδεύονται οι προτάσεις που θέλουμε να πούμε από τον κατάλληλο ρυθμό και τονισμό. Ο εγκέφαλος στέλνει στους περιφερειακούς κινητικούς και αισθητηριακούς μηχανισμούς τα λεκτικά μηνύματα και οι μηχανισμοί με τη σειρά τους ρυθμίζουν τα επιθυμητά λεκτικά σήματα και τις κινήσεις που συνοδεύουν τα λεκτικά σήματα με τελικό προϊόν την ομιλία (Yairi & Seery, 2015). 21

22 Πιο συγκεκριμένα, η κατάλληλη ποσότητα αέρα εισάγεται στους πνεύμονες μέσω της αναπνοής. Ο αέρας από τους πνεύμονες προωθείται στο λάρυγγα. Στο λάρυγγα ο αέρας πάλλει τις φωνητικές χορδές με αποτέλεσμα να παράγεται αυτό που ονομάζουμε «φωνή». Στη συνέχεια οι αρθρωτές, δηλ. η γλώσσα, τα χείλη, η γνάθος και η μαλακή υπερώα σχηματίζουν τους ήχους της ομιλίας (π.χ. τα φωνήεντα και τα σύμφωνα). Οι ήχοι αρθρώνονται σε συλλαβές, λέξεις και προτάσεις που συνοδεύονται από αλλαγές στην ταχύτητα, το ρυθμό, τον τονισμό και την ένταση. Στο τέλος, η ομιλία ελέγχεται και ρυθμίζεται από το ίδιο το σύστημα ελέγχου της ομιλίας του ατόμου που περιλαμβάνει το ιδιοδεκτικό, το απτικό, το κιναισθητικό και το ακουστικό κύκλωμα ανατροφοδότησης (Yairi & Seery, 2015). Η όλη διαδικασία της ομιλίας είναι, όπως καταλαβαίνουμε, αρκετά σύνθετη και για να είναι επιτυχής χρειάζεται σωστή λειτουργία όλων των επιμέρους υποσυστημάτων. 1.4 Φυσιολογική δυσχέρεια Οι ποικίλες διακοπές στη ρέουσα ομιλία όπως οι επαναλήψεις φράσεων, λέξεων, μέρους λέξεων, συλλαβών ή ήχων, οι επιμηκύνσεις ήχων, τα μπλοκαρίσματα και οι παρεμβολές αναφέρονται γενικά ως «δυσχέρειες» (βλ. Πίνακας 1.1). Οι δυσχέρειες αυτές επιβραδύνουν τη συνέχεια της ομιλίας στην πλειονότητα των ατόμων αλλά δεν την διακόπτουν. Επίσης, οι δυσχέρειες αυτού του είδους συμβαίνουν σε όλα τα άτομα που χρησιμοποιούν λόγο και ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά (Yairi, 1981). 22

23 Επαναλήψεις φράσεων: επαναλήψεις φράσεων μεγαλύτερων της μίας λέξης. Θα φύγω φύγω-θα το απόγευμα. Επαναλήψεις λέξεων: επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων. Το-το αγόρι είναι φίλος μου. Επαναλήψεις μέρους λέξεων: επαναλήψεις α) συλλαβών ή β) ήχων μίας λέξης: Α) Επαναλήψεις συλλαβών Μα-μα-μαμά Β) Επαναλήψεις ήχων Φ-φ-φεύγω Επιμηκύνσεις ήχων: επιμηκύνσεις φωνηέντων ή συμφώνων. Έ λα γρήγορα. Μ ε λένε Ειρήνη. Μπλοκαρίσματα: οι αρθρωτές (χείλη και γλώσσα) ή οι φωνητικές χορδές μπλοκάρουν και παραμένουν ακίνητα με αποτέλεσμα οι ήχοι στην αρχή ή στη μέση των λέξεων να παράγονται σιωπηλά ή Κ _ άθισε! Το τ _ραπέζι είναι στρωμένο. με ελάχιστη φώνηση. Παρεμβολές: επιπρόσθετοι ήχοι. Εμ-εμ Πίνακας 1.1: Είδη φυσιολογικής δυσχέρειας O τραυλισμός όμως διαφέρει από τη φυσιολογική δυσχέρεια που εμφανίζεται σε όλα τα άτομα ανά διαστήματα στα εξής σημεία: α) η φυσιολογική δυσχέρεια δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο ο τραυλισμός (Yairi & Seery, 2015), β) συγκεκριμένα είδη δυσχέρειας εμφανίζονται συχνότερα στην ομιλία των ατόμων που τραυλίζουν (Ambrose & Yairi, 1999), γ) οι ακροατές μπορούν να εντοπίσουν διαφορές στην 23

24 ομιλία των ατόμων που τραυλίζουν από αυτή των ατόμων που δεν τραυλίζουν ακόμα κι αν χρησιμοποιούνται τα ίδια είδη δυσχέρειας και στις δύο κατηγορίες ατόμων (Young, 1984) και δ) στις περιπτώσεις φυσιολογικής δυσχέρειας τα άτομα μπορούν να αναγνωρίσουν τους λόγους που σχετίζονται με τη διακοπή στην ομιλία τους, π.χ. δυσκολία ανάκλησης της λέξης, επαναδιατύπωση του μηνύματος κτλ, ενώ στις περιπτώσεις τραυλισμού τα άτομα δεν μπορούν να εντοπίσουν το λόγο για τον οποίο συμβαίνει η δυσχέρεια (Yairi & Seery, 2015). Στιγμές δυσχέρειας, λοιπόν, συμβαίνουν στο λόγο και την ομιλία όλων των ανθρώπων αλλά διαφέρουν από τις δυσχέρειες που κατηγοριοποιούνται ως τραυλισμός σε αρκετά σημεία, όπως προαναφέρθηκε. 1.5 Τραυλισμός: πρωτογενείς και δευτερογενείς συμπεριφορές Οι ορισμοί της διαταραχής του τραυλισμού σήμερα είναι διαφορετικοί σε σύγκριση με αυτούς του παρελθόντος. Ο Travis (1931), για παράδειγμα, αρκετά χρόνια πριν όρισε τον τραυλισμό ως μία διαταραχή στο ρυθμό της ομιλίας και μίλησε για στιγμές τραυλισμού εννοώντας ότι πριν και μετά από τις στιγμές τραυλισμού η ομιλία είναι φυσιολογική. Ο Wingate (1988) μερικές δεκαετίες αργότερα εξήγησε ότι ο τραυλισμός είναι μία διακοπή στην ευχέρεια της λεκτικής έκφρασης, η οποία χαρακτηρίζεται από ακούσιες, ηχηρές ή άηχες επαναλήψεις ή επιμηκύνσεις που συμβαίνουν συχνά, είναι έντονες και έχουν διάρκεια. Πιο πρόσφατα ο Guitar (2014) έδωσε έναν πιο ολοκληρωμένο ορισμό λέγοντας ότι ο τραυλισμός αποτελείται από ασυνήθιστα υψηλής συχνότητας ή/και διάρκειας διακοπές, οι οποίες εμποδίζουν την απρόσκοπτη ροή της ομιλίας. Σύμφωνα με τον Guitar, οι διακοπές αυτές συνήθως παίρνουν τη μορφή επαναλήψεων ήχων, λέξεων ή μονοσύλλαβων λέξεων, 24

25 επιμηκύνσεων ήχων ή μπλοκαρισμάτων στη φώνηση ή την αναπνοή. Ο Αμερικανικός Σύλλογος Ομιλίας, Λόγου και Ακοής (American Speech-Language-Hearing Association, 1999) αναφέρει ότι ο τραυλισμός σχετίζεται με συμβάντα ομιλίας που περιλαμβάνουν επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων, επαναλήψεις μέρους των λέξεων, ηχηρές επιμηκύνσεις ήχων ή άηχα μπλοκαρίσματα και μπορεί να συνοδεύεται από δευτερογενείς συμπεριφορές (π.χ. συμπεριφορές διαφυγής και/ή αποφυγής). Ο τραυλισμός είναι, λοιπόν, μία αντανακλαστική και μη ελεγχόμενη διακοπή στην απρόσκοπτη ροή της ομιλίας και περιλαμβάνει τόσο εμφανή (π.χ. επεισόδια τραυλισμού) όσο και συγκαλυμμένα στοιχεία (π.χ. αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις). Ο ερευνητής Sheehan (1958) εύστοχα αναφέρει ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως επεισόδια τραυλισμού αποτελεί μόνο ένα μικρό κομμάτι της διαταραχής, δηλ. αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Κάτω λοιπόν από την κορυφή του παγόβουνου υπάρχουν αρκετά ακόμα στοιχεία που χρήζουν της προσοχής και του ενδιαφέροντος του κάθε κλινικού καθώς και του κάθε ασθενή προκειμένου να κατανοηθεί το πρόβλημά του και να προσφερθεί η καλύτερη δυνατή θεραπευτική παρέμβαση. Ο μελετητής Van Riper (1982) διαχώρισε τις πρωτογενείς συμπεριφορές του τραυλισμού ή αλλιώς τις βασικές λεκτικές συμπεριφορές του τραυλισμού σε: επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα. Οι συμπεριφορές αυτές συμβαίνουν αντανακλαστικά και το άτομο δεν μπορεί να τις ελέγξει (Guitar, 2014). Oι επαναλήψεις μπορεί να συμβούν σε κάποιον ήχο, συλλαβή ή λέξη και εμφανίζονται συχνότερα σε παιδιά που πρωτοεμφανίζουν τραυλισμό (Yairi & Lewis, 1984). Οι 25

26 επιμηκύνσεις αφορούν στη συνέχιση ενός ήχου χωρίς όμως να κινούνται οι αρθρωτές και μπορεί να εμφανιστούν μετά από ένα χρονικό διάστημα σε κάποιο παιδί που τραυλίζει (Van Riper, 1982) ή και εξαρχής (Yairi, 1997). Tα μπλοκαρίσματα έχουν τη μορφή ακατάλληλης διακοπής της ροής του αέρα ή της φώνησης καθώς και της κίνησης των αρθρωτών. Γενικά, τα μπλοκαρίσματα εμφανίζονται ως τελευταία βασική λεκτική συμπεριφορά στην εξέλιξη ενός τραυλισμού αλλά υπάρχουν αναφορές μπλοκαρισμάτων και στην έναρξη ή κοντά στην έναρξη του τραυλισμού κάποιου παιδιού (Yairi, 1997). Εκτός από τις πρωτογενείς συμπεριφορές στη δυσχέρεια της ροής της ομιλίας, δηλαδή τις επαναλήψεις, τις επιμηκύνσεις και τα μπλοκαρίσματα, ο τραυλισμός συχνά συνοδεύεται και από δευτερογενείς συμπεριφορές. Οι δευτερογενείς συμπεριφορές αποτελούν προσπάθειες που μαθαίνει να χρησιμοποιεί το άτομο προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τον τραυλισμό του (learned behaviours). Οι δευτερογενείς συμπεριφορές μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε συμπεριφορές διαφυγής και σε συμπεριφορές αποφυγής (Guitar, 2014). Οι συμπεριφορές διαφυγής αφορούν τις προσπάθειες του ατόμου να τερματίσει το επεισόδιο τραυλισμού και να τελειώσει τη λέξη που προσπαθεί να πει π.χ. μέσα από το πετάρισμα των βλεφάρων, με ένα νεύμα με το κεφάλι ή με την παρεμβολή πρόσθετων ήχων. Οι συμπεριφορές αποφυγής αφορούν τις προσπάθειες του ατόμου να αποφύγει το επεισόδιο τραυλισμού όταν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται να συμβεί, για παράδειγμα αλλάζοντας τη λέξη που θέλει να πει. Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικες συχνά χρησιμοποιούν δευτερογενείς συμπεριφορές διαφυγής και αποφυγής για να κρύψουν τον τραυλισμό τους (Prasse & Kikano, 2008). 26

27 Συμπερασματικά, θα υποστηρίζαμε ότι ο τραυλισμός φαίνεται να έχει τόσο φανερές πρωτογενείς διαστάσεις όσο και κρυφές δευτερογενείς διαστάσεις. Ανάμεσα στους μελετητές φαίνεται να υπάρχει συμφωνία ως προς την εμφάνιση των συμπτωμάτων του τραυλισμού και όλοι πλέον παραδέχονται τόσο την εμφανή όσο και την κρυφή φύση του τραυλισμού. 1.6 Σύγχρονες διαστάσεις του τραυλισμού Ο τραυλισμός, όπως είναι γνωστό, είναι μία πολυδιάστατη και σύνθετη διαταραχή. Οι Yairi και Seery (2015) αναφέρουν έξι διαστάσεις της συγκεκριμένης διαταραχής: 1) Εμφανή χαρακτηριστικά ομιλίας: οι διακοπές στη φυσιολογική ροή της ομιλίας συμβαίνουν στο αναπνευστικό, φωνητικό και αρθρωτικό επίπεδο και εμφανίζονται ακουστικά ως επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα. 2) Φυσικά επακόλουθα/δευτερογενή χαρακτηριστικά: κινήσεις του σώματος συχνά, όπως γνωρίζουμε, συνοδεύουν τα επεισόδια τραυλισμού. 3) Φυσιολογική δραστηριότητα: ο τραυλισμός έχει φανεί από σχετικές έρευνες ότι σχετίζεται με αλλαγές στη ροή του αίματος, με δερματολογικές αντιδράσεις, με αντιδράσεις στην ίριδα των οφθαλμών, με δραστηριότητα στα κύματα του εγκεφάλου καθώς και με άλλες αντιδράσεις του οργανισμού. 4) Συναισθηματικά στοιχεία: ο τραυλισμός συχνά επιφέρει έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως φόβο για την ομιλία, αποφυγή της ομιλίας, λύπη και ματαίωση. 27

28 5) Γνωστικές διεργασίες: γνωστικές διεργασίες, όπως η επιλογή, ο σχεδιασμός, η προετοιμασία και η εκτέλεση της ομιλίας μπορεί να επηρεάσουν την ομιλία του ατόμου με τραυλισμό, όπως επίσης, και το πως αντιλαμβάνεται το άτομο που τραυλίζει την ίδια τη φύση και τα χαρακτηριστικά της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. 6) Κοινωνικές διαστάσεις: ο τραυλισμός επηρεάζει τόσο την επικοινωνία όσο και την κοινωνική αλληλεπίδραση των ατόμων που τραυλίζουν δημιουργώντας εμπόδια σε ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις όπως π.χ. στο τηλέφωνο, στο διάλογο, στη δουλειά κτλ. 1.7 Παλαιότερες διαστάσεις του τραυλισμού Στο παρελθόν υπήρχε η τάση να προσεγγίζεται ο τραυλισμός μονοδιάστατα και μονόπλευρα και όχι πολυδιάστατα και πολύπλευρα όπως στη σύγχρονη εποχή. Ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο κάθε επιστήμονα που προσέγγιζε το θέμα της αιτιολογίας και του ορισμού του τραυλισμού δινόταν και η αντίστοιχη ερμηνεία. Όλες αυτές οι μονοδιάστατες και μονόπλευρες θεωρήσεις του τραυλισμού γρήγορα εγκαταλείφθηκαν διότι ήταν ελλιπείς και δεν βοηθούσαν ουσιαστικά ούτε στην κατανόηση του προβλήματος αλλά ούτε και στη λύση του. Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες παλαιότερες προσεγγίσεις της αιτιολογίας του τραυλισμού, οι οποίες σε συνδυασμό και όχι μεμονωμένα αποτέλεσαν τη βάση των σύγχρονων αιτιολογικών προσεγγίσεων. 28

29 1.7.1 Οργανική αιτιολογία Σύμφωνα με την οργανική αιτιολογία ο τραυλισμός είχε οργανική βάση και κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά (West, Nelson & Berry, 1939). Κατά τον ερευνητή West (1958), η οργανική βάση του τραυλισμού σχετίζονταν με δυσλειτουργία του νευροκινητικού μηχανισμού του προφορικού λόγου, η οποία προκαλούσε τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας Αιτιολογία βασιζόμενη στον ακροατή Αρκετοί ορισμοί του τραυλισμού βασίζονταν στον ακροατή, δηλ. στα συμπτώματα του τραυλισμού που ήταν ορατά στον ακροατή (Koenisberger, 1989). Τα ορατά συμπτώματα του τραυλισμού ήταν π.χ. οι επαναλήψεις, οι επιμηκύνσεις και οι κινήσεις του προσώπου και του σώματος Ψυχοπαθογενής αιτιολογία Για αρκετά χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι ο τραυλισμός ήταν μία ψυχοπαθολογική διαταραχή. Σύμφωνα με τον Coriat (1943), o τραυλισμός ήταν μία ψυχονεύρωση που οφειλόταν στη διατήρηση πρώιμων στοιχείων στη μετέπειτα ζωή, ενώ σύμφωνα με τον Glauber (1958), ο τραυλισμός ήταν μία νευρωτική διαταραχή που οφειλόταν σε διαταραχή της προσωπικότητας και αντανακλόταν στην ομιλία. Σε συμφωνία με τους δύο προηγούμενους ερευνητές, οι Μurphy και Fitzsimons (1960) υποστήριξαν, επίσης, ότι ο τραυλισμός ήταν πρωτίστως μία ψυχογενής διαταραχή που εκδηλωνόταν στη λεκτική λειτουργία. 29

30 1.7.4 Ψυχοκοινωνική αιτιολογία Κάποιοι μελετητές προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τραυλισμό ως ψυχοκοινωνικό πρόβλημα. Ο Fletcher (1928) αιτιολόγησε τον τραυλισμό ως διαταραχή κοινωνικής συνείδησης, κοινωνικής στάσης και κοινωνικής ανταπόκρισης αναφέροντας ότι το άτομο όταν αναγκάζεται να μιλήσει βιώνει φόβο και άγχος που εκδηλώνεται ως τραυλισμός, ενώ ο Eisenson (1958) προσέγγισε τον τραυλισμό από τη σκοπιά της κοινωνικής διάδρασης υποστηρίζοντας ότι ο τραυλισμός συμβαίνει κατά τη μεταφορά του μηνύματος στη διάρκεια της επικοινωνίας του ατόμου με τους άλλους Αιτιολογία μάθησης Σύμφωνα με την αιτιολογία μάθησης του τραυλισμού, ο τραυλισμός ήταν μία αντίδραση αποφυγής και συνέβαινε όταν ο ομιλητής περίμενε ότι θα τραυλίσει (Johnson, 1955). Oι Brutten και Shoemaker (1967) θεώρησαν ότι η αιτία του τραυλισμού είναι συγκεκριμένα μαθημένα συναισθήματα που πυροδοτούν την αποτυχία στην ευχέρεια της ροής της ομιλίας Η οπτική του ομιλητή Σύμφωνα με την οπτική του ομιλητή, ο κάθε ομιλητής με τραυλισμό βλέπει διαφορετικά τη δυσκολία του στη ροή της ομιλίας. Άλλοι αντιμετωπίζουν τον τραυλισμό τους πιο ήπια και άλλοι πιο σοβαρά. Για αρκετούς ερευνητές το πώς βλέπει ο κάθε ομιλητής τον τραυλισμό του καθορίζει και τον τραυλισμό του, άρα η αιτιολογία καθορίζεται από αυτή την παράμετρο (Perkins, 1990). 30

31 Καθεμιά από τις παραπάνω προσεγγίσεις σχετικά με τον ορισμό και την αιτιολογία του τραυλισμού είναι μονοδιάστατη και από μόνη της δεν μπορεί να ορίσει τη διαταραχή του τραυλισμού. Ο τραυλισμός σύμφωνα με τα νέα και σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα φαίνεται να εξηγείται καλύτερα και ουσιαστικότερα από μία πολυδιάστατη και πολύπλευρη θεώρηση παρά από μεμονωμένους παράγοντες. 1.8 Ταξινόμηση τραυλισμού Ο τραυλισμός έχει ταξινομηθεί ως αναπτυξιακός, νευρολογικός ή νευρογενής και ψυχογενής (Prasse & Kikano, 2008). O «αναπτυξιακός» τραυλισμός αναφέρεται στη μορφή εκείνη του τραυλισμού που εμφανίζεται κατά την ηλικία της εκτεταμένης ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας (Costa & Kroll, 2000), δηλ. ανάμεσα στα 3-8 έτη και αποτελεί την πιο συχνή μορφή τραυλισμού με ποσοστό μεγαλύτερο του 80% του συνόλου των περιπτώσεων (Ludlow, 2000). Από τις έρευνες γνωρίζουμε ότι περίπου το 75% των παιδιών προσχολικής ηλικίας με αναπτυξιακό τραυλισμό καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους αυθόρμητα μέσα σε τέσσερα χρόνια από την έναρξή του (Yairi & Ambrose, 1999). Τα άτομα με αναπτυξιακό τραυλισμό αρχικά εμφανίζουν ήπια συμπτώματα δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας, τα οποία είτε καταφέρνουν να ξεπεράσουν είτε επιδεινώνονται και εξελίσσονται σε πιο σοβαρά συμπτώματα που συνοδεύονται και από δευτερογενείς συμπεριφορές (Prasse & Kikano, 2008). Ο «νευρογενής» τραυλισμός είναι πιο σπάνιος από τον αναπτυξιακό τραυλισμό και συνήθως προκύπτει μετά από κάποιο συμβάν εγκεφαλικής βλάβης (π.χ. τραυματική εγκεφαλική κάκωση, εγκεφαλικό επεισόδιο, νόσος Alzheimer s) (Costa & Kroll, 31

32 2000). H διαφορά του αναπτυξιακού τραυλισμού από το νευρογενή τραυλισμό είναι ότι στον αναπτυξιακό τραυλισμό η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας εμφανίζεται στην αρχή των λέξεων, ενώ στο νευρογενή τραυλισμό είναι πιο σύνηθες η δυσχέρεια να εμφανίζεται στο τέλος των λέξεων. Επίσης, οι δευτερογενείς συμπεριφορές είναι πιο έκδηλες στον αναπτυξιακό τραυλισμό από ότι στο νευρογενή τραυλισμό (Prasse & Kikano, 2008). Η τρίτη μορφή τραυλισμού, ο ψυχογενής τραυλισμός, είναι επίσης μία σπάνια μορφή τραυλισμού. Συνήθως, εμφανίζεται σε άτομα με ψυχική διαταραχή ή μετά από συναισθηματικό τραύμα και χαρακτηρίζεται από γρήγορες επαναλήψεις των αρχικών ήχων των λέξεων (Mahr & Leith, 1992). 1.9 Διεθνή ταξινομητικά συστήματα και τραυλισμός O τραυλισμός και συγκεκριμένα ο αναπτυξιακός τραυλισμός ως διαταραχή έχει συμπεριληφθεί και στα δύο βασικά διεθνή ταξινομητικά συστήματα των διαταραχών που αφορούν την ταξινόμηση ψυχικών διαταραχών και διαταραχών της συμπεριφοράς (ICD-10) (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 1992) αλλά και στο διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5, 2013). Σύμφωνα με την ταξινόμηση ψυχικών διαταραχών και διαταραχών της συμπεριφοράς (ICD-10, 1992), ο τραυλισμός (βατταρισμός) ορίζεται ως «ομιλία που χαρακτηρίζεται από συχνή επανάληψη ή επιμήκυνση ήχων ή συλλαβών ή λέξεων ή από συχνούς δισταγμούς ή παύσεις που ανακόπτουν τη ρυθμική ροή του λόγου». Κατά το 32

33 ταξινομητικό σύστημα ICD-10, οι δυσρυθμίες που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι αρκετά συχνές κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχουν με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας ή της γλώσσας. Επίσης, οι δυσρυθμίες που προαναφέρθηκαν μπορεί να σχετίζονται με κινήσεις του προσώπου ή/και άλλων μερών του σώματος, οι οποίες συμπίπτουν χρονικά με τις επαναλήψεις, τις επιμηκύνσεις, τους δισταγμούς και τις παύσεις στη ροή του λόγου. Σύμφωνα με την τελευταία ταξινόμηση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5, 2013), ο τραυλισμός ή «διαταραχή στη ροή με έναρξη στην παιδική ηλικία» (childhood-onset fluency disorder) εντάσσεται ευρύτερα στην κατηγορία των «νευροαναπτυξιακών διαταραχών» (neurodevelopmental disorders) και συγκεκριμένα στην υποκατηγορία των «διαταραχών της επικοινωνίας» (communication disorders). Στην υποκατηγορία των διαταραχών της επικοινωνίας συμπεριλαμβάνονται εκτός από τον τραυλισμό οι εξής διαταραχές: η «γλωσσική διαταραχή» (language disorder), η «διαταραχή των ήχων της ομιλίας» (speech sound disorder), η «διαταραχή της κοινωνικής (πραγματολογικής) επικοινωνίας» (social (pragmatic) communication disorder) και η «μη καθορισμένη διαταραχή της επικοινωνίας» (unspecified communication disorder) που έχουν έναρξη στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης και συχνά συνυπάρχουν. Σύμφωνα με το DSM-5, οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές έχουν έναρξη στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης και αφορούν ένα μεγάλο εύρος δυσκολιών των παιδιών, αφού αναφέρονται τόσο σε ειδικές δυσκολίες των παιδιών όσο και σε γενικευμένες δυσκολίες τους. Οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές συχνά συνυπάρχουν, φαίνεται να έχουν γενετική βάση και να επιδρούν μακροχρόνια στη ζωή του ανθρώπου. 33

34 Τα διαγνωστικά κριτήρια για τον τραυλισμό ή αλλιώς τη διαταραχή στη ροή με έναρξη στην παιδική ηλικία είναι τέσσερα σύμφωνα με το DSM-5: α) ο τραυλισμός αφορά τη διαταραχή στη φυσιολογική ευχέρεια και το ρυθμό της ομιλίας που δεν συμβαδίζει με την ηλικία και τις γλωσσικές ικανότητες του ατόμου, εμμένει στο χρόνο και χαρακτηρίζεται από συχνά και αξιοσημείωτα επεισόδια ενός ή περισσότερων από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: επαναλήψεις ήχων και συλλαβών, επιμηκύνσεις ήχων (συμφώνων ή φωνηέντων), διακοπτόμενες λέξεις (π.χ. παύσεις μέσα στη λέξη), ηχηρά ή άηχα μπλοκαρίσματα (παύσεις στην ομιλία), περιφράσεις (αντικαταστάσεις λέξεων προς αποφυγή λέξεων που προκαλούν πρόβλημα), λέξεις που παράγονται με υπερβολική ένταση και επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων, β) ο τραυλισμός προκαλεί άγχος για την ομιλία και περιορίζει είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό την αποτελεσματική επικοινωνία, την κοινωνική συμμετοχή, την ακαδημαϊκή και την επαγγελματική σταδιοδρομία του ατόμου, γ) η έναρξη των συμπτωμάτων του τραυλισμού συμβαίνει στην πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο και δ) ο τραυλισμός δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο γλωσσικοκινητικό, αισθητηριακό, νευρολογικό, ιατρικό ή ψυχικό έλλειμμα. Επίσης, τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού διαφέρουν από περίσταση σε περίσταση, είναι πιο έντονα όταν ασκείται πίεση για επικοινωνία (π.χ. να παρουσιάσω ένα θέμα στο σχολείο ή να δώσω μία συνέντευξη για δουλειά) και συχνά εξαφανίζονται στην προφορική ανάγνωση, το τραγούδι ή την ομιλία σε άψυχα αντικείμενα ή ζώα. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο ορισμός του τραυλισμού σύμφωνα με το ICD-10 είναι πιο περιγραφικός χωρίς αναφορά στην αιτιολογία ή στις συνέπειες της συγκεκριμένης διαταραχής, ενώ ο ορισμός του τραυλισμού σύμφωνα με το DSM-5 34

35 είναι πιο περιεκτικός και αναλυτικός καθώς περιλαμβάνει κάθε έκφανση του τραυλισμού καθώς και τις αιτίες και τις συνέπειές του Υπότυποι τραυλισμού Εκτός από τη διάκριση μεταξύ επίκτητου (νευρογενή και ψυχογενή) και αναπτυξιακού τραυλισμού δεν έχει προταθεί κάποια επίσημη κατηγοριοποίηση των υποτύπων του τραυλισμού, αν και ανά περιόδους έχουν γίνει σχετικές προτάσεις από διαφορετικούς μελετητές που αντανακλούν και τις διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος. Παλαιότερα, κάποιοι μελετητές εστίαζαν στην κατηγοριοποίηση του τραυλισμού ανάλογα με την αιτιολογία (Canter, 1971), δηλ. αν ο τραυλισμός πήγαζε από συναισθηματικούς ή κληρονομικούς παράγοντες. Άλλοι μελετητές πρότειναν μία κατηγοριοποίηση βασισμένη στις διαφορετικές εκφάνσεις του τραυλισμού, όπως π.χ. αν τα άτομα που τραύλιζαν παρουσίαζαν επαναλήψεις, επιμηκύνσεις ή μπλοκαρίσματα (Schwarz & Conture, 1988). Η παρουσία ή απουσία συνοδών διαταραχών θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει μία βάση κατηγοριοποίησης του τραυλισμού σύμφωνα με τους Blood και Seider (1981), δηλ. μία υποκατηγορία τραυλισμού να περιλαμβάνει τα άτομα που τραυλίζουν αλλά δεν παρουσιάζουν συνοδές διαταραχές όπως φωνολογικές δυσκολίες και μία δεύτερη υποκατηγορία να περιλαμβάνει τα άτομα που τραυλίζουν και παρουσιάζουν συνοδές διαταραχές όπως π.χ. συναισθηματικές δυσκολίες. Στις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα που τραυλίζουν εστίασαν οι Poulos και Webster (1991), οι οποίοι υποκατηγοριοποίησαν τα άτομα σε αυτά που τραυλίζουν και παράλληλα έχουν οικογενειακό ιστορικό 35

36 τραυλισμού και σε αυτά που τραυλίζουν αλλά δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό. Τέλος, ο Van Riper (1982) προσπάθησε να διαφοροποιήσει τον τραυλισμό ανάλογα με τα διαφορετικά στάδια της πορείας της ίδιας της διαταραχής, δηλ. αν πρόκειται για αρχόμενο τραυλισμό ή για προχωρημένο τραυλισμό. Νεώτερες μελέτες φαίνεται να εστίασαν στα συμπτώματα του τραυλισμού προκειμένου να υποκατηγοριοποίησουν τα άτομα που τραυλίζουν π.χ. οι Feinberg, Griffen και Levey (2000) ανέφεραν δύο υπότυπους: α) τα άτομα που παρουσιάζουν κλονικό τραυλισμό, δηλ. χρησιμοποιούν επαναλήψεις στην ομιλία τους και β) τα άτομα που παρουσιάζουν τονικό τραυλισμό, δηλ. κάνουν χρήση επιμηκύνσεων και μπλοκαρισμάτων στην ομιλία τους ενώ οι Chang και συνεργάτες (2008) πρότειναν τη διάκριση ανάμεσα στα άτομα με επίμονο τραυλισμό και σε αυτά με παροδικό τραυλισμό. Συγκεκριμένα, οι Chang και συνεργάτες (2015) σε μελέτη τους εντόπισαν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά που δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους και σε αυτά που καταφέρνουν να τον ξεπεράσουν ως προς τις ίνες που συνδέουν τα αριστερά εγκεφαλικά κέντρα, ως προς τις οδούς που συνδέουν τις ακουστικοκινητικές περιοχές και ως προς τις οδούς που υποστηρίζουν τον έλεγχο της κίνησης. Γενετικές και χρωμοσωμικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα με επίμονο τραυλισμό και σε αυτά με παροδικό τραυλισμό έχουν βρεθεί στις μελέτες των Ambrose, Cox και Yairi (1997) καθώς και των Wittke-Thompson και συνεργατών (2007). Η γλώσσα και η φωνολογία έχουν επίσης προταθεί και ερευνηθεί ως παράγοντες κατηγοριοποίησης των ατόμων που τραυλίζουν τις τελευταίες δεκαετίες, αν και τα μέχρι σήμερα δεδομένα είναι αντιφατικά μεταξύ τους. Από τη μία πλευρά, ερευνητές όπως οι Ambrose και συνεργάτες (2015) βρήκαν ότι η γλωσσική ανάπτυξη των 36

37 παιδιών με επίμονο τραυλισμό αν και βρίσκεται εντός των φυσιολογικών ορίων παρά ταύτα είναι ελαφρώς πιο χαμηλή από αυτή των παιδιών με παροδικό τραυλισμό ή χωρίς τραυλισμό. Από την άλλη πλευρά, ερευνητές όπως οι Watkins και Yairi (1997) υποστήριξαν ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν ασυνήθιστη γλωσσική ανάπτυξη, αν και όχι απαραίτητα χαμηλή γλωσσική ανάπτυξη, σε σύγκριση με τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό. Εκτός από τη γενική γλωσσική ανάπτυξη, μελέτες όπως αυτή του Watkins (2005) έχουν δείξει ότι το μέσο μήκος εκφωνήματος διαφοροποιεί τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό από αυτά με παροδικό τραυλισμό. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό φαίνεται να έχουν υψηλότερο μέσο μήκος εκφωνήματος, δηλαδή πιο αναπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες, γεγονός που μπορεί να αποτελεί παράγοντα επικινδυνότητας για τον επίμονο τραυλισμό. Ως προς τις φωνολογικές δεξιότητες των ατόμων με τραυλισμό, έχει φανεί στις περισσότερες μελέτες ότι τόσο τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό όσο και τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό έχουν χαμηλότερη επίδοση στη φωνολογία και χαμηλότερη ακρίβεια στην εκφορά των φωνημάτων που κατακτιούνται αργότερα σε μία γλώσσα (Paden, Ambrose & Yairi, 2002; Ambrose et al., 2015). Oι κινητικοί και ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες έχουν μελετηθεί και συζητηθεί ως πιθανοί υπότυποι του τραυλισμού επίσης τα τελευταία χρόνια. Οι μελετητές Olander, Smith και Zelaznik (2010) βρήκαν ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό διέφεραν από τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό ως προς τον κινητικό συντονισμό τους, ενώ διαφορές στον έλεγχο της αυτοσυγκράτησης, της προσοχής και της αρνητικής διάθεσης έχουν βρεθεί ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και σε αυτά που δεν τραυλίζουν (Conture, Kelly & Walden, 2013). Στην πρόσφατη μελέτη των Ambrose και συνεργατών (2015) διαπιστώθηκαν επίσης διαφορές ανάμεσα στα παιδιά με 37

38 επίμονο τραυλισμό και σε αυτά με παροδικό τραυλισμό ή χωρίς τραυλισμό ως προς τον κινητικό έλεγχο και την ιδιοσυγκρασία. Όπως οι γλωσσικοί υπότυποι έχουν συνδυαστεί με τους υπότυπους που σχετίζονται με την έκβαση του τραυλισμού (παροδικός και επίμονος τραυλισμός) έτσι και οι κινητικοί και ιδιοσυγκρασιακοί υπότυποι έχουν επίσης συνδυαστεί με τους υπότυπους που σχετίζονται με την έκβαση του τραυλισμού (παροδικός και επίμονος τραυλισμός). Ενδεχομένως, τα προσεχή χρόνια θα ήταν πιο βοηθητική μία συνδυαστική υποκατηγοριοποίηση των υπότυπων του τραυλισμού που να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τους υπότυπους που έχουν ερευνηθεί μέχρι σήμερα. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο τραυλισμός δεν εντάσσεται σε μία και μοναδική κατηγοριοποίηση λόγω της συνθετότητας και πολυπαραγοντικότητάς του. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η έρευνα και τα δεδομένα μέχρι σήμερα σχετικά με τους υπότυπους του τραυλισμού είναι περιορισμένα. Αν και μέχρι σήμερα, καμία επιβεβαιωμένη θεωρία δεν έχει υπάρξει σχετικά με τους υπότυπους του τραυλισμού και η γνώση σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα είναι περιορισμένη, αρχίζουν παρά ταύτα να διαφαίνονται κάποιες διαφορές ανάμεσα στα παιδιά με επίμονο τραυλισμό και σε αυτά με παροδικό τραυλισμό ειδικά ως προς τον τομέα της γλώσσας. Εκτός από τον τομέα της γλώσσας όμως, που μέχρι σήμερα έχουν βασιστεί οι περισσότερες κατηγοριοποιήσεις υποτύπων, στο άμεσο μέλλον φαίνεται ότι θα παίξουν σημαντικό ρόλο και άλλοι παράγοντες όπως ο κινητικός έλεγχος, η μορφολογία του εγκεφάλου, η ιδιοσυγκρασία και η γενετική επίδραση. 38

39 1.11 Βασικά ευρήματα για τον τραυλισμό Έναρξη Οι έρευνες έχουν δείξει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο τραυλισμός έχει έναρξη στην παιδική ηλικία και ειδικά στην πρώιμη παιδική ηλικία, ακόμα και πριν από τους 18 μήνες (Darley, 1955; Yairi, 1983). Ο Yairi (1997) υπολόγισε μέσα από 11 μελέτες τη μέση ηλικία έναρξης του τραυλισμού στα 3 ½ έτη, οι Yairi και Ambrose (2005) βρήκαν ότι στο 95% των περιπτώσεων η έναρξη του τραυλισμού συμβαίνει πριν από τα 4 έτη, ενώ σε μία αρκετά πρόσφατη έρευνα (Yairi & Ambrose, 2013) ως μέση ηλικία έναρξης του τραυλισμού αναφέρονται οι 33 μήνες, δηλ. λίγο πριν από τα 3 έτη. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι τα τελευταία χρόνια η μέση ηλικία έναρξης του τραυλισμού τοποθετείται νωρίτερα σε σχέση με τις έρευνες του παρελθόντος ενδεχομένως λόγω καλύτερης ενημέρωσης τόσο των ειδικών όσο και του ευρύτερου κοινού, νωρίτερης πρόληψης και πιο άμεσης παραπομπής στους ειδικούς για το πρόβλημα στη ροή της ομιλίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, αν και λιγοστές, όμως ο τραυλισμός μπορεί να έχει έναρξη στην εφηβεία (Andrews & Harris, 1964; Preus, 1981). Η έναρξη του τραυλισμού στην ενήλικη ζωή είναι σπάνια και κυρίως οφείλεται σε εγκεφαλική βλάβη (νευρολογικός ή νευρογενής τραυλισμός) (De Nil, Jokel & Rochon, 2007) ή σε συναισθηματικούς παράγοντες (ψυχογενής τραυλισμός) (Roth, Aronson & Davis, 1989). Ο εφηβικός, νευρογενής και ψυχογενής τραυλισμός δεν θα αναλυθούν περαιτέρω ως προς τα χαρακτηριστικά τους καθώς δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διατριβής. 39

40 Σχετικά με τον τρόπο έναρξης του τραυλισμού, παλαιότερες μελέτες υποστήριζαν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η έναρξη του τραυλισμού είναι σταδιακή (Johnson & Associates, 1959) σε αντίθεση με τις νεότερες μελέτες που δείχνουν ότι συνήθως η έναρξη του τραυλισμού είναι ξαφνική στο 50% των περιπτώσεων (Reilly et al., 2009). Όταν ξεκινάει ο τραυλισμός πέραν από το ότι μπορεί να είναι ξαφνικός ή σταδιακός ως προς την έναρξή του, μπορεί να είναι σποραδικός, δηλ. να εμφανίζεται για κάποιες μέρες ή εβδομάδες, μετά να υποχωρεί και έπειτα να επανεμφανίζεται ή να είναι επίμονος από την αρχή (Guitar, 2014). Kατά την έναρξη του τραυλισμού οι γονείς αναφέρουν επαναλήψεις συλλαβών και μονοσύλλαβων λέξεων (Yairi & Ambrose, 2013), χωρίς δευτερογενή συμπτώματα ενώ αργότερα αν ο τραυλισμός εμμένει τότε εμφανίζονται ως επί το πλείστον επιμηκύνσεις, μπλοκαρίσματα αλλά και δευτερογενείς συμπεριφορές Eπιπολασμός Ο επιπολασμός αναφέρεται στον αριθμό των ατόμων που τραυλίζουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και έχει μελετηθεί σε αρκετές έρευνες τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Από τις πρώτες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν πάνω στο συγκεκριμένο θέμα ήταν των εξής ερευνητών: Lindberg (1900) στη Δανία, von Sarbo (1901) στην Ουγγαρία, Hartwell (1895) και Conradi (1904) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μέσος όρος του επιπολασμού των τεσσάρων αυτών μελετών βρισκόταν στο 0,89% (Yairi & Seery, 2015). Πέντε μελέτες έγιναν στις αρχές του 20 ου αιώνα (Blanton, 1916; Wallin, 1916; Watzl, 1925; White House, 1931; Louttit & Halls, 1936) των οποίων ο μέσος όρος 40

41 επιπολασμού βρισκόταν στο 0,70%. Υψηλότερος μέσος όρος επιπολασμού εντοπίστηκε στις πέντε μελέτες στα τέλη του 20 ου αιώνα (1,18%) (Hull et al., 1971; Gillespie & Cooper, 1973; Leavitt, 1974; Brady & Hall, 1976; Gloqowski, 1976). Κατά τη διάρκεια του 21 ου αιώνα σύμφωνα με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση των Yairi και Ambrose (2013) δημοσιεύτηκαν επτά μελέτες επιπολασμού αλλά όλες εκτός από μία περιλάμβαναν περιορισμένο δείγμα. Οι μελέτες που αφορούσαν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (Okalidou & Kampanaros, 2001; Proctor, Yairi & Duff, 2008; McLeod & Harrison, 2009) αναφέρουν ως μέσο όρο το ποσοστό 3,46% με σημαντικές όμως αποκλίσεις μεταξύ τους, δηλ. η πρώτη από τις προαναφερθείσες μελέτες αναφέρει ότι ο επιπολασμός βρίσκεται στο 2,20%, η δεύτερη ότι βρίσκεται στο 2,60% και η τρίτη ότι βρίσκεται στο 5,60%. Οι μελέτες που αφορούσαν παιδιά σχολικής ηλικίας (Van Borsel et al., 2006; Mc Kinnon, McLeod & Reilly, 2007; Boyle et al., 2011) έχουν ως μέσο όρο το ποσοστό 0,83%, με πιο μικρές αποκλίσεις από ότι οι έρευνες των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Τέλος, στον 21 ο αιώνα πραγματοποιήθηκε μία έρευνα με μεγάλο δείγμα, η οποία έδειξε ότι ο μεγαλύτερος επιπολασμός εντοπίζεται στα μικρά παιδιά (περίπου 1,4%) ενώ ο μικρότερος επιπολασμός στα άτομα πάνω από τα 51 έτη (Craig et al., 2002). Συμπερασματικά, θα υποστηρίζαμε ότι τα διαφορετικά κριτήρια που επιλέγονται για κάθε έρευνα που μελετά τον επιπολασμό του τραυλισμού φαίνεται να οδηγούν και στα τόσο διαφορετικά αποτελέσματα (π.χ. ηλικία δείγματος, μέγεθος δείγματος). Σε γενικές γραμμές, το ποσοστό επιπολασμού του τραυλισμού φαίνεται να βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από το 1% και να μειώνεται όσο τα άτομα με τραυλισμό μεγαλώνουν. 41

42 Επίπτωση Η επίπτωση του τραυλισμού αναφέρεται στον αριθμό των ανθρώπων που έχουν τραυλίσει σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Οι μελέτες της επίπτωσης του τραυλισμού είναι σύμφωνα με τους Yairi και Seery (2015) λιγότερο έγκυρες από τις μελέτες επιπολασμού λόγω της δυσκολίας στη συλλογή των δεδομένων. Για να πραγματοποιηθεί μία μελέτη επίπτωσης θα πρέπει ιδανικά να συλλεχθούν δεδομένα που να περιλαμβάνουν όλο το ηλικιακό εύρος. Κάτι τέτοιο είναι συχνά αρκετά δύσκολο και γι αυτό αρκετές μελέτες επίπτωσης υπολείπονται αξιοπιστίας. Μία από τις πρώτες μελέτες επίπτωσης του τραυλισμού που πραγματοποιήθηκε ήταν των Andrews και Harris (1964) σε βρετανικό έδαφος και εντόπισε την επίπτωση της συγκεκριμένης διαταραχής περίπου στο 5%. Αρκετά χρόνια μετά, ο Mansson (2000) στη Δανία εντοπίζει την επίπτωση σε παιδιά ηλικίας 3 ετών στο 4,9%, δηλ. πολύ κοντά στο ποσοστό των Andrews και Harris (1964). Λίγα χρόνια αργότερα πάλι ο Mansson (2005) συμπεριλαμβάνοντας στην έρευνά του παιδιά ηλικίας μέχρι 8 ετών διαπιστώνει ότι η επίπτωση βρίσκεται στο 5,09%. Πρόσφατη μελέτη των Reilly και συνεργατών (2013) στην Αυστραλία αναφέρει ότι η επίπτωση του τραυλισμού μέχρι την ηλικία των 4 ετών βρίσκεται στο 11,2 %. Οι διαφορές στα ποσοστά της επίπτωσης του τραυλισμού σχετίζονται τόσο με την κατώτερη ηλικία του δείγματος, για παράδειγμα σε κάποιες έρευνες συμπεριλαμβάνονται παιδιά κάτω των 2 ετών, ενώ σε άλλες μελέτες η κατώτερη ηλικία ορίζεται στα 3-4 έτη, όσο και με την περιοχή στην οποία διεξάγεται η έρευνα. Για παράδειγμα, τα δεδομένα των διαθέσιμων ερευνών προέρχονται από τη Βόρεια 42

43 Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία ενώ δεν υπάρχουν καθόλου δεδομένα για την Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική (Yairi & Ambrose, 2013). Γενικά, θα λέγαμε ότι η επίπτωση του τραυλισμού βρίσκεται μεταξύ 5-8 %, δηλ. υψηλότερα από ότι υποστηριζόταν στο παρελθόν (Yairi & Ambrose, 2013). Σύμφωνα μάλιστα με τους Bloodstein και Bernstein-Ratner (2008), η επίπτωση κατά τη διάρκεια της ζωής πρέπει να είναι τουλάχιστον 10%. Τα υψηλότερα ποσοστά της επίπτωσης του τραυλισμού στις μικρότερες ηλικίες και τα χαμηλότερα ποσοστά στις μεγαλύτερες ηλικίες καταδεικνύουν τα υψηλά ποσοστά φυσικής ίασης από τον τραυλισμό, θέμα που συζητείται παρακάτω Φύλο Είναι γνωστό πλέον μέσα από μία πληθώρα ερευνών ότι ο τραυλισμός είναι πιο συχνός στα αγόρια από ότι στα κορίτσια, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Μελέτες σχετικά με την επίπτωση του τραυλισμού στα αγόρια και στα κορίτσια πρωτοδημοσιεύθηκαν στη δεκαετία του 1890 (Guitar, 2014) και από τότε μέχρι σήμερα το συγκεκριμένο θέμα έχει μελετηθεί αρκετά. Στις μικρότερες ηλικίες, που αφορούν στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, η αναλογία αγοριών-κοριτσιών που τραυλίζουν φαίνεται να είναι σχεδόν ίδια (Yairi, 1983; Yairi & Ambrose, 1992; Kloth et al., 1999; Mansson, 2000). Στις μεγαλύτερες ηλικίες όμως, δηλ. στα παιδιά της σχολικής ηλικίας, η αναλογία αγοριών-κοριτσιών που τραυλίζουν αλλάζει εις βάρος των αγοριών (5:1, Bloodstein, 1995), (2.8:1, Mansson, 2000). 43

44 Tα κορίτσια φαίνεται να ξεκινούν να τραυλίζουν νωρίτερα και να ξεπερνούν τη δυσκολία στη ροή της ομιλίας νωρίτερα και συχνότερα (Yairi & Ambrose, 1992). Αντίθετα, τα αγόρια φαίνεται να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τη δυσκολία στη ροή της ομιλίας και στην πλειοψηφία τους αναπτύσσουν επίμονο τραυλισμό. Διαφορετικοί λόγοι έχουν προταθεί ως αιτία της διαφοράς της επίπτωσης του τραυλισμού στα αγόρια και στα κορίτσια. Κάποιοι μελετητές αποδίδουν τη διαφορά της επίπτωσης σε γενετικούς παράγοντες, δηλ. στα διαφορετικά χρωμοσώματα των αγοριών και των κοριτσιών (Kidd, Kidd & Records, 1978; Suresh et al., 2006). Άλλοι πάλι μελετητές έχουν εντοπίσει λειτουργικές και δομικές εγκεφαλικές διαφορές ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια, οι οποίες μπορεί να εξηγούν τη διαφορά στην επίπτωση του τραυλισμού (Good et al., 2001; Ingham et al., 2004).Επίσης, κάποιοι άλλοι ερευνητές αποδίδουν τη διαφορά στην επίπτωση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας σε κοινωνικούς παράγοντες, όπως ότι η κοινωνία έχει πιο υψηλές προσδοκίες από τα αγόρια και ασκεί περισσότερη πίεση σε αυτά (Schuell, 1946) ή ακόμα και ότι υπάρχει η τάση να στέλνονται στους ειδικούς συχνότερα τα αγόρια από ότι τα κορίτσια (Yairi & Seery, 2015). Η σχέση του τραυλισμού και των παραγόντων που σχετίζονται με την επίπτωσή του στα αγόρια και στα κορίτσια εκκρεμεί να εξηγηθεί και να αποσαφηνιστεί στο μέλλον καθώς μέχρι ώρας τα δεδομένα δεν είναι αρκετά ισχυρά ώστε να επικρατήσει μία θεωρία. 44

45 Κληρονομισημότητα Ο τραυλισμός είναι μία διαταραχή που κληρονομείται και γι αυτό εμφανίζεται πιο συχνά σε οικογένειες που τα μέλη τους είτε τραυλίζουν είτε κάποτε τραύλιζαν. Τα άτομα που τραυλίζουν έχουν συνήθως έναν, μερικούς ή πολλούς συγγενείς με ιστορικό τραυλισμού (Yairi & Seery, 2015). Οι ερευνητές Yairi, Ambrose και Cox (1996) σε μία βιβλιογραφική ανασκόπηση 28 μελετών συμπέραναν ότι 30-60% των ατόμων με τραυλισμό είχαν οικογενειακό ιστορικό της συγκεκριμένης διαταραχής σε σύγκριση με λιγότερο του 10% των ατόμων χωρίς τραυλισμό. Επίσης, μελέτες τόσο παλαιότερες όσο και νεώτερες καταδεικνύουν ότι οι άρρενες συγγενείς μίας οικογένειας με ιστορικό τραυλισμού είναι πιο πιθανό να τραυλίζουν από ότι οι γυναίκες (Nogueira et al., 2015; Yairi & Seery, 2015). H κληρονομησιμότητα του τραυλισμού, ειδικά στους άρρενες φαίνεται να οδηγεί τους ερευνητές των τελευταίων ετών στην εύρεση του γενετικού στοιχείου που συνδέεται με τη διαταραχή στη ροή της ομιλίας (Kraft & Yairi, 2012) Ηλικία H ηλικία φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία της διαταραχής του τραυλισμού. Μελέτες δείχνουν ότι ο τραυλισμός μειώνεται με την παρόδο των ετών. Συγκεκριμένα, μελέτη των Craig και των συνεργατών (2002) δείχνει ότι, ενώ η επίπτωση του τραυλισμού στα μικρά παιδιά βρίσκεται στο 1,4%, στους ενήλικες μειώνεται στο 0,37%. Στο Βέλγιο, οι Van Borsel και συνεργάτες (2006) επίσης βρήκαν διαφορές στα ποσοστά επίπτωσης του τραυλισμού στις διαφορετικές ηλικίες (0,78% επίπτωση του τραυλισμού στα παιδιά ηλικίας 6-10 ετών, 0,53% στα παιδιά 45

46 ηλικίας ετών και 0,27% στους εφήβους και τους ενήλικες ηλικίας ετών). Με την πάροδο των ετών φαίνεται δηλαδή να υπάρχει αυτόματη ίαση στα περισσότερα άτομα που τραυλίζουν Γεωγραφική περιοχή, φυλή και κουλτούρα Ο τραυλισμός γνωρίζουμε ότι συναντάται ως διαταραχή παγκοσμίως και σε όλες τις ηπείρους. Μάλιστα, από τις διαθέσιμες έρευνες φαίνεται ότι τα ποσοστά του επιπολασμού και της επίπτωσης του τραυλισμού είναι παρόμοια ανά την υφήλιο. Ως προς τη σχέση τραυλισμού και φυλής, λίγες μελέτες έχουν δημοσιευθεί πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Κάποιοι ερευνητές έχουν βρει ότι ο τραυλισμός εμφανίζεται πιο συχνά στα παιδιά των Αφροαμερικανών από ότι στα παιδιά των Ευρωπαίων- Αμερικανών (Cooper & Cooper, 1998; Boyle et al., 2011), γεγονός όμως που αντικρούεται από άλλους ερευνητές, όπως οι Proctor, Yairi και Duff (2008). Σε προηγούμενες δεκαετίες ο τραυλισμός είχε συνδεθεί με παράγοντες, όπως ο ανταγωνισμός, η κοινωνική πίεση, ο εστιασμός στις γλωσσικές δεξιότητες και η χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση. Οι θεωρίες όμως αυτές απέτυχαν να αποκτήσουν υποστηρικτές και γι αυτό εγκαταλείφθηκαν (Yairi & Seery, 2015) Διγλωσσία Η σχέση διγλωσσίας και τραυλισμού έχει απασχολήσει τους ερευνητές και έχει τραβήξει το ενδιαφέρον τους, αν και τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών μέχρι 46

47 σήμερα είναι διφορούμενα. Από τη μία πλευρά, παλαιότερες μελέτες, όπως των Travis, Johnson και Shover (1937) καθώς και του Stern (1948), έδειχναν υψηλότερα ποσοστά επίπτωσης του τραυλισμού στα δίγλωσσα άτομα σε σύγκριση με τα μονόγλωσσα άτομα. Από την άλλη πλευρά, κάποιες νεώτερες μελέτες βρίσκονται σε συμφωνία με τις παλαιότερες υποστηρίζοντας τη δυσκολία των δίγλωσσων ατόμων να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε σχέση με τα μονόγλωσσα άτομα με τραυλισμό, ενώ άλλες βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μη υποστηρίζοντας τα παλαιότερα ευρήματα. Πιθανώς η πίεση που ασκείται από το περιβάλλον (από την οικογένεια και από το σχολείο) στα παιδιά να μάθουν να χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες να τα οδηγεί τόσο σε δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας όσο και να τα δυσκολεύει να ξεπεράσουν την υπάρχουσα δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας. Το περιβαλλοντικό στοιχείο στα δίγλωσσα παιδιά ίσως να είναι η αιτία της μεγαλύτερης επίπτωσης του τραυλισμού στην ομάδα αυτή και της χαμηλότερης ίασης από τη διαταραχή Φυσική ίαση/ Ίαση χωρίς θεραπεία Οι δυσκολίες στη ροή της ομιλίας φαίνεται συχνά να επιλύονται μέχρι την ενηλικίωση. Πρόκειται για το φαινόμενο της φυσικής θεραπείας του τραυλισμού που έχει οριστεί από τους Ingham και Cordes (1999) ως η διαδικασία βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που βοηθούν τα άτομα να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο ο ίδιος ο οργανισμός όσο και το περιβάλλον (π.χ. η παρέμβαση των γονιών στη διόρθωση του τραυλισμού) βοηθούν τα άτομα να ξεπεράσουν τη δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας χωρίς θεραπευτική παρέμβαση. 47

48 Παλαιότερες μελέτες (Johnson, 1934; Glasner & Rosenthal, 1957; Wingate, 1976; Yairi & Ambrose, 1992; Rommel et al., 1999) αλλά και νεότερες (Mansson, 2005; Yairi & Ambrose, 2005; Dworzynski et al., 2007; Howell, Davis & Williams, 2008; Howell & Davis, 2011) καταδεικνύουν εξίσου υψηλά ποσοστά ίασης χωρίς θεραπεία στον τραυλισμό (40%-96%) ανεξάρτητα από τη γεωγραφική περιοχή στην οποία κατοικούν τα άτομα που τραυλίζουν. Πρόσφατη όμως μελέτη των Reilly και συνεργατών (2013) έδειξε ότι μετά από 12 μήνες από την έναρξη του τραυλισμού μόνο το 6,3% των παιδιών είχαν τελικά καταφέρει να ξεπεράσουν το πρόβλημα. Πρόσφατα επίσης προτάθηκαν κάποια κριτήρια σχετικά με το πότε η ίαση του τραυλισμού θα πρέπει να θεωρείται «φυσική». Τα κριτήρια αυτά σύμφωνα με τους Yairi και Ambrose (1999; 2005) είναι τα εξής: α) δεν θα πρέπει να επανεμφανιστεί η διαταραχή στη ροή της ομιλίας για τουλάχιστον 12 μήνες σύμφωνα με τη γνώμη τόσο των γονέων όσο και των ειδικών και β) το παιδί δεν θα πρέπει να έχει λάβει καθόλου θεραπεία από ειδικό. Οι μεγάλες διαφορές ως προς τα ποσοστά ίασης του τραυλισμού χωρίς θεραπεία οδηγούν σε προβληματισμούς και στη βαθύτερη μελέτη των παραγόντων που ενδεχομένως επηρεάζουν την πορεία των ατόμων που τραυλίζουν. Συσχετίζοντας τα ποσοστά της ίασης από τον τραυλισμό με συγκεκριμένους παράγοντες ίσως οδηγηθούμε σε κάποιες υποκατηγορίες-υπότυπους των ατόμων που τραυλίζουν. 48

49 1.12 Παράγοντες επικινδυνότητας: παροδικός και επίμονος τραυλισμός Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί τρεις μεγάλες μακροχρόνιες έρευνες που εξέτασαν τους παράγοντες που σχετίζονται με την ίαση του τραυλισμού (παροδικός τραυλισμός) και με την επιμονή του τραυλισμού (επίμονος τραυλισμός) στα μικρά παιδιά που τραυλίζουν (Kloth et al., 1999; Yairi & Ambrose, 1999; Johanssen, 2001). Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν τον επίμονο και τον παροδικό τραυλισμό τόσο κλινικά όσο και ερευνητικά. Κλινικά, γνωρίζοντας τους παράγοντες που επιδρούν στον επίμονο τραυλισμό θα μπορούσαμε να δώσουμε προτεραιότητα και έμφαση στα περιστατικά που βρίσκονται σε μεγαλύτερο ρίσκο και να τα βοηθήσουμε να ξεπεράσουν ή να ελαχιστοποιήσουν τον τραυλισμό τους μέσα από την πρώιμη παρέμβαση. Ερευνητικά, γνωρίζοντας τους παράγοντες που επηρεάζουν τον επίμονο και τον παροδικό τραυλισμό θα μπορούσαμε ευκολότερα να εντοπίσουμε διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες και να καταλήξουμε σε κάποια ασφαλή και έγκυρα συμπεράσματα σχετικά με τη φύση του επίμονου αναπτυξιακού τραυλισμού (Spencer & Weber-Fox, 2014). Παρακάτω αναλύονται οι παράγοντες που μέχρι σήμερα έχει βρεθεί να επηρεάζουν την ίαση ή την επιμονή του τραυλισμού Οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού Σύμφωνα με τους μελετητές Yairi και Αmbrose (2005), το οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού ενός παιδιού αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα επιμονής του τραυλισμού του. Το παιδί που προέρχεται από μία οικογένεια με επίμονο τραυλισμό βρίσκεται σε μεγαλύτερο ρίσκο να συνεχίσει να τραυλίζει από το παιδί που προέρχεται από μία οικογένεια της οποίας τα μέλη έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν 49

50 τη δυσκολία στη ροή της ομιλίας. Επίσης, μελέτη των Rommel και συνεργατών (1999) υποστηρίζει ότι τα παιδιά που τραυλίζουν και η οικογένειά τους αποτελείται από αρκετά μέλη με ιστορικό τραυλισμού έχουν λιγότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους Φύλο Έχει φανεί μέσα από αρκετές μελέτες ότι τα κορίτσια καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι τα αγόρια (Kloth et al., 1999; Yairi & Ambrose, 1999; Johanssen, 2001). Επίσης, έχει βρεθεί ότι τα κορίτσια καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε μικρότερη ηλικία από ότι τα αγόρια (Yairi et al., 1996). Ο παραγόντας «φύλο» από μόνος του, λοιπόν, αποτελεί ένα σημαντικό και καταλυτικό παράγοντα επικινδυνότητας που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες οδηγεί τα άτομα στην εμφάνιση παροδικού ή επίμονου τραυλισμού Ηλικία έναρξης Τα δεδομένα σχετικά με την ηλικία έναρξης του τραυλισμού και την μετέπειτα πορεία του είναι αντιφατικά. Από τη μία πλευρά, οι Yairi και συνεργάτες (1996) υποστήριξαν ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό ξεκινούν να τραυλίζουν σε μεγαλύτερη ηλικία (μετά τα 3 έτη), ενώ από την άλλη πλευρά, ο Johannsen (2001) βρήκε ότι τα παιδιά που ήταν μικρότερα σε ηλικία (κάτω από τα 3 έτη) ήταν πιο πιθανό να εμφανίσουν επίμονο τραυλισμό. Τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με το 50

51 συγκεκριμένο θέμα είναι ελλιπή και αντικρουόμενα, άρα γενικεύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν. Αυτό που χρειάζεται είναι περαιτέρω μελέτη και ανάλυση του θέματος Χρονική περίοδος από την έναρξη του τραυλισμού Τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους μέσα στους πρώτους 12 με 18 μήνες από την εμφάνιση της δυσκολίας στη ροή της ομιλίας (Yairi et al., 1996). Κάποια παιδιά καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους και μετά το πέρας των 18 μηνών από την έναρξη της δυσκολίας (Yairi & Ambrose, 1999), αν και γενικά όσο περνάει ο χρόνος από την αρχική εμφάνιση του τραυλισμού τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες αποκατάστασης στη ροή της ομιλίας (Yairi et al., 1996). Στην πλειοψηφία τους, λοιπόν, οι ερευνητές και οι κλινικοί συμφωνούν ότι όσο περνάει ο χρόνος τόσο φαίνεται να παγιώνεται η δυσκολία στη ροή της ομιλίας και να οδηγούνται τα άτομα σε επίμονο τραυλισμό Αλλαγή στη συμπτωματολογία του τραυλισμού με την πάροδο του χρόνου Οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά των οποίων ο τραυλισμός μειώνεται με την πάροδο του χρόνου έχουν πιο πολλές πιθανότητες ίασης από τη δυσκολία στη ροή της ομιλίας, ενώ αντίθετα τα παιδιά που εμφανίζουν μία σταθερότητα ή αύξηση των συμπτωμάτων του τραυλισμού τους με την πάροδο του χρόνου έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν επίμονο τραυλισμό (Yairi et al., 1996; Yairi & Ambrose, 1999; Johanssen, 2001). Επιπλέον, τα παιδιά που εμφανίζουν δευτερογενείς συμπεριφορές τραυλισμού (π.χ. κινήσεις σώματος ή προσώπου), οι οποίες παραμένουν οι ίδιες ή και αυξάνονται μέσα στον πρώτο χρόνο από την έναρξη του 51

52 τραυλισμού, φαίνεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν επίμονο τραυλισμό (Yairi & Ambrose, 2005). Οι μελετητές Yairi και Ambrose (2005) εντόπισαν ακόμα ότι η αύξηση των επιμηκύνσεων καθώς και η εμφάνιση πολλαπλών επαναλήψεων (τρεις ή παραπάνω επαναλήψεις ανά δυσχέρεια π.χ. μπα-μπα-μπαμπάλα) στην ομιλία των παιδιών αποτελούν δείκτες επίμονου τραυλισμού. Φαίνεται λοιπόν ότι ο τραυλισμός μπορεί να αλλάζει συμπτωματολογία με την πάροδο του χρόνου. H αύξηση των συμπτωμάτων του τραυλισμού φαίνεται να εμποδίζει τη θετική έκβαση της συγκεκριμένης διαταραχής και να οδηγεί τα άτομα σε εμμονή του τραυλισμού Φωνολογικές δεξιότητες Οι φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους και αυτών που δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας τους παρουσιάζουν ποικιλομορφία και ετερογένεια (Kelman & Nicholas, 2017). Υπάρχουν κάποια δεδομένα που δείχνουν ότι τα παιδιά που παρουσιάζουν φωνολογική καθυστέρηση στον πρώτο χρόνο εμφάνισης του τραυλισμού τους έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν επίμονο τραυλισμό (Paden & Yairi, 1996; Paden, Yairi & Ambrose, 1999) σε σχέση με τα παιδιά που εκδηλώνουν τραυλισμό χωρίς φωνολογικές διαταραχές Γλωσσικές δεξιότητες Ακόμα δεν είναι σαφής ο ρόλος των γλωσσικών δεξιοτήτων στην επιμονή ή την ίαση από τον τραυλισμό (Kelman & Nicholas, 2017). Μελέτες των Kloth και συνεργατών 52

53 (1995; 1999) δεν εντόπισαν διαφορές στις αντιληπτικές ή τις εκφραστικές γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών που ξεκίνησαν να τραυλίζουν και εκείνων που κατάφεραν να διατηρήσουν την ευχέρειά τους, όπως και στα παιδιά που ανέπτυξαν επίμονο τραυλισμό σε σύγκριση με αυτά που ξεπέρασαν τη δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας. Αντίθετα με τις μελέτες των Kloth και συνεργατών, σε άλλες μελέτες βρέθηκε ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό έχουν πιο αναπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες από τους συνομηλίκους τους και συγκεκριμένα, χρησιμοποιούν πιο αναπτυγμένο λεξιλόγιο, περισσότερες πολυσύλλαβες λέξεις, πιο σύνθετες προτάσεις και πιο γρήγορο ρυθμό ομιλίας (Rommel, 2000; Hage, 2000). Τόσο οι φωνολογικές όσο και οι γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν αναλύονται παρακάτω, όπου και δίνονται περισσότερα ερευνητικά δεδομένα για τις δεξιότητες αυτές Σοβαρότητα του τραυλισμού Μελέτες των Yairi και συνεργατών (Yairi et al., 1996; Yairi & Ambrose, 1999) έδειξαν ότι η σοβαρότητα του τραυλισμού (ήπιος, μέτριος και σοβαρός τραυλισμός), όπως αυτή μετριέται μέσα από τη συχνότητα που εμφανίζεται η διαταραχή, δεν καθορίζει την πορεία του τραυλισμού. Συγκεκριμένα, οι Yairi και συνεργάτες βρήκαν ότι τα παιδιά που κατάφεραν να ξεπεράσουν το πρόβλημα της δυσχέρειας κατά τους πρώτους μήνες του τραυλισμού τους τραύλιζαν σε σοβαρό βαθμό, ακόμα και πιο σοβαρά από τα παιδιά που τελικά ανέπτυξαν επίμονο τραυλισμό. Σε αντίθεση με τις μελέτες των Yairi και συνεργατών, ο Johannsen (2001) βρήκε ότι η πρόγνωση ήταν καλύτερη για τα παιδιά που εμφάνιζαν λιγότερο σοβαρό τραυλισμό σε σύγκριση με 53

54 τα παιδιά που παρουσίαζαν περισσότερο σοβαρό τραυλισμό. Τα μέχρι σήμερα δεδομένα είναι, συνεπώς, αντιφατικά σε σχέση με τη σοβαρότητα του τραυλισμού και την έκβασή του. Γενικεύσεις δεν μπορούν ακόμα να γίνουν, όπως και για τους άλλους παράγοντες επικινδυνότητας που αναφέρθηκαν παραπάνω Άλλοι παράγοντες που συνδέονται με τον τραυλισμό Μία πρόσφατη μελέτη (Ajdacic-Gross et al., 2010) έδειξε ότι παράγοντες όπως η προωρότητα, η διαταραχή ελλειματικής προσοχής/υπερκινητικότητας, η κατάχρηση αλκοόλ από τους γονείς, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή των γονέων και των συγγενών, η αναπηρία της μητέρας και η καταγωγή ενός εκ των δύο γονέων από ξένη χώρα μπορεί να επηρεάσουν τον τραυλισμό. Κανείς από τους παραπάνω παράγοντες της έρευνας βέβαια δεν φάνηκε να είναι καθοριστικός στη διαταραχή της ροή της ομιλίας, αλλά φάνηκε να την επηρεάζει εν μέρει σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες Αιτιολογικοί παράγοντες Πολλοί παράγοντες, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, φαίνεται να πυροδοτούν την έναρξη του τραυλισμού στα παιδιά που έχουν μία νευροφυσιολογική προδιάθεση για τραυλισμό (Guitar, 2014). Η συμβολή των παραγόντων αυτών όμως είναι ακόμα ασαφής ως προς την αιτιολογία του τραυλισμού (Prasse & Kikano, 2008). 54

55 1.13.1) Βιολογικοί παράγοντες Oι μελετητές ήδη από τον 18 ο αιώνα άρχισαν να ερευνούν τους οργανικούς παράγοντες που μπορεί να συνδέονται με τον τραυλισμό και να προκαλούν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Διαφορετικοί επιστήμονες προσέγγισαν και συνεχίζουν να προσεγγίζουν το θέμα της αιτιολογίας του τραυλισμού από διαφορετικές σκοπιές π.χ. από τη γενετική ή τη νευρολογική σκοπιά βοηθώντας τόσο τους ειδικούς όσο και τα ίδια τα άτομα που τραυλίζουν να κατανοήσουν τη φύση του τραυλισμού και τη δυσλειτουργία στη ροή της ομιλίας Α) Κληρονομικοί/γενετικοί παράγοντες O τραυλισμός μπορεί να κληρονομηθεί (Curley, 2004) και να περάσει από τους γονείς στα παιδιά. Συνεχώς νέα δεδομένα υποστηρίζουν τη σχέση γενετικής και τραυλισμού. Για να εκδηλωθεί όμως ο τραυλισμός, όπως και άλλες διαταραχές, θα πρέπει όχι μόνο να υπάρχει κληρονομικότητα, αλλά αυτή να συνδυαστεί και με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες (Guitar, 2014). Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί τεσσάρων ειδών μελέτες σχετικά με την κληρονομησιμότητα του τραυλισμού: μελέτες οικογενειών, μελέτες διδύμων, μελέτες υιοθεσίας και γονιδιακές μελέτες (Guitar, 2014). Οι μελέτες οικογενειών (Andrews & Harris, 1964; Kidd, 1977; Ambose, Cox & Yairi, 1997), οι μελέτες διδύμων (Andrews et al., 1991; Felsenfeld et al., 2000) και οι μελέτες υιοθεσίας (Bloodstein, 1995; Felsenfeld, 1997) έχουν δείξει ότι ο τραυλισμός φαίνεται να κληρονομείται και μάλιστα ότι τα γονίδια φαίνεται να επιδρούν στην εμφάνιση του τραυλισμού κατά τα 55

56 2/3, ενώ το περιβάλλον κατά το 1/3. Δεν γνωρίζουμε όμως, ακόμα, τι ακριβώς και πως ακριβώς κληρονομείται. Τέλος, οι γονιδιακές μελέτες (Cox & Yairi, 2000; Shugart et al., 2004) έχουν εντοπίσει συγκεκριμένα γονίδια που φαίνεται να σχετίζονται με τον τραυλισμό, όπως τα γονίδια 18, 1, 13 και 16. Eκτός από την αναφορά σε συγκεκριμένα γονίδια, μελετητές όπως οι Lan και συνεργάτες (2009) και οι Kang και συνεργάτες (2010) συνδέουν τον τραυλισμό με βλάβη σε συγκεκριμένες λειτουργίες, όπως η ντοπαμίνη και η μεταβολική λειτουργία αντίστοιχα. Ο τραυλισμός λοιπόν φαίνεται να κληρονομείται, αλλά για να κάνει την εμφάνιση του θα πρέπει η κληρονομική προδιάθεση να συνδυαστεί και με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Από μόνη της η γονιδιακή προδιάθεση δεν φαίνεται να πυροδοτεί την έναρξη του τραυλισμού. Οι έρευνες της γενετικής έχουν προσφέρει αρκετά σημαντικά στοιχεία μέχρι σήμερα στη μελέτη της διαταραχής του τραυλισμού. Στο μέλλον, όμως, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να επαληθευτούν με νέες μελέτες προκειμένου να γενικευθούν και να στοιχειοθετηθούν B) Εγγενείς και πρώιμοι παιδικοί παράγοντες Σύμφωνα με τον Guitar (2014), ένας μεγάλος αριθμός ατόμων που τραυλίζουν (40-70%) δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού αλλά μπορεί να έχουν υποστεί κάποιο τραύμα (σωματικό ή ψυχολογικό) κατά τη γέννηση ή λίγο μετά από αυτήν που να προκάλεσε προδιάθεση ή να πυροδότησε την έναρξη του τραυλισμού. Οι μελέτες σχετικά με τους εγγενείς και πρώιμους παιδικούς παράγοντες που ευθύνονται 56

57 για την έναρξη του τραυλισμού είναι περιορισμένες. Μία παλιά έρευνα των West, Nelson και Berry (1939) έδειξε ότι παράγοντες, όπως μεταδοτικές ασθένειες, ασθένειες του νευρικού συστήματος και τραυματισμοί, μπορεί να σχετίζονται με την έναρξη του τραυλισμού. Λίγο αργότερα, μελέτη του Boehme (1976) έδειξε ότι το 24% των ατόμων που είχαν υποστεί εγκεφαλική βλάβη κατά τη γέννα ή κατά την πρώιμη παιδική ηλικία παρουσίασαν αργότερα τραυλισμό. Πιο πρόσφατα, οι μελετητές Poulos και Webster (1991) εντόπισαν ότι στο 37% των ατόμων που τραυλίζουν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του τραυλισμού τους και εγγενών παραγόντων όπως ανοξία κατά τη γέννα, προωρότητα, χειρουργείο κατά την παιδική ηλικία, εγκεφαλικό τραύμα, ήπια εγκεφαλική παράλυση, ελαφριά νοητική υστέρηση και έντονος φόβος. Αρκετοί λοιπόν παράγοντες που φαίνεται να ευθύνονται για την εμφάνιση του τραυλισμού έχουν συσχετιστεί με την πρώιμη παιδική ηλικία και έχουν αναφερθεί σε σχετικές μελέτες, αλλά χρειάζονται περισσότερα δεδομένα προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες αυτοί και ο ρόλος τους στον τραυλισμό Γ) Εγκεφαλική δομή και λειτουργία Η έρευνα για τις διαφορές ανάμεσα στις εγκεφαλικές δομές και λειτουργίες των ατόμων που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν έχει ξεκινήσει αρκετές δεκαετίες πριν και συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1930 (Guitar, 2014). Αρκετές δεκαετίες πριν, μέσω απεικονιστικών μελετών (όπως αυτές που βασίζονται στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα) διαμορφώθηκε μία θεωρία που υποστήριζε ότι ο τραυλισμός προκαλείται από την έλλειψη κυριαρχίας του ενός εγκεφαλικού ημισφαιρίου έναντι του άλλου (Travis, 1931). Mία πληθώρα μελετών μετά την αρχική θεωρία του 1931 (Travis & Knott, 1936; Douglas, 1943; Ponsford et al., 1975; 57

58 Boberg et al., 1983; Fox et al., 2000; De Nil et al, 2000) κατέδειξαν ότι ενώ στα άτομα που δεν τραυλίζουν κυριαρχεί το αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο στις λειτουργίες του λόγου και της ομιλίας, στα άτομα που τραυλίζουν κυριαρχεί το δεξί εγκεφαλικό ημισφαίριο όταν μιλούν και ιδιαίτερα όταν τραυλίζουν. Μάλιστα, σε κάποιες μελέτες απεικονίζεται μειωμένη δραστηριότητα συγκεκριμένα στον αριστερό ανώτερο κροταφικό λοβό στα άτομα που τραυλίζουν (Fox et al., 2000; De Nil et al., 2003) που σημαίνει ότι τα άτομα αυτά δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν την ακουστική ανατροφοδότηση που εδράζεται στη συγκεκριμένη περιοχή και κατ επέκταση δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να ελέγξουν την ομιλία τους (Guitar, 2014). Η υπερδραστηριότητα και κυριαρχία του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου έναντι του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου έχει καταδειχθεί και σε μελέτες σχετικά με τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο. Μελέτη των Wood και συνεργατών (1980) έχει δείξει μεγαλύτερη δραστηριότητα του δεξιού ημισφαιρίου στην περιοχή Broca κατά τον τραυλισμό και μελέτη των Pool και συνεργατών (1991) έχει εντοπίσει στα άτομα που τραυλίζουν μικρότερη δραστηριότητα του αριστερού ημισφαιρίου, περιοχής που ελέγχει την κινητική έναρξη, το λεκτικο-κινητικό συντονισμό και τη γλωσσική επεξεργασία. Επίσης, έρευνες που χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων έδειξαν, όπως και οι ηλεκτροεγκεφαλογραφικές έρευνες αλλά και οι έρευνες που μελέτησαν τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο, μειωμένη δραστηριότητα του αριστερού ημισφαιρίου στα άτομα που τραυλίζουν και συγκεκριμένα, 58

59 υποδραστηριότητα των περιοχών του Broca και του Wernicke, περιοχών όπου εδράζονται οι δύο βασικές περιοχές του λόγου και της ομιλίας (Wu et al., 1995). Eκτός από τις διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου των ατόμων που τραυλίζουν, έρευνες έχουν, επίσης, μελετήσει τη δομή του εγκεφάλου στα άτομα αυτά. Μελέτες των Foundas και συνεργατών (2001; 2004) καθώς και των Sommer και συνεργατών (2002) έχουν εντοπίσει διαφορές στο μέγεθος του κροταφικού επιπέδου στο αριστερό ημισφαίριο και στις ίνες της αριστερής καλύπτρας. Ο τραυλισμός φαίνεται, λοιπόν, να συνδέεται εν μέρει με διαφορές τόσο στην κυριαρχία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων όσο και με δομικές διαφορές του εγκεφάλου. Η σχέση της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας και των περιοχών του εγκεφάλου που διαφοροποιούνται στα άτομα που τραυλίζουν μένει να αποσαφηνιστεί στο μέλλον για να κατανοηθεί εις βάθος Δ) Αισθητηριακή και κινητική επίδοση Μελέτες έχουν επίσης εντοπίσει διαφορές στην αισθητηριακή επεξεργασία των ατόμων που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν. Συγκεκριμένα, έχουν φανεί διαφορές στην κεντρική ακουστική επεξεργασία. Τα άτομα που τραυλίζουν φαίνεται να έχουν χαμηλότερη επίδοση στην επεξεργασία ακουστικών πληροφοριών (Barasch et al., 2000), ενώ μπορεί να έχουν δυσκολία και στην επεξεργασία απτικών και οπτικών πληροφοριών (Cohen & Hansen, 1975). Επίσης, ως προς τον αισθητηριακοκινητικό έλεγχο, τα άτομα που τραυλίζουν φαίνεται να αντιδρούν με πιο αργό ρυθμό στα ερεθίσματα και ιδιαίτερα στα σύνθετα γλωσσικά ερεθίσματα (De Nil, 1995). Τα 59

60 στοιχεία για την αισθητηριακή και την κινητική λειτουργία των ατόμων που τραυλίζουν είναι ακόμα λιγοστά και γι αυτό δεν μπορούν να γενικευθούν, αλλά ενδεχομένως στο μέλλον να δώσουν μία εξήγηση τόσο για τη δυσκολία των ατόμων που τραυλίζουν να ελέγξουν κινητικά αλλά και αισθητηριακά την ομιλία τους όσο και για τη συννοσηρότητα του τραυλισμού με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές που αρκετά συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία, αλλά και συναντάται στην κλινική πράξη ) Γλωσσικοί παράγοντες Η έναρξη του τραυλισμού συχνά σχετίζεται με τη γλωσσική ανάπτυξη, καθώς ο αναπτυξιακός τραυλισμός εμφανίζεται σε ηλικίες κρίσιμες για τη γλωσσική εξέλιξη (Bloodstein, 1995). Ο τραυλισμός φαίνεται να είναι πιο έκδηλος και να σχετίζεται περισσότερο με κάποιους συγκεκριμένους γλωσσικούς παράγοντες: Ο τραυλισμός εκδηλώνεται ως επί το πλείστον σε μακροσκελείς και σύνθετες συντακτικά προτάσεις παρά σε σύντομες και συντακτικά απλές προτάσεις (Buhr & Zebrowski, 2009; Richels et al., 2010). Άρα ο τραυλισμός φαίνεται να επηρεάζεται από τη δομή των προτάσεων. Τα μικρά παιδιά είναι πιο πιθανόν να τραυλίζουν σε λέξεις χαμηλής συχνότητας (Anderson, 2007), δηλ. σε λέξεις που δεν χρησιμοποιούν συχνά στον καθημερινό τους λόγο, καθώς και σε λειτουργικές λέξεις (π.χ. άρθρα, αντωνυμίες, σύνδεσμοι) παρά σε λέξεις περιεχομένου (π.χ. ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα) (Howell, Au-Yeung & Sackin, 1999). Ο τραυλισμός φαίνεται να επηρεάζεται εκτός από τη δομή των 60

61 προτάσεων που αναφέρθηκε προηγουμένως και από το περιεχόμενο των λέξεων που περιέχουν οι προτάσεις. Τέλος, τα παιδιά φαίνεται να τραυλίζουν περισσότερο στην αρχή των εκφωνημάτων-προτάσεων (Richels et al., 2010) παρά στο τέλος των εκφωνημάτωνπροτάσεων καθώς και σε εκφωνήματα-προτάσεις που ξεπερνούν το μέσο μήκος των εκφωνημάτων-προτάσεών τους (Zackheim & Conture, 2003). Άρα, εκτός από τη δομή και το περιεχόμενο, ο αναπτυξιακός τραυλισμός φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα τόσο από την αρχή των προτάσεων όσο και από το μήκος τους ) Συναισθηματικοί παράγοντες Κατά τον 20 ο αιώνα και για αρκετές δεκαετίες ακόμα λόγω της μεγάλης επιρροής του Sigmund Freud και της ψυχαναλυτικής του θεωρίας ο τραυλισμός άρχισε να προσεγγίζεται από τη σκοπιά της ψυχανάλυσης θεωρώντας ότι τα άτομα που τραυλίζουν έχουν ψυχολογικές δυσκολίες και δυσκολίες στην προσωπικότητά τους. Οι έρευνες, όμως, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος δεν έχουν καταφέρει να εντοπίσουν κάποιους συγκεκριμένους ψυχοπαθολογικούς παράγοντες που να συνδέονται με τον τραυλισμό (Miller, 1993; Caruso et al., 1994; Reilly et al., 2009). Αν και οι διαθέσιμες μέχρι σήμερα έρευνες απέτυχαν στο να εντοπίσουν συγκεκριμένους ψυχοπαθολογικούς παράγοντες στα άτομα που τραυλίζουν, έχουν καταφέρει όμως να προσφέρουν κάποια σημαντικά αν και λιγοστά ευρήματα ως προς τα ιδιοσυγκρασιακά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά των ατόμων που τραυλίζουν. Για παράδειγμα, στην έρευνα των Anderson και συνεργατών (2003) 61

62 διαπιστώθηκε δυσκολία των παιδιών που τραυλίζουν κατά την προσαρμοστικότητα στις αλλαγές. Στη μελέτη των Arnold και συνεργατών (2011) εντοπίστηκε δυσκολία των παιδιών που τραυλίζουν να χρησιμοποιήσουν κατάλληλες στρατηγικές αυτορύθμισης, όταν τραυλίζουν. Αυξημένα επίπεδα θυμού και ματαίωσης, καθώς και χαμηλά επίπεδα αυτοελέγχου έχουν βρεθεί σε μελέτη των Εggers, De Nil και Van den Bergh (2010). Φαίνεται, λοιπόν, να υπάρχει κάποια αιτιολογική σύνδεση του τραυλισμού και των χαρακτηριστικών της ιδιοσυγκρασίας και του συναισθήματος στα άτομα που τραυλίζουν. Περαιτέρω μελέτη των χαρακτηριστικών αυτών θα μας βοηθήσει τόσο στο επίπεδο της αξιολόγησης όσο και στο επίπεδο της θεραπείας ) Αναπτυξιακοί παράγοντες Α) Φυσική ανάπτυξη Τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής τους τα παιδιά όπως είναι γνωστό αναπτύσσονται αλματωδώς σε όλους τους τομείς. Η ανάπτυξη μπορεί όμως να είναι πιο γρήγορη σε κάποιους τομείς και πιο αργή σε κάποιους άλλους τομείς. Η νευρολογική ωρίμανση κατά την περίοδο αυτή από τη μία πλευρά βοηθά τα παιδιά, ώστε να αναπτύξουν μεγαλύτερη ευχέρεια στην ομιλία τους, αλλά από την άλλη πλευρά, άλλες κινητικές δεξιότητες που αναπτύσσονται στην ομιλία, όπως η άρθρωση, μπορεί να εμποδίσουν την ευχέρεια καθώς το νευρολογικό σύστημα δεν μπορεί να χειριστεί την ταυτόχρονη ανάπτυξη των διαφορετικών τομέων. Μεταξύ 2 και 5 ετών, επίσης, συμβαίνουν ραγδαίες αλλαγές στο μέγεθος και το σχήμα του φωνητικού συστήματος (Guitar, 62

63 2014) που μπορεί να επηρεάσουν την παραγωγή και την ευχέρεια της ομιλίας. Η ίδια η βιολογική ανάπτυξη των παιδιών, λοιπόν, μπορεί να σταθεί κάποια στιγμή εμπόδιο στη ροή της ομιλίας και να την επηρεάσει αρνητικά Β) Γνωστική ανάπτυξη H ροή της ομιλίας επηρεάζεται από τη γνωστική ανάπτυξη και από τις επιμέρους λειτουργίες που σχετίζονται με τη γνωστική ανάπτυξη. Με τον όρο «γνωστική ανάπτυξη» εννοούμε την ανάπτυξη των διεργασιών της αντίληψης, της προσοχής, της μνήμης και των επιτελικών λειτουργιών που συμβάλουν με τη σειρά τους στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας (Guitar, 2014). Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα με σοβαρά γνωστικά ελλείμματα (Van Riper, 1982) καθώς και με αναπτυξιακή καθυστέρηση (Starkweather, 1987) παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά τραυλισμού. Επίσης, τα άτομα με χαμηλές γνωστικές δεξιότητες αδυνατούν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους (Yairi et al., 1996) σε σχέση με τα άτομα με υψηλές γνωστικές δεξιότητες. Η ευχέρεια στην ομιλία, λοιπόν, φαίνεται να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γνωστική ανάπτυξη του ατόμου και να επηρεάζεται από αυτή σε μεγάλο βαθμό τόσο ως προς την εμφάνισή της όσο και ως προς την πορεία της Γ) Κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη Η ροή στην ομιλία φαίνεται να επηρεάζεται επίσης από την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των ατόμων. Τα διαφορετικά συναισθήματα που βιώνουν τα άτομα δρουν πολλές φορές καταλυτικά στην ομιλία είτε πρόκειται για θετικά είτε για αρνητικά συναισθήματα. Συχνά, όντας λυπημένοι ή χαρούμενοι, αγχωμένοι ή 63

64 ενθουσιασμένοι δυσκολευόμαστε να αρθρώσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε και η ροή της ομιλίας μας μπορεί να παρουσιάσει δυσχέρεια, όπως για παράδειγμα κομπιάσματα, διακοπές και παύσεις. Στον τραυλισμό έχει φανεί ότι ιδιαίτερα το συναίσθημα του ενθουσιασμού, ένα θετικό δηλ. συναίσθημα, μπορεί να αποτελέσει σε αρκετές περιπτώσεις το ερέθισμα που πυροδοτεί τη δυσχέρεια στην ομιλία, κυρίως στα μικρά παιδιά (Davis, 1940; Johnson & Associates, 1959; Starkweather, 1987). Κάποιες αναπτυξιακές φάσεις, όπως είναι γνωστό, προκαλούν στα παιδιά τόσο κοινωνικό όσο και συναισθηματικό άγχος σε σύγκριση με άλλες. Η τάση για αυτονομία που εκδηλώνεται έντονα μετά το 2 ο έτος και ο αποχωρισμός από τη μητέρα στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσουν σε δυσχέρεια στην ομιλία λόγω του έντονου άγχους και της συναισθηματικής έντασης που βιώνουν τα παιδιά στις φάσεις αυτές. Η ανασφάλεια, επίσης, που μπορεί να βιώνει ένα παιδί από καταστάσεις όπως η γέννηση ενός αδερφού ή μίας αδερφής στην οικογένεια, μπορεί να επηρεάσει το λόγο και την ομιλία των παιδιών που έχουν προδιάθεση για τραυλισμό (Guitar, 2014). Η ευαισθησία και η συνείδηση του εαυτού του παιδιού απέναντι στους άλλους, επιπλέον, επηρεάζει την ομιλία των παιδιών γενικά, αλλά και ειδικά των παιδιών που τραυλίζουν. Συνειδητοποιώντας τα παιδιά με δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας τη δυσκολία τους να εκφραστούν οδηγούνται πολλές φορές στο να τραυλίζουν περισσότερο. Παρατηρούμε λοιπόν ότι αρκετοί και διαφορετικοί παράγοντες που συνδέονται με την κοινωνική και τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών μπορεί να είναι καταλυτικοί στην εμφάνιση αλλά και τη διατήρηση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες και όχι μεμονωμένα. 64

65 Δ) Γλωσσική ανάπτυξη Έναρξη του τραυλισμού Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο τραυλισμός ξεκινάει μεταξύ 2 και 6 ετών, όταν δηλ. ο λόγος και η ομιλία αναπτύσσονται ταχύτατα (Βloodstein, 1995). Τόσο παλαιότερες (Dalton & Hardcastle, 1977; Andrews et al., 1983) όσο και νεότερες μελέτες (Logan & Conture, 1997; Yaruss, 1999) έχουν δείξει ότι η ραγδαία γλωσσική ανάπτυξη των πρώτων ετών της ζωής των παιδιών, η αυξανόμενη συνθετότητα του λόγου και το αυξανόμενο μήκος των εκφωνημάτων, δηλ. των προτάσεων, επηρεάζουν τη ροή της ομιλίας κάποιων παιδιών που δυσκολεύονται να διαχειριστούν όλες αυτές τις σημαντικές αλλαγές και μπορεί να τα οδηγήσουν σε δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Καθυστέρηση ή διαταραχή στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας Tα αποτελέσματα των ερευνών μέχρι σήμερα αναφορικά με τη σχέση τραυλισμού και δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία είναι αρκετά διφορούμενα, αντικρουόμενα και ασαφή και γι αυτό δεν έχουν εξαχθεί κάποια συμπεράσματα. Ως προς το λόγο, κάποιες μελέτες (Wall, 1980; Arnt & Healey, 2001) δείχνουν ότι η γλωσσική επίδοση των παιδιών που τραυλίζουν είναι χαμηλότερη από εκείνων που δεν τραυλίζουν και άρα ο τραυλισμός κάποιων παιδιών ίσως οφείλεται στα γλωσσικά ελλείμματα που αντιμετωπίζουν. Από την άλλη πλευρά, άλλες μελέτες (Watkins, Yairi & Ambrose, 1999; Miles & Bernstein-Ratner, 2001) δεν έχουν εντοπίσει 65

66 διαφορές στις γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν κι εκείνων που δεν τραυλίζουν και άρα δεν συνδέουν τον τραυλισμό με γλωσσικά ελλείμματα. Μάλιστα, κάποιοι μελετητές (Reilly et al., 2009; 2013) έχουν πρόσφατα βρει ότι τα παιδιά που ξεκινούν νωρίς να τραυλίζουν έχουν αναπτυγμένο εκφραστικό λεξιλόγιο για την ηλικία τους καθώς και αναπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες κατανόησης κι έκφρασης γενικότερα. Ως προς την άρθρωση συγκεκριμένα που αποτελεί σημείο αναφοράς αρκετών ερευνών, ένας αριθμός μελετητών (Andrews & Harris, 1964; Williams, Silverman & Kools, 1968) διαπίστωσαν σημαντικές αρθρωτικές δυσκολίες στα παιδιά που τραυλίζουν σε σχέση με τα παιδιά που δεν τραυλίζουν, ενώ ένας άλλος αριθμός μελετητών (Seider, Gladstien & Kidd, 1982; Ryan, 1992) δεν εντόπισαν διαφορές στις αρθρωτικές ικανότητες των παιδιών που τραυλίζουν κι εκείνων που δεν τραυλίζουν. Ένα άλλο θέμα που έχει ερευνηθεί είναι η σχέση τραυλισμού, γλωσσικών δεξιοτήτων και ίασης από τον τραυλισμό ή μη, δηλ. αν τα παιδιά που τραυλίζουν και ταυτόχρονα παρουσιάζουν κι άλλες γλωσσικές δυσκολίες καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους ή όχι σε σύγκριση με τα παιδιά που τραυλίζουν αλλά δεν παρουσιάζουν άλλες γλωσσικές δυσκολίες. Αρκετές έρευνες (Conture, Louko & Edwards, 1993; Yairi et al., 1996) έχουν δείξει ότι τα παιδιά που τραυλίζουν και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν φωνολογικές ή γλωσσικές δυσκολίες είναι πιο πιθανό να μην καταφέρουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους ή να χρειαστούν περισσότερο χρόνο στη θεραπεία σε σχέση με τα παιδιά που τραυλίζουν αλλά δεν αντιμετωπίζουν 66

67 επιπρόσθετες γλωσσικές δυσκολίες. Πάλι τα δεδομένα είναι λιγοστά και το θέμα βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση ) Περιβαλλοντικοί παράγοντες Γονείς Από νωρίς άρχισε να διερευνάται κατά πόσον οι γονείς και η στάση τους απέναντι στα παιδιά τους επηρεάζουν τη ροή της ομιλίας των παιδιών τους και κατά πόσον εκείνοι ευθύνονται για την εκδήλωση του τραυλισμού των παιδιών τους. Οι πρώτες έρευνες (Moncur, 1952; Darley, 1955) πάνω σε αυτό το θέμα έδειξαν ότι οι γονείς των παιδιών που ξεκινούν να τραυλίζουν είναι πιο επικριτικοί, προστατευτικοί και κυριαρχικοί σε σχέση με τους γονείς των παιδιών που δεν τραυλίζουν, έχουν υψηλότερες προσδοκίες από τα παιδιά τους και δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις γλωσσικές δυσκολίες των παιδιών τους. Νεότερες μελέτες, όμως, παρουσιάζουν αντιφατικά ευρήματα διότι είτε υποστηρίζουν τα παλαιότερα ευρήματα είτε έρχονται σε αντίθεση με αυτά. Κάποιοι πιο σύγχρονοι μελετητές (Zenner et al., 1978; Flugel, 1979) αναφέρουν ότι οι γονείς των παιδιών που τραυλίζουν είναι πράγματι πιο απορριπτικοί ή αγχώδεις, ενώ κάποιοι άλλοι μελετητές (Kraft, Ambrose & Chon, 2014) δεν έχουν εντοπίσει διαφορές ανάμεσα στους γονείς των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν ή οι διαφορές που έχουν εντοπίσει είναι ελάχιστες. Δύο ερμηνείες μπορούν, ίσως, να δοθούν αναφορικά με τη σχέση τραυλισμού και γονεϊκού παράγοντα: α) οι γονείς κάποιων παιδιών με προδιάθεση για τραυλισμό επηρεάζουν με τη συμπεριφορά τους και τη στάση τους την εκδήλωση της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας των παιδιών τους, β) κάποιοι γονείς επηρεάζονται οι 67

68 ίδιοι από τη δυσχέρεια των παιδιών τους και οδηγούνται σε λανθασμένους χειρισμούς απέναντι στα παιδιά τους που τραυλίζουν. Από μόνος του όμως αυτός ο παράγοντας δεν φαίνεται πιθανόν να αποτελεί τη μοναδική αιτία εκδήλωσης του προβλήματος. Ο γονεϊκός παράγοντας μόνο σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες όπως π.χ. με το γενετικό ή με το γλωσσικό παράγοντα μπορεί να οδηγήσει κάποια παιδιά στην εκδήλωση του τραυλισμού τους. Περιβάλλον λόγου και ομιλίας Το κάθε παιδί μεγαλώνει κι αναπτύσσεται σε ένα συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον που το επηρεάζει γενικότερα ως προς την ανάπτυξή του, αλλά και ειδικότερα ως προς τη ροή της ομιλίας του. Ο Van Riper (1973) έχει επισημάνει ότι ο τραυλισμός, συνήθως, ξεκινά όταν η προτασιακή δομή αναπτύσσεται ραγδαία και όταν οι γονείς ή τα αδέρφια ακολουθούν μοντέλα λόγου κι ομιλίας, τα οποία το παιδί αδυνατεί να ακολουθήσει και γι αυτό το λόγο ξεκινάει να τραυλίζει. Αρκετοί ερευνητές μετά τον Van Riper παρατήρησαν ότι το γλωσσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί μπορεί να αποτελέσει μία πιθανή πηγή άγχους και να οδηγήσει ένα παιδί στο να ξεκινήσει να τραυλίζει (Conture, 2001; Zebrowski & Kelly, 2002). Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι ο γρήγορος ρυθμός ομιλίας των ενηλίκων, η χρήση λεξιλογίου που περιλαμβάνει πολυσύλλαβες λέξεις, η χρήση σύνθετης σύνταξης και η διγλωσσία στο οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να προκαλέσουν άγχος στα παιδιά και να συντελέσουν στην έναρξη του τραυλισμού τους (Guitar, 2014). Επικοινωνιακές καταστάσεις που μπορεί επίσης να προκαλέσουν άγχος σε ένα παιδί και να το οδηγήσουν στον τραυλισμό μπορεί να είναι οι εξής: 68

69 ανταγωνισμός για το ποιος θα μιλήσει στην οικογένεια, συχνές διακοπές του παιδιού που εκδηλώνει τη δυσχέρεια από τα άλλα μέλη της οικογένειας, απαίτηση των μελών της οικογένειας από το παιδί να επιδεικνύει το λόγο του στους άλλους (π.χ. να απαγγέλει ποιήματα και να λέει τραγούδια που γνωρίζει), αδιαφορία από το συνομιλητή για αυτά που λέει το παιδί, βιασύνη κατά την ομιλία από τα μέλη της οικογένειας και κατά συνέπεια από το ίδιο το παιδί, συχνές ερωτήσεις απευθυνόμενες προς το παιδί, ενθουσιασμός κατά την ομιλία και πληθώρα θεμάτων που συζητούνται την ίδια χρονική στιγμή (Guitar, 2014). Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό μπορεί να επηρεάσουν τη ροή της ομιλίας των παιδιών. Παλιότερες μελέτες, όπως αυτή των Meyers και Freeman (1985), διαπίστωσαν διαφορές ανάμεσα στις μητέρες των παιδιών που τραυλίζουν και στις μητέρες των παιδιών που δεν τραυλίζουν ως προς το ρυθμό της ομιλίας τους. Συγκεκριμένα, οι μητέρες των παιδιών που τραυλίζουν φάνηκε να μιλούν στα παιδιά τους αλλά και γενικότερα με πιο γρήγορο ρυθμό ομιλίας σε σχέση με τις μητέρες των παιδιών που δεν τραυλίζουν. Νεότερες όμως έρευνες (Yaruss & Conture, 1995) δεν εντόπισαν διαφορές ανάμεσα στις μητέρες των παιδιών που τραυλίζουν κι αυτών που δεν τραυλίζουν. Παρόμοια αποτελέσματα, όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τον ρυθμό της ομιλίας των μητέρων που τα παιδιά τους τραυλίζουν και αυτών που τα παιδιά τους δεν τραυλίζουν, έχουν βρεθεί και για τη συχνότητα με την οποία οι μητέρες διακόπτουν τα παιδιά τους. Παλαιότερες μελέτες (Meyers & Freeman, 1985) έχουν δείξει ότι οι μητέρες των παιδιών που τραυλίζουν διακόπτουν τα παιδιά τους 69

70 πιο συχνά συγκριτικά με τις μητέρες των παιδιών που δεν τραυλίζουν, ενώ νεότερες μελέτες (Kelly & Conture, 1992) δεν εντόπισαν διαφορές αναφορικά με αυτόν τον παράγοντα. Σχετικά με τις ερωτήσεις που θέτουν οι γονείς στα παιδιά τους, τα αποτελέσματα των ερευνών επίσης δεν συμφωνούν. Κάποιες μελέτες όπως π.χ. των Meyers & Freeman (1985) δεν εντόπισαν διαφορές ανάμεσα στο βαθμό που θέτουν ερωτήσεις οι γονείς των παιδιών που τραυλίζουν και οι γονείς αυτών που δεν τραυλίζουν, ενώ άλλες μελέτες (Langlois, Hanrahan & Inouye, 1986) εντόπισαν σημαντικές διαφορές στον αριθμό των ερωτήσεων που θέτουν οι γονείς των παιδιών που τραυλίζουν και οι γονείς αυτών που δεν τραυλίζουν. Το γλωσσικό περιβάλλον των παιδιών που τραυλίζουν φαίνεται όχι μόνο να πυροδοτεί την έναρξη του τραυλισμού αλλά και να σχετίζεται με την αποκατάσταση του τραυλισμού. Οι Kloth και συνεργάτες (1999) καθώς και o ερευνητής Rommel (2000) έχουν βρει ότι η πολυπλοκότητα του λόγου και της ομιλίας των μητέρων επηρεάζει την αποκατάσταση των παιδιών τους από τον τραυλισμό. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά που τραυλίζουν και οι μητέρες τους που χρησιμοποιούν σύνθετο λόγο συντακτικά και λεξιλογικά δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τη δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας σε σύγκριση με τα παιδιά που οι μητέρες τους χρησιμοποιούν πιο απλό λόγο. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το γλωσσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένα παιδί με προδιάθεση να αναπτύξει τραυλισμό μπορεί να επηρεάσει τη ροή της ομιλίας του ποικιλοτρόπως. Τόσο αξιολογητικά όσο και θεραπευτικά θα 70

71 πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση, όπως γίνεται αντιληπτό, από τις διαθέσιμες έρευνες στο γλωσσικό οικογενειακό περιβάλλον κάθε παιδιού που τραυλίζει. Γεγονότα ζωής Τα παιδιά που έχουν προδιάθεση για τραυλισμό μπορεί να επηρεαστούν από αγχογόνα γεγονότα της ζωής και να εμφανίσουν τραυλισμό ξαφνικά ή να επιδεινωθεί ο υπάρχον τραυλισμός τους εξαιτίας των γεγονότων αυτών. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι τα εξής: αλλαγή κατοικίας, χωρισμός γονέων, θάνατος κάποιου μέλους της οικογένειας, νοσηλεία κάποιου μέλους της οικογένειας, νοσηλεία του ίδιου του παιδιού, ανεργία των γονέων, γέννηση αδερφού/αδερφής, υιοθεσία νέου μέλους στην οικογένεια κτλ (Guitar, 2014). Τα σημαντικά αυτά γεγονότα που προανάφερθηκαν επηρεάζουν λιγότερο ή περισσότερο τα περισσότερα άτομα πόσο δε μάλλον τα παιδιά που έχουν μία προδιάθεση για τραυλισμό ή ήδη δυσκολεύονται στη ροή της ομιλίας τους Θεωρίες για τον τραυλισμό Διαφορετικές προσεγγίσεις, θεωρίες και μοντέλα έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν τη διαταραχή στη ροή της ομιλίας, αν και μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια επίσημη και κοινά αποδεκτή προσέγγιση, θεωρία ή μοντέλο που να εξηγεί τον τραυλισμό (Guitar, 2014). Κάποιες θεωρίες έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν τον τραυλισμό μέσα από τους εγγενείς παράγοντες, ενώ κάποιες άλλες μέσα από τους αναπτυξιακούς και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Άλλες θεωρήσεις προσεγγίζουν την αιτία του τραυλισμού μέσα από το γλωσσικό ή/και τον κινητικό 71

72 παράγοντα, ενώ άλλες θεωρίες έχουν εστιάσει στην αιτιολόγηση του τραυλισμού μέσα από την αντίληψη και την παραγωγή του λόγου Τραυλισμός και διαταραχή στην οργάνωση του εγκεφάλου Σύμφωνα με μία αρκετά παλιά θεωρία, τη θεωρία του Travis (1931), πολλά άτομα που τραυλίζουν είναι καταπιεσμένοι δεξιόχειρες, δηλ. ενώ ήταν αριστερόχειρες, οι γονείς τους τούς εξανάγκασαν να είναι δεξιόχειρες, γεγονός που τους διατάραξε τον έλεγχο της ομιλίας από το αριστερό ημισφαίριο. Η ελλιπής κυριάρχηση του αριστερού ημισφαιρίου στην ανάπτυξη της ομιλίας των ατόμων αυτών τους δημιουργεί νευροκινητική αποδιοργάνωση και ασυγχρονισμό που επηρεάζει την ομιλία τους και κατ επέκταση τους οδηγεί σε τραυλισμό. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, οι ερευνητές Geschwind και Galaburda (1985) υποστήριξαν ότι αρκετές διαταραχές όπως ο τραυλισμός, η δυσλεξία και ο αυτισμός οφείλονται στην καθυστέρηση της ανάπτυξης του αριστερού ημισφαιρίου που είναι υπεύθυνο για το λόγο και την ομιλία. Λόγω της αργοπορημένης ανάπτυξης του αριστερού ημισφαιρίου αναπτύσσεται αντ αυτού το δεξί ημισφαίριο, το οποίο όμως δεν έχει σχεδιαστεί για τη σωστή λειτουργία του λόγου και της ομιλίας. Τα δεδομένα, όμως, τόσο για τη θεωρία του Travis όσο και για τη θεωρία των Geschwind και Galaburda είναι ελλιπή και καθόλου πειστικά (Guitar, 2014). O Webster (1997) πιο πρόσφατα προσέγγισε το συγκεκριμένο θέμα από μια διαφορετική σκοπιά. Υποστήριξε, δηλαδή, την άποψη ότι διάφορες ανωμαλίες στην 72

73 οργάνωση του εγκεφάλου φαίνεται να σχετίζονται με τον τραυλισμό. Σύμφωνα με τον Webster, τα άτομα που τραυλίζουν έχουν φυσιολογική ανάπτυξη του αριστερού ημισφαιρίου, αλλά ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του λόγου και της ομιλίας που λαμβάνουν χώρα στο αριστερό ημισφαίριο επηρεάζονται και συχνά διακόπτονται από δραστηριότητες σε άλλες περιοχές του εγκεφάλου, π.χ. στο δεξί ημισφαίριο. Η άποψη του Webster είναι λίγο γενική και αόριστη χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια η αιτία για την οποία συμβαίνουν οι προαναφερθείσες διακοπές στο αριστερό ημισφαίριο Τραυλισμός και ασυγχρονισμός Τόσο ο Van Riper (1982) όσο και ο Kent (1984) στη δεκαετία του 80 προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τραυλισμό ως έλλειμμα στο χρονικό προγραμματισμό. Συγκεκριμένα, οι δύο ερευνητές ανέφεραν ότι η εκτέλεση των λειτουργιών του λόγου και της ομιλίας στα άτομα που τραυλίζουν πραγματοποιείται στο δεξί ημισφαίριο αντί στο αριστερό ημισφαίριο όπου πραγματοποιείται στα άτομα με φυσιολογική ευχέρεια στη ροή της ομιλίας και τα οδηγεί κατ επέκταση σε αδυναμία σωστού συγχρονισμού της ομιλίας. Άρα, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ο τραυλισμός είναι προϊόν της λανθασμένης επικράτησης του εγκεφαλικού ημισφαιρίου κατά την ομιλία Τραυλισμός και μειωμένη ικανότητα εσωτερικών μοντέλων Οι ερευνητές Neilson και Neilson (1987) προσπάθησαν να εξηγήσουν τον τραυλισμό μέσα από τα εσωτερικευμένα μοντέλα του συστήματος γλωσσικής παραγωγής, δηλ. μέσα από τους ήχους, τις συλλαβές και τις λέξεις που όλοι μας έχουμε αποθηκευμένα 73

74 προκειμένου να παράγουμε αβίαστα την ομιλία. Τα άτομα που τραυλίζουν, λοιπόν, αδυνατούν να δημιουργήσουν και να χρησιμοποιήσουν τα εσωτερικευμένα μοντέλα γλωσσικής παραγωγής λόγω μειωμένης νευρολογικής ικανότητάς τους στην ομιλία. Ενώ λοιπόν ξεκινούν να μιλούν, στη συνέχεια αδυνατούν να σχεδιάσουν και να εκφέρουν τα εκφωνήματα που θέλουν να εκφράσουν στη συνέχεια της ομιλίας τους και άρα προκύπτει διακοπή που εκδηλώνεται ως επανάληψη, επιμήκυνση ή μπλοκάρισμα. Πιο πρόσφατα διατυπώθηκε από τον Max και τους συνεργάτες του (2004) η υπόθεση ότι κάποια παιδιά έχουν προδιάθεση για τραυλισμό, διότι δυσκολεύονται να μάθουν τις σχέσεις κινητικών εντολών που απαιτούνται στην ομιλία και ηχητικής εκφοράς. Η αδυναμία αυτού του συσχετισμού οδηγεί σε λανθασμένα εσωτερικευμένα μοντέλα παραγωγής της ομιλίας και άρα το άτομο παράγει εκφωνήματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις νοητικές του αναπαραστάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές προσπαθεί να διορθώσει τα λανθασμένα εκφωνήματα μέσα από τις δυσχέρειες στην ομίλια (π.χ. επαναλήψεις) Τραυλισμός και γλωσσική παραγωγή Mία από τις πρώτες προσεγγίσεις του τραυλισμού από τη σκοπιά της διαταραχής στη γλωσσική παραγωγή διατυπώθηκε από τον Wingate (1988). Σύμφωνα με τον Wingate, o τραυλισμός προέρχεται από τη δυσκολία συγχρονισμού των λειτουργιών του δεξιού και του αριστερού ημισφαιρίου καθώς και των υποφλοιωδών δομών. Για να επιτευχθεί σωστός συγχρονισμός μεταξύ των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων θα πρέπει ο σχεδιασμός και η παραγωγή του λόγου και της ομιλίας να συνοδεύεται από 74

75 τη συγχρονισμένη προσωδία. Εάν είτε ο γλωσσικός σχεδιασμός και η παραγωγή είτε η προσωδία καθυστερήσουν στο κρίσιμο σημείο του συγχρονισμού, τότε διακόπτεται η παραγωγή της ομιλίας και εμφανίζεται ο τραυλισμός. Λίγα χρόνια αργότερα οι μελετητές Perkins, Kent και Curlee (1991) υποστήριξαν επίσης ότι ο τραυλισμός προκαλείται από επικείμενο έλλειμμα στη γλωσσική παραγωγή. Συγκεκριμένα, οι τρεις αυτοί μελετητές θεώρησαν ως πηγή του τραυλισμού τη δυσκολία συγχρονισμού των δύο απαραίτητων στοιχείων της γλωσσικής παραγωγής: α) του παραγλωσσικού στοιχείου που σχετίζεται με το δεξί ημισφαίριο, δηλ. με τον τόνο και την προσωδία και β) του γλωσσικού στοιχείου που έχει σχέση με το αριστερό ημισφαίριο, δηλ. με το περιεχόμενο και τη δομή του λόγου. Τα δύο στοιχεία της γλωσσικής παραγωγής θα πρέπει να συγχρονίζονται πριν από την παραγωγή της ομιλίας. Σε περίπτωση ασυγχρονισμού των δύο προαναφερθέντων στοιχείων προκαλείται δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας, η οποία εκδηλώνεται ως τραυλισμός. Οι ερευνητές Kolk και Postma (1997) επιχείρησαν και αυτοί με τη σειρά τους πιο πρόσφατα να εξηγήσουν τον τραυλισμό ως έλλειμμα στη γλωσσική παραγωγή και ανέπτυξαν την υπόθεση της «εσωτερικής διόρθωσης» (covert repair). Σύμφωνα με τη θεωρία της εσωτερικής διόρθωσης, ο τραυλισμός πηγάζει από τη διαδικασία εσωτερικού ελέγχου του λόγου και της ομιλίας που όλοι μας χρησιμοποιούμε για να ελέγξουμε αν αυτό που εκφέρουμε είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε να πούμε. Ασυνείδητα ο εσωτερικός έλεγχος του λόγου και της ομιλίας ελέγχει το φωνητικό πλάνο αυτού που θέλουμε να εκφέρουμε με σκοπό να εντοπίσει τυχόν σημασιολογικά, συντακτικά, γραμματικά και φωνολογικά λάθη πριν αυτά παραχθούν. 75

76 Η παραγωγή της ομιλίας διακόπτεται όταν ο εσωτερικός έλεγχος εντοπίσει κάποιο λάθος στο φωνητικό πλάνο και τότε οι διορθώσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να συνεχίσει η παραγωγή της ομιλίας. Η διακοπή στη ροή της ομιλίας λόγω εντοπισμού γλωσσικών λαθών και η διαδικασία των διορθώσεων στη συνέχεια φαίνεται να προκαλούν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας στα άτομα που τραυλίζουν. Ίσως, ο εσωτερικός έλεγχος στην παραγωγή της ομιλίας λειτουργεί εσφαλμένα στα άτομα που τραυλίζουν και τα οδηγεί στις επαναλήψεις, τις επιμηκύνσεις και τα μπλοκαρίσματα. Σύμφωνα με το μοντέλο EXPLAN (Howell, 2004), ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της ομιλίας αποτελούν δύο ανεξάρτητες διεργασίες που αφορούν στο γλωσσικό και στο κινητικό επίπεδο αντίστοιχα. Δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας εμφανίζονται όταν ο σχεδιασμός της ομιλίας, δηλ. το γλωσσικό επίπεδο, καθυστερεί να τροφοδοτήσει την εκτέλεση της ομιλίας, δηλ. το κινητικό επίπεδο. Αντίθετα, η ευχέρεια στη ροή της ομιλίας επιτυγχάνεται, όταν ο σχεδιασμός και η εκτέλεση λειτουργούν με τέτοιο τρόπο έτσι, ώστε το επόμενο κομμάτι του λόγου να είναι έτοιμο να χρησιμοποιηθεί, όταν ολοκληρωθεί το προηγούμενο κομμάτι του λόγου Τραυλισμός ως τρόμος Για αρκετά χρόνια μέσα από τις έρευνές της η Smith μαζί με τους συνεργάτες της (Zimmerman, Smith & Hanley, 1981; Smith & Goffman, 2004) κατάφερε να καταδείξει ως αιτία του τραυλισμού το ασταθές νευρομυικό σύστημα, το οποίο επηρεάζεται από μία ποικιλία γνωστικών, γλωσσικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Κάποια άτομα που τραυλίζουν και κυρίως αυτά που αντιμετωπίζουν 76

77 επίμονο τραυλισμό φαίνεται να συσπούν τους μύες που ευθύνονται για το λόγο και την ομιλία απότομα και ρυθμικά και κατά συνέπεια να οδηγούνται σε μία γρήγορη ομιλία που εκδηλώνεται ως τρόμος Η διαγνωσογενής θεωρία Η διαγνωσογενής θεωρία έχει πλέον μόνο ιστορικό ενδιαφέρον καθώς θεωρείται ξεπερασμένη. Ο Johnson και οι συνεργάτες του (1942) διατύπωσαν τη δεκαετία του 1920 τη διαγνωσογενή θεωρία του τραυλισμού, η οποία επικράτησε στην ακαδημαϊκή κοινότητα τόσο κατά τη δεκαετία του 1940 όσο και κατά τη δεκαετία του 1950 (Guitar, 2014). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη, περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως οι αρνητικές αντιδράσεις των γονέων και των άλλων ακροατών απέναντι στο λόγο και την ομιλία των παιδιών προκαλούν τελικά τραυλισμό στα παιδιά που παρουσιάζουν δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Τα παιδιά στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τυχόν δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας τους οδηγούνται τελικά στον τραυλισμό. Νεώτερες όμως γενετικές μελέτες έθεσαν σε αμφισβήτηση τη διαγνωσογενή θεωρία διότι τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι η κληρονομικότητα και η γονιδιακή επιβάρυνση παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση του τραυλισμού πέραν από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και αναπτύσσονται τα παιδιά Η επικοινωνιακή αποτυχία και η αναμενόμενη δυσκολία Σύμφωνα με το μελετητή Bloodstein (1995), o τραυλισμός προέρχεται από τις εμπειρίες ματαίωσης και αποτυχίας του παιδιού να μιλήσει σωστά. Δυσκολίες των 77

78 παιδιών, όπως οι φυσιολογικές δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας, η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας, οι διάφορες αναπτυξιακές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία, οι δυσκολίες στην ανάγνωση, η ταχυλαλία και οι συναισθηματικές δυσκολίες που προκύπτουν από τις δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία μπορεί να οδηγήσουν τα παιδιά σε μία κατάσταση κατά την οποία να αναμένουν δυσκολίες στο λόγο και στην ομιλία. Οι συνεχείς εμπειρίες ματαίωσης και αποτυχίας του παιδιού να μιλήσει σωστά μπορεί να το οδηγήσουν σε εδραίωση του τραυλισμού. Η προσωπικότητα του κάθε παιδιού καθώς και το οικογενειακό του περιβάλλον φαίνεται να επιδρούν καταλυτικά στη ροή της ομιλίας και στην έναρξη του τραυλισμού, αφού το επηρεάζουν στη διαμόρφωση αντιλήψεων και συναισθημάτων απέναντι στο πως μιλά και πως επικοινωνεί με τους γύρω του Δυνατότητες και απαιτήσεις Σύμφωνα με τη θεωρία των δυνατοτήτων και των απαιτήσεων (demands and capacities model) (Andrews et al., 1983), ο τραυλισμός εμφανίζεται όταν η δυνατότητα του ατόμου για ευχέρεια στην ομιλία δεν είναι ίση με τις απαιτήσεις στην ομιλία. Οι απαιτήσεις μπορεί να αφορούν π.χ. την ταχεία ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας κατά τα έτη 3-7 ή το γρήγορο ρυθμό ομιλίας των γονέων. Tα παιδιά φαίνεται να ξεκινούν να τραυλίζουν, επειδή δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις αυξανόμενες απαιτήσεις του λόγου και της ομιλίας, τις οποίες δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν από μόνα τους. Σύμφωνα με τη Starkweather (1987), το παιδί τυπικής ανάπτυξης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα για γρήγορες κινήσεις των αρθρωτών προκειμένου να δημιουργήσει καλά 78

79 οργανωμένες συνέχειες ομιλίας, οι οποίες να συγχρονίζονται και να έχουν τον κατάλληλο ρυθμό. Αν όλη αυτή η διαδικασία επηρεαστεί από απαιτήσεις του εσωτερικού περιβάλλοντος του παιδιού (π.χ. η έκφραση σύνθετων σκέψεων του παιδιού, η χρήση πιο σύνθετης φωνολογίας, σύνταξης, σημασιολογίας και πραγματολογίας) αλλά και από απαιτήσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος (π.χ. οι αντιδράσεις των γονέων: η ανυπομονησία τους να μιλά σωστά το παιδί, η χρήση πολλών ερωτήσεων από μέρους τους προς το παιδί) μπορεί να προκαλέσουν άγχος στο παιδί και να το κάνουν να μιλά πάνω από τις δυνατότητές του με αποτέλεσμα να τραυλίζει. Άρα, ο τραυλισμός φαίνεται να εκδηλώνεται σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία που είχε και έχει αρκετούς οπαδούς, όταν οι εγγενείς δυνατότητες του λόγου και της ομιλίας του παιδιού δεν είναι σε συμφωνία και συνάρτηση με τις εσωτερικές και εξωτερικές απαιτήσεις επίσης του παιδιού Ελλείμματα στη γλώσσα και τραυλισμός Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο τραυλισμός προέρχεται από ελλείμματα σε ένα ή περισσότερα επίπεδα του λόγου και της ομιλίας. Η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας μπορεί να σχετίζεται με την αποτυχία κωδικοποίησης (encoding) και ανάκτησης (retrieving) των συντακτικών, λεξιλογικών, φωνολογικών, φωνητικών και/ή παραγλωσσικών στοιχείων της παραγωγής της ομιλίας (Bloodstein, 2006; Bernstein-Ratner, 1997). O Bloodstein (2006) υποστήριξε ότι ο αρχόμενος τραυλισμός σχετίζεται με δυσκολίες στη συντακτική κωδικοποίηση, ενώ η Bernstein- Ratner (1997) ότι ο τραυλισμός μπορεί να συνδέεται με δυσκολίες στις διαδικασίες σχεδιασμού προτάσεων υψηλού επιπέδου, δηλ. προτάσεων που περιέχουν διαφορετικές συντακτικές δομές. 79

80 Συμπερασματικά, θα υποστηρίζαμε ότι παρ ότι τα διαφορετικά μοντέλα και οι διαφορετικές θεωρίες του τραυλισμού μπορεί να διαφέρουν ως προς τον προσανατολισμό τους εντούτοις υπάρχει ένα κοινό σημείο μεταξύ τους και αυτό είναι οι γλωσσικές διεργασίες που φαίνεται να επηρεάζουν και να σχετίζονται με τον τραυλισμό. Με άλλα λόγια, όλα τα μοντέλα και όλες οι θεωρίες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο υποστηρίζουν ότι το γλωσσικό σύστημα και οι γλωσσικές διεργασίες των ατόμων που τραυλίζουν είναι πιο επιρρεπή σε λάθη ή πιο αργά στην επεξεργασία από ότι τα αντίστοιχα των ατόμων που δεν τραυλίζουν (Ntourou, Conture & Lipsey, 2011) Συνέπειες τραυλισμού Ο τραυλισμός επηρεάζει τόσο τα παιδιά που ξεκινούν να τραυλίζουν όσο και τους ενήλικες που δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας και συνεχίζουν να τραυλίζουν στην ενήλικη ζωή. Ο τραυλισμός εκτός από τα ίδια τα άτομα που τραυλίζουν φαίνεται, επίσης, να επηρεάζει και τις οικογένειές τους, αλλά και τους ακροατές γενικότερα. Ο τραυλισμός έχει φανεί ότι δημιουργεί άγχος στα μικρά παιδιά πολύ σύντομα αφότου πρωτοεμφανιστεί (Yairi, 1983). Το άγχος των μικρών παιδιών φαίνεται να οφείλεται από τη μια στην αναγνώριση του τραυλισμού τους από τους συμμαθητές τους και στις αρνητικές αντιδράσεις των συμμαθητών τους απέναντι σε αυτόν (Ezrati- Vinacour, Platzky & Yairi, 2001; Langevin, Packman & Onslow, 2009) και από την άλλη, να εντείνεται από την αναγνώριση και τις αρνητικές αντιδράσεις του ίδιου του οικογενειακού περιβάλλοντος απέναντι στον τραυλισμό. Ακόμα και παιδιά ηλικίας 3 80

81 έως 6 ετών που τραυλίζουν σχηματίζουν αρνητικές στάσεις απέναντι στον τρόπο που επικοινωνούν με τους γύρω τους (Vanryckeghem, Brutten & Hernandez, 2005). Οι έρευνες πάντως σχετικά με το κατά πόσο τα παιδιά που τραυλίζουν αναπτύσσουν μεγαλώνοντας αγχώδη διαταραχή δεν μας έχουν οδηγήσει σε κάποια σαφή και ξεκάθαρα συμπεράσματα. Άλλες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά ηλικίας 9 έως 12 ετών που τραυλίζουν εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα άγχους (Blood & Blood, 2007), ενώ, αντίθετα, άλλες μελέτες δεν έχουν εντοπίσει διαφορές στα επίπεδα άγχους των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν (Craig & Hancock, 1996). Ανεξάρτητα όμως από το εάν ή όχι ο τραυλισμός δημιουργεί αγχώδη διαταραχή στα παιδιά που τραυλίζουν φαίνεται από την ηλικία των 7 ετών και άνω τα παιδιά που τραυλίζουν να έχουν αρνητική στάση απέναντι στον τρόπο επικοινωνίας τους με τους άλλους (De Nil & Brutten, 1991; Vanryckeghem & Brutten, 1997). Πέραν όμως από το επίπεδο άγχους των παιδιών που τραυλίζουν, έχει φανεί από τις έρευνες ότι τα παιδιά αυτά πέφτουν θύματα σχολικού εκφοβισμού πιο συχνά από τα παιδιά που δεν τραυλίζουν (Langevin et al., 1998) και επίσης, έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες στη δημιουργία σχέσεων με τους άλλους (Davis, Howell & Cooke, 2002). Ο τραυλισμός, όμως, πέραν από τις πολλαπλές συνέπειες που μπορεί να έχει στα παιδιά μπορεί να έχει και μακροπρόθεσμη επίδραση στην ποιότητα ζωής των ενηλίκων που συνεχίζουν να τραυλίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο επίμονος τραυλισμός μπορεί να εμποδίσει τα άτομα στην ακαδημαϊκή και την επαγγελματική τους πορεία, να τα οδηγήσει στην εκδήλωση ψυχιατρικών διαταραχών (όπως π.χ. στην εκδήλωση κοινωνικής φοβίας) και επίσης να παρακωλύει γενικότερα την επικοινωνία τους με 81

82 τους άλλους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους (De Carle & Pato, 1996; Messenger et al., 2004; Craig, Blumgart & Tran, 2009; Bricker-Katz, Lincoln & McCabe, 2009; Iverach et al., 2009a; 2009b; 2009c) Θεραπευτικές προσεγγίσεις Ο τραυλισμός που δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα και έγκυρα μπορεί να προκαλέσει πολλαπλά προβλήματα όπως προαναφέρθηκε τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα στα άτομα που τραυλίζουν. Ως προς τη σωματική υγεία, τα άτομα που τραυλίζουν συχνά αναφέρουν μυϊκή ένταση (Ashurst & Wasson, 2011), ενώ ως προς την ψυχική υγεία, οι ενήλικες που τραυλίζουν αναφέρουν συχνά εργασιακές δυσκολίες, φόβο, ανησυχία, χαμηλή αυτοεκτίμηση και χαμηλή αυτοαντίληψη (Klein & Hood, 2004). Η θεραπεία του τραυλισμού κατά την εφηβεία και την ενήλικη ζωή είναι δύσκολη, απαιτητική, κοπιώδης και επιρρεπής σε υποτροπή (Onslow & O Brian, 2012). Πέραν από τη συμβολή του λογοθεραπευτή στις ηλικίες αυτές μπορεί να χρειαστεί και η συμβολή ψυχολόγου ή ψυχιάτρου εξαιτίας του αυξημένου άγχους που μπορεί να συνοδεύει τη διαταραχή στη ροή της ομιλίας ή άλλων συναισθηματικών και ψυχιατρικών θεμάτων. H πρώιμη παρέμβαση είναι η πιο ενδεδειγμένη και αποτελεσματική θεραπεία, ειδικά για τα άτομα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο ρίσκο (π.χ. είναι γένους αρσενικού, έχουν δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία πέραν του τραυλισμού, ο τραυλισμός τους χειροτερεύει με το πέρας του χρόνου και έχουν οικογενειακό ιστορικό επίμονου 82

83 τραυλισμού) (Yairi & Ambrose, 2005; Onslow et al., 2012). Aν και δεν υπάρχει σε κάποιες περιπτώσεις ίαση στον αναπτυξιακό τραυλισμό, σε αρκετές περιπτώσεις όμως μπορεί να υπάρξει εξάλειψη της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας με εντατική λογοθεραπεία, η οποία ξεκινάει στο αρχικό στάδιο εμφάνισης του προβλήματος (Ashurst & Wasson, 2011). Ένα μεγάλο δίλημμα που τίθεται για κάθε λογοθεραπευτή είναι το πότε θα πρέπει να παρέμβει στα παιδιά προσχολικής ηλικίας που πρωτοξεκινούν να τραυλίζουν. Ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών προσχολικής ηλικίας που τραυλίζουν καταφέρνουν και ξεπερνούν τον τραυλισμό τους χωρίς παρέμβαση μετά από λίγο καιρό. Νεότερες μελέτες αναφέρουν ότι τα ποσοστά ίασης του παιδικού τραυλισμού χωρίς παρέμβαση φτάνουν σε ποσοστό 70-80% (Onslow et al., 2012). Παλαιότερες μελέτες ανέφεραν πιο χαμηλά ποσοστά αυτοϊασης, δηλ. το ποσοστό κυμαινόταν περίπου από 30 έως 50% (Ingham, 1983). H πιο διαδεδομένη τακτική των λογοθεραπευτών είναι να παρακολουθούν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που τραυλίζουν για τυχόν σημάδια φυσικής ίασης για ένα χρονικό διάστημα πριν προβούν σε θεραπεία μαζί τους αλλά το χρονικό διάστημα αυτό δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τον ένα χρόνο. Όταν περνάει το διάστημα του ενός έτους ή εμφανίζονται σημάδια κοινωνικού άγχους ή αποφυγής τότε ενδείκνυται να ξεκινά άμεσα η παρέμβαση. Σύμφωνα με την Wright (2001) η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινάει όταν το παιδί βρίσκεται σε υψηλό ρίσκο να εμφανίσει επίμονο τραυλισμό (π.χ. λόγω οικογενειακού ιστορικού), ή όταν το παιδί που τραυλίζει αναπτύσσει αρνητικές αντιδράσεις απέναντι στον τραυλισμό του, ή όταν οι γονείς ανησυχούν πολύ για τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας του παιδιού τους. 83

84 Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παρέμβαση θα πρέπει να ξεκινά πριν το παιδί να κλείσει τα 5 έτη (Onslow et al., 2012). Μετά τα 5-6 έτη συνήθως ο τραυλισμός παγιώνεται και τα περιθώρια εξάλειψης των συμπτωμάτων του τραυλισμού στενεύουν. Ο λογοθεραπευτής είναι ο αρμόδιος κλινικός που θα αναλάβει τη θεραπεία του παιδιού με τραυλισμό καθώς είναι αυτός που έχει εκπαιδευτεί για να αξιολογεί και να αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη διαταραχή. Ο τραυλισμός αποτελεί πρωτίστως ένα πρόβλημα στην ομιλία και συγκεκριμένα στη ροή της ομιλίας, το οποίο εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών λόγου και ομιλίας και άρα χρήζει λογοθεραπευτικής παρέμβασης. Σε περιστατικά όπου μαζί με τον τραυλισμό συνυπάρχουν και άλλες ψυχοσυναισθηματικές ή ψυχιατρικές διαταραχές μπορεί να κριθεί απαραίτητη και η συνδρομή άλλων ειδικοτήτων όπως του ψυχολόγου ή του ψυχιάτρου, οι οποίοι θα πρέπει να συνεργαστούν μαζί με το λογοθεραπευτή για την καλύτερη αντιμετώπιση του περιστατικού Φαρμακευτικές μέθοδοι Μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί κάποια φαρμακευτική αγωγή που να ελέγχει ή να μειώνει τον τραυλισμό (Costa & Kroll, 2000). Αν και έχουν γίνει προσπάθειες ελέγχου ή μείωσης των συμπτωμάτων του τραυλισμού σε διάφορες μελέτες, τα αποτελέσματά τους ήταν είτε μηδαμινά είτε προκάλεσαν τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα (Brady, 1991; Yairi & Ambrose, 2005). Όλες οι διαθέσιμες έρευνες σχετικά με τη φαρμακολογική θεραπεία του τραυλισμού αφορούν περιορισμένα δείγματα και όχι δείγματα μεγάλου πληθυσμού καθώς επίσης έχουν συμπεριλάβει μόνο ενήλικες (Maguire et al., 2004; Ludlow, 2006). Για τα άτομα όμως που παρουσιάζουν επίμονο αναπτυξιακό τραυλισμό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί 84

85 φαρμακευτική αγωγή προκειμένου να μειωθούν τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, που συνδέονται δευτερευόντως με τη δυσχέρεια στην ομιλία (Ashurst & Wasson, 2011) πέραν από τη λογοθεραπεία ή/και την ψυχοθεραπεία Μη φαρμακευτικές μέθοδοι Τα τελευταία χρόνια η θεραπεία του τραυλισμού έχει εστιάσει στις μη φαρμακευτικές μεθόδους (Prasse & Kikano, 2008). Η λογοθεραπεία παραμένει η πιο διαδεδομένη μέθοδος αντιμετώπισης του τραυλισμού (Guitar & Conture, 2007). Αν και καμία μη φαρμακευτική μέθοδος μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ίαση από τον τραυλισμό, όπως τονίστηκε και παραπάνω, παρά ταύτα, αν η θεραπεία ξεκινήσει πριν από τα 4-5 έτη, η επιτυχής μείωση των συμπτωμάτων και της σοβαρότητας του τραυλισμού είναι πιθανή (Prasse & Kikano, 2008). Μερικές διαδεδομένες θεραπείες του τραυλισμού που αναλύονται παρακάτω και δεν περιλαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή είναι οι εξής: α) η θεραπεία μέσω σύγχρονων συσκευών, β) η θεραπεία μέσα από την ίδια την οικογένεια και γ) η θεραπεία τροποποίησης του τραυλισμού. Α) Συσκευές, όπως η συσκευή καθυστερημένης ακουστικής ανατροφοδότησης, έχουν δημιουργηθεί για να βελτιώσουν τη ροή της ομιλίας. Χρησιμοποιώντας το άτομο που τραυλίζει τη συγκεκριμένη συσκευή μαθαίνει να μειώνει το ρυθμό της ομιλίας του και να προλαβαίνει τις διακοπές στη ροή της ομιλίας, δηλ. τις επαναλήψεις, τις επιμηκύνσεις και τα μπλοκαρίσματα (Lincoln, Packman & Onslow, 2006). Eπίσης, υπάρχει μία συσκευή που είτε αλλάζει τη συχνότητα της φωνής του ομιλητή και 85

86 μιμείται τη συγχρονισμένη ομιλία μαζί με άλλα άτομα, σαν χορωδία, είτε μειώνει το ρυθμό της ομιλίας μέσα από την καθυστερημένη ακουστική ανατροφοδότηση (Armson et al., 2006). Οι μέχρι τώρα έρευνες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης θεραπείας δεν δίνουν ξεκάθαρα αποτελέσματα και είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν τα άτομα που τραυλίζουν τελικά επωφελούνται ή όχι από τη χρήση των συσκευών της καθυστερημένης ακουστικής ανατροφοδότησης (Van Borsel, Sierens & Pereira, 2007). Β) Οι θεραπείες που στοχεύουν στις οικογένειες έχουν κεντρικό ρόλο στη θεραπεία του τραυλισμού των παιδιών. Οι θεραπείες αυτές εστιάζουν στο οικογενειακό περιβάλλον και σε αλλαγές μέσα σε αυτό όπως η ενθάρρυνση της αργής ομιλίας από τα μέλη της οικογένειας, το να δίνεται χρόνος στο παιδί με τη δυσχέρεια για να μιλήσει και το να δίνουν οι γονείς στο παιδί το μοντέλο της αργής και χαλαρής ομιλίας. Η συμμετοχή των γονέων στη θεραπεία του τραυλισμού των παιδιών έχει αποδειχθεί στις έρευνες αποτελεσματική στη μείωση των επεισοδίων τραυλισμού (Bernstein-Ratner & Guitar, 2006). Γονείς και παιδί δουλεύουν συνεργατικά ως ένα ενιαίο σύστημα προκειμένου να μειωθεί η διαταραχή στη ροή της ομιλίας του παιδιού. Μία ευρέως διαδεδομένη προσέγγιση του παιδικού τραυλισμού τα τελευταία χρόνια είναι η προσέγγιση Lidcombe που αναλύεται παρακάτω. H θεραπεία αυτή περιλαμβάνει τόσο τη συμμετοχή των γονέων όσο και την άμεση θεραπεία με το παιδί. Βασίζεται στο γονεϊκό έπαινο όταν το παιδί μιλά με ευχέρεια και στην περιστασιακή διόρθωση όταν το παιδί τραυλίζει (Woods et al., 2002). Από τα δεδομένα των διαθέσιμων ερευνών έχει φανεί ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα 86

87 φαίνεται να έχει θεραπευτικά αποτελέσματα στα παιδιά σχολικής ηλικίας (Koushik, Shenker & Onslow, 2009) και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (Lattermann, Euler & Neumann, 2008) μειώνοντας τη συχνότητα των συμπτωμάτων του τραυλισμού τους σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία. Γ) Όσο το παιδί μεγαλώνει, φτάνει δηλ. πάνω από τα 8 έτη, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ξεπεράσει τελείως τον τραυλισμό του (Yairi & Ambrose, 1999). Συνήθως, η θεραπεία για τα άτομα που παρουσιάζουν πιο έντονα συμπτώματα τραυλισμού καθώς και δευτερογενή συμπτώματα (π.χ. κινήσεις προσώπου ή σώματος) βασίζεται είτε στην τεχνική της διαμορφωμένης ευχέρειας, σύμφωνα με την οποία ο τραυλισμός σταδιακά αντικαθίσταται από την ελεγχόμενη ευχέρεια, είτε στην τεχνική της μείωσης της σοβαρότητας του τραυλισμού (τροποποίηση του τραυλισμού ή κλασσική θεραπεία του τραυλισμού), δηλ. της μείωσης των συμπτωμάτων του τραυλισμού (Prasse & Kikano, 2008). Μαθαίνοντας το άτομο που τραυλίζει την τεχνική της τροποποίησης εξασκείται στο να μιλά χωρίς κόπο ελέγχοντας τα πρωτογενή συμπτώματα, περιορίζοντας τα δευτερογενή συμπτώματα και μειώνοντας το φόβο του για τον τραυλισμό. Έρευνα των Blomgren και συνεργατών (2005) έδειξε ότι τα αποτελέσματα της θεραπευτικής μεθόδου της τροποποίησης του τραυλισμού ήταν μερικώς σημαντικά τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα για τους ενήλικες που συμμετείχαν στην έρευνα, αλλά δεν ήταν σημαντικά ως προς τη διάρκεια της μείωσης των βασικών συμπτωμάτων του τραυλισμού, δηλ. ως προς τη συχνότητα και τη σοβαρότητα του τραυλισμού. 87

88 Άμεση και έμμεση θεραπεία για παιδιά προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό Για περίπου τρεις δεκαετίες η πιο διαδεδομένη θεραπεία τραυλισμού για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας βασιζόταν σε μία έμμεση και πολυπαραγοντική θεραπευτική προσέγγιση (Demands and Capacities Model; Starkweather, 2002), σύμφωνα με την οποία ο στόχος ήταν να μειωθούν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος (π.χ. οι γονείς να μιλούν πιο αργά) και του ίδιου του παιδιού (π.χ. αποευαισθητοποίηση του παιδιού από τη δυσχέρεια), καθώς και να αυξηθούν οι ικανότητες του παιδιού για ευχέρεια (π.χ. να εκτελεί σωστά και απαλά τις κινήσεις των αρθρωτών που ευθύνονται για την ομιλία). Η έμμεση θεραπεία, δηλ. η θεραπεία που πραγματοποιείται μέσω των γονέων με αποδέκτη το παιδί που τραυλίζει χρησιμοποιείται έως και σήμερα και έχει ως απώτερο στόχο την ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του περιβάλλοντος και των ικανοτήτων του παιδιού έτσι ώστε το παιδί να οδηγηθεί σταδιακά και αποτελεσματικά στην ευχέρεια της ομιλίας. Από το 2000 και εξής ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός παιδιών προσεγγίζεται μέσα από μία άμεση θεραπεία τραυλισμού που ονομάζεται πρόγραμμα Lidcombe (Onslow, Packman & Harrison, 2003). Σύμφωνα με την άμεση αυτή παρέμβαση, το παιδί μαθαίνει μέσα από λεκτικές οδηγίες που του δίνονται από τους γονείς του σχετικά με το αν η ομιλία του παρουσιάζει ευχέρεια ή δυσχέρεια. Τα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των θεραπειών για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό είναι ιδιαίτερα περιορισμένα και καθόλου ξεκάθαρα ακόμα. Μέχρι τώρα πάντως έχει φανεί από τις λίγες διαθέσιμες μελέτες ότι η άμεση θεραπεία των παιδιών με τραυλισμό είναι πιο αποτελεσματική από την 88

89 έμμεση θεραπεία (Nye et al., 2013), αν και μία πρόσφατη μελέτη των de Sonneville- Koedoot και συνεργατών (2015) έδειξε ότι η άμεση θεραπεία μειώνει τον τραυλισμό παιδιών προσχολικής ηλικίας πιο γρήγορα από ότι η έμμεση θεραπεία κατά τους πρώτους τρεις μήνες της θεραπείας αλλά στους 18 μήνες θεραπείας τόσο η άμεση όσο και η έμμεση θεραπεία φαίνεται να επιφέρουν τα ίδια αποτελέσματα. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουν ακόμα αρκετές έρευνες προκειμένου να αποδειχθεί, αν πιο αποτελεσματική είναι η άμεση ή η έμμεση θεραπεία των παιδιών προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό ή ακόμα κι αν ένας συνδυασμός άμεσης και έμμεσης θεραπείας επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα Διαταραχές λόγου και ομιλίας H πλειοψηφία των παιδιών καταφέρνει να κατακτήσει τη γλώσσα χωρίς κόπο και προσπάθεια. Υπάρχει όμως και μία σημαντική μειοψηφία παιδιών που κατακτά τη γλώσσα με κόπο και προσπάθεια, και που συχνά χρειάζεται τη συμβολή και τη βοήθεια ειδικών προκειμένου να αναπτυχθεί ο λόγος κι η ομιλία τους. Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας έχουν σχέση με τη δυσκολία του παιδιού να κατακτήσει και να αναπτύξει την προφορική γλώσσα. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να οφείλονται σε οργανικούς παράγοντες (π.χ. απώλεια ακοής), σε πρώιμες γλωσσικές εμπειρίες (π.χ. παραμέληση) ή σε μία γενικότερη δυσκολία στη μάθηση και τη γνωστική λειτουργία (Dockrell & Messer, 1999). Yπάρχει όμως και μία κατηγορία παιδιών που αντιμετωπίζει γλωσσικές δυσκολίες χωρίς κάποια συγκεκριμένη και εμφανή αιτιολογία όπως αυτές που προαναφέρθηκαν. Οι δυσκολίες 89

90 αυτές της τελευταίας κατηγορίας ονομάζονται ιδιοπαθείς γλωσσικές διαταραχές ή γλωσσικές διαταραχές αγνώστου προελεύσεως (Liegeois, Mayes & Morgan, 2014). Αρκετά παιδιά με διαταραχές στο λόγο και την ομιλία καταφέρνουν να επιλύσουν τα προβλήματά τους μέχρι την εφηβεία. Υπάρχει όμως και ένας αριθμός παιδιών που θα φτάσει στην εφηβεία και αργότερα στην ενήλικη ζωή χωρίς να έχει καταφέρει να αναπτύξει ικανοποιητικές γλωσσικές δεξιότητες με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει στη συνέχεια μαθησιακές, εκπαιδευτικές, εργασιακές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες (Conti-Ramsden & Durkin, 2012; Conti-Ramsden et al., 2013) Διεθνή ταξινομητικά συστήματα και διαταραχές λόγου και ομιλίας Σύμφωνα με το ICD-10 (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 1992), οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου) (F80) (ή όπως προαναφέρθηκε ιδιοπαθείς γλωσσικές διαταραχές ή γλωσσικές διαταραχές αγνώστου προελεύσεως) αφορούν διαταραχές, κατά τις οποίες ο φυσιολογικός τρόπος εκμάθησης της γλώσσας διαταράσσεται από τα αρχικά στάδια της ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας των παιδιών. Οι διαταραχές αυτές δεν αποδίδονται άμεσα σε νευρολογικές ανωμαλίες, σε ανωμαλίες του μηχανισμού της ομιλίας, σε αισθητηριακές βλάβες, σε νοητική υστέρηση ή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τα βασικά κριτήρια για τη διάγνωση των ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών της ομιλίας και της γλώσσας είναι τα ακόλουθα: Η γλωσσική ανάπτυξη θα πρέπει να βρίσκεται δύο σταθερές αποκλίσεις πίσω από την αναμενόμενη για τη χρονολογική ηλικία του παιδιού. 90

91 Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας θα πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται από τη νοητική υστέρηση ή από τη γενική αναπτυξιακή καθυστέρηση που αφορά όλους τους τομείς της ανάπτυξης ενός παιδιού. Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας θα πρέπει να διαφοροποιούνται επίσης από τη δευτεροπαθή διαταραχή που οφείλεται σε βαριά κώφωση ή σε ειδική νευρολογική βλάβη ή σε άλλη δομική ανωμαλία. Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της γλώσσας κατηγοριοποιούνται ως εξής: ειδική αναπτυξιακή διαταραχή της άρθρωσης (F80.0), διαταραχή στην έκφραση της γλώσσας (του λόγου) (F80.1), αντιληπτική διαταραχή της γλώσσας (του λόγου) (F80.2), επίκτητη αφασία συνοδευόμενη από επιληψία (σύνδρομο Landau- Kleffner), άλλες αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου) (F80.8) και αναπτυξιακή διαταραχή της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου), μη καθοριζόμενη. Πιο συγκεκριμένα, η ειδική αναπτυξιακή διαταραχή της άρθρωσης αφορά στη χρήση των φθόγγων από το παιδί σε επίπεδο κατώτερο από εκείνο που αντιστοιχεί στη νοητική του ηλικία, αλλά με φυσιολογικό κατά τα άλλα επίπεδο γλωσσικών δεξιοτήτων. Η διαταραχή στην έκφραση της γλώσσας (του λόγου) αναφέρεται στην κατά πολύ μικρότερη ικανότητα του παιδιού να εκφράζεται προφορικά από την αντιστοιχούσα στη νοητική του ηλικία, ενώ η κατανόηση της γλώσσας είναι ικανοποιητική. Η αντιληπτική διαταραχή της γλώσσας (του λόγου) αφορά στην κατώτερη από την αναμενόμενη για τη νοητική του ηλικία ικανότητα του παιδιού να 91

92 κατανοεί τη γλώσσα. Η επίκτητη αφασία συνοδευόμενη από επιληψία (σύνδρομο Landau-Kleffner) πρόκειται για διαταραχή κατά την οποία το παιδί, ενώ είχε κατά το παρελθόν φυσιολογική γλωσσική εξέλιξη, χάνει τόσο τις αντιληπτικές όσο και τις εκφραστικές γλωσσικές δεξιότητές του, αλλά διατηρεί τη γενική νοημοσύνη του λόγω παροξυσμικών ανωμαλιών και επιληπτικών κρίσεων. Οι άλλες αναπτυξιακές διαταραχές της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου) περιλαμβάνουν διαταραχές όπως το ψεύδισμα. Τέλος, η αναπτυξιακή διαταραχή της ομιλίας και της γλώσσας (του λόγου), μη καθοριζόμενη, αφορά στις μη καθοριζόμενες διαταραχές, στις οποίες υπάρχει σημαντική βλάβη της ανάπτυξης της ομιλίας ή της γλώσσας και οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν σε νοητική υστέρηση, σε νευρολογικές βλάβες, σε αισθητηριακές βλάβες ή σε σωματικές βλάβες που επηρεάζουν άμεσα την ομιλία ή τη γλώσσα. Στο πρόσφατα αναθεωρημένο ταξινομητικό σύστημα DSM-5 (Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2013) οι διαταραχές λόγου και ομιλίας εντάσσονται στην κατηγορία των νευροαναπτυξιακών διαταραχών και συγκεκριμένα στην υποκατηγορία των διαταραχών επικοινωνίας όπου ανήκει και ο τραυλισμός όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω. Σύμφωνα με το DSM-5, οι διαταραχές της γλώσσας (του λόγου) αφορούν επίμονες δυσκολίες στην απόκτηση ή τη χρήση του λόγου σε όλους τους τομείς λόγω ελλειμμάτων στην έκφραση ή την κατανόηση. Ο λόγος του παιδιού θα πρέπει να βρίσκεται κάτω από τη χρονολογική ηλικία του. Οι δυσκολίες αυτές έχουν έναρξη στην πρώιμη παιδική ηλικία και δεν οφείλονται σε άλλους παράγοντες όπως π.χ. ιατρικούς, αντιληπτικούς, νευρολογικούς κ.ά. 92

93 Εκτός από τις διαταραχές του λόγου στην υποκατηγορία των διαταραχών επικοινωνίας ανήκουν και οι διαταραχές στους ήχους της ομιλίας (speech sound disorders) που αφορούν στην επίμονη δυσκολία του παιδιού να εκφέρει τα φωνήματα της γλώσσας που εν συνεχεία μπορεί να το οδηγήσουν σε δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, στην ακαδημαϊκή επίδοση κ.ά. Οι διαταραχές στους ήχους της ομιλίας έχουν έναρξη στην πρώιμη παιδική ηλικία όπως και οι υπόλοιπες διαταραχές επικοινωνίας και δεν οφείλονται σε συγγενείς διαταραχές όπως π.χ. σε εγκεφαλική παράλυση, σε σχιστίες, σε βαρηκοΐα κ.ά. Τέλος, στην υποκατηγορία των διαταραχών επικοινωνίας ανήκει και η διαταραχή κοινωνικής επικοινωνίας ή αλλιώς πραγματολογική διαταραχή που σχετίζεται με τις επίμονες δυσκολίες του παιδιού στην κοινωνική χρήση του λόγου και των μηλεκτικών παραμέτρων του. Η διαταραχή κοινωνικής επικοινωνίας ή αλλιώς πραγματολογική διαταραχή δεν οφείλεται σε διαταραχή αυτιστικού φάσματος ή σε γνωστικές δυσκολίες. Αν και στα διεθνή ταξινομητικά συστήματα οι διαταραχές του λόγου και της ομιλίας είναι διαφοροποιημένες, συχνά στην κλινική πράξη παρατηρούμε ότι οι διαταραχές συνυπάρχουν μεταξύ τους. Επίσης, πολλά παιδιά δεν μπορούν με ευκολία από τους ειδικούς να ενταχθούν σε μία συγκεκριμένη κατηγορία διαταραχών ενώ σε άλλα παιδιά αλλάζει η συμπτωματολογία με την πάροδο του χρόνου και κατά συνέπεια αλλάζει η διαγνωστική κατηγορία στην οποία ανήκουν οι δυσκολίες τους. Τα όρια λοιπόν ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες των διεθνών ταξινομητικών συστημάτων είναι συχνά ρευστά και μεταβλητά, κάτι το οποίο θα πρέπει να έχει στο νου του κάθε ειδικός που ασχολείται με τις αναπτυξιακές διαταραχές. 93

94 1.19 Eπίπτωση των διαταραχών λόγου και ομιλίας Οι επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το ποσοστό των παιδιών με γλωσσικές δυσκολίες κυμαίνεται ανάμεσα σε 8% και 12% (Kazemi,Stringer & Klee, 2015). Οι μελετητές McLeod και McKinnon (2007) έχουν προσδιορίσει την επίπτωση των αναπτυξιακών διαταραχών επικοινωνίας στα παιδιά σχολικής ηλικίας σε ποσοστό πάνω από 10%. Επίσης, έχει φανεί ότι τα παιδιά με δυσκολίες στην ομιλία μόνο παρουσιάζουν επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο σε ποσοστό περίπου 15%, ενώ τα παιδιά με δυσκολίες στο λόγο παρουσιάζουν επιπρόσθετες δυσκολίες στην ομιλία σε ποσοστό περίπου 5% (Shriberg, Tomblin & McSweeny, 1999). Όσον αφορά τα παιδιά που τραυλίζουν φαίνεται ότι πάνω από 60% των παιδιών αυτών παρουσιάζουν συνοδές δυσκολίες λόγου και ομιλίας (Blood et al., 2003). Καταλαβαίνουμε λοιπόν από τις διαθέσιμες μελέτες τόσο ότι ένας αρκετά σημαντικός αριθμός παιδιών παρουσιάζουν αναπτυξιακές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία όσο και ότι υπάρχει μεγάλη συννοσηρότητα ανάμεσα στις διαφορετικές παθολογίες του λόγου και της ομιλίας των παιδιών Αιτιολογία των διαταραχών λόγου και ομιλίας Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας μέχρι σήμερα θεωρούνταν ιδιοπαθείς ή αλλιώς αγνώστου προελεύσεως, διότι δεν μπορούσαν να εξηγηθούν μέσα από νευρολογικά ή αισθητηριακά ελλείμματα ούτε να συσχετιστούν με ανωμαλίες του εγκεφάλου που να αποδεικνύονται νευροαπεικονιστικά. Οι εξελίξεις όμως στις νευροαπεικονιστικές μεθόδους έχουν φέρει στο φως εγκεφαλικές 94

95 ανωμαλίες που φαίνεται να σχετίζονται με τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας. Η πρώτη νευροαπεικονιστική μελέτη σχετικά με τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (Vargha-Khadem et al., 1998) σε μία οικογένεια με ιστορικό διαταραχών λόγου και ομιλίας, στην οποία βρέθηκε μία μετάλλαξη του γονιδίου FOXP2 να ευθύνεται για τις δυσκολίες του λόγου και της ομιλίας. Σε μία πρόσφατη ανασκόπηση των διαθέσιμων νευροαπεικονιστικών μελετών των τελευταίων ετών ( ) βρέθηκαν τόσο λειτουργικές όσο και δομικές εγκεφαλικές ανωμαλίες στα άτομα με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας (Liegeois, Mayes & Morgan, 2014). Συγκεκριμένα, στα άτομα με διαταραχές ομιλίας βρέθηκαν δομικές και λειτουργικές ανωμαλίες στην αριστερή εγκεφαλική έλικα που πιθανόν να σχετίζονται με κάποιο έλλειμμα στην αισθητηριακή ανατροφοδότηση ή ενσωμάτωση, ενώ στα άτομα με διαταραχές λόγου εντοπίστηκαν φλοιώδεις και υποφλοιώδεις ανωμαλίες σε ολόκληρο το γλωσσικό δίκτυο. Τα αποτελέσματα βέβαια των νευροαπεικονιστικών μελετών διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους και υπάρχει ετερογένεια ανάμεσα στις μελέτες γι αυτό και ακόμα δεν μπορούν να γενικευθούν τα ευρήματά τους. Αρκετές μελέτες έχουν χρησιμοποιήσει μικρά δείγματα και επίσης δεν έχουν επαναληφθεί τα αποτελέσματά τους, άρα δεν μπορούν εύκολα να υποστηριχθούν. Οι γενετικοί μηχανισμοί που δημιουργούν την ευαλωτότητα των ατόμων στις διαταραχές λόγου και ομιλίας φαίνεται να είναι πολυπαραγοντικοί και να επηρεάζονται τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες (Newbury & Monaco, 2010). Φαίνεται, δηλαδή, να υπάρχει μία γενετική προδιάθεση 95

96 στα άτομα να εκδηλώσουν διαταραχές στο λόγο και την ομιλία, η οποία σε συνδυασμό με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει το άτομο οδηγεί τελικά το άτομο να εμφανίσει γλωσσικά ελλείμματα. Στο μέλλον, η αποσαφήνιση του ρόλου των γενετικών και των περιβαλλοντικών επιρροών στις διαταραχές λόγου και ομιλίας θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση, αξιολόγηση αλλά και αντιμετώπιση των διαταραχών αυτών. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι τα γονίδια και το περιβάλλον δρουν καταλυτικά στην εμφάνιση των γλωσσικών διαταραχών αλλά μένει να φανεί ποιος είναι ο ακριβής ρόλος τους H φύση των γλωσσικών δυσκολιών Για να κατανοηθεί η φύση των γλωσσικών δυσκολιών θα πρέπει να κατανοηθούν τα υποσυστήματα της γλώσσας, τα οποία αυτή περιλαμβάνει, δηλ. τη φωνολογία, το λεξιλόγιο ή αλλιώς σημασιολογία, την πραγματολογία και τη μορφολογία-σύνταξη (μορφοσύνταξη). Η σωστή λειτουργία κάθε υποσυστήματος της γλώσσας είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική χρήση της γλώσσας. Επίσης απαραίτητη είναι η αλληλεπίδραση όλων των υποσυστημάτων προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική κατανόηση και έκφραση του λόγου Υποσυστήματα της γλώσσας Φωνολογία Η κάθε γλώσσα έχει το δικό της ρεπερτόριο ήχων και άρα το δικό της φωνολογικό σύστημα. Οι ήχοι συνδυάζονται μεταξύ τους με καθορισμένο τρόπο προκειμένου να 96

97 δημιουργηθούν οι λέξεις. Το φώνημα αποτελεί τη μικρότερη μονάδα ήχου που μπορεί να συναντήσουμε σε μία γλώσσα Σημασιολογία Η σημασιολογία ή αλλιώς λεξιλόγιο περιλαμβάνει το νόημα των μεμονωμένων λέξεων αλλά και των φράσεων. Το νόημα των λέξεων εξαρτάται τόσο από τη δομή όσο και από το περιεχόμενο των προτάσεων μέσα στις οποίες βρίσκονται οι λέξεις Πραγματολογία Η πραγματολογία είναι ο τομέας της γλώσσας που αφορά στην έκφραση των προθέσεών μας και στην ικανότητά μας να συνοδεύουμε τους σκοπούς μας με τη χρήση του λόγου. Η πραγματολογία περιλαμβάνει τόσο τη λεκτική όσο και τη μη λεκτική επικοινωνία. Βασίζεται στις κοινωνικές συμβάσεις αλλά και στη χρήση του λόγου με τρόπο κατάλληλο προς το πλαίσιο στο οποίο βρισκόμαστε (π.χ. οικογένεια, φίλοι, διευθυντής) Μορφοσύνταξη Το μόρφημα είναι η μικρότερη μονάδα που έχει νόημα σε μία γλώσσα. Τα μορφήματα μαθαίνουμε να τα χρησιμοποιούμε ακολουθώντας κάποιους κανόνες. Τα μορφήματα και οι κανόνες με τους οποίους τα χρησιμοποιούμε εντάσσονται στον τομέα της μορφολογίας. Η σύνταξη που συνδέεται άμεσα με τη μορφολογία και την συμπληρώνει αποτελείται από ένα σύνολο γλωσσικών κανόνων, οι οποίοι διέπουν τη 97

98 σειρά με την οποία τοποθετούμε τις λέξεις στις φράσεις. Ο όρος «μορφοσύνταξη» αναφέρεται στους γραμματικούς κανόνες που σχετίζονται τόσο με τη σειρά των λέξεων μέσα στις προτάσεις όσο και με τη χρήση των μορφημάτων Υποσυστήματα της γλώσσας και δυσκολίες Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν δυσκολίες σε οποιοδήποτε από τα υποσυστήματα της γλώσσας που αναλύθηκαν παραπάνω είτε μεμονωμένα, για παράδειγμα δυσκολίες στη φωνολογία, είτε συνδυαστικά, π.χ. δυσκολίες στη σημασιολογία και την πραγματολογία. Σύμφωνα με τους Dockrell και McShane (1993), το γλωσσικό σύστημα απαρτίζεται από τον τομέα της κατανόησης του λόγου και από τον τομέα της έκφρασης του λόγου. Για να κατανοήσουμε το λόγο, θα πρέπει ο λόγος να «περάσει» επιτυχώς μέσα από το ακουστικό αντιληπτικό, το εννοιολογικό, το λεξιλογικό και το γραμματικό σύστημα. Για να εκφραστούμε μέσα από το λόγο, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το εννοιολογικό, το λεξιλογικό, το γραμματικό, το φωνολογικό και το αρθρωτικό σύστημα. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι τόσο η κατανόηση όσο και η έκφραση του λόγου είναι πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες διαδικασίες, οι οποίες μπορεί να διακοπούν ή να εμποδιστούν από ελλείμματα σε οποιοδήποτε από τα υποσυστήματά τους. 98

99 Προβλήματα ακουστικής επεξεργασίας Η εκμάθηση της γλώσσας προϋποθέτει ότι το παιδί είναι σε θέση να εντοπίσει, να διακρίνει και να κατηγοριοποιήσει τους ήχους που ακούει. Θα πρέπει δηλαδή το ακουστικό του σύστημα να λειτουργεί άρτια. Προβλήματα στην ακουστική επεξεργασία οδηγούν σε αδυναμία δημιουργίας των φωνολογικών αναπαραστάσεων οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκφορά του λόγου. Μπορεί δηλαδή ένα παιδί να μην αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ακοής αλλά να δυσκολεύεται να επεξεργαστεί το λόγο που ακούει, ο οποίος εκφέρεται από τους ανθρώπους ταχύτατα και πρέπει να κατανοηθεί άμεσα διαφορετικά χάνεται και προσπερνιέται Φωνολογικά προβλήματα Τα παιδιά με δυσκολίες στη φωνολογία αντιμετωπίζουν προβλήματα στην παραγωγή των ήχων. Καθυστερούν να κατακτήσουν νέους ήχους που αναμένονται να έχουν κατακτηθεί στη χρονολογική ηλικία στην οποία βρίσκονται και, επίσης, χρησιμοποιούν στην ομιλία τους πρώιμες διαδικασίες, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν αντικατασταθεί με πιο ώριμες διαδικασίες εκφοράς των ήχων. Για παράδειγμα, μπορεί να αντικαθιστούν ή να παραλείπουν ήχους Προβλήματα λεξιλογίου Τα παιδιά με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας μπορεί να παρουσιάζουν δυσκολίες τόσο στην εκμάθηση νέων λέξεων όσο και στην παραγωγή των ήδη γνωστών τους λέξεων. Οι αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν τα παιδιά σε 99

100 λεξιλογικές δυσκολίες μπορεί να είναι η φτωχή φωνολογική μνήμη, οι λανθασμένες φωνολογικές αναπαραστάσεις, η αποτυχία να χρησιμοποιήσουν στρατηγικές εκμάθησης λέξεων και οι λανθασμένες σημασιολογικές αναπαραστάσεις (Dockrell & Messer, 1999). Οι λεξιλογικές, λοιπόν, δυσκολίες μπορεί να οφείλονται σε πολλές και διαφορετικές αιτίες Προβλήματα γραμματικής Τα παιδιά με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας μπορεί να απλοποιούν το λόγο, να παραλείπουν τις λειτουργικές λέξεις (δηλ. άρθρα, συνδέσμους, βοηθητικά ρήματα) και να χρησιμοποιούν σύντομες φράσεις. Επίσης, μπορεί να δυσκολεύονται στη χρήση των άρθρων, των προθέσεων και των αντωνυμιών καθώς και στις καταλήξεις των ρημάτων. Οι δυσκολίες στη χρήση της γραμματικής και της σύνταξης έχουν αποδοθεί σε αντιληπτικά ελλείμματα, σε δυσκολία να κατακτηθούν οι συντακτικές σχέσεις και στην αποτυχία ωρίμανσης του συντακτικού συστήματος (Dockrell & Messer, 1999) Πραγματολογικές δυσκολίες Οι δυσκολίες που σχετίζονται με την κατανόηση και την παραγωγή της ομιλίας σε κοινωνικές καταστάσεις είναι ένα νέο κομμάτι μελέτης και έρευνας. Οι πραγματολογικές δυσκολίες, γενικά, σχετίζονται με τα προβλήματα των παιδιών να επικοινωνήσουν κατάλληλα με τους γύρω τους περιμένοντας για παράδειγμα τη σειρά τους στο διάλογο, παραμένοντας στο θέμα της συζήτησης και χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τρόπο ομιλίας. Σύμφωνα με την Bishop (1997), οι λόγοι εμφάνισης 100

101 των πραγματολογικών δυσκολιών μπορεί να είναι οι εξής: έλλειμμα στην επεξεργασία των πληροφοριών, ανεπαρκείς ευκαιρίες για κοινωνική μάθηση, καθώς και έλλειμμα στην κοινωνική κατανόηση Τραυλισμός και συνοδές διαταραχές λόγου και ομιλίας Από τη δεκαετία του 1920 και εξής, οι μελετητές ξεκίνησαν να ερευνούν τις διαταραχές λόγου και ομιλίας σε παιδιά που τραυλίζουν (Hall, Wagovich & Bernstein-Ratner, 2007) και να προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν ο τραυλισμός είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα άλλων διαταραχών του λόγου και της ομιλίας (Junuzonic-Zunic & Ibrahimagic, 2013). Έχει φανεί πια μέσα από αρκετές μελέτες ότι τα παιδιά που τραυλίζουν παρουσιάζουν συνοδές γλωσσικές και/ή φωνολογικές διαταραχές πιο συχνά από ότι οι συνομήλικοί τους χωρίς τραυλισμό (Arndt & Healey, 2001; Blood et al., 2003) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα παιδιά που τραυλίζουν αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία. Μελέτες, μάλιστα, έχουν δείξει ότι αρκετά από τα παιδιά που τραυλίζουν δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα παιδιά που δεν τραυλίζουν ως προς το λόγο και την ομιλία τους (Bonelli et al., 2000) και οι γλωσσικές τους δεξιότητες είναι κατάλληλα αναπτυγμένες για την ηλικία τους (Watts et al., 2015). Επίσης, άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι αρκετά από τα παιδιά που τραυλίζουν όχι μόνο έχουν ικανοποιητικές για την ηλικία τους γλωσσικές δεξιότητες αλλά και πιο αναπτυγμένες από ότι αναμένεται σε σύγκριση με τη χρονολογική ηλικία στην οποία βρίσκονται (Watkins, 2005; Reilly et al., 2009). 101

102 Επειδή, όμως, ο τραυλισμός, όπως είναι γνωστό, είναι μία ετερογενής διαταραχή και τα άτομα που τραυλίζουν παρουσιάζουν ποικίλα χαρακτηριστικά, φαίνεται όντως να υπάρχει μία υποκατηγορία παιδιών που εκτός από τον τραυλισμό παρουσιάζει κι άλλες γλωσσικές δυσκολίες. Σε μία πρόσφατη έρευνα (Smith et al., 2012) φάνηκε ότι περίπου τα μισά παιδιά του δείγματος της έρευνας ηλικίας 4-5 ετών με τραυλισμό είχαν συνοδές γλωσσικές ή/και φωνολογικές διαταραχές. Επίσης, μία έρευνα των Coulter, Anderson και Conture (2009) έδειξε ότι τα παιδιά που τραυλίζουν είναι 2-3 φορές πιο πιθανό να παρουσιάσουν δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία από ότι τα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Στο συγκεκριμένο πεδίο μελέτης, δηλαδή στη σχέση του τραυλισμού με την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας υπάρχουν πια αρκετές μελέτες, αλλά δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία και σαφήνεια ως προς τα αποτελέσματα των ερευνών και την μετέπειτα ερμηνείας τους. Η έλλειψη συμφωνίας και σύγκλισης ανάμεσα στις έρευνες ίσως να οφείλεται εν μέρει στις διαφορετικές δοκιμασίες που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μεθοδολογία των ερευνών και στους διαφορετικούς τομείς του λόγου και της ομιλίας που έχουν εξεταστεί σε αυτές. Επίσης, οι διαφορές των μελετών μεταξύ τους μπορεί να σχετίζονται με τις διαφορές στα χαρακτηριστικά του δείγματος, στο μέγεθος του δείγματος και στις μεθοδολογίες που έχουν χρησιμοποιηθεί (Clark et al., 2015). Παρ όλες όμως τις προαναφερθείσες διαφορές των ερευνών, η πλειοψηφία των ερευνητών υποστηρίζει ότι ο τραυλισμός σχετίζεται με τις γλωσσικές διαδικασίες και τα γλωσσικά υποσυστήματα. O τραυλισμός προσεγγίζεται πλέον στη σύγχρονη βιβλιογραφία μέσω του γλωσσικού παράγοντα και από την οπτική ότι αποτελεί ένα γλωσσικό πρόβλημα (Anderson & Conture, 2000). 102

103 Αντιληπτικός και εκφραστικός λόγος Αρκετά παιδιά που τραυλίζουν έχουν χαμηλότερη επίδοση από τους συνομηλίκους τους που δεν τραυλίζουν στις δοκιμασίες αντιληπτικού και εκφραστικού λόγου (Anderson & Conture, 2000; Bajaj, Hodson & Schommer-Aiken, 2004). Μία μεταανάλυση 22 ερευνών που πραγματοποιήθηκε από τους ερευνητές Ntourou, Conture και Lipsey (2011) έδειξε ότι τα παιδιά που τραυλίζουν έχουν σημαντικά χαμηλότερη επίδοση σε γενικές δοκιμασίες λόγου, σε δοκιμασίες αντιληπτικού και εκφραστικού λεξιλογίου όπως, επίσης, και στο μέσο μήκος εκφωνημάτων. Σε συμφωνία με τη μετα-μελέτη των Ntourou, Conture και Lipsey (2011), μελέτη των Coulter, Anderson και Conture (2009) εντόπισε δυσκολίες στον αντιληπτικό λόγο των παιδιών που τραυλίζουν σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που δεν τραυλίζουν. Επίσης, μελέτη των Anderson, Pellowski και Conture (2005) εντόπισε διαφορές σε περισσότερα από το 1/3 των παιδιών που τραυλίζουν ως προς το αντιληπτικό και εκφραστικό προφίλ τους σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Οι διαφορές όμως ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και σε αυτά που δεν τραυλίζουν ως προς τον αντιληπτικό και τον εκφραστικό λόγο σύμφωνα με το Nippold (2002) δεν φαίνεται να αποτελούν σημαντικά γλωσσικά ελλείμματα αλλά μάλλον να πρόκειται για ήπιες και λεπτές διαφορές. Ίσως, δηλαδή, τα παιδιά με τραυλισμό να παρουσιάζουν συνολικά χαμηλότερη επίδοση στην κατανόηση και την έκφραση του λόγου σε σύγκριση με τα παιδιά χωρίς τραυλισμό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι επίδοσή τους βρίσκεται κάτω από το αναμενόμενο για τη χρονολογική τους ηλικία. 103

104 Η χαμηλή επίδοση των παιδιών που τραυλίζουν στον αντιληπτικό και εκφραστικό λόγο, ακόμα κι αν πρόκειται για φυσιολογική χαμηλή επίδοση, φαίνεται να επηρεάζει την ευχέρεια στην ομιλία και να οδηγεί σε δυσχέρειες με τη μορφή των επαναλήψεων, επιμηκύνσεων και μπλοκαρισμάτων. Εκτός όμως από τη δυσχέρεια στην ομιλία που φαίνεται να προκαλούν οι μειωμένες δεξιότητες στον αντιληπτικό και τον εκφραστικό λόγο, μελέτες έχουν δείξει ότι τα ελλείμματα στη γλωσσική αντίληψη και έκφραση στα παιδιά που τραυλίζουν τα εμποδίζουν, επίσης, να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους (Yairi & Ambrose, 2005). Αντίθετα, τα παιδιά που τραυλίζουν αλλά δεν παρουσιάζουν άλλες δυσκολίες στον αντιληπτικό και τον εκφραστικό λόγο φαίνεται να καταφέρνουν να ξεπερνούν τη δυσχέρειά τους. Το επίπεδο αντίληψης και έκφρασης του λόγου φαίνεται με άλλα λόγια να συνδέεται άμεσα τόσο με την εμφάνιση των συμπτωμάτων του τραυλισμού όσο και με τη διατήρησή του. Οι γλωσσικές δυσκολίες στον αναπτυξιακό τραυλισμό φαίνεται να υποστηρίζονται και από τα ευρήματα των γλωσσικών παραμέτρων στις περιπτώσεις τραυλισμού (Coulter, Anderson & Conture, 2009). Για παράδειγμα, τα παιδιά που τραυλίζουν συνήθως δυσκολεύονται περισσότερο στις λέξεις χαμηλής συχνότητας (Anderson, 2007), στις τρεις πρώτες λέξεις ενός εκφωνήματος (Howell & Au-Yeung, 1995), στις λειτουργικές λέξεις (Howell, Au-Yeung & Sackin, 1999), στις μακροσκελείς και σύνθετες προτάσεις (Richels et al., 2010), στα σύνθετα συντακτικά εκφωνήματα (Melnick & Conture, 2000) και στα εκφωνήματα που ξεπερνούν το μέσο μήκος εκφωνήματος του παιδιού (Zackheim & Conture, 2003). Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι ο τραυλισμός συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένους γλωσσικούς παράγοντες, που πιθανώς να επηρεάζονται από μία χαμηλή ή οριακά φυσιολογική επίδοση στην 104

105 κατανόηση και την έκφραση του λόγου. Τουλάχιστον για κάποια παιδιά φαίνεται να αναπτύσσονται οι διάφοροι γλωσσικοί τομείς τους με καθυστέρηση οδηγώντας τα σε συχνούς δισταγμούς, επιμυκήνσεις και επαναλήψεις Φωνολογία / άρθρωση Μέχρι σήμερα οι έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε κάποια σαφή και συγκεκριμένα αποτελέσματα σχετικά με τη σχέση τραυλισμού και φωνολογίας/άρθρωσης στα παιδιά που τραυλίζουν. Οι όροι φωνολογία/άρθρωση χρησιμοποιούνται στις διάφορες έρευνες χωρίς διάκριση και αναφέρονται στις δυσκολίες των παιδιών να αναπτύξουν το φωνολογικό τους σύστημα σύμφωνα με το αναμενόμενο για τη χρονολογική τους ηλικία. Παλαιότερες μελέτες ( ) χρησιμοποιώντας άτυπα και μη σταθμισμένα αξιολογητικά εργαλεία έδειξαν ότι τα παιδιά που τραυλίζουν παρουσιάζουν φτωχότερες φωνολογικές δεξιότητες από τα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Νεώτερες όμως μελέτες (1980-σήμερα) χρησιμοποιώντας τυπικές και σταθμισμένες δοκιμασίες δεν εντόπισαν σε όλες τις περιπτώσεις διαφορές ως προς τις φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν (Clark et al., 2013). Εστιάζοντας στις πρόσφατες μελέτες, βλέπουμε ότι αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που τραυλίζουν παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό φωνολογικές διαταραχές και έχουν χαμηλότερη φωνολογική/ αρθρωτική επίδοση (Blood et al., 2003; Mansson, 2007). Φαίνεται να παρουσιάζουν δυσκολίες στην οργάνωση της ακρίβειας και της ταχύτητας, που απαιτείται στην 105

106 άρθρωση (Melnick, Conture & Ohde, 2003), και να χρησιμοποιούν πιο ανώριμες φωνολογικές διαδικασίες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην παιδική ηλικία από το αναμενόμενο (Louko, Edwards & Conture, 1990; Byrd, Wolk & Davis, 2007). Άλλες μελέτες όμως, όπως αυτή των Clark και συνεργατών (2013), δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις αρθρωτικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν ούτε διαφορές στις φωνολογικές διαδικασίες που χρησιμοποιούν τα παιδιά που τραυλίζουν σε σύγκριση με αυτά που δεν τραυλίζουν (Yaruss, LaSalle & Conture, 1998). Ο Nippold (2002) μελετώντας τα αποτελέσματα 15 ερευνών που εστίασαν στη σχέση τραυλισμού και φωνολογίας/άρθρωσης τόνισε ότι η φωνολογία, πιθανώς, να αλληλεπιδρά με τον τραυλισμό χωρίς όμως να υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι φωνολογικές δεξιότητες ενός παιδιού αποτελούν τον παράγοντα που προκαλεί τον τραυλισμό του. Η φωνολογία/άρθρωση έχει μελετηθεί και σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού π.χ. συχνότητα τραυλισμού, σοβαρότητα τραυλισμού. Μελέτες, όπως των Gregg και Yairi (2012) ή των Clark και συνεργατών (2013), δεν συνδέουν τη σοβαρότητα του τραυλισμού με τον παράγοντα της φωνολογίας, δηλ. τα άτομα δεν φαίνεται να τραυλίζουν περισσότερο σε κάποιους συγκεκριμένους ήχους του φωνολογικού συστήματος σε σύγκριση με άλλους ήχους. Ως προς το φύλο και τις φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν, τα μεγαλύτερα κορίτσια προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό έχει βρεθεί να έχουν καλύτερες φωνολογικές δεξιότητες από τα μεγαλύτερα αγόρια προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό (Clark et al., 2013). Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης 106

107 χωρίς τραυλισμό. Δηλαδή, τα κορίτσια τυπικής ανάπτυξης, γενικά, έχουν καλύτερες φωνολογικές δεξιότητες από ό,τι τα αγόρια τυπικής ανάπτυξης (Kenney & Prather, 1986; Smit et al., 1990). Επίσης, οι Blood και συνεργάτες (2003) αναφέρουν ότι τα αγόρια που τραυλίζουν ηλικίας 5-18 ετών παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό συνοδές φωνολογικές δυσκολίες σε σχέση με τα κορίτσια που τραυλίζουν ηλικίας 5-18 ετών. Σχετικά με τον παροδικό ή επίμονο τραυλισμό και τις φωνολογικές δεξιότητες, οι Yairi και συνεργάτες (1996) βρήκαν ότι η φωνολογική ανάπτυξη των παιδιών που τραυλίζουν ακολουθεί την πορεία των τυπικά αναπτυσσόμενων παιδιών, αλλά η φωνολογική ανάπτυξη των παιδιών με επίμονο τραυλισμό προχωρά με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό. Επίσης, μία έρευνα των Paden και Yairi (1996) πάνω στο ίδιο θέμα εντόπισε ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό κάνουν πιο πολλά φωνολογικά λάθη από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, ενώ τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό δεν διαφέρουν στη φωνολογία από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Πρόσφατη μελέτη των Spencer και Weber-Fox (2014) έδειξε ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό είχαν περισσότερες δυσκολίες στην παραγωγή των συμφώνων και στη φωνολογική μνήμη σε σύγκριση τόσο με τα παιδιά χωρίς τραυλισμό όσο και με τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό. Από τις παραπάνω έρευνες φαίνεται να υπάρχουν διαφορές ως προς τις φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών με επίμονο και με παροδικό τραυλισμό. Οι φωνολογικές δεξιότητες θα πρέπει να συνεκτιμώνται με τους άλλους παράγοντες επικινδυνότητας προκειμένου να αξιολογείται σωστά και να αντιμετωπίζεται ο επίμονος αναπτυξιακός τραυλισμός. 107

108 Σημασιολογία Μία σειρά μελετών (Newman & Bernstein-Ratner, 2007; Bernstein-Ratner, Newman & Strekas, 2009) που εξέτασαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες με τραυλισμό έδειξε ότι τα άτομα που τραυλίζουν δεν έχουν διαφορές από τα άτομα που δεν τραυλίζουν ως προς την οργάνωση του λεξιλογίου τους. Φάνηκε όμως, επίσης, στις συγκεκριμένες έρευνες ότι τα άτομα που τραυλίζουν κάνουν πιο πολλά λάθη κατονομασίας ακόμα κι αν τους δίνονται απλά ερεθίσματα, πιθανώς λόγω κάποιας δυσκολίας στο βασικό επίπεδο της γλωσσικής επεξεργασίας ή λόγω αποφυγής συγκεκριμένων λέξεων στις οποίες αναμένουν ότι θα εκδηλώσουν δυσχέρεια. Άρα, όπως και στην κατανόηση και την έκφραση του λόγου, ίσως και στη σημασιολογία τα άτομα με τραυλισμό δεν παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα (ποσοτικές διαφορές), αλλά λεπτές διαφορές (ποιοτικά ελλείμματα). Αναφορικά με τη σχέση τραυλισμού και λεξιλογίου έχει φανεί σε κάποιες μελέτες (Hall & Burgess, 2000; Hall, 2004) ότι, όταν υπάρχει ασυγχρονισμός και ανισότητα ανάμεσα στις λεξιλογικές και τις συντακτικές δεξιότητες ενός παιδιού, τότε αυτό μπορεί να οδηγηθεί σε δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Οι Anderson, Pellowski και Conture (2005) έχουν προσπαθήσει να δώσουν μία εξήγηση για τη σχέση τραυλισμού και λεξιλογίου. Συγκεκριμένα, έχουν υποστηρίξει ότι, όταν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις διαδικασίες λόγου και ομιλίας, δηλαδή, όταν όλες οι διαδικασίες λόγου και ομιλίας δεν αναπτύσσονται με τον ίδιο ρυθμό τότε μπορεί να προκύψει διαταραχή στη ροή της ομιλίας, επειδή πιο πολλοί πόροι αφιερώνονται για να επιλυθούν οι διαφορές ανάμεσα στα γλωσσικά υποσυστήματα. 108

109 Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το λεξιλόγιο/σημασιολογία δεν φαίνεται να αναπτύσσεται διαφορετικά στα παιδιά με τραυλισμό από ό,τι στα παιδιά χωρίς τραυλισμό, αλλά φαίνεται να υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες παιδιών. Όταν οι μικρές αυτές διαφορές συνδυαστούν με άλλες γλωσσικές δυσκολίες, π.χ. φωνολογικές ή μορφοσυντακτικές δυσκολίες τότε ίσως η ευχέρεια στη ροή της ομιλίας να επηρεάζεται πιο έντονα Μορφολογία/σύνταξη Έρευνες σχετικά με τον τραυλισμό και τη μορφολογία/σύνταξη έχουν εντοπίσει διαφορές ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και σε αυτά που δεν τραυλίζουν ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνονται, αλλά και παράγουν τις διάφορες συντακτικές δομές (Anderson & Conture, 2000; Watson, Byrd & Carlo, 2011; Bauman et al., 2012). Φαίνεται να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παραγωγή του λόγου και της ομιλίας και στα επιμέρους γλωσσικά υποσυστήματα, όπως είναι η μορφολογία και η σύνταξη. Ενδεχομένως, τα παιδιά που τραυλίζουν είναι λιγότερο εφοδιασμένα να διαχειριστούν τα διαφορετικά γλωσσικά υποσυστήματα, τα οποία είναι απαραίτητα για να υπάρξει επιτυχής σχεδιασμός και παραγωγή της ομιλίας (Coulter, Anderson & Conture, 2009). Τα παιδιά που τραυλίζουν γενικά έχουν ελαφρώς χαμηλότερη επίδοση από τους συνομηλίκους τους που δεν τραυλίζουν στις δοκιμασίες που ελέγχουν τις συντακτικές και μορφολογικές δεξιότητες (Junuzovic-Zunic & Ibrahimagic, 2013). Δύο είναι οι σημαντικότερες διαφορές που εντόπισαν οι Junuzovic-Zunic και Ibrahimagic: ως προς τη μορφολογία, τα παιδιά με τραυλισμό διαφέρουν από τους συνομηλίκους τους 109

110 με τυπική ανάπτυξη στη χρήση του γένους και στις καταλήξεις των λέξεων και ως προς τη σύνταξη, διαφέρουν στη χρήση των διαφορετικών προτασιακών δομών (π.χ. απλές, μακροσκελείς και σύνθετες προτάσεις που περιέχουν άρνηση ή ερώτηση), με τις προτασιακές τους δομές να είναι απλούστερες. Oι Wagovich και Bernstein-Ratner (2007) καθώς και οι Bauman και συνεργάτες (2012) έδειξαν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν ως προς τη χρήση των ρημάτων. Τα παιδιά που τραυλίζουν φάνηκε να κάνουν πιο πολλά λάθη στη χρήση των ρημάτων σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που δεν τραυλίζουν. Συγκεκριμένα, τα παιδιά που τραυλίζουν φάνηκε να κάνουν πιο πολλά λάθη στο σχηματισμό του ανώμαλου Αορίστου σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Εκτός από τη μορφολογία, αρκετές έρευνες έχουν εστιάσει στη σχέση της σύνταξης με τον τραυλισμό. Εικάζεται ότι η ανάπτυξη της σύνταξης μπορεί να επηρεάζει αρνητικά τη ροή της ομιλίας, διότι ο τραυλισμός εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών, όταν εκείνα αρχίζουν να σχηματίζουν φράσεις ενώνοντας τις λέξεις μεταξύ τους. Τα παιδιά που τραυλίζουν ενδέχεται να έχουν δυσκολία στο σχηματισμό των προτάσεων που με τη σειρά του οδηγεί σε καθυστερήσεις στη δημιουργία των προτάσεων (Junuzovic-Zunic & Ibrahimagic, 2013). Ο αργός ρυθμός της δημιουργίας των προτάσεων μπορεί να οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα ανάκλησης των συντακτικών κανόνων ή στη δυσκολία ένωσης των στοιχείων μίας συντακτικής δομής (Anderson & Conture, 2000). Θα μπορούσε όμως να ισχύει και το αντίθετο δηλαδή τα παιδιά λόγω της δυσκολίας τους στη ροή της ομιλίας να μην μπορούν να εφαρμόσουν τους συντακτικούς κανόνες στις προτάσεις και, άρα, η δημιουργία των προτάσεων να είναι λανθασμένη. 110

111 Διαφορετικές μελέτες έχουν εστιάσει σε διαφορετικούς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ευχέρεια στην ομιλία. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ο τραυλισμός εκδηλώνεται πιο έντονα στις σύνθετες συντακτικές δομές παρά στις απλές συντακτικές δομές (Kadi-Hanifi & Howell, 1992; Bernstein-Ratner, 2000) καθώς επίσης και στις σύνθετες προτάσεις παρά στις απλές προτάσεις (Logan & Conture, 1997; Bernstein-Ratner, 1997). Έχει φανεί μία ισχυρή σχέση ανάμεσα στη συντακτική συνθετότητα και τον αριθμό των δυσχερειών στα παιδιά που τραυλίζουν. Πιο συγκεκριμένα, έχει φανεί ότι, όταν αυξάνεται η συντακτική πολυπλοκότητα των προτάσεων, αυξάνεται και ο αριθμός των δυσχερειών στην ομιλία (Bernstein-Ratner & Sih, 1987; Yaruss, 1999). Νευροαναπτυξιακές μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με τραυλισμό παρουσιάζουν ευαλωτότητα ως προς τις εγκεφαλικές λειτουργίες που σχετίζονται με τη γλωσσική επεξεργασία. Συγκεκριμένα, έχει φανεί ότι οι νευρολογικοί μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για την επεξεργασία των συντακτικών δομών μπορεί να είναι λιγότεροι ώριμοι στα παιδιά ηλικίας 6-7 ετών με επίμονο τραυλισμό σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους χωρίς τραυλισμό ή με παροδικό τραυλισμό (Usler & Weber-Fox, 2015). Φαίνεται ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό δυσκολεύονται να επεξεργαστούν τις συντακτικές δομές και να εφαρμόσουν τους συντακτικούς κανόνες. Τόσο μορφολογικοί όσο και συντακτικοί παράγοντες δείχνουν να σχετίζονται με τον τραυλισμό και να επηρεάζουν τη ροή της ομιλίας των παιδιών που τραυλίζουν. Μένει όμως στο μέλλον να αποσαφηνιστούν και να εξηγηθούν οι παράγοντες αυτοί 111

112 προκειμένου να γνωρίζουμε πού πρέπει να παρέμβουμε για να βοηθήσουμε στοχευμένα τα παιδιά με τραυλισμό Ερμηνεία των διαταραχών λόγου και ομιλίας στα παιδιά με τραυλισμό Η σχέση τραυλισμού και διαταραχών λόγου και ομιλίας στα παιδιά δεν έχει ερευνηθεί αρκετά, ώστε να δοθούν θεμελιωμένες ερμηνείες. Λίγες ερμηνείες έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα οι οποίες εκκρεμούν στο μέλλον να επιβεβαιώθουν και να στηριχθούν με περισσότερα ερευνητικά δεδομένα ή να απορριφθούν Προσοχή και φωνολογική μνήμη εργασίας Οι διαταραχές λόγου και ομιλίας των παιδιών με τραυλισμό ενδεχομένως να οφείλονται στις δεξιότητες και τις λειτουργίες της προσοχής τους. Οι δεξιότητες και οι λειτουργίες της προσοχής εμπεριέχουν τη ρύθμιση της προσοχής, τον έλεγχο της προσοχής καθώς και ποικίλα σχετιζόμενα δίκτυα, όπως η εγρήγορση, ο προσανατολισμός και η εκτελεστική προσοχή που αναπτύσσονται ταχύτατα στα παιδιά μεταξύ 3 και 5 ετών (Rothbart, 2011). Έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στην προσοχή και τα διαφορετικά γλωσσικά υποσυστήματα των παιδιών (Blair & Razza, 2007; Salley & Dixon, 2007). Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι οι αναπτυγμένες δεξιότητες προσοχής οδηγούν σε καλύτερες αρθρωτικές δεξιότητες (Locke & Goldstein, 1973), καθώς και σε καλύτερες γενικά γλωσσικές δεξιότητες (Salley & Dixon, 2007; Leve et al., 2013). Επίσης, έρευνα των Millager και συνεργατών (2014) υποστήριξε ότι οι 112

113 ανισορροπίες στα γλωσσικά συστήματα των παιδιών, δηλαδή η διαφορετική επίδοση των παιδιών ανάμεσα στα υποσυστήματα μπορεί να οφείλονται στον παράγοντα της προσοχής. Σε αρκετές μελέτες έχει φανεί ότι τα παιδιά με τραυλισμό διαφέρουν σημαντικά από τα παιδιά χωρίς τραυλισμό στις δεξιότητες και τις λειτουργίες της προσοχής (Schwenk, Conture & Walden, 2007; Felsenfeld, van Beijsterveldt & Boomsma, 2010), αν και τα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών είναι αντιφατικά. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που τραυλίζουν δεν διασπώνται πιο εύκολα (Clark et al., 2015), αλλά ρυθμίζουν την προσοχή τους πιο δύσκολα (Karrass et al., 2006), ενώ άλλοι δεν έχουν εντοπίσει διαφορές στις διαδικασίες προσοχής των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν (Αnderson & Wagovich, 2010). Για τη μάθηση των λέξεων, συγκεκριμένα, και του λόγου, γενικότερα, είναι απαραίτητο το παιδί να έχει στραμμένη την προσοχή του στις λέξεις και στις αναφορές των λέξεων (Spaulding, Plante & Vance, 2008). Aν, λοιπόν, τα παιδιά με τραυλισμό δυσκολεύονται να εστιάσουν την προσοχή τους στις λέξεις και στις αναφορές των λέξεων, είναι λογικό και αναμενόμενο να παρουσιάζουν γλωσσικές δυσκολίες, π.χ. στην αντίληψη ή την έκφραση του λόγου πέραν από τις δυσκολίες τους στη ροή της ομιλίας. Δυσκολίες, επίσης, στη φωνολογική μνήμη εργασίας μπορεί να οδηγήσουν σε γλωσσικές δυσκολίες. Τα παιδιά με τραυλισμό έχει φανεί να υστερούν σε σύγκριση με τα παιδιά χωρίς τραυλισμό στη φωνολογική μνήμη εργασίας, δηλαδή στο να 113

114 διατηρήσουν και, στη συνέχεια, να αναπαράγουν νέες φωνολογικές δομές όπως αυτό έχει αξιολογηθεί μέσα από τη δοκιμασία επανάληψης ψευδολέξεων (Hakim & Ratner, 2004; Anderson, Wagovich & Hall, 2006). Η αδυναμία στη φωνολογική μνήμη εργασίας φαίνεται να επιδρά αρνητικά στη μάθηση νέων λέξεων και στην ανάπτυξη του λεξιλογίου Ανισορροπίες ανάμεσα στα συστήματα λόγου και ομιλίας Οι ανισορροπίες ανάμεσα στα συστήματα λόγου και ομιλίας αφορούν το σχεδιασμό και την παραγωγή του λόγου και της ομιλίας (Clark et al., 2015) και έχουν σχέση με τη μη ομαλή ανάπτυξη όλων των συστημάτων του λόγου και της ομιλίας. Δεν σχετίζονται με κάποια σημαντική καθυστέρηση ή διαταραχή σε κάποιο γλωσσικό σύστημα και μπορεί να συμβαίνουν ακόμα κι όταν η συνολική λειτουργία του γλωσσικού συστήματος βρίσκεται εντός ή και παραπάνω των φυσιολογικών επιπέδων (Anderson, Pellowski & Conture, 2005). Τέτοιες ανισορροπίες έχουν βρεθεί τόσο σε παιδιά τυπικής ανάπτυξης όσο και σε παιδιά μη τυπικής ανάπτυξης κατά τα πρώτα στάδια της γλωσσικής τους ανάπτυξης (Bates, Dale & Thal, 1995). Ιδιαίτερα, όμως, ως προς τη ροή της ομιλίας έχει φανεί ότι ανισορροπίες ανάμεσα στα γλωσσικά υποσυστήματα μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες στη ροή της ομιλίας (Hall, 2004). Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που τραυλίζουν παρουσιάζουν περισσότερες ανισορροπίες στα υποσυστήματα του λόγου και της ομιλίας τους σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν τραυλίζουν (Anderson, Pellowski & Conture, 2005; Clark et al., 2015). Οι ανισσοροπίες αυτές που έχουν βρεθεί ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και σε αυτά που δεν τραυλίζουν μπορεί να σχετίζονται με μία τρίτη 114

115 μεταβλητή εκτός από το λόγο, την ομιλία και τον τραυλισμό όπως π.χ. να σχετίζονται με την προσοχή ή το γνωστικό φορτίο (Millager et al., 2014). Οι ανισορροπίες στα γλωσσικά υποσυστήματα των παιδιών που τραυλίζουν φαίνεται να επηρεάζουν τα συστήματα επεξεργασίας του λόγου και της ομιλίας των παιδιών που τραυλίζουν και να τα κάνουν πιο ευάλωτα στις ταυτόχρονες απαιτήσεις (Coulter, Anderson & Conture, 2009). Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να είναι χρονικές (π.χ. χρονική πίεση για να απαντήσει γρήγορα το παιδί), συναισθηματικές (π.χ. συναισθηματική φόρτιση κατά το σχεδιασμό και την παραγωγή του λόγου και της ομιλίας) ή γνωστικές (π.χ. σχηματισμός σύνθετων προτάσεων) (Bosshardt, 2006). Προκύπτει, λοιπόν, μία υποομάδα παιδιών που λόγω των ανισορροπιών στην ανάπτυξη των υποσυστημάτων του λόγου και της ομιλίας δυσκολεύονται στο σχεδιασμό και την παραγωγή του λόγου και της ομιλίας, δηλ. να χρησιμοποιούν παράλληλα λόγο και ομιλία με ευχέρεια και γι αυτό οδηγούνται στη δυσχέρεια Διαταραχές λόγου και ομιλίας και πρόγνωση τραυλισμού Οι γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν έχουν μελετηθεί και σε σχέση με την αποκατάσταση ή μη του τραυλισμού. Έρευνα των Yairi και συνεργατών (1996) έδειξε ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό είχαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις στις γλωσσικές δοκιμασίες αντιληπτικού και εκφραστικού λόγου σε σύγκριση με τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό. Τόσο, όμως, οι επιδόσεις των παιδιών με επίμονο τραυλισμό όσο και των παιδιών με παροδικό τραυλισμό βρίσκονταν μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για γλωσσική διαταραχή 115

116 (Spencer & Weber-Fox, 2014), αλλά για λεπτές γλωσσικές διαφορές, οι οποίες δεν μπορούν εύκολα να εντοπιστούν και να εξηγηθούν. Ως προς τις εκφραστικές δεξιότητες μόνο, από τη μια μεριά οι Yairi και συνεργάτες (1996) καθώς και οι Watkins, Yairi και Ambrose (1999) βρήκαν στο δείγμα τους ότι τα παιδιά με επίμονο τραυλισμό και τα παιδιά με παροδικό τραυλισμό είχαν τις ίδιες εκφραστικές δεξιότητες στην έναρξη του τραυλισμού τους, ενώ από την άλλη μεριά οι Watkins και Yairi (1997) βρήκαν διαφορές στο δείγμα των παιδιών που ξεπέρασαν τον τραυλισμό τους σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους. Συγκεκριμένα, τα παιδιά του δείγματος με επίμονο τραυλισμό διέφεραν στο μέσο μήκος εκφωνήματος, στον αριθμό των διαφορετικών λέξεων μέσα σε μία φράση και στον αριθμό των συνολικών λέξεων μέσα σε μία φράση. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο γλωσσικό κριτήριο που να προβλέπει ποια παιδιά θα αναπτύξουν παροδικό και ποια επίμονο τραυλισμό, οι διαφορές στα γλωσσικά υποσυστήματα του λόγου και της ομιλίας ίσως βοηθήσουν στο μέλλον στην κατηγοριοποίηση των παιδιών αυτών, στην καλύτερη αξιολόγησή τους, αλλά και στην καλύτερη θεραπεία τους Σκοπός της έρευνας H σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρεται συχνά στη συννοσηρότητα του τραυλισμού με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας και πιο συγκεκριμένα στη συννοσηρότητα του τραυλισμού με διαταραχές στη φωνολογία/άρθρωση, τη σημασιολογία και τη μορφοσύνταξη. Εξαιτίας της συννοσηρότητας του τραυλισμού 116

117 με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας αρχίζει να μελετάται όλο και περισσότερο η σχέση του τραυλισμού με τη γενικότερη ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας. Τόσο ο τραυλισμός όσο και οι υπόλοιπες αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας πρωτοεμφανίζονται στην πρώιμη παιδική ηλικία και άρα, πιθανώς, να σχετίζονται με τον τρόπο που αναπτύσσεται ο λόγος και η ομιλία. Oι σύγχρονες έρευνες προσπαθούν να αποσαφηνίσουν και να καθορίσουν αυτή τη σχέση του τραυλισμού με τη γλωσσική ανάπτυξη στην πρώιμη παιδική ηλικία, καθώς και τη σχέση του τραυλισμού με τις άλλες αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας που πρωτοεμφανίζονται στην πρώιμη παιδική ηλικία. Η παρούσα έρευνα έχει ως γενικό σκοπό να μελετήσει τη σχέση του τραυλισμού και των ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών του λόγου και της ομιλίας στα Ελληνόπουλα ηλικίας 4-6 ετών και να διερευνήσει πώς συνδέεται ο τραυλισμός με τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας ως προς τη συμπτωματολογία και την αιτιολογία. Τα ερευνητικά δεδομένα όσον αφορά στον τραυλισμό και στις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας στα Ελληνόπουλα είναι ελάχιστα και κυρίως αφορούν τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας παρά τον τραυλισμό Ερευνητικά ερωτήματα Βάσει της βιβλιογραφίας μελετήθηκαν τρεις διαφορετικές ομάδες παιδιών, δηλαδή τα παιδιά που τραυλίζουν (Τ), τα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ), και τα παιδιά που 117

118 παρουσιάζουν μόνο ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (ΕΑΔ), και διαμορφώθηκαν τα εξής ερευνητικά ερωτήματα: 1. Ποιά είναι η σοβαρότητα του τραυλισμού στα παιδιά που τραυλίζουν (Τ) και ποιά στα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (Τ/ΕΑΔ), δηλαδή σε τί ποσοστό (%) συναντάται ο τραυλισμός στα παιδιά με Τ και σε τί ποσοστό στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ; 2. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά/τα συμπτώματα του τραυλισμού (πρωτογενείς συμπεριφορές, π.χ. επαναλήψεις, επιμηκύνσεις, μπλοκαρίσματα, και δευτερογενείς συμπεριφορές, π.χ. κινήσεις του προσώπου και του σώματος, αποφυγή ομιλίας) στα παιδιά που τραυλίζουν (Τ) και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά/τα συμπτώματα του τραυλισμού στα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ); 3. Σε ποιούς συγκεκριμένους γλωσσικούς τομείς (π.χ. φωνολογία/άρθρωση, σημασιολογία, μορφολογία, σύνταξη) παρουσιάζουν δυσκολίες τα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ); 4. Σε ποιές παραμέτρους (π.χ. βιολογικές, περιβαλλοντικές, συναισθηματικές, γλωσσικές) ομοιάζουν και διαφέρουν τα παιδιά που τραυλίζουν (Τ), τα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή 118

119 λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ), και τα παιδιά που παρουσιάζουν μόνο ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (ΕΑΔ); 5. Βελτιώθηκαν οι δυσκολίες των παιδιών στη ροή της ομιλίας, το λόγο και την ομιλία ένα χρόνο μετά τη διάγνωσή τους και σε ποιό βαθμό; Βελτιώθηκαν οι προαναφερθείσες δυσκολίες με λογοθεραπεία ή χωρίς παρέμβαση; Ποιά ήταν η διάρκεια της παρέμβασης; 6. Ποιά είναι η συσχέτιση του φύλου με την έκβαση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας-τραυλισμού; Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης έχουν ως βαθύτερο σκοπό να συμβάλλουν στη γνώση για τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές, γενικότερα, αλλά και, ειδικότερα, για τη διαταραχή στη ροή της ομιλίας (τραυλισμός) και για τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας που συχνά συνυπάρχουν με τον τραυλισμό. Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας θα γίνει προσπάθεια να επιτευχθούν τα παρακάτω: πρώτον, να διασαφηνιστεί το προφίλ των παιδιών που μόνο τραυλίζουν (Τ) και αυτό των παιδιών που τραυλίζουν και ταυτόχρονα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ). Οι δύο διαφορετικές ομάδες που έχουν συμπεριληφθεί στο δείγμα (Τ και Τ/ΕΑΔ) θα μας βοηθήσουν να καθορίσουμε τόσο την αιτιολογία των δυσκολιών των παιδιών (π.χ. οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού και/ή δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία) όσο και τις διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες (π.χ. γλωσσικές 119

120 διαφορές). Επίσης, μέσα από τη σύγκριση των δύο προαναφερθέντων ομάδων θα αναλυθεί η συμπτωματολογία των δυσκολιών των παιδιών των δύο ομάδων. δεύτερον, σε επίπεδο πρόληψης, οι ειδικοί (π.χ. παιδίατροι, ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί) που έρχονται σε επαφή με παιδιά να εντοπίζουν τα παιδιά που μόνο τραυλίζουν (Τ) αλλά και τα παιδιά που τραυλίζουν και ταυτόχρονα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Τ/ΕΑΔ) με σκοπό να τα παραπέμπουν έγκαιρα για λογοθεραπευτική αξιολόγηση και παρέμβαση, τρίτον, σε επίπεδο αξιολόγησης, οι ειδικοί να εστιάζουν σε όλους τους τομείς του λόγου και της ομιλίας και όχι μόνο στη ροή της ομιλίας όταν τους παραπέμπονται παιδιά με διαταραχή στη ροή της ομιλίας καθώς πολλά από τα παιδιά με τραυλισμό παρουσιάζουν επιπρόσθετες γλωσσικές δυσκολίες. τέταρτον, σε επίπεδο παρέμβασης, οι ειδικοί να επιλέγουν την κατάλληλη μέθοδο παρέμβασης τόσο για τα παιδιά μόνο με τραυλισμό όσο και για τα παιδιά με τραυλισμό και επιπρόσθετες γλωσσικές δυσκολίες. Οι ειδικοί θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά την αιτιοπαθογένεια των δυσκολιών στη ροή της ομιλίας και των επιπρόσθετων γλωσσικών δυσκολιών όπου αυτές συνυπάρχουν και εν συνεχεία να ιεραρχούν τους θεραπευτικούς τους στόχους ανάλογα με την περίσταση. 120

121 πέμπτον, η παρέμβαση να εστιάζει τόσο στην οικογένεια όσο και στο παιδί που τραυλίζει και κυρίως στη διάδραση γονέων και παιδιού όπως υποστηρίζεται από το μοντέλο που πρωτοαναπτύχθηκε από τη Rustin, τη Botterill και την Kelman (1996) και πρόσφατα αναθεωρήθηκε από τις Kelman και Nicholas (2017). To μοντέλο αυτό παρέμβασης που εστιάζει στη διάδραση βασίζεται σε τέσσερις παράγοντες: τους βιολογικούς, τους περιβαλλοντικούς, τους συναισθηματικούς και τους γλωσσικούς. Οι παράγοντες αυτοί θα πρέπει να αξιολογούνται αρχικά αναφορικά με το παιδί αλλά και με την λειτουργία της οικογένειας και στη συνέχεια να δίνεται έμφαση στην ενίσχυση των παραγόντων που φαίνεται να δρουν αρνητικά στη ροή της ομιλίας του παιδιού που τραυλίζει. 121

122 2. Μεθοδολογία 2.1 Συμμετέχοντες Για τις ανάγκες της έρευνας συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα τρεις ομάδες υποκειμένων: μία ομάδα παιδιών με τραυλισμό (Ομάδα 1- Τ), μία ομάδα παιδιών με τραυλισμό και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Ομάδα 2- Τ/ΕΑΔ) και μία ομάδα παιδιών με ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας (Ομάδα 3- ΕΑΔ). Δεν χρησιμοποιήθηκε ομάδα ελέγχου στην παρούσα έρευνα, διότι σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η διερεύνηση των διαφορών μεταξύ των τριών ομάδων και όχι η σύγκριση των τριών ομάδων με τον τυπικό πληθυσμό. Το δείγμα της έρευνας που αποτελείται από τις τρεις ομάδες που προαναφέρθηκαν αποτελεί ένα δείγμα ευκολίας. Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν 66 παιδιά τα οποία χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες (βλ. Πίνακας 2.1). Οι ηλικίες των παιδιών των τριών ομάδων κυμάνθηκαν από τα 4;0 έως τα 6;0 έτη για δύο βασικούς λόγους: α) διότι στις ηλικίες αυτές η διάγνωση τόσο του τραυλισμού όσο και των ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών του λόγου και της ομιλίας είναι πιο ασφαλής και αξιόπιστη και β) διότι οι δύο από τις τρεις σταθμισμένες στον Ελληνικό πληθυσμό δοκιμασίες λόγου και ομιλίας αφορούν παιδιά ηλικίας 4;0 ετών και άνω. Η κάθε μία από τις ομάδες του δείγματος έχει εξομοιωθεί ως προς την ηλικία και το φύλο. Δεν έχει γίνει εξομοίωση των ομάδων ως προς την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση (ΚΟΚ) των συμμετεχόντων καθώς: α) δεν έχει συμπεριληφθεί στο δείγμα ομάδα ελέγχου, η οποία να απαιτεί εξομοίωση του 122

123 δείγματος ως προς την ΚΟΚ και β) στόχος της παρούσας μελέτης είναι να βρεθούν τυχόν διαφορές ως προς την ΚΟΚ των συμμετεχόντων αναφορικά με τη διάγνωσή τους (Τ, Τ/ΕΑΔ, ΕΑΔ). ΟΜΑΔΑ 1 (Τ) (Ν=20) (Μ.Η. 5;1 έτη) ΟΜΑΔΑ 2 (Τ/ΕΑΔ) (Ν=21) (Μ.Η. 4;9 έτη) ΟΜΑΔΑ 3 (ΕΑΔ) (Ν=25) (Μ.Η. 5;0 έτη) ΑΓΟΡΙΑ ΕΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΕΤΩΝ ΑΓΟΡΙΑ ΕΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΕΤΩΝ Πίνακας 2.1 Συμμετέχοντες της έρευνας/εξομοίωση ανά ηλικία και φύλο 2.2 Κριτήρια Όλα τα παιδιά του δείγματος είχαν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική, δεν είχαν ιστορικό νευρολογικών, γνωστικών και ακουστικών διαταραχών και επίσης, δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία για τον τραυλισμό τους ή για τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας τους. Δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα δίγλωσσα παιδιά διότι, όπως και τα παιδιά με ιστορικό νευρολογικών, γνωστικών και 123

124 ακουστικών διαταραχών, παρουσιάζουν τραυλισμό σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι τα παιδιά χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά (Andrews et al., 1983; Arndt & Healy, 2001; Blood et al., 2003) και άρα το υψηλότερο ποσοστό τραυλισμού τους πιθανώς να οφείλεται στις ίδιες τις συνοδές διαταραχές τους ή στο θέμα της διγλωσσίας τους (Υairi & Seery, 2015) Κριτήρια Ομάδας 1 Τα κριτήρια για την επιλογή των παιδιών της ομάδας 1 (Τ) ήταν τα εξής: 1. Ύπαρξη τραυλισμού: Τα παιδιά έπρεπε να έχουν διαγνωσθεί με «τραυλισμό» (βατταρισμό) (F.98.5) σύμφωνα με το ICD 10 (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 1992) από διεπιστημονική κλινική ομάδα δημόσιου φορέα. Τα παιδιά έπρεπε να παρουσιάζουν δυσκολία στη ροή της ομιλίας σε 3 ή περισσότερες λέξεις ανά 100 λέξεις δείγματος αυθόρμητου λόγου: επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα προκειμένου να δοθεί η διάγνωση του τραυλίσμού (Bloodstein, 1995, Conture, 2001). Δυσκολίες στη ροή της ομιλίας σε λιγότερες από τις 3 λέξεις ανά 100 λέξεις δείγματος αυθόρμητου λόγου δεν κρίνονται ως τραυλισμός αλλά ως φυσιολογική δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Τα παιδιά δεν θα έπρεπε να έχουν λάβει θεραπεία για τον τραυλισμό τους κατά το παρελθόν. 124

125 2. Ανάπτυξη λόγου και ομιλίας: Ο λόγος και η ομιλία των παιδιών της ομάδας 1 (Τ) έπρεπε να αναπτύσσονται φυσιολογικά, κριτήριο που αξιολογήθηκε μέσα από τα τρία σταθμισμένα στον Ελληνικό πληθυσμό αξιολογητικά εργαλεία: α) «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου» (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σιδερίδης, 2009), β) «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σταυρακάκη, 2011) και γ) «Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης» (Λεβαντή και συνεργάτες, 1995). Τα συγκεκριμένα εργαλεία αναλύονται λεπτομερώς παρακάτω. 3. Στάσεις/αντιλήψεις γονέων: Οι γονείς των παιδιών της ομάδας 1 (Τ) έπρεπε να δείχνουν ανησυχία για τη ροή της ομιλίας των παιδιών τους. Αυτό το κριτήριο αξιολογήθηκε μέσα από τη συνέντευξη/λήψη ιστορικού από τους γονείς του κάθε παιδιού πριν από την αξιολόγηση των ίδιων των παιδιών. 125

126 2.2.2 Κριτήρια Ομάδας 2 Τα κριτήρια για την επιλογή των παιδιών της ομάδας 2 (Τ/ΕΑΔ) ήταν τα εξής: 1. Ύπαρξη τραυλισμού: Τα παιδιά έπρεπε να έχουν διαγνωσθεί με «τραυλισμό» (βατταρισμό) (F.98.5) και «ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας» (F.80.0, F.80.1 ή F.80.2) σύμφωνα με το ICD 10 από διεπιστημονική κλινική ομάδα δημόσιου φορέα. Τα παιδιά έπρεπε να παρουσιάζουν δυσκολία στη ροή της ομιλίας σε 3 ή περισσότερες λέξεις ανά 100 λέξεις αυθόρμητου λόγου: επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα. Τα παιδιά έπρεπε να μην έχουν λάβει θεραπεία προηγουμένως ούτε για τον τραυλισμό τους ούτε για τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας. 2. Ανάπτυξη λόγου και ομιλίας: Ο λόγος και η ομιλία των παιδιών της ομάδας 2 (Τ/ΕΑΔ) έπρεπε να μην αναπτύσσεται σύμφωνα με τη χρονολογική ηλικία των παιδιών, δηλαδή η επίδοση των παιδιών να βρίσκεται κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο της ηλικίας τους στα τρία αξιολογητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στην 126

127 έρευνα: α) «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου», β) «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» και γ) «Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης». Συγκεκριμένα, η επίδοση των παιδιών έπρεπε να βρίσκεται κάτω από το 20 ο εκατοστημόριο στη «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου» και στις «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» και το φωνολογικό σύστημα των παιδιών έπρεπε να βρίσκεται τουλάχιστον 6 μήνες πίσω από τη χρονολογική τους ηλικία στη «Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης». 3.Στάσεις/αντιλήψεις γονέων: Οι γονείς των παιδιών της ομάδας 2 (Τ/ΕΑΔ) έπρεπε να δείχνουν ανησυχία για τη ροή της ομιλίας των παιδιών τους. Αυτό το κριτήριο αξιολογήθηκε κατά τη συνέντευξη με τους γονείς του κάθε παιδιού πριν την αξιολόγηση του ίδιου του παιδιού Κριτήρια Ομάδας 3 Τα κριτήρια για την επιλογή των παιδιών της ομάδας 3 (ΕΑΔ) ήταν τα εξής: 1. Ύπαρξη τραυλισμού: Τα παιδιά δεν έπρεπε να παρουσιάζουν τραυλισμό, δηλ. να εμφανίζουν τυχόν δυσκολίες στη ροή της ομιλίας σε 2 ή λιγότερες λέξεις ανά 100 λέξεις 127

128 αυθόρμητου λόγου (Bloodstein, 1995;Conture, 2001). Δυσκολίες στη ροή της ομιλίας σε λιγότερες από τις 3 λέξεις ανά 100 λέξεις δείγματος αυθόρμητου λόγου δεν κρίνονται, όπως προειπώθηκε, ως τραυλισμός, αλλά ως φυσιολογική δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. 2. Ύπαρξη ειδικής αναπτυξιακής διαταραχής λόγου και ομιλίας: Τα παιδιά έπρεπε να έχουν διαγνωσθεί με «ειδική αναπτυξιακή διαταραχή λόγου και ομιλίας» (F.80.0, F.80.1 και F.80.2) σύμφωνα με το ICD 10 από διεπιστημονική κλινική ομάδα δημόσιου φορέα. Τα παιδιά δεν έπρεπε να έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία για τις δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία τους. 3. Ανάπτυξη λόγου και ομιλίας: O λόγος και η ομιλία των παιδιών της ομάδας 3 (ΕΑΔ) έπρεπε να μην αναπτύσσεται σύμφωνα με τη χρονολογική τους ηλικία όπως θα προέκυπτε μέσα από τα τρία αξιολογητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα: α) «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου», β) «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» και γ) «Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης». Συγκεκριμένα, η επίδοση των παιδιών έπρεπε να βρίσκεται κάτω από το 20 ο εκατοστημόριο στη «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου» και στις «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» και το φωνολογικό σύστημα των παιδιών έπρεπε να 128

129 βρίσκεται τουλάχιστον 6 μήνες πίσω από τη χρονολογική τους ηλικία στη «Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης». 4. Στάσεις/αντιλήψεις γονέων: Οι γονείς των παιδιών της ομάδας 3 (ΕΑΔ) δεν έπρεπε να δείχνουν ανησυχία για τη ροή της ομιλίας των παιδιών τους στη συνέντευξη/λήψη ιστορικού πριν από την αξιολόγηση των ίδιων των παιδιών. 2.3 Εργαλεία Τα εργαλεία συλλογής υλικού για τις τρεις ομάδες της έρευνας περιλάμβαναν: α) τη λήψη ιστορικού/συνέντευξη από τους γονείς του κάθε παιδιού, β) την ανάλυση του αυθόρμητου λόγου του παιδιού, γ) τη Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου, δ) τις Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας και ε) τη Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης (βλ. Πίνακας 2.2). Οι φόρμες καταγραφής όλων των εργαλείων συλλογής υλικού παρουσιάζονται στο Παράρτημα 1,2,3,4 και

130 Ιστορικό/ Ανάλυση Δοκιμασία Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Συνέντευξη αυθόρμητου Εκφραστικού Δοκιμασία Φωνητικής και με γονείς λόγου Λεξιλογίου Πληροφοριακής Φωνολογικής και Γραμματικής Εξέλιξης Επάρκειας Τ Τ/ΕΑΔ ΕΑΔ Πίνακας 2.2. Εργαλεία συλλογής υλικού Ιστορικό παιδιού Πριν την αξιολόγηση του κάθε παιδιού των τριών ομάδων που συμμετείχε στην έρευνα προηγήθηκε λήψη ιστορικού του κάθε παιδιού από συνέντευξη με τους γονείς ή κηδεμόνες του. Το ιστορικό περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικές με το ιστορικό τραυλισμού του παιδιού, τα αναπτυξιακά του ορόσημα, το ιατρικό του ιστορικό, τη γλωσσική του εξέλιξη, το οικογενειακό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό του ιστορικό, καθώς και για θέματα σχετικά με τη συμπεριφορά και την προσωπικότητα του παιδιού (βλ. Παράρτημα 1) Ανάλυση δείγματος αυθόρμητου λόγου Ο αυθόρμητος λόγος του κάθε παιδιού αναλυόταν σε τρεις επιμέρους παραμέτρους: α) είδος τραυλισμού, β) συχνότητα τραυλισμού και γ) μέσος μήκος εκφωνήματος (βλ. Πίνακας 2.3). Μετά τη συλλογή και καταγραφή 30 προτάσεων και τουλάχιστον 300 συλλαβών ακολουθούσε η ανάλυση του είδους τραυλισμού, δηλαδή ποιο είναι το πιο 130

131 συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού στον αυθόρμητο λόγο του παιδιού (επαναλήψεις, επιμηκύνσεις ή μπλοκαρίσματα) καθώς και η ανάλυση της συχνότητας του τραυλισμού στον αυθόρμητο λόγο του παιδιού, δηλ. σε τι ποσοστό (%) εμφανιζόταν η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας στον αυθόρμητο λόγο του παιδιού. Στη συνέχεια, γινόταν υπολογισμός του μέσου μήκους εκφωνήματος (MLU), δηλαδή του αριθμού των λέξεων σε καθεμιά από τις προτάσεις του αυθόρμητου λόγου σύμφωνα με τα στάδια του Brown (1973) (βλ. Πίνακας 2.4). Ο Brown έχει περιγράψει τα στάδια τα οποία ακολουθεί η τυπική ανάπτυξη του εκφραστικού λόγου των παιδιών και τα οποία βασίζονται στο μέσο μήκος εκφωνήματος (MLU). Ακόμα και σήμερα το μέσο μήκος εκφωνήματος θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς δείκτες της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών (Rice et al., 2010) και χρησιμοποιείται ευρέως από κλινικούς και ερευνητές διαφορετικών χωρών και γλωσσών, αν και η κατηγοριοποίηση των σταδίων του Brown βασίζεται στην Αγγλική γλώσσα. Είδος τραυλισμού: 1)Επαναλήψεις 2)Επιμηκύνσεις 3)Μπλοκαρίσματα Συχνότητα τραυλισμού % Μέσο μήκος εκφωνήματος Πίνακας 2.3. Aνάλυση αυθόρμητου λόγου 131

132 Στάδια Ηλικία σε μήνες Μέσο Μήκος Εκφωνήματος Εύρος Μήκους Μέσου Εκφωνήματος Στάδιο Στάδιο Στάδιο Στάδιο Στάδιο Πίνακας 2.4. Στάδια ανάπτυξης του μέσου μήκους εκφωνήματος σύμφωνα με τον Brown (1973) Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου Η Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σιδερίδης, 2009) είναι η ελληνική έκδοση της αγγλικής έκδοσης Word Finding Vocabulary Test (Renfrew, 1995). Αποτελείται από 50 ασπρόμαυρες εικόνες που δείχνουν ουσιαστικά. Οι εικόνες έχουν επιλεγεί και οργανωθεί σύμφωνα με την αναπτυξιακή σειρά που αυτές κατακτούνται από τα 4 έως τα 8 έτη. Επίσης, οι εικόνες προέρχονται από καθημερινά αντικείμενα και κατηγορίες με τις οποίες το παιδί έρχεται σε επαφή καθώς και από παιδικά παραμύθια και παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα. Οι εικόνες παρουσιάζονται μία-μία από το θεραπευτή προς τον εξεταζόμενο και παράλληλα συμπληρώνεται από το θεραπευτή το αντίστοιχο έντυπο βαθμολόγησης (βλ. Παράρτημα 3). Ο αρχικός βαθμός στο έντυπο βαθμολόγησης του κάθε παιδιού μετατρέπεται σε αναπτυξιακή ηλικία και σε εκατοστημόριο. Αν ο αρχικός βαθμός του 132

133 εξεταζόμενου βρίσκεται κάτω από το 20ο εκατοστημόριο, τότε η επίδοσή του θεωρείται ανεπαρκής για την ηλικία του Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας Οι Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σταυρακάκη, 2011) αξιολογούν δύο τομείς του λόγου: α) τη μορφοσύνταξη, δηλ. τη γραμματική επάρκεια των εκφερόμενων φράσεων και β) την πραγματολογία, δηλ. τη χρήση της γλώσσας που κάνει ο κάθε εξεταζόμενος προκειμένου να μεταδώσει πληροφορίες. Το εργαλείο αυτό είναι η σταθμισμένη εκδοχή στην Ελληνική γλώσσα του αγγλικού εργαλείου Action Picture Test (Renfrew, 1997). Η συγκεκριμένη δοκιμασία αποτελείται από 10 έγχρωμες εικόνες, οι οποίες παρουσιάζουν καθημερινές καταστάσεις. Ο εξεταστής κάνει μία ερώτηση για κάθε εικόνα με σκοπό το παιδί να δώσει μία απάντηση για κάθε εικόνα. Οι απαντήσεις του παιδιού καταγράφονται στο έντυπο βαθμολόγησης (βλ. Παράρτημα 4) και αναλύονται ως προς την πληροφοριακή επάρκεια, δηλαδή ως προς τη χρήση εννοιών για τη μεταφορά πληροφοριών και ως προς τη γραμματική επάρκεια, δηλαδή ως προς τη σωστή χρήση της γραμματικής. Η επίδοση του παιδιού υπολογίζεται συνολικά (πληροφοριακή και γραμματική επάρκεια) αλλά και ξεχωριστά ανά τομέα (πληροφοριακή επάρκεια και γραμματική επάρκεια). Αν η βαθμολογία του παιδιού βρίσκεται κάτω από το 20 ο εκατοστημόριο, τότε η επίδοσή του θεωρείται χαμηλή για την ηλικία του. 133

134 2.3.5 Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης Η Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης (Λεβαντή και συνεργάτες, 1995) αξιολογεί το φωνητικό και φωνολογικό σύστημα παιδιών ηλικίας 2;6-6 ετών καθώς και τις φωνοτακτικές δομές που χρησιμοποιούν τα παιδιά με σκοπό να διαπιστωθεί αν τα παιδιά των ηλικιών που αναφέρθηκαν χρησιμοποιούν τα φωνήματα και τις φωνοτακτικές δομές που αντιστοιχούν στη χρονολογική τους ηλικία. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η καταγραφή του φωνητικού και φωνολογικού συστήματος, καθώς και των φωνοτακτικών δομών, δίνονται στο παιδί ασπρόμαυρες εικόνες, μία κάθε φορά. Ο εξεταστής καταγράφει τις απαντήσεις του παιδιού σε ειδική φόρμα (βλ. Παράρτημα 5). Στη συγκεκριμένη δοκιμασία υπάρχουν 7 στάδια φωνολογικής εξέλιξης και ανάλογα με τις απαντήσεις του παιδιού κατατάσσεται η φωνολογική του εξέλιξη σε ένα από τα 7 αυτά στάδια (βλ. Παράρτημα 5). Αν η φωνολογική εξέλιξη του παιδιού βρίσκεται τουλάχιστον 6 μήνες πίσω από το αναμενόμενο στάδιο για τη χρονολογική του ηλικία, τότε θεωρούμε ότι το παιδί παρουσιάζει φωνολογική ανωριμότητα, δηλαδή ότι το φωνητικό και φωνολογικό του σύστημα δεν αναπτύσσεται σύμφωνα με τη χρονολογική του ηλικία. 2.4 Διαδικασία Αρχικά η ερευνήτρια που διεξήγαγε την έρευνα ήρθε σε τηλεφωνική επικοινωνία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που αξιολογούν παιδιά προσχολικής ηλικίας με διαταραχές ροής-τραυλισμό και με ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές λόγου και ομιλίας προκειμένου να τους ενημερώσει για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας και, εν συνεχεία, σε συνεργασία με τους φορείς να εντοπίσει και να αξιολογήσει τα 134

135 παιδιά που θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην έρευνα. Μετά την τηλεφωνική επικοινωνία με τους δημόσιους και τους ιδιωτικούς φορείς ακολούθησε η αποστολή επιστολής, η οποία εξηγούσε περαιτέρω τους σκοπούς της έρευνας καθώς και τη διαδικασία αξιολόγησης και επαναξιολόγησης των επιλεγμένων περιστατικών. Οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που συμφώνησαν να συμμετέχουν τελικά στην έρευνα ήταν οι εξής: α) το Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Βύρωνα- Καισαριανής, β) το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αττικόν, και γ) ιδιωτικά κέντρα λογοθεραπείας στις περιοχές Αλίμου, Αχαρνών και Ελευσίνας. Στο Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής Βύρωνα-Καισαριανής αξιολογήθηκαν από την ερευνήτρια όλα τα παιδιά που παραπέμφθηκαν για δυσκολίες στη ροή της ομιλίαςτραυλισμό για δύο συνεχόμενα έτη ( ). Όλα τα επιλεγμένα περιστατικά των ιδιωτικών κέντρων είχαν προηγουμένως αξιολογηθεί και διαγνωστεί με τραυλισμό και/ή ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας από δημόσιους φορείς (νοσοκομεία και κέντρα ψυχικής υγείας), καθώς και είχαν λάβει γνωμάτευση για λογοθεραπεία λόγω των δυσκολιών τους στη ροή και/ή στο λόγο και την ομιλία. Για να συμπεριληφθεί ένα παιδί στην έρευνα και να ξεκινήσει η αξιολογητική διαδικασία έπρεπε προηγουμένως οι γονείς ή οι κηδεμόνες του παιδιού να δώσουν τη γραπτή τους συναίνεση υπογράφοντας σχετική επιστολή γονικής συναίνεσης (βλ. Παράρτημα 6). Η επιστολή γονικής συναίνεσης πληροφορούσε τους γονείς σχετικά με τους σκοπούς και τη χρησιμότητα της έρευνας και τους ενημέρωνε για τα βήματα και το χρόνο της αξιολογητικής διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθηθούν. 135

136 Ακολουθούσε η λήψη ιστορικού του κάθε παιδιού που συμμετείχε στην έρευνα μέσω συνέντευξης με τους γονείς του. Η ερευνήτρια έκανε λήψη του ιστορικού από τους γονείς χωρίς την παρουσία του παιδιού. Μετά την ολοκλήρωση της λήψης του ιστορικού ακολουθούσε η αξιολόγηση του ίδιου του παιδιού από την ερευνήτρια. Η συνολική αξιολόγηση του κάθε παιδιού διαρκούσε περίπου μία ώρα. Ξεκινούσε με ελεύθερο παιχνίδι της ερευνήτριας με το παιδί διάρκειας περίπου λεπτών. Κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού η ερευνήτρια μαζί με το κάθε παιδί ξεχωριστά κάθονταν σε μικρό τραπεζάκι με καρέκλες και διάλεγαν να παίξουν κάποιο ήσυχο παιχνίδι που προωθούσε το διάλογο μεταξύ τους, όπως κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι, τουβλάκια, σετ συμβολικού παιχνιδιού (π.χ. φάρμα με ζώα) ή ζωγραφική. Η ερευνήτρια ξεκινούσε τη συζήτηση με το παιδί σχετικά με τη δραστηριότητα που είχε επιλεγεί και στη συνέχεια ακολουθούσαν ερωτήσεις ανοιχτού τύπου σχετικά με την καθημερινότητα του παιδιού (π.χ. τί σου αρέσει να παίζεις στο σπίτι σου;, τί σου αρέσει να κάνεις με τους φίλους σου στο σχολείο;). Στόχος ήταν να καταγραφούν συνολικά 30 προτάσεις αυθόρμητου λόγου και τουλάχιστον 300 συλλαβές, τις οποίες η ερευνήτρια κατέγραφε γραπτώς σε ειδικές φόρμες (βλ. Παράρτημα 2). Η καταγραφή του δείγματος του αυθόρμητου λόγου του παιδιού από την ερευνήτρια είχε ως σκοπό να ακολουθήσει στη συνέχεια ανάλυση του δείγματος του αυθόρμητου λόγου ως προς το είδος του τραυλισμού, το ποσοστό τραυλισμού και το μέσο μήκος εκφωνήματος, όπως αναλύθηκε στην υποενότητα των εργαλείων της έρευνας. Μετά την καταγραφή του δείγματος αυθόρμητου λόγου ακολουθούσε χορήγηση των τριών διαγνωστικών μέσων που έχουν σταθμιστεί στον Ελληνικό πληθυσμό και προαναφέρθηκαν στα εργαλεία, δηλαδή της Δοκιμασίας Εκφραστικού Λεξιλογίου, 136

137 των Εικόνων Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας και της Δοκιμασίας Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης. Μετά την ολοκλήρωση της αξιολογητικής διαδικασίας του κάθε παιδιού ακολουθούσε ενημέρωση των γονέων σχετικά με τις δυσκολίες του παιδιού στη ροή της ομιλίας και/ή στο λόγο και την ομιλία και προτείνονταν λογοθεραπεία του παιδιού. Μετά το πέρας ενός χρόνου από την αξιολόγηση του κάθε παιδιού η ερευνήτρια επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τους γονείς του κάθε παιδιού για να διερευνηθεί η πορεία του παιδιού ως προς τη ροή, το λόγο και την ομιλία. Χρησιμοποιήθηκε ένα σύντομο ερωτηματολόγιο τριών ερωτήσεων για την τελική αξιολόγηση του κάθε παιδιού (βλ. Παράρτημα 7). 2.5 Στατιστική ανάλυση Οι μέσες τιμές (mean) και οι τυπικές αποκλίσεις (Standard Deviation=SD) χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών. Οι απόλυτες (Ν) και οι σχετικές (%) συχνότητες χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποιοτικών μεταβλητών. Για τη σύγκριση αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το Pearson s χ 2 test ή το Fisher's exact test, όπου ήταν απαραίτητο. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε το Student s t-test. Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS

138 3. Αποτελέσματα Το δείγμα αποτελείται από 66 παιδιά: 20 παιδιά παρουσίαζαν τραυλισμό (Τ) (30,3%), 25 παιδιά παρουσίαζαν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (ΕΑΔ) (37,9%) και 21 παιδιά παρουσίαζαν τραυλισμό και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (Τ/ΕΑΔ) (31,8%). Στον πίνακα που ακολουθεί (3.1) δίνονται δημογραφικά στοιχεία των παιδιών και των γονιών τους, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (Α) ΕΑΔ (Β) Τ/ΕΑΔ (Γ) N (%) N (%) N (%) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ Ηλικία, μέση τιμή (SD) 5,1 (0,6) 5,0 (0,7) 4,9 (0,7) 0,333 0,187 0,658 Φύλο Αγόρια 12 (60) 15 (60) 12 (57,1) 1,000** 0,853** 0,845** Κορίτσια 8 (40) 10 (40) 9 (42,9) Δεν φοιτά 0 (0) 1 (4) 0 (0) 0,982* 0,831* 0,983* Παιδικός σταθμός 3 (15) 5 (20) 6 (28,6) Σχολείο Προνήπιο 5 (25) 6 (24) 5 (23,8) Νηπιαγωγείο 10 (50) 11 (44) 8 (38,1) Δημοτικό 2 (10) 2 (8) 2 (9,5) Ηλικία πατέρα, μέση τιμή (SD) Ηλικία μητέρας, μέση τιμή (SD) 40,5 (4,9) 39,8 (5,5) 42,4 (7,4) 0,718 0,430 0,211 37,4 (2,4) 38,5 (4,3) 40,7 (8,0) 0,384 0,157 0,259 *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Student's t-test Πίνακας 3.1 Δημογραφικά στοιχεία παιδιών και γονέων 138

139 Η μέση ηλικία των παιδιών με Τ ήταν τα 5,1 έτη (SD=0,6 έτη), των παιδιών με ΕΑΔ ήταν τα 5,0 έτη (SD=0,7 έτη) και των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ήταν τα 4,9 έτη (SD=0,7 έτη). Επίσης, η πλειοψηφία και των τριών ομάδων ήταν αγόρια με τα ποσοστά να είναι 60,0% για την ομάδα με Τ και για την ομάδα με ΕΑΔ και 57,1% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα μισά παιδιά με Τ πήγαιναν στο νηπιαγωγείο, όπως και το 44,0% των παιδιών με ΕΑΔ και το 38,1% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Οι τρεις ομάδες δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ηλικία και το φύλο των παιδιών καθώς και ως προς τη σχολική βαθμίδα στην οποία αυτά φοιτούσαν. Επίσης, οι τρεις ομάδες ήταν παρόμοιες ως προς τις ηλικίες των γονιών. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.2α) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό τραυλισμού των παιδιών της ομάδας με Τ και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ. Ομάδα Τ/ΕΑΔ Τ (A) (Γ) N (%) N (%) P A vs Γ Ιστορικό τραυλισμού παιδιού Όχι 0 (0) 0 (0) -+ Ναι 20 (100) 21 (100) Πότε ξεκίνησε ο τραυλισμός ( πριν από πόσους μήνες);, μέση τιμή (SD) 19,6 (8,8) 15 (9,3) 0,116 Ποιός διαπίστωσε ή σας ανέφερε πρώτος τον τραυλισμό του παιδιού; Γονείς 19 (95) 18 (85,7) 0,488* Παιδίατρος 1 (5) 0 (0) Δάσκαλοι 0 (0) 1 (4,8) Άλλος 0 (0) 2 (9,5) 139

140 Αν άλλος, ποιος; Λογοθεραπευτής 0 (0) 2 (9,5) - Συνέβη εκείνη την περίοδο κάποιο σημαντικό συμβάν; Όχι 8 (40) 6 (28,6) 0,440** Ναι 12 (60) 15 (71,4) Αν ναι, σημειώνω τι είδους συμβάν:.. Έναρξη σχολείου Γέννηση αδερφών Μετακόμιση Διαζύγιο ή Χωρισμός Αρρώστια Θάνατος Άλλο Όχι 10 (83,3) 13 (86,7) 1,000* Ναι 2 (16,7) 2 (13,3) Όχι 9 (75) 13 (86,7) 0,628** Ναι 3 (25) 2 (13,3) Όχι 12 (100) 14 (93,3) 1,000* Ναι 0 (0) 1 (6,7) Όχι 10 (83,3) 14 (93,3) 0,569* Ναι 2 (16,7) 1 (6,7) Όχι 11 (91,7) 13 (86,7) 1,000* Ναι 1 (8,3) 2 (13,3) Όχι 11 (91,7) 15 (100) 0,444* Ναι 1 (8,3) 0 (0) Όχι 9 (75) 7 (46,7) 0,390* Ναι 3 (25) 8 (53,3) Αν άλλο, τί; αποχωρισμός από τη μητέρα στις διακοπές 0 (0) 1 (4,8) - Διακοπές 0 (0) 1 (4,8) Εκπαίδευση τουαλέτας 0 (0) 1 (4,8) Ένταση στο σπίτι 0 (0) 1 (4,8) 140

141 Επιστροφή μητέρας στη δουλειά 0 (0) 1 (4,8) Κατάθλιψη μητέρας και ένταση στο 1 (5) 0 (0) ζευγάρι Ανταγωνιστική σχέση με αδέρφια 0 (0) 1 (4,8) Οικογενειακό ταξίδι 1 (5) 0 (0) Οφθαλμολογική εξέταση Φιλοξενία αυταρχικής θείας 1 (5) 0 (0) 0 (0) 0 (0) Φυλάκιση πατέρα 0 (0) 1 (4,8) Χειρουργείο 0 (0) 1 (4,8) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Student's t-test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.2 α Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και με Τ/ΕΑΔ Όλα τα παιδιά της ομάδας με Τ και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ παρουσίαζαν τραυλισμό χωρίς διαφορές ως προς την ηλικία έναρξης της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γονείς ήταν αυτοί που είχαν εντοπίσει πρώτοι τον τραυλισμό των παιδιών τους με τα ποσοστά να είναι 95,0% για την ομάδα με Τ και 85,7% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων είχε συμβεί κάτι την περίοδο της έναρξης του τραυλισμού στα παιδιά με τα ποσοστά να είναι 60,0% για την ομάδα με Τ και 71,4% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Οι δύο ομάδες 141

142 δεν διέφεραν σημαντικά ως προς το ποιος διαπίστωσε πρώτος τον τραυλισμό, αν συνέβη κάτι τότε καθώς και τι συνέβη. Στους πίνακες που ακολουθούν στις επόμενες δύο σελίδες (3.2β και 3.2γ) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό τραυλισμού των παιδιών της ομάδας με Τ και των παιδιών της ομάδας με Τ/ΕΑΔ. Ομάδα Τ/ΕΑΔ Τ (A) (Γ) N (%) N (%) P A vs Γ Ποιά ήταν τα αρχικά σημάδια του τραυλισμού: Επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων (το-το-το); Επαναλήψεις αρχικών συλλαβών (μα-μα-μαμά); Επαναλήψεις αρχικών ήχων (κ-κκότα); Επαναλήψεις φράσεων; Επιμηκύνσεις; φωνηέντων (μπάααααλα); Όχι 4 (20) 4 (19) 1,000* Ναι 16 (80) 17 (81) Όχι 8 (40) 5 (23,8) 0,265** Ναι 12 (60) 16 (76,2) Όχι 18 (90) 13 (61,9) 0,067* Ναι 2 (10) 8 (38,1) Όχι 19 (95) 15 (71,4) 0,093* Ναι 1 (5) 6 (28,6) Όχι 15 (75) 16 (76,2) 1,000* Ναι 5 (25) 5 (23,8) 142

143 Μπλοκαρίσματα στους αρχικούς ήχους (τ..ώρα); Ορατή προσπάθεια να Όχι 17 (85) 16 (76,2) 0,697* Ναι 3 (15) 5 (23,8) Όχι 20 (100) 20 (95,2) 1,000* μιλήσει (π.χ. κίνηση στόματος) αλλά χωρίς Ναι 0 (0) 1 (4,8) να βγαίνει ήχος; Κάνει κινήσεις με το πρόσωπο ή με το σώμα όταν τραυλίζει; Τα παρατάει; Έχει αλλάξει ο τραυλισμός από τότε που ξεκίνησε; Έχει γίνει πιο έντονος; Έχει γίνει λιγότερο εμφανής; Όχι 16 (80) 15 (71,4) 0,719* Ναι 4 (20) 6 (28,6) Όχι 16 (80) 15 (71,4) 0,719* Ναι 4 (20) 6 (28,6) Όχι 4 (20) 4 (19) 1,000* Ναι 16 (80) 17 (81) Όχι 10 (62,5) 10 (58,8) 0,829** Ναι 6 (37,5) 7 (41,2) Όχι 6 (37,5) 7 (41,2) 0,829** Ναι 10 (62,5) 10 (58,8) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.2β Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και με Τ/ΕΑΔ 143

144 Ομάδα Τ/ΕΑΔ Τ (A) (Γ) N (%) N (%) P A vs Γ Τί κάνετε όταν το παιδί σας τραυλίζει: Το διορθώνετε; Το μαλώνετε; Δεν δίνετε καμία σημασία; Άλλο Όχι 14 (77,8) 14 (66,7) 0,442** Ναι 4 (22,2) 7 (33,3) Όχι 18 (100) 21 (100) -+ Ναι 0 (0) 0 (0) Όχι 11 (61,1) 9 (42,9) 0,256** Ναι 7 (38,9) 12 (57,1) Όχι 10 (55,6) 7 (33,3) 0,163** Ναι 8 (44,4) 14 (66,7) Το διορθώνει η μεγαλύτερη αδερφή Περιμένουν/δίνουν χρόνο 0 (0) 1 (4,8) - 3 (15) 9 (42,9) Αν άλλο, τι; Ζητούν από το παιδί να το σκεφτεί και να το ξαναπεί Συμπλήρωση λέξεων από τους γονείς 0 (0) 1 (4,8) 3 (15) 3 (14,3) Εμψυχώνουν το παιδί 1 (5) 0 (0) Ηρεμούν το παιδί 1 (5) 0 (0) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.2γ Ιστορικό τραυλισμού της ομάδας με Τ και με Τ/ΕΑΔ 144

145 Δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές ως προς τα αρχικά σημάδια του τραυλισμού μεταξύ των δύο ομάδων. Επίσης, ο τραυλισμός από τότε που ξεκίνησε έχει αλλάξει στο 80,0% των παιδιών με Τ και στο 81% εκείνων με Τ/ΕΑΔ, χωρίς ωστόσο να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους τα ποσοστά αυτά. Η συχνότερη αντιμετώπιση των γονιών απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών τους είναι να μην δίνουν σημασία με τα ποσοστά να είναι 38,9% για την ομάδα με Τ και 57,1% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Δεν βρέθηκε δηλαδή σημαντική διαφορά στον τρόπο αντιμετώπισης του τραυλισμού από τους γονείς. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.3) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο αναπτυξιακό ιστορικό των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ(A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Είχατε δύσκολη εγκυμοσύνη; Είχατε δύσκολο τοκετό; Στις πόσες Όχι 13 (65) 15 (60) 17 (81) 0,731** 0,249** 0,124** Ναι 7 (35) 10 (40) 4 (19) Όχι 15 (75) 22 (88) 18 (85,7) 0,435* 0,454* 1,000* Ναι 5 (25) 3 (12) 3 (14,3) Πρόωρο 3 (15) 5 (20) 5 (23,8) 0,716* 0,697* 1,000* εβδομάδες γεννήθηκε το παιδί σας; 37+ εβδομάδα 17 (85) 20 (80) 16 (76,2) 145

146 Ποιό ήταν το βάρος του; Πότε περπάτησε; Πότε είπε τις πρώτες του λέξεις; Πότε είπε <2500gr 1 (5) 7 (28) 6 (28,6) 0,059* 0,093* 0,966** >2500gr 19 (95) 18 (72) 15 (71,4) >18 μηνών 0 (0) 2 (8) 0 (0) 0,495* -+ 0,493* μηνών 20 (100) 23 (92) 21 (100) >18 μηνών 2 (10) 6 (24) 2 (9,5) 0,269* 1,000* 0,260* μηνών 18 (90) 19 (76) 19 (90,5) >36 μηνών 1 (5) 8 (32) 2 (9,5) 0,030* 1,000* 0,084* τις πρώτες του μηνών 19 (95) 17 (68) 19 (90,5) προτάσεις; Πότε σταμάτησε τις πάνες; Υπήρξαν >3,5 ετών 4 (20) 9 (36) 3 (14,3) 0,239** 0,697* 0,095** <3,5 ετών 16 (80) 16 (64) 18 (85,7) Όχι 17 (85) 20 (80) 13 (61,9) 0,716* 0,095** 0,175** άλλα αναπτυξιακά προβλήματα στη βρεφική Ναι 3 (15) 5 (20) 8 (38,1) ή πρώτη παιδική ηλικία: Προβλήματα σίτισης Αλλεργίες με το φαγητό Όχι 1 (33,3) 4 (80) 4 (50) 0,464* 1,000* 0,565* Ναι 2 (66,7) 1 (20) 4 (50) Όχι 3 (100) 4 (80) 7 (100) 1,000* -+ 0,417* Ναι 0 (0) 1 (20) 0 (0) 146

147 Άλλο Όχι 2 (66,7) 1 (20) 4 (57,1) 0,464* 1,000* 0,293* Ναι 1 (33,3) 4 (80) 3 (42,9) Αν άλλο, τί; Αιμάτωμα στον εγκέφαλο 0 (0) 1 (4) 0 (0) Βρογχό-σπασμος 1 (5) 0 (0) 0 (0) Δυσκοιλιότη-τα 0 (0) 1 (4) 0 (0) Έκζεμα 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Έλλειψη ενζύμου Πρόβλημα με γόνατο 0 (0) 1 (4) 0 (0) 0 (0) 1 (4) 0 (0) Υπογλυκαιμία 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Χειρουργείο και χημειοθερα-πεία 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.3 Αναπτυξιακό ιστορικό Δύσκολη εγκυμοσύνη υπήρξε στο 35,0% των παιδιών με Τ, στο 40,0% εκείνων με ΕΑΔ και 19,0% εκείνων με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, δύσκολος τοκετός υπήρξε στο 25,0% των παιδιών με Τ, στο 12,0% εκείνων με ΕΑΔ και 14,3% εκείνων με Τ/ΕΑΔ. Το 85,0% των παιδιών με Τ γεννήθηκαν στις 37+ εβδομάδες. Τα αντίστοιχα ποσοστά των παιδιών με ΕΑΔ και εκείνων με Τ/ΕΑΔ ήταν 80,0% και 76,2%. Το 95,0% των παιδιών με Τ γεννήθηκαν με βάρος άνω των 2500 γραμμαρίων. Τα αντίστοιχα ποσοστά των παιδιών με ΕΑΔ και εκείνων με Τ/ΕΑΔ ήταν 72% και 71,4%. Τα ποσοστά των παιδιών με άλλα αναπτυξιακά προβλήματα στην παιδική ηλικία ήταν 15,0% για τα παιδιά με Τ, 20,0% για τα παιδιά με ΕΑΔ και 38,1% για τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Γενικά, τα στοιχεία που αφορούσαν στο αναπτυξιακό ιστορικό των παιδιών 147

148 δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η ηλικία που είπαν τις πρώτες τους προτάσεις. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με ΕΑΔ είπαν τις πρώτες τους φράσεις σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό στην ηλικία των μηνών σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.4) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιατρικό ιστορικό των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Αρρωσταίνει Όχι 18 (90) 12 (48) 13 (61,9) 0,003** 0,067* 0,346** εύκολα το παιδί σας; Ναι 2 (10) 13 (52) 8 (38,1) Τραυματίζεται εύκολα; Έχει χειρουργηθεί; Έχει πρόβλημα Όχι 20 (100) 22 (88) 18 (85,7) 0,242* 0,232* 1,000* Ναι 0 (0) 3 (12) 3 (14,3) Όχι 16 (80) 21 (84) 15 (71,4) 1,000* 0,719* 0,475* Ναι 4 (20) 4 (16) 6 (28,6) Όχι 19 (95) 22 (88) 20 (95,2) 0,617* 1,000* 0,614* ακοής; Ναι 1 (5) 3 (12) 1 (4,8) Έχει πρόβλημα Όχι 18 (90) 21 (84) 19 (90,5) 0,678* 1,000* 0,673* όρασης; Ναι 2 (10) 4 (16) 2 (9,5) 148

149 Έχει δυσκολία Όχι 19 (95) 18 (72) 19 (90,5) 0,059* 1,000* 0,151* συγκέντρωσης; Ναι 1 (5) 7 (28) 2 (9,5) Είναι υπερκινητικό; Έχει δυσκολία Όχι 14 (70) 18 (72) 13 (61,9) 0,883** 0,585** 0,467** Ναι 6 (30) 7 (28) 8 (38,1) Όχι 18 (90) 21 (84) 19 (90,5) 0,678* 1,000* 0,673* κινητικού συντονισμού; Ναι 2 (10) 4 (16) 2 (9,5) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Πίνακας 3.4 Ιατρικό ιστορικό Σημαντική διαφορά υπήρξε μόνο στα ποσοστά των παιδιών που αρρωσταίνουν εύκολα μεταξύ των 3 ομάδων. Συγκεκριμένα, το ποσοστό ήταν σημαντικά υψηλότερο στα παιδιά με ΕΑΔ σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ. Στα υπόλοιπα στοιχεία από το ιατρικό ιστορικό των παιδιών δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των 3 ομάδων. Τα ποσοστά των παιδιών με προβλήματα ακοής (ωτίτιδες, υγρό στα αυτιά) ήταν 5,0% για την ομάδα με Τ, 12,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 4,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, τα ποσοστά των παιδιών με προβλήματα όρασης ήταν 10,0% για την ομάδα με Τ, 16,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 9,5% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών με δυσκολία συγκέντρωσης ήταν 5,0% για την ομάδα με Τ, 28,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 9,5% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Ακόμα, τα ποσοστά των παιδιών που ήταν υπερκινητικά ήταν 30,0% για την ομάδα με Τ, 28,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 38,1% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών με δυσκολία κινητικού συντονισμού ήταν 10,0% για την ομάδα με Τ, 16,0% για την πομάδα με ΕΑΔ και 9,5% για την ομάδα με Τ/ ΕΑΔ. 149

150 Στο γράφημα που ακολουθεί (3.5) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών που αρρωσταίνουν εύκολα, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.5 Ποσοστά παιδιών που αρρωσταίνουν εύκολα Στον πίνακα που ακολουθεί (3.6) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο λόγο, την ομιλία και την επικοινωνία των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τραυλισμός (A) ΕΑΔ (B) Τραυλισμός και ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Πιστεύετε ότι ήταν η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του ασυνήθιστα γρήγορη; Πιστεύετε ότι ήταν η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του ασυνήθιστα αργή; Όχι 19 (95) 23 (92) 19 (90,5) 1,000* 1,000* 1,000* Ναι 1 (5) 2 (8) 2 (9,5) Όχι 20 (100) 22 (88) 21 (100) 0,242* -+ 0,239* Ναι 0 (0) 3 (12) 0 (0) Έχει δυσκολία στην επικοινωνία; Όχι 18 (90) 21 (84) 18 (85,7) 0,678* 1,000* 1,000* Ναι 2 (10) 4 (16) 3 (14,3) 150

151 Έχει δυσκολία στην ομιλία (π.χ. φωνολογία/άρθρωση); Έχει δυσκολία στο λόγο (π.χ. δομή/σύνταξη προτάσεων, λεξιλόγιο, γραμματική); Όχι 16 (80) 4 (16) 7 (33,3) <0,001** 0,003** 0,170** Ναι 4 (20) 21 (84) 14 (66,7) Όχι 20 (100) 18 (72) 15 (71,4) 0,012* 0,021* 0,966** Ναι 0 (0) 7 (28) 6 (28,6) Έχει γρήγορο ρυθμό ομιλίας; Όχι 15 (75) 21 (84) 15 (71,4) 0,482* 0,796** 0,475* Ναι 5 (25) 4 (16) 6 (28,6) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.6 Λόγος ομιλίας και επικοινωνία Τα ποσοστά των παιδιών που η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας τους ήταν ασυνήθιστα γρήγορη ήταν παρόμοια στις 3 ομάδες και μάλιστα ήταν 5,0% για αυτά με Τ, 8,0% για αυτά με ΕΑΔ και 9,5% για αυτά με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, τα ποσοστά των παιδιών που η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας τους ήταν ασυνήθιστα αργή ήταν παρόμοια στις 3 ομάδες και συγκεκριμένα ήταν 0,0% για αυτά με Τ, 12,0% για αυτά με ΕΑΔ και 0,0% για αυτά με Τ/ΕΑΔ. Ακόμα, το 10,0% των παιδιών με Τ είχαν δυσκολία στην επικοινωνία. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα παιδιά με ΕΑΔ και για εκείνα με Τ/ΕΑΔ ήταν 16,0% και 14,3%, χωρίς να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των 3 ομάδων. Τα ποσοστά των παιδιών με δυσκολία στην ομιλία και στο λόγο ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε αυτά με Τ σε σύγκριση με αυτών με ΕΑΔ και αυτών με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών με γρήγορο ρυθμό ομιλίας ήταν παρόμοια στις 3 ομάδες και μάλιστα ήταν 25,0% για αυτά με Τ, 16,0% για αυτά με ΕΑΔ και 28,6% για αυτά με Τ/ΕΑΔ. Στο γράφημα που ακολουθεί (3.7) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών με δυσκολία στην ομιλία, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. 151

152 Γράφημα 3.7 Ποσοστά παιδιών με δυσκολία στην ομιλία Στο γράφημα που ακολουθεί (3.8) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών με δυσκολία στο λόγο, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.8 Ποσοστά παιδιών με δυσκολία στο λόγο Στον πίνακα που ακολουθεί (3.9) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό της μητέρας των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. 152

153 Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Μητέρα Τραυλίζατε ποτέ; Όχι 17 (85) 25 (100) 21 (100) 0,080* 0,107* -+ Ναι 3 (15) 0 (0) 0 (0) Τραυλίζετε ακόμα; Όχι 19 (95) 25 (100) 21 (100) 0,444* 0,488* -+ Ναι 1 (5) 0 (0) 0 (0) Κάνατε θεραπεία; Όχι 20 (100) 25 (100) 21 (100) Ναι 0 (0) 0 (0) 0 (0) Δυσκολευτήκατε Όχι 20 (100) 24 (96) 19 (90,5) 1,000* 0,488* 0,585* να μάθετε να μιλάτε; Ναι 0 (0) 1 (4) 2 (9,5) Δυσκολευτήκατε να μάθετε να γράφετε και να Όχι 19 (95) 25 (100) 20 (95,2) 0,444* 1,000* 0,457* Ναι 1 (5) 0 (0) 1 (4,8) διαβάζετε; *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.9 Ιστορικό μητέρας Το 15,0% των παιδιών με Τ είχαν μητέρα που τραύλιζε και το 5,0% των παιδιών με Τ είχαν μητέρα που τραυλίζει ακόμα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες δύο ομάδες είναι 0%. Το ποσοστό των μητέρων που έκαναν θεραπεία ήταν μηδέν για όλες τις ομάδες. Ακόμα, κανένα από τα παιδιά με Τ δεν είχε μητέρα που να δυσκολεύτηκε να 153

154 μάθει να μιλάει. Ωστόσο τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες ομάδες ήταν 4,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 9,5% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Επιπροσθέτως, κανένα από τα παιδιά με ΕΑΔ δεν είχε μητέρα που να δυσκολεύτηκε να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Ωστόσο τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες ομάδες ήταν 5,0% για την ομάδα με Τ και 4,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Οι 3 ομάδες ήταν παρόμοιες ως προς τα στοιχεία ιστορικού των μητέρων. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.10) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό του πατέρα των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ Πατέρας N (%) N (%) N (%) Τραυλίζατε ποτέ; Όχι 19 (95) 24 (96) 14 (66,7) 1,000* 0,045* 0,016* Ναι 1 (5) 1 (4) 7 (33,3) Τραυλίζετε ακόμα; Κάνατε Όχι 19 (95) 24 (96) 18 (85,7) 1,000* 0,606* 0,318* Ναι 1 (5) 1 (4) 3 (14,3) Όχι 20 (100) 25 (100) 21 (100) θεραπεία; Ναι 0 (0) 0 (0) 0 (0) Δυσκολευτήκατε να μάθετε να μιλάτε; Όχι 19 (95) 23 (92) 19 (90,5) 1,000* 1,000* 1,000* Ναι 1 (5) 2 (8) 2 (9,5) 154

155 Δυσκολευτήκατε να μάθετε να γράφετε και να Όχι 19 (95) 22 (88) 20 (95,2) 0,617* 1,000* 0,614* Ναι 1 (5) 3 (12) 1 (4,8) διαβάζετε; *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.10 Ιστορικό πατέρα Το 33,0% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είχαν πατέρα που τραύλιζε, το ποσοστό αυτό ήταν σημαντικά υψηλότερο από τα αντίστοιχα των ομάδων μόνο με Τ και μόνο με ΕΑΔ (5,0% και 4,0% αντίστοιχα). Το 14,3% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είχαν πατέρα που τραυλίζει ακόμα, το ποσοστό αυτό δεν διέφερε σημαντικά από τα αντίστοιχα των ομάδων μόνο με Τ και μόνο με ΕΑΔ (5,0% και 4,0% αντίστοιχα). Το ποσοστό των πατέρων που έκαναν θεραπεία ήταν μηδέν για όλες τις ομάδες. Ακόμα, το 9,5% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είχαν πατέρα που δυσκολεύτηκε να μάθει να μιλάει. Ωστόσο, τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες ομάδες ήταν παρόμοια και ίσα με 5,0% για την ομάδα με Τ και 8,0% για την ομάδα με ΕΑΔ. Επιπροσθέτως, το 12,0% των παιδιών με ΕΑΔ είχαν πατέρα που δυσκολεύτηκε να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Ωστόσο, τα αντίστοιχα ποσοστά για τις άλλες ομάδες ήταν παρόμοια και ίσα με 5,0% για την ομάδα με Τ και 4,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Στο γράφημα που ακολουθεί (3.11) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών των οποίων ο πατέρας τραύλιζε, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. 155

156 Γράφημα 3.11 Ποσοστά παιδιών με ιστορικό τραυλισμού Στον πίνακα που ακολουθεί (3.12) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο ιστορικό των άλλων μελών της οικογένειας των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τραυλισμός (A) ΕΑΔ (B) Τραυλισμός και ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ Άλλα μέλη N (%) N (%) N (%) Άλλα μέλη με τραυλισμό στην Όχι 16 (80) 22 (88) 10 (47,6) 0,682* 0,031** 0,003** οικογένεια Ναι 4 (20) 3 (12) 11 (52,4) 156

157 Άλλα μέλη με τραυλισμό στην οικογένεια Αδερφός/η μητέρας Αδερφός/η πατέρα Αδερφός πατρικής γιαγιάς 0 (0) 2 (8) 4 (19,1) (0) 0 (0) 3 (14,3) 1 (5) 0 (0) 0 (0) Ανιψιός μητέρας 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Θείος πατέρα 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Μητρικός παππούς Μητρικός προπάππος 1 (5) 0 (0) 1 (4,8) 1 (5) 0 (0) 0 (0) Πατρική γιαγιά 0 (0) 1 (4) 0 (0) Πατρικός ξάδερφος 1 (5) 0 (0) 0 (0) Πατρικ. παππούς 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Τραυλίζατε ποτέ; Όχι 0 (0) 1 (33,3) 3 (27,3) 0,429* 0,516* 1,000* Ναι 4 (100) 2 (66,7) 8 (72,7) Τραυλίζετε ακόμα; Όχι 0 (0) 2 (66,7) 7 (63,6) 0,143* 0,077* 1,000* Ναι 4 (100) 1 (33,3) 4 (36,4) 157

158 Κάνατε θεραπεία; Όχι 4 (100) 2 (66,7) 10 (90,9) 0,429* 1,000* 0,396* Ναι 0 (0) 1 (33,3) 1 (9,1) Αν ναι, ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Πλήρης αποκατάσταση 0 (0) 1 (100) 1 (100) Μερική αποκατάσταση Καμία αποκατάσταση 0 (0) 0 (0) 0 (0) 0 (0) 0 (0) 0 (0) Δυσκολευτήκατε να μάθετε να Όχι 4 (100) 2 (66,7) 7 (63,6) 0,429* 0,516* 1,000* μιλάτε; Ναι 0 (0) 1 (33,3) 4 (36,4) Δυσκολευτήκατε να μάθετε να Όχι 4 (100) 3 (100) 10 (90,9) 0,309* 1,000* 1,000* γράφετε και να διαβάζετε; Ναι 0 (0) 0 (0) 1 (9,1) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.12 Ιστορικό άλλων μελών της οικογένειας Το 52,4% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είχαν κάποιο άλλο μέλος στην οικογένεια με τραυλισμό. Τα αντίστοιχα ποσοστά των παιδιών μόνο με Τ και εκείνων μόνο με ΕΑΔ ήταν σημαντικά χαμηλότερα και ίσα με 20,0% και 12,0% αντίστοιχα. Οι 3 ομάδες 158

159 ήταν παρόμοιες ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία ιστορικού των άλλων μελών της οικογένειας. Στο γράφημα που ακολουθεί (3.13) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών που είχαν άλλα μέλη στην οικογένεια που τραύλιζαν, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.13 Ποσοστά παιδιών με άλλα μέλη στην οικογένεια με τραυλισμό Στον πίνακα που ακολουθεί (3.14) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο οικογενειακό ιστορικό και τη σχέση των γονιών των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Υπάρχουν μέλη στην Όχι 17 (85) 24 (96) 14 (66,7) 0,309* 0,277* 0,016* οικογένεια που να μιλάνε πολύ γρήγορα; Ναι 3 (15) 1 (4) 7 (33,3) 159

160 Ποιά μέλη; Γονείς 2 (10) 0 (0) 0 (0) Μητέρα 1 (5) 1 (4) 2 (9,5) Μητέρα και μητρική γιαγιά Οικογένεια πατέρα 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) 0 (0) 0 (0) 2 (9,5) Πατέρας 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Πατρικός παππούς 0 (0) 0 (0) 1 (4,8) Έχετε καλή σχέση μεταξύ σας; Έχετε δυσκολίες μεταξύ σας; Έχετε δυσκολία να αντιμετωπίσετε τη συμπεριφορά του Όχι 6 (30) 3 (12) 2 (9,5) 0,157* 0,130* 1,000* Ναι 14 (70) 22 (88) 19 (90,5) Όχι 13 (65) 22 (88) 16 (76,2) 0,083* 0,431** 0,439* Ναι 7 (35) 3 (12) 5 (23,8) Όχι 12 (60) 19 (76) 13 (61,9) 0,249** 0,901** 0,301** Ναι 8 (40) 6 (24) 8 (38,1) παιδιού σας; Αντιδράτε και οι Όχι 13 (65) 6 (24) 7 (33,3) 0,006** 0,043** 0,484** δύο με τον ίδιο τρόπο; Ναι 7 (35) 19 (76) 14 (66,7) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.14 Οικογενειακό ιστορικό/σχέση γονέων Το 33,3% των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είχαν κάποιο άλλο μέλος στην οικογένεια που μίλαγε πολύ γρήγορα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των παιδιών με ΕΑΔ ήταν 160

161 σημαντικά χαμηλότερο και ίσο με 4,0% και των παιδιών με Τ ήταν 3%. Ακόμα, το 70,0% των παιδιών με Τ είχαν γονείς που είχαν καλή σχέση μεταξύ τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά των παιδιών με ΕΑΔ και εκείνων με Τ/ΕΑΔ ήταν παρόμοια και συγκεκριμένα ίσα με 88,0% και 90,5%. Δυσκολίες μεταξύ του ζευγαριού υπήρχαν στο 35,0% της ομάδας με Τ, στο 12,0% της ομάδας με ΕΑΔ και στο 23,8% της ομάδας με Τ/ΕΑΔ, χωρίς να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Τα ποσοστά αντιμετώπισης δυσκολιών στη συμπεριφορά του παιδιού ήταν παρόμοια στις 3 ομάδες, δηλ. 40% στην ομάδα των παιδιών με Τ, 24% στην ομάδα των παιδιών με ΕΑΔ και 38,1% στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Αντίθετα, ως προς την αντίδραση των γονέων με τον ίδιο τρόπο, μόνο το 35,0% των γονέων της ομάδας με Τ αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά της ομάδας με ΕΑΔ και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ ήταν σημαντικά υψηλότερα και ίσα με 76,0% και 66,7% αντίστοιχα. Στο γράφημα που ακολουθεί (3.15) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών που είχαν μέλη στην οικογένεια τους που μίλαγαν πολύ γρήγορα, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.15 Ποσοστά παιδιών με μέλη στην οικογένεια με γρήγορο ρυθμό ομιλίας 161

162 Στο γράφημα που ακολουθεί (3.16) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών, των οποίων οι γονείς αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.16 Ποσοστά παιδιών που οι γονείς τους αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο Στον πίνακα που ακολουθεί (3.17) δίνονται στοιχεία που αφορούν στα αδέρφια των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Αδέρφια Όχι 9 (45) 6 (24) 5 (23,8) 0,138** 0,153** 0,988** Ναι 11 (55) 19 (76) 16 (76,2) Αριθμός αδερφών, μέση τιμή (SD) 1,0 (0,0) 1,3 (0,6) 1,3 (0,6) 0,134 0,166 0,946 Φύλο 1ου αδερφού Αγόρια 3 (27,3) 10 (52,6) 10 (62,5) 0,259* 0,072** 0,557** Κορίτσια 8 (72,7) 9 (47,4) 6 (37,5) 162

163 Ηλικία 1 ου αδερφού, μέση τιμή (SD) 3,8 (2,4) 5,7 (3,5) 5,9 (4,1) 0,137 0,140 0,858 Φύλο 2ου αδερφού Αγόρια 0 (0) 4 (100) 1 (33,3) ,143* Κορίτσια 0 (0) 0 (0) 2 (66,7) Ηλικία 2 ου αδερφού, μέση τιμή (SD) - 6,9 (7,7) 7,1 (3,5) ,969 Φύλο 3ου αδερφού Αγόρια 0 (0) 0 (0) 1 (100) ,000* Κορίτσια 0 (0) 1 (100) 0 (0) Ηλικία 3 ου αδερφού, μέση τιμή (SD) - 18 (-) 5 (-) Τα πάνε καλά τα αδέρφια μεταξύ τους; Υπάρχει ανταγωνιστικότητα; Αντιμετωπίζουν τα αδέρφια δυσκολίες; Όχι 5 (45,5) 4 (21,1) 7 (43,8) 0,225* 1,000* 0,150* Ναι 6 (54,5) 15 (78,9) 9 (56,3) Όχι 3 (27,3) 14 (73,7) 8 (50) 0,023* 0,427* 0,149* Ναι 8 (72,7) 5 (26,3) 8 (50) Όχι 9 (81,8) 14 (73,7) 11 (68,8) 1,000* 0,662* 1,000* Ναι 2 (18,2) 5 (26,3) 5 (31,3) Αν ναι, τι είδους; Ιατρικά προβλήματα Δυσκολίες στην επικοινωνία/το λόγο/την ομιλία Δυσκολίες στην κίνηση Δυσκολίες στη συμπεριφορά Όχι 2 (100) 5 (100) 5 (100) Ναι 0 (0) 0 (0) 0 (0) Όχι 0 (0) 0 (0) 2 (40) -+ 1,000* 0,444* Ναι 2 (100) 5 (100) 3 (60) Όχι 1 (50) 3 (60) 5 (100) 1,000* 0,286* 0,444* Ναι 1 (50) 2 (40) 0 (0) Όχι 2 (100) 5 (100) 4 (80) -+ 1,000* 1,000* Ναι 0 (0) 0 (0) 1 (20) 163

164 Μαθησιακές δυσκολίες Άλλες δυσκολίες Όχι 2 (100) 4 (80) 5 (100) 1,000* -+ 1,000* Ναι 0 (0) 1 (20) 0 (0) Όχι 2 (100) 5 (100) 3 (60) -+ 1,000* 0,444* Ναι 0 (0) 0 (0) 2 (40) Αν άλλες, ποιες; Συναισθηματικές δυσκολίες 0 (0) 0 (0) 2 (9,5) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Student's t-test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.17 Αδέρφια παιδιών Τα ποσοστά των παιδιών που είχαν αδέρφια ήταν 55,0% για την ομάδα με Τ, 76,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 76,2% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα αδέρφια τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους με τα ποσοστά να είναι 54,5% για την ομάδα με Τ, 78,9% για την ομάδα με ΕΑΔ και 56,3% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Όμως, ανάμεσα στα παιδιά των 3 ομάδων και στα αδέρφια τους υπήρχε ανταγωνιστικότητα σε ποσοστό 72,7% στην ομάδα με Τ, 26,3% στην ομάδα με ΕΑΔ και 50% στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που είχαν αδέρφια με δυσκολίες ήταν 18,2% για την ομάδα με Τ, 26,3% για την ομάδα με ΕΑΔ και 31,3% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Γενικά, αναφορικά με τα στοιχεία που αφορούσαν στα αδέρφια των παιδιών, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των 3 ομάδων, εκτός από το ποσοστό ανταγωνιστικότητας, το οποίο ήταν σημαντικά υψηλότερο στην ομάδα με Τ σε σύγκριση με την ομάδα με ΕΑΔ. 164

165 Στο γράφημα που ακολουθεί (3.18) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών που είχαν ανταγωνιστικότητα με τα αδέρφια τους, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.18 Ποσοστά παιδιών που είχαν ανταγωνιστικότητα με τα αδέρφια τους 165

166 Στον πίνακα που ακολουθεί (3.19) δίνονται στοιχεία που αφορούν στη σχολική επίδοση των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Είχε εύκολη προσαρμογή το παιδί όταν πρωτοπήγε σχολείο; Ανησυχούν οι δάσκαλοι/δασκάλες για το παιδί; Όχι 7 (35) 4 (16,7) 8 (38,1) 0,162** 0,837** 0,105** Ναι 13 (65) 20 (83,3) 13 (61,9) Όχι 11 (55) 15 (62,5) 12 (57,1) 0,614** 0,890** 0,714** Ναι 9 (45) 9 (37,5) 9 (42,9) Αν ναι, για ποιο λόγο; Δυσκολίες στην ομιλία και το λόγο Όχι 4 (44,4) 4 (44,4) 0 (0) 1,000* 0,082* 0,082* Ναι 5 (55,6) 5 (55,6) 9 (100) Δυσκολίες στην κίνηση Όχι 8 (88,9) 7 (77,8) 9 (100) 1,000* 1,000* 0,471* Ναι 1 (11,1) 2 (22,2) 0 (0) Δυσκολίες στη συμπεριφορά Όχι 6 (66,7) 4 (44,4) 9 (100) 0,637* 0,206* 0,029* Ναι 3 (33,3) 5 (55,6) 0 (0) Δυσκολίες στην προσοχήσυγκέντρωση Όχι 8 (88,9) 7 (77,8) 9 (100) 1,000* 1,000* 0,471* Ναι 1 (11,1) 2 (22,2) 0 (0) Άλλες δυσκολίες Όχι 8 (88,9) 9 (100) 9 (100) 1,000* 1,000* -+ Ναι 1 (11,1) 0 (0) 0 (0) Αν άλλες, ποιές; Άρνηση για σχολείο 1 (5) 0 (0) 0 (0) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test +δεν υπολογίστηκε λόγω μη ύπαρξης κατανομής Πίνακας 3.19 Σχολική επίδοση παιδιών 166

167 Η πλειοψηφία και των 3 ομάδων είχε εύκολη προσαρμογή στο σχολείο με τα ποσοστά να είναι 65,0% για την ομάδα με Τ, 83,3% για την ομάδα με ΕΑΔ και 61,9% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, τα ποσοστά ανησυχίας από τους δασκάλους ήταν παρόμοια μεταξύ των 3 ομάδων και ίσα με 45,0% για την ομάδα με Τ, 37,5% για την ομάδα με ΕΑΔ και 42,9% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα στοιχεία που αφορούσαν στη σχολική επίδοση των παιδιών ήταν παρόμοια μεταξύ των 3 ομάδων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το ποσοστό εκείνων που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη συμπεριφορά που ήταν σημαντικά υψηλότερο στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ συγκριτικά με την ομάδα με ΕΑΔ. Στο γράφημα που ακολουθεί (3.20) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών για τα οποία ανησυχούσαν οι δάσκαλοί τους λόγω δυσκολιών στη συμπεριφορά τους, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.20 Δυσκολίες στη συμπεριφορά 167

168 Στον πίνακα που ακολουθεί (3.21) δίνονται στοιχεία που αφορούν στη σχέση των παιδιών με τους συνομηλίκους τους, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Έχει καλή σχέση με τους Όχι 4 (20) 3 (12) 2 (9,5) 0,682* 0,410* 1,000* συνομηλίκους; Ναι 16 (80) 22 (88) 19 (90,5) Έχει φίλους; Όχι 2 (10) 3 (12) 2 (9,5) 1,000* 1,000* 1,000* Ναι 18 (90) 22 (88) 19 (90,5) Τον πειράζουν ή/και τον κοροϊδεύουν ποτέ; Όχι 18 (90) 24 (96) 18 (85,7) 0,577* 1,000* 0,318* Ναι 2 (10) 1 (4) 3 (14,3) Μπλέκεται σε τσακωμούς και φασαρίες; Όχι 17 (85) 22 (88) 20 (95,2) 1,000* 0,343* 0,614* Ναι 3 (15) 3 (12) 1 (4,8) *Fisher's exact test Πίνακας 3.21 Σχέση παιδιών με συνομηλίκους Τα περισσότερα παιδιά είχαν καλές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους και είχαν φίλους. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των παιδιών με καλές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους ήταν 80,0% για την ομάδα με Τ, 88,0% για την ομάδα με ΕΑΔ 168

169 και 90,5% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Ακόμα, τα ποσοστά των παιδιών που είχαν φίλους ήταν 90,0% για την ομάδα με Τ, 88,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 90,5% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Αντίθετα, τα ποσοστά των παιδιών που τα πειράζουν ή τα κοροϊδεύουν ήταν 10,0% για την ομάδα με Τ, 4,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 14,3% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Ακόμα, τα ποσοστά των παιδιών που μπλέκουν σε φασαρίες ήταν 15,0% για την ομάδα με Τ, 12,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 4,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Δεν διέφεραν σημαντικά οι 3 ομάδες ως προς τα στοιχεία που αφορούν στη σχέση των παιδιών με τους συνομηλίκους τους. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.22) δίνονται στοιχεία που αφορούν στη συμπεριφορά των παιδιών στο φαγητό και στον ύπνο, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Έχει δυσκολία στο φαγητό; Όχι 15 (75) 16 (64) 16 (76,2) 0,428** 1,000* 0,371** Ναι 5 (25) 9 (36) 5 (23,8) Τρώει μόνο του; Όχι 6 (30) 3 (12) 5 (23,8) 0,157* 0,655** 0,439* Ναι 14 (70) 22 (88) 16 (76,2) Έχει δυσκολία στον ύπνο; Όχι 14 (70) 18 (72) 16 (76,2) 0,883** 0,655** 0,747** Ναι 6 (30) 7 (28) 5 (23,8) Ξυπνάει κατά τη διάρκεια της νύχτας; Κοιμάται στο δικό του κρεβάτι; Όχι 13 (65) 17 (68) 15 (71,4) 0,832** 0,658** 0,801** Ναι 7 (35) 8 (32) 6 (28,6) Όχι 4 (20) 6 (24) 9 (42,9) 1,000* 0,116** 0,174** Ναι 16 (80) 19 (76) 12 (57,1) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Πίνακας 3.22 Συμπεριφορά των παιδιών στο φαγητό και στον ύπνο 169

170 Τα ποσοστά των παιδιών που είχαν δυσκολία στο φαγητό ήταν 25,0% για την ομάδα με Τ, 36,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 23,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Επίσης, τα ποσοστά των παιδιών που έτρωγαν μόνα τους ήταν 70,0% για την ομάδα με Τ, 88,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 76,2% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που είχαν δυσκολία στον ύπνο ήταν 30,0% για την ομάδα με Τ, 28,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 23,8% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Ακόμα, τα ποσοστά των παιδιών που ξύπναγαν κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν 35,0% για την ομάδα με Τ, 32,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 28,6% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που κοιμούνταν στο δικό τους κρεβάτι ήταν 80,0% για την ομάδα με Τ, 76,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 57,1% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Δεν διέφεραν σημαντικά οι 3 ομάδες ως προς τα στοιχεία που αφορούν στη συμπεριφορά των παιδιών στο φαγητό και στον ύπνο. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.23) δίνονται στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) T/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) Είναι ευαίσθητος; Όχι 10 (50) 11 (44) 7 (33,3) 0,688** 0,279** 0,406** Ναι 10 (50) 14 (56) 14 (66,7) Είναι τελειομανής; Όχι 14 (70) 22 (88) 14 (66,7) 0,157* 0,819** 0,150* Ναι 6 (30) 3 (12) 7 (33,3) 170

171 Θέλει να είναι αρεστός στους άλλους; Έχει άγχος; Ανησυχεί και αναστατώνεται εύκολα; Έχει ξεσπάσματα συμπεριφοράς; Του αρέσει η ρουτίνα; Σας αποχωρίζεται εύκολα; Όχι 13 (65) 19 (76) 15 (71,4) 0,419** 0,658** 0,725** Ναι 7 (35) 6 (24) 6 (28,6) Όχι 12 (60) 18 (72) 15 (71,4) 0,396** 0,440** 0,966** Ναι 8 (40) 7 (28) 6 (28,6) Όχι 13 (65) 18 (72) 14 (66,7) 0,614** 0,910** 0,695** Ναι 7 (35) 7 (28) 7 (33,3) Όχι 11 (55) 16 (64) 9 (42,9) 0,540** 0,437** 0,152** Ναι 9 (45) 9 (36) 12 (57,1) Όχι 4 (20) 4 (16) 1 (4,8) 1,000* 0,184* 0,357* Ναι 16 (80) 21 (84) 20 (95,2) Όχι 7 (35) 7 (28) 10 (47,6) 0,614** 0,412** 0,170** Ναι 13 (65) 18 (72) 11 (52,4) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Πίνακας 3.23 Προσωπικότητα παιδιών Τα ποσοστά των παιδιών που ήταν ευαίσθητα ήταν 50,0% για την ομάδα με T, 56,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 66,7% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Επίσης, τα ποσοστά των παιδιών που ήταν τελειομανή ήταν 30,0% για την ομάδα με T, 12,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 33,3% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που ήθελαν να είναι αρεστά στους άλλους ήταν 35,0% για την ομάδα με T, 24,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 28,6% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Ακόμα, τα ποσοστά των παιδιών που είχαν άγχος ήταν 40,0% για την ομάδα με T, 28,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 28,6% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που ανησυχούσαν και αναστατώνονταν εύκολα ήταν 35,0% για την ομάδα με T, 28,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 33,3% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Επιπροσθέτως, τα ποσοστά των παιδιών που είχαν ξεσπάσματα συμπεριφοράς ήταν 45,0% για την ομάδα με T, 36,0% για την 171

172 ομάδα με ΕΑΔ και 57,1% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Τα ποσοστά των παιδιών που τους άρεσε η ρουτίνα ήταν 80,0% για την ομάδα με T, 84,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 95,2% για την ομάδα με T/ ΕΑΔ. Τέλος, τα ποσοστά των παιδιών που αποχωρίζονταν εύκολα τους γονείς τους ήταν 65,0% για την ομάδα με T, 72,0% για την ομάδα με ΕΑΔ και 52,4% για την ομάδα με T/ΕΑΔ. Δεν διέφεραν σημαντικά οι 3 ομάδες ως προς τα στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα των παιδιών. Στον πίνακα που ακολουθεί (3.24) δίνονται στοιχεία που αφορούν στο γλωσσικό προφίλ των παιδιών, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) T/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ N (%) N (%) N (%) MLU, μέση τιμή (SD) 3,9 (1,1) 3,8 (1,2) 3,8 (0,9) 0,622 0,762 0,809 %SS, μέση τιμή (SD) 5 (3) 5,4 (2,7) 0,596 Κανένα 0 (0) 0 (0) Είδος τραυλισμού Επαναλήψεις 20 (100) 17 (81) 0,107* Επιμηκύνσεις 0 (0) 4 (19) Εκφραστικό λεξιλόγιο Μπλοκαρίσματα 0 (0) 0 (0) (εκατοστημόριο), μέση τιμή (SD) 73,8 (19,4) 47,6 (27,8) 49,5 (31,1) 0,001 0,005 0,

173 Πληροφοριακή επάρκεια (εκατοστημόριο), μέση τιμή (SD) 78,8 (17,8) 72,8 (14,6) 60,2 (23,7) 0,224 0,008 0,033 Γραμματική επάρκεια (εκατοστημόριο), μέση τιμή (SD) 60,3 (18) 54 (28,4) 39,5 (24,6) 0,397 0,004 0,074 Φωνολογική διαταραχή Όχι 20 (100) 0 (0) 1 (4,8) <0,001** <0,001** 0,457* Ναι 0 (0) 25 (100) 20 (95,2) *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Student's t-test Πίνακας 3.24 Γλωσσικό προφίλ παιδιών Η μέση τιμή του MLU ήταν 3,9 μονάδες (SD=1,1 μονάδες) για τα παιδιά με T, 3,8 μονάδες (SD=1,2 μονάδες) για τα παιδιά με ΕΑΔ και 3,8 μονάδες (SD=0,9 μονάδες) για τα παιδιά με T/ΕΑΔ. Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στο MLU μεταξύ των 3 ομάδων. Επίσης, δεν υπήρξε σημαντική διαφορά στο ποσοστό του τραυλισμού (%SS) και στο είδος του τραυλισμού ανάμεσα στην ομάδα των παιδιών με Τ και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Οι τιμές του εκατοστημόριου για το εκφραστικό λεξιλόγιο ήταν σημαντικά υψηλότερες στα παιδιά με Τ σε σύγκριση τόσο με τα παιδιά με ΕΑΔ όσο και με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Οι τιμές του εκατοστημόριου για την πληροφοριακή επάρκεια ήταν σημαντικά υψηλότερες στα παιδιά με Τ καθώς και στα παιδιά με ΕΑΔ σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Όμοια, οι τιμές του εκατοστημόριου για τη γραμματική επάρκεια ήταν σημαντικά υψηλότερες στα παιδιά με Τ σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Τέλος, το ποσοστό φωνολογικής διαταραχής ήταν σημαντικά χαμηλότερο στα παιδιά με Τ σε σύγκριση τόσο με τα παιδιά με ΕΑΔ όσο και με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. 173

174 Στο γράφημα που ακολουθεί (3.25) δίνονται οι τιμές του εκατοστημόριου στο εκφραστικό λεξιλόγιο των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.25 Εκφραστικό λεξιλόγιο Στο γράφημα που ακολουθεί (3.26) δίνονται οι τιμές του εκατοστημόριου στην πληροφοριακή επάρκεια των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.26 Πληροφοριακή επάρκεια 174

175 Στο γράφημα που ακολουθεί (3.27) δίνονται οι τιμές του εκατοστημόριου στη γραμματική επάρκεια των παιδιών, χωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.27 Γραμματική επάρκεια Στο γράφημα που ακολουθεί (3.28) δίνονται τα ποσοστά των παιδιών με φωνολογική διαταραχή, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Γράφημα 3.28 Ποσοστά φωνολογικής διαταραχής 175

176 Στον πίνακα που ακολουθεί (3.29) δίνονται στοιχεία που αφορούν στην έκβαση των δυσκολιών στη ροή, στο λόγο και στην ομιλία των παιδιών ένα χρόνο μετά την αρχική τους αξιολόγηση, ξεχωριστά για κάθε ομάδα. Ομάδα Τ (A) ΕΑΔ (B) Τ/ΕΑΔ (Γ) P A vs B P A vs Γ P Β vs Γ 1 χρόνο μετά N (%) N (%) N (%) Πολύ 16 (80) 20 (80) 12 (57,1) 1,000* 0,116** 0,093** Βελτίωση Καθόλου έως Αρκετά 4 (20) 5 (20,0) 9 (42,9) Λογοθεραπεία Όχι 3 (15) 2 (8) 4 (19) 0,642* 1,000* 0,390* Ναι 17 (85) 23 (92) 17 (81) Αν ναι, πόσους μήνες; μέση τιμή (SD) 11,3 (2) 11,7 (1,3) 11,8 (1) 0,392 0,388 0,945 *Fisher's exact test **Pearson's x 2 test Student's t-test Πίνακας 3.29 Έκβαση δυσκολιών Το 80,0% των παιδιών με Τ βελτιώθηκε πολύ μετά από ένα χρόνο. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ομάδες με ΕΑΔ και Τ/ΕΑΔ ήταν 80,0% και 57,1% αντίστοιχα, χωρίς ωστόσο να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Το 85,% των παιδιών με Τ, το 92,0% των παιδιών με ΕΑΔ και το 81,0% εκείνων με Τ/ΕΑΔ έκαναν λογοθεραπεία. Τα ποσοστά των παιδιών που έκαναν λογοθεραπεία καθώς και η διάρκεια της λογοθεραπείας δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των τριών ομάδων. 176

177 Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά στα ποσοστά βελτίωσης ανάλογα με το φύλο, σε καμιά από τις τρεις ομάδες της μελέτης (Πίνακας 3.30): Βελτίωση Πολύ Καθόλου έως Αρκετά Count Row N % Count Row N % Φύλο Αγόρια 9 75,0 3 25,0 Κορίτσια 7 87,5 1 12,5 Ομάδα = Τ p=0.619 Βελτίωση Πολύ Καθόλου έως Αρκετά Count Row N % Count Row N % Φύλο Αγόρια 12 80,0 3 20,0 Κορίτσια 8 80,0 2 20,0 Ομάδα = ΕΑΔ p>0.999 Βελτίωση Πολύ Καθόλου έως Αρκετά Count Row N % Count Row N % Φύλο Αγόρια 6 50,0 6 50,0 Κορίτσια 6 66,7 3 33,3 Ομάδα = Τ/ΕΑΔ p=0.660 Πίνακας 3.30 Ποσοστά βελτίωσης ανάλογα με το φύλο 177

178 4. Συζήτηση Στην παρούσα έρευνα επιχειρήθηκε να μελετηθεί η σχέση του τραυλισμού και των ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών του λόγου και της ομιλίας στα Ελληνόπουλα ηλικίας 4-6 ετών και να διερευνηθεί πώς συνδέεται ο τραυλισμός με τις ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της ομιλίας, ως προς τη συμπτωματολογία και την αιτιολογία. Τα ερευνητικά ερωτήματα της μελέτης εστίασαν στη σοβαρότητα του τραυλισμού, τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού, τους γλωσσικούς τομείς που σχετίζονται με τον τραυλισμό, τις παραμέτρους που συνδέονται με τον τραυλισμό, την έκβαση των δυσκολιών στη ροή της ομιλίας, το λόγο και την ομιλία και τέλος, τη συσχέτιση του φύλου με τον τραυλισμό. 4.1 Εξομοίωση ομάδων Από τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται ότι οι τρεις ομάδες του δείγματος, δηλαδή η ομάδα των παιδιών με τραυλισμό (T), η ομάδα των παιδιών με τραυλισμό και ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (T/EAΔ) και η ομάδα των παιδιών με ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (ΕΑΔ), δεν διέφεραν ως προς την ηλικία και το φύλο των παιδιών, τη σχολική βαθμίδα στην οποία αυτά φοιτούσαν και την ηλικία των γονέων τους. Επομένως, υπήρξε εξομοίωση των ομάδων του δείγματος και τα αποτελέσματα της έρευνας δεν θεωρούνται ότι προκύπτουν από διαφορές των τριών ομάδων που αφορούν την ηλικία των παιδιών, το φύλο τους, τη σχολική τους βαθμίδα ή την ηλικία των γονέων τους. 178

179 4.2 Έναρξη του τραυλισμού Τα παιδιά της ομάδας με Τ καθώς και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ ξεκίνησαν να τραυλίζουν πριν από περίπου 18 μήνες, δηλαδή περίπου σε ηλικία 3;6 ετών (η μέση ηλικία της ομάδας Τ ήταν τα 5;1 έτη και η μέση ηλικία της ομάδας Τ/ΕΑΔ ήταν τα 4;9 έτη). Οι σύγχρονες έρευνες (Mansson, 2000, 2005; Reilly et al., 2009) αναφέρουν ως μέση ηλικία έναρξης του τραυλισμού τους 32.4 μήνες, δηλαδή λίγο πριν τα παιδιά φτάσουν τα 3 έτη. Φαίνεται ότι τα παιδιά των δύο ομάδων με τραυλισμό της έρευνας (Τ και Τ/ΕΑΔ) ξεκίνησαν να τραυλίζουν λίγο αργότερα από ό,τι τα παιδιά που έχουν μελετηθεί στις προαναφερθείσες έρευνες και συγκεκριμένα περίπου 6 μήνες αργότερα από τα παιδιά των άλλων ερευνών. Πιθανώς παράγοντες, όπως η ελλιπής ενημέρωση των γονέων σχετικά με τον τραυλισμό, η απουσία προληπτικών μέτρων από την πλευρά της πολιτείας σχετικά με τη διαταραχή στη ροή της ομιλίας ή το μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται από τις περισσότερες παιδιατρικές υπηρεσίες της χώρας για την αξιολόγηση των παιδιών με τραυλισμό λόγω φόρτου περιστατικών, μπορούν να εξηγήσουν την καθυστέρηση στην ηλικία έναρξης του τραυλισμού στα παιδιά στην Ελλάδα συγκριτικά με την ηλικία έναρξης του τραυλισμού σε άλλες χώρες. Το εύρημα αυτό σχετικά με την ηλικία έναρξης του τραυλισμού στα παιδιά στην Ελλάδα δεν μπορεί να γενικευτεί λόγω του μικρού αριθμού του δείγματος της έρευνας. Απαιτείται μεγαλύτερο δείγμα από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας προκειμένου να προκύψει ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την ηλικία έναρξης του τραυλισμού στα Ελληνόπουλα. 179

180 4.3 Συμβάντα στη ζωή του παιδιού Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η έναρξη του τραυλισμού τόσο στην ομάδα των παιδιών με Τ όσο και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να σχετίζεται με κάποιο συμβάν στη ζωή τους που χρονικά συμπίπτει με την περίοδο που πρωτοεμφανίστηκε η δυσκολία στη ροή της ομιλίας. Το ποσοστό στη σχέση έναρξης του τραυλισμού με τα γεγονότα ζωής για την ομάδα των παιδιών με Τ βρίσκεται στο 60% και για την ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ περίπου στο 70%. Οι γονείς αναφέρουν ως πιθανά συμβάντα που μπορεί να επηρέασαν την εμφάνιση του τραυλισμού του παιδιού τους τα εξής: την έναρξη του σχολείου, τη γέννηση αδερφών, το διαζύγιο ή το χωρισμό των γονέων και την αρρώστια κάποιου μέλους της οικογένειας. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα παιδιά που έχουν προδιάθεση για τραυλισμό μπορεί να επηρεαστούν από αγχογόνα γεγονότα της ζωής όπως η αλλαγή κατοικίας, ο χωρισμός των γονέων, ο θάνατος ή η νοσηλεία κάποιου μέλους της οικογένειας, η νοσηλεία του ίδιου του παιδιού, η ανεργία των γονέων, η γέννηση αδερφών, η υιοθεσία ενός νέου μέλους της οικογένειας κτλ. και να εμφανίσουν τραυλισμό ξαφνικά ή να επιδεινωθεί ο ήδη υπάρχον τραυλισμός τους (Guitar, 2014). Τα συμβάντα που μπορεί να επηρεάσουν τη ροή της ομιλίας των παιδιών μπορεί να είναι σοβαρά όπως π.χ. ένας θάνατος στην οικογένεια αλλά μπορεί να είναι και ηπιότερα όπως π.χ. οι καλοκαιρινές διακοπές και δεν φαίνεται να επηρεάζουν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Για κάποια παιδιά με ευάλωτη ίσως ψυχοσύνθεση (π.χ. χαμηλή ανοχή στη ματαίωση ή δυσκολία στην αλλαγή) τα γεγονότα ζωής που προαναφέρθηκαν επηρεάζουν αρνητικά τη ροή της ομιλίας τους εκδηλώνοντας τραυλισμό από ό,τι άλλα παιδιά με πιο σταθερή ψυχοσύνθεση. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν, λοιπόν, με τη βιβλιογραφία που υποστηρίζει ότι 180

181 συχνά ο τραυλισμός στην πρώιμη παιδική ηλικία πυροδοτείται από κάποια αγχογόνα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή των παιδιών και των οικογενειών τους. Θα πρέπει όμως τα γεγονότα αυτά να συνεκτιμώνται με άλλους παράγοντες, π.χ. συναισθηματικούς ή περιβαλλοντικούς διότι από μόνα τους δεν μπορούν να εξηγήσουν τη διαταραχή του τραυλισμού. 4.4 Αντιμετώπιση του τραυλισμού από τους γονείς Οι γονείς της ομάδας των παιδιών με Τ αλλά και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να είναι οι πρώτοι που εντόπισαν τη δυσκολία των παιδιών τους στη ροή της ομιλίας σύμφωνα με το ιστορικό που έδωσαν οι ίδιοι οι γονείς. Είναι φυσικό οι γονείς των παιδιών προσχολικής ηλικίας να βρίσκονται κοντά στα παιδιά τους σε αυτές τις μικρές ηλικίες περνώντας οι περισσότεροι από αυτούς αρκετό χρόνο με τα παιδιά τους και αφουγκραζόμενοι πρώτοι τις ανάγκες και τις δυσκολίες τους. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι ο τραυλισμός μπορεί να προκαλέσει σημαντικό άγχος στα παιδιά και τις οικογένειές τους (Prasse & Kikano, 2008), γεγονός που οδηγεί ίσως τους γονείς να αντιληφθούν έγκαιρα τη δυσκολία του παιδιού τους και να αναζητήσουν βοήθεια. Σε έρευνα των Langevin, Packman και Onslow (2010) διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των γονέων που τα παιδιά τους τραυλίζουν (90.9%) επηρεάζεται από τη δυσχέρεια των παιδιών τους και κάποιες από τις αντιδράσεις τους είναι: η ανησυχία, το άγχος, ο προβληματισμός, η αβεβαιότητα σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν, η ματαίωση, η στεναχώρια και το να θεωρούν ότι φταίνε οι ίδιοι για το πρόβλημα του παιδιού τους (self-blame). 181

182 Οι γονείς είναι συνήθως οι πρώτοι που ανησυχούν για το θέμα της ροής της ομιλίας των παιδιών τους και βιώνουν αρνητικά συναισθήματα για τη δυσχέρεια των παιδιών τους καθώς από τη μία πλευρά νιώθουν ότι ευθύνονται οι ίδιοι για το πρόβλημα και από την άλλη πλευρά δεν γνωρίζουν πώς να το αντιμετωπίσουν. Οι περισσότεροι γονείς θεωρούν ότι οι ίδιοι έσφαλαν σε κάτι και για το λόγο αυτό το παιδί τους ξεκίνησε να εκδηλώνει δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Από την πλευρά τους τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα αρνητικά συναισθήματα των γονέων τους απέναντι στη δυσχέρειά τους, νιώθουν ένοχα για αυτή και η δυσχέρειά τους επιδεινώνεται. Δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο ανακυκλώνονται αρνητικά συναισθήματα και βιώματα παιδιών και γονέων με αποτέλεσμα να μην βελτιώνεται η ροή της ομιλίας και να εμμένει το πρόβλημα. Το θέμα των συναισθημάτων των γονέων απέναντι στα παιδιά τους με τραυλισμό δεν έχει ερευνηθεί περισσότερο στην παρούσα μελέτη και μόνο κάποιες γενικές υποθέσεις έγιναν υπό το πρίσμα του λόγου και της ομιλίας. Στα δικά μας αποτελέσματα η συχνότερη αντίδραση των γονέων απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών τους τόσο στην ομάδα των παιδιών με Τ όσο και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ φαίνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας να είναι η αγνόηση του τραυλισμού, δηλαδή οι γονείς να μην δίνουν σημασία στον τραυλισμό του παιδιού τους. Δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφορά στον τρόπο αντίδρασης των γονέων απέναντι στα παιδιά με Τ και σε αυτά με Τ/ΕΑΔ. Η αντίδραση αυτή των γονέων απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών τους διαφέρει από την αντίδραση που είχαν πριν από λίγα χρόνια οι γονείς των παιδιών με τραυλισμό, οι οποίοι συνήθιζαν να τα διορθώνουν και να απαιτούν από αυτά ευχέρεια στη ροή της ομιλίας. Η άμεση ενημέρωση των σημερινών γονέων από πηγές, όπως το διαδίκτυο, σχετικά με τη 182

183 διαραταχή στη ροή της ομιλίας φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή στην αντίδραση των γονέων απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών τους προς μια θετική κατεύθυνση σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι γονείς από την έναρξη του τραυλισμού των παιδιών τους φαίνεται να είναι πιο υποστηρικτικοί, ενώ παλαιότερα ήταν πιο επικριτικοί. Οι έρευνες εδώ και 50 περίπου χρόνια έχουν εστιάσει στο ρόλο των γονέων στον τραυλισμό των παιδιών τους τόσο ως προς τη διάγνωση και την κατανόηση του προβλήματος όσο και ως προς την αντιμετώπισή του. Σύμφωνα με τη θεωρία του Johnson (Johnson & Associates, 1959), η οποία είναι θεμελιώδης στην κατανόηση του τραυλισμού, ο τραυλισμός ξεκινά στα «αυτιά των γονέων και όχι στο στόμα των παιδιών» (Bloodstein & Bernstein-Ratner, 2008, σ.58-59). Η στάση, οι αντιλήψεις και οι αντιδράσεις των γονέων απέναντι στον τραυλισμό φαίνεται να δρουν καταλυτικά στην εξέλιξη της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. Οι πιο συχνές γονεϊκές αντιδράσεις απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών τους μετά από την καθοδήγηση του λογοθεραπευτή σύμφωνα με τους Langevin, Packman και Onslow (2010) είναι οι συμπεριφορικές αντιδράσεις, δηλαδή όταν το παιδί τραυλίζει οι γονείς κατά κύριο λόγο το περιμένουν υπομονετικά μέχρι να τελειώσει τη φράση του και το συμβουλεύουν να μιλά πιο ήρεμα και πιο αργά, καθώς και να παίρνει μια βαθιά ανάσα. Επίσης, προσπαθούν να του μιλούν τόσο συχνά όπως και πριν εκδηλώσει τον τραυλισμό και δεν αποφεύγουν καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν τραυλισμό με σκοπό να μην αλλάξει κάτι στην καθημερινότητα και στον τρόπο επικοινωνίας της οικογένειας και του ίδιου του παιδιού. Έρευνα των Plexico και Burrus (2012) δείχνει ότι οι γονείς των παιδιών που τραυλίζουν όχι μόνο 183

184 τα συμβουλεύουν να μιλούν πιο αργά και να παίρνουν ανάσες όπως και η έρευνα των Langevin, Packman και Onslow (2010), αλλά επιπλέον μειώνουν την πίεση του χρόνου, αυξάνουν τη βλεμματική επαφή με το παιδί και το καθησυχάζουν ότι το ακούν προσεκτικά. Για όλους τους παραπάνω λόγους, που αναλύθηκαν αναφορικά με την αντιμετώπιση του τραυλισμού από τους γονείς συμπεραίνουμε ότι θα πρέπει να δίνεται άμεση βοήθεια στους γονείς που ανησυχούν για τη ροή της ομιλίας των παιδιών τους από τους ειδικούς προκειμένου να ανακουφιστούν οι ίδιοι οι γονείς, να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες της συμπεριφοράς τους προς τα παιδιά τους και να βελτιωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η ροή της ομιλίας των παιδιών. Θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στα παιδιά με δυσκολίες στη ροή της ομιλίας από τους αρμόδιους φορείς που αξιολογούν τις δυσκολίες αυτές προκειμένου να εξαλειφθεί ή να μειωθεί η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας μέσα από τους κατάλληλους χειρισμούς των γονέων, οι οποίοι στην προσχολική ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο στο θέμα της ροής της ομιλίας. Η θετική και υποστηρικτική στάση των γονέων απέναντι στο θέμα της ροής της ομιλίας των παιδιών τους είναι το πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία αυτής της δυσκολίας, ενώ αντίθετα η αρνητική και επικριτική στάση των γονέων απέναντι στη δυσχέρεια της ομιλίας των παιδιών οδηγεί συχνά στην επιδείνωση ή και την παγίωση του προβλήματος. Ο έγκαιρος εντοπισμός των αρνητικών αντιδράσεων των γονέων απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών (π.χ. η τιμωρία και η διόρθωση) και η ενίσχυση των θετικών αντιδράσεων των γονέων απέναντι στον τραυλισμό των παιδιών αποτελεί τη βάση στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού θεραπευτικού προγράμματος (Millard, Nicholas & Cook, 2008; Lau et al., 2012) που βοηθά 184

185 σημαντικά τόσο τα ίδια τα παιδιά όσο και τις οικογένειές τους να αντιμετωπίσουν τη δυσχέρεια των παιδιών στη ροή της ομιλίας. 4.5 Πρωτογενή και δευτερογενή χαρακτηριστικά του τραυλισμού Ως προς τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του τραυλισμού (επαναλήψεις, επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα), στην ομάδα των παιδιών με Τ καθώς και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ σύμφωνα με το ιστορικό των παιδιών το πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού ήταν οι επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων, με δεύτερο πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού τις επαναλήψεις αρχικών συλλαβών. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας συμφωνούν με τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών που έχουν δείξει ότι οι επαναλήψεις είναι το πιο συχνό είδος τραυλισμού στα παιδιά που πρωτοεμφανίζουν τραυλισμό (Yairi & Lewis, 1984; Perez & Stoeckle, 2016). Ως προς τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του τραυλισμού (π.χ. κινήσεις του προσώπου και του σώματος) που μπορεί να συνοδεύουν τα πρωτογενή χαρακτηριστικά του τραυλισμού, τα παιδιά με Τ αλλά και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ εμφάνισαν σύμφωνα με τους γονείς τους δευτερογενείς συμπεριφορές όπως κινήσεις με το πρόσωπο και το σώμα καθώς και τερματισμό της ομιλίας όταν δυσκολεύονταν να εκφραστούν σε ποσοστό περίπου 20%. Το χαμηλό ποσοστό εμφάνισης δευτερογενών συμπεριφορών στα παιδιά της έρευνας βρίσκεται σε συμφωνία με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία που αναφέρει ότι κυρίως οι έφηβοι και οι ενήλικες χρησιμοποιούν δευτερογενείς συμπεριφορές διαφυγής και αποφυγής για να κρύψουν τον τραυλισμό τους (Prasse & Kikano, 2008). 185

186 4.6 Πορεία τραυλισμού Ως προς την πορεία του τραυλισμού, στο 80% τόσο των παιδιών με Τ όσο και των παιδιών με Τ/ΕΑΔ υπήρξαν αλλαγές ως προς την εμφάνιση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και των δύο ομάδων (περίπου 60%) ο τραυλισμός μειώθηκε με την πάροδο των μηνών, έγινε δηλαδή λιγότερο εμφανής, ενώ στη μειοψηφία των δύο ομάδων (περίπου 40%) έγινε πιο έντονος, δηλαδή αυξήθηκε. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι ένα σημαντικό στοιχείο του αναπτυξιακού τραυλισμού είναι η φυσική ίαση (natural or spontaneous recovery) του προβλήματος, δηλ. η εξάλειψη των συμπτωμάτων του τραυλισμού σε ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών (Yairi & Seery, 2015). Οι νεώτεροι μελετητές του θέματος της φυσικής ίασης του τραυλισμού έχουν προσπαθήσει να θέσουν συγκεκριμένα κριτήρια για τη φυσική ίαση του τραυλισμού, τα πιο σημαντικά εκ των οποίων είναι τα εξής: α) ο τραυλισμός δεν έχει εμφανιστεί για τουλάχιστον ένα έτος και β) το παιδί δεν έχει λάβει θεραπεία για τον τραυλισμό του (Yairi & Ambrose, 1999; 2005). To ποσοστό φυσικής ίασης του τραυλισμού σε παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να φτάσει σύμφωνα με τις σύγχρονες μελέτες το 80-90% (Yairi & Ambrose, 2005; Mansson, 2005; Dworzynski et al., 2007). Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο αναπτυξιακός τραυλισμός ακολουθεί μία καθοδική πορεία και μειώνεται σε σοβαρότητα με την πάροδο του χρόνου στην πλειοψηφία των παιδιών προσχολικής ηλικίας καθώς, επίσης, ότι η πλειοψηφία των παιδιών προσχολικής ηλικίας καταφέρνει να ξεπεράσει τον τραυλισμό χωρίς παρέμβαση. 186

187 4.7 Κύηση, τοκετός και βάρος γέννησης Από τα αποτελέσματα της έρευνας δεν προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων του δείγματος ως προς την κύηση, τον τοκετό και το βάρος γέννησης των παιδιών των τριών ομάδων. Ενδεικτικά σημαντική διαφορά (p=0,059 ανάμεσα στην ομάδα με Τ και στην ομάδα με ΕΑΔ και p=0,093 ανάμεσα στην ομάδα με Τ και στην ομάδα με Τ και ΕΑΔ) εμφανίζεται μόνο μεταξύ της ομάδας του Τ και των δύο άλλων ομάδων (Τ/ΕΑΔ και ΕΑΔ) ως προς το βάρος γέννησης, δηλ. ενώ τόσο στην ομάδα με ΕΑΔ όσο και στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ περίπου το 28% των παιδιών γεννήθηκαν με χαμηλό βάρος (κάτω από γρ.), στην ομάδα με Τ μόνο το 5% των παιδιών γεννήθηκαν λιποβαρή. Με άλλα λόγια, είναι ενδεικτικά σημαντικό το γεγονός ότι περισσότερα παιδιά της ομάδας με ΕΑΔ αλλά και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ γεννήθηκαν με χαμηλό βάρος που ίσως να σχετίζεται με τις δυσκολίες τους στο λόγο και την ομιλία σε σύγκριση με τα παιδιά της ομάδας με Τ. Τα αποτελέσματα των ερευνών μέχρι σήμερα σχετικά με το χαμηλό βάρος γέννησης και την μετέπειτα εκδήλωση διαταραχών είναι αντιφατικά. Σε κάποιες έρευνες δεν εντοπίζονται γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στην ομάδα των παιδιών με χαμηλό βάρος γέννησης και σε αυτά με φυσιολογικό βάρος γέννησης (Luoma et al., 1998; Yliherva et al., 2000; Atkinson & Braddick, 2007), ενώ αντίθετα σε άλλες μελέτες εντοπίζονται σημαντικές διαφορές λόγου και ομιλίας ανάμεσα στις δύο ομάδες (Hanke et al., 2003; Luu et al., 2009; Barre et al., 2011). Ιδιαίτερα, η μελέτη των Barre και συνεργατών που εστιάζει στις γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών που γεννιούνται πρόωρα ή/και με χαμηλό βάρος δείχνει ότι τα παιδιά αυτά έχουν χαμηλότερη επίδοση, γενικά, στον αντιληπτικό και τον εκφραστικό λόγο σε σύγκριση 187

188 με τα παιδιά της ομάδας ελέγχου και εξετάζοντας τα υποσυστήματα του λόγου φαίνεται να έχουν περισσότερα ελλείμματα στο αντιληπτικό και το εκφραστικό λεξιλόγιο-σημασιολογία. Επιπρόσθετα, τα παιδιά αυτά συνεχίζουν να έχουν γλωσσικές δυσκολίες καθ όλη τη διάρκεια της φοίτησής τους στο Δημοτικό σχολείο. Ίσως λοιπόν οι γλωσσικές δυσκολίες κάποιων παιδιών της ομάδας με ΕΑΔ αλλά και κάποιων παιδιών της ομάδας με Τ/ΕΑΔ σχετίζονται με το χαμηλό βάρος γέννησής τους. Ως προς τη σχέση του τραυλισμού με το βάρος γέννησης, επίσης τα αποτελέσματα των διαθέσιμων ερευνών είναι αντικρουόμενα. Μελέτη των Reilly και συνεργατών (2009) δεν δείχνει συσχετισμό ανάμεσα στον τραυλισμό και το βάρος γέννησης καταλήγοντας ότι το βάρος γέννησης δεν αποτελεί σημαντικό προγνωστικό δείκτη του τραυλισμού. Αντίθετα, μελέτη των Boyle και συνεργατών (2011) δείχνει ότι υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στο βάρος γέννησης και τον τραυλισμό με τα παιδιά που γεννιούνται με πολύ χαμηλό βαρός να εμφανίζουν περισσότερες αναπτυξιακές διαταραχές ανάμεσα σε αυτές και τραυλισμό (ADHD, αυτισμός, εγκεφαλική παράλυση, διαταραχή ακοής, νοητική υστέρηση, μαθησιακές δυσκολίες, επιληψία, τραυλισμό και άλλη αναπτυξιακή καθυστέρηση) σε σύγκριση με τα παιδιά που γεννιούνται με φυσιολογικό βάρος. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι στη δική μας έρευνα οι δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ καθώς και στα παιδιά με ΕΑΔ φαίνεται να επηρεάζονται εν μέρει από το χαμηλό βάρος γέννησης, ενώ στα παιδιά μόνο με Τ δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια σύνδεση μεταξύ χαμηλού βάρους γέννησης και δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας. Μελλοντικές έρευνες θα δείξουν, αν όντως υπάρχει κάποια σχέση 188

189 ανάμεσα στο βάρος γέννησης και στις αναπτυξιακές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία των παιδιών. 4.8 Αναπτυξιακά ορόσημα Η σύγκριση των τριών ομάδων δεν έδειξε σημαντικές διαφορές στην κατάκτηση των αναπτυξιακών οροσήμων της βάδισης και της έναρξης της ομιλίας (μονολεκτικό επίπεδο). Σημαντική διαφορά όμως διαπιστώθηκε στη δημιουργία φράσεων ανάμεσα στις τρεις ομάδες με τα παιδιά της ομάδας με ΕΑΔ να καθυστερούν σημαντικά στο σχηματισμό φράσεων (μετά τους 36 μήνες) κυρίως σε σύγκριση με τα παιδιά της ομάδας με Τ αλλά και συγκριτικά με την ομάδα με Τ/ΕΑΔ. Aπό τη βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι μέχρι την ηλικία των δύο ετών τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης ξεκινούν να συνδυάζουν λέξεις και να σχηματίζουν φράσεις (Rescorla, 1984). Υπάρχει όμως και μία μειοψηφία παιδιών, περίπου 20% που μέχρι την ηλικία των 2 ετών δεν έχουν καταφέρει να σχηματίσουν φράσεις σύμφωνα με τους γονείς τους (Bates, Dale & Thal, 1995). Τα παιδιά αυτά θα πρέπει να αξιολογούνται από τους ειδικούς προκειμένου να διαπιστωθεί αν παρουσιάζουν καθυστέρηση στο λόγο και την ομιλία λόγω οργανικών παραγόντων, πρώιμων γλωσσικών εμπειριών ή γενικότερης δυσκολίας στη μάθηση και τη γνωστική λειτουργία (Dockrell & Messer, 1999) ή αν οι δυσκολίες τους στο λόγο και την ομιλία είναι ιδιοπαθείς δηλ. αγνώστου προελεύσεως (Liegeois, Mayes & Morgan, 2014). Φαίνεται λοιπόν ότι τα παιδιά με ΕΑΔ καθυστερούν σημαντικά στο σχηματισμό φράσεων, ορόσημο που κατακτούν σχεδόν μετά από ένα χρόνο σε σύγκριση με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά με Τ και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ ξεκινούν να σχηματίζουν φράσεις στην αναμενόμενη ηλικία δηλαδή γύρω στα 2 έτη. Με άλλα λόγια, η 189

190 ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας των παιδιών της καθεμιάς από τις τρεις ομάδες του δείγματος της έρευνας φαίνεται να ακολουθεί διαφορετική αναπτυξιακή πορεία (developmental pathway) και να μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο. Ενώ η έναρξη του λόγου και της ομιλίας των παιδιών με Τ αλλά και των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ξεκινά φυσιολογικά και αναμενόμενα, αργότερα η ομαλή αυτή έναρξη παρεμποδίζεται ίσως από βιολογικούς-γενετικούς παράγοντες ή από περιβαλλοντικούς παράγοντες ή το πιθανότερο από ένα συνδυασμό βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και για το λόγο αυτό αρχίζουν να παρατηρούνται δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας και καθυστέρηση σε κάποιους γλωσσικούς τομείς. Για παράδειγμα μπορεί γύρω στην ηλικία των 2 ετών να ενεργοποιείται το γονίδιο που ευθύνεται για τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας, το οποίο σε συνδυασμό με κάποιο αγχογόνο συμβάν στη ζωή ενός παιδιού π.χ. χωρισμός των γονέων ή ένταση στο οικογενειακό περιβάλλον πυροδοτεί τις δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία κάποιων παιδιών προσχολικής ηλικίας. 4.9 Άλλα αναπτυξιακά και ιατρικά θέματα Aνάμεσα στις τρεις ομάδες βρέθηκαν κάποιες ποιοτικές διαφορές ως προς τα προβλήματα σίτισης στη βρεφική ή στην πρώτη παιδική ηλικία, οι οποίες όμως δεν θεωρούνται ούτε στατιστικά σημαντικές ούτε ενδεικτικά στατιστικά σημαντικές επειδή το ποσοστό των παιδιών των ομάδων του δείγματος που παρουσίαζαν αυτά τα προβλήματα ήταν πολύ χαμηλό. Συγκεκριμένα, τα παιδιά της ομάδας με Τ καθώς και τα παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ φάνηκε να παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό προβλήματα σίτισης σε αντίθεση με τα παιδιά της ομάδας με ΕΑΔ, αν και ο αριθμός των παιδιών των ομάδων του δείγματος ήταν πολύ μικρός. To θέμα της σίτισης φαίνεται να σχετίζεται εν μέρει με τον τραυλισμό τόσο των παιδιών που 190

191 αντιμετωπίζουν μόνο Τ αλλά και με τον τραυλισμό των παιδιών που αντιμετωπίζουν Τ/ΕΑΔ. Οι δυσκολίες στη σίτιση ενός παιδιού που τραυλίζει ή που τραυλίζει και δυσκολεύεται επίσης στο λόγο και την ομιλία μπορεί να σημαίνουν είτε ότι το παιδί αντιμετωπίζει κάποιο στοματοκινητικό πρόβλημα και για το λόγο αυτό δυσκολεύεται στη μάσηση και την κατάποση των τροφών είτε ότι το φαγητό αποτελεί έναν τομέα διαμάχης και έντασης ανάμεσα στους γονείς και το παιδί που επηρεάζει τη λειτουργία όλης της οικογένειας (Κelman & Nicholas, 2017). Ενδεχομένως, για τα παιδιά μόνο με Τ η σίτιση αποτελεί ένα πεδίο διαμάχης και έντασης με τους γονείς που κατά συνέπεια πυροδοτεί το θέμα της δυσχέρειας των παιδιών ενώ για τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ τα προβλήματα σίτισης φαίνεται να πηγάζουν από στοματοκινητικές δυσκολίες, οι οποίες επιδρούν τόσο στη ροή της ομιλίας όσο και στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης που φαίνεται να παρουσιάζει ανωριμότητα όπως καταδεικνύεται αναλυτικά παρακάτω. Ένα μεγαλύτερο δείγμα παιδιών με Τ και παιδιών με Τ/ΕΑΔ θα έδειχνε πιο ξεκάθαρα πώς σχετίζεται ο τραυλισμός με τα προβλήματα σίτισης στη βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία. Οι δυσκολίες σίτισης, λοιπόν, στα παιδιά που τραυλίζουν με ή χωρίς άλλες συνοδές γλωσσικές δυσκολίες θα πρέπει να αξιολογούνται προκειμένου είτε να προτείνεται στοματοκινητική θεραπεία στα παιδιά με στοματοκινητικές δυσκολίες, κυρίως στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ, είτε να προτείνεται συμβουλευτική γονέων στην περίπτωση που οι δυσκολίες στη σίτιση οφείλονται σε λάθος χειρισμούς των γονέων (π.χ. υπερβολική πίεση των γονέων προς το παιδί σχετικά με τις τροφές), κυρίως στα παιδιά με Τ. Οι στοματοκινητικές δυσκολίες ή η συναισθηματική πίεση αναφορικά με το φαγητό ενδεχομένως να επιδρούν αρνητικά στη ροή της ομιλίας και να διογκώνουν το ήδη υπάρχον πρόβλημα του τραυλισμού. Η βελτίωση του στοματοκινητικού μηχανισμού 191

192 ή της σχέσης μεταξύ του παιδιού και των γονέων κατά τη διάρκεια του φαγητού θα πρέπει να αποτελεί μέρος της θεραπευτικής παρέμβασης, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο καθώς θα βοηθήσει άμεσα το παιδί και στη ροή της ομιλίας. Ως προς το ιατρικό ιστορικό των τριών ομάδων του δείγματος, σημαντική διαφορά υπήρξε ανάμεσα στα παιδιά των τριών ομάδων αναφορικά με το πόσο συχνά αρρωσταίνουν. Τα παιδιά με ΕΑΔ φάνηκε να αρρωσταίνουν πιο συχνά από ότι τα παιδιά με Τ και από ότι τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Στη διαθέσιμη βιβλιογραφία δεν έχουν βρεθεί παρόμοια αποτελέσματα που να εξηγούν τη σχέση ανάμεσα στην ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας και το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών με ΕΑΔ. Έρευνες, όμως, έχουν δείξει συσχετισμό ανάμεσα στην επαναλαμβανόμενη μέση ωτίτιδα και την καθυστέρηση στο λόγο και την ομιλία στα παιδιά επισημαίνοντας ότι η απώλεια ακοής που προέρχεται από τη μέση ωτίτιδα έχει επίδραση στην ανάπτυξη της ομιλίας και συγκεκριμένα στην αντίληψη και την παραγωγή της ομιλίας (Ptok & Eysholdt, 2005). Ίσως στο μέλλον έρευνες που θα εστιάσουν σε συγκεκριμένα ιατρικά θέματα όπως οι βρογχίτιδες ή ο υψηλός πυρετός επιβεβαιώσουν ή απορρίψουν τη σχέση ΕΑΔ και άλλων ιατρικών θεμάτων Δυσκολία προσοχής-συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και δυσκολία κινητικού συντονισμού Ενδεικτικά σημαντική στατιστική διαφορά (p=0,059) βρέθηκε ως προς τη δυσκολία προσοχής-συγκέντρωσης ανάμεσα στα παιδιά με Τ και στα παιδιά με ΕΑΔ. Τα παιδιά με ΕΑΔ φαίνεται να δυσκολεύονται ως προς την προσοχή-συγκέντρωση σε ποσοστό περίπου 30%. Αντίθετα, δεν εντοπίστηκαν διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες του 192

193 δείγματος αναφορικά με την υπερκινητικότητα. Τα παιδιά και των τριών ομάδων δεν φαίνεται να έχουν δυσκολίες υπερκινητικότητας. Το εύρημα της δυσκολίας στην προσοχή-συγκέντρωση στα παιδιά με ΕΑΔ του δείγματός μας βρίσκεται σε συμφωνία με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία που δείχνει ότι υπάρχει συννοσηρότητα μεταξύ των νευροαναπτυξιακών διαταραχών, όπως της ειδικής αναπτυξιακής στο λόγο και την ομιλία και της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα (DSM-5, Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2013). Έρευνα των Baker και Cantwell (1992) έδειξε ότι το 78% των παιδιών με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής είχαν επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία και συγκεκριμένα: αρθρωτικές δυσκολίες, δυσκολίες στον εκφραστικό λόγο, δυσκολίες στον αντιληπτικό λόγο και δυσκολίες στη γλωσσική επεξεργασία, δηλ. στην ακουστική μνήμη, τη διάκριση ή το συσχετισμό. Πρόσφατη έρευνα των Gallardo-Pauls και συνεργατών (2012) έδειξε δυσκολία των παιδιών με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής στη σύνταξη των προτάσεων και στη χρήση των χρόνων των ρημάτων. Επίσης, έρευνα των Cutting και συνεργατών (2009) υποστήριξε την ύπαρξη σημασιολογικών και συντακτικών δυσκολιών των παιδιών με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής που αργότερα τα οδηγεί και σε αναγνωστικές δυσκολίες. Αναφορικά με τη βιβλιογραφία σχετικά με την υπερκινητικότητα των παιδιών με ΕΑΔ, τα παιδιά με γλωσσικές δυσκολίες παρουσιάζουν συχνά υπερκινητικότητα (Silveira et al., 2009), κάτι όμως που δεν φάνηκε να ισχύει στο δικό μας δείγμα. Η συννοσηρότητα της ειδικής αναπτυξιακής διαταραχής στο λόγο και την ομιλία (ΕΑΔ) και της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα 193

194 (ΔΕΠΥ) έχει εξηγηθεί από κάποιους μελετητές ως αποτέλεσμα της φτωχής μνήμης εργασίας που δημιουργεί ελλείμματα τόσο στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας όσο και στην προσοχή (Gathercole & Baddeley, 1990; Martinussen et al., 2005). Οι διαθέσιμες μέχρι σήμερα έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά με ΕΑΔ αλλά και τα παιδιά με ΕΑΔ/ΔΕΠΥ παρουσιάζουν φτωχή φωνολογική μνήμη παρά τα παιδιά με ΔΕΠΥ (Bishop, North & Donlan, 1996; Archibald & Gathercole, 2006, 2007; Briscoe & Rankin, 2009). Είναι ακόμα δύσκολο να εξηγηθεί πως συνδέονται οι δύο νευροαναπτυξιακές διαταραχές (ΕΑΔ και ΔΕΠΥ) και πως η μία επηρεάζει την άλλη αλλά φαίνεται ότι τα παιδιά με ΕΑΔ και ΔΕΠΥ έχουν δυσκολίες στη λειτουργία της μνήμης και της προσοχής που πηγάζει από κάποια ανωμαλία στη δομή του εγκεφάλου (Hutchinson et al. 2012). Αντίθετα με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας σχετικά με τον τραυλισμό και την προσοχή-συγκέντρωση που έδειξε ότι τα παιδιά με Τ αλλά και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ παρουσίαζαν σε χαμηλό ποσοστό (5% και περίπου 10% αντίστοιχα) δυσκολίες στην προσοχή-συγκέντρωση, έρευνες όπως των Eggers, DeNil και Van den Bergh (2012) αλλά και των Johnson, Conture και Walden (2012) έχουν δείξει διαφορές στις διαδικασίες προσοχής-συγκέντρωσης ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και σε αυτά που δεν τραυλίζουν και, συγκεκριμένα, ότι τα παιδιά που τραυλίζουν αντιμετωπίζουν πιο πολλές δυσκολίες στην προσοχή και τη συγκέντρωση σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Έχει μάλιστα αναφερθεί στις έρευνες αυτές ότι μπορεί η ελλιπής προσοχή-συγκέντρωση των παιδιών αυτών να σχετίζεται με τον τραυλισμό τους και να εμποδίζει την ευχέρεια στη ροή της ομιλίας. Ίσως ο μικρός αριθμός του δείγματος να ευθύνεται για αυτή τη διαφορά ανάμεσα στην παρούσα έρευνα και τις άλλες διαθέσιμες μελέτες πάνω στο θέμα ή οι διαφορές αυτές 194

195 ως προς την προσοχή-συγκέντρωση των παιδιών με τραυλισμό να εντοπίζονται πιο έντονα στα παιδιά σχολικής ηλικίας και όχι τόσο έντονα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, όπως αυτά που έχουν συμπεριληφθεί στο δείγμα μας. Επίσης, οι δυσκολίες προσοχής-συγκέντρωσης μειώνονται σημαντικά στην επαφή του παιδιού με κάποιον ενήλικα, δηλ. στην επαφή ένας-έναν ενώ είναι εντονότερες σε πλαίσια με περισσότερα άτομα όπως το πλαίσιο της σχολικής τάξης. Ίσως σε μελλοντική έρευνα σχετικά με το επίπεδο προσοχής-συγκέντρωσης των παιδιών με τραυλισμό θα ήταν χρήσιμο να πραγματοποιούνταν επικοινωνία με το σχολείο προκειμένου να διαπιστωθεί πιο σφαιρικά και αντικειμενικά ποιο είναι το επίπεδο προσοχήςσυγκέντρωσης των παιδιών στα διαφορετικά πλαίσια. Ως προς τη δυσκολία κινητικού συντονισμού ανάμεσα στις τρεις ομάδες, δεν εντοπίστηκαν διαφορές. Από τη βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι τα παιδιά με γλωσσικές δυσκολίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη λεπτή κίνηση (Brookman et al., 2013) καθώς και δυσκολίες στον κινητικό συντονισμό-δυσπραξία (Hill, 1998). Όπως η διαταραχή στο λόγο και την ομιλία συνυπάρχει συχνά με τη διαταραχή στην προσοχή-συγκέντρωση με/χωρίς υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), έτσι μπορεί να συνυπάρξει και με άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όπως η διαταραχή στον κινητικό συντονισμό και η διαταραχή υπερκινητικότητας σύμφωνα με το DSM-5 (Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2013). Συμπερασματικά θα υποστηρίζαμε ότι για κάποια παιδιά με ΕΑΔ, στο δείγμα μας περίπου το 1/3 των παιδιών της ομάδας με ΕΑΔ, φαίνεται να συνυπάρχει η διαταραχή στο λόγο και την ομιλία με τη διαταραχή στην προσοχή-συγκέντρωση, δηλ. να υπάρχει συννοσηρότητα μεταξύ των δύο αυτών νευροαναπτυξιακών διαταραχών, ενώ 195

196 για μία άλλη κατηγορία παιδιών με ΕΑΔ φαίνεται οι δυσκολίες τους να μην συνυπάρχουν με δυσκολίες στην προσοχή-συγκέντρωση. Παρ ότι λοιπόν η συμπτωματολογία της ΕΑΔ μπορεί να είναι η ίδια, η αιτιολογία των δυσκολιών μπορεί να είναι διαφορετική. Η συχνή συννοσηρότητα γλωσσικών δυσκολιών και δυσκολιών προσοχής-συγκέντρωσης στα παιδιά με ΕΑΔ καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ταυτόχρονης αξιολόγησης και θεραπείας των διαταραχών αυτών. Όσον αφορά στο δικό μας δείγμα παιδιών οι δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία δεν φαίνεται να συνδέονται με υπερκινητικότητα ή με δυσκολίες στον κινητικό συντονισμό Ιστορικό δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία Στατιστικά σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν στις δυσκολίες λόγου και ομιλίας που ανέφεραν οι γονείς των παιδιών των τριών ομάδων του δείγματος στη λήψη του ιστορικού. Τα παιδιά με ΕΑΔ καθώς και τα παιδιά με T/ΕΑΔ σύμφωνα με τους γονείς τους αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην ομιλία σε πολύ υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ. Στην ομάδα με ΕΑΔ το ποσοστό των παιδιών με δυσκολία στην ομιλία, δηλ. με δυσκολία στη φωνολογία/άρθρωση έφτανε το 84%, ενώ στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ έφτανε σχεδόν το 70% σύμφωνα με τους γονείς. Οι γονείς όπως προκύπτει και από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των παιδιών φαίνεται να έχουν εντοπίσει τις δυσκολίες των παιδιών τους στη φωνολογία και την άρθρωση σωστά και έγκαιρα. Από τη βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι ο επιπολασμός των διαταραχών άρθρωσης/φωνολογίας σε παιδιά ηλικίας 4-6 ετών είναι περίπου 3-6% (Beitchman et al., 1986; Shriberg, Tomblin & McSweeny, 1999; Eadie et al., 2015). Συχνά οι 196

197 διαταραχές άρθρωσης/φωνολογίας δημιουργούν ανησυχία στους γονείς, οι οποίοι απευθύνονται σε ειδικούς για βοήθεια (Zhang & Tomblin, 2000; Bishop & Hayiou- Thomas, 2008). Ο τομέας της φωνολογίας/άρθρωσης έχει μελετηθεί εκτενώς στα παιδιά με τραυλισμό, αν και μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα των ερευνών είναι αντιφατικά και αντικρουόμενα. Νεότερες μελέτες έχουν δείξει ότι μία κατηγορία παιδιών με τραυλισμό και όχι όλα τα παιδιά με τραυλισμό παρουσιάζουν φωνολογικές/αρθρωτικές δυσκολίες (Clark et al., 2013). Το θέμα της σχέσης τραυλισμού και φωνολογίας αναλύεται εκτεταμένα παρακάτω. Ως προς το λόγο, δηλαδή την ανάπτυξη της σύνταξης, του λεξιλογίου και της μορφολογίας, εντοπίστηκαν επίσης σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες αναφορικά με τις απόψεις των γονέων. Συγκεκριμένα, τα παιδιά τόσο με ΕΑΔ όσο και με Τ/ΕΑΔ παρουσίαζαν σύμφωνα με τους γονείς τους σε υψηλότερα ποσοστά δυσκολίες στο λόγο συγκριτικά με τα παιδιά της ομάδας με Τ. Το ποσοστό των παιδιών της ομάδας με ΕΑΔ και της ομάδας με Τ/ΕΑΔ που είχαν δυσκολίες στο λόγο σύμφωνα με τους γονείς τους ήταν σχεδόν ίδιο (28% για την ομάδα ΕΑΔ και 28,6% για την ομάδα με Τ/ΕΑΔ). Κανένα από τα παιδιά της ομάδας με Τ δεν παρουσίαζε δυσκολίες στο λόγο σύμφωνα με τους γονείς τους. Σε αντίθεση με το σωστό και έγκαιρο εντοπισμό των γονέων για τις φωνολογικές δυσκολίες των παιδιών τους, στον τομέα του λόγου φαίνεται οι γονείς να δυσκολεύονται να καταλάβουν αν το παιδί τους έχει ή δεν έχει άλλες γλωσσικές δυσκολίες πέραν των φωνολογικών δυσκολιών και να συγχέουν τη φωνολογία με τους τομείς του λεξιλογίου, της σύνταξης και της μορφολογίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας σχετικά με το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τη μορφολογία των παιδιών με ΕΑΔ καθώς και των παιδιών με Τ/ΕΑΔ έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις των γονέων των 197

198 παιδιών αυτών σχετικά με τις γλωσσικές δυσκολίες των παιδιών τους. Μόνο οι γονείς των παιδιών με Τ έχουν σωστά εντοπίσει ότι τα παιδιά τους δεν αντιμετωπίζουν άλλες γλωσσικές δυσκολίες πέραν της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας ίσως επειδή αυτό είναι το κυρίαρχο πρόβλημα των παιδιών τους. Οι γονείς των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ίσως εστιάζουν στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης πιστεύοντας ότι αυτή η δυσκολία προκαλεί τον τραυλισμό στα παιδιά τους και δεν δίνουν τόση σημασία στο θέμα της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας ή δεν έχουν αντιληφθεί τη δυσκολία των παιδιών τους στη ροή της ομιλίας. Έρευνα του μελετητή Wolk (2015) δείχνει ότι οι φωνολογικές δυσκολίες ενός παιδιού με τραυλισμό μπορεί να επισκιάσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας διότι η ομιλία του παιδιού είναι δυσκατάληπτη και δεν ακούγονται καθαρά οι δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας με αποτέλεσμα οι γονείς των παιδιών με φωνολογικές δυσκολίες και τραυλισμό να εφιστούν την προσοχή τους στις φωνολογικές δυσκολίες αρχικά και όχι στη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας Οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού και ταχύτητα ομιλίας Στατιστικά σημαντική διαφορά υπήρξε ως προς το ιστορικό τραυλισμού των πατέρων των παιδιών του δείγματος. Περίπου 33% των πατέρων των παιδιών του δείγματος με Τ/ΕΑΔ εμφάνιζαν τραυλισμό στην παιδική τους ηλικία. Ενδεικτικά σημαντικό εύρημα (p=0,80) βρέθηκε στη σχέση τραυλισμού της μητέρας κατά την παιδική της ηλικία με την εμφάνιση τραυλισμού στο ίδιο της το παιδί. Συγκεκριμένα, το 15% των μητέρων που έχουν παιδιά με Τ εμφάνιζαν τραυλισμό οι ίδιες ως παιδιά. Μόνο μία μητέρα από τα παιδιά της ομάδας με Τ συνεχίζει να τραυλίζει. Επίσης, στατιστικά σημαντική διαφορά διαπιστώθηκε ως προς το ιστορικό τραυλισμού στα άλλα μέλη 198

199 της οικογένειας των παιδιών του δείγματος. Τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ είχαν άλλα μέλη στην οικογένειά τους με τραυλισμό σε ποσοστό 52,4 %. Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας σχετικά με το ιστορικό τραυλισμού των γονέων και των μελών της ευρύτερης οικογένειας είναι σε συμφωνία με τη σύγχρονη βιβλιογραφία που τονίζει τη γενετική βάση του τραυλισμού (DSM-5, Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2013; Yairi & Seery, 2015). O τραυλισμός γνωρίζουμε πια αρκετά καλά ότι είναι μία διαταραχή που κληρονομείται και γι αυτό εμφανίζεται συχνότερα σε οικογένειες των οποίων τα μέλη είτε κάποτε τραύλιζαν είτε ακόμα τραυλίζουν. To ποσοστό των ατόμων με τραυλισμό που έχουν ιστορικό τραυλισμού στην οικογένειά τους κυμαίνεται από 30-60% (Yairi, Ambrose & Cox, 1996), ενώ τα αγόρια φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από το οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού σε σύγκριση με τα κορίτσια (Nogueira et al., 2015). Στην παρούσα έρευνα δεν εντοπίστηκαν διαφορές ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια διότι είχε υπάρξει εξομοίωση του δείγματος ως προς τον αριθμό των αγοριών και των κοριτσιών. Σημαντική διαφορά βρέθηκε επίσης ως προς την ταχύτητα ομιλίας των μελών των οικογενειών των παιδιών των τριών ομάδων του δείγματος. Συγκεκριμένα, τα μέλη των οικογενειών των παιδιών με Τ/ΕΑΔ φάνηκε να μιλούν με γρήγορο ρυθμό ομιλίας σε μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 30%) σε σύγκριση με τις ομάδες των παιδιών μόνο με Τ και μόνο με ΕΑΔ, στις οποίες τα ποσοστά γρήγορου ρυθμού ομιλίας των μελών της οικογένειας ήταν πιο χαμηλά (15% και 4% αντίστοιχα). Από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι ο γρήγορος ρυθμός ομιλίας των γονέων επηρεάζει αρνητικά τη ροή της ομιλίας των παιδιών. Έρευνες έχουν δείξει ότι όσο πιο γρήγορος 199

200 είναι ο ρυθμός ομιλίας της μητέρας τόσο πιο σοβαρός είναι ο τραυλισμός που παρουσιάζει το παιδί (Dehqan et al., 2008) και ότι η μείωση του ρυθμού της ομιλίας των γονέων βελτιώνει τη ροή της ομιλίας των παιδιών και μειώνει τον τραυλισμό τους (Sawyer et al., 2017). Τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται, λοιπόν, να είναι πιο επιβαρυμένα και ως προς το οικογενειακό ιστορικό του τραυλισμού και ως προς την ταχύτητα ομιλίας του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, δηλ. ο τραυλισμός τους φαίνεται να οφείλεται τόσο σε κληρονομικούς όσο και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες σε σύγκριση με τα παιδιά μόνο με Τ που έχουν λιγότερους συγγενείς με ιστορικό τραυλισμού και λιγότερα μέλη στην οικογένειά τους που μιλούν με γρήγορο ρυθμό ομιλίας, δηλ. ο τραυλισμός τους φαίνεται να οφείλεται λιγότερο σε κληρονομικούς παράγοντες και περισσότερο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Στα μεν παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να υπάρχει ένα νευροαναπτυξιακό υπόβαθρο αναφορικά με τις δυσκολίες τους στην ομιλία ενώ στα παιδιά μόνο με Τ φαίνεται ο εκλυτικός παράγοντας για τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας τους να είναι περιβαλλοντικός Σχέση οικογένειας και παιδιού Η σχέση των γονέων είναι, όπως γνωρίζουμε, καθοριστική για την ανάπτυξη των παιδιών. Όσο πιο στενή και σταθερή είναι η σχέση γονέων και παιδιών τόσο πιο ομαλά αναπτύσσεται ένα παιδί, ενώ, αντίθετα, όσο πιο απόμακρη και ασταθής είναι η σχέση γονέων και παιδιών τόσο πιο πολύ επιβαρύνεται το παιδί. Ένα ενδεικτικά σημαντικό εύρημα της παρούσας μελέτης (p=0,83) έδειξε ότι ένα μεγάλο ποσοστό γονέων από την ομάδα των παιδιών με Τ ανέφερε δυσκολίες μεταξύ του ζεύγους (35%), σε αντίθεση με τα παιδιά των άλλων δύο ομάδων των οποίων οι γονείς 200

201 ανέφεραν δυσκολίες μεταξύ τους σε χαμηλότερα ποσοστά (12% ομάδα ΕΑΔ και 23,8% ομάδα Τ/ΕΑΔ). Επίσης, ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης έδειξε ότι οι γονείς των παιδιών μόνο με Τ δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα παιδιά τους, δηλ. δεν έχουν κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης σε ποσοστό 65% σε αντίθεση με τους γονείς των παιδιών με ΕΑΔ καθώς και με Τ/ΕΑΔ, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα παιδιά τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς που έχουν παιδιά με Τ βιώνουν και έχουν να διαχειριστούν από τη μια το άγχος του να είσαι γονιός ενός παιδιού που τραυλίζει και από την άλλη νιώθουν αβεβαιότητα και ανησυχία σχετικά με το τι είναι καλύτερο να κάνουν για το παιδί τους (Plexico & Burrus, 2012). Δημιουργείται όπως καταλαβαίνουμε ένας φαύλος κύκλος άγχους, αβεβαιότητας και ανησυχίας από μέρους των γονέων που επιδρά αρνητικά στη ροή της ομιλίας των παιδιών διογκώνοντας το σύμπτωμα της ομιλίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι γονείς των παιδιών που τραυλίζουν αναφέρουν περισσότερες δυσλειτουργικές συμπεριφορές των παιδιών τους σε σχέση με τους συνομηλίκους τους χωρίς δυσκολία στη ροή της ομιλίας (Lau et al., 2012). Φαίνεται ότι ο τραυλισμός ταράζει την οικογενειακή ζωή και προκαλεί εντάσεις. Ενδεχομένως οι γονείς μη ξέροντας τι να κάνουν με τον τραυλισμό των παιδιών τους συγκρούονται μεταξύ τους και δυσκολεύονται να δράσουν από κοινού. Από την άλλη πλευρά, οι δυσκολίες στη σχέση ενός ζευγαριού και στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού τους μπορεί να πυροδοτήσουν την εμφάνιση του τραυλισμού στο παιδί τους, το οποίο έχει μία εγγενή προδιάθεση για τραυλισμό. 201

202 Αναφορικά με τη σχέση της οικογένειας, αξιοσημείωτο είναι στην παρούσα έρευνα το ποσοστό των παιδιών της ομάδας με Τ, τα οποία έχουν ανταγωνιστική σχέση με τα αδέρφια τους, ποσοστό το οποίο είναι στατιστικά σημαντικό. Το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου στο 73% των παιδιών με Τ, δηλ. η πλειοψηφία των παιδιών με τραυλισμό έχουν ανταγωνιστική σχέση με τα αδέρφια τους. Το υψηλό ποσοστό ανταγωνιστικότητας μεταξύ των παιδιών που τραυλίζουν και των αδερφών τους έχει εντοπιστεί στη διαθέσιμη βιβλιογραφία καθώς έχει βρεθεί ότι ο τραυλισμός επηρεάζει τη σχέση των αδερφών, έχει επίδραση στα αδέρφια που δεν τραυλίζουν και επηρεάζει τη σχέση των γονιών με τα αδέρφια. Τα αδέρφια των παιδιών που τραυλίζουν συχνά αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα απέναντι στον τραυλισμό του αδερφού ή της αδερφής τους, διότι οι γονείς τους καθιστούν υπεύθυνους για τη διαχείριση του προβλήματος ή η επικοινωνία και η προσοχή των γονέων μειώνεται απέναντί τους και είναι στραμμένη αποκλειστικά στον αδερφό ή στην αδερφή που τραυλίζει (Beilby, Byrnes & Young, 2012). Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο τραυλισμός ως διαταραχή επηρεάζει αρνητικά όλη την οικογένεια, τόσο τους γονείς όσο και τα αδέρφια των παιδιών που τραυλίζουν, ιδιαίτερα όμως όπως φαίνεται από το δείγμα μας επηρεάζει περισσότερο τις οικογένειες των παιδιών με Τ και λιγότερο τις οικογένειες των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Διαφαίνεται, λοιπόν, ότι ο τραυλισμός των παιδιών μόνο με διαταραχή στη ροή της ομιλίας επηρεάζεται περισσότερο από περιβαλλοντικούς παράγοντες που συνδέονται με την οικογένεια (δυσκολίες στη σχέση του ζεύγους και ανταγωνιστικότητα με τα αδέρφια), ενώ ο τραυλισμός των παιδιών με διαταραχή στη ροή της ομιλίας και επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία δεν επηρεάζεται τόσο από το οικογενειακό περιβάλλον αλλά από μία γονιδιακή επιβάρυνση (οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού και γρήγορου ρυθμού ομιλίας) που αναλύθηκε παραπάνω. Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η αξιολόγηση και η θεραπεία της 202

203 δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας θα πρέπει να εμπεριέχει όλη την οικογένεια (παιδί με τραυλισμό, γονείς και αδέρφια) διαφορετικά το πρόβλημα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, ιδιαίτερα όσον αφορά στα παιδιά μόνο με τραυλισμό Δυσκολίες στο σχολείο και κοινωνική ζωή Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι τα παιδιά με ΕΑΔ παρουσιάζουν στο σχολείο δυσκολίες στη συμπεριφορά σε πολύ υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τα παιδιά της ομάδας με Τ και με τα παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ. Παραπάνω από τα μισά παιδιά του δείγματος (55,6%) παρουσίαζαν στο σχολείο δυσκολίες στη συμπεριφορά σύμφωνα με τους εκπαιδευτικούς τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά με γλωσσικές δυσκολίες και κυρίως με δυσκολίες στην κατανόηση του λόγου παρουσιάζουν περισσότερες δυσκολίες στη συμπεριφορά τους, όπως υπερκινητικότητα και δυσκολία στην προσοχή-συγκέντρωση σε σύγκριση με τα συνομήλικα παιδιά τυπικής ανάπτυξης (McGrath et al., 2007; Gregl et al., 2014). Φαίνεται να υπάρχει υψηλή συννοσηρότητα μεταξύ γλωσσικών διαταραχών και διαταραχών στη συμπεριφορά (διαταραχή στην προσοχή-συγκέντρωση με/χωρίς υπερκινητικότητα), ενώ χαμηλότερη φαίνεται να είναι η συννοσηρότητα μεταξύ διαταραχών στην άρθρωση/φωνολογία και διαταραχών συμπεριφοράς. Οι δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία έχουν συσχετιστεί από αρκετούς ερευνητές με ελλείμματα των παιδιών στις δεξιότητες και τις λειτουργίες της προσοχής όπως π.χ. με τη ρύθμιση της προσοχής ή με τον έλεγχο της προσοχής (Blair & Razza, 2007; Salley & Dixon, 2007). Η βιβλιογραφία φαίνεται να συνδέει, λοιπόν, τις δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία με τις δυσκολίες στη συμπεριφορά (την υπερκινητικότητα και την 203

204 προσοχή-συγκέντρωση) όπως συζητήθηκε και παραπάνω στην υποενότητα «δυσκολία προσοχής-συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και δυσκολία κινητικού συντονισμού» (4.10) (σ.192). Σε αντίθεση με τις δυσκολίες στη συμπεριφορά, δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες των παιδιών του δείγματος αναφορικά με την κοινωνική ζωή τους. Η πλειοψηφία των παιδιών μόνο με Τ, μόνο με ΕΑΔ καθώς και με Τ/ΕΑΔ δεν φάνηκε να δυσκολεύεται στις σχέσεις με τους συνομηλίκους και στις φιλίες. Οι υπάρχουσες έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά σχολικής ηλικίας με γλωσσικές διαταραχές δυσκολεύονται στην κοινωνική συνδιαλλαγή και τις διαπροσωπικές σχέσεις (Croteau et al., 2015; Sylvestre et al., 2016). Ίσως στα παιδιά του δείγματος δεν έχουν ακόμα γίνει εμφανείς οι δυσκολίες τους στην κοινωνική ζωή λόγω του ότι βρίσκονται στην προσχολική ηλικία Θέματα ύπνου και φαγητού Δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες του δείγματος σχετικά με τις συμπεριφορές ύπνου και φαγητού των παιδιών. Ως προς τον ύπνο, ο τραυλισμός έχει συνδεθεί από κάποιους ερευνητές με δυσκολία των παιδιών που τραυλίζουν να κοιμηθούν ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια της νύχτας (Merlo, 2011). Η έλλειψη ύπνου στα παιδιά μπορεί να αποτελέσει παράγοντα που πυροδοτεί την εμφάνιση του τραυλισμού λόγω κόπωσης του παιδιού ή να οδηγήσει σε εδραίωση του τραυλισμού, καθώς η κόπωση εμποδίζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες και συνεπώς και τη ροή της ομιλίας. Οι μελέτες σχετικά με τον τραυλισμό και τον ύπνο είναι λιγοστές 204

205 και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών. Ως προς τη σχέση του τραυλισμού με το φαγητό, επίσης οι διαθέσιμες μελέτες είναι λιγοστές αλλά, όπως διαπιστώθηκε και παραπάνω παιδιά που τραυλίζουν μπορεί να παρουσιάζουν δυσκολίες στο φαγητό, δηλ. στη μάσηση και την κατάποση των τροφών λόγω κάποιου στοματο-κινητικού προβλήματος ή λόγω συναισθηματικών δυσκολιών με τους γονείς τους αναφορικά με το φαγητό (Kelman & Nicholas, 2017). Tα παιδιά και των τριών ομάδων του δείγματος της συγκεκριμένης μελέτης φάνηκε να μην δυσκολεύονται στο θέμα του φαγητού στην προσχολική ηλικία, δηλ., να τρώνε χωρίς δυσκολία μία ποικιλία τροφών και μόνα τους χωρίς να χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων τους. Φαίνεται ότι τα προβλήματα στη σίτιση κατά τη βρεφική ή την πρώτη παιδική ηλικία που αντιμετώπισε ένας μικρός αριθμός παιδιών με Τ καθώς επίσης και ένας μικρός αριθμός παιδιών με Τ/ΕΑΔ όπως αναφέρθηκε και παραπάνω επιλύθηκαν στην προσχολική ηλικία και δεν αποτελούν πια εμπόδιο στην ανάπτυξη των παιδιών αυτών των δύο ομάδων Προσωπικότητα Ως προς τη σχέση τραυλισμού και προσωπικότητας των παιδιών, δεν εντοπίστηκαν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά των τριών ομάδων του δείγματος. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι η προσωπικότητα του παιδιού παίζει ρόλο στην αντίδρασή του και στο χειρισμό του απέναντι στη δυσκολία στη ροή της ομιλίας (Kelman & Nicholas, 2017). Tα παιδιά που ανησυχούν εύκολα ή είναι πολύ ευαίσθητα ή είναι τελειομανή είναι πιθανόν να αντιληφθούν πιο γρήγορα τον τραυλισμό τους και να αντιδράσουν 205

206 πιο έντονα απέναντι στη δυσκολία τους στη ροή της ομιλίας. Όμως πέραν από το θέμα της συνειδητοποίησης και της αντίδρασης των παιδιών στον τραυλισμό τους, δεν έχουν εντοπιστεί στις έρευνες διαφορές των παιδιών που τραυλίζουν από τα παιδιά που δεν τραυλίζουν ως προς την προσωπικότητά τους όπως π.χ. υπερβολική συστολή ή κοινωνικό άγχος (Kefalianos et al., 2012; Alm, 2014). Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης συμφωνούν με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία διότι στο δείγμα μας δεν εντοπίστηκαν διαφορές ως προς τα στοιχεία της προσωπικότητας των παιδιών των τριών ομάδων που μελετήθηκαν (π.χ. ευαισθησία, τελειομανία, άγχος, δυσκολία αποχωρισμού) Γλωσσικό προφίλ των τριών ομάδων του δείγματος Τα παιδιά των τριών ομάδων του δείγματος εξετάστηκαν ως προς το μέσο μήκος εκφωνήματος (MLU), το εκφραστικό λεξιλόγιο, την πληροφοριακή και γραμματική επάρκεια και τέλος την ανάπτυξη της φωνολογίας/άρθρωσης. Ανάλογα με την ηλικία των παιδιών έχουν προταθεί από τον Brown (1973) κάποια στάδια ανάπτυξης των εκφωνημάτων, δηλ. του αριθμού των λέξεων από τις οποίες αποτελούνται οι προτάσεις. Οι λογοθεραπευτές που αξιολογούν ένα παιδί καταγράφουν ένα δείγμα προτάσεων του αυθόρμητου λόγου του παιδιού, καταμετρούν τις λέξεις από τις οποίες αποτελείται κάθε πρόταση και στη συνέχεια εξάγουν το μέσο μήκος εκφωνήματος του παιδιού, δηλ. το μέσο αριθμό λέξεων από τις οποίες αποτελούνται οι προτάσεις του παιδιού. Το MLU έχουν δείξει οι έρευνες ότι είναι ένας έγκυρος και αξιόπιστος δείκτης της τυπικής γλωσσικής ανάπτυξης αλλά και της γλωσσικής διαταραχής (Rice et al., 2010). Η διάγνωση της γλωσσικής 206

207 διαταραχής στα παιδιά μικρής ηλικίας βασίζεται σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία συχνά στη χρήση του MLU, δηλ. ένα παιδί κρίνεται ότι παρουσιάζει γλωσσική διαταραχή όταν το MLU του βρίσκεται τουλάχιστον μία τυπική απόκλιση (standard deviation) κάτω από το μέσο επίπεδο των παιδιών της ηλικίας του (Eisenberg, McGovern-Fersko & Lundgren, 2001). Ως προς το μέσο μήκος εκφωνήματος (MLU) του δείγματός μας, το οποίο υπολογίστηκε μέσα από τη συλλογή και την καταγραφή 30 προτάσεων αυθόρμητου λόγου του κάθε παιδιού, στην ομάδα με Τ (μέση ηλικία των παιδιών: 5;1 έτη), στην ομάδα με ΕΑΔ (μέση ηλικία των παιδιών: 5;0 έτη) αλλά και στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ (μέση ηλικία των παιδιών: 4;9 έτη), το μέσο μήκος εκφωνήματος αποτελούνταν από σχεδόν 4 λέξεις και άρα σύμφωνα με τα στάδια του Brown (1973) (Πίνακας 4.1) ήταν φυσιολογικό για την ηλικία στην οποία βρίσκονταν τα παιδιά και των τριών ομάδων. Δεν εντοπίστηκαν δηλαδή διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες ως προς το MLU. Η δομή των προτάσεων των παιδιών και των τριών ομάδων φαίνεται να αναπτύσσεται φυσιολογικά για την ηλικία τους. Στάδια Ηλικία σε μήνες Μέσο Μήκος Εκφωνήματος Εύρος Μέσου Μήκους Εκφωνήματος Στάδιο Στάδιο Στάδιο Στάδιο Στάδιο Πίνακας 4.1 Στάδια ανάπτυξης του μέσου μήκους εκφωνήματος σύμφωνα με τον Brown (1973) 207

208 Ως προς το ποσοστό του τραυλισμού ή αλλιώς τη σοβαρότητα του τραυλισμού (SS%), το ποσοστό του τραυλισμού στην ομάδα των παιδιών μόνο με Τ βρισκόταν στο 5%, ενώ στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ στο 5,4%. Όταν η σοβαρότητα του τραυλισμού κυμαίνεται από 3 μέχρι 5%, ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως ήπιος ενώ όταν η σοβαρότητα του τραυλισμού ξεπερνά το 10%, ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται ως σοβαρός (Ryan, 1992). Φάνηκε δηλαδή η σοβαρότητα του τραυλισμού να μην διαφέρει ανάμεσα στις δύο ομάδες των παιδιών παρότι στη μία ομάδα τα παιδιά δεν αντιμετώπιζαν άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία ενώ στην άλλη ομάδα τα παιδιά παρουσίαζαν επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία. Μία πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ο τραυλισμός των περισσότερων παιδιών που ξεκινούν να τραυλίζουν, κατά τη διάρκεια των πρώτων 12 μηνών από την έναρξη του τραυλισμού τους, χαρακτηρίζεται ως ήπιος τραυλισμός (Watts et al., 2015). Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας βρίσκονται σε συμφωνία με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με τη σοβαρότητα του τραυλισμού που αναμένεται στην προσχολική ηλικία όταν και πρωτοεμφανίζεται η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Αυτό που δεν είναι σαφές και ξεκάθαρο ακόμα βιβλιογραφικά, είναι πώς σχετίζεται η σοβαρότητα του τραυλισμού με τις συνοδές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία των παιδιών που τραυλίζουν (Tumanova et al., 2014), δηλ. αν τα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν γλωσσικές δυσκολίες τραυλίζουν περισσότερο από αυτά που μόνο τραυλίζουν. Η διαθέσιμη βιβλιογραφία έχει εστιάσει στη σύγκριση των παιδιών με τραυλισμό και συνοδές δυσκολίες λόγου και ομιλίας με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης και όχι με τα παιδιά μόνο με τραυλισμό. Τα παιδιά με τραυλισμό και συνοδές δυσκολίες λόγου και ομιλίας φαίνεται να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας από τους συνομηλίκους τους τυπικής ανάπτυξης (Boscolo, Bernstein-Ratner & Rescorla, 2002). 208

209 Ως προς το συχνότερα εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού, οι επαναλήψεις ήταν το πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού τόσο στην ομάδα των παιδιών με Τ όσο και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι οι επαναλήψεις είναι το πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού στα παιδιά που πρωτοξεκινούν να τραυλίζουν (Yairi & Lewis, 1984), όπως τα παιδιά του δείγματος που βρίσκονται στην προσχολική ηλικία και ο τραυλισμός τους χαρακτηρίζεται ως αρχόμενος. Επίσης, τα παιδιά με ήπιο τραυλισμό που ξεκινούν να τραυλίζουν μεταξύ 18 μηνών και 7 ετών, όπως τα παιδιά του δείγματός μας, ξεκινούν να τραυλίζουν κάνοντας επαναλήψεις (Perez & Stoeckle, 2016). Όταν όμως ο τραυλισμός εμμένει και επιδεινώνεται, τότε η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας εκδηλώνεται όχι μόνο με επαναλήψεις αλλά και με επιμηκύνσεις και με μπλοκαρίσματα. Επίσης, όταν ο τραυλισμός χειροτερεύει, τότε η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας αρχίζει να συνοδεύεται από δευτερογενείς συμπεριφορές, όπως κινήσεις του προσώπου ή του σώματος. Εκτός όμως από την αξιολόγηση του κάθε παιδιού του δείγματος με τραυλισμό που έδειξε ότι οι επαναλήψεις είναι το πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας σημαντική είναι και η αναφορά των γονέων στο ιστορικό ότι τα παιδιά τους πιο συχνά εμφανίζουν επαναλήψεις παρά επιμηκύνσεις και μπλοκαρίσματα. Φαίνεται οι γονείς να διαπιστώνουν σωστά το είδος του τραυλισμού του παιδιού τους, παρότι δεν είναι ειδικοί και δεν γνωρίζουν πώς να αναλύσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας του παιδιού τους, πιθανώς, διότι στην προσχολική ηλικία οι γονείς βρίσκονται πολύ κοντά στα παιδιά τους και αφιερώνουν αρκετό χρόνο σε αυτά εστιάζοντας την προσοχή τους στην ανάπτυξή τους. Ο λόγος και η ομιλία είναι ένας τομέας της ανάπτυξης που η πλειοψηφία των γονέων παρατηρεί πως εξελίσσεται και τους προβληματίζει όταν δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά. 209

210 Το λεξιλόγιο των παιδιών του δείγματος αξιολογήθηκε μέσω δύο σταθμισμένων εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνά μας: α) Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σιδερίδης, 2009) και β) Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σταυρακάκη, 2011). Η πρώτη δοκιμασία εξέτασε το εκφραστικό λεξιλόγιο των παιδιών σε επίπεδο λέξεων ενώ η δεύτερη δοκιμασία εξέτασε την πληροφοριακή επάρκεια, δηλ. τη χρήση εννοιών για τη μεταφορά πληροφοριών, σε επίπεδο περιεχομένου των προτάσεων. Ως προς το εκφραστικό λεξιλόγιο, τα παιδιά μόνο με Τ είχαν πολύ υψηλότερη επίδοση σε σύγκριση με τα παιδιά με ΕΑΔ και με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Η μέση επίδοση των παιδιών με Τ στο εκφραστικό λεξιλόγιο βρισκόταν περίπου στην 74 η εκατοστιαία θέση. Τα παιδιά με ΕΑΔ και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ είχαν φυσιολογική για την ηλικία τους επίδοση στο εκφραστικό λεξιλόγιο. Η μέση επίδοση των παιδιών με ΕΑΔ βρισκόταν σχεδόν στην 48 η εκατοστιαία θέση και η μέση επίδοση των παιδιών με τραυλισμό και ΕΑΔ βρισκόταν σχεδόν στην 50 η εκατοστιαία θέση. Δηλαδή ενώ η επίδοση των παιδιών με ΕΑΔ καθώς και με Τ/ΕΑΔ ήταν σημαντικά χαμηλότερη από αυτή των παιδιών με Τ, εντούτοις η επίδοση των παιδιών των δύο αυτών ομάδων ήταν σε φυσιολογικά για την ηλικία τους επίπεδα. Φαίνεται ότι η μέση επίδοση των παιδιών και των τριών ομάδων βρίσκεται σε φυσιολογικά για την ηλικία τους επίπεδα, αλλά η μέση επίδοση των παιδιών μόνο με Τ βρίσκεται σε υψηλά για την ηλικία τους επίπεδα. Ως προς το περιεχόμενο των προτάσεων (πληροφοριακή επάρκεια) οι δύο ομάδες του δείγματος (ομάδα με Τ και ομάδα με ΕΑΔ) είχαν υψηλή για την ηλικία τους επίδοση, 210

211 δηλ. η επίδοσή τους βρισκόταν πάνω από την 70 η εκατοστιαία θέση και η ομάδα με Τ/ΕΑΔ είχε φυσιολογική για την ηλικία τους επίδοση, δηλ. βρισκόταν στην 60 η περίπου εκατοστιαία θέση. Ως προς τη δομή των προτάσεων (γραμματική επάρκεια) που αξιολογήθηκε μέσα από το εργαλείο «Εικόνες Δράσης: Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας» (Βογινδρούκας, Πρωτόπαπας & Σταυρακάκη, 2011), τα παιδιά και των τριών ομάδων του δείγματος είχαν φυσιολογική για την ηλικία τους επίδοση αλλά τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ είχαν χαμηλότερη επίδοση σε σύγκριση με τα παιδιά των δύο άλλων ομάδων και ειδικά συγκριτικά με την ομάδα με Τ. Αναλύοντας τα ευρήματα της παρούσας μελέτης σχετικά με το αναπτυγμένο για την ηλικία τους λεξιλόγιο της ομάδας των παιδιών με Τ, όπως φάνηκε μέσα και από τα δύο εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, τόσο σε επίπεδο λέξης όσο και σε επίπεδο πρότασης, αλλά και με τη φυσιολογική επίδοση της ομάδας με Τ στη γραμματική, θα λέγαμε ότι αυτά βρίσκονται σε συμφωνία με τα ευρήματα άλλων μελετών, όπως του Watkins (2005) και των Reilly και συνεργατών (2009), καθώς δείχνουν ότι αρκετά από τα παιδιά που τραυλίζουν έχουν όχι μόνο ικανοποιητικές για την ηλικία τους γλωσσικές δεξιότητες αλλά και πιο αναπτυγμένες από ό,τι αναμένεται σε σχέση με τη χρονολογική ηλικία στην οποία βρίσκονται. Επίσης, η φυσιολογική επίδοση των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ως προς το λεξιλόγιο αλλά και ως προς τη γραμματική είναι σε συμφωνία με τις μελέτες που δείχνουν ότι οι γλωσσικές δεξιότητες αρκετών παιδιών με τραυλισμό είναι κατάλληλα αναπτυγμένες για την ηλικία τους (Watts et al., 2015) ή δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές των συνομηλίκων τους χωρίς δυσκολία στη ροή της ομιλίας (Bonelli et al., 2000). Σε αντίθεση όμως με τις παραπάνω έρευνες και 211

212 με τα αποτελέσματα της δικής μας έρευνας άλλες μελέτες δείχνουν ως προς τη γραμματική ότι γενικά τα παιδιά με τραυλισμό έχουν χαμηλότερη επίδοση από τους συνομηλίκους τους χωρίς τραυλισμό στις μορφολογικές και συντακτικές δεξιότητες (Junuzovic-Zunic & Ibrahimagic, 2013) και, επίσης, αντιλαμβάνονται και παράγουν διαφορετικά τις συντακτικές δομές των προτάσεων (Anderson & Conture, 2000; Watson, Byrd & Carlo, 2011; Bauman et al., 2012). Πιθανώς σε κάποια παιδιά με τραυλισμό και άλλες συνοδές γλωσσικές δυσκολίες τα ελλείμματα στο λόγο και την ομιλία είναι πιο έντονα συγκριτικά με το δικό μας δείγμα παιδιών που φαίνεται να δυσκολεύονται μόνο στον τομέα της φωνολογίας-άρθρωσης όπως αναλύεται και παρακάτω. Ως προς την ομάδα των παιδιών μόνο με ΕΑΔ, δεν φάνηκαν δυσκολίες των παιδιών αυτών στους τομείς του λεξιλογίου και της γραμματικής, οι οποίοι ήταν επαρκώς για την ηλικία τους αναπτυγμένοι. Στο δείγμα μας φαίνεται τα παιδιά με ΕΑΔ να αντιμετωπίζουν δυσκολίες μόνο στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης και όχι σε άλλους τομείς, όπως το λεξιλόγιο ή η γραμματική. Φαίνεται να υπάρχει μία κατηγορία παιδιών με ΕΑΔ, όπως αυτή του δείγματός μας, που παρουσιάζουν δυσκολίες μόνο στη φωνολογία/άρθρωση ενώ άλλα παιδιά με ΕΑΔ μπορεί παρουσιάζουν δυσκολίες στο λεξιλόγιο ή/και στη γραμματική. Έρευνα των Hick, Botting και Conti-Ramsden (2005) δείχνει ότι τα παιδιά με ΕΑΔ έχουν χαμηλότερες λεξιλογικές δεξιότητες από ό,τι οι συνομήλικοί τους με τυπική ανάπτυξη. Επίσης, γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι τα παιδιά με ΕΑΔ έχουν δυσκολίες τόσο στη μορφολογία των ουσιαστικών όσο και των ρημάτων (Leonard, Miller & Gerber, 1999) και ότι η επίδοσή τους στη μορφολογία είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτή των παιδιών τυπικής ανάπτυξης (Eadie et al., 2002). Τα παιδιά με ΕΑΔ, λοιπόν, 212

213 φαίνεται να αποτελούν μία ετερογενή ομάδα με διαφορετικές δυσκολίες σε διαφορετικούς τομείς του λόγου και της ομιλίας. Η λεπτομερής γλωσσική ανάλυση των τομέων του λόγου και της ομιλίας των παιδιών με ΕΑΔ θα καταδείξει τις δυσκολίες τους προκειμένου το θεραπευτικό πλάνο να αναπτύξει κατάλληλα τις δεξιότητες στις οποίες αυτά υπολείπονται. Τέλος, ως προς τη φωνολογία, όλα τα παιδιά της ομάδας με ΕΑΔ και σχεδόν όλα τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ (περίπου 95%) παρουσίαζαν δυσκολίες στον τομέα αυτό. Αντίθετα, τα παιδιά μόνο με Τ δεν φάνηκε να παρουσιάζουν φωνολογικά ελλείμματα. Oι διαθέσιμες μέχρι σήμερα μελέτες παρουσιάζουν αντιφατικά αποτελέσματα αναφορικά με τη σχέση τραυλισμού και φωνολογίας/άρθρωσης. Κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά με τραυλισμό παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό φωνολογικές διαταραχές (Blood et al., 2003; Mansson, 2007) όπως τα παιδιά της ομάδας του δείγματος με Τ/ΕΑΔ, τα οποία στην πλειοψηφία τους αντιμετώπιζαν φωνολογική διαταραχή, ενώ άλλες μελέτες δεν έχουν εντοπίσει διαφορές ανάμεσα στις φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών που τραυλίζουν και αυτών που δεν τραυλίζουν (Yaruss, LaSalle & Conture, 1998; Clark et al., 2013). Η δική μας έρευνα εστίασε στις διαφορές ανάμεσα στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ και στην ομάδα μόνο με ΕΑΔ ως προς το γλωσσικό τους προφίλ, ενώ αντίθετα στην πλειοψηφία τους οι διαθέσιμες έρευνες έχουν εστιάσει στις διαφορές ανάμεσα στα παιδιά που τραυλίζουν και στα παιδιά που δεν τραυλίζουν. Περισσότερες μελλοντικές μελέτες στο θέμα της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών μόνο με δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία και των παιδιών με τραυλισμό και δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία θα βοηθήσει στην ανάδειξη του γλωσσικού προφίλ των παιδιών των δύο αυτών διαφορετικών ομάδων. 213

214 Ως προς τα παιδιά με ΕΑΔ, γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι αρκετά από τα παιδιά με δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία έχουν χαμηλότερες φωνολογικές δεξιότητες σε σύγκριση με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης (Leitao, Hogben & Fletcher, 1997; Ramus et al., 2013) αν και όχι όλα. Ο τομέας της φωνολογίας/άρθρωσης φαίνεται να υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με τους άλλους τομείς στα παιδιά με ΕΑΔ, αλλά και στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ στο δικό μας δείγμα Έκβαση των δυσκολιών στο λόγο, την ομιλία και τη ροή και φύλο Μετά από ένα χρόνο από την αρχική αξιολόγηση όλων των παιδιών του δείγματος πραγματοποιήθηκε η τελική αξιολόγηση των παιδιών του δείγματος μέσα από τηλεφωνική επικοινωνία με τους γονείς των παιδιών των τριών ομάδων προκειμένου να διερευνηθεί η έκβαση των δυσκολιών στη ροή της ομιλίας, το λόγο και την ομιλία των παιδιών. Από το ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε τηλεφωνικά από τους γονείς των παιδιών του δείγματος διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των παιδιών με Τ (80%) βελτιώθηκε ως προς τη ροή της ομιλίας πολύ, ενώ το υπόλοιπο 20% των παιδιών αυτής της ομάδας βελτιώθηκε από αρκετά έως καθόλου μετά από πρόγραμμα λογοθεραπείας που ακολουθήθηκε από τα περισσότερα παιδιά. Στην ομάδα των παιδιών με ΕΑΔ επίσης τα περισσότερα παιδιά παρουσίασαν σημαντική πρόοδο μετά από ένα χρόνο (80%), ενώ σε ποσοστό 20% η πρόοδος χαρακτηρίστηκε από τους γονείς ικανοποιητική έως μηδαμινή επίσης ακολουθώντας τα περισσότερα παιδιά πρόγραμμα λογοθεραπείας. Τέλος, στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ περίπου το 60% σημείωσε σημαντική βελτίωση, ενώ πάνω από 40% σημείωσαν ικανοποιητική έως μηδαμινή πρόοδο, στην πλειοψηφία τους ακολουθώντας πρόγραμμα λογοθεραπείας. Υπήρξε δηλ. μία ενδεικτικά σημαντική διαφορά (p=0,093) ανάμεσα στην ομάδα με ΕΑΔ και 214

215 στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ ως προς την έκβαση των δυσκολιών με τα παιδιά με ΕΑΔ να σημειώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σημαντική πρόοδο σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ μετά από λογοθεραπευτική παρέμβαση ενός σχεδόν έτους. Τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να δυσκολεύονται να βελτιωθούν ως προς την ομιλία και τη ροή σε σύγκριση τόσο με τα παιδιά με Τ όσο και με τα παιδιά με ΕΑΔ. Το θέμα της έκβασης του τραυλισμού στα παιδιά με ή χωρίς άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία έχει μελετηθεί, αλλά τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα ερευνών είναι αντιφατικά. Έρευνες των Paden και Yairi (1996), Watkins και Yairi (1997) καθώς και Spencer και Weber-Fox (2014) δείχνουν ότι τα παιδιά με τραυλισμό και συνοδές γλωσσικές ή/και φωνολογικές δυσκολίες δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε σύγκριση με τα παιδιά με τραυλισμό χωρίς όμως άλλες γλωσσικές ή/και φωνολογικές δυσκολίες, εύρημα το οποίο είναι σε συμφωνία με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας. Με άλλα λόγια, τα παιδιά που παρουσιάζουν τραυλισμό και συνοδές δυσκολίες λόγου και ομιλίας φαίνεται να αναπτύσσουν συχνά έναν επίμονο τραυλισμό και να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας, ενώ τα παιδιά που παρουσιάζουν μόνο τραυλισμό φαίνεται να αναπτύσσουν έναν πιο παροδικό τραυλισμό, τον οποίο καταφέρνουν στην πλειοψηφία τους να ξεπεράσουν. Ως προς την ένταξη των παιδιών των τριών ομάδων σε πρόγραμμα λογοθεραπείας, παρατηρήθηκε ότι η πλειοψηφία των παιδιών των τριών ομάδων παρακολούθησαν λογοθεραπευτικό πρόγραμμα (πάνω από 80% και για τις τρεις ομάδες) για τουλάχιστον 11 μήνες. Δεν υπήρξαν διαφορές ως προς τη διάρκεια παρακολούθησης του λογοθεραπευτικού προγράμματος ανάμεσα στις τρεις ομάδες του δείγματος. Φαίνεται, λοιπόν, από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας να συσχετίζεται η λογοθεραπευτική παρέμβαση με τη θετική έκβαση των δυσκολιών στο λόγο και την 215

216 ομιλία κυρίως στα παιδιά με Τ και στα παιδιά με ΕΑΔ, τα οποία εντάχθηκαν σε λογοθεραπευτικό πρόγραμμα στην πλειοψηφία τους (85% και 92% αντίστοιχα) και μετά από ένα χρόνο παρέμβασης κατάφεραν να βελτιώσουν τη ροή και την ομιλία τους σε ποσοστό 80%. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι η πρώιμη παρέμβαση στον τραυλισμό είναι απαραίτητη και θα πρέπει να προτείνεται από τους ειδικούς ως καλή πρακτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος, διότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε πόσα παιδιά αλλά ούτε και ποια παιδιά θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας χωρίς παρέμβαση (Onslow & O Brian, 2012). Eπίσης, έχει φανεί ότι τόσο η άμεση θεραπεία του τραυλισμού, δηλ. μέσα από το ίδιο το παιδί, όσο και η έμμεση θεραπεία, δηλ. μέσα από τους γονείς, επιφέρει θετικά αποτελέσματα στην έκβαση του τραυλισμού 18 μήνες μετά την έναρξή του (de Sonneville-Koedoot et al., 2015). Θετικά αποτελέσματα ως προς την έκβαση των δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία μετά από λογοθεραπευτική παρέμβαση έχουν καταγραφεί επίσης ως προς τις φωνολογικές/αρθρωτικές δυσκολίες των παιδιών (Law, Garett & Nye, 2003; Lousada et al., 2013), όπως δηλ. οι δυσκολίες των παιδιών του δείγματός μας. Μία πρόσφατη έρευνα των Ebbels και συνεργατών (2016) έδειξε ότι η άμεση λογοθεραπευτική παρέμβαση των παιδιών (1:1) είναι αποτελεσματική σε όλους τους τομείς του λόγου ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία και το αντιληπτικό επίπεδο ενός παιδιού. Συμπερασματικά θα υποστηρίζαμε ως προς την έκβαση των δυσκολιών στην ομιλία και τη ροή της ομιλίας ότι τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους στην ομιλία και τη ροή της ομιλίας περισσότερο από τις δύο άλλες ομάδες αν και στην πλειοψηφία τους εντάχθηκαν σε πρόγραμμα λογοθεραπείας. Πιθανώς το ένα έτος παρέμβασης δεν είναι αρκετό να βοηθήσει ένα 216

217 παιδί να ξεπεράσει τόσο τις φωνολογικές του δυσκολίες όσο και τις δυσχέρειές του στη ροή της ομιλίας. Στα παιδιά αυτά θα πρέπει να δίνεται περισσότερος χρόνος, διότι τα ελλείμματά τους εντοπίζονται σε περισσότερους τομείς του λόγου και της ομιλίας και χρειάζονται μεγαλύτερη βοήθεια από τους ειδικούς. Οι φωνολογικές δυσκολίες φαίνεται να εντείνουν τις δυσχέρειες στη ροή της ομιλίας και οι δυσχέρειες φαίνεται να εμποδίζουν την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του φωνολογικού συστήματος. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όταν υπάρχει συννοσηρότητα τραυλισμού με άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία, όπως συμβαίνει στα παιδιά της ομάδας Τ/ΕΑΔ του δείγματος μας, προτείνεται θεραπευτικά η επιλογή μίας από τις τρεις παρακάτω προσεγγίσεις: α) η ταυτόχρονη θεραπεία και των δύο διαταραχών (τραυλισμού και γλωσσικής διαταραχής) μέσα από κατάλληλες προσεγγίσεις και στρατηγικές, β) η εναλλαγή της θεραπείας των δύο διαταραχών μέσα στη συνεδρία (δηλ. πρώτα στοχεύεται η μία διαταραχή και στη συνέχεια η άλλη) και γ)η ταυτόχρονη θεραπεία των δύο διαταραχών αλλά με διαφοροποιήσεις (π.χ. βελτίωση της φωνολογίας αλλά χωρίς διορθώσεις του παιδιού προκειμένου να μην αυξηθεί η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας) (Yairi& Seery, 2015). Αναφορικά με το φύλο και την έκβαση των δυσκολιών στο λόγο, την ομιλία και τη ροή δεν υπήρξαν διαφορές ανάμεσα στα παιδιά των τριών ομάδων του δείγματος. Στην προσχολική ηλικία γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι οι διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ως προς τη διαταραχή του τραυλισμού δεν είναι σημαντικές (Yairi, 1983; Yairi & Ambrose, 1992; Kloth et al., 1999; Mansson, 2000), ενώ αργότερα στη σχολική ζωή οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων γίνονται σαφώς 217

218 εντονότερες (Bloodstein, 1995; Mansson, 2000) με τα κορίτσια να καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας πολύ πιο εύκολα από ότι τα αγόρια (Yairi & Ambrose, 1992). Τα περισσότερα αγόρια και κορίτσια στην ομάδα με Τ ένα χρόνο μετά την αρχική αξιολόγησή τους είχαν σημειώσει την ίδια σχεδόν πρόοδο ως προς τη ροή της ομιλίας χωρίς σημαντικές διαφορές, αν και τα κορίτσια υπερείχαν ως προς τη βελτίωση ελαφρώς από τα αγόρια. Σημαντικές διαφορές δεν υπήρξαν ούτε στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ως προς την έκβαση της ροής της ομιλίας ανάλογα με το φύλο αν και επίσης τα κορίτσια είχαν καταφέρει να σημειώσουν μεγάλη πρόοδο σε ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι τα αγόρια. Συνολικά όμως το ποσοστό των παιδιών με Τ/ΕΑΔ που κατάφεραν να παρουσιάσουν μεγάλη βελτίωση μετά από ένα έτος ήταν χαμηλότερο από αυτό των παιδιών μόνο με Τ Ερευνητικές υποθέσεις 1. Ποιά είναι η σοβαρότητα του τραυλισμού στα παιδιά που τραυλίζουν (Τ) και ποιά στα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (Τ/ΕΑΔ), δηλαδή σε τί ποσοστό (%) συναντάται ο τραυλισμός στα παιδιά που τραυλίζουν (Τ) και σε τί ποσοστό στα παιδιά που τραυλίζουν και παράλληλα παρουσιάζουν ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της ομιλίας (Τ/ΕΑΔ); Ως προς τη σοβαρότητα του τραυλισμού, δηλ. το ποσοστό (%) που εμφανίζεται ο τραυλισμός στα παιδιά με Τ και στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ, δεν εντοπίστηκαν διαφορές 218

219 ανάμεσα στις δύο ομάδες. Το ποσοστό του τραυλισμού και στις δύο ομάδες βρισκόταν περίπου στο 5%, δηλ. ο τραυλισμός τους χαρακτηριζόταν ως ήπιος. Δεν φάνηκαν, λοιπόν, στο δείγμα μας να επηρεάζουν οι επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία τη σοβαρότητα του τραυλισμού στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ στην έναρξη της εμφάνισης της δυσχέρειας στην ομιλία τους (βλ. σ.208). 2. Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά/συμπτώματα του τραυλισμού (πρωτογενείς συμπεριφορές, π.χ. επαναλήψεις, επιμηκύνσεις, μπλοκαρίσματα και δευτερογενείς συμπεριφορές, π.χ. κινήσεις του προσώπου και του σώματος, αποφυγή ομιλίας) στα παιδιά με Τ και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά/τα συμπτώματα του τραυλισμού στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ; Το συχνότερα εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού τόσο στην ομάδα των παιδιών με Τ όσο και στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ήταν οι επαναλήψεις, όπως φάνηκε τόσο από την ανάλυση του δείγματος λόγου των παιδιών όσο και μέσα από το ιστορικό των παιδιών που συμπληρώθηκε από τους γονείς τους (βλ.σ.209). Δεν εντοπίστηκαν δευτερογενείς συμπεριφορές τραυλισμού όπως κινήσεις με το πρόσωπο ή με το σώμα στη διάρκεια των δυσχερειών της ομιλίας κατά την αξιολόγηση ούτε στην ομάδα των παιδιών με Τ ούτε στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. Συνεπώς, τα παιδιά με Τ και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα ως προς τον τραυλισμό τους τόσο αναφορικά με τις πρωτογενείς όσο και με τις δευτερογενείς συμπεριφορές του τραυλισμού τους. 219

220 3. Σε ποιούς συγκεκριμένους γλωσσικούς τομείς (π.χ. φωνολογία/άρθρωση, σημασιολογία, μορφολογία, πραγματολογία, σύνταξη) παρουσιάζουν δυσκολίες τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ; Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ παρουσιάζουν δυσκολίες μόνο στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης και όχι σε άλλους τομείς του λόγου στους οποίους εξετάστηκαν όπως στο λεξιλόγιο και τη γραμματική (βλ. σ ). Η επίδοση των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ως προς την ανάπτυξη του λεξιλογίου ήταν φυσιολογική για την ηλικία τους. Επίσης, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φάνηκε να μην δυσκολεύονται στις γραμματικές δομές των προτάσεων. 4. Σε ποιές παραμέτρους (π.χ. βιολογικές, γλωσσικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντικές) ομοιάζουν και διαφέρουν τα παιδιά με Τ, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ και τα παιδιά με ΕΑΔ; Στον πίνακα 4.2 που δείχνει τους βιολογικούς, συναισθηματικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες φαίνονται οι ομοιότητες των τριών ομάδων του δείγματος. Οι πιο αξιοσημείωτες ομοιότητες των τριών ομάδων του δείγματος είναι οι εξής: 1)Τα παιδιά και των τριών ομάδων του δείγματος κατέκτησαν φυσιολογικά το αναπτυξιακό ορόσημο των πρώτων λέξεων, είπαν δηλ. τις πρώτες τους λέξεις στην αναμενόμενη ηλικία, μεταξύ μηνών. 220

221 2)Τα παιδιά της ομάδας με Τ και τα παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ κατέκτησαν φυσιολογικά το αναπτυξιακό ορόσημο του σχηματισμού φράσεων, ξεκίνησαν δηλ. να σχηματίζουν φράσεις μεταξύ μηνών. 3)Οι γονείς των παιδιών με Τ/ΕΑΔ και με ΕΑΔ ακολουθούν κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους. 4)Ανάμεσα στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ και στα παιδιά με ΕΑΔ και τα αδέρφια τους δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα. 5)Τα παιδιά με Τ καθώς και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ δεν παρουσιάζουν δυσκολίες συμπεριφοράς στο σχολείο. Ως προς τις βιολογικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντικές διαφορές των παιδιών των τριών ομάδων που φαίνονται μέσα από τον πίνακα 4.2, τα παιδιά της ομάδας με Τ διαφέρουν από τα παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ στα εξής σημεία: 1) Ως προς το ιστορικό τραυλισμού από την πλευρά του πατέρα, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ έχουν σημαντικό ιστορικό τραυλισμού από την πλευρά του πατέρα τους ενώ τα παιδιά με Τ δεν έχουν σημαντικό ιστορικό τραυλισμού από την πατρική πλευρά. 2) Ως προς το οικογενειακό ιστορικό των άλλων μελών της οικογένειας και ως προς το γρήγορο ρυθμό ομιλίας των μελών της οικογένειας, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ έχουν αρκετά μέλη στις οικογένειές τους με ιστορικό τραυλισμού πέραν των γονέων τους 221

222 και αρκετά μέλη που μιλούν με γρήγορο ρυθμό ομιλίας σε αντίθεση με τα παιδιά με Τ. 3) Ως προς τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών από τους γονείς τους και ως προς τις σχέσεις τους με τα αδέρφια τους, τα παιδιά με Τ έχουν γονείς που δρουν χωρίς κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης και αδέρφια με τα οποία επικρατεί ανταγωνιστικότητα, καταστάσεις που δεν βιώνουν τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. 222

223 Ομάδα Τ Ομάδα Τ/ΕΑΔ Ομάδα ΕΑΔ Λέξεις Φυσιολογικά Φυσιολογικά Φυσιολογικά Φράσεις Φυσιολογικά Φυσιολογικά Με καθυστέρηση* Αρρώστιες Όχι συχνά Όχι συχνά Αρκετά συχνά* Ιστορικό Όχι Ναι* Όχι τραυλισμού πατέρα Άλλα μέλη στην Όχι Ναι* Όχι οικογένεια με ιστορικό τραυλισμού Γρήγορος ρυθμός Όχι Ναι* Όχι ομιλίας των μελών της οικογένειας Κοινή γραμμή Όχι* Ναι Ναι διαπαιδαγώγησης των γονέων Ανταγωνιστικότητα Ναι* Όχι Όχι ανάμεσα στα αδέρφια Δυσκολίες συμπεριφορά σχολείο στη στο Όχι Όχι Ναι* Πίνακας 4.2 Βιολογικοί, περιβαλλοντικοί και συναισθηματικοί παράγοντες *στατιστικά σημαντική διαφορά 223

224 Ως προς τις γλωσσικές παραμέτρους που φαίνονται στον πίνακα 4.3, οι διαφορές που εντοπίζονται ανάμεσα στην ομάδα με Τ και στην ομάδα με Τ/ΕΑΔ είναι οι ακόλουθες: 1) Ως προς το εκφραστικό λεξιλόγιο, η επίδοση των παιδιών της ομάδας με Τ βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο ενώ η επίδοση της ομάδας με Τ/ΕΑΔ σε φυσιολογικό επίπεδο. 2) Ως προς τη γραμματική επάρκεια, ενώ η επίδοση και των τριών ομάδων βρίσκεται σε φυσιολογικά επίπεδα, εντούτοις η επίδοση της ομάδας με Τ/ΕΑΔ είναι πιο χαμηλή συγκριτικά με αυτή της ομάδας με Τ. 3) Ως προς τη φωνολογική επίδοση, τα παιδιά με Τ δεν αντιμετωπίζουν φωνολογικές δυσκολίες σε αντίθεση με τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ τα οποία αντιμετωπίζουν φωνολογικές δυσκολίες. 4) Ως προς τη βελτίωση μετά από ένα σχεδόν χρόνο λογοθεραπευτικής παρέμβασης, τα παιδιά με Τ φαίνεται να σημειώνουν μεγάλη βελτίωση στην πλειοψηφία τους ενώ από τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται μόνο τα μισά περίπου να καταφέρνουν να σημειώσουν μεγάλη πρόοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σημεία στα οποία διαφέρουν τα παιδιά της ομάδας με Τ συγκριτικά με τα παιδιά της ομάδας με ΕΑΔ. Τα σημεία αυτά αναλυτικά είναι τα παρακάτω: 224

225 1)Τα παιδιά με Τ ξεκίνησαν να σχηματίζουν φράσεις χωρίς καθυστέρηση και δεν αρρωσταίνουν συχνά σε αντίθεση με τα παιδιά με ΕΑΔ που καθυστέρησαν να ξεκινήσουν να σχηματίζουν φράσεις και αρρωσταίνουν συχνά. 2)Τα παιδιά με Τ έχουν γονείς που συμπεριφέρονται απέναντί τους χωρίς κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης σε αντίθεση με τους γονείς των παιδιών με ΕΑΔ που ακολουθούν κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης Επίσης, τα παιδιά με Τ έχουν ανταγωνιστικές σχέσεις με τα αδέρφια τους σε αντίθεση με τα παιδιά με ΕΑΔ που έχουν αρμονικές σχέσεις με τα αδέρφια τους. 3)Τα παιδιά με Τ δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στη συμπεριφορά στο σχολείο σε αντίθεση με τα παιδιά με ΕΑΔ. 4)Ως προς τους γλωσσικούς παράγοντες, τα παιδιά με Τ έχουν υψηλότερη επίδοση στο εκφραστικό λεξιλόγιο και στην πληροφοριακή επάρκεια σε σχέση με τα παιδιά με ΕΑΔ και δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης όπως τα παιδιά με ΕΑΔ. Οι διαφορές ανάμεσα στην ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ και στην ομάδα των παιδιών με ΕΑΔ είναι λιγοστές. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ άρχισαν να σχηματίζουν φράσεις φυσιολογικά σε αντίθεση με τα παιδιά με ΕΑΔ που καθυστέρησαν, δεν αρρωσταίνουν τόσο συχνά όσο τα παιδιά με ΕΑΔ, δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη συμπεριφορά στο σχολείο όπως τα παιδιά με ΕΑΔ και δεν παρουσιάζουν τόσο μεγάλη βελτίωση μετά από ένα σχεδόν έτος λογοθεραπευτικής παρέμβασης σε αντίθεση με τα παιδιά με ΕΑΔ (βλ. Πίνακας 4.3). 225

226 Oμάδα Τ Ομάδα Τ/ΕΑΔ Ομάδα ΕΑΔ MLU Φυσιολογικό Φυσιολογικό Φυσιολογικό %SS 5* 5,4* _ Eίδος τραυλισμού Επαναλήψεις* Επαναλήψεις* _ Εκφραστικό Υψηλό Μέσο Μέσο λεξιλόγιο Φυσιολογικό* Φυσιολογικό* Φυσιολογικό* Πληροφοριακή Υψηλό Μέσο Υψηλή επάρκεια Φυσιολογική* Φυσιολογική* Φυσιολογική* Γραμματική Φυσιολογική* Φυσιολογική* Φυσιολογική* επάρκεια Φωνολογική Φυσιολογική* Χαμηλή* Χαμηλή* επίδοση Βελτίωση μετά από Μεγάλη Μεγάλη μόνο το Μεγάλη ένα χρόνο 50% Λογοθεραπευτική Ναι Ναι Ναι παρέμβαση Διάρκεια λογοθεραπείας (μήνες) *στατιστικά σημαντική διαφορά Πίνακας 4.3 Γλωσσικοί παράγοντες 226

227 5. Κατά πόσο βελτιώθηκαν οι δυσκολίες των παιδιών στη ροή της ομιλίας, στο λόγο και την ομιλία ένα χρόνο μετά τη διάγνωσή τους; Βελτιώθηκαν οι προαναφερθείσες δυσκολίες με λογοθεραπεία ή χωρίς παρέμβαση; Ποιά ήταν η διάρκεια της παρέμβασης; Στην επαναξιολόγηση που έγινε μετά από ένα χρόνο μέσω ερωτηματολογίου φάνηκε ότι η πλειοψηφία των παιδιών με Τ και με ΕΑΔ (80% των παιδιών και των δύο ομάδων) είχε καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο με τη λογοθεραπευτική παρέμβαση σχεδόν ενός έτους, ενώ αντίθετα από την ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ τα μισά περίπου παιδιά είχαν σημειώσει μεγάλη πρόοδο με τη λογοθεραπευτική παρέμβαση. Τα άλλα μισά παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ είχαν σημειώσει μηδαμινή έως μέτρια πρόοδο μετά τη λογοθεραπευτική παρέμβαση σχεδόν ενός έτους. Φαίνεται δηλαδή ότι τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες και πιο επίμονες δυσκολίες. 6. Ποιά είναι η συσχέτιση του φύλου με την έκβαση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας-τραυλισμού; Στη δική μας μελέτη δεν υπήρξαν διαφορές ως προς την έκβαση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας μετά από ένα χρόνο αναφορικά με το φύλο (βλ.σ ). Η εξομοίωση των ομάδων του δείγματος ως προς το φύλο και η ηλικία του δείγματος φαίνεται να έχουν επηρεάσει την απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. 227

228 4.20. Περιορισμοί Ένας βασικός περιορισμός της παρούσας μελέτης ήταν ο μικρός αριθμός των παιδιών των ομάδων του δείγματος. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, η κάθε ομάδα θα πρέπει να αποτελείται από τουλάχιστον 60 παιδιά προκειμένου τα αποτελέσματα της έρευνας να θεωρούνται σημαντικά. Η δυσκολία όμως στην ανεύρεση παιδιών που πληρούσαν τα κριτήρια της παρούσας έρευνας περιόρισε το δείγμα της κάθε ομάδας στα 20 παιδιά περίπου. Ένας δεύτερος περιορισμός της παρούσας μελέτης ήταν η απουσία ομάδας ελέγχου στο δείγμα. Δεν συμπεριλήφθηκε ομάδα ελέγχου στο δείγμα της έρευνας διότι δεν ήταν στους ερευνητικούς σκοπούς της μελέτης, η οποία εστίασε στο προφίλ, τις ομοιότητες και τις διαφορές των παιδιών με Τ, με ΕΑΔ και με Τ/ΕΑΔ. Αν υπήρχε όμως ομάδα ελέγχου θα ισχυροποιούσε τα αποτελέσματα της έρευνας συγκρίνοντας τις διαταραχές στη ροή, το λόγο και την ομιλία των παιδιών προσχολικής ηλικίας με την τυπική ανάπτυξη στο λόγο, την ομιλία και τη ροή των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Τα εργαλεία όμως που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα ήταν όλα σταθμισμένα στον Ελληνικό πληθυσμό και αφορούσαν στις ηλικίες του δείγματος. Ένας τρίτος ερευνητικός περιορισμός ήταν η μη επαναξιολόγηση του δείγματος των παιδιών ένα χρόνο μετά την αρχική αξιολόγηση όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί στην έρευνα. Υπήρξε μεγάλη δυσκολία να προσέλθουν τα παιδιά των ομάδων του δείγματος για επαναξιολόγηση λόγω της άρνησης των γονέων τους. Η άρνηση των γονέων οφείλονταν είτε στην ίαση των δυσκολιών των παιδιών καθώς η πλειοψηφία των παιδιών των ομάδων με Τ και με ΕΑΔ είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο με τη 228

229 λογοθεραπευτική παρέμβαση είτε στη δυσαρέσκειά τους με τον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου φορέα στον οποίο είχαν απευθυνθεί για την αρχική αξιολόγηση (κυρίως λόγω του μεγάλου διαστήματος αναμονής για αξιολόγηση και της χρονοβόρας διαδικασίας μέχρι να λάβουν τη γνωμάτευση για τη λογοθεραπεία). Τελικά αποφασίστηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με τους γονείς των παιδιών των τριών ομάδων και η συμπλήρωση ερωτηματολογίου από τους γονείς προκειμένου να διερευνηθεί η έκβαση των δυσκολιών των παιδιών στη ροή, το λόγο και την ομιλία. Η τηλεφωνική επικοινωνία με τους γονείς έθετε περιορισμούς στην ερευνήτρια καθώς οι ερωτήσεις για την έκβαση των δυσκολιών των παιδιών έπρεπε να είναι σύντομες και οι απαντήσεις των γονέων ήταν υποκειμενικές. Δεν υπήρξε αντικειμενική επαναξιολόγηση των παιδιών μέσα από σταθμισμένες δοκιμασίες και υπό το πρίσμα του ειδικού. 229

230 5. Συμπεράσματα Η παρούσα μελέτη κατέληξε στα ακόλουθα στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα απαντώντας στα έξι ερευνητικά ερωτήματα που αρχικά είχε θέσει: 1) Ως προς τη σοβαρότητα του τραυλισμού, τα παιδιά με Τ και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ δεν παρουσιάζουν διαφορές. Η σοβαρότητα του τραυλισμού των παιδιών και των δύο ομάδων φαίνεται να βρίσκεται περίπου στο 5%, πρόκειται δηλαδή για ήπιο τραυλισμό. Φαίνεται από τα αποτελέσματα ότι οι επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία των παιδιών δεν επηρεάζουν τη σοβαρότητα του τραυλισμού στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ τουλάχιστον όσον αφορά το ξεκίνημα της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. Η σχέση μεταξύ τραυλισμού, δυσκολιών στο λόγο και την ομιλία και σοβαρότητας του τραυλισμού βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση στη βιβλιογραφία αναφορικά με την παιδική ηλικία και δεν έχουν υπάρξει κάποια σαφή αποτελέσματα μεταξύ των τριών προαναφερθέντων παραγόντων. Η παρούσα μελέτη προσθέτει νέα στοιχεία στην ελλιπή βιβλιογραφία σχετικά με τη σοβαρότητα του τραυλισμού στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ δείχνοντας ότι η σοβαρότητα του τραυλισμού είναι η ίδια τόσο όταν η διαταραχή στη ροή της ομιλίας εμφανίζεται από μόνη της όσο και όταν υπάρχει συννοσηρότητα με άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία. Στο μέλλον νέες μελέτες θα δείξουν αν ισχύει το εύρημα της παρούσας μελέτης ή όχι σχετικά με τη σοβαρότητα του τραυλισμού κατά την έναρξή του αλλά θα ήταν χρήσιμη και η διερεύνηση της σοβαρότητας του τραυλισμού στα παιδιά με Τ και στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ μετά από ένα χρόνο ή και αργότερα από την εμφάνιση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας. Μπορεί η σοβαρότητα να είναι η ίδια στις δύο ομάδες με τραυλισμό στην έναρξή της, αλλά στην πορεία μπορεί η σοβαρότητα να διαφοροποιείται 230

231 ανάμεσα στις δύο ομάδες, όπως φαίνεται να διαφοροποιείται η έκβαση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας στις δύο ομάδες. Όπως τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τις δυσκολίες στη ροή (τραυλισμός) και την ομιλία (φωνολογία/άρθρωση) μετά από ένα χρόνο παρέμβασης σε σύγκριση με τα παιδιά μόνο με Τ, έτσι μπορεί και η σοβαρότητα του τραυλισμού να αλλάζει ανάμεσα στις δύο ομάδες με τραυλισμό με την παρόδο του χρόνου, δηλ. να μειώνεται περισσότερο ή να εξαλείφεται στην ομάδα των παιδιών μόνο με Τ συγκριτικά με την ομάδα των παιδιών με Τ/ΕΑΔ. 2)Τα χαρακτηριστικά των παιδιών με T και των παιδιών με T/ΕΑΔ, δηλ. οι πρωτογενείς και δευτερογενείς συμπεριφορές του τραυλισμού, δεν φαίνεται να διαφέρουν στην παρούσα μελέτη. Το πιο συχνά εμφανιζόμενο είδος τραυλισμού των παιδιών και των δύο ομάδων του δείγματος που παρουσιάζουν τραυλισμό φαίνεται να είναι οι επαναλήψεις και επίσης τα παιδιά και των δύο αυτών ομάδων δεν παρουσιάζουν δευτερογενείς συμπεριφορές τραυλισμού, όπως π.χ. κινήσεις με το πρόσωπο και το σώμα. Η μέχρι σήμερα βιβλιογραφία αναφέρει με σαφήνεια ότι οι επαναλήψεις είναι το πρωταρχικό χαρακτηριστικό των παιδιών που ξεκινούν να τραυλίζουν στην προσχολική ηλικία όπως τα παιδιά του δείγματός μας και ότι απουσιάζουν οι δευτερογενείς συμπεριφορές του τραυλισμού στον αρχόμενο αναπτυξιακό τραυλισμό. Οι δευτερογενείς συμπεριφορές χρησιμοποιούνται συχνά από τους εφήβους και τους ενήλικες που τραυλίζουν με σκοπό να κρύψουν τον τραυλισμό τους. Προσπαθούν με άλλα λόγια μέσα από τις δευτερογενείς συμπεριφορές είτε να τερματίσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας είτε να την αποφύγουν πριν αυτή εκδηλωθεί. 231

232 3) Ως προς τις γλωσσικές δεξιότητες, τόσο τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ όσο και τα παιδιά μόνο με ΕΑΔ φαίνεται να υστερούν μόνο στον τομέα της φωνολογίας/άρθρωσης παρουσιάζοντας φωνολογική διαταραχή, ενώ το μέσο μήκος εκφωνήματος (MLU), το εκφραστικό λεξιλόγιo, η πληροφοριακή και η γραμματική επάρκεια αναπτύσσονται φυσιολογικά για την ηλικία τους. Στα παιδιά του δείγματός μας φαίνεται ο τομέας της φωνολογίας/άρθρωσης να είναι ο πιο δύσκολος στην κατάκτησή του και να υπολείπονται σε αυτόν τόσο τα παιδιά μόνο με ΕΑΔ όσο και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ. Στο μέλλον χρειάζεται να αναλυθεί ο τομέας της φωνολογίας/άρθρωσης προκειμένου να εντοπιστούν συγκεκριμένα σημεία του φωνολογικού συστήματος της Ελληνικής γλώσσας που δυσκολεύουν τα παιδιά με ΕΑΔ καθώς και τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ, π.χ. ποια φωνήματα ή συμπλέγματα δυσκολεύουν τα παιδιά αυτά ή ποιες δομικές και συστημικές διαδικασίες απλοποίησης του φωνολογικού συστήματος χρησιμοποιούνται από τα παιδιά αυτά. 4) Οι ομοιότητες και οι διαφορές που μελετήθηκαν στο τέταρτο ερευνητικό ερώτημα της παρούσας μελέτης μας βοηθούν να σκιαγραφήσουμε το προφίλ τόσο των παιδιών μόνο με Τ όσο και το προφίλ των παιδιών με Τ/ΕΑΔ και να συνδέσουμε τα προφίλ των δύο αυτών ομάδων με τα υπάρχοντα μοντέλα επεξήγησης και ανάλυσης του τραυλισμού. Επίσης, τα δύο διαφορετικά προφίλ των παιδιών με τραυλισμό θα μας βοηθήσουν να θέσουμε καλύτερα τους θεραπευτικούς μας στόχους και να ακολουθήσουμε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο παρέμβασης για κάθε παιδί με τραυλισμό ανάλογα με το αν παρουσιάζει μόνο δυσκολίες στη ροή της ομιλίας ή δυσκολίες στη ροή της ομιλίας και στη φωνολογία/άρθρωση. 232

233 Το προφίλ των παιδιών με Τ σε σύγκριση με αυτό των παιδιών με Τ/ΕΑΔ μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής: φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου ως προς τις πρώτες λέξεις και το σχηματισμό πρώτων φράσεων, απουσία οικογενειακού ιστορικού τραυλισμού ή γρήγορου ρυθμού ομιλίας των μελών της οικογένειας, διαφορετική γραμμή διαπαιδαγώγησης από τους γονείς, ανταγωνιστικές σχέσεις με τα αδέρφια, ήπιος τραυλισμός που χαρακτηρίζεται κυρίως από επαναλήψεις, φυσιολογικό MLU, υψηλό εκφραστικό λεξιλόγιο, υψηλή επίδοση στην πληροφοριακή επάρκεια και φυσιολογική επίδοση στη γραμματική επάρκεια, φυσιολογική ανάπτυξη της φωνολογίας/άρθρωσης και μεγάλη πρόοδος μετά από ένα έτος κυρίως μέσα από λογοθεραπευτική παρέμβαση. Η αιτιολογία λοιπόν της εμφάνισης του τραυλισμού στην ομάδα των παιδιών μόνο με Τ φαίνεται να διαφέρει από αυτή των παιδιών με Τ/ΕΑΔ που θα αναλυθεί παρακάτω. Τα παιδιά της ομάδας με Τ φαίνεται να έχουν φυσιολογικές έως υψηλές γλωσσικές δεξιότητες (λεξιλόγιο, γραμματική, φωνολογία/άρθρωση), αλλά να ζουν μέσα σε ένα συγκρουσιακό οικογενειακό περιβάλλον όπου οι γονείς δεν ακολουθούν μία κοινή γραμμή διαπαιδαγώγησης απέναντι στο παιδί και όπου επικρατούν ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια. Τα παιδιά με Τ του δείγματος φαίνεται να επηρεάζονται κυρίως από το οικογενειακό περιβάλλον, από τις εντάσεις τόσο στη σχέση τους με τους γονείς τους όσο και στη σχέση τους με τα αδέρφια τους και να εκδηλώνουν δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Επειδή στα παιδιά του δείγματος δεν φάνηκε να υπάρχει σημαντικό οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού, η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας τους μπορεί ίσως να εξηγηθεί καλύτερα μέσα από τις υψηλές γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών αυτών (κυρίως στο 233

234 λεξιλόγιο) και μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον. Τα παιδιά του δείγματος φαίνεται να εκδηλώνουν τραυλισμό, διότι οι απαιτήσεις του οικογενειακού τους περιβάλλοντος (διαφορετική αντιμετώπιση από τους δύο γονείς και ανταγωνισμός με τα αδέρφια) επηρεάζουν τη ροή της ομιλίας τους. Παρότι τα παιδιά αυτά έχουν αναπτυγμένες γλωσσικές δεξιότητες δεν μπορούν να τις αξιοποιήσουν κατάλληλα λόγω της μεγάλης οικογενειακής φόρτισης και πίεσης καθώς ίσως και ενός ανώριμου ακόμα νευρολογικού συστήματος που αδυνατεί να επεξεργαστεί κατάλληλα την απότομη αύξηση του λόγου και κυρίως του λεξιλογίου του παιδιού. Η άποψη αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με το μοντέλο της Starkweather (1987), το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα ευρέως από τους ειδικούς στη ροή της ομιλίας και εξηγεί τον τραυλισμό ως αποτέλεσμα ασυμφωνίας μεταξύ των δυνατοτήτων του παιδιού και των εξωτερικών απαιτήσεων του περιβάλλοντος. Αδυνατούν τα παιδιά αυτά να κινήσουν γρήγορα τους αρθρωτές τους προκειμένου να δημιουργήσουν σωστά οργανωμένες συνέχειες ομιλίας, οι οποίες να χαρακτηρίζονται από συγχρονισμό και ρυθμό τόσο ίσως λόγω των αυξημένων οικογενειακών εντάσεων όσο και των υψηλών γλωσσικών τους δεξιοτήτων που υπερβαίνουν τα διαθέσιμα νευρολογικά τους αποθέματα. Η πρόγνωση όμως για τα παιδιά με Τ φαίνεται να είναι ιδιαίτερα καλή διότι όπως δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας τα παιδιά αυτά μετά από ένα έτος λογοθεραπευτικής παρέμβασης καταφέρνουν στην πλειοψηφία τους να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Η συμβουλευτική που προσφέρεται στους γονείς ως μέρος της λογοθεραπευτικής παρέμβασης για τη διαταραχή του τραυλισμού από τους ειδικούς φαίνεται να δρα καταλυτικά στη θετική πορεία του αναπτυξιακού τραυλισμού. Οι γονείς φαίνεται μέσω της λογοθεραπευτικής παρέμβασης να μειώνουν τις εντάσεις στο οικογενειακό περιβάλλον και να διαχειρίζονται καλύτερα 234

235 τις σχέσεις μεταξύ των αδερφών που έχει ως αποτέλεσμα την ανακούφιση του παιδιού που τραυλίζει και τη βελτίωση της ροής της ομιλίας του. Το προφίλ της ομάδας των παιδιών με Τ/ΕΑΔ είναι διαφορετικό από αυτό των παιδιών με Τ. Τα παιδιά αυτής της ομάδας είπαν τις πρώτες τους λέξεις και τις πρώτες τους φράσεις φυσιολογικά, έχουν στην οικογένειά τους τόσο ιστορικό τραυλισμού όσο και ιστορικό γρήγορου ρυθμού ομιλίας, διαπαιδαγωγούνται με τον ίδιο τρόπο από τους γονείς τους και έχουν αρμονικές σχέσεις με τα αδέρφια τους, παρουσιάζουν ήπιο τραυλισμό κάνοντας επαναλήψεις, έχουν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη ως προς το MLU, το λεξιλόγιο και τη γραμματική αλλά χαμηλή φωνολογική επίδοση και τέλος, μόνο τα μισά περίπου παιδιά αυτής της ομάδας καταφέρνουν να σημειώσουν μεγάλη πρόοδο μετά από σχεδόν ένα έτος λογοθεραπευτικής παρέμβασης. Ο τραυλισμός, λοιπόν, των παιδιών αυτής της ομάδας φαίνεται να διαφέρει ως προς την αιτιολογία του από τον τραυλισμό των παιδιών μόνο με Τ. Η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας των παιδιών με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να επιβαρύνεται κυρίως από τη γονιδιακή προδιάθεση που προκύπτει από το οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού, από το γρήγορο ρυθμό ομιλίας των μελών της οικογένειας και από το μη επαρκώς αναπτυγμένο φωνολογικό σύστημα των παιδιών. Η γονιδιακή επιβάρυνση των παιδιών αυτής της ομάδας εντείνεται από τον περιβαλλοντικό παράγοντα του γρήγορου ρυθμού ομιλίας των μελών της οικογένειας και από τον αναπτυξιακό παράγοντα της φωνολογικής διαταραχής. Ενώ η αιτιολογία του τραυλισμού στα παιδιά με Τ ήταν διττή, δηλ. βασιζόταν στον οικογενειακό και το γλωσσικό 235

236 παράγοντα, η αιτιολογία του τραυλισμού στα παιδιά με Τ/ΕΑΔ βασίζεται σε τρία σημεία: βιολογικός, περιβαλλοντικός και γλωσσικός παράγοντας. Ο τραυλισμός της ομάδας των παιδιών με Τ/ΕΑΔ θα μπορούσε να εξηγηθεί μέσα από τις θεωρίες σχετικά με τη γλωσσική παραγωγή των Perkins, Kent και Curlee (1991) και των Kolk και Postma (1997) σύμφωνα με τις οποίες ο τραυλισμός προκαλείται από έλλειμμα στη γλωσσική παραγωγή. Για να επιτευχθεί ευχέρεια στη ροή της ομιλίας θα πρέπει να υπάρξει συγχρονισμός ανάμεσα στο παραγλωσσικό στοιχείο (τόνος και προσωδία) και στο γλωσσικό στοιχείο (δομή και περιεχόμενο του λόγου). Στην περίπτωση των παιδιών του δείγματος φαίνεται να εμποδίζεται ο συγχρονισμός του παραγλωσσικού με το γλωσσικό στοιχείο λόγω των φωνολογικών δυσκολιών των παιδιών και άρα τα παιδιά οδηγούνται σε δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Τα φωνολογικά λάθη, όπως και τα σημασιολογικά, συντακτικά και γραμματικά λάθη εμποδίζουν τον εσωτερικό έλεγχο της ομιλίας, δηλ. τον έλεγχο αυτού που θέλουμε να πούμε πριν το εκφέρουμε. Τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ ξεκινούν να πουν αυτό που θέλουν αλλά ο εσωτερικός έλεγχος της ομιλίας εντοπίζει τα φωνολογικά τους λάθη και διακόπτει την εκφορά της ομιλίας οδηγώντας τα ως επί το πλείστον σε επαναλήψεις. Επίσης, ο γρήγορος ρυθμός ομιλίας των μελών στην οικογένεια των παιδιών με Τ/ΕΑΔ, μία απαίτηση του εξωτερικού περιβάλλοντος, επηρεάζει τη δυνατότητα των παιδιών για γρήγορες κινήσεις των αρθρωτών προκειμένου να επιτευχθεί η ευχέρεια σύμφωνα με το μοντέλο της Starkweather (1987) που αναφέρθηκε και παραπάνω. Όταν τα μέλη της οικογένειας μιλούν με γρήγορο ρυθμό ομιλίας, προκαλούν άγχος στα παιδιά να μιλήσουν και αυτά με γρήγορο ρυθμό ομιλίας που τους προκαλεί τραυλισμό διότι ξεπερνά τις δυνατότητές τους στην εκφορά του λόγου και της ομιλίας. 236

237 Οι φωνολογικές δυσκολίες της ομάδας με Τ/ΕΑΔ μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από τις δυσκολίες στη φωνολογική μνήμη εργασίας αλλά και μέσα από τις ανισορροπίες ανάμεσα στα συστήματα του λόγου και της ομιλίας. Σύμφωνα με τις έρευνες των Hakim και Ratner (2004) και των Anderson, Wagovich και Hall (2006), τα παιδιά με τραυλισμό φαίνεται να υστερούν στη φωνολογική μνήμη εργασίας με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διατηρήσουν στη μνήμη τους αλλά και να αναπαράγουν νέες φωνολογικές δομές. Η αδυναμία αυτή της φωνολογικής μνήμης εργασίας οδηγεί τα παιδιά με τραυλισμό σε δυσκολίες του λόγου και της ομιλίας π.χ. σε φωνολογικές δυσκολίες, όπως ειπώθηκε και στη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Σύμφωνα με τις έρευνες των Hall (2004), Anderson, Pellowski και Conture (2005) και Clark και συνεργατών (2015), τα παιδιά με τραυλισμό παρουσιάζουν περισσότερες ανισορροπίες ανάμεσα στα υποσυστήματα του λόγου και της ομιλίας σε σύγκριση με τα παιδιά χωρίς τραυλισμό με αποτέλεσμα να οδηγούνται συχνά σε δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Όταν, με άλλα λόγια, τα διαφορετικά υποσυστήματα του λόγου και της ομιλίας δεν αναπτύσσονται ταυτόχρονα και υπάρχουν καθυστερήσεις σε κάποιο ή κάποια από αυτά, τότε προκύπτει δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας σε κάποια παιδιά. Οι ανισορροπίες αυτές σύμφωνα με τους Coulter, Anderson και Conture (2009) επηρεάζονται από χρονικές, συναισθηματικές ή γνωστικές απαιτήσεις, π.χ. χρονική πίεση, συναισθηματική φόρτιση ή πολυπλοκότητα του λόγου και της ομιλίας και δυσκολεύουν τα παιδιά να μιλήσουν με ευχέρεια και παράλληλα να χρησιμοποιήσουν δομημένο λόγο και ομιλία. Τέλος, τα παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να αναπτύσσουν πιο επίμονο τραυλισμό και να δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας λόγω των φωνολογικών τους δυσκολιών, εύρημα που βρίσκεται σε συμφωνία με τη 237

238 διαθέσιμη βιβλιογραφία και δείχνει ότι τα παιδιά με τραυλισμό και επιπρόσθετες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε σύγκριση με τα παιδιά που αντιμετωπίζουν μόνο τη δυσκολία στη δυσχέρεια της ροής της ομιλίας (Yairi et al., 1996; Watkins & Yairi, 1997). Το χαμηλό επίπεδο φωνολογικής ανάπτυξης επιβραδύνει τη βελτίωση στη ροή της ομιλίας και για το λόγο αυτό η λογοθεραπευτική παρέμβαση θα πρέπει να εστιάζει τόσο στη βελτίωση της ροής της ομιλίας όσο και στην ίδια την εκφορά της ομιλίας δηλαδή στο φωνολογικό σύστημα του παιδιού. Μέχρι σήμερα η βιβλιογραφία και τα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων στον πληθυσμό των παιδιών με τραυλισμό και φωνολογικές δυσκολίες είναι περιορισμένη (Wolk, 2015). Σύμφωνα με τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα (Byrd, Wolk & Davis, 2007) η παρέμβαση για τα παιδιά με τραυλισμό και επιπρόσθετες φωνολογικές δυσκολίες θα πρέπει να εστιάζει ταυτόχρονα και στου δύο τομείς του λόγου και της ομιλίας που παρουσιάζουν ελλείμματα (ροή της ομιλίας και φωνολογία/άρθρωση), διότι η ανάπτυξη του ενός τομέα διευκολύνει και την ανάπτυξη του άλλου τομέα αν και η πρόοδος μπορεί να είναι σχετικά αργή, όπως είδαμε και στην έκβαση των δυσκολιών της ομάδας Τ/ΕΑΔ του δείγματός μας. Αναλύοντας το προφίλ των παιδιών με T και των παιδιών με T/ΕΑΔ μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη αρκετών μελετητών ότι ο αναπτυξιακός τραυλισμός παρουσιάζει υπότυπους λόγω της πολυπαραγοντικότητάς του και μπορεί να κατηγοριοποιηθεί διαφορετικά ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του. Λαμβάνοντας υπόψιν μας τα χαρακτηριστικά των δύο ομάδων με τραυλισμό του δείγματός μας μπορούμε να πούμε ότι ο ένας υπότυπος τραυλισμού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας με αρχόμενο τραυλισμό αφορά στη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας που ξεκινά λόγω 238

239 οικογενειακής φόρτισης με τους γονείς και με τα αδέρφια, δεν αιτιολογείται από οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού και φαίνεται η δυσχέρεια να είναι παροδική, ενώ ο δεύτερος υπότυπος τραυλισμού αφορά στη δυσχέρεια της ροής της ομιλίας που αιτιολογείται από το οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού, επηρεάζεται από το περιβάλλον (γρήγορος ρυθμός ομιλίας των μελών της οικογένειας) και από γλωσσικούς παράγοντες (φωνολογική διαταραχή) και φαίνεται να έχει πιο επίμονο χαρακτήρα συγκριτικά με τον πρώτο υπότυπο. 5) Ως προς την έκβαση των δυσκολιών στο λόγο, την ομιλία και τη ροή, η πλειοψηφία των παιδιών με Τ φαίνεται να καταφέρνει να ξεπερνά τις δυσκολίες στη ροή της ομιλίας ως επί το πλείστον με λογοθεραπεία διάρκειας ενός έτους περίπου. Αντίθετα, στα μισά περίπου παιδιά της ομάδας με Τ/ΕΑΔ οι δυσκολίες στη ροή της ομιλίας και στη φωνολογία/άρθρωση φαίνεται να εμμένουν ένα χρόνο μετά την αρχική τους αξιολόγηση παρότι τα παιδιά αυτά εντάχθηκαν σε λογοθεραπευτικό πρόγραμμα για σχεδόν ένα έτος. Αρκετά δηλ. από τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ χρειάζονται παραπάνω τους ενός έτους λογοθεραπεία προκειμένου να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους, οι οποίες εντοπίζονται σε δύο τομείς: τη ροή της ομιλίας και τη φωνολογία/άρθρωση. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι το οικογενειακό ιστορικό τραυλισμού ενός παιδιού αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα επιμονής του τραυλισμού του (Yairi & Ambrose, 2005) και ότι τα παιδιά που παρουσιάζουν φωνολογική διαταραχή έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν επίμονο τραυλισμό (Paden & Yairi, 1996; Paden, Yairi & Ambrose, 1999). Συνεπώς, τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ βρίσκονται σε κίνδυνο εκδήλωσης επίμονου τραυλισμού λόγω δύο βασικών παραγόντων: του οικογενειακού ιστορικού τραυλισμού και των φωνολογικών τους δυσκολιών. 239

240 6) Ως προς την έκβαση των δυσκολιών στη ροή της ομιλίας των παιδιών με Τ και με Τ/ΕΑΔ ανάλογα με το φύλο, δεν εντοπίζονται σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες ένα χρόνο μετά την αρχική τους αξιολόγηση. Είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι τα κορίτσια καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον τραυλισμό τους σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι τα αγόρια (Kloth et al., 1999; Yairi & Ambrose, 1999; Johanssen, 2001). Ίσως αν επαναξιολογούσαμε τα παιδιά του δείγματος σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την αρχική τους αξιολόγηση, π.χ. μετά από δύο χρόνια, βλέπαμε μεγαλύτερες διαφορές στην έκβαση της διαταραχής στη ροή της ομιλίας ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια. Τέλος, παραθέτουμε κάποια ενδεικτικά σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας καθώς και κάποιες ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στις τρεις ομάδες του δείγματος: Βάρος γέννησης. Tα παιδιά με Τ/ΕΑΔ καθώς και τα παιδιά με ΕΑΔ φαίνεται σε μεγαλύτερο ποσοστό να γεννιούνται με χαμηλό βάρος σε σύγκριση με τα παιδιά με Τ. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι λόγω του χαμηλού τους βάρους γέννησης είναι πιο επιρρεπή στην εκδήλωση αναπτυξιακών διαταραχών όπως γλωσσικών διαταραχών, κάτι που έχει αρχίσει να ερευνάται αν και όχι εκτεταμένα μέχρι σήμερα. Τα παιδιά με χαμηλό βάρος γέννησης θα πρέπει ίσως να παρακολουθούνται στενά από κάποιον ειδικό στο λόγο και την ομιλία προκειμένου να εντοπιστούν έγκαιρα τα σημάδια κάποιας γλωσσικής καθυστέρησης ή κάποιας δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας και να παραπεμφθούν για παρέμβαση. Άλλα αναπτυξιακά προβλήματα στη βρεφική ή την πρώτη παιδική ηλικία. Τα παιδιά με Τ/ΕΑΔ φαίνεται να παρουσιάζουν πιο συχνά από τα παιδιά με Τ άλλα 240

241 αναπτυξιακά προβλήματα στη βρεφική ή την πρώτη παιδική ηλικία (π.χ. προβλήματα σίτισης, αλλεργίες με το φαγητό κτλ) με πιο συνηθισμένα τα προβλήματα σίτισης, τα οποία όμως φαίνεται να ξεπερνούν κατά την προσχολική ηλικία. Τα προβλήματα σίτισης των παιδιών με Τ/ΕΑΔ ίσως υποδηλώνουν μία εγγενή δυσκολία στο στοματοκινητικό μηχανισμό των παιδιών αυτών, η οποία αρχικά εκδηλώνεται ως δυσκολία σίτισης και στη συνέχεια εκδηλώνεται ως ανωριμότητα του φωνολογικού συστήματος. Τόσο οι δυσκολίες σίτισης όσο και οι φωνολογικές δυσκολίες πηγάζουν από το ίδιο σύστημα, δηλ. από το συντονισμό του στοματο-κινητικού μηχανισμού. Ένα παιδί με δυσκολίες σίτισης θα πρέπει να βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις παιδιατρικές υπηρεσίες διότι μπορεί αργότερα να αντιμετωπίσει γλωσσικές δυσκολίες και δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας. Προσοχή-συγκέντρωση. Τα παιδιά με ΕΑΔ φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη δυσκολία από τα παιδιά των άλλων δύο ομάδων στον τομέα της προσοχής-συγκέντρωσης. Είναι πλέον σαφές από τις διαθέσιμες έρευνες ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών με ΕΑΔ δυσκολεύεται στην προσοχή-συγκέντρωση, τομέας ο οποίος θα πρέπει να εκτιμάται κατά την αξιολόγηση των παιδιών με γλωσσικές και φωνολογικές διαταραχές και να ενισχύεται κατά την παρέμβαση στο λόγο και την ομιλία. Συγκεκριμένα, ως προς το δείγμα μας, διαφαίνεται ότι ένας αριθμός παιδιών με ΕΑΔ δυσκολεύεται στην προσοχή-συγκέντρωση στο σχολείο. Ο ειδικός που αναλαμβάνει την παρέμβαση αυτών των παιδιών θα πρέπει να επικοινωνεί με το σχολείο του παιδιού προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες του ολιστικά και να προλαμβάνονται μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών αυτών στη μετέπειτα σχολική ζωή τους. Γνωρίζουμε με σαφήνεια πια από τη βιβλιογραφία ότι οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές (π.χ. δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία, διαταραχή 241

242 ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας) συχνά συνυπάρχουν (DSM-5, Aμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, 2013) και συχνά αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, για παράδειγμα οι πρώιμες φωνολογικές δυσκολίες ενός παιδιού στην προσχολική ηλικία μπορεί να το οδηγήσουν σε αναγνωστικές δυσκολίες στη σχολική ζωή, ειδικά όταν οι φωνολογικές δυσκολίες συνοδεύονται από γλωσσικές δυσκολίες και από οικογενειακό ιστορικό δυσλεξίας (Hayiou-Thomas et al., 2017) Ιστορικό τραυλισμού της μητέρας. Τα παιδιά με Τ εκτός από τη σημαντική γενετική προδιάθεση για τραυλισμό από την πλευρά του πατέρα τους που αναλύθηκε παραπάνω φαίνεται να έχουν και μία γενετική προδιάθεση να εμφανίσουν τραυλισμό από την πλευρά της μητέρας τους. Ένας αριθμός παιδιών με Τ έχει ιστορικό τραυλισμού από την πλευρά της μητέρας του, αν και ο αριθμός αυτός των παιδιών δεν κρίνεται σημαντικός στο δείγμα μας. Η κληρονομησιμότητα είναι ένα θέμα που ερευνάται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια όχι μόνο αναφορικά με τον τραυλισμό, αλλά και αναφορικά με άλλες διαταραχές. Ο τραυλισμός φαίνεται να περνάει από γενιά σε γενιά και να κληρονομείται. Σχέση των γονέων. Οι γονείς των παιδιών με Τ φαίνεται να έχουν πιο πολλές δυσκολίες στη μεταξύ τους σχέση σε σύγκριση με τους γονείς των παιδιών των δύο άλλων ομάδων. Οι δυσκολίες αυτές είτε πηγάζουν από δυσκολίες του ίδιου του ζεύγους είτε μπορεί να προέρχονται από το άγχος και την αδυναμία των γονέων να αντιμετωπίσουν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας του παιδιού τους. Όποια όμως κι αν είναι η πηγή των δυσκολιών των γονέων φαίνεται να επηρεάζει άμεσα τη ροή της ομιλίας των παιδιών είτε πυροδοτώντας την έναρξη του τραυλισμού είτε διατηρώντας την εμφάνισή του. 242

243 Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρουσιάζουν ενδιαφέρον, διότι από τη μία επιβεβαιώνουν τα ευρήματα κάποιων διαθέσιμων μελετών (π.χ. συνύπαρξη τραυλισμού με φωνολογικές δυσκολίες, οικογενειακό ιστορικό του τραυλισμού) και από την άλλη ανοίγουν το δρόμο για περαιτέρω μελέτη κάποιων θεμάτων που προέκυψαν ενδεικτικά σημαντικές διαφορές στο δικό μας δείγμα (π.χ. βάρος γέννησης, οικογενειακή δομή των παιδιών με τραυλισμό). Ακόμα τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δίνουν το έναυσμα να μελετηθούν ξεχωριστά οι δύο ομάδες με τραυλισμό (δηλ. η ομάδα χωρίς συνοδές δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία και η ομάδα με συνοδές δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία) καθώς ο τραυλισμός φαίνεται να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, να προέρχεται από διαφορετικές αιτιολογίες, να εκδηλώνεται με διαφορετικά συμπτώματα και συνυπάρχει με άλλες παθολογίες. Ο εστιασμός των ερευνών στους υπότυπους του τραυλισμού στην προσχολική ηλικία θα βοηθήσει τόσο αξιολογητικά όσο και θεραπευτικά τους ειδικούς καθώς και τα ίδια τα παιδιά και τις οικογένειές τους. 243

244 6. Προτάσεις Σε επίπεδο πρόληψης, οι ειδικοί που έρχονται σε επαφή με παιδιά θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στα παιδιά που τραυλίζουν ανεξάρτητα από το αν ο τραυλισμός των παιδιών συνοδεύεται από άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία ή όχι. Οι γονείς, που τα παιδιά τους πρωτοξεκινούν να τραυλίζουν, χρειάζονται άμεσα βοήθεια και ενημέρωση για τον τραυλισμό που πρωτοεμφανίζει το παιδί τους διότι η συμβολή τους στην εξέλιξη της διαταραχής είναι καθοριστική. Η θετική και υποστηρικτική στάση των γονέων απέναντι στον τραυλισμό του παιδιού οδηγεί τις περισσότερες φορές σε εξάλειψη ή βελτίωση της δυσχέρειας, ενώ αντίθετα η αρνητική και επικριτική στάση των γονέων απέναντι στη δυσχέρεια μπορεί να οδηγήσει σε εδραίωση του προβλήματος. Τα παιδιά που πρωτοξεκινούν να τραυλίζουν θα πρέπει να αξιολογούνται άμεσα από τις δημόσιες δομές και από τους αρμόδιους ειδικούς και οι γονείς τους θα πρέπει να ενημερώνονται αναλυτικά τόσο για τη φύση και τα χαρακτηριστικά της διαταραχής στη ροή της ομιλίας όσο και για τον τρόπο διαχείρισης και αντιμετώπισης του προβλήματος. Σε επίπεδο αξιολόγησης από τους ειδικούς, οι λογοθεραπευτές θα πρέπει να αξιολογούν όχι μόνο τη ροή της ομιλίας, αλλά όλους τους τομείς του λόγου και της ομιλίας με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της φωνολογίας που φάνηκε να δυσκολεύει κατά κύριο λόγο τα Ελληνόπουλα προσχολικής ηλικίας με τραυλισμό. Η αναλυτική και εκτενής αξιολόγηση του παιδιού που τραυλίζει θα αποτελέσει τη βάση της μετέπειτα θεραπείας του. 244

245 Σε επίπεδο παρέμβασης, όσον αφορά στα παιδιά που παρουσιάζουν μόνο τραυλισμό οι ειδικοί στα θέματα της ροής της ομιλίας θα πρέπει να εστιάζουν αρχικά στη συμβουλευτική των γονέων. Από τα αποτελέσματα της μελέτης φαίνεται τα παιδιά αυτά να ζουν σε ένα φορτισμένο οικογενειακό περιβάλλον και να έχουν δυσκολίες τόσο στη σχέση τους με τους γονείς τους όσο και στη σχέση τους με τα αδέρφια τους. Στόχος της λογοθεραπευτικής παρέμβασης θα πρέπει να είναι για την ομάδα των παιδιών αυτών η συμβουλευτική των γονέων πάνω σε θέματα κοινής διαπαιδαγώγησης του παιδιού από τους δύο γονείς, δημιουργίας ενός αρμονικού οικογενειακού πλαισίου και βελτίωσης της σχέσης ανάμεσα στα αδέρφια. Αν δεν τεθούν οι βάσεις μίας αρμονικής σχέσης ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά, η δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας είναι δύσκολο να βελτιωθεί ή να ξεπεραστεί διότι φαίνεται κυρίως να πυροδοτείται από τις εντάσεις με τους γονείς και με τα αδέρφια. Τα παιδιά με τραυλισμό και συνοδές διαταραχές στο λόγο και την ομιλία φαίνεται να έχουν πιο πολλές ανάγκες ως προς τη θεραπευτική παρέμβαση σε σύγκριση με τα παιδιά μόνο με τραυλισμό. Εκτός από τη συμβουλευτική των γονέων πάνω σε γενικά θέματα ροής της ομιλίας θα πρέπει να δίνεται έμφαση από τον ειδικό στη συζήτηση με τους γονείς σχετικά με το οικογενειακό ιστορικό του τραυλισμού που υπάρχει έντονα στην ομάδα των παιδιών αυτών και επηρεάζει τη πρόγνωσή τους καθώς και σχετικά με την ταχύτητα της ομιλίας των μελών της οικογένειας που φαίνεται να επηρεάζει τη ροή της ομιλίας των παιδιών. Οι γονείς θα πρέπει να καταλάβουν ότι τα παιδιά τους είναι επιβαρυμένα λόγω του οικογενειακού ιστορικού για το οποίο δεν ευθύνονται οι ίδιοι και δεν μπορούν να κάνουν κάτι αλλά και λόγω του γρήγορου ρυθμού ομιλίας των μελών της οικογένειας τον οποίο οι γονείς μπορούν να αλλάξουν με στόχο να βελτιωθεί η ροή της ομιλίας του παιδιού τους. Πέραν όμως από τη 245

246 συμβουλευτική των γονέων, τα παιδιά με τραυλισμό και άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία χρειάζονται και άμεση θεραπεία λόγω των δυσκολιών τους όχι μόνο στη ροή αλλά και στη φωνολογία. Η ταυτόχρονη θεραπεία της ροής της ομιλίας και της φωνολογίας θεωρείται πλέον η πιο κατάλληλη και αποτελεσματική μέθοδος παρέμβασης. Η ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος των παιδιών επιφέρει θετικά αποτελέσματα στη ροή της ομιλίας και για το λόγο αυτό θα πρέπει να στοχεύονται και οι δύο τομείς ταυτόχρονα και όχι διαδοχικά. Ένας τρίτος τομέας που θα πρέπει να αξιολογείται στα παιδιά με τραυλισμό και επιπρόσθετες γλωσσικές δυσκολίες είναι οι στοματο-κινητικές δεξιότητες διότι κάποια παιδιά αυτής της ομάδας παρουσιάζουν αναπτυξιακές δυσκολίες στη σίτιση στη βρεφική ή στην πρώτη παιδική ηλικία, οι οποίες θα πρέπει να αξιολογούνται και να βελτιώνονται αν παρατηρηθεί ανεπαρκής στοματοκινητικός συντονισμός. Η βελτίωση του στοματοκινητικού μηχανισμού βελτιώνει τις φωνολογικές δεξιότητες και κατά συνέπεια τη ροή της ομιλίας. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο τραυλισμός και οι συνοδές δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία θα πρέπει σε επίπεδο πρόληψης να εντοπίζονται από τους ειδικούς έγκαιρα και έγκυρα στην προσχολική ηλικία με απώτερο σκοπό την καλύτερη δυνατή έκβαση των δυσκολιών αυτών για κάθε παιδί. Θα πρέπει σε επίπεδο αξιολόγησης να αναλύεται το κάθε υποσύστημα του λόγου και της ομιλίας χωριστά προκειμένου να σκιαγραφηθεί το προφίλ των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του κάθε παιδιού. Τέλος, σε επίπεδο παρέμβασης, θα πρέπει οι λογοθεραπευτές να παρεμβαίνουν σε όλους τους τομείς του λόγου και της ομιλίας που παρουσιάζουν ελλείμματα τα παιδιά διότι ανισορροπίες ανάμεσα στα υποσυστήματα του λόγου και της ομιλίας όχι μόνο προκαλούν τη δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας αλλά εμποδίζουν και την ίασή της. 246

247 Σε ερευνητικό επίπεδο η παρούσα μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη διερεύνησης του οικογενειακού και συναισθηματικού παράγοντα, του φύλου και του είδους της παρέμβασης στη διαταραχή του τραυλισμού στην προσχολική ηλικία. Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε η μακροπρόθεσμη μελέτη των παιδιών με τραυλισμό με/χωρίς άλλες δυσκολίες στο λόγο και την ομιλία καθώς και η γονιδιακή ανάλυση των δύο ομάδων με τραυλισμό (τραυλισμός και τραυλισμός με γλωσσικές δυσκολίες) με σκοπό να εντοπιστούν οι γενετικές διαφοροποιήσεις των δύο ομάδων. 247

248 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία: Ajdacic-Gross, V., Vetter, S., Muller, M., Kawohl, W., Frey, F., Lupi, G. & Rossler, W. (2010). Risk factors for stuttering: A secondary analysis of a large data base. European Archives of Psychiatry and Clinical Neuroscience, 260, Alm, P. (2014). Stuttering in relation to anxiety, temperament, and personality: Review and analysis with focus on causality. Journal of Fluency Disorders, 40, Ambrose, N. &Yairi, E. (1999). Normative disfluency data for early childhood stuttering. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Ambrose, N., Cox, N. & Yairi, E. (1997). The genetic basis of persistence and recovery in stuttering. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 40, Ambrose, N., Yairi, E., Loucks, T., Seery, C. & Throneburg, R. (2015). Relation of motor, linguistic and temperament factors in epidemiologic subtypes of persistent and recovered stuttering: Initial findings. Journal of Fluency Disorders, 45, American Speech-Language-Hearing Association Special Interest Division 4: Fluency and Fluency Disorders. (1999). Terminology pertaining to fluency and fluency disorders: Guidelines. ASHA, 41, Anderson, J. & Conture, E. (2000). Language abilities of children who stutter: A preliminary study. Journal of Fluency Disorders, 25, Anderson, J. & Wagovich, S. (2010). Relationships among linguistic processing speed, phonological working memory and attention in children who stutter. Journal of Fluency Disorders, 35,

249 Anderson, J. (2007). Phonological neighborhood and word frequency effects in the stuttered disfluencies of children who stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 50, Anderson, J., Pellowski, M. & Conture, E. (2005). Childhood stuttering and dissociations across linguistic domains. Journal of Fluency Disorders, 30, Anderson, J., Pellowski, M., Conture, E. & Kelly, E. (2003). Temperamental characteristics of young children who stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 46, Anderson, J., Wagovich, S. & Hall, N. (2006). Nonword repetition skills in young children who do and do not stutter. Journal of Fluency Disorders, 31, Andrews, G. & Harris, M. (1964). The syndrome of stuttering. Clinics in Developmental Medicine, 17. Andrews, G., Craig, A., Feyer, A., Hoddinott, S., Howie, P. & Neilson, M. (1983). Stuttering: A review of research findings and theories circa Journal of Speech and Hearing Disorders, 48, Andrews, G., Morris-Yates, A., Howie, P. & Martin, N. (1991). Genetic factors in stuttering confirmed. Archives of General Psychiatry, 48, Archibald, L. & Gathercole, S. (2006). Short-term and working memory in SLI. International Journal of Language & Communication Disorders, 41, Archibald, L. & Gathercole, S. (2007). Nonword repetition in specific language impairment: More than a phonological short-term memory deficit. Psychonomic Bulletin & Review, 14, Armson, J., Kiefte, M., Mason, J. & De Croos, D. (2006). The effect of SpeechEasy on stuttering frequency in laboratory conditions. Journal of Fluency Disorders, 31,

250 Arndt, J. & Healey, E. (2001). Concomitant disorders in school-age children who stutter. Language, Speech and Hearing Services in Schools, 32, Arnold, H., Conture, E., Key, A. & Walden, T. (2011). Emotional reactivity, regulation, and childhood stuttering: A behavioral and electrophysiological study. Journal of Communication Disorders, 44, Ashurst, J. & Wasson, M. (2011). Developmental and persistent stuttering: An overview for primary care physicians. The Journal of the American Osteopathic Association, 111, Atkinson, J. & Braddick, O. (2007). Visual and visuocognitive development in children born very prematurely. Progress in Brain Research, 164, Bajaj, A., Hodson, B. & Schommer-Aikins, M. (2004). Performance on phonological and grammatical awareness metalinguistic tasks by children who stutter and their fluent peers. Journal of Fluency Disorders, 29, Baker, L. & Cantwell, D. (1992). Attention deficit disorder and speech/language disorders. Comprehensive Mental Health Care, 2, Barasch, C., Guitar, B., McCauley, R. & Absher, R. (2000). Time perception and disfluency. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 43, Barre, N., Morgan, A., Doyle, L. & Anderson, P. (2011). Language abilities in children who were very preterm and/or very low birth weight: A meta-analysis. Journal of Pediatrics, 158, Bates, E., Dale, P. & Thal, D. (1995). Individual differences and their implications for theories of language development. In Fletcher, P. & MacWhinney, B. (eds.) Handbook of child language. Oxford: Basil Blackwell, pp

251 Bauman, J., Hall, N., Wagovich, S., Weber-Fox, C. & Bernstein-Ratner, N. (2012). Past tense marking in the spontaneous speech of preschool children who do and do not stutter. Journal of Fluency Disorders, 37, Beilby, J., Byrnes, M. & Young, K. (2012). The experiences of living with a sibling who stutters: A preliminary study. Journal of Fluency Disorders, 37, Beitchman, J., Nair, R., Clegg, M., Patel, P., Ferguson, B., Pressman, E. & Smith, A. (1986). Prevalence of speech and language disorders in 5-year-old kindergarten children in the Ottawa-Carleton region. Journal of Speech and Hearing Disorders, 51, Bernstein-Ratner, N, (1997). Stuttering: A psycholinguistic perspective. In Curlee, R. & Siegel, G. (eds.) Nature and treatment of stuttering: New directions. (2 nd Ed.). Boston, MA: Allyn & Bacon, pp Bernstein-Ratner, N, (2000). Performance or capacity, the model still requires definitions and boundaries it doesn t have. Journal of Fluency Disorders, 25, Bernstein-Ratner, N. & Guitar, B. (2006). Treatment of very early stuttering and parent-administered therapy: the state of art. In Bernstein-Ratner, N. & Tetnowski, J. (eds.) Current Issues in Stuttering Research and Practice. Mahwah, N.J.: Lawrence Erlbaum Associates, Bernstein-Ratner, N. & Sih, C. (1987). The effects of gradual increases in sentence length and complexity on children s dysfluency. Journal of Speech and Hearing Disorders, 52, Bernstein-Ratner, N., Newman, R. & Strekas, A. (2009). Effects of word frequency and phonological neighborhood characteristics on confrontation naming in children who stutter and normally fluent peers. Journal of Fluency Disorders, 34,

252 Bishop, D. & Hayiou-Thomas, M. (2008). Heritability of specific language impairment depends on diagnostic criteria. Genes, Brain and Behavior, 7, Bishop, D. (1997). Uncommon understanding: Development and disorders of language comprehension in children. East Sussex: Psychology Press. Bishop, D., North, T. & Donlan, C. (1996). Nonword repetition as a behavioural marker for inherited language impairment: Evidence from a twin study. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 37, Blair, C. & Razza, R. (2007). Relating effortful control, executive function and false belief understanding to emerging math and literacy ability in kindergarten. Child Development, 78, Blanton, S. (1916). A survey of speech defects. Journal of Educational Psychology, 7, Blomgren, M., Roy, N., Callister, T. & Merrill, R. (2005). Intensive stuttering modification therapy: A multidimensional assessment of treatment outcomes. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 48, Blood, G. & Seider, R. (1981). The concomitant problems of young stutterers. Journal of Speech and Hearing Disorders, 46, Blood, G. & Blood, I. (2007). Preliminary study of self-reported experience of physical aggression and bullying of boys who stutter: Relation to increased anxiety. Perception Motor Skills, 104, Blood, G., Ridenour Jr., V., Qualls, C. & Hammer, C. (2003). Co-occurring disorders in children who stutter. Journal of Communication Disorders, 36, Bloodstein, O. & Bernstein-Ratner, N. (2008). A handbook on stuttering (6 th Ed.). Clifton Park, NY: Delmar Learning. Bloodstein, O. (1995). A handbook on stuttering (5 th Ed.). San Diego: Singular. 252

253 Bloodstein, O. (2006). Some empirical observations about early stuttering: A possible link to language development. Journal of Communication Disorders, 39, Boberg, E., Yeudall, L., Schopflocher, D. & Bo-Lassen, P. (1983). The effect of an intensive behavioral program on the distribution of EEG alpha power in stutterers during the processing of verbal visuospatial information. Journal of Fluency Disorders, 8, Boehme, G. (1976). Angewandte Phoniatrie. III. Stotter-Syndrom. Polter-Syndrom. HNO. Wegweiser fuer die fachaerztliche. Praxis, 24, Bonelli, P., Dixon, M., Bernstein-Ratner, N. & Onslow, M. (2000). Child and parent speech and language following the Lidcombe Programme of early stuttering intervention. Clinical Linguistics & Phonetics, 14, Boscolo, B., Bernstein-Ratner, N. & Rescorla, L. (2002). Fluency characteristics of children with a history of specific expressive language impairment (SLI-E). American Journal of Speech-Language Pathology, 11, Bosshardt, H. (2006). Cognitive processing load as a determinant of stuttering: Summary of a research programme. Clinical Linguistics and Phonetics, 20, Boyle, C., Boulet, S., Schieve, L., Cohen, R., Blumberg, S., Yeargin-Allsopp, M., Visser, S. & Kogan, M. (2011). Trends in the prevalence of developmental disabilities in US children, Pediatrics, 34, Brady, J. (1991). The pharmacology of stuttering: A critical review. American Journal of Pyschiatry, 148, Brady, W. & Hall, D. (1976). The prevalence of stuttering among school-age children. Language, Speech and Hearing Services in Schools, 7,

254 Bricker-Katz, G., Lincoln, M. & McCabe, P. (2009). A life-time of stuttering: How emotional reactions to stuttering impact activities and participation in older people. Disability and Rehabilitation, 31, Briscoe, J. & Rankin, P. (2009). Exploration of a double-jeopardy hypothesis within working memory profiles for children with specific language impairment. International Journal of Language & Communication Disorders, 44, Brookman, A., McDonald, S., McDonald, D. & Bishop, D. (2013). Fine motor deficits in reading disability and language impairment: Same or different?, PeerJ, 1, e217. Available from: doi.org/ /peerj.217. Brown, R. (1973). A first language: The early stages. Cambridge, MA: Harvard University Press. Brutten, E. & Shoemaker, D. (1967). The modification of stuttering. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. Buhr, A. & Zebrowski, P. (2009). Sentence position and syntactic complexity of stuttering in early childhood: A longitudinal study. Journal of Fluency Disorders, 34, Byrd, C., Wolk, L. & Davis, B. (2007). Phonological considerations in developmental stuttering. In Curlee, R. & Conture, E. (eds.) Stuttering and related disorders (3 rd Ed.). Philadelphia, PA: Thieme Medical, pp Canter, G. (1971). Observations on neurogenic stuttering: A contribution to differential diagnosis. International Journal of Language and Communication Disorders, 6, Caruso, A., Chodzko-Zajko, W., Bidinger, D. & Sommers, R. (1994). Adults who stutter: Responses to cognitive stress. Journal of Speech and Hearing Research, 37,

255 Chang, S., Erickson, K., Ambrose, N., Hasegawa-Johnson, M. & Ludlow, C. (2008). Brain anatomy differences in childhood stuttering. Neuroimage, 39, Chang, S., Zhu, D., Choo, A. & Angstadt, M. (2015). White matter neuroanatomical differences in young children who stutter. Brain, 138, Clark, C., Conture, E., Walden, T. & Lambert, W. (2013). Speech-sound articulation abilities of preschool-age children who stutter. Journal of Fluency Disorders, 38, Clark, C., Conture, E., Walden, T. & Lambert, W. (2015). Speech-language dissociations, distractibility, and childhood stuttering. American Journal of Speech- Language Pathology, 24, Cohen, M. & Hansen, M. (1975). Intersensory processing efficiency of fluent speakers and stutterers. British Journal of Disorders of Communication, 10, Conradi, E. (1904). Psychology and pathology of speech development in the child. Pedagogical Seminary, 11, Conti-Ramsden, G. & Durkin, K. (2012). Postschool educational and employment experiences of young people with specific language impairment. Language, Speech and Hearing Services in School, 43, Conti-Ramsden, G., Mok, P., Pickles, A. & Durkin, K. (2013). Adolescents with a history of specific language impairment (SLI): Strengths and difficulties in social, emotional and behavioral functioning. Research in Developmental Disabilities, 34, Conture, E. (2001). Stuttering: Its nature, diagnosis and treatment. Boston, MA: Allyn & Bacon. 255

256 Conture, E., Louko, L. & Edwards, M. (1993). Simultaneously treating stuttering and disordered phonology in children. American Journal of Speech-Language Pathology, 2, Conture, E., Kelly, E. & Walden, T. (2013). Temperament, speech and language: An overview. Journal of Communication Disorders, 46, Cooper, E. & Cooper, C. (1998). Multicultural considerations in the assessment and treatment of stuttering. In Battle, D. (ed.) Communication disorders in multicultural populations (2 nd Ed.). Boston, MA: Butterworth-Heinemann, pp Coriat, I. (1943). The psychoanalytic conception of stammering. Nervous Child, 2, Costa, D. & Kroll, R. (2000). Stuttering: An update for physicians. Canadian Medical Association Journal, 162, Coulter, C., Anderson, J. & Conture, E. (2009). Childhood stuttering and dissociations across linguistic domains: A replication and extension. Journal of Fluency Disorders, 34, Cox, N. & Yairi, E. (2000). Genetics of stuttering: Insights and recent advances. Annual Meeting of the American Speech-Language-Hearing Association, Washington, DC. Craig, A. & Hancock, K. (1996). Anxiety in children and young adolescents who stutter. Australian Journal of Human Communication Disorders, 24, Craig, A., Blumgart, E. & Tran, Y. (2009). The impact of stuttering on the quality of life in adults who stutter. Journal of Fluency Disorders, 34, Craig, A., Hancock, K., Tran, Y., Craig, M. & Peters, K. (2002). Epidemiology of stuttering in the community across the entire life span. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 45,

257 Croteau, C., McMahon-Morin, P., Morin, C., Jutras, B., Trudeau, N. & Le Dorze, G. (2015). Life habits of school-aged children with specific language impairment as perceived by their parents and by school professionals. Journal of Communication Disorders, 58, Crystal, D. & Varley, R. (2004). Introduction to language pathology. London: Whurr. Curlee, R. (2004). Stuttering. In Kent, R. (ed.). The MIT Encyclopedia of Communication Disorders. Cambridge, MA: MIT Press, pp Cutting, L., Materek, A., Cole, C., Levine, T. & Mahone, E. (2009). Effects of fluency, oral language and executive function on reading comprehension performance. Annals of Dyslexia, 59, Dalton, P. & Hardcastle, W. (1977). Disorders of fluency. London: Whurr. Darley, F. (1955). The relationship of parental attitudes and adjustment to the development of stuttering. In Johnson, W. & Leutenegger, R. (eds.) Stuttering in children and adults: Thirty years of research at the University of Iowa. Minneapolis: University of Minnesota, pp Davis, D. (1940). The relation of repetitions in the speech of young children to certain measures of language maturity and situational factors: Parts II & III. Journal of Speech Disorders, 5, Davis, S., Howell, P. & Cooke, F. (2002). Sociodynamic relationships between children who stutter and their non-stuttering classmates. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 43, De Carle, A. & Pato, M. (1996). Social phobia and stuttering. American Journal of Psychiatry, 153,

258 De Nil, L., Jokel, R. & Rochon, E. (2007). Etiology, symptomatology and treatment of neurogenic stuttering. In Conture, E. & Curlee, R. (eds) Stuttering and related disorders of fluency (3 rd Ed.). New York: Thieme, p De Nil, L. & Brutten, G. (1991). Speech-associated attitudes of stuttering and nonstuttering children. Journal of Speech and Hearing Research, 34, De Sonneville-Koedoot, C., Stolk, E., Rietveld, T. & Franken, M. (2015). Direct versus indirect treatment for preschool children who stutter: The RESTART randomized trial. PLoS ONE, 10, e Available from: doi: /journal.pone Dehqan, A., Bakhtiar, M., Seifpanahi, S. & Ashayeri, H. (2008). Relationship between stuttering severity in children and their mothers speaking rate. Sao Paolo Medical Journal, 126, De Nil, L. (1995). Linguistic and motor approaches to stuttering: Exploring unification. Annual meeting of the American Speech-Language-Hearing Association. Orlando, FL. De Nil, L., Kroll, R., Kapur, S. & Houle, S. (2000). A positron emission tomography study of stuttering and nonstuttering adults. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 43, De Nil, L., Kroll, R., LaFaille, S. & Houle, S. (2003). A positron emission tomography study of short- and long-term treatment effects on functional brain activation in adults who stutter. Journal of Fluency Disorders, 28, Dockrell, J. & McShane, J. (1993). Children s learning difficulties: A cognitive approach. West Sussex: Wiley. 258

259 Dockrell, J. & Messer, D. (1999). Children s language and communication difficulties: Understanding, identification and intervention. London: Bloomsbury Publishing. Douglas, L. (1943). A study of bilaterally recorded electroencephalograms of adult stutterers. Journal of Experimental Psychology, 32, Dworzynski, K., Remington, A., Rijsdijk, F., Howell, P. & Plomin, R. (2007). Genetic etiology in cases or recovered and persistent stuttering in an unselected longitudinal sample of young twins. American Journal of Speech and Language Pathology, 16, Eadie, P., Fey, M., Douglas, J. & Parsons, C. (2002). Profiles of grammatical morphology and sentence imitation in children with specific language impairment and Down syndrome. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 45, Eadie, P., Morgan, A., Ukoumunne, O., Eecen, K., Wake, M. & Reilly, S. (2015). Speech sound disorder at 4 years: Prevalence, comorbidities and predictors in a community cohort of children. Developmental Medicine and Child Neurology, 57, Ebbels, S., Wright, L., Brockbank, S., Godfrey, C., Harris, C., Leniston, H., Neary, K., Nicoll, L., Scott, J. & Maric, N. (2016). Effectiveness of 1:1 speech and language therapy for older children with (developmental) language disorder. International Journal of Language and Communication Disorders, 52, Eggers, K., De Nil, L. & Bergh, B. (2010). Temperament dimensions in stuttering and typically developing children. Journal of Fluency Disorders, 35, Eggers, K., De Nil, L. & Van den Bergh, B. (2012). The efficiency of attentional networks in children who stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 55,

260 Eisenberg, S., McGovern-Fersko, T. & Lundgren, C. (2001). The use of MLU for identifying language impairment in preschool children. American Journal of Speech- Language Pathology, 10, Eisenson, J. (1958). A perseverative theory of stuttering. In Eisenson,J. (ed.) Stuttering: A symposium. New York, NY: Harper & Row, p Ezrati-Vinacour, R., Platzky, R. & Yairi, E. (2001). The young child s awareness of stuttering-like disfluency. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 44, Feinberg, A., Griffen, B. & Levey, M. (2000). Psychological aspects of chronic tonic and clonic stuttering: Suggested therapeutic approaches. American Journal of Orthopsychiatry, 70, Felsenfeld, S. (1997). Epidemiology and genetics of stuttering. In Curlee, R. & Siegel, G. (eds.) The nature and Treatment of Stuttering: New directions (2 nd Ed.). Boston: Allyn & Bacon, p Felsenfeld, S., Kirk, M., Zhu, G., Statham, D., Neale, M. & Martin, N. (2000). A study of genetic and environmental etiology of stuttering in a selected twin sample. Behavioral Genetics, 30, Felsenfeld, S., van Beijsterveldt, C. & Boomsma, D. (2010). Attentional regulation in young twins with probable stuttering, high nonfluency and typical fluency. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 53, Fletcher, J. (1928). The problem of stuttering. New York, NY: Longmans, Green. Flugel, F. (1979). Erhebungen von Personlichkeitsmerk-malen an Mutern stotternder Kinder and Jugendicher. DSH Abstracts, 19,

261 Foundas, A., Bollich, A., Feldman, J., Corey, D., Hurley, M. & Heilman, K. (2004). Atypical planum temporale anatomy in stuttering: Relationship to delayed auditory feedback. Neurology, 63, Foundas, A.L., Bollich, A.M., Corey, D.M., Hurley, M. & Heilman, K.M. (2001). Anomalous anatomy of speech language areas in adults with persistent developmental stuttering. Neurology, 57, Fox, P., Ingham, R., Ingham, J., Zamarripa, F., Xiong, J. & Lancaster, J. (2000). Brain correlates of stuttering and syllable production. A PET performance-correlation analysis. Brain, 123, Gallardo-Pauls, B., Moreno-Campos, V., Roca, P. & Perez-Mantero, J. (2012). Syntactic and textual complexity in children with attention deficit hyperactivity disorder. Revista de Neurologia, 54, Gathercole, S. & Baddeley, A. (1990). Phonological memory deficits in language disordered children: Is there a causal connection?. Journal of Memory and Language, 29, Geschwind, N. & Galaburda, A. (1985). Cerebral lateralization: Biological mechanisms, associations and pathology: I. A hypothesis and a program for research. Archives of Neurology, 42, Gillespie, S. & Cooper, E. (1973). Prevalence of speech problems in junior and senior high schools. Journal of Speech and Hearing Research, 16, Glasner, P. & Rosenthal, D. (1957). Parental diagnosis of stuttering in young children. Journal of Speech and Hearing Disorders, 22, Glauber, P. (1958). Stuttering and personality dynamics. In Eisenson, J. (ed.) Stuttering: A symposium. New York, NY: Harper & Row, p Glogowski, K. (1976). Is stuttering inherited? Folia Phoniatrica, 28,

262 Good, C., Johnsrude, I., Ashburner, J., Henson, R., Friston, K. & Frackowiak, R. (2001). Cerebral asymmetry and the effects of sex and handedness on brain structure: A voxel-based morphometric analysis of 465 normal adult human brains. Neuroimage, 14, Gregg, B. & Yairi, E. (2012). Disfluency patterns and phonological skills near stuttering onset. Journal of Communication Disorders, 45, Gregl, A., Kirigin, M., Bilac, S. & Suceska-Ligutic, R. (2014). Speech comprehension and emotional/behavioural problems in children with specific language impairment (SLI). Collegium Anthropologicum, 38, Guitar, B. & Conture, E.G. (2007). The child who stutters: to the pediatrician (4 th Ed.). Memphis. TN: Stuttering Foundation of America. Guitar, B. (2014). Stuttering: An integrated approach to its nature and treatment (4 th Ed). Baltimore, MD: Lippincott Williams & Wilkins. Hage, A. (2000). Is there a link between the development of cognitive-linguistic abilities in children and the course of stuttering? In Bosshardt, H, Yaruss, J. & Peters, H. (eds.) Fluency disorders: Theory, research, treatment and self-help. Proceedings of the third world congress on fluency disorders. Nyborg, Denmark: University of Nijmegen Press. Hakim, H. & Ratner, N. (2004). Nonword repetition abilities of children who stutter: An exploratory study. Journal of Fluency Disorders, 29, Hall, N. & Burgess, S. (2000). Exploring developmental changes in fluency as related to language acquisition: A case study. Journal of Fluency Disorders, 25, Hall, N. (2004). Lexical development and retrieval in treating children who stutter. Language, Speech and Hearing Services in Schools, 35,

263 Hall, N., Wagovitch, S. & Bernstein-Ratner, N. (2007). Language considerations in childhood stuttering. In Conture, E. & Curlee, R. (eds) Stuttering and related disorders (3 rd Ed.). New York, NY: Thieme, p Hanke, C., Lohaus, A., Gawrilow, C., Hartke, I., Köhler, B. & Leonhardt, A. (2003). Preschool development of very low birth weight children born European Journal of Pediatrics, 162, Hartwell, E. (1895). Application of the laws of physical training for the prevention and cure of stuttering. Proceedings of the International Congress of Education (2 nd Ed.). New York, NY: J.J.Little. Hayiou-Thomas, M., Carroll, J., Leavett, R., Hulme, C. & Snowling, M. (2017). When does speech sound disorder matter for literacy? The role of disordered speech errors, co-occurring language impairment and family risk of dyslexia. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 58, Hick, R., Botting, N. & Conti-Ramsden, G. (2005). Short-term memory and vocabulary development in children with Down syndrome and children with specific language impairment. Developmental Medicine and Child Neurology, 47, Hill, E. (1998). A dyspraxic deficit in specific language impairment and developmental coordination disorder: Evidence from hand and arm movements. Developmental Medicine & Child Neurology, 40, Howell, P. & Au-Yeung, J. (1995). The association between stuttering, brown factors and phonological categories in children stuttering ranging in aged 2 and 12 years. Journal of Fluency Disorders, 20, Howell, P. & Davis, S. (2011). Predicting persistence of and recovery from stuttering by the teenage years based on information gathered at age 8 years. Journal of Developmental Behavior Pediatrics, 32,

264 Howell, P. (2004). Assessment of some contemporary theories of stuttering that apply to spontaneous speech. Contemporary Issues in Communication Science and Disorders, 31, Howell, P., Au-Yeung, J. & Sackin, S. (1999). Exchange of stuttering from function words to content words with age. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Howell, P., Davis, S. & Williams, R. (2008). Late childhood stuttering. Journal of Speech, Language & Hearing Research, 51, Hull, F., Mielke, P., Timmons, R. & Willeford, J. (1971). The national speech and hearing survey: Preliminary results. ASHA, 13, Hutchinson, E., Bavin, E., Efron, D. & Sciberras, E. (2012). A comparison of working memory profiles in school-aged children with Specific Language Impairment, Attention Deficit/Hyperactivity Disorder, Comorbid SLI and ADHD and their typically developing peers. Child Neuropsychology, 18, Ingham, R. & Cordes, A. (1999). On watching a discipline shoot itself in the foot: Some observations on current trends in stuttering treatment research. In Bernstein- Ratner, N. & Healey, E. (eds.) Stuttering research and treatment: Bridging the gap. Mahwah, NJ: Erlbaum, p Ingham, R. (1983). Spontaneous remission of stuttering: When will the emperor realize he has no clothes on?. In Prins, D. & Ingham, R. (eds) Treatment of stuttering in early childhood: Methods and issues. San Diego: College-Hill Press, p Ingham, R., Fox, P., Ingham, J., Xiong, J., Zamarripa, F., Hardies, L. & Lancaster, J. (2004). Brain correlates of stuttering and syllable production: Gender comparison and replication. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 47,

265 Iverach, L., Jones, M., O Brian, S., Block, S., Lincoln, M., Harrison, E., Hewat, S., Menzies, R.G., Packman, A. & Onslow, M. (2009a). Screening for personality disorders among adults seeking speech treatment for stuttering. Journal of Fluency Disorders, 34, Iverach, L., Jones, M., O Brian, S., Block, S., Lincoln, M., Harrison, E., Hewat, S., Cream, A., Menzies, R.G., Packman, A. & Onslow, M. (2009c). The relationship between mental health disorders and treatment outcomes among adults who stutter. Journal of Fluency Disorders, 34, Iverach, L., O Brian, S., Jones, M., Block, S., Lincoln, M., Harrison, E., Hewat, S., Menzies, R.G., Packman, A. & Onslow, M. (2009b). Prevalence of anxiety disorders among adults seeking speech treatment for stuttering. Journal of Anxiety Disorders, 23, Johanssen, H. (2001). Den Einfluss von Alter, Geschlecht, Symptomatologie, Hereditat and Handigkeit auf den Verlauf des Stotterns im Kindesalter. Sprache Stimme Gehor, 25, Johnson W. & Associates. (1959). The onset of stuttering: Research findings and implications. Minneapolis: University of Minnesota. Johnson, K., Conture, E. & Walden, T. (2012). Efficacy of attention regulation in preschool-age children who stutter: A preliminary investigation. Journal of Communication Disorders, 45, Johnson, W. (1934). Stuttering in the preschool child. Iowa City: University of Iowa. Child welfare pamphlets No.37. Johnson, W. (1955). A study of onset and development of stuttering. In Johnson, W. & Leutenegger, R. (eds.) Stuttering in children and adults. Minneapolis: University of Minnesota Press. 265

266 Johnson, W. et al. (1942). A study of the onset and development of stuttering. Journal of Speech Disorders, 7, Junuzonic-Zunic, L. & Ibrahimagic, A. (2013). Syntactic skills of children who stutter. International Journal of Speech & Language Pathology and Audiology, 1, Kadi-Hanifi, K. & Howell, P. (1992). Syntactic analysis of the spontaneous speech speech of normally fluent and stuttering children. Journal of Fluency Disorders, 17, Kang, C., Riazuddin, S., Mundorff, J., Krasnewich, D., Friedman, P., Mullikin, J. & Drayna, D. (2010). Mutations in the lysosomal enzyme-targeting pathway and persistent stuttering. New England Journal of Medicine, 362, Karass, J., Walden, T., Conture, E., Graham, C., Arnold, H., Hartfield, K. & Schwenk, K. (2006). Relation of emotional reactivity and regulation to childhood stuttering. Journal of Communication Disorders, 39, Kazemi, Y., Stringer, H. & Klee, T. (2015). Study of child language development and disorders in Iran: A systematic review of the literature. Journal of Research in Medical Sciences, 20, Kefalianos, E., Onslow, M., Block, S., Menzies, R. & Reilly, S. (2012). Early stuttering temperament and anxiety: Two hypotheses. Journal of Fluency Disorders, 37, Kelly, E. & Conture, E. (1992). Speaking rates, response time latencies and interrupting behaviors of young stutterers, nonstutterers and their mothers. Journal of Speech and Hearing Research, 35, Kelman, E. & Nicholas, A. (2017). Practical intervention for early childhood stammering: Palin PCI Approach. London: Routledge. 266

267 Kenney, K. & Prather, E. (1986). Articulation development in preschool children. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 29, Kent, R. (1984). Stuttering as a temporal programming disorder. In Curlee, R. & Perkins, W. (eds.) Nature and treatment of stuttering: New directions. San Diego, CA: Singular Publishing Company, p Kidd, K. (1977). A genetic perspective on stuttering. Journal of Fluency Disorders, 2, Kidd, K., Kidd, J. & Records, M. (1978). The possible causes of the sex ratio in stuttering and its implications. Journal of Fluency Disorders, 3, Klein, J. & Hood, S. (2004). The impact of stuttering on employment opportunities and job performance. Journal of Fluency Disorders, 29, Kloth, S., Janssen, P., Kraaimaat, F. & Brutten, G. (1995). Speech-motor and linguistic skills of young stutterers prior to onset. Journal of Fluency Disorders, 20, Kloth, S., Kraaimaat, F., Janssen, P. & Brutten, G. (1999). Persistence and remission of incipient stuttering among high-risk children. Journal of Fluency Disorders, 24, Koenisberger, R. (1989). Churchill s illustrated medical dictionary. New York, NY: Churchill Livingstone. Kolk, H. & Postma, A. (1997). Stuttering as a covert repairs phenomenon. In Curlee, R. & Siegel, G. (eds.) Nature and treatments of stuttering: New directions. Needham Heights, MA: Allyn & Bacon, p Koushik, S., Shenker, R. & Onslow, M. (2009). Follow-up of 6-10 year old stuttering children after Lidcombe Program treatment: A phase I trial. Journal of Fluency Disorders, 34,

268 Kraft, J., Ambrose, N. & Chon, H. (2014). Temperament and environmental contributions to stuttering severity in children: The role of effortful control. Seminars in Speech and Language, 35, Kraft, S. & Yairi, E. (2012). Genetic bases of stuttering: The state of art, Folia Phoniatrica and Logopaedica, 64, Lan, J., Song, M., Pan, C., Zhuang, G., Wang, Y., Ma, W., Chu, Q., Lai, Q., Xu, F. & Li, Y. (2009). Association between dopaminergic genes (SLC6A3 and DRD2) and stuttering among Han Chinese. Journal of Human Genetics, 54, Langevin, M., Bortnick, K., Hammer, T. & Wiebe, E. (1998). Teasing/bullying experienced by children who stutter: toward development of a questionnaire. Contemporary Issues of Communication Science Disorders, 25, Langevin, M., Packman, A. & Onslow, M. (2009). Peer responses to stuttering in the preschool setting. American Journal of Speech and Language Pathology, 18, Langevin, M., Packman, A. & Onslow, M. (2010). Parent perceptions of the impact of stuttering on their preschoolers and themselves. Journal of Communication Disorders, 43, Langlois, A., Hanrahan, L. & Inouye, L. (1986). A comparison of interactions between stuttering children, nonstuttering children and their mothers. Journal of Fluency Disorders, 11, Lattermann, C., Euler, H. & Neumann, K. (2008). A randomised control trial to investigate the impact of the Lidcombe Program on early stuttering in Germanspeaking preschoolers. Journal of Fluency Disorders, 33, Lau, S., Beilby, J., Byrnes, M. & Hennessey, N. (2012). Parenting styles and attachment in school-aged children who stutter. Journal of Communication Disorders, 45,

269 Law, J., Garrett, Z. & Nye, C. (2003). Speech and language therapy interventions for children with primary speech and language delay or disorder. The Cochrane Database of Systematic Reviews, 3. Available from: doi: / cd Leavitt, R. (1974). The Puerto Ricans: Culture change and language deviance. Oxford, UK: University of Arizona Press. Leitao, S., Hogben, J. & Fletcher, J. (1997). Phonological processing skills in speech and language impaired children. European Journal of Disorders of Communication, 32, Leonard, L., Miller, C. & Gerber, E. (1999). Grammatical morphology and the lexicon in children with specific language impairment. Journal of Speech, Language and Hearing Disorders, 42, Leve, L., Neiderhiser, J., Shaw, D., Ganiban, J., Natsuaki, M. & Reiss, D. (2013). The early growth and development study: A prospective adoption study from birth through middle childhood. Twin Research and Human Genetics, 16, Liegeois, F., Mayes, A. & Morgan, A. (2014). Neural correlates of developmental speech and language disorders: Evidence from neuroimaging. Current Developmental Disorders Report, 1, Lincoln, M., Packman, A. & Onslow, M. (2006). Altered auditory feedback and the treatment of stuttering: a review. Journal of Fluency Disorders, 31, Lindberg, K. (1900). Zur Haufigkeit des Stotterns bei Schulkinden. Medizinischpaddagogische Monatsschrift fur die gesamte Sprachheilkunde, Locke, J. & Goldstein, J. (1973). Children s attention and articulation. Language and Speech, 16,

270 Logan, K. & Conture, E. (1997). Selected temporal, grammatical and phonological characteristics of conversational utterances produced by children who stutter. Journal of Speech and Hearing Research, 40, Louittit, C. & Halls, E. (1936). Surveys of speech defects among public school children of Indiana. Journal of Speech Disorders, 1, Louko, L., Edwards, C. & Conture, E. (1990). Phonological characteristics of young stutterers and their normally fluent peers: Preliminary observations. Journal of Fluency Disorders, 15, Lousada, M., Jesus, L., Capelas, S., Margaca, C., Simoes, D., Valente, A., Hall, A. & Joffe, V. (2013). Phonological and articulation treatment approaches in Portuguese children with speech and language impairments: A randomized controlled intervention study. International Journal of Language and Communication Disorders, 48, Ludlow, C. (2000). Stuttering: Dysfunction in a complex and dynamic system. Brain, 123, Ludlow, C. (2006). Neuropharmacology of stuttering. In Ratner, N. & Tetnowski, J. (eds.) Current Issues in Stuttering Research and Practice. Mahwah, N.J.: Lawrence Erlbaum Associates, p Luoma, L., Herrgard, E., Martikainen, A. & Ahonen, T. (1998). Speech and language development of children born at <=32 weeks gestation: A 5-year prospective followup study. Developmental Medicine and Child Neurology, 40, Luu, T., Ment, L., Schneider, K., Katz, K., Allan, W. & Vohr, B. (2009). Lasting effects of preterm birth and neonatal brain hemorrhage at 12 years of age. Pediatrics, 123,

271 Maguire, G., Yu, B., Franklin, D. & Riley, G. (2004). Alleviating stuttering with pharmacological interventions. Expert Opinion on Pharmacotherapy, 5, Mahr, G. & Leith, W. (1992). Psychogenic stuttering of adult onset. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 35, Mansson, H. (2000). Childhood stuttering: Incidence and development. Journal of Fluency Disorders, 25, Mansson, H. (2005). Stammens kompleksitet og diversitet. Dansk Audiologopaedi, 41, Mansson, H. (2007). Complexity and diversity in early childhood stuttering. In Au- Yeung, J. & Leahy, M. (eds.) Proceedings of the Fifth World Congress on Fluency Disorders. Dublin, Ireland: The International Fluency Association, p Martinussen, R., Hayden, J., Hogg-Johnson, S. & Tannock, R. (2005). A metaanalysis of working memory impairments in children with attentiondeficit/hyperactivity disorder. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry. 44, Max, L., Guenther, F., Gracco, V., Ghosh, S. & Wallace, M. (2004). Unstable or insufficiently activated internal models and feedback-biased motor-control as sources of dysfluency: A theoretical model of stuttering. Contemporary Issues in Communication Science and Disorders, 31, McGrath, L., Hutaff-Lee, C., Scott, A., Boada, R., Shriberg, L. & Pennigton, B. (2007). Children with comorbid speech sound disorder and specific language impairment are at increased risk for attention deficit/hyperactivity disorder. Journal of Abnormal Child Psychology, 36,

272 McKinnon, D., McLeod, S. & Reilly, S. (2007). The prevalence of stuttering, voice, and speech-sound disorders in primary school students in Australia. Language, Speech, and Hearing Services in Schools, 38, McLeod, S. & Harrison, L. (2009). Epidemiology of speech and language impairment in a nationally representative sample of 4- to 5-year-old children. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 52, McLeod, S. & McKinnon, D. (2007). Prevalence of communication disorders compared with other learning needs in primary and secondary school students. International Journal of Language and Communication Disorders, 42, Melnick, K. & Conture, E. (2000). Relationship of length and grammatical complexity to the systematic and nonsystematic speech errors and stuttering of children who stutter. Journal of Fluency Disorders, 25, Melnick, K., Conture, E. & Ohde, R. (2003). Phonological priming in picture naming of young children who stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 46, Merlo, S. (2011). Stuttering and sleep: Some speculation. Available from: [Accessed 19 th November 2017]. Messenger, M., Onslow, M., Packman, A. & Menzies, R. (2004). Social anxiety in stuttering: Measuring negative social expectancies. Journal of Fluency Disorders, 29, Meyers, S. & Freeman, F. (1985). Mother and child speech rate as a variable in stuttering and disfluency. Journal of Speech and Hearing Research, 28, Miles, R. & Bernstein-Ratner, N. (2001). Parental language input to children at stuttering onset. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 44,

273 Millager, R., Conture, E., Walden, T. & Kelly, E. (2014). Expressive language intratest scatter of preschool-age children who stutter. Contemporary issues in communication science and disorders, 41, Millard, S., Nicholas, A. & Cook, F. (2008). Is parent-child interaction therapy effective in reducing stuttering?, Journal of Speech and Hearing Research, 51, Miller, S. (1993). Multiple measures of anxiety and psychophysiologic arousal in stutterers and nonstutterers during nonspeech and speech tasks of increasing complexity. Unpublished doctoral dissertation. Dallas, TX: University of Texas at Dallas. Moncur, J. (1952). Parental domination in stuttering. Journal of Speech and Hearing Disorders, 17, Murphy, A. & Fitzsimons, R. (1960). Stuttering and personality dynamics: Play therapy, projective therapy, and counseling. New York, NY: Ronald. Neilson, M. & Neilson, P. (1987). Speech motor control and stuttering: A computational model of adaptive sensory-motor processing. Speech Communication, 6, Newbury, D. & Monaco, A. (2010). Genetic advances in the study of speech and language disorders. Neuron, 68, Newman, R. & Bernstein-Ratner, N. (2007). The role of selected lexical factors on confrontation naming accuracy, speed and fluency in adults who do and do not stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 50, Nippold, M. (2002). Stuttering and phonology: Is there an interaction? American Journal of Speech-Language Pathology, 11,

274 Nogueira, P., de Oliveira, C., Giacheti, C. & Moretti-Ferreira, D. (2015). Familial persistent developmental stuttering: Disfluencies and prevalence. REVISTA CEFAC, 17, Ntourou, K., Conture, E. & Lipsey, M. (2011). Language abilities of children who stutter. A meta-analytical review. American Journal of Speech-Language Pathology, 20, Nye, C., Vanryckeghem, M., Schwartz, J., Herder, C., Turner, H. & Howard, C. (2013). Behavioral stuttering interventions for children and adolescents: A systematic review and meta-analysis. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 56, Okalidou, A. & Kampanaros, M. (2001). Teacher perceptions of communication impairment at screening stage in preschool children living in Patras, Greece. International Journal of Language and Communication Disorders, 36, Olander, L., Smith, A. & Zelaznik, H. (2010). Evidence that a motor timing deficit is a factor in the development of stuttering. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 53, Onslow, M. & O Brian, S. (2012). Management of childhood stuttering. Journal of Paediatrics and Child Health, 49, Onslow, M., Jones, M., Menzies, R., O Brian, S. & Packman, A. (2012). Stuttering. In Sturney, P. & Hersen, M. (eds.) Handbook of evidence-based practice in clinical psychology. Hoboken, N.J.: Wiley, p Onslow, M., Packman, A. & Harrison, E. (2003). The Lidcombe Program of early stuttering intervention: A clinician s guide. Austin, TX: Pro-Ed. 274

275 Paden, E. & Yairi, E. (1996). Phonological characteristics of young children with persistent and recovering stuttering. Journal of Speech and Hearing Research, 39, Paden, E., Ambrose, N. & Yairi, E. (2002). Phonological progress during the first two years of stuttering. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 44, Paden, E., Yairi, E. & Ambrose, N. (1999). Early childhood stuttering: II. Initial status of phonological abilities. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Perez, H. & Stoeckle, J. (2016). Stuttering: Clinical and research update. Canadian Family Physician, 62, Perkins, W. (1990). What is stuttering? Journal of Speech and Hearing Disorders, 55, Perkins, W., Kent, R. & Curlee, R. (1991). A theory of neurolinguistic function in stuttering. Journal of Speech and Hearing Research, 34, Ponsford, R., Brown, W., Marsh, J. & Travis, L. (1975). Evoked potential correlates of cerebral dominance for speech perception in stutterers and nonstutterers. Electroencephalography and Clinical Neurophysiology, 39, 434. Pool, K., Devous, M., Freeman, F., Watchon, B. & Finitzo, T. (1991). Regional cerebral blood flow in developmental stutterers. Archives of Neurology, 48, Poulos, M. & Webster, W. (1991). Family history as a basis for subgrouping people who stutter. Journal of Speech and Hearing Research, 34, Prasse, J. & Kikano, G. (2008). Stuttering: An overview. American Family Physician, 77, Preus, A. (1981). Identifying subgroups of stutterers. Oslo, Norway: University of Oslo. 275

276 Prexico, L. & Burrus, E. (2012). Coping with a child who stutters: A phenomenological analysis. Journal of Fluency Disorders, 37, Proctor, A., Yairi, E. & Duff, M. (2008). Prevalence of stuttering in African American preschool children. Journal of Speech, Language & Hearing Research, 50, Ptok, M. & Eysholdt, U. (2005). The effects of recurrent otitis media with effusion on speech development. HNO, 53, Ramus, F., Marshall, C., Rosen, S. & Van der Lely, H. (2013). Phonological deficits in specific language impairment and developmental dyslexia: Towards a multidimensional model. Brain, 136, Reilly, S., Onslow, M., Packman, A., Cini, E., Conway, L., Ukoumunne, O., Bavin, E., Prior, M., Eadie, P., Block, S. & Wake, M. (2013). Natural history of stuttering to 4 years of age: a prospective community-based study. Pediatrics, 132, Reilly, S., Onslow, M., Packman, A., Wake, M., Bavin, E., Prior, M., Eadie, P., Cini, E., Bolzonello, C. & Ukoumunne, O. (2009). Predicting stuttering onset by age of 3: A prospective community cohort study. Pediatrics, 123, Renfrew, C. (1995). Word Finding Vocabulary Test. Chesterfield: Winslow. Renfrew, C. (1997. Action Picture Test. London: Routledge. Rescorla, L. (1984). Individual differences in early language development and their predictive significance. Acta Paedagogica, 1, Rice, M., Smolik, F., Perpich, D., Thompson, T., Rytting, N. & Blossom, M. (2010). Mean length of utterance levels in 6-month intervals for children 3 to 9 years with and without language impairments. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 53,

277 Richels, C., Buhr, A., Conture, E. & Ntourou, K. (2010). Utterance complexity and stuttering on function words in preschool-age children who stutter. Journal of Fluency Disorders, 35, Rommel, D. (2000). The influence of psycholinguistic variables on stuttering in childhood. In Bosshardt, H., Yaruss, J. & Peters, H. (eds.) Fluency disorders: Theory, research, treatment and self-help. Proceedings of the third world congress on fluency disorders. Nyborg, Denmark: University of Nijmegen Press, p Rommel, D., Hage, A., Kalehne, P. & Johannsen, H. (1999). Developmental maintenance and recovery of childhood stuttering: Prospective longitudinal data 3 tears after first contact. In Baker, B., Rustin, L. & Rowley, D. (eds.) Proceedings of the Fifth Oxford Dysfluency Conference. Windsor: Chappell Gardener, p Roth, C., Aronson, A. & Davis, L. (1989). Clinical studies in psychogenic stuttering of adult onset. Journal of Speech and Hearing Disorders, 54, Rothbart, M. (2011). Becoming who we are: Temperament and personality in development. New York: Guilford Press. Rustin, L., Botterill, W. & Kelman, E. (1996). Assessment and therapy for young disfluent children: Family interaction. San Diego, CA: Singular. Ryan, B. (1992). Articulation, language, rate and fluency characteristics of stuttering and nonstuttering preschool children. Journal of Speech and Hearing Research, 35, Salley, B. & Dixon, W. (2007). Temperamental and joint attentional predictors of language development. Merrill Palmer Quaterly, 53, Sawyer, J., Matteson, C., Ou, H. & Nagase, T. (2017). The effects of parent-focused slow relaxed speech intervention on articulation rate, response time latency and 277

278 fluency in preschool children who stutter. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 60, Schuell, H. (1946). Sex differences in relation to stuttering. Journal of Speech Disorders, 11, Schwarz, H. & Conture, E. (1988). Subgrouping young stutterers. Journal of Speech and Hearing Research, 31, Schwenk, K., Conture, E. & Walden, T. (2007). Reaction to background stimulation of preschool children who do and do not stutter. Journal of Communication Disorders, 40, Seider, R., Gladstien, K. & Kidd, K. (1982). Language-onset and concomitant speech and language problems in subgroups of stutterers and their siblings. Journal of Speech and Hearing Research, 25, Sheehan, J. (1958). Conflict theory of stuttering. In Eisenson, J. (ed.) Stuttering: A symposium. New York, NY: Harper & Row, p Shriberg, L., Tomblin, J. & McSweeny, J. (1999). Prevalence of speech delay in 6- year-old children and comorbidity with language impairment. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Shugart, Y., Mundorff, J., Kilshaw, J., Doheny, K., Doan, B., Wanyee, J., Green, E. & Drayna, D. (2004). Results of a genome-wide linkage scan for stuttering. American Journal of Medical Genetics, 124, Silveira, D., Passos, L., Santos, P. & Chiappetta, A. (2009). Verbal fluency evaluation in attention deficit disorder with hyperactivity children: A comparative study. Revista CEFAC, 11,

279 Smit, A., Hand, L., Freilinger, J., Bernthal, J. & Bird, A. (1990). The IOWA articulation norms project and its Nebraska replication. Journal of Speech and Hearing Disorders, 55, Smith, A. & Goffman, L. (2004). Interaction of motor and language factors in the development of speech production. In Maasen, B., Kent, R., Peters, H., Van Lieshout, P. & Hulstijn, W. (eds.) Speech motor control in normal and disordered speech. Oxford: Oxford University Press, p Smith, A., Goffman, L., Sasisekaran, J. & Weber-Fox, C. (2012). Language and motor abilities of preschool children who stutter: Evidence from behavioral and kinematic indices of nonword repetition performance. Journal of Fluency Disorders, 37, Sommer, M., Koch, M., Paulus, W., Weiller, C. & Buechel, C. (2002). Disconnection of speech-relevant brain areas in persistent developmental stuttering. Lancet, 360, Spaulding, T., Plante, E. & Vance, R. (2008). Sustained selective attention skills of preschool children with specific language impairment: Evidence for separate attentional capacities. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 51, Spencer, C. & Weber-Fox, C. (2014). Preschool speech articulation and nonword repetition abilities may help predict eventual recovery or persistence of stuttering. Journal of Fluency Disorders, 41, Starkweather, C. (2002). The epigenesist of stuttering. Journal of Fluency Disorders, 27, Starkweather, C. (1987). Fluency and stuttering. Michigan: Prentice Hall. Stern, E. (1948). A preliminary study of bilingualism and stuttering in four Johannesburg schools. Journal of Logopaedics, 1,

280 Suresh, R., Ambrose, N., Roe, C., Pluzhnikov, A., Wittke-Thompson, J., Ng, M., Wu, X., Cook, E., Lundstrom, C., Garstein, M., Ezrati, R., Yairi, E. & Cox, N. (2006). New complexities in the genetics of stuttering: Significant sex-specific linkage signals. American Journal of Human Genetics, 78, Sylvestre, A., Brisson, J., Lepage, C., Nadeau, L. & Deaudelin, I. (2016). Social participation of children age 8-12 with SLI. Disability and Participation, 38, Travis, L. & Knott, J. (1936). Brain potential from normal speakers and stutterers. Journal of Psychology, 2, Travis, L. (1931). Speech Pathology. New York, NY: Appleton-Century-Crofts. Travis, L., Johnson, W. & Shover, J. (1937). The relation of bilingualism to stuttering. Journal of Speech Disorders, 2, Tumanova, V., Conture, E., Lambert, E. & Walden, T. (2014). Speech disfluencies of preschool-age children who do and do not stutter. Journal of Communication Disorders, 49, Usler, E. & Weber-Fox, C. (2015). Neurodevelopment for syntactic processes distinguishes childhood stuttering recovery versus persistence. Journal of Neurodevelopmental Disorders, 7, 4. Van Borsel, J., Moeyaert, E., Rosseel, M., Van Loo, E. & Van Renterghem, L. (2006). Prevalence of stuttering in regular and special school population in Belgium based on teacher perception. Folia Phoniatrica et Logopaedica, 58, Van Borsel, J., Sierens, S. & Pereira, M. (2007). Using delayed auditory feedback in the treatment of stuttering: Evidence to consider. Pro-Fono Revista de Atualizacao Cientifica, 19,

281 Van Riper, C. (1973). The treatment of stuttering. Englewood Cliffs, NJ: Prentice- Hall. Van Riper, C. (1982). The nature of stuttering (2 nd Ed.). Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Vanryckeghem, M. & Brutten, G.J. (1997). The speech-associated attitude of children who do and do not stutter and the differential effect of age. American Journal of Speech and Language Pathology, 6, Vanryckeghem, M., Brutten, G.J. & Hernandez, L.M. (2005). A comparative investigation of the speech-associated attitude of preschool and kindergarten children who do and do not stutter. Journal of Fluency Disorders, 30, Vargha-Khadem, F., Watkins, K., Price, C., Ashburner, J., Alcock, K., Connelly, A., Frackowiak, R., Friston, K., Pembrey, M., Mishkin, M., Gadian, D. & Passingham, R. (1998). Neural basis of an inherited speech and language disorder. Proceedings of the National Academy of Sciences, 95, Von Sarbo, A. (1901). Statistik der an Sprachstorungen Leidenden Schulkinder Ungarns. Medizinisch-paddagogische Monatsschrift fur die gesamte Sprachheilkunde, Wagovich, S. & Bernstein-Ratner, N. (2007). Frequency of verb use in young children who stutter. Journal of Fluency Disorders, 32, Wall, M. (1980). A comparison of syntax in young stutterers and nonstutterers. Journal of Fluency Disorders, 5, Wallin, J. (1916). A census of speech defects. School Sociology, 3, 213. Watkins, R. & Yairi, E. (1997). Language production abilities of children whose stuttering persisted or recovered. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 40,

282 Watkins, R. (2005). Language abilities of young children who stutter. In Yairi, E.& Ambrose, N. eds.) Early Childhood Stuttering. Austin, TX: Pro-Ed, p Watkins, R., Yairi, E. & Ambrose, N. (1999). Early childhood stuttering III: Initial status of expressive language abilities. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Watson, J., Byrd, C. & Carlo, E. (2011). Disfluent speech characteristics of monolingual Spanish-speaking children. In Howell, P.& Van Dorsel, J. (eds.) Multilingual aspects of fluency disorders. Bristol, United Kingdom: Multilingual Matters, p Watts, A., Eadie, P., Block, S., Mensah, F. & Reilly, S. (2015). Language ability of children with and without a history of stuttering: A longitudinal cohort study. International Journal of Speech-Language Pathology, 17, Watzl, J. (1925). Statistische Erhebungen uber das Vorkommen von Sprachstorungen in der Weiner Schulen. Proceedings of the First International Congress of Logopedics and Phoniatrics, Vienna, Austria. Webster, W. (1997). Principles of human brain organization related to lateralization of language and speech motor functions in normal speakers and stutterers. In Hulstijn, W., Peters, H. & Van Lieshout, P. (eds.) Speech production: Motor control, brain research and fluency disorders. Amsterdam: Elsevier, p West, R. (1958). An agnostic s speculations about stuttering. In Eisenson, J. (ed.) Stuttering: A symposium. New York, NY: Harper & Row, p West, R., Nelson, S. & Berry, M. (1939). The heredity of stuttering. Quarterly Journal of Speech, 25,

283 White House Conference Commitee Report on Child Health and Protection. (1931). Section III, Special Education: The Handicapped and the Gifted. New York, NY: Appleton Century. Williams, D., Silverman, F. & Kools, J. (1968). Disfluency behavior of elementary school stutterers and nonstutterers: The adaptation effect. Journal of Speech and Hearing Research, 11, Wingate, M. (1976). Stuttering: Theory and treatment. New York: Irvington. Wingate, M. (1988). The structure of stuttering. New York, NY:Springer-Verlag. Wittke-Thompson, J., Ambrose, N., Yairi, E., Roe, C., Ober, C. & Cox, N. (2007). Linkage analyses of stuttering in a founder population. Journal of Fluency Disorders, 32, Wolk, L. (2015). Co-occurring stuttering and phonological difficulties in children: A model for therapy. Procedia: Social and Behavioral Sciences, 193, Wood, F., Strumps, D., McKeehan, A., Sheldon, S. & Proctor, J. (1980). Patterns of regional cerebral blood flow during attempted reading aloud by stutterers both on and off haloperidol mediation: Evidence for inadequate left frontal activation during stuttering. Brain and Language, 9, Woods, S., Shearsby, J., Onslow, M. & Burnham, D. (2002). Psychological impact of the Lidcombe Program of early stuttering intervention. International Journal of Language and Communication Disorders, 37, Wright, L. (2001). Children who stammer. In Kersner, M.& Wright, J. (eds.) Speech and language therapy: The decision-making process when working with children. London: David Fulton Publishers, p

284 Wu, J., Maguire, G., Riley, G., Fallon, J., Lacasse, L., Chin, S., Klein, E., Tang, C., Cadwell, S. & Lottenberg, S. (1995). A positron emission tomography (18F) deoxyglucose study of developmental stuttering. Neuroreport, 6, Yairi, E. & Ambrose, N. (1992). Onset of stuttering in preschool children: Selected factors. Journal of Speech and Hearing Research, 35, Yairi, E. & Ambrose, N. (1999). Early childhood stuttering 1: Persistency and recovery rates. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Yairi, E. & Ambrose, N. (2005). Early childhood stuttering. Austin, T.X.: Pro-Ed. Yairi, E. & Ambrose, N. (2013). Epidemiology of stuttering: 21 st century advances. Journal of Fluency Disorders, 38, Yairi, E. & Lewis, B. (1984). Disfluencies at the onset of stuttering. Journal of Speech and Hearing Research, 27, Yairi, E. & Seery, C. (2015). Stuttering: Foundations and Clinical Applications (2 nd Ed.). England: Pearson. Yairi, E. (1981). Disfluencies of normally speaking two-year-old children. Journal of Speech and Hearing Research, 24, Yairi, E. (1983). The onset of stuttering in two- and three-year-old children: A preliminary report. Journal of Speech and Hearing Disorders, 48, Yairi, E. (1997). Disfluency characteristics of early childhood stuttering. In Curlee, R. & Siegel, G. (eds.) Nature and treatment of stuttering: New directions (2 nd Ed.). Boston: Allyn & Bacon, p Yairi, E., Ambrose, N. & Cox, N. (1996). Genetics of stuttering: A developmental study. Journal of Speech and Hearing Research, 39,

285 Yairi, E., Ambrose, N., Paden, E. & Throneburg, R. (1996). Predictive factors of persistence and recovery: Pathways of childhood stuttering. Journal of Communication Disorders, 29, Yaruss, J. & Conture, E. (1995). Mother and child speaking rates and utterance lengths in adjacent fluent utterances: Preliminary observations. Journal of Fluency Disorders, 20, Yaruss, J. (1999). Utterance length, syntactic complexity and childhood stuttering. Journal of Speech, Language and Hearing Research, 42, Yaruss, J., LaSalle, L. & Conture, E. (1998). Evaluating young children who stutter: Diagnostic data. American Journal of Speech-Language Pathology, 7, Yliherva, A., Olsen, P., Suvanto, A., Järvelin, M. (2000). Language abilities of 8- year-old preterm children among the northern Finland 1-year birth control for Logopedics, Phoniatrics & Vocology, 25, Young, M. (1984). Identification of stuttering and stutterers. In Curlee, R. & Perkins, W. (eds.) Nature and treatment of stuttering: New directions. San Diego, CA: College-Hill, p Zackheim, C. & Conture, E. (2003). Childhood stuttering and speech disfluencies in relation to children s mean length of utterance. Journal of Fluency Disorders, 28, Zebrowski, P. & Kelly, E. (2002). Manual of stuttering intervention. Clifton Park, NY: Singular. Zenner, A., Ritterman, S., Bowen, S. & Gronhovd, K. (1978). Measurement and comparison of anxiety levels of parents of stuttering, articulatory defective and normal-speaking children. Journal of Fluency Disorders, 3,

286 Zhang, X. & Tomblin, J. (2000). The association of intervention receipt with speechlanguage profiles and social-demographic variables. American Journal of Speech- Language Pathology, 9, Zimmermann, G., Smith, A. & Hanley, J. (1981). Stuttering: In need of a unifying conceptual framework. Journal of Speech and Hearing Research, 24, Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία: Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία. (2013). Διαγνωστικά κριτήρια από DSM-5. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας. Βογινδρούκας, Ι., Πρωτόπαπας, Α. & Σιδερίδης Γ. (2009). Δοκιμασία εκφραστικού λεξιλογίου. Εκδόσεις Γλαύκη. Βογινδρούκας, Ι., Πρωτόπαπας, Α. & Σταυρακάκη, Σ. (2011). Εικόνες δράσης Δοκιμασία πληροφορικής και γραμματικής επάρκειας. Εκδόσεις Γλαύκη. Λεβαντή Ε., Κιρπότιν Λ., Καρδαμήτση Ε. & Καμπούρογλου Μ. (1995). Δοκιμασία Φωνητικής και Φωνολογικής Εξέλιξης. Aθήνα: Πανελλήνιος Σύλλογος Λογοπεδικών. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. (1992). ICD-10: Ταξινόμηση Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών της Συμπεριφοράς. Αθήνα: Εκδόσεις Βήτα. 286

287 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΟΝΕΩΝ 287

288 Ημερομηνία: Ονοματεπώνυμο Παιδιού: Διεύθυνση: Τηλέφωνο: Η.Γ.: Ηλικία: Αγόρι/Κορίτσι Σχολείο:Δεν φοιτά, Παιδικός Σταθμός, Προνήπιο, Νηπιαγωγείο, Α Δημ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Πατέρας: Ηλικία: Επάγγελμα: Μητέρα: Ηλικία: Επάγγελμα: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: Ναι/Όχι Αν ναι, τότε συνεχίζω στις παρακάτω ερωτήσεις: Πότε ξεκίνησε ο τραυλισμός; μήνες Ποιός διαπίστωσε ή σας ανέφερε πρώτος τον τραυλισμό του παιδιού; Γονείς/Παιδίατρος/Δάσκαλος/Άλλος: Συνέβη εκείνη την περίοδο κάποιο σημαντικό συμβάν; Ναι/Όχι Αν ναι, σημειώνω τι είδους συμβάν: 288

289 Έναρξη σχολείου/γέννηση αδερφών/μετακόμιση/διαζύγιο ή Χωρισμός/Αρρώστια/Θάνατος/Άλλο:.. Ποιά ήταν τα αρχικά σημάδια του τραυλισμού (σημειώνω όλα όσα ταιριάζουν): Επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων (το-το-το); Ναι/Όχι Επαναλήψεις αρχικών συλλαβών (μα-μα-μαμά); Ναι/Όχι Επαναλήψεις αρχικών ήχων (κ-κ-κότα); Ναι/Όχι Επιμηκύνσεις φωνηέντων (μπάααααλα); Ναι/Όχι Μπλοκαρίσματα στους αρχικούς ήχους (τ..ώρα); Ναι/Όχι Ορατή προσπάθεια να μιλήσει (π.χ. κίνηση στόματος) αλλά χωρίς να βγαίνει ήχος; Ναι/Όχι Κάνει κινήσεις με το πρόσωπο ή με το σώμα όταν τραυλίζει; Ναι/Όχι Τα παρατάει; Ναι/Όχι Έχει αλλάξει ο τραυλισμός από τότε που ξεκίνησε; Ναι/Όχι Αν ναι: Έχει γίνει πιο έντονος; Ναι/Όχι Έχει γίνει λιγότερο εμφανής; Ναι/Όχι Τί κάνετε όταν το παιδί σας τραυλίζει: Το διορθώνετε; Ναι/Όχι Το μαλώνετε; Ναι/Όχι Δεν δίνετε καμία σημασία; Ναι/Όχι Άλλο: (σημειώνω τι) ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Είχατε δύσκολη εγκυμοσύνη; Ναι/Όχι Είχατε δύσκολο τοκετό; Ναι/Όχι 289

290 Στις πόσες εβδομάδες γεννήθηκε το παιδί σας;..εβδομάδες Ποιό ήταν το βάρος του;..kg Πότε περπάτησε;..μήνες Πότε είπε τις πρώτες του λέξεις;..μήνες Πότε είπε τις πρώτες του προτάσεις;..μήνες Πότε σταμάτησε τις πάνες;..έτη Υπήρξαν άλλα αναπτυξιακά προβλήματα στη βρεφική ή πρώτη παιδική ηλικία: Προβλήματα σίτισης/αλλεργίες με το φαγητό/άλλο:... ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Αρρωσταίνει εύκολα το παιδί σας; Ναι/Όχι Τραυματίζεται εύκολα; Ναι/Όχι Έχει χειρουργηθεί; Ναι/Όχι Έχει πρόβλημα ακοής; Ναι/Όχι Έχει πρόβλημα όρασης; Ναι/Όχι Έχει δυσκολία συγκέντρωσης; Ναι/Όχι Είναι υπερκινητικό; Ναι/Όχι Έχει δυσκολία κινητικού συντονισμού; Ναι/Όχι ΛΟΓΟΣ/ΟΜΙΛΙΑ/ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Πιστεύετε ότι ήταν η ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας του: ασυνήθιστα γρήγορη; Ναι/Όχι ή ασυνήθιστα αργή; Ναι/Όχι Έχει δυσκολία στην επικοινωνία; Ναι/Όχι Έχει δυσκολία στην ομιλία (π.χ. φωνολογία/άρθρωση); Ναι/Όχι 290

291 Έχει δυσκολία στο λόγο (π.χ. δομή/σύνταξη προτάσεων, λεξιλόγιο, γραμματική); Ναι/Όχι Έχει γρήγορο ρυθμό ομιλίας; Ναι/Όχι ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ Μητέρα: Τραυλίζατε ποτέ; Ναι/Όχι Τραυλίζετε ακόμα; Ναι/Όχι Κάνατε θεραπεία; Ναι/Όχι Αν ναι, ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Πλήρης αποκατάσταση Μερική αποκατάσταση Καμία αποκατάσταση Δυσκολευτήκατε να μάθετε να μιλάτε; Ναι/Όχι Δυσκολευτήκατε να μάθετε να γράφετε και να διαβάζετε; Ναι/Όχι Πατέρας: Τραυλίζατε ποτέ; Ναι/Όχι Τραυλίζετε ακόμα; Ναι/Όχι Κάνατε θεραπεία; Ναι/Όχι Αν ναι, ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Πλήρης αποκατάσταση Μερική αποκατάσταση Καμία αποκατάσταση Δυσκολευτήκατε να μάθετε να μιλάτε; Ναι/Όχι Δυσκολευτήκατε να μάθετε να γράφετε και να διαβάζετε; Ναι/Όχι 291

292 Άλλα μέλη στην οικογένεια: (σημειώνω ποια) Τραύλιζαν ποτέ; Ναι/Όχι Τραυλίζουν ακόμα; Ναι/Όχι Έκαναν θεραπεία; Ναι/Όχι Αν ναι, ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Πλήρης αποκατάσταση Μερική αποκατάσταση Καμία αποκατάσταση Δυσκολεύτηκαν να μάθουν να μιλούν; Ναι/Όχι Δυσκολεύτηκαν να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν; Ναι/Όχι Υπάρχουν μέλη στην οικογένεια που να μιλούν πολύ γρήγορα; Ναι/Όχι, Ποια μέλη;... Σχέσεις ζευγαριού: Έχετε καλή σχέση μεταξύ σας; Ναι/Όχι Έχετε δυσκολίες μεταξύ σας; Ναι/Όχι Έχετε δυσκολία να αντιμετωπίσετε τη συμπεριφορά του παιδιού σας; Ναι/Όχι Αντιδράτε και οι δύο με τον ίδιο τρόπο; Ναι/Όχι Σχέση με αδέρφια Ονόματα και ηλικίες αδερφών: Τα πάνε καλά τα αδέρφια μεταξύ τους; Ναι/Όχι Υπάρχει ανταγωνιστικότητα; Ναι/Όχι 292

293 Αντιμετωπίζουν τα αδέρφια δυσκολίες; Ναι/Όχι Αν ναι, τί είδους; Ιατρικά προβλήματα: Ναι/Όχι Δυσκολίες στην επικοινωνία/το λόγο/την ομιλία: Ναι/Όχι Δυσκολίες στην κίνηση: Ναι/Όχι Δυσκολίες στη συμπεριφορά: Ναι/Όχι Μαθησιακές δυσκολίες: Ναι/Όχι Άλλες δυσκολίες: Ναι/Όχι (σημειώνω τι είδους): ΣΧΟΛΕΙΟ Είχε εύκολη προσαρμογή το παιδί όταν πρωτοπήγε σχολείο; Ναι/Όχι Ανησυχούν οι δάσκαλοι/δασκάλες για το παιδί; Ναι/Όχι Αν ναι, για ποιο λόγο; Δυσκολίες στην ομιλία και το λόγο: Ναι/Όχι Δυσκολίες στην κίνηση: Ναι/Όχι Δυσκολίες στη συμπεριφορά: Ναι/Όχι Δυσκολίες στην προσοχή-συγκέντρωση: Ναι/Όχι Άλλες δυσκολίες: Ναι/Όχι (σημειώνω τι είδους). ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΥΣ Έχει καλή σχέση με τους συνομηλίκους το παιδί σας; Ναι/Όχι Έχει φίλους; Ναι/Όχι Το πειράζουν ή/και το κοροϊδεύουν ποτέ; Ναι/Όχι Μπλέκεται σε τσακωμούς και φασαρίες; Ναι/Όχι 293

294 ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Φαγητό: Έχει δυσκολία στο φαγητό; Ναι/Όχι Τρώει μόνο του; Ναι/Όχι Ύπνος: Έχει δυσκολία στον ύπνο; Ναι/Όχι Ξυπνάει κατά τη διάρκεια της νύχτας; Ναι/Όχι Κοιμάται στο δικό του κρεβάτι; Ναι/Όχι ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Είναι ευαίσθητο; Ναι/Όχι Δείχνει τελειομανία; Ναι/Όχι Θέλει να είναι αρεστό στους άλλους; Ναι/Όχι Έχει άγχος; Ναι/Όχι Ανησυχεί και αναστατώνεται εύκολα; Ναι/Όχι Έχει ξεσπάσματα συμπεριφοράς; Ναι/Όχι Του αρέσει η ρουτίνα; Ναι/Όχι Σας αποχωρίζεται εύκολα; Ναι/Όχι 294

295 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: ΔΕΙΓΜΑ 30 ΠΡΩΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΠΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 295

296 1.ναι (1) 2.καλά (1) 3.την κυρία Ελένη (3) 4.δίπλα ποιός είναι; (3) 5.είναι ο Φρανκ (3) 6.επειδή η μαμά του είναι από τη Γαλλία (8) 7.φίλοι είμαστε (2) 8.είναι απ το νηπιαγωγείο (4) 9.έναν τον λένε Μαρίνο (4) 10.έχω και το Νίκο (4) 11. νομίζω ότι δεν έχω άλλους (5) 12.στο διάλειμμα παίζω ποδόσφαιρο (4) 13.και σήμερα έπαιξα (3) 14.αλλά δεν το τελειώσαμε (4) 15.και δεν μετρήσανε τα γκωλ που έβαλα (7) 16.το ένα (2) 17.επειδή όταν χτύπαγε στο χώμα μου πήγε στο άλλο (9) 18.στο άλλο χώμα (3) 19.παίζουμε και τάπες (3) 20.έχω Μονσούνο (2) 21.και έχω ενενήντα οκτώ τάπες στο σπίτι (7) 22.όχι από Μονσούνο (3) 23.και άλλη μία ενενήντα έξι (5) 24.και βρήκα κι άλλες δύο (5) 25.δεν έχω σκεφτεί (3) 296

297 26.με το Φρανκ παίζουμε να πατά τη γραμμή την άσπρη (10) 27.έχει κάτι γραμμούλες και μία γραμμούλα άσπρη τόση (8) 28.και πρέπει να φτάσει κάποιος στο τέλος για να είναι νικητής (11) 29.πρώτα τρώω (2) 30.μετά παίζω (2) Σύνολο λέξεων των 30 προτάσεων: : 30 προτάσεις=4,37 μέσο μήκος εκφωνήματος (MLU) Στάδιο 5: ηλικία μήνες 297

298 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ 298

299 Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου Ι. Βογινδρούκος, Α. Πρωτόπαπας, Γ.Σιδερίδης Ελληνική έκδοση του Word Finding Vocabulary Test (Renfrew, 1995) Έντυπο βαθμολόγησης Ονοματεπώνυμο:... Ημερομηνία γέννησης:... Ημερομηνία εξέτασης:... Aρχικός βαθμός:... Αναπτυξιακή ηλικία... Εκατοστημόριο:... Παρατηρήσεις: 299

300 1. Κλειδί Ρακέτα. 2. Φίδι. 27. Θερμόμετρο 3. Φεγγάρι Φλιτζάνι Κρεμάστρα. 29. Άγκυρα 5. Παράθυρο Σέλα. 6. Κλόουν 31. Ανανάς 7. Χαρταετός Τρυπάνι.. 8. Πάπια Λαχανικά. 9. Μπλούζα. 34. Βίδα. 10. Μανίκι Χάρτης 11. Κιθάρα 36. Βιολί. 12. Ζάρια Κεραία. 13. Σαλιγκάρι Σκιάχτρο. 14. Ελικόπτερο. 39. Κοσμήματα. 15. Κουκουβάγια Μαγνήτης 16. Γοργόνα Γαλλικό Κλειδί/Κάβουρας Κροκόδειλος Κάμπια 18. Δάχτυλο Αλεξίπτωτο. 19. Καμήλα Φάρος 20. Κιάλια Πυξίδα. 21. Καγκουρό Ιγκλού Ποτιστήρι 47. Κυψέλη 23. Κολιέ 48. Νάρθηκας / Επίδεσμος 24. Βέλος Δοξάρι. 25. Μικρόφωνο. 50. Τρούλος. Σύνολο: 300

301 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: ΕΙΚΟΝΕΣ ΔΡΑΣΗΣ: ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ 301

302 ΕΙΚΟΝΕΣ ΔΡΑΣΗΣ Δοκιμασία Πληροφοριακής και Γραμματικής Επάρκειας Ιωάννης Βογινδρούκας, Αθανάσιος Πρωτόπαπας, Σταυρούλα Σταυρακάκη Ελληνική Έκδοση του Action Picture Test C. Renfrew (1977) Έντυπο βαθμολόγησης Ονοματεπώνυμο:... Ημερομηνία γέννησης:... Ημερομηνία εξέτασης:... Βαθμός πληροφοριακής επάρκειας:. Εκατοστημόριο: Βαθμός γραμματικής επάρκειας:...eκατοστημόριο:... Συνολικός βαθμός:... Εκατοστημόριο:... Παρατηρήσεις 302

303 Αριθμός Εικόνας Απάντηση Βαθμοί Πληροφοριακής Επάρκειας Βαθμοί Γραμματικής Επάρκειας Συνολική Βαθμολογία Σύνολο 303

304 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5: ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ 304

305 305

306 306

307 307

308 308

ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ Σύμφωνα με το DSM-IV ο τραυλισμός ορίζεται ως διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας, η οποία είναι δυσανάλογη

Διαβάστε περισσότερα

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

- Καθυστέρηση λόγου (LLI) Πολλά άτομα με βαρηκοΐα/κώφωση (Είναι η μερική ή ολική απώλεια των ηχητικών ερεθισμάτων μέσω της ακουστικής οδού. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως προκύπτει δυσκολία επεξεργασίας και παραγωγής των ήχων συνεπώς

Διαβάστε περισσότερα

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001 Γλώσσα- είναι µία ταξινοµική αρχή, ένας κώδικας επικοινωνίας, ένα κοινωνικό φαινόµενο έξω από το άτοµο. Οµιλία-

Διαβάστε περισσότερα

Αρθρωτικές-Φωνολογικές διαταραχές Αποκατάσταση φωνημάτων /f/ - /v/

Αρθρωτικές-Φωνολογικές διαταραχές Αποκατάσταση φωνημάτων /f/ - /v/ Αρθρωτικές-Φωνολογικές διαταραχές Αποκατάσταση φωνημάτων /f/ - /v/ Φοιτήτρια : Τεκτονίδου Βαρβάρα (12871) Καθηγήτρια: Παίλα Νικολέτα T.E.I Ηπείρου, 2014 Ταξινόμηση φωνολογικών/αρθρωτικών διαταραχών Αναπτυξιαξή

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑ γέννηση ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Αναγνωρίζει και προτιμά τη φωνή της μητέρας καθώς και ήχους της γλώσσας. Μιμείται ήχους της γλώσσας. 2 μηνών Συνδυάζει

Διαβάστε περισσότερα

Προβλήματα ομιλίας στην παιδική ηλικία

Προβλήματα ομιλίας στην παιδική ηλικία Προβλήματα ομιλίας στην παιδική ηλικία Το μικρό μας δεν μιλάει όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Τι μπορεί να συμβαίνει; Το κοινωνικό περιβάλλον, οι συνθήκες ζωής, και οι παραδόσεις επηρεάζουν θετικά

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία συνδέεται µε ελλείµµατα στην έκφραση ή/και στην κατανόηση Ειδική: δυσκολία χωρίς

Διαβάστε περισσότερα

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω

29. Βοηθητικό ρόλο στους μαθητές με δυσγραφία κατέχει η χρήση: Α) ηλεκτρονικών υπολογιστών Β) αριθμομηχανών Γ) λογογράφων Δ) κανένα από τα παραπάνω ΔΥΣΓΡΑΦΙΑ Ερωτήσεις 1. Η δυσγραφία μπορεί να χωριστεί στις δύο ακόλουθες κατηγορίες: Α) γενική και μερική Β) γενική και ειδική Γ) αναπτυξιακή και επίκτητη Δ) αναπτυξιακή και μαθησιακή 2. Η αναπτυξιακή

Διαβάστε περισσότερα

- Έκπτωση στη χρήση εξoλεκτικών συμπεριφορών πχ βλεμματικής επαφής, εκφραστικότητας προσώπου.

- Έκπτωση στη χρήση εξoλεκτικών συμπεριφορών πχ βλεμματικής επαφής, εκφραστικότητας προσώπου. ΑΥΤΙΣΜΟΣ- ΔΙΑΧΥΤΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η Διάχυτη Διαταραχή της Ανάπτυξης σύμφωνα με το ICD-10 το σύστημα της Διεθνούς Ταξινόμησης των Νόσων είναι μια διαταραχή που περιλαμβάνει δυσκολίες στην ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

Γενικές Πληροφορίες για τοντραυλισμό

Γενικές Πληροφορίες για τοντραυλισμό Γενικές Πληροφορίες για τοντραυλισμό Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας,ο τραυλισμός είναι μία διαταραχή στη ροή τηςομιλίας κατά την οποία το πρόσωπο που τραυλίζει γνωρίζει ακριβώς αυτό που θέλει

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη. CATALISE: Μια διεθνής και διεπιστημονική έρευνα με την μέθοδο Delphi των προβλημάτων γλωσσικής ανάπτυξης. 2 η Φάση.

Περίληψη. CATALISE: Μια διεθνής και διεπιστημονική έρευνα με την μέθοδο Delphi των προβλημάτων γλωσσικής ανάπτυξης. 2 η Φάση. Περίληψη CATALISE: Μια διεθνής και διεπιστημονική έρευνα με την μέθοδο Delphi των προβλημάτων γλωσσικής ανάπτυξης. 2 η Φάση. Περίληψη από την Susan Ebbels- αναθεωρημένη 13 Φεβρουαρίου 2017 (Μετάφραση:

Διαβάστε περισσότερα

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,

θέραπειν  Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ , θέραπειν Κέντρο Συµβουλευτικών Υπηρεσιών Ψυχικού Το κέντρο συμβουλευτικών υπηρεσιών θέραπειν αποτελεί ένα σύγχρονο κέντρο ειδικών θεραπειών, πρόληψης, διάγνωσης και αποκατάστασης. Στελεχώνεται από εξειδικευμένους

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου 0-6 μηνών 7-12 μηνών 13-18 μηνών 19-24 μηνών 2-3 ετών 3-4 ετών 4-5 ετών 5-6 ετών 6-7 ετών 0-6 μηνών Επαναλαμβάνει τους ίδιους ήχους Συχνά μουρμουρίζει, γελά και παράγει ευχάριστους

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 1: Επικοινωνία, Λόγος, Ομιλία (2ο Μέρος) Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

Γλώσσα : Ορισμός, Ανάπτυξη & Διαταραχές. Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Γλώσσα : Ορισμός, Ανάπτυξη & Διαταραχές. Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος» Γλώσσα : Ορισμός, Ανάπτυξη & Διαταραχές Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος» Προϋποθέσεις Προγράμματος Παρέμβασης Η καλή κατανόηση της φύσης της διαταραχής Η σε βάθος

Διαβάστε περισσότερα

FOUNDERS CLUB. Πλήρες Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για Τελειόφοιτους & Νέους Επαγγελματίες Λογοθεραπευτές

FOUNDERS CLUB. Πλήρες Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για Τελειόφοιτους & Νέους Επαγγελματίες Λογοθεραπευτές FOUNDERS CLUB Πλήρες Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για Τελειόφοιτους & Νέους Επαγγελματίες Λογοθεραπευτές Το Πρόγραμμα Founders Club είναι το πληρέστερο πρόγραμμα ιδιωτικής εκπαίδευσης Λογοθεραπείας που υπάρχει.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας.. 8 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α 1. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ Φύση και έννοια της αναπηρίας Η συνειδητοποίηση της αναπηρίας.. Η στάση της οικογένειας απέναντι στο παιδί με αναπηρία Στάσεις της

Διαβάστε περισσότερα

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Μαθησιακές Δυσκολίες Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1 Θεματικές ενότητες του μαθήματος Θεωρητικό πλαίσιο της διαδικασίας εκμάθησης

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ Σπουδάστρια: Αθηνά Κατσαντώνη (9923) Εποπτεύων καθηγητής: κ ος Πέσχος Δημήτριος. Τριμελής

Διαβάστε περισσότερα

«Διαγνωστικές κατηγορίες και διαγνωστικά κριτήρια για όλες τις μαθησιακές δυσκολίες, σύμφωνα με το DSM-IV, DSM-IV TR, DSM-V & ICD-10»

«Διαγνωστικές κατηγορίες και διαγνωστικά κριτήρια για όλες τις μαθησιακές δυσκολίες, σύμφωνα με το DSM-IV, DSM-IV TR, DSM-V & ICD-10» «Διαγνωστικές κατηγορίες και διαγνωστικά κριτήρια για όλες τις μαθησιακές δυσκολίες, σύμφωνα με το DSM-IV, DSM-IV TR, DSM-V & ICD-10» Περιεχόμενα Περιεχόμενα...1 Εισαγωγή...1 DSM-IV, DSM-IV TR, DSM-V...2

Διαβάστε περισσότερα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Χαλάνδρι 02/05/2010 Αριστοτέλους 42 Χαλάνδρι Τ.Κ. 15234 Τηλ./210-6800823 e-mail: papdimit@yahoo.gr ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Η ανάπτυξη της γλώσσας αποτελεί µια πολύχρονη, πολύπλοκη και προοδευτική

Διαβάστε περισσότερα

Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος

Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Φοιτήτρια: Τσαρκοβίστα Βικτώρια (Α.Μ. 12517) Επιβλέπων καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Tα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν προβλήματα στις βασικές ψυχολογικές διαδικασίες που περιλαμβάνονται

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ. Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος»

ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ. Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» Αξιολόγηση Συλλογή πληροφοριών Ερμηνεία Στόχοι της παρέμβασης Η Αξιολόγηση της

Διαβάστε περισσότερα

Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος

Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος Δρ. Αναστασία Κουμούλα Παιδοψυχίατρος Συντ. Διευθύντρια Τμ. Ψυχιατρικής Παιδιών & Εφήβων Διευθύντρια ψυχιατρικού Τομέα Σισμανόγλειο ΓΝΑ 4/10000 άτομα Α:Κ 3:1 70% IQ

Διαβάστε περισσότερα

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Ιωάννης Βρεττός

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Ιωάννης Βρεττός Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Ιωάννης Βρεττός Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Γνώρισμα της προσωπικότητας ή ασκήσιμη συμπεριφορά; ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΑ ΚΑΝΑΛΙΑ Κινήσεις μέσα στον χώρο Κινήσεις των χεριών και του σώματος Οι κινήσεις

Διαβάστε περισσότερα

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους

Προκλήσεις κατά την ένταξή τους Προκλήσεις κατά την ένταξή τους Από τη Χρυσάνθη Σταύρου Β.Δ.Σχολής Κωφών Συντονίστρια Προγράμματος Στήριξης Παιδιών με Απώλεια Ακοής στη Μέση Εκπαίδευση Εισαγωγή Βαρήκοα παιδιά, παιδιά μα κοχλιακά εμφυτεύματα

Διαβάστε περισσότερα

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» «Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά» Θεοδώρα Πάσχου α.μ 12181 Τμήμα Λογοθεραπείας-Τ.Ε.Ι ΗΠΕΙΡΟΥ Εισαγωγικές επισημάνσεις 1) η εκδήλωση διαταραχών στην κατάκτηση μαθησιακών δεξιοτήτων προκαλεί

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος» ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ... Η γλωσσική παρέμβαση Είναι η διαδικασία μέσω της

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ

Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ Παιδαγωγική ή Εκπαίδευση ΙΙ Ενότητα 8: Ζαχαρούλα Σμυρναίου Σχολή: Φιλοσοφική Τμήμα: Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής Ψυχολογίας Εξελικτικές μαθησιακές θεωρίες Δυσλεξία Η Δυσλεξία δεν είναι κατά βάση μια διαταραχή

Διαβάστε περισσότερα

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών» «Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών» Γλώσσα: Το φυσικό εκείνο σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο και έχει ως βάση του τον έναρθρο λόγο.

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. Έτος: Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κα. Ζακοπούλου Βικτωρία

Σχολή: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. Έτος: Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κα. Ζακοπούλου Βικτωρία «Πολυπαραγοντική προσέγγιση αναπτυξιακών διαταραχών σε επίπεδο διάγνωσης: Μελέτη περιπτώσεων παιδιών ηλικίας 3-7 ετών με διαταραχή αυτιστικού φάσματος (ASE)» Σχολή: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΠΕΙΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές Ενότητα 1: Εισαγωγικές Επισημάνσεις Ζακοπούλου Βικτωρία 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου Τμήμα

Διαβάστε περισσότερα

Πιο συγκεκριμένα μερικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται είναι οι εξής:

Πιο συγκεκριμένα μερικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται είναι οι εξής: Tι είναι ο αυτισμός Ο Αυτισμός είναι μια ισόβια αναπτυξιακή διαταραχή, που εμποδίζει τα άτομα να κατανοούν σωστά όσα βλέπουν ακούν και γενικά αισθάνονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015 ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-2015 ΘΕΜΑ: Αξιολόγηση και Εκπαίδευση των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Προσαρμογές αναλυτικών

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΑΠΡΑΞΙΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΑΠΡΑΞΙΑ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΑΠΡΑΞΙΑ Χαρίκλεια Χαρωνίτη Λεμεσός, Μάϊος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την administrator Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :03 - Τελευταία Ενημέρωση Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :20

Συντάχθηκε απο τον/την administrator Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :03 - Τελευταία Ενημέρωση Τρίτη, 27 Δεκέμβριος :20 Τι είναι η ΔΕΠΥ; Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) - διεθνώς ADHD: Attention Deficit Hyperactivity Disorder - είναι μια από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής

Διαβάστε περισσότερα

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες Η διάγνωση των διαταραχών λόγου πρέπει να γίνεται έγκαιρα, μόλις οι γονείς αντιληφθούν οτι κάτι ισως δεν πάει καλά και πρέπει να παρουσιάσουν το παιδί τους στον ειδικό. Ο ειδικός θα λάβει μέτρα για την

Διαβάστε περισσότερα

Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά

Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά Παρουσίαση Πτυχιακής Εργασίας με θέμα: Προσέγγιση των Μαθησιακών Δυσκολιών και Εφαρμογή του Τεστ Αθηνά Ιωάννινα Νοέμβριος2012 Επόπτης καθηγητής: Χριστοδουλίδης Παύλος Εκπονήτριες: Αρμυριώτη Βασιλική (11071)

Διαβάστε περισσότερα

Ο όρος διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) αναφέρεται σε μια αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει μειωμένες ικανότητες

Ο όρος διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) αναφέρεται σε μια αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει μειωμένες ικανότητες Ο όρος διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός) αναφέρεται σε μια αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει μειωμένες ικανότητες στην επικοινωνία, κοινωνικότητα και συμπεριφορά, καθώς

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Κεφάλαιο 1: Αρχική Επισκόπηση. Κεφάλαιο 2: Θεμέλια Γνώσης για τον Εξελικτικό και Επίμονο Τραυλισμό

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Κεφάλαιο 1: Αρχική Επισκόπηση. Κεφάλαιο 2: Θεμέλια Γνώσης για τον Εξελικτικό και Επίμονο Τραυλισμό ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος... 13 Κεφάλαιο 1: Αρχική Επισκόπηση Εισαγωγή...17 1.1 Κλινικά Χαρακτηριστικά και Όροι και Ορισμοί...19 1.1.1 Προσωπικότητα και Χαρακτηριστικά Κλινικού...19 1.1.2 Χρήσιμοι Όροι Αποδεκτοί

Διαβάστε περισσότερα

Αυτισμός καλής λειτουργικότητας: Δυο χρόνια εμπειρίας στο Τ.Ε.Ν.Ε. ΑΝΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ MD, Ph.D

Αυτισμός καλής λειτουργικότητας: Δυο χρόνια εμπειρίας στο Τ.Ε.Ν.Ε. ΑΝΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ MD, Ph.D Αυτισμός καλής λειτουργικότητας: Δυο χρόνια εμπειρίας στο Τ.Ε.Ν.Ε. ΑΝΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΩΤΗ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ MD, Ph.D ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ Χαρακτηριστικά Αυτισμού Καλής Λειτουργικότητας ( ομιλία, κινητικός συντονισμός,

Διαβάστε περισσότερα

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή Κωνσταντίνα Χατζηκαλλή Λεμεσός, Ιούνιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Γιώργος Φούρλας Θεραπευτής Λόγου & Ομιλίας M.Ed., M.Sc.SLT., CertMRCSLT

Γιώργος Φούρλας Θεραπευτής Λόγου & Ομιλίας M.Ed., M.Sc.SLT., CertMRCSLT Γιώργος Φούρλας Θεραπευτής Λόγου & Ομιλίας M.Ed., M.Sc.SLT., CertMRCSLT Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Κέντρο Έρευνας και Θεραπείας Τραυλισμού www. travlismos.gr Αθήνα, 23 Μαΐου, 2015. 1

Διαβάστε περισσότερα

ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΤΕΣΤ ΣΕ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΤΕΣΤ ΣΕ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Τμήμα Λογοθεραπείας ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΤΕΣΤ ΣΕ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΡΩΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Παρουσίαση πτυχιακής εργασίας από τις

Διαβάστε περισσότερα

Προβλήματα Λόγου Νεονάκη Ειρώνα, Λογοπεδικός. Τι είναι η λογοπεδική

Προβλήματα Λόγου Νεονάκη Ειρώνα, Λογοπεδικός. Τι είναι η λογοπεδική Προβλήματα Λόγου Νεονάκη Ειρώνα, Λογοπεδικός Τι είναι η λογοπεδική Η επιστήμη της λογοπεδικής είναι η επιστήμη της παθολογίας της επικοινωνίας και ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και έρευνα

Διαβάστε περισσότερα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές 1 Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές Ενότητα 13: Φωνολογικές διαταραχές / Συμπτωματολογία Ζακοπούλου Βικτωρία 2 Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΕΑΝΙΚΗ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ Όνομα Φοιτήτριας: Μαρία Θωμά Αριθμός φοιτητικής ταυτότητας:2010221455

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

S06.2 Απόψεις και πρακτικές των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολική ηλικίας: Ποιοτική ανάλυση

S06.2 Απόψεις και πρακτικές των παιδαγωγών προσχολικής εκπαίδευσης για τα προβλήματα ψυχικής υγείας των παιδιών προσχολική ηλικίας: Ποιοτική ανάλυση 1 της εστιασμένης συζήτησης. Πραγματοποιήθηκαν 6 ομαδικές συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν 34 παιδαγωγοί από παιδικούς σταθμούς της Αττικής. Σε κάθε ομάδα συμμετείχαν 4-6 παιδαγωγοί και δύο συντονίστριες.

Διαβάστε περισσότερα

Μαρκομανωλάκη Ελένη Α. Μ. : 9799 Επιβλέπων καθηγητής : Νάσιος Γρηγόριος

Μαρκομανωλάκη Ελένη Α. Μ. : 9799 Επιβλέπων καθηγητής : Νάσιος Γρηγόριος Μαρκομανωλάκη Ελένη Α. Μ. : 9799 Επιβλέπων καθηγητής : Νάσιος Γρηγόριος Είναι κακώσεις που συμβαίνουν στην περιοχή της κεφαλής Οι κακώσεις αυτές προκαλούνται, όταν : Α) ένα κινούμενο αντικείμενο χτυπήσει

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα 9 Περιεχόμενα Προλογικό Σημείωμα 9 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.1. Εισαγωγή 14 1.2 Τα βασικά δεδομένα των Μαθηματικών και οι γνωστικές απαιτήσεις της κατανόησης, απομνημόνευσης και λειτουργικής χρήσης τους 17 1.2.1. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2 Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε 2011-12 Α. Παράμετροι που επηρεάζουν την εκμάθηση μιας Γ2 Πολλές παράμετροι επηρεάζουν τη διαδικασία αυτή. Σύμφωνα με τον

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση

Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση Παιδιά με ειδικές ανάγκες Κατηγορίες διαφορετικών δυνατοτήτων Διανοητικές αναπηρίες (νοητική καθυστέρηση) Μαθησιακές δυσκολίες Συναισθηματικές ή συμπεριφορικές διαταραχές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΚΑΥΚΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ 1 ο Μάθημα Προγραμματισμένα μαθήματα 2/10, 9/10, 16/10, 23/10, 30/10, 6/11, 13/11, 20/11, 27/11, 4/12, 11/12,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Ειδική Φυσική Αγωγή Ενότητα 10η: Αυτισμός Κοκαρίδας Δημήτρης Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Επιπτώσεις από τη χρήση αντικαταθλιπτικής αγωγής στην εγκυμοσύνη στο έμβρυο Όνομα Φοιτήτριας: Άντρια Λυσάνδρου Αριθμός φοιτητικής

Διαβάστε περισσότερα

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία

Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής στην Εφηβεία Β. Α. Παπαγεωργίου MD, Med, Δρ. Α.Π.Θ. Παιδοψυχίατρος - TEACCH Consultant τ. Επίκουρος Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής Οι Δ.Π.Τ. Δεν είναι απλώς αποκλίνουσες διατροφικές

Διαβάστε περισσότερα

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Για τους γονείς και όχι μόνο από το Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας; Ακουστικός, οπτικός ή μήπως σφαιρικός; Ανακαλύψτε ποιος είναι ο μαθησιακός τύπος του παιδιού σας, δηλαδή με ποιο τρόπο μαθαίνει

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή διατριβή ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου

Ανάγνωση. Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων. Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων. Κατανόηση κειμένου Ανάγνωση Ικανότητα γρήγορης και αυτόματης αναγνώρισης λέξεων Γνώση γραμμάτων και αντιστοιχίας γραμμάτων φθόγγων Γνώση σημασίας λέξεων (λεξιλόγιο πρόσληψης) Κατανόηση κειμένου Οικειότητα με γραπτέςλέξειςκαι

Διαβάστε περισσότερα

Επίδραση του θεραπευτικού προγράμματος <<Ασκήσεις λόγου>> σε ηλικιωμένους με Ήπια Νοητική Διαταραχή

Επίδραση του θεραπευτικού προγράμματος <<Ασκήσεις λόγου>> σε ηλικιωμένους με Ήπια Νοητική Διαταραχή lysitsas.kon@gmail.com 9th Panhellenic Conference on Alzheimer's Disease and 1st Mediterranean on Neurodegenerative Diseases Επίδραση του θεραπευτικού προγράμματος σε ηλικιωμένους με

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: «PROFILE ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ»

ΘΕΜΑ: «PROFILE ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ» ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΘΕΜΑ: «PROFILE ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ» ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΣΙΣΚΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2014 ΚΛΙΝΙΚΑ

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΟΝΙΔΗΣ, ΔΠΘ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΕΚΑΚΗ, ΑΠΘ Α ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ 201 6-2017 2 ο παραδοτέο Περιεχόμενο 1. Εισαγωγή: το θέμα και η σημασία του, η σημασία διερεύνησης του

Διαβάστε περισσότερα

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Κανείς δεν φαντάζεται ότι ο λόγος θα εμφανισθεί απότομα, στην τελική του μορφή μ ένα χτύπημα μιας μαγικής ράβδου, σαν μια μηχανή έτοιμη για χρήση. Η εγκατάσταση του πολύπλοκού

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακές Δυσκολίες. Τίτλος: Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Αγγελική Μουζάκη. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Μαθησιακές Δυσκολίες. Τίτλος: Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Αγγελική Μουζάκη. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Μαθησιακές Δυσκολίες Τίτλος: Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής - Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) Αγγελική Μουζάκη Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Διαταραχή Ελλειμματικής

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ Παναγιώτα Παπαϊωάννου Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Η χρήση του PECS - Εναλλακτικός Τρόπος Επικοινωνίας στην Εκπαιδευτική Διαδικασία ΤΟΥΠΛΙΚΙΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ ΠΕ60.50 ΕΑΕ

Η χρήση του PECS - Εναλλακτικός Τρόπος Επικοινωνίας στην Εκπαιδευτική Διαδικασία ΤΟΥΠΛΙΚΙΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ ΠΕ60.50 ΕΑΕ Η χρήση του PECS - Εναλλακτικός Τρόπος Επικοινωνίας στην Εκπαιδευτική Διαδικασία ΤΟΥΠΛΙΚΙΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ ΠΕ60.50 ΕΑΕ Ιστορικό παιδιού Νήπιο-5 ετών Έχει φοιτήσει την τάξη του προνηπίου χωρίς υποστήριξη.

Διαβάστε περισσότερα

ιαταραχές Επικοινωνίας & Λόγου στον Αυτισμό Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Μαρία Παπαντωνίου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

ιαταραχές Επικοινωνίας & Λόγου στον Αυτισμό Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Μαρία Παπαντωνίου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος» ιαταραχές Επικοινωνίας & Λόγου στον Αυτισμό Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Μαρία Παπαντωνίου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος» ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ (1) Πώς αναπτύσσεται η Επικοινωνία και η Γλώσσα;

Διαβάστε περισσότερα

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών

12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών 12 Σταθμισμένα διερευνητικά ανιχνευτικά εργαλεία κριτήρια μαθησιακών δυσκολιών Διαδικασίες διαχείρισης περίπτωσης Στάδιο 1 Εντοπισμός Στάδιο 2 Αξιολόγηση Στάδιο 3 Παρέμβαση Στάδιο 4 Υποστήριξη Παρακολούθηση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ» ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΚΟΥΝΤΑΝΤΣΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Σχολή Επιστημών Υγείας Πτυχιακή εργασία ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Γεωργίου Μύρια Λεμεσός, Μάιος 2018 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή

Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή Εκπαιδευτική παρέμβαση στον αφηγηματικό λόγο νηπίου με γλωσσική διαταραχή Κατερίνα Σιδηροπούλου Νηπιαγωγός Ειδικής Αγωγής ΠΕ 61 10 ο Νηπιαγωγείο Συκεών Χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου Συμβάλει στην

Διαβάστε περισσότερα

1. Ορισµός της ΕΓΔ. 2.1. Χαρακτηριστικά της ΕΓΔ

1. Ορισµός της ΕΓΔ. 2.1. Χαρακτηριστικά της ΕΓΔ Ο λόγος είναι ίσως η σηµαντικότερη µορφή έκφρασης όσο για την επικοινωνία αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη του ανθρώπου από τον προφορικό στον γραπτό λόγο. Γιατί αν ένα παιδί δεν συνειδητοποιήσει πλήρως

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιάζοντας Διαδραστικά Εκπαιδευτικά Παιχνίδια Βασισµένα στο Kinect για Παιδιά µε Δυσπραξία. Σ. Ρετάλης, Μ. Μπολουδάκης,

Σχεδιάζοντας Διαδραστικά Εκπαιδευτικά Παιχνίδια Βασισµένα στο Kinect για Παιδιά µε Δυσπραξία. Σ. Ρετάλης, Μ. Μπολουδάκης, Σχεδιάζοντας Διαδραστικά Εκπαιδευτικά Παιχνίδια Βασισµένα στο Kinect για Παιδιά µε Δυσπραξία Σ. Ρετάλης, Μ. Μπολουδάκης, retal@unipi.gr, michalis@kinems.com Ερευνητικός Στόχος Η αξιοποίηση τεχνολογιών

Διαβάστε περισσότερα

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου)

Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου) Παναής Κασσιανός, δάσκαλος Διευθυντής του 10ου Ειδικού Δ.Σ. Αθηνών (Μαρασλείου) Ομιλία-συζήτηση με βασικό άξονα προσέγγισης το Φάσμα του Αυτισμού και με αφορμή το βιβλίο της Εύας Βακιρτζή «Το Αυγό» στο

Διαβάστε περισσότερα

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια με τον όρο περιγεννητική περίοδος αναφερόμαστε στο χρονικό διάστημα της κύησης, της λοχείας και των

Διαβάστε περισσότερα

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΡΓΙΛΑ ΕΛΕΝΗ Απαρτιωμένη Διδασκαλία ΕΙΣΑΓΩΓΗ Διάγνωση: είναι η πολύπλοκη διαδικασία αναγνώρισης και ταυτοποίησης μιας διαταραχής που γίνεται

Διαβάστε περισσότερα

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση Αντιπαράθεση φύσης ανατροφής η ανάπτυξη είναι προκαθορισμένη κατά την γέννηση από την

Διαβάστε περισσότερα

Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας

Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας Η δυσλεξία και η αντιμετώπισή της www.iatronet.gr Γράφει: Τσουκαλά Μαρινέλλα, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής - Ομιλίας Το παιδί είναι έξυπνο και γεμάτο ζωντάνια και φαντασία. Όμως, παρ όλα αυτά,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ. Ακολουθούν περιγραφές των Σεμιναρίων που οργανώνονται:

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ. Ακολουθούν περιγραφές των Σεμιναρίων που οργανώνονται: ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ «Οικογένεια και Αυτισμός» «Επαγγελματικός Προσανατολισμός» «Μαθησιακές Δυσκολίες: Ανίχνευση, Σχεδιασμός, Παρέμβαση & Αποκατάσταση» «Μαθησιακές Δυσκολίες και Σχολικός Εκφοβισμός» «Εξερευνώντας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ - Καθορισμός του πλαισίου μετάβασης στο περιβάλλον του cloud computing - Αναγνώριση ευκαιριών και ανάλυση κερδών/κόστους από την

Διαβάστε περισσότερα

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΠΑΡΤΕΝΕΡ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΠΑΡΤΕΝΕΡ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Πρώτο Διεθνές Συνέδριο 23-25 Μαρτίου Κινητικές Διαταραχές Ομιλίας σε παιδιά και ενήλικες Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΠΑΡΤΕΝΕΡ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Δρ. Λουΐζα Βωνιάτη PhD.,

Διαβάστε περισσότερα

Ο αυτισμός είναι μια διάχυτη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία επηρεάζει το άτομο σε

Ο αυτισμός είναι μια διάχυτη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία επηρεάζει το άτομο σε Υπέροχα παιδιά Μέσα σε μια εύθραυστη φυσαλλίδα Πάνω από το ουράνιο τόξο Haiku Ο αυτισμός είναι μια διάχυτη νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία επηρεάζει το άτομο σε 1 / 5 γνωστικό, επικοινωνιακό και κοινωνικό

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ

ΒΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ ΒΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ Είναι μια χρόνια προοδευτικά εξελισσόμενη εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου που επηρεάζει κυρίως την κίνηση. Τι προκαλεί την νόσο; Τι προκαλεί την νόσο; Για να γίνει η έναρξη

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚHΣ ΗΛΙΚΙΑΣ»

Διαβάστε περισσότερα

ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ. Mαρία Παπαντωνίου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος»

ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ. Mαρία Παπαντωνίου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» ΑΤΥΠΗ AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ Mαρία Παπαντωνίου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το παιδί «Η Παμμακάριστος» ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ Ενότητα 1: Επικοινωνία, Λόγος, Ομιλία (1 ο Μέρος) Οκαλίδου Αρετή Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΑΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ Τ.Ε. Β Γ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η στεφανιαία µονάδα είναι ένας χώρος

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία Θέματα Διάλεξης Το πεδίο της αναπτυξιακής ψυχολογίας Η δια βίου προσέγγιση στην ανάπτυξη Σημαντικά θέματα στην αναπτυξιακή ψυχολογία

Διαβάστε περισσότερα

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: MANΩΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Γ ΤΑΞΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ γνώση + ικανότητα επικοινωνίας χρήσιμη & απαραίτητη αποτελεσματικότητα στον επαγγελματικό χώρο αποτελεσματικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις Περισσότερο

Διαβάστε περισσότερα

Τίτλος εργασίας: Θεραπευτικές παρεμβάσεις στη διαταραχή του αυτιστικού φάσματος: βιβλιογραφική ανασκόπηση

Τίτλος εργασίας: Θεραπευτικές παρεμβάσεις στη διαταραχή του αυτιστικού φάσματος: βιβλιογραφική ανασκόπηση Τίτλος εργασίας: Θεραπευτικές παρεμβάσεις στη διαταραχή του αυτιστικού φάσματος: βιβλιογραφική ανασκόπηση Επιβλέπων καθηγητής: ΝΑΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΥ ΑΓΛΑΪΑ Α.Μ: 12514 Τι είναι ο αυτισμός; Είναι μία

Διαβάστε περισσότερα

Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com

Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση. Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com Μαθησιακές Δυσκολίες Εκπαιδευτική αξιολόγηση Πηνελόπη Κονιστή ΠΕ 70 Med Ειδικής Αγωγής pkonisti@gmail.com Τι είναι Μαθησιακές Δυσκολίες; Καμπύλη Νοημοσύνης Δείκτης Νοημοσύνης ποσοστό % κατηγορία πάνω από

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Εγγεγραμμένων γρ Λογοπαθολόγων

Σύλλογος Εγγεγραμμένων γρ Λογοπαθολόγων Σύλλογος Εγγεγραμμένων γρ Λογοπαθολόγων Λογοθεραπεία: Ο Ρόλος του Λογοπαθολόγου και η Κυπριακή Πραγματικότητα 29-30 Νοεμβρίου 2014 Τι είναι Λογοθεραπείαοθερα εία Λογοθεραπεία είναι η επιστήμη που στοχεύει

Διαβάστε περισσότερα

ιαταραχές επικοινωνίας στον αυτισμό

ιαταραχές επικοινωνίας στον αυτισμό ιαταραχές επικοινωνίας στον αυτισμό Βογινδρούκας Γιάννης Λογοπεδικός Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο Β. Ελλάδας ΨΝΘ ΚΟΙΝΩΝΕΩ - Ω = είμαι μέτοχος, ενεργώ από κοινού ΚΟΙΝΩΝΙΑ= κοινωνική ομάδα, συναναστροφή ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩ

Διαβάστε περισσότερα