Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών"

Transcript

1 Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ EΚΘΕΣΗ για το Γεωπεριβάλλον, τους Χερσαίους Οικοτόπους και τη Χλωρίδα των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 GR , GR και GR Καθηγητής Κυριάκος Γεωργίου (Επιστημονικός Υπεύθυνος Ομάδας Εργασίας) Αθήνα 2013

2 Επιστημονική Έκθεση για το Γεωπεριβάλλον, τους Χερσαίους Οικοτόπους και τη Χλωρίδα των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 GR , GR και GR Συγγραφική / Συντακτική Ομάδα: Κυριάκος Γεωργίου, Καθηγητής, Τομέας Βοτανικής, Τμήμα Βιολογίας, Ε.Κ.Π.Α. Δρ. Πηνελόπη Δεληπέτρου, Τεχνολόγος Εργαστηρίου, Τομέας Βοτανικής, Τμήμα Βιολογίας, Ε.Κ.Π.Α. Δρ. Σεραφείμ Πούλος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Δρ. Γεώργιος Γκιώνης, Επιστημονικός Συνεργάτης, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Δρ. Ιωάννης Αλεξόπουλος, Επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Μέλη Επιστημονικής Ομάδας Δρ. Παναγιώτης Τρίγκας, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Βιοτεχνολογίας, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Δρ. Ιωάννης Μπαζός, Τεχνολόγος Εργαστηρίου, Τομέας Οικολογίας και Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας, Ε.Κ.Π.Α. Δρ. Ειρήνη Βαλλιανάτου, Επιμελήτρια του Βοτανικού Κήπου Αλεξάνδρου και Ιουλίας Διομήδους Σπυρίδων Δίλαλος, γεωλόγος (MSc), υποψ. Διδάκτωρ, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Σπυρίδων Μαυρούλης, γεωλόγος (MSc), υποψ. Διδάκτωρ, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Γιαννούλη Δήμητρα-Ηλιάννα, γεωλόγος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Ε.Κ.Π.Α. Η αναφορά της παρούσας Έκθεσης πρέπει να γίνεται ως ακολούθως: Γεωργίου Κ., Δεληπέτρου Π., Πούλος Σ., Γκιώνης Γ., Αλεξόπουλος Ι. (2013). Επιστημονική έκθεση για το γεωπεριβάλλον, τους χερσαίους οικοτόπους και τη χλωρίδα των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 GR , GR και GR Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήνα, 179 σελ. 1

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA Γεωλογικά Στοιχεία Νεοτεκτονικές Μακροδομές και Ρηξιγενείς Ζώνες Τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας Τεκτονικό κέρας Λαπίθα Τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως Τεκτονικό κέρας Μίνθης Τεκτονικό βύθισμα Νέδας Τεκτονικό κέρας Τετράζιου Τεκτονικό βύθισμα Καλού Νερού-Κυπαρισσίας Ρηξιγενείς Ζώνες Ρηξιγενής ζώνη Κατάκολου-Βούναργου Ρήγματα Κατάκολου - Πύργου Βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα Νότια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα Ρηξιγενής ζώνη Ζαχάρως Ρηξιγενείς ζώνες Λέπρεου και Ταξιαρχών Ρηξιγενής ζώνη Νέδα Ρηξιγενής ζώνη Κυπαρισσίας Στάδια παραμόρφωσης - Ρυθμοί ολίσθησης ρηξιγενών ζωνών - Ρυθμοί ανύψωσης θαλασσίων αποθέσεων - Ρυθμοί βύθισης λεκανών Σεισμικότητα-Σεισμική επικινδυνότητα Ιστορική Σεισμικότητα Πρόσφατη Σεισμικότητα Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA Μορφολογικές ενότητες Όρος Λαπίθας Όρος Μίνθη Όρος Τετράζιο Λόφοι Λέπρεου-Νέδα Λόφοι Καλού Νερού-Δώριου

4 2.2. Υδρολογικές λεκάνες Δυτικό τμήμα υδρολογικής λεκάνης ποταμού Αλφειού στο βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας Υδρολογική λεκάνη Ζαχαραίικου στο βύθισμα Ζαχάρως Υδρολογική λεκάνη Νέδα στο βύθισμα Νέδα: Υδρολογική λεκάνη Περιστέρας στο βύθισμα Κυπαρισσίας-Καλού Νερού: Λίμνες Λίμνη Καϊάφα Αποξηραμένες λίμνες Μουριάς και Αγουλινίτσας Παραλιακή Ζώνη Υποθαλάσσιες γεωμορφές Παραλιακές γεωμορφές Ιζηματολογική σύσταση παράκτιας ζώνης Ορυκτολογική σύσταση παραλιακών ιζημάτων Κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των παράκτιων ιζημάτων Υποθαλάσσια περιοχή (υφαλοκρηπίδα) Αντικείμενα / Θέματα προς επαλήθευση / διερεύνηση / υπό συζήτηση ΚΛΙΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA Κλιματολογία Θερμοκρασία αέρα Σχετική Υγρασία Βροχόπτωση Ανεμολογικό καθεστώς χερσαίων περιοχών NATURA (GR και GR ) Ανεμολογικό καθεστώς θαλάσσιας περιοχής NATURA (GR ) Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA Κυκλοφορία ύδατος και αιωρούμενου υλικού Κυματικό καθεστώς στην προάκτια ζώνη Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΔΙΟΥ ΘΙΝΩΝ (ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΟΛΙΚΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ) - ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Δημιουργία και Εξέλιξη Ανθρώπινη παρέμβαση Οπισθοχώρηση λόγω κλιματικής αλλαγής (ανόδου Θαλάσσιας Στάθμης) Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση

5 6. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΧΛΩΡΙΔΑΣ Μεθοδολογία Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας Εργασία πεδίου Αναγνώριση και Χαρτογράφηση Οικοτόπων Περιγραφή & Αξιολόγηση χερσαίων οικοτόπων Οικολογικό Τοπίο Οικοσυστήματα Αμμωδών Ακτών Αλοφυτικά Οικοσυστήματα Οικοσυστήματα Βραχωδών Ακτών Υγροτοπικά Οικοσυστήματα (εκτός των αμμοθινών) Οικοσυστήματα Δασών και Θαμνώνων (εκτός των αμμοθινών) Οικοσυστήματα Εσωτερικών Βράχων Συνανθρωπική βλάστηση Σημαντικά είδη χλωρίδας Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση ΠΙΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΤΩΝ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ Πιέσεις Οικιστική ανάπτυξη πάνω στις αμμοθίνες Αγροτική ανάπτυξη Τουριστική ανάπτυξη Εξορυκτικές δραστηριότητες - Υλοτομίες Πυρκαγιές (φυσικές ή ανθρωπογενείς) Αλλαγή ιζηματολογικού ισοζυγίου Βιοτικές διαδικασίες Απειλές Αλλαγή ιζηματολογικού ισοζυγίου Πυρκαγιές Οικιστική και τουριστική ανάπτυξη Αγροτική ανάπτυξη Κλιματική αλλαγή Tsunami ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα Επιστημονική Έκθεση υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας με κωδικό ΕΛΚΕ/ΕΚΠΑ 70/3/12657 και τίτλο «Παροχή Υπηρεσιών Συμβούλου για την Συμπλήρωση της εγκεκριμένης Ε.Π.Μ. Θίνες και παραλιακό Δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακκόβατος και θαλάσσια περιοχή κόλπου Κυπαρισσίας». Η επιστημονική έκθεση κάλυψε την ευρύτερη παράκτια ζώνη του Κυπαρισσιακού Κόλπου δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα γεωπεριβαλλοντικά χαρακτηριστικά και στους χερσαίους οικοτόπους και τη χλωρίδα των περιοχών του δικτύου NATURA με κωδικούς GR , GR και GR Η έκθεση αποτελείται από επτά κύρια κεφάλαια, τη βιβλιογραφία και πέντε παραρτήματα. Στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια δίνεται μια εμπεριστατωμένη περιγραφή της γεωλογικής δομής, της γεωμορφολογίας, του κλίματος και των παράκτιων ωκεανογραφικών συνθηκών, ενώ στο 5 ο κεφάλαιο παρουσιάζεται η δυναμική της πρόσφατης εξέλιξης του πεδίου θινών. Στο 6 ο κεφάλαιο δίνεται μια αναλυτική περιγραφή των διαφόρων τύπων των οικοτόπων και των σημαντικών ειδών της χλωρίδας. Στο τέλος κάθε ενός από τα προαναφερόμενα κεφάλαια σημειώνονται οι αντίστοιχες ελλείψεις επιστημονικών στοιχείων που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Στο 7 ο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι διάφορες πιέσεις και απειλές από φυσικές αιτίες, αλλά και από την ανθρώπινη παρέμβαση. Τέλος, παρατίθεται η σχετική βιβλιογραφία ακολουθούμενη από τα πέντε Παραρτήματα της Έκθεσης. 5

7 1. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA 1.1. Γεωλογικά Στοιχεία Ο Κυπαρισσιακός Κόλπος αποτελεί ένα τμήμα με μήκος 75 km της Ιόνιας ακτής της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου με διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ, σχεδόν παράλληλη με την Ελληνική τάφρο, που βρίσκεται σε απόσταση km δυτικότερα (Εικόνα 1.1). Η γενική τεκτονική διεύθυνση του κόλπου είναι ΒΒΔ-ΝΝΑ ακολουθώντας τη γενική διεύθυνση της ζώνης πτυχών-επωθήσεων των Ελληνίδων (Philippson, 1898, Aubouin et al., 1961, Aubouin, 1977, Jacobshagen, 1979) και του σύγχρονου συστήματος του τόξου και της τάφρου της Ελλάδας (McKenzie, 1972, LePichon and Angelier, 1979). Ωστόσο, οι νεοτεκτονικές μακροδομές δεν διατάσσονται παράλληλα προς το τόξο σε διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά κανονικά ρήγματα διεύθυνσης Α-Δ, που διαμορφώνουν τα όρια των μεταλπικών λεκανών, που έχουν αναπτυχθεί στην κορυφή των επωθητικών καλυμμάτων των Ελληνίδων (Εικόνα 1.1). Επίσης, είναι χαρακτηριστική η δομή των διαδοχικών τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων (Mariolakos and Papanikolaou, 1981, 1987, Mariolakos et al., 1985) (Εικόνα 1.1, 1.2). Εικόνα 1.1: (a) Τεκτονικό διάγραμμα του Ελληνικού τόξου, που δείχνει τη διάκρισή του σε τρεις τομείς διαφορετικών νεοτεκτονικών διευθύνσεων: Α-Δ για τον I, ΒΒΔ-ΝΝΑ για τον II και ΑΒΑ-ΔΝΔ για τον III. (b) Γεωγραφική τοποθέτηση της περιοχής ενδιαφέροντος (Κυπαρισσιακός κόλπος) στο νεοτεκτονικό πλαίσιο της Πελοποννήσου (από Mariolakos and Papanikolaou, 1981, 1987 τροποποιημένο από Papanikolaou et al., 2007). (c) To ABA-ΔΝΔ γεωτεκτονικό προφίλ από την Ελληνική τάφρο έως τον Κυπαρισσιακό κόλπο συμπεριλαμβανομένης της περιοχής ενδιαφέροντος (από Monopolis and Bruneton, 1982, τροποποιημένο από Papanikolaou et al., 2007). Το ίχνος του προφίλ (Α-Β) παρουσιάζεται στο χάρτη (a). (d) Ζώνες παραμόρφωσης κατά μήκος του γεωτεκτονικού προφίλ. 6

8 Εκτεταμένες εμφανίσεις θαλάσσιων αποθέσεων Κατωτέρου Πλειστοκαίνου παρατηρούνται μέσα στα τεκτονικά βυθίσματα κατά μήκος της παράκτιας ζώνης, σε απόσταση km από αυτή και σε υψόμετρα αρκετών εκατοντάδων μέτρων (Φουντούλης, 1994, Μαριολάκος et al., 1998) (Εικόνα 1.2). Αυτές οι εμφανίσεις μαρτυρούν ότι έχουν λάβει χώρα σημαντικές κατακόρυφες τεκτονικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς, που επιτρέπουν την απόθεση θαλάσσιων αποθέσεων σε βυθιζόμενες περιοχές και τη επακόλουθη ανύψωση και διάβρωσή τους στις σημερινές θέσεις παρατήρησης (Φουντούλης, 1994, Μαριολάκος et al., 1998). Η γεωλογική δομή της περιοχής περιλαμβάνει σχηματισμούς, που διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους αλπικούς και τους μεταλπικούς σχηματισμούς (Εικόνα 1.2). Οι αλπικοί σχηματισμοί ανήκουν σε τρεις κύριες αλπικές γεωτεκτονικές ενότητες, που είναι η Ιόνια ενότητα, η ενότητα Γαβρόβου και η ενότητα Πίνδου, ενώ οι μεταλπικοί σχηματισμοί είναι αποθέσεις Νεογενούς και Τεταρτογενούς ηλικίας (Λαλεχός, 1973, Perrier, 1980, Streif, 1980, 1982, Μητρόπουλος et al, 1982, Perrier και Κατσικάτσος, 1989, Λέκκας et al., 1992, Φουντούλης και Λέκκας, 1991, Φουντούλης 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη, 1994, 1998, Μαριολάκος et al., 1998, Papanikolaou et al. 2007) (Εικόνα 1.2). Η Ιόνια ενότητα περιλαμβάνει ανθρακικά ιζήματα, που είναι λευκοί-υπόλευκοι λεπτοστρωματώδεις ασβεστόλιθοι με κονδύλους πυριτιολίθων (silex) με ηλικία Κρητιδικό-Ηώκαινο και το ορατό πάχος τους υπερβαίνει τα 150 m (Εικόνα 1.3), ενώ προς τα άνω εξελίσσονται σε ένα κλαστικό σχηματισμό ολιγοκαινικής ηλικίας (Λουτρά Καϊάφα) (Φουντούλης και Λέκκας, 1991, Φουντούλης, 1994). Η ενότητα Γαβρόβου περιλαμβάνει (Εικόνα 1.3): I. Κλαστικά ιζήματα. Πρόκειται για φλύσχη, που περιλαμβάνει ψαμμίτες και πηλίτες ολιγοκαινικής ηλικίας πάχους έως 400 m. II. Νηριτικά ανθρακικά ιζήματα. Είναι άστρωτοι παχυστρωματώδεις νηριτικοί συχνά μαύροι ασβεστόλιθοι ηλικίας Κρητιδικού-Ηωκαίνου μέγιστου πάχους 400 μέτρων. Η ενότητα Πίνδου από τη βάση προς την κορυφή περιλαμβάνει (Εικόνα 1.3): I. Κλαστικά ιζήματα Τριαδικού. Περιλαμβάνουν εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών, πηλιτών και ασβεστόλιθων με ενδιαστρώσεις πυριτιολίθων, κερατολίθων και παρεμβολές κροκαλολατυποπαγών. II. Ραδιολαρίτες s.l.: Πρόκειται για σχηματισμούς κυρίως ιουρασικής ηλικίας, που περιλαμβάνουν ραδιολαρίτες, κερατόλιθους, ερυθρούς πηλίτες και σπανιότερα ασβεστόλιθους. Το μέγιστο πάχος τους φτάνει στα 350 m περίπου. III. Ανθρακικά πελαγικά ιζήματα. Περιλαμβάνονται λεπτοστρωματώδεις ασβεστόλιθοι, οι οποίοι κατά θέσεις εναλλάσσονται με ραδιολαρίτες, ψαμμίτες και πηλίτες. Η ηλικία τους διαφέρει από θέση σε θέση και είναι δυνατόν να είναι Ανώτερο Τριαδικό έως Ανώτερο Κρητιδικό. IV. Φλύσχη. Αποτελείται από εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών, πηλιτών, ψαμμούχων ασβεστόλιθων και σπανιότερα ασβεστόλιθων και κερατολίθων Τριτογενούς ηλικίας. Χερσαίες και λιμναίες αποθέσεις Πλειόκαινου-Κάτω Πλειστοκαίνου απαντούν κυρίως στο ανατολικό τμήμα του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου-Ολυμπίας (σχηματισμός Ερυμάνθου, Hageman 1977, Λέκκας et al, 1992, Lekkas et al. 2000), ενώ θαλάσσιες αποθέσεις Κάτω Πλειστοκαίνου απαντούν κατά μήκος της χερσαίας παράκτιας περιοχής του Κυπαρισσιακού κόλπου (σχηματισμός Βούναργου, Hageman 1977, Λέκκας et al., 1992, Lekkas et al. 2000). 7

9 Οι μεταλπικές ακολουθίες υπέρκεινται ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών και περιλαμβάνουν χερσαίες, λιμναίες και θαλάσσιες αποθέσεις Πλειόκαινου- Ολοκαίνου (Hageman, 1977, Καμπέρης, 1987, Φουντούλης, 1994; Φουντούλης και Μωραΐτη, 1994, 1998). (Εικόνα 1.2). Εικόνα 1.2: Απλοποιημένος γεωλογικός χάρτης της παράκτιας ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου σε συνδυασμό με τις υποθαλάσσιες δομές. Πιθανή συσχέτιση των χερσαίων με τις υποθαλάσσιες δομές σημειώνεται με διακεκομμένη γραμμή. Η περιοχή δομείται από αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Ιόνιας, Γαβρόβου και Πίνδου και μεταλπικούς σχηματισμούς χερσαίας, λιμναίας και θαλάσσιας φάσης, των οποίων η ηλικία κυμαίνεται από το Πλειόκαινο έως το Ολόκαινο. F-1FZ: Βόρεια Ρηξιγενής ζώνη Φιλιατρών, F-2FZ: Νότια Ρηξιγενής ζώνη Φιλιατρών, KFZ: Ρηξιγενής ζώνη Κυπαρισσίας, KNFZ: Ρηξιγενής ζώνη Καλού νερού, NFZ: Ρηξιγενής ζώνη Νέδα, LFZ: Ρηξιγενής ζώνη Λέπρεου, ZFZ: Ρηξιγενής ζώνη Ζαχάρως, SLaFZ: Νότια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα, ΝLaFZ: Βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα, AFZ: Ρηξιγενής ζώνη Αλφειού, EFZ: Ρηξιγενής ζώνη Επιτάλιου, VFZ: Ρηξιγενής ζώνη Βούναργου [από Papanikolaou et al. (2007) με βάση στοιχεία κυρίως από τους νεοτεκτονικούς χάρτες «Φιλιατρά» (Μαριολάκος et al, 1998), και Πύργος - Τρόπαια (Λέκκας et al, 1992)]. 8

10 Εικόνα 1.3: Ο νεοτεκτονικός χάρτης της περιοχής ενδιαφέροντος με βάση τους νεοτεκτονικούς χάρτες «Πύργος» (Λέκκας et al, 1992), «Τρόπαια» (Λέκκας et al, 1992), «Φιλιατρά» (Μαριολάκος et al, 1998) κλίμακας 1: Διακρίνονται οι αλπικοί σχηματισμοί και μεταλπικές αποθέσεις καθώς και τα κύρια τεκτονικά, γεωμορφολογικά και σεισμολογικά στοιχεία της περιοχής ενδιαφέροντος. 9

11 Εικόνα 1.3 (συνέχεια): Υπόμνημα μεταλπικών σχηματισμών στη λεκάνη Πύργου-Ολυμπίας και στην Κεντροδυτική Πελοπόννησο. 10

12 Εικόνα 1.3 (συνέχεια): Υπόμνημα αλπικών σχηματισμών και τεκτονικών, γεωμορφολογικών, σεισμολογικών στοιχείων Νεοτεκτονικές Μακροδομές και Ρηξιγενείς Ζώνες Η νεοτεκτονική δομή της Δυτικής Πελοποννήσου χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων (νεοτεκτονικές μακροδομές 1ης τάξης) με διευθύνσεις Α-Δ και ΒΒΔ-ΝΝΑ, η οριοθέτηση των οποίων γίνεται από μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες αντίστοιχων διευθύνσεων (Mariolakos and Papanikolaou, 1981, Mariolakos et al., 1985) (Εικόνα 1.4). Αυτές οι δύο κύριες διευθύνσεις των ρηξιγενών ζωνών τέμνονται κατά μήκος μιας νοητής γραμμής με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, η οποία χωρίζει την Πελοπόννησο, από το νοτιοδυτικό της άκρο, στην Πύλο, έως το βορειοανατολικό της άκρο, στον Ισθμό της Κορίνθου, σε δύο τομείς, τον βορειοδυτικό (τομέας Ι) και το νοτιοανατολικό (τομέας ΙΙ) (Εικόνα. 1.1). Η γενική εικόνα που προκύπτει είναι μία αλληλουχία παράλληλων τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων, τα οποία στον τομέα Ι έχουν διεύθυνση Α-Δ και στον τομέα ΙΙ έχουν διεύθυνση ΒΒΔ- ΝΝΑ (Εικόνα 1.1, 1.4). Τέτοιες χαρακτηριστικές νεοτεκτονικές μακροδομές 1ης τάξης στην δυτική Πελοπόννησο από Β προς Ν είναι το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας, το τεκτονικό κέρας Λαπίθα, το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα Μεγαλόπολης-Λύκαιου-Μίνθης-Τετράζιου (ΜΕΛΥΜΙΤΕ), η σύνθετη μορφοτεκτονική δομή των ορέων Κυπαρισσίας, το τεκτονικό βύθισμα Καλαμάτας- 11

13 Κυπαρισσίας, το τεκτονικό βύθισμα Βλαχόπουλου και το σύνθετο τεκτονικό κέρας των ορέων της Πυλίας (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα. 1.2 & 1.4). Τα όρια μεταξύ αυτών των νεοτεκτονικών δομών 1ης τάξης καθορίζονται από ρηξιγενείς ζώνες (Εικόνα 1.2 & 1.4) που έχουν μεταξύ άλλων τα εξής κοινά χαρακτηριστικά (Μαριολάκος et al., 1987α, 1987β, Μαριολάκος και Φουντούλης, 1991): a. Οι διευθύνσεις των επί μέρους ρηγμάτων των ρηξιγενών ζωνών δεν είναι σταθερές σε όλο τους το μήκος. b. Τα ρήγματα δεν είναι συνεχή, αλλά διακόπτονται από άλλα ρήγματα που, αν και ανήκουν στην ίδια ρηξιγενή ζώνη, έχουν άλλη διεύθυνση. Πρόκειται στη ουσία για συζυγή συστήματα ρηγμάτων, αφού έχουν δημιουργηθεί κατά την ίδια παραμορφωτική φάση και είναι αποτέλεσμα του ίδιου εντατικού πεδίου. c. Τα επιμέρους ρήγματα παρουσιάζουν μία «κλιμακωτή» (en echelon) διάταξη. Άλλο χαρακτηριστικό της νεοτεκτονικής δομής της περιοχής είναι η ύπαρξη νεοτεκτονικών δομών μικρότερης (2ης, 3ης κ.ά.) τάξης, δηλαδή η ύπαρξη μικρότερων τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων, τα οποία αναπτύσσονται είτε στο εσωτερικό είτε στα περιθώρια των μεγαλύτερων δομών και μπορούν να είναι παράλληλα ή εγκάρσια προς αυτές. Όλες αυτές οι νεοτεκτονικές μακροδομές συνδέονται άμεσα μεταξύ τους από δυναμική άποψη, αφού είναι αποτέλεσμα του ίδιου εντατικού πεδίου. Από κινηματική, όμως, άποψη διαφέρουν μεταξύ τους και η διαφοροποίηση αυτή παρουσιάζεται είτε από το αρχικό στάδιο της δημιουργίας τους είτε κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους (Μαριολάκος et al, 1987a, 1987b, 1989, Μαριολάκος και Φουντούλης, 1991, Φουντούλης, 1994). Εικόνα 1.4: Οι 1ης τάξης νεοτεκτονικές μακροδομές της Δυτικής Πελοποννήσου (από Φουντούλη 1994 τροποποιημένο από Μαυρούλη, 2009). Οι 1ης τάξης νεοτεκτονικές μακροδομές, που αναπτύσσονται από Β προς Ν στην περιοχή ενδιαφέροντος είναι οι εξής: (1) το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας (μόνο το νότιο τμήμα 12

14 αυτού), (2) το τεκτονικό κέρας Λαπίθα, (3) το τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως, (4) το τεκτονικό κέρας Μίνθης, (5) το τεκτονικό βύθισμα Νέδα, (6) το τεκτονικό κέρας Τετράζιου και (7) το τεκτονικό βύθισμα Καλού Νερού-Κυπαρισσίας (Mariolakos and Papanikolaou, 1981, Μαριολάκος και Παπανικολάου, 1987, Λέκκας et al., 1992, 1994, Mariolakos et al., 1995, Lekkas et al., 2000, Fountoulis et al., 2010, Skourtsos et al. 2012) (Εικόνα 1.4). Τα τεκτονικά βυθίσματα Ζαχάρως, Νέδα και Καλού Νερού-Κυπαρισσίας και τα τεκτονικά κέρατα Μίνθης και Τετράζιου ανήκουν στο σύνθετο τεκτονικό βύθισμα Μεγαλόπολης-Λύκαιου-Μίνθης- Τετράζιου (ΜΕΛΥΜΙΤΕ, Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.2, 1.4) και μπορούν να χαρακτηριστούν ως νεοτεκτονικές μακροδομές 2ης τάξης Τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας Το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας έχει έκταση km 2. Έχει διεύθυνση Α-Δ και οριοθετείται βόρεια από τις παρυφές του όρους Σκόλις, βορειοδυτικά από το κέρας των ορέων του Ερυμάνθου, στα ανατολικά από το κέρας των Γορτυνιακών ορέων, στα νότια από το κέρας του Λαπίθα, ενώ στα δυτικά το όριο του δεν υφίσταται ούτε μπορεί να καθοριστεί εξαιτίας της συνέχειας του βυθίσματος στο χώρο του Ιονίου πελάγους (Mariolakos and Papanikolaou, 1981, Μαριολάκος και Παπανικολάου, 1987, Λέκκας et al., 1992, 1994, Lekkas et al., 1995, Lekkas et al., 2000, Fountoulis et al., 2007, 2010, Mavroulis et al. 2010, Skourtsos et al. 2012, Fountoulis et al., 2013). Η γεωλογική δομή των τεκτονικών αυτών κεράτων περιλαμβάνει αλπικούς σχηματισμούς των γεωτεκτονικών ενοτήτων Ιόνιας, Πίνδου και Γαβρόβου-Τρίπολης (Λέκκας et al,. 1992). Τόσο στα περιθώρια αλλά και στο εσωτερικό των δομών αυτών αναπτύσσονται ρήγματα και ρηξιγενείς ζώνες (Λέκκας et al,. 1992, 1994, Mariolakos et al., 1995, Lekkas et al. 2000, Fountoulis et al., 2007, Mavroulis et al., 2010, Fountoulis et al., 2013, Fountoulis et al. [submitted]). Οι δομές αυτές ενδιαφέρουν όχι μόνο ως επιφάνειες ασυνέχειας, που υποβαθμίζουν τα φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά των γεωλογικών σχηματισμών δημιουργώντας ζώνες μειωμένης αντοχής, αλλά κυρίως ως τεκτονικά και σεισμικά ενεργές δομές, που είναι δυνατό να δραστηριοποιηθούν με αποτέλεσμα την έντονη σεισμικότητα. Δημιουργούν έντονες και ευδιάκριτες μορφολογικές ασυνέχειες σε όλα τα περιθώριά τους εκτός από το βορειοανατολικό, όπου η περιθωριακή ρηξιγενής ζώνη καλύπτεται από σύγχρονες αποθέσεις (Λέκκας et al., 1992, 1994, Lekkas et al., 1995, Lekkas et al. 2000, Fountoulis et al. 2007, Mavroulis et al. 2010, Fountoulis et al. 2013, Fountoulis et al., submitted). Η κύρια διάταξη των ρηξιγενών ζωνών έχει διεύθυνση κυρίως Α-Δ και δευτερευόντως ΒΒΔ-ΝΝΑ, δημιουργώντας έτσι ένα πολύπλοκο μωσαϊκό ρηξιτεμαχών, που διακρίνονται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά νεοτεκτονικής δομής και εξέλιξης (Λέκκας et al,. 1992; Lekkas et al., 1995). Στην περιοχή ενδιαφέροντος, οι κυριότερες ρηξιγενείς ζώνες που αναπτύσσονται στο νότιο τμήμα του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου-Ολυμπίας είναι οι ζώνες Κατάκολου-Βούναργου και Κατάκολου- Πύργου στο εσωτερικό του (Λέκκας et al,. 1992, 1994, Lekkas et al., 2000) και η βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα στο νότιο περιθώριό του (Λέκκας et al.,. 1992, 1994, Φουντούλης, 1994, Fountoulis et al., 2010, Skourtsos et al., 2012). Στο τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας, η απόθεση των μεταλπικών ιζημάτων ξεκίνησε κατά το Ανώτερο Μειόκαινο-Κατώτερο Πλειόκαινο με την απόθεση ακολουθιών λιμναίας φάσης (Hageman, 1977, Kamberis et al., 1992), η οποία περιορίστηκε στα βόρεια και νότια περιθώρια του Λαπίθα. Το βύθισμα έχει πληρωθεί γενικά από μεταλπικούς σχηματισμούς Ανωτέρου Μειόκαινου-Ολοκαίνου, 13

15 που επικάθονται ασύμφωνα πάνω σε αλπικό υπόβαθρο, το οποίο σύμφωνα με δεδομένα γεωτρήσεων και χαρτογραφήσεις ανήκει στις γεωτεκτονικές ενότητες Ιόνιας, Πίνδου και Γαβρόβου- Τρίπολης (από Δ προς Α) (BP, 1971, Καμπέρης, 1987, Λέκκας et al,. 1992). Το πάχος των μεταλπικών ιζημάτων είναι γενικά μεγάλο, αλλά δεν είναι παντού ίδιο. Μεταβάλλεται από θέση σε θέση, ξεπερνώντας κατά τόπους τα 1000 m, και μάλιστα με φαινόμενα συνιζηματογενούς τεκτονισμού, που υποδηλώνουν ότι η εξέλιξη του βυθίσματος δεν ήταν ενιαία σε όλη του την έκταση (Λέκκας et al,. 1992, Lekkas et al., 1995, Lekkas et al., 2000). Εικόνα 1.5: Σχηματική στήλη λιθο-στρωματογραφικής διάρθρωσης των μεταλπικών σχηματισμών του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου (Λέκκας et al., 1992, τροποποιημένο από Μαρούλη 2009). Οι μεταλπικές αποθέσεις, που έχουν πληρώσει το βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας με βάση λιθοστρωματογραφικά, νεοτεκτονικά και τεχνικογεωλογικά κριτήρια έχουν ως εξής από τους αρχαιότερους στους νεότερους (Λέκκας et al,. 1992, Lekkas et al., 2000) (Εικόνα 1.2, 1.3, 1.5): i. Σχηματισμός Πλατιάνας. Πρόκειται για λεπτοστρωματώδεις αργίλους, άμμους και πηλίτες με τοπικές ενδιαστρώσεις λιγνιτών. Είναι λιμναίες αποθέσεις σε περιβάλλον υφάλμυρο έως γλυκών υδάτων ηλικίας Ανωτέρου Μειόκαινου-Ανωτέρου Πλειόκαινου, οι οποίες έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο των ζωνών Πίνδου και Τρίπολης. ii. Σχηματισμός Οινόης. Περιλαμβάνει κυρίως μάργες και ψαμμίτες σε άρρυθμες εναλλαγές ως προς την κατακόρυφη έννοια και με πολλές μικρές μεταβάσεις. Το περιβάλλον απόθεσης είναι υφάλμυρο έως λιμναίο, δηλαδή ρηχής θάλασσας, λιμνοθάλασσας ή λίμνης και η ηλικία τους δεν είναι παλαιότερη του Ανωτέρου Πλειοκαίνου. iii. Σχηματισμός Βούναργου. Καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα του βυθίσματος και χαρακτηρίζεται από άρρυθμες εναλλαγές αργίλων, μαργών, ιλολίθων, ψαμμιτών, άμμων με κάποιες ενστρώσεις κροκαλοπαγών στα περιθώρια της λεκάνης. Η ποικιλία των λιθολογικών τύπων και οι κατά θέσεις διαφοροποιήσεις τόσο ως προς την κατακόρυφη όσο και ως προς την οριζόντια έννοια, οι αποσφηνώσεις, οι πλευρικές εξελίξεις και οι μικρό-ασυμφωνίες 14

16 αποτελούν τη συνήθη εικόνα του σχηματισμού. Οι φάσεις είναι ρηχής θάλασσας, ποταμόκολπου, λαγκούνας, ανοικτού κόλπου και ηπειρωτικές λιμναίεςποταμοχειμαρρώδεις, ενώ η ηλικία του σχηματισμού είναι Ανώτερο Πλειόκαινο- Πλειστόκαινο. Η επαφή του σχηματισμού με τον υποκείμενό του είναι κανονική χωρίς να απουσιάζουν οι κατά θέσεις ασυμφωνίες. iv. Σχηματισμός Κεραμιδιάς. Περιλαμβάνει άστρωτους αμμούχους ή ιλυούχους αργίλους με κάποιες ενδιαστρώσεις αδρόκοκκων υλικών και οριζόντων λιγνιτών, ενώ παρατηρούνται πολλές πλευρικές και κατακόρυφες τοπικές εξελίξεις προς τα άλλα υλικά. Το περιβάλλον απόθεσης είναι λιμνοθαλάσσιο έως λιμναίο και η ηλικία του σχηματισμού είναι πλειστοκαινική. Η απόθεσή του έλαβε χώρα μόνο σε ορισμένα τμήματα του βυθίσματος. v. Σχηματισμός Ερυμάνθου. Αποτελείται κυρίως από πολυγενή κροκαλοπαγή χερσαίας προέλευσης, που συνδέονται με ένα ερυθροπυριτικό χαλαρό λεπτομερή σχηματισμό. Η ηλικία του σχηματισμού, ο οποίος στην ουσία αποτελεί ένα παλαιο-κώνο, είναι πλειστοκαινική. Εμφανίζεται κυρίως στο ανατολικό τμήμα του βυθίσματος, όπου καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. vi. Σχηματισμός ασβεστοψαμμιτών Γλώσσας-Κατάκολου. Πρόκειται για πορώδεις ασβεστιτικούς ψαμμίτες οι οποίοι κατά θέσεις περιέχουν πιο αδρομερή ή πιο λεπτομερή υλικά, που προέρχονται από διάφορα πετρώματα. Η ηλικία του σχηματισμού είναι Ανώτερο Πλειστόκαινο (Τυρρήνιο). Καλύπτει ασύμφωνα τους παλαιότερους σχηματισμούς και εμφανίζεται κυρίως στο ακρωτήριο Κατάκολου. Πρόκειται για ένα γεωμετρικό σχηματισμό, η παραμόρφωση του οποίου σηματοδοτεί τις πρόσφατες παραμορφώσεις του Ολοκαίνου. vii. Σχηματισμός αλλουβιακών αποθέσεων. Πρόκειται για πρόσφατες χαλαρές αποθέσεις, που καταλαμβάνουν όλη την επίπεδη πεδινή έκταση και καλύπτουν ασύμφωνα όλους τους προηγούμενους σχηματισμούς Τεκτονικό κέρας Λαπίθα Το τεκτονικό αυτό κέρας έχει διεύθυνση Α-Δ (Εικόνα 1.4, 1.6) και δομείται από αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Ιόνιας, Πίνδου και Γαβρόβου (Streif, 1982, Φουντούλης και Λέκκας, 1991, Φουντούλης, 1994, Skourtsos, et al., 2012). Εικόνα 1.6: Γεωλογικός χάρτης της περιοχής Καϊάφα 1: Αλλουβιακές αποθέσεις, κορήματα, 2: Σχηματισμοί Ανωτέρου Μειοκαίνου- Πλειοκαίνου, 3: Σχηματισμοί ενότητας Πίνδου, 4: Κλαστικοί σχηματισμοί Γαβρόβου, 5: Ανθρακικοί σχηματισμοί Γαβρόβου, 6: Ιόνια ενότητα (από Φουντούλη και Λέκκα, 1991). Στις δυτικές παρυφές του Λαπίθα περιγράφεται εμφάνιση της Ιόνιας ενότητας (Φουντούλης και Λέκκας, 1991, Φουντούλης, 1994), που αποτελεί τη νοτιότερη εμφάνιση της Ιόνιας στην Δυτική Πελοπόννησο μετά τις βορειότερες εμφανίσεις στον Άραξο και την Κυλλήνη (Εικόνα 1.3, 1.6). Η εμφάνιση αυτή περιλαμβάνει πελαγικούς ασβεστόλιθους Ανωτέρου Κρητιδικού, που καλύπτονται ασύμφωνα από ένα κλαστικό σχηματισμό φλυσχομολασσικού τύπου ηλικίας νεότερης του Κατωτέρου Ολιγόκαινου. Η ενότητα Γαβρόβου εμφανίζεται στο δυτικό ήμισυ του όρους και 15

17 περιλαμβάνει ανθρακικούς και κλαστικούς σχηματισμούς (Streif, 1982) (Εικόνα 1.6). Η ενότητα Πίνδου εμφανίζεται στο ανατολικό ήμισυ του όρους, είναι επωθημένη πάνω στην ενότητα Γαβρόβου και περιλαμβάνει ανθρακικούς, κλαστικούς και πυριτικούς σχηματισμούς (Streif, 1982) (Εικόνα 1.3, 1.6). Το τεκτονικό κέρας Λαπίθα οριοθετείται βόρεια από το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας με τη βόρεια ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα και νότια από το τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως με τη νότια ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα (Φουντούλης, 1994, Skourtsos et al., 2012) (Εικόνα 1.2, 1.3, 1.4). Στο ανατολικό του τμήμα δεν αναπτύσσεται κάποιο σαφές όριο με το βόρειο τμήμα του Λύκαιου όρους, ενώ στα δυτικά το κέρας τερματίζεται, δίνοντας τη θέση του στην λίμνη Καϊάφα και την παράκτια περιοχή (Εικόνα 1.2, 1.3, 1.4) Τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως Το βύθισμα Ζαχάρως αποτελεί ένα τμήμα της προς τα ανατολικά προέκτασης του Κυπαρισσιακού κόλπου κατά το Πλειο-Πλειστόκαινο. Είναι μικρή σε έκταση, έχει επιμήκη μορφή με μέση διεύθυνση Α-Δ στο δυτικό τμήμα και ΒΔ-ΝΑ στο ανατολικό. Αποτελεί ένα τυπικό τεκτονικό βύθισμα, που οριοθετείται βόρεια από το κέρας Λαπίθα με τη νότια ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα Α-Δ και ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης και νότια από το κέρας Μίνθης με τη ρηξιγενή ζώνη Ζαχάρως μέσης διεύθυνσης Α-Δ (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.3, 1.4). Έχει πληρωθεί από μεταλπικά ιζήματα κυρίως λιμναία άνω-μειοκαινικής (;) / κάτω-πλειοκαινικής και άνω-μειοκαινικής ηλικίας και μόνο στα δυτικά τμήματά του έχει δεχτεί θαλάσσια ιζήματα ηλικίας Κατώτερου και Μέσου Πλειστοκαίνου (Φουντούλης, 1994). Οι Streif (1977, 1978), Hageman (1977), Μητρόπουλος et al., (1982), Καμπέρης (1987) και Φουντούλης (1994) μελέτησαν και χαρτογράφησαν τους μεταλπικούς σχηματισμούς του βυθίσματος. Ο Φουντούλης (1994) διέκρινε τη λεκάνη Ζαχάρως σε δύο υπολεκάνες, τη δυτική και την ανατολική. Στην ανατολική υπολεκάνη η απορροή των επιφανειακών υδάτων γίνεται προς Β στον Αλφειό ποταμό με το ρέμα Τσεμπερούλας, ενώ στη δυτική υπολεκάνη προς Δ στο Κυπαρισσιακό κόλπο με το ρέμα Άνυδρος. Η δυτική υπολεκάνη Ζαχάρως περιλαμβάνει τους παρακάτω μεταλπικούς σχηματισμούς (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.7): i. Σχηματισμός κροκαλοπαγών Ξηροχωρίου. Αποτελείται από συνεκτικά, πολύμικτα κροκαλοπαγή με αποστρογγυλωμένες κροκάλες μεγέθους έως 50 cm στη μεγάλη διάμετρο. Προέρχονται αποκλειστικά από ασβεστόλιθους και ραδιολαρίτες Πίνδου. Στα ανώτερα τμήματα των κροκαλοπαγών παρατηρούνται ενδιαστρώσεις ψαμμιτών και μαργών. Καλύπτεται ασύμφωνα από το σχηματισμό μαργών-ψαμμιτών Ζαχάρως κάτωπλειστοκαινικής ηλικίας. Έτσι η ηλικία του είναι μάλλον προ-κάτω-πλειστοκαινική χωρίς να αποκλείεται το Άνω Πλειόκαινο. ii. Σχηματισμός Άνυδρου. Περιλαμβάνει κυρίως μάργες, ψαμμίτες και άμμους με παρεμβολές λίγων κροκαλοπαγών και λιγνιτών σε εκμεταλλεύσιμες ποσότητες. Οι κροκάλες είναι ή πεπλατυσμένες ή καλά αποστρογγυλεμένες με μέγεθος μεγάλης διαμέτρου 1-5 cm. Οι μάργες είναι στιφρές, χρώματος καφέ-γκρι έως πράσινο-γκρι, κατά θέσεις άστρωτες. Στα ανώτερα τμήματα του σχηματισμού οι μάργες γίνονται φυλλώδεις κατά θέσεις. Tα ανώτερα στρώματα (πάνω από τους λιγνίτες) του σχηματισμού Άνυδρου πρέπει να είναι κάτω- 16

18 πλειστοκαινικής και μάλλον μέσο-πλειστοκαινικής ηλικίας, οπότε τα υποκείμενα (κάτω από τους λιγνίτες) πρέπει να είναι παλαιότερα του Κάτω Πλειστοκαίνου. iii. Σχηματισμός Ζαχάρως. Συνίσταται από άρρυθμες εναλλαγές αργίλων, μαργών, ιλυολίθων, ψαμμιτών, άμμων, σε ορισμένες θέσεις της λεκάνης υπάρχουν και κάποιες μικρές εμφανίσεις κροκαλοπαγών με κροκάλες, που προέρχονται από σχηματισμούς Πίνδου. Τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού είναι μέσο-πλειστοκαινικής ηλικίας, τα δε κατώτερα στρώματα πρέπει να είναι κάτω-πλειστοκαινικής. iv. Σχηματισμός Νεοχωρίου. Αποτελείται από λατυποπαγή με λατύπες και άμμους, που προέρχονται από τα ανθρακικά Πίνδου και όχι από τα ανθρακικά Τρίπολης, που βρίσκεται πλησιέστερα στην εμφάνιση. Το πάχος των λατυποπαγών είναι μικρό (μέχρι 6 m). v. Ολοκαινικές αποθέσεις. Περιλαμβάνουν θίνες και αλλουβιακές αποθέσεις. Οι θίνες έχουν αποτεθεί πάνω σε παράκτιες άμμους και χαλίκια. Οι αλλουβιακές αποθέσεις εμφανίζονται στην επίπεδη πεδινή περιοχή του δυτικού τμήματος της λεκάνης Ζαχάρως, καλύπτουν ασύμφωνα τους παλαιότερους σχηματισμούς, αποτελούνται δε από άμμο, ιλύ, άργιλο και κατά θέσεις αμμοχάλικα. Εικόνα 1.7: Γεωλογικός χάρτης της δυτικής υπολεκάνης Ζαχάρως. 1: Αλλούβια, 2: Σχημ. Νεοχωρίου, 3: Σχημ. Ζαχάρως, 4: Σχημ. Άνυδρου, 5: Σχημ. Ξηροχωρίου, 6: Σχημ. Λογγού, 7: Σχημ. Τσεμπερούλα, 8: Ενότητα Πίνδου, 9: Ενότητα Γαβρόβου-Τρίπολης, 10: Ιόνια ενότητα, 11: Eπώθηση, 12: Ρήγμα, 13: Γεωλογικό όριο, 14: Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 15: Υδροκρίτης, 16: Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας (από Φουντούλη, 1994). Εικόνα 1.8: Γεωλογικός χάρτης της ανατολικής υπολεκάνης Ζαχάρως. 1: Ενότητα Γαβρόβου - Τρίπολης, 2: Ενότητα Πίνδου, 3: Σχημ. Τσεμπερούλα, 4: Σχημ. Λογγού, 5: Ποτάμιες αναβαθμίδες, 6: Γεωλογικό όριο, 7: Ρήγμα, 8: Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 9: Άξονας πτυχής, 10: Υδροκρίτης, 11: Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας (από Φουντούλη, 1994). Η ανατολική υπολεκάνη Ζαχάρως περιλαμβάνει τους παρακάτω μεταλπικούς σχηματισμούς (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.8): i. Σχηματισμός Τσεμπερούλα. O εν λόγω σχηματισμός είναι άνω-μειοκαινικής/κάτωπλειοκαινικής ηλικίας και περιλαμβάνει δύο σειρές, την κατώτερη και την ανώτερη. Η κατώτερη σειρά αποτελείται κυρίως από λεπτοστρωματώδεις έως στρωματώδεις, σταχτοπράσινες ή σταχτιές, λιμναίες αργίλους και πηλίτες. Σε ορισμένες θέσεις παρατηρούνται λεπτές ενδιαστρώσεις άμμων, λιγνιτών και κροκαλοπαγών, των οποίων οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα Πίνδου, είναι καλά αποστρογγυλεμένες το δε μέγεθός τους δεν ξεπερνάει τα 5 cm. Η ανώτερη σειρά 17

19 περιλαμβάνει συνεκτικά κροκαλοπαγή με ψαμμιτικό συνδετικό υλικό. Οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από πετρώματα Πίνδου, είναι καλά αποστρογγυλεμένες και το μέγεθος της μεγάλης διαμέτρου τους φθάνει τα 6 cm. ii. Σχηματισμός Λογγού. Αποτελείται από κροκαλοπαγή, άμμους, ψαμμίτες και μάργες μέσα στις οποίες παρεμβάλλονται λιγνίτες, που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα στο παλαιοανάγλυφο των αλπικών και μεταλπικών σχηματισμών (σχηματισμός Τσεμπερούλα). Ο σχηματισμός Λογγού είναι νεότερος του σχηματισμού Τσεμπερούλα, αφού επικάθεται ασύμφωνα σε αυτόν, και ηλικίας το πολύ κάτω-πλειστοκαινικής. iii. Ποτάμιες αναβαθμίδες. Στη κοίτη του ρέματος Τσεμπερούλα εμφανίζονται δύο αναβαθμίδες, η κατώτερη που είναι και νεότερη και η ανώτερη που είναι και η αρχαιότερη. Στη σημερινή κοίτη αποτίθενται κροκάλες ποικίλου μεγέθους προερχόμενες κυρίως από ανοιχτόχρωμους ασβεστόλιθους Πίνδου και μεταλπικές αποθέσεις (ψαμμίτες, λιγνίτες, άμμοι) Τεκτονικό κέρας Μίνθης Το κέρας των ορέων της Μίνθης έχει μέση διεύθυνση Α-Δ. Οριοθετείται βόρεια από το βύθισμα Ζαχάρως με τη ρηξιγενή ζώνη Ζαχάρως, που έχει μέση διεύθυνση Α-Δ, νότια από το βύθισμα Νέδα με τη ρηξιγενή ζώνη Λέπρεου και από το κέρας Τετράζιου με τη ρηξιγενή ζώνη Νέδα, που έχουν μέση διεύθυνση Α-Δ (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.4). Ανατολικά, δεν υπάρχει κάποιο σαφές όριο μεταξύ του κέρατος Μίνθης και του κέρατος Λύκαιου. Πιο συγκεκριμένα, οι κοιλάδες που υπάρχουν ανατολικά του άνω ρου της Νέδα έχουν σαφώς πιο οξύ V και παρουσιάζουν πολύ πιο έντονη κατά βάθος διάβρωση από τις αντίστοιχες στα δυτικά. Στο τεκτονικό κέρας Μίνθης απαντούν μόνο σχηματισμοί Πίνδου, οι οποίοι είναι έντονα πτυχωμένοι και λεπιωμένοι, με κυρίαρχη διεύθυνση λεπών ΒΑ-ΝΔ. Στο δυτικό τμήμα του απαντούν κατωπλειστοκαινικές αποθέσεις θαλάσσιας φάσης (σχηματισμός Νέδα), των οποίων το απόλυτο υψόμετρο του ορίου με τους αλπικούς σχηματισμούς, μειώνεται βαθμιαία από Ν (400m στη περιοχή Λέπρεου) προς Β (120m στη περιοχή ανατολικά της Ζαχάρως) Τεκτονικό βύθισμα Νέδας Πρόκειται για ένα τυπικό τεκτονικό βύθισμα με μέση διεύθυνση Α-Δ, που παρεμβάλλεται μεταξύ των τεκτονικών κεράτων Μίνθης και Τετράζιου. Οριοθετείται βόρεια από το τεκτονικό κέρας Μίνθης με τη ρηξιγενή ζώνη Λέπρεου και νότια από το τεκτονικό κέρας Τετράζιου με τη ρηξιγενή ζώνη Νέδα (Φουντούλης, 1994) (Εικόνα 1.4), ενώ αποτελεί και αυτή ένα τμήμα της προς τα ανατολικά προέκτασης του Κυπαρισσιακού κόλπου κατά το Πλειο-Τεταρτογενές. Έχει πληρωθεί με θαλάσσιες έως λιμνοθαλάσσιες μεταλπικές αποθέσεις ηλικίας Κάτω Πλειστοκαίνου, οι οποίες έχουν παραμορφωθεί (κυρίως διαρραγεί) πολύ έντονα τόσο συνιζηματογενώς, όσο και μεταγενέστερα (Φουντούλης, 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη, 1998). Οι μεταλπικές αποθέσεις έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο μελέτης και χαρτογράφησης των Λαλεχού (1974), Μητρόπουλου et al., (1982), Hageman (1977), Καμπέρη (1987), Φουντούλη (1994) και Φουντούλη και Μωραΐτη (1998). Μετά από λεπτομερή χαρτογράφηση και μελέτη της λιθοστρωματογραφίας και της μακρό-, μικρό- και νάνο-πανίδας των μεταλπικών αποθέσεων του βυθίσματος από Φουντούλη (1994) και Φουντούλη και Μωραΐτη (1998) διακρίθηκαν οι παρακάτω βασικοί σχηματισμοί, που από τον παλαιότερο στο νεώτερο, είναι (Εικόνα 1.9): 18

20 i. Σχηματισμός Ελαίας. Πρόκειται για αποθέσεις παλαιό-ποταμών και παλαιό-χειμάρρων πολύ κοντά στη παλαιό-ακτή και ειδικότερα άνω-πλειοκαινικά συνεκτικά κροκαλοπαγή, που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο σχηματισμών Πίνδου. Οι κροκάλες προέρχονται από ασβεστόλιθους, ραδιολαρίτες και φλύσχη Πίνδου. ii. Σχηματισμός Νέδα. Αποτελείται από εναλλαγές μαργών, ψαμμούχων μαργών, ψαμμιτών με παρεμβολές πολύμικτων κροκαλοπαγών, που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο σχηματισμών Πίνδου και των μονόμικτων κροκαλοπαγών Ελαίας, σε θαλάσσιο περιβάλλον. Ο μεγαλύτερος όγκος των στρωμάτων του σχηματισμού Νέδα αποτέθηκε κατά το Κάτω Πλειστόκαινο. iii. Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός. Πρόκειται για χερσαίο σχηματισμό ασύμφωνα τοποθετημένο πάνω στους παλαιότερους μεταλπικούς σχηματισμούς ακόμα και τους κάτωπλειστοκαινικής ηλικίας. Αποτελείται από μικρά γωνιώδη πυριτικά στοιχεία προερχόμενα από ραδιολαρίτες με παντελή απουσία ανθρακικών στοιχείων. Η ηλικία του σχηματισμού αυτού πρέπει να είναι μέσο-πλειστοκαινική ή και νεότερη. iv. Ποτάμιες αναβαθμίδες. Συνιστούν υπόλειμμα μιας ποτάμιας αναβαθμίδας της Νέδα και περιλαμβάνουν αδρομερή ολιγόμικτα χαλαρά κροκαλοπαγή μη αποστρογγυλεμένα. Το συνδετικό υλικό αποτελείται από μικρότερες κροκάλες και λατύπες. Οι κροκάλες και οι λατύπες προέρχονται από σχηματισμούς Πίνδου (φλύσχη, ασβεστόλιθους, ραδιολαρίτες). v. Ολοκαινικές αποθέσεις. Περιλαμβάνουν θίνες με μεγαλύτερη ανάπτυξη βόρεια του Καλού Νερού, στη Βλασάδα, στον Αγιαννάκη, στην Ελαία, στο Γιαννιτσοχώρι, στο Θολό, στους Κάτω Ταξιάρχες και στο Νεοχώρι καθώς και αλλουβιακές αποθέσεις άμμων, χαλίκων, κροκάλων και πηλών κυρίως στη κοίτη της Νέδα καθώς και στις κοίτες ορισμένων ρευμάτων με τη μορφή ποτάμιων αναβαθμίδων. Εικόνα 1.9: Σχηματικός γεωλογικός χάρτης της λεκάνης Νέδας: 1: Θίνες, ολοκαινικές αποθέσεις, 2: Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός, 3: Σχηματισμός Νέδα, 4: Σχηματισμός Ελαίας, 5: Ενότητα Πίνδου, 6: Γεωλογικό όριο, 7: Ρήγμα, 8: Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 9: Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας (από Φουντούλη, 1994) Τεκτονικό κέρας Τετράζιου Το τεκτονικό κέρας Τετράζιου οριοθετείται βόρεια με τη ρηξιγενή ζώνη Νέδα από το ομώνυμο βύθισμα και το κέρας Μίνθης (Εικόνα 1.3, 1.4). Στα νότια αναπτύσσεται το βύθισμα Κυπαρισσίας- Δώριου-Άνω Μεσσηνίας, τα όρια του οποίου με το κέρας δεν είναι σαφή, αφού δεν διαγράφονται από κάποια εμφανή ρηξιγενή ζώνη (Φουντούλης, 1994). Στα ανατολικά δεν υπάρχει κάποιο σαφές όριο μεταξύ αυτού και του κέρατος Λύκαιου. Το ίδιο το κέρας διακρίνεται σε δύο επιμέρους ρηξιτεμάχη από τη ρηξιγενή ζώνη Αγαλιανής-Βανάδας-Χαλκιά, διεύθυνσης Α-Δ. Στο εν λόγω κέρας απαντούν κυρίως αλπικοί σχηματισμοί Πίνδου, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, είναι έντονα πτυχωμένοι και λεπιωμένοι, με κυρίαρχη διεύθυνση λεπών Β-Ν, ενώ στο νότιονοτιοδυτικό και δυτικό τμήμα του απαντούν εκτός των σχηματισμών Πίνδου και μεταλπικές 19

21 αποθέσεις, κυρίως κροκαλοπαγή (σχηματισμός Νέστορα-Σιδηροκάστρου) ηλικίας Άνω Πλειοκαίνου (Φουντούλης, 1994) Τεκτονικό βύθισμα Καλού Νερού-Κυπαρισσίας Το τεκτονικό βύθισμα Καλού Νερού-Κυπαρισσίας αποτελεί το δυτικό τμήμα του βόρειου τμήματος του μεγάλου βυθίσματος Κυπαρισσίας-Καλαμάτας (Εικόνα 1.4). Είναι μικρή σε έκταση, τα νότια όρια καθορίζονται από τη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη Κυπαρισσίας-Αετού με πρανή που παρουσιάζουν μεγάλες κλίσεις, βόρεια τα όρια δεν είναι τόσο σαφή αφού δεν είναι τεκτονικά και έτσι οι μεταλπικές αποθέσεις επικάθονται ασύμφωνα πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών του Τετράζιου όρους (Φουντούλης 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη 1994). Ανατολικά εκτείνεται η μικρή λεκάνη Κοπανακίου η οποία συνδέει τη λεκάνη Κυπαρισσίας- Καλού Νερού με λεκάνη του Δώριου. Δυτικά βρέχεται από τον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η λεκάνη έχει πληρωθεί κυρίως με θαλάσσια ιζήματα (Φουντούλης 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη 1994). Τους μεταλπικούς σχηματισμούς του βυθίσματος αυτού έχουν μελετήσει ο Λαλεχός (1974), ο Μαριολάκος (1979), ο Καμπέρης (1987) και ο Frydas (1990). Η λεπτομερής χαρτογράφηση και μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού από τους Φουντούλη (1994) και Φουντούλη και Μωραΐτη (1994) οδήγησε στη διάκριση των ακόλουθων λιθοστρωματογραφικών σχηματισμών από τους αρχαιότερους στους νεώτερους (Εικόνα 1.10): i. Σχηματισμός Ραχών. Πρόκειται για θαλάσσιας φάσης πολύμικτα συνεκτικά κροκαλολατυποπαγή στο νότιο περιθώριο του βυθίσματος με κροκάλες και λατύπες προερχόμενες από σχηματισμούς Πίνδου καθώς και εναλλαγές πολύμικτων κροκαλοπαγών, ψαμμιτών, ιλυολίθων και πηλιτών στο εσωτερικό του βυθίσματος. Εμμέσως, με βάση τον ασύμφωνα υπερκείμενο σχηματισμό Ψηλής Ράχης, προκύπτει ότι η ηλικία του σχηματισμού Ραχών είναι τουλάχιστον Ανώτερο Μειόκαινο. ii. Σχηματισμός Ψηλής Ράχης. Πρόκειται για θαλάσσιας φάσης σχηματισμό μικρού πάχους, που αποτελείται από λεπτομερές υλικό (ιλυόλιθοι-πηλίτες) Κάτω Πλειόκαινου. Εικόνα 1.10: Γεωλογικός χάρτης λεκάνης Κυπαρισσίας-Καλού νερού. 1: Αλλούβια, 2: Σχηματισμός Κυπαρισσίας, 3: Σχηματισμός Καλού Νερού, 4: Σχηματισμός Μουριατάδας, 5: Σχηματισμός Μύρου, 6: Σχηματισμός Περιστεράς, 7: Σχηματισμός Ψηλής Ράχης, 8: Σχηματισμός Ραχών, 9: Αλπικοί σχηματισμοί Πίνδου, 10: Γεωλογικό όριο, 11: Ρήγμα, 12: Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 13: Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας (από Φουντούλη, 1994). Οι λιγνίτες Κυπαρισσίας εμφανίζονται πάνω από τα στρώματα του σχηματισμού Ραχών και κάτω από τα στρώματα του σχηματισμού Ψηλής Ράχης. 20

22 i. Σχηματισμός Περιστεράς. Περιλαμβάνει χερσαίας φάσης συνεκτικά πολύμικτα κροκαλοπαγή Ανωτέρου Πλειόκαινου με μεγάλο βαθμό ετερομετρίας. Το μέγεθος των κροκάλων πποικίλλει από 5 έως και 50 cm. ii. Σχηματισμός Μύρου. Ο σχηματισμός Μύρου Κάτω Πλειστοκαίνου αποτελείται κυρίως από μάργες με κατά θέσεις ενδιαστρώσεις κροκαλοπαγών, οι οποίες επικάθονται ασύμφωνα του σχηματισμού Περιστεράς, του σχηματισμού Ραχών και του σχηματισμού Ψηλής Ράχης. Οι μάργες έχουν χρώμα γκριζοπράσινο, είναι ελάχιστα συνεκτικές και πλούσιες σε μάκρο-, μίκρο- και νάνο-απολιθώματα. Τα κροκαλοπαγή είναι χαλαρά και εμφανίζονται στο δυτικό τμήμα του σχηματισμού, όπου παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο πάχος πάγκων, το οποίο μειώνεται προς τα ανατολικά. Οι κροκάλες προέρχονται από σχηματισμούς Πίνδου, το μέγεθός τους κατά μέσο όρο ποικίλει μεταξύ 10 και 20 cm. Πάνω από τα κροκαλοπαγή απαντά δεύτερη σειρά από μάργες, ψαμμούχες μάργες, και ψαμμίτες, μέσα στις οποίες διακρίνονται επίσης πάγκοι χαλαρών κροκαλοπαγών. iii. Σχηματισμός Μουριατάδας. Πρόκειται για σχετικά χαλαρά πολύμικτα κροκαλοπαγή μέσοπλειστοκαινικής ηλικίας, των οποίων οι κροκάλες προέρχονται κυρίως από σχηματισμούς Πίνδου. Επίκειται του σχηματισμού Μύρου, το δε πάχος του κατά θέσεις πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 200 m. iv. Σχηματισμός Κυπαρισσίας. Περιλαμβάνει συμπαγείς ασβεστιτικούς ψαμμίτες πάνω στο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών Πίνδου ή των κροκαλολατυποπαγών του σχηματισμού Ραχών και ακριβώς κάτω από τον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό (σχηματισμός Καλού Νερού). Η ηλικία των ασβεστιτικών ψαμμιτών είναι κατω-πλειστοκαινική. v. Σχηματισμός Καλού Νερού. Είναι χερσαίος σχηματισμός, που βρίσκεται ασύμφωνα τοποθετημένος πάνω στους παλαιότερους μεταλπικούς σχηματισμούς ακόμα και τους κάτω-πλειστοκαινικής ηλικίας. Αποτελείται από μικρογωνιώδη πυριτικά στοιχεία, που προέρχονται κυρίως από ραδιολαρίτες, ενώ απουσιάζουν ανθρακικά στοιχεία. Το πάχος του σχηματισμού δεν παραμένει σταθερό, αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση, αφού έχει αποτεθεί στο παλαιοανάγλυφο παλαιότερων από το Τυρρήνιο σχηματισμών. Η ηλικία του πρέπει να είναι μέτα-μέσο-πλειστοκαινική νεότερη, δηλαδή 0.5 Μa, και η έναρξη δημιουργίας του σχετίζεται έμμεσα με ανοδικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα τη χέρσευση της περιοχής. vi. Ολοκαινικές αποθέσεις. Περιλαμβάνουν θίνες και αλλουβιακές αποθέσεις. Πρόκειται για φυσικά αμμοφράγματα που αναπτύσσονται στη παραλία βόρεια της Κυπαρισσίας. Μεγαλύτερη ανάπτυξη παρουσιάζουν βόρεια του Καλού Νερού. Το εύρος εμφάνισης ποικίλει από μερικά μέτρα έως μερικές δεκάδες μέτρων. Στο παραλιακό τμήμα μεταξύ Κυπαρισσίας και Καλού Νερού οι θίνες καλύπτουν τους συνεκτικούς ασβεστιτικούς ψαμμίτες (σχηματισμός Κυπαρισσίας) και τον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό (σχηματισμός Καλού Νερού) Ρηξιγενείς Ζώνες Ρηξιγενής ζώνη Κατάκολου-Βούναργου Η ρηξιγενής ζώνη Κατάκολου-Βούναργου (Λέκκας et al, 1992, 1994, Lekkas et al. 2000) αποτελείται από ρήγματα γενικής ΒΑ-ΝΔ διεύθυνσης, τα οποία διαρρηγνύουν τους σχηματισμούς από το Κατάκολο έως το Βούναργο (Εικόνα 1.2, 1.3). Η ρηξιγενής αυτή ζώνη γίνεται αντιληπτή αρχικά από την εντυπωσιακή μορφολογική ασυνέχεια, που δημιουργεί πλησίον του οικισμού Βούναργο. Στο 21

23 δυτικό της άκρο μετατοπίζει σημαντικά τους ασβεστοψαμμίτες του σχηματισμού Κατάκολου μέσω πολλών μικρών ρηγμάτων. Αντίθετα, στο αριστερό της άκρο εξαφανίζεται σταδιακά προκαλώντας μονοκλινική παραμόρφωση στους σχηματισμούς Βούναργου και Περιστερίου. Σύμφωνα με τα ήδη δημοσιευμένα δεδομένα, η έναρξη της δραστηριότητας της ρηξιγενούς ζώνης τοποθετείται στο Κατώτερο Πλειόκαινο και συνεχίστηκε και στο Ολόκαινο, όπως αποδεικνύεται από τη μετατόπιση των ασβεστοψαμμιτών Κατάκολου και των ορίων των αλλουβιακών αποθέσεων. Η συνολική μετατόπιση της ζώνης αυτής ανέρχεται στα 500 m περίπου Ρήγματα Κατάκολου - Πύργου Πρόκειται για 1-2 ρήγματα με γενική Α-Δ διεύθυνση (Λέκκας et al., 1992, 1994, Lekkas et al. 2000), που διαμορφώνουν νότια τα όρια των σχηματισμών Βούναργου και Ερύμανθου και στα βόρεια αυτά των αλλουβίων (Εικόνα 1.2, 1.3). Αυτά τα ρήγματα έχουν δραστηριοποιηθεί και κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου. Η συνολική μετατόπισή τους είναι τουλάχιστον 20 m ή ίση με το πάχος των αλλουβιακών αποθέσεων, τις οποίες οριοθετούν ή διαρρηγνύουν, αλλά μικρότερη των 100 m. Τα ρήγματα ήταν ενεργά και σε προηγούμενα χρονικά διαστήματα από το Πλειόκαινο και μετά Βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα Το κέρας Λαπίθα (Φουντούλης 1994) οριοθετείται από το τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας με τη βόρεια ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα της οποίας η μέση διεύθυνση είναι Α-Δ (Εικόνα 1.2, 1.3). Στο δυτικό τμήμα αποτελείται από ρήγματα διευθύνσεων Α-Δ και ΒΑ-ΝΔ. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών είναι η μικρή κλίση των επιφανειών τους (γύρω στις 45⁰) (Εικόνα 1.11). Από αυτά μερικά πρέπει να είναι παλαιά, αφού φέρνουν σε επαφή το φλύσχη με τα ανθρακικά Γαβρόβου-Τρίπολης. Εδώ όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι τα όρια του φλύσχη με τα ανθρακικά Γαβρόβου-Τρίπολης στο Λαπίθα, είναι παντού τεκτονοϊζηματογενή (Richter and Mariolakos, 1973, Μαριολάκος, 1975). Πάντως, όλα τα ρήγματα έχουν επαναδραστηριοποιηθεί κατά την πρόσφατη νεοτεκτονική περίοδο, αφού σε αρκετές θέσεις φέρνουν σε επαφή τις θαλάσσιες κάτω-πλειστοκαινικές αποθέσεις με τα ανθρακικά ή με το φλύσχη Γαβρόβου-Τρίπολης. Στο ανατολικό τμήμα του Λαπίθα (περιοχή Πλατιάνας) δεν είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ρηξιγενείς επιφάνειες, λόγω του ότι απαντούν σχηματισμοί της ενότητας Πίνδου. Όμως, οι μεγάλες μορφολογικές κλίσεις των πρανών (Εικόνα 1.11), σε συνδυασμό με την προς βορρά πάρελξη των αξόνων των πτυχών στους σχηματισμούς Πίνδου, δηλώνουν έμμεσα την ύπαρξη της ρηξιγενούς ζώνης. Μόνο σε μία θέση στα βόρεια πρανή του Λαπίθα κοντά στο χωριό Πλατιάνα, εμφανίζεται μία ρηξιγενής επιφάνεια μέσα στους άνω-κρητιδικούς ασβεστόλιθους Πίνδου, η οποία είναι κυματοειδούς μορφής. Πάνω στην ρηξιγενή αυτή επιφάνεια υπάρχει μονόμικτο τεκτονικό λατυποπαγές, του οποίου οι λατύπες προέρχονται από τους άνω-κρητιδικούς ασβεστόλιθους Πίνδου. Στην επιφάνεια του ρήγματος και πάνω στο τεκτονικό λατυποπαγές παρατηρήθηκαν γραμμές προστριβής (Εικόνα 1.11), οι οποίες δείχνουν ότι το ρήγμα δεν είναι τυπικά κανονικό αλλά έχει και μία οριζόντια συνιστώσα δίνοντάς του μία κίνηση με αριστερόστροφο χαρακτήρα. Η επιφάνεια του ρήγματος έχει διαρραγεί από νεώτερες μικρές διαρρήξεις. 22

24 (α) (β) (γ) (δ) (ε) Εικόνα 1.11: Βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα (α) Πανοραμική άποψη (β) Επιφάνεια ρήγματος και (γ) Στερεογραφική προβολή των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης, (δ) Σχηματική γεωλογική τομή στο Βόρειο Λαπίθα (ε) Σχηματική απεικόνιση της μετατόπισης της Βόρειας ρηξιγενούς ζώνης Λαπίθα προς τον Αλφειό ποταμό (βόρεια). Οι μεταλπικές αποθέσεις έχουν αποτεθεί στη παλαιό-επιφάνεια του ρήγματος, η οποία σήμερα αποκαλύπτεται από τη διάβρωση των μεταλπικών αποθέσεων, το δε ενεργό τμήμα της ρηξιγενούς ζώνης έχει μεταναστεύσει προς το εσωτερικό του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου-Ολυμπίας, θα 23

25 πρέπει δε να έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοίτης του Αλφειού ποταμού, την οποία μετατοπίζει κλιμακωτά προς τα βόρεια, από την είσοδό του στο βύθισμα ανατολικά του Λαπίθα, μέχρι τις εκβολές του στον κυπαρισσιακό κόλπο (Εικόνα 1.11). Ακόμα τούτο επιβεβαιώνεται από την κατανομή των σεισμικών επικέντρων μικροσεισμών (Hatzfeld et al., 1990), αλλά και από τον σεισμό στο Πύργο (26/3/93, ms= , Βάθος εστίας < 10 km), κατά τον οποίο ουσιαστικά περιορίσθηκαν οι ζημιές σε χωριά βόρεια του Αλφειού, ενώ τα χωριά νότια του Αλφειού είχαν πολύ μικρές ή καθόλου ζημιές. Εάν λάβει κανείς υπόψη του, την en echelon διάταξη των επιμέρους ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης, αλλά και την οριζόντια συνιστώσα της κίνησης όπως εκφράζεται από τις γραμμές προστριβής στην επιφάνεια ρήγματος, καθώς επίσης και την πάρελξη των αξόνων των πτυχών προς τα βορειοανατολικά στους σχηματισμούς Πίνδου, πρέπει να δεχτεί ότι η ρηξιγενής ζώνη εκτός από κατακόρυφη συνιστώσα κίνησης παρουσιάζει και σημαντική οριζόντια και μάλιστα δεξιόστροφη, η οποία είναι καλύτερα εκφρασμένη στο ανατολικό τμήμα της ρηξιγενούς ζώνης και λιγότερο στο δυτικό. Το συνολικό κατακόρυφο άλμα δεν είναι σταθερό σε όλο το μήκος της ρηξιγενούς ζώνης, αλλά αυξάνει από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθότι, ενώ στη περιοχή της Πλατιάνας εμφανίζεται μόνο η ενότητα Πίνδου, στο δυτικό τμήμα (περιοχή Καϊάφα) εμφανίζονται η ενότητα Γαβρόβου- Τρίπολης και η Ιόνια ενότητα Νότια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα Η Νότια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα οριοθετεί το τεκτονικό κέρας του Λαπίθα από το τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως, έχει μέχρι το "ύψος" της Πλατιάνας μέση διεύθυνση Α-Δ, ενώ μετά αλλάζει σε ΒΔ-ΝΑ (Εικόνα 1.12), αποτελείται δε από ρήγματα ΑΒΑ-ΔΝΔ και ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης, σε κλιμακωτή en echelon διάταξη. Από αυτά, μερικά είναι παλαιά, αφού φέρνουν σε επαφή το φλύσχη με τα ανθρακικά της ενότητας Γαβρόβου-Τρίπολης (Φουντούλης 1994, Fountoulis et al., 2010, Skourtsos et al., 2012). Εικόνα 1.12: Νότια ρηξιγενής ζώνη Λαπίθα (α) Πανοραμική άποψη (β) Στερεογραφική προβολή των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης (από Φουντούλη, 1994, Skourtsos et al., 2012). Η εν λόγω ρηξιγενής ζώνη είναι εμφανέστατη στο δυτικό Λαπίθα, όπου κυριαρχούν τα ανθρακικά πετρώματα (Εικόνα 1.12), ενώ στο ανατολικό του τμήμα, όπου κυρίως απαντούν ο φλύσχης 24

26 Γαβρόβου-Τρίπολης και οι σχηματισμοί της ενότητας Πίνδου, δεν είναι τόσο εμφανής, αφού επιπλέον σε μεγάλα τμήματα έχει καλυφθεί από τις μεταλπικές αποθέσεις. Όμως, οι μεγάλες μορφολογικές κλίσεις των πρανών, σε συνδυασμό με την προς νότο πάρελξη των αξόνων πτυχών στο φλύσχη ενότητας Γαβρόβου-Τρίπολης και στους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, δηλώνουν έμμεσα την ύπαρξη της ρηξιγενούς ζώνης. Όπως προαναφέρθηκε, στα νότια πρανή του δυτικού τμήματος του Λαπίθα εμφανίζονται υπολείμματα ρηξιγενών επιφανειών, κυρίως ΑΒΑ-ΔΝΔ διεύθυνσης, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι έχουν διαβρωθεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει γραμμές προστριβής. Οι κλίσεις αυτών των επιφανειών είναι σαφώς μεγαλύτερες από αυτές που μετρήθηκαν στη βόρεια ρηξιγενή ζώνη, κυμαίνονται δε μεταξύ 70 και 80 (Εικόνα 1.12). Στο δυτικό Λαπίθα και στη περιοχή μεταξύ Παναγιάς, όπου εμφανίζεται η Ιόνια ενότητα, και Καλόγριες εμφανίζεται επιφάνεια ρήγματος (55/190) κανονικού χαρακτήρα, η οποία είναι διαβρωμένη, σε ορισμένες δε θέσεις της παρατηρούνται υπολείμματα των μεταλπικών αποθέσεων. Σε μία θέση, και κάτω από τα υπολείμματα των μεταλπικών αποθέσεων, παρατηρήθηκαν γραμμές (52/170) προστριβής (Εικόνα 1.12). Δηλαδή η κίνηση στην επιφάνεια του ρήγματος είναι αριστερόστροφη. Στις περιοχές που ο Λαπίθα δομείται είτε από το φλύσχη Γαβρόβου-Τρίπολης, είτε από τους σχηματισμούς Πίνδου, δεν είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς επιφάνειες ρηγμάτων. Η ρηξιγενής ζώνη προσδιορίζεται έμμεσα από την πάρελξη των αξόνων των πτυχών προς νότο και μάλιστα οι άξονες του φλύσχη προς τα ΝΔ, ενώ οι άξονες της Πίνδου ΝΑ, κάτι που δείχνει στη μεν πρώτη περίπτωση αριστερόστροφη, στη δε δεύτερη δεξιόστροφη κίνηση κατά μήκος της ρηξιγενούς επιφάνειας. Ο αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος χαρακτήρας της κίνησης μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικές φάσεις δραστηριοποίησης ολόκληρης της ρηξιγενούς ζώνης ή τμημάτων της. Μετά τα προηγούμενα διαπιστώνεται ότι και στη Νότια όπως και στη Βόρεια ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα υπάρχει μία, έστω και μικρή, οριζόντια συνιστώσα στη μετακίνηση των τεμαχών εκατέρωθεν του ρήγματος. Επομένως δεν πρόκειται για τυπικά κανονικά ρήγματα (normal faults) αλλά για πλαγιοκανονικά ρήγματα (oblique-slip normal faults). Όσον αφορά το φαινόμενο κατακόρυφο άλμα της ρηξιγενούς ζώνης, ισχύουν και εδώ εκείνα τα οποία αναφέρθηκαν για τη Βόρεια ρηξιγενή ζώνη του Λαπίθα, δηλαδή το φαινόμενο κατακόρυφο άλμα, δεν είναι σταθερό σε όλο το μήκος της ρηξιγενούς ζώνης, αλλά αυξάνει από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθότι ενώ στη περιοχή νότια και νοτιοανατολικά της Πλατιάνας εμφανίζεται μόνο η ενότητα Πίνδου εκατέρωθεν της ρηξιγενούς ζώνης, στο δυτικό τμήμα (περιοχή Καϊάφα) εμφανίζονται οι ενότητες Γαβρόβου-Τρίπολης και Ιόνια βόρεια της ρηξιγενούς ζώνης Λαπίθα, ενώ νότια αυτής στο τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως, μόνο η ενότητα Πίνδου Ρηξιγενής ζώνη Ζαχάρως Η ρηξιγενής ζώνη Ζαχάρως (Εικόνα 1.13) οριοθετεί το κέρας Μίνθης από το βύθισμα Ζαχάρως, έχει μέση διεύθυνση Α-Δ, αποτελείται από ρήγματα διευθύνσεων Α-Δ και ΔΒΔ-ΑΝΑ, σε en echelon διάταξη (Φουντούλης 1994). Στο δυτικό τμήμα της ζώνης κυριαρχούν ρήγματα Α-Δ διεύθυνσης, ενώ στο ανατολικό απαντούν και οι δύο διευθύνσεις (Εικόνα 1.13). Πάντως, δεν είναι εύκολο να δει κανείς μεγάλες και χαρακτηριστικές ρηξιγενείς επιφάνειες όπως στο Λαπίθα, παρά μόνο αρκετές μικρές σε φυσικές ή τεχνητές τομές. Πάνω σε αυτές τις επιφάνειες συχνά παρατηρούνται γραμμές 25

27 προστριβής που δείχνουν οριζόντια συνιστώσα στην κίνηση, κάτι που έχει αποτυπωθεί λόγω πάρελξης και στους άξονες πτυχών της Πίνδου. Εικόνα 1.13: Στερεογραφική προβολή των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης Ζαχάρως. Πράγματι, στην περιοχή της ρηξιγενούς ζώνης, οι άξονες βυθίζονται προς τα ΒΑ. Στο ανατολικό τμήμα όμως, και μάλιστα στη περιοχή Αμυγδαλιές (ΒΔ της Ανδρίτσαινας) και στο χώρο μεταξύ της ρηξιγενούς ζώνης και της τεκτονικής επαφής της Πίνδου με το φλύσχη Γαβρόβου-Τρίπολης, οι βυθίσεις των αξόνων πτυχών είναι προς Ν. Φαίνεται λοιπόν ότι η αρχική τεκτονική επαφή (επώθηση) μεταξύ των δύο ενοτήτων, από κάποιο σημείο και μετά, κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, έπαψε να είναι τυπική επιφάνεια επώθησης, γιατί παραμορφώθηκε, απέκτησε μεγαλύτερες κλίσεις και λειτούργησε ως επιφάνεια κανονικού ρήγματος. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να «κατέβει» η Πίνδος νότια του Λαπίθα και να δημιουργηθεί στον ευρύτερο χώρο το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ και στο στενό χώρο των ρηξιγενών ζωνών Νότιου Λαπίθα και Ζαχάρως να δημιουργηθεί το τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως (Εικόνα 1.13). Επομένως, και σε αυτή τη ρηξιγενή ζώνη υπάρχει μία σημαντική οριζόντια συνιστώσα στη μετακίνηση των εκατέρωθεν του ρήγματος τεμαχών. Άρα δεν πρόκειται για κανονικά ρήγματα (normal faults), αλλά για πλαγιοκανονικά (oblique-slip normal faults) Ρηξιγενείς ζώνες Λέπρεου και Ταξιαρχών Όπως προαναφέρθηκε, η ρηξιγενής ζώνη Λέπρεου οριοθετεί το κέρας Μίνθης από το βύθισμα Νέδα (Εικόνα 1.14). Αποτελείται από ρήγματα σε en echelon διάταξη των οποίων οι διευθύνσεις είναι κυρίως Α-Δ και δευτερευόντως ΔΒΔ-ΑΝΑ (Φουντούλης 1994). Οι κλίσεις των επιφανειών των ρηγμάτων είναι μικρές (33-46 ), η δε φορά κλίσης προς Ν (Εικόνα 1.14). Μεταξύ Λέπρεου και Ν. Φιγάλειας εμφανίζονται οι επιφάνειες ρηγμάτων της εν λόγω ζώνης μέσα στους άνω-κρητιδικούς ασβεστόλιθους Πίνδου (Εικόνα 1.14), κύρια χαρακτηριστικά των οποίων είναι η κυματοειδής μορφή, το μονόμικτο τεκτονικό λατυποπαγές με λατύπες προέρχονται από άνω-κρητιδικούς ασβεστόλιθους, που καλύπτεται από λεπτό ασβεστιτικό υμένιο, πάνω στο οποίο παρατηρήθηκαν γραμμές προστριβής, που δείχνουν ότι πρόκειται για κανονικά ρήγματα με μικρή οριζόντια συνιστώσα δεξιόστροφης κίνησης. Στην επιφάνεια του ρήγματος με στοιχεία 33 /198, για την οποία ισχύουν όλα τα χαρακτηριστικά, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, παρατηρήθηκαν δύο γραμμές προστριβής, η παλαιότερη με στοιχεία 32 /186 και η νεότερη με στοιχεία 26 /160. Είναι φανερό ότι στη δεύτερη περίπτωση η οριζόντια συνιστώσα στην κίνηση είναι σημαντική, έχει δε αριστερόστροφο χαρακτήρα. Η προηγούμενη ρηξιγενής επιφάνεια κόβεται από μια νεότερη με στοιχεία 60 /220, πάνω στην οποία παρατηρήθηκαν γραμμές προστριβής που δείχνουν κίνηση κατά παράταξη (04 /134 ) και μάλιστα αριστερόστροφη. 26

28 Είναι φανερό λοιπόν ότι παντού συμμετέχει η οριζόντια συνιστώσα στην κίνηση των τεμαχών εκατέρωθεν των ρηξιγενών επιφανειών, δηλαδή πρόκειται για πλαγιοκανονικά ρήγματα. Αυτή η άποψη ενισχύεται και από την παρατηρούμενη πάρελξη των αξόνων πτυχών Πίνδου, που κοντά στη ρηξιγενή ζώνη βυθίζονται προς τα ΝΑ. Περίπου 2 km βορειότερα, υπάρχει μια άλλη ρηξιγενής ζώνη, η ρηξιγενής ζώνη των Ταξιαρχών, η οποία έχει την ίδια γεωμετρία και τα ίδια χαρακτηριστικά με τη ρηξιγενή ζώνη Λέπρεου. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι οι ρηξιγενείς επιφάνειες, που την απαρτίζουν, είναι διαβρωμένες και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς γραμμές προστριβής. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι και εδώ οι κλίσεις των επιφανειών των ρηγμάτων είναι μικρές (40 /240 ) (Εικόνα 1.14). Από όλα τα προαναφερθέντα γίνεται σαφές ότι η ρηξιγενής ζώνη των Ταξιαρχών είναι παλαιότερη της ρηξιγενούς ζώνης Λέπρεου. (α) (β) (γ) (δ) (ε) Εικόνα 1.14: (α) Πανοραμική άποψη των ρηξιγενών ζωνών Λέπρεου και Ταξιαρχών. (β) Επιφάνεια ρήγματος της ρηξιγενούς ζώνης Λέπρεου. (γ) Επιφάνεια ρήγματος της ρηξιγενούς ζώνης Λέπρεου με γραμμές προστριβής. Στερεογραφικές προβολές των ρηγμάτων (δ) της ρηξιγενούς ζώνης Λέπρεου και (ε) της ρηξιγενούς ζώνης Ταξιαρχών (Φουντούλης 1994). 27

29 Ρηξιγενής ζώνη Νέδα Όπως προαναφέρθηκε, το κέρας Τετράζιου οριοθετείται από το βύθισμα Νέδα με μια ρηξιγενή ζώνη μέσης Α-Δ διεύθυνσης, που είναι η ρηξιγενής ζώνη Νέδα (Εικόνα 1.15). Αποτελείται από ρήγματα διευθύνσεων ΒΑ-ΝΔ και ΑΝΑ-ΔΒΔ σε κλιμακωτή en echelon διάταξη (Φουντούλης 1994). Κύριο χαρακτηριστικό των ρηγμάτων αυτών είναι η σχετικά μικρή κλίση των επιφανειών τους (Εικόνα 1.15). (α) (β) Εικόνα 1.15: (α) Πανοραμική άποψη της ρηξιγενούς ζώνης Νέδα. (β) Στερεογραφική προβολή των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης Νέδα. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι εύκολο να δει κανείς μεγάλες και χαρακτηριστικές ρηξιγενείς επιφάνειες, παρά μόνο αρκετές μικρές σε φυσικές ή τεχνητές τομές. Πάνω σε αυτές τις επιφάνειες συχνά παρατηρούνται γραμμές προστριβής, οι οποίες δείχνουν μία οριζόντια συνιστώσα στην κίνηση των εκατέρωθεν της ρηξιγενούς επιφάνειας τεμαχών, κάτι που έχει αποτυπωθεί λόγω πάρελξης και στους άξονες των πτυχών της Πίνδου. Πράγματι, στη περιοχή της ρηξιγενούς ζώνης, οι άξονες πτυχών Πίνδου βυθίζονται προς Β. Πρέπει να σημειωθεί ότι, η ρηξιγενής ζώνη Νέδα παρουσιάζει σημαντικό κατακόρυφο άλμα κατά τη φάση της δημιουργίας του ομώνυμου τεκτονικού βυθίσματος, που αυξάνει από Α (0m) προς Δ (>700m). Τούτο διαπιστώνεται τόσο από τα απότομα πρανή της μορφολογίας όσο και από τη γεωλογία, παρ' όλα αυτά όμως δεν παρατηρείται κάποιο ή κάποια ρήγματα με μεγάλο άλμα, αλλά πολλά ρήγματα με μικρό άλμα, τα οποία αθροιστικά δίνουν μεγάλο άλμα. Σήμερα, η ρηξιγενής ζώνη θα πρέπει να είναι κυριολεκτικά «θαμμένη» κάτω από τις αποθέσεις της κοίτης της Νέδα Ρηξιγενής ζώνη Κυπαρισσίας Η ρηξιγενής ζώνη Κυπαρισσίας, που οριοθετεί το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ από τη σύνθετη μορφοτεκτονική δομή των ορέων Κυπαρισσίας, αποτελείται από ρήγματα με μέση διεύθυνση Α-Δ (Εικόνα 1.16), που διατάσσονται en echelon (Φουντούλης 1994). Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι εύκολο να παρατηρηθούν χαρακτηριστικές επιφάνειες ρηγμάτων, παρά μόνο μικρές και αυτές όχι πολλές, σε φυσικές ή τεχνητές τομές. Πάνω στις επιφάνειες αυτές σπάνια παρατηρούνται γραμμές προστριβής, έτσι δεν είναι εύκολο να εκφράσει κανείς άποψη για τον τύπο της κίνησης των ρηξιτεμαχών εκατέρωθεν της ζώνης λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις γραμμές προστριβής. Σε συνδυασμό με άλλα τεκτονικά στοιχεία συμπεραίνεται ότι υπάρχει σημαντική οριζόντια συνιστώσα στην κίνηση, και μάλιστα στο ανατολικό τμήμα είναι αριστερόστροφη, ενώ στο δυτικό δεξιόστροφη. Σε αρκετές θέσεις στα ρήγματα της ζώνης εμφανίζεται μονόμικτο τεκτονικό λατυποπαγές, σημαντικού πάχους, που όσο απομακρυνόμαστε βαθμιαία από το ρήγμα, εξελίσσεται αρχικά σε 28

30 πολύμικτο κροκαλολατυποπαγές και τελικά σε πολύμικτο κροκαλοπαγές (Εικόνα 1.16). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά μήκος της ρηξιγενούς ζώνης δεν παρατηρούνται κώνοι κορημάτων ή κορήματα, κάτι που αποτελεί ένδειξη ότι η εν λόγω ρηξιγενής ζώνη δεν έχει επαναδραστηριοποιηθεί στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν. (α) (β) (γ) (δ) Εικόνα 1.16: (α) Πανοραμική άποψη της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας. (β) Στερεογραφική προβολή των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας. (γ) Μονόμικτο λατυποπαγές και (δ) πολύμικτο κροκαλολατυποπαγές πάνω σε ρηξιγενείς επιφάνειες της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας. Το κατακόρυφο άλμα της ρηξιγενούς ζώνης δεν είναι σταθερό, αλλά μεταβάλλεται. Πράγματι, στη περιοχή Αετού (ανατολικά) το άλμα είναι μηδενικό ή μικρό, ενώ στη περιοχή Κυπαρισσίας (δυτικά) το άλμα αυξάνει σημαντικά ( >500 m) Στάδια παραμόρφωσης - Ρυθμοί ολίσθησης ρηξιγενών ζωνών - Ρυθμοί ανύψωσης θαλασσίων αποθέσεων - Ρυθμοί βύθισης λεκανών Η παραμόρφωση της περιοχής ενδιαφέροντος μπορεί να διακριθεί σε δύο στάδια (Φουντούλης 1994, Papanikolaou et al., 2007): a. Το πρώτο στάδιο από το Ανώτερο Πλειόκαινο έως το ανώτερο τμήμα του Κάτω Πλειστοκαίνου (περίπου 0,8 my) έχει διάρκεια 1,2 my και χαρακτηρίζεται από τεκτονική δραστηριότητα κατά μήκος περιθωριακών ρηγμάτων τεκτονικών βυθισμάτων και βύθιση των μακροδομών αυτών με ταυτόχρονη θαλάσσια επίκλυση και απόθεση θαλάσσιων ιζημάτων (Εικόνα 1.17). b. Το δεύτερο στάδιο από την αρχή του Μέσου Πλειστοκαίνου μέχρι σήμερα (περίπου 0,8 my) χαρακτηρίζεται από ανύψωση και διάβρωση των θαλάσσιων κάτω-πλειστοκαινικών ιζημάτων (Εικόνα 1.18). 29

31 Εικόνα 1.17: Παλαιογεωγραφικό σχεδιάγραμμα της κεντροδυτικής Πελοποννήσου κατά το Κατώτερο Πλειστόκαινο. Μια γενική επίκλυση της θάλασσας παρατηρείται στην περιοχή του αλπικού υποβάθρου, εκτός από την λεκάνη Πύργου- Ολυμπίας, που παραμένει χέρσος στο ανατολικό της τμήμα. Εφελκυσμός σε διεύθυνση Β-Ν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαδοχικών τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων με διεύθυνση Α-Δ. Τα κύρια περιθωριακά ρήγματα παρουσιάζουν άλμα χιλιομέτρων (Papanikolaou et al,. 2007). Οι μέσοι ρυθμοί ολίσθησης κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς δεν είναι ίδιοι σε όλη την περιοχή ενδιαφέροντος, αλλά κυμαίνονται από 0,7-0,8 mm/yr. προς Ν στις ρηξιγενείς ζώνες Κυπαρισσίας, Νέδα και Ζαχάρως έως > 1,0 mm/yr. προς Β στη Βόρεια περιθωριακή ρηξιγενή ζώνη Λαπίθα προς το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας (Φουντούλης, 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη, 1994, 1998, Papanikolaou et al., 2007) (Εικόνα 1.19). Οι ρυθμοί βύθισης κατά το Κατώτερο Πλειστόκαινο κυμαίνονται από 0,1 έως 0,3 mm/yr. στα τρία τεκτονικά βυθίσματα Ζαχάρως, Νέδα και Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, ενώ ένας υψηλότερος ρυθμός βύθισης (0,8 mm/yr.) έχει υπολογιστεί για τη λεκάνη Πύργου-Ολυμπίας (Φουντούλης, 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη, 1994, 1998, Papanikolaou et al. 2007) (Εικόνα 1.19). Οι ρυθμοί ανύψωσης από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα κυμαίνονται από 0,18 έως 0,50 mm/yr συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού ανύψωσης της λεκάνης Πύργου- Ολυμπίας (Εικόνα 1.19). Γενικά, οι ρυθμοί ανύψωσης είναι μεγαλύτεροι από τους ρυθμούς βύθισης και έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι οι θαλάσσιες αποθέσεις βρίσκονται σήμερα ανυψωμένες και διαβρωμένες αν και η περίοδος ανύψωσης έχει μικρότερη διάρκεια (μισή περίπου) από την διάρκεια της περιόδου βύθισης (Φουντούλης, 1994, Φουντούλης και Μωραΐτη, 1994, 1998, Papanikolaou et al., 2007). 30

32 31 Εικόνα 1.18: Παλαιογεωγραφικό σχεδιάγραμμα της κεντροδυτικής Πελοποννήσου από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα. Η ανύψωση και η διάβρωση των βυθισμένων κατά το προηγούμενο στάδιο λεκανών λαμβάνει χώρα με εκτεταμένες εμφανίσεις θαλάσσιων αποθέσεων του Κατώτερου Πλειστόκαινου. Η διαχωριστική γραμμή της ανύψωσης είναι μια υποπαράλληλη του Κυπαρισσιακού κόλπου επιμήκης ρηξιγενής ζώνη με διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ, που διαρρηγνύει την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στο νότιο τμήμα της, την κατωφέρεια στο κεντρικό, και την χερσαία παράκτια ακτή στο βόρειο τμήμα της. Εφελκυσμός σε διεύθυνση Β-Ν λαμβάνει χώρα ακόμα, αλλά εφελκυσμός σε διεύθυνση Α-Δ κυριαρχεί κατά τη ΒΒΔ- ΝΝΑ διεύθυνση του κόλπου (Papanikolaou et al., 2007).

33 Εικόνα 1.19: Σχηματική τομή με διεύθυνση Β-Ν που φανερώνει τη νεοτεκτονική δομή της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, η οποία αποτελείται από εναλλαγές τεκτονικών κεράτων και βυθισμάτων Α-Δ διεύθυνσης (από Φουντούλη 1994, τροποποιημένο από Papanikolaou et al. 2007). Παρουσιάζονται οι νεοτεκτονικές μακροδομές, που αναπτύσσονται κατά μήκος του Κυπαρισσιακού κόλπου, που από Β προς Ν είναι το τεκτονικό βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας (μόνο το νότιο τμήμα αυτού), το τεκτονικό κέρας Λαπίθα, το τεκτονικό βύθισμα Ζαχάρως, το τεκτονικό κέρας Μίνθης, το τεκτονικό βύθισμα Νέδα, το τεκτονικό κέρας Τετράζιου, το τεκτονικό βύθισμα Καλού Νερού-Κυπαρισσίας. Παρουσιάζονται, επίσης, οι κυριότερες περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες των μακροδομών αυτών, που από Β προς Ν είναι οι ρηξιγενείς ζώνες Λαπίθα, Ζαχάρως, Νέδα και Κυπαρισσίας. Αναγράφονται οι ρυθμοί ολίσθησης των κύριων περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών, οι ρυθμοί ανύψωσης των θαλάσσιων σχηματισμών από το Μέσο Πλειστόκαινο έως σήμερα, και οι ρυθμοί βύθισης των θαλάσσιων λεκανών Ανωτέρου Πλειόκαινου-Κατωτέρου Πλειστοκαίνου. 32

34 1.4. Σεισμικότητα-Σεισμική επικινδυνότητα Ιστορική Σεισμικότητα Η περιοχή της Δυτικής Πελοποννήσου παρουσιάζει έντονη σεισμική δραστηριότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. Με βάση τα στοιχεία παλαιότερων συγγραφέων από τους Κισκύρα (1962), Γαλανόπουλο (1947, 1955, 1981) και Παπαζάχο & Παπαζάχου (1989) οι κυριότεροι σεισμοί από άποψη καταστροφών, βασισμένοι σε ιστορικές μαρτυρίες, είναι οι εξής: 399 και 387 π.χ. Ο Ξενοφών αναφέρει μεγάλους σεισμούς στην Ηλεία. 551 μ. Χ (8 Αυγούστου) 1783 (26 Φεβρουαρίου) 1805 (18 Μαρτίου) 1820 (29 Δεκεμβρίου) 1837 (15 Αυγούστου) 1838 (28 Νοεμβρίου) 1846 (10 Ιουνίου) 1873 (25 Οκτωβρίου) 1885 (28 Μαρτίου) 1886 (27 Αυγούστου) 1896 (29 Δεκεμβρίου) 1898 (2 Ιουνίου) 1898 (9 Νοεμβρίου) 1899 (22 Ιανουαρίου) 1925 (6 Ιουλίου) 1947 (6 Οκτωβρίου) Λέγεται ότι ο περίφημος ναός του Δία στην Ολυμπία καταστράφηκε από σεισμό που έγινε στις 7 Ιουλίου 551 μ.χ. (Κισκύρας, 1962). Ισχυρός σεισμός έπληξε την Μεθώνη και την Κορώνη. Ισχυρός σεισμός στην Κεντρική Πελοπόννησο (Στεμνίτσα). Ασθενής σεισμική δόνηση στη Καλαμάτα. Ισχυρός σεισμός στην Ηλεία και Αρκαδία. Ισχυρός σεισμός στο Πύργο Ηλείας. Σφοδρός σεισμός στη Καλαμάτα. Καταστρεπτικός σεισμός στη Μικρομάνη Μεσσηνίας. Ισχυρός σεισμός προξένησε μεγάλες ζημιές στη ΒΔ Ηλεία. Καταστρεπτικός σεισμός στη Μεσσηνία. "Ο μάλλον περιβόητος εξ' όλων των σεισμών της Μεσσηνίας", καταστροφή των Φιλιατρών και της Κορώνης (ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1947) Ισχυρός σεισμός έπληξε την Καλαμάτα και το Ελαιοχώρι. Ισχυρός σεισμός στη Κεντρική Πελοπόννησο. Ισχυρός σεισμός στην Κυπαρισσία. Σφοδρός σεισμός στην Κυπαρισσία. Σεισμός προκάλεσε ρωγμές στα Καλάβρυτα και την Τρίπολη. Έγινε αισθητός σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Σεισμός μεγέθους 7.0 με μέγιστη ένταση ΙΧ στη περιοχή Πυλίας. 33

35 1951 (24 Αυγούστου) 1954 (4, 12 Μαΐου) 1959 (16 Αυγούστου) 1961 (2 Οκτωβρίου) 1962 (10 Απριλίου) 1964 (30 Αυγούστου) 1965 (5 Απριλίου) 1966 (1 Σεπτεμβρίου) 1979 (26 Μαρτίου) 1983 (19 Φεβρουαρίου) 1984 (9 0κτωβρίου) Σεισμός μεγέθους 5.5 στη δυτική ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου, προερχόμενος από βάθος 3 km, προκάλεσε αξιόλογες καταστροφές VIII βαθμού στο χωριό Πύλα. Ισχυροί σεισμοί μεγέθους 5.2 επέφεραν βλάβες στα χωριά της ΝΑ Ηλείας, Ράχες, Τριπυτή, Βασιλάκι και Ξερόκαμπος. Ισχυρός σεισμός μεγέθους 5.5 στη Μεσσηνία προερχόμενος από βάθος 8 km, προκάλεσε μερικές καταρρεύσεις σπιτιών στην Καλλιρρόη (Άνω Μεσσηνία). Η ζώνη βλαβών VI βαθμού υπερέβη τα χωριά Κατσαρός, Διαβολίτσι και Ζαχάρω. Σεισμός μεγέθους 5.7 στην έξοδο του Μεσσηνιακού κόλπου προερχόμενος από βάθος 23 km, επέφερε βλάβες VII βαθμού στα χωριά της Μεσσηνίας Αβραμιό, Ζευγολατειό και Δώριο. Σεισμός ο οποίος έγινε έντονα αισθητός στην Ζάκυνθο, την Ηλεία και την Μεσσηνία. Ακολουθήθηκε από μεγάλο αριθμό μετασεισμών ο μεγαλύτερος των οποίων έγινε στις 11 Απριλίου, με μέγεθος 5.6. Σεισμός μεγέθους 4.5, προκάλεσε βλάβες VII βαθμού στο χωριό Γρύλος Ολυμπίας. Η ζώνη βλαβών VI βαθμού περιέλαβε τα χωριά Βρίνα και Άνω Σαμικό και προσέγγισε τα χωριά Μακρίσια, Ανθούσα, και Κρέστενα που είχαν πληγεί και από τον προσεισμό της 27/8/1964. Σεισμός μεγέθους 6.1 και εστιακού βάθους 34 km, έπληξε τον ευρύτερο χώρο της Μεγαλόπολης. Η μέγιστη σεισμική ένταση X βαθμών κατέστρεψε τα χωριά Απιδίτσα, Χωρέμι, Κυπαρίσσια και Καλύβια Καρυών Αρκαδίας. Σεισμική ένταση ΙΧ βαθμών προκάλεσε βλάβες στα χωριά Θωκνία και Μαραθούσα Αρκαδίας. Επίσης Βλάβες παρουσιάστηκαν σε χωριά του Νομού Ηλείας που βρίσκονται κοντά στη σημερινή κοίτη του Αλφειού ποταμού όπως στους Κρουνούς (Χ), και τα Μακρίσια (ΙΧ). Πρέπει να σημειωθεί ότι παρατηρήθηκαν διαρρήξεις μήκους m και πλάτους 3-5 cm στα χωριά Κρουνοί και Καλλιθέα του Νομού Ηλείας. Ακόμα και σήμερα είναι εμφανής η κατολίσθηση που έγινε κατά τον εν λόγω σεισμό πολύ κοντά στο χωριό Λύκαιο. Για το σεισμό αυτό ο Ambraseys (1967), δίδει μακροσεισμικό επίκεντρο (37.4 Β, 21.9 Α), ενώ οι Makropoulos (1978) και Makropoulos & Burton (1981) δίδουν το μικροσεισμικό επίκεντρο πιο ΒA (37.75 Β, 22 Α). Σεισμός μεγέθους 5.4 και εστιακού βάθους 15 km, έπληξε το χώρο του τεκτονικού βυθίσματος Μεγαλόπολης. το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στο ανατολικό περιθώριο του βυθίσματος. Ζημιές προξένησε εκτός από τη Μεγαλόπολη (VIII), κυρίως στα ανατολικά περιθώρια της λεκάνης στα χωριά Τρίλοφο (VII+), Εκκλησούλα, Ραψωμμάτι, Μαλωτά Σούλο και Μαραθούσα (VII). Σεισμός μεγέθους 6.0, βάθους 5 km προκάλεσε βλάβες VII βαθμού στη Βαρβάσαινα Ηλείας. Η ζώνη βλαβών VI βαθμού υπερέβη τον Πύργο και τα χωριά Επιτάλιο, Κρέστενα, Μακρίσια, Στρέφιο και Γούμερο. Σεισμός μεγέθους 4.5 προξένησε μικρές καταστροφές στη SW Πελοπόννησο. Ισχυρός σεισμός μεγέθους 5.2, μικρού εστιακού βάθους, προκάλεσε σημαντικές βλάβες σε χωριά της Πυλίας. Αναφέρθηκαν εδαφικές διαρρήξεις διευθύνσεων κυρίως Β-Ν και δευτερευόντως Α-Δ. 34

36 1985 (23 Μαΐου) 1985 (7 Σεπτεμβρίου) 1986 (13 Σεπτεμβρίου) 1988 (16 Οκτωβρίου) 1993 (25 Μαρτίου) Ισχυρός σεισμός μεγέθους 5.2 και βάθους 5 km προξένησε μικρές ως μέτριες καταστροφές στη SW Πελοπόννησο. Ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 5.2 που προερχόταν από βάθος 5 km, με επίκεντρο τον Κυπαρισσιακό κόλπο παρουσίασε τις μεγαλύτερες σεισμικές εντάσεις της τάξης των V-VI στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου μεταξύ Πύργου και Φιλιατρών. Σεισμός μεγέθους 6.2 μικρού εστιακού βάθους προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στη πόλη της Καλαμάτας και το χωριό Ελαιοχώρι. Σεισμός μεγέθους 5.5 εστιακού βάθους 4 km προκάλεσε καταστροφές έντασης VI-VII βαθμών στις περιοχές Βαρθολομιού και Κυλλήνης στη NW Πελοπόννησο. Σεισμός μεγέθους 5.2 μικρού εστιακού βάθους προκάλεσε σημαντικές βλάβες στα κτίρια του Πύργου και ορισμένων χωριών του Ν. Ηλείας Πρόσφατη Σεισμικότητα Μεγάλοι και καταστρεπτικοί σεισμοί δεν έχουν αναφερθεί στο χώρο του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος Μεγαλόπολης-Λύκαιου-Μίνθης-Τετράζιου (ΜΕΛΥΜΙΤΕ). Αντίθετα, τέτοιοι σεισμοί έχουν συμβεί στο νότιο τμήμα του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου-Ολυμπίας με πιο πρόσφατο τον σεισμό του Πύργου στις 25 Μαρτίου Μεγάλοι και καταστρεπτικοί σεισμοί έχουν πλήξει κυρίως τη Μεσσηνία, που βρίσκεται νότια, και την Ηλεία, που βρίσκεται βόρεια. Η μικρή συγκέντρωση σεισμικών επικέντρων, που παρατηρείται στις ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου στη περιοχή μεταξύ Αλφειού ποταμού και Κυπαρισσίας, πρέπει να σχετίζεται με τη ρηξιγενή ζώνη Νέδα, ιδιαίτερα δε με την κινηματική, που έχει παρουσιάσει η εν λόγω ρηξιγενής ζώνη μετά το Μέσο Πλειστόκαινο (Φουντούλης 1994) Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Ανοδικές καθοδικές κινήσεις στη περιοχή, Παραμόρφωση. Εντοπισμός στρωματογραφικών τεκτονικών ασυνεχειών, Ενεργός τεκτονισμός, Μικροζωνική μελέτη. 35

37 2. ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA Η παράκτια ζώνη του Κυπαρισσιακού κόλπου εκτείνεται από το Ακρωτήριο του Κατάκολου (βόρεια της πόλης του Πύργου) μέχρι το Ακρωτήριο Κούνελο νότια της Κυπαρισσίας (Εικόνα 2.1). Εικόνα Χάρτης γεωμορφολογικών, ιζηματογενών και στρωματογραφικών χαρακτηριστικών της παράκτιας ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου.( Poulos et al, 2002) Ο χερσαίος χώρος αποτελείται από μια πεδινή περιοχή, με κλίσεις <10% και υψόμετρα <20m, καλύπτοντας μια έκταση 145 km 2 (Poulos et al., 2002). Προς τα Ανατολικά της παράκτιας πεδινής περιοχής ευρίσκονται οι ορεινοί όγκοι της Φολόης, της Μίνθης του Λαπίθα, του Τετράζιου και των ορέων της Κυπαρισσίας με διεύθυνση Δ-Α. Η ενδοχώρα αποστραγγίζεται μέσω των ποταμών Αλφειού, Νέδα και Περιστέρας και από έναν ικανό αριθμό ποταμοχειμάρρων με παροδική ροή (Άνυδρος, Ζαχαρέϊκο, Κεφαλόβρυσο, Πάμισος, Σαραίικο, κ.ά.). Στο τμήμα αυτό της παράκτιας ζώνης περιλαμβάνεται μια ποικιλία ιζηματογενών περιβαλλόντων, με κυρίαρχες τις δελταϊκές παράκτιες πεδιάδες οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά το Ολόκαινο, τόσο κατά την διάρκεια όσο και μετά την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Πλειστοκαινικές αποθέσεις καθώς και παλαιότεροι σχηματισμοί έχουν επικαλυφθεί από ποταμοδελταϊκά πεδία, τα οποία πλαισιώνονται από παράκτιες θίνες (τέσσερις κατά τόπους έως και πέντε σειρές) και παράκτιες λίμνες (λίμνη Καϊάφα και τεχνητά αποξηραμένες λίμνες Μουριά και Αγουλινίτσα). 36

38 Ποτάμιες και θαλάσσιες αναβαθμίδες, ολοκαινικής ηλικίας, εμφανίζονται κατά μήκος του Αλφειού ποταμού μόλις μερικά μέτρα πάνω από την στάθμη της θάλασσας, ως το αποτέλεσμα τεκτονικής δραστηριότητας ή διαπυρισμού (Maroukian et al., 2000). Στα κράσπεδα των υψιπέδων παρατηρούνται πλειστοκαινικά αλλουβιακά ριπίδια, τα οποία αποτελούνται από κόκκινες κροκάλες και προέκυψαν από ποτάμιες αποθέσεις στην παράκτια πεδιάδα, ενώ καλύπτονται από τις Ολοκαινικές αποθέσεις. Στο νοτιότερο τμήμα του κόλπου, όπου δεν εμφανίζεται σύστημα θινών, οι ποτάμιες αποθέσεις καθώς και οι αποθέσεις των ριπιδίων αγγίζουν την ακτή σχηματίζοντας χαμηλούς λόφους. Σε άλλα σημεία εμφανίζονται βραχώδεις παράκτιοι κρημνοί από νεογενείς σχηματισμούς, οι οποίοι περικλείουν μικρές παραλίες και στόμια εφήμερων υδατορευμάτων Μορφολογικές ενότητες Η κεντροδυτική Πελοπόννησος μπορεί να διακριθεί σε αυτοτελείς μορφολογικές ενότητες, των οποίων ο επιμήκης άξονας έχει διεύθυνση Α-Δ. Σε τομή διεύθυνσης Β-Ν της περιοχής ενδιαφέροντος, παρατηρείται μία εναλλαγή ορεινών όγκων, κοιλάδων και λοφοσειρών με γενική διεύθυνση Α-Δ. Στους ορεινούς όγκους παρατηρείται μία ασυμμετρία στη μορφολογία τους με απότομα πρανή στη βόρεια πλευρά και ομαλότερα στη νότια. Με βάση τους τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:50000 μπορούν να διακριθούν οι παρακάτω μορφολογικές ενότητες (Εικόνα 2.2): Όρος Λαπίθας. Πρόκειται για ένα επίμηκες όρος με μήκος περίπου 17 km, διεύθυνση επιμήκους άξονα Α-Δ, πλάτος 1-3 km, έκταση περίπου 35 km 2, και μεγαλύτερα υψόμετρα 770 και 768 m Όρος Μίνθη Έχει διεύθυνση Α-Δ, μήκος 24 km, πλάτος 8-10 km, έκταση περίπου 216 km 2 και μεγαλύτερα υψόμετρα και m. Στη νότια πλευρά διακρίνονται τέσσερις ράχες, που διαχωρίζονται από κοιλάδες με απόκρημνα πρανή των ρεμάτων Κεφαλόβρυσο, Πάμισος και Σαραίικο με μέση διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ. Τα βόρεια και νότια όρια της εν λόγω ενότητας με τις ενότητες Λαπίθα και Τετράζιου είναι σαφή (κοιλάδες Άνυδρου και Νέδα αντίστοιχα), ενώ τα ανατολικά και κυρίως τα βορειοανατολικά με την ενότητα Λύκαιου δεν είναι τόσο σαφή Όρος Τετράζιο Έχει διεύθυνση Α-Δ, μήκος 20 km, πλάτος 8-10 km, έκταση περίπου 220 km 2 και μεγαλύτερα υψόμετρα 1389 και 1195 m. Ενώ τα βόρεια όρια της εν λόγω ενότητας με την ενότητα Μίνθης είναι σαφή (κοιλάδα Νέδα), τα ανατολικά και τα νότια με τις ενότητες Λύκαιου και Καλού Νερού-Δώριου δεν είναι τόσο σαφή Λόφοι Λέπρεου-Νέδα Οι λόφοι Λέπρεου-Νέδα βρίσκονται μεταξύ της Νέδα και του Λέπρεου και παρεμβάλλονται στο δυτικό τμήμα του ορίου μεταξύ των ενοτήτων Τετράζιου και Μίνθης. Καταλαμβάνουν έκταση περίπου 47 km 2, έχουν διεύθυνση ανάπτυξης Α-Δ, μήκος 8,5 km και πλάτος 6-8 km. Το μέσο υψόμετρο της ενότητας είναι περίπου 200 m, ενώ τα μέγιστα υψόμετρα είναι 314 και 308 m. 37

39 Λόφοι Καλού Νερού-Δώριου Βρίσκεται νότια της μορφολογικής ενότητας Τετράζιου όρους αποτελώντας μία περιοχή χαμηλού υψομέτρου μεταξύ της προαναφερθείσας μορφολογικής ενότητας και των ορέων Κυπαρισσίας στα νότια. Το μέσο υψόμετρο της περιοχής είναι μικρότερο των 200 m, το ανάγλυφο ομαλό, έχει μήκος περίπου 18 km και πλάτος, που κυμαίνεται από 4 έως 8 km Υδρολογικές λεκάνες Μεταξύ των παραπάνω μορφολογικών ενοτήτων αναπτύσσονται υδρολογικές λεκάνες που αποστραγγίζουν την ευρύτερη περιοχή και οι κύριοι κλάδοι τους εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο (Εικόνα 2.2) μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες ιζημάτων. Στο βόρειο τμήμα του κόλπου εκβάλλει ο Αλφειός ποταμός και στο νότιο η Νέδα. Ανάμεσα στα δυο αυτά ποτάμια υπάρχουν και πολυάριθμοι χείμαρροι (Εικόνα 2.2), μερικοί από τους οποίους δεν έχουν ορατή κατάληξη στην θάλασσα λόγω ανθρωπογενών επεμβάσεων (Αλεξούλη-Λειβαδίτη, 1990). Εικόνα 2.2: Χάρτης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου (από Φουντούλη, 1994). Διακρίνονται οι κύριες μορφολογικές ενότητες (όρη Λαπίθας, Μίνθη, Τετράζιο, Κυπαρισσιακά) καθώς και οι κύριοι κλάδου του υδρογραφικού δικτύου της περιοχής (ποταμός Αλφειός, Ζαχαραίικο ρέμα, ποταμός Νέδα, ποταμός Σελλάς ή Περιστέρα), που εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Στην περιοχή ενδιαφέροντος αναπτύσσονται υδρολογικές λεκάνες τμηματικά ή εξ ολοκλήρου, που από Β προς Ν είναι όπως παρακάτω Δυτικό τμήμα υδρολογικής λεκάνης ποταμού Αλφειού στο βύθισμα Πύργου-Ολυμπίας Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου σε μήκος (112 km) και παροχή (απόλυτη μέγιστη και ελάχιστη καταγεγραμμένη τιμή m 3 και 13 m 3 ύδατος) με έκταση υδρολογικής λεκάνης απορροής km 2 και ετήσιο δυναμικό m 3 ύδατος. Πηγάζει από την Αρκαδία, διαρρέει ένα σημαντικό τμήμα της και στη συνέχεια εισέρχεται στην Ηλεία και εκβάλλει στον Κυπαρισσιακό κόλπο βόρεια του όρους Λαπίθα (Εικόνα 2.3). Χωρίζεται σε τρία (3) διακριτά τμήματα, που είναι ο Άνω Αλφειός (άνω ρους), από τις πηγές μέχρι και το υψίπεδο της Μεγαλόπολης, ο Μέσος Αλφειός (μέσος ρους), στα φαράγγια, στα όρια των νομών Ηλείας- Αρκαδίας και ο Κάτω Αλφειός (κάτω ρους), στο πεδινό του τμήμα στην Ηλεία (κοιλάδα Αλφειού) (Εικόνα 2.3). Η υδρολογική του λεκάνη εκτείνεται στη δυτική και κεντρική Πελοπόννησο και κατανέμεται κυρίως στους νομούς Αρκαδίας, Ηλείας και Αχαΐας κατά ποσοστό 60%, 30% και 10% αντιστοίχως και χωρίζεται σε τρεις (3) υπολεκάνες (Manariotis and Yannopoulos, 2004): 38

40 1) Η άνω υπολεκάνη καλύπτει μια έκταση επιφάνειας 250 km 2 και περιλαμβάνει το τμήμα του ποταμού Αλφειού στο οροπέδιο της Μεγαλόπολης, με κυριότερους παραπόταμους τους Λούσιο, Ελισσώνα και Ξερίλα. 2) Η μεσαία υπολεκάνη έχει μέγεθος 3048 km 2 και περιλαμβάνει το ενδιάμεσο τμήμα, ανάντη του φράγματος Φλόκα, με κυριότερους παραπόταμους τους Λάδωνα, Ερύμανθο, Κλαδέο και Σελινούντα. 3) Η κάτω υπολεκάνη έχει έκταση 362 km 2 και καταλαμβάνει το τμήμα από το φράγμα του Φλόκα έως τις εκβολές στον Κυπαρισσιακό κόλπο με κυριότερο παραπόταμο τον Ενιππέα. 39 Εικόνα 2.3: Το υδρογραφικό δίκτυο του Αλφειού ποταμού. Διακρίνεται ο κύριος κλάδος του Αλφειού, οι κύριοι παραπόταμοί του, οι αποξηραμένες λίμνες Μουριάς και Αγουλινίτσας και η λίμνη Καϊάφα στην παράκτια περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου καθώς και οι σημαντικότερες ανθρώπινες επεμβάσεις κατά μήκος της κοίτης του κύριου κλάδου (από Μanariotis and Yannopoulos, 2004 τροποποιημένο). Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, οι σημαντικότερες άμεσες ανθρώπινες επεμβάσεις στο υδρογραφικό δίκτυο του Αλφειού ποταμού είναι η κατασκευή φράγματος στο Λάδωνα (1955) και στον Αλφειό στην περιοχή Φλόκα (1968) (Εικόνα 2.3). Η γεωλογία του Αλφειού έχει περιγραφεί από τον Μαριολάκο et al, (1976). Δύο μεγάλες περιοχές μπορούν να διακριθούν και είναι η ανάντι περιοχή που δομείται από τους αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Πίνδου και Τρίπολης και η κατάντη περιοχή που κυριαρχείται από μεταλπικούς σχηματισμούς Πλειόκαινου-Τεταρτογενούς. Η περιγραφή των σχηματισμών αυτών έχει γίνει από τους Hageman (1977), Kowalczyk and Winter (1979) και Λέκκα et al., (1992). Η ασυμμετρία του υδρογραφικού δικτύου του Αλφειού, προς τον κύριο κλάδο, είναι χαρακτηριστική με τις μεγαλύτερης έκτασης υπολεκάνες και τους μεγαλύτερου μήκους κύριους παραπόταμούς του (Ελισσών, Λούσιος, Λάδωνας, Ερύμανθος, Κλαδέος, Ενιππέας) να αναπτύσσονται βόρεια του κύριου κλάδου του Αλφειού (Εικόνα 2.4) Υδρολογική λεκάνη Ζαχαραίικου στο βύθισμα Ζαχάρως Στη λεκάνη Ζαχάρως αναπτύσσεται το υδρογραφικό σύστημα Ζαχαραίικου (Εικόνα 2.5). Η υδρολογική λεκάνη Ζαχαραίικου ακολουθεί τη γεωμετρία του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως με γενική διεύθυνση Α-Δ. Το μεγαλύτερο τμήμα του υδρογραφικού δικτύου (κλάδοι 2ης, 3ης και 4ης τάξης), έχει αναπτυχθεί στις μεταλπικές αποθέσεις, ενώ στους αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Τρίπολης και Πίνδου, έχουν αναπτυχθεί κυρίως 1ης και λιγότερο 2ης τάξης κλάδοι.

41 Εικόνα 2.4: Η υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αλφειού (από Mariolakos and Papanikolaou, 1981). Το ρέμα Άνυδρο, παρουσιάζει μία ασύμμετρη ανάπτυξη των κλάδων του, η οποία εκφράζεται από την μονόπλευρη ανάπτυξη αυτών νότια του κύριου κλάδου (Εικόνα 2.5). Οι κλάδοι αυτοί είναι 1ης ή 2ης τάξης, έχουν μέση διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ και σημαντικό μήκος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διευθύνσεις των κλάδων στη συγκεκριμένη περιοχή δεν συμπίπτουν με τις κύριες αλπικές τεκτονικές γραμμές, αλλά κυρίως με τις διευθύνσεις ρηγμάτων που κόβουν τόσο τους αλπικούς σχηματισμούς όσο και τους μεταλπικούς σχηματισμούς πλειο-πλειστοκαινικής ηλικίας. Έτσι, ενώ η αρχική διεύθυνση του Άνυδρου είναι ΒΒΔ-ΝΝΑ, αυτή αλλάζει σε ΔΝΔ-ΑΒΑ, όταν δε ενώνεται με τον κλάδο 2ης τάξης, που κατέρχεται από τον Κουμουθέκρα (Αρτέμιδα), αλλάζει σε ΒΑ-ΝΔ μέχρι το ύψος της Αρήνης, όπου ενώνεται με το ρέμα της Αρήνης και η διεύθυνσή του γίνεται περίπου Α-Δ (Εικόνα 2.5). Τέλος, από τη συμβολή του με το Τρανό ρέμα αποκτά ξανά διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ μέχρι το ύψος της Ζαχάρως, όπου εκ νέου αποκτά διεύθυνση Α-Δ, την οποία έχει μέχρι την εκβολή του στον Κυπαρισσιακό κόλπο (Εικόνα 2.5). Εικόνα 2.5: Χάρτης υδρογραφικού δικτύου λεκάνης Ζαχάρως (Φουντούλης, 1994). Το ρέμα Βρυσούλα παρουσιάζει κι αυτό μία ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού του δικτύου, δηλαδή μία μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων 1ης τάξης, ΒΔ του κύριου κλάδου του, που είναι 3ης τάξης (Εικόνα 2.5). Έτσι, ενώ οι κλάδοι 2ης και 3ης τάξης έχουν διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, οι κλάδοι 1ης τάξης έχουν διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ, διευθύνσεις που συμπίπτουν με τις διευθύνσεις των ρηγμάτων της περιοχής (Εικόνα 2.5). 40

42 Η περιγραφείσα κλιμακωτή διάταξη του Άνυδρου ρέματος οφείλεται στη γεωμετρία των ρηγμάτων της περιοχής και συνολικά στον τύπο παραμόρφωσης του ευρύτερου χώρου, που έλαβε χώρα κατά τη νεοτεκτονική περίοδο (Φουντούλης, 1994) Υδρολογική λεκάνη Νέδα στο βύθισμα Νέδα: Στη λεκάνη Νέδα αναπτύσσεται ένα κύριο υδρογραφικό δίκτυο, αυτό του ποταμού Νέδα, στη δε περιοχή μεταξύ Γιαννιτσοχωρίου και Κακόβατου, αναπτύσσονται τέσσερα ρεύματα 4ης ή μικρότερης τάξης (Εικόνα 2.6). Τα τελευταία αναπτύσσονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στους μεταλπικούς σχηματισμούς (π.χ. τα ρεύματα Βούλγκρεμο και Αλυσίβα) και μόνο οι απολήξεις των μικρότερης τάξης κλάδων διέρχονται από αλπικούς σχηματισμούς. Όλοι οι κύριοι κλάδοι των μικρότερων αυτών δικτύων έχουν διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, ενώ οι μικρότερης τάξης κλάδοι όταν δεν έχουν ΒΑ-ΝΔ διεύθυνση, έχουν διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ. Δηλαδή, οι διευθύνσεις των κλάδων δεν έχουν καθοριστεί από την αλπική τεκτονική (άξονες πτυχών, εφιππεύσεις) αλλά κυρίως από τον θραυσιγενούς τύπου τεκτονισμό, που έχει λάβει χώρα κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, αφού τα ίδια ρήγματα αποκόπτουν τόσο τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, όσο και τις μεταλπικές αποθέσεις. Το ρέμα του Θολού, στο νότιο τμήμα, και το Καλιδονίτικο ρέμα,στο βόρειο τμήμα, παρουσιάζουν ασυμμετρία, που εκδηλώνεται με τη μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων μικρότερης τάξης (Εικόνα 2.6). Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο βόρεια του κύριου κλάδου, ενώ νότια λείπουν σχεδόν εντελώς. Πολύ χαρακτηριστική είναι η αλλαγή της διεύθυνσης του κλάδου 3ης τάξης του ρέματος του Θολού, το οποίο, ενώ η γενική διεύθυνση είναι ΒΑ-ΝΔ, αλλάζει σε ΒΒΔ-ΝΝΑ για ένα μικρό διάστημα, και ακολούθως αποκτά ξανά την αρχική του διεύθυνση (Εικόνα 2.6). Εικόνα 2.6: Χάρτης υδρογραφικού δικτύου λεκάνης Νέδα (Φουντούλης, 1994). Το κύριο υδρογραφικό δίκτυο που αναπτύσσεται στη λεκάνη της Νέδα είναι 6ης τάξης, η δε λεκάνη έχει μέση διεύθυνση Α-Δ με μεγάλο πλάτος σε σχέση με το μήκος της (Εικόνα 2.6). Το μεγαλύτερο τμήμα του υδρογραφικού δικτύου αναπτύσσεται πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, ενώ ένα μικρό τμήμα κοντά στις εκβολές του στον Κυπαρισσιακό κόλπο αναπτύσσεται πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κλάδος 6ης τάξης αναπτύσσεται αποκλειστικά πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις, ενώ οι δύο κλάδοι 5ης τάξης αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω στους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου. 41

43 Το βόρειο τμήμα του υδροκρίτη, που έχει μέση διεύθυνση Α-Δ και το ανατολικό που έχει μέση διεύθυνση Β-Ν, με υψόμετρα άνω των m, είναι κοινά με τμήμα του νότιου υδροκρίτη του Αλφειού ποταμού. Το νότιο τμήμα του υδροκρίτη με μέση διεύθυνση Α-Δ και αυτό, είναι κοινό με τους βόρειους υδροκρίτες του Αρκαδικού δυτικά και του Αμφίτα ανατολικά. Πάντως τα υψηλότερα σημεία του υδροκρίτη παρουσιάζονται στο ανατολικό και το βόρειο τμήμα του (1.389 m, m), το δε υψηλότερο (1.420 m) στο σημείο τομής των προαναφερθεισών διευθύνσεων, Β-Ν και Α-Δ. Η κεντρική κοίτη της Νέδα έχει διεύθυνση Α-Δ και ευρίσκεται πλησιέστερα προς το νότιο υδροκρίτη απ' ότι στο βόρειο, με μία σχέση περίπου 1:2 (Εικόνα 2.6). Δηλαδή παρουσιάζει μεγάλη ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου που οφείλεται στην ανάπτυξη περισσότερων και με μεγαλύτερο μήκος δευτερευόντων κλάδων κυρίως βόρεια της κεντρικής κοίτης (Εικόνα 2.6). Εξάλλου, βόρεια της κεντρικής κοίτης, παρατηρούνται υπολεκάνες κυρίως 3ης αλλά και μία από τις δύο 5ης τάξης, με εξαιρετικά μεγάλη επιμήκυνση (Εικόνα 2.6). Οι διευθύνσεις του υδροκρίτη της λεκάνης της Νέδα όσο και της κύριας κοίτης δεν είναι τυχαίες, αλλά συμπίπτουν με τις διευθύνσεις των μεγάλων ρηξιγενών ζωνών της περιοχής Υδρολογική λεκάνη Περιστέρας στο βύθισμα Κυπαρισσίας-Καλού Νερού: Το υδρογραφικό δίκτυο της λεκάνης Κυπαρισσίας-Καλού Νερού αποτελείται από 9 επί μέρους υδρογραφικά δίκτυα από τα οποία το ένα, που είναι και το κύριο, του ποταμού Περιστέρα είναι 5ης τάξης, ενώ τα υπόλοιπα 8 μικρότερων τάξεων (Εικόνα 2.7). Τα μικρότερων τάξεων υδρογραφικά δίκτυα, αναπτύσσονται αποκλειστικά μέσα σε μεταλπικούς σχηματισμούς και μόνο οι απολήξεις των μικρότερης τάξης κλάδων σε ορισμένα από αυτά, διέρχονται από αλπικούς σχηματισμούς Πίνδου. Οι κύριοι κλάδοι των μικρότερων αυτών δικτύων έχουν διεύθυνση Α-Δ, ενώ οι μικρότερης τάξης κλάδοι τους όταν πλησιάζουν προς τις ορεινές περιοχές των περιθωρίων της λεκάνης έχουν διεύθυνση Β-Ν ή ΒΑ-ΝΔ (Εικόνα 2.7). Εικόνα 2.7: Χάρτης υδρογραφικού δικτύου λεκανών Κυπαρισσίας - Δωρίου - Άνω Μεσσηνίας (Φουντούλης, 1994). Στο δυτικό τμήμα του χάρτη (περιοχή ενδιαφέροντος) αναπτύσσεται η υδρολογική λεκάνη και το υδρογραφικό δίκτυο του ποταμού Περιστέρα. Στο νότιο τμήμα της λεκάνης τα μικρά υδρογραφικά δίκτυα Νο 1 και 2 (Καρτελά Ρ.) (Εικόνα 2.7) παρουσιάζουν μία ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου δηλαδή μία μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων μικρότερης τάξης. Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο νότιο τμήμα, ενώ από το βόρειο λείπουν εντελώς (Εικόνα 2.7). 42

44 Παρόμοια μονόπλευρη ανάπτυξη, παρουσιάζουν και τα υδρογραφικά δίκτυα Νο 7 και 8 (ρέματα Πραζερή και Παρασποριά) (Εικόνα 2.7). Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά, οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βόρειο τμήμα, ενώ από το νότιο λείπουν εντελώς. θα περίμενε κανείς οι μικρότερης τάξης κλάδοι να ενωθούν με τον Αρκαδικό ποταμό, αντί αυτού όμως στρέφονται προς ΔΒΔ και εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο Λίμνες Λίμνη Καϊάφα Βόρεια της Ζαχάρως και 27 km ΝΑ του Πύργου Ηλείας, βρίσκεται η περιοχή της λίμνης Καϊάφα (Εικόνα 2.3). Η περιοχή αυτή περιλαμβάνει τη λίμνη Καϊάφα, το τμήμα της αμμώδους παραλίας (Στροφυλιά) καθώς και το ενδιάμεσο τμήμα τους που περιέχει έως και τέσσερις σειρές αμμοθινών. Η λίμνη Καϊάφα καλύπτει μια έκταση 0,17 km 2, αποτελεί την μοναδική μη αποξηραμένη λίμνη στο νομό Ηλείας, αφού οι μεγαλύτερες Αγουλινίτσα και Μουριά έχουν αποξηρανθεί από την δεκαετία του Παλαιότερα συνδεόταν μέσω καναλιού με την Αγουλινίτσα (θέση Κλειδί) και σχημάτιζαν ένα μεγάλο λιμναίο σύστημα. Σήμερα το κανάλι αυτό δεν υπάρχει και η εκφόρτιση του ύδατος, πραγματοποιείται διαμέσου τεχνητού καναλιού, που παροχετεύει τα ύδατα στην θάλασσα. Η λίμνη Καϊάφα, θα μπορούσε να ενταχθεί στο σύστημα παράκτιων λιμνών της δελταϊκής πεδιάδας του ποταμού Αλφειού, που σχηματίζεται στους άνω-κρητιδικούς ασβεστόλιθους του όρους Λαπίθα αμέσως ανατολικά της λιμνοθάλασσας (Δημόπουλος και Μουντράκης, 1988, Φουντούλης, 2000). Επίσης από τα ανατολικά δέχεται και τα ύδατα του μικρού ρέματος Μαυροποτάμι, το οποίο αναφέρει και ο Παυσανίας ως Άνυδρο στα «Ηλιακά» του. Η λίμνη δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα και ο σχηματισμός της τοποθετείται στα τελευταία έτη (Kraft et al., 2005). Η λίμνη Καϊάφα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπέστη εκτεταμένες παρεμβάσεις που αφορούσαν αποξήρανση μικρού τμήματος στο βόρειο άκρο της, εκβάθυνση στο σύνολό της, δημιουργία τσιμεντένιου κρηπιδώματος στα νότια περιθώριά της και επαναδιευθέτηση της εσωτερικής ακτής της αμμολωρίδας καθώς και δημιουργία νησίδας τουριστικών εγκαταστάσεων του Ε.Ο.Τ (Μπούζος και Κοντόπουλος, 2004). Σήμερα η λίμνη έχει μήκος 3 km, πλάτος m και βάθος πάνω από 2 m. Αποτελεί έναν ζωντανό υδροβιότοπο που φιλοξενεί ψάρια, χέλια, φίδια, χελώνες και πολλά αποδημητικά πουλιά κατά την χειμερινή περίοδο. Μέσα στην λίμνη υπάρχει το νησάκι της Αγίας Αικατερίνης, από το ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται εκεί, και επικοινωνεί με την Εθνική Οδό με τη βοήθεια τεχνητού γεφυριού. Εκτός του λιμναίου χώρου, συναντάμε στο ανατολικό τμήμα της λίμνης και στη βάση του όρους Λαπίθα τα σπήλαια των Ανυγρίδων και των Ατλαντίδων Νυμφών με τις ιαματικές πηγές λουτροθεραπείας και ποσιθεραπείας (Φουντούλης, 2000) Αποξηραμένες λίμνες Μουριάς και Αγουλινίτσας Η αποξηραμένη Λίμνη Μουριά βρίσκεται 5 km από την πόλη του Πύργου. Σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων Νομαρχίας Ηλείας, η Λίμνη Μουριά καταλάμβανε συνολική έκταση στρεμμάτων, εκ των οποίων τα στρέμματα αποτελούσαν την κυρίως λίμνη, που εκτεινόταν ΒΔ του δρόμου Πύργου-Σπιάντζας, ενώ τα υπόλοιπα ήταν παρόχθιες περιοχές. Η λίμνη σχηματίστηκε πίσω από αμμώδεις φραγμούς Ολοκαινικής ηλικίας, με ταυτόχρονη εισροή γλυκού νερού από μικροχειμάρρους και από αύλακες διάρρηξης του Αλφειού Ποταμού, που ρέει στα 43

45 νοτιοανατολικά, όπως επίσης και αλμυρού νερού που εισερχόταν μέσω ενός δίαυλου επικοινωνίας (μπούκα) με τη θάλασσα. Σύμφωνα με τους Kraft et al. (2005), οι φυσικοί φραγμοί Μουριάς σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Ελλαδικής περιόδου (2500 π.χ.). Οι ίδιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπήρχε και ένα παλαιότερο σύστημα φραγμών από αυτό της Μουριάς, το οποίο χρονολογείται στην Ύστερη Μεσολιθική-Πρώιμη Νεολιθική περίοδο ( π.χ.). Η αποξήρανση της λίμνης Μουριάς ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι νέες εκτάσεις για γεωργικές καλλιέργειες (Heliotis, 1988). Η αποξήρανση επιτεύχθηκε με τη διάνοιξη ενός συστήματος αποστραγγιστικών καναλιών και την εγκατάσταση δύο αντλιοστασίων, η χρήση των οποίων είναι απαραίτητη για την άντληση των υδάτων της λίμνης και την απορροή τους προς τον Κυπαρισσιακό Κόλπο, αφού η περιοχή βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Μετά την αποξήρανση της λίμνης διανοίχθηκαν στην περιοχή αρδευτικά κανάλια, προκειμένου να καλυφθούν οι γεωργικές ανάγκες. Εκτός από τα απαραίτητα εγγειοβελτιωτικά έργα, που εκτελέστηκαν μετά την αποξήρανση, έγινε κατά το έτος 1972 και εδαφοβελτίωση με γύψο λόγω της υψηλής αλατοπεριεκτικότητας των εδαφών (Γεωργιάδης et al., 1998). Η ευρύτερη περιοχή της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς βρίσκεται σε χαμηλά τοπογραφικά υψόμετρα (από +2 m έως περίπου -2,2 m από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας), με εξαίρεση στα δυτικά το Βουνό Κατάκολου (+83 m), στα βόρεια τους λόφους Σκουροχωρίου-Γρανιτσέικων- Βυτινέικων (+93 m και +53 m), στα βορειοανατολικά τα υψώματα του Πύργου και στα νότια το σημερινό σύστημα φυσικών φραγμών με μέγιστο υψόμετρο +2 m από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας (Χατζηαποστόλου, 2009) Παραλιακή Ζώνη Ο Κυπαρισσιακός κόλπος βρίσκεται στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, έχει ημισεληvoειδές σχήμα και μήκος ακτογραμμής περίπου 70 km, από τα οποία τα 63 km περίπου είναι αμμώδεις παραλίες (Εικόνα 2.8). Σε όλο το μήκος του Κυπαρισσιακού κόλπου εμφανίζονται υποθαλάσσιες και παράκτιες γεωμορφές, οι σημαντικότερες των οποίων είναι οι αμμοθίνες, οι επιμήκεις, ημισεληvoειδείς και τεταρτoσεληvoειδείς υποθαλάσσιες ράχες, οι ρυθμικές ακτογραμμές και τα beach cusps στο ενεργό τμήμα της παραλίας. Κάθε είδος γεωμoρφώv εμφανίζεται επιλεκτικά σε συγκεκριμένες θέσεις κατά μήκος της ακτογραμμής (Εικόνα 2.8). Κοινά χαρακτηριστικά των υποθαλάσσιων γεωμoρφώv είναι η σταθερότητα της θέσης τους και η σταθερότητα των αποστάσεων μεταξύ διαδοχικών γεωμoρφώv του ιδίου τύπου. Οι ρυθμικές ακτογραμμές και τα beach cusps εμφανίζονται σε όλο το μήκος του κόλπου, αλλά συχνότερα στο κεντρικό και νότιο τμήμα του. 44

46 Εικόνα Συνοπτικός γεωμορφολογικός χάρτης του Κυπαρισσιακού κόλπου με τις θέσεις εμφάνισης των κύριων παράκτιων γεωμορφών (Γκιώνης, 2001). Η ακτή του Κυπαρισσιακού κόλπου έχει μέση κλίση που κυμαίνεται στο βόρειο άκρο από 1 έως 4, στο κεντρικό τμήμα από 6 έως 11 και στο νότιο άκρο του κόλπου από 7 έως 13 (Εικόνα 2.9). Οι τιμές αυτές έχουν προκύψει από τη στατιστική επεξεργασία των μετρήσεων και παρατηρήσεων υπαίθρου από το 1988 έως το 2000 (Γκιώνης, 2001) και θα πρέπει να θεωρούνται απλώς ως ενδεικτικές τιμές μέσης κλίσης, αφού κατά θέσεις έχουν παρατηρηθεί και μεγαλύτερες ή μικρότερες τιμές. Εικόνα 2.9: Μεταβολή της κλίσης του ενεργού τμήματος της παραλίας κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού κόλπου από το Κατάκολο (1) μέχρι την Κυπαρισσία (26) υπό την επίδραση κυμάτων Δ προέλευσης (Γκιώνης, 2001). Το εύρος της παράκτιας ζώνης κυμαίνεται στο βόρειο άκρο του Κυπαρισσιακού κόλπου από 25 m έως 500 m, στο κεντρικό τμήμα από 50 m έως 500 m και στο νότιο άκρο από 25 m έως m. 45

47 Η παραλιακή ζώνη όπου κυριαρχούν οι κυματικές διεργασίες και η οποία αποτελείται από θαλάσσιες αποθέσεις εκτείνεται σε όλο το μήκος του Κυπαρισσιακού κόλπου και έχει εύρος από 25 m έως 100 m Υποθαλάσσιες γεωμορφές Οι σημαντικότερες γεωμορφές που παρατηρούνται στην προάκτια ζώνη του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι οι υποθαλάσσιες ράχες (underwater bars). (A) (B) Εικόνα 2.10: (Α) Υποθαλάσσιες ράχες παράλληλες με την ακτογραμμή στον βόρειο Κυπαρισσιακό κόλπο, (Β) Τοπογραφία ράχης-αύλακας που δημιουργήθηκε στο Κατάκολο από την αργή μετανάστευση της εσωτερικής υποθαλάσσιας ράχης και την προσκόλλησή της στην ακτογραμμή κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου ήπιων κυματικών συνθηκών (Γκιώνης, 2001). Στο βόρειο άκρο του Κυπαρισσιακού κόλπου, από το Κατάκολο μέχρι τις εκβολές του Αλφειού ποταμού, υπάρχουν τρεις έως πέντε επιμήκεις υποθαλάσσιες ράχες παράλληλες με την ακτογραμμή (longitudinal bars) (Εικόνα 2.10) με αποστάσεις μεταξύ τους που κυμαίνονται από 16 m έως 170 m. Οι ράχες αυτές αποτελούν μόνιμες γεωμορφές που παρατηρούνται σε όλες τις σειρές αεροφωτογραφιών. Η εσωτερική ράχη μπορεί κατά τόπους να γίνεται ρυθμική κατά μήκος της ακτής ή να προσκολλάται στην ακτογραμμή δημιουργώντας χαρακτηριστική τοπογραφία ράχης- 46

48 αύλακας (ridge and runnel) που είναι ιδιαίτερα εμφανής κατά τις περιόδους αμπώτιδας (Εικόνα 2.10). Η εσωτερική ράχη ή η αμέσως επόμενη, αν η εσωτερική βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτογραμμή, διακόπτεται συχνά από εγκάρσιες αύλακες (Εικόνα 2.11). Από τη μελέτη της γεωμετρίας αυτών των αυλακών, της διάταξής τους στο χώρο και από ρευματομετρήσεις με πλωτήρες προέκυψε ότι οι αύλακες αυτές αποτελούν διαύλους εγκαρσίων ρευμάτων (rip channels) που συντηρούνται από τη ροή επιστροφής (return flow) της υδάτινης μάζας που συσσωρεύεται στην ακτή από τον εισερχόμενο κυματισμό. Εικόνα 2.11: Δίαυλοι εγκαρσίων ρευμάτων (RC) και τοπογραφία ράχης-αύλακας (RR) στον βόρειο Κυπαρισσιακό κόλπο (Γκιώνης, 2001). Στο κεντρικό τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου η εσωτερική ράχη διασπάται σε τεταρτοσεληνοειδείς ράχες (lunate or oblique bars) των οποίων το ένα άκρο είναι σχεδόν πάντα προσκολλημένο (welded) στην ακτογραμμή και το άλλο είναι ελεύθερο ή σπανιότερα εφάπτεται με την επόμενη ράχη (Εικόνα 2.12). Οι διαδοχικές ράχες απέχουν μεταξύ τους από 110 m έως 330 m και χωρίζονται από εγκολπώσεις εγκαρσίων ρευμάτων (rip current embayment) και διαύλους εγκαρσίων ρευμάτων. Οι εξωτερικές ράχες περιορίζονται σε μία ή κατά θέσεις δύο γραμμικές ράχες παράλληλες με την ακτογραμμή (Γκιώνης, 2001). 47

49 Εικόνα 2.12: Τεταρτοσεληνοειδείς υποθαλάσσιες ράχες στον κεντρικό Κυπαρισσιακό κόλπο (Γκιώνης, 2001). Στο νότιο τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου υπάρχει μία σειρά από ημισεληνοειδείς ράχες (crescentic bars) κατά μήκος της ακτογραμμής (Εικόνα 2.13) με αποστάσεις μεταξύ τους που κυμαίνονται από 110 m έως 520 m. Σπανίως εμφανίζεται κατά θέσεις μία εξωτερική ράχη παράλληλη με την ακτογραμμή. Εικόνα 2.13: Ημισεληνοειδείς υποθαλάσσιες ράχες στο νότιο Κυπαρισσιακό κόλπο (Γκιώνης, 2001) Παραλιακές γεωμορφές Οι σημαντικότερες γεωμορφές που παρατηρούνται στην παραλιακή ζώνη του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι οι ρυθμικές γεωμορφές που σχηματίζονται στο κατώτερο μέρος της παραλίας και αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία με πλήθος ονομάτων όπως beach cusps, storm cusps, rhythmic shorelines και sand waves. Τα beach cusps θεωρούνται γενικώς ως οι μικρότερες ρυθμικές γεωμορφές με αποστάσεις μεταξύ τους που κυμαίνονται από λίγα εκατοστόμετρα σε προστατευμένες και λιμναίες ακτές μέχρι 25 m έως 60 m σε ακτές εκτεθειμένες σε μεγάλα πελάγια αναπτύγματα (Komar, 1983). Το ύψος τους κυμαίνεται από μερικά εκατοστόμετρα μέχρι περίπου 2 m. 48

50 Η χαρακτηριστική μορφολογία των beach cusps αποτελείται από εγκολπώσεις κοίλες προς τα άνω και στραμμένες προς τη θάλασσα που διαχωρίζονται από σχετικά στενά «ακρωτήρια» που καταλήγουν στην ακτογραμμή. Στην προάκτια ζώνη μπροστά από τις εγκολπώσεις μπορεί να σχηματίζεται ένα υποθαλάσσιο «δέλτα» ή εναλλακτικά τα «δέλτα» μπορεί να συνενώνονται σε ένα ομοιόμορφο σκαλοπάτι στη βάση της ζώνης διαβροχής Παράκτιες ρυθμικές γεωμορφές με αποστάσεις μεταξύ 30 m και 100 m αναφέρονται συχνά στη βιβλιογραφία ως storm cusps. Ο όρος αυτός εμπεριέχει και μια πρώτη προσπάθεια γενετικής ταξινόμησης, αφού υπονοεί ότι οι γεωμορφές αυτές σχηματίζονται κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα έντονων κυματικών επεισοδίων που οφείλονται σε συνθήκες θύελλας. Beach cusps και storm cusps, παρατηρούνται σε όλο το μήκος του Κυπαρισσιακού κόλπου. Στην Εικόνα 2.14 παρουσιάζεται το ιστόγραμμα κατανομής αποστάσεων beach cusps και storm cusps που μετρήθηκαν στον Κυπαρισσιακό κόλπο από το Μάιο 1988 έως τον Απρίλιο 1990 (Γκιώνης, 2001). Εικόνα 2.14: Ιστόγραμμα κατανομής αποστάσεων των beach cusps που παρατηρήθηκαν στον Κυπαρισσιακό κόλπο κατά τη διάρκεια των κύριων περιόδων μετρήσεων υπαίθρου (Μάιος 1988 έως Απρίλιος 1990). Παράκτιες ρυθμικές γεωμορφές με αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 m ή με μεταβλητές αποστάσεις μεταξύ διαδοχικών ακρωτηρίων χαρακτηρίζονται συνήθως ως ρυθμικές ακτογραμμές (rhythmic shorelines) (Εικόνα 2.15). Τέτοιες γεωμορφές παρατηρούνται σε όλο σχεδόν το μήκος της ακτής του Κυπαρισσιακού κόλπου, αλλά είναι συχνότερες στο κεντρικό και νότιο τμήμα του. Συνήθως η δημιουργία τους σχετίζεται με έντονα κυματικά επεισόδια και παραμένουν σχετικά σταθερές σε θέση και διαστάσεις έως ότου μία μεταγενέστερη περίοδος αυξημένης κυματικής ενέργειας επιπεδώσει εκ νέου το ενεργό τμήμα της παραλίας. Οι αποστάσεις μεταξύ διαδοχικών «ακρωτηρίων» των ρυθμικών ακτογραμμών είναι περίπου σταθερές στο κεντρικό και νότιο τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου, όπου οι γεωμορφές αυτές σχετίζονται με τεταρτοσεληνοειδείς και ημισεληνοειδείς ράχες στην προάκτια ζώνη. 49

51 Εικόνα 2.15: Ρυθμική ακτογραμμή στον κεντρικό Κυπαρισσιακό κόλπο (BC= ασύμμετρα beach cusps στο ενεργό τμήμα της παραλίας). Οι διαστάσεις των ρυθμικών ακτογραμμών που παρατηρήθηκαν στον Κυπαρισσιακό κόλπο κυμαίνονται από 108,5 m έως 659,7 m. Οι εγκολπώσεις εγκαρσίων ρευμάτων (rip current embayments) που παρατηρούνται κατά μήκος της ακτής του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι μικρής σχετικά έκτασης και διάρκειας. Η διάβρωση της ακτής που προκαλείται στη βάση του εγκαρσίου ρεύματος, λόγω της αποκομιδής ιζημάτων προς τα βαθιά νερά, έχει μήκος μεταξύ 50 m και 300 m, οπισθοχώρηση ακτογραμμής μέχρι 50 m περίπου και συνήθως αποκαθίσταται όταν αλλάξει η διεύθυνση πρόσπτωσης των κυμάτων στην ακτή και μετατοπιστεί η θέση του εγκαρσίου ρεύματος Ιζηματολογική σύσταση παράκτιας ζώνης Από ιζηματολογική άποψη, στην παραλία και στην εγγύς παράκτια ζώνη του Κυπαρισσιακού κόλπου επικρατούν τα πιο αδρομερή κλαστικά ιζήματα (κυρίως άμμος και ψηφίδες), ενώ σε μεγαλύτερα βάθη ο πυθμένας αποτελείται κυρίως από ιλύ (πηλό και άργιλο). Οι Καψιμάλης (1993) και Καψιμάλης et al. (1997 ) ταξινόμησαν τα ιζήματα της άνω υφαλοκρηπίδας σε τρείς ιζηματογενείς ζώνες: (1) μία ζώνη που εκτείνεται από την ακτογραμμή μέχρι το μέγιστο βάθος κινητοποίησης των ιζημάτων του πυθμένα από τη συνήθη κυματική δράση, που συμπίπτει με την ισοβαθή των 20 m, και χαρακτηρίζεται από λεπτόκοκκη άμμο και ιλυούχο άμμο, (2) μια ζώνη που εκτείνεται από την ισοβαθή των 20 m έως τα μέσα της υφαλοκρηπίδας (βάθη <50 m), όπου επικρατούν αμμούχος ιλύς και αμμούχος πηλός, και (3) μια ζώνη που καλύπτει την εξωτερική υφαλοκρηπίδα έως το ανώτερο τμήμα της κατωφέρειας ( m), η οποία καλύπτεται από ιλυώδεις αποθέσεις, που αποτελούνται από άργιλο (35-70%), ιλύ (30-60%) και κλάσματα άμμου (<8%). Η απουσία οποιωνδήποτε υπολειμματικών ιζημάτων στην εξωτερική υφαλοκρηπίδα στο υφαλόριο υποδεικνύει ότι, κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου, η απόθεση των ιζημάτων ήταν αρκετή για να καλυφθεί πλήρως η υφαλοκρηπίδα. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ χαρακτηριστική για τη Μεσόγειο και τις περιπτώσεις όπου η υφαλοκρηπίδα συνορεύει με ορεινές περιοχές. 50

52 Ορυκτολογική σύσταση παραλιακών ιζημάτων Για τη μελέτη της ορυκτολογικής σύστασης των ιζημάτων και της κατανομής των βαρέων ορυκτών χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία των αναλύσεων 44 δειγμάτων από τον Παvαγιωτόπoυλo (1988). Τα δείγματα ιζημάτων της ακτής προέρχονται από την κoκκoμετρική δειγματοληψία των Φερεvτίvoυ και Κovτόπoυλoυ (1985,1986). Οι θέσεις των δειγμάτων και τα αποτελέσματα των ανωτέρω προσδιορισμών παρουσιάζονται συνοπτικά στις Εικόνες 2.16 & 2.17 και αναλυτικά στους Πίνακες 2.1 & 2.2. Εικόνα 2.16: Θέσεις δειγματοληψίας και συνοπτικά αποτελέσματα ανάλυσης βαρέων ορυκτών (Γκιώνης, 2001). Από τη μελέτη των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Η περιεκτικότητα των ιζημάτων της ακτής του Κυπαρισσιακού κόλπου σε βαρέα ορυκτά είναι πολύ μικρή (0.1 έως 1.1 % με τα περισσότερα δείγματα πλησιέστερα στο κατώτερο όριο). Η μέγιστη συγκέντρωση εμφανίζεται 2160 m βόρεια από τις εκβολές του Αλφειού (δείγμα 13), ενώ επίσης υψηλές συγκεντρώσεις εμφανίζουν τo δείγμα 1, km βόρεια από τις εκβολές του Αλφειού, τα δείγματα 21 και 23, 8.8 και 10.1 km νότια από τις εκβολές του Αλφειού καθώς επίσης και τα δείγματα 41 και 43, 1.450m βόρεια και 350m νότια αντίστοιχα από τις εκβολές του Νέδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι τo δείγμα 42 που προέρχεται από τις εκβολές του Νέδα και τo δείγμα 14 που είναι τo πλησιέστεροo στις εκβολές του Αλφειού 51

53 εμφανίζουν μικρές συγκεντρώσεις βαρέων ορυκτών. Η μικρότερη συγκέντρωση βαρέων ορυκτών εμφανίζεται στον Καϊάφα (δείγμα 25). 2) Τα αδιαφανή ορυκτά (μαγνητίτης και ιλμενίτης) είναι περίπου ομοιόμορφα κατανεμημένα σε όλο το μήκος του κόλπου και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των βαρέων ορυκτών σε κάθε δείγμα. 3) Η κεροστίλβη εμφανίζεται με μεγάλες σχετικά συγκεντρώσεις στα δείγματα 1 μέχρι 12 (Καβούρι μέχρι Σπιάντζα). Η μέγιστη συγκέντρωση εμφανίζεται στο δείγμα 2 και συμπίπτει με την ελάχιστη συγκέντρωση αδιαφανών ορυκτών. Μεγάλες συγκεντρώσεις εμφανίζονται επίσης στα δείγματα 20 (Αγουλινίτσα) και 34 (Κακόβατος). 4) Ο γλαυκοφανής παρουσιάζει σχετικά ομοιόμορφες χαμηλές τιμές συγκέντρωσης από το δείγμα 1 έως το δείγμα 27. Στο δείγμα 28 εμφανίζει μια μεμονωμένη υψηλή τιμή και από εκεί μέχρι το δείγμα 44 εμφανίζει περίπου κανονική κατανομή με μέγιστη τιμή στο δείγμα 38. 5) Ο Na-αμφίβολος εμφανίζεται με χαμηλές συγκεντρώσεις σε τρία μόνο δείγματα βόρεια των εκβολών του Αλφειού. Νότια από τις εκβολές του Αλφειού προσδιορίστηκε στα 26 από τα 29 δείγματα με συγκεντρώσεις που αυξάνουν από τo δείγμα 15 μέχρι τη μέγιστη τιμή στο δείγμα 38 και μειώνονται στη συνέχεια μέχρι τo δείγμα 44. 6) Ο γρανάτης εμφανίζει μια μεμονωμένη μέγιστη τιμή συγκέντρωσης στο δείγμα 13 (που έχει τη μέγιστη συγκέντρωση βαρέων ορυκτών στα ιζήματα της ακτής). Μεγάλες συγκεντρώσεις γρανάτη εμφανίζονται και στα δείγματα (Αγουλινίτσα) και στο δείγμα 28 όπου εμφανίζεται και η μέγιστη συγκέντρωση γλαυκοφανούς και η δεύτερη μικρότερη συγκέντρωση αδιαφανών ορυκτώνv. 7) Τo ζιρκόνιο περιορίζεται μόνο σε 6 δείγματα της περιοχής της Αγουλινίτσας (από 1.7 έως 10.1 km νότια από τις εκβολές του Αλφειού) με μέγιστη συγκέντρωση στη νοτιότερη εμφάνιση τoυ. 8) Ο τουρμαλίνης εμφανίζεται με χαμηλές τιμές συγκέντρωσης κυρίως από τις εκβολές του Αλφειού μέχρι τo Νεοχώριο (δείγματα 15 έως 36). Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις βρίσκονται από τo δείγμα 25 (Καϊάφας) έως τo δείγμα 36 με μέγιστη στο δείγμα 29. Μεμονωμένες εμφανίσεις τουρμαλίνης υπάρχουν στα δείγματα 1 και 13 βόρεια των εκβολών του Αλφειού, 42 (εκβολές Νέδα) και 43. 9) Τo επίδοτο εμφανίζει περίπου κανονική κατανομή συγκεντρώσεων από τo δείγμα 1 μέχρι τo δείγμα 17 (2.1 km νότια από τις εκβολές του Αλφειού) με μέγιστο στο δείγμα 8. Επίσης εμφανίζεται σε μεμονωμένα δείγματα (23-24, 30) βόρεια και νότια από τον Καϊάφα, στον Κακόβατο (33) και γύρω από τις εκβολές του Νέδα (41-42, 44). 10) Τo ρoυτίλιo εμφανίζεται μόνο στην περιοχή μεταξύ των εκβολών του Αλφειού και των εκβολών του Νέδα με μέγιστη συγκέντρωση 3.7 km νότια του Καϊάφα (δείγμα 27) και μεμονωμένες υψηλές τιμές συγκέντρωσης στο Νεοχώριο (δείγμα 35) και 1.5 km βόρεια από τις εκβολές του Νέδα (δείγμα 41). 11) Όσο αφορά τα ελαφρά ορυκτά, φαίνεται ότι βόρεια του Αλφειού κυριαρχεί o χαλαζίας ενώ νότια του Αλφειού κυριαρχεί o ασβεστίτης. Η μέγιστη συγκέντρωση χαλαζία είναι στο δείγμα 3, ενώ η μέγιστη συγκέντρωση ασβεστίτη στα δείγματα 14 (450m βόρεια των εκβολών του Αλφειού) και 22 (Αγουλινίτσα). Τόσο γύρω από τις εκβολές του Αλφειού όσο και γύρω από τις εκβολές του Νέδα κυριαρχεί o ασβεστίτης. 52

54 Εικόνα 2.17: Ορυκτολογική σύσταση ιζημάτων Κυπαρισσιακού κόλπου. α) Κατανομή περιεκτικότητας βαρέων ορυκτών και β) Μεταβολή του λόγου χαλαζία/ασβεστίτη κατά μήκος της ακτής (Γκιώνης, 2001). 53

55 Α/Α ΔΕΙΓΜΑΤΟ Σ ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗ ΜΑ (km) ΑΠΟΣΤΑ ΣΗ (km) ΘΕΣΗ ΑΔΙΑΦΑ ΝΗ ΠΙΝΑΚΑΣ 2.1 ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ ΤΗΣ ΑΚΤΗΣ ΚΕΡΟΣΤΙΛΒ Η ΓΛΑΥΚΟΦΑΝ ΗΣ Na- ΑΜΦΙΒΟΛ ΟΣ ΒΑΡΕΑ ΟΡΥΚΤΑ ΓΡΑΝΑΤ ΗΣ ΖΙΡΚΟΝΙ Ο ΤΟΥΡΜΑΛΙΝ ΗΣ ΕΛΑΦΡΑ ΟΡΥΚΤΑ 1 6,050 Κ. ΚΑΒΟΥΡΙ 84,,8 12,4 0,4 0,4 0,0 0,0 0,7 1,1 0,0 99, , ,325 6,375 56,5 34,8 4,3 0,0 0,0 0,0 0,0 4,3 0,0 99, , ,310 6,685 84,6 9,6 1,9 0,0 1,9 0,0 0,0 1,9 0,0 99, , ,640 7,325 ΚΑΒΟΥΡΙ 90,6 9,4 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,050 8,375 87,5 9,1 0,0 0,0 2,3 0,0 0,0 1,1 0,0 100, , ,600 8,975 79,3 16,1 2,3 2,3 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,525 9,500 86,1 8,9 2,0 0,0 2,0 0,0 0,0 1,0 0,0 100, , ,775 10,275 83,3 5,6 0,0 0,0 5,6 0,0 0,0 5,6 0,0 100, , ,200 11,475 80,5 11,1 1,8 0,0 3,4 0,0 0,0 3,4 0,0 100, , ,950 12,425 ΣΠΙΑΝΤΖΑ 77,6 16,5 3,5 0,0 1,2 0,0 0,0 1,2 0,0 100, , ,675 13,100 89,4 6,1 2,2 1,7 0,6 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,305 13,405 84,2 10,5 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 5,3 0,0 100, , ,635 14,040 78,3 0,9 1,7 0,0 17,4 0,0 1,7 0,0 0,0 100, , ,710 15,750 98,2 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 1,8 0,0 100, , ,450 16,200 ΑΛΦΕΙΟΣ 15 1,510 17,260 89,3 2,4 0,5 1,9 2,9 0,0 1,0 1,5 0,5 100, , ,675 17,935 88,2 3,7 1,3 1,1 4,2 0,4 0,7 0,8 0,0 100, , ,350 18,285 85,1 2,6 1,8 2,2 5,6 0,7 0,7 1,5 0,0 100, , ,310 18,595 91,3 4,7 0,7 0,0 2,7 0,0 0,7 0,0 0,0 100, , ,750 22,345 81,8 4,2 1,6 3,1 7,8 0,0 1,6 0,0 0,0 100, , ,465 22,810 78,1 10,9 2,8 2,8 3,2 0,4 0,8 0,0 0,8 99, , ,190 25,000 80,4 0,0 1,0 2,5 14,6 1,0 0,5 0,0 0,0 100, , ,640 25,640 79,5 1,2 1,9 5,6 11,2 0,6 0,0 0,0 0,0 100, , ,650 26,290 83,8 1,7 3,9 2,8 5,0 1,1 0,0 1,7 0,0 100, , ,010 27,300 96,7 0,0 0,7 0,7 1,4 0,0 0,0 0,7 0,0 100, , ,975 33,275 ΚΑΪΑΦΑΣ 81,4 3,0 5,2 1,2 6,1 0,0 2,1 0,0 1,2 100, , ,250 34,525 85,2 5,6 1,9 0,0 3,7 0,0 1,9 0,0 1,9 100, , ,500 37,025 85,7 2,9 0,0 2,9 2,9 0,0 2,9 0,0 2,9 100, , ,315 37,340 68,8 0,0 18,8 0,0 12,5 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,340 37,680 86,0 3,5 0,0 1,8 5,3 0,0 3,5 0,0 0,0 100, , ,550 39,230 87,8 7,3 0,0 0,0 2,4 0,0 0,0 2,4 0,0 99, , ,100 39,330 83,1 8,5 3,4 1,7 1,7 0,0 1,7 0,0 0,0 100, , ,400 39,730 75,0 0,0 3,8 17,3 3,8 0,0 0,0 0,0 0,0 99, , ,750 40,480 80,5 6,9 4,2 5,4 2,0 0,0 0,4 0,6 0,0 100, , ,150 40,630 ΚΑΚΟΒΑΤΟΣ 76,2 11,9 9,5 2,4 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,850 43,480 ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ 83,3 0,0 3,0 9,1 0,0 0,0 3,0 0,0 1,5 99, , ,325 43,805 81,7 0,0 9,0 7,1 0,0 0,0 1,5 0,0 0,8 100, , ,675 44,480 80,0 0,0 15,0 5,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,660 45,140 75,9 0,0 20,7 3,4 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,660 45,800 85,7 2,4 2,4 9,5 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,520 48,320 87,0 4,3 2,7 3,3 2,7 0,0 0,0 0,0 0,0 100, , ,350 48,670 77,2 2,8 1,1 7,2 8,3 0,0 0,0 1,7 1,7 100, , ,450 50,120 ΝΕΔΑΣ 88,7 1,0 0,3 3,0 5,6 0,0 0,4 1,3 0,0 100, , ,360 50,480 91,2 1,5 0,0 2,9 3,7 0,0 0,7 0,0 0,0 100, , ,325 50,805 86,1 0,5 0,5 3,0 7,5 0,0 0,0 2,5 0,0 100, , ΕΠΙΔΟΤ Ο ΡΟΥΤΙΛΙ Ο ΣΥΝΟΛΙΚΟ Σ ΑΡΙΘΜΟΣ % ΑΣΒΕΣΤΙΤΗ Σ ΧΑΛΑΖΙ ΑΣ ΧΑΛΑΖΙΑΣ / ΑΣΒΕΣΤΙΤΗ Σ ΣΥΝΟΛΟ % 54

56 ΠΙΝΑΚΑΣ 2.2 ΒΑΡΕΑ ΟΡΥΚΤΑ ΤΩΝ ΠΟΤΑΜΩΝ ΑΛΦΕΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΔΑ (ΚΛΑΣΜΑ Φ) ΒΑΡΕΑ ΟΡΥΚΤΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΟΚΚΩΝ % ΑΛΦΕΙΟΣ ΝΕΔΑ ΑΜΦIΒΟΛΟI ΕΠIΔΟΤΟ ΣΤΑΥΡΟΛIΘΟΣ ΖΙΡΚΟΝΙΟ ΤΟΥΡΜΑΛΙΝΗΣ ΓΡΑΝΑΤΗΣ ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΤΗΣ ΑΠΑΤIΤΗΣ ΑΔIΑΦΑΝΗ ΡΟΥΤIΛIΟ ΣΥΝΟΛΚΗ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΙΖΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΒΑΡΕΑ ΟΡΥΚΤΑ Από τα στοιχεία των Πινάκων 2.1 και 2.2 φαίνεται ότι οι δύο κύριοι ποταμοί που εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο, o Αλφειός και η Νέδα, μεταφέρουν όλα τα βαρέα ορυκτά που ανιχνεύονται στα ιζήματα της ακτής και μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως η πηγή προέλευσης αυτών των ιζημάτων. Υπό την επίδραση της παράκτιας στερεoμεταφoράς τα βαρέα ορυκτά απομακρύνονται από τις εκβολές των ποταμών και συγκεντρώνονται στις θέσεις σύγκλισης των παράκτιων ρευμάτων. Έτσι οι υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων ορυκτών στα δείγματα 21 και 23 στην περιοχή της Αγουλινίτσας αντιστοιχούν στη θέση σύγκλισης παράκτιων ρευμάτων που προέρχονται από νότιο-δυτικούς κυματισμούς. Στην ίδια περιοχή παρουσιάζονται και μεγάλες συγκεντρώσεις γρανάτη και ζιρκονίου. Η μέγιστη συγκέντρωση βαρέων ορυκτών καθώς και η μέγιστη συγκέντρωση γρανάτη στο δείγμα 13 στην περιοχή της Σπιάvτζας αντιστοιχούν στη δεύτερη θέση σύγκλισης για τους νότιο-δυτικούς κυματισμούς, ελαφρά μετατοπισμένη προς νότο, πιθανότατα από την επίδραση των παράκτιων ρευμάτων που προκύπτουν από τους επικρατούντες δυτικούς κυματισμούς. Στην περιοχή των εκβολών του Νέδα, οι διευθύνσεις παράκτιας στερεoμεταφoράς με βάση τα διαγράμματα διάθλασης είναι προς νότο για δυτικούς κυματισμούς και προς βορά για νότιο-δυτικούς κυματισμούς. Οι διευθύνσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τις υψηλές περιεκτικότητες σε βαρέα ορυκτά των δειγμάτων 41 και 43 εκατέρωθεν των εκβολών του Νέδα. Τα ορυκτά της ομάδας των αμφιβόλων είναι κατανεμημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε στο βόρειο τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπο υ να επικρατεί η κεροστίλβη, ενώ στο νότιο τμήμα o γλαυκοφανής και οι Naoύχοι αμφίβολοι. Βάσει των στοιχείων του Πίνακα 2.2, πηγή προσφοράς ρoυτιλίoυ στο παράκτιο σύστημα είναι o Αλφειός, ενώ η Νέδα είναι πηγή προσφοράς σταυρόλιθoυ, κασσιτερίτη και απατίτη Κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των παράκτιων ιζημάτων Τα κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των ιζημάτων της παράκτιας ζώνης της δυτικής Πελοποννήσου (συμπεριλαμβανομένου του Κυπαρισσιακού κόλπου) έχουν μελετηθεί από τους Panagos, et al. (1976) και Kontopoulos (1984). Τα ιζηματολογικά χαρακτηριστικά της ηπειρωτικής κρηπίδας του Κυπαρισσιακού κόλπου έχουν μελετηθεί από τον Καψιμάλη (1993). Τα κοκκομετρικά χαρακτηριστικά 55

57 των παράκτιων ιζημάτων του Κυπαρισσιακού κόλπου προσδιορίστηκαν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από τους Φερεντίνο, et al. (1987) με τη γραφική μέθοδο και παρουσιάζονται συνοπτικά στην Εικόνα Οι προσδιορισμοί αυτοί βασίστηκαν στη συστηματική κοκκομετρική δειγματοληψία ανά 400m περίπου κατά μήκος της ακτογραμμής που έγινε από τους Φερεντίνο και Κοντόπουλο κατά τα έτη 1984, 1985 και Για τη μελέτη των κοκκομετρικών χαρακτηριστικών των παράκτιων ιζημάτων σε σχέση με τις υδροδυναμικές συνθήκες ο Γκιώνης συνέλλεξε από το 1988 μέχρι το 1992 από διάφορες θέσεις κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού συνολικά 267 κοκκομετρικά δείγματα, από τα οποία τα 14 ήταν από μια υποθαλάσσια τομή της ακτής στο Κατάκολο και τα υπόλοιπα 253 από διάφορες θέσεις της παράκτιας ζώνης. Τα 175 από αυτά έχουν συγκεντρωθεί από διάφορες θέσεις κατά μήκος της ζώνης διαβροχής και είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα δείγματα της δειγματοληψίας Φερεντίνου- Κοντόπουλου. Εικόνα 2.18: Κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των παράκτιων ιζημάτων του Κυπαρισσιακού κόλπου κατά Φερεντίνο και Κοντόπουλο. 56

58 Από την ανάλυση των 175 δειγμάτων προέκυψε ότι τα ιζήματα της ζώνης διαβροχής αποτελούνται από λεπτή έως χονδρή άμμο (Εικόνα 2.19) με πολύ καλή έως μέτρια διαβάθμιση (Εικόνα 2.20). Ο μεγαλύτερος αριθμός δειγμάτων που ταξινομούνται ως πολύ καλά διαβαθμισμένη μέση άμμος προέρχονται από το κεντρικό τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου (Καϊάφας, Ζαχάρω, Κακόβατος). Τα λεπτόκοκκα ιζήματα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την περιοχή του Κατάκολου, ενώ τα δείγματα που ταξινομούνται ως χονδρή άμμος προέρχονται από τον νότιο Κυπαρισσιακό κόλπο (Αγιαννάκης, Βουνάκι, Καλό Νερό). Εικόνα 2.19: Μέσο μέγεθος κόκκων των ιζημάτων της παράκτιας ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου (Γκιώνης, 2001). Εικόνα 2.20: Διαβάθμιση των ιζημάτων της παράκτιας ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου (Γκιώνης, 2001). Με βάση τα ανωτέρω κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των ιζημάτων, μπορούν να διακριθούν τρεις ιζηματολογικές περιοχές στην παράκτια ζώνη του Κυπαρισσιακού κόλπου: 1) στο νότιο άκρο επικρατούν χονδρόκοκκα ιζήματα με μέτρια διαβάθμιση (Εικόνα 2.21, περιοχή Α), ενώ κοντά στην Κυπαρισσία υπάρχει και beach rock, 2) στο κεντρικό τμήμα η ακτή αποτελείται από μέση άμμο καλά διαβαθμισμένη (Εικόνα 2.21, περιοχή Β) και 3) στο βόρειο άκρο (περιοχή όρμου Κατάκολου) η ακτή αποτελείται από λεπτή άμμο καλά διαβαθμισμένη (Εικόνα 2.21, περιοχή Γ). Εικόνα 2.21: Κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των παράκτιων ιζημάτων του Κυπαρισσιακού κόλπου (Α: νότιες, Β: κεντρικές, Γ: βόρειες ακτές) (Γκιώνης, 2001). 57

59 Κατά τη διάρκεια των κοκκομετρικών δειγματοληψιών με παράλληλες υδροδυναμικές μετρήσεις (έτη ), το αδρομερέστερο ίζημα που παρατηρήθηκε στη ζώνη διαβροχής του νοτίου τμήματος του Κυπαρισσιακού κόλπου ήταν χονδρή άμμος. Σε μεταγενέστερες παρατηρήσεις ( ) στην ίδια περιοχή η ζώνη διαβροχής αποτελείτο από χαλικούχες άμμους έως αμμούχες χάλικες. Το μέσο μέγεθος αυτών των ιζημάτων είχε την τάση να αυξάνεται προς νότο. Οι μεταγενέστερες αυτές παρατηρήσεις συμπίπτουν με τα στοιχεία της προγενέστερης ( ) κοκκομετρικής δειγματοληψίας των Φερεντίνου-Κοντόπουλου. Οι Γκιώνης και Πούλος (2010) μελέτησαν τις διαχρονικές μεταβολές της κοκκομετρίας κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού από το 1974 έως το 2000 χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών Πανάγου (1974), Φερεντίνου και Κοντόπουλου ( ), Αλεξούλη- Λειβαδίτη (1986), Γκιώνη ( ) και Πούλου και Γιαλούρη (2000). Τα αποτελέσματα αυτών των δειγματοληψιών παρουσιάζονται συνοπτικά στον Πίνακα 2.3 και συγκρίνονται μεταξύ τους στην Εικόνα 2.22: Πίνακας 2.3 Κοκκομετρικά χαρακτηριστικά των παραλιακών ιζημάτων του Κυπαρισσιακού κόλπου (δειγματοληψίες ). Ακτή Δειγματοληψία Πανάγου (1974) Καϊάφας Ελαία Κυπαρισσία Δειγματοληψία Φερεντίνου Κοντόπουλου ( ) Κατάκολο-Σπιάντζα Εκβολές Αλφειού Επιτάλιο-Καϊάφας Ζαχάρω- Γιαννιτσοχώρι Εκβολές Νέδα Ελαία-Κυπαρισσία Δειγματοληψία Αλεξούλη-Λειβαδίτη (1986) Κατάκολο-Σπιάντζα Εκβολές Αλφειού Επιτάλιο-Καϊάφας Ζαχάρω- Γιαννιτσοχώρι Μz (φ) σi (φ) Εύρος τιμών Μέση τιμή Εύρος τιμών Μέση τιμή 0,91 έως 1,90 1,67 0,31-1,44 0,42 Μέση έως χονδρόκοκκη άμμος με πολύ καλή έως καλή διαβάθμιση -0,44 έως 1,31 0,16 0,42-1,44 0,99 Πολύ χονδρόκοκκη έως μέση άμμος με καλή έως κακή διαβάθμιση -1,48 έως 1,53-0,14 0,23-2,65 0,84 Ψηφίδες έως μέση άμμος με πολύ καλή έως πολύ κακή διαβάθμιση 1,34 έως 3,14 2,34 0,33 0,87 0,45 Μέση έως πολύ λεπτή άμμος με πολύ καλή έως μέτρια διαβάθμιση -3,56 έως 1,82 0,22 0,31 0,81 0,46 Χάλικες έως μέση άμμος με πολύ καλή έως μέτρια διαβάθμιση -2,46 έως 2,07 0,88 0,17 1,81 0,61 Χάλικες έως λεπτόκοκκη άμμος με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση -1,70 έως 2,07 1,27 0, ,62 Ψηφίδες έως λεπτόκοκκη άμμος με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση 1,61 έως 1,87 1,74 0,51 0,58 0,54 Μέση άμμος με μέτρια διαβάθμιση (κροκάλες 120m εκατέρωθεν των εκβολών) -0,47 έως 1,87 0,36 0,19 1,08 0,64 Πολύ χονδρόκοκκη έως μεσόκοκκη άμμος με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση -0,21 έως 2,60 2,00 0,39 0,94 0,57 Πολύ χονδρή έως λεπτή άμμος με καλή έως μετρίως καλή διαβάθμιση 1,50 έως 1,71 1,61 0,52 0,87 0,70 Μέση άμμος με μέτρια έως μετρίως καλή διαβάθμιση -1,00 έως 2,06 1,24 0,20 1,04 0,64 Πολύ χονδρή έως λεπτή άμμος (κυρίως μέση) με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση -0,16 έως 2,25 1,49 0,45 0,92 0,62 Πολύ χονδρή έως λεπτή άμμος με καλή έως μέτρια διαβάθμιση 58

60 Εκβολές Νέδα Ελαία-Κυπαρισσία Δειγματοληψίες και παρατηρήσεις Γκιώνη ( ) Κατάκολο-Σπιάντζα Εκβολές Αλφειού Επιτάλιο-Καϊάφας Ζαχάρω- Γιαννιτσοχώρι Εκβολές Νέδα Ελαία-Κυπαρισσία Δειγματοληψία Πούλου-Γιαλούρη (2000) Κατάκολο-Σπιάντζα Εκβολές Αλφειού Επιτάλιο-Καϊάφας Ζαχάρω- Γιαννιτσοχώρι Εκβολές Νέδα Ελαία-Κυπαρισσία 1,40 έως 1,96 1,70 0,46 1,03 0,72 Μέση άμμος με καλή έως κακή διαβάθμιση -2,26 έως 1,30 0,05 0,32 1,16 0,78 Χονδρή άμμος έως χάλικες με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση 2,47 έως 3,09 2,04 0,31 1,62 0,58 Λεπτή έως πολύ λεπτή άμμος με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση 0,80 έως 1,75 1,48 0,29 0,85 0,64 Μέση έως χονδρή άμμος με πολύ καλή έως μέτρια διαβάθμιση -0,75 έως 1,71 0,23 0,41 1,68 1,04 Μέση έως πολύ χονδρή άμμος με καλή έως κακή διαβάθμιση 0,93 έως 2,73 1,82 0,31 2,82 0,53 Λεπτή έως μέση άμμος με πολύ καλή έως πολύ κακή διαβάθμιση 1,42 έως 1,97 1,84 0,37 1,02 0,55 Μέση άμμος με καλή έως κακή διαβάθμιση 0,07 έως 1,32 0,38 0,40 0,82 0,81 Πολύ χονδρή έως μέση άμμος με καλή έως μέτρια διαβάθμιση 1,75 έως 3,40 2,61 0,24 0,57 0,47 Πολύ χονδρή έως πολύ λεπτή άμμος με πολύ καλή έως μετρίως καλή διαβάθμιση 0,76 έως 1,91 1,34 0,28 0,88 0,58 Χαλικούχος χονδρή άμμος έως μέση άμμος με πολύ καλή έως μέτρια διαβάθμιση 1,57 έως 2,02 1,79 0,28 1,12 0,63 Χαλικούχος μέση έως λεπτή άμμος με πολύ καλή έως κακή διαβάθμιση 1,91 έως 2,04 1,98 0,31 0,35 0,33 Ελαφρώς χαλικούχος μέση άμμος έως λεπτή άμμος με πολύ καλή διαβάθμιση 1,97 1,97 0,37 0,37 Ελαφρώς χαλικούχος μέση άμμος με καλή διαβάθμιση -1,24 έως -1,54-1,44 0,50 1,53 1,02 Αμμούχοι χάλικες (ψηφίδες) έως χαλικούχος άμμος με μετρίως καλή έως κακή διαβάθμιση Από τη σύγκριση των ανωτέρω αποτελεσμάτων προκύπτει ότι διαχρονικά κάποια τμήματα του Κυπαρισσιακού κόλπου εμφανίζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα των κοκκομετρικών τους χαρακτηριστικών, ενώ κάποια άλλα εμφανίζουν ιδιαίτερα σημαντικές μεταβολές. Στο κεντρικό τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου (από Επιτάλιο μέχρι Γιαννιτσοχώρι) επικρατεί ο αμμώδης χαρακτήρας των ιζημάτων σε όλες τις δειγματοληψίες και οι παρατηρούμενες μεταβολές είναι μικρές και σχετίζονται με πρόσκαιρες αλλαγές των υδροδυναμικών συνθηκών. Όπως προκύπτει από τους θεωρητικούς υπολογισμούς και τις υδροδυναμικές μετρήσεις (Φερεντίνος et al., 1987 και Γκιώνης, 2001) η παράκτια στερεομεταφορά από τις εκβολές του Αλφειού μέχρι τον Καϊάφα είναι προς Νότο για όλες τις διευθύνσεις κυμάτων, ενώ από τις εκβολές της Νέδα μέχρι τον Καϊάφα είναι προς Νότο για ΒΔ και Δ κύματα και προς Βορά για κύματα ΝΔ προέλευσης (Εικόνα 2.23). Αποτέλεσμα είναι η συγκέντρωση και «αποθήκευση» μεγάλων ποσοτήτων άμμου στις υποθαλάσσιες ράχες, την ευρεία παραλιακή ζώνη και τα πεδία αμμοθινών της κεντρικής περιοχής του Κυπαρισσιακού. Η αφθονία αμμωδών ιζημάτων προσδίδει εξαιρετική σταθερότητα στην κοκκομετρική σύσταση της ακτής και οι μικρές μεταβολές (από άμμο σε ελαφρώς χαλικούχο άμμο ή αντιστρόφως) οφείλονται στην μετατόπιση του λεπτομερέστερου κλάσματος από την παραλία προς τις υποθαλάσσιες ράχες κατά 59

61 τη διάρκεια έντονων κυματικών επεισοδίων και την επιστροφή του κατά τη διάρκεια περιόδων χαμηλής κυματικής ενέργειας. Εικόνα 2.22: Συνοπτική παρουσίαση των διαχρονικών κοκκομετρικών μεταβολών των ιζημάτων κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού κόλπου. Τα κόκκινα σύμβολα αντιπροσωπεύουν τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών και παρατηρήσεων Γκιώνη ( ) και τα μπλε σύμβολα της δειγματοληψίας Πούλου-Γιαλούρη (2000). Η καλή έως πολύ καλή διαβάθμιση των ιζημάτων και η σχεδόν σταθερές τιμές τυπικής απόκλισης κατά θέση επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι οι παρατηρούμενες μεταβολές οφείλονται σε τοπικές ανακατανομές των διαθέσιμων ιζημάτων και όχι σε αλλοίωση των κοκκομετρικών χαρακτηριστικών λόγω στερεoμεταφoράς κατά μήκος της ακτής. Αντίθετα, στη ζώνη απόκλισης της παράκτιας στερεoμεταφoράς, στην περιοχή των εκβολών του Αλφειού, η σύσταση των παράκτιων ιζημάτων δεν είναι σταθερή και εξαρτάται κυρίως από τις παλαιότερες αποθέσεις και τη σύγχρονη προσφορά ιζημάτων από τον Αλφειό ποταμό. Οι μεταβολές των κοκκομετρικών χαρακτηριστικών του μετώπου της ακτής είναι σημαντικές (από άμμος σε χάλικες), μπορούν να συμβούν σε μικρό χρονικό διάστημα και να διαρκέσουν από μερικές ώρες μέχρι μερικούς μήνες. Για παράδειγμα, τον Απρίλιο και Ιούνιο 1986 από τις δειγματοληψίες Φερεντίνου-Κοντόπουλου τα ιζήματα των εκβολών του Αλφειού χαρακτηρίζονται ως χάλικες έως μεσόκοκκη άμμος, τον Αύγουστο 1986 χαρακτηρίζονται ως μεσόκοκκη άμμος (δειγματοληψία Αλεξούλη Λειβαδίτη), το μεσόκοκκη άμμος, το μεσόκοκκη έως χονδρόκοκκη άμμος, το 1992 μεσόκοκκη έως χονδρόκοκκη άμμος με ψηφίδες και χάλικες κατά θέσεις, από το 1993 έως το 2000 μεσόκοκκη ως χονδρόκοκκη άμμος (δειγματοληψίες και παρατηρήσεις Γκιώνη), τον Αύγουστο 2000 χαλικούχος χονδρόκοκκη άμμος έως μεσόκοκκη άμμος (δειγματοληψία Πούλου-Γιαλούρη), το Φεβρουάριο και Απρίλιο 2001 χάλικες έως αμμούχοι χάλικες και τον Αύγουστο 2001 μεσόκοκκη άμμος (παρατηρήσεις 60

62 Γκιώνη). Οι εμφανίσεις αδρομερούς υλικού που παρατηρήθηκαν από τον Γκιώνη σχετίζονταν είτε με αυξημένη κυματική ενέργεια και επιπέδωση του μετώπου της ακτής (2001) είτε με τη δημιουργία ρυθμικών γεωμορφών (beach cusps) κατά τη φάση εξασθένησης έντονων κυματικών επεισοδίων δυτικής ή βορειοδυτικής προέλευσης (1992) και ενώ η κυματική ενέργεια στην προάκτια ζώνη ήταν ακόμη αρκετά υψηλή. Κατά τη διάρκεια της μέγιστης έντασης του κυματικού επεισοδίου η ζώνη διαβροχής είχε επιπεδωθεί και τα beach cusps σχηματίστηκαν με επιλεκτική απόθεση χονδρόκοκκου υλικού στις θέσεις των «ακρωτηρίων» χωρίς διάβρωση στις θέσεις των «εγκολπώσεων». Εικόνα 2.23: Διευθύνσεις παράκτιας στερεoμεταφoράς στον Κυπαρισσιακό κόλπο βάσει θεωρητικών υπολογισμών και υδροδυναμικών μετρήσεων (Γκιώνης, 2001). Ο πιθανός μηχανισμός που μπορεί να εξηγήσει τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι ο εξής: Αρχικά η παραλία αποτελείται κατά κύριο λόγο από χονδρόκοκκη άμμο που περιέχει έναν ή περισσότερους ορίζοντες από ψηφίδες ή χάλικες που έχουν αποτεθεί στο παρελθόν. Με την αύξηση της κυματικής ενέργειας που συνοδεύει την αρχή ενός κυματικού επεισοδίου, διαβρώνεται η αρχική επιφάνεια της παραλίας και ένας ή περισσότεροι ορίζοντες χονδρόκοκκου υλικού. Η ζώνη διαβροχής επιπεδώνεται και αποκτά μια νέα κλίση ισορροπίας με τις υπάρχουσες υδροδυναμικές συνθήκες, αποτελούμενη από χονδρόκοκκη άμμο. Το ίζημα που διαβρώθηκε βρίσκεται σε διαρκή κίνηση στην προάκτια ζώνη υπό την επίδραση των κυμάτων, η μεν χονδρόκοκκη άμμος ως αιωρούμενο υλικό, οι δε ψηφίδες και χάλικες ως κυλιόμενο υλικό στο κατώτερο τμήμα της παραλίας πάνω από το σκαλοπάτι. Όταν η κυματική ενέργεια μειωθεί τόσο ώστε να διατηρεί σε κίνηση τη χονδρόκοκκη άμμο, αλλά να μη μπορεί πλέον να συντηρήσει την κίνηση των χαλίκων και ψηφίδων, το υλικό αυτό αποτίθεται είτε ως ενιαίος επιφανειακός ορίζοντας, είτε κατά θέσεις δημιουργώντας γεωμορφές. Αν υπήρχε αρκετός όγκος χονδρόκοκκου υλικού σε κίνηση, ώστε η απόθεση να είναι εκτεταμένη, η ζώνη διαβροχής 61

63 φαίνεται να αποτελείται από ψηφίδες και χάλικες. Ανάλογα με το κυματικό επεισόδιο, αυτή η περίοδος μέτριας κυματικής ενέργειας μπορεί να διαρκέσει από λιγότερο από μία ώρα μέχρι μερικές ημέρες. Όταν υπάρξει περαιτέρω μείωση της κυματικής ενέργειας, αποτίθεται η χονδρόκοκκη άμμος καλύπτοντας τις ψηφίδες. Όσο διαρκεί η περίοδος ήπιων κυματικών συνθηκών, η αργή μετακίνηση άμμου από την προάκτια ζώνη προς την παραλία προκαλεί αύξηση του πάχους αυτής της απόθεσης και η ζώνη διαβροχής αποτελείται εκ νέου από χονδρόκοκκη άμμο που περικλείει σε κάποιο βάθος έναν ορίζοντα από ψηφίδες και χάλικες. Η ύπαρξη τέτοιων οριζόντων επιβεβαιώθηκε με τρεις διερευνητικές τομές βάθους ενός μέτρου που έγιναν στην παραλία νότια από το στόμιο του Αλφειού και στις οποίες βρέθηκαν δύο ορίζοντες αδρομερούς υλικού με πάχη 1.5 cm και 3.5 cm. Παρόμοιοι ορίζοντες παρατηρήθηκαν και σε άλλες θέσεις, όπως π.χ. στις αμμώδεις αποθέσεις μεταξύ Επιτάλιου και Ανεμοχωρίου που διαβρώθηκαν με σχηματισμό scarp. Με τον ίδιο μηχανισμό μπορεί να εξηγηθεί η περιστασιακή εμφάνιση αδρομερούς υλικού στα παράκτια ιζήματα του όρμου του Κατάκολου κατά τη διάρκεια έντονων κυματικών επεισοδίων Ν και ΝΔ προέλευσης. Στο νότιο Κυπαρισσιακό κόλπο, κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων κατά τις οποίες επικρατούν κύματα ΒΔ ή Δ προέλευσης, η παράκτια στερεομεταφορά είναι δυνατόν να μετακινήσει σημαντικές ποσότητες ιζημάτων από το αμμώδες κεντρικό τμήμα του κόλπου και δελταϊκές αποθέσεις από τις εκβολές της Νέδα προς το τμήμα Ελαία-Κυπαρισσία. Επίσης κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων ήπιων κυματικών συνθηκών είναι δυνατόν να μετακινηθούν μεγάλες ποσότητες άμμου από την προάκτια ζώνη προς την παραλία και να καλύψουν αδρομερέστερες αποθέσεις της περιοχής. Υπό την επίδραση κυματικών επεισοδίων μέτριας έντασης και διάρκειας, η παραλία μπορεί να συνεχίσει να εμφανίζεται ως αμμώδης για μεγάλο διάστημα, μέχρι κάποιο έντονο κυματικό επεισόδιο να απομακρύνει την πλεονάζουσα άμμο, αποκαθιστώντας την αρχική κοκκομετρική σύσταση. Δεδομένου ότι οι κύριες πηγές ιζημάτων για το νότιο τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι η περιστασιακή προς Νότο στερεομεταφορά κατά μήκος της ακτής, και η στερεομεταφορά των τοπικών υδατορευμάτων, η ποσότητα και η σύσταση των παράκτιων ιζημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δελταϊκές αποθέσεις της Νέδα. Η εξέλιξη, επομένως της παράκτιας ζώνης μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς από τις εκτεταμένες αμμοχαλικοληψίες από την κοίτη της Νέδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών Υποθαλάσσια περιοχή (υφαλοκρηπίδα) Η βυθομετρία της παράκτιας ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι ομαλή (Εικόνα 2.24), με τις ισοβαθείς γενικά παράλληλες με την ακτογραμμή. Η υποθαλάσσια περιοχή μέχρι το άκρον της υφαλοκρηπίδας (υφαλόριο) όπου και οριοθετείται η θαλάσσια περιοχή της παράκτιας ζώνης σύμφωνα με τους Cadee et al. (1994) και IGBP (1995) είναι σχετικά μικρού εύρους, με πλάτη που κυμαίνονται από 2,5 km έως 9,0 km, και αρκετά απότομη, με κλίση μεταξύ 2% και 5%, καλύπτοντας μια έκταση 275 km 2 περίπου. Το υφαλόριο είναι τεκτονικά ελεγχόμενο από ένα σύστημα ρηγμάτων, σχεδόν παράλληλα προς την ακτογραμμή, ευρισκόμενο σε βάθη από m (βόρειο τμήμα) και μεταξύ 125 m και 130 m (νότιο τμήμα). Πέρα από το υφαλόριο υπάρχει η κατωφέρεια που εμφανίζει απότομες κλίσεις, σε ορισμένες περιοχές άνω του 15%. 62

64 Εικόνα 2.24: Βυθομετρικός χάρτης του Κυπαρισσιακού κόλπου (απόσπασμα υδρογραφικού χάρτη ΥΥΠΝ, 22 ΙΝΤ 3418) Αντικείμενα / Θέματα προς επαλήθευση / διερεύνηση / υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Ποσοτικοποίηση των γεωμορφολογικών μεταβολών (π.χ. μεταβολή θέσης ακτογραμμής ύψος θινών). Διερεύνηση των πιθανών ορίων μεταβολής της κοκκομετρίας σε θέσεις ιδιαίτερου βιολογικού ενδιαφέροντος με πυρηνοληψίες από το μέτωπο της παραλίας Προσδιορισμός στάθμης υδροφόρου ορίζοντα Έλεγχος υφαλμύρινσης Εποχική παρακολούθηση παροχής ύδατος και στερεoμεταφoράς των κυριότερων ρευμάτων Αποτύπωση σύστασης πυθμένα, υποθαλάσσιων γεωμορφών και σταθεροποιημένων τμημάτων του πυθμένα (π.χ. με λιβάδια Ποσειδωνίας) 63

65 3. ΚΛΙΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA 3.1. Κλιματολογία Το κλίμα της ευρύτερης περιοχής του νομού Ηλείας, χαρακτηρίζεται ως μεσογειακό με ήπιους και βροχερούς χειμώνες και ξηρά και θερμά καλοκαίρια. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου 19 C, ενώ το ετήσιο θερμομετρικό εύρος είναι συνήθως μικρότερο από 16 C. Τοπογραφικοί παράγοντες όπως η θαλάσσια μάζα κυριότερα αλλά και τα κατά τόπους ποτάμια και ρέματα καθώς και τα όρη, επηρεάζουν το κλίμα, δίνοντας του τοπικές ιδιαιτερότητες. Επιπλέον, ο ελληνικός χώρος καθώς και η εξεταζόμενη περιοχή ανήκουν στον υποτροπικό τύπο βροχομετρικού συστήματος, που σύμφωνα με την Kanellopoulou (2002), χαρακτηρίζεται από απλή ετήσια κύμανση της βροχής, με μέγιστο κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο και ελάχιστο κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Tα ιδιαίτερα κλιματολογικά χαρακτηριστικά του Κυπαρισσιακού κόλπου περιγράφονται με βάση τα στοιχεία του μετεωρολογικού σταθμού της ΕΜΥ στον Πύργο για την περίοδο Θερμοκρασία αέρα Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της εικόνας 3.1. (ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ): Η απόλυτα μέγιστη και απόλυτα ελάχιστη θερμοκρασία αέρα που έχει καταγραφεί στο σταθμό του Πύργου είναι 42,4 C και -5,8 C αντίστοιχα Η μέση μηνιαία θερμοκρασία κυμαίνεται από 9,6 C τον Ιανουάριο (ελάχιστη) μέχρι 28,9 C τον Ιούνιο (μέγιστη) Η ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία κυμαίνεται από 4,8 C τον Ιανουάριο (ελάχιστη) μέχρι 17,4 C τον Αύγουστο (μέγιστη) Η μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία κυμαίνεται από 14,6 C τον Ιανουάριο (ελάχιστη) μέχρι 31,8 C τον Αύγουστο (μέγιστη) Σχετική Υγρασία Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της εικόνας 3.2, η μέση μηνιαία σχετική υγρασία κυμαίνεται από 60,1% τον Ιούλιο (ελάχιστη) μέχρι 75.5% τον Δεκέμβριο (μέγιστη) Βροχόπτωση Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της εικόνας 3.3, οι πιο υγροί μήνες του έτους είναι οι χειμερινοί (από Νοέμβριο μέχρι Μάρτιο) και ιδιαιτέρως ο Δεκέμβριος με 13,2 ημέρες βροχόπτωσης. Ο ξηρότερος μήνας του έτους είναι ο Ιούλιος με 0,7 ημέρες βροχόπτωσης Ανεμολογικό καθεστώς χερσαίων περιοχών NATURA (GR και GR ) Επειδή το μεγαλύτερο τμήμα των δύο χερσαίων περιοχών NATURA αποτελείται από τα παράκτια πεδία αμμοθινών του νότιου Κυπαρισσιακού Κόλπου, τα οποία αναπτύχθηκαν και επηρεάζονται άμεσα από την παράκτια αιολική στερεομεταφορά, τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη του ανεμολογικού καθεστώτος προέρχονται από κυρίως από το μετεωρολογικό σταθμό της ΕΜΥ στη Μεθώνη (734). 64

66 1 ο Εξάμηνο ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ Ελάχιστη Μηνιαία Θερμοκρασία Μέση Μηνιαία Θερμοκρασία Μέγιστη Μηνιαία Θερμοκρασία ο Εξάμηνο ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Ελάχιστη Μηνιαία Θερμοκρασία Μέση Μηνιαία Θερμοκρασία Μέγιστη Μηνιαία Θερμοκρασία Εικόνα 3.1: Διακύμανση της θερμοκρασίας αέρα στο σταθμό της ΕΜΥ στον Πύργο κατά την περίοδο (Πηγή: diagrams_html/ dr_city=pyrgos). 65

67 1 ο Εξάμηνο ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ Μέση Μηνιαία Υγρασία ο Εξάμηνο ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Μέση Μηνιαία Υγρασία Εικόνα 3.2: Διακύμανση της σχετικής υγρασίας στο σταθμό της ΕΜΥ στον Πύργο κατά την περίοδο (Πηγή: html/dr_city=pyrgos) 1 ο Εξάμηνο ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ Μέση Μηνιαία Βροχόπτωση Συνολικές Μέρες Βροχής ο Εξάμηνο ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Μέση Μηνιαία Βροχόπτωση Συνολικές Μέρες Βροχής Εικόνα 3.3: Διακύμανση της μηνιαίας βροχόπτωσης στο σταθμό της ΕΜΥ στον Πύργο κατά την περίοδο (Πηγή: climatology_region_diagrams_html?dr_city=pyrgos) Ο σταθμός αυτός, αν και βρίσκεται νοτιότερα από τον Κυπαρισσιακό, προτιμήθηκε έναντι των άλλων της περιοχής (π.χ. σταθμός Πύργου (707)), γιατί βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτογραμμή, και επομένως είναι ο καταλληλότερος για την περιγραφή των Ν, ΝΔ, Δ και ΒΔ ανέμων οι οποίοι πνέουν από την θάλασσα προς την ξηρά και είναι υπεύθυνοι για τη μεταφορά άμμου από την παραλιακή 66

68 ζώνη προς τα πεδία αμμοθινών, λειτουργούσε από το 1934 και ήταν από τους πλέον αξιόπιστους του δικτύου της Ε.Μ.Υ. ΠΙΝΑΚΑΣ 3.1. ΜΕΘΩΝΗ (734) - ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ % ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΚΑI ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΑΝΕΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ 06:00,12:00,18:00 h ΠΕΡΙΟΔΟΥ: ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΔIΕΥΘΥΝΣΗ B Knots N NE E SE S SW W NW ΑΠΝΟIΑ AΘΡ ΑΘΡΟIΣΜΑ Ο προσδιορισμός του ανεμολογικού καθεστώτος του Κυπαρισσιακού κόλπου βασίστηκε στα μηνιαία και ετήσια στατιστικά στοιχεία του σταθμού της Μεθώνης για τα έτη 1956 έως 1987 (Γκιώνης, 2001). Στον Πίνακα 3.1 παρουσιάζονται οι ετήσιες συχνότητες για κάθε διεύθυνση και ταχύτητα ανέμων. Με βάση τα στοιχεία αυτού του πίνακα κατασκευάστηκε το αvεμoλoγικό ρoδόγραμμα που δίνεται στην Εικόνα 3.4. Στον Πίνακα 3.2 παρουσιάζονται οι μηνιαίες συνολικές (όλων των ταχυτήτων) συχνότητες κατά διεύθυνση πνοής ανέμου. Οι συχνότητες των επικρατουσών διευθύνσεων ανέμου για κάθε μήνα έχουν εκτυπωθεί με έντονα στοιχεία. ΜΗΝΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ 3.2 ΜΕΘΩΝΗ (734) - ΣΥΝΟΛΚΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ % ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΝΕΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ 06:00,12:00,18:00 h ΠΕΡΙΟΔΟΥ: ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ N NE E SE S SW W NW ΑΠΝΟΙΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΑΠΡIΛIΟΣ ΜΑΪΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΕΤΗΣΙΑ

69 Εικόνα 3.4: Ανεμολογικό διάγραμμα για τον Κυπαρισσιακό κόλπο (Γκιώνης, 2001). Στον Πίνακα 3.3 δίνονται η συχνότερη και η μέγιστη μηνιαία ταχύτητα ανέμων κατά διεύθυνση σε Beaufort. Στον Πίνακα 3.4 δίνεται η μέση ταχύτητα ανέμου (σε knots) κατά διεύθυνση. Η τελευταία στήλη του Πίνακα δίνει τη μέση μηνιαία ταχύτητα ανέμου ανεξάρτητα από διεύθυνση. Για τον υπολογισμό της μέσης ταχύτητας ανέμου δεν έχουν ληφθεί υπ' όψη τα διαστήματα άπνοιας. Κατ' αυτό τον τρόπο οι τιμές του Πίνακα 3.4 αντιπροσωπεύουν τη μέση ταχύτητα ανέμου κατά τα διαστήματα που έπνεε άνεμος. 68

70 ΠΙΝΑΚΑΣ 3.3 ΜΕΘΩΝΗ (734) - ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΤΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ (σε Beaufort) ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ 06:00,12:00,18:00 h ΠΕΡΙΟΔΟΥ: ΜΗΝΑΣ ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ / ΜΕΓΙΣΤΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ N NE E SE S SW W NW ΟΛIΚΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2 / 6 3 / 6 4 / 8 4 / 7 4 / 8 4 / 8 4 / 9 4 / 8 3 / 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2 / 6 3 / 6 4 / 8 4 / 7 2 / 7 4 / 8 4 / 9 4 / 8 3 / 9 ΜΑΡΤΙΟΣ 2 / 6 2 / 7 4 / 8 4 / 8 3 / 8 3/ 8 4 / 9 4 / 9 3 / 9 ΑΠΡIΛIΟΣ 2 / 6 2 / 7 4 / 8 4 / 8 2 / 6 4 / 8 4 / 8 4 / 8 4 / 8 ΜΑΪΟΣ 2 / 6 2 / 7 2 / 7 4 / 7 2 / 5 2 / 7 4 / 8 4 / 7 4 / 8 ΙΟΥΝΙΟΣ 2 / 5 2 / 6 2 / 7 2 / 7 1,2/ 5 2 / 7 4 / 7 4 / 7 4 / 7 ΙΟΥΛΙΟΣ 4 / 6 2 / 4 2 / 6 2 / 6 2 / 4 2 / 5 4 / 7 4 / 7 4 / 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2 / 6 2 / 6 2 / 5 2 / 5 2 / 5 3 / 6 4 / 7 4 / 7 4 / 7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2 / 5 2 / 5 2 / 6 3 / 6 3 / 6 3 / 6 4 / 8 4 / 8 2 / 8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2 / 6 2 / 6 4 / 8 3 / 8 4 / 6 3 / 9 4 / 7 3 / 7 2 / 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2 / 6 2 / 7 4 / 7 4 / 7 3 / 7 3 / 9 4 / 9 3 / 9 3 / 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 3 / 7 3 / 6 4 / 8 4 / 8 4 / 8 4 / 9 4 / 10 4 / 10 3 / 10 ΕΤΗΣΙΑ 2 / 7 2 / 7 4 / 8 4 / 8 2 / 8 3 / 9 4 / 10 4 / 10 3 / 10 ΠΙΝΑΚΑΣ 3.4 ΜΕΘΩΝΗ (734) ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΤΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ (σε knots) ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ 06:00,12:00,18:00 h ΠΕΡΙΟΔΟΥ: ΜΗΝΑΣ ΜΕΣΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ (knots) N NE E SE S SW W NW ΟΛΙΚΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΑΠΡIΛIΟΣ ΜΑΪΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΕΤΗΣΙΑ

71 ΠΙΝΑΚΑΣ 3.5 ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΠΝΟΗΣ S, SW, W και NW ΑΝΕΜΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΑ 70 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ B knots S SW W NW AΘΡ ΑΘΡΟΙΣΜΑ Από την ανάλυση όλων αυτών των ανεμολογικών στοιχείων, σε συνδυασμό με εκείνα του Πίνακα 3.5, προκύπτει ότι: Κατά τους χειμερινούς μήνες (Οκτώβριο-Φεβρουάριοo) επικρατούν στον Κυπαρισσιακό κόλπο οι ΒΑ άνεμοι με δεύτερους τους Δ ανέμους. Κατά τους καλοκαιρινούς μήλες (Μάρτιος-Σεπτέμβρηςς) επικρατέστεροι είναι οι Δ άνεμοι με δεύτερους τους ΒΔ ανέμους. Σε ετήσια βάση επικρατέστεροι είναι οι Δ άνεμοι με ετήσια συχνότητα 28.29%, με δεύτερους τους ΒΔ με ετήσια συχνότητα 21.24%. Ταχύτητες ανέμου μεγαλύτερες από 8 Β (>40 knots) οφείλονται σε ΝΔ, Δ και ΒΔ ανέμους και εμφανίζονται με ετήσιες συχνότητες 0.011%, 0.033% και 0.022% αντίστοιχα. Η μέγιστη ταχύτητα ανέμων που παρατηρείται είναι 10 B (48-55 knots), εμφανίζεται με ετήσια συχνότητα 0.11% και οφείλεται σε Δ και ΒΔ ανέμους. Η συχνότερη ταχύτητα ανέμων, ανεξαρτήτως διευθύνσεως, είναι 3 B (7-10 knots) με ετήσια συχνότητα εμφάνισης 25.82%. Το 99.93% του χρόνου η ταχύτητα του ανέμου δεν υπερβαίνει τα 8 Β (<=40 knots). Η μεγαλύτερη συχνότητα υπέρβασης (13.10%) της ταχύτητας των 5 Β (> 21 knots), ανεξαρτήτως διευθύνσεως, παρατηρείται τον μήνα Ιανουάριο. Η μικρότερη συχνότητα υπέρβασης (2.73%) της ταχύτητας των 5 Β (> 21 knots), ανεξαρτήτως διευθύνσεως, παρατηρείται τον μήνα Σεπτέμβριο. Η συχνότητα της άπνοιας φτάνει το 4.39 % Ανεμολογικό καθεστώς θαλάσσιας περιοχής NATURA (GR ) Για την περιγραφή του ανεμολογικού καθεστώτος στην θαλάσσια περιοχή NATURA του Κυπαρισσιακού κόλπου αναλύθηκαν και τα στοιχεία που περιέχονται στον Άτλαντα Ανέμου και Κύματος (Αθανασούλης και Σκαρσουλής, 1992). Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από εθελοντικές παρατηρήσεις πλοίων κατά τη διάρκεια των συνήθων πλόων τους και θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούν στην ανοιχτή θάλασσα. Τα ανεμολογικά στοιχεία για την περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου δίνονται στον Άτλαντα Ανέμου και Κύματος με τη μορφή ροδογραμμάτων κατευθυντικής κατανομής ταχυτήτων ανέμου (Εικόνα

72 3.5) και με τη μορφή ιστογραμμάτων ταχυτήτων διευθύνσεων ανέμου (ΠΙΝΑΚΑΣ 3.6). Κάθε ρoδόγραμμα αντιπροσωπεύει το σύνολο των παρατηρήσεων εντός της αντίστοιχης στοιχειώδους περιοχής (1 x 1 ), ενώ κάθε ιστόγραμμα αντιπροσωπεύει τις ομαδοποιημένες παρατηρήσεις εντός μιας ευρύτερης περιοχής με ομοιογενή χαρακτηριστικά, στην προκειμένη περίπτωση το Κεντρικό Ιόνιο πέλαγος (ΙΟ3). Εικόνα 3.5: Ετήσια κατευθυντική κατανομή ταχυτήτων ανέμου για την ευρύτερη περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου (Αθανασούλης και Σκαρσουλής, 1992). Από τα στοιχεία του Πίνακα 3.6 κατασκευάστηκε το ανεμολογικό διάγραμμα για την περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου και του Κεντρικού Ιονίου πελάγους που παρουσιάζεται στην Εικόνα 3.6 για να είναι δυνατή η άμεση σύγκριση με το αντίστοιχο ανεμολογικό διάγραμμα που κατασκευάστηκε από τα στοιχεία του μετεωρολογικού σταθμού της Μεθώνης (Εικόνα 3.4). 71

73 ΠΙΝΑΚΑΣ 3.6 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ (V.O.S.) - ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΟΝΙΟ (ΙΟ3) ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ % ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΑΝΕΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΔΟΥ: ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ B knots N NE E SE S SW W NW ΑΠΝΟΙΑ ΑΘΡ ΑΘΡΟΙΣΜΑ Παρατηρήσεις Πλοίων (V.O.S) - ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΟΝΙΟ (ΙΟ3) Εικόνα 3.6: Ανεμολογικό διάγραμμα για τον Κυπαρισσιακό κόλπο και το Κεντρικό Ιόνιο πέλαγος (ΙΟ3) (Γκιώνης, 2001) 72

74 Από την ανάλυση των στοιχείων από παρατηρήσεις πλοίων προκύπτει ότι: Επικρατούντες άνεμοι σε ετήσια βάση στην ανοιχτή θάλασσα είναι οι ΒΔ, με ετήσια συχνότητα 28.39%, με δεύτερους τους Β με ετήσια συχνότητα 13.20%. Ταχύτητες ανέμου μεγαλύτερες από 8 Β (>40 knots) οφείλονται σε Β, N, Δ και ΒΔ ανέμους και εμφανίζονται με ετήσιες συχνότητες 0.01%, 0.02%, 0.02% και 0.04% αντίστοιχα. Η συνηθέστερα εμφανιζόμενη ταχύτητα ανέμου, ανεξαρτήτως διευθύνσεως, είναι 3 Β (7-10 knots) με ετήσια συχνότητα εμφάνισης 24.88%. Το 99.91% του χρόνου η ταχύτητα του ανέμου δεν υπερβαίνει τα 8 Β (<=40 knots). Η μεγαλύτερη συχνότητα υπέρβασης (18.82%) της ταχύτητας των 5 Β (> 21 knots) ανεξαρτήτως διευθύνσεως παρατηρείται τον μήνα Ιανουάριο. Η μικρότερη συχνότητα υπέρβασης (1.87%) της ταχύτητας των 5 Β (> 21 knots) ανεξαρτήτως διευθύνσεως παρατηρείται τον μήνα Ιούνιο Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Προσδιορισμός εξατμισοδιαπνοής. Διερεύνηση κλιματικής αλλαγής (π.χ. αλλαγές στη συχνότητα, ένταση και διεύθυνση ανέμου, ύψος και ραγδαιότητα βροχοπτώσεων, κλπ). 73

75 4. ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ NATURA 4.1. Κυκλοφορία ύδατος και αιωρούμενου υλικού Ο Κυπαρισσιακός Κόλπος, ως τμήμα του ΝΑ Ιονίου Πελάγους, αποτελεί ένα μικρό-παλιρροιακό θαλάσσιο περιβάλλον με παλίρροια που σπάνια υπερβαίνει τα 10 cm (Τσίμπλης et al. 1995). Η υδάτινη στήλη στην περιοχή της υφαλοκρηπίδας (για βάθη >50 m) χαρακτηρίζεται από την παρουσία (i) των επιφανειακών υδάτων του Ιονίου (ISW), τα οποία ορίζονται ευκολότερα κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, όταν εμφανίζονται οι μέγιστες τιμές αλατότητας, ως αποτέλεσμα της αυξημένης καλοκαιρινής εξάτμισης (Τ= C, S= 38,6-39,1 psu) και (ii) των Τροποποιημένων Υδάτων του Ατλαντικού (ΜΕΒ), μιας μάζας υπό-επιφανειακών υδάτων (Τ= C, S= 38,0-38,6 psu), που προσδιορίζονται συνήθως από μια ελάχιστη αλατότητα σε βάθη μεταξύ 30 και 200 m (Malanotte-Rizzoli et al., 1997). H θαλάσσια κυκλοφορία χαρακτηρίζεται γενικά από μια αργή (συνήθως <10 cm/s) κίνηση του νερού προς το Βορρά, η οποία εκτείνεται από το ανώτερο στρώμα έως και μερικές εκατοντάδες μέτρα βάθος (Malanotte-Rizzoli et al., 1997 και Nittis et al., 1993). Όσον αφορά τη μεταφορά του αιωρούμενου υλικού, υπό ορισμένες μετεωρολογικές συνθήκες και με Δ και ΒΔ ανέμους, μπορεί να αναπτυχθεί μια αντικυκλωνική κίνηση, ικανή για τη μεταφορά μόνο του πολύ λεπτόκοκκου υλικού προς τα νότια πάνω από την εξωτερική υφαλοκρηπίδα έως και το εξωτερικό της όριο. Ωστόσο, με ασθενείς έως μέτριους ανέμους, το υλικό πάνω από την εσωτερική υφαλοκρηπίδα εκτρέπεται προς τα βόρεια, στα πλαίσια της γεωστροφικής ροής Κυματικό καθεστώς στην προάκτια ζώνη Ο Κυπαρισσιακός επηρεάζεται πρωτίστως από ΒΔ, Δ και ΝΔ και δευτερευόντως (βόρειο τμήμα Κόλπου) από Ν ανέμους, οι οποίοι δημιουργούν ανεμογενή κύματα αντίστοιχων διευθύνσεων. Οι άνεμοι Ν, ΝΔ και Δ διευθύνσεων συνδέονται με πολύ μεγάλα μήκη αναπτύγματος πνοής (Εικόνα 4.1) και έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης κυμάτων με μεγάλα ύψη και περιόδους. Το ανάπτυγμα πνοής ανέμου, η ταχύτητα του ανέμου και η διάρκεια πνοής του χρησιμοποιούνται σε ειδικές προγνωστικές εξισώσεις (CERC, 1984) για τον προσδιορισμό του κυματικού καθεστώτος από τα διαθέσιμα ανεμολογικά στοιχεία. Όπως όμως έδειξε ο Γκιώνης (2001), λόγω του πολύ μεγάλου αναπτύγματος πνοής και της αβεβαιότητας ως προς την ταχύτητα του ανέμου και τη διάρκεια πνοής του, οι εξισώσεις αυτές έχουν την τάση να υπερεκτιμούν τα μέγιστα αναμενόμενα χαρακτηριστικά των κυμάτων που δημιουργούνται από τους ισχυρότερους ανέμους Ν, ΝΔ και Δ διεύθυνσης στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Αντίθετα, δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα για τους ισχυρότερους ΒΔ ανέμους και για συχνότερα εμφανιζόμενους ανέμους όλων των διευθύνσεων. Για τον προσδιορισμό των κυματικών χαρακτηριστικών που προκύπτουν από την πνοή ανέμων μεγάλης ταχύτητας πάνω από μεγάλα αναπτύγματα απαιτείται η χρήση τρισδιάστατων αριθμητικών μοντέλων ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας με ανεμολογικά στοιχεία από πολλούς μετεωρολογικούς σταθμούς εντός και πέριξ της υπό μελέτη περιοχής και δισδιάστατα ή τρισδιάστατα αριθμητικά μοντέλα υπολογισμού των κυματικών χαρακτηριστικών. 74

76 Εικόνα 4.1: Προσδιορισμός μήκους αναπτύγματος πνοής ανέμων (Γκιώνης, 2001). Μια τέτοια μελέτη των ανεμολογικών και κυματολογικών συνθηκών της Μεσογείου που έγινε από τους Cavaleri, et al. (1991), έδειξε ότι η σημαντικότερη ανάπτυξη κυματισμών στην περιοχή του κεντρικού και νότιου Ιονίου πελάγους οφείλεται σε συστήματα SW θυελλωδών ανέμων. Ένα τέτοιο σύστημα αναπτύχθηκε στην περιοχή του Ιονίου τον Ιανουάριο του 1987 με ένταση που χαρακτηρίστηκε ως επεισόδιο πεντηκονταετίας. Από τη μελέτη του συστήματος αυτού με τρισδιάστατα μοντέλα ανέμου και δισδιάστατα μοντέλα κύματος που αναπτύχθηκαν από την ομάδα WAMDI Group (1988) προέκυψε ότι για άνεμο knots το μέγιστο σημαντικό ύψος κύματος στην περιοχή του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι 6 m με αντίστοιχη περίοδο 12 s. Τα ακραία αυτά κυματικά χαρακτηριστικά συμφωνούν με τα μέγιστα χαρακτηριστικά από παρατηρήσεις πλοίων που περιέχονται στον Άτλαντα Ανέμου και Κύματος (Αθανασούλης και Σκαρσουλής, 1992) και παρουσιάζονται στον Πίνακα 4.1 και στην Εικόνα

77 ΠΙΝΑΚΑΣ 4.1 Ετήσια κατανομή της συχνότητας (%) ύψους και περιόδου κύματος από στοιχεία από παρατηρήσεις πλοίων Κεντρικό Ιόνιο (ΙΟ3) ΥΨΟΣ ΚΥΜΑΤΟΣ (m) ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΥΜΑΤΟΣ (s) ΑΘΡ > ΑΘΡΟΙΣΜΑ Όπως φαίνεται από τα ροδογράμματα της Εικόνας 4.2, στο κεντρικό Ιόνιο επικρατούν κύματα βορειοδυτικής προέλευσης με ετήσια συχνότητα εμφάνισης περί το 30%. Από τα στοιχεία του Πίνακα 4.1 προκύπτει ότι οι συχνότερα εμφανιζόμενες περίοδοι κύματος στην ευρύτερη περιοχή του κεντρικού Ιονίου πελάγους είναι μικρότερες από 5 s. Οι περίοδοι αυτές επικρατούν στην περιοχή το 76.5% του χρόνου, ενώ περίοδοι 6-7 s εμφανίζονται με συχνότητα 16.33%. Μόνο το 1.02% των περιόδων κύματος υπερβαίνει τα 11 s. Το 44.3% των υψών κύματος δεν υπερβαίνει τα 0.5 m, το 90.0% είναι κάτω των 2 m και μόνο 0.93% υπερβαίνει τα 4 m. Το 96.41% των κυμάτων έχει ύψος μικρότερο από 4 m και περίοδο μικρότερη από 10 s, ενώ το 99.29% των κυμάτων έχει ύψος μικρότερο από 5 m και περίοδο μικρότερη από 14 s. Το μέγιστο ύψος κύματος που έχει παρατηρηθεί υπερβαίνει τα 6 m και η μέγιστη περίοδος είναι μεγαλύτερη ή ίση των 18 s. Τα κύματα που παρατηρήθηκαν με τη μεγαλύτερη κυματική ενέργεια έχουν ύψος μεγαλύτερο των 6 m και περίοδο s (λόγω της αβεβαιότητας που συνοδεύει τις παρατηρήσεις πλοίων, δεν λαμβάνονται υπ όψιν οι συνδυασμοί ύψους-περιόδου κύματος που έχουν παρατηρηθεί μόνο μία φορά στο διάστημα των 39 ετών). 76

78 Εικόνα 4.2: Ετήσια κατανομή διευθύνσεων των κυμάτων στον Κυπαρισσιακό κόλπο και στο Κεντρικό Ιόνιο πέλαγος (Αθανασούλης και Σκαρσουλής, 1992). Από τη συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω στοιχείων για το κυματικό καθεστώς προκύπτει ότι τα μέγιστα αναμενόμενα χαρακτηριστικά των συχνότερα εμφανιζομένων και των μέγιστων ανεμογενών κυμάτων κάθε διεύθυνσης στον Κυπαρισσιακό κόλπο είναι αυτά που παρουσιάζονται στον Πίνακα

79 ΠΙΝΑΚΑΣ 4.2 Πρόγνωση μέγιστων αναμενόμενων κυμάτων στον Κυπαρισσιακό Κόλπο (H 0 και T 0 το σημαντικό ύψος και περίοδος κύματος στα βαθειά νερά) ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΓΙΣΤΑ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΚΥΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ ΜΕΓΙΣΤΑ H 0 (m) T 0 (s) H 0 (m) T 0 (s) S SW W NW Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Διερεύνηση αλλαγής κυματικού καθεστώτος (κυματική ενέργεια, αναρρίχηση κυμάτων) στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής Ποσοτικοποίηση της παραλιακής στερεoμεταφoράς Διερεύνηση των μεταβολών ταχύτητας και διεύθυνσης των παράκτιων ρευμάτων και των διευθύνσεων παράκτιας στερεoμεταφoράς 78

80 5. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΔΙΟΥ ΘΙΝΩΝ (ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΟΛΙΚΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ) - ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ 5.1. Δημιουργία και Εξέλιξη Η ανάπτυξη ενός πεδίου θινών είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να συμβαδίζει με ταχεία άνοδο της θαλάσσιας στάθμης ή με μια περίοδο επίκλυσης. Η φάση ταχείας ανόδου της στάθμης της θάλασσας, μετά από το τέλος της τελευταίας παγετώδους, ολοκληρώθηκε 6000 χρόνια πριν από σήμερα. Έκτοτε, η στάθμη της θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο αυξάνεται με μέσο ρυθμό 1 mm/yr, κάτι που έχει υιοθετηθεί από πολλούς επιστήμονες (π.χ. Lambeck, 1996, Kambouroglou, 1988, Poulos et al., 2009a). Επιπλέον, πρόσφατες έρευνες για τις κλιματικές αλλαγές και τις επακόλουθες διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας κατά τη διάρκεια της αργής ανόδου της θαλάσσιας στάθμης, έχουν εντοπίσει ενδείξεις μικρότερων διακυμάνσεων της στάθμης της θάλασσας που ενσωματώνουν και περιόδους στασιμότητας, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στην Εικόνα 5.1. Είναι επίσης γνωστό ότι οι περίοδοι μείωσης της στάθμης της θάλασσας συνδέονται με χαμηλότερες θερμοκρασίες του αέρα, ενώ οι περίοδοι ανόδου της στάθμης της θάλασσας συνήθως ακολουθούν ή συμπίπτουν με περιόδους αύξησης της θερμοκρασίας του αέρα (IPCC, 2007). Οι τελευταίες αυτές περίοδοι, που αναμένεται να σχετίζονται περισσότερο με την αύξηση της απορροής των ποταμών, οφείλονται στο λιώσιμο του χιονιού και στα υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (εν μέρει λόγω της μεγαλύτερης εξάτμισης). Επομένως, οι περίοδοι αυτές πρέπει να σχετίζονται με αυξημένη ποτάμια υδατοπαροχή και στερεοπαροχή (Poulos et al., 2009a). Ο σχηματισμός του πεδίου θινών Κυπαρισσιακού σχετίζεται με τη δημιουργία ενός παραλιακού φραγμού, ο οποίος χρονολογικά τοποθετείται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της φάσης της ταχείας επίκλησης, δηλαδή μετά τα 6000 χρόνια ΒΡ. Η ραδιοχρονολόγηση των ιζημάτων του πυθμένα της λίμνης του Καϊάφα έχει δώσει ημερομηνίες μεταξύ 369 και 408 μ.χ. Προφανώς ο σχηματισμός της λίμνης έπεται της δημιουργίας του παραλιακού φραγμού. Η ραδιοχρονολόγηση των παραλιακών αποθέσεων κάτω από την 1η σειρά θινών, δηλαδή στη βάση της νεώτερης σειράς αμμοθινών, έδωσε χρονολογίες ~350 BP. Συμπεραίνεται επομένως ότι η 1η σειρά θινών έχει δημιουργηθεί μέσα στα τελευταία 350 χρόνια. Επιπλέον, η παρουσία του πευκοδάσους στη 2η σειρά θινών προϋποθέτει τη σταθεροποίηση της σειράς αυτής τουλάχιστον 150 χρόνια πριν από σήμερα και επομένως η 1η σειρά θινών θα πρέπει να ήταν καλά ανεπτυγμένη τουλάχιστον 150 χρόνια πριν από σήμερα. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα και αξιοποιώντας την πιο πρόσφατη καμπύλη μεταβολής της στάθμης της θάλασσας κατά το Ολόκαινο που παρουσιάζεται στην Εικόνα 5.1, η εσωτερική και παλαιότερη (4η σειρά θινών) έχει αρχίσει να σχηματίζεται μετά το 400 μ.χ. (δηλ χρόνια ΒΡ), ενώ σύμφωνα με τον Kraft (2005) ο σχηματισμός της 2ης σειράς θινών έχει αρχίσει το 1000 μ.χ. (δηλαδή χρόνια BP). Άρα, η 3η σειρά θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί πριν το μ.χ. και με επικρατέστερη περίοδο, σύμφωνα με την καμπύλη μεταβολής της στάθμης της θάλασσας (Εικόνα 79

81 5.1) το διάστημα BP. Τέλος, η νεότερη σειρά θινών έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 360 ετών, όπως προκύπτει από τη ραδιοχρονολόγηση του κατώτερου μέρους του παραλιακού φραγμού. Σύμφωνα με αυτή τη χρονολόγηση, το πεδίο των θινών, στο σύνολό του, έχει διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 1600 ετών. Επίσης, η ανάπτυξη των τεσσάρων σειρών του πεδίου θινών δεν θα πρέπει να ήταν συνεχής, αλλά περιοδική συσχετιζόμενη με περιόδους υψηλότερης/χαμηλότερης διαθεσιμότητας σε ιζήματα και πιθανές μικρό-αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης, ενώ τα γενικά χαρακτηριστικά του ανεμολογικού καθεστώτος φαίνεται ότι δεν έχουν μεταβληθεί κατά τα τελευταία 2000 χρόνια. Εικόνα 5.1. Γραφική συσχέτιση της κύμανσης της επιφάνειας της θάλασσας με τις εκτιμώμενες περιόδους δημιουργίας των τεσσάρων σειρών θινών (από Poulos et al., 2012). 5.2 Ανθρώπινη παρέμβαση Η πρόσφατη εξέλιξη του πεδίου θινών στην περιοχή του Καϊάφα, ειδικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, σχετίζεται κυρίως με την ανθρώπινη παρέμβαση, που περιλαμβάνει, την ανάπτυξη των οικισμών, όπως το χωριό Κακόβατος το οποίο βρίσκεται στην κορυφή της 3ης σειράς θινών, σε συνδυασμό με την κατασκευή δρόμων, την κατασκευή της κύριας σιδηροδρομικής γραμμής κατά μήκος της 3ης σειράς θινών από την αρχή του 20ου αιώνα και τη διάνοιξη δρόμων πρόσβασης προς τις παραλίες, οι οποίοι διασχίζουν κάθετα το πεδίο θινών διακόπτοντας τη συνέχειά του (Εικόνα 5.2). Ο πιο πρόσφατος, και ίσως ο πιο σημαντικός, παράγοντας αποσταθεροποίησης είναι οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου 2007 που έκαψαν ένα μεγάλο τμήμα του παράκτιου δάσους του κεντρικού Κυπαρισσιακού Κόλπου, το οποίο είχε αναπτυχθεί κυρίως στη 2η και 3η σειρά θινών. Μετά από τις πυρκαγιές, η χρήση βαρέων μηχανημάτων για την απομάκρυνση των καμένων δέντρων στο τμήμα βόρεια από το κανάλι αποστράγγισης της λίμνης του Καϊάφα οδήγησε στην ισοπέδωση του παράκτιου πεδίου θινών και σε μια σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του (Εικόνα 5.2a). 80

82 Εικόνα 5.2: Φωτογραφίες που παρουσιάζουν την ανθρώπινη παρέμβαση στο πεδίο θινών του κεντρικού Κυπαρισσιακού Κόλπου.a) Ένα τεχνητό κανάλι που συνδέει την πρώην λίμνη του Καϊάφα με το Ιόνιο Πέλαγος. b) Σιδηροδρομική γραμμή που βρίσκεται μεταξύ της δεύτερης και τρίτης σειράς θινών του Καϊάφα. c) Τεχνητό πέρασμα στην παραλία στην πρώτη σειρά θινών d) Καμένο πευκοδάσος, στην δεύτερη σειρά θινών e) Διάβρωση της δεύτερης σειράς θινών προς την θάλασσα μετά τις δασικές πυρκαγιές του Αυγούστου 2007 f) Καταστροφή της επιφάνειας των θινών από τη βαριά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την απομάκρυνση των υπολειμμάτων των καμένων δέντρων. Επιπλέον, η καταστροφή της απομένουσας βλάστησης, του παλιού ριζικού συστήματος και της χαμηλής βλάστησης που είχε επιβιώσει από τις δασικές πυρκαγιές, μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση του πεδίου των αμμοθινών. Τρία χρόνια μετά τις πυρκαγιές (άνοιξη 81

83 του 2010), μεγάλοι όγκοι άμμου είχαν κινηθεί προς την ενδοχώρα μέσω αιολικών διεργασιών, γεγονός που παρεμπόδισε την ανάκαμψη του τοπικού οικοσυστήματος. Αντίθετα, στο νότιο τμήμα του πεδίου θινών του Καϊάφα (μεταξύ του καναλιού αποστράγγισης και της πόλης της Ζαχάρως), η ανθρώπινη παρέμβαση μετά τις πυρκαγιές ήταν πιο ήπια και πολύ πιο προσεκτική, χωρίς τη χρήση βαρέων μηχανημάτων. Παρόλο που απομακρύνθηκαν αρκετά από τα μεγάλα πεσμένα δένδρα, ο θαμνώδης και ο ποώδης όροφος έμειναν ανέπαφοι και δεν παρεμποδίστηκε η φυσική διαδοχή μετά τη φωτιά. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια γρήγορη ανάκαμψη του οικοσυστήματος κατά τα τελευταία έτη, όπως φαίνεται από την ανάπτυξη εκατοντάδων νεαρών πεύκων. Για τη μελέτη της σταθερότητας των αμμοθινών, οι Γκιώνης και Πούλος τοποθέτησαν το Σεπτέμβριο 2007 (αμέσως μετά τις πυρκαγιές) ένα δίκτυο από βέργες ελέγχου της κινητοποίησης των ιζημάτων (DOD-Depth of Disturbance rods) στο νότιο τμήμα του πεδίου θινών του Καϊάφα. Περιοδικές μετρήσεις του δικτύου αυτού, έδειξαν ότι η περιοχή μεταξύ της 2ης σειράς θινών και της λίμνης του Καϊάφα είναι σταθερή, χωρίς σημαντικές υψομετρικές αλλαγές και χωρίς ενδείξεις αιολικής μεταφοράς ιζημάτων. Το εμπρόσθιο (προς τη θάλασσα) τμήμα της δεύτερης σειράς θινών παραμένει γενικά σταθερό, με εξαίρεση τις περιοχές όπου η ξυλώδης βλάστηση καταστράφηκε ολοσχερώς από τις πυρκαγιές (περίπου το 10 % του μήκους των θινών). Σε αυτές τις περιοχές, ιδίως όπου δεν υπήρχε καλά ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα, η αιολική διάβρωση είναι έντονη (τοπικά η κατακόρυφη μεταβολή στον πόδα της θίνας προς την πλευρά της θάλασσας ξεπερνά το 1 m). Η διαβρωμένη άμμος μεταφέρεται προς την ενδοχώρα, πάνω από την κορυφή της θίνας και αποτίθεται στην υπήνεμη πλευρά της, όπου η χαμηλή βλάστηση είναι πυκνή. Αυτό το πρότυπο μεταφοράς οδήγησε στην διεύρυνση των υφιστάμενων αιολικών εγκοίλων (blowouts) των θινών, τη δημιουργία κάποιων νέων και την κατά τόπους αύξηση του ύψους της 2ης σειράς θινών κατά 7 cm μεταξύ του 2007 και 2009 και κατά περαιτέρω 1,5 cm μεταξύ του 2009 και του Το γεγονός ότι οι μορφολογικές μεταβολές καθώς και η μεταφορά του ιζήματος παρουσιάζουν πτωτική τάση, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη σειρά θινών μεταβαίνει σταδιακά προς μια νέα κατάσταση ισορροπίας. Στη 2 η σειρά θινών εγκαθίσταται σταδιακά ποώδης βλάστηση που περιλαμβάνει αμμόφιλα είδη-σταθεροποιητές της άμμου. Η πρώτη σειρά θινών που σταθεροποιείται κυρίως από τα είδη Elytrigia juncea και Ammophila arenaria που δημιουργούν πυκνό πλέγμα με το ριζικό τους σύστημα, δεν επηρεάστηκε ουσιαστικά από τις δασικές πυρκαγιές, παραμένει σταθερή τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς τη θέση. Επιπλέον, σε πολλές θέσεις του Κεντρικού και Νότιου Κυπαρισσιακού Κόλπου, μεταξύ της 1 ης (με βάση την ακτογραμμή) και της 2 ης σειράς θινών η σχετικά επίπεδη περιοχή αξιοποιείται γεωργικά, όπως για παράδειγμα για τη καλλιέργεια καρπουζιού. Η γεωργική αυτή δραστηριότητα συνοδεύεται όμως από: 1) την τεχνητή ισοπέδωση του ενδιάμεσου αυτού χώρου, ισοπέδωση που σε αρκετές περιπτώσεις φθάνει ή και συμπεριλαμβάνει και τους πόδες των θινών, συνδράμοντας στην αποσταθεροποίηση τους, 2) στην αλλαγή της βλάστησης, λόγω της ανάδευσης και ανακατανομής του αμμώδους εδάφους, 3) στην περιβαλλοντική επιβάρυνση μέσω της χρήσης πλαστικών εδαφικών επικαλυμμάτων, πλαστικών σωλήνων ύδρευσης που συνήθως εγκαταλείπονται μετά την καλλιεργητική περίοδο και ιδιαίτερα των φυτοφαρμάκων, των λιπασμάτων κ.ά. 4) την υπεράντληση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, όπου πιθανόν να οδηγήσει μέσω της ανεξέλεγκτης υπεράντλησης του σε φαινόμενα υφαλμύρινσης. 82

84 Τέλος, στις περιοχές αυτές πέραν της γεωργικής δραστηριότητας εμφανίζονται και αγροικίες ή ακόμη και σποραδικές εξοχικές κατοικίες, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στις φωτογραφίες της εικόνας 5.3. Εικόνα 5.3: Φωτογραφίες που παρουσιάζουν την ανθρώπινη παρέμβαση στο πεδίο θινών με τη κατασκευή πολυτελών κατοικιών Οπισθοχώρηση λόγω κλιματικής αλλαγής (ανόδου Θαλάσσιας Στάθμης) Το πεδίο θινών και ιδιαίτερα το τμήμα προς την θάλασσα βρίσκεται υπό την απειλή της μακροχρόνιας διάβρωσης που προκαλείται από την επικείμενη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης και υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξης των 0,4 m (Bindoff et al., 2007) ή και ακόμη υψηλότερη >1m (π.χ. Pfeffer et.al., 2008). Η εκτίμηση της πιθανής μελλοντικής οπισθοχώρησης της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού Κόλπου αναφέρεται στις θέσεις Σπιάντζα (Βόρεια), Καϊάφα (Κεντρικός) και Βουνάκι (Νότια) και έγινε με βάση τα μοντέλα των (Bruun, 1962), Dean (1991) και Kriebel and Dean (1993), τα οποία προϋποθέτουν τη γνώση του ύψους και μήκους των προσερχόμενων κυμάτων στα βαθειά νερά, το ύψος των κυμάτων στη θραύση τους κοντά στην ακτογραμμή, το μέγιστο βάθος όπου τα κύματα μπορούν να θέσουν σε κίνηση τα ιζήματα του πυθμένα και το ύψος του πρώτου χερσαίου αναβαθμού. Τα αποτελέσματα για αναμενόμενη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης κατά 0,38 m (IPCC, 2007), 0,5 m και 1 m (Pfeffer et al., 2008) δίνονται ανά θέση στον Πίνακα 5.1 (Γκέκα, 2013). 83

85 Πίνακας 5.1 Εκτιμώμενη οπισθοχώρηση της ακτογραμμής με βάση τα διαφορετικά σενάρια ανόδου της θαλάσσιας στάθμης (SLR) και τις εξισώσεις υπολογισμού των Bruun (1962) (R1), Dean (1991) (R2) και Kriebel and Dean (1993) (R3) Θέση SLR R1 R2 R3 ΣΠΙΑΝΤΖΑ ΚΑΚΟΒΑΤΟΣ ΒΟΥΝΑΚΙ 0,38 15,6 17,0 16,7 0,5 26,1 27,1 23,8 1,0 41,1 42,7 44,3 0,38 17,5 19,4 21,7 0,5 23,0 24,9 27,5 1,0 46,16 47,9 52,8 0,38 16,5 18,4 18,2 0,5 21,7 23,4 25,4 1,0 43,4 46,2 49,8 Με βάση τα παραπάνω, η οπισθοχώρηση της ακτογραμμής για τρία πιθανά σενάρια ανόδου της θαλάσσιας στάθμης (0.38, 0.5 και 1.0 m) έως το 2100, προβλέπεται να κυμανθεί από 15,6 m έως 49,8 m ανάλογα με τη θέση και το ρυθμό ανύψωσης. Σημειώνεται δε ότι η οπισθοχώρηση στην περίπτωση του σεναρίου της μεγαλύτερης ανόδου (1 m) εκτιμάται ότι θα καταστρέψει την πρώτη σειρά θινών που βρίσκεται σε απόσταση έως και 70 m από την ακτογραμμή, προκαλώντας μια οπισθοχώρηση πλέον των 100 m, καθώς θα πλησιάσει στον πόδα της 2ης σειράς των θινών. Ειδικότερα για την δελταϊκή πεδιάδα του ποταμού Αλφειού, υπολογίζεται μια οπισθοχώρηση της ακτογραμμής άνω των 700 m, όπως προβλέπεται από τους Poulos et al. (2009b) για την περίπτωση ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά 0.5 και 1.0 m. Σημειώνεται ότι η οπισθοχώρηση της ακτογραμμής στην περίπτωση του Δέλτα του ποταμού Αλφειού οφείλεται κυρίως στη διάβρωση που συνοδεύει την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, και δευτερευόντως σε πλημμυρικές διαδικασίες. Η σημαντική απώλεια δελταϊκής γης θα προκαλέσει καταστροφή στην αγροτική οικονομία της περιοχής, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω από τη διαδικασία της υφαλμύρινσης των υπογείων υδάτων και, ειδικότερα, του υδροφόρου ορίζοντα (Alexopoulos et al., 2013) Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Προσδιορισμός ηλικίας σχηματισμού των επιμέρους σειρών του πεδίου θινών Ποσοτικοποίηση των αλλαγών κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οικονομικός απολογισμός της ανθρώπινης παρέμβασης. Συνεχής παρακολούθηση μεταβολών (εποχιακών) του πλάτους της παραλιακής ζώνης και των μεταβολών της 1 ης σειράς θινών. Μελέτη της αιολικής διάβρωσης 1 ης και 2 ης σειράς θινών, λόγω αλλαγής του ανεμολογικού καθεστώτος στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής 84

86 Ακριβέστερη εκτίμηση της οπισθοχώρησης της ακτογραμμής καταστροφής 1 ης σειράς θινών με τη χρήση δυναμικών υδροδυναμικών μοντέλων για τα διάφορα σενάρια ανύψωσης της θαλάσσιας στάθμης (από 20 cm μέχρι και >1 m, μέχρι το 2100). 85

87 6. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ ΧΛΩΡΙΔΑΣ 6.1 Μεθοδολογία Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας Οι κύριες πηγές δεδομένων για τους οικοτόπους σε επίπεδο περιοχών NATURA 2000 προέρχονται από τα αποτελέσματα τριών μελετών. Η χαρτογράφηση των οικοτόπων των περιοχών GR και GR (Σπανού 2001α και 2001β) βασίστηκε σε φυτοκοινωνιολογικές δειγματοληψίες (65 και 36 relevé, αντίστοιχα), χρησιμοποίησε αεροφωτογραφίες (μη ψηφιοποιημένες) και παρέχει λεπτομερή δεδομένα με την περιγραφή όλων των οικοτόπων και ψηφιοποιημένους χάρτες οικοτόπων σε κλίμακα 1: Λίγο αργότερα, εκπονήθηκε διαχειριστικό σχέδιο για την περιοχή της Κυπαρισσίας (Αρχέλων 2002). Τέλος, η ΕΠΜ (NERCO-Χλύκας και συν. 2011) παρέχει χαρτογράφηση βάσει δορυφορικής φωτογραφίας (ορθοφωτοχάρτες ΟΚΧΕ) σε κλίμακα 1:5000 για την περιοχή GR (συμπεριλαμβανομένων τμημάτων βόρεια και νότια των ορίων της NATURA) και για τμήμα της περιοχής GR (Νεοχώριο έως Ελαία). Τα συνοπτικά αποτελέσματα των παραπάνω πηγών ως προς τη χαρτογράφηση των οικοτόπων των περιοχών μελέτης, παρουσιάζονται στο Παράρτημα ΙΙ. Οι παραπάνω πηγές είναι αξιόπιστες και παρέχουν καλής ποιότητας πληροφορίες για τους οικοτόπους. Η μελέτη των μονάδων βλάστησης από την Σπανού (2001) είναι αναλυτική και επαρκής αλλά τα αποτελέσματα δεν απεικονίστηκαν ικανοποιητικά στους χάρτες. Οι χάρτες της ΕΠΜ (NERCO-Χλύκας και συν. 2011) είναι πιο πρόσφατοι και απεικονίζουν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια τους οικοτόπους της περιοχής (συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της φωτιάς του 2007), αλλά η αντιστοίχιση σε μονάδες βλάστησης είναι αδρή και δεν αποδίδει ικανοποιητικά την ποικιλότητα των αμμοθινικών και υγροτοπικών συστημάτων της περιοχής. Η χλωρίδα των περιοχών δεν έχει μελετηθεί επισταμένα. Ο πιο πλήρης χλωριδικός κατάλογος προέρχεται από την μελέτη της Σπανού (2001α και 2001β) με 249 taxa για την περιοχή GR και 119 taxa για την περιοχή GR Επιπλέον, οι Καρέτσος και Οικονόμου (2009) κατάρτισαν προκαταρκτικό κατάλογο της περιοχής του Καϊάφα με 363 taxa. Δεδομένα διασκορπισμένα σε διάφορες πηγές παρέχονται από τη βάση δεδομένων Chloris (Γεωργίου και Δεληπέτρου 2013) Εργασία πεδίου Πραγματοποιήθηκαν 3 επισκέψεις στο πεδίο: 01 02/04/2013, 01 05/08/2013 και 12 13/10/2013. Ως προπαρασκευή για την εργασία πεδίου, δημιουργήθηκαν αρχεία GIS με το σύνολο των διαθέσιμων χαρτογραφικών δεδομένων και με δορυφορική φωτογραφία των περιοχών και εντοπίστηκαν θέσεις προς διερεύνηση. Σε όλα τα οικοσυστήματα των περιοχών καταγράφηκαν παρατηρήσεις σχετικά με τη χλωριδική σύνθεση, τη δομή και την κατάσταση διατήρησης των οικοτόπων (με φωτογραφική μηχανή, ψηφιακή συσκευή καταγραφής φωνής και βιντεοκάμερα) και έγιναν συλλογές δειγμάτων φυτών. Οι 649 θέσεις παρατηρήσεων σημειώθηκαν με GPS (επισυναπτόμενο αρχείο kyp_poi1.shp) Αναγνώριση και Χαρτογράφηση Οικοτόπων Η αναγνώριση και αξιολόγηση των τύπων βλάστησης βασίστηκε στις παρατηρήσεις και τις δειγματοληψίες κατά την εργασία πεδίου, στα βιβλιογραφικά δεδομένα για τις περιοχές (όπως στη σχετική ενότητα) και στη συναφή βιβλιογραφία (κυρίως στα: Lavrentiades 1964, 1971 Géhu et al. 1989, 1989 Sýkora et al. 2003, Spanou et al. 2006, Karagianni et al. 2008, Rivas-Martínez et al. 2002, Mucina 1997, Böhling 2002). 86

88 Ειδικά για την αξιολόγηση των αμμοθινικών οικοσυστημάτων χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα Καραβάς (2005), Kazakis et al. (2010), Poulos et al. (2011) και για τους τυρφώνες τα Hájková (2004), Zeitz (2001) και Pihl (2001). Η μεθοδολογία για τον χαρακτηρισμό της αντιπροσωπευτικότητας και της κατάστασης διατήρησης των οικοτόπων ακολούθησε πρότυπα της ΕΕ (Παράρτημα ΙΙΙ). Η κωδικοποίηση και ομαδοποίηση των τύπων βλάστησης σε ευρύτερες οικολογικές μονάδες και η αντιστοίχιση τους σε 4ψήφιους κωδικούς τύπων οικοτόπων του Παρ. I της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και σε κωδικούς EUNIS έγινε σύμφωνα με τις πηγές: EUR27 (2007), European Environment Agency - European Nature Information System (EEA-EUNIS και Davies et al. (2004), λαμβάνοντας υπόψη και τα αποτελέσματα της αναγνώρισης και χαρτογράφησης των οικοτόπων των περιοχών NATURA στην Ελλάδα (Arianoutsou et al., 1996, BIOMAP 2001, Ντάφης και συν. 1999). Συνοπτικός κατάλογος των κωδικών που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV. Η χαρτογράφηση των οικοτόπων έγινε σε Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) με το λογισμικό Arc Info σε κλίμακα 1:1000. Ως υπόβαθρο χρησιμοποιήθηκαν δορυφορικές φωτογραφίες WorldView 2 (8 καναλιών, TotalView ) με ημερομηνία λήψης Για την περιοχή που κάηκε στην φωτιά του 2007 χρησιμοποιήθηκαν επιπλέον ασπρόμαυρες δορυφορικές φωτογραφίες PAN/MSI (European Space Imaging ) με ημερομηνίες 13/08/2007 και 03/11/2007 (πριν και μετά τη φωτιά). Για την ερμηνεία των πληροφοριών των ψηφιακών αρχείων GIS (επισυναπτόμενα αρχεία HAB233_5.shp και HAB255_5.shp) πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω: Ο Πίνακας ιδιοτήτων κάθε πολυγώνου χαρτογράφησης περιλαμβάνει τα εξής πεδία: EUNIS = κωδικός EUNIS (για όλα τα πολύγωνα). HB1 = 4ψήφιος κωδικός οικοτόπου του Παρ. Ι Οδηγία 92/43/ΕΟΚ (πρώτος τύπος οικοτόπου, για όσα πολύγωνα αντιστοιχούν σε κωδικό του Παρ. Ι). HB2 = 4ψήφιος κωδικός οικοτόπου του Παρ. Ι Οδηγία 92/43/ΕΟΚ (δεύτερος τύπος οικοτόπου, για όσα μικτά πολύγωνα αντιστοιχούν σε κωδικό του Παρ. Ι). Descr_EN= Περιγραφικός τίτλος της μονάδας βλάστησης του πολυγώνου. repr1, str1, cons1, status1 = Αξιολόγηση της αρτιότητας της χλωριδικής σύνθεσης, της αρτιότητας των δομών, των αρνητικών επιδράσεων και της κατάστασης διατήρησης, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ (Παράρτημα III) για τον πρώτο τύπο οικοτόπου (HB1) (για όσα πολύγωνα αντιστοιχούν σε κωδικό του Παρ. Ι). repr2, str2, cons2, status2 = Αξιολόγηση της αρτιότητας της χλωριδικής σύνθεσης, της αρτιότητας των δομών, των αρνητικών επιδράσεων και της κατάστασης διατήρησης, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ (Παράρτημα III) για τον δεύτερο τύπο οικοτόπου (HB2) (για όσα μικτά πολύγωνα αντιστοιχούν σε κωδικό του Παρ. Ι). cent 1, cent2 = Ποσοστό κάλυψης του πρώτου και του δεύτερου τύπου οικοτόπου στο πολύγωνο, αντίστοιχα. habdet = Σύντομη περιγραφή του οικοτόπου στο πολύγωνο notes = Παρατηρήσεις σχετικά με τον τύπο βλάστησης, την κωδικοποίησή του, την κατάσταση διατήρησης κλπ. check = Πεδίο αξιολόγησης της αναγνώρισης του τύπου οικοτόπου (check = απαιτείται επιβεβαίωση του τύπου οικοτόπου). Το πεδίο αυτό ήταν απαραίτητο, γιατί η σύντομη σχετικά εργασία πεδίου δεν επέτρεψε την επί τόπου παρατήρηση των οικοτόπων σε όλες της θέσεις των περιοχών και γιατί για ορισμένους τύπους βλάστησης απαιτείται εκτεταμένη μελέτη. Area_m2 = Έκταση του πολυγώνου, σε m 2. 87

89 Μικτά πολύγωνα. Τα πολύγωνα στα οποία εντοπίστηκαν 2 τύποι οικοτόπων οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να χαρτογραφηθούν ξεχωριστά, αντιστοιχίστηκαν σε δύο κωδικούς οικοτόπων με το σύμβολο «+», π.χ., τα πολύγωνα σε αμμοθίνες με συστάδες Juniperus phoenicea (B1.63, 2250*) και κατά τόπους ανοίγματα με ξηρά λιβάδια Malcolmietalia (B1.48, 2230) χαρακτηρίστηκαν ως: EUNIS = Β1.63+Β1.48, HB1 =2250 και HB1 = Μικτός τύπος οικοτόπου. Σε ορισμένα πολύγωνα ο τύπος βλάστησης δεν ήταν δυνατό να αντιστοιχιστεί σε ένα κωδικό EUNIS, είτε γιατί αποτελούν μεταβατικές ζώνες βλάστησης είτε γιατί ο τύπος βλάστησης δεν ήταν δυνατό να αντιστοιχιστεί σε μία γνωστή συνταξινομική μονάδα βλάστησης ή σε έναν από τους υπάρχοντες κωδικούς οικοτόπων. Τα πολύγωνα αυτά αντιστοιχίστηκαν σε δύο κωδικούς οικοτόπων με το σύμβολο «x», π.χ., τα πολύγωνα σε κοιλότητες μεταξύ αμμοθινών με υγρά λιβάδια (Β1.84, 2190) στα οποία συμμετείχαν σε σημαντικό ποσοστό είδη συνανθρωπικής βλάστησης (E1.6/E1.C) χαρακτηρίστηκαν ως ΗΒ1 = 2190 και EUNIS = B1.84xE1.6/E1.C. Πολύγωνα με εναλλακτική ερμηνεία. Στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υπήρχε αμφιβολία ως προς την αναγνώριση του τύπου οικοτόπου του πολυγώνου και δεν ήταν σκόπιμη η αντιστοίχιση σε ένα μόνο κωδικό, το πολύγωνο αντιστοιχίστηκε σε δύο κωδικούς οικοτόπων με το σύμβολο «/», π.χ., ορισμένα πολύγωνα σε σταθερές θίνες της περιοχής του Καϊάφα ενδέχεται να αντιστοιχούν είτε στον κωδικό 2220 (Β1.44) είτε στον κωδικό 2240 (Β1.49) και καθώς ο πρώτος κωδικός αντιστοιχεί σε τύπο οικοτόπου ο οποίος είναι σχετικά σπάνιος στην Ελλάδα, το πολύγωνο χαρακτηρίστηκε ως HB1 = 2220/2240 και EUNIS =B1.44/B1.49. Εικόνα 6.1. GR : Κυπαρισσία - βραχώδεις ακτές (σημείο kyp522), Καλό Νερό - αμμώδεις ακτές. Εργασία πεδίου. 88

90 6.2. Περιγραφή & Αξιολόγηση χερσαίων οικοτόπων Οικολογικό Τοπίο Οι περιοχές GR και GR εκτείνονται κατά μήκος του Κυπαρισσιακού κόλπου, περιλαμβάνοντας 40 km ακτογραμμής (με ενδιάμεσο διάστημα 1400 m) και διακρίνονται σε παράκτια και εσωτερικά οικοσυστήματα τα οποία συνδέονται με ποταμούς (Αλφειός, Νέδα, Άνιγρος, Περιστέρα) και ρέματα. Οι περιοχές χωρίστηκαν σε τομείς βάσει του οικολογικού τοπίου και του δήμου στον οποίο ανήκουν (Εικόνα 6.3, Παράρτημα V, αρχείο region1.shp). Οι οικότοποι των περιοχών ανά οικοσύστημα και ανά τομέα παρουσιάζονται στους Πίνακες 6.1 και 6.2. Σημειώνεται ότι και στις δύο περιοχές και ειδικά στο πολύπλοκο τοπίο της GR , η αξιολόγηση των οικοτόπων απαιτεί καλύτερη γνώση της διαβάθμισης των αβιοτικών συνθηκών και συσχέτισή τους με τις βιοκοινότητες. Το παράκτιο τμήμα της περιοχής GR περιλαμβάνει βραχώδεις και αμμώδεις ακτές στο νότιο άκρο του (Κυπαρισσία, Εικόνα 6.1) και αμμώδεις ακτές σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. Στην Κυπαρισσία και το Καλό Νερό οι αμμώδεις ακτές περιλαμβάνουν τοπογραφικές, ρηχές θίνες μικρού πλάτους όπου δημιουργούνται μερικές φορές υποτυπώδεις αμμοθίνες. Το κυρίως αμμοθινικό σύστημα αρχίζει στην περιοχή του Άνω Καλού Νερού με μία γραμμή υποτυπωδών θινών και οπισθοπαραλία, ενώ 2η γραμμή θινών αρχίζει να αναπτύσσεται στο Βουνάκι (Εικόνα 6.2). Από εδώ και βόρεια το αμμοθινικό οικοσύστημα περιλαμβάνει πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή αμμοθινική βλάστηση. Βόρεια από το Βουνάκι το αμμοθινικό οικοσύστημα συνεχίζει χωρίς διακοπή μέχρι το Λογγάκι-Θολό όπου υπάρχουν καλά αναπτυγμένα πεδία με δύο γραμμές θινών και το Νεοχώριο, όπου ενδεχομένως αναπτύσσεται και 3η γραμμή θινών. Στο Νεοχώριο το αμμοθινικό οικοσύστημα φτάνει στο μέγιστο πλάτος το οποίο είναι σήμερα 380 m, αλλά παλαιότερα πρέπει να έφτανε τα 480 m. Σε όλο το μήκος του τομέα Ελαία- Αγιαννάκης και τοπικά στους τομείς Λογγάκι-Θολό και Νεοχώριο, υπάρχουν αγροί μεταξύ 1ης και 2ης γραμμής θινών. Στην περιοχή των εκβολών της Νέδα, στο βόρειο άκρο της Ελαίας και στο Γιαννιτσοχώρι, το πεδίο θινών στενεύει και υποβαθμίζεται σε υποτυπώδεις θίνες μικρού πλάτους. Εικόνα 6.2. GR : Βουνάκι (σημείο kyp77). 89

91 Εικόνα 6.3α. Τομείς της περιοχής GR

92 Εικόνα 6.3β. Τομείς της περιοχής GR Το εσωτερικό τμήμα της περιοχής GR περιλαμβάνει χαμηλούς έως δενδρώδεις θαμνώνες στην Κυπαρισσία και το Καλό Νερό και δενδρώδεις θαμνώνες και πευκοδάσος στη λοφώδη περιοχή από το Βουνάκι έως τον Αγιαννάκη. Κατά μήκος των ποταμών και των ρεμάτων αναπτύσσεται υγροτοπικό οικοσύστημα με παρυδάτια βλάστηση καλαμώνων, θαμνώνων ή και δασών. Σε όλο το υπόλοιπο εσωτερικό τμήμα εκτείνονται αγροί και οικισμοί, που πολλές φορές καταλαμβάνουν το οπισθοθινικό τμήμα ή την υπήνεμη πλευρά της 1ης ή της 2ης γραμμής θινών. Το οικολογικό τοπίο της περιοχής GR είναι πολύπλοκο και έχει διαμορφωθεί από την εξέλιξη και τις αλληλεπιδράσεις των συστημάτων της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα, της λίμνης της Αγουλινίτσας, των υδάτινων σωμάτων που εκβάλλουν στην περιοχή, και του ορεινού όγκου του Λαπίθα (Εικόνα 6.3). Το παράκτιο τμήμα της περιοχής περιλαμβάνει συνεχόμενα αμμοθινικά οικοσυστήματα με δύο έως και έξη γραμμές θινών, πλάτους m και μέχρι και 1500 m και καταλήγει στο σύστημα της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα. Το εσωτερικό τμήμα περιλαμβάνει μέρος του όρους Λαπίθα με οικοσυστήματα θαμνώνων, δασών και εσωτερικών βράχων τα οποία διακόπτονται τοπικά από καλλιέργειες, κυρίως ελαιώνες. Δύο μεγάλα υγροτοπικά οικοσυστήματα συνδέουν το παράκτιο με το εσωτερικό τμήμα. Το υγροτοπικό οικοσύστημα της περιοχής του Καϊάφα δημιουργείται από τα γλυκά νερά των ρεμάτων ανατολικά της λιμνοθάλασσας και της βροχής και περιλαμβάνει κυρίως αγρούς κατακλυζόμενους με γλυκό νερό με βλάστηση υγρών λιβαδιών, καλαμώνων και υπολείμματα παρόχθιων δασών. Το υγροτοπικό οικοσύστημα της Αγουλινίτσας, στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης και στην ενδιάμεση περιοχή μεταξύ Καϊάφα και Αγουλινίτσας, περιλαμβάνει καλαμώνες και τυρφώνες και στην πραγματικότητα συνεχίζεται στον τομέα του αγροτικού οικοσυστήματος που περιλαμβάνει κυρίως κατακλυζόμενους αγρούς και μικρά τμήματα υγροτόπων γλυκού έως αλμυρού νερού. Στον τομέα του Κακόβατου (1) σχηματίζονται δύο έως τρείς γραμμές θινών μέγιστου ύψους έως 6 m σε ύψος με πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή βλάστηση που κατά θέσεις διακόπτεται από καλλιέργειες και οικισμούς. Στην περιοχή της Ζαχάρως (1) έχουν μείνει μόνο υπολείμματα του αμμοθινικού συστήματος. Το εσωτερικό τμήμα (2) και των δύο τομέων καταλαμβάνεται από καλλιέργειες και οικισμούς που διακόπτονται μόνο από το υγροτοπικό οικοσύστημα της παρυδάτιας βλάστησης του Άνιγρου ποταμού (Ζαχαραίικο ρέμα ή ποταμός του Μπισχινόκαμπου). Στην περιοχή του Καϊάφα (Εικόνα 6.4, το πρώτο τμήμα του αμμοθινικού συστήματος (Αμμοθινικό 1) περιλαμβάνει πρωτογενή (κινούμενες θίνες), δευτερογενή (σταθερές θίνες με αραιούς θαμνώνες) και τριτογενή βλάστηση (δάσος πεύκου και κουκουναριάς) που αναπτύσσεται από την 1η έως και πίσω από τη 2η, γενικά μεγάλου ύψους, γραμμή θινών. Πίσω από αυτό (Αμμοθινικό 2) αναπτύσσεται η 3η ή και 4η γραμμή θινών με 91

93 δάσος πεύκου και κουκουναριάς και ενδιάμεσα υγρές κοιλότητες, κυρίως με καλαμώνες. Το τρίτο τμήμα (Αμμοθινικό 3), στα όρια μεταξύ του συστήματος του Καϊάφα και της Αγουλινίτσας, περιλαμβάνει δάσος πεύκου και κουκουναριάς και υγρές κοιλότητες με καλαμώνες ή και τυρφώνες. Μετά τη διευθέτηση των οχθών και την εκβάθυνση της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα τη δεκαετία του 1980, αποκαλύφθηκε τμήμα του αμμώδους πυθμένα (Αμμοθινικό 4). Εκεί αναπτύσσεται κυρίως υγροτοπική βλάστηση καλαμοειδών και βούρλων αλλά και τυπική αμμόφιλη βλάστηση γκρίζων θινών. Το σύστημα αυτό δεν είναι τυπικά παράκτιο αμμοθινικό (παρόλο που σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές μπορεί να ήταν και οι οικότοποι κωδικοποιήθηκαν ως παράκτιοι αμμοθινικοί) και είναι διακριτό από τα πρώτα 3 τμήματα. Στην περιοχή της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 1), το αμμοθινικό οικοσύστημα είναι ανάλογο με εκείνο του Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) αλλά με φαρδύτερο, ειδικά προς το βόρειο τμήμα, πεδίο πρωτογενών θινών. Πίσω από τη 2η γραμμή θινών (Αμμοθινικό 2), αναπτύσσονται δάση πεύκου και κουκουναριάς στις επάλληλες σειρές θινών και μεταξύ τους υγρές κοιλότητες με λιμνία, υγρά λιβάδια, καλαμώνες, λόχμες με αλμυρίκια, αλοφυτικά οικοσυστήματα (στο δυτικό τμήμα) και τυρφώνες (στο ανατολικό άκρο). Μεγάλο τμήμα της περιοχής αυτής χαρακτηρίζεται από ξηρά ή υγρά βοσκόμενα λιβάδια, ενίοτε στον υπόροφο ή σε ανοίγματα του πευκοδάσους. Στο βόρειο άκρο (Αμμοθινικό 3), το αμμοθινικό οικοσύστημα είναι στενότερο, η ζώνη των πρωτογενών, κινούμενων θινών φαρδιά μέχρι την υπήνεμη πλευρά της πολύ ψηλής 1ης θίνας. Μεταξύ 1ης και 2ης γραμμής θινών υπάρχουν εκτεταμένες υγρές κοιλότητες με βοσκόμενα λιβάδια. Η 2η γραμμή θινών είναι μικρού ύψους και καταλαμβάνεται από πευκοδάσος και πιο πίσω, επαναλαμβάνονται οι υγρές κοιλότητες και εμφανίζονται πάλι αλοφυτικά οικοσυστήματα. Σε όλη την περιοχή του αμμοθινικού συστήματος της Αγουλινίτσας υπάρχουν κατά τόπους κτίσματα, κατοικήσιμα ή γκρεμισμένα, και αγροτικές εγκαταστάσεις, κυρίως κτηνοτροφικές. Εικόνα 6.4. GR : Περιοχή Καϊάφα. 92

94 Πίνακας 6.1. Οικότοποι ανά τομέα στην περιοχή GR Τύπος Οικοτόπου Κωδικός EUNIS Κωδικός Παρ. Έκτα Αγουλινίτσα Καϊάφας Λάπι Ζαχάρω Κακόβατος Ι 92/43 ση Αμμοθινικό Αγροί Υγροτο Αμμοθινικό Υγροτο θας (ha) πικό πικό Αμμοθινικό Οικοσύστημα Γυμνές αμμώδεις ακτές B1.1+B Εμβρυακές κινούμενες θίνες B1.31, B1.31xG Κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) B1.32, B1.31xB Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών B1.81, B1.82xB1.84, B1.83, B1.84, B1.84xE1.6/E1.C, B1.85, Β1.85+Β1.86, B1.85xH5.6, B1.49xB1.85 Ευτροφικά λιμνία με επιπλέουσα βλάστηση σε υγρές κοιλότητες B1.81xC x μεταξύ των θινών Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών με μεσογειακούς υγρούς B1.84xE x λειμώνες Μεσογειακές σταθερές γκρίζες θίνες με Crucianetallia B1.44xB1.43, B1.44xB1.43xB Σταθερές γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina B1.44, B1.44xH Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των Malcolmietalia B Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των Brachypodietalia B Γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina ή με ξηρά λιβάδια μονοετών B1.44/B / ειδών των Brachypodietalia Λόχμες των αμμοθινών με αρκεύθους (Juniperus spp.) B * Θίνες με μικτές λόχμες αρκεύθων και πεύκων B1.63xB *x2270* Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων B Θίνες με δάση από Pinus (Pinus pinea, Pinus halepensis) B1.71, B1.71xG5.3, B1.71xH5.6, 2270* B1.71xF Θίνες με αναγέννηση της Pinus (καμένα δάση) B1.71xG *_G Φτεριάδες και φτεριάδες με αναγέννηση της Pinus (καμένα δάση) E5.3, E5.3xG Καμένες δασικές εκτάσεις με ελάχιστη ή καθόλου βλάστηση H Υγροτοπικές λόχμες (Neriο-Tamaricetea) B1.86xF9.31, B1.86xF D Άλλες μονάδες βλάστησης των αμμοθινών B1, B1.24, B1.24+J2.51, C3.66, G5.6xH5.6, B1.4xE1.6/E1.C Μονοπάτια B1xH Αμμοληψίες H Αλοφυτικό Οικοσύστημα Υφυδατικές μακροφυτικές κοινότητες εσωτερικών αλμυρών και C * (1) υφάλμυρων υδάτων Μονοετής βλάστηση με Salicornia (πρόσκοπη βλάστηση αλιπέδων) A Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) A Μεσογειακές αλόφιλες λόχμες (Arthrocnemetalia fructicosae) A Αλμυρές υγροτοπικές λόχμες με Tamarix F D Βραχώδεις ακτές με βλάστηση Αγγειοσπέρμων B Θαλάσσιο Οικοσύστημα: Δέλτα ποταμών X

95 Τύπος Οικοτόπου Κωδικός EUNIS Κωδικός Παρ. Έκτα Αγουλινίτσα Καϊάφας Λάπι Ζαχάρω Κακόβατος Ι 92/43 ση Αμμοθινικό Αγροί Υγροτο Αμμοθινικό Υγροτο θας (ha) πικό πικό Υγροτοπικό Οικοσύστημα Λιμνοθάλασσα (υφάλμυρη) X3 1150* (1) (2)..... Μεσογειακοί υγροί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων E Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus D * (1) Αλκαλικά έλη D4.1, D4.1xG Δάση-στοές/συστάδες με Salix G A Θερμο-Μεσογειακές παραποτάμιες στοές και λόχμες (Nerio- F9.31, F9.3133, F9.31xC3.2, 92D Tamaricetea) F9.31xC3.21 Ρέοντα υδάτινα σώματα C2.17, C2.3/C2.4, C Παρόχθιοι καλαμώνες και άλλες παρυδάτιες ποώδεις κοινότητες C3.21, C3.21/C3.24, C Καλαμώνες και Κοινότητες βούρλων (όχι παρόχθιοι) D5.1, D5.1+G5.3, D Άλλες μονάδες βλάστησης C Θαμνώνες και Δάση Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea F Δενδρώδεις θαμνώνες και υψηλά μακί (Pistacio -Rhamnetalia) F5.1, F Θερμο-Μεσογειακοί χαμηλοί θαμνώνες και γκαρίγκ F5.5, F6.2, F6.2+H Θερμο-Μεσογειακοί χαμηλοί θαμνώνες και γκαρίγκ με αναγέννηση F5.5xG5.63, F6.2xG Pinus (καμένες εκτάσεις) Άλλοι θαμνώνες FA, F, E5.11xFA Μεσογειακά ξηρά λιβάδια E1.33, F6.2xE * Άλλα ξηρά λιβάδια E1, F6.2xE Μεσογειακά πευκοδάση με Pinus halepensis G4.E Αναγέννηση της Pinus halepensis (καμένα δάση) G4.ExG _G Καμένες δασικές εκτάσεις με ελάχιστη ή καθόλου βλάστηση H Βράχοι: Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση H Συνανθρωπικά Λιβάδια E1.6/E1.C, E1.6xE5.11, E Αγρο-Οικοσύστημα - Δομημένο Περιβάλλον Δενδροστοιχίες και Μικρές ανθρωπογενείς δασικές συστάδες G5.1, G5.3, G5.3+E1.6, G Αγροί (μη εκτατικές καλλιέργειες), Ελαιώνες, Οπωρώνες G2.9, G2.91, I1.3, I1.3/I1.53, I Γυμνοί οργωμένοι, χέρσοι ή πρόσφατα εγκαταλειμμένοι αγροί I1.5, I1.53, I1.55, I1.5xG Αγροί με συστάδες Pinus (αμμοθινικό οικοσύστημα) B1.71xI *_I Αγροί με κοινότητα Euphorbia terracina (αμμοθινικό οικοσύστημα) G2.91xB _G Μεσογειακοί υγροί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων σε E3.1xI1.4, E3.1xE1.CxI _I κατακλυζόμενους/βοσκόμενους αγρούς Καλαμώνες-υγρά λιβάδια σε κατακλυζόμενους/βοσκόμενους αγρούς D5.1xI1.4, E3xI Αγροί+Δομημένο περιβάλλον J1.2/J2.1/J2.4 + G2.9/I1.3/I Διαταραγμένες θέσεις-μονοπάτια H5.6, H Κατοικίες και διάφορες υποδομές J1, J2, J3, J4., J5, J Αρχαιολογικός χώρος X21xF (1) Η παρουσία του τύπου οικοτόπου απαιτεί επιβεβαίωση (2) Ο οικότοπος καταλαμβάνει όλο τον τομέα Καϊάφας-Υγροτοπικό-Λίμνη 94

96 Πίνακας 6.2. Οικότοποι ανά τομέα στην περιοχή GR Τύπος Οικοτόπου Κωδικός EUNIS Κωδικός Παρ. Ι 92/43 Έκτα ση (ha) Νεο χώρι ον Λογ γάκι Θολό Γιαν νιτσο χώρι Ελαία Αγιαν νάκης Βου νάκι Άνω Καλό Καλό Νερό Νερό Αμμοθινικό Οικοσύστημα Γυμνές αμμώδεις ακτές B1.1+B Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας B1.131, B και αμπώτιδας Εμβρυακές κινούμενες θίνες B Κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria (λευκές B θίνες) Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών B1.82, B Μεσογειακές σταθερές γκρίζες θίνες με B1.44xB Crucianetallia Σταθερές γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina B Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των B Brachypodietalia Λόχμες των αμμοθινών με αρκεύθους (Juniperus B spp.) Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων B Θίνες με δάση από Pinus (P. pinea, P. halepensis) B1.71, B1.71xH5.6 Θίνες με αναγέννηση της Pinus (καμένα δάση) B1.71xG _G Υγροτοπικές λόχμες (Neriο-Tamaricetea) B1.86xF9.31, 92D B1.86xF Άλλες μονάδες βλάστησης των αμμοθινών B1.24, B1.25, B1.4xE1.6/E1.C Μονοπάτια B1xH Βραχώδεις Ακτές Βραχώδεις ακτές γυμνές από βλάστηση B Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη B Μεσόγειο Θαλάσσιο Οικοσύστημα: Δέλτα ποταμών X Υγροτοπικό Οικοσύστημα Δάση ανατολικής πλάτανου (Platanion orientalis) G C Θερμο-Μεσογειακές παραποτάμιες στοές και λόχμες F9.31, F9.3133, 92D (Nerio-Tamaricetea) F9.31xC3.21 Ρέοντα υδάτινα σώματα C2.3, C2.4,C Παρόχθιοι καλαμώνες C Υγρά λιβάδια E Θαμνώνες και Δάση Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea F Δενδρώδεις θαμνώνες και υψηλά μακί (Pistacio- F5.1, F5.2, Rhamnetalia) F5.11, F5.12 Καμένος θαμνώνας με αναγέννηση H5.52xG Θερμο-Μεσογειακοί χαμηλοί θαμνώνες και γκαρίγκ F5.514, F5.514xE1.6, F5.514xF5.51A, F5.5174, F Άλλοι θαμνώνες FA, FA.1, FA Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκου G4.E (Pinus halepensis) Αναγέννηση της Pinus halepensis (καμένα δάση) G4.ExG _G Αγρο-Οικοσύστημα και Δομημένο περιβάλλον Δενδροστοιχίες G Αναγέννηση/αναβλάστηση Acacia saligna G5.3xG Ελαιώνες και Οπωρώνες G Αγροί (μη εκτατικές καλλιέργειες) I1.3, I1.3/I1.51, I1.3/I1.53 Γυμνοί οργωμένοι, χέρσοι ή πρόσφατα I1.5, I1.51, εγκαταλειμμένοι αγροί I1.53,H5.32xI1.5 Αγροί με συστάδες Juniperus (αμμοθινικό οικοσύστημα) B1.63xI _I Αγροί με συστάδες Pinus (αμμοθινικό οικοσύστημα) B1.71xI _I J2.1 + I1.3/I Συστάδες Pinus σε θέση με αραιή δόμηση B1.71xJ _J (αμμοθινικό οικοσύστημα) Διαταραγμένες θέσεις-μονοπάτια H5.6, H Κατοικίες και διάφορες υποδομές J2, J Κυπ αρισ σία 95

97 Οικοσυστήματα Αμμωδών Ακτών Τα αμμοθινικά οικοσυστήματα είναι δυναμικά συστήματα των οποίων η μορφή, η δομή και η εξέλιξη εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση γεωμορφολογικών παραγόντων (τοπογραφία ακτής, αιολική διάβρωση και εναπόθεση, δράση κυμάτων, βροχόπτωση, υδρολογία) και βλάστησης. Σε ένα παράκτιο αμμοθινικό σύστημα, από τη θάλασσα προς το εσωτερικό σχηματίζονται σειρές θινών (τυπική κατατομή αμμώδους παραλίας φαίνεται στην Εικόνα 6.5) οι οποίες χαρακτηρίζονται από ζώνες βλάστησης που αναπτύσσονται παράλληλα με την ακτογραμμή (Εικόνες 6.6, 6.8). Από άποψη γεωμορφολογίας, η πρώτη γραμμή θινών από την θάλασσα αντιστοιχεί στις νεώτερες θίνες και οι επόμενες γραμμές σε παλαιότερες. Εικόνα 6.5. Τυπική κατατομή αμμώδους παραλίας. Τα αμμοθινικά οικοσυστήματα των περιοχών μελέτης συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον εκτεταμένων, και από πλευράς μήκους και από πλευράς πλάτους, συνεχόμενων συστημάτων στην Ελλάδα. Ως επακόλουθο, διαθέτουν ποικιλία φυτοκοινοτήτων και ειδών. Η μεγάλη έκτασή τους παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της συνολικά καλής κατάστασής τους, καθώς τα συστήματα παρουσιάζουν ανθεκτικότητα και αναταξιμότητα στις τοπικές υποβαθμίσεις λόγω ανθρωπογενών πιέσεων. Η κατάσταση διατήρησης των οικοτόπων των αμμοθινικών οικοσυστημάτων των περιοχών μελέτης παρουσιάζεται στους Πίνακες 6.3 και 6.4. Εικόνα 6.6. GR : Κακόβατος (σημείο kyp1100), ζώνη δευτερογενούς αμμοθινικής βλάστησης με τρεις σειρές οικοτόπων και ενδιάμεσους αγρούς. 96

98 Οι μονοετείς κοινότητες που αναπτύσσονται στο ανώτερο τμήμα της ζώνης μεταξύ πλημμυρίδας και αμπώτιδας (στη ζώνη κυματισμού) και στην υπερπαραλιακή ζώνη σε αμμώδεις (B1.131) ή χαλικώδεις και κροκαλώδεις ακτές (B2.1) αντιστοιχούν στον οικότοπο Συνιστούν την πρώτη, τυπικά με πολύ αραιή φυτοκάλυψη, ζώνη βλάστησης των παραλιών. Χαρακτηρίζονται από αλονιτρόφιλα ή τουλάχιστον ανθεκτικά στο αλάτι, τυχοδιωκτικά (ή διαταραχόφιλα) είδη και από συνταξινομική άποψη εντάσσονται στην κλάση Cakiletea maritimae Tx. et Preising ex Br.-Bl. et Tx Στις περιοχές μελέτης, η εμφάνιση του οικοτόπου είναι πολύ περιορισμένη λόγω του φαινομένου των ρυθμικών ημισεληνοειδών σχηματισμών (storm cusps) του οποίου οι επιδράσεις φτάνουν έως τη γραμμή του χειμερίου κύματος. Κατά το φαινόμενο αυτό, αναδιατάσσεται διαρκώς η άμμος στην παραλιακή και υπερπαραλιακή ζώνη και δεν είναι δυνατή η δημιουργία θινών και η επιβίωση των φυτών. Μικρές σε έκταση κοινότητες του οικοτόπου με χαρακτηριστικά είδη τα Salsola kali, Cakile maritima, Euphorbia peplis, Matthiola tricuspidata καταγράφηκαν στο νότιο τμήμα της περιοχής GR , στην Κυπαρισσία και το Καλό Νερό (Εικόνα 6.7) και εκατέρωθεν των εκβολών της Νέδα. Η αντιπροσωπευτικότητα του οικοτόπου είναι ικανοποιητική έως μέτρια και η κατάσταση διατήρησης ανάλογη, κυρίως λόγω των αβιοτικών συνθηκών, αλλά και λόγω της κατασκευής δρόμων (Κυπαρισσία). Το ποδοπάτημα κατά τους θερινούς μήνες δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τον οικότοπο, καθώς εκείνη την περίοδο τα είδη του είναι ως επί το πλείστον αποξηραμένα και σε καρποφορία. Εικόνα 6.7. GR : Καλό Νερό (σημείο kyp112), αλονιτρόφιλη κοινότητα με Salsola kali και θαμνώνας Pistacia lentiscus (F5.514) Οι εμβρυακές κινούμενες θίνες (Εικόνες 6.8, 6.9) συνιστούν το πρώτο στάδιο ανάπτυξης των αμμοθινών στην ζώνη πρωτογενούς βλάστησης και αντιστοιχούν στον οικότοπο 2110 (Β1.31). Πρόκειται για τοπικές ανυψώσεις της άμμου που εναποτίθεται γύρω από συγκεκριμένα αμμόφιλα είδη, τους «σταθεροποιητές» των αμμοθινών, όπως η Elytrigia juncea. Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην τάξη Ammophiletalia Br.-Bl. 1933, συνήθως στην ένωση Agropyrion juncei Pignatti Οι εμβρυακές θίνες αναπτύσσονται σε όλους τους παράκτιους τομείς των περιοχών μελέτης. Τα πλέον συχνά και συνήθως κυρίαρχα χαρακτηριστικά είδη είναι τα Elytrigia juncea, Echinophora spinosa, Cyperus mucronatus, Centaurea sonchifolia και Pancratium maritimum. Τοπικά εμφανίζονται ή και κυριαρχούν τα 97

99 Achillea maritima, Euphorbia paralias, Medicago marina, Eryngium maritimum, Sporobolus pungens (συνήθως σε θέσεις με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ιλύ). Στον οικότοπο των εμβρυακών θινών εντάχθηκαν, λόγω της απουσίας της Ammophila arenaria, και οι κοινότητες με Centaurea sonchifolia, Verbascum sinuatum και Echium arenarium που αναπτύσσονται στην υπήνεμη πλευρά της υψηλής 2ης θίνας, σε χαλαρή άμμο στην περιοχή της Αγουλινίτσας, παρόλο που από άποψη θέσης και σταθεροποίησης της άμμου αντιστοιχούν καλύτερα στον οικότοπο Εικόνα 6.8. GR : Βουνάκι (σημείο kyp145), ζώνη πρωτογενούς (2110), δευτερογενούς (2260) και τριτογενούς (2270) αμμοθινικής βλάστησης. Η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι άριστη έως καλή στις περισσότερες θέσεις και των δύο περιοχών, ιδιαίτερα στους τομείς Καϊάφας (Αμμοθινικό 1) και Λογγάκι-Θολό, και σε μεγάλο τμήμα των τομέων Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 1), Νεοχώριο και Ελαία-Αγιαννάκης. Εν γένει, οι ανθρωπογενείς πιέσεις δεν εντοπίζονται συνήθως στη ζώνη των εμβρυακών θινών οι οποίες διατηρούνται ακόμα και όταν οι υπόλοιπες ζώνες προς το εσωτερικό έχουν υποστεί σημαντική υποβάθμιση. Η κατάσταση διατήρησης είναι μέτρια ή υποβαθμισμένη κυρίως στις περιοχές της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 1 και 2) όπου ο οικότοπος έχει υποστεί εκτεταμένη κατάτμηση λόγω των κατασκευών (σπίτια, ερείπια και βάσεις σπιτιών, παράγκες) και των φυτεύσεων θάμνων και δένδρων και στη Ζαχάρω όπου οι οικισμοί καλύπτουν τη ζώνη της πρωτογενούς βλάστησης. Τοπικά, ο οικότοπος έχει υποστεί κατάτμηση σε θέσεις σε όλους τους τομείς από μονοπάτια ή δρόμους ή περιφράξεις κατοικιών ή εγκαταστάσεις αναψυχής και έργα διαμόρφωσης της παραλίας. Τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί η θέση στη Ζαχάρω όπου στη ζώνη του οικοτόπου φυτεύθηκαν Nerium oleander (πικροδάφνη) και Acacia saligna (κυανόφυλλη ακακία), η οποία αναγεννάται στην άμμο (B1.31xG5.63). Παρόμοια εισβολή επιγενών ειδών, των Carpobrotus edulis (μπούζι) και Agave americana (αθάνατος), παρατηρήθηκε στις διαμορφωμένες παραλίες του Κακόβατου, του Γιαννιτσοχωρίου και του Θολού όπου έχουν γίνει φυτεύσεις άσχετων με το αμμοθινικό σύστημα δένδρων όπως τα Tamarix (αρμυρίκι), Phoenix dactylifera (φοίνικας) και Musa (μπανανιά). Τέλος, σημαντική υποβάθμιση λόγω της συμπίεσης της άμμου και της καταστροφής των αμμόφιλων ειδών προκαλείται και από τα μονοπάτια στην άμμο (Β1xΗ5.61) που δημιουργούνται από την κυκλοφορία τροχοφόρων. 98

100 Οι λευκές κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria, που συνήθως σχηματίζονται πίσω από τις εμβρυακές θίνες (Εικόνα 6.9), αποτελούν το άριστο στάδιο ανάπτυξης των αμμοθινών στην ζώνη πρωτογενούς βλάστησης και αντιστοιχούν στον οικότοπο 2120 (Β1.32). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην τάξη Ammophiletalia Br.-Bl. 1933, συνήθως στην ένωση Ammophilion arundinaceae Br.-Bl Στις περιοχές μελέτης, οι λευκές θίνες αναπτύσσονται στα μεγάλου πλάτους πεδία, στους τομείς του Νεοχωρίου, του Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) και της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 1, 3). Η Ammophila arenaria έχει σποραδική έως άφθονη παρουσία και σε ορισμένες θέσεις, όπως στο Νεοχώριο, σχηματίζει την πρόσθια θίνα, χωρίς να προηγούνται οι εμβρυακές θίνες. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά είδη των κοινοτήτων περιλαμβάνουν εκείνα του οικοτόπου 2110 και επιπλέον είναι συχνή η παρουσία ειδών όπως τα Pseudorlaya pumila, Cutandia maritima, Verbascum sinuatum, Echium arenarium. Στον οικότοπο 2120 εντάχθηκαν και οι περιοχές με κινούμενη άμμο σε ψηλές θίνες πίσω από την πρόσθια θίνα με άφθονη συμμετοχή των ειδών Cyperus capitatus, Pancratium maritimum, Echinophora spinosa αλλά πολύ σποραδική ή καθόλου συμμετοχή της Ammophila arenaria (2110x2120, B1.31xB1.32). Η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι άριστη έως καλή στην πλειοψηφία των θέσεων όπου απαντά. Μέτρια ή υποβαθμισμένη κατάσταση διατήρησης παρατηρήθηκε στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 3), όπου τμήμα του οικοτόπου έχει υποστεί κατάτμηση λόγω των κατασκευών (βλ. οικότοπος 2110) ή έχει περιφραχθεί. Επίσης, σε λίγες θέσεις παρατηρείται τοπική υποβάθμιση κυρίως λόγω των δρόμων και των μονοπατιών στην άμμο. Εικόνα 6.9. GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 1 (σημείο kyp38), ζώνη πρωτογενούς (2110, 2120) βλάστησης και δευτερογενούς έως τριτογενούς (2270) αμμοθινικής βλάστησης Οι εκτάσεις με σταθερές, γκρίζες (λόγω της συσσώρευσης χούμου) θίνες με χαμαιφυτική και ημικρυπτοφυτική βλάστηση, αναπτύσσονται κυρίως στη ζώνη δευτερογενούς βλάστησης, συνήθως πίσω από τις κοινότητες της Ammophila arenaria, αλλά μπορεί να φτάσουν στο εσωτερικό, εκατοντάδες μέτρα από την ακτή, σε ανοίγματα των πυκνών δασών και θαμνώνων της τριτουγενούς ζώνης βλάστησης. Αντιστοιχούν στον οικότοπο 2210, όταν οι κοινότητες εντάσσονται στην ένωση Crucianellion maritimae Rivas Goday et Rivas-Martinez 1958, και στον οικότοπο 2220, όταν οι κοινότητες χαρακτηρίζονται από τη συμμετοχή του είδους Euphorbia terracina ή γενικά εντάσσονται στις κοινωνίες Euphorbio-Silenetum 99

101 nicaeensis Lavrentiades 1964 ή Ephedro distachyae-silenetum subconicae Oberd της ένωσης Crucianellion maritimae. Ως προς την περιγραφή των τύπων οικοτόπων στην Ελλάδα, υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ κωδικού EUNIS και 4ψήφιου κωδικού. Η τυπική περιγραφή του οικοτόπου 2210 (θίνες της Crucianellion maritimae) περιλαμβάνει τις κοινότητες της ένωσης Crucianellion maritimae Rivas Goday et Rivas-Martinez 1958 της δυτικής και κεντρικής Μεσογείου, της Αδριατικής και του Ιονίου και αντιστοιχεί κατά την EEA-EUNIS στον κωδικό EUNIS Β1.43 ο οποίος όμως αφ' ενός δεν περιλαμβάνει τις κοινότητες της Αδριατικής και του Ιονίου και αφετέρου περιλαμβάνει και την ένωση Ononidion ramosissimae. Η τυπική περιγραφή του οικοτόπου 2220 (θίνες με Euphorbia terracina) περιλαμβάνει κοινότητες της ένωσης Crucianellion maritimae του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και αντιστοιχεί κατά την EEA-EUNIS στον κωδικό EUNIS Β1.44 ο οποίος όμως αφ' ενός περιλαμβάνει και τις κοινότητες της Αδριατικής και του Ιονίου και αφετέρου περιλαμβάνει και τις ενώσεις Ammophilion arenariae και Medicagini marinae-triplachnion nitentis Mayer α. Στις περιοχές μελέτης εντάχθηκαν στον κωδικό 2210 (B1.44xB1.43) όλες οι χαμαιφυτικές κοινότητες που αναπτύσσονται σε σταθερές θίνες με χαρακτηριστική συσσώρευση επιφανειακού στρώματος χούμου, εκτός από εκείνες που χαρακτηρίζονται από τη συμμετοχή της Euphorbia terracina. Ο πιο συχνός τύπος φυτοκοινοτήτων χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή του θάμνου Coridothymus capitatus πολυετών ημικρυπτόφυτων, όπως τα Echium angustifolium, Verbascum sinuatum, Chlondrila juncea, Sanguisorba minor μονοετών ειδών ξηρών λιβαδιών, όπως των Rumex bucephalophorus, Lotus cytisoides, Hedypnois cretica, Silene colorata και αμμόφιλων ειδών, ιδιαίτερα των Cyperus capitatus, Pancratium maritimum, Centaurea sonchifolia, Pseudorlaya pumilla. Οι κοινότητες αυτές εντοπίστηκαν στην περιοχή GR στους τομείς Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 1, 2), Καϊάφας (Αμμοθινικό 1), Κακόβατος (1), Ζαχάρω και στην περιοχή GR στους τομείς Λογγάκι-Θολό και Νεοχώριον (Εικόνα 6.10). Η Σπανού (2001) κατέταξε τις κοινότητες του οικοτόπου 2210 με Coridothymus της περιοχής GR στην κοινωνία Lotto commutati-coridothymetum capitati της ένωσης Crucianellion maritimae. Στις περισσότερες θέσεις ο οικότοπος 2210 εντοπίζεται σε προστατευμένες θέσεις πίσω από την πρόσθια θίνα ή πίσω από τη 2η θίνα. Στις ψηλές, μεγάλες θίνες του Καϊάφα παρατηρείται μεταβατική ζώνη μεταξύ λευκών θινών και σταθερών γκρίζων θινών (B1.44xB1.43xB1.32). 100

102 Εικόνα GR : Νεοχώριο (σημείο kyp491), δευτερογενής ζώνη βλάστησης με γκρίζες θίνες (2210) σποραδικούς θάμνους Juniperus (2250) και τριτογενής ζώνη βλάστησης με πευκοδάσος (2270). Ιδιαίτερες κοινότητες του οικοτόπου 2210 εντοπίστηκαν στην περιοχή GR Η κοινότητα που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή του ημικρυπτόφυτου Scabiosa argentea εντοπίστηκε στους τομείς Λογγάκι-Θολό και Νεοχώριο, ως επί το πλείστον σε επίπεδη άμμο με ελαφρόπετρα (Εικόνα 6.10). Το είδος αυτό χαρακτηρίζει τη βλάστηση των γκρίζων θινών στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας (Tzonev et al., 2005) και έχει βρεθεί σε αντίστοιχους τύπους βλάστησης στη Βόρεια Ελλάδα (BIOMAP). Η κοινότητα που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή του χαμαίφυτου Helianthemum stipulatum εντοπίστηκε σε μία θέση μόνο νότια του Θολού και χαρακτηρίζεται από μεγάλα ανοίγματα γυμνής άμμου. Στις περισσότερες θέσεις η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι άριστη έως καλή, αλλά είναι βέβαιο ότι η έκτασή του έχει μειωθεί λόγω αλλαγών των χρήσεων γης τα τελευταία 40 χρόνια. Οι κύριες απειλές σήμερα προέρχονται από την οικιστική και τουριστική ανάπτυξη οι οποίες είναι πιο έντονες στις σταθερές εκτάσεις πίσω από την πρόσθια θίνα όπου αναπτύσσεται ο οικότοπος. Οι μονάδες βλάστησης των γκρίζων θινών δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς στην Ελλάδα και τα περισσότερα δεδομένα προέρχονται από τη Βόρειο Ελλάδα. Απαιτείται περαιτέρω φυτοκοινωνιολογική και συνοικολογική μελέτη προκειμένου να καθοριστούν ικανοποιητικά οι μονάδες βλάστησης των περιοχών μελέτης β. Στις περιοχές μελέτης οι κοινότητες των γκρίζων θινών με τη συμμετοχή του είδους Euphorbia terracina (Εικόνες 6.11, 6.12) που εντάχθηκαν στον κωδικό 2220 (B1.44) έχουν χλωριδική σύνθεση ανάλογη με εκείνη του οικοτόπου 2210 και είναι σταθερή η συμμετοχή των ειδών Rumex bucephalophorus, Silene colorata και Centaurea sonchifolia. 101

103 Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 1 (σημείο kyp327), πρωτογενής ζώνη βλάστησης με εμβρυακές θίνες δευτερογενής ζώνη βλάστησης με γκρίζες θίνες (2220) και αραιό θαμνώνα με Juniperus (2250) και τριτογενής ζώνη βλάστησης με πευκοδάσος (2270). Στην περιοχή GR εντοπίστηκαν μόνο δύο πολύ μικρής έκτασης θέσεις του οικοτόπου στo βόρειο άκρο του τομέα του Νεοχωρίου σε δύο θέσεις. Το γεγονός ότι η μία θέση βρίσκεται σε περιφραγμένο υπόλειμμα αμμοθίνας μέσα σε αγρό (λίγο έξω από τα όρια της περιοχής NATURA) υποδεικνύει ότι ενδέχεται παλαιότερα η έκταση το οικοτόπου να ήταν μεγαλύτερη. Στην περιοχή GR βρέθηκαν αντιπροσωπευτικές κοινότητες του οικοτόπου στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 1, 4) και στον Κακόβατο (1). Οι πλέον εκτεταμένες κοινότητες βρίσκονται στον Κακόβατο και έχουν ως επί το πλείστον άριστη έως καλή κατάσταση διατήρησης. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η έκταση του οικοτόπου έχει μειωθεί λόγω αλλαγής των χρήσεων γης και οι απειλές που υφίσταται είναι ίδιες με εκείνες που ισχύουν για τον οικότοπο Σε μία θέση ο οικότοπος συρρικνώθηκε σε στενή ζώνη πίσω από αγρό που βρίσκεται μεταξύ 1ης και 2ης θίνας ενώ σε μία άλλη, όπου συνορεύει με κατοικίες και αγρούς, παρατηρήθηκε διείσδυση των επιγενών ειδών Carpobrotus edulis και Agave americana. 102

104 Εικόνα GR : Malcolmia nana (αριστερά) και Euphorbia terracina (δεξιά) Στην περιοχή του Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) η απειλή της οικιστικής ανάπτυξης είναι πολύ μειωμένη, αλλά παρατηρείται τοπική υποβάθμιση του οικοτόπου από τα μονοπάτια στην άμμο. Ιδιαίτερα στην περιοχή του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού, το πολυσύχναστο μονοπάτι περνάει μέσα από την κοινότητα της Euphorbia terracina (B1.44xH5.61). Στον τομέα Καϊάφας-Αμμοθινικό 4, φαίνεται ότι ο οικότοπος 2220 εγκαταστάθηκε μετά την αποξήρανση της θέσης. Μεγάλο τμήμα του οικοτόπου υφίσταται τοπική υποβάθμιση από τα μονοπάτια ενώ ένα τμήμα έχει συρρικνωθεί λόγω της μετατροπής της θέσης σε ελαιώνα όπου η Euphorbia terracina εμφανίζεται μεταξύ των δενδρυλίων (G2.91xB1.44) Οι ανοιχτές κοινότητες χαμηλών, κυρίως αμμόφιλων μονοετών ποών που αναπτύσσονται σε ξηρές θέσεις με βαθειά άμμο, κυρίως στην κορυφή ή στην υπήνεμη πλευρά των μεγάλων λευκών θινών ή στις περιοχές με χαλαρή άμμο της 2ης θίνας, αντιστοιχούν στον οικότοπο Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην τάξη Thero-Brachypodietea Br.-Bl. ex A. de Bolos y Vayreda 1950 (=Tuberarietea guttatae Rivas Goday & Rivas-Martínez 1963): Malcolmietalia Rivas Goday Στις περιοχές μελέτης, ο οικότοπος εντοπίστηκε μόνο στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 1) και στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) σε ψηλές θίνες, σε μεγάλα ανοίγματα θαμνώνων με Juniperus phoenicea. Τα χαρακτηριστικά και κυρίαρχα είδη είναι τα Malcolmia nana (Εικόνα 6.12), Ononis variegata, Medicago littoralis, Pseudorlaya pumila και ενίοτε συμμετέχουν με μικρή κάλυψη άλλες μονοετείς πόες όπως ο Rumex bucephalophorus και η Cakile maritima. Η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου στις θέσεις που εντοπίστηκε είναι άριστη, εκτός από μία περιοχή στην Αγουλινίτσα όπου τα χαρακτηριστικά τα είδη Medicago littoralis, Cakile maritima, Pseudorlaya pumila εγκαταστάθηκαν σε διαταραγμένες θέσεις. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ενδέχεται να απαντούν και σε άλλες θέσεις όπου οι ψηλές αμμοθίνες με αραιούς θαμνώνες έχουν υποβαθμιστεί Οι ανοιχτές κοινότητες χαμηλών μονοετών ποών και αγρωστωδών, γενικά όχι αμμόφιλων, που αναπτύσσονται σε ξηρές θέσεις με ρηχή άμμο σε ημισταθεροποιημένες ή σταθεροποιημένες οπίσθιες θίνες αντιστοιχούν στον οικότοπο Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην τάξη Thero-Brachypodietea Br.-Bl. ex A. de Bolos 1950: Trachynietalia distachyae Rivas-Mart (incl. Thero-Brachypodietalia Br.-Bl. ex Bharucha 1933). 103

105 Στην περιοχή GR , ο οικότοπος εντοπίστηκε σε μία μόνο θέση, κοντά στον οικισμό του Νεοχωρίου, όπου μία κοινότητα με τα είδη Trifolium cherleri (κυρίαρχο) και Plantago lagopus αναπτύσσεται σε πεδίο με ρηχή άμμο. Η θέση αυτή φαίνεται διαταραγμένη και είναι πιθανό η βλάστηση αυτή να εγκαταστάθηκε εκεί μετά από καλλιέργεια ή άλλη επέμβαση. Σημειώνεται ότι τα δύο αυτά είδη θεωρούνται χαρακτηριστικά της κλάσης Thero-Brachypodietea από τον Mucina (1997) αλλά από τους Rivas-Martínez et al. (2002) θεωρούνται χαρακτηριστικά συνταξινομικών μονάδων της κλάσης Stellarietea mediae (βλ. ενότητα συνανθρωπικών λιβαδιών). Στην περιοχή GR , ο οικότοπος καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 4, Εικόνα 6.13) και εντοπίστηκε σε πολύ μικρή έκταση στον Κακόβατο (1). Οι εποχές της επίσκεψης στο πεδίο δεν ήταν κατάλληλες για την αναγνώριση όλων των ειδών. Τα είδη που παρατηρήθηκαν, εκτός από μικρά αγρωστώδη, είναι τα Rumex bucephalophorus, Trifolium scabrum, Trifolium hirtum, Plantago lagopus, Lagurus ovatus, Linum strictum, Silene colorata, Pseudorlaya pumilla, Medicago littoralis, Erodium laciniatum, Lotus spp., Trifolium spp., Medicago spp. Μεγάλο τμήμα του οικοτόπου στον Καϊάφα βοσκείται και η χλωριδική σύνθεση είναι υποβαθμισμένη. Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 4 (σημείο kyp178), γκρίζες θίνες (2220) και υγρές κοιλότητες. Στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 3), σε θέσεις με μέτρια έως έντονη βόσκηση, αναπτύσσονται παρόμοια λιβάδια στη χλωριδική σύνθεση των οποίων συμμετέχουν κατά τόπους είδη υπονιτρόφιλης συνανθρωπικής βλάστησης (B1.49xE1.6/E1.C). Στις ίδιες περιοχές εντοπίστηκαν δύο θέσεις αμμοληψίας (H5.32) Οι κοινότητες φρυγάνων ή άλλων σκληρόφυλλων θάμνων που αναπτύσσονται σε σταθερές θίνες από την υπήνεμη πλευρά της πρόσθιας θίνας έως τις οπίσθιες θίνες αντιστοιχούν στον οικότοπο 2260 (B1.63). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στα σύνταξα Cisto-Micromerietea julianae Oberd και Pistacio lentisci-rhamnetalia alaterni Rivas-Martínez Στις περιοχές μελέτης εντάχθηκαν στον οικότοπο 2260 οι κοινότητες με Coridothymus capitatus, ορισμένες φορές με τη συμμετοχή των Anthyllis hermaniae και Sarcopoterium spinosum που αναπτύσσονται σε ξηρές θίνες χωρίς συσσώρευση επιφανειακού στρώματος χούμου (Εικόνες 6.8, 6.14, 6.15). Η διάκρισή τους από τον οικότοπο 2210 απαιτεί περαιτέρω μελέτη. Στην περιοχή GR ο οικότοπος απαντά κυρίως στις ψηλές θίνες του Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) και σε μικρή έκταση στην Αγουλινίτσα και η κατάσταση διατήρησής του είναι ως επί το πλείστον άριστη. Στην περιοχή GR ο οικότοπος απαντά σε όλους τους τομείς από το Άνω Καλό Νερό και βόρεια. Οι πιο αντιπροσωπευτικές κοινότητες αναπτύσσονται στο Λογγάκι-Θολό και στο Νεοχώριο. Η κατάσταση διατήρησης είναι στις περισσότερες θέσεις άριστη έως καλή. Υποβάθμιση του οικοτόπου έχει προκληθεί από την μείωση της έκτασής του λόγω της επέκτασης των αγρών και των οικισμών, επειδή αναπτύσσεται στις ευάλωτες σταθεροποιημένες θέσεις, πίσω από την πρόσθια θίνα. 104

106 Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 1 (σημείο kyp345), πρωτογενής ζώνη βλάστησης με εμβρυακές θίνες (2110) δευτερογενής ζώνη βλάστησης με θαμνώνα Coridothymus (2260) και Juniperus phoenicea (2250) Οι κοινότητες σκληρόφυλλων θάμνων που χαρακτηρίζονται από τη συμμετοχή ειδών του γένους Juniperus (άρκευθος) και αναπτύσσονται πίσω από την πρόσθια θίνα (σπανιότερα υπάρχουν κοινότητες στην κορυφή της πρόσθιας θίνας) στη δευτερογενή ή τριτογενή ζώνη βλάστησης, αντιστοιχούν στον οικότοπο 2250* (Β1.63). Στις περιοχές μελέτης ο οικότοπος χαρακτηρίζεται από το είδος Juniperus phoenicea και αναπτύσσεται στη δευτερογενή ζώνη βλάστησης ("ζώνη των αραιών θαμνώνων), μπροστά από το δάσος Pinus. Η Juniperus phoenicea έχει μορφή μεγάλου ή μικρού θάμνου και σπανιότερα δενδρώδη μορφή και σχηματίζει αραιούς θαμνώνες με κάλυψη %. Στα μεγάλα ανοίγματα αναπτύσσονται συνήθως οι χαμαιφυτικές κοινότητες των οικοτόπων 2210, 2220 και 2260 ή ξηρά λιβάδια των οικοτόπων 2230 και Στην περιοχή του Καϊάφα συμμετέχουν και τοπικά κυριαρχούν στον οικότοπο μεγάλοι θάμνοι της Phillyrea latifolia. Σε αρκετές θέσεις, και στις δύο περιοχές μελέτης, συμμετέχουν στον οικότοπο χαμηλά δένδρα Pinus halepensis αλλά σε ορισμένες θέσεις η συμμετοχή τους είναι πολύ μεγάλη (2250x2270, B1.63xB1.71). Σημειώνεται, ότι ιδιαίτερα στην περιοχή GR παρατηρήθηκαν ψηλά δένδρα Juniperus phoenicea σε οπισθοθινικές θέσεις, σε αγρούς (B1.63xI1.53) ή σε αραιό δάσος Pinus, χωρίς να συγκροτούν αντιπροσωπευτική κοινότητα του οικοτόπου. Στην περιοχή GR ο οικότοπος εμφανίζεται στους τομείς Άνω Καλό Νερό και Ελαία Αγιαννάκης σε χαμηλής αντιπροσωπευτικότητας ζώνες είτε μεταξύ 1ης θίνας και αγρών είτε πίσω από τους αγρούς και στους τομείς Λογγάκι-Θολό και Νεοχώριο (Εικόνα 6.10) σε μεγάλες εκτάσεις σε δευτερογενείς θίνες, γενικά με άριστη έως καλή κατάσταση διατήρησης. Στην περιοχή GR ο οικότοπος εμφανίζεται στον Κακόβατο (1), στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) και στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 1) σε δευτερογενείς θίνες, επίσης με άριστη έως καλή κατάσταση διατήρησης (Εικόνες 6.6, 6.11). 105

107 Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 1 (σημείο kyp145), εισβολή ακακίας στη δευτερογενή ζώνη βλάστησης με θαμνώνα Coridothymus (2260) και Juniperus phoenicea (2250). Υποβάθμιση του οικοτόπου λόγω της επέκτασης των καλλιεργειών, οικισμών και εγκαταστάσεων αναψυχής παρατηρήθηκε εκτεταμένα στον Κακόβατο, όπου είναι βέβαιο ότι η έκτασή του έχει μειωθεί τα τελευταία 40 χρόνια, και πολύ τοπικά στον Καϊάφα και στην Αγουλινίτσα. Τοπική υποβάθμιση προκαλούν τα μονοπάτια σε άμμο και η μετατροπή δένδρων σε κατασκηνωτικούς χώρους ("καβάτζες"). Η φωτιά του 2007 στην περιοχή του Καϊάφα έφτασε πολύ τοπικά μόνο στη ζώνη των αραιών θαμνώνων και η υποβάθμιση που προκλήθηκε στον οικότοπο 2250 οφείλεται λιγότερο στην καταστροφή των θάμνων από τη φωτιά και περισσότερο στην εκτεταμένη εισβολή της Acacia saligna (Εικόνα 6.15) και στην έντονη αναγέννηση της Pinus halepensis. Η Juniperus phoenicea παρόλη την αντοχή της σε πολύ αντίξοες συνθήκες από πλευράς υγρασίας και υποστρώματος δεν έχει τον μηχανισμό μεταπυρικής αναγέννησης που διαθέτουν τα άλλα δύο είδη Τα φυσικά ή ημι-φυσικά (εγκλιματισμένα αλλά προερχόμενα από φυτεύσεις) δάση με Pinus pinea (κουκουναριά) ή/και Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη) που αναπτύσσονται σε σταθεροποιημένες οπίσθιες θίνες στην τριτογενή ζώνη βλάστησης (Εικόνες 6.8, 6.9, 6.10, 6.11) εντάσσονται στον κωδικό 2270* (Β1.71). Ο κόλπος της Κυπαρισσίας αποτελεί μία από τις τέσσερεις θέσεις του οικοτόπου 2270 στην Ελλάδα και είναι η θέση με την μεγαλύτερη έκτασή του. Το δάσος είναι σχεδόν συνεχόμενο από το Βουνάκι έως την τον Καϊάφα (Αμμοθινικό 1, 2, 3) και την Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 1, 2, 3), με μικρές διακοπές κυρίως στο Γιαννιτσοχώρι, τη Ζαχάρω και τον Κακόβατο. Σε όλη αυτή την περιοχή, το δάσος αποτελεί την κύρια βλάστηση στις οπίσθιες θίνες, αλλά ενίοτε εμφανίζονται αραιές συστάδες στη δευτερογενή ζώνη βλάστησης (ζώνη των αραιών θαμνώνων). Η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι στο 80 % της έκτασής του (με εξαίρεση τις καμένες εκτάσεις) άριστη ή καλή. Στις περισσότερες θέσεις, ιδιαίτερα στην περιοχή GR , ο οικότοπος αποτελείται από δάσος της Pinus halepensis ή μικτό δάσος Pinus halepensis και Pinus pinea. Το δάσος αμιγούς (ή κυρίαρχης) Pinus pinea περιορίζεται στην περιοχή GR και μετά τη φωτιά του 2007 έχει συρρικνωθεί. Ο υπόροφος των υψηλών θάμνων αποτελείται τυπικά από αείφυλλους-σκληρόφυλλους θάμνους (Pistacio lentisci- Rhamnetalia alaterni), με συχνότερα είδη τα Pistacia lentiscus και Quercus coccifera, σταθερή παρουσία των Juniperus phoenicea, Ruscus aculeatus, Asparagus acutifolius, Phillyrea latifolia, Callicotome villosa και λιγότερο συχνή παρουσία των Myrtus communis, Olea europaea, Acer sempervirens, Arbutus unedo και άλλων. Επίσης συμμετέχουν διάφορα είδη αναρριχώμενων φυτών, όπως τα Smilax aspera, Tamus communis, Osyris alba, Cionura erecta. Ο υπόροφος των χαμηλών θάμνων περιλαμβάνει κυρίως είδη Cistus (C. salviifolius, C. creticus, C. Monspeliensis), Anthyllis hermanniae, Coridothymus capitatus, Salvia 106

108 officinalis. Ο ποώδης υπόροφος περιλαμβάνει διάφορα είδη, η Σπανού (2001) κατέγραψε με μεγαλύτερη συχνότητα τα είδη Aetheorhiza bulbosa, Brachypodium retusum, Brachypodium sylvaticum, Piptatherum miliaceum, Anemone pavonina. Η χλωριδική σύνθεση των δασών με κυριαρχία ή συμμετοχή της Pinus pinea φαίνεται ότι διαφέρει από εκείνα με Pinus halepensis, κυρίως ως προς την παρουσία περισσότερων θαμνωδών ειδών στα δεύτερα και περισσότερων αμμόφιλων ειδών στα πρώτα. Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 1 (σημείο kyp319), αναγέννηση Pinus halepensis στην υπήνεμη πλευρά της 2ης θίνας και στις οπίσθιες θίνες. Η φωτιά επηρέασε σχεδόν όλη την έκταση του δάσους στην περιοχή του Καϊάφα και το νότιο τμήμα της περιοχής της Αγουλινίτσας. Σήμερα, οι εκτάσεις αυτές αποτελούνται από χαμηλούς ή μεσαίου ύψους θαμνώνες με έντονη φυσική αναγέννηση της Pinus halepensis (B1.71xG5.63) και έχουν ως επί το πλείστον άριστη κατάσταση διατήρησης (Εικόνα 6.16). Υποβάθμιση της αναγέννησης έχει προκληθεί σε ορισμένες θέσεις στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 1) όπου χρησιμοποιήθηκαν βαριά μηχανήματα μέσα στην καμένη έκταση ή η περιοχή ισοπεδώθηκε και μετατράπηκες σε παρκινγκ. Η Pinus pinea παρουσιάζει ελάχιστη έως μηδενική φυσική αναγέννηση στην περιοχή, άλλα έγιναν φυτεύσεις δενδρυλλίων στις καμένες εκτάσεις, με κυμαινόμενη επιτυχία. Οι θαμνώνες στις καμένες εκτάσεις αποτελούνται από τα ίδια είδη με εκείνα του τυπικού υπορόφου των δασών με έντονη παρουσία των ειδών Cistus και της Calicotome villosa. Μεγάλες εκτάσεις στον χώρο του δάσους πεύκου και Εικόνα GR : Καϊάφας-Αμμοθινικό 3 (σημείο kyp218), φυτεμένα δενδρύλλια Pinus pinea. κουκουναριάς καλύπτονται από πυκνές συστάδες Pteridium aquailinum ("φτεριάδες", E5.3), κυρίως περιμετρικά 107

109 της υγροτοπικής βλάστησης μεταξύ των θινών (Εικόνα 6.18). Στις περισσότερες θέσεις οι φτεριάδες αποτελούν καταφύγιο για την αναγέννηση της Pinus halepensis (E5.3xG5.63), ιδιαίτερα στις καμένες εκτάσεις. Σε ορισμένες θέσεις των θαμνώνων με αναγέννηση παρατηρήθηκαν εισβολή της Acacia saligna και πολύ σποραδικά νεαρά φυτά Eucalyptus. Οι ευκάλυπτοι και οι ακακίες έχουν φυτευθεί εκτεταμένα στην περιοχή, κυρίως κατά μήκος των δρόμων και σε παρυφές δασών και υγροτόπων και σε ορισμένες θέσεις σε ανοίγματα στα δάση γεγονός που υποβαθμίζει τη χλωριδική σύνθεση και εγκυμονεί τον κίνδυνο της εισβολής από την ακακία, ιδιαίτερα σε περίπτωση πυρκαγιάς. Σε μία θέση στην Αγουλινίτσα, η συμμετοχή του ευκαλύπτου στο δάσος είναι αυξημένη (B1.71xG5.3). Η εισβολή επιγενών ειδών στο άκαφτο δάσος δεν φαίνεται να είναι σημαντική, αν και η Σπανού (2001) κατέγραψε τα είδη Oxalis pescaprae (Ελαία-Αγιαννάκης) και Amaranthus hypochondriacus (Καϊάφας). Στην περιοχή της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2, 3) το δάσος βόσκεται με αυξανόμενη ένταση προς το βόρειο τμήμα της περιοχής και σε αρκετές θέσεις έχει υποβαθμιστεί σε λίγες συστάδες μέσα σε βοσκόμενα, υπονιτρόφιλα, συνανθρωπικά λιβάδια (B1.71+E1.C/E1.6, B1.71+B1.84xE1.6/E1.C). Η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη αποτελεί απειλή για τον οικότοπο 2270 που υπέστει παλαιότερα μείωση της έκτασής του και κατάτμηση και στις δύο περιοχές μελέτης, σε όλους τους τομείς νότια του Καϊάφα. Υπάρχουν και στις δύο περιοχές μη αντιπροσωπευτικά υπολείμματα του οικοτόπου σε διαταραγμένες θέσεις (B1.71xH5.6, Αγουλινίτσα, Κακόβατος, Λογγάκι-Θολό), σε ακαλλιέργητους ή εγκαταλειμμένους αγρούς (B1.71xI1.5, Ζαχάρω, Ελαία-Αγιαννάκης) και μεταξύ αραιών κατοικιών (B1.71xJ2.1, Άνω Καλό Νερό). Τοπική υποβάθμιση του οικοτόπου, ιδιαίτερα στην περιοχή GR , προκαλούν οι δρόμοι (J2.4) και τα μονοπάτια σε άμμο (B1xH5.61), η παράνομη αμμοληψία (H5.32) και η μη ελεγχόμενη και μη οργανωμένη κατασκήνωση, ιδιαίτερα με τροχόσπιτα. Οι δραστηριότητες αυτές προκαλούν υποβάθμιση ή και καταστροφή των θινών και του υπορόφου του δάσους. Εικόνα GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 3 (σημείο kyp28), θίνες με δάσος πεύκου κουκουναριάς (2270) με αναγέννηση (2270_G5.63) και ζώνη "φτεριά" και υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών (2190) Οι υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών όπου αναπτύσσεται υγροτοπική βλάστηση (λιμνία, καλαμώνες, υγρά λιβάδια κλπ.) εντοπίζονται στις προστατευμένες, υγρές περιοχές μεταξύ των θινών και αντιστοιχούν στον οικότοπο Συχνά, στις κοιλότητες αυτές είναι αυξημένη η ποσότητα αργίλου στην άμμο και το βρόχινο νερό έχει βραδεία κατείσδυση και έτσι δημιουργείται τοπικό έλος. Οι φυτοκοινότητες που εντάσσονται στον οικότοπο ανήκουν σε ποικίλα συντάξα, ανάλογα με τον τύπο του υγροτόπου. Παρακάτω αναφέρονται η κατάσταση διατήρησης οι απειλές για τον οικότοπο ανά περίπτωση, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγησή του απαιτεί μελέτη του υδρολογικού καθεστώτος στα αμμοθινικά συστήματα. 108

110 Στην περιοχή GR εμφανίζονται πολύ μικρές εκτάσεις του οικοτόπου από την Ελαία έως το Θολό με καλαμώνες με Phragmites australis (Β1.85). Σε μία μόνο θέση, νότια του Θολού, εντοπίστηκαν μικρά ανοίγματα με αμμώδες-αργιλώδες έδαφος που κατακλύζονται περιοδικά με τα είδη Lythrum hyssopifolia, Centaurium spicatum και δύο είδη μη αναγνωρίσιμων μικρών Juncus (του τύπου των J. bufonius και J. capitatus). Οι κοινότητες αυτές φαίνεται ότι εντάσσονται στην κλάση Isoeto-Nanojuncetea Br. Bl. et R.Tx. ex Westhoff et al (Β1.82). Στην περιοχή GR ο οικότοπος 2190 καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στις περιοχές του Καϊάφα (Αμμοθινικό 2, 3, 4) και της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2, 3 και Αγροί) όπου παρουσιάζει ποικιλία φυτοκοινοτήτων. Στην Ζαχάρω και στον Κακόβατο εμφανίζονται μόνο μικρής έκτασης, μη αντιπροσωπευτικοί καλαμώνες (Β1.85). Εικόνα GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 3 (σημείο kyp824), υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών (2190) με Juncus (B1.85), υγρά λιβάδια (B1.84xE1.6/E1.C) και περιοδικά λιμνία (B1.84xB1.82). Οι συχνότερες κοινότητες που απαντούν σε όλους τους τομείς είναι οι καλαμώνες με Phagmites australis και οι διάφορες κοινότητες άλλων καλαμοειδών όπως τα Saccharum ravennae, Imperata cylindrica και βούρλων όπως τα Juncus spp. (Εικόνα 6.19), Bolboschoenus maritimus, Scirpoides holoschoenus, Cladium mariscus, Typha (Β1.85). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στις κλάσεις Phragmito - Magnocaricetea Klika in Klika et Novak 1941 και Juncetea maritimi Tx. et Oberd. 1958). Σε ορισμένες θέσεις με υφάλμυρο νερό εντοπίστηκαν κοινότητες με Juncus sp., Crypsis aculeata και Plantago crassifolia (τάξη Juncetalia maritimi Br.-Bl. ex Horvatic 1935). Μεταξύ των θινών με πευκοδάσος, στις παρυφές μεγάλων εκτάσεων με καλαμώνες, αναπτύσσονται θάμνοι (Rubus sp., Myrtus communis, Cionura erecta) μεταξύ των καλαμώνων (B1.85+Β1.86). Στην περιοχή της Αγουλινίτσας σημαντικές εκτάσεις αυτού του τύπου βλάστησης αναπτύσσονται ανάμεσα σε βοσκόμενα λιβάδια (B1.85+E1.6/E1.C) και η κατάστασή διατήρησής τους είναι καλή έως μέτρια. Στις ακτές της λίμνης του Καϊάφα (Αμμοθινικό 4) ο οικότοπος χαρακτηρίζεται κυρίως από συστάδες Saccharum ravennae και Juncus spp., συχνά με κατά τόπους ανοίγματα, είτε σε υγρότερες θέσεις με υγρά λιβάδια (Β1.84+Β1.85) είτε σε ξηρότερες θέσεις με βοσκόμενα λιβάδια (B1.85+E1.6/E1.C) ή λιβάδια μονοετών ( , Β1.85+Β1.49). Σε καμένες θέσεις, οι τελευταίες κοινότητες αναμιγνύονται με μεμονωμένα πεύκα ή αναγέννηση πεύκου ( x2240, B1.71+B1.49xB1.85). Στον Καϊάφα (Αμμοθινικό 4) Σε διαταραγμένες θέσεις που χρησιμοποιούνται για motor-cross (Β1.85xΗ5.6) οι κοινότητες είναι πολύ αραιές και υποβαθμισμένες. 109

111 Οι κοινότητες των ευτροφικών, υγρών λιβαδιών σε μεσαίας υγρασίας ή κάθυγρες θέσεις με γλυκό ή υφάλμυρο νερό (Β1.84) από συνταξινομική άποψη εντάσσονται στην κλάση Molinio-Arrhenatheretea Tx και απαντούν κυρίως στην Αγουλινίτσα. Οι περιοχές αυτές βόσκονται εντατικά και τα λιβάδια χαρακτηρίζονται από σημαντική παρουσία έως επικράτηση του είδους Cynodon dactylon που συνήθως σχηματίζει χλοοτάπητα μόνο του ή με τα είδη Mentha και Panicum repens. Η χλωριδική σύνθεση των κοινοτήτων αυτών επίσης χαρακτηρίζεται από περιορισμένη συμμετοχή των ειδών Agrostis stolonifera, Lythrum junceum, Verbena officinalis, Scirpoides holoschoenus, Pulicaria dysenterica, Dittrichia viscosa, Althaea officinalis. Σε ανοίγματα του πευκοδάσους, είναι σημαντική η παρουσία του είδους Bellis perennis. Σε αρκετές θέσεις ο οικότοπος είναι πολύ υποβαθμισμένος και παρατηρείται διείσδυση ειδών συνανθρωπικών τύπων βλάστησης (B1.84xE1.6/E1.C), κυρίως ανεπιθύμητων για τα ζώα αγκαθιών (Εικόνα 6.19). Επίσης, σε αρκετές θέσεις παρατηρήθηκε εισβολή επιγενών ειδών, των Paspalum distichum, Symphiotrichum squamatum και Cotula coronopifolia, τα οποία τοπικά κυριαρχούν στις κοινότητες. Σε ορισμένες θέσεις, τα λιβάδια κυριαρχούνται από ψηλές πόες και αγρωστώδη ενώ το Cynodon dactylon απουσιάζει ή έχει ασήμαντη παρουσία (2190x6420, B1.84xE3.1). Στις κοινότητες αυτές, εκτός των παραπάνω ειδών συμμετέχουν τα Teucrium scordium, Plantago lanceolata, Mentha sp., Trifolium repens, Ranunculus sardous. Τέλος, σε μία περιοχή (Αγουλινίτσα Αμμοθινικό 3) σχηματίζονται μικρά, περιοδικά λιμνία με Phyla nodiflora και Mentha pulegium στις παρυφές των οποίων αναπτύσσονται τα είδη Cynodon dactylon και Panicum repens (B1.84xΒ1.82, Εικόνα 6.19). Στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2, 3) σχηματίζονται μικρά, μόνιμα ή σχεδόν μόνιμα λιμνία με γλυκό ή περιοδικά υφάλμυρο νερό. Σε ορισμένα από τα λιμνία αυτά παρατηρήθηκαν φύκη νωρίς τον Απρίλιο, αλλά ενδέχεται αργότερα να αναπτύσσονται και άλλοι τύποι βλάστησης (Β1.81). Σε άλλα λιμνία αναπτύσσεται επιπλέουσα βλάστηση ευτροφικών στάσιμων νερών με Lemna sp. (2190x3150, Β1.81xC1.32, Εικόνα 6.20). Από συναξινομική άποψη, η βλάστηση αυτή εντάσσεται στην κλάση Lemnetea de Bolos et Masclans Εικόνα GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 2 (σημείο kyp832), υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών (2190) με Saccharum (B1.85), υγρά λιβάδια (B1.84) και ευτροφικά λιμνία (2190x3150, B1.81). Τέλος, στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2, Αγροί) και σε γειτονικές περιοχές του Καϊάφα (Αμμοθινικό 2, 3) παρατηρήθηκαν πυκνοί καλαμώνες με Phragmites και σημαντική συμμετοχή ή κατά τόπους κυριαρχία του 110

112 Cladium mariscus σε κάθυγρες, βαθιές κοιλότητες που ενδεχομένως αντιστοιχούν σε αλκαλικούς τυρφώνες (B1.83, Εικόνα 6.18). Σε ορισμένες από τις χαρτογραφημένες θέσεις η παρουσία του Cladium mariscus απαιτεί επιβεβαίωση, ενώ σε όλες τις θέσεις απαιτείται λεπτομερέστερη μελέτη των κοινοτήτων και ανάλυση του εδάφους για την επιβεβαίωση του τύπου βλάστησης Οι υγροτοπικές λόχμες με ξυλώδη είδη, όπως τα Nerium oleander, Vitex agnus-castus, Tamarix spp. που αναπτύσσονται σε υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών αντιστοιχούν στον οικότοπο 92D0 (Β1.86xF9.31). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην κλάση Nerio-Tamaricetea Br.-Bl. et de Bolos Μεταξύ των συστάδων των θάμνων, συνήθως αναπτύσσονται συστάδες Phragmites australis ή άλλων καλαμοειδών και βούρλων (B1.85+ Β1.86xF9.31). Στην περιοχή GR , ο οικότοπος απαντά με ικανοποιητική αντιπροσωπευτικότητα στο Γιαννιτσοχώρι και μικρές, μη αντιπροσωπευτικές συστάδες αναπτύσσονται στο Λογγάκι-Θολό. Στην περιοχή GR ο οικότοπος καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στις περιοχές του Καϊάφα (Αμμοθινικό 2, 3, 4) και της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2, 3 και Αγροί), είτε σχηματίζοντας μεγάλες συστάδες είτε στις παρυφές άλλων τύπων υγροτοπικής βλάστησης. Στις περισσότερες θέσεις, ιδιαίτερα σε υφάλμυρα νερά, ο οικότοπος χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από είδη Tamarix (B1.86xF9.3133) Στις περιοχές μελέτης υπάρχουν αμμώδεις ακτές με τοπικές ανυψώσεις της άμμου όπου δεν δημιουργούνται ούτε εμβρυακές θίνες και υπάρχει αραιή ποώδης βλάστηση κυρίως με αμμόφιλα είδη (B1.24) ή αραιή θαμνώδης βλάστηση (B1.25). Στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2) υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με βοσκόμενα ξηρά λιβάδια με μικρή συμμετοχή αμμόφιλων ειδών και μεγάλη συμμετοχή υπονιτρόφιλων ειδών συναθρωπικής βλάστησης (B1.4xE1.6/E1.C). Επίσης στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 3) υπάρχει τουλάχιστον μία έκταση κατακλυζόμενης, υγρής άμμου (C3.66). 111

113 Πίνακας 6.3. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στο αμμοθινικό οικοσύστημα της περιοχής GR (Κακόβατος 1, Ζαχάρω 1, Καϊάφας Αμμοθινικό, Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό). Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Εμβρυακές κινούμενες θίνες Κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) x Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών x Ευτροφικά λιμνία με επιπλέουσα βλάστηση σε υγρές 2190x κοιλότητες μεταξύ των θινώ Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών με μεσογειακούς 2190x υγρούς λειμώνες Μεσογειακές σταθερές γκρίζες θίνες με Crucianetallia x Σταθερές γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των Malcolmietalia Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των Brachypodietalia Γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina ή με ξηρά λιβάδια 2220/ μονοετών ειδών των Brachypodietalia Λόχμες των αμμοθινών με αρκεύθους (Juniperus spp.) 2250* Θίνες με μικτές λόχμες αρκεύθων και πεύκων 2250*x2270* Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων Θίνες με δάση από Pinus (Pinus pinea, Pinus halepensis) 2270* Θίνες με δάση από Pinus x λόχμες Tamarix 2270*x92D Θίνες με αναγέννηση της Pinus (καμένα δάση) 2270*_G Υγροτοπικές λόχμες (Neriο-Tamaricetea) 92D Αγροί με κοινότητα Euphorbia terracina 2220_G Αγροί με συστάδες Pinus 2270*_I Πίνακας 6.4. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στο αμμοθινικό οικοσύστημα της περιοχής GR (όλοι οι τομείς). Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Μονοετής βλάστηση μεταξύ των ορίων πλημμυρίδας και αμπώτιδας Εμβρυακές κινούμενες θίνες Κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών Μεσογειακές σταθερές γκρίζες θίνες με Crucianetallia Σταθερές γκρίζες θίνες με Euphorbia terracina Θίνες με ξηρά λιβάδια μονοετών ειδών των Brachypodietalia Λόχμες των αμμοθινών με αρκεύθους (Juniperus spp.) 2250* Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων Θίνες με δάση από Pinus (Pinus pinea, Pinus halepensis) 2270* Θίνες με αναγέννηση της Pinus (καμένα δάση) 2270*_G Υγροτοπικές λόχμες (Neriο-Tamaricetea) 92D Αγροί με συστάδες Juniperus 2250_I Αγροί με συστάδες Pinus 2270*_I Συστάδες Pinus σε θέση με αραιή δόμηση 2270*_J

114 Αλοφυτικά Οικοσυστήματα Αλοφυτικά οικοσυστήματα δημιουργούνται στην περιοχή GR , μόνο στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2, 3, Αγροί). Σχηματίζονται μέσα στο αμμοθινικό οικοσύστημα, σε υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών ή ακριβώς πίσω από αυτό. Κατά τα φαινόμενα η παρουσία των εκτάσεων αυτών που κατακλύζονται από αλμυρό νερό δεν συνδέεται σήμερα με τη θάλασσα, αλλά ενδέχεται να συνδεόταν σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές (Sofikitis et al. 2005, βλ. οικότοπος 7230). Τυπικά, οι αλοφυτικές κοινότητες αντιστοιχούν στους οικοτόπους 1310, 1410 και 1420 με αντίστοιχους κωδικούς EUNIS A2.551, A2.522, A2.526 μόνο εάν επηρεάζονται από το θαλασσινό νερό. Οι αλοφυτικές κοινότητες των εσωτερικών αλμυρών λεκανών της βόρειας Ευρώπης αντιστοιχούν στον κωδικό 1340 (EUNIS D6.1), αλλά δεν υπάρχει κωδικός για τις περιοχές της Μεσογείου. Για το λόγο αυτό και εφόσον παρόμοιες εσωτερικές κοινότητες της Κύπρου έχουν ενταχθεί στον κωδικό 1410 (EUR 2007), οι κωδικοί 1310, 1410 και 1420 χρησιμοποιήθηκαν στην χαρτογράφηση των αλοφυτικών κοινοτήτων της περιοχής GR Οι υφυδατικές μακροφυτικές κοινότητες με Ruppia spp. και Zannichelia spp. που αναπτύσσονται σε αλμυρές λεκάνες αντιστοιχούν στον οικότοπο 1150* (C1.521), με την προϋπόθεση ότι προέρχονται από μετασχηματισμένες σήμερα παλαιές λιμνοθάλασσες ή παράκτια έλη. Οι κοινότητες που παρατηρήθηκαν στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2, Εικόνες 6.20, 6.22) αναπτύσσονται στις χαμηλότερες περιοχές των αλμυρών ελών που αποξηραίνονται μόνον επιφανειακά αργά το καλοκαίρι, οπότε συχνά σχηματίζονται επανθίσματα άλατος στην επιφάνειά τους. Εικόνα GR : (α) αποξηραμένο στρώμα Ruppia/Zannichelia (β) Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 2 (σημείο kyp852α), αποξηραμένη έκταση με Ruppia/Zannichelia (1150), αλοφυτικός θαμνώνας (1420) και αλμυρά λιβάδια (1410). 113

115 Οι πρόσκοπες κοινότητες των αλμυρών ελών με Salicornia και άλλα μονοετή είδη αντιστοιχούν στον οικότοπο 1310 (Α2.552). Ο οικότοπος απαντά στις περιοχές των αλμυρών ελών που παραμένουν πλημμυρισμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα (αποκαλύπτονται τελευταίες) και μετά αποξηραίνονται, συχνά στις παρυφές του οικοτόπου Στην Αγουλινίτσα (Αμμοθινικό 2), εντοπίστηκε σε πολύ μικρή έκταση, αλλά ενδέχεται να απαντά και αλλού καθώς τα τυπικά είδη εμφανίζονται ή φτάνουν στην πλήρη ανάπτυξή τους νωρίς το φθινόπωρο, πριν τις βροχές. Το χαρακτηριστικό είδος είναι η Salicornia europaea. Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην κλάση Thero-Salicornietea (Pignatti 1953) Tx. in Tx. et Oberd Τα αλίπεδα με αλοφυτικά λιβάδια με είδη Juncus αντιστοιχούν στον οικότοπο 1410 (Α2.522). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην τάξη Juncetea maritimi Tx. et Oberd. 1958: Juncetalia maritimi Br.-Bl. ex Horvatic Αποτελούν τον πλέον εκτεταμένο αλοφυτικό οικότοπο στην Αγουλινίτσα και απαντούν σε κοιλώματα των αλμυρών ελών που παραμένουν κατακλυσμένα ή κάθυγρα για μεγάλο χρονικό διάστημα (Εικόνες 6.20, 6.21, 6.22). Χαρακτηρίζονται από τα είδη Juncus maritimus, Juncus acutus, Juncus heldreichianus και ίσως και Juncus littoralis. Περιστασιακά, συμμετέχουν στις κοινότητες τα είδη Saccharum ravennae, Suaeda sp., Sarcocornia perennis. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον οικότοπο 1410 εντάχθηκαν μόνο οι κοινότητες με είδη Juncus σε αλμυρό νερό που αποτελούν τμήμα το αλοφυτικών συστημάτων, ενώ άλλες κοινότητες με Juncus εντάχθηκαν στον κωδικό 2190 ως τμήμα των αμμοθινικών συστημάτων Οι αλόφιλες λόχμες, δηλαδή οι χαμηλοί θαμνώνες με χαμαιφυτικά αλόφυτα, αντιστοιχούν στον κωδικό 1420 (Α2.526). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην κλάση Salicornietea fruticosae Br.-Bl. et Tx. ex A. de Bolos Απαντούν στις ψηλότερες και ξηρότερες θέσεις των αλμυρών ελών (Εικόνες 6.21, 6.22), συχνά σε μωσαϊκά με τον οικότοπο 1410 ή τον οικότοπο 1150 (Εικόνα 6.20). Το χαρακτηριστικό είδος στην Αγουλινίτσα είναι η Sarcocornia perennis. Σε μία θέση συμμετείχε το είδος Inula crithmoides ενώ η Σπανού (2001) κατέγραψε επίσης το είδος Arthrocnemum macrostachyum Οι υγροτοπικές λόχμες με ξυλώδη είδη με Tamarix spp. σε αλμυρά νερά αντιστοιχούν στον οικότοπο 92D0 (F9.3134). Από συνταξινομική άποψη, οι κοινότητες αυτές εντάσσονται στην κλάση Nerio- Tamaricetea Br.-Bl. et de Bolos Απαντούν συνήθως στην περιφέρεια των αλμυρών ελών σε μωσαϊκά με τον οικότοπο 1410 (Εικόνα 6.21). Εικόνα GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 2 (σημείο kyp240), αλοφυτικός θαμνώνας (1420), αλμυρά λιβάδια (1410), λόχμες με Tamarix (92D0) και δάσος πεύκου-κουκουναριάς (2270). 114

116 Εικόνα GR : Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 2 (σημείο kyp854), κατακλυσμένη έκταση με Ruppia/Zannichelia (1150), αλοφυτικός θαμνώνας (1420), αλμυρά λιβάδια (1410) και δάσος πεύκου-κουκουναριάς (2270). Στον Πίνακα 6.5 παρουσιάζεται η αξιολόγηση των αλοφυτικών οικοτόπων. Στις περισσότερες θέσεις, τα αλοφυτικά συστήματα δεν δέχονται αρνητικές επιδράσεις με εξαίρεση τις εκτάσεις με αλοφυτικά λιβάδια που βόσκονται και τις εκτάσεις ανάμεσα σε καλλιέργειες όπου ενδεχομένως έχουν οι αλοφυτικοί οικότοποι έχουν υποστεί μείωση της έκτασης τους. Ωστόσο, η κατανόηση της λειτουργίας των οικοσυστημάτων και η αξιολόγηση των οικοτόπων απαιτεί περαιτέρω μελέτη ως προς την προέλευση και την εξέλιξή τους, τον βιογεωχημικό και υδρολογικό κύκλο, τη σύνθεση των φυτο- και ζωοκοινοτήτων και τις σχέσεις μεταξύ τους. Πίνακας 6.5. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα αλοφυτικά οικοσυστήματα της περιοχής GR (Αγουλινίτσα: Αμμοθινικό 2 και 3 και Αγροί). Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Υφυδατικές μακροφυτικές κοινότητες εσωτερικών 1150* (1) αλμυρών και υφάλμυρων υδάτων Μονοετής βλάστηση με Salicornia (πρόσκοπη βλάστηση αλιπέδων) Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi) Μεσογειακές αλόφιλες λόχμες (Arthrocnemetalia fructicosae) Αλμυρές υγροτοπικές λόχμες με Tamarix 92D (1) Η παρουσία του τύπου οικοτόπου απαιτεί επιβεβαίωση. 115

117 Οικοσυστήματα Βραχωδών Ακτών Οι βραχώδεις ακτές περιορίζονται στο νότιο τμήμα της περιοχής GR , στους τομείς του Καλού Νερού και της Κυπαρισσίας Οι κοινότητες αγγειοσπέρμων που εξειδικεύονται στους παράκτιους βράχους αντιστοιχούν στον οικότοπο 1240 (Β3.33). Πρόκειται για αλοφυτικές-χασμοφυτικές κοινότητες με είδη που είναι προσαρμοσμένα στην καταπόνηση της κατάκλυσης ή του ψεκασμού με θαλασσινό νερό και ικανά να αναπτύσσονται σε σχισμές βράχων ή πετρώδεις θέσεις χωρίς εδαφικό ορίζοντα A 0 (Εικόνα 6.23). Οι κοινότητες αυτές απαντούν στην Κυπαρισσία. Η χλωριδική σύνθεση χαρακτηρίζεται από είδη Limonium και τα είδη Crithmum maritimum, Arthrocnemum macrostachyum, Inula crithmoides, Lotus cytisoides, Malcolmia maritima, Silene sedoides, Frankenia hirsuta. Η Σπανού (2001) αναγνώρισε τα είδη Limonium narbonense, Limonium virgatum και το στενοενδημικό Limonium pylium. Σε ορισμένες θέσεις σχηματίζεται εσωτερική ζώνη όπου συμμετέχουν επίσης τα Alium ampeloprasum, Glaucium flavum, Cichorium spinosum. Η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι στις περισσότερες θέσεις άριστη (Πίνακας 6.6), καθώς αναπτύσσεται σε απόκρημνες ή δύσβατες θέσεις. Τοπική υποβάθμιση έχει προκληθεί από δρόμους και γενικά από τη διαμόρφωση της ακτής για εγκαταστάσεις αναψυχής. Σε τέτοιες θέσεις παρατηρείται τοπικά εισβολή από το επιγενές είδος Carpobrotus edulis. Πίνακας 6.6. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα οικοσυστήματα βραχωδών ακτών της περιοχής GR (Κυπαρισσία). Τύπος Οικοτόπου Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (με ενδημικά Limonium spp.) Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Εικόνα GR : Κυπαρισσία (σημείο kyp51), βλάστηση παράκτιων βράχων (1240) και θαμνώνας Pistacia lentiscus με ανεμομόρφωση (F5.514). 116

118 Υγροτοπικά Οικοσυστήματα (εκτός των αμμοθινών) Στις περιοχές μελέτης σχηματίζονται δύο μεγάλα υγροτοπικά οικοσυστήματα με ποικιλία οικοτόπων στην Αγουλινίτσα και τον Καϊάφα. Μικρότερα υγροτοπικά συστήματα σχηματίζονται κατά μήκος ποταμών, ρεμάτων και καναλιών στη Ζαχάρω (1, 2) και σε όλους τους τομείς της περιοχής GR εκτός από το Βουνάκι. Η αξιολόγηση των οικοτόπων των υγροτοπικών συστημάτων παρουσιάζεται στους Πίνακες 6.7 και 6.8. Σημειώνεται όμως ότι απαιτείται περαιτέρω μελέτη τόσο από την γεωφυσική, υδρολογική και εδαφολογική άποψη όσο και από πλευράς βιοκοινοτήτων για την κατανόηση των λειτουργιών τους και την κατάταξη των τύπων βλάστησης. Εξάλλου, στις περιοχές μελέτης χαρτογραφήθηκαν μη αναγνωρισμένες μονάδες υγροτοπικής βλάστησης (C1, E3) Η παρουσία της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα συνδέεται από τη μια μεριά με τις πηγές θερμού νερού του Καϊάφα και με τον κλάδο του Άνιγρου ποταμού (που δεν υπάρχει πια) και από την άλλη με τον σχηματισμό παραλιακού φράγματος (Poulos et al. 2011) και έχει ελαφρώς υφάλμυρο νερό (αλατότητα 7,2 9,2 ) καθόλη τη διάρκεια του έτους (Μπούζος & Κοντόπουλος 2004). Λόγω της προέλευσής της και της παρουσίας υφάλμυρου νερού, ενδέχεται να αντιστοιχεί στον οικότοπο 1150* (X3). Ως προς την Οδηγία των Νερών 2000/60/ΕΕ η λιμνοθάλασσα του Καϊάφα θεωρείται μεταβατικό υδάτινο σώμα (ΕΛΚΕΘΕ, Η περιγραφή και αξιολόγηση του οικοτόπου αυτού απαιτεί υδροβιολογική μελέτη και είναι εκτός των ορίων της παρούσας μελέτης Τα Μεσογειακά, ευτροφικά υγρά λιβάδια με υψηλές πόες και βούρλα που εντάσσονται στην κλάση Molinio-Arrhenatheretea Tx (ειδικά εκείνα που εντάσσονται στην ένωση Molinio Holoschoenion Br.-Bl. ex Tchou 1948) αντιστοιχούν στον οικότοπο 6420 (E3.1). Τέτοια κοινότητα με χαρακτηριστικά είδη τα Teucrium scordium, Euphorbia pubescens, Lythrum junceum παρατηρήθηκε σε μία μόνο θέση κοντά στα λουτρά Καϊάφα, στις παρυφές ιδιωτικής έκτασης. Ο οικότοπος σε αυτή τη θέση είναι υποβαθμισμένος και παρατηρείται εισβολή νιτρόφιλων ειδών όπως η Calystegia sepium και επιγενών ειδών όπως τα Symphiotrichum squamatum, Erigeron sumatrensis και Ricinus communis. Αντιπροσωπευτικές κοινότητες του οικοτόπου παρατηρήθηκαν σε υγρά λιβάδια που αναπτύσσονται σε κατακλυζόμενους και ως επί το πλείστον βοσκόμενους αγρούς (E3.1xI1.4, Εικόνα 6.24). Οι αγροί αυτοί φαίνεται ότι καλλιεργούνται περιοδικά ή οργώνονται και θερίζονται εποχιακά. Η φυτοκάλυψη σ τα υγρά λιβάδια είναι 100% και τα χαρακτηριστικά είδη που παρατηρήθηκαν είναι τα: Plantago lanceolata, Ranunculus sardous, Orchis laxiflora, Pulicaria dysenterica, Lythrum junceum, Oenanthe sp., Mentha sp., Trifolium resupinatum. Τοπικά, ειδικά κοντά σε κανάλια, στη βλάστηση αυτή συμμετέχουν είδη της κλάσης Phragmito-Magnocaricetea όπως τα Eleocharis palustris, Iris pseudoacorus. Αργά το καλοκαίρι, τουλάχιστον σε μία θέση, παρατηρήθηκε διαδοχή από τα είδη της κλάσης Isoeto-Nanojuncetea Lippia nodiflora και Mentha pulegium (Εικόνα 6.24β). Σε αρκετούς αγρούς η χλωριδική σύνθεση είναι υποβαθμισμένη και παρατηρείται σημαντική συμμετοχή υπονιτρόφιλων και επιγενών ειδών όπως τα Symphiotrichum squamatum, Cirsium arvense, Picris echioides, Echinochloa crus-galli (E3.1xE1.CxI1.4). Σε άλλους αναπτύσσονται υγρά λιβάδια που δεν εντάσσονται στον οικότοπο 6420 ή δεν αναγνωρίστηκε ο τύπος βλάστησής τους (E3xI1.4). 117

119 Τα ασβεστούχα έλη (αλκαλικοί τυρφώνες) που χαρακτηρίζονται από την επικράτηση του είδους Cladium mariscus αντιστοιχούν στον οικότοπο 7210* (D5.24). Οι κοινότητες του Cladium mariscus σε τυρφώνες είναι σπάνιοι και μικρής έκτασης σε όλη την Ευρώπη. Στο υγροτοπικό οικοσύστημα της Αγουλινίτσας παρατηρήθηκε επικράτηση του Cladium mariscus σε μικρής έκτασης θέσεις, στις παρυφές ή σε κεντρικά σημεία μεγαλύτερων εκτάσεων με καλαμώνες. Στη χλωριδική σύνθεση συμμετέχει το είδος Carex acuta (Σπανού 2001) το οποίο δεν είναι συχνό στην Ελλάδα. Η Σπανού (2001) πραγματοποίησε τρείς δειγματοληψίες σε θέσεις των ελών πίσω από το αμμοθινικό οικοσύστημα με επικράτηση του Cladium mariscus και σημαντική συμμετοχή του Phragmites australis που τις κατέταξε στην φυτοκοινωνία Dorycnio recti-cladietum marisci Gradstein & Smittenberg 1977 αλλά στον οικότοπο Οι Theocharopoulos et al. (2006) κατέταξαν τις ίδιες δειγματοληψίες στην κοινότητα Saccharum ravennae-cladium mariscus η οποία αναπτύσσεται σε υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών και χαρακτήρισαν το έδαφος ως αμμώδη πηλό/πηλώδη άμμο με υψηλή αγωγιμότητα και ph 6,8. Τόσο η έκταση όσο και η αξιολόγηση του οικοτόπου απαιτούν περαιτέρω μελέτη Οι αλκαλικοί τυρφώνες που χαρακτηρίζονται από την επικράτηση άλλων ειδών εκτός του Cladium mariscus αντιστοιχούν στον οικότοπο 7230* (D4.1). Στην Αγουλινίτσα οι κοινότητες αυτές δεν έχουν μελετηθεί και στις θέσεις που παρατηρήθηκαν χαρακτηρίζονται από επικράτηση του Phragmites australis. Στο τμήμα που ο οικότοπος γειτνιάζει με την εθνική οδό έχουν γίνει φυτεύσεις κυρίως ευκαλύπτων που εισέρχονται στην έκταση του οικοτόπου (D4.1xG5.3). -Οι αλκαλικοί τυρφώνες αναπτύσσονταν στην λίμνη της Αγουλινίτσας η οποία αποξηράνθηκε και μετατράπηκε σε αγροτική και οικιστική γη το 1969 (Manariotis & Yannopoulos 2004). Οι Sofikitis et al. (2007) πραγματοποίησαν προκαταρκτική γεωλογική μελέτη των τυρφώνων και βρήκαν υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα και αλκαλικό ph. Η μελέτη τους πραγματοποιήθηκε στην περιοχή των αγρών (Αγουλινίτσα-Αγροί), ίσως και σε τμήμα των οπίσθιων θινών (Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 2,3) και θεωρούν ότι η λίμνη της Αγουλινίτσας προέρχεται από τυπικό περιβάλλον λιμνοθάλασσας. Η σημερινή κατάσταση, η έκταση και η αξιολόγηση των αλκαλικών τυρφώνων στην περιοχή απαιτούν περαιτέρω μελέτη Παρυδάτιες ελοφυτικές κοινότητες με αγρωστώδη ή άλλες ψηλές πόες αναπτύσσονται κατά μήκος όλων σχεδόν των καναλιών, των ρεμάτων και των ποταμών και των δύο περιοχών μελέτης. Οι παρόχθιοι καλαμώνες με Phragmites australis (C3.21) είναι η πιο συχνή κοινότητα. Κατά μήκος των καναλιών στο υγροτοπικό οικοσύστημα του Καϊάφα, ανάμεσα στους αγρούς, αναπτύσσονται είτε καλαμώνες είτε παρυδάτιες κοινότητες όπου κυριαρχούν άλλα είδη της κλάσης Phragmito-Magnocaricetea όπως Lythrum salicaria και Iris pseudoacorus (C3.21/C3.24). Στο βόρειο τμήμα του υγροτοπικού συστήματος του Καϊάφα εντοπίστηκαν επίσης κοινότητες με επικράτηση του Cladium mariscus ανάμεσα στις κοινότητες του Phragmites (C3.21+C3.28). 118

120 Αντίστοιχες ελοφυτικές κοινότητες που δεν είναι παρόχθιες ούτε βρίσκονται σε υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών υπάρχουν και στα δύο υγροτοπικά συστήματα. Οι καλαμώνες με Phragmites australis ή/και Saccharum ravennae (D5.1) είναι οι πιο εκτεταμένες, ενώ οι κοινότητες με είδη Juncus (D5.3) είναι μικρής έκτασης. Οι καλαμώνες αναπτύσσονται και μέσα στους κατακλυζόμενους αγρούς (D5.1xI1.4) και σε θέσεις με φυτεμένες συστάδες ακακίας ή ευκάλυπτου (D5.1+G5.3) Οι παρόχθιες υγροτοπικές στοές και λόχμες με ξυλώδη είδη, όπως τα Nerium oleander, Vitex agnus-castus, Tamarix spp. που αναπτύσσονται σε υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών αντιστοιχούν στον οικότοπο 92D0 (F9.31). Ο οικότοπος αυτός επίσης εμφανίζεται σε όλα σχεδόν τα ρέοντα υδάτινα σώματα και των δύο περιοχών μελέτης, ενώ στα υγροτοπικά οικοσυστήματα του Καϊάφα και της Αγουλινίτσας, αναπτύσσονται και υγροτοπικές λόχμες που δεν είναι παρόχθιες (Εικόνα 6.24β). Σε ορισμένες θέσεις επικρατούν είδη Tamarix (F9.3133). Σε άλλες θέσεις σχηματίζονται μικτές κοινότητες με παρόχθιους καλαμώνες (F9.31xC3.21) ή άλλες παρόχθιες ελοφυτικές κοινότητες (F9.31xC3.2) ή με μη παρόχθιους καλαμώνες (D5.1xF9.31). Στα κανάλια της περιοχής της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2) η χλωριδική σύνθεση των κοινοτήτων έχει υποβαθμιστεί λόγω της φύτευσης ευκαλύπτων ή της διείσδυσης επιγενών ειδών όπως το Erigeron sumatrensis (Αγουλινίτσα) και η Echinochloa crus-galli (Άνω Καλό Νερό) Τα παρόχθια δάση με είδη Salix (ιτιά) αντιστοιχούν στον οικότοπο 92A0 (G1.112). Ο οικότοπος απαντά μόνο στην περιοχή GR Μικρά δάση Salix αναπτύσσονται ανάμεσα στους αγρούς στο υγροτοπικό οικοσύστημα του Καϊάφα (Εικόνα 6.24). Είναι πιθανό να αποτελούν υπόλειμμα παλαιότερου παρόχθιου συστήματος του κλάδου του Άνιγρου ποταμού που κατέληγε στη λίμνη του Καϊάφα και σήμερα δεν υπάρχει. Εικόνα GR : Καϊάφας-Υγροτοπικό (α) Αγροί με υγρά λιβάδια (6420_Ι1.4) και δασική συστάδια ιτιάς (92A0), σημείο kyp158 (β) Αγροί με υγρά λιβάδια (6420_Ι1.4) - φάση διαδοχής από Lippia-Mentha, λόχμες Nerium-Tamarix (92D0) και δασική συστάδια ιτιάς (92A0), σημείο kyp Τα παρόχθια δάση με είδη Platanus orientalis (πλάτανος) αντιστοιχούν στον οικότοπο 92C0 (G1.38). Ο οικότοπος απαντά μόνο στην περιοχή GR Παρόχθιες συστάδες πλατάνου αναπτύσσονται σε μικρό πλάτος κατά μήκος του ποταμού Νέδα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η έκτασή τους έχει μειωθεί λόγω των καλλιεργειών που περιβάλλουν τον ποταμό. Επίσης, μικρή συστάδα πλατάνων αναπτύσσεται κατά μήκος καναλιού στην περιοχή Ελαία-Αγιαννάκης Και στις δύο περιοχές μελέτης χαρτογραφήθηκαν ρέοντα υδάτινα σώματα: εκβολές ποταμών (X1), μόνιμοι ποταμοί (C2.3/C2.4) και οι γυμνές από βλάστηση αμμώδεις όχθες τους (C3.61) και ρυάκι θερμής πηγής (C2.17). Οι οικότοποι αυτοί χαρτογραφήθηκαν μόνο όταν υπάρχει γυμνή ελεύθερη επιφάνεια νερού χωρίς χερσαία βλάστηση. Η περιγραφή και αξιολόγησή τους απαιτούν υδροβιολογική μελέτη. 119

121 Πίνακας 6.7. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της περιοχής GR Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Μεσογειακοί υγροί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων Μεσογειακοί υγροί λειμώνες υψηλών χόρτων και βούρλων σε κατακλυζόμενους/βοσκόμενους αγρούς 6420_I Ασβεστούχα έλη με Cladium mariscus 7210* (1) Αλκαλικά έλη Δάση-στοές/συστάδες με Salix 92A Θερμο-Μεσογειακές παραποτάμιες στοές και λόχμες (Nerio- 92D Tamaricetea) (1) Η παρουσία του τύπου οικοτόπου απαιτεί επιβεβαίωση. Πίνακας 6.8. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της περιοχής GR Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Δάση ανατολικής πλάτανου (Platanion orientalis) 92C Θερμο-Μεσογειακές παραποτάμιες στοές και λόχμες (Nerio- Tamaricetea) 92D

122 Οικοσυστήματα Δασών και Θαμνώνων (εκτός των αμμοθινών) Στην περιοχή GR οι θαμνώνες και τα δάση περιορίζονται στο όρος Λαπίθα, ενώ μικρής έκτασης θαμνώνες αναπτύσσονται στην περιοχή της Αγουλινίτσας (Αγροί) κάτω από τους πρόποδες του όρους Λαπίθα. Στην περιοχή GR αναπτύσσονται θαμνώνες και δάση σε λόφους από την Κυπαρισσία έως την περιοχή του Αγιαννάκη. Η αξιολόγηση αυτών των οικοτόπων παρουσιάζεται στους Πίνακες 6.9 και Οι ψηλοί έως δενδρώδεις θαμνώνες με είδη Juniperus (άρκευθοι) αντιστοιχούν στον οικότοπο 5210 (F5.1321). Στην περιοχή GR οι πλέον αντιπροσωπευτικοί θαμνώνες με ψηλές Juniperus phoenicea (αγριοκυπάρισσο, φίδα) αναπτύσσονται στο Βουνάκι (Εικόνα 6.25) ενώ μικρός παράκτιος θαμνώνας υπάρχει στην περιοχή της Κυπαρισσίας. Η χλωριδική σύνθεση χαρακτηρίζεται από αείφυλλουςσκληρόφυλλους θάμνους (Pistacio-Rhamnetalia alaterni), κυρίως Pistacia lentiscus, Olea europaea και Asparagus acutifolius. Στην περιοχή GR υπήρχαν μέχρι το 2007 θαμνώνες με Juniperus phoenicea στις δυτικές πλαγιές του όρους Λάπιθας (Σπανού 2001), κυρίως στη θέση Μαλόκεδρα, με ανάλογη χλωριδική σύνθεση σκληρόφυλλων-αείφυλλων θάμνων όπως τα είδη Pistacia lentiscus, Phillyrea latifolia, Calicotome villosa, Ruscus aculeatus, Asparagus acutifolius. Μετά τη φωτιά του 2007 απέμεινε μερικά καμένος θαμνώνας μόνο σε μία θέση πάνω από τη λίμνη του Καϊάφα. Στις υπόλοιπες θέσεις αναπτύσσονται σήμερα θαμνώνες τύπου μακί ή γκαρίγκ που στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται από έντονη αναγέννηση της Pinus halepensis. Εικόνα GR : Βουνάκι (σημείο kyp151), θαμνώνας με Juniperus phoenicea (5210). Ο μεγαλύτερη απειλή για τον οικότοπο 5210 στις περιοχές μελέτης είναι η διείσδυση της Pinus halepensis η οποία σε περίπτωση φωτιάς αναγεννάται δυναμικά και καταλαμβάνει τον χώρο εις βάρος της Juniperus phoenicea η οποία δεν διαθέτει μηχανισμό μεταπυρικής αναγέννησης και αυξάνεται με πολύ βραδύτερο ρυθμό. Η βόσκηση και η διαχείριση για τη βόσκηση αποτελούν επίσης παράγοντα υποβάθμισης του οικοτόπου στην περιοχή GR Στην ίδια περιοχή, η εγκατάσταση λατομείου πρέπει να έχει προκαλέσει μείωση της έκτασης του οικοτόπου. Τέλος, η οικιστική ανάπτυξη ενδέχεται να αποτελέσει απειλή για τους θαμνώνες της περιοχής GR Οι ψηλοί έως δενδρώδεις θαμνώνες της Θερμο-Μεσογειακής ζώνης με αείφυλλουςσκληρόφυλλους θαμνώνες, ειδικά εκείνοι που εντάσσονται στην ένωση Oleo - Ceratonion siliquae Br.-Bl. ex Guinochet et Drouineau 1944, αντιστοιχούν στον οικότοπο Στις περιοχές μελέτης, οι πυκνοί δενδρώδεις θαμνώνες (F5.1) θεωρήθηκαν ως άριστης αντιπροσωπευτικότητας θέσεις του οικοτόπου (Εικόνα 6.26), ενώ οι χαμηλότεροι αλλά ψηλότεροι από 2 m πυκνοί θαμνώνες (μακί, F5.2) θεωρήθηκαν ως καλής ή μέτριας αντιπροσωπευτικότητας θέσεις του οικοτόπου. Τα χαρακτηριστικά είδη είναι σε όλες τις 121

123 περιπτώσεις εκείνα που χαρακτηρίζουν τους αείφυλους-σκληρόφυλλους θαμνώνες (Pistacio-Rhamnetalia alaterni) όπως τα Olea europaea, Quercus coccifera, Pistacia lentiscus, Pistacia terebinthus, Phillyrea latifolia, Cercis siliquastrum, Prasium majus. Εικόνα GR : Αγουλινίτσα (σημείο kyp27), δενδρώδης θαμνώνας (F5.1). Στην περιοχή GR ο οικότοπος 9320 αναπτύσσεται σε λίγες θέσεις του όρους Λαπίθα, κυρίως στους πρόποδες, που δεν κάηκαν στην φωτιά του 2007 ή κάηκαν μερικώς (F5.1, F5.2) και σε μία θέση στις παρυφές των αγρών της Αγουλινίτσας (F5.1). Στην περιοχή GR δενδρώδεις θαμνώνες (F5.1) υπάρχουν σε μικρές εκτάσεις ανάμεσα σε καλλιέργειες και οικισμούς, σε ορισμένες θέσεις με κυρίαρχα τα είδη Quercus coccifera-pistacia lentiscus (F5.11) και σε άλλες με κυρίαρχα τα είδη Olea europaea-pistacia lentiscus (F5.12). Οι κυριότεροι παράγοντες υποβάθμισης για τον οικότοπο και στις δύο περιοχές είναι η κατάτμηση λόγω της επέκτασης των οικισμών και των καλλιεργειών και σε μικρότερο βαθμό η βόσκηση. Η φωτιά είναι παράγοντας απειλής κυρίως για την περιοχή του Λαπίθα Θερμο-Μεσογειακοί θαμνώνες με είδη αείφυλλων-σκληρόφυλλων θάμνων, είτε χαμηλοί και πυκνοί (F5.5) είτε αραιοί με μεγάλα ανοίγματα με φρύγανα ή λιβάδια (F6.2) απαντούν και στις δύο περιοχές μελέτης. Οι θαμνώνες αυτοί είναι κατά κύριο λόγο προϊόντα υποβάθμιση των δασών πεύκου ή των θαμνώνων του τύπου οικοτόπου 9320 μετά από φωτιά, καύση ή πολύ έντονη βόσκηση. Στην περιοχή GR , οι θαμνώνες αυτοί αναπτύσσονται στο όρος Λάπιθας. Στις περισσότερες θέσεις, ιδιαίτερα στις καμένες εκτάσεις πευκοδασών και θαμνώνων Juniperus phoenicea (Εικόνα 6.27) παρατηρείται αναγέννηση της Pinus halepensis (F5.5xG5.63, F6.2xG5.63). Στην περιοχή GR οι θαμνώνες αυτοί αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο στην περιοχή της Κυπαρισσίας. Στην παράκτια ζώνη, κυρίως μεταξύ των παράκτιων βράχων και των οικισμών ή των καλλιεργειών, αναπτύσσεται στενή ζώνη με χαμηλούς, ανεμομορφωμένους θάμνους Pistacia lentiscus (F5.514, Εικόνες 6.7, 6.23) ή Pistacia lentiscus και Phillyrea latifolia (F5.514xF5.51A4) που ενίοτε έχουν μεγάλα ανοίγματα με υπονιτρόφιλα είδη της συνανθρωπικής βλάστησης (F5.514xE1.6). Σε μία θέση υπάρχουν πολύ χαμηλοί θαμνώνες με κυρίαρχο είδος την Quercus coccifera (F5.5174). Επίσης σε μία μόνο θέση υπάρχει πρόσφατα καμένος δενδρώδης θαμνώνας με Pistacia lentiscus, Quercus coccifera, Phillyrea latifolia με αραιή αναβλάστηση των θάμνων (H5.52xG5.6). 122

124 Στις περιοχές των θαμνώνων αναπτύσσονται ξηρά λιβάδια που δεν εντάχθηκαν στον οικότοπο 6220 καθώς δεν είναι γνωστή η χλωριδική τους σύνθεση (E1) ή χαρακτηρίζονται από υπονιτρόφιλα είδη, όπως τα Avena sp. και Piptatherum miliaceum, σε ανοίγματα θαμνώνων (F6.2xE1.6). Εικόνα GR : Λαπίθας (σημείο kyp261), θερμο-μεσογειακός θαμνώνας (γκαρίγκ) με αναγέννηση Pinus halepensis (F6.2xG5.63) σε καμένο θαμνώνα με Juniperus phoenicea Τα δάση της Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη) αντιστοιχούν στον οικότοπο 9540 (G4.E). Στην περιοχή GR τα πευκοδάση αναπτύσσονται στο όρος Λάπιθας όπου πριν τη φωτιά του 2007 κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις. Σήμερα έχει μείνει πολύ μικρή έκταση άκαφτου δάσους. Στην πλειοψηφία των θέσεων των καμένων δασών αναπτύσσονται πυκνοί θαμνώνες με αείφυλλους σκληρόφυλλους θάμνους και αναγέννηση της Pinus halepensis (G4.ExG5.63). Στην περιοχή GR περιλαμβάνεται μικρή μόνο έκταση του πευκοδάσους που αναπτύσσεται εκτός περιοχής NATURA και τμήμα του έχει επίσης καεί και παρουσιάζει αναγέννηση Στις περιοχές μελέτης αναπτύσσονται γραμμικοί θαμνώνες είτε μεταξύ των αγρών είτε στις κατά μήκος οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων (FA). Οι θαμνώνες αυτοί μπορεί να είναι φυτεμένοι ή να αποτελούνται από επιγενή είδη ή να είναι φυσικοί. Στην τελευταία περίπτωση είναι σημαντικοί για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς αποτελούν καταφύγια για είδη της φυσικής βλάστησης στο ανθρωπογενές περιβάλλον, αλλά στην παρούσα μελέτη χαρτογραφήθηκαν μόνο στις περιπτώσεις που γειτνιάζουν με φυσικούς οικοτόπους. Στις περιοχές μελέτης παρατηρήθηκαν γραμμικοί θαμνώνες με επιγενή είδη (FA.1) όπως τα Opuntia sp. και Phoenix sp. (κυρίως φυτεμένοι). Επίσης παρατηρήθηκαν, κυρίως κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, θαμνώνες με διάφορα ιθαγενή είδη, όπως τα Rubus sp., Laurus nobilis, Cercis siliquastrum, Quercus ithaburensis subsp. macrolepis, Myrtus communis, Vitex agnuscastus (FA.3) που σε ορισμένες θέσεις έχουν μεγάλα ανοίγματα με ψηλές, υπονιτρόφιλες πόες (E5.11xFA) Τα ξηρά λιβάδια με αγρωστώδη και μονοετή είδη που αναπτύσσονται σε φτωχά εδάφη που εντάσσονται στην κλάση Thero-Brachypodietea Br.-Bl. ex A. de Bolos 1950 και τα στεππόμορφα λιβάδια με αγρωστώδη που εντάσσονται στην τάξη Lygeo sparti-stipetea tenacissimae Rivas-Mart. 1978: Hyparrhenietalia hirtae Rivas-Mart αντιστοιχούν στον οικότοπο 6220* (E1.33). 123

125 Τα ξηρά λιβάδια δεν μελετήθηκαν επαρκώς στις περιοχές μελέτης. Παρατηρήθηκαν στεππόμορφα λιβάδια με το αγρωστώδες Hyparrhenia hirta (Εικόνα 6.28) στην περιοχή GR στο όρος Λάπιθας και στις παρυφές του στην περιοχή της Αγουλινίτσας (Αγροί). Στις δυτικές πλαγιές του Λάπιθα, σε καμένες εκτάσεις θαμνώνων ή καλλιεργειών, τα λιβάδια αυτά αναπτύσσονται σε μεγάλα ανοίγματα των θαμνώνων (F6.2xE1.33). Εικόνα GR : Αγουλινίτσα (σημείο kyp24), λιβάδι με Hyparrhenia hirta (E1.33) σε θαμνώνα (F6.2). Πίνακας 6.9. Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα οικοσυστήματα δασών και θαμνώνων της περιοχής GR (Λάπιθας, Αγουλινίτσα Αγροί). Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea Δενδρώδεις θαμνώνες και υψηλά μακί (Pistacio -Rhamnetalia) Μεσογειακά ξηρά λιβάδια 6220* Μεσογειακά πευκοδάση με Pinus halepensis Αναγέννηση της Pinus halepensis (καμένα δάση) 9540_G Πίνακας Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα οικοσυστήματα δασών και θαμνώνων της περιοχής GR (Ελαία-Αγιαννάκης, Βουνάκι, Άνω Καλό Νερό, Καλό Νερό, Κυπαρισσία). Τύπος Οικοτόπου Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea Δενδρώδεις θαμνώνες και υψηλά μακί (Pistacio -Rhamnetalia) Μεσογειακά πευκοδάση με Pinus halepensis Αναγέννηση της Pinus halepensis (καμένα δάση) 9540_G

126 Οικοσυστήματα Εσωτερικών Βράχων Στις περιοχές μελέτης εσωτερικοί απόκρημνοι βράχοι υπάρχουν μόνο στην περιοχή GR , στο όρος Λάπιθας Οι χασμοφυτική βλάστηση των ασβεστολιθικών βράχων της Ευ-Μεσογειακής ζώνης της ηπειρωτικής Ελλάδας αντιστοιχεί στον κωδικό 8210 (H3.26). Η βλάστηση αυτή, που πάντα περιλαμβάνει αυξημένο αριθμό ενδημικών ειδών, αναπτύσσεται σε σχεδόν γυμνούς απότομους βράχους. Τα συστήματα βράχων της περιοχής GR καλύπτονται κυρίως από θαμνώνες ή δάση ενώ η χασμοφυτική βλάστηση έχει περιορισμένη έκταση και στις παρυφές της εισέρχονται είδη θαμνώνων. Η χλωριδική σύνθεση των κοινοτήτων από πλευράς χασμοφυτικών ειδών (Σπανού 2001, Καρέτσος 2009) χαρακτηρίζεται από σταθερή συμμετοχή των των Ptilostemon chamaepeuce, Scrophularia heterophylla, Aurinia saxatilis και των ενδημικών Inula verbascifolia subsp. parnassica, Campanula rupestris και Campanula saxatilis, ενώ κατά τόπους συμμετέχουν τα Asperula chlorantha, Umbilicus rupestris, Sedum album, Matthiola sinuata και τα ενδημικά Asperula taygetea και Silene ionica. Μεταξύ των ειδών θαμνώνων, είναι σταθερή η συμμετοχή της Euphorbia dendroides. Η παρουσία των χαρακτηριστικών ειδών είναι σε αρκετές θέσεις αποσπασματική και κυριαρχούν τα είδη θαμνώνων, αλλά η κατάσταση διατήρησης του οικοτόπου είναι καλή καθώς οι ανθρωπογενείς πιέσεις είναι λίγες λόγω του δύσβατου των θέσεων (Πίνακας 6.11). Πίνακας Αξιολόγηση των οικοτόπων του Παρ. I Οδηγία 92/43 στα οικοσυστήματα εσωτερικών βράχων της περιοχής GR (Λάπιθας). Τύπος Οικοτόπου Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση Κωδικός Έκταση Κατάσταση Διατήρησης (%) Παρ. Ι 92/43 (ha) A B C D Εικόνα GR : Λάπιθας (Α του σημείου kyp249), απόκρημνοι βράχοι με χασμοφυτική βλάστηση και θαμνώνας (γκαρίγκ) με αναγέννηση Pinus halepensis (F6.2xG5.63). 125

127 Συνανθρωπική βλάστηση Συνανθρωπική θεωρείται η βλάστηση που αναπτύσσεται στο ανθρωπογενές περιβάλλον, σε καλλιεργούμενους (ζιζάνια) ή πρόσφατα εγκαταλειμμένους αγρούς, σε θέσεις με βόσκηση και γενικά σε θέσεις με αυξημένα θρεπτικά λόγω ανθρωπογενούς επιρροής, σε παρυφές δρόμων, μέσα σε οικισμούς, σε θέσεις που ποδοπατούνται και γενικά σε διαταραγμένες θέσεις. Η βλάστηση αυτού του τύπου περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ειδών που μπορεί συχνά ή σπάνια, ιθαγενή, ακόμα και ενδημικά, ή επιγενή. Στην παρούσα μελέτη, η συνανθρωπική βλάστηση χαρτογραφήθηκε μόνο στις θέσεις που γειτνιάζει με φυσικούς οικοτόπους ή αποτελεί τμήμα των φυσικών οικοσυστημάτων Οι υπονιτρόφιλες και νιτρόφιλες κοινότητες κυρίως μονοετών, εφήμερων ειδών, ζιζανίων ή τυχοδιωκτικών (διαταραχόφιλων) που αναπτύσσονται συχνά σε αγρούς (E1.6) από συνταξινομική άποψη εντάσσονται στην κλάση Stellarietea mediae Tüxen, Lohmeyer & Preising ex von Rochow Χαρακτηριστικά είδη που παρατηρήθηκαν στην περιοχή είναι τα Calendula arvensis, Chrysanthemum sp., Papaver dubium, Anagallis arvensis, Lotus ornithopodioides, Avena barbata. και τα επιγενή Erigeron sumatrensis, Oxalis pes-caprae, Echinochloa crus-galli, Datura sp. Οι υπονιτρόφιλες και νιτρόφιλες κοινότητες πολυετών και υψηλών διετών ποών, αγρωστωδών και αγκαθιών που αναπτύσσονται συχνά σε θέσεις με έντονη βόσκηση και περιλαμβάνουν είδη που δεν είναι επιθυμητά για τα ζώα (E1.C) από συνταξινομική άποψη εντάσσονται στην κλάση Artemisietea vulgaris Lohmeyer, Preising & Tüxen ex von Rochow Χαρακτηριστικά είδη που παρατηρήθηκαν στην περιοχή είναι τα Galactites tomentosa, Cirsium arvense, Cirsium creticum, Picnomon acarna, Carduus pycnocephalus, Carduus tmoleus, Piptatherum miliaceum, Echinops sp., Daucus carota και το επιγενές Symphiotrichum squamatum (=Aster squamatus). Στις παραπάνω κοινότητες συμμετέχουν και νιτρόφιλα είδη άλλων μονάδων συνανθρωπικής βλάστησης όπως τα Bidens tripartitus, Calystegia sepium, Galium aparine. 'Όλες οι κοινότητες χαρτογραφήθηκαν με τον κωδικό E1.6/E1.C. Εξαίρεση αποτελούν οι κοινότητες υψηλών ποών που εγκαθίστανται κατά μήκος μεταφορικών δικτύων, όπως η σιδηροδρομική γραμμή και περιλαμβάνουν κυρίως είδη των παραπάνω μονάδων βλάστησης αλλά και άλλων μονάδων, οι οποίες χαρτογραφήθηκαν με τον κωδικό E

128 6.3. Σημαντικά είδη χλωρίδας Τα είδη χλωρίδας που χαρακτηρίζονται ως σημαντικά στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης και σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (Άρθρο 10, Νόμος 3937 ΦΕΚ 60/2011 Διατήρηση της Βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις), είναι εκείνα οποία αποτελούν προτεραιότητα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας με κριτήρια τον ενδημισμό, την κατάσταση διατήρησης και το καθεστώς προστασίας τους. Τα ελληνικά ενδημικά και ιδιαίτερα τα τοπικά ενδημικά είδη αποτελούν προτεραιότητα στην περιοχή εξάπλωσής τους καθώς μόνο εκεί μπορεί να διατηρηθούν. Τα απειλούμενα είδη, τα είδη δηλαδή τα οποία περιλαμβάνονται στις κατηγορίες κινδύνου των απειλουμένων ειδών της IUCN, αποτελούν προτεραιότητα γιατί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εξαφανιστούν αν δεν ληφθούν μέτρα προστασίας. Τα σπάνια είδη, ακόμα και όταν δεν πληρούν τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό τους ως απειλούμενα σε επίπεδο Ελλάδας, αποτελούν προτεραιότητα γιατί οι μικροί τοπικοί πληθυσμοί τους έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εξαφανιστούν. Τα προστατευόμενα είδη αποτελούν προτεραιότητα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ως προς την εφαρμογή της υπάρχουσας εθνικής και διεθνούς νομοθεσίας. Τα σημαντικά είδη χλωρίδας που έχουν καταγραφεί στις περιοχές GR και GR όπως προέκυψε από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και την εργασία πεδίου παρουσιάζονται στον Πίνακα 12. Στην περιοχή GR καταγράφηκαν 13 ενδημικά είδη και στην περιοχή GR καταγράφηκαν 4 ενδημικά είδη. Ο μεγαλύτερος αριθμός ενδημικών ειδών της περιοχής GR οφείλεται στο ότι είναι μεγαλύτερη, έχει μεγαλύτερη ποικιλία οικοτόπων και περιλαμβάνει χασμοφυτική βλάστηση που είναι κατά κανόνα πλούσια σε ενδημικά είδη. Από τα σημαντικά είδη των αμμοθινικών οικοτόπων, είναι αξιοσημείωτη η παρουσία της Centaurea pumilio που είναι ένα αμμόφιλο, απειλούμενο είδος και καταγράφηκε στην παραλία της Ζαχάρως την δεκαετία του Το είδος δεν βρέθηκε από τότε στην περιοχή, παρόλο που αναζητήθηκε (Καμάρη και συν. 2009) και δεν εντοπίστηκε κατά την εργασία πεδίου. Η Centaurea pumilio ενδέχεται να έχει εξαφανιστεί από την περιοχή μελέτης, αλλά είναι σκόπιμη η εντατική αναζήτησή της. Επίσης αξιοσημείωτη είναι η παρουσία του Helianthemum stipulatum το οποίο απαντά πολύ τοπικά και στις δύο περιοχές μελέτης. Είναι ένα σπάνιο στην Ελλάδα αμμόφιλο είδος που περιορίζεται στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Γενικά, τα είδη που είναι εξειδικευμένα στα αμμοθινικά οικοσυστήματα έχουν ως επί το πλείστον ευρεία εξάπλωση και δεν απειλούνται. Όσα όμως από αυτά έχουν στενότερη εξάπλωση και τοπικούς πληθυσμούς είναι δυνάμει απειλούμενα σε όλη τη Μεσόγειο λόγω της μεγάλης υποβάθμισης ή και απώλειας του ενδιαιτήματός τους (Greuter et al. 1985). Άλλο τέτοιο παράδειγμα στις περιοχές μελέτης είναι το είδος Malcolmia nana το οποίο προς το παρόν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απειλούμενο. Μεταξύ των σημαντικών ειδών που έχουν καταγραφεί στα υγροτοπικά οικοσυστήματα, είναι αξιοσημείωτη η παρουσία της Baldellia ranunculoides, η οποία απαντά σε πολύ λίγες θέσεις στην Ελλάδα. Το είδος αυτό έχει εξειδικευμένο ενδιαίτημα, τα ολιγοτροφικά εποχιακά λιμνία, το οποίο δεν παρατηρήθηκε κατά την εργασία πεδίου και θα πρέπει να διερευνηθεί η παρουσία του. Επίσης αξιοσημείωτη είναι η παρουσία των ορχιδέων Orchis laxiflora και Orchis palustris, οι οποίες ενδέχεται να είναι απειλούμενες σε επίπεδο Ευρώπης παρά την ευρεία εξάπλωσή τους λόγω της υποβάθμισης του ενδιαιτήματός τους. 127

129 Πίνακας Σημαντικά είδη χλωρίδας στις περιοχές GR και GR Taxon GR GR Ενδη μισμός Απει λή ΠΔ CITES 67/81 Οδ. Ενδιαίτημα 92/43 Achnatherum fallacinum + Ελλάδα ανοιχτές, ξηρές θέσεις Scholz & Raus 2006 Anchusella variegata + Ελλάδα LC 2220, 5210 Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Asperula taygetea + Ελλάδα R Giannopoulos et al Baldellia ranunculoides + R περιοδικά λιμνία (ολιγοτροφικά) Πηγή Raabe & Κουμπλή- Σοβαντζή 2002 Campanula rupestris + Ελλάδα V* Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Campanula saxatilis + Ελλάδα R* Σπανού 2001 Centaurea pumilio Μεσό γειος Crepis incana + Ελλάδα LC 1410, 2190, 8210, 92D0 VU** Sýkora et al Σπανού 2001 Crocus laevigatus + Ελλάδα LC 2270, 9540 πεδίο Cyclamen graecum + + Α Μεσό LC , 5210, 9320, 9540 Σπανού 2001 γειος Cyclamen hederifolium + LC , 9320, 9540 Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Galanthus reginae-olgae + Πελοπόν νησος subsp. reginae-olgae Helianthemum stipulatum + + Α Μεσό γειος Inula verbascifolia subsp. parnassica Limonium pylium + Πελοπόν νησος Linum aroanium + Μεσό γειος R* Giannopoulos & Tan 2011 V πεδίο + + Ελλάδα LC 8210 Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009 NE 1240 Ααρτελλάρη- Χονδροπούλου 1986, Σπανού 2001 R Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Ophrys lutea subsp. lutea + NE Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Orchis laxiflora + I , 6420 Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009, πεδίο Orchis palustris + I , 6420, 7230 Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Papaver argemone subsp. R + ξηρά λιβάδια, αγροί Kadereit Α Μεσό γειος nigrotinctum Petrorhagia glumacea + Πελοπόν νησος NE ξηρά λιβάδια, θαμνώνες Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Pimpinella rigidula + Ελλάδα NE + αγροί Hálacksy 1901 Ranunculus ficarioides + R + 92D0, 9540 Σπανού 2001 Ruscus aculeatus + + LC IV 2270, 5210, 9540, 9320 Σπανού 2001 Scorzonera crocifolia + Ελλάδα LC + θαμνώνες και δάση Giannopoulos et al Serapias lingua + LC , 6420 Σπανού 2001 Silene goulimyi + Πελοπόν νησος Silene integripetala subsp. R Ιατρού Πελοπόν LC ξηρά λιβάδια, Oxelman 1995 νησος θαμνώνες integripetala Silene ionica + Ελλάδα NE 8210 Σπανού 2001, Καρέτσος & Οικονόμου 2009 Απειλή Κατηγορία κινδύνου σε επίπεδο Ελλάδας σύμφωνα με την αξιολόγηση της βάσης δεδομένων Chloris βάσει όλων των διαθέσιμων πηγών *Περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων της Ελλάδας (Phitos και συν. 1995), **Περιλαμβάνεται στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων της Ελλάδας (Φοίτος και συν. 2009) Κατηγορίες κινδύνου IUCN πρό του 1994 (Lucas & Synge 1978): R=Σπάνιο, V=Εύτρωτο, I=Απροσδιόριστος βαθμός κινδύνου Νέες κατηγορίες κινδύνου IUCN (IUCN Standards and Petitions Committee 2011): VU=Εύτρωτο, LC=Χαμηλού Κινδύνου, NE=Μη αξιολογηθέν ΠΔ 67/81 + = Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 CITES Οδ 92/43 Ενδιαίτημα Πηγή + = Προστατεύεται από τη CITES Παράρτημα της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στο οποίο περιλαμβάνεται το είδος Ενδιαίτημα του είδους στις περιοχές μελέτης Πηγή για την παρουσία του είδους στις περιοχές μελέτης πεδίο: καταγράφηκε κατά την εργασία πεδίου 128

130 6.4. Αντικείμενα/Θέματα προς επαλήθευση/διερεύνηση/υπό συζήτηση Επιγραμματικά αναφέρονται τα προς περαιτέρω διερεύνηση θέματα: Φυτοκοινωνιολογική και συνοικολογική μελέτη της ζώνης χαμαιφυτικής και ημικρυπτοφυτικής βλάστησης που αναπτύσσεται από την υπήνεμη πλευρά της 1 ης θίνας προς το εσωτερικό (οικότοποι 2210, 2220, 2260). Μελέτη της δυναμικής της αμμοθινικής βλάστησης μετά τη φωτιά (τομέας Καϊάφα) με έμφαση στον εποικισμό της 2 ης γραμμής θινών από αμμόφιλα είδη, την εξέλιξη των θαμνώνων με Juniperus phoenicea (οικότοπος 2250*), την εξέλιξη του δάσους Pinus pinea- Pinus halepensis (οικότοπος 2270*), την αναγέννηση και τις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών ειδών των παραπάνω οικοτόπων και την έκταση της εισβολής του επιγενούς είδους Acacia saligna. Μελέτη σκοπιμότητας των επεμβάσεων αποκατάστασης της αμμοθινικής βλάστησης στη 2 η γραμμή θινών σε θέσεις διάβρωσης. Σχέσεις βόσκησης και βλάστησης στις υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών (οικότοπος 2190, τομέας Αγουλινίτσας). Επιπτώσεις της εισβολής επιγενών ειδών στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της περιοχής GR Μελέτη της προέλευσης και της δυναμικής των αλοφυτικών οικοσυστημάτων (τομέας Αγουλινίτσας). Οικολογική μελέτη του οικοσυστήματος των τυρφώνων (τομέας Αγουλινίτσας). Υδροβιολογική μελέτη της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα. Υδροβιολογική μελέτη των μεγάλων υδάτινων σωμάτων των περιοχών GR και GR Μελέτη της δυναμικής της βλάστησης δασών Pinus halepensis (οικότοπος 9540) και θαμνώνων με Juniperus phoenicea (οικότοπος 5210) στις καμένες εκτάσεις της περιοχής του Λάπιθα. 129

131 7. ΠΙΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΤΩΝ ΑΜΜΟΘΙΝΩΝ Στην ενότητα αυτή συνοψίζονται οι κύριες πιέσεις και απειλές στις περιοχές NATURA GR και GR Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι απειλές στη ζώνη των αμμοθινών κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού Κόλπου, καθώς οι αμμοθίνες των περιοχών NATURA αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτών των συστημάτων, και της εγγύς θαλάσσιας ζώνης στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιοχή NATURA GR και η οποία αλληλεπιδρά με το χερσαίο τμήμα των άλλων δύο περιοχών. Οι Πιέσεις και οι Απειλές στα εσωτερικά οικοσυστήματα αναφέρονται συνοπτικά. Στο παρακάτω κείμενο οι επιπτώσεις στους φυσικούς οικοτόπους αναφέρονται συνοπτικά (περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται ανά περίπτωση στην ενότητα της περιγραφής των οικοτόπων). Μείωση της έκτασης ενός οικοτόπου σημαίνει ολοκληρωτική απώλεια του οικοτόπου από συγκριμένη θέση ή το πολύ υπολειμματική εμφάνισή του (μη αντιστρεπτά διαταραγμένος οικότοπος, αντιπροσωπευτικότητα D). Κατάτμηση του οικοτόπου σημαίνει διάσπαση της συνέχειας του οικοτόπου και κυμαίνεται από την στενή ζώνη ασυνέχειας της φυσικής βλάστησης που προκαλείται από ένα μονοπάτι (τοπική κατάτμηση) μέχρι τη διάσπαση της φυσικής βλάστησης σε μικρότερα τμήματα (κατατμήματα) που ορισμένες φορές δεν έχουν επαφή μεταξύ τους. Υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης ή/και της δομής συνεπάγεται αλλοίωση/μεταβολή των τυπικών χαρακτηριστικών και λειτουργιών του οικοτόπου Πιέσεις Οι πιέσεις είναι δραστηριότητες και φαινόμενα (φυσικά είτε ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης) που έχουν προκαλέσει ή προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις στο γεωπεριβάλλον και στα φυσικά οικοσυστήματα Οικιστική ανάπτυξη πάνω στις αμμοθίνες. (α) Οικισμοί (αστικό και ημιαστικό περιβάλλον - χωριά) Η παρουσία οικισμών συνήθως από την κορυφή της 2 ης θίνας και κυρίως στην 3 η θίνα, όπως των οικισμών της Ζαχάρως, του Κακόβατου και του Νεοχωρίου (Εικόνα 7.1) έχει αλλοιώσει στην φυσική γεωμορφολογία λόγω της ισοπέδωσης εκτάσεων και της χάραξης δρόμων και επιπλέον προκαλεί μείωση της κατείσδυσης και αύξηση της επιφανειακής απορροής, λόγω κάλυψης της επιφάνειας του εδάφους με αδιαπέρατα υλικά, π.χ. άσφαλτος, τσιμέντο, κλπ. Επίσης επηρεάζει και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα με την «διάθεση» λυμάτων (π.χ. βόθροι). Η εγκατάσταση και επέκταση των οικισμών έχει προκαλέσει εκτεταμένη μείωση της έκτασης των οικοτόπων στη δευτερογενή και κυρίως στην τριτογενή ζώνη βλάστησης. Το αμμοθινικό οικοσύστημα στις θέσεις αυτές έχει καταστραφεί και έχει προκληθεί μείωση της έκτασης των οικοτόπων 2210, 2220, 2250*, 2260, 2270*. Επιπλέον, τόσο η άμεση γειτνίαση οικισμών με τη τους φυσικούς οικοτόπους όσο και η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ευνοούν λόγω διευκόλυνσης της διασποράς και λόγω μεταβολής της διαθεσιμότητας θρεπτικών την εγκατάσταση ειδών ξένων προς τα φυσικά αμμοθινικά οικοσυστήματα και μάλιστα επιγενών ειδών. 130

132 Εικόνα 7.1: Δορυφορική εικόνα στην οποία φαίνεται η ανάπτυξη του οικισμού του Κακόβατου κυρίως πάνω στην 3 η σειρά θινών και η επέκταση του οικισμού πάνω στην 1 η σειρά θινών και στο χώρο μεταξύ 1 ης και 2 ης σειράς θινών γύρω από τον κύριο δρόμο πρόσβασης προς την παραλία... (β) Εξοχικές κατοικίες και καταλύματα (αραιοί οικισμοί ή μεμονωμένες κατοικίες) Σε πολλά σημεία του Κυπαρισσιακού Κόλπου (π.χ. Κατάκολο, Σπιάντζα, Επιτάλιο) και στις περιοχές NATURA (Αγουλινίτσα-αμμοθινικό 2 και 3, Ζαχάρω, Κακόβατος, Ελαία-Αγιαννάκης, Νεοχώριο) έχουν εγκατασταθεί, νομίμως ή αυθαιρέτως, παραθεριστικές οικίες στη 2 η και ακόμη και πάνω στην 1η σειρά θινών. Οι κατασκευές αυτές συνοδεύονται συνήθως από ισοπέδωση των θινών, δημιουργία πάνω στις θίνες δρόμων παράλληλων με την ακτή για διευκόλυνση της πρόσβασης με αυτοκίνητο και περίφραξη των "οικοπέδων" που τις περιβάλλουν. Οι περιφράξεις αυτές δημιουργούν την ανάγκη διάνοιξης ανά τακτά διαστήματα δρόμων κάθετων προς την ακτογραμμή για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην παραλία. Οι δρόμοι αυτοί ανοίγονται επίσης αυθαίρετα, διασχίζουν τις θίνες και δημιουργούν ανοίγματα στην πρώτη σειρά θινών μειώνοντας το ύψος της μέχρι το επίπεδο της παραλίας. Τα ανοίγματα αυτά αποτελούν διόδους αιολικής μεταφοράς απευθείας προς τη δεύτερη σειρά θινών και διόδους διείσδυσης των κυμάτων θύελλας, διευκολύνοντας έτσι τη διάβρωση της 1ης σειράς θινών κατά τη διάρκεια έντονων κυματικών επεισοδίων. Επί πλέον οι κατασκευές "σταθεροποιούν" την πρώτη σειρά θινών ακυρώνοντας τη φυσική λειτουργία της ως χώρου απόθεσης παραλιακών ιζημάτων και ως πηγής προσφοράς ιζημάτων προς την παραλία κατά τη διάρκεια έντονων κυματικών επεισοδίων. Η οριογραμμή του αιγιαλού δεν έχει πλέον τη δυνατότητα οπισθοχώρησης και η παραλία δεν μπορεί να προσαρμόσει την κλίση της για να απορροφήσει την κυματική ενέργεια των ακραίων κυματικών επεισοδίων. Το αποτέλεσμα είναι η διάβρωση αρχικά της παραλίας, στη συνέχεια η διάβρωση της πρώτης σειράς θινών και τέλος η καταστροφή και των ίδιων των κατασκευών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων καταστροφών παρουσιάζονται στην Εικόνα

133 Εικόνα 7.2: Καταστροφή κατοικιών εγκατεστημένων στην πρώτη σειρά θινών α) 2 km βόρεια των εκβολών του Αλφειού και β) στην περιοχή του Επιταλίου. Τα ανωτέρω παρατηρούνται ακόμη και στην περίπτωση μεμονωμένων (συνήθως πολυτελών) κατασκευών που βρίσκονται διάσπαρτες, εκτός οικισμών, σε διάφορα σημεία της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατασκευή πολυτελούς κατοικίας στον Αγιαννάκη, ο περιφραγμένος κήπος της οποίας ενσωματώνει τμήμα της πρώτης σειράς θινών (Εικόνα 7.3). Εικόνα 7.3: Παραλία Αγιαννάκη. Πρόσφατα ανεγερθείσα πολυτελής κατοικία ακριβώς πίσω από την 1η σειρά θινών. Ο κήπος της αναπτύσσεται μερικώς πάνω στην προς τη χέρσο πλευρά της 1ης σειράς θινών. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος διασχίζει κάθετα το πεδίο των θινών. Οι κατασκευές αυτές έχουν προκαλέσει μείωση της έκτασης και κατάτμηση των αμμοθινικών οικοτόπων, κυρίως στη ζώνη δευτερογενούς βλάστησης (2210, 2220, 2250*, 2260) αλλά ακόμα και στη ζώνη πρωτογενούς βλάστησης (2110, 2120). Οι κάθετοι και παράλληλοι στην παραλία δρόμοι, ειδικά εκείνοι με οδόστρωμα, προκαλούν κατάτμηση των οικοτόπων και τοπική υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης στις παρυφές τους (διείσδυση ξένων προς το αμμοθινικό οικοσύστημα ειδών). Ειδικά οι παράλληλοι δρόμοι προκαλούν εκτεταμένη κατάτμηση και υποβάθμιση της δομής των οικοτόπων. Τέλος, σε λίγες θέσεις (Άνω Καλό Νερό, Ελαία-Αγιαννάκης, Κακόβατος) υπάρχουν μεμονωμένα κτίσματα μέσα στο δάσος πεύκου-κουκουναριάς που έχουν προκαλέσει κατάτμηση και τοπική υποβάθμιση του οικοτόπου. (γ) Αυθαίρετες κατασκευές Σε ορισμένες θέσεις, συνήθως πάνω στην κορυφή της 1 ης θίνας ή και στη 2 η θίνα έχουν εγκατασταθεί μεμονωμένα κτίσματα ή ξύλινες κατασκευές. Το φαινόμενο αυτό είναι εκτεταμένο στην περιοχή της Αγουλινίτσας, αν και πολλά από τα κτίσματα έχουν κατεδαφιστεί (Εικόνα 7.4). Η 132

134 επίδραση τους αφορά τις αλλαγές που επιφέρουν στη μορφολογία της περιοχής όπου εγκαθίστανται, κυρίως με τον τρόπο της θεμελίωσης τους και σε βαθμό ανάλογο με το είδος τους (κτίσματα ή ξύλινες κατασκευές) πάνω στο σύστημα των θινών. Το φαινόμενο επιδεινώνεται με τις φυτεύσεις ξένων προς την αμμοθινική βλάστηση ειδών που δεν έχουν τη δυνατότητα να επιτελέσουν τη λειτουργία της συγκράτησης της άμμου. Εικόνα 7.4. Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 3. Αριστερά: Ξύλινες κατασκευές και κατεδαφισμένες κατοικίες στην 1η θίνα (σημείο kyp33). Δεξιά: Κατοικίες στην κορυφή της 2ης θίνας (σημείο kyp08). Οι κατασκευές αυτές έχουν προκαλέσει κατάτμηση και τοπική υποβάθμιση των αμμοθινικών οικοτόπων κυρίως στη ζώνη πρωτογενούς βλάστησης (2110, 2120) και σε ορισμένες θέσεις στη ζώνη δευτερογενούς βλάστησης (2250*, 2260). Εξάλλου, η εγκατάσταση τέτοιων κατασκευών στη 1η σειρά των θινών απεδείχθη πολύ επικίνδυνη και για τις ίδιες, όπως φαίνεται και στις παρακάτω φωτογραφίες, όπου η θαλάσσια διάβρωση τους προκάλεσε σοβαρότατες/ανεπανόρθωτες ζημίες ή ακόμη και τις εξαφάνισε, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στις φωτογραφίες της εικόνας 7.5. December 2000 February 2001 Εικόνα 7.5: Καταστροφή αυθαιρέτων κατασκευών ευρισκομένων επί του αιγιαλού και της 1ης σειράς θινών στην περιοχή του δέλτα Αλφειού ποταμού (σε απόσταση 1 km εκατέρωθεν των εκβολών) (Ghionis et al., 2013). 133

135 Αγροτική ανάπτυξη (α) Καλλιέργειες Στην σχετικά ομαλή και επίπεδη περιοχή μεταξύ της 1ης και 2ης και μεταξύ της 2ης και 3ης σειράς θινών από την περιοχή του Άνω Καλού Νερού έως και την περιοχή του Κακόβατου έχουν αναπτυχθεί είτε ευκαιριακά είτε μόνιμα εποχικές κυρίως γεωργικές δραστηριότητες, όπως είναι η συστηματική καλλιέργεια εποχιακών φρούτων και ιδιαίτερα καρπουζιών (Εικόνα 7.6). Αυτό όμως συνοδεύεται τις περισσότερες φορές από τεχνητή ισοπέδωση των προς καλλιέργεια περιοχών, τη χρήση πλαστικών (νάιλον) καλυμμάτων των καλλιεργειών που παραμένουν ως ρύποι μετά τη συγκομιδή καλλιέργεια, ή την εγκατάλειψη της καλλιέργειας, καταλήγοντας ακόμη και στη θάλασσα, ενώ δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και οι επιπτώσεις της χρήσης των φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Εικόνα 7.6: Ελαία-Αγιαννάκης. Αριστερά: Καλλιέργεια καρπουζιών (σημείο kyp711). Δεξιά: Αγροί ακαλλιέργητοι ή με καλλιέργεια βίκου (σημείο kyp717) Οι καλλιέργειες έχουν προκαλέσει μείωση της έκτασης, κατάτμηση και τοπική υποβάθμιση των αμμοθινικών οικοτόπων κυρίως στη ζώνη δευτερογενούς βλάστησης (2210, 2220, 2250, 2260) και, στις οικιστικές ζώνες, μείωση της έκτασης των οικοτόπων στη ζώνη τριτογενούς βλάστησης (2270). Η άροση του εδάφους διευκολύνει τη διείσδυση ζιζανίων που προκαλούν τοπική υποβάθμισης της χλωριδικής σύνθεσης των οικοτόπων. Η χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων υποβαθμίζει την ποιότητα των υδάτων και διευκολύνει την τοπική διείσδυση ξένων προς το αμμοθινικό σύστημα και ειδικά επιγενών ειδών. (β) Βόσκηση, διαχείριση για τη βόσκηση και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις Βόσκηση παρατηρήθηκε στην περιοχή του Άνω Καλού Νερού, της Ζαχάρως και της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2, 3). Στις δύο πρώτες περιοχές, η βόσκηση περιορίζεται κυρίως πίσω από το αμμοθινικό σύστημα ή σε υπολείμματα του αμμοθινικού συστήματος στην οικιστική και αγροτική ζώνη. Στην περιοχή της Αγουλινίτσας, η βόσκηση είναι εκτεταμένη και παρατηρούνται στη ζώνη της τριτογενούς βλάστησης μεγάλα τεχνητά ανοίγματα (ξέφωτα) τα οποία καταλαμβάνονται ως επί το πλείστον από πρόχειρες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις (στάνες) ή χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι (Εικόνα 7.7). 134

136 Εικόνα 7.7. Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 3. Αριστερά: πρόχειρες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις (σημείο kyp823) και βοσκημένα υγρά λιβάδια (2190). Δεξιά: Άνοιγμα του πευκοδάσους με βοσκημένα ξηρά λιβάδια (2240) και υγρά λιβάδια (2190). Σε αυτές τις περιοχές, εκτός από τη μείωση της έκτασης και την κατάτμηση του δάσους πεύκουκουκουναριάς (2270) που σε ορισμένες θέσεις έχει υποβαθμιστεί σε μεμονωμένες συστάδες, παρατηρείται τοπική υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και της δομής του υπορόφου του. Επιπλέον, οι πρόχειρες εγκαταστάσεις αυξάνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς (βλ. ενότητα 7.2.2). Επίσης, παρατηρείται τοπική υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και της δομής της βλάστησης υγρών κοιλοτήτων (2190), των ξηρών λιβαδιών (2240) και των αλοφυτικών οικοτόπων (1410). Η έντονη βόσκηση και η μεταβολή της κατάστασης των θρεπτικών του εδάφους διευκολύνουν τη διείσδυση ξένων προς τους φυσικούς οικοτόπους και επιγενών ειδών, ιδιαίτερα στην υγροτοπική βλάστηση (1410, 2190). (γ) Αποξηράνσεις Η αποξήρανση της λίμνης της Αγουλινίτσας και η μετατροπή της σε αγροτική και οικιστική ζώνη έχει προκαλέσει μη ανατάξιμη υποβάθμιση της υγροτοπικής βλάστησης και ειδικά της βλάστησης των τυρφώνων. Οι οικότοποι 2190, 7210 και 7230 έχουν υποστεί μείωση της έκτασής τους, κατάτμηση και υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και της δομής. Η έκταση των επιπτώσεων στους εναπομείναντες τυρφώνες και σε άλλους τύπους υγροτοπικής βλάστησης απαιτεί περαιτέρω μελέτη Τουριστική ανάπτυξη Οι διάφορες δραστηριότητες που περιγράφονται παρακάτω έχουν προκαλέσει κατάτμηση και τοπική υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και δομής των αμμοθινικών οικοτόπων (2110, 2120, 2210, 2260, 2270) και διευκολύνουν την τοπική διείσδυση επιγενών ειδών. (α) Εγκαταστάσεις αναψυχής - Διαμόρφωση της παραλίας Εγκαταστάσεις, όπως ταβέρνες, εξέδρες ανοικτών bar, «πεζόδρομοι» περιπάτου που σχεδόν στο σύνολο τους είναι εγκαταστημένα στη κορυφή της 1 ης θίνας ή και στο μέτωπό της προς τη θάλασσα (λόγω θέας), προκαλούν αποσταθεροποίηση της θίνας, που συχνά οδηγεί και στην καταστροφή τους, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στις φωτογραφίες των εικόνων 7.8 και

137 Εικόνα 7.8: Παραλιακός «δρόμος πρόσβασης» στις παραλίες που έχει κατασκευαστεί από το Δήμο Ζαχάρως πάνω στην πρώτη σειρά θινών. Η ισοπέδωση και σταθεροποίηση της κορυφής της θίνας καθώς και τα συχνά ανοίγματα καθόδου προς την παραλία έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντική κυματική διάβρωση της θίνας. Πολλές φορές γίνονται προσπάθειες αντιμετώπισης της διάβρωσης με πρόχειρα τεχνικά έργα όπως η κατασκευή τσιμεντένιων τοίχων προστασίας των θεμελίων ή η τοποθέτηση ογκολίθων πάνω στην παραλία και μπροστά από την κατασκευή για προστασία της από τη δράση των κυμάτων. Τα πρόχειρα αυτά μέτρα προστασίας που υλοποιούνται χωρίς καμία ουσιαστική μελέτη, στις περισσότερες περιπτώσεις επιταχύνουν τη διάβρωση και πάντα καταλήγουν σε καταστροφή των ιδίων και της κατασκευής που υποτίθεται ότι θα προστάτευαν. Εικόνα 7.9: Παλιά παραλιακή ταβέρνα στον Κακόβατο θεμελιωμένη πάνω στην πρώτη σειρά θινών. Η ισοπέδωση και ασφαλτόστρωση της παρακείμενης έκτασης για τη δημιουργία πλατείας και χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων σε συνδυασμό με έντονο κυματικό επεισόδιο οδήγησε στην υποσκαφή των θεμελίων της και τμήματος του χώρου στάθμευσης και στην καταστροφή τους. (β) Κατασκηνωτικοί Χώροι και Μη Οργανωμένη Κατασκήνωση Το πεδίο θινών, μεταξύ 1 ης και 2 ης ή/και 2 ης και 3 ης σειράς θινών, και κυρίως στην ζώνη τριτογενούς βλάστησης, χρησιμοποιείται εκτεταμένα ως κατασκηνωτικός χώρος, για την παροδική εγκατάσταση μεγάλου αριθμού επισκεπτών σε σκηνές ή τροχόσπιτα. Πρόκειται ως επί το πλείστον για μη οργανωμένους ή με αυτοσχέδια οργάνωση κατασκηνωτικούς χώρους που εγκαθίστανται 136

138 οπουδήποτε (Εικόνα 7.10). Η μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ισοπέδωση του χώρου και αποψίλωση της βλάστησης, το συνεχές ποδοπάτημα καθώς και η έλλειψη εγκαταστάσεων υγιεινής έχουν προκαλέσει τοπική υποβάθμιση του υπορόφου του δάσους πεύκου-κουκουναριάς (2270) και ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αναγέννησή του. Επιπλέον, η συχνή χρήση γυμνής φλόγας και η εγκατάλειψη σκουπιδιών (οργανικών και ανόργανων) έχουν όχι σπάνια αποτελέσει αιτία εκδήλωσης πυρκαγιών (βλ. ενότητα 7.2.2). Εικόνα 7.10: : Τροχόσπιτα και χρήση περιοχής για ελεύθερο «camping στην περιοχή Ελαίας. Τέλος, στην περιοχή της Αγουλινίτσας (Αμμοθινικό 2, 3) παρατηρείται η χρήση δένδρων της Juniperus phoenicea ως κατασκηνωτικών χώρων ("καβάτζες", Εικόνα 7.11). Η χρήση αυτή, υποβαθμίζει τοπικά τον οικότοπο 2250 λόγω του ποδοπατήματος ή της καταστροφής του υπορόφου και της παρεμπόδισης της αναγέννησης, αλλά και γιατί συνήθως αποκόπτονται κλάδοι (χλωροί ή ξεροί) οι οποίοι συγκρατούν τον άνεμο και προστατεύουν τον οικότοπο. Εικόνα Αγουλινίτσα-Αμμοθινικό 1. Εγκατάσταση κατασκηνωτικών χώρων σε δένδρα Juniperus phoenicea (αριστερά: σημείο kyp44, δεξιά: σημείο kyp850). (γ) Κυκλοφορία Τροχοφόρων - "Άμμο-δρόμοι" Σε όλη σχεδόν την έκταση του αμμοθινικού πεδίου και στις δύο περιοχές NATURA είναι συχνή η κυκλοφορία με μηχανοκίνητα μέσα, όπως τζιπ 4x4 και τετράτροχα μηχανάκια (γουρούνες), τα οποία αλλάζουν το μικρό-ανάγλυφο της παραλιακής ζώνης (Εικόνα 7.12) και φθείρουν τη βάση ή και την κορυφή ιδιαίτερα της 1 ης θίνας. Η χρήση των μέσων αυτών είναι άκρως επικίνδυνη για τις περιοχές ωοτοκίας των θαλάσσιων χελωνών και καθώς δημιουργούνται μόνιμα "μονοπάτια" στην άμμο 137

139 προκαλείται τοπική υποβάθμιση και κατάτμηση των αμμοθινικών οικοτόπων (κυρίως των 2110, 2120). (α) (β) Εικόνα 7.12: : Ίχνη από τετράτροχα οχήματα στην παραλία περιοχή Γιαννιτσοχώρι (α) και στη περιοχή της 1ης θίνας του Κακόβατου (β). (δ) Μη ελεγχόμενη εναπόθεση απορριμμάτων Κατά μήκος του της παραλιακής ζώνης του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι συχνή η τυχαία εναπόθεση απορριμμάτων από λουόμενους, ενώ σε ορισμένες παρατηρήθηκαν και θέσεις συγκέντρωσης απορριμμάτων (Εικόνα 7.13). Εικόνα Θέσεις συγκέντρωσης απορριμμάτων στο Γιαννιτσοχώρι (αριστερά, σημείο kyp433) και στην Κυπαρισσία (δεξιά, σημείο kyp524). (ε) Φυτεύσεις ειδών ξένων προς το αμμοθινικό οικοσύστημα Οι φυτεύσεις ξυλωδών ειδών ξένων προς την αμμοθινική βλάστηση, κυρίως κατά μήκος των δρόμων αλλά και μέσα στα φυσικά οικοσυστήματα, ιδιαίτερα στα υγροτοπικά και στις παρυφές τους, είναι συχνή πρακτική και στις δύο περιοχές μελέτης (Εικόνα 7.14). Οι φυτεύσεις έχουν προκαλέσει τοπική υποβάθμιση σε όλους τους αμμοθινικούς οικοτόπους και στους υγροτόπους. Επιπλέον, αυξάνουν τον κίνδυνο της εισβολής από επιγενή είδη, ιδιαίτερα στους υγροτόπους (1410, 2190, 6420, 7230) (βλ. ενότητα 7.1.6). 138

140 Εικόνα Αριστερά: Νεοχώριο (σημείο kyp483), φυτεύσεις Acacia salinga κατά μήκος του δρόμου και τοπική διείσδυση των θάμνων στον οικότοπο Δεξιά: Ζαχάρω (σημείο kyp135), φυτεύσεις Acacia salinga και ευκαλύπτων κατά μήκος του δρόμου και μέσα στους οικοτόπους 2110 και Εξορυκτικές δραστηριότητες - Υλοτομίες Στις περιοχές μελέτης παρατηρήθηκαν αμμοληψίες και χαλικοληψίες. Η επίπτωση των δραστηριοτήτων αυτών στο ιζηματολογικό ισοζύγιο περιγράφεται στην ενότητα Επιπλέον, έχουν προκαλέσει κατάτμηση και τοπική υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και δομής των αμμοθινικών οικοτόπων (2110, 2120, 2210, 2260, 2270). Επίσης στους πρόποδες του Λαπίθα υπάρχει παλαιό λατομείο το οποίο έχει προκαλέσει μείωση της έκτασης των θαμνώνων, ειδικά εκείνων με Juniperus phoenicea (5210). Τέλος, παρατηρείται αυθαίρετη υλοτομία ακόμη και για καυσόξυλα στο δάσος πεύκουκουκουναριάς (2270) Πυρκαγιές (φυσικές ή ανθρωπογενείς) Η μεγαλύτερη πρόσφατη πυρκαγιά στις περιοχές μελέτης ήταν εκείνη του 2007 που κατέκαψε μεγάλες δασικές εκτάσεις στην περιοχή GR , στον Λαπίθα και στην περιοχή του Καϊάφα. Το δάσος πεύκου (9540) εκτός του αμμοθινικού συστήματος επίσης παρουσιάζει έντονη φυσική αναγέννηση. Δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν και τι επιπτώσεις έχουν τα φαινόμενα διάβρωσης ειδικά σε ολοσχερώς καμένες απότομες πλαγιές. Ο θαμνώνας της Juniperus phoenicea (5210) φαίνεται ότι έχει καταστραφεί. Η πυρκαγιά κατέκαψε μεγάλα τμήματα του δάσους πεύκου-κουκουναριάς (2270) προκαλώντας μεταβολές στο μικροανάγλυφο των θινών (όπως έχει ήδη αναφερθεί στο Κεφάλαιο 5.2). Στην εικόνα 7.15 δίνονται χαρακτηριστικές φωτογραφίες από το καμένο δάσος του Καϊάφα. 139

141 (α) (β) (γ) (δ) Εικόνα 7.15: Φωτογραφίες από το καμένο δάσος του Καϊάφα: α) Διάβρωση της προς τη θάλασσα πλευράς της 2 ης σειράς θινών μετά τις πυρκαγιές β) αιολική διάβρωση και διακοπή της κατά μήκος της ακτής συνέχειας της 2 ης σειράς θινών. Εμφανή ίχνη από οχήματα 4x4 που εκμεταλλεύονται τα ανοίγματα που δημιουργήθηκαν από τις πυρκαγιές για πρόσβαση προς την παραλία (γ), δ) Διείσδυση άμμου με αιολική μεταφορά στο υπό αναγέννηση δάσος μεταξύ 2 ης και 3 ης σειράς θινών. Επιπλέον, η χρήση βαρέων μηχανημάτων, μετά τις πυρκαγιές, για την απομάκρυνση των καμένων δέντρων στο τμήμα βόρεια από το κανάλι αποστράγγισης της λίμνης του Καϊάφα οδήγησε στην ισοπέδωση του παράκτιου πεδίου θινών και σε μια σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του (βλ. Εικόνα 5.2.f). Επιπλέον, η καταστροφή της απομένουσας βλάστησης, του παλιού ριζικού συστήματος και της χαμηλής βλάστησης που είχε επιβιώσει από τις δασικές πυρκαγιές, μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση του πεδίου των αμμοθινών και επιτρέπουν σε μεγάλους όγκους άμμου να κινηθούν προς την ενδοχώρα μέσω αιολικών διεργασιών. Σε γενικές γραμμές, το δάσος πεύκου-κουκουναριάς (2270) πίσω από τη 2 η γραμμή θινών, όπου κάηκαν μεγάλες εκτάσεις, παρουσιάζει φυσική αναγέννηση η οποία διευκολύνεται από το ότι έχουν μείνει γειτονικά ή ενδιάμεσα τμήματα μη καμένου δάσους τα οποία λειτουργούν ως πηγές μονάδων διασποράς για την εγκατάσταση ειδών. Η Pinus halepensis αναγεννάται φυσικά, το ίδιο και τα είδη του παλαιού θαμνώδους υπορόφου ενώ φαίνεται ότι εγκαθίστανται εκ νέου είδη του ποώδους υπορόφου (το θέμα απαιτεί περαιτέρω μελέτης ως προς τη διαδοχή). Η Pinus pinea παρουσιάζει μικρή ή μηδενική φυσική αναγέννηση (το θέμα απαιτεί μελέτη) και οι φυτεύσεις έχουν κυμαινόμενη επιτυχία. Οι μεταβολές στο ανάγλυφο της 2 ης γραμμής θινών είναι εντοπισμένες στα τμήματα στα οποία κάηκε η βλάστηση (δευτερογενής ζώνη) στην προσήνεμη πλευρά των θινών. Στα τμήματα αυτά η 140

142 διάβρωση είναι έντονη, η θίνα έχει αποσταθεροποιηθεί και υπάρχουν blowouts που συνεχώς μεγαλώνουν. Το ίζημα που μεταφέρεται αιολικά αυξάνει σε μερικά σημεία τοπικά το υψόμετρο της θίνας και σε άλλα σημεία μεγάλες ποσότητες αποτίθενται αμέσως πίσω από την κορυφή της θίνας, δημιουργώντας μια μικρή οπισθοχώρηση της θίνας προς την ενδοχώρα. Οι αλλαγές αυτές στην υπήνεμη πλευρά της 2 ης γραμμής θινών είναι μη ανατάξιμες με φυσικό τρόπο. Η διάβρωση της προσήνεμης πλευράς όχι απλώς αναμένεται να συνεχίσει να μεγαλώνει μέχρι αυτή να σταθεροποιηθεί με φυσική βλάστηση ή ανθρώπινη παρέμβαση ή μέχρι να οπισθοχωρήσει μέχρι την τριτογενή ζώνη βλάστησης που επιβίωσε από τις πυρκαγιές και η οποία μπορεί να συγκρατήσει την άμμο. Η κατάσταση αυτή δεν είναι εκτεταμένη, αλλά στα σημεία που έχουν δημιουργηθεί μεγάλα blowouts στη 2 η γραμμή, η διάβρωση αναμένεται να προχωρήσει με αποτέλεσμα να διακοπεί η κατά μήκος της ακτής συνέχεια της γραμμής θινών και άμμος και άνεμος φορτισμένος με σταγονίδια θαλασσινού νερού και άμμο να εισχωρούν στο χώρο της τριτογενούς ζώνης βλάστησης μεταξύ 2 ης και 3 ης γραμμής θινών. Αυτό, ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αναγέννηση του δάσους πεύκου-κουκουναριάς. Στην ευαίσθητη αυτή προσήνεμη πλευρά της 2 ης γραμμής θινών, η δευτερογενής ζώνη βλάστησης χαρακτηρίζεται από αραιές συστάδες θάμνων (2250) ή χαμηλών πεύκων (2270) και χαμαιφυτική βλάστηση (2210, 2120x2210). H Pinus halepensis (2270) παρουσιάζει έντονη φυσική αναγέννηση και σε αυτές τις καμένες θέσεις (Εικόνα 7.16). Αντίθετα, η Juniperus phoenicea (2250) δεν φαίνεται να παρουσιάζει αναγέννηση ενώ υπάρχει διείσδυση έως εισβολή της Acacia saligna από παρακείμενες φυτεύσεις (βλ. ενότητες και 7.1.7). Η κατάσταση του οικοτόπου 2250 επιδεινώνεται τοπικά από την δημιουργία των blowouts. Εικόνα Καϊάφας-Αμμοθινικό 1. Τοπικά καμένη προσήνεμη πλευρά (αριστερά, σημείο kyp320) και κορυφή (δεξιά, σημείο kyp343) της 2 ης θίνας με αραιό θαμνώνα Juniperus phoenicea και αναγέννηση της Pinus halepensis Αλλαγή ιζηματολογικού ισοζυγίου Αυτή προκαλείται με την αφαίρεση, ανάσχεση των φερτών υλικών που ως προϊόντα της αποσάθρωσης μέσω της διάβρωσης της ενδοχώρας φθάνουν στην παραλία (αλλαγή/έλλειμα στο ισοζύγιο των ιζημάτων), μέσω: (α) της κατασκευής φραγμάτων υδροηλεκτρικών, αρδευτικών και ρυθμιστικών ροής, και (β) των αμμοχαλικοληψιών τόσο στην κοίτη των υδατορευμάτων, όσο και στο πεδίο των θινών. Η κατασκευή των φραγμάτων οδηγεί σε αρνητικό ισοζύγιο ιζημάτων την παραλιακή ζώνη προκαλώντας διάβρωση οπισθοχώρηση της ακτογραμμής που σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνει 141

143 μέχρι και την καταστροφή της 1ης σειράς θινών. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η οπισθοχώρηση της δελταϊκής ακτογραμμής του Αλφειού ποταμού η οποία ξεπέρασε τα 400 m μετά την κατασκευή του φράγματος του Λάδωνα (1954) και του Φλόκα (1963), όπως χαρακτηριστικά παρουσιάζεται στην εικόνα (a) (b) (c) Εικόνα 7.17: Φωτογραφίες των φραγμάτων Λάδωνα (a) και Φλόκα (b) και αποτύπωση της οπισθοχώρησης της ακτογραμμής των εκβολών του Αλφειού (c) (Ghionis et al., 2013). Νόμιμες και παράνομες αμμοχαλικοληψίες αφορούν την κοίτη των σημαντικών ποταμών της περιοχής (Αλφειού, Νέδα, Περιστέρας) και το πεδίο θινών αυτό καθαυτό. Στην εργασία τους οι Nicholas et al. (1999) αναφέρουν ότι μόνο από κατάντι του φράγματος του Φλόκα, κατά το διάστημα απομακρύνονταν περί τα 17.6x10 6 m 3 ιζήματος κατ έτος. Ανάλογες αμμοχαλικοληψίες έχουν διαπιστωθεί και στα υπόλοιπα υδατορεύματα του Κυπαρισσιακού, όπως στον ποταμό Νέδα. Δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 2.5, οι κύριες πηγές ιζημάτων για το νότιο τμήμα του Κυπαρισσιακού κόλπου είναι η περιστασιακή προς Νότο στερεομεταφορά κατά μήκος της ακτής, και η στερεομεταφορά των τοπικών υδατορευμάτων, η ποσότητα και η σύσταση των παράκτιων ιζημάτων 142

144 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δελταϊκές αποθέσεις της Νέδας. Η εξέλιξη, επομένως της παράκτιας ζώνης μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς από τις εκτεταμένες αμμοχαλικοληψίες από την κοίτη της Νέδας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Επιπροσθέτως, και όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες της εικόνας 7.18, γίνεται αυθαίρετη αφαίρεση τόνων άμμου (συνήθως για οικοδομική δραστηριότητα) από το πεδίο των θινών και κυρίως από τη 2 η και την 3 η σειρά. Εικόνα 7.18: :Η αυθαίρετη αφαίρεση τόννων άμμου από τη 2η σειρά θινών στην περιοχή Βουνάκι (σημείο kyp 710) έχει αφήσει πίσω της εκσκαφές βάθους μεγαλύτερου των 2 m και μήκους m Βιοτικές διαδικασίες (α) Ανταγωνισμός ειδών H Pinus halepensis διαθέτει μηχανισμό μεταπυρικής αναγέννησης και παρουσιάζει έντονη φυσική αναγέννηση μετά τη φωτιά. Φαίνεται ότι επεκτείνεται εις βάρος της Pinus pinea και της Juniperus phoenicea (Εικόνα 7.19), οι οποίες δεν διαθέτουν τέτοιο μηχανισμό. Οι οικότοποι 2250 και 5210 ενδέχεται να έχουν καταστραφεί εντελώς στις καμένες εκτάσεις. (β) Εισβολή επιγενών ειδών Η εισβολή των επιγενών ειδών διευκολύνεται από τοπικές διαταραχές της φυσικής βλάστησης, από τη φωτιά, από τη ρύπανση (μεταβολή της κατάστασης των θρεπτικών) και από τη γειτνίαση με οικισμούς και καλλιέργειες. Η Acacia saligna είναι είδος με τη δυνατότητα να εγκαθίσταται στα αμμοθινικά οικοσυστήματα και έχει εξαπλωθεί τοπικά εις βάρος των φυσικών οικοτόπων σε θέσεις όπου είχε φυτευθεί (Εικόνα 7.17). Επιπλέον, διαθέτει μηχανισμό μεταπυρικής αναγέννησης και έχει διεισδύσει και αναπαράγεται φυσικά κυρίως στις αμμοθίνες με δευτερογενή βλάστηση, όπου φαίνεται ότι έχει εισβάλει υποβαθμίζοντας τους θαμνώνες με Juniperus phoenicea (2250, βλ. ενότητα ). Ο βαθμός επέκτασής της σε βάθος χρόνου απαιτεί περαιτέρω μελέτη, ειδικά εφόσον το σύστημα δεν επηρεαστεί από επόμενη πυρκαγιά. Είδη του γένους Eucalyptus έχουν φυτεθεί εκτεταμένα σε παρυφές δρόμων και ακόμα και μέσα σε φυσικούς οικοτόπους (2270, 2190, 7230) και παρατηρήθηκε τοπικά φυσική αναγέννηση των δένδρων. Δεν φαίνεται να παρουσιάζουν το φαινόμενο της εκτεταμένης εισβολής, αλλά το θέμα απαιτεί περαιτέρω μελέτη. 143

145 Το είδος Symphiotrichum squamatum έχει εισβάλει στους υγροτοπικούς οικοτόπους (1410, 2190, 6420) και είναι άφθονο έως κυρίαρχο σε αρκετές θέσεις. Η εισβολή είναι εκτεταμένη. Το είδος Paspalum distichum παρατηρήθηκε να κυριαρχεί στην υγροτοπική βλάστηση σε μία μόνο θέση (ενδέχεται να υπάρχει σε περισσότερες). Τα είδη Erigeron sumatrensis και Echinochloa crus-galli φαίνεται ότι προς το παρόν έχουν απλώς διεισδύσει τοπικά στις υγροτοπικές κοινότητες. Το πρώτο φαίνεται ότι έχει εισβάλλει στις κοινότητες σε παρυφές δρόμων. 144

146 7.2. Απειλές Δραστηριότητες / φαινόμενα (φυσικά είτε ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης) που αναμένεται να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις αποσταθεροποιώντας γεωμορφολογικά τον ευρύτερο χώρο ή τμήματα αυτού και υποβαθμίζοντας τα φυσικά οικοσυστήματα. Οι απειλές είναι παράγοντες κινδύνου που αναμένεται να προκαλέσουν επιπτώσεις στο μέλλον Αλλαγή ιζηματολογικού ισοζυγίου Αυτή προκαλείται με την αφαίρεση, ανάσχεση των φερτών υλικών που ως προϊόντα της αποσάθρωσης μέσω της διάβρωσης της ενδοχώρας φθάνουν στην παραλία μέσω: (α) της κατασκευής φραγμάτων υδροηλεκτρικών, αρδευτικών και ρυθμιστικών ροής, και (β) των αμμοχαλικοληψιών τόσο στην κοίτη των υδατορευμάτων, όσο και στο πεδίο των θινών. Τα φερτά υλικά που συσσωρεύονται πίσω από τα φράγματα πρέπει κατά καιρούς να αφαιρούνται για να συντηρηθεί η ομαλή λειτουργία των φραγμάτων. Τα υλικά αυτά θα πρέπει να αποτίθενται στην κοίτη των ποταμών κατάντη του φράγματος (με ελεγχόμενο τρόπο ώστε να μην προκαλέσουν στένωση της κοίτης, υπερχείλιση και πλημμύρες), για να καταλήξουν μέσω της ποτάμιας στερεoμεταφoράς στο παράκτιο σύστημα. Αν τα φερτά αυτά υλικά απομακρυνθούν με οποιοδήποτε τρόπο, θα διαταραχθεί το ιζηματολογικό ισοζύγιο της ακτής του Κυπαρισσιακού κόλπου με αποτέλεσμα τη διάβρωση των παραλιών και των αμμοθινών. Οι αμμοχαλικοληψίες από τα ποτάμια απαγορεύεται γενικώς. Οι παράνομες αμμοχαλικοληψίες από τις κοίτες των ποταμών (συνήθως για οικοδομικές δραστηριότητες) και οι νόμιμες απομακρύνσεις τεράστιων όγκων ιζημάτων από τις κοίτες των ποταμών με το πρόσχημα της αντιπλημμυρικής προστασίας (π.χ. με τα από δασικές πυρκαγιές) διαταράσσουν δραστικά το ιζηματολογικό ισοζύγιο και προκαλούν τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα που περιγράφηκαν ανωτέρω. Οι μεταβολές του ιζηματολογικού ισοζυγίου μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν τα αμμοθινικά οικοσυστήματα στο σύνολό τους. Έχουν επιπτώσεις σε επίπεδο οικολογικού τοπίου, καθώς μεταβάλλουν τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών οικοσυστημάτων, σε επίπεδο οικοσυστήματος καθώς μεταβάλλουν βασικές αβιοτικές παραμέτρους και σε επίπεδο δομών των οικοτόπων. Η αυθαίρετη αφαίρεση τόνων άμμου (συνήθως για οικοδομική δραστηριότητα) από το πεδίο των θινών, και κυρίως από τη 2 η και τη 3 η σειρά, προκαλεί αλλοίωση του τοπογραφικού ανάγλυφου των θινών και διευκολύνει τη διάβρωση των παρακείμενων εκτάσεων του αμμοθινικού πεδίου μέσω της επιφανειακής απορροής και της αιολικής μεταφοράς προς τα βυθίσματα των παράνομων εκσκαφών. Οι αμμοληψίες, προκαλούν τοπική κατάτμηση και υποβάθμιση των αμμοθινικών οικοτόπων (κυρίως των 2250 και 2270) τόσο λόγω της απώλειας του υποστρώματος όσο και λόγω της διάνοιξης δρόμων και της διέλευσης βαρέων οχημάτων (εκσκαφέων και φορτηγών). Επιπλέον, οι εκσκαφές μπορεί να έχουν ως συνέπεια την μερική ή ολική απώλεια στήριξης των δένδρων που περιβάλλουν την εκσκαφή και την επακόλουθη την πτώση τους Πυρκαγιές Οι κίνδυνος πυρκαγιάς στο δάσος πεύκου-κουκουναριάς (2270) είναι αυξημένος λόγω του γεγονότος ότι η Pinus halepensis είναι εύφλεκτη. Οι ανεξέλεγκτες χρήσεις και δραστηριότητες μέσα στο δάσος αυξάνουν τον κίνδυνο. 145

147 Οι πρόχειρες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις συχνά χρησιμοποιούν αυτοσχέδια και πρόχειρα μέσα θέρμανσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα (π.χ. ξυλόσομπες) χωρίς τα απαραίτητα μέσα πυροπροστασίας. Η ελεύθερη κατασκήνωση στο δάσος πεύκου-κουκουναριάς ενέχει σημαντικούς κινδύνους που προέρχονται από τη συχνή χρήση γυμνής φλόγας είτε σε συσκευές μαγειρέματος (γκαζάκια) είτε σε αντικωνωπικά (π.χ. κεριά με citronella) σε πολύ μικρή απόσταση από εύφλεκτα υλικά (κλαδιά πεύκων, ξερές πευκοβελόνες, κλπ). Η εναπόθεση απορριμμάτων στον υπόροφο του δάσους επίσης αυξάνει την πιθανότητα ανάφλεξης. Βέβαια η μεγάλη πλειονότητα των κατασκηνωτών είναι περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένα άτομα και ιδιαίτερα προσεκτικά. Η ανυπαρξία, όμως, χώρων συγκέντρωσης και αποκομιδής των απορριμμάτων μέσα στο δάσος, η σχεδόν πλήρης εγκατάλειψη του παραλιακού δάσους από τις αρμόδιες υπηρεσίες και η παντελής έλλειψη μέσων πυρόσβεσης μέσα σε αυτό, διατηρούν πολύ υψηλό τον κίνδυνο καταστροφικής πυρκαγιάς Οικιστική και τουριστική ανάπτυξη Η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη με όλες τις συνδεόμενες δραστηριότητες (βλ. ενότητα 7.1.3) από την μία πλευρά είναι απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και αποτελούν στόχο των τοπικών κοινοτήτων και από την άλλη επαπειλούν τα αμμοθινικά οικοσυστήματα με πρόσθετη μείωση της έκτασης των οικοτόπων και υποβάθμιση της χλωριδικής σύνθεσης και της δομής. Στις περιοχές μελέτης, η τουριστική ανάπτυξη έχει αυξητική τάση (Εικόνα 7.19). Εικόνα Κακόβατος (σημείο kyp129). Ξενοδοχειακή εγκατάσταση που κατασκευάστηκε μετά το Ο περιφραγμένος χώρος περιλαμβάνει υπόλειμμα δευτερογενούς αμμοθινικής βλάστησης (2210) στην υπήνεμη πλευρά της 1 ης γραμμής θινών. Η τουριστική ανάπτυξη συνήθως συνοδεύεται από διάνοιξη δρόμων μέσα στο αμμοθινικό πεδίο για τη πρόσβαση στην παραλιακή ζώνη (δρόμοι που διανοίγονται διαμέσου των επιμέρους γραμμών θινών και κάθετα στην ακτογραμμή). Η διάνοιξη των δρόμων οδηγεί σε αποσταθεροποίηση των θινών η οποία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη στην περίπτωση της 1ης σειράς θινών, η οποία απειλείται κατά τη διάρκεια των θαλάσσιων καταιγίδων με έντονη διάβρωση ή/και με μερική καταστροφή 146

148 (Εικόνα 7.20). Η διευκόλυνση της πρόσβασης στην παραλία μέσω των νέων δρόμων θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των επισκεπτών και θα επιβαρύνει το παράκτιο οικοσύστημα. Εικόνα 7.20: : Διάνοιξη δρόμου κάθετα στις γραμμές θινών για πρόσβαση των οχημάτων στην παραλία και πρόχειρος χώρος στάθμευσης οχημάτων στην περιοχή του Μπισχινόκαμπου Αγροτική ανάπτυξη (α) Απαιτήσεις σε νερό άρδευσης Η καλλιέργεια μέσα στο αμμοθινικό σύστημα, ευνοείται και από την ύπαρξη του σχεδόν επιφανειακού υδροφόρου ορίζοντα, ο οποίος σε πολλές περιοχές δεν παρουσιάζει φαινόμενα υφαλμύρινσης παρά την πολύ μικρή απόσταση από την ακτογραμμή (Εικόνα 7.21). Όμως, αυτός δεν είναι ο κανόνας για όλη την περιοχή, ενώ η υπεράντληση από «ανεξέλεγκτες» γεωτρήσεις μπορεί να προκαλέσει και υφαλμύρινση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα (Alexopoulos et al., 2013). 147

149 Εικόνα 7.21: Υδροληπτικά έργα στην περιοχή του Κακόβατου (πηγάδια, γεωτρήσεις στο αμμοθινικό σύστημα) Κλιματική αλλαγή Αφορά άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, αλλαγή του ανεμολογικού καθεστώτος (ένταση και διεύθυνση ανέμου), άρα και του κυματικού (ύψος, περίοδος, θαλάσσιες καταιγίδες), που μπορούν να οδηγήσουν σε δραματική αλλαγή το σύνολο του παράκτιου μετώπου από γεωμορφολογικής απόψεως, επηρεάζοντας ακολούθως και το οικοσύστημα (Πίνακας 7.1). Πίνακας 7.1 Οπισθοχώρηση της ακτογραμμής (σε m) σύμφωνα με τα μοντέλα των Bruun (1962) (R1), Dean (1991) (R2) και Kriebel and Dean (1993) (R3) Κυπαρισσιακός Κόλπος R1 R2 R3 Μέση τιμή. Min 15,6 17,0 16,7 16,4 Max 46,0 47,9 52,8 48,9 148

150 Στο Κεφάλαιο 5, έχει εκτιμηθεί ότι μια άνοδος της θαλάσσιας στάθμης κατά 0,5 m μπορεί να προκαλέσει οπισθοχώρηση της ακτογραμμής της τάξης δεκάδων μέτρων, ενώ εάν η άνοδος φθάσει το 1 m απειλείται και η 1 η σειρά των θινών, ενώ μια πολύ μεγάλη έκταση περί τις εκβολές των κυρίων ποταμών αλλά και των υπόλοιπων υδατορευμάτων θα απωλεσθεί Tsunami Τα κύματα tsunami, ανάλογα με το μέγεθος τους (βλέπε κατάλογο tsunami στον Πίνακα 7.2) μπορούν να μεταβάλουν την παράκτια γεωμορφολογία του Κυπαρισσιακού Κόλπου και ειδικότερα των χαμηλότερων τοπογραφικά περιοχών. Σε μια τέτοια περίπτωση τα προαναφερθέντα τεχνητά κάθετα ανοίγματα πρόσβασης θα λειτουργήσουν σαν πύλες εισόδου της θαλάσσιας μάζας επιδεινώνοντας τις καταστροφικές συνέπειες του φαινομένου. Πίνακας 7.2 Σημαντικά πιστοποιημένα γεγονότα tsunamis κατά την αρχαία και νεότερη ιστορική περίοδο (πηγή: Papadopoulos and Chalkis, 1984; Papazachos and Papazachou, 2003; Soloviev et al., 1997; Boulder, 1996 and Antonopoulos, 1990) Date Region Ms Ko 5/11/1633 Zakynthos 7.0 III 2/11/1791 Zakynthos 6.8 II 27/6/1883 Corfu I. n.k. III 27/8/1886 Kiparissiakos Gulf 7.5 III 17/4/1893 Ionian Sea 6.4 II 6/2/1898 Kiparissiakos Gulf 7.0 III 3/12/1898 Zakynthos 6.1 II Ko: Κλίμακα έντασης τσουνάμι σύμφωνα με Sieberg-Ambraseys (από Ambraseys, 1962) II: Ελαφρύ (Light). Κύμα αντιληπτό από τους κατοίκους της παράκτιας ζώνης και γινόμενο αντιληπτό σε πολύ χαμηλές ακτές (Wave noticed by those living along the shore and familiar with the sea. On very flat shores generally noticed) III: Σχετικά δυνατό (Rather strong). Γενικά αντιληπτό. Πλημμύρα ομαλών παράκτιων περιοχών. Μικρά σκάφη παρασύρονται πάνω στην ακτή. Ελαφρές ζημιές σε ελαφριές κατασκευές που βρίσκονται κοντά στην ακτή ( Generally noticed. Flooding of gently sloping coast. Light sailing vessels carried away on shore. Slight damage to light structures situated near the coast) 149

151 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ALEXOPOULOS, J.D., DILALOS, S., POULOS, S., GHIONIS, G., PETRAKIS, S., GIANNOULI, D. & MICHELIOUDAKIS, D. (2013). High resolution geophysical techniques for an insight to the formation of the dune field of the central Kyparissiakos Gulf, (Greece). 40th CIESM Congress, Marseille, France, 28 Oct- 1 Nov ANTONOPOULOS, J. (1990). Data for investigating tsunami activity in the Mediterranean Sea. Sci. Tsunami Hazards, 8(1), ARIANOUTSOU, M., DELIPETROU, P., DIMOPOULOS, P., ECONOMIDOU, E., TSIOURLIS, G., PANITSA, M., KONSTANTINIDIS, P., KARAGIANNAKIDOU, V. and PANAGIOTIDES, P. (1996). Analysis of habitats. In: The Greek «Habitat» project Natura 2000 (Directive 92/43/EEC): An overview. Dafis S., Papastergiadou E., Georghiou K., Babalonas D., Georgiadis Th. (eds). The Goulandris Natural History Museum Greek Biotope/Wetland Centre, Thessaloniki, pp , ISBN AUBOUIN, J. (1977). Alpine tectonics and plate tectonics: thoughts about the Eastern Mediterranean. In: Ager, D.V., Brooks, M. (Eds.), Europe from Crust to Core. Wiley, London, pp Jacobshagen, AUBOUIN, J., BRUNN, J.H., CELET, P.,DERCOURT, J.,GODFRIAUX, I. and MERCIER, J.L. (1961). Esquisse de la geologie de la Grece. Les Mémoires de la Société Géologique de France, New York, pp BINDOFF, N.L., WILLEBRAND, J., ARTALE, V., CAZENAVE, A., GREGORY, J., GULEV, S., HANAWA, K., LE QUERE, C., LEVITUS, S., NOJIRI, Y., SHUM, C.K., TALLEY, L.D. and UNIKRISHNAN, A. (2007). Observations: Oceanic Climate Change and Sea Level. (In:) Climate Change 2007: The Physical Science Basis. Contributing of Working Group I to the Fourth assessment Report of the Intergovernmental Panel on climate Change. Solomon S., Qin D., Manning M., Chen Z., Marquis M., Averyt K.B., Tignor M., and Miller H.L. (eds), Cambridge University press, UK. BÖHLING, N., GREUTER, W. and RAUS, T. (2002). Zeigerwerte der Gefäßpflanzen der Südägäis (Griechenland). Braun-Blanquetia - Review of Geobotanical Monographs 32, pp BRUUN, P. (1962). Sea-Level Rise as a Cause of Shore Erosion Journal of Waterways and Harbor Division, American Society of Civil Engineers, Vol. 88, pp CADEE, N., DRONKERS, J., MARTIN, J-M. and NOLAN, C. (1994). European Land-Ocean Interaction Studies, Science Plan, EUR EN. CAVALERI, L., BERTOTTI, L. and LIONELLO, P. (1991). Wind wave cast in the Mediterranean Sea. J. Geophys. Res., vol. 96, C6, CERC (1984). Shore Protection Manual, U.S. Army Corps of Engineers Coastal Engineering Research Center, Washington D.C. CERC (Coastal Engineering Research Centre) (2000). Coastal Engineering Manual, US Army Corps of Engineers, Washington DC

152 DAVIES, C.E., MOSS, D. and O HILL, M. (2004). EUNIS habitat classification revised Report to European Environment Agency: European Topic Centre on Nature Protection and Biodiversity, 307 p. DEAN R.G. (1991). Equilibrium Beach Profiles: Characteristics and Applications. Journal of Coastal Research, 7(1), EUR27 (2007). Interpretation Manual of European Union Habitats. European Commission, DG Environment, Nature and biodiversity, July p. FOUNTOULIS, I., MAVROULIS, S. and THEOCHARIS, D. (2007). The morphotectonic structure of the transitional zone between the Gortynia Mt. Horst and the Pyrgos_Olympia basin (Centralwestern Peloponnese, Greece). Proc. 11th International Conference of the Geological Society of Greece, Athens, May 2007, Bull. Geol. Soc. Greece, XXXX/1, FOUNTOULIS, I., MAVROULIS, S., VASSILAKIS E. and PAPADOPOULOU-VRYNIOTI, K. (2013). Shoreline displacement and Pineios River diversions in NW Peloponnese (Greece) as result of the geology, active tectonics and human activity during the last 100ky. Zeitschrift für Geomorphologie, Vol. 57 (2013), Suppl. 3, FOUNTOULIS, I., SKOURTSOS, E., MAVROULIS, S. and KRANIS, H. (2010). Forearc-dipping normal faulting in Central-Western Peloponnesus, Greece. XIX Congress of the Carpathian Balkan Geological Association, Thessaloniki, Greece, September 2010, Geologica Balcanica, 39, 114. FOUNTOULIS, I., VASSILAKIS E., MAVROULIS, S., ALEXOPOULOS, J., DILALOS, S. and ERKEKI, A. (submitted to Geomorphology). Synergy of tectonic geomorphology, applied geophysics and remote sensing techniques reveal active extensional tectonism at NW Peloponnesus (Greece). FRYDAS, D. (1990). PIankton-Stratigraphie des PIiozäns und unteren PIeistozäns der SW PeIoponnes, GriechenIand. Newsl. Stratigraphie, 23/2, , BerIin-Stuttgart. Géhu, J. M., Apostolides, N., Gehu-Franck, J., & Arnold, K. (1989). Premieres données sur la végétation littorale des Iles de Rodhos et de Karpathos (Grece).Coll. Phytosoc, 19, Géhu, J. M., Biondi, E., Géhu-Franck, J., & Arnold-Apostolides, N. (1986). Données synsystématiques et synchrorologiques sur la végétation du littoral sédimentaire de la Grèce continentale. Documents phytosociologiques, 10(2), GHIONIS, G. (1993). Geomorphological processes and rhythmic landforms in the coastal zone of Kyparissiakos Gulf. Proceedings of the 3 rd Panhellenic Geographical Congress, Athens, GHIONIS, G., POULOS, S.E. and KARDITSA, A. (2013). Deltaic coastline retreat due to dam presence: The case of river Alfios mouth area, Kyparissiakos Gulf, Ionian Sea. In: Conley, D.C., Masselink, G., Russell, P.E. and O Hare, T.J. (eds.), Proceedings 12th International Coastal Symposium (Plymouth, England), Journal of Coastal Research, Special Issue No. 65, pp

153 GHIONIS, G., POULOS, S.E., GIALOURIS, P. and GIANNOPOULOS, T. (2005). Recent morphological evolution of the deltaic coast of the R. Alfios due to natural processes and human impact. Proceedings of the 7 th Panhellenic Geographical Congress, Mytilini, 1, GIANNOPOULOS, K., TAN, K. (2011). Reports In: Vladimirov V., Tan K. (eds). New floristic records in the Balkans: 15*. Phytol. Balcan. 17: GIANNOPOULOS K., TAN, K. and VOLD, G. (2011). Reports In: Vladimirov V., Tan K. (eds). New floristic records in the Balkans: 16*. Phytol. Balcan. 17: GREUTER W. and RAUS, Th. (eds) (1985). Med-Checklist Notulae, 11. Willdenowia 15: HÁJKOVÁ, P., WOLF, P. and HÁJEK, M. (2004). Environmental factors and Carpathian spring fen vegetation: the importance of scale and temporal variation. Ann. Bot. Fennici 41: HALÁCSY, E. De. (1901). Conspectus Florae Graecae Vol. 1. G. Engelmann, Lipsiae HATZFELD, D., KARAKOSTAS, V., ZIAZIA, M., KASSARAS, I., PAPADIMITRIOU, E., MAKROPOULOS, K., VOULGARIS, N. and PAPAIOANNOU, C. (2000). Microseismicity and faulting geometry in the Gulf of Corinth (Greece). Geophysical Journal International, 141, HELIOTIS, F.D. (1988). An inventory and review of the wetland resources of Greece. Wetlands, 8, IGBP (1995). Land-Ocean Interactions in the Coastal Zone: Implementation Plan. J.C. Pernetta and J.D. Milliman (Editors). IGBP Report No. 33, Stockholm IPCC (2007). Summary for Pollicy Makers. (In:) Climate Change 2007: The Physical Science Basis. Contributing of Working Group I to the Fourth assessment Report of the Intergovernmental Panel on climate Change. Solomon S., Qin D., Manning M., Chen Z., Marquis M., Averyt K.B., Tignor M., and Miller H.L. (eds). Cambridge University Press, UK, pp IUCN Standards and Petitions Subcommittee (2011). Guidelines for Using the IUCN Red List Categories and Criteria. Version 9.0. Prepared by the Standards and Petitions Subcommittee. Downloadable from JACOBSHAGEN, V., DURR, ST., KOCKEL, F., KOPP, K.O., KOWALCYK, G. with contr. BERCKHEMER H., BUTTNER, D. (1978). Structure and Geodynamic Evolotion of the Aegean Region. Alps Apennines, Hellenides, , Stuttgart. KADEREIT, J.W. (1986). A revision of Papaver section Argemonidium. Notes Roy. Bot. Gard. Edinburgh 44:25-43 KAMBERIS, E., IOAKIM, C., TSAILA-MONOPOLIS, S. and TSAPRALIS, V. (1992). Geodynamic and palaeogeographic evolution of Western Peloponnesus (Greece) during the Neogene. Paleont. Evolución 24-25: KAMBOUROGLOU, E., MAROUKIAN, H. and SAMPSON, A. (1988). Coastal evolution and archaeology north and south of Khalkis (Euboea) in the last 5000 years. In: Raban, A. (Ed.), Archaeology of Coastal Changes, vol BAR International Series, Oxford:

154 KANELLOPOULOU, E.A. (2002). Spatial distribution of rainfall seasonality in Greece. Weather, 57: KARAGIANNI, P., TINIAKOU, A. and GEORGIADIS, TH. (2008). A distribution model of habitat types along the rivers of W. Greece: A case-study. Fresenius Environmental Bulletin 17: KAZAKIS, G., GHOSN, D., REMOUNDOU, E., VOGIATZAKIS, I. and DELIPETROU P. (2010). Actions for the conservation of coastal dunes with Juniperus spp. in Crete and the South Aegean (Greece). Action A.2: Determining the plant communities composition and structure Deliverable A.2.1 report on plant associations, community types, composition and structure of coastal dunes with Juniperus spp. in Crete, Chania, Greece KOMAR, P.D. (1998). Beach processes and sedimentation. Second Edition. Prentice Hall, Inc. KONTOPOULOS, N. (1984). Grain-size spectra maps of beaches in W. Peloponnese, Greece. Math. Geol., 16, 2, KOWALCZYK, G. and WINTER, K.P. (1979). Neotectonic and structural development of the southern Peloponnesus. Ann. Geol. Pays Hellen., h. ser., 1979 (II): KRAFT, J.C., RAPP, G., GIFFORD, J.A. and ASCHENBRENNER, S.E. (2005). Coastal change and archaeological settings in Elis. Hesperia, 74, KRIEBEL D.L. and DEAN R.G. (1993). Convolution Method for Time-Dependent Beach-Profile Response. Journal of Waterway, Port, Coastal and Ocean Engineering, American Society of Civil Engineers, 119(2), LAMBECK, K. (1996). Sea-level change and shore-line evolution: A general framework of modeling and its application to Aegean Greece since Upper Paleolithic time. Antiquity 70, LAVRENTIADES, G. (1971). On the vegetation of sand dunes of Greek coasts. Colloques phytosociologiques, LAVRENTIADES, G.J. (1964). The ammophilous vegetation of the western Peloponnesos coasts. Vegetatio 22: LEKKAS, E., FOUNTOULIS, I. and PAPANIKOLAOU, D. (2000). Intensity Distribution and Neotectonic Macrostructure Pyrgos earthquake data (26 March 1993, Greece): Natural Hazards, 21, LEKKAS, E., PAPANIKOLAOU, D. and FOUNTOULIS, I. (1995). The Pyrgos earthquake - The geological and geotechnical conditions of the Pyrgos area (W. Peloponnese, Greece). XV Congress of the Carpatho-Balcan Geological Association, Seminar on active faults, Geol. Soc. Greece, 42-46, Athens. LEPICHON, X. and ANGELIER, J. (1979). The Hellenic arc and trench system: a key to the neotectonic evolution of the Eastern Mediterranean area. Tectonophysics 60, LUCAS, G. and SYNGE, H. (1978). The IUCN Plant Red Book. Royal Botanic Gardens, Kew: IUCN 153

155 MALANOTTE-RIZZOLI, P., MANCA, B., RIBERAD ALCALA, M., THEOCHARIS A., BRENNER S., BUDILLON, G. and OZSOY, E. (1999). The Eastern Mediterranean in the 80s and in the 90s: the big transition in the intermediate and deep circulations. Dynamics of Atmospheres and Oceans, 29, MANARIOTIS, I.D. and YANNOPOULOS, P.C. (2004). Adverse Effects on Alfeios River Basin and an Integrated Management Framework Based on Sustainability. Environmental Management, 34(2), MARIOLAKOS, I. and PAPANIKOLAOU, D. (1981). The Neogene basins of the Aegean Arc from the paleogeographic and the geodynamic point of view. In: Proceedings of the International Symposium Hellenic Arc and Trench (HEAT), vol. I, Athens, pp MARIOLAKOS, I. and PAPANIKOLAOU, D. (1987). Deformation pattern and relation between deformation and seismicity in the Hellenic arc. Bulletin of the Geological Society of Greece XIX, MARIOLAKOS, I., PAPANIKOLAOU, D. and LAGIOS, E. (1985). A neotectonic geodynamic model of Peloponnesus based on: morphotectonics, repeated gravity measurements and seismicity. Geologisches Jahrbuch Reihe B, Heft 50, MAROUKIAN, H., GAKI-PAPANASTASIOU, K., PAPANASTASIOU, D. and PALYVOS, N. (2000). Geomorphological observations in the coastal zone of Kyllini Peninsula (NW Peloponnesus- Greece) and their relation to the seismotectonic regime of the area. Journal of Coastal Research, 16, MCKENZIE, D. (1972). Active tectonics in the Mediterranean region. Geophysical Journal of the Royal Astronomical Society 30, MUCINA, L. (1997). Conspectus of classes of European vegetation. Folia Geobot. Phytotax. 32 : NICHOLAS, A.P., WOODWARD, J.C., CHRISTOPOULOS, G. and MACKLIN, M.G. (1999). Modelling and monitoring the impact of dam construction and gravel extraction on rates of bank erosion in the Alfios River, Peloponnese, western Greece. In: Brown, A.G. & Quine, T.A. (eds) Fluvial Processes and Environmental Change. Wiley, Chichester, pp NITTIS, K., PINARDI, N. and LASCARATOS, A. (1993), Characteristics of the summer 1987 flow field in the Ionian Sea, J. Geophys. Res., 98(C6), OXELMAN, B. (1995). A revision of the Silene sedoides-group (Caryophyllaceae). Willdenowia 25: PANAGOS, A.G., KONTOPOULOS, N., FOTAKIS, K. and GEROUKI, F. (1976). Grain size parameters and environmental fields of beach sands from the coast of the West Peloponnese, Greece. Ann. Geol. Pays Hellen., v. 28, PAPADOPOULOS, G.A. and CHALKIS, B.J. (1984). Tsunamis observed in Greece and the surrounding area from antiquity up to the present times. Marine Geology,

156 PAPANIKOLAOU, D., FOUNTOULIS, I. and METAXAS, CH. (2007). Active faults, deformation rates and Quaternary paleogeography at Kyparissiakos Gulf (SW Greece) deduced from onshore and offshore data. Quaternary International, , PAPAZACHOS, V. and PAPAZACHOU, K. (2003). The earthquakes of Greece (3 rd edition). Ziti Publications, Thessaloniki, 286pp (in Greek). PERRIER, R. (1980). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Φιλιατρά". ΙΓΜΕ. Αθήνα. PERRIER, R., ΚΑΤΣΙΚΑΤΣΟΣ, Γ. (1989). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Μελιγαλάς". ΙΓΜΕ. Αθήνα. PFEFFER, W.Y., HARPER, J.T. and O NEEL, S. (2008) Kinematic constrains on Glacier Contributions to 21 st Century Sea-Level Rise. Science, 321, PHILIPPSON, A. (1898). La tectonique de l Egeide. Annales de Geographie, PHITOS, D., STRID, A., SNOGERUP, S. and GREUTER, W. (1995). The Red Data Book of rare and threatened plants of Greece. Athens: World Wide Fund for Nature. PIHL, S., SØGAARD, B., EJRNÆS, R., AUDE, E., NIELSEN, K.E., DAHL, K. and LAURSEN, J.S. (2001). Habitats and species covered by the EEC Habitats Directive. A preliminary assessment of distribution and conservation status in Denmark. NERI Technical Report No. 365 POULOS, S.E., GAKI-PAPANASTASIOU, K., GIALOURIS, P., GHIONIS, G. and MAROUKIAN, H. (2012). A geomorphological investigation of the formation and evolution of the Kaiafas sand-dune field (Kyparissiakos Gulf, Ionian Sea, eastern Mediterranean) in the Late Holocene. Environmental Earth Science, 66 (3), POULOS, S.E., GHIONIS, G. and MAROUKIAN, H. (2009a). Sea-level rise trends in the Attico-Cycladic region (Aegean Sea) during the last 5000 years. Geomorphology, 107(1-2), POULOS, S.E., GHIONIS, G., MAROUKIAN, H. (2009b). The consequences of a future eustatic sea-level rise on the deltaic coasts of Inner Thermaikos Gulf (Aegean Sea) and Kyparissiakos Gulf (Ionian Sea), Greece. Geomorphology, 107( 1-2), POULOS, S.E., VOULGARIS, G., KAPSIMALIS, V., COLLINS, M. and EVANS, G. (2002). Sediment fluxes and the evolution of a riverine-supplied tectonically-active coastal system: Kyparissiakos Gulf, Ionian Sea (Eastern Mediterranean). (In:) Jones S.J. & Frostick L.E. (eds) Sediment Flux to Basins: Causes, Controls and Consequences. Geological Society, London, Special Publications, 191, RAHMSTORF, S. (2007). Sea-Level Rise: A semi-empirical Approach to Projecting Future. Science, 315, RICHTER, D. and MARIOLAKOS, I. (1972). Paläomorphologie und eozäne Verkarstung der Gavrovo - Tripolis Zone auf dem Peloponnes (Griechenland). Bulletin Geological Society of Greece, IX/2,

157 RIVAS-MARTÍNEZ, S., DÍAZ, T.E., FERNÁNDEZ-GONZÁLEZ, F., IZCO, J., LOIDI, J., LOUSÃ, M. and PENAS, A. (2002). Vascular plant communities of Spain and Portugal: Addenda to the syntaxonomical checklist of Itinera Geobotanica 15: SCHOLZ, H. and RAUS, T. (2006). Contribution to the flora of Greece: a new species of Achnatherum (Poaceae). Willdenowia 36: SKOURTSOS, E., FOUNTOULIS, I., MAVROULIS, S. and KRANIS, H. (2012). Late Cenozoic extensional faulting in Central-Western Peloponnesus, Greece. Geophysical Research Abstracts, Vol. 14, EGU , 2012, EGU General Assembly SOFIKITIS, E., SIAVALAS, G. CHATZIAPOSTOLOU, A., KALAITZIDIS, S. and CHRISTANIS, K. (2007). Greek coastal mires: a preliminary study of the Agoulinitsa peatland, western Peloponnese. Bulletin of the Geological Society of Greece vol. XXXX, 2007 Proceedings of the 11'" International Congress, Athens, May, 2007 SOLOVIEV, S.L., GO, CH. N., KIM, KH.S., SOLOVIEVA, O.N. and SHCHERNIKOV, N.A. (1997). Tsunami in the Mediterranean Sea, 2000 B.C A.D.. Moscow, National Geophysical Committee, 1997 (using data provided by O.N. Solovieva) SPANOU, S., VERROIOS, G., DIMITRELLOS, G., TINIAKOU, A., GEORGIADIS, T. (2006). Notes on flora and vegetation of the sand dunes of western Greece. Willdenowia 36 (Special Issue): STREIF, H. (1978). Stratigraphy and tectonics of Late Cenozoic rocks in Western Pelponnesus. In Alps, Apennines, Hellenides, Scient. rep., 38, , Stuttgart. STREIF, H. (1980). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Πύργος". ΙΓΜΕ. Αθήνα. STREIF, H. (1982). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Ολυμπία". ΙΓΜΕ. Αθήνα. SÝKORA, K.V., BABALONAS, D. and PAPASTERGIADOU, E.S. (2003). Strandline and sand-dune vegetation of coasts of Greece and of some other Aegean countries. Phytocoenologia 33 (2 3): TZONEV, R., DIMITROV, M. and ROUSSAKOVA, V. (2005). Dune vegetation of the Bulgarian Black Sea Coast. Hacquetia 4: 7 32 WAMDI Group (1988). The WAM model-a third generation ocean prediction model. J. Phys. Oceanogr., 18, ZEITZ, J. and GENSIOR, A. (2001). Changes in physical and chemical properties of fen soils induced by long term drainage, followed by recent rewetting. In: Stott D.E., Mohtar R.H., Steinhart G.C. (Eds). Sustaining the global farm. Selected papers from the 10th International Conservation Organization Meetimg, May 1999, Purdue University and the USDA-ARS National Soil Erosion Research Laboratory. pp

158 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ, Γ. και ΣΚΑΡΣΟΥΛΗΣ, Ε. (1992). Άτλας Ανέμου και Κύματος, Βορειοανατολικής Μεσογείου Θαλάσσης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Ναυπηγών - Μηχανολόγων Μηχανικών, Εργαστήριο Ναυτικής και Θαλάσσιας Υδροδυναμικής, Αθήνα. ΑΛΕΞΟΥΛΗ-ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ, Α. (1990). Ιζηματολογική και ορυκτολογική έρευνα των ιζημάτων της παραλίας του Κυπαρισσιακού κόλπου. Πρακτικά Γ Πανελλήνιου Συνεδρίου Ωκεανογραφίας και Αλιείας, Αθήνα, ΑΡΧΕΛΩΝ (2002). Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη-Κυπαρισσία. LIFE98NAT/GR/5262 BIOMAP (2001). Βάση δεδομένων. ΕΠΠΕΡ Υποπρόγραμμα 3 Μέτρο Αναγνώριση και περιγραφή των τύπων οικοτόπων σε περιοχές ενδιαφέροντος για τη διατήρηση της φύσης". ΥΠΕΧΩΔΕ, ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Α. (1955). Σεισμική γεωγραφία της Ελλάδος. Ann. Geol. Pays Hellen., VI, , Αθήνα. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Α. (1981). Οι βλαβεροί σεισμοί και το δυναμικό της Ελλάδος. Ann. Geol. Pays Hellen., XXX/2, , Αθήνα. ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Α., (1947). Η σεισμικότης της Μεσσηνίας. Ann. Geol. Pays Hellen., I, 38-59, Αθήνα. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Θ., ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Π., ΚΑΣΠΙΡΗΣ, Π., ΤΗΝΙΑΚΟΣ, Λ., ΔΗΜΗΤΡΕΛΛΟΣ, Γ., ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μ., ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ. (1998). Έρευνα περιβαλλοντικών παραμέτρων και προϋποθέσεων επαναπλημμυρισμού της πρώην Λίμνη Μουριάς Ν. Ηλείας. Πανεπιστήμιο Πατρών και Ηλειακή Α.Ε., 196 σελ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Κ. και ΔΕΛΗΠΕΤΡΟΥ, Π. (2013). Chloris: βάση δεδομένων των ενδημικών, υπενδημικών, σπάνιων, απειλούμενων και προστατευόμενων φυτών της ελληνικής χλωρίδας. Πανεπιστήμιο Αθηνών ΓΚΕΚΑ, Α. (2013). Διερεύνηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της Ανόδου της Στάθμης της Θάλασσας σε Παράκτιες Περιοχές που χαρακτηριίονται από την ύπαρξη Θινών. Μεταπτυχιακή Διατριβή στην Ειδίκευση «Γεωγραφία και Περιβάλλον» του Τομέα Γεωγραφίας & Κλιματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 108 σ. ΓΚΙΩΝΗΣ, Γ. (2001). Μορφοδυναμικές μεταβολές της ακτής του Κυπαρισσιακού κόλπου σε σχέση με το κυματικό καθεστώς. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, σ ΓΚΙΩΝΗΣ, Γ. και ΠΟΥΛΟΣ, Σ.Ε. (2010). Διερεύνηση των διαχρονικών κοκκομετρικών μεταβολών κατά μήκος της ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Πρακτικά 9 ου Πανελλήνιου Γεωγραφικού Συνεδρίου,4-6/11/2010, Αθήνα, ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, Γ., ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ, Δ. (1988). Υδρογεωλογική και υδροχημική συμπεριφορά των θερμών πηγών Καϊάφα (Δ. Πελοπόννησος). Πρακτ. 4ου Γεωλ. Επιστ. Συν. της Ελλην. Γεωλ. Ετ., ΧΧΙΙΙ/3,

159 ΙΑΤΡΟΥ, Γ. (1986). Συμβολή στη μελέτη του ενδημισμού της χλωρίδας της Πελοποννήσου.. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα ΚΑΜΑΡΗ, Γ., ΚΑΤΣΟΥΝΗ, Ν., TURLAND, N. και ΦΟΙΤΟΣ, Δ. (2009). Στο: Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλουμενων Φυτών της Ελλάδας των Φοίτος Δ., Κωνσταντινίδης Θ., Καμάρη Γ. (Επιμ. Εκδ.) Τόμος Πρώτος ΚΑΜΠΕΡΗΣ, Ε. (1987). Γεωλογική και πετρελαιογεωλογική μελέτη της ΒΔ Πελοποννήσου. Διδακτορική διατριβή, Ε.Μ.Π., Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείων -Μεταλλουργών, Τομέας Γεωλογικών Επιστημών, Αθήνα. ΚΑΡΑΒΑΣ, Ν. (2005). Μελέτη αντιπροσωπευτικών παραλιακών αμμοθινικών οικοσυστημάτων της Ελλάδας. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, σελ. 218 ΚΑΡΕΤΣΟΣ, Γ. και ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. (2009) (Υπεύθυνοι έκδοσης). Αποκατάσταση τοπίου δάσους Στροφυλιάς - Καϊάφα. ΕΘΙΑΓΕ - Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, Αθήνα, σελ. 261 και παράρτημα (αυτοτελής έκδοση). ΚΑΡΝΟΥΣΚΟΣ, Π., ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ, Γ. και ΚΟΜΜΑΤΑΣ, Μ. (2009). ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΔΗΜΟΥ ΑΥΛΩΝΟΣ Ν. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ. Αναπτυξιακή Μεσσηνίας, Δήμος Αυλώνας, 176 σελ. ΚΑΨΙΜΑΛΗΣ Β. (1993). Ιζηματολογική και γεωχημική μελέτη των ιζημάτων στην ηπειρωτική κρηπίδα του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, σ ΚΑΨΙΜΑΛΗΣ Β., ΚΟΝΙΣΠΟΛΙΑΤΗΣ Ν., ΧΡΟΝΗΣ Γ., ΛΥΚΟΥΣΗΣ Β., ΦΙΛΙΠΠΑΣ Δ. & ΠΑΝΑΓΟΣ Α. (1997). Κατανομή των επιφανειακών ιζημάτων στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου συμπόσιου Ωκεανογραφίας & Αλιείας, τόμος Ι. ΚΙΣΚΥΡΑΣ, Δ. (1952). Η Πελοπόννησος από σεισμολογική άποψη. Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά ΛΑΛΕΧΟΣ, Ν. (1973). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Κάτω Φυγαλεία". ΙΓΜΕ. Αθήνα. ΛΕΚΚΑΣ, Ε., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. (1992). Εκπόνηση Νεοτεκτονικού Χάρτη της Ελλάδας, Φύλλα "Πύργος - Τρόπαια" (κλίμακα 1: ). Τομέας Δυναμικής, Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 123 σ., Αθήνα. ΛΕΚΚΑΣ, Ε., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΔΑΝΑΜΟΣ, Γ. (1994). Τεκτονική Ανάλυση Ρηγμάτων Σεισμόπληκτης Περιοχής Πύργου. Τομέας Δυναμικής, Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 35 σ., Αθήνα. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η. (1975). Σκέψεις και απόψεις επί ορισμένων προβλημάτων της Γεωλογίας και Τεκτονικής της Πελοποννήσου. Ann. Geol. Pays Hellen., 27, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ. (1987). Είδος παραμόρφωσης και σχέση παραμόρφωσηςσεισμικότητας στον Ελληνικό χώρο. Δελτ. Ελλην. Γεωλ. Εταιρίας, ΧΙΧ,

160 ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΑΜΠΩ, Β., ΛΟΖΙΟΣ, Σ., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΜΕΡΤΖΑΝΗΣ, Α., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. (1987b). Μορφοτεκτονικές παρατηρήσεις στο τεκτονικό βύθισμα Δίμιοβας Περιβολακίων. Πρακτικά 1ου Πανελλ. Γεωγρ. Συν. της Ελλην. Γεωγρ. Ετ., Β, , Αθήνα. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΑΜΠΩ, Β., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ, Α. ΜΙΡΚΟΥ. Ρ. (1998). Νεοτεκτονικός Χάρτης της Ελλάδας, Φύλλο "Φιλιατρά" (κλίμακα 1: ). Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, Αθήνα. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΑΜΠΩ, Β., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΛΟΖΙΟΣ, Σ., ΜΕΡΤΖΑΝΗΣ, Α. (1987a). Η πόλγη της Πολιανής. Πρακτικά 1ου Πανελλ. Γεωγρ. Συν. της Ελλην. Γεωγρ. Ετ., Β, 40-52, Αθήνα. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. (1991). Νεοτεκτονικές μακροπτυχές στην περιοχή Φιλιατρών (Δυτ. Μεσσηνία, Πελοπόννησος). Πρακτικά 5ου Γεωλ. Επιστ. Συν. της Ελλην. Γεωλ. Εταιρίας, Δελτ. Ελλην. Γεωλ. Εταιρίας, XXV/3, ΜΑΥΡΟΥΛΗΣ, Σ. (2009). Εκτίμηση ενεργότητας ρηγμάτων στη ΒΔ Πελοπόννησο - Ο σεισμός της Ανδραβίδας (08/06/2008). Δι-ιδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πρόληψη και Διαχείριση Φυσικών Καταστροφών» σε σύμπραξη με το Τμήμα Γεωπληροφορικής και Τοπογραφίας ΤΕΙ Σερρών, σελ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., ΠΕΡΙΣΟΡΑΤΗΣ, Κ., ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ι., ΜΠΟΡΝΟΒΑΣ, Ι. (1982). Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, κλίμακα 1:50000, φύλλο "Κυπαρισσία". ΙΓΜΕ. Αθήνα. ΜΠΟΥΖΟΣ, Δ., ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. (2004). Ωκεανογραφικές παρατηρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Καϊάφα ( /κή Πελοπόννησος). Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Δελτίο της Ελλην. Γεωλ. Εταιρείας, XXXVI, NERCO-Χλύκας και συνεργάτες. (2011). Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000 α) GR "Θίνες και παραλιακό δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακόβατος" και β) GR "Θίνες Κυπαρισσίας". ΝΤΑΦΗΣ, Σ., ΠΑΠΑΣΤΕΓΙΑΔΟΥ, Ε. και ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ, Θ. (1999). Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης, Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτόπων της Ελλάδας. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων - Υγροτόπων της Ελλάδας ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠOΥΛOΣ I. (1988). Iζηματoλoγικές και oρυκτoλoγικές έρευvες στov Κυπαρισσιακό και Μεσσηvιακό κόλπo. Διπλ. εργ. Μεταπτυχ. Εvδ. Ωκεαvoγραφίας, Παv. Αθηvώv, 67 p. ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ, Β., ΠΑΠΑΖΑΧΟΥ, Κ. (1989). Οι σεισμοί της Ελλάδας. Εκδόσεις Ζήτη, 356, Θεσ/νικη RAABE, U., ΚΟΥΜΠΛΗ-ΣΟΒΑΝΤΖΗ, Λ. (2002). Μελέτη της χλωρίδας απειλούμενων υγροτόπων της Αργολίδας. In: Πρακτικά 9ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, 9-12 Μαΐου 2002, Αργοστόλι Κεφαλλονιάς. Ελληνική Βοτανική Εταιρεία, σελ ΣΠΑΝΟΥ, Σ. (2001a). Χαρτογράφηση και αναλυτική περιγραφή των οικοτόπων της περιοχής GR : Θίνες και παραλιακό δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακόβατος. Τελική αναφορά του έργου: ΕΠΠΕΡ Υποπρόγραμμα 3 Μέτρο Αναγνώριση κα περιγραφή των τύπων οικοτόπων σε περιοχές ενδιαφέροντος για τη διατήρησης της φύσης. Μελέτη 2, Επιστημονικός υπεύθυνος Γεωργιάδης Θ. ΥΠΕΧΩΔΕ,

161 ΣΠΑΝΟΥ, Σ. (2001b). Χαρτογράφηση και αναλυτική περιγραφή των οικοτόπων της περιοχής GR : Θίνες Κυπαρισσίας. Τελική αναφορά του έργου: ΕΠΠΕΡ Υποπρόγραμμα 3 Μέτρο Αναγνώριση κα περιγραφή των τύπων οικοτόπων σε περιοχές ενδιαφέροντος για τη διατήρησης της φύσης. Μελέτη 2, Επιστημονικός υπεύθυνος Γεωργιάδης Θ. ΥΠΕΧΩΔΕ, ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΣ Γ., ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Ν., ΣΑΜΠΩ Β. και ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Γ. (1987) Κυματικές Συνθήκες και Μεταφορά Ιζημάτων κατά μήκος της Ακτογραμμής του Κυπαρισσιακού κόλπου. ΥΔΡΟΤΕΧΝΙΚΑ, Πρακτικά 3ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Υδροτεχνικής Εταιρείας. ΦΟΙΤΟΣ, Δ., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Θ. και ΚΑΜΑΡΗ, Γ. (Επιμ. Εκδ.) (2009). Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλουμενων Φυτών της Ελλάδας. Τόμος Πρώτος ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. (1994). Νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου. Διδακτορική διατριβή, Τομέας Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΑΙΑ 7, 386 σελ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι. (2000). Οι πηγές των Ανυγρίδων Νυμφών. Πρακτικά Συμπόσιου «Γεωτουριστικά, Γεωπολιτικά Μονοπάτια και Γεωμυθότοποι», Αθήνα, 54. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΛΕΚΚΑΣ, Ε. (1991). Η παρουσία της Ιονίου ενότητας στο όρος Λαπίθας (Κεντροδυτική Πελοπόννησος). Δελτ. Ελλην. Γεωλ. Εταιρείας, ΧΧVII, 47-56, Αθήνα. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΜΩΡΑΪΤΗ, Ε. (1994). Ιζηματογένεση, παλαιογεωγραφία και νεοτεκτονική ερμηνεία των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού. Δελτίο Ελλην. Γεωλ. Εταιρείας, ΧΧΧ/2, ΧΑΤΖΗΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, A. (2009). Γεωλογικές-εδαφολογικές παράμετροι της αποξηραμένης Λίμνης Μουριάς (Ν. Ηλείας) ως παράγοντες για τον καθορισμό κριτηρίων εφαρμογής αποκατάστασης και αειφορικής διαχείρισης υγροτόπων. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, 369 σελ. 160

162 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 161

163 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΧΑΡΤΕΣ και ΑΡΧΕΙΑ GIS Χάρτης 1. Χάρτης οικοτόπων της περιοχής GR Επισυναπτόμενα αρχεία: GR jpg (εικόνα) GR233_5S.shp (GIS) - οικότοποι εντός των ορίων της περιοχής GR HAB233_5.shp (GIS) - οικότοποι εντός των ορίων της περιοχής GR και σε στενή ζώνη εκτός των ορίων Χάρτης 2. Χάρτης οικοτόπων της περιοχής GR Επισυναπτόμενα αρχεία: GR jpg (εικόνα) GR255_5S.shp (GIS) - οικότοποι εντός των ορίων της περιοχής GR HAB255_5.shp (GIS) - οικότοποι εντός των ορίων της περιοχής GR και σε στενή ζώνη εκτός των ορίων Άλλα επισυναπτόμενα αρχεία GIS kyp_poi1.shp - σημεία παρατηρήσεων κατά την εργασία πεδίου region1 - τομείς των περιοχών GR και GR

164 Χάρτης 1. Χάρτης οικοτόπων της περιοχής GR

165 Χάρτης 2. Χάρτης οικοτόπων της περιοχής GR Βόρειο Τμήμα 164

166 Κεντρικό Τμήμα 165

167 Νότιο Τμήμα 166

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του

Διαβάστε περισσότερα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε 1 i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΛΙΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Ο.ΑΝ.Α.Κ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ Σ.Ν. ΠΑΡΙΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ 2001

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ 333 Πανεπιστήμιο Πατρών Τομέας Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Εργαστήριο Τεκτονικής ΔIΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1-4 Ιουνίου 2010 Πρόγραμμα - Δρομολόγιο Σύνταξη Επιμέλεια: Καθηγητής Μιχ. Σταματάκης

Διαβάστε περισσότερα

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα). Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα). Περίληψη Η περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ευρύτερης

Διαβάστε περισσότερα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων Λιθοστρωματογραφία Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων σε ΕΝΟΤΗΤΕΣ με βάση τα λιθολογικά τους χαρακτηριστικά (σύσταση, χρώμα, στρώσεις, υφή,

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Ο βορράς είναι προσανατολισμένος προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου.

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου. Δρ. Παρασκευή Νομικού Λέκτωρ Ωκεανογραφίας Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Η ηφαιστειακή εξέλιξη της Νισύρου άρχισε

Διαβάστε περισσότερα

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και

Διαβάστε περισσότερα

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική Έχει διαπιστωθεί διεθνώς ότι τα περιθώρια τεκτονικών πλακών σε ηπειρωτικές περιοχές είναι πολύ ευρύτερα από τις ωκεάνιες (Ευρασία: π.χ. Ελλάδα, Κίνα), αναφορικά με την κατανομή των σεισμικών εστιών. Στην

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Κεφάλαιο 1 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Για τις ανάγκες της "Γεωλογικής Τεκτονικής Μελέτης Λεκανοπεδίου Αθηνών", που εκπονήθηκε από την ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών κατασκευάσθηκαν οι ακόλουθοι

Διαβάστε περισσότερα

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων Διασκευή και τροποποίηση στοιχείων της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης Περιοχής Αστερουσίων, του προγράμματος LIFE B4-3200/98/444,«Προστασία του Γυπαετού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ α) Παρατηρήσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1 Π2 ρόμος που συμπίπτει με γραμμή απορροής ρέματος Φ2 Π3 Μπάζα από οικοδομικά υλικά,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας»

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας» ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας» Η Μεσοελληνική Αύλακα (ΜΑ) είναι μία λεκάνη που εκτείνεται στη Βόρεια Ελλάδα

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1. Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Η γεωλογία της Κρήτης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη κυρίως αλπικών και προαλπικών πετρωμάτων τα οποία συνθέτουν ένα πολύπλοκο οικοδόμημα τεκτονικών

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative Commons

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών...3. 2. Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο... 15. 3. Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών... ΜΕΡΟΣ 1 1. Γεωλογείν περί Σεισμών....................................3 1.1. Σεισμοί και Γεωλογία....................................................3 1.2. Γιατί μελετάμε τους σεισμούς...........................................

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ» ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΛΙΝΑ (00003) «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ Εισαγωγή: Η σεισμικότητα μιας περιοχής χρησιμοποιείται συχνά για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τις τεκτονικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί. Από τα τέλη του

Διαβάστε περισσότερα

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz) Δίνονται αεροφωτογραφίες για στερεοσκοπική παρατήρηση. Θεωρούμε ότι ο βορράς βρίσκεται προς τα πάνω κατά την ανάγνωση των γραμμάτων και των αριθμών. Ερωτήσεις:

Διαβάστε περισσότερα

Διασυνοριακό Πρόγραμμα Ευρωϊκής Εδαφικής Συνεργασίας «Ελλάδα-Ιταλία 2007-2013»

Διασυνοριακό Πρόγραμμα Ευρωϊκής Εδαφικής Συνεργασίας «Ελλάδα-Ιταλία 2007-2013» Διασυνοριακό Πρόγραμμα Ευρωϊκής Εδαφικής Συνεργασίας «Ελλάδα-Ιταλία 2007-2013» Άξονας Προτεραιότητας 3: «Βελτίωση της ποιότητας ζωής, προστασία του περιβάλλοντος και ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτιστικής

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 3: Η Ζώνη της Πίνδου. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 3: Η Ζώνη της Πίνδου. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 3: Η Ζώνη της Πίνδου Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative Commons

Διαβάστε περισσότερα

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας ΛΙΘΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Μαγνητοστρωματογραφία Σεισμική στρωματογραφία ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ Παραλληλισμός στρωμάτων από περιοχή σε περιοχή με στόχο

Διαβάστε περισσότερα

Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ανάπτυξη φρεάτιων υδροφόρων οριζόντων. α/α ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ.

Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ανάπτυξη φρεάτιων υδροφόρων οριζόντων. α/α ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του υδρογεωλογικού καθεστώτος της λεκάνης του Αλµυρού Βόλου και σε συνδυασµό µε την ανάλυση του ποιοτικού καθεστώτος των υπόγειων νερών της περιοχής,

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Ο Ελλαδικός χώρος µε την ευρεία γεωγραφική έννοια του όρου, έχει µια σύνθετη γεωλογικοτεκτονική

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Νικ. Δελήμπασης Τομέας Γεωφυσικής Γεωθερμίας Πανεπιστημίου Αθηνών Η έρευνα για την ανίχνευση τυχόν

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σίνα 32, Αθήνα 106 72, τηλ.210-3617824, φαξ 210-3643476, e- mails: ellspe@otenet.gr & info@speleologicalsociety.gr website: www.speleologicalsociety.gr ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Κεφάλαιο 11 ο : Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τις δευτερογενείς μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη δράση της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ 3η. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ (π.χ.1:5000)

ΑΣΚΗΣΗ 3η. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ (π.χ.1:5000) ΑΣΚΗΣΗ 3η ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ (π.χ.1:5000) 1 Τεχνικογεωλογικοί χάρτες μεγάλης κλίμακας Βασικός στόχος μιας γεωτεχνικής έρευνας είναι η ομαδοποίηση των γεωλογικών σχηματισμών

Διαβάστε περισσότερα

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες Tεχνικο οικονομικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της οικονομικότητας των γεωθερμικών χρήσεων και της «αξίας» του ενεργειακού προϊόντος: η θερμοκρασία, η παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ ΘΕΣΗ 1 Εισαγωγή - Ιστορικό Στον επαρχιακό οδικό άξονα Τρίπολης Ολυμπίας, στο ύψος του Δήμου Λαγκαδίων, έχουν παρουσιασθεί κατά το παρελθόν αλλά

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Ι., ΛΑΔΑΣ Ι..

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Ι., ΛΑΔΑΣ Ι.. ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Νο 72 ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ Ι., ΛΑΔΑΣ Ι.. (2001). Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της ΝΔ Πελοποννήσου κατά το Τεταρτογενές. Πρακτικά 9 ου Συνέδριου Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας,, Δελτίο Ελλην

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ ΒΡΑΧΩΔΩΝ ΠΡΑΝΩΝ ΤΟΥ ΟΡΥΓΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΕΡΙΘΩΡΙ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: Χ.Θ 18+535

Διαβάστε περισσότερα

8. Υπολογισµός Α.Υ. επαφής σε τυχαία θέση: Το «πρόβληµα» της γεώτρησης

8. Υπολογισµός Α.Υ. επαφής σε τυχαία θέση: Το «πρόβληµα» της γεώτρησης 8. Υπολογισµός Α.Υ. επαφής σε τυχαία θέση: Το «πρόβληµα» της γεώτρησης 1. Γενικά... 78 2. Γεώτρηση σε απλά κεκλιµένα στρώµατα... 78 3. Γεώτρηση σε διερρηγµένα στρώµατα... 81 4. Γεώτρηση σε ασύµφωνα στρώµατα...

Διαβάστε περισσότερα

Υδρογεωλογική μελέτη για την καταγραφή των υπόγειων υδατικών πόρων του καλλικρατικού Δήμου Μεσσήνης

Υδρογεωλογική μελέτη για την καταγραφή των υπόγειων υδατικών πόρων του καλλικρατικού Δήμου Μεσσήνης ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΔΕΥΑΜ Υδρογεωλογική μελέτη για την καταγραφή των υπόγειων υδατικών πόρων του καλλικρατικού Δήμου ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ : ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ : ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ : ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΥΡΕΣΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΧΥΤΑ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΝΟΜΟΥ ΜΕ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή

Διαβάστε περισσότερα

Ενιαία ΜΠΚΕ Ελλάδας Παράρτημα 4.8 Δυτικό Τμήμα Γεωλογία

Ενιαία ΜΠΚΕ Ελλάδας Παράρτημα 4.8 Δυτικό Τμήμα Γεωλογία Παράρτημα.8 Δυτικό Τμήμα Γεωλογία ORIGINAL SIZE ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΟΔΕΥΣΗ ΑΓΩΓΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΥΤΙΚΟ) ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ) ΑΛΒΑΝΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΓΟΥ np ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ χλμ ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ 5 μ. ΧΩΡΟΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8: Ζώνη Παρνασσού, Ζώνη Βοιωτίας, Υποπελαγονική Ζώνη Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

Συστηματικές διακλάσεις ψαμμιτικών τεμαχών

Συστηματικές διακλάσεις ψαμμιτικών τεμαχών vbn Συστηματικές διακλάσεις ψαμμιτικών τεμαχών [Document subtitle] Μπεκρής Μάριος ΓΕΩΛΟΓΙΚΌ ΠΑΤΡΩΝ [Company address] Πίνακας περιεχομένων Κεφάλαιο 1ο 1. Γεωλογική επισκόπηση 1.1. Γεωλογική δομή Κεντρικής

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη. Βογιατζή Χρυσάνθη Προσοµοίωση Παράκτιου Υδροφορέα Βόρειας Κω

Περίληψη. Βογιατζή Χρυσάνθη Προσοµοίωση Παράκτιου Υδροφορέα Βόρειας Κω i Περίληψη Η περιοχή που εξετάζεται βρίσκεται στην νήσο Κω, η οποία ανήκει στο νησιωτικό σύµπλεγµα των ωδεκανήσων και εντοπίζεται στο νοτιοανατολικό τµήµα του Ελλαδικού χώρου. Ειδικότερα, η στενή περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 13: Ζώνη Ροδόπης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 13: Ζώνη Ροδόπης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 13: Ζώνη Ροδόπης Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Άδειες Χρήσης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative Commons

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚ ΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ (Κλίµακα 1:100.000)

ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚ ΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ (Κλίµακα 1:100.000) ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚ ΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ (Κλίµακα 1:100.000) ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ ρ.

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. 2.1 Μορφολογία. 3. 2.2 Γεωλογική σύσταση και δομή.. 4. 2.2.1 Γενικά. 4. 2.2.2 Γεωλογική-στρωματογραφική διάρθρωση του Ν.

Περιεχόμενα. 2.1 Μορφολογία. 3. 2.2 Γεωλογική σύσταση και δομή.. 4. 2.2.1 Γενικά. 4. 2.2.2 Γεωλογική-στρωματογραφική διάρθρωση του Ν. Περιεχόμενα σελ Πρόλογος 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΟΜΗ Ν. ΑΧΑΪΑΣ 3 2.1 Μορφολογία. 3 2.2 Γεωλογική σύσταση και δομή.. 4 2.2.1 Γενικά. 4 2.2.2 Γεωλογική-στρωματογραφική διάρθρωση του Ν. Αχαΐας 5

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ & ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (Ο.Α.Σ.Π.) ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΘΕΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 6. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ 13 7.

1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 6. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ 13 7. 1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 4.1 ΓΕΝΙΚΑ 4 4.2 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 5 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 5.1 ΓΕΝΙΚΑ 6 5.2 ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Habitat: κυρίαρχη μορφή, γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένας οικότοπος Χλωρίδα (π.χ. φυτό-φύκος) Πανίδα (π.χ. ύφαλος διθύρων) Γεωλογική μορφή (π.χ.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΛΟΓΟΣ Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι.,

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΛΟΓΟΣ Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Νο 120 ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΛΟΓΟΣ Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., και ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ. (2007) - Παρατηήσεις επί των κατακόρυφων τεκτονικών κινήσεων κατά τους ιστορικούς χρόνους στον αρχαιολογικό χώρο Κάτω Ζάκρου.

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΞΩΜΑΛΥΝΣΗ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ Δρ Γεώργιος Μιγκίρος Καθηγητής Γεωλογίας ΓΠΑ Ο πλανήτης Γη έτσι όπως φωτογραφήθηκε το 1972 από τους αστροναύτες του Απόλλωνα 17 στην πορεία τους για τη σελήνη. Η

Διαβάστε περισσότερα

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.)

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ ΝΕΑΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: «ΜΕΛΕΤΗ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΧΩΡΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ» Α.Μ.: 124/2017 ΧΡΗΜ/ΣΗ: ΠΡΟΕΚ/ΜΕΝΗ ΑΜΟΙΒΗ: ΙΔΙΟΙ

Διαβάστε περισσότερα

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ II ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ βασική απαίτηση η επαρκής γνώση των επιμέρους στοιχείων - πληροφοριών σχετικά με: Φύση τεχνικά χαρακτηριστικά

Διαβάστε περισσότερα

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua. ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ Dr. Βανδαράκης Δημήτριος (dbandarakis@hua.gr) Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής (kpavlop@hua.gr) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΣΑΣ ΔΙΑΤΜΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΣΑΣ ΔΙΑΤΜΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ "ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ" ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: "ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ" ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ.,

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ., ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Νο 45 ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ., (1997). - Ποσοτική διερεύνηση του υδρογεωλογικού συστήματος της λεκάνης Κάτω Μεσσηνίας. Πρακτικά 4ου Υδρογεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο

Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο Ιωάννης Ηλιόπουλος Παγκόσμια Γεωδυναμική 1 Η θέση της Ελλάδας στο Παγκόσμιο γεωτεκτονικό σύστημα 2 Γεωλογική τοποθέτηση η της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό χώρο Πανάρχαια Ευρώπη:

Διαβάστε περισσότερα

Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι

Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι Δρ. Δρ. Νίκη Ευελπίδου Αναπλ. Καθηγήτρια Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Δρ. Άννα Καρκάνη Τμήμα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ - ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΖΑΧΑΡΩΣ, ΝΟΜΟΥ ΗΛΕΙΑΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ - ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΖΑΧΑΡΩΣ, ΝΟΜΟΥ ΗΛΕΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ - ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

NON TECHNICAL REPORT_SKOPELAKIA 11,96 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

NON TECHNICAL REPORT_SKOPELAKIA 11,96 MW ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αφορά το έργο της εγκατάστασης και λειτουργίας Φωτοβολταϊκού Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας, συνολικής ισχύος 11.963,2 kwp στη θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΑΪΚΟΥ» ΣΥΝΤΑΞΗ:

Διαβάστε περισσότερα

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ Β. Π. Γ. Π. Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, ενώ με τα νησιά φτάνει τα 30,2

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ Η μέθοδος των πρώτων αποκλίσεων των επιμήκων κυμάτων sin i = υ V υ : ταχύτητα του κύματος στην εστία V: μέγιστη αποκτηθείσα ταχύτητα Μέθοδος της προβολής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΣΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ & ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΣΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ & ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟ: 7 ο ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Β. ΧΡΗΣΤΑΡΑΣ, Καθηγητής Β. ΜΑΡΙΝΟΣ, Επ. Καθηγητής 6η ΑΣΚΗΣΗ: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΡΦΟΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ Υ ΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΚΤΥΑ ΤΟΥ Ν. ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑ Α) 1

ΜΟΡΦΟΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ Υ ΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΚΤΥΑ ΤΟΥ Ν. ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑ Α) 1 ΜΟΡΦΟΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ Υ ΡΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΚΤΥΑ ΤΟΥ Ν. ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ (ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑ Α) 1 ΜΠΕΛΛΟΣ, Θ. 2 & Γ. ΛΕΙΒΑ ΙΤΗΣ 2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό την µελέτη των υδρογραφικών δικτύων που

Διαβάστε περισσότερα

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία

Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Εφαρμοσμένη Γεωμορφολογία - Αστική Γεωμορφολογία Ενότητα 4: Μεταβολές στάθμης θάλασσας Νίκη Ευελπίδου Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος Δείκτες µεταβολής στάθµης θάλασσας Οι

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΕΔΙΝΗΣ ΖΩΝΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ.,

ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ., ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Νο 44 ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, Η., ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Ι., ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, Ε., ΛΟΓΟΣ, Ε., ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Δ., (1997). - Ποιοτική διερεύνηση του υδρογεωλογικού συστήματος της λεκάνης Κάτω Μεσσηνίας. Πρακτικά 4ου Υδρογεωλογικού

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών (4) Αλλαγές μεταβολές του γεωϋλικού με το χρόνο Αποσάθρωση: αλλοίωση (συνήθως χημική) ορυκτών

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α Α ΕΜΠ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Συντονιστική Επιτροπή: ΡΟΖΟΣ., Τεχν. Γεωλόγος, Επικ.

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ)

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ) ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ) Θεσσαλονίκη 2011 Η απόφαση για μια αναγνωριστική αποστολή πάνω από το χωριό Χαλίκι, στο όρος Λάκμος ή Περιστέρι, πάρθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του συλλόγου

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ H Οδηγία 2006/118/ΕΚ ορίζει τα υπόγεια ύδατα ως πολύτιμο φυσικό πόρο, που θα πρέπει να προστατεύεται από την υποβάθμιση και τη ρύπανση. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα

Διαβάστε περισσότερα

Αποτύπωση και Χαρακτηρισμός ενεργών ρηξιγενών ζωνών στο Ηράκλειο Κρήτης

Αποτύπωση και Χαρακτηρισμός ενεργών ρηξιγενών ζωνών στο Ηράκλειο Κρήτης "Οι μελέτες Γεωλογικής Καταλληλότητας (ΜΓΚ) στα πλαίσια εκπόνησης ΣΧΟΟΑΠ - ΓΠΣ: Προβλήματα και δυνατότητες Αποτύπωση και Χαρακτηρισμός ενεργών ρηξιγενών ζωνών στο Ηράκλειο Κρήτης Δρ Αθανάσιος Η. Γκανάς

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΟΡΥΚΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΟΡΥΚΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΧΟΥΣ ΤΟΥ ΕΔΑΦΙΚΟΥ ΚΑΛΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΑΥΡΟΠΗΓΗ ΚΟΖΑΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΑΦΕΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, Καθηγητής(επιβλέπων) ΜΑΝΟΥΤΣΟΓΛΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ,

Διαβάστε περισσότερα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας Σκοποί ενότητας Σκοπός της ενότητας είναι η εξοικείωση με τους κλάδους της ιστορικής γεωλογίας.

Διαβάστε περισσότερα

Γ' ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

Γ' ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ Γ' ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ 2000-2006 ΥΠΟΕΡΓΟ 04ΕΡ 47 ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ 2 (Χάρτης μορφοτεκτονικών ασυνεχειών κατά μήκος της ρηξιγενούς ζώνης Δομοκού-Καναλίων (Θεσσαλία)) Τίτλος Υποέργου : Παροχή δεδομένων για

Διαβάστε περισσότερα

Αστοχία και μέτρα αποκατάστασης πρανών περιφερειακής οδού Λουτρακίου Περαχώρας, στο Δήμο Λουτρακίου, Ν. Κορινθίας

Αστοχία και μέτρα αποκατάστασης πρανών περιφερειακής οδού Λουτρακίου Περαχώρας, στο Δήμο Λουτρακίου, Ν. Κορινθίας Αστοχία και μέτρα αποκατάστασης πρανών περιφερειακής οδού Λουτρακίου Περαχώρας, στο Δήμο Λουτρακίου, Ν. Κορινθίας Α.A. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δρ Πολιτικός Μηχανικός, Τομέας Γεωτεχνικής, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, Εθνικό

Διαβάστε περισσότερα

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Η εφαρμογή των γεωλογικών πληροφοριών σε ολόκληρο το φάσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος Η περιβαλλοντική γεωλογία είναι εφαρμοσμένη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Ευάγγελος Λάγιος

ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Ευάγγελος Λάγιος ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Ευάγγελος Λάγιος Τομέας Γεωφυσικής Γεωθερμίας Πανεπιστημίου Αθηνών Η ευρύτερη περιοχή του Ρήγματος Αταλάντης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 43

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 43 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 2 1.1 Ιστορικό ανάθεσης... 2 1.2 Σκοπός - Αντικείμενο μελέτης... 2 1.3 Μεθοδολογία εκπόνησης της μελέτης... 3 1.4 Ομάδα εκπόνησης της μελέτης... 3 1.5 Θέση, όρια και βασικά

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού Κεφάλαιο 1 Γεωμορφολογία Ποταμών Σύνοψη Προαπαιτούμενη γνώση Το παρόν αποτελεί ένα εισαγωγικό κεφάλαιο προς κατανόηση της εξέλιξης των ποταμών, σε οριζοντιογραφία, κατά μήκος τομή και εγκάρσια τομή (διατομή),

Διαβάστε περισσότερα

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου Αριστομένης Π. Καραγεώργης 1, Χρήστος Αναγνώστου 1, Θεόδωρος Κανελλόπουλος 1, Rolf O.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ. Ασκήσεις Εργαστηρίου. (Εργαστήριο Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας) Καθ. Αδαμάντιος Κίλιας

ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ. Ασκήσεις Εργαστηρίου. (Εργαστήριο Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας) Καθ. Αδαμάντιος Κίλιας ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ασκήσεις Εργαστηρίου (Εργαστήριο Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας) Καθ. Αδαμάντιος Κίλιας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 2013-2014 ΑΣΚΗΣΗ 1 ΡΟΔΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ Δίνονται οι παρακάτω παρατάξεις

Διαβάστε περισσότερα

4.1. Αποτελέσµατα µετρήσεων φυσικοχηµικών παραµέτρων... 74 Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα βασικά στατιστικά στοιχεία του συνόλου των

4.1. Αποτελέσµατα µετρήσεων φυσικοχηµικών παραµέτρων... 74 Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα βασικά στατιστικά στοιχεία του συνόλου των ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... 5 2.1. Γενικά... 5 2.2. Γεωµορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής µελέτης... 8 2.2.1 Τοπογραφία της περιοχής µελέτης...

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 9: Αναγνώριση των πτυχών στην ύπαιθρο

Κεφάλαιο 9: Αναγνώριση των πτυχών στην ύπαιθρο Κεφάλαιο 9: Αναγνώριση των πτυχών στην ύπαιθρο Σύνοψη Η γεωμετρία των κανονικών επαφών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το γεωδυναμικό περιβάλλον και την ηλικία που έχει δημιουργηθεί ο γεωλογικός σχηματισμός.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α Α ΕΜΠ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α Α ΕΜΠ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α Α ΕΜΠ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Συντονιστική επιτροπή: ΡΟΖΟΣ., Τεχν. Γεωλόγος, Επικ. Καθηγητής Ε.Μ.Π. ΓΕΩΡΓΙΑ ΗΣ Π., Γεωλόγος, Επιστ. Συνεργάτης Ε.Μ.Π. Ερευνητική οµάδα: ΑΛΕΞΟΥΛΗ ΛΕΙΒΑ

Διαβάστε περισσότερα

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Ηλίας Χατζηθεοδωρίδης, 2011 Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση Αποσάθρωση (weathering) προϋπαρχόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Σημειώσεις Εργαστηρίου Στρωματογραφίας Καθηγητής Βασίλειος Καρακίτσιος Καθηγήτρια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ MΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝ. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΗΡΩΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ `9, 157 80 ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ΑΘΗΝΑ NATIONAL TECHNICAL

Διαβάστε περισσότερα

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Ένας χάρτης είναι ένας τρόπος αναπαράστασης της πραγματικής θέσης ενός αντικειμένου ή αντικειμένων σε μια τεχνητά δημιουργουμένη επιφάνεια δύο διαστάσεων Πολλοί χάρτες (π.χ. χάρτες

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΗΓΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΛΕΠΟΧΩΡΙ ΙΣΘΜΙΑ ΝΕΜΕΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΛΕΠΟΧΩΡΙ ΙΣΘΜΙΑ ΝΕΜΕΑ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΟΔΗΓΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΛΕΠΟΧΩΡΙ ΙΣΘΜΙΑ ΝΕΜΕΑ Υπεύθυνοι: Καθηγ. Γ. ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ, Αναπλ. Καθηγ. Χ. ΝΤΡΙΝΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνική αναφορά εργασίας υπαίθρου στην Πελοπόννησο

Τεχνική αναφορά εργασίας υπαίθρου στην Πελοπόννησο Τεχνική αναφορά εργασίας υπαίθρου στην Πελοπόννησο 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ Η εργασία υπαίθρου που εκπονήθηκε κατά τις ημέρες 30/06/2013 έως 02/07/2013 είχε ως στόχο την μελέτη

Διαβάστε περισσότερα

1.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙΣΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ (GENERAL PROPERTIES OF THE MOTION AREA)

1.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙΣΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ (GENERAL PROPERTIES OF THE MOTION AREA) 1 PGGH_ATHENS_004 PanGeo classification: 6_Unknown, 6_Unknown. 1_ObservedPSI, Confidence level-low Type of Motion: subsidense 1.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙΣΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ (GENERAL PROPERTIES OF THE

Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ ΑΡΚΑ ΙΑΣ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ ΑΡΚΑ ΙΑΣ ελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας τοµ. XXXVI, 2004 Πρακτικά 10 ου ιεθνούς Συνεδρίου, Θεσ/νίκη Απρίλιος 2004 Bulletin of the Geological Society of Greece vol. XXXVI, 2004 Proceedings of the 10 th

Διαβάστε περισσότερα