ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ :

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ :"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : «ΓΛΥΠΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΓΟΜΕΝΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΙΝΔΟΙΩΝ» Μεταπτυχιακή φοιτήτρια : Σοφία Μπρόζου. Επιβλέπουσα καθηγήτρια : κ.θ.στεφανίδου-τιβερίου. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΜΠΡΟΖΟΥ ΣΟΦΙΑΣ Επιβλέπουσα καθηγήτρια : Θ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ-ΤΙΒΕΡΙΟΥ Ημερομηνία έγκρισης : 08/02/2010 Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 σελ. 4 Ανασκαφικές έρευνες και τυχαία ευρήματα από τα αρχαία Καλίνδοια σελ. 5 Τα αποτελέσματα της ανασκαφής στο συγκρότημα του λεγόμενου Σεβαστείου ( ) σελ.12 Κεφάλαιο 3 Τα γλυπτά σελ Επίστεψη βάσης χάλκινου αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού σελ Τμήμα δεξιού χεριού που κρατά αντικείμενο με οπές, πιθανόν κεραυνό σελ Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος σελ Παλάμη αριστερού χεριού αγάλματος σελ Τμήμα αριστερού σκέλους αγάλματος σελ Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος σελ Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος σελ Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος σελ Θραύσμα από επίστεψη ενεπίγραφης βάσης αγάλματος σελ Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς σελ Παλάμη δεξιού χεριού αγαλματίου σελ Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος σελ Κεφαλή αγάλματος του Αυγούστου σελ Τμήμα αριστερής κνήμης αγάλματος σελ Τμήμα δεξιού βραχίονα αγάλματος σελ Παλάμη υπερφυσικού μεγέθους αγάλματος σελ Γυναικεία εικονιστική κεφαλή σελ Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος σελ Κεφαλή Ερμή του τύπου του Ερμή Richelieu σελ.67 2

4 20. Κεφαλή Μελεάγρου σελ Τμήμα κνήμης με υπόδημα χάλκινου αγάλματος σελ.77 Κεφάλαιο 4: Συμπεράσματα και ερμηνευτικές προτάσεις σελ.79 Συντομογραφίες περιοδικών σελ.91 Βιβλιογραφία - Συντομογραφίες σελ.92 Πίνακες Εικόνες σελ.100 σελ.124 Προέλευση εικόνων σελ.166 Σχέδια σελ.169 3

5 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ανασκαφή στον αρχαιολογικό χώρο των Καλινδοίων, εκεί όπου εντοπίστηκε το συγκρότημα του Σεβαστείου, ξεκίνησε το 2003 και συνεχίζεται μέχρι και το έτος Σε αυτή τη μεταπτυχιακή εργασία περιλαμβάνονται ορισμένα μόνο από τα γλυπτά που βρέθηκαν με αυτή την ανασκαφή κατά τα έτη Στις ανασκαφικές περιόδους συμμετείχα στην ανασκαφή ως φοιτήτρια. Από το έτος 2005 έως και το έτος 2008 εργάστηκα ως πτυχιούχος αρχαιολόγος στην ανασκαφή υπό την εποπτεία του ανασκαφέα Κ. Σισμανίδη. Τη συμμετοχή μου στη μελέτη του υλικού αυτού οφείλω στον Δρ. Αρχαιολόγο της ΙΣΤ ΕΠΚΑ Κ. Σισμανίδη, ο οποίος μου παραχώρησε απλόχερα προς μελέτη τα γλυπτά και έδειξε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, συνεργασία και προθυμία να επιλύσει ακόμη και πρακτικά θέματα. Για όλα τα παραπάνω αλλά και για τις πολύτιμες υποδείξεις του τον ευχαριστώ εγκάρδια. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την κ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου η καθοδήγηση και οι συμβουλές της οποίας υπήρξαν καθοριστικές σε όλα τα στάδια μελέτης του υλικού. Ευχαριστίες τέλος οφείλω στον Ν. Βασιλικούδη, ο οποίος πρόθυμα ανέλαβε την εκτέλεση των σχεδίων του γλυπτού αρ. 2. 4

6 1. ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ Θέμα της παρούσης εργασίας είναι ορισμένα από τα γλυπτά που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα των τελευταίων ετών σε μία αρχαία πόλη της Μακεδονίας, τα Καλίνδοια. Συγκεκριμένα, στην πρόσφατη ανασκαφική έρευνα, αποκαλύφθηκε ένα οικοδομικό συγκρότημα το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον ανασκαφέα K. Σισμανίδη ως Σεβαστείον. Σε αυτόν το χώρο βρέθηκαν περισσότερα από 350 θραύσματα γλυπτών, οι τύποι των οποίων άλλοτε είναι δυνατόν να αναγνωριστούν και άλλοτε όχι. Ωστόσο, στην παρούσα εργασία συμπεριλαμβάνονται και μελετώνται 21 μόνο από αυτά. Η αιτία αυτού του περιορισμού έγκειται στο μέγεθος αλλά και τους στόχους που έχει μία κύρια μεταπτυχιακή εργασία. Η επιλογή των συγκεκριμένων γλυπτών έγινε με κριτήριο τη δυνατότητα συσχέτισής τους με τους ανεσκαμμένους χώρους του συγκροτήματος και τη λειτουργία τους. Γι αυτό κρίναμε απαραίτητο να παρουσιάσουμε αρχικά το συγκρότημα στο οποίο βρέθηκαν τα γλυπτά (κεφάλαιο 1) προκειμένου να συσχετίσουμε με τη λειτουργία τους τα γλυπτά αυτά. Πιο συγκεκριμένα, η διάρθρωση της κύριας αυτής μεταπτυχιακής εργασίας έχει ως εξής : το δεύτερο κεφάλαιο (2) είναι αφιερωμένο στην περιγραφή του συγκροτήματος του «Σεβαστείου» και των ανασκαφικών δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό θα ορίσουμε και την ακριβή θέση εύρεσης του κάθε γλυπτού που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυτής της εργασίας. Οι αναφορές μας στα γλυπτά γίνονται με τους αριθμούς του καταλόγου αυτού. Το τρίτο κεφάλαιο (3), που αποτελεί και το κύριο μέρος της εργασίας, είναι ο κατάλογος των γλυπτών (αρ.1-21). Γίνεται αναλυτική περιγραφή του κάθε γλυπτού και των χαρακτηριστικών του. Μετά την περιγραφή ακολουθεί η μελέτη στο πλαίσιο της οποίας εντοπίζονται παράλληλα και επιχειρείται η ταύτιση του τύπου και η χρονολόγηση του έργου. Το τέταρτο (4) κεφάλαιο αποτελεί το συνθετικό μέρος της εργασίας, στο οποίο γίνεται μία συνολική θεώρηση των γλυπτών που έχουν μελετηθεί. Παράλληλα επιχειρείται σύγκριση των αιθουσών του συγκροτήματος με χώρους που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Με αυτό τον τρόπο η λειτουργία των γλυπτών θα γίνει προσπάθεια να ερμηνευτεί σε σχέση με το χώρο στον οποίο βρέθηκαν. Τον Αύγουστο του 1973 ο Χ. Ι. Μακαρόνας, στο Δεύτερο Διεθνές Συμπόσιο για την Αρχαία Μακεδονία, επιχείρησε να ταυτίσει την αρχαία πόλη, για την οποία γίνεται λόγος 5

7 εδώ, με την Απολλωνία τη Μυγδονική 1. Αφορμή στάθηκε η παράδοση αρχαιοτήτων από τους κατοίκους του χωριού Καλαμωτού, αλλά και η κατάσχεση αρχαιοτήτων από την αστυνομία, καθώς και τα ανασκαφικά δεδομένα μίας σύντομης ανασκαφικής έρευνας που διενεργήθηκε 2 χλμ. νότια του χωριού Καλαμωτού. Εννέα χρόνια αργότερα, η άροση ενός αγρού δυτικά της δυτικής τούμπας και η σύντομη ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε, έφεραν στο φως δύο θραύσματα μίας ενεπίγραφης πλάκας, η οποία αποκάλυψε το όνομα της αρχαίας πόλης που βρισκόταν θαμμένη στη θέση αυτή. Πρόκειται λοιπόν για την πόλη των Καλινδοίων, την ταύτιση της οποίας επέτυχε με τη μελέτη της επιγραφής η Ι. Βοκοτοπούλου 2. Η αρχαία πόλη βρίσκεται 2 χλμ. περίπου νότια του σύγχρονου χωριού Καλαμωτού. Στον αρχαιολογικό χώρο κυριαρχούν δύο τούμπες, οι οποίες έδωσαν και το όνομα στην περιοχή που οι ντόπιοι αποκαλούν «Τούμπες» (Εικ.1). Η ανατολικότερη από αυτές είναι μικρότερη, έχει απότομες πλαγιές και συνδέεται με τη δυτική με χαμηλό κοίλο αυχένα. Η δυτική τούμπα είναι ουσιαστικά μία τράπεζα, αφού στην άνω επιφάνειά της υπάρχει ένα αρκετά εκτεταμένο πλάτωμα. Ανατολικά και νότια των δύο λόφων περνά ο ποταμός της περιοχής που ονομάζεται «Βασμούρας». Γύρω από τις Τούμπες, βόρεια και δυτικά, υπάρχει εκτεταμένη πεδιάδα η οποία καλλιεργείται από τους ντόπιους. Σε απόσταση 300 περίπου μέτρων βόρεια από τις Τούμπες η πεδιάδα διακόπτεται από ένα τεχνητό ανάχωμα που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 50 για την αποξήρανση της ελώδους περιοχής που υπήρχε βορειοδυτικά. Στα δυτικά το έδαφος είναι επικλινές με κατωφέρεια προς τα ανατολικά, δηλαδή προς τις τούμπες. Σε γενικές γραμμές η μορφολογία του εδάφους παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με το παρελθόν, καθώς στην περιοχή δούλεψαν μηχανήματα έτσι ώστε να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμοι αγροί. Η έκταση της αρχαίας πόλης είναι προς το παρόν δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια. Βέβαιο είναι μόνο ότι νότια από τις δύο Τούμπες, στο σημείο όπου περνάει ο ποταμός Βασμούρας, έχει εντοπιστεί το τείχος της αρχαίας πόλης. Ωστόσο, ορισμένες ανασκαφικές έρευνες και τυχαία ευρήματα μας προσφέρουν στοιχεία για την τοπογραφία της πόλης. Το 1961 η αστυνομία κατάσχεσε από τους ντόπιους αρχαιότητες (λύχνους, αγγεία κ.ά.) που προέρχονταν από το νεκροταφείο της πόλης. Με αυτή την αφορμή διενεργήθηκε ανασκαφή στο σημείο από όπου προήλθαν πολλά από τα αρχαία αυτά αντικείμενα. Ανασκάφηκαν τρεις τάφοι, που χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους, χτισμένοι με υλικό από ιερό ελληνιστικών χρόνων σε δεύτερη χρήση. Η Φ. Παπαδοπούλου μιλά για μία 1 Μακαρόνας 1977, Βοκοτοπούλου 1986,

8 εκτεταμένη περιοχή στην οποία είναι ορατά ερείπια της αρχαίας πόλης. Από τα ευρήματα αυτής της ανασκαφής που μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης ξεχωρίζουν τέσσερις γυμνασιακές επιγραφές (ΜΘ 2666, ΜΘ 2667, ΜΘ 2668, ΜΘ 2672), μία ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή «Φλαουία Μύστα/ τὸν βωμὸν τῷ/ ναῷ» (ΜΘ 2670) και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη. Την ίδια χρονιά (1961) παραδόθηκαν και σημαντικές αρχαιότητες από τους κατοίκους, όπως είναι το θωρακοφόρο άγαλμα που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (ΜΘ 2663) 3, ένας βωμίσκος με επιγραφή : «Λεύκιος Φερρά/νιος Γαΐου υἱὸς/ Ἑρμῇ» (ΜΘ 2664) και το κάτω τμήμα μιας καθήμενης μορφής με τη βάση του που φέρει επιγραφή : «Κότυς Σωπάτρου/ Μητρόδωρον Ἀπολλωνίου/ τὸν ἑαυτοῦ φίλον» (ΜΘ 2660) 4. Το 1974 παραδόθηκε ένα επιτύμβιο ανάγλυφο (ΜΘ 6937) που βρέθηκε σε αγροτεμάχιο της περιοχής 5. Με αυτή την αφορμή έγιναν τον επόμενο χρόνο στο αγροτεμάχιο δοκιμαστικές τομές, στις οποίες βρέθηκαν όστρακα ρωμαϊκών χρόνων και διάφορα οικοδομικά λείψανα. Σύμφωνα με την ανασκαφέα τα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη ρωμαϊκού οικισμού 6. Το 1982 παραδόθηκαν τρία ακόμη σημαντικά αντικείμενα. Πρόκειται για δύο μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις (ΜΘ 9132, ΜΘ 9133) και μία ενεπίγραφη στήλη με 19 στίχους ενός σημαντικού κειμένου του 4 ου αι. π.χ. (ΜΘ 9220), που έδωσε την αφορμή να διενεργηθεί ένα χρόνο μετά ανασκαφή από την Ι. Βοκοτοπούλου στο αγροτεμάχιο αρ.619 και να βρεθεί το άλλο μισό της επιγραφής Έτσι το 1983 έγινε σύντομη ανασκαφική έρευνα στο αγροτεμάχιο 619 που βρίσκεται δυτικά της τράπεζας και στο αγροτεμάχιο 638 επάνω στην τράπεζα. Σε μία από τις τομές του αγροτεμαχίου 619 βρέθηκε το κάτω μισό της ενεπίγραφης στήλης του 4 ου αι. π.χ. (ΜΘ 9220) που είχε αποκαλυφθεί τον προηγούμενο χρόνο τυχαία κατά την καλλιέργεια του αγρού, εντοιχισμένο σε οικία ρωμαϊκών χρόνων. Αυτή η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική καταρχάς γιατί παραδίδει το όνομα της πόλης, όπως αναφέραμε και 7. 3 Για το θωρακοφόρο άγαλμα από το Καλαμωτό βλ. Π. Καραναστάση, «Ζητήματα της εικονογραφίας και της παρουσίας των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα», ΑΕ 134, 1995, και Γ. Δεσπίνης, Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου και Εμμ. Βουτυράς (επιμ.), Κατάλογος γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ΙΙ (Θεσσαλονίκη 2003), αριθ.242, εικ , (Θ. Στεφανίδου Τιβερίου). 4 Παπαδοπούλου, ΑΔ 17, , Χρονικά Β, Ρωμιοπούλου, ΑΔ 29, , Χρονικά, 687, αριθ.3, πίν.497δ. 6 Ρωμιοπούλου, ΑΔ 30, 1975, Χρονικά Β 2, Βοκοτοπούλου, ΑΔ 37, 1982, Χρονικά Β 2,

9 παραπάνω. Επιπλέον, αναφέρει ότι ένας ιερέας του Ασκληπιού ανέθεσε στον Απόλλωνα τη στήλη στην οποία αναγράφονται οι ιερείς του θεού Ασκληπιού, οι προκάτοχοι καθώς και οι διάδοχοί του 8. Η χρονική αφετηρία του καταλόγου είναι πιθανότατα το έτος κατά το οποίο η πόλη ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας και ο βασιλιάς Αλέξανδρος ο Γ διένειμε γη από τα Καλίνδοια και από τα γύρω χωριά στους εταίρους του 9. Μία ακόμη σημαντική πληροφορία που προσφέρει το κείμενο της επιγραφής αφορά στην τοπογραφία της περιοχής. Αναφέρεται, δηλαδή, ότι οι γαίες που διανέμονται είναι από τα Καλίνδοια και από τα χωριά γύρω από την πόλη αυτή, τη Θαμίσκιαν, την Καμακαίαν και την Τριποάτιν. Τα χωριά αυτά μπορούν να εντοπιστούν σε αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο των Καλινδοίων και με αυτό τον τρόπο να ταυτιστούν. Για παράδειγμα, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ των Καλινδοίων υπήρχε παλιότερα έλος το οποίο αποστραγγίστηκε, όπως προαναφερθήκαμε, στους νεότερους χρόνους. Στο χώρο αυτό η επιφανειακή έρευνα έδειξε ότι υπήρχε αρχαίος οικισμός που θα μπορούσε να είναι το χωριό Καμακαία, το όνομα του οποίου παράγεται από τη λέξη «κάμαξ», που σημαίνει καλάμι, στοιχείο που παραπέμπει στο ελώδες τμήμα της πεδιάδας του Καλαμωτού, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν καλαμιές. Και για τα δύο άλλα χωριά που αναφέρονται στην επιγραφή έχουν γίνει παρόμοιες υποθέσεις ταύτισης με αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται νότια και ανατολικά των Καλινδοίων. Επομένως, μπορούμε να δεχτούμε ότι τα Καλίνδοια αποτελούσαν το κεντρικό πόλισμα γύρω από το οποίο υπήρχαν χωριά, σε σχέση με τα οποία τα Καλίνδοια είχαν εξέχουσα θέση. Η επιγραφή χρονολογείται το δεύτερο μισό του 4 ου αι. π.χ. 10. Με αφορμή την επιγραφή των Καλινδοίων αξίζει να επισημάνουμε ότι η πόλη αναφέρεται στην επιγραφή με τη συνθήκη συμμαχίας των Αθηναίων με ορισμένες πόλεις της Βοττικής το 422 π.χ. (IG I 2, 90). Από τη συνθήκη αυτή πληροφορούμαστε ότι η κάθε πόλη που αναφέρεται, συμπεριλαμβανομένων των Καλινδοίων και των χωρίων γύρω της, είναι αυτόνομη και έχει βουλή, στρατηγούς και άρχοντες. Η δεύτερη αναφορά γίνεται στον κατάλογο θεαροδόκων της Επιδαύρου για το έτος 360/59 π.χ. (IG IV 2, I, 94 Iβ. 13). Η τελευταία αναφορά σε γραπτή πηγή γίνεται στη Γεωγραφία του Κλαυδίου Πτολεμαίου (Κλαυδίου Πτολεμαίου Γεωγραφία 3, 13, 36), όπου η πόλη των Καλινδοίων αναφέρεται ως 8 Βοκοτοπούλου, ΑΔ 38, 1983, Χρονικά Β 2, 271, Βοκοτοπούλου 1986, Βουτυράς 1993, Βοκοτοπούλου 1986,

10 μία από τις πόλεις της Μυγδονίας, πράγμα το οποίο είναι εν μέρει δικαιολογημένο καθώς η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στα σύνορα της αρχαίας Μυγδονίας 11. Επιστρέφοντας όμως στις ανασκαφικές δραστηριότητες, παρατηρούμε ότι η έρευνα στα Καλίνδοια επαναλήφθηκε μετά από μία περίπου δεκαετία. Το 1991 παραδόθηκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ένα ακέφαλο αγαλμάτιο παιδικής μορφής (ΜΘ 16147) και το απότμημα μαρμάρινης ενεπίγραφης στήλης (ΜΘ 16930) 12. Τον επόμενο χρόνο διενεργήθηκαν στη θέση Τούμπες τρεις δοκιμαστικές τομές, η μία στην κορυφή της μικρότερης, ανατολικής τούμπας, που απέδωσε ερείπια κτισμάτων και ευρήματα κεραμικής τριών χρονικών περιόδων : της πρώιμης εποχής του Χαλκού, της ύστερης εποχής του Σιδήρου και της ύστερης ελληνιστικής περιόδου. Με τη δεύτερη τομή στο ανατολικό τμήμα της δυτικής τούμπας (τράπεζας) αποκαλύφθηκαν ερείπια κτισμάτων και αποθηκευτικοί λάκκοι αρχαϊκών χρόνων. Σε μία τρίτη τομή που έγινε βόρεια από τις τούμπες αποκαλύφθηκαν οικοδομικά λείψανα του 1 ου αι. π.χ. και μία τετράγωνη δεξαμενή νερού των ίδιων χρόνων. Η τομή αυτή έγινε στο σημείο αυτό γιατί το 1991 είχε παραδοθεί, όπως προαναφέρθηκε, μία ενεπίγραφη αναθηματική στήλη με την επιγραφή : «Στραττὼ Ἀριδαίου/ Δήμητρι κατ ἐπιταγήν» (ΜΘ 16930). Ωστόσο, ακόμη και αν στην περιοχή υπήρχε ιερό της Δήμητρας, όπως προκύπτει από την επιγραφή, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε ανασκαφικά με την τομή 13. Η τελευταία ανασκαφική έρευνα στα Καλίνδοια, πριν ξεκινήσει η συστηματική ανασκαφή στο λεγόμενο συγκρότημα του Σεβαστείου το 2003, έγινε το καλοκαίρι του Κατά τη διάρκειά της αποκαλύφθηκε, ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια από τις Τούμπες, θαλαμωτός τάφος με τα εξής χαρακτηριστικά : είναι ένας κτιστός θαλαμωτός τάφος με οριζόντια κάλυψη που διαθέτει προθάλαμο και δύο επάλληλους θαλάμους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος θάλαμος είναι κρυπτός και πολυτελέστερος από τον υπερκείμενό του. Ο τάφος αυτός χρονολογείται γύρω στο 300 π.χ. και αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της ακμής της πόλης στους χρόνους αυτούς Ολοκληρώνοντας τις αναφορές από την έρευνα στην πόλη των Καλινδοίων πριν από την ανασκαφή του συγκροτήματος του Σεβαστείου, πρέπει να αναφέρουμε ένα τυχαίο εύρημα που προέρχεται από τον αρχαιολογικό χώρο των Καλινδοίων. Αποκαλύφθηκε κατά την άροση ενός αγρού, παραδόθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και στη συνέχεια Βοκοτοπούλου 1986, Σισμανίδης, ΑΔ 46, 1991, Χρονικά Β 2, Σισμανίδης, ΑΔ 47, 1992, Χρονικά Β 2, Σισμανίδης 2000,

11 δημοσιεύτηκε το 1983 από τον Κ. Σισμανίδη. Πρόκειται για ένα τιμητικό ψήφισμα που χρονολογείται το 1 μ.χ. και στο οποίο η πόλη τιμά τον Απολλώνιο, έναν ιερέα του Διός, της Ρώμης και του Αυγούστου. Από την περιγραφή των ευεργεσιών του Απολλωνίου, για τις οποίες τιμάται, αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες. Η πόλη είχε βουλή, εκκλησία του δήμου, πολιτάρχες, άρχοντες, φυλές, αγορά, αγωνοθέτες, ναό όπου λατρεύονταν ο Δίας, η Ρώμη και ο αυτοκράτορας. Επιπλέον, στην πόλη αυτή διοργανώνονταν πανηγυρικές πομπές, εστιάσεις, ευωχίες και αγώνες 15. Η αναφορά σε αυτή την επιγραφή του ναού της Ρώμης, του Δία και του Αυγούστου συνδέεται με τα ανασκαφικά δεδομένα της συστηματικής έρευνας στο χώρο του λεγόμενου συγκροτήματος του Σεβαστείου. Υποστηρίχθηκε από τον ανασκαφέα Κ.Σισμανίδη ότι κάποιοι από τους χώρους που αναφέρει η επιγραφή έχουν ήδη εντοπιστεί στο συγκρότημα που έχει ο ίδιος ανασκάψει 16. Στο συσχετισμό αυτό συμβάλλουν πολλά από τα ευρήματα της ανασκαφής αλλά και η αρχιτεκτονική διαμόρφωση των αιθουσών του συγκροτήματος. Στο τέταρτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας θα γίνει εκτενέστερη αναφορά στο περιεχόμενο της επιγραφής αλλά και στη δυνατότητα συσχετισμού της με το συγκρότημα του Σεβαστείου. Συνοψίζοντας τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια γενικά συμπεράσματα σχετικά με την τοπογραφία και την οργάνωση της πόλης των Καλινδοίων. Πρόκειται για μία πόλη που γεωγραφικά ανήκε στη βόρεια Βοττική (Εικ.2). Στην περιοχή της υπήρχαν, τουλάχιστον κατά την κλασική περίοδο, τρία χωριά σε σχέση με τα οποία διατηρούσε μία εξέχουσα θέση. Η κατοίκηση στην πόλη ξεκίνησε κατά την ύστερη Νεολιθική περίοδο από την ανατολική, μικρότερη Τούμπα. Καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται, η πόλη εξαπλώνεται αρχικά στη δυτική Τούμπα και έπειτα, κυρίως στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, γύρω από αυτές, ιδίως βόρεια και δυτικά. Το ανατολικό και νότιο όριο της πόλης είναι σαφές, αφού στις πλευρές αυτές περνά ο ποταμός. Επιπλέον, στην απότομη πλαγιά, νότια της τράπεζας, που καταλήγει στην όχθη του ποταμού, είναι ορατό το τείχος της πόλης, στοιχείο που την οριοθετεί. Ανατολικά της μικρότερης Τούμπας, αμέσως μετά το ποτάμι, εκτείνεται το νεκροταφείο της πόλης. Από τα διάφορα ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί κατά καιρούς είτε με την άροση είτε από σύντομες ανασκαφικές δραστηριότητες, μπορεί κανείς να συναγάγει ορισμένα συμπεράσματα για την πόλη των Καλινδοίων. Από τις επιγραφές και τα αναθηματικά ανάγλυφα γνωρίζουμε ότι στην πόλη αυτή υπήρχε λατρεία του Απόλλωνα, του Ασκληπιού, του Ερμή, της Δήμητρας, της Άρτεμης και του Διός, της Ρώμης και του αυτοκράτορα. 15 Σισμανίδης 1983, Σισμανίδης 2003, , Σισμανίδης 2005,

12 Επίσης γνωρίζουμε ότι η πόλη διέθετε γυμνάσιο και αγορά. Η πόλη το τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι. π.χ. συμμετέχει σε συμμαχία με την Αθήνα ως μία πόλη της Βοττικής και στα μέσα περίπου του 4 ου αι. π.χ. στέλνει θεαροδόκο στην Επίδαυρο. Οι πολίτες χωρίζονται σε φυλές, έχουν Βουλή, Εκκλησία του δήμου, πολιτάρχες, άρχοντες, αγωνοθέτες και στην πόλη τους διοργανώνονται, τουλάχιστον κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, εστιάσεις, συμπόσια, αγώνες και πανηγύρεις, πομπές και θυσίες με εορταστικό περιεχόμενο. Όλες οι παραπάνω γνώσεις, που προκύπτουν από τυχαία και διάσπαρτα ευρήματα, δίνουν μία γενική εντύπωση ότι η πόλη των Καλινδοίων ακμάζει κατά τους ελληνιστικούς και τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Για την τελευταία αυτή χρονική περίοδο εμπλουτίστηκαν, ως ένα βαθμό, οι γνώσεις μας με την ανασκαφή που άρχισε το 2003 και βαθμιαία αποκαλύπτει τμήμα της ρωμαϊκής πόλης των Καλινδοίων. Συγκεκριμένα, η ανασκαφή, που ξεκίνησε το 2003 και συνεχίζεται μέχρι το 2009 με μικρές ανασκαφικές περιόδους, αποκάλυψε τη στοά ενός δημόσιου χώρου. Η ανασκαφή ξεκίνησε με αφορμή την καταστροφική άροση ενός αγρού, η οποία αποκάλυπτε μεγάλα τμήματα μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών. Η στοά βρίσκεται δυτικά της δυτικής Τούμπας και, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, έχει στο πίσω μέρος της δωμάτιααίθουσες. Επομένως, γνωρίζουμε ότι το κέντρο της ρωμαϊκής πόλης είναι δυτικά από τις Τούμπες και διαθέτει στωικά οικοδομήματα. Τα όρια αυτού του κτιρίου προς Βορρά και Νότο δεν έχουν βρεθεί ακόμη, επομένως το μήκος αυτού του συγκροτήματος υπερβαίνει τα 80 μ., με εννέα, έως το 2009, αποκαλυφθείσες αίθουσες. Από αυτές μέχρι το 2006 είχαν ανασκαφεί οι πέντε, οι οποίες περιλαμβάνονται σε αυτή την εργασία και θα εξεταστούν αναλυτικά παρακάτω (κεφάλαιο 2). 11

13 2 : ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΣΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ΣΕΒΑΣΤΕΙΟΥ ( ) Η ανασκαφή στο χώρο όπου αποκαλύπτεται το λεγόμενο συγκρότημα του Σεβαστείου των Καλινδοίων άρχισε το Αφορμή για την ανασκαφή στάθηκε η καταστροφική άροση ενός αγροτεμαχίου, η οποία έφερε στο φως σημαντικά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη που υποδείκνυαν την ύπαρξη ενός πολυτελούς κτιρίου. Το αγροτεμάχιο που ανασκάφηκε βρίσκεται δυτικά της δυτικής Τούμπας (Εικ.3). Έως το 2006 είχε ανασκαφεί έκταση περίπου ενός στρέμματος. Επειδή το κτίριο που αποκαλύπτεται είναι επίμηκες, ανασκάφηκε μία στενόμακρη ζώνη του αγροτεμαχίου και χρειάστηκε να επεκταθεί η ανασκαφή και στο διπλανό προς νότον αγροτεμάχιο. Το κτίριο που αποκαλύπτεται έχει τη μορφή στοάς (Εικ.4) με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο και προσανατολισμό Ανατολή- Δύση, με την πρόσοψή του στην ανατολική πλευρά. Η στοά αυτή διαθέτει δωμάτια, δηλαδή ευρύχωρες αίθουσες στο πίσω τμήμα της (το δυτικό). Έως το 2006 ανασκάφηκαν πέντε συνεχόμενες αίθουσες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η είσοδός τους βρίσκεται στον ανατολικό τους τοίχο, και η πρόσβαση σε αυτές γίνεται από το στωικό τμήμα του κτιρίου. Από αυτό αποκαλύφθηκε προς το παρόν μόνο τμήμα του στυλοβάτη της κιονοστοιχίας. Αίθουσα Α Η αίθουσα Α (Εικ.5) βρίσκεται στη θέση από όπου ξεκίνησε η ανασκαφή το 2003 και είναι η βορειότερη από όσες έχουν ανασκαφεί. Το δωμάτιο είναι σχεδόν τετράγωνο με εσωτερικές διαστάσεις 6,30 x 7μ.. Η μοναδική είσοδος, πλάτους 2μ., βρίσκεται στην ανατολική της πλευρά που επικοινωνεί με τη στοά και η πρόσβαση γινόταν με τη βοήθεια μίας κλίμακας που έχει τέσσερις πώρινες βαθμίδες 17. Οι τοίχοι της αίθουσας Α σώζονται σε μικρό ύψος, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα (μέγ. σωζ. ύψος 0,20 μ. από το επίπεδο του δαπέδου) και είναι κατασκευασμένοι με αργούς λίθους και λάσπη στο σωζόμενο κατώτερο τμήμα τους. Οι τοίχοι εσωτερικά ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα, δείγματα του οποίου βρέθηκαν στην ανασκαφή, άλλα πεσμένα και άλλα in situ, λευκού αλλά και διαφόρων άλλων χρωμάτων Σισμανίδης 2003, Σισμανίδης 2003,

14 Το δάπεδο της αίθουσας είναι βοτσαλωτό, αλλά σώζεται σε κακή κατάσταση. Το υπόστρωμα του δαπέδου αποτελείται από σκληρό αργιλικό χώμα μέσα στο οποίο έχουν τοποθετηθεί κροκάλες. Πάνω από αυτό, το δάπεδο, κατασκευάστηκε με μικρά βότσαλα στερεωμένα πάνω σε λευκό κονίαμα 19. Στη δυτική πλευρά του δωματίου υπάρχει βάθρο σε σχήμα Γ που καταλαμβάνει ολόκληρη την εσωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου και μέρος του βόρειου (Εικ.6-8). Η κατασκευή του βάθρου έχει ως εξής : Σε απόσταση περίπου 1,40 μ. από το εσωτερικό μέτωπο του δυτικού τοίχου βρίσκεται η ευθυντηρία του που αποτελείται από καλοδουλεμένους λιθοπλίνθους (από πωρόλιθο και ασβεστόλιθο). Σε απόσταση 5,70 μ. από το νότιο τοίχο η ευθυντηρία στρέφεται προς ανατολάς (κάθετη κεραία του Γ), σε μήκος 0,57 μ. κατά μήκος του βόρειου τοίχου. Το ύψος της ευθυντηρίας είναι 0,10 μ. και η προβολή της από τον πρώτο δόμο του βάθρου 0,26 μ. Ο πρώτος δόμος αποτελείται από μαρμάρινα επιμήκη αρχιτεκτονικά μέλη που αποτελούν ένα είδος τοιχοβάτη. Στην πρόσοψη των λίθων διαμορφώνεται χαμηλά μία κάθετη ταινία και πάνω από αυτή ένα υψηλότερο λοξότμητο στοιχείο. Στην άνω επιφάνεια του πρώτου δόμου, οι λίθοι είναι στο πίσω μέρος τους αδρά δουλεμένοι και σε ψηλότερο επίπεδο, ενώ στο εμπρός, κατά μήκος της εξωτερικής ακμής, είναι καλύτερα δουλεμένοι με το βελόνι σε χαμηλότερο, κατά 1 με 2 εκ., επίπεδο (Εικ.9). Η καθαροδουλεμένη αυτή ζώνη δεν έχει σε όλο το μήκος της το ίδιο πλάτος (το πλάτος κυμαίνεται από 8 έως 19 εκ.). Στον τέταρτο από την νότια άκρη λίθο υπάρχει τετράγωνος τόρμος πλευράς 1 εκ., εκεί όπου διακόπτεται και η καθαροδουλεμένη ζώνη. Ο πρώτος δόμος της βόρειας κεραίας του βάθρου έχει την εξής μορφή (Εικ.10) : μπροστά από τον τελευταίο λίθο του μακρύτερου (δυτικού) τμήματος έχει τοποθετηθεί πάνω στην ευθυντηρία ένας μαρμάρινος ορθογώνιος λιθόπλινθος της ίδιας μορφής με τους λίθους της μακριάς πλευράς. Η διαστάσεις του λίθου είναι 1,15 μ. μήκος (νότος-βορράς) και 0,55 μ. πλάτος (ανατολή δύση). Στην άνω επιφάνειά του διαμορφώνεται και εδώ η καλύτερα και χαμηλότερα δουλεμένη ζώνη, πλάτους 0,17 μ., κατά μήκος της νότιας και της ανατολικής πλευράς του. Το συνολικό μήκος του βάθρου είναι 6,85 μ. Ανάμεσα στο εσωτερικό μέτωπο του δυτικού τοίχου και στους λίθους του τοιχοβάτη που περιγράψαμε υπάρχει μόνο χώμα σκληρό, κόκκινο, αργιλικό αλλά κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του σημείου αφαιρέθηκαν και αργοί λίθοι, οι οποίοι πιθανόν σε συνδυασμό με το σκληρό χώμα αποτελούσαν τον (κτιστό) πυρήνα της βάσης. Είναι πολύ πιθανό ότι στα λαξεύματα των 19 Σισμανίδης 2003,

15 λίθων του τοιχοβάτη πατούσαν οι λίθινες πλάκες που αποτελούσαν τον ορθοστάτη μπροστά από τον πυρήνα του βάθρου. Κατά μήκος του βόρειου τοίχου και σε μικρή απόσταση από το πέρας του βάθρου σχήματος Γ, αποκαλύφθηκαν δύο τετράγωνες βάσεις από ασβεστόλιθο (πλευράς 0,45 μ.) (Εικ.11). Οι λίθοι φέρουν κοιλόκυρτο κυμάτιο και υψηλότερα άλλα κυμάτια και ταινίες, τα οποία δεν σώζονται σε καλή κατάσταση. Οι βάσεις αυτές πατούν πάνω στο κονίαμα του δαπέδου και είναι τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη. Τα αποτυπώματα πάνω στο κονίαμα δείχνουν ότι δίπλα στις σωζόμενες υπήρχαν κατά μήκος του βόρειου τοίχου και άλλες, πιθανότατα δύο, παρόμοιες βάσεις, τοποθετημένες στη σειρά, οι οποίες καταστράφηκαν από τη βαθειά άροση. Οι βάσεις αυτές κάλυψαν το έγχρωμο κονίαμα (Εικ.12) που διέθετε ο βόρειος τοίχος στο εσωτερικό του μέτωπο 20. Εξωτερικά της αίθουσας Α, δεξιά και αριστερά της εισόδου, προσκολλημένες στον ανατολικό τοίχο υπάρχουν δύο μαρμάρινες βάσεις (Εικ.13, βάση 1 και 2 στο Σχ.2) από τις οποίες διατηρείται μόνο η κατώτερη αδιακόσμητη πλίνθος, η οποία αποτελείται από τρεις μαρμάρινους γωνιόλιθους τοποθετημένους σε σχήμα Π. Οι βάσεις πατούν πάνω σε ένα στρώμα καταστροφής που αποτελείται από κεραμίδες στέγης και είναι αρκετά υπερυψωμένες, περίπου 0,50 μ., από το δάπεδο της στοάς, αφού εδράζονται πάνω σε μία θεμελίωση που αποτελείται από μικρές πέτρες που συνδέονται με λάσπη. Νότια της βάσης 2 διατηρείται η θεμελίωση μίας ακόμη ορθογώνιας κατασκευής, η οποία δεν αριθμείται στο Σχ.2, στο επίπεδο που δαπέδου της στοάς, η οποία πιθανότατα έφερε μία βάση παρόμοια με τις προηγούμενες 21. Στην αίθουσα Α διακρίνονται δύο κατασκευαστικές φάσεις. Η θεμελίωση των δύο βάσεων εκατέρωθεν της εισόδου που πατά πάνω σε στρώμα καταστροφής από κεραμίδες στέγης και σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το αρχικό δάπεδο της στοάς δείχνει ότι τοποθετήθηκαν στη θέση αυτή σε μία φάση μεταγενέστερη από την κατασκευή της αίθουσας. Αντιθέτως η βάση που θεμελιώθηκε στο επίπεδο του αρχικού δαπέδου της στοάς ανήκει μάλλον στην πρώτη φάση οικοδόμησης. Επομένως, αφού το επίπεδο του δαπέδου της στοάς ανυψώνεται, χρησιμοποιούνται κατά τη δεύτερη φάση μόνο οι δύο ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας (Εικ.14). Ένα ακόμη στοιχείο που υποδεικνύει την ύπαρξη δύο φάσεων είναι η προσθήκη κατά μήκος του βόρειου τοίχου βάσεων για την τοποθέτηση επιπλέον αγαλμάτων. Οι βάσεις αυτές επικάλυψαν το έγχρωμο κονίαμα που ήταν ορατό κατά την πρώτη φάση (Εικ.12). 20 Σισμανίδης 2003, Σισμανίδης 2003,

16 Σύμφωνα με τον ανασκαφέα η κεραμική και κυρίως τα νομίσματα δείχνουν ότι ο χώρος ήταν σε χρήση από τα τέλη του 1 ου αι. π.χ. έως τα μέσα του 3 ου αι. μ.χ. Οι ενδείξεις που διαθέτουμε για τη θεμελίωση τοποθετούν την κατασκευή της αίθουσας στα τέλη του 1 ου αι. π.χ. ενώ από τα σημαντικά ίχνη καύσης προκύπτει ότι η αίθουσα καταστράφηκε από φωτιά. Επίσης σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα η δεύτερη φάση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 1 ου αι. μ.χ. 22. Επομένως, μπορούμε να δεχτούμε ότι το ιδιαίτερα υπερυψωμένο σε σχέση με τον εξωτερικό χώρο δάπεδο, οι βάσεις του βόρειου τοίχου που επικαλύπτουν το έγχρωμο κονίαμα, οι δύο ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας αλλά και οι βάσεις που είναι προσκολλημένες εξωτερικά του ανατολικού τοίχου ανήκουν στην δεύτερη φάση της αίθουσας. Από την πρώτη φάση σώζεται το κατώτερο τμήμα των τοίχων, οι δύο κατώτερες βαθμίδες της κλίμακας και η θεμελίωση μίας βάσης εξωτερικά, νότια της βάσης 2. Όσον αφορά στο βάθρο σχήματος Γ δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτελεί προσθήκη κατά τη δεύτερη φάση ανοικοδόμησης αλλά προκαλεί ερωτηματικά το γεγονός ότι εδράζεται στο επίπεδο του βοτσαλωτού δαπέδου. Μέσα στην αίθουσα αυτή βρέθηκαν πολλά θραύσματα από γλυπτά, κυρίως από μέλη αγαλμάτων. Από αυτά επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν σε αυτή την εργασία καταρχήν η επίστεψη της βάσης του αγάλματος του Τραϊανού (αρ.1), δύο παλάμες χεριών (αρ.2 και 4), τμήμα ενός σκέλους (αρ.5), τέσσερα τμήματα χεριών (αρ.3, 6, 7, 8) και ένα τμήμα βάσης αγάλματος (αρ.9). Η επίστεψη της βάσης του Τραϊανού (αρ.1) βρέθηκε σε επαφή με το βάθρο του δυτικού τοίχου, με την αριστερή πίσω γωνία της πάνω στην προεξέχουσα ευθυντηρία, σε απόσταση περίπου 2 μ. από το βόρειο τοίχο (Εικ.15, Σχ. 1). Μπροστά, δηλαδή ανατολικά του βάθρου, σε απόσταση 0,10 μ. από αυτό, βρέθηκε η παλάμη με το κυλινδρικό αντικείμενο (αρ.2) (Εικ.16, Σχ.1). Η παλάμη αρ.4 βρέθηκε πάνω στην ευθυντηρία του βάθρου σε απόσταση 1,40 μ. από το νότιο τοίχο (Εικ.17, Σχ. 1). Τα γλυπτά αρ.6 και 8 βρέθηκαν στη γωνία που σχηματίζει το βάθρο της αίθουσας στη ΒΔ της γωνία (Σχ.1). Τέλος η αποσπασματικά σωζόμενη βάση που αποτελείται από 3 συγκολημμένα θραύσματα (αρ.9) βρέθηκε στην αίθουσα Α αλλά η ακριβής θέση εύρεσής της δεν αναγράφεται στο ημερολόγιο της ανασκαφής, όπως συμβαίνει και με το γλυπτό με αρ.7. Αίθουσα Β 22 Σισμανίδης 2003,

17 Η αίθουσα Β βρίσκεται αμέσως νότια της αίθουσας Α και έχει διαστάσεις 6,50 μ. μήκος και 9 μ. πλάτος (Εικ.18, 19). Η είσοδος στο χώρο είναι έκκεντρα τοποθετημένη στον ανατολικό τοίχο, απέχει 2,50 μ. από τον αριστερό και 3,50 μ. από τον δεξιό πλευρικό τοίχο. Από την είσοδο σώζεται μόνο η θεμελίωση του κατωφλιού. Οι τοίχοι σώζονται σε αρκετό ύψος καθώς το δάπεδο βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της αίθουσας Α. Οι τοίχοι στο κατώτερο τμήμα τους είναι χτισμένοι με πέτρες και λάσπη ενώ στο ανώτερο έχει χρησιμοποιηθεί και συνδετικό κονίαμα. Το δάπεδο της αίθουσας αυτής είναι χωμάτινο. Κατά μήκος των τριών τοίχων υπάρχει κτιστό θρανίο πλάτους 0,60 μ. και ύψους 0,70 μ. στις δύο πλάγιες πλευρές της αίθουσας και 0,90 μ. στη μακριά δυτική πλευρά της. Στο μέσο του θρανίου αυτού είναι ενσωματωμένο κτιστό βάθρο το οποίο προβάλλει προς το μέσο της αίθουσας και έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο με μήκος (Β-Ν) 2,50 μ., πλάτος (Α- Δ) 1,10 μ. και σωζόμενο ύψος 1 μ. (Εικ.20). Το βάθρο αυτό είναι κατεστραμμένο στην άνω επιφάνειά του. Μπροστά από το βάθρο και σε απόσταση 0,70 μ., αποκαλύφθηκε πάνω στο δάπεδο μία ορθογώνια κατασκευή (1 x 1,80 μ.) που αποτελείται από ορθογώνιες μαρμαρόπλακες (Εικ.20). Η κατασκευή αυτή αποτελούσε τη βάση για τη στήριξη μίας τράπεζας, όπως δείχνουν οι κυκλικοί τόρμοι γόμφων και οι αύλακες μολυβδοχόησης όπου στερεώνονταν τα πόδια της. Θραύσματα της μαρμάρινης πλάκας της τράπεζας αυτής βρέθηκαν κατά την ανασκαφή. Στην ανασκαφή βρέθηκαν επίσης και πολλά θραύσματα ορθομαρμάρωσης και έγχρωμων ή λευκών κονιαμάτων που πιθανότατα κάλυπταν τα κτιστά θρανία, το κτιστό βάθρο απέναντι από την είσοδο και το εσωτερικό των τοίχων 23. Εξωτερικά της αίθουσας Β, προσκολλημένες στον ανατολικό της τοίχο και δεξιά της εισόδου υπάρχουν δύο βάσεις (Εικ.21, βάση 3 και 4) παρόμοιες με αυτές που υπήρχαν εξωτερικά της αίθουσας Α, μόνο που αυτές είναι θεμελιωμένες σε χαμηλότερο επίπεδο, ίδιο με αυτό στο οποίο βρίσκεται το δάπεδο της αίθουσας Β. Όσον αφορά στην βάση 3, πάνω σε μία θεμελίωση που αποτελείται από μικρές πέτρες και λάσπη εδράζεται η πρώτη πλίνθος η οποία είναι πώρινη. Πάνω από αυτή σώζεται η πλίνθος μιας βάσης με ορθοστάτη η οποία είναι μαρμάρινη και διακοσμημένη (από κάτω προς τα πάνω) με ταινία, κοιλόκυρτο κυμάτιο, έξαρμα με ημικυκλική διατομή και κοιλόκυρτο κυμάτιο. Για τη βάση 4 ισχύουν τα ίδια δεδομένα με τη διαφορά ότι η διακόσμηση της πλίνθου της βάσης με ορθοστάτη (από κάτω προς τα πάνω) έχει ως εξής: πάνω από μία ταινία ακολουθεί μία γλυφή, ένα έξαρμα με ημικυκλική διατομή και γλυφή. Στην άνω επιφάνεια, στη μέση περίπου των δύο πλάγιων 23 Σισμανίδης 2003, και Σισμανίδης 2004,

18 πλευρών της υπάρχουν δύο βαθείς τόρμοι, πιθανότατα για τη στήριξη των ορθοστατών της βάσης 24. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα η αίθουσα Β έχει τις ίδιες κατασκευαστικές φάσεις με την αίθουσα Α, δηλαδή ανοικοδομήθηκε το δεύτερο μισό του 1 ου αι. π.χ. και επισκευάστηκε μετά τα μέσα του 1 ου αι. μ.χ.. Το στοιχείο που συνηγορεί σε αυτό το συμπέρασμα είναι ότι οι δύο αίθουσες κατασκευάστηκαν ταυτόχρονα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι τοίχοι (πρόσθιος και οπίσθιος) αποτελούν ενιαία κατασκευή και έχουν κοινό τον ενδιάμεσο τοίχο. Οι τοίχοι της αίθουσας Β είναι στο κατώτερο επίπεδό τους (0,30 μ. περίπου) κατασκευασμένοι από λίθους και λάσπη, όπως και της αίθουσας Α, ενώ στο ανώτερο επίπεδο έχει χρησιμοποιηθεί ως συνδετικό υλικό κονίαμα. Τέλος στην αίθουσα Β εντοπίστηκαν δύο χωμάτινα δάπεδα (η διαφορά των δύο επιπέδων είναι 10εκ.) 25. Ανερμήνευτο ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι, παρόλο που οι δύο αυτοί χώροι που ανοικοδομήθηκαν μαζί και επισκευάστηκαν ταυτόχρονα, έχουν μεγάλη διαφορά επιπέδου. Το δάπεδο της αίθουσας Α βρίσκεται 0,50 μ. ψηλότερα σε σχέση με αυτό της αίθουσας Β, γεγονός που πιθανότατα δικαιολογείται με την ύπαρξη της κλίσης του εδάφους κατά την αρχαιότητα στο σημείο αυτό. Στην αίθουσα Β αποκαλύφθηκαν πλήθος από κινητά ευρήματα τα σημαντικότερα από τα οποία είναι αρκετά θραύσματα μαρμάρινων αγαλμάτων και αρχιτεκτονικών μελών, όπως επίσης και πολλά θραύσματα γυάλινων αγγείων 26. Από την αίθο υσα αυτή συμπεριλάβαμε σε αυτή την εργασία τρία μόνο θραύσματα γλυπτών: την κεφαλή Αθηνάς (αρ.10) που βρέθηκε στο κέντρο περίπου της αίθουσας Β (Σχ. 1), τη μικρού μεγέθους παλάμη που κρατά επίμηκες αντικείμενο (αρ.11) και βρέθηκε σε απόσταση περίπου 2,50 μ. από το βόρειο τοίχο (επιπλέον λεπτομέρειες δεν αναφέρονται στο ημερολόγιο της ανασκαφής). Τέλος, αποκαλύφθηκε τμήμα ενός αριστερού χεριού αγάλματος (αρ.12) του οποίου η ακριβής θέση εύρεσης είναι άγνωστη. Αίθουσα Γ Η τρίτη αίθουσα βρίσκεται αμέσως νότια της αίθουσας Β (Εικ.18). Οι εσωτερικές της διαστάσεις είναι 7,20 μ. μήκος και 7,50 μ. πλάτος. Ο πίσω τοίχος της δεν βρίσκεται στη συνέχεια της ευθείας του πίσω τοίχου των αιθουσών Α και Β, αλλά είναι σαφώς μετατοπισμένος λίγο πιο δυτικά, και συνδέεται έτσι με τον πίσω τοίχο της αίθουσας Β με 24 Σισμανίδης 2003, Σισμανίδης 2004, Σισμανίδης 2003, 150 και Σισμανίδης 2004,

19 αρμό. Οι τοίχοι, που είναι κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και λάσπη, με εξαίρεση τον οπίσθιο στον οποίο χρησιμοποιήθηκε συνδετικό κονίαμα, ήταν επιχρισμένοι με κονίαμα, τμήματα του οποίου σώθηκαν σε ορισμένα σημεία. Το ύψος του νότιου τοίχου, μετρώντας από το εσωτερικό και από το επίπεδο του δαπέδου του χώρου φτάνει τα 0,70 μ. Ο βόρειος τοίχος είναι κοινός με αυτόν της αίθουσας Β και ο νότιος με αυτόν της αίθουσας Δ, ο οποίος φτάνει σε ύψος το 1 μ.. Ο πίσω τοίχος σώζεται σε ύψος ίσο με αυτό του βάθρου που είναι προσκολλημένο στο ανατολικό μέτωπό του. Το δάπεδο της αίθουσας είναι χωμάτινο και σε σχέση με το δάπεδο της αίθουσας Β και Δ που βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής είναι ιδιαίτερα υπερυψωμένο. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, το δάπεδο της αίθουσας μπορεί να ήταν ξύλινο. Στην υπόθεση αυτή οδηγούν ανασκαφικά δεδομένα, όπως είναι τα ισχυρά ίχνη καύσης και τα πολλά καρφιά και αμφίκαρφα που αποκαλύφθηκαν στην αίθουσα αυτή, όπως και στην αίθουσα Β, για το δάπεδο της οποίας ισχύει η ίδια υπόθεση 27. Ένα βάθρο καταλαμβάνει ολόκληρο το μήκος του δυτικού τοίχου και έχει πλάτος 1,50 μ.. Η μορφή του έχει ως εξής (Εικ.22) : Πάνω από τους πωρόλιθους της ευθυντηρίας, ύψους 0,36 μ., πατά ο τοιχοβάτης του βάθρου ο οποίος είναι κατασκευασμένος από καλοδουλεμένους λίθους γκρίζου μαρμάρου οι οποίοι έχουν στην πρόσθια όψη τους μία ταινία και πάνω από αυτή ένα λοξότμητο στοιχείο. Η ευθυντηρία προβάλλει σε σχέση με τον τοιχοβάτη 0,20 μ.. Πάνω από τον τοιχοβάτη διατηρείται ο χτιστός πυρήνας του βάθρου, που είναι κατασκευασμένος από αργούς λίθους και κονίαμα σε ύψος 0,35 μ. Στην πρόσθια επιφάνειά του διασώθηκαν πάνω στο κονίαμα δύο σιδερένιοι σύνδεσμοι που προβάλλουν προς το εξωτερικό του βάθρου. Από αυτούς τους συνδέσμους και τα πολλά θραύσματα μαρμάρινων πλακών (πάχους 3 εκ.) που αποκαλύφθηκαν στην ανασκαφή συνάγεται το συμπέρασμα ότι τον κτιστό πυρήνα του βάθρου επικάλυπτε ορθομαρμάρωση. Εξαίρεση στους σχεδόν όμοιους λίθους του τοιχοβάτη αποτελεί ο νότιος ακραίος λίθος, που είναι μία ορθογώνια πλίνθος (διαστάσεων 0,35 x 0,30 μ.) από ηφαιστειογενή λίθο, ο οποίος διακόπτει την ομοιομορφία. Στο μέσο περίπου του βόρειου τοίχου της αίθουσας, προσκολλημένη στο εσωτερικό μέτωπό του, υπάρχει ακόμη μία κατασκευή, πιθανότατα μία βάση (Εικ.23). Πέντε γωνιόλιθοι σχηματίζουν Π, με την οριζόντια κεραία στην πρόσοψη, και αποτελούν τη θεμελίωσή της. Πάνω σε αυτούς σώζεται μέρος του τοιχοβάτη της βάσης που αποτελείται από λεία ταινία, κοιλόκυρτο κυμάτιο, και γλυφή. Το μήκος της θεμελίωσης του βάθρου 27 Σισμανίδης 2004,

20 είναι 2 μ.. Ο τοιχοβάτης είναι τοποθετημένος κατά 10 εκ. πιο μέσα από τη θεμελίωση. Επομένως το μήκος της βάσης θα ήταν 1,80 μ. περίπου. Αντίστοιχα το πλάτος της θεμελίωσης είναι 1 μ., επομένως το πλάτος της βάσης είναι περίπου 0,90 μ.. Στο κέντρο της αίθουσας, απέναντι ακριβώς από την είσοδο, υπάρχει στο δάπεδο μία πώρινη πλάκα, διαστάσεων 0,63 x 0,82 μ. (Εικ.24). Στο κέντρο της άνω επιφάνειάς της φέρει έναν κυκλικό τόρμο στον οποίο θα στερεωνόταν το υπερκείμενο τμήμα της κατασκευής αυτής, το οποίο πιθανότατα θα ήταν κυκλικής διατομής, αφού γύρω από τον τόρμο διακρίνεται μία κυκλικού σχήματος βάθυνση διαμέτρου 0,50 μ. Πρόκειται μάλλον για τη βάση ενός μικρού βωμού. Επιπλέον, κατά μήκος του ανατολικού τμήματος του νότιου τοίχου υπάρχει μία επιμήκης λίθινη θεμελίωση η οποία διακρίνεται από το δάπεδο και βρίσκεται στο επίπεδό του. Έξω από την αίθουσα Γ, σε επαφή με τον ανατολικό της τοίχο, στα δύο άκρα του, υπάρχουν δύο μαρμάρινες βάσεις με τη μορφή ορθογώνιας πλίνθου (Εικ. 25: βάση 5, Εικ. 26: βάση 6 και 7). Οι βάσεις αυτές πατούν πάνω σε μία θεμελίωση από μικρές πέτρες και λάσπη. Η βάση 6 συνδέεται με ένα χαμηλό τοιχάριο με τη βάση 7, η οποία βρίσκεται μπροστά από τον ανατολικό τοίχο της αίθουσας Δ (Εικ.26) 28. Η αίθουσα Γ φαίνεται ότι είχε μία μόνο οικοδομική φάση, η οποία είναι μάλιστα μεταγενέστερη από την πρώτη φάση των αιθουσών Α και Β. Αυτό αποδεικνύεται από τα ευρήματα της κεραμικής και των νομισμάτων, αλλά και από τον αρμό που υπάρχει στο σημείο όπου ενώνονται οι πίσω τοίχοι των αιθουσών. Η μοναδική μεταγενέστερη προσθήκη που επιβεβαιώνεται ανασκαφικά είναι η τοποθέτηση του βάθρου μπροστά στον βόρειο τοίχο. Αυτό αποδεικνύεται, όπως και στην αίθουσα Α, από το γεγονός ότι το κονίαμα του τοίχου επικάλυφθηκε από τη βάση (Εικ.27). Για την αίθουσα Γ υπάρχει ένα εύρημα το οποίο προσφέρει απόλυτη χρονολόγηση για την ανοικοδόμησή της. Εξωτερικά από αυτή και πολύ κοντά στον πρόσθιο τοίχο αποκαλύφθηκε μία μαρμάρινη ενεπίγραφη πλάκα η οποία μέσα σε ένα κυματιοφόρο πλαίσιο φέρει το εξής κείμενο : 29 Ἕτους ΗΙΡ Ἐνευχόμεθα τὴν τῶν Σεβαστῶν τύχην τοῖς πολεῖταις ἡμῶν Φλα- οὐιοι Μύστα καὶ Εἰσίδωρος καὶ Μύστα νε- 28 Σισμανίδης 2004, Τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής δεν τα έχω μελετήσει προσωπικά. Το χρονολογικό συμπέρασμα οφείλεται στον Κ.Σισμανίδη ο οποίος είχε υπόψη του το υλικό αυτό. 19

21 ωτέρα τὰ τέκνα. Πρόνοιαν ποιεῖσθαι τοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ τὸ γένος ἡμῶν ἀνάκειται, ὃν κατεσκευάσαμεν ἐκ θεμελίων, ἐκ τῶν ἰδίων, ὅπως μένῃ ἀκατάφθορος. Αν αυτή η επιγραφή δεν έχει μεταφερθεί από κάποιο άλλο σημείο και συνδέεται με αυτήν την αίθουσα, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η αίθουσα ανοικοδομήθηκε το 86 μ.χ. από την Φλαβία Μύστα και τα παιδιά της. Η αναλυτική μελέτη των γλυπτών που βρέθηκαν στο δωμάτιο αυτό ενισχύει την ταύτιση της αίθουσας με το ναόν της επιγραφής και επομένως προσφέρει τεκμήριο για τη χρονολόγηση. Έτσι η αίθουσα Γ είναι πιθανό να έχει ανοικοδομηθεί ταυτόχρονα με τη δεύτερη φάση των δύο πρώτων αιθουσών 30. Η αίθουσα Γ είναι το δωμάτιο από το οποίο επιλέξαμε τα περισσότερα γλυπτά από αυτά που περιλάβαμε στον κατάλογο της εργασίας. Η κεφαλή του Οκταβιανού Αυγούστου (αρ.13), η κνήμη με αρ.14 και ο βραχίονας με αρ.15 βρέθηκαν περίπου στο κέντρο της αίθουσας, γύρω από την πώρινη πλάκα. Η γυναικεία κεφαλή (αρ.17) μπροστά από το βάθρο του δυτικού τοίχου, στη βορειοδυτική γωνία της αίθουσας. Τέλος, στην αίθουσα Γ βρέθηκε παλάμη υπερφυσικού μεγέθους αγάλματος (αρ.16) επίσης περίπου στο κέντρο της αίθουσας και μία ακόμη παλάμη δεξιού χεριού με αρ.18. Αίθουσα Δ Πρόκειται για τη μεγαλύτερη από τις αίθουσες της στοάς που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα (Εικ.28). Εσωτερικά έχει διαστάσεις 7,30 x 12,60 μ. Η είσοδος (πλάτους 1,45 μ.) είναι, όπως και στους προηγούμενους χώρους, στα ανατολικά και από αυτή σώζεται μόνο η θεμελίωση του κατωφλιού. Οι τοίχοι της αίθουσας είναι χτισμένοι με λίθους και λάσπη και σώζονται σε αρκετό ύψος. Εξαίρεση αποτελεί και πάλι ο πίσω τοίχος, ο οποίος διαθέτει συνδετικό κονίαμα, πράγμα το οποίο ενισχύει τη σταθερότητά του αφού λειτουργούσε και ως αναλημματικός, λόγω της κλίσης του εδάφους. Συγκεκριμένα, ο ανατολικός τοίχος έχει σωζ. ύψος 0,60 μ., ο βόρειος 1,05 μ., ο δυτικός 1,40 μ. και ο νότιος 1,10 μ. Σώζεται λευκό επίχρισμα στο εσωτερικό μέτωπο του δυτικού τοίχου, το οποίο όμως δεν είναι καλής ποιότητας όπως αυτά που έχουν αποκαλυφθεί στους τρεις προηγούμενους χώρους. Ίχνη ίδιου κονιάματος βρέθηκαν αποσπασματικά και στους υπόλοιπους τοίχους. Επίσης, κατά την ανασκαφή βρέθηκαν θραύσματα κονιάματος καλής ποιότητας με χρώμα. Το δάπεδο της αίθουσας είναι χωμάτινο και βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της αίθουσας Γ. 30 Σισμανίδης 2004,

22 Στο εσωτερικό του χώρου αυτού υπάρχουν δύο βάσεις για τα στηρίγματα της στέγης, απαραίτητα σε μία αίθουσα με τόσο μεγάλο πλάτος. Σε απόσταση 2,20 μ. από το δυτικό, το βόρειο και το νότιο τοίχο και παράλληλα με αυτούς σώζεται χαμηλό και πρόχειρα χτισμένο τοιχάριο με υλικό σε δεύτερη χρήση, το οποίο έχει σχήμα Π. Η κατασκευή αυτή έχει καταστραφεί στο ανατολικό πέρας της βόρειας κάθετης κεραίας και στο κέντρο της οριζόντιας. Εσωτερικά αυτού του πιόσχημου τοιχάριου, σε απόσταση 0,30 μ. από τα μέτωπα του, όπου σύμφωνα με τον ανασκαφέα υπήρχαν ωμά πλιθιά, σώζεται το κονίαμα που λειτουργούσε ως επίχρισμα. Αυτή η κατασκευή ήταν ένας αναβαθμός γύρω από τον οποίο τοποθετούνταν κλίνες. Στο κέντρο του δυτικού τοίχου, απέναντι από την είσοδο υπάρχει άνοιγμα το οποίο έδινε πρόσβαση σε έναν κλίβανο που χρησιμοποιήθηκε για την ασβεστοποίηση μαρμάρων (Εικ.29). Το ασβεστοκάμινο είναι κυκλικού σχήματος με διάμετρο περίπου 3 μ. και στο εσωτερικό του έχει δύο πεσσόσχημα στηρίγματα για την εσχάρα 31. Τα κινητά ευρήματα από αυτή την αίθουσα είναι πάρα πολλά. Στο δυτικό κυρίως τμήμα της αίθουσας, ανάμεσα στο τοιχάριο του θρανίου και τον δυτικό τοίχο βρέθηκαν πολλά όστρακα από χρηστικά αγγεία, κυρίως αμφορείς και λεκανίδες αλλά και πάρα πολλά όστρεα και οστά ζώων. Παράλληλα βέβαια αποκαλύφθηκε μεγάλη ποσότητα μαρμάρινων μελών, τα οποία βρέθηκαν είτε μέσα στο ασβεστοκάμινο είτε συσσωρευμένα μπροστά από αυτό. Εξωτερικά της αίθουσας Δ αποκαλύφθηκαν τρεις βάσεις. Η μία (η 7), που αναφέρθηκε και πιο πάνω, βρίσκεται στο άκρο της αίθουσας στα δεξιά της εισόδου και συνδέεται με τοιχάριο με τη βάση που βρίσκεται μπροστά από την αίθουσα Γ. Από αυτή αλλά και από τις άλλες δύο που ακολουθούν, αριστερά της εισόδου (τις 8 και 9)(Εικ.30), σώζεται μόνο η ορθογώνια πλίνθος πάνω σε μία λίθινη θεμελίωση, παρόμοια με αυτές που έχουμε περιγράψει μέχρι τώρα για τις βάσεις εξωτερικά των αιθουσών. Η αίθουσα Δ χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, σε δύο φάσεις. Η πρώτη σχετίζεται με την ανοικοδόμηση της αίθουσας, η οποία, όπως φαίνεται από τους τοίχους, είναι σύγχρονη με την ανοικοδόμηση της αίθουσας Γ και τοποθετείται επομένως μετά τα μέσα του 1 ου αι. μ.χ. Στην πρώτη αυτή φάση εντάσσεται η αίθουσα με το κτιστό θρανίο σε σχήμα Π. Στη δεύτερη φάση, όταν έγινε η προσθήκη του ασβεστοκάμινου, η αίθουσα χρησιμοποιήθηκε ως χώρος συγκέντρωσης των μαρμάρων που 31 Σισμανίδης 2005,

23 προορίζονταν για ασβεστοποίηση. Τα νομίσματα που βρέθηκαν στο ασβεστοκάμινο χρονολογούν τη χρήση του στα μέσα του 3 ου αι. μ.χ. 32. Από την αίθουσα αυτή συμπεριλαμβάνεται στην εργασία αυτή μόνο ένα τμήμα μίας κεφαλής αγάλματος (αρ.19) το οποίο βρέθηκε ανάμεσα στο σωρό από μάρμαρα προς ασβεστοποίηση αριστερά της εισόδου του ασβεστοκάμινου. Αίθουσα Ε Η αίθουσα Ε (Εικ.31, 32) είναι η τελευταία που θα μας απασχολήσει σε αυτή την εργασία. Βρίσκεται αμέσως νότια της αίθουσας Δ και έχει με αυτή κοινό το μεταξύ τους τοίχο. Η αίθουσα αυτή είναι σχεδόν τετράγωνη, με διαστάσεις 7,50 μ. μήκος και 7 μ. πλάτος. Η είσοδος είναι και εδώ στα ανατολικά, έχει πλάτος 2 μ. και σώζει το κατώφλι, το οποίο διαθέτει στα άκρα του δύο τετράγωνους βαθείς τόρμους για τη στήριξη των παραστάδων και της θύρας. Μπροστά από την είσοδο υπάρχουν μία βαθμίδα, μπροστά από την οποία βρέθηκε μία ενεπίγραφη πλάκα, στο κείμενο της οποίας θα αναφερθούμε παρακάτω. Ο δυτικός τοίχος της αίθουσας δεν ακολουθεί την ευθεία του πίσω τοίχου της προηγούμενης αλλά είναι λίγο μετατοπισμένος προς τα ανατολικά και έχει αρμό στο σημείο της σύνδεσής του με αυτόν, έτσι ώστε είναι βέβαιο ότι οι κατασκευές δεν είναι απολύτως σύγχρονες. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από λίθους και λάσπη και φτάνουν σε αρκετό ύψος (ο δυτικός σε ύψος 1,60 μ., ο ανατολικός, μετρώντας τον από το εξωτερικό, 0,77 μ., ο νότιος 0,55 μ. και ο βόρειος 1,10 μ.). Από το νότιο τοίχο του χώρου συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον αυτός, ήταν από ένα ύψος και πάνω χτισμένος με πλιθιά. Επιπλέον, ο πίσω τοίχος αποτελεί και στην αίθουσα αυτή εξαίρεση, αφού διαθέτει συνδετικό κονίαμα. Για την επικάλυψη των τοίχων χρησιμοποιήθηκαν ορθομαρμαρώσεις αλλά και πολύχρωμα κονιάματα, θραύσματα από τα οποία βρέθηκαν στην ανασκαφή. Το δάπεδο είναι βοτσαλωτό και σώζεται σε καλή κατάσταση. Κατά μήκος του δυτικού τοίχου ήταν χτισμένο ένα βάθρο, πλάτους 1,25 μ., από το οποίο σώζονται μόνο τα δύο άκρα που έχουν την εξής μορφή : πάνω σε μία ευθυντηρία, που αποτελείται από καλοδουλεμένους γωνιόλιθους, υπάρχει ο πρώτος δόμος του βάθρου από τον οποίο σώζονται μόνο οι δύο ακραίοι λίθοι που φέρουν διακόσμηση με ταινία και κοιλόκυρτο κυμάτιο. Οι λίθοι που υπήρχαν ανάμεσα σε αυτούς έχουν αφαιρεθεί. Πάνω από τον πρώτο δόμο, ο πυρήνας του ορθοστάτη του βάθρου αυτού είναι, όπως και στην 32 Σισμανίδης 2004, , Σισμανίδης 2005,

24 περίπτωση των βάθρων των αιθουσών Α και Γ, κτιστός, με μεγάλους λίθους στο νότιο και ασβεστόλιθο στο βόρειο πέρας του. Ο πυρήνας που υπάρχει ανάμεσα στα σωζόμενα τμήματα έχει καταστραφεί. Σε αντιστοιχία με τις προαναφερθείσες κατασκευές, στη ΝΑ και ΒΑ γωνία του χώρου υπάρχουν δύο κυβόσχημες αλλά πολύ χαμηλότερες από τις προηγούμενες κατασκευές, χτισμένες με αργούς λίθους και λάσπη, η χρήση των οποίων παραμένει αδιευκρίνιστη 33. Και στην περίπτωση της αίθουσας Ε διαπιστώθηκε η ύπαρξη μίας πιόσχημης κατασκευής. Παράλληλα με το νότιο, το βόρειο και το δυτικό τοίχο διατηρήθηκε, σε απόσταση περίπου 2 μ., μία κάθετη γραμμή λευκού κονιάματος η οποία διακόπτεται μόνο στο κέντρο της δυτικής, οριζόντιας κεραίας του Π για 0,40 μ. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, στις τρεις πλευρές της αίθουσας υπήρχε κτισμένος με πλιθιά ένας θράνος, ο οποίος διέθετε πιθανόν δύο βαθμίδες και ήταν επιχρισμένος με λευκό κονιάμα. Το ύψος της ανώτερης βαθμίδας θα έφτανε τα 0,50 μ., όπως διαπιστώνεται από την οριζόντια γραμμή κονιάματος που σώθηκε σ αυτό το ύψος στους πλευρικούς τοίχους της αίθουσας. Αυτή η κατασκευή εικάζεται ότι χρησίμευε για την τοποθέτηση εδράνων σε κλιμακωτά επίπεδα. Στο κέντρο περίπου της αίθουσας είναι τοποθετημένη πάνω στο δάπεδο μία ορθογώνια πλάκα, πάνω στην οποία είναι στερεωμένος ένας σφόνδυλος πώρινου δωρικού κίονα. Γύρω από αυτή την κατασκευή υπάρχουν οπές στο δάπεδο που σχηματίζουν ένα τετράγωνο πλευράς 1 μ. Επίσης δύο ακόμη οπές υπάρχουν λίγο δυτικότερα από τις προηγούμενες. Επιπλέον, νότια αυτών των οπών υπάρχει μεγαλύτερη κυκλική οπή στο δάπεδο 34. Προσκολλημένα στον ανατολικό τοίχο και εξωτερικά αυτής της αίθουσας υπάρχουν βάθρα πολύ πυκνά τοποθετημένα. Υπάρχουν τρεις βάσεις δεξιά της εισόδου (οι 10-12) (Εικ.33), από τις οποίες διατηρείται μόνο μία ορθογώνια πλίνθος. Οι βάσεις αυτές πατούν πάνω σε θεμελίωση από μικρές πέτρες και λάσπη και είναι τοποθετημένες ακριβώς δίπλα στη νοτιότερη από τις βάσεις που υπάρχουν μπροστά από την αίθουσα Δ αποτελώντας μαζί της μία ενότητα. Αριστερά της εισόδου υπάρχουν τρεις ακόμη βάσεις, οι (Εικ.34). Η βάση 13 αποτελείται από μία θεμελίωση από μικρές πέτρες και λάσπη πάνω στην οποία υπάρχει ορθογώνια πλίνθος πάνω από την οποία έχει τοποθετηθεί μία λεπτή μαρμάρινη ορθογώνια πλάκα. Η μεσαία βάση (Εικ.35, η 14) είναι η μεγαλύτερη που έχει αποκαλυφθεί έως τώρα έξω από τις αίθουσες της στοάς (πλευράς 1,50 μ., έναντι του 1 μ. των υπολοίπων) 33 Σισμανίδης 2006, Σισμανίδης 2006,

25 και αρκετά καλά διατηρημένη 35. Η βάση αυτή τοποθετήθηκε πάνω σε κτιστή από πέτρες και λάσπη θεμελίωση, πάνω στην οποία υπάρχουν μαρμάρινες πλίνθοι που σχηματίζουν ένα ορθογώνιο υπόβαθρο (έναν δόμο). Πάνω σε αυτό υπάρχει η κυματιοφόρος βάση (που αποτελείται από 4 κομμάτια) όπου πατούσε ο ορθοστάτης από τον πυρήνα του οποίου σώζονται οι πέτρες, το κονίαμα, η λάσπη και οι πήλινες πλίνθοι που τον αποτελούσαν σε μικρό ύψος (περίπου εκ.). Η βάση πάνω στην οποία πατούσε ο ορθοστάτης του βάθρου φέρει διακόσμηση από ταινία, κοιλόκυρτο κυμάτιο και μία γλυφή. Η βάση 15 πατά επίσης σε μία θεμελίωση από μικρές πέτρες και λάσπη και τμήματα πήλινων πλίνθων και σώζει μόνο τη μαρμάρινη πλίνθο που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα στην αίθουσα Ε διακρίνονται δύο φάσεις. Κατά την πρώτη φάση είναι ορατή όλη η επιφάνεια του δαπέδου και υπάρχει το κτιστό υψηλό βάθρο. Οι κατασκευές των δύο ανατολικών γωνιών της αίθουσας καθώς και αυτές του κέντρου του δωματίου πατούν πάνω στο βοτσαλωτό δάπεδο αλλά δεν είναι βέβαιο σε ποια από τις δύο φάσεις ανήκουν. Ο θράνος σχήματος Π στης αίθουσας ανήκει στην δεύτερη φάση, αφού επικάλυψε το δάπεδο που προϋπήρχε. Επιπλέον οι μικρότερες πέτρες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του βόρειου τοίχου από ένα ύψος και πάνω, καθώς και το πιο επιμελημένο χτίσιμο, δείχνουν ότι η αίθουσα αυτή επισκευάστηκε κάποια χρονική στιγμή. Οι δύο αυτές φάσεις χρονολογούνται από τον ανασκαφέα με τη βοήθεια της κεραμικής και των νομισμάτων η μεν πρώτη στο δεύτερο μισό του 1 ου αι. π.χ. και η δεύτερη μετά τα μέσα του 1 ου αι. μ.χ. Στη χρονολόγηση βοήθησε και το κείμενο της επιγραφής, που, όπως προαναφέρθηκε, βρέθηκε μπροστά στην είσοδο της αίθουσας. Το κείμενο της επιγραφής είναι το παρακάτω : Ἕτους Κ καὶ Ρ Ἀρριδαῖος καὶ Κότυς οἱ Σωπάτρου καί Σώπατρος Κότυος τὴν Ἐξέδραν καὶ τὸ Βουλευτήριον καὶ τὴν Στοὰν τῇ πόλει, ἐπὶ ἱερέως Διὸς καὶ Ρώμης καὶ αὐτοκράτορος Καίσαρος, Θεοῦ υἱοῦ Σεβαστοῦ, Ἀρριδαίου τοῦ Σωπάτρου. 35 Σισμανίδης 2006,

26 Ο ανασκαφέας συνδέοντας τα ανασκαφικά δεδομένα της αίθουσας, δηλαδή την ύπαρξη των εδράνων με αυτή την επιγραφή, υποστήριξε ότι η αίθουσα Ε ταυτίζεται με το αναφερόμενο στην επιγραφή βουλευτήριο. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή η αίθουσα λειτούργησε ως βουλευτήριο κατά τη δεύτερη φάση της. Έχουμε λοιπόν την άποψη ότι η δεύτερη φάση της αίθουσας χρονολογείται το 88 μ.χ. 36. Μέσα στην αίθουσα Ε δεν βρέθηκε κανένα από τα γλυπτά τα οποία θα συμπεριλάβει αυτή η εργασία αλλά έξω από αυτήν, μπροστά από την μεσαία βάση από αυτές που αποκαλύφθηκαν αριστερά (νότια) της εισόδου, βρέθηκε η κεφαλή Μελεάγρου (αρ. 20). Τα ευρήματα της αίθουσας αυτής είναι ιδιαίτερα καθώς ανάμεσά τους συγκαταλέγονται δέκα οστέινοι στυλογράφοι, όστρακα με τμήματα εγχάρακτων επιγραφών, ένα τμήμα μαρμάρινου τιμητικού ψηφίσματος και δύο τμήματα επιτύμβιων στηλών με ανθεμωτή επίστεψη 38. Το τελευταίο από τα γλυπτά που συμπεριλάβαμε (αρ. 21) προέρχεται από παράδοση από κάτοικο του Καλαμωτού από τον χώρο ο οποίος στη συνέχεια ανασκάφηκε. Επομένως, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή τόπο εύρεσής του. 37 Συνοψίζοντας, μέχρι στιγμής, τα δεδομένα για το κτίριο παρατηρούμε ότι πρόκειται για ένα επίμηκες κτίριο, το μήκος του οποίου, συμπεριλαμβανομένου και του χώρου Ε, φτάνει τα 60 μ. 39. Πρόκειται για μία στοά με δωμάτια αίθουσες που ανοίγονται στο πίσω μέρος της, η οποία βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα τμήμα της αγοράς (δεδομένης και της ύπαρξης σε αυτή του βουλευτηρίου της πόλης). Το επίπεδο του δαπέδου των αιθουσών κατεβαίνει κλιμακωτά καθώς προχωρούμε προς νότο με εξαίρεση το δάπεδο της αίθουσας Γ το οποίο βρίσκεται ψηλότερα από αυτό της αίθουσας Β. Από το πρόσθιο τμήμα της στοάς έχει αποκαλυφθεί ως τώρα μόνο ένα τμήμα του στυλοβάτη μπροστά από τον χώρο Α. Αμέσως ανατολικά του στυλοβάτη της στοάς αποκαλύφθηκε μία συμπαγής θεμελίωση, η ερμηνεία της οποίας παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστη. Αναλυτικότερα, σε απόσταση 7,50 μ. από τον εμπρός τοίχο της αίθουσας Α, τρεις ορθογώνιες κατασκευές ενωμένες μεταξύ τους, κατασκευασμένες από χυτή τοιχοποιία διατηρούνται στο επίπεδο της θεμελίωσης και έχουν διαστάσεις : η κεντρική και μεγαλύτερη 3,70 x 4,20 μ., η βόρεια 1 x 1,50 μ. και η ανατολική 1,25 x 3,10 μ. Το ύψος αυτών των θεμελιώσεων που φτάνει, τουλάχιστον όσον αφορά την μεγαλύτερη από αυτές 36 Σισμανίδης 2006, 250, Σισμανίδης 2006, Σισμανίδης 2006, 39 Σισμανίδης 2006,

27 το 1,50 μ., υποδεικνύει ότι στήριζαν μία ογκώδη κατασκευή που χρειαζόταν ισχυρά θεμέλια 40. Τελειώνοντας, οφείλουμε να αναφέρουμε τα ευρήματα της ανασκαφής που σχετίζονται με τη χρήση του χώρου πριν οικοδομηθεί το λεγόμενο συγκρότημα του Σεβαστείου. Κατά το πρώτο έτος της ανασκαφής, αποκαλύφθηκε στην ΝΑ γωνία της ανασκαφής αποκαλύφθηκε κεραμικός κλίβανος που χρονολογείται κατά τον ανασκαφέα στα μέσα του 4 ου αι. π.χ., εύρημα που μαρτυρεί την εργαστηριακή χρήση του χώρου. Επιπλέον, σε ανώτερο επίπεδο από αυτό του προαναφερθέντος κλιβάνου, δυτικά αυτού και με κατεύθυνση Β Ν αποκαλύφθηκαν δύο αλληλοκαλυπτόμενοι τοίχοι οι οποίοι είναι σχεδόν παράλληλοι με τον στυλοβάτη της στοάς του λεγόμενου Σεβαστείου, αλλά βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο. Οι τοίχοι αυτοί χρονολογούνται από τον ανασκαφέα στους ελληνιστικούς χρόνους Σισμανίδης 2003, Σισμανίδης 2003,

28 3 : ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΚΑΙ ΤΜΗΜΑΤΑ ΒΑΣΕΩΝ 1. Επίστεψη βάσης χάλκινου αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (Πίν. 1-4, 5.1) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 70. Προέλευση: Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις: Ύψος 0,175 μ. Άνω επιφάνεια: Μήκος 0,815 μ. Πλάτος 0,46 μ. Κάτω επιφάνεια: Μήκος 0,815 μ. Πλάτος 0,44 μ. Ύψος γραμμάτων : 0,014 0,043 μ. Υλικό : Μάρμαρο, λευκό, χοντρόκοκκο, πιθανόν Θάσου. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2003, , εικ.3, 5, 10, Σισμανίδης 2008, , αρ.14 (όπου και απεικόνιση). Σώζεται ακέραιη ορθογώνια πλίνθος η οποία φέρει αποκρούσεις περιμετρικά της άνω επιφάνειάς της και μπροστά από το πέλμα του αγάλματος. Μικρότερες αποκρούσεις εμφανίζονται στα πέρατα της κάτω επιφάνειας και στην πρόσθια όψη (στην κάτω ακμή της). Η πρόσθια πλευρά είναι καλοδουλεμένη και φέρει ίχνη από εργαλείο (ίσως ξοΐδα, ντισιλίδικο). Η επιφάνεια έδρασης της βάσης είναι χοντροδουλεμένη με το βελόνι, όπως και η αριστερή στενή πλευρά της πλίνθου. Η πλευρά αυτή φέρει όμως επιπλέον μία στενή ζώνη (πλ. 1 εκ.) κατά μήκος της άνω οριζόντιας πλευράς που έχει δεχτεί λείανση. Σε αντίθεση με την τελευταία, η δεξιά στενή πλευρά φέρει αναθύρωση (πλ. 5,5 6 εκ.) στην άνω και τις πλάγιες πλευρές της. Η οπίσθια πλευρά της βάσης είναι ιδιαίτερα καλοδουλεμένη και έχει λειανθεί εξίσου καλά με την άνω επιφάνεια. Η άνω επιφάνεια είναι λεία με λίγα ίχνη εργαλείου και φέρει δύο τόρμους για την τοποθέτηση του αγάλματος. Ο τόρμος του δεξιού πέλματος έχει μήκος 0,28 μ. και βρίσκεται περίπου στο μέσο της άνω επιφάνειας. Ο τόρμος όπου στερεωνόταν το αριστερό πέλμα είναι κυκλικός και έχει διάμετρο 0,115 μ. Μέσα στο δεξιό τόρμο σώζεται η μολυβδοχόηση, τμήμα της πτέρνας του χάλκινου αγάλματος και το κάτω τμήμα του ταρσού. Στο οπίσθιο τμήμα της πτέρνας διακρίνεται μία μικρή κυκλική οπή που χρησίμευε πιθανόν κατά την κατασκευή του αγάλματος. Ο αριστερός τόρμος σώζει το μεγάλο δάχτυλο (μήκ. 0,055 μ.) και τμήμα του ταρσού. Στο εσωτερικό αυτού του τμήματος του πέλματος υπάρχει πηλός, προφανώς από τον πυρήνα του αγάλματος, το οποίο ήταν δύσκολο να πελεκηθεί και να απομακρυνθεί από το σημείο αυτό. Το προεξέχον τμήμα της μολυβδοχόησης σε αυτό τον τόρμο δείχνει ότι τα υπόλοιπα δάχτυλα που δεν σώζονται ήταν ανασηκωμένα από το έδαφος. 27

29 Η πρόσθια πλευρά της πλίνθου είναι πλαστικά διαμορφωμένη. Στο άνω πέρας φέρει μία ενεπίγραφη προεξέχουσα ταινία (πλ. 0,047 μ.) (με τον πρώτο στίχο της επιγραφής), η οποία ενώνεται με το κατώτερο λείο τμήμα της πλίνθου μέσω ενός κυματίου. Η λάξευση του κυματίου δεν έχει ολοκληρωθεί, έτσι μοιάζει με ένα λοξό στοιχείο, κάτω από το οποίο υπάρχει γωνιώδης μετάβαση (Πίν.4.2). Στο άνω λείο αυτό τμήμα της πλίνθου είναι χαραγμένος ένας δεύτερος στίχος της επιγραφής, η οποία έχει ως εξής (Πίν.5.1) : Το σχήμα των γραμμάτων είναι γωνιώδες και ορισμένα από αυτά του πρώτου στίχου είναι μικρότερα για την εξοικονόμηση χώρου. Στο τέλος του δεύτερου στίχου αποδίδεται εγχάρακτο το κισσόφυλλο. Από την περιγραφή της πλίνθου προκύπτουν ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της βάσης, της οποίας αποτελούσε επίστεψη. Πρόκειται δηλαδή για την καλυπτήρια πλάκα, δηλαδή την επίστεψη μιας βάσης με ορθοστάτη, ο οποίος, όπως φαίνεται, αποτελούσε τμήμα ενός μεγαλύτερου μνημείου. Αυτό προκύπτει από τις αδρά δουλεμένες πλευρές τις πλίνθου οι οποίες δεν ήταν αρχικά ορατές. Το βάθρο αυτό είχε τη μορφή μίας βάσης με ορθοστάτη. Οι βάσεις αυτές, η αρχή κατασκευής των οποίων ανάγεται στα κλασσικά χρόνια, χρησιμοποιούνται πάρα πολύ κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και στη συνέχεια και στους ρωμαϊκούς. Οι βάσεις με ορθοστάτη τοποθετούνται πάνω σε μία θεμελίωση η οποία στηρίζει τον πρώτο δόμο (ή την πρώτη πλίνθο της βάσης), ο οποίος είναι πλαστικά διαμορφωμένος συνήθως με κυμάτια και ταινίες. Πάνω στον πρώτο δόμο τοποθετείται ο ορθοστάτης, ο οποίος αποτελείται από όρθιες πλάκες που περιβάλλουν έναν κενό χώρο στο εσωτερικό, ο οποίος συχνά γεμίζει με ακατέργαστες πέτρες και χώμα για να επιτευχθεί μεγαλύτερη στατικότητα και ανθεκτικότητα για την κατασκευή. Πάνω από τον ορθοστάτη υπάρχει η επίστεψη, με πλαστική διακόσμηση ανάλογη με αυτή του πρώτου δόμου αλλά όχι απαραίτητα όμοια, η οποία αποτελεί και την πλίνθο στήριξης του αγάλματος 42. Όσον αφορά την εξέλιξη του τύπου με τα χρόνια, τουλάχιστον για τις ελληνιστικές βάσεις, φαίνεται πως το μοναδικό βέβαιο συμπέρασμα αφορά στο πάχος των πλακών του ορθοστάτη το οποίο μειώνεται κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο 43, επομένως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι και στα ρωμαϊκά χρόνια οι πλάκες του ορθοστάτη είναι λεπτές ενώ ο πυρήνας είναι κτιστός και ενισχυμένος. 42 Schidt 1995, Schidt 1995,

30 Στην αίθουσα μέσα στην οποία βρέθηκε η βάση αρ.1 υπάρχει, όπως προαναφέραμε, ένα χτιστό βάθρο σε σχήμα Γ το οποίο πληρεί τις προϋποθέσεις για να αποτελεί ένα βάθρο με ορθοστάτη. Συγκεκριμένα, έχει τη θεμελίωση από καλοσχηματισμένους γωνιόλιθους, τον πλαστικά διαμορφωμένο πρώτο δόμο και τις βαθύνσεις στις οποίες θα μπορούσε να στερεωθεί ο ορθοστάτης. Το βάθρο αυτό θα είχε έχει κτιστό πυρήνα και από αυτό θα έλειπαν οι πλαϊνοί και οπίσθιοι ορθοστάτες αφού οι πλευρές αυτές ακουμπούν στον τοίχο της αίθουσας και δεν ήταν ορατές. Αυτό μπορούσε να συμβεί και υπάρχουν παραδείγματα που το αποδεικνύουν. Η βάση για τα αγάλματα της Κλεοπάτρας και του Διοσκουρίδη στη Δήλο χτίστηκε στο κατώφλι της οικίας III στη συνοικία του Θεάτρου και καθώς οι πλάγιες πλευρές της ακο υμπο ύν στις παραστάδες της θύρας δεν χρειάστηκαν οι πλαϊνοί ορθοστάτες 44. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη χοντροδουλεμένη αριστερή πλευρά της επίστεψης που εξετάζουμε, αφού, αν δεν είχε επαφή σ αυτή την πλευρά με ένα άλλο τμήμα της επίστεψης έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η τέλεια εφαρμογή, θα μπορούσε να μένει μερικώς επεξεργασμένη και να ακουμπά στο νότιο πλευρικό τοίχο της αίθουσας. Πάνω στη σωζόμενη επίστεψη του βάθρου αυτού ήταν στημένο ένα χάλκινο άγαλμα, φυσικού ή λίγο μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους, του αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο J.M.Højte μελέτησε τις βάσεις που έφεραν αυτοκρατορικά αγάλματα. Οι επιγραφές που έφεραν ήταν είτε λατινικές είτε ελληνικές. Το όνομα του αυτοκράτορα στον οποίο γίνεται η ανάθεση στις ελληνικές επιγραφές βρίσκεται σε πτώση αιτιατική, ενώ στις λατινικές χρησιμοποιείται η δοτική 45. Το συνηθισμένο μέγεθος των γραμμάτων για τις ελληνικές επιγραφές των βάσεων αυτοκρατορικών αγαλμάτων κυμαίνεται ανάμεσα στα 2 με 5 εκ. 46. Στις ενεπίγραφες βάσεις του Τραϊανού αναφέρονται οι τίτλοι που ο αυτοκράτορας απέκτησε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του και έτσι είναι εύκολο να χρονολογήσουμε με ακρίβεια τα μνημεία με βάση τους τίτλους που αναφέρει η επιγραφή την περίοδο της ανάθεσης του αγάλματος. Όπως παρατηρεί όμως ο Højte, στον ελλαδικό χώρο συχνά οι επιγραφές δεν αναφέρουν τους τίτλους των αυτοκρατόρων 47. Επίσης χρήσιμο είναι να αναφέρουμε ότι δεν έχουν εντοπιστεί αγάλματα του Τραϊανού που να του ανατέθηκαν πριν γίνει αυτοκράτορας, γιατί η περίοδος της υιοθεσίας του ήταν πολύ σύντομη 48. Αντίθετα κατά την ύστερη περίοδο διακυβέρνησής του υπάρχει ένας μεγάλος 44 Schidt 1995, Højte 2005, 19, Højte 2005, Højte 2005, Højte 2005,

31 αριθμός βάσεων για τα αγάλματα του αυτοκράτορα 49. Τέλος, η μελέτη των βάσεων των αυτοκρατορικών αγαλμάτων έχει δείξει ότι στον ελλαδικό χώρο βρέθηκε ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός τιμητικών επιγραφών. Αποδεικνύεται έτσι ότι συνεχίζεται η παράδοση των ελληνικών πόλεων στην ανάθεση τιμητικών αγαλμάτων 50, αναθέτης των οποίων τις περισσότερες φορές είναι η πόλη 51, ιδίως κατά τον 2 ο αι. μ.χ. Το αντίθετο συμβαίνει την εποχή των Ιουλίων Κλαυδίων στην οποία υπερίσχυε η ιδιωτική πρωτοβουλία 52. Η επιγραφή των Καλινδοίων, που είναι γραμμένη στα ελληνικά, δίνει το όνομα του τιμώμενου προσώπου, του Τραϊανού, στην αιτιατική πτώση και το μέγεθος των γραμμάτων συμφωνεί με το γενικό κανόνα. Ωστόσο στη σύντομη επιγραφή που φέρει η βάση δεν αναφέρεται κανένας από τους τίτλους που συνήθως έφερε ο αυτοκράτορας Τραϊανός (π.χ. Δακικός, Γερμανικός). Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλεται στη συνήθεια των Ελλήνων, που, όπως αναφέραμε, παραλείπουν συχνά τους τίτλους αυτούς. Δεν μπορεί ωστόσο να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο να έγινε η παράλειψη με στόχο την ανάδειξη τις θεϊκής υπόστασης του αυτοκράτορα και όχι της στρατιωτικής, την οποία τονίζουν οι τίτλοι που αποκόμισε ο Τραϊανός με τις εκάστοτε νίκες του. Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη βάση είναι και το χάλκινο άγαλμα για το οποίο αυτή κατασκευάστηκε. Από τα ελάχιστα στοιχεία που διαθέτουμε για το άγαλμα μπορούμε να οδηγηθούμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Ο αυτοκράτορας ήταν ανυπόδητος και είχε, όπως δείχνουν οι τόρμοι και τα ίχνη των πελμάτων, στάσιμο το δεξί σκέλος, του οποίου το πέλμα προβάλλει και πατά ολόκληρο στην πλίνθο, λίγο λοξά τοποθετημένο προς τα δεξιά. Το αριστερό, μετατοπισμένο στο οπίσθιο δεξιό μέρος της βάσης, ήταν άνετο και το πέλμα του πατούσε μόνο με το εμπρόσθιο τμήμα του, στραμμένο ελαφρά προς τα αριστερά. Τα πόδια βρίσκονται σε διάσταση, δίνοντας έτσι κίνηση στο εικονιζόμενο άγαλμα. Η στάση αυτή, γνωστή ως πολυκλείτειο μοτίβο στήριξης, είναι συχνή στους αγαλματικούς τύπους των αυτοκρατόρων Højte 2005, Højte 2005, Pekáry 1985, Παραδείγματα επιγραφών στα οποία αναθέτης είναι η πόλη (στον ελλαδικό χώρο) : Λ. Γουναροπούλου Μ.Β. Χατζοπούλου, Επιγραφές Κατω Μακεδονίας : Επιγραφές Βέροιας, Α, B. Haussoullier, Inscriptions de Crète, BCH 9, 1885, 23, αρ.19, G. Doublet, Inscriptions de Crète, BCH 13, 1889, 64., C. Le Roy, «Λακωνικά», BCH 85, 1961, , J. Jannoray, Nouvelles inscriptions de Lébadée, BCH 64-65, , 55 57, Αρ.14., F. Halbherr, Cretan Expedition I, Inscriptions from various cretan cities, BCH, , αρ.1, 2, Højte 2005, Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης του πολυκλείτειου μοτίβου στήριξης σε απεικόνιση Ρωμαίου αυτοκράτορα αποτελεί το άγαλμα του Αυγούστου Prima Porta. Βλ. H.Kähler, Die Augustusstatue von Primaporta, MAR, Köln 1959, 12-13, εικ.4, R.R.R.Smith, Typology and diversity in the portraits of Augustus, JRA 9 (1996), 41-44, A-K.Massner, Boldnisangleichung, Untersuchung zum Entstehungs und Wirkungsgesichte der Augustusporträts (43 v.chr.-68 n.chr), Das Römische Herrscherbild IV 30

32 Έχοντας υπ όψη μας αυτά τα δεδομένα μπορούμε να κάνουμε κάποιες υποθέσεις για τη μορφή του αγάλματος του Τραϊανού, αφού πρώτα εξετάσουμε τους τύπους με τους οποίους απεικονίζεται στην τέχνη αλλά και αυτούς που έχουν χρησιμοποιηθεί από τους καλλιτέχνες για να απεικονίσουν τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Οι αγαλματικές παραστάσεις των αυτοκρατόρων διακρίνονται με βάση το γενικό τύπο τους, αν είναι δηλαδή τηβεννοφόροι, θωρακοφόροι ή αν ακολουθούν ιδεαλιστικούς τρόπους απεικόνισης. Στην περίπτωση του Τραϊανού δεν είναι γνωστό κανένα ολόγλυφο άγαλμα το οποίο να ανήκει στην κατηγορία των ενδεδυμένων με τήβεννο αγαλμάτων. Παραστάσεις του Τραϊανού με τήβεννο υπάρχουν μόνο σε ανάγλυφες παραστάσεις, όπως για παράδειγμα στο Τόξο του Τραϊανού στο Beneventum 54. Αντίθετα ο Τραϊανός απεικονίζεται τις περισσότερες φορές θωρακοφόρος. Τα θωρακοφόρα αγάλματα που επιδεικνύουν, κυρίως, τη στρατιωτική αρετή (virtus) του αυτοκράτορα υπερισχύουν αριθμητικά ανάμεσα στα υπόλοιπα 55. Ανάμεσα όμως στις ποικίλες απεικονίσεις του Τραϊανού υπάρχει μία ακόμη ομάδα αγαλμάτων τα οποία απεικονίζουν τον αυτοκράτορα γυμνό, με το ιμάτιο τοποθετημένο πάνω στον αριστερό ώμο να πέφτει πίσω στην πλάτη και να τυλίγεται στο αριστερό χέρι. Σε αυτή την ομάδα περιλαμβάνονται και τα αγάλματα εκείνα του αυτοκράτορα που φέρουν αντί του ιματίου ένα ένδυμα που είναι διακριτικό ενός θεού, π.χ. αιγίδα ή λεοντή 56. Για το άγαλμα το οποίο έφερε η βάση από τα Καλίνδοια που εξετάζουμε είμαστε βέβαιοι ότι δεν ανήκε στον τύπο του τηβεννοφόρου, αφού τα παραδείγματα του τύπου αυτού φορούν κατά κανόνα υποδήματα (calceui patricii), ενώ ο Τραϊανός από τα Καλίνδοια είναι ανυπόδητος. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση των θωρακοφόρων αγαλμάτων. Αν το άγαλμα έφερε θώρακα θα έπρεπε να φέρει και υποδήματα. Οι περιπτώσεις που τα θωρακοφόρα αγάλματα είναι ανυπόδητα είναι ελάχιστες. Ωστόσο, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι το γνωστότερο, ίσως, θωρακοφόρο άγαλμα, αυτό του Αυγούστου Prima Porta, δεν φέρει υποδήματα. Ο Τραϊανός πολύ συχνά στην τέχνη απεικονίστηκε ως θωρακοφόρος. Ταίριαζε περισσότερο με τη μετριοπαθή και στρατιωτική του φύση, τις οποίες ήθελε να προβάλλει. Από τα παραδείγματα των θωρακοφόρων αγαλμάτων του (1982), 36-40, J.Pollini, The Augustus from Prima Porta and the Transformation of the Polykleitan Heroic ideal : The Rhetoric of Art, στο Polykleitos, The Doryphoros and Tradition, ed. W.G.Moon, London 1995, Boschung 2002, Boschung 2002, Boschung 2002, , εικ

33 αυτοκράτορα 57 επιλέξαμε να απεικονίσουμε μόνο ένα άγαλμα, αυτό που βρίσκεται στο Fogg Art Museum του Cambridge (Αριθμ. Ευρ ) (Εικ.36) για να τονίσουμε την ομοιότητα του μοτίβου στήριξης του αγάλματος αυτού με αυτό που θα έφερε η βάση από τα Καλίνδοια, που εξετάζουμε 58. Εάν δεχτούμε ότι ο Τραϊανός εικονιζόταν σε ιδεαλιστικό τύπο, τότε το μοτίβο στήριξης, η γεωγραφική διάδοση και η χρονολογική διάρκεια των ιδεαλιστικών τύπων μας οδηγούν σε δύο εναλλακτικές προτάσεις για την αποκατάσταση του αγάλματος, δηλαδή: στον «τύπο Κύμης-Μονάχου» και το «μοτίβο του γυμνού ηγεμόνα». Ο τύπος Κύμης-Μονάχου ονομάστηκε έτσι από το άγαλμα του λεγόμενου Διομήδη από την Κύμη της Νεάπολης 59 και από ένα αποσπασματικό αντίγραφο του ίδιου τύπου στο Μόναχο 60, τα οποία θεωρούνται ότι αντιγράφουν με αρκετή ακρίβεια το πρωτότυπο έργο 61. Η ταύτιση του εικονιζόμενου στο πρωτότυπο έργο με τον συγκεκριμένο ήρωα έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ερευνητές, χωρίς όμως να έχει αντικατασταθεί με κάποια άλλη βέβαιη πρόταση. Το πρωτότυπο χρονολογείται την περίοδο π.χ. Τα χαρακτηριστικά του τύπου Κύμης-Μονάχου τα βρίσκουμε σε όλα τα σωζόμενα αγάλματα με μικρές αποκλίσεις, κυρίως όσον αφορά στην έντονη ή όχι στροφή του κορμού αλλά και τη μορφή και διάταξη του ενδύματος. Οι ανδριάντες, σε πολυκλείτεια στάση, με άνετο το αριστερό σκέλος, φέρουν χλαμύδα που δημιουργεί κόλπο πάνω στον αριστερό ώμο, καλύπτει τον αριστερό βραχίονα και πέφτει από την εξωτερική του πλευρά προς τα κάτω. Ο τύπος αυτός χρησιμοποιείται για αυτοκρατορικά αγάλματα ήδη από την εποχή του Αυγούστου, αλλά πιο συχνά τον συναντούμε στα χρόνια του Τραϊανού και του Αδριανού. Τα αυτοκρατορικά αγάλματα τύπου Κύμης-Μονάχου προέρχονται κυρίως από τις επαρχίες της Ασίας και της Λυκίας-Παμφυλίας και από την Ιταλία. Τα χαρακτηριστικά αυτών των αγαλμάτων είναι η έντονη στροφή του κορμού προς τα αριστερά, η στάση των γοφών από τους οποίους ο δεξιός είναι έντονα ανασηκωμένος σε σχέση με τον αριστερό, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με τον αριστερό ώμο που βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον δεξιό. Το δεξί χέρι πέφτει προς τα κάτω χωρίς να ακουμπά το σώμα ενώ το αριστερό δίπλα στο σώμα λυγίζει προς τα εμπρός. Η κεφαλή στρέφεται προς τα αριστερά και κάτω. Πάνω στον αριστερό ώμο η χλαμύδα, που είναι το μοναδικό ένδυμα της μορφής, σχηματίζει κόλπο και έπειτα καλύπτει το αριστερό τμήμα της πλάτης και πέφτει προς τα 57 Gross 1940, 54-59, Niemeyer 1968, 96-97, Stemmer 1978, 15, 58-59, , Boschung 2002, Hanfmann-Vermeule-Young-Jucker 1957, Naepel, Mus. Naz. Inv Μόναχο, Γλυπτοθήκη, Inv. G Maderna 1988, 56, Πιν.18.1, 19.1, Stewart 1995, , εικ

34 κάτω καλύπτοντας και τμήμα του αριστερού χεριού 62. Η Maderna υποστηρίζει ότι τα αγάλματα ακολουθούν το μοτίβο στήριξης και στάσης του Δορυφόρου του Πολυκλείτου μόνο που εδώ η κίνηση προς τα αριστερά είναι πιο έντονη, πράγμα που επηρεάζει και τη διάπλαση του σώματος. Ωστόσο, όπως εξηγεί, τα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων που προορίζονται για την απεικόνιση προσώπων, και στη δική μας περίπτωση του αυτοκράτορα, παρουσιάζουν αλλαγές, οι οποίες δεν είναι τυχαίες αλλά αντίθετα αποσκοπούν σε κάτι. Η στάση παραμένει ίδια και το δεξί είναι πάντα το στάσιμο σκέλος, ενώ το αριστερό, άνετο, έρχεται προς τα πίσω. Επίσης είναι πάντα αντιληπτή η στροφή προς τα αριστερά, με ότι αυτό συνεπάγεται στη διάπλαση των ώμων και των γοφών. Επίσης παρόμοια είναι η διάταξη των χεριών και της κεφαλής. Παρόλα αυτά πρέπει να τονιστεί ότι η υιοθέτηση αυτού του τύπου περιορίζεται στα γενικά του χαρακτηριστικά χωρίς να ακολουθεί επιμέρους λεπτομέρειες. Σε γενικές γραμμές πολλά από τα πορτρέτα που ακολουθούν τον τύπο αυτό χρησιμοποιούν το πολυκλείτειο μοτίβο στήριξης αλλά σε σχέση με τον τύπο της Κύμης-Μονάχου έχουν λιγότερο έντονη στροφή προς τα αριστερά, παρουσιάζονται δηλαδή πιο μετωπικά. Επιπλέον το σώμα είναι πιο ογκώδες και δυνατό. Στιλιστικά δεν μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια εξέλιξη που να βοηθά στη χρονολόγηση, ούτε να δεχτεί ότι τα παλαιότερα αντίγραφα των αυτοκρατορικών χρόνων ακολουθούν πιο πιστά το πρότυπο. Αυτό περισσότερο εξαρτάται από το εργαστήριο και από το πρότυπο το οποίο έχει στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης. Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο για τη διαφοροποίηση, όσον αφορά στη μετωπικότητα των ρωμαϊκών αγαλμάτων, έπαιζε ο χώρος και η θέση στην οποία αυτά ήταν στημένα. Σίγουρα ένα άγαλμα που είναι τοποθετημένο σε μία κατασκευή, όπως είναι για παράδειγμα μία αψίδα, πρέπει να είναι καλύτερα ορατό από το εμπρόσθιο άνοιγμα και όχι από την πλάγια όψη του. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί το γεγονός ότι κανένα από τα αγάλματα των αυτοκρατορικών χρόνων δεν έχει το ένδυμα (χλαμύδα - paludamentum) αποδοσμένο με τον ίδιο τρόπο όπως και δύο αντίγραφα από τα οποία πήρε το όνομά του ο τύπος. Στα αγάλματα των αυτοκρατορικών χρόνων χρησιμοποιείται η χλαμύδα που πορπώνεται δημιουργώντας κόλπο πάνω από τον αριστερό ώμο. Μία ακόμη παρατήρηση που μπορεί να γίνει ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών αγαλμάτων είναι τα αντικείμενα που βαστούν οι μορφές. Συνήθως πρόκειται για ένα ξίφος στο αριστερό χέρι, το οποίο κάποιες φορές, ακόμη και αν δεν διατηρείται, μαρτυρείται από τον τελαμώνα. Όπως προαναφέρθηκε ο τύπος Κύμης- 62 Niemeyer 1968, 62, 110, αρ , πιν. 40, Maderna 1988, 56-78, , , D 5, UD 1, πίν. 20,1, Boschung 2002, , εικ , Παπαζαφειρίου 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή), ,

35 Μονάχου χρησιμοποιήθηκε ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια ως πρότυπο για την κατασκευή εικονιστικών ανδριάντων, αλλά περισσότερο απαντά, σύμφωνα με την Maderna από τα χρόνια του Τραϊανού και κυρίως την εποχή του Αδριανού. Ο συγκεκριμένος αγαλματικός τύπος επιλέχθηκε από τους καλλιτέχνες της ρωμαϊκής εποχής κυρίως για λόγους αισθητικής, γιατί θεώρησαν ότι αυτό το άγαλμα μπορούσε να προσδώσει στο εικονιζόμενο πρόσωπο τον ιδεαλισμό του κλασικού και τη δυναμική μέσω της κίνησης και των όπλων 63. Για να ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στον τύπο Κύμης-Μονάχου, θα εξετάσουμε διεξοδικότερα τα αγάλματα του Τραϊανού που ακολουθούν αυτό τον τύπο. Ένα άγαλμα του Τραϊανού που ανήκει στον τύπο Κύμης-Μονάχου βρέθηκε στη Ρώμη και βρίσκεται σήμερα στην Κοπεγχάγη, στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg (Εικ.38). Η στάση του αγάλματος δεν παραλλάσσει σημαντικά τον τύπο και η κεφαλή στρέφεται έντονα προς τα αριστερά. Η μορφή φορά χλαμύδα που πορπώνεται πάνω στον αριστερό ώμο και πέφτει στην αριστερή πλευρά του σώματος προς τα πίσω. Το πορτρέτο ανήκει επίσης στον δεύτερο τύπο (Bürgerkronentypus), αλλά στην περίπτωση αυτή το άγαλμα χρονολογείται στην πρώιμη εποχή του Τραϊανού Το άγαλμα του Τραϊανού από τη Σάμο (Εικ.37) που βρέθηκε στο Κάστρο-Τηγάνι είναι υπερφυσικού μεγέθους (ύψος με την πλίνθο : 2,785 μ.) και έχει συγκολληθεί από πολλά κομμάτια. Έχει στάσιμο το δεξί σκέλος και άνετο το αριστερό το οποίο λυγισμένο έρχεται πλάγια και προς τα πίσω. Το δεξί χέρι ήταν προτεταμένο ενώ το αριστερό λυγισμένο προς τα εμπρός. Πάνω στον αριστερό ώμο υπάρχει ιμάτιο που δημιουργεί κόλπο και πέφτει στην αριστερή πλευρά του σώματος. Η κεφαλή είναι στραμμένη προς τα δεξιά και ανήκει στον δεύτερο τύπο των πορτρέτων του Τραϊανού (Bürgerkronentypus). Το άγαλμα με την ηρωική γυμνότητα παραλλάσσει τον τύπο Κύμης-Μονάχου κυρίως στη στροφή της κεφαλής και τη στάση του δεξιού βραχίονα και του αριστερού σκέλους που είναι στραμμένο προς τα έξω 66. Το άγαλμα αυτό βρέθηκε μαζί με άλλα τμήματα αυτοκρατορικών ανδριάντων και πορτρέτων των Ιουλίων-Κλαυδίων, μεταξύ των οποίων είναι και ένα άγαλμα στον τύπο με το ιμάτιο γύρω από τους γοφούς (Hüftmantelstatue), το οποίο επίσης παραπέμπει σε ιδεαλιστική απεικόνιση αυτοκράτορα. Μπορούμε, επομένως, να δεχτούμε την συνύπαρξη αγαλμάτων της αυτοκρατορικής οικογένειας στο σύνολο των , 63 Maderrna 1988, Gross 1940, 126, αρ,16, πίν.1, Lorenz 1972, 75, πίν.31,1, Maderna 1988, , D 5, πίν.20,1, Maderna-Lauter 1993, 316, εικ.11, Boschung 2002, , εικ.187, Παπαζαφειρίου 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή), 268, ΚΜ 3, πίν Η κεφαλή βρέθηκε το 1914 και ο κορμός το Niemeyer 1968, 110, αρ.109, Maderna 1988, , UD 1, Freyer-Schauenburg 2002, 268, Παπαζαφειρίου 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή), 273 (όπου και η βιβλιογραφία). 34

36 οποίων προστέθηκε και το άγαλμα του Τραϊανού. Το άγαλμα, σύμφωνα με την Freyer- Schauenberg χρονολογείται πιθανότατα προς το τέλος της εποχής του Τραϊανού 67. Συγκρίνοντας λοιπόν αυτά τα δύο αγάλματα με τα ίχνη του χάλκινου αγάλματος που έφερε η βάση από τα Καλίνδοια μπορούμε να πούμε ότι είναι πολύ πιθανό το άγαλμα του αυτοκράτορα να εικονιζόταν στον τύπο αυτό. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε ο τύπος Κύμης-Μονάχου δεχόταν κάποιες αποκλίσεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες στις διάφορες απεικονίσεις. Επομένως, η αποκατάσταση του αγάλματος του Τραϊανού στη δική μας περίπτωση γίνεται με βάση τα γενικά χαρακτηριστικά της στάσης του αγάλματος. Ορισμένες άλλες γυμνές απεικονίσεις αυτοκρατόρων διαθέτουν χαρακτηριστικά που ταιριάζουν με αυτά που θα είχε το άγαλμα της βάσης από τα Καλίνδοια και εντάσσονται στο «μοτίβο του γυμνού ηγεμόνα». Δεν πρόκειται για έναν συγκεκριμένο αγαλματικό τύπο, γιατί δεν πρόκειται για πιστές επαναλήψεις, αλλά για ένα μοτίβο που αποδίδει ελεύθερα τον ηγεμόνα σε πολυκλείτεια στάση, με άνετο το αριστερό σκέλος που τοποθετείται λυγισμένο προς τα πίσω και πλάγια. Το δεξί χέρι των μορφών είναι υψωμένο και κρατούσε κάποιο επίμηκες αντικείμενο ενώ το αριστερό είναι λυγισμένο μπροστά ή κατεβαίνει παράλληλα με το σώμα. Η κεφαλή στρέφεται προς τα αριστερά. Οι ανδριάντες σε αυτό το μοτίβο δεν φέρουν κανένα ένδυμα ή φέρουν μία χλαμύδα που δημιουργεί κόλπο πάνω στον αριστερό ώμο, καλύπτει το αριστερό τμήμα της πλάτης και τον αριστερό πήχη και πέφτει προς τα κάτω. Το «μοτίβο του γυμνού ηγεμόνα» χρησιμοποιήθηκε για αυτοκρατορικούς ανδριάντες από την εποχή του Αυγούστου, αλλά η ευρεία χρήση του παρατηρείται από τα χρόνια του Τραϊανού και μετά, μέχρι περίπου τα μέσα του 3 ου αι. μ.χ.. Το μοτίβο αυτό προτιμάται κυρίως στη Μικρά Ασία και την Ιταλία Το πρότυπο για το «μοτίβο του γυμνού ηγεμόνα» αναζητήθηκε από τους μελετητές σε αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου Τα έργα της πρώτης ομάδας αυτού του μοτίβου, που διαφοροποιούνται από τη δεύτερη επειδή δεν φέρουν κανένα απολύτως ένδυμα, είναι όλα χάλκινα. Μεγάλες ομοιότητες, ως προς τη στάση τουλάχιστον, εντοπίζονται κυρίως στα αγάλματα που σώζουν τα πέλματα (άγαλμα του Κλαυδίου στη Νεάπολη, του Λουκίου Βήρου στη Συλλογή Shelby White και Leon Levy της Νέας Υόρκης [Εικ.39]) και σε δύο ακέφαλα αγάλματα που βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές (της Νέας Υόρκης. 67 Freyer-Schauenburg 2002, Gross 1940, 59-62, 133, αρ.76, πίν. 2a, Niemeyer 1968, 54-59, Inan 1993 (1), 41-56, Inan 1993, , πίν.11-36, Boschung 2002, , εικ. 186, 110, αρ.108, Παπαζαφειρίου 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή), , , ΓΗ 12, πίν Frölich 1998, 77,95, 99, , 150, , , , , εικ.19, 26-29, 33,

37 [Εικ.40] και της Ινδιανάπολης των ΗΠΑ [Dorothy Wendell Cherry και Dr.Sackle]) και πιθανολογείται ότι προέρχονται από το Σεβαστείο του Βουβώνος 70. Η δεύτερη ομάδα αυτού του μοτίβου, που φέρει και ένδυμα, μία χλαμύδα στον αριστερό ώμο, περιλαμβάνει κυρίως μαρμάρινα αγάλματα. Τα αγάλματα που εντάσσονται σε αυτήν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται μάλιστα και ο ανδριάντας του Τραϊανού στη Σεβίλλη (Εικ.41), ο οποίος βρέθηκε στο λεγόμενο Τραϊάνειο της Σεβίλλης. Είναι κατασκευασμένος από παριανό μάρμαρο και είναι έργο ιταλικού εργαστηρίου. Το σωζόμενο ύψος του είναι 2,20 μ.. Έχει στάσιμο το δεξί σκέλος και το αριστερό λυγισμένο προς τα πίσω. Το δεξί χέρι είναι υψωμένο ενώ το αριστερό λυγισμένο προς τα πίσω κατέβαινε παράλληλα με το σώμα. Η μορφή φορά χλαμύδα που δημιουργεί κόλπο πάνω από τον αριστερό ώμο και πέφτει στο πίσω μέρος ελεύθερα προς τα κάτω. Αξιοσημείωτο είναι ότι το άγαλμα χρονολογείται στην περίοδο του Αδριανού Το χάλκινο άγαλμα του Τραϊανού που ήταν στημένο στην Αίθουσα Α του συγκροτήματος των Καλινδοίων θα μπορούσε, επομένως, να παρουσιάζει τον αυτοκράτορα στο «μοτίβο του γυμνού ηγεμόνα», το οποίο (μοτίβο) θα του προσέδιδε ηρωικό-θεϊκό ύφος. Παράλληλα διευρύνονται λίγο και τα χρονικά πλαίσια, αφού, όπως είδαμε το παράδειγμα της Σεβίλλης μας δείχνει ότι ο Τραϊανός μπορεί να εικονίζεται στον ιδεαλιστικό αυτό τύπο και κατά την περίοδο του Αδριανού Τμήμα δεξιού χεριού που κρατά αντικείμενο με οπές, πιθανόν κεραυνό (Πίν. 5.2, 6.1, Σχ.3 α-γ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 47. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ.σωζ.μήκος : 0,112 μ. Διάμετρος αντικειμένου : 0,048-0,058 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2003, 148, εικ.9, Σισμανίδης 2008, 133, αρ.11 (όπου και απεικόνιση). Πρόκειται για το δεξί χέρι μορφής μεγέθους λίγο μεγαλύτερης του φυσικού, από το οποίο διατηρούνται μόνο τρία δάχτυλα, ο δείκτης, ο μέσος και ο αντίχειρας, σε αποσπασματική κατάσταση. Το χέρι κρατά ένα περίπου κυλινδρικό αντικείμενο το οποίο 70 İnan 1993, , , Πιν. XI-XXXVI, Inan 1993 (1), 41-56, Παπαζαφειρίου 2004 (διδακτορική διδ. διατριβή), Gross 1940, 59-62, 133, αρ.76, πίν. 2a, Niemeyer 1968, 110, αρ.108, πίν.40, Boschung 2002, , εικ.186, Παπαζαφειρίου 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή), , ΓΗ 12, πίν

38 στενεύει προς τη μία πλευρά, δηλαδή πάνω από τον δείκτη και τον αντίχειρα, μπορεί να χαρακτηριστεί δηλαδή ως ατρακτοειδές (Πίν.5.2). Ο αντίχειρας σώζεται μόνο στην περιοχή του νυχιού αλλά όχι σε καλή κατάσταση. Παρόμοια κακή διατήρηση της επιφάνειας παρατηρείται και στα άλλα δύο δάχτυλα, τα οποία όμως σώζονται σε μεγαλύτερο μήκος, σχεδόν ολόκληρα, και σώζουν εν μέρει την περιοχή των νυχιών, το περίγραμμα των οποίων αποδίδεται με εγχάραξη. Γενικότερα η επιφάνεια έχει πολλές αποκρούσεις και ίζημα. Το αντικείμενο που είναι τοποθετημένο ανάμεσα στα δάχτυλα έχει σπάσει πάνω και κάτω. Στο κέντρο περίπου των δύο αποκρουσμένων πλευρών του αντικειμένου υπάρχει διαμπερής κυκλική οπή, διαμέτρου 1 εκ. (Πίν.6.1). Κυκλικές επίσης οπές, αλλά όχι διαμπερείς και μικρότερες σε διάμετρο κατά τρία χιλιοστά, υπάρχουν στο μέσο περίπου του μήκους του αντικειμένου (μία ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη και μία ανάμεσα στο δείκτη και τον μέσο). Στα σημεία που δεν υπάρχει ίζημα μπορεί κανείς να διακρίνει την πολύ καλά λειασμένη επιφάνεια του γλυπτού. Ορισμένα παράλληλα με παρόμοια χαρακτηριστικά επιτρέπουν την ταύτιση του αντικειμένου με την άτρακτο ενός κεραυνού. Ένα θραύσμα (Εικ.42), το οποίο προέρχεται, σύμφωνα με τον Γ. Δεσπίνη, από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα (ανατολικό αέτωμα) μπορεί να επιβεβαιώσει αυτή την ταύτιση. Στην περίπτωση του θραύσματος από τον Παρθενώνα, έχουμε το άκρο αριστερό χέρι μιας ανδρικής μορφής που κρατά ένα ατρακτοειδές αντικείμενο με οπές (Εικ.43). Στην επάνω, δηλαδή αυτή που βρίσκεται από την πλευρά των δακτύλων, επιφάνεια υπάρχουν επτά οπές, τέσσερις από τις οποίες έχουν μεγαλύτερο βάθος και διάμετρο από τις υπόλοιπες. Το ίδιο συμβαίνει και στην κάτω πλευρά μόνο που εκεί σώζονται μόνο οι πέντε από τις επτά οπές εξαιτίας της απόκρουσης της επιφάνειας. Επίσης, στο μέσο περίπου του μήκους της ατράκτου υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετα σημεία με δύο οπές που συγκλίνουν στην επιφάνεια. Για την ερμηνεία του θραύσματος αυτού ο Γ. Δεσπίνης χρησιμοποιεί ένα υστεροελληνιστικό χάλκινο αγαλμάτιο του Διός Αταβυρίου από τη Ρόδο το οποίο κρατά κεραυνό στο αριστερό του χέρι(εικ.44) 72. Έτσι συμπληρώνει με ασφάλεια τα στοιχεία του κεραυνού που λείπουν από το θραύσμα από τον Παρθενώνα (Εικ.45). Και εμείς μπορούμε να συμπληρώσουμε τα στοιχεία που λείπουν από τον κεραυνό των Καλινδοίων. Στις οπές των δισκόμορφων απολήξεων της ατράκτου στερεώνονταν μεταλλικά στελέχη επιχρυσωμένα ως ακτίνες του κεραυνού. Στην περίπτωση από τα Καλίνδοια βέβαια δεν σώζονται οι δισκόμορφες απολήξεις και υπάρχει μόνο μία οπή στις αποκρουσμένες πλευρές. Υπάρχει το ενδεχόμενο 72 Δεσπίνης 1982, 15-21, πίν

39 να υπήρχαν και άλλες οπές αλλά να είχαν μικρότερο βάθος και να έχουν εξαφανιστεί λόγω της απόκρουσης. Ωστόσο δεν αποκλείεται να υπήρχε μόνο μία οπή όπου στερεωνόταν ένα στέλεχος από το οποίο φύονταν άλλα μικρότερα στελέχη. Όσον αφορά τις οπές στο μέσο του μήκους της ατράκτου, εκεί, σύμφωνα με το σωζόμενο παράδειγμα, στερεώνονταν οι φτερούγες του κεραυνού, οι οποίες ήταν επίσης από μέταλλο. Στον κεραυνό από τα Καλίνδοια όμως δεν υπάρχουν διπλές οπές, αλλά αυτό είναι πιθανό να σχετίζεται με το μέγεθος του γλυπτού. Το παράδειγμα από τον Παρθενώνα προέρχεται από άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους και έτσι είναι πιθανόν να χρειάζονταν μονές οπές για μικρότερες φτερούγες. Επίσης πιθανό είναι να υπήρχαν λιγότερες οπές για λιγότερες ακτίνες σε μικρότερη επιφάνεια (Σχ.3γ) 73. Τέλος, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στις απολήξεις της ατράκτου μπορεί να μη στερεώνονταν ακτίνες αλλά ένα άνθος μεταλλικό για το οποίο χρειάζεται μόνο μία οπή στερέωσης 74. Η πρώτη υπόθεση ταύτισης του αντικειμένου από τα Καλίνδοια με κεραυνό διατυπώθηκε από τον ανασκαφέα Κ. Σισμανίδη 75. Στη σκέψη αυτή, εκτός από το σχήμα του αντικειμένου, τον βοήθησε και η ύπαρξη μιας επιγραφής, η οποία είχε βρεθεί παλιότερα (βλ. κεφ.1) πολύ κοντά στην περιοχή όπου βρίσκεται το συγκρότημα. Στην επιγραφή αυτή αναφέρεται ότι υπάρχει στα Καλίνδοια ναός του Διός, της Ρώμης και του αυτοκράτορα (στ : ἱερατήαν Διὸς καὶ Ῥώμης/ καὶ Καίσαρος Θεοῦ Υἱοῦ Σεβαστοῦ) 76. Αφού λοιπόν υπήρχε ναός, υπήρχαν και τα αγάλματα των τριών θεοτήτων. Είναι πιθανόν δηλαδή το χέρι με τον κεραυνό να προέρχεται από τα αγάλματα του ναού που αναφέρει η επιγραφή, είτε του Δία είτε του αυτοκράτορα σε μορφή Διός. Αγάλματα του Δία ή του αυτοκράτορα-δία υπάρχουν όρθια ή καθιστά. Στα καθιστά 77 αγάλματα συνήθως το αριστερό χέρι είναι ανασηκωμένο και κρατά σκήπτρο, ενώ το δεξί πέφτει προς τα κάτω, ακουμπά πάνω στην «ποδιά» του εικονιζόμενου και κρατά σφαίρα, φιάλη ή κεραυνό. Επομένως, το χέρι λίγο πιο πάνω από τον καρπό μέχρι το άκρο του, είναι συμφυές με το σημείο στο οποίο ακουμπά. Επιπλέον, τα δάχτυλα, εφόσον κρατά κεραυνό, συγκρατούν τον κεραυνό πιο χαλαρά. Αυτό συμβαίνει επειδή το αντικείμενο ακουμπά πάνω στο μηρό και δεν χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια στήριξης. Το χέρι από τα 73 Δεσπίνης 1982, 15-21, πίν Bol 1978, 62, αριθ.298, πίν Σισμανίδης 2008, 133, αρ.11 (όπου και απεικόνιση).. 76 Σισμανίδης 1983, Για καθιστά αγάλματα Δία : LIMC VIII 1 A, , στο λ. Zeus, αρ , , και VIII 1 A, , στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ Karageorghis- Vermeule 1964, 31-32, αρ.25, πίν. 29, Landwehr 1990, , πίν , Vlizos 1999, πίν , , , , Παντερμαλής 2003, 17, εικ.9,. Για καθιστά αγάλματα αυτοκράτορα- Δία : LIMC VIII 2, , στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ , Maderna 1988, 24-52, JT1-JT45, πίν

40 Καλίνδοια κρατά σφιχτά τον κεραυνό και δεν φαίνεται να ήταν προσκολλημένο σε κάποια επιφάνεια. Επομένως, μπορούμε να δεχτούμε ότι το χέρι με τον κεραυνό από τα Καλίνδοια προέρχεται από όρθιο άγαλμα. Τα όρθια αγάλματα Δία ή αυτοκράτορα-δία 78 δεν ακολουθούν όλα τον ίδιο τύπο. Από τον 4 ο αι. π.χ. ο Δίας απεικονίζεται όρθιος, γυμνός ή με ιμάτιο, να κρατά σκήπτρο στο υψωμένο αριστερό του χέρι και σε πολλές περιπτώσεις κεραυνό στο δεξί του χέρι που πέφτει προς τα κάτω και προβάλλει ελαφρά προς τα εμπρός. Από αυτή την εποχή και έπειτα επικρατεί η ήρεμη στάση και ο κεραυνός δεν είναι πια όπλο αλλά διακριτικό σύμβολο του θεού, το οποίο περικλείει την ενέργεια στο πνεύμα της τέχνης της εποχής. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνιστική εποχή. Η παράδοση της κλασσικής και ελληνιστικής περιόδου αποτελεί τη βάση για την εικονογραφία της ρωμαϊκής περιόδου. Το ένδυμα του θεού, όταν υπάρχει, είναι ένα ιμάτιο. Τα αντικείμενα που κρατούν τα χέρια είναι τα ίδια, το υψωμένο αριστερό χέρι κρατά το σκήπτρο και το χαμηλωμένο δεξί κρατά φιάλη ή κεραυνό. Ορισμένα παραδείγματα αυτής της περιόδου που σώζουν και τον κεραυνό είναι χρήσιμο να σχολιαστούν διεξοδικότερα Στα αγαλμάτια και τα αγάλματα το δεξί χέρι που κρατά τον κεραυνό πέφτει προς τα κάτω κρατώντας το διακριτικό σύμβολο του θεού σφιχτά, περικλείοντάς το με όλα του τα δάχτυλα. Το χέρι μπορεί να είναι και λυγισμένο στον αγκώνα και προτεταμένο. Αυτό συμβαίνει στο ανάγλυφο από το τόξο του Τραϊανού στο Beneventum (Εικ.46) όπου εικονίζεται ο θεός με τον κεραυνό στο δεξί χέρι 80. Δεν μπορεί κανείς βέβαια να αποκλείσει ότι κεραυνό μπορεί να κρατά και ο αυτοκράτορας που φέρει σύμβολα του Δία. Συγκεκριμένα η Maderna αναφέρει 53 παραστάσεις αυτοκρατόρων οι 8 από τις οποίες τον παρουσιάζουν ως Δία όρθιο, με στάσιμο το δεξί σκέλος και το αριστερό προς τα πίσω. Το σώμα έχει στροφή προς τα αριστερά ενώ το κεφάλι στην αντίθετη κατεύθυνση. Οι μορφές φορούν ιμάτιο που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος, ανεβαίνει και περνά πάνω από τον αριστερό ώμο. Το αριστερό χέρι είναι ανασηκωμένο και κρατά σκήπτρο ενώ το δεξί πέφτει προς τα κάτω κρατώντας φιάλη, σφαίρα ή κεραυνό 81. Το παράδειγμα το οποίο σώζει τον κεραυνό είναι ο Αύγουστος Για όρθια αγάλματα Δία : LIMC VIII 1 A, , , , στο λ. Zeus, αρ , , , Mansel 1975, 90-91, εικ.59, Bol 1984, , αρ.48, 49, πίν , 68, Willers 1988, ,, Killerich- Torp 1994, , πίν. 55.1, LIMC VIII 1 A, , στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ.56-97, Για όρθια αγάλματα αυτοκράτορα- Δία : LIMC VIII 1 A, , στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ , 416, Niemeyer 1968, 104, αρ. 82, πίν.27, Maderna 1988, 18-24, JS 1-JS 8, πίν.2-4,. 79 LIMC VIII 1 A, , στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ.80-85, 90, 97, Simon 1979/80, 9-10, πίν Maderna 1988,

41 από το Herculaneum (εικ.47), ο οποίος όμως φέρει τον κεραυνό στο αριστερό χέρι 82. Στο άγαλμα αυτό έχουμε πέρα από κάθε αμφιβολία έναν αυτοκράτορα που απεικονίζεται ως Δίας που φέρει κεραυνό. Ποιον απεικόνιζε το άγαλμα από το οποίο προέρχεται το δεξί χέρι που εξετάζουμε, τον Δία ή τον αυτοκράτορα-δία, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε. Μπορούμε όμως, με βάση την παραπάνω επιγραφή πουαναφέρει το ναό τουδιός, της Ρώμης και του αυτοκράτορα να κάνουμε μία πρόταση. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε όμως στο επόμενο κεφάλαιο. 3. Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (Πιν ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 53. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,34 μ. Μέγ. διάμετρος : 0,117 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Σώζεται ο πήχης (πάνω από τον καρπό), ο αγκώνας και μικρό τμήμα του βραχίονα δεξιού χεριού αγάλματος. Η κάτω πλευρά είναι αποκρουσμένη αλλά σώζει τμήμα της χοντροδουλεμένης επιφάνειας επαφής και τμήμα ενός ορθογώνιου τόρμου (διαστάσεις : μέγ. σωζ. μήκος : 0,025 μ., πλάτος : 0,028 μ.). Η επάνω πλευρά σώζει τη μισή επιφάνεια επαφής (η υπόλοιπη έχει αποκρουστεί), η οποία είναι χοντροδουλεμένη με το βελόνι και τον τόρμο για τη σύνδεση με το υπόλοιπο άγαλμα. Ο τόρμος της άνω επιφάνειας είναι ωοειδούς διατομής και έχει διαστάσεις : μήκος : 0,045 μ., πλάτος : 0,03 μ., βάθος : 0,05 μ. Μέσα σε αυτό τον τόρμο σώζονται ίχνη μολύβδου. Τα δύο αυτά στοιχεία υποδηλώνουν ότι το δεξί χέρι του αγάλματος κάτω από τον αγκώνα ήταν ξεχωριστά δουλεμένο από το υπόλοιπο άγαλμα αλλά και το άκρο χέρι, η παλάμη, αυτού του αγάλματος αποτελούνταν από ένα ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν στην εξωτερική πλευρά του πήχη. Στην εσωτερική πλευρά το γλυπτό φέρει ίζημα. Το γλυπτό αποδίδει ένα δυνατό, όπως φαίνεται από τη φλέβα που αποδίδεται στην εσωτερική πλευρά του πήχη, ανδρικό χέρι ενός μεγαλύτερου του φυσικού μεγέθους αγάλματος. Το δεξί χέρι αυτού του αγάλματος απείχε από το σώμα και ήταν ελαφρά λυγισμένο. Ας σημειωθεί ότι το χέρι αρ.3 παρουσιάζει ομοιότητες ως προς την ποιότητα 82 Niemeyer 1968, 104, αρ. 82, πίν. 27, Maderna 1988, 53-54, , JV 1, LIMC VIII 1 A, 457, στο λ. Zeus/Iuppiter, αρ

42 του γλυπτού, αλλά και ως προς το μάρμαρο, με το χέρι αρ.2 που κρατά κεραυνό. Είναι πολύ πιθανό τα δύο αυτά γλυπτά να προέρχονται από το ίδιο άγαλμα που απεικόνιζε τον Δία ή τον αυτοκράτορα ως Δία. Τα δύο αυτά κομμάτια δεν συγκολλώνται καθώς και τα δύο είναι σπασμένα στο σημείο που θα μπορούσαν να ενωθούν. Οι αναλογίες των δύο γλυπτών όμως ταιριάζουν απόλυτα, αφού και τα δύο προέρχονται από ένα άγαλμα λίγο μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους (περίπου 2,10 μ.). Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι προέρχονται από την ίδια αίθουσα και βρέθηκαν σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους, αυξάνουν τις πιθανότητες να προέρχονται τα δύο αυτά γλυπτά από το ίδιο άγαλμα. Ο συσχετισμός των δύο αυτών γλυπτών ενισχύει την υπόθεση ότι το άγαλμα το οποίο κρατούσε κεραυνό ήταν όρθιο και το δεξί χέρι που κρατούσε τον κεραυνό έπεφτε προς τα κάτω, σε απόσταση από το σώμα και ελαφρά λυγισμένο. 4. Παλάμη μαρμάρινου αριστερού χεριού αγάλματος (Πίν.7) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 46 Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,16 μ. Πλάτος : 0,112 μ.. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2003, 148, εικ.8, Σισμανίδης 2008, 132, αρ.10 (όπου και απεικόνιση), Η παλάμη προέρχεται από αριστερό χέρι ανδρικού αγάλματος φυσικού ή λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό μεγέθους. Είναι σπασμένη κάτω από τον καρπό και σώζεται σχεδόν ολόκληρη, χωρίς τον δείκτη, από τον οποίο σώζεται μόνο ένα μικρό κομμάτι της κατώτερης φάλαγγας. Μία μικρή απόκρουση υπάρχει στην απόληξη του αντίχειρα. Η εξωτερική μάλιστα πλευρά της έχει διαβρωθεί, ωστόσο είναι προφανές ότι η επιφάνεια του γλυπτού ήταν καλά λειασμένη. Διάσπαρτα ίχνη ιζήματος υπάρχουν σε όλη την επιφάνεια της παλάμης. Τα νύχια αποδίδονται με εγχάρακτο περίγραμμα και οι αρθρώσεις με πλαστικά εξάρματα. Η παλάμη είναι κλειστή, με εξαίρεση τον δείκτη, ο οποίος, αν και δεν σώζεται, είναι φανερό ότι ήταν τεντωμένος. Το κενό που δημιουργείται για τη στερέωση του αντικειμένου που συγκρατούσε το χέρι είναι ορθογώνιας περίπου διατομής με άνοιγμα 3,2 εκ.. Το αντικείμενο που έφερε το χέρι ήταν από άλλο υλικό, πιθανόν μέταλλο, και επίμηκες. Επρόκειτο μάλλον για κάποιο δόρυ ή σκήπτρο. Συμπερασματικά, πρόκειται για το αριστερό χέρι ενός ανδρικού αγάλματος, μεγέθους μεγαλύτερου από το φυσικό, το οποίο κρατούσε κυλινδρικό αντικείμενο από 41

43 διαφορετικό υλικό, πιθανόν σκήπτρο ή δόρυ, αντικείμενα που παραπέμπουν σε ήρωα, θεό ή πρόσωπο με αξίωμα. 5. Τμήμα αριστερού σκέλους αγάλματος (Πίν ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 31. Προέλευση : Εξωτερικά (ανατολικά) της Αίθουσας Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Σωζ. ύψος : 0,174 μ. Μέγ. διάμετρος : 0,125 μ. Υλικό : Μάρμαρο, λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Πρόκειται για το αριστερό σκέλος όρθιου αγάλματος, από το οποίο σώζεται το γόνατο και τμήμα του μηρού πάνω από αυτό. Η άνω και η κάτω επιφάνεια είναι σπασμένες. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν στην εμπρόσθια και στην εσωτερική πλευρά του μηρού. Επίσης στην εσωτερική πλευρά του μηρού υπάρχουν ιζήματα, ενώ στην εσωτερική η επιφάνεια του μαρμάρου δεν είναι λεία, αλλά φέρει λοξές ανάγλυφες γραμμές που πιθανότατα είναι αποτέλεσμα διάβρωσης. Στο άνω πέρας της πίσω πλευράς υπάρχει ορθογώνιος τόρμος (διαστάσεις: Μέγ. μήκος 0,04 μ. Μέγ. πλάτος 0,02 μ. Βάθος 0,015 μ.), ο οποίος δεχόταν πιόσχημο σύνδεσμο. Από τον σύνδεσμο σώζονται ίχνη στο κάτω πέρας του τόρμου. Αριστερά του τόρμου, στο άνω πέρας της οπίσθιας όψης σώζεται η απόληξη ενός ενδύματος, πιθανότατα χλαμύδας, η οποία φέρει και βαρίδιο. Το γλυπτό αυτό προέρχεται από όρθιο, ανδρικό άγαλμα, φυσικού μεγέθους, το οποίο είχε άνετο το αριστερό σκέλος. Το άγαλμα έφερε κοντό ένδυμα, το οποίο έφτανε μέχρι το ύψος των μηρών. Από την ενδυμασία του αγάλματος σώζεται μόνο η απόληξη της χλαμύδας. Το αριστερό πόδι είχε δεχτεί επισκευή όπως δείχνει ο τόρμος για το σύνδεσμο. 6. Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος (Πίν ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 54. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,58 μ. Μέγ. διάμετρος : 0,11 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Σώζεται ο πήχης και το άκρο αριστερό χέρι. Από τα δάχτυλα διατηρούνται μόνο οι κατώτερες φάλαγγες του μέσου και του παράμεσου. Ο αντίχειρας και ο δείκτης ήταν 42

44 δουλεμένοι από διαφορετικό κομμάτι μαρμάρου, πράγμα που αποδεικνύεται από τους τόρμους που διατηρούνται για τη στερέωση μικρών γόμφων. Ο διαχωρισμός των δακτύλων γίνεται με αυλακώσεις όπου διακρίνονται ίχνη από το τρυπάνι. Στην άνω πλευρά του μέλους σώζεται η μισή από την επιφάνεια επαφής, η οποία είναι δουλεμένη με το βελόνι. Σε αυτή υπάρχει τόρμος κυκλικής διατομής, διαμέτρου : 0,015 μ. και βάθους : 0,078 μ. Μέσα στον τόρμο διατηρούνται ίχνη από το σιδερένιο σύνδεσμο. Επομένως και σε αυτή την περίπτωση έχουμε πρόσθετο μέλος, δουλεμένο ξεχωριστά από το υπόλοιπο άγαλμα. Η επιφάνεια στην εξωτερική πλευρά είναι πολύ καλά δουλεμένη. Αντίθετα στο εσωτερικό του χεριού, ιδιαίτερα στην περιοχή της παλάμης, δεν έχει γίνει η τελική λείανση και διακρίνονται ίχνη από εργαλείο. Η εξωτερική κυρίως πλευρά φέρει ίζημα. Στο σημείο που συναντιέται η παλάμη με τον πήχη, στην εσωτερική περιοχή του καρπού, δηλώνεται η συρρίκνωση της σάρκας με εγχάραξη. Έτσι γίνεται φανερό ότι το άκρο χέρι ήταν λυγισμένο ελαφρά προς τα μέσα, ενώ και οι φάλαγγες των δακτύλων στρέφονται προς τα μέσα. Περίπου στη μέση του κατώτερου άκρου του εσωτερικού της παλάμης, κάτω από τη χάραξη που αναφέραμε, υπάρχει ένα κυκλικού σχήματος, αποκρουσμένο έξαρμα. Ίδιου μεγέθους και σχήματος εξάρματα υπάρχουν άλλα δύο αριστερά και πάνω από το προαναφερθέν, κάτω δηλαδή από τη γένεση του αντίχειρα. Ίσως σε αυτά τα σημεία να ακουμπούσαν τα τρία δάχτυλα (μέσος, παράμεσος και μικρός), πριν αποσπαστούν. Το χέρι αυτό προέρχεται από ένα ανδρικό, πιθανότατα, άγαλμα. Αυτό προκύπτει από το πλάσιμο και τον όγκο (τις αναλογίες) του χεριού. Το άγαλμα αυτό ήταν μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους και το αριστερό του χέρι δεν ακουμπούσε στο σώμα του. Το αριστερό αυτό χέρι ήταν ελαφρά λυγισμένο, είχε κλειστή την παλάμη του και κρατούσε κάποιο επίμηκες αντικείμενο από άλλο υλικό (πιθανόν μέταλλο). 7. Τμήμα χεριού μαρμάρινου αγάλματος (Πίν.9.1) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 55. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,245 μ. Μέγ. διάμετρος : 0,112 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, κρυσταλλικό. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Πρόκειται για τμήμα του πήχη δεξιού χεριού αγάλματος, που απαρτίζεται από δύο συγκολλημένα κομμάτια. Το κάτω πέρας είναι σπασμένο. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν 43

45 διάσπαρτες στην επιφάνεια του γλυπτού, ενώ στο άνω πέρας διατηρείται μία καλοδουλεμένη επιφάνεια επαφής με τον απαραίτητο για τη στερέωσή του στο υπόλοιπο άγαλμα τόρμο. Ο τόρμος είναι κυκλικής διατομής και έχει διάμετρο 0,022 μ. και βάθος 0,06 μ.. Παρατηρούμε ότι και εδώ χρησιμοποιείται η ίδια τεχνική των πρόσθετων μελών. Η επιφάνειά του φέρει ιζήματα κυρίως στην εσωτερική πλευρά του χεριού. Το πλάσιμο είναι καλής ποιότητας. Αποδίδονται οι μύες αλλά και οι φλέβες ενός δυνατού χεριού ανδρικού αγάλματος μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό. 8. Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (Πίν.9.2) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 59. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,55 μ. Μέγ. διάμετρος : 0,108 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2008, 134, αρ.12 (όπου και απεικόνιση). Σώζεται ο βραχίονας και σχεδόν ολόκληρος ο πήχης. Ο βραχίονας, ένα κομμάτι του οποίου έχει συγκολληθεί, απολήγει σε μία καλοδουλεμένη επιφάνεια σύνδεσης με το υπόλοιπο άγαλμα (χρησιμοποιείται πάλι η ίδια τεχνική), η οποία διαθέτει έναν κυκλικό τόρμο (διαστάσεις : διάμετρος : 0,015 μ., βάθος : 0,031 μ.). Το κατώτερο μέρος του πήχη έχει σπάσει. Η επιφάνεια είναι αποκρουσμένη κυρίως στην εξωτερική πλευρά του βραχίονα και φέρει ιζήματα σε όλη την επιφάνεια. Η ποιότητα του γλυπτού είναι καλή και η κατάσταση διατήρησης επίσης. Το χέρι προέρχεται από άγαλμα μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους. Το χέρι δεν ακουμπούσε στο σώμα και ήταν ελαφρά λυγισμένο στον αγκώνα. Επομένως το χέρι ή έπεφτε προς τα κάτω προεξέχοντας προς τα εμπρός ή ήταν ανασηκωμένο και στηριζόταν σε κάποιο επίμηκες αντικείμενο (π.χ. σκήπτρο ή δόρυ). Η δεύτερη υπόθεση είναι πιο πιθανή. Στο βιβλίο καταγραφών το μέλος αναφέρεται ως «πιθανόν γυναικείο», επειδή από το πλάσιμο απουσιάζει η απόδοση των φλεβών και των μυών, στοιχεία που περιμένει κανείς σε ένα ανδρικό χέρι αυτού του μεγέθους. Επομένως μπορεί πράγματι το χέρι να είναι γυναικείο. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποδίδει μία μορφή που απεικονίζεται χωρίς ιμάτιο και με χιτώνα που έχει κοντές ή καθόλου χειρίδες. Το χέρι λοιπόν αυτό προέρχεται από μία γυναικεία μορφή, μεγέθους μεγαλύτερου του φυσικού η οποία φορά ένδυμα με 44

46 κοντή ή καθόλου χειρίδα και έχει υψωμένο και ελαφρά λυγισμένο το δεξί της χέρι το οποίο πιθανότατα στήριζε πάνω σε ένα δόρυ. Η αίθουσα στην οποία βρέθηκε το μέλος, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που μόλις αναφέραμε μας επιτρέπει να κάνουμε μία πολύ τολμηρή υπόθεση. Ίσως αυτό το υπερφυσικού μεγέθους χέρι προέρχεται από το άγαλμα της θεάς Ρώμης που υπονοείται από την ύπαρξη ναού «Διὸς καὶ Ῥώμης / καὶ Καίσαρος Θεοῦ Υἱοῦ Σεβαστοῦ» (βλ. και κεφάλαιο 4). 9. Θραύσμα από επίστεψη ενεπίγραφης βάσης αγάλματος (Πίν.10) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 69. Προέλευση : Αίθουσα Α του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Σωζ.μήκος : 0,196 μ. Σωζ.πλάτος : 0,148 μ. Σωζ.πάχος : 0,135 μ. ύψος γραμμάτων : 0,011-0,039 μ. διάστιχο : 0,04 0,049 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Πρόκειται για γωνιακό θραύσμα από την επίστεψη βάσης, που συγκολλήθηκε από 3 μικρότερα θραύσματα. Το σωζόμενο τμήμα είναι μικρό, ωστόσο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η βάση ήταν ορθογώνια με αύξηση του πλάτους της προς τα επάνω. Το σωζόμενο τμήμα της επίστεψης φέρει ταινία, πλάτους 0,0615 μ., και λοξή επιφάνεια στη θέση του κυματίου. Η επιφάνεια είναι διαβρωμένη και φέρει ιζήματα και μικρές αποκρούσεις. Η επεξεργασία της επιφάνειας δεν έχει ολοκληρωθεί, η επιφάνεια δεν είναι δηλαδή απολύτως λεία και διακρίνονται ίχνη από βελόνι ή ξοΐδα, κυρίως στην πλάγια πλευρά. Στην πρόσθια πλευρά, στην ταινία και στο άνω τμήμα της καμπύλης επιφάνειας, υπάρχει επιγραφή, από την οποία σώζεται το τέλος δύο στίχων: [...αὐτοκράτορ]α θεόν/ [...ἡ π]όλις. Το σωζόμενο αυτό τμήμα της επιγραφής μας πληροφορεί με βεβαιότητα ότι πάνω στη βάση, όπως και στη βάση αρ1, ήταν στημένο ένα άγαλμα αυτοκράτορα, του οποίου μάλιστα αναθέτης ήταν πάλι η πόλη των Καλινδοίων. Η κατάσταση διατήρησης της βάσης δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα για το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένο το άγαλμα αλλά ούτε και για τη στάση που αυτό θα είχε. Είναι όμως 45

47 χρήσιμη η πληροφορία που μας παρέχεται, ότι δηλαδή στην ίδια αίθουσα ήταν στημένα παραπάνω από ένα αγάλματα αυτοκρατόρων. Είναι επιπλέον αξιοσημείωτη η ομοιότητα στη μορφή των γραμμάτων της επιγραφής, που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι δύο βάσεις είναι πιθανόν σύγχρονες. Ίσως λοιπόν μα έχουμε ένα δεύτερο άγαλμα του Τραϊανού ή ένα άγαλμα του Νέρβα ή του Αδριανού. 10. Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς (Πίν.11) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 52. Προέλευση : Αίθουσα Β του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μεγ. σωζ. ύψος : 0,165 μ. Πλάτος : 0,15 μ. Βάθος : 0,116 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2003, 150, εικ.13-14, Σισμανίδης 2008, 139, αρ.15 (όπου και απεικόνιση). Σώζονται η κεφαλή και τμήμα του λαιμού. Το κράνος της είναι αποκρουσμένο στο άνω πέρας του και στο γείσο πάνω από το μέτωπο, από όπου έχει αποκρουστεί και τμήμα της κόμης. Επιπλέον, έντονα αποκρουσμένα είναι το πηγούνι και η μύτη της μορφής. Μικρότερες αποκρούσεις φέρουν τα μαλλιά, το κράνος, ο λαιμός και το πρόσωπο σε διάφορα σημεία. Η επιφάνεια είναι διαβρωμένη, ιδιαίτερα στην αριστερή πλευρά της κεφαλής, όπου υπάρχει ίζημα. Η μορφή φορά κορινθιακό κράνος. Το πρόσωπό της είναι ωοειδές με εύσαρκες παρειές και χαμηλό μέτωπο. Τα χείλη χωρίζονται από μία λεπτή αύλακα που καταλήγει σε μικρές οπές στις γωνίες. Τα μάτια είναι αμυγδαλωτά, με πλατύτερο το άνω βλέφαρο. Δύο οριζόντιες εγχαράξεις υποδηλώνουν την πτυχή πάνω από το βλέφαρο στην εξωτερική πλευρά του κάθε ματιού. Τα μαλλιά ξεκινώντας από τη χωρίστρα που θα υπήρχε στο μέσο του μετώπου κατευθύνονται προς τα αυτιά δημιουργώντας οριζόντιους κυματισμούς. Έχουν πλούσιο πλαστικό όγκο και οι βόστρυχοι ξεχωρίζουν με χάραξη. Στο ύψος του αυχένα μαζεύονται και πέφτουν σε ένα είδος πλεξίδας κατά μήκος του λαιμού, κάτω από το λοφίο του κράνους. Μπροστά από τα αυτιά, διακρίνονται δύο βόστρυχοι με κατεύθυνση προς το πρόσωπο της μορφής. Τα μαλλιά ξεπροβάλλουν κάτω από το κράνος, περισσότερο από τη δεξιά πλευρά. Αυτό σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του λαιμού δείχνει ότι η κεφαλή ήταν στραμμένη ελαφρώς προς τα αριστερά. Το βλέμμα της κατευθυνόταν με μικρή κλίση προς τα κάτω. 46

48 Το κεφαλάκι αυτό προέρχεται από ένα αγαλμάτιο της θεάς Αθηνάς, το ύψος του οποίου πρέπει να το υπολογίσουμε περίπου σε 1,20 μ.. Αγαλμάτια αυτού του μεγέθους θεωρούνται αναθήματα σε ιερά, αλλά μπορεί να συνδέονται και με την ιδιωτική λατρεία 83. Η Π. Καραναστάση συγκέντρωσε τα αγάλματα και τα αγαλμάτια της Αθηνάς των αυτοκρατορικών χρόνων από την Ελλάδα τα οποία προέρχονται από αγαλματικούς τύπους του 5 ου αι. π.χ. 84. Συγκρίνοντας τους τύπους που φέρουν κορινθιακό κράνος 85 με την κεφαλή από τα Καλίνδοια είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τον συγκεκριμένο τύπο που θα μπορούσε να αποδίδει το αγαλματίδιο από τα Καλίνδοια, αφού η αναγνώριση του τύπου βασίζεται κυρίως στην απόδοση του ενδύματος και τη στάση του αγάλματος. Μια προσεκτική μελέτη της κεφαλής σε συνδυασμό με άλλες σωζόμενες κεφαλές της Αθηνάς, δείχνει ότι απεικονίζει την Αθηνά τονίζοντας το νεαρό της ηλικίας της. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που σύμφωνα με την Καραναστάση συναντάται στον τύπο της Αθηνάς Velletri (Εικ. 48) 86, όπως επίσης και της Αθηνάς Ince Blundell Hall (Εικ.49), για την οποία χαρακτηριστικά αναφέρει ότι έχει το πρόσωπο κοριτσιού 87. Στον πρώτο από τους δύο τύπους μπορεί κανείς να διακρίνει ομοιότητες με την κεφαλή από τα Καλίνδοια σε επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως το κράνος, το οποίο πέφτει χαμηλά στο μέτωπο, τα μαλλιά, τη στροφή προς τα αριστερά της, την κλίση της κεφαλής προς τα κάτω. Τα αγαλμάτια της αυτοκρατορικής εποχής που ακολουθούσαν τον τύπο δεν θα ήταν απαραίτητα πιστά αντίγραφά του. Ο αναθέτης θα αρκούνταν και με πιο ελεύθερες αποδόσεις της θεάς. Εξάλλου στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια η απόδοση των αγαλμάτων της Αθηνάς γίνεται πιο ελεύθερα σε αντίθεση με την τάση του 2 ου αι. μ.χ., κατά τον οποίο τα πρότυπα αντιγράφονται πιο πιστά 88. Επίσης σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι στον ελλαδικό χώρο ήταν πιο συνηθισμένη η ελεύθερη απόδοση των αντιγράφων, σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου οι τύποι αντιγράφονταν με περισσότερη ακρίβεια 89. Όσον αφορά τον τύπο της Αθηνάς Ince Blundell Hall, θεωρώ ότι πλησιάζει περισσότερο τα χαρακτηριστικά της κεφαλής που εξετάζουμε, κυρίως στην απόδοση του 83 Κατάλογος ΑΜΘ ΙΙ, αριθμ.214, εικ (Μπ. Σμιτ- Δούνα). 84 Karanastassis 1987, 323 κ.ε. 85 Για τους τύπους της Αθηνάς με κορινθιακό κράνος υπάρχει κατάλογος στο G. B. Waywell, Athena Mattei, BSA 66 (1971), Karanastassis 1987, , Κατ.Β ΙΙΙ 1-4, Πιν , LIMC I, 1085, στο λ. Minerva, b (F.Canciani). 87 Karanastassis 1987, 365, LIMC I, 1085, στο λ. Minerva, 145 (F. Canciani). 88 Karanastassis 1987, , Karanastassis 1987, ,

49 νεαρού της ηλικίας. Διαφέρει η στροφή της κεφαλής, που στην περίπτωση της Αθηνάς Ince Blundell Hall είναι προς τα δεξιά. Μια κεφαλή της Αθηνάς που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη (Εικ.50 α-γ) 90 μπορεί να συγκριθεί με την κεφαλή από τα Καλίνδοια. Έχει μικρές διαφορές στη μορφή του κράνους, της κόμης και του μετώπου. Κατά τα άλλα οι κεφαλές θα μπορούσαν να εξαρτώνται από το ίδιο πρωτότυπο έργο, χωρίς να είναι πιστά αντίγραφά του. Η αντίθετη όμως στροφή της κεφαλής του Μουσείου Μπενάκη δημιουργεί προβληματισμό, γιατί αυτή σε ένα συγκεκριμένο τύπο επηρεάζει τη στάση του σώματος και των χεριών. Σύμφωνα με την Mangold όμως, ορισμένες από τις παραλλαγές του τύπου της Αθηνάς Ince Blundell Hall μπορούν να διαφέρουν στη στάση του σώματος, τη στροφή της κεφαλής αλλά και στη διευθέτηση του ενδύματος 91. Όπως παρατηρεί η ίδια, χαρακτηριστικά του τύπου Ince Blundell Hall είναι το νεανικό πρόσωπο και η στάση της κεφαλής, που κλίνει προς τα κάτω, στοιχεία που απαντούν και στην κεφαλή από τα Καλίνδοια. Εξάλλου ο τύπος Ince Blundell Hall είναι εξέλιξη του τύπου της Αθηνάς Velletri, με τον οποίο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Έτσι δικαιολογούνται οι ομοιότητες της κεφαλής από τα Καλίνδοια και με τους δύο τύπους 92. Απεικονίσεις της Αθηνάς από τον βορειοελλαδικό χώρο μας σώζονται αρκετές, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Πέντε τμήματα αγαλματίων, οι διαστάσεις των οποίων ταιριάζουν με του μνημείου που εξετάζουμε, χρονολογούνται στο 2 ο αι. μ.χ. και έχουν αναθηματικό χαρακτήρα ή συνδέονται με ιδιωτικές λατρείες Η απουσία χρήσης τρυπανιού, το μαλακό πλάσιμο της σάρκας και των βλεφάρων αποκλείουν μάλλον μια χρονολόγηση στον 2 ο αι. μ.χ. Αντιθέτως κάνουν πιθανή μια πρωιμότερη χρονολόγηση, πιο συγκεκριμένα στον 1 ο αι. μ.χ. Ίσως είναι δυνατή μια χρονολόγηση στα μέσα ή το δεύτερο μισό του 1 ου αι. μ.χ. (ίσως εποχή Φλαβίων). Μπορούμε να αναφέρουμε ως ένα παράδειγμα της εποχής αυτής το ανάγλυφο που απεικονίζει την Αθηνά από το forum του Νέρβα στη Ρώμη Αν συγκρίνουμε την Αθηνά. 90 Βλίζος 2004, 88 (M.Kreeb). 91 Mangold 1993, Mangold 1993, Κατ. ΑΜΘ Ι-ΙΙ, αρ.77, εικ (Γ. Δεσπίνης), αρ.214, εικ , αρ.215, εικ , αρ.216, εικ , αρ.217, εικ (Μπ. Σμιτ- Δούνα). 94 LIMC I, 1081, στο λ. Minerva, 97, v. Blanchenhagen 1940, , πίν.38, Kähler 1958, , πίν.155, Nash 1981, , Sturgeon 1995, σημ.76, εικ

50 του αναγλύφου αυτού με την κεφαλή της Αθηνάς από τα Καλίνδοια η χρονολόγηση που προτείναμε παραπάνω φαίνεται αρκετά πιθανή. 11. Παλάμη δεξιού χεριού αγαλματίου (Πίν.12). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 122. Προέλευση : Αίθουσα Β του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,095 μ. Πλάτος : 0,06 μ. Πάχος : 0,036 μ. Υλικό : Μάρμαρο, λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Σώζεται η παλάμη, χωρίς τον καρπό. Συγκεκριμένα, σώζονται ακέραια τα δάχτυλα με εξαίρεση την απόληξη του δείκτη και τον αντίχειρα, ο οποίος έχει σπάσει. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν και στην υπόλοιπη επιφάνεια. Η επιφάνεια του γλυπτού είναι καλά λειασμένη και φέρει ίζημα. Στο εσωτερικό της παλάμης διακρίνονται ίχνη από το εργαλείο (βελονάκι). Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τη θέση που θα είχε το χέρι από το οποίο προέρχεται η παλάμη. Πάντως, η εξωτερική της πλευρά, που είναι καλύτερα δουλεμένη, θα ήταν περισσότερο εμφανής στον θεατή. Το χέρι, με τα δάχτυλα λυγισμένα, συγκρατεί ένα περίπου κυλινδρικό και επίμηκες αντικείμενο που κάμπτεται. Το αντικείμενο είναι σπασμένο στα δύο πέρατά του, στα σημεία όπου προεξείχε από την παλάμη. Ο δείκτης, λιγότερο λυγισμένος από τα υπόλοιπα δάχτυλα, ακουμπούσε το αντικείμενο από πάνω, χωρίς να το περικλείει. Τα υπόλοιπα δάχτυλα τυλίγονται γύρω από αυτό. Το χέρι αποδίδεται εύσαρκο και το περίγραμμα των νυχιών είναι εγχάρακτο. Το χέρι ανήκει σε αγαλμάτιο μεγέθους περίπου όσο και το αρ.10 και μάλλον σε γυναικεία ή παιδική μορφή, αν κρίνει κανείς από τη μαλακή σάρκα. Προβληματικό ωστόσο παραμένει το αντικείμενο που κρατά η παλάμη, το οποίο δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμο. Πρόκειται βέβαια για αντικείμενο από εύκαμπτο υλικό, το οποίο παίρνει το σχήμα που του δίνουν τα δάχτυλα. Με αυτό το δεδομένο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι ένας ιμάντας ή μία ταινία (ή και κλαδί). Μια άλλη σκέψη είναι ότι πρόκειται για φίδι. 49

51 Η παλάμη αρ.11 βρέθηκε στην ίδια αίθουσα με το κεφαλάκι της Αθηνάς και μάλιστα πολύ κοντά σε αυτό. Η κλίμακά τους αλλά και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα, σε συνδυασμό με τον όμοιο τρόπο απόδοσης των πλαστικών μορφών τους (δηλ. το μαλακό πλάσιμο) επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι τα δύο θραύσματα θα μπορούσαν να προέρχονται από το ίδιο αγαλμάτιο. Αν αυτό ισχύει, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να κρατά ένα αγαλματίδιο Αθηνάς στο δεξί του χέρι. Το σύνηθες φυσικά για τη θεά είναι να φέρει στο δεξί της χέρι δόρυ. Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί κατά περίπτωση να κρατά και άλλα σύμβολα, τα οποία θα είχαν ιδιαίτερη σημασία σε σχέση και με το λόγο ανάθεσης του γλυπτού. Έτσι για παράδειγμα στα νομίσματα του Κομμόδου και του Γέτα, η θεά φέρει στο δεξί της χέρι κλαδί ελιάς κάνοντας έτσι σαφή αναφορά στις νίκες των αυτοκρατόρων 95. Είναι εξίσου πιθανό το αγαλμάτιο να έφερε μία ταινία, αντικείμενο που συχνά προσφέρεται σε νικητές και σημαίνοντα πρόσωπα, ή ένα στεφάνι. Σε δύο παραδείγματα από τη Σίδη (Εικ.51, 52) 96, που όμως προέρχονται από Νίκες, βλέπουμε με ποιον τρόπο ένα χέρι κρατά ένα στεφάνι. Τα δάχτυλα είναι περισσότερο ή λιγότερο κλειστά, το αντικείμενο που συγκρατείται σχηματίζει ένα ημικύκλιο και το χέρι εξωτερικά είναι πολύ καλά δουλεμένο. Αυτά τα χαρακτηριστικά ισχύουν και για το χέρι από τα Καλίνδοια. Επομένως θεωρώ πιθανό ότι το χέρι αυτό κρατούσε ένα στεφάνι και έτσι έχουμε έτσι ένα αγαλμάτιο Αθηνάς-Νίκης. 12. Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος (Πίν ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 114 και 118. Προέλευση : Αίθουσα Β του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Συνολικό μέγ. σωζ. μήκος : 0,238μ. Μέγ. σωζ. πλάτος : 0,096 μ. Μέγ. σωζ. πάχος : 0,071 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Πρόκειται για δύο συνανήκοντα και συγκολλώμενα θραύσματα ενός μέλους, τα οποία συναποτελούν το κατώτερο μέρος του πήχη και την παλάμη του αριστερού χεριού αγάλματος φυσικού μεγέθους. Τα δάχτυλα είναι σπασμένα. Ο δείκτης έχει αποσπαστεί ολόκληρος, ενώ από τα υπόλοιπα δάχτυλα σώζεται η κατώτερη φάλαγγα και η γένεση του 95 Schürmann 1985, İnan 1975, , 194, πίν.79.3,

52 αντίχειρα. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν κυρίως στην περιοχή του καρπού, εσωτερικά και εξωτερικά. Η επιφάνεια είναι διαβρωμένη και φέρει ίζημα. Μεγάλη απόκρουση, τετράγωνου περίπου σχήματος, υπάρχει στο κατώτερο τμήμα του πήχη, πάνω από τον καρπό. Το χέρι, όπως αναφέρθηκε, προέρχεται από άγαλμα φυσικού μεγέθους. Ο τρόπος που το μεσαίο δάχτυλο πιέζεται από τα διπλανά δάχτυλα και προεξέχει προς τα έξω δείχνει ότι η παλάμη δεν ήταν τελείως ανοιχτή αλλά λίγο μαζεμένη. Επίσης, η τετράγωνου σχήματος απόκρουση στο κατώτερο τμήμα του πήχη υποδεικνύει ότι το χέρι αυτό πιθανότατα διέθετε puntello που θα το συνέδεε με το σώμα. Το μέγεθος σε συνδυασμό με το πλάσιμο του χεριού δεν αποκλείουν το χέρι να ανήκε είτε σε ανδρική είτε σε γυναικεία μορφή. Η μορφή αφού το χέρι έπρεπε να συνδεθεί με το σώμα με puntello θα ήταν όρθια και το αριστερό της χέρι θα έπεφτε προς τα κάτω. 13. Μαρμάρινη κεφαλή του Αυγούστου (Πίν. 13.3, 14). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 116. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Ύψος : 0,42 μ. Ύψος κεφαλής : 0,245 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, από τη Θάσο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2004, , εικ.9-10, Σισμανίδης 2008, , αρ.17 (όπου και απεικόνιση). Σώζονται η κεφαλή, ο λαιμός και το αβαθές έμβολο για την τοποθέτηση της κεφαλής σε άγαλμα. Το έμβολο είχε σπάσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του και συγκολλήθηκε, λείπει όμως ένα μικρό μόνο τριγωνικό τμήμα στη δεξιά πλευρά. Μικρές αποκρούσεις υπάρχουν στη βάση του λαιμού, στο άκρο της μύτης, στο πτερύγιο του αριστερού αυτιού και στα μαλλιά πάνω από αυτό. Η κόμη είναι αδρά δουλεμένη στο επάνω και το πίσω μέρος της κεφαλής. Τη βάση του λαιμού περιβάλλει κυκλικό έξαρμα που αποδίδει το ένδυμα της μορφής, το οποίο στη δεξιά πλευρά βρίσκεται πιο κοντά στη ρίζα του λαιμού, ενώ στην αριστερή έχει σχεδόν τη διπλάσια απόσταση από αυτήν. Προφανώς πρόκειται για το πλαστικό περιχείλωμα, κυλινδρικής διατομής, που αποτελούσε την απόληξη του μετάλλινου τμήματος του θώρακα του αγάλματος. Το τμήμα του περιχειλώματος της δεξιάς πλευράς απέχει από το λαιμό κατά ένα εκατοστό λιγότερο από το αντίστοιχο τμήμα της αριστερής. Η λεπτομέρεια αυτή υποδεικνύει τη στάση του δεξιού βραχίονα, ο οποίος, όπως φαίνεται, ήταν ανασηκωμένος με αποτέλεσμα ο θώρακας να μετακινηθεί προς τα αριστερά. 51

53 Ιδιαίτερα ασυνήθιστο είναι σε μία ένθετη κεφαλή, όπως αυτή που εξετάζουμε, το περιχείλωμα του θώρακα να αποδίδεται στην απόληξη του λαιμού και όχι στον ξεχωριστά κατασκευασμένο κορμό. Συνήθως το περιχείλωμα προεξέχει από τον υπόλοιπο θώρακα βοηθώντας έτσι να καλυφθεί η ένωση της ένθετης κεφαλής με τον κορμό του αγάλματος. Δεδομένου ότι η κεφαλή από τα Καλίνδοια φέρει το περιχείλωμα στην περιφέρεια του εμβόλου πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάποιο άλλο στοιχείο κάλυπτε την ένωση αυτή με το σώμα. Το πιθανότερο, αφού το άγαλμα ήταν θωρακοφόρο, είναι να έφερε χλαμύδα (paludamentum), η οποία θα ήταν στερεωμένη πάνω από τον δεξιό ώμο με μία πόρπη και θα περνούσε μπροστά από το στήθος σε σχήμα τόξου. Έπειτα πάνω από τον αριστερό ώμο θα έπεφτε στην πλάτη και θα κατέληγε στα αριστερά του αγάλματος περνώντας πάνω από τον αριστερό πήχη και πέφτοντας προς τα κάτω (βλ. π.χ. θωρακοφόρο άγαλμα του Τίτου από το Herculaneum 97, Εικ. 53). Η κεφαλή στρέφεται, όπως δείχνουν οι μύες του λαιμού, προς τα δεξιά της. Το κρανίο είναι φαρδύτερο στο άνω τμήμα του και πεπλατυσμένο στην άνω επιφάνειά του, ενώ στενεύει προς τα κάτω και στηρίζεται σε ένα δυνατό και ευρύ σε σχέση με το κάτω μέρος του κρανίου λαιμό. Από το μέσο περίπου της δεξιάς πλευράς του λαιμού ξεκινούν δύο παράλληλες ρυτίδες, οι οποίες κατευθύνονται λοξά προς τα κάτω, η επάνω, μεγαλύτερου μήκους, και πιο έντονη φτάνει χαμηλά στο «μήλο του Αδάμ». Η κόμη στο εμπρός μέρος της αποτελείται από σχετικά παχείς μηνοειδείς βοστρύχους. Οι βόστρυχοι ξεκινούν από την κορυφή της κεφαλής, όπου όμως δεν αποδίδονται. Η δεύτερη σειρά των βοστρύχων πίσω από αυτήν του μετώπου έχει δεχτεί αδρή επεξεργασία. Οι βόστρυχοι αυτής της σειράς έχουν κατεύθυνση προς το πρόσωπο. Αντίθετα η πρώτη σειρά των βοστρύχων πάνω από το μέτωπο και οι βόστρυχοι στους κροτάφους είναι πλαστικά αποδοσμένοι και αναλύονται με εγχαράξεις και αβαθείς αυλακώσεις σε επιμέρους βοστρύχους (Πίν ). Η κόμη στο πίσω μέρος, περίπου στη μέση του αυχένα, καταλήγει σε ένα οριζόντιο ενιαίο περίγραμμα. Οι βόστρυχοι πάνω από το μέτωπο σχηματίζουν πάνω από το δεξιό φρύδι το μοτίβο της «τανάλιας» και πάνω από την εσωτερική γωνία του αριστερού ματιού το μοτίβο της «διχάλας». Στο δεξιό κρόταφο οι βόστρυχοι είναι απλά διευθετημένοι, κάμπτονται προς τα κάτω και μπροστά στο αυτί έχουν κατεύθυνση ελαφρά προς τα εμπρός καταλήγοντας σε έναν κοντό ίουλο. Στον αριστερό κρόταφο η διάταξη είναι παρόμοια αλλά ο ίουλος είναι πιο κοντός. 97 Stemmer 1978, 98, αρ. κατ.viii 1, πίν.66,

54 Το σχήμα του προσώπου είναι ωοειδές και η σάρκα χαλαρή, που πτυχώνεται στην περιοχή των ρινοπαρειακών αυλάκων και κάτω από τα μάτια, ενώ πάνω από το σαγόνι δημιουργεί μία οριζόντια αύλακα. Το μέτωπό είναι ευρύ και στο μέσο του περίπου υπάρχει μία οριζόντια, βαθιά ρυτίδα. Δύο λοξές, σχεδόν κάθετες ρυτίδες σχηματίζουν μια διχάλα ανάμεσα στα φρύδια. Τα μάτια είναι μεγάλα και αμυγδαλόσχημα, με παχιά βλέφαρα. Δίπλα στο αριστερό μάτι (στην εξωτερική του γωνία) υπάρχουν δύο ρυτίδες. Η μύτη στην πλάγια όψη έχει μία κύρτωση. Τα χείλη είναι μάλλον παχιά, διαχωρίζονται από μία λεπτή αυλάκωση η οποία στα δύο άκρα καταλήγει σε μικρές βαθύνσεις. Παρόμοια βάθυνση υπάρχει και στο πηγούνι. Η κεφαλή, η οποία έχει μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του φυσικού, εικονίζει τον Οκταβιανό Αύγουστο. Η αναγνώριση γίνεται από τη χαρακτηριστική για τα πορτρέτα τύπου Prima Porta 98 του Αυγούστου διαμόρφωση της κόμης με τα μοτίβα της «τανάλιας» και της «διχάλας». Εξετάζοντας τα ακριβέστερα αντίγραφα του τύπου μπορούμε να διαπιστώσουμε ορισμένες σημαντικές διαφορές του πορτρέτου των Καλινδοίων από αυτά. Πάνω από την εσωτερική γωνία του δεξιού ματιού σχηματίζεται το μοτίβο της «τανάλιας», στο οποίο κατά κανόνα ο εσωτερικός βόστρυχος είναι κοντύτερος από τον εξωτερικό (Εικ.54) (βόστρυχοι 8 99 και 6) 100. Στο πορτρέτο των Καλινδοίων οι δύο βόστρυχοι έχουν το ίδιο μήκος και μάλιστα ακουμπούν ο ένας με τον άλλο, η «τανάλια» δηλαδή είναι κλειστή. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι σπάνια στις απεικονίσεις του Αυγούστου. Τη συναντούμε σε ένα ανάγλυφο με πορτρέτο του Αυγούστου στη Ravenna (Εικ.55) 101. Χωρίς να υπονοούμε κάποια άμεση σχέση μεταξύ των δύο έργων είναι, θεωρώ, χρήσιμο να επισημάνουμε ότι το ανάγλυφο από τη Ravenna είναι μεταθανάτιο πορτρέτο και μάλιστα της εποχής του Κλαυδίου. Οι βόστρυχοι 5 και 4 σχηματίζουν, σύμφωνα με τον τύπο, ένα δεύτερο μοτίβο διχάλας, ενώ οι βόστρυχοι 3, 2, και 1 ακολουθούν την κανονική διάταξη, είναι όμως λίγο κοντύτεροι και πιο κοντά στο κέντρο της κεφαλής από ότι στα άλλα αντίγραφα. Στην αριστερή πλευρά του προσώπου υπάρχουν κι εδώ οι βόστρυχοι 9 έως 14, αλλά από αυτούς ο 11 και ο 12 είναι κοντύτεροι από το σύνηθες. Στους κροτάφους η διευθέτηση των βοστρύχων είναι απλούστερη από αυτή των πιστότερων αντιγράφων και κατευθύνονται προς το πρόσωπο ενώ θα έπρεπε να κατευθύνονται προς το πίσω μέρος του κρανίου. Το 98 Για τον τύπο βλ. Schmaltz 1986, , πίν.78-96, Boschung 1993, Το σχέδιο με την αρίθμηση των βοστρύχων είναι του Boschung 1993, σχ Η σύγκριση έγινε με το πορτρέτο του Αυγούστου Wien I 60 (Boschung, 1993, αρ.206, σχ.78, 82, 84, 89, πίν. 71, 148.2). 101 Boschung 1993, αρ.158, πίν.160,

55 υπόλοιπο τμήμα των μαλλιών είναι, όπως αναφέραμε, αδρά δουλεμένο και ο διαχωρισμός των βοστρύχων υποτυπώδης, έτσι ώστε είναι αδύνατον να συγκρίνουμε λεπτομερώς τη σχεδίαση των βοστρύχων. Μόνο η δεύτερη σειρά των βοστρύχων πάνω από το μέτωπο έχει αποδοθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια αλλά και αυτή αποτελείται από βοστρύχους με κατεύθυνση προς το πρόσωπο και δεν ακολουθεί τη συνήθη διάταξη της κόμης του τύπου Prima Porta. 102 Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και της κόμης του πορτρέτου του Αυγούστου από τα Καλίνδοια που περιγράψαμε και οι αποκλίσεις από τα χαρακτηριστικά του τύπου Prima Porta, που διαπιστώσαμε, χρήζουν ερμηνείας. Μπορούμε να υποθέσουμε καταρχήν ότι ένας άλλος εικονιστικός τύπος επηρέασε την κεφαλή των Καλινδοίων. Στην εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου τα πορτρέτα του αυτοκράτορα χρησιμοποιούν, τουλάχιστον στον κύριο τύπο απεικόνισής του, τα κλασικιστικά μοτίβα της «τανάλιας» και της «διχάλας», αλλά το πρόσωπο αποδίδεται με ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία πολλές φορές προδίδουν την ηλικία του εικονιζόμενου 103. Συγκεκριμένα, το πρόσωπο είναι τριγωνικό 104 ή τριγωνικόωοειδές 105 και έχει μικρά μάτια, βαθιά τοποθετημένα στις κόγχες τους, που σκιάζονται από τα συγκλίνοντα φρύδια, μαλακή και χαλαρή σάρκα, εύσαρκα μάγουλα με τονισμένα τα ζυγωματικά οστά, ρινοπαρειακές πτυχές και οριζόντιες ρυτίδες στο μέτωπο, «δυνατή» ευθύγραμμη μύτη με μικρή κύρτωση στο προφίλ της, στόμα μεγάλο με σαρκώδη χείλη 106. Αυτά τα χαρακτηριστικά δίνουν την εντύπωση έντασης και εσωτερικής ανησυχίας, στοιχεία τα οποία δεν συμβαδίζουν με την ιδεαλιστική απόδοση του αυτοκράτορα την εποχή των Ιουλίων-Κλαυδίων. Αξίζει να σταθούμε στην κόμμωση την οποία υιοθετεί το πορτρέτο του Κλαυδίου στον «κύριο» τύπο (Haupttypus). Έχοντας χρησιμοποιήσει, όπως προαναφέρθηκε, μοτίβα από την κόμμωση του Οκταβιανού Αυγούστου για τη διευθέτηση των βοστρύχων πάνω από το μέτωπο, διαθέτει σχεδόν στον άξονα του προσώπου, λίγο μετατοπισμένο προς τα αριστερά το μοτίβο της «διχάλας», ενώ εκατέρωθεν αυτού στις δύο γωνίες του μετώπου δημιουργείται το μοτίβο της «τανάλιας» (Εικ.56) 107. Οι βόστρυχοι είναι κατά κανόνα μηνοειδείς και κοντοί. Στους κροτάφους η διάταξή τους είναι απλή και έχει κατεύθυνση προς το πρόσωπο. Μπροστά από τα αυτιά υπάρχουν ίουλοι, οι οποίοι επίσης παρουσιάζουν μία κίνηση προς το πρόσωπο, ενώ τα μαλλιά στον αυχένα είναι 102 Boschung 1993, Fittschen- Zanker I, 16, αρ.15, πίν.16, Salzmann 1976, 252, Fittschen 1977, 55, αρ.17, πίν Fittschen 1977, 55, αρ.17, πίν Massner 1982, Fittschen 1977, 55, αρ.17, πίν.19, Massner 1982, 127, Hertel 1982, Πολύ χρήσιμο είναι το σχέδιο που παραθέτει ο Boschung για τον «κύριο» τύπο : Boschung 1993 (1), 70-71, σχ 57. Vb. 54

56 κοντά 108. Η σύγκριση του πορτρέτου του Αυγούστου από τα Καλίνδοια με ένα συγκεκριμένο πορτρέτο του Κλαυδίου που ανήκει στον «κύριο» τύπο, μπορεί να μας δείξει τις ομοιότητες στην απόδοση του προσώπου και της κόμης πιο καθαρά. Το πορτρέτο του Κλαυδίου από τη Μάλτα (Εικ.57 α-β) 109 θεωρούμε ότι μπορεί να συγκριθεί με επιτυχία με τον Αύγουστο από τα Καλίνδοια. Τα δύο πρόσωπα έχουν τις ίδιες πτυχές και ρυτίδες, που ως γνωστόν αποτελούν γνώρισμα των πορτρέτων της εποχής του Κλαυδίου και όχι του Αυγούστου. Το στόμα είναι μεγάλο και έχει σαρκώδη χείλη, ενώ η μύτη ευθύγραμμη διαθέτει στη γένεσή της ρυτίδες που δημιουργούν συνοφρύωση και μία κύρτωση στην πλάγια όψη. Ως προς τη διάταξη των βοστρύχων πάνω από το μέτωπο, τα μοτίβα της «τανάλιας» και της «διχάλας» δεν βρίσκονται στα ίδια σημεία, αφού πρόκειται για δύο διαφορετικούς τύπους. Ωστόσο στις γωνίες του μετώπου, εκεί που τα πορτρέτα του Κλαυδίου έχουν κοντύτερους βοστρύχους που σχηματίζουν το μοτίβο της «τανάλιας» η κεφαλή από τα Καλίνδοια διαθέτει κοντύτερους βοστρύχους από αυτούς που συνήθως έχει η κόμμωση τύπου Prima Porta. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι οι βόστρυχοι των κροτάφων και στα δύο πορτρέτα είναι απλά διευθετημένοι και έχουν κατεύθυνση προς το πρόσωπο, χαρακτηριστικό που συναντάμε στα πορτρέτα του Κλαυδίου ενώ δεν χρησιμοποιείται στα πορτρέτα τύπου Prima Porta του Αυγούστου. Επίσης, στον Αύγουστο των Καλινδοίων το σχήμα των βοστρύχων πάνω από το μέτωπο τείνει να δημιουργήσει κλειστό οριζόντιο περίγραμμα σε αντίθεση με τον τύπο Prima Porta. Ένα χαρακτηριστικό που μας προβληματίζει ωστόσο στη σύγκριση των πορτρέτων του Κλαυδίου με την κεφαλή από τα Καλίνδοια είναι η απόδοση των ματιών. Τα μάτια του Αυγούστου από τα Καλίνδοια είναι μεγάλα και με παχιά βλέφαρα, ενώ τα πορτρέτα του Κλαυδίου έχουν μικρότερα μάτια με βλέφαρα που μόλις ξεχωρίζουν. Ένα πορτρέτο όμως του ίδιου αυτοκράτορα, το οποίο δεν ανήκει στον κύριο τύπο απεικόνισης του αυτοκράτορα αλλά στον τρίτο τύπο (Τύπος Turin), ο οποίος έχει απλή κόμμωση με το μοτίβο της «διχάλας» στον άξονα του προσώπου (Εικ.58, 59) 110 και χρονολογείται γύρω στο 50 μ.χ., λόγω της ομοιότητας του με χαρακτηριστικά του πορτρέτου του Νέρωνα, μπορεί να συγκριθεί με τον Αύγουστο των Καλινδοίων. Τα μάτια στο πορτρέτο αυτό είναι μεγάλα και έχουν παχιά βλέφαρα, όπως είναι και της κεφαλής από τα Καλίνδοια (Πίν. 14.3). Επιπρόσθετα αξιοσημείωτη είναι σε κάποια σημεία η ομοιότητα στην απόδοση της κόμης 108 Stavridis 1970 (με αφορμή τον Αύγουστο από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης), 13, Fittschen 1977, 55, αρ.17, πίν.19, Massner 1982, 127, Goette 1986, , εικ.11 a-d, Fittschen- Zanker I, 16, αρ.15, πίν Massner 1991, 120, πίν Boschung 1993 (1), 70-71, σχ. 58. Vc. 55

57 όπου τα μαλλιά κατευθύνονται προς το πρόσωπο και είναι κοντύτερα στις δύο άκρες του μετώπου σχηματίζοντας χαρακτηριστικές γωνίες 111. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι συχνά στα επαρχιακά πορτρέτα τα μάτια ακολουθούν τρόπους απόδοσης που χρησιμοποιούν τα εργαστήρια ανεξάρτητα από τους τύπους που αντιγράφουν. Τα επαρχιακά εργαστήρια δηλαδή χρησιμοποιούν δικές τους φόρμουλες. Ένα αδημοσίευτο πορτρέτο της εποχής του Κλαυδίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αρ. ευρ. 9141) από Θάσιο μάρμαρο φέρει παρόμοια βλέφαρα 112. Χρήσιμο θεωρούμε, τέλος, να αναφερθούμε και στα πορτρέτα του τύπου Prima Porta του Αυγούστου τα οποία έχουν κατασκευαστεί στην εποχή του Κλαυδίου 113. Ο Boschung περιγράφει τα χαρακτηριστικά των πορτρέτων του Αυγούστου, τα οποία κατασκευάστηκαν την εποχή του Κλαυδίου. Στην πραγματικότητα μοιάζουν με αυτά των πορτρέτων του ίδιου του Κλαυδίου, παρατηρούμε δηλαδή τη μαλακή και χαλαρή σάρκα, τις «σακούλες» κάτω από τα μάτια, τις ρινοπαρειακές πτυχές, τους ιούλους που κατευθύνονται στο πρόσωπο, τις ενδείξεις της ηλικίας. Στα μεταθανάτια πορτρέτα λοιπόν του Αυγούστου διατηρείται το σχήμα της κόμμωσης του τύπου Prima Porta, κυρίως με τη διατήρηση των μοτίβων της «τανάλιας» και της «διχάλας» στην κόμη, αλλά παράλληλα είναι πιο έκδηλα τα «ρεαλιστικά» χαρακτηριστικά, που συμβαδίζουν με αυτά του αυτοκράτορα που βασιλεύει την εποχή που δημιουργείται το πορτρέτο 114. Συνθέτοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η κεφαλή του Αυγούστου από τα Καλίνδοια είναι ένα μεταθανάτιο πορτρέτο του Αυγούστου, που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του Κλαυδίου (41-54 μ.χ.). Δεν μπορεί να θεωρηθεί πιστό αντίγραφο του τύπου Prima Porta, αφού παρουσιάζει ορισμένες αποκλίσεις σε επιμέρους στοιχεία από τον τύπο. Οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται στην εποχή του έργου, εξαιτίας της οποίας ο τύπος Prima Porta δέχεται τυπολογικά και κυρίως στυλιστικά στοιχεία από το πορτρέτο του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Όπως παρατηρεί η A-K.Massner, ο «κύριος» τύπος με τον οποίο απεικονίστηκε ο Κλαύδιος διατηρείται σε όλα τα χρόνια της βασιλείας του με κοινά χαρακτηριστικά τα οποία δεν βοηθούν στη χρονολόγηση ενός πορτρέτου στην πρώιμη ή 111 Fittschen- Zanker I, 16, αρ.16, πίν Την πληροφορία αυτή μου έδωσε η κ. Θ. Στεφανίδου Τιβερίου. 113 Boschung 1993, πορτρέτα του Αυγούστου που χρονολογούνται την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου : Λισσαβόνα, αρ.118, πίν.127, 165.9, Minturno, αρ.131, πίν.128, 220.4, Ρώμη, Palazzo Colonna, αρ.169, πίν.129, Ρώμη, Μουσείο Gregoriano Profano 9953, αρ.174, πίν.139, Sestino, αρ.187, πίν.130, Cuenca, αρ.91, πίν.165.8, Mantua 6615, αρ.126, πίν.138, Ραβέννα, Ανάγλυφο του Αυγούστου, αρ.158, πίν , 216.2, 222.1, Zadar, αρ.207, πίν.140, v. Heintze 1976, , Boschung 1993, 75-76, 91, Fittschen- Zanker I, 3, αρ.3, πίν.4-6, 56

58 την ύστερη εποχή του Κλαυδίου 115. Το πορτρέτο όμως του Κλαυδίου στο Μουσείο του Καπιτωλίου το οποίο προαναφέρθηκε (Εικ.58) και ανήκει στον τρίτο τύπο πορτρέτων (τύπος Turin) παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την κεφαλή που συζητούμε, κυρίως στην απόδοση των ματιών 116, τα οποία νομίζω ότι θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν να χρονολογήσουμε το πορτρέτο από τα Καλίνδοια στην ύστερη εποχή του Κλαυδίου. Όπως όμως έχουμε ήδη πει, η διαφορετική απόδοση των ματιών είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στο επαρχιακό εργαστήριο, επομένως είναι προτιμότερο να αρκεστούμε στην ευρύτερη χρονολόγηση στην εποχή του Κλαυδίου. Με βάση την ένδειξη για την ενδυμασία του αγάλματος, δηλ. το περιχείλωμα του θώρακα, καθώς και τη διαμόρφωση του λαιμού θα κάνουμε παρακάτω, αφού εξετάσουμε και τα υπ αριθμόν 15 και 16 μαρμάρινα μέλη, μια πρόταση για τη μορφή που θα είχε το άγαλμα του αυτοκράτορα Αυγούστου. 14. Τμήμα κνήμης αγάλματος (Πίν. 15) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 207. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,369 μ. Μέγ. πλάτος : 0,128 μ. Μέγ. πάχος : 0,122 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2004, 216, εικ.8, Σισμανίδης 2008, , αρ.18 (όπου και απεικόνιση). Τμήμα κνήμης αριστερού σκέλους αγάλματος, που ήταν ξεχωριστά κατασκευασμένο. Σώζεται το τμήμα λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο έως κάτω από το γόνατο. Στο οπίσθιο μέρος της κνήμης διακρίνονται φθορές από αιχμηρό αντικείμενο. Το γλυπτό στο σύνολό του έχει υποστεί φθορά και φέρει ιζήματα κυρίως στα αποκρουσμένα σημεία του. Η κνήμη συνδεόταν με το υπόλοιπο άγαλμα με γόμφο. Ο τόρμος, ο οποίος τον δεχόταν, σώζεται στην άνω επίπεδη επιφάνεια του γλυπτού, η οποία διατηρείται σχεδόν ολόκληρη (λείπει ένα τμήμα της δεξιάς πλευράς) και είναι δουλεμένη με το βελόνι. Ο κυκλικός τόρμος έχει διάμετρο 0,025 μ. και βάθος 0,05 μ. Το κάτω πέρας του σωζόμενου τμήματος είναι αποκρουσμένο. Στην άνω εξωτερική πλευρά της κνήμης υπάρχει επιμήκης αύλακα μέσα στην οποία διατηρείται τμήμα του πιόσχημου σιδερένιου συνδέσμου που 115 Massner 1994, Fittschen- Zanker I, 16, αρ.16, πίν

59 ενίσχυε τη σύνδεση με το υπόλοιπο σκέλος (από αυτή τη βάθυνση ξεκινούν δύο μικρές ρωγμές που κατευθύνονται προς τα κάτω). Το σκέλος είναι μυώδες και δυνατό, οι μύες αποδίδονται πλαστικά με ένα ευθύγραμμο, κατακόρυφο πλαστικό έξαρμα στο εσωτερικό της κνήμης, αλλά και με την ανάλογη διαμόρφωση των μυών στο οπίσθιο τμήμα της κνήμης. Στο κάτω μέρος του σωζόμενου τμήματος της κνήμης αποδίδεται, σε χαμηλό ανάγλυφο, το υψηλό υπόδημα της μορφής. Πρόκειται για τα επίσημα υποδήματα των Ρωμαίων πατρικίων, που πολύ συχνά απεικονίζονται στην τέχνη να τα φορούν πρόσωπα της ελίτ και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τα calcei patricii. Τα υποδήματα αυτά (Εικ.60) είναι υψηλά, δερμάτινα, με ιμάντες (corrigiae), που τυλίγονται σε δύο σημεία γύρω από την κνήμη στα σφυρά και λίγο πιο ψηλά, και δένονται με δύο κόμπους (ἅμματα), από τους οποίους κρέμεται το υπόλοιπο των ιμάντων και έναν δεύτερο με μικρότερες απολήξεις. Οι απολήξεις των δύο corrigiae του ανώτερου ἅμματος δεν έπεφταν ελεύθερες αλλά συγκρατούνταν από την κατώτερη δέσμη ιμάντων 117. Από το υπόδημα της κνήμης των Καλινδοίων σώζεται το άνω τμήμα του calceus με την επάνω δέσμη των ιμάντων καθώς και το ανώτερο ἅμμα, ενώ από το κατώτερο ἅμμα σώζεται μόνο μία κυκλική βάθυνση, που προήλθε από σπάσιμο. Δύο ιμάντες στο κάτω τμήμα του σωζόμενου μέλους, στις πλάγιες πλευρές του, κατευθύνονται λοξά προς τα πάνω. Ο διαχωρισμός των ιμάντων γίνεται με εγχάραξη. Η επεξεργασία και η απόδοση λεπτομερειών στο οπίσθιο μέρος της κνήμης είναι υποτυπώδης. Ωστόσο η λείανση και η επεξεργασία του γλυπτού αυτού στις υπόλοιπες πλευρές είναι ιδιαίτερα καλές. Τα υποδήματα αυτά (calcei patricii) μπορούσαν να συνοδεύουν το ένδυμα τηβεννοφόρων και θωρακοφόρων μορφών. Επειδή η τήβεννος είναι μακρύ ένδυμα και καλύπτει τμήμα της κνήμης, πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση το άγαλμα στο οποίο ανήκε η κνήμη να προέρχεται από τηβεννοφόρο. Αντίθετα το ενδεχόμενο το εικονιζόμενο πρόσωπο να ήταν ένας θωρακοφόρος είναι πολύ πιθανό. Το υπόδημα αυτό αλλά και ολόκληρη η κνήμη είναι παρόμοια με το υπόδημα και την κνήμη του θωρακοφόρου από τα Καλίνδοια που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αρ. ευρ. 2663). Μάλιστα η κνήμη αρ.14 αντιστοιχεί στο αριστερό σκέλος το οποίο λείπει από τον θωρακοφόρο των Καλινδοίων (αρ. ευρ. 2663). Η διαφορά που παρατηρείται είναι ότι στο υπόδημα του θωρακοφόρου η απόδοση του ἅμματος και των 117 Goette 1988, , Groom 2000, 61-62, Blanck 2004,

60 corrigiae είναι πιο έξεργη (Εικ.61) 118 από ότι στην κνήμη αρ.14 αλλά και το μάρμαρο είναι διαφορετικό. 15. Τμήμα βραχίονα μαρμάρινου αγάλματος (Πίν.16) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 228 και 229. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Mέγ. μήκος βραχίονα : 0,29 μ. Mέγ. σωζ. μήκος πήχη : 0,32 μ. Mέγ. διάμετρος : 0,135μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, από τη Θάσο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2004, 216, εικ.7, Σισμανίδης 2008, , αρ.20 (όπου και απεικόνιση). Τμήμα δεξιού βραχίονα, που έχει συγκολληθεί από δύο κομμάτια. Στο άνω μέρος του είναι κομμένος, κατασκευάστηκε δηλαδή από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Στο κάτω μέρος είναι σπασμένος λίγο πιο πάνω από τον καρπό του χεριού. Ο βραχίονας, ο οποίος φτάνει έως λίγο κάτω από τον ώμο, τοποθετούνταν πρόσθετος, όπως δείχνουν η επιφάνεια επαφής και ο ορθογώνιος τόρμος γόμφου διαστάσεων 0,04 x 0,014 και βάθους 0,069 μ. από τον οποίο ξεκινά αύλακα μολυβδοχόησης, μήκους 0,04 μ.. Το χέρι κάμπτεται στον αγκώνα περίπου σε ορθή γωνία. Πρόκειται για μέλος ανδρικού αγάλματος το οποίο είχε ανασηκωμένο το δεξί χέρι. Στο εσωτερικό μέρος του βραχίονα σώζονται υπολείμματα κονιάματος με το οποίο αποδίδεται το πτυχωμένο, λεπτό ένδυμα που κάλυπτε μέχρι το σημείο αυτό το χέρι, δηλαδή μία κοντή χειρίδα. Πάνω στο λευκό κονίαμα υπάρχουν ίχνη κίτρινου χρώματος. Η προσθήκη κονιάματος για την απόδοση ενός τμήματος του ενδύματος μπορεί να οφείλεται σε λάθος του γλύπτη που παρέλειψε να αποδώσει το ένδυμα στο σημείο αυτό ή πρόκειται για μία μέθοδο συμπλήρωσης ορισμένων λεπτομερειών με κονίαμα, προς εξοικονόμηση χρόνου. Έχουμε λοιπόν έναν δεξιό βραχίονα ανδρικού αγάλματος ο οποίος είναι λυγισμένος και ανασηκώνεται. Η στάση του χεριού δείχνει ότι το χέρι στηριζόταν σε ένα επίμηκες αντικείμενο, δόρυ ή σκήπτρο. Επίσης, το τμήμα της κοντής χειρίδας του χιτωνίσκου που σώζεται μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αυτό το κομμάτι του ενδύματος που αποδόθηκε με κονίαμα δεν αφορούσε μεγάλη επιφάνεια αλλά ένα τμήμα της χειρίδας που ήταν εμφανές. Επομένως, τον χιτωνίσκο κάλυπτε κάποιο άλλο ένδυμα ή ένας θώρακας. 118 Καραναστάση 1995, και Κατ. ΑΜΘ ΙΙ, αρ.242, εικ , (Θ. Στεφανίδου Τιβερίου). 59

61 Τα τρία προαναφερθέντα γλυπτά (αρ.13-15) βρέθηκαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, περίπου στο κέντρο της αίθουσας Γ. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με την ομοιότητα στις αναλογίες μας έκαναν να εξετάσουμε αν τα τρία αυτά γλυπτά μπορεί να συνανήκουν. Όλα είναι μέλη ενός αγάλματος μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό, το οποίο απεικόνιζε ένα θωρακοφόρο άγαλμα. Το μάρμαρο από το οποίο είναι κατασκευασμένη η κεφαλή αλλά και ο βραχίονας είναι από τη Θάσο. Το μάρμαρο της κνήμης ωστόσο διαφέρει, είναι λεπτόκοκκο, αλλά όπως ήδη έχουμε αναφέρει η κνήμη αποτελούσε προσθήκη στο άγαλμα μετά από κάποια καταστροφή. Αν τα τρία γλυπτά συνανήκουν πράγματι, τότε μπορούμε να αποκαταστήσουμε με τη βοήθειά τους το άγαλμα του Αυγούστου. Ο αυτοκράτορας θα απεικονιζόταν θωρακοφόρος, όπως δείχνει το περιχείλωμα στο λαιμό (αρ.13) και ο calceus patricius της κνήμης (αρ.14), καθώς και ο χιτωνίσκος στον βραχίονα (αρ.15). Θα είχε στάσιμο το αριστερό σκέλος και ανασηκωμένο το δεξί χέρι, που θα κρατούσε δόρυ ή σκήπτρο. Παράδειγμα τέτοιου ανδριάντα αποτελεί ο θωρακοφόρος ανδριάντας του Τίτου από το Herculaneum (Εικ.53). Ο Stemmer κατατάσσει τα θωρακοφόρα αγάλματα που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στο σχήμα VIII 119. Όσον αφορά στην απουσία στηρίγματος σε επαφή με το αριστερό, στάσιμο σκέλος. Πιθανότατα το στήριγμα ήταν τοποθετημένο σε κάποια απόσταση από το σκέλος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε έναν θωρακοφόρο ανδριάντα του Μ. Αυρηλίου ή στον επίσης θωρακοφόρο Αδριανό από τη Θάσο 120. Παρόμοια θέση θα είχε και το στήριγμα στον θωρακοφόρο των Καλινδοίων 121. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει ότι το άγαλμα κατασκευάστηκε σε εποχή και σε τόπο που η παράδοση των ελληνικών πρακτικών είναι πιο διαδεδομένη και δεν χρησιμοποιείται η ρωμαϊκή πρακτική του ενωμένου με το σκέλος στηρίγματος. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε και τη βλάβη που υπέστη το αριστερό αυτό σκέλος αλλά και την ομοιότητα που έχει με το σωζόμενο (δεξί) σκέλος του θωρακοφόρου από τα Καλίνδοια. Ενώ λοιπόν ο συσχετισμός της κεφαλής αρ.13 και του βραχίονα αρ.15 θεωρείται πολύ πιθανός για την συσχετισμό της κνήμης υπάρχουν δύο δυνατότητες. Είτε πρόκειται για το αριστερό σκέλος του θωρακοφόρου αγάλματος του Αυγούστου, η κεφαλή του οποίου βρέθηκε μέσα στην αίθουσα Γ (αρ.13), είτε πρόκειται για το αριστερό σκέλος του θωρακοφόρου από τα Καλίνδοια (αρ. ευρ. 2663). Και στις δύο περιπτώσεις το σκέλος αυτό λόγω της έλλειψης συμφυούς στηρίγματος αντικαταστάθηκε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αριστερή κνήμη του αγάλματος στο οποίο ανήκε 119 Stemmer 1978, και για το παράδειγμα του αγάλματος του Τίτου σελ.98. αρ.κατ.viii 1, πίν.66, Stemmer 1978, 86, VII 21, πίν Καραναστάση 1995, και Κατ. ΑΜΘ ΙΙ, αρ.242, εικ , (Θ. Στεφανίδου Τιβερίου). 60

62 παρουσίαζε πρόβλημα από τη στιγμή που φτιάχτηκε το άγαλμα ή και αργότερα και έτσι συμπληρώθηκε από ένα ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Η πιθανότητα να κατασκευάστηκε το άγαλμα εξαρχής από περισσότερα κομμάτια μαρμάρου πρέπει να αποκλειστεί. Αν συνέβαινε αυτό, ο διαχωρισμός του ξεχωριστά κατασκευασμένου κάτω τμήματος, όπως σε άλλα θωρακοφόρα αγάλματα, θα γινόταν όχι στο γόνατο, αλλά πιο πάνω, θα περιελάμβανε δηλαδή και την tunica 122 ή, όπως ορισμένες άλλες φορές και τις πτέρυγες του θώρακα 123. Επειδή δεν έχουμε σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το σημείο σύνδεσης της κνήμης με το υπόλοιπο αριστερό σκέλος δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί για τον συσχετισμό της κνήμης με το ένα ή το άλλο άγαλμα. Οφείλουμε βέβαια να τονίσουμε ότι ο τόπος εύρεσης των γλυπτών συνηγορεί στην άποψη ότι η κνήμη ανήκει στο θωρακοφόρο άγαλμα της εποχής του Κλαυδίου. Αντίθετα αν η κνήμη ανήκει στον θωρακοφόρο αρ.2663 τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι μέσα στην αίθουσα Γ ήταν στημένα δύο αγάλματα του Αυγούστου. Εξάλλου έχει προταθεί 124 ότι το Θωρακοφόρο άγαλμα που απεικόνιζε τον Αύγουστο (αρ.2663) ήταν το λατρευτικό άγαλμα που ανέθεσε ο Απολλώνιος, ο ιερέας του ναού του Διός, της Ρώμης και του Αυγούστου. Αν λοιπόν η κνήμη του αγάλματος βρέθηκε μέσα στην αίθουσα Γ τότε θα έπρεπε η αίθουσα αυτή να είναι ο ναός των τριών θεοτήτων. Αυτό βέβαια αποκλείεται αφού, όπως αναφέρθηκε ήδη στο κεφάλαιο 2, η αίθουσα αυτή κατασκευάστηκε μόλις το 86 μ.χ. από μία απελεύθερη της τοπικής αριστοκρατίας και δεν σχετίζεται με το ναό που αναφέρει το τιμητικό ψήφισμα. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέψει την ομοιότητα της κνήμης αρ.14 και της κνήμης του θωρακοφόρου αρ Αν όμως, όπως φαίνεται, δεν ανήκουν στο ίδιο άγαλμα τότε σίγουρα κατασκευάστηκαν από το ίδιο εργαστήρι γλυπτικής. 16. Παλάμη υπερφυσικού μεγέθους αγάλματος (Πίν. 17). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 206. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. μήκος : 0,204 μ. Πλάτος : 0,136 μ. Πάχος : 0,087 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, με καστανόχρωμα νερά. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2008, 149, αρ.21 (όπου και απεικόνιση). 122 Claridge 1990, , εικ Stemmer Κατάλογος ΑΜΘ ΙΙ, αρ.242, εικ , (Θ. Στεφανίδου Τιβερίου). 61

63 Η παλάμη αυτή, που σώζει και τμήμα των δακτύλων, προέρχεται από το αριστερό χέρι ανδρικού αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους. Οι κατώτερες φάλαγγες του δείκτη, του παράμεσου και του μικρού βρέθηκαν αποσπασμένες και συγκολλήθηκαν. Τα δάχτυλα ήταν ενωμένα και διαχωρίζονταν με βαθιές αυλακώσεις που φέρουν ίχνη από τρυπάνι. Το εξωτερικό τμήμα της παλάμης είναι καλύτερα δουλεμένο από το εσωτερικό και φέρει τέσσερις κυκλικές βαθύνσεις για την απόδοση των κλειδώσεων («λακκάκια»). Η εσωτερική επιφάνεια φέρει τρεις εγχαράξεις για την απόδοση του δέρματος. Διατηρείται και τμήμα του καρπού, μόνο στην εσωτερική του πλευρά. Ο αντίχειρας ήταν πρόσθετος και στερεωνόταν με σιδερένιο, επιμήκη, κυλινδρικό γόμφο, τμήμα του οποίου σώζεται και σήμερα στη γένεση του αντίχειρα. Η παλάμη του χεριού ήταν ανοιχτή και χαλαρή και η εξωτερική του πλευρά ήταν πιθανότατα στραμμένη προς τα έξω, αφού είναι καλύτερα δουλεμένη. Αυτά τα στοιχεία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το αριστερό χέρι του αγάλματος μάλλον έπεφτε χαλαρό προς τα κάτω, ίσως παράλληλα με το σώμα, χωρίς να κρατά κάποιο αντικείμενο. Το μέγεθος του σωζόμενου τμήματος μας πληροφορεί ότι ολόκληρο άγαλμα θα έφτανε τα 2,70 μ. περίπου. Τέλος, το πλάσιμο του χεριού δείχνει ότι το γλυπτό δεν ήταν πολύ πρώιμο. Η χρήση τρυπανιού αλλά και η σχηματοποίηση στις φόρμες και τα σχήματα οδηγούν σε μία χρονολόγηση στον 2 ο αι. μ.χ. 17. Γυναικεία εικονιστική κεφαλή (Πίν. 18, 19.1). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 117. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. ύψος : 0,355 μ. Ύψος κεφαλής : 0,235 μ. Μέγ. πλάτος : 0,20μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, από τη Θάσο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2004, 217, εικ.11, Σισμανίδης 2008, , αρ.22 (όπου και απεικόνιση). Σώζονται η κεφαλή και ο λαιμός, στην απόληξη του οποίου σχηματίζεται το έμβολο της ένθετης στον κορμό κεφαλής. Μικρές αποκρούσεις φέρει η μύτη, ενώ φθορές εντοπίζονται και στον κότσο των μαλλιών, όπου ένα κομμάτι έχει συγκολληθεί. Ίζημα υπάρχει στο μέτωπο και στην αριστερή πλευρά της κεφαλής. Το έμβολο είναι δουλεμένο με βελόνι και η διαμόρφωσή του ξεκινά ψηλά από τον αυχένα. Η κεφαλή είναι στραμμένη ελαφρώς προς τα αριστερά. Προέρχεται από ντυμένο άγαλμα, του οποίου μάλιστα το ένδυμα, πιθανότατα ιμάτιο, κάλυπτε τον αυχένα, όπως 62

64 δείχνει το περίγραμμα της εργασίας στο έμβολο. Είναι έτσι πιθανό το γυναικείο άγαλμα να εικονιζόταν στον τύπο της μικρής Ηρακλειώτισσας (π.χ. Κατάλογος Μουσείου Θεσσαλονίκης ΙΙ αρ.305). Ο λαιμός είναι υψηλός και εύσαρκος και φέρει δύο πλαστικά αποδοσμένα δαχτυλίδια της Αφροδίτης. Πρόκειται για μία ώριμη γυναίκα με ωοειδές πρόσωπο με μαλακή και κάπως χαλαρή σάρκα, όπως δείχνει το πλάσιμο των παρειών. Αποδίδονται οι ρινοπαρειακές πτυχές, όπως και δύο μικρότερες λοξές που ξεκινούν κάτω από τα πτερύγια της μύτης και καταλήγουν στα άκρα του στόματος. Τα μάτια είναι μεγάλα και αμυγδαλόσχημα, με κυρτούς βολβούς και πλατιά βλέφαρα. Το επάνω βλέφαρο, που δεν παρουσιάζει μεγάλη καμπύλωση, σκιάζεται στην εξωτερική γωνία του από την πτυχή που δημιουργείται μεταξύ αυτού και του φρυδιού. Η πτυχή αυτή υπογραμμίζεται από μία οριζόντια εγχάραξη που κατευθύνεται στους κροτάφους και συμβάλλει στην εντύπωση ότι το πρόσωπο στενεύει στο ύψος των ματιών. Τα τόξα των φρυδιών αποδίδονται με μία γωνιώδη έξαρση και δεν κατευθύνονται προς τα κάτω αλλά ξεκινούν από τη γένεση της μύτης και «ανοίγουν» προς τους κροτάφους. Η μύτη είναι ευθύγραμμη αλλά ωστόσο παρουσιάζει μικρή κύρτωση και το στόμα μικρό, με σαρκώδες το κάτω χείλος και στενό το επάνω. Οι παρειές είναι λείες, όπως επίσης και το ευρύ μέτωπο, στοιχεία που προσδίδουν στην κεφαλή ιδεαλιστικό χαρακτήρα, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου που περιγράψαμε. Το πηγούνι είναι στρογγυλό και σαρκώδες. Τα αυτιά καλύπτονται εν μέρει από την κόμη, η οποία πάνω από το μέτωπο διαμορφώνεται σε σχήμα μηνίσκου (γνωστό ως toupet) και αποτελείται από πολλούς μικρούς βοστρυχίσκους. Οι βοστρυχίσκοι, οι οποίοι διαμορφώνονται σε έξι σειρές, είναι μικρότεροι ακριβώς πάνω από το μέτωπο και μεγαλύτεροι καθώς προχωρούν υψηλότερα. Η διαίρεση των βοστρυχίσκων γίνεται με εγχάραξη, η οποία είναι λιγότερο λεπτομερής στις ανώτερες σειρές. Το πίσω μέρος της κόμης είναι αδρά αποδοσμένο. Στην επάνω και τις πλάγιες πλευρές της κεφαλής αποδίδονται αδρά οι βόστρυχοι, οι οποίοι πιάνονται σε πλατύ αλλά χαμηλό κότσο. Ακριβώς πάνω από τον αυχένα οι βόστρυχοι που καταλήγουν στον κότσο είναι αποδοσμένοι με κάθετες αυλακώσεις που καταλήγουν στο κάτω μέρος του κότσου από όπου ξεκινά η πλεξίδα που τον περιβάλλει. Η κόμμωση την οποία φέρει η εικονιζόμενη είναι γνωστή από πορτρέτα γυναικών της εποχής των Φλαβίων. Ο τύπος αυτός της κόμμωσης έχει τις αρχές του στο πορτρέτο της Αγριπίννας της νεότερης αλλά η εξέλιξη και εδραίωσή του χρονολογείται την εποχή των 63

65 Φλαβίων 125. Πάνω από το μέτωπο δημιουργείται με επιτηδευμένο τρόπο ένας μηνίσκος που αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλιόσχημους βοστρυχίσκους που συνήθως φέρουν μία οπή με τρυπάνι στο κέντρο τους. Το toupet αυτό, όπως είναι γνωστό, γίνεται με το πέρασμα του χρόνου όλο και ψηλότερο. Πίσω από την περούκα τα φυσικά μαλλιά πιάνονται σε κότσο ή κοτσίδα άλλοτε ως πλόκαμοι και άλλοτε ως απλοί βόστρυχοι. Η κόμμωση αυτή χρησιμοποιείται αρχικά από τις κυρίες της αυτοκρατορικής οικογένειας αλλά σύντομα γίνεται μόδα και κοσμεί και πορτρέτα γυναικών της αυτοκρατορίας. Πολλές φορές για τη διάκριση των αυτοκρατορικών πορτρέτων χρησιμοποιείται ένα διάδημα που τοποθετείται πάνω από το toupet. Ωστόσο από την εποχή των Φλαβίων χρησιμοποιείται και σε ιδιωτικά πορτρέτα 126. Στην περίπτωση της κεφαλής που μελετούμε η μορφή της κόμμωσης αλλά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας οδηγούν σε στενότερη σύγκριση με τα πορτρέτα της Δομιτίας Λογγίνας, της συζύγου του Δομιτιανού. Τα πορτρέτα της Δομιτίας χρονολογούνται από την αρχή της βασιλείας του Δομιτιανού μέχρι και τα πρώιμα χρόνια της εποχής του Τραϊανού. Ο Varner διαχωρίζει τα πορτρέτα της αυτοκράτειρας σε τρεις τύπους. Ο πρώτος τύπος (Εικ.62 α-β) δημιουργήθηκε το 70 μ.χ., όταν η Δομιτία παντρεύτηκε τον Δομιτιανό. Σε αυτό τον τύπο η Δομιτία απεικονίζεται με ένα όχι ακόμη ιδιαίτερα υψηλό toupet, πίσω από το οποίο τα μαλλιά πιάνονται σε κοτσίδα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου δείχνουν ακόμη μία νεαρή γυναίκα. Ωστόσο κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα του προσώπου, όπως η γαμψή μύτη και το στόμα με το λεπτό άνω και το εύσαρκο κάτω χείλος, υπάρχουν ήδη στο πορτρέτο 127. Στον δεύτερο τύπο (Εικ.63 α- β), ο οποίος δημιουργήθηκε όταν ο Δομιτιανός έγινε αυτοκράτορας και η ίδια πήρε τον τίτλο της Αυγούστας, ανήκουν πορτρέτα που διαθέτουν υψηλότερο toupet με κότσο αντί της κοτσίδας, χαρακτηριστικά ώριμης γυναίκας και διάδημα που υποδεικνύει τη θέση της 128. Ο τρίτος τύπος (Εικ.64 α-β) δημιουργείται μετά τη δολοφονία του Δομιτιανού και έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον δεύτερο τύπο, αλλά το toupet είναι υψηλότερο και «μεταλλικά» αποδοσμένο, θυμίζοντας έργα της εποχής του Τραϊανού. Σε αυτόν τον τελευταίο απουσιάζει το διάδημα 129. To πορτρέτο που εξετάζουμε είναι πιο κοντά στον τρίτο τύπο. Σε αυτόν η Δομιτία φέρει την κόμμωση με το υψηλό toupet αποτελούμενο από δακτυλιόσχημους 125 Bernoulli 1891, 43-66, West 1970, 30-35, 45-51, Hausmann 1975, , Daltrop - Hausmann- Wegner 1996, (U.Hausmann), 126 Alexandridis 2004, Varner 1995, Varner 1995, Varner 1995,

66 βοστρυχίσκους με οπή από το τρυπάνι στο κέντρο τους σε συνδυασμό με τον κότσο στο πίσω μέρος της κεφαλής. Η έκφραση του προσώπου της είναι αυστηρή και υπεροπτική, με ρεαλιστικά στοιχεία και χαρακτηριστικά ηλικίας : μικρό στόμα με λεπτό άνω χείλος και εύσαρκο το κάτω, μαλακή και πλαδαρή σάρκα με πτυχές, μάτια με καθαρά, «μεταλλικά» περιγράμματα, προεξέχον πηγούνι, κυρτή (γαμψή) μύτη 130. Γνωστά παραδείγματα αυτού του τύπου μπορούν να χρησιμεύσουν σε μία σύγκριση με την κεφαλή που εξετάζουμε. Το πορτρέτο της Δομιτίας από την περιοχή της Terracina (Εικ.64 α-β), που βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης, διαθέτει τον ίδιο τύπο κόμμωσης με τη διαφορά ότι σ αυτό οι βόστρυχοι αποδίδονται πιο «μεταλλικά», είναι δακτυλιόσχημοι και τα μαλλιά που δένονται σε κότσο είναι πλεγμένα σε πλοκάμους 131. Οι βόστρυχοι στο πορτρέτο των Καλινδοίων είναι ημικυκλικοί, δεν είναι όλοι ομοιόμορφοι και δεν έχουν οπές από τρυπάνι στο κέντρο τους, αποδίδονται πλαστικά και πιάνονται σε κότσο απλοί μακριοί βόστρυχοι και όχι πλόκαμοι. Αυτές οι διαφορές είναι αναμενόμενες, αφού η κόμμωση μπορούσε να ποικίλλει ακόμη και στα ίδια τα πορτρέτα της Δομιτίας, αλλά ακόμη περισσότερο στα πορτρέτα των γυναικών της αυτοκρατορίας που είχαν ως πρότυπο τα αυτοκρατορικά πορτρέτα 132. Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά του προσώπου μπορεί κανείς να διακρίνει πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην κεφαλή των Καλινδοίων και το πορτρέτο της Δομιτίας Λογγίνας. Το σχήμα του προσώπου, το μαλακό δέρμα, οι οξείες γραμμές στα μάτια και τα φρύδια, τα τόξα των οποίων «ανοίγουν» προς τους κροτάφους, το μικρό, σφιγμένο στόμα, είναι κοινά χαρακτηριστικά που αποτελούν και χαρακτηριστικά των πορτρέτων της εποχής των Φλαβίων 133. Παρόλα αυτά το πορτρέτο των Καλινδοίων παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με το πορτρέτο της Δομιτίας όπως αντιπροσωπεύεται στην κεφαλή της Terracina. Το μέτωπο είναι ευρύ και υψηλό σε αντίθεση με αυτό της αυτοκράτειρας που είναι στενό και τριγωνικό. Μπορούμε, λοιπόν, με βεβαιότητα να χρονολογήσουμε τη γυναικεία κεφαλή των Καλινδοίων στα χρόνια του Δομιτιανού και μάλιστα στην ύστερη περίοδό του, αφού ο τύπος ο οποίος βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό χρονολογείται στα τελευταία χρόνια του Δομιτιανού ή καλύτερα στα πρώτα χρόνια της εποχής του Τραϊανού. Άλλωστε η μικρή 130 Bernoulli 1891, 62-66, Poulsen 1928, 27, Stuart-Jones 1956, , West 1970, 33-34, Ντάτσουλη-Σταυρίδη 1974, , Hausmann 1975, , Kleiner 1992, 179, Varner 1995, , Daltrop - Hausmann - Wegner 1996, 63-71, (U.Hausmann). 131 Ντάτσουλη-Σταυρίδη 1974, , Hausmann 1975, , πίν.109, Kleiner 1992, 179, Varner 1995, , εικ.14, Daltrop - Hausmann Wegner 1996, 69, πίν.57 (U.Hausmann). 132 Ντατσούλη-Σταυρίδη 1974, Rüsch 1969, 70-71, Daltrop - Hausmann Wegner 1996,

67 σειρά βοστρυχίσκων που διατάσσονται ακριβώς πάνω από το μέτωπο θυμίζει την ξεχωριστή σειρά μικρών βοστρύχων του μετώπου που κυριαρχεί στις κομμώσεις της εποχής του Τραϊανού 134. Στο πορτρέτο αυτό, που προέρχεται από ένα δημόσιο συγκρότημα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μία από της κυρίες της τοπικής αριστοκρατίας των Καλινδοίων που επέλεγαν να απεικονίζονται ακολουθώντας τα πορτρέτα της αυτοκράτειρας. Με βεβαιότητα αποκλείουμε την περίπτωση να απεικόνιζε την ίδια την αυτοκράτειρα, αφού στο πρόσωπο δεν βρίσκουμε ορισμένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Δομιτίας, όπως είναι για παράδειγμα η κυρτή μύτη. Επιπλέον, το πορτρέτο δεν έχει το εύσαρκο πρόσωπο που είχε η αυτοκράτειρα και στερείται της ιδιαίτερης έκφρασης των πορτρέτων της Δομιτίας. Η κάποια απλοποίηση σε σχέση με τα μητροπολιτικά έργα αλλά και το μάρμαρο που προέρχεται από τη Θάσο μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε το έργο προϊόν ενός εργαστηρίου του βορειοελλαδικού χώρου. Σε ότι αφορά το εργαστήριο μπορούσε να ανατρέξουμε και σε ορισμένα άλλα έργα από τη βόρειο Ελλάδα της ίδιας περίπου εποχής (λίγο νεότερα). Στο ηρώο του Παλατιανού, κοντά στο Κιλκίς, βρέθηκαν τέσσερα αγάλματα, δύο εκ των οποίων σώζουν τις κεφαλές τους. Η Φ. Ζαφειροπούλου που δημοσίευσε αυτά τα αγάλματα, διαπιστώνει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία θεωρεί ιδιαίτερα γνωρίσματα του εργαστηρίου από το οποίο προέρχονται. Συγκεκριμένα αναφέρει το εύσαρκο στόμα που σταματά στις άκρες με δύο βαθιές αυλακιές, τα πτερύγια της μύτης που είναι ανοιχτά και χοντρά και μία μικρή χαρακιά που αποτελεί την εξωτερική απόληξη του ματιού, το κάπως σκληρό σε προφίλ περίγραμμα του προσώπου και το προς τα έξω προβαλλόμενο πηγούνι 135. Νομίζω ότι αυτά τα χαρακτηριστικά απαντώνται και στο πορτρέτο από τα Καλίνδοια και επιβεβαιώνουν την απόδοση του έργου σε ένα εργαστηρίου του βορειοελλαδικού χώρου. Τα εργαστήρια αυτά, όπως αποδεικνύεται από τη μελέτη των πορτρέτων των επιτύμβιων μνημείων της Μακεδονίας, απέδιδαν τα πορτρέτα με κάποια κοινά χαρακτηριστικά, κρατώντας σε γενικές γραμμές το βασικό σχήμα που χρησιμοποιούσαν ως πρότυπο. Έτσι ανάμεσα στα πορτρέτα των χρόνων αυτών διακρίνονται πολλές ομοιότητες που οφείλονται στην τακτική που μόλις αναφέραμε. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτό δεν συνέβαινε μόνο στα ανάγλυφα αλλά και στα ολόγλυφα έργα, αφού έχουν παρατηρηθεί ομοιότητες ανάμεσα σε ανάγλυφα και ολόγλυφα γλυπτά της περιοχής West 1970, 34, αρ Ζαφειροπούλου 1972, Lagogianni-Georgakarakos 1998,

68 Πρόκειται συμπερασματικά για μία ώριμη γυναίκα της τοπικής αριστοκρατίας που εικονιζόταν στον τύπο της μικρής Ηρακλειώτισσας. Το πορτρέτο αυτό μπορεί να συσχετιστεί με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο από την αρχαία πόλη, την Φλαβία Μύστα, η οποία, όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2 (σελ.18-19), έχτισε με δικά της χρήματα το ναό μέσα στον οποίο «ανάκειται» το γένος της 137. Για το συσχετισμό αυτό θα επιχειρηματολογήσουμε στο τελευταίο κεφάλαιο. 18. Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (Πίν ) Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 115. Προέλευση : Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Σωζ. μήκος : 0,138 μ. Μέγ. πλάτος : 0,098 μ. Μέγ. πάχος : 0,063 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο. Βιβλιογραφία : Αδημοσίευτο. Πρόκειται για το δεξί άκρο χέρι μαρμάρινου αγάλματος, φυσικού μεγέθους. Σώζεται ο καρπός και μικρό τμήμα του πήχη, ο οποίος έχει αποκρουστεί. Τα δάχτυλα έχουν σπάσει. Διατηρείται μόνο τμήμα της πρώτης φάλαγγας των τεσσάρων δακτύλων και η γένεση του αντίχειρα. Μικρές αποκρούσεις αλλά και ίζημα υπάρχουν διάσπαρτα στην επιφάνεια του χεριού, η οποία είναι διαβρωμένη. Στο εσωτερικού του καρπού υπάρχει μία ημικυκλική απόκρουση, στο ίδιο σημείο που υπάρχει και στο αρ.12. Η απόκρουση αυτή, όπως ισχύει και για το προηγούμενο γλυπτό, μπορεί να οφείλεται σε puntello ή σε σπάσιμο που προήλθε από το σημείο που το χέρι ακουμπούσε στο σώμα ή το ένδυμα της μορφής. Η εσωτερική πλευρά της παλάμης είναι αδρά δουλεμένη άρα θα ήταν και λιγότερο εμφανής. Το χέρι αυτό μπορεί να ανήκει είτε σε ανδρική είτε σε γυναικεία μορφή φυσικού μεγέθους. 19. Κεφαλή Ερμή του τύπου του Ερμή Richelieu (Πίν. 20). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 283. Προέλευση : Αίθουσα Δ του συγκροτήματος. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. ύψος : 0,23 μ. Μέγ. σωζ. πλάτος : 0,21 μ. Μέγ. σωζ. πάχος : 0,20 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, λεπτόκοκκο. 137 Σισμανίδης 2004, , Σισμανίδης 2008, 150, αρ

69 Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2004, 147, εικ.5, Σισμανίδης 2008, , αρ.25 (όπου και απεικόνιση). Διατηρείται το πάνω μέρος της κεφαλής. Σώζει το επάνω μέρος του κρανίου με την κόμη, τον δεξιό κρόταφο, το μέτωπο, τμήμα των ματιών και τη γένεση της μύτης. Μία μεγάλη απόκρουση υπάρχει στη δεξιά γωνία του μετώπου και σε τμήμα της κόμης πάνω από αυτή. Ιδιαίτερα κατεστραμμένο είναι το δεξί μάτι, σε αντίθεση με το αριστερό που σώζεται σχεδόν ακέραιο. Σε ολόκληρη την επιφάνεια του γλυπτού υπάρχει διάβρωση και ιζήματα, τα οποία μάλιστα καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα της κόμης. Στο μέτωπο αλλά και ανάμεσα της βοστρύχους εντοπίζονται ίχνη πράσινου χρώματος, τα οποία πιθανόν δεν σχετίζονται με τα χρώματα που έφερε το γλυπτό. Η κεφαλή βρέθηκε σε μικρή απόσταση από την είσοδο του κλιβάνου, που βρίσκεται πίσω από την αίθουσα, ανάμεσα σε άλλα γλυπτά που προορίζονταν για ασβεστοποίηση και ήταν σπασμένα γι αυτό το σκοπό. Επομένως, η κακή κατάσταση διατήρησής του οφείλεται σε αυτό το λόγο. Μέσα στη αίθουσα Δ βρέθηκε και ένα τμήμα της κόμης του ίδιου αγάλματος που συγκολλάται. Φέρει αριθμό ευρετηρίου των Καλινδοίων 282, αλλά είναι μικρό και δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση (Πίν.20). Η κεφαλή απεικονίζει σε φυσικό μέγεθος έναν νεαρό άνδρα με κοντή κόμη. Το μέτωπο είναι ευρύ, σχεδόν ορθογώνιο, χωρίς ρυτίδες, με έντονο πλαστικό κυματισμό πάνω από την περιοχή των ματιών. Το πλάσιμο του μετώπου δείχνει ότι η κεφαλή ήταν ελαφρά στραμμένη προς τα αριστερά. Τα μάτια αποδίδονται μέσα σε βαθιές κόγχες που τονίζονται, ιδιαίτερα στο αριστερό μάτι, με την πτυχή που δημιουργείται κάτω από τα τόξα των φρυδιών. Τα μάτια είναι αμυγδαλόσχημα, με λεπτά βλέφαρα. Τα τόξα των φρυδιών είναι καμπύλα και αποδίδονται με οξείες ακμές. Η κόμη αποτελείται από ακανόνιστα διευθετημένους κοντούς βοστρύχους, ο διαχωρισμός των οποίων γίνεται με εγχαράξεις. Στην κορυφή της κεφαλής η κόμη έχει ιδιαίτερο όγκο. Πάνω από το μέτωπο, και συγκεκριμένα πάνω από την εσωτερική γωνία του αριστερού ματιού, δημιουργείται ένα διχαλωτό μοτίβο από δύο βοστρύχους πάνω από της οποίους υπάρχει της τρίτος, παχύς, ο οποίος είναι οριζόντια τοποθετημένος. Επιπλέον, στο δεξιό κρόταφο μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις σειρές μηνοειδών βοστρύχων, οι οποίοι, ακόμη και όταν ανήκουν στην ίδια σειρά, έχουν διαφορετική κατεύθυνση. Ο τρόπος διευθέτησης των βοστρύχων μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τον αγαλματικό τύπο στον οποίο ανήκει η κεφαλή. Πρόκειται για ένα κακοδιατηρημένο αλλά καλό αντίγραφο κεφαλής του τύπου του Ερμή Richelieu. Η έρευνα έχει εντοπίσει πολλά αντίγραφα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών 68

70 χρόνων αυτού του τύπου 138. Η αιτία ύπαρξης πολλών αντιγράφων, κυρίως του κορμού, έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία εικονιστικών αγαλμάτων 139. Αυτός είναι παράλληλα και ο λόγος για τον οποίο ο τύπος έχει υποστεί τροποποιήσεις, έτσι ώστε τον συναντούμε σε διάφορες παραλλαγές 140. Το πρωτότυπο αποδίδεται σε ένα γλύπτη που ακολουθεί την πολυκλείτεια παράδοση 141 και χρονολογείται από ορισμένους περίπου το 360 π.χ. και από άλλους στο τρίτο τέταρτο του 4 ου αι. π.χ 142. Την απόδοση στη σχολή του Πολυκλείτου ενισχύει κυρίως η απόδοση του αθλητικού σώματος και η στάση του αγάλματος, όπως και ο τύπος της κεφαλής και η διάταξη των μαλλιών 143. Πρόκειται για μία όρθια ανδρική μορφή (Εικ.65) με στάσιμο το αριστερό σκέλος και άνετο το δεξί, το οποίο πατά με ολόκληρο το πέλμα στο πλάι και λίγο προς τα εμπρός. Πάνω από τον αριστερό ώμο ξεκινά το ιμάτιο το οποίο πέφτει στην πλάτη του αγάλματος και έπειτα κατευθύνεται μπροστά και τυλίγεται στο λυγισμένο αριστερό χέρι από έξω προς τα μέσα. Η κεφαλή είναι στραμμένη προς το στάσιμο σκέλος και κλίνει προς τα κάτω 144. Δυστυχώς από το άγαλμα των Καλινδοίων του τύπου του Ερμή Richelieu από τα Καλίνδοια δεν έχουμε το σώμα. Το τμήμα όμως της κεφαλής που διατηρείται μπορεί να συγκριθεί με κάποια άλλα αντίγραφα της αυτοκρατορικής εποχής που ανήκουν στον τύπο αυτό. Υπάρχει γενικότερα συνέπεια στην απόδοση των αντιγράφων με κοινό πρότυπο η οποία απουσιάζει όταν πρόκειται να αποδοθεί ένα πορτρέτο. Στην κεφαλή του τύπου του Ερμή Richelieu που βρίσκεται στο Petworth House 145 (Εικ.66 α-β) παρατηρούμε στενή αντιστοιχία στη διάταξη και τη μορφή των βοστρύχων σε σχέση με την κεφαλή από τα Καλίνδοια. Οι βόστρυχοι πάνω από το μέτωπο σχηματίζουν την ίδια διχάλα, και έχουν τον ίδιο οριζόντιο, παχύ βόστρυχο από πάνω τους. Αλλά και οι εκατέρωθεν αυτού του κεντρικού μοτίβου βόστρυχοι που διατηρούνται στην κεφαλή αρ.19, έχουν την ίδια διάταξη με της κεφαλής στο Petworth House. Μεγάλη ομοιότητα παρατηρείται και στους βοστρύχους του δεξιού κροτάφου, όπου δημιουργούνται οι τρεις σειρές βοστρύχων με χαρακτηριστικότερη τη μεσαία από τις σωζόμενες της κεφαλής των Καλινδοίων, η οποία διαθέτει τρεις μηνοειδείς βοστρύχους που κινούνται προς τα δεξιά και τρεις με κατεύθυνση 138 Lippold 1911, , Arnold 1969, , Bol 1972, 51-53, LIMC V 1, 367, στο λ. Hermes, (P.Siebert),. 139 Maderna 1988, 88-94, Arnold 1969, Arnold 1969, 185, , Maderna, 1988, Arnold 1969, , Maderna 1988, 83, Beck-Bol-Bückling 1990, (A.Linfert), Bol 1998, , αρ.708, πιν.75 (C.Maderna-Lauter). 143 Arnold 1969, 185, Raeder 2000, Lippold 1911, , Arnold 1969, , Vierneisel-Schlörb 1979, , Maderna 1988, Reader 2000,

71 προς τα αριστερά οι οποίοι συναντιούνται μεταξύ τους. Εξάλλου, ομοιότητες υπάρχουν στο σχήμα του μετώπου. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα δύο έργα αποτελούν πιστά αντίγραφα, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις από το πρωτότυπο. Ωστόσο, παρά της μεγάλες ομοιότητες, τα δύο έργα δεν είναι βέβαιο ότι ανήκουν στην ίδια εποχή. Οι βόστρυχοι του Ερμή στο Petworth House διαχωρίζονται με αυλακώσεις από τρυπάνι, ενώ στην κεφαλή από τα Καλίνδοια κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται. Η κεφαλή αρ.19 είναι μάλλον λίγο πρωιμότερη και πρέπει να την χρονολογήσουμε στον 1 ο αι. μ.χ. συγκρίνοντάς την με άλλα οψιμότερα (Εικ. 67 α-β) 146 ή πρωιμότερα έργα (Εικ. 67 γ) 147. Από τα μεν οψιμότερα η κεφαλή από τα Καλίνδοια διαφέρει γιατί σε αυτή δεν χρησιμοποιείται το τρυπάνι και η απόδοση των βοστρύχων και του μετώπου έχει μεγαλύτερη πλαστικότητα και καμπυλότητα. Από το πρωιμότερο έργο η κεφαλή διαφέρει στην απόδοση των βοστρύχων οι οποίοι είναι πιο ξεκάθαρα αποδοσμένοι στην κεφαλή των Καλινδοίων αλλά και στην απόδοση της σάρκας που είναι πιο μαλακή στο πρωιμότερο έργο από τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Προβληματική παραμένει η ταύτιση της μορφής της πρωτότυπης δημιουργίας, που είναι άγνωστο αν εικονίζει τον θεό Ερμή ή κάποιον ήρωα-αθλητή. Σε ορισμένα από τα αντίγραφα που σώζονται το άγαλμα φέρει διακριτικά σύμβολα του θεού, σε άλλα διακριτικά πολεμιστή. Ωστόσο θα ήταν πολύ παράξενο η απεικόνιση του αθλητή να προηγείται της απεικόνισης της θεού, για τον οποίο θα ταίριαζε να δημιουργηθεί απλά ένας καινούριος τύπος. Σε πολλά αντίγραφα δεν υπάρχουν διακριτικά σύμβολα, αλλά η διάπλαση του σώματος μπορεί να δικαιολογήσει την απεικόνιση ενός αθλητή ή ενός ήρωα 148. Εξάλλου έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μπορεί να σχετίζεται με το χθόνιο χαρακτήρα του θεού και έτσι να απεικονίζει νεκρούς 149, αλλά και η περίπτωση να απεικονίζει τον Ερμή ως θεό του Γυμνασίου 150. Η Maderna υποστηρίζει ότι τα αγάλματα του τύπου του Ερμή Richelieu που ήταν στημένα σε τάφους ήταν και επιτύμβια και τιμητικά ταυτόχρονα, δηλαδή τιμητικά αγάλματα για τους νεκρούς 151. Τέτοιους ανδριάντες δεν συναντάμε μόνο σε τάφους, αλλά και σε δημόσιους χώρους, όπως γυμνάσια ή αγορές, όπου τιμάται ένα πρόσωπο που έχει πεθάνει 152. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λουκίου Καίσαρα που απεικονίζεται σε ένα τιμητικό άγαλμα στην αγορά της Θάσου στον 146 Juri AntPl. 19, 31-33, πιν.20-23, Eckstein - Beck 1973, αρ.28, Beck-Bol-Bückling (επιμ.) 1990, , αρ.136, (D.Kreikenbom), Κατ. ΑΜΘ ΙΙ, αρ.178, εικ (Γ. Δεσπίνης). 147 Juri AntPl. 19, 31-33, πιν.20-23, Eckstein - Beck 1973, αρ.28, Beck-Bol-Bückling (επιμ.) 1990, , αρ.136, (D.Kreikenbom), Κατ. ΑΜΘ ΙΙ, αρ.178, εικ (Γ. Δεσπίνης). 148 Arnold 1969, 189, Maderna 1988, 83, Maderna 1988, Arnold 1969, Maderna 1988, Θέμελης 2000,

72 τύπο του Ερμή Richelieu, ενώ είναι ήδη νεκρός και στην επιγραφή που το συνοδεύει ο Λούκιος ονομάζεται ήρωας 153. Ενδιαφέρον είναι το ότι ο τύπος δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για την απεικόνιση αυτοκράτορα. Αντίθετα η χρήση του τύπου σχετίζεται με την απεικόνιση ιδιωτών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων (ορισμένες φορές και απελεύθερων) σε τιμητικά κυρίως αγάλματα 154. Ορισμένα λοιπόν γλυπτά απεικονίζουν το θεό Ερμή (π.χ. το αντίγραφο του Ερμή Richelieu στο Λούβρο που κρατά κηρύκειο, εικ.65). Τα περισσότερα όμως αντίγραφα που δημιουργήθηκαν στους ρωμαϊκούς κυρίως χρόνους κρατούν τον αγαλματικό τύπο, είτε με την προσθήκη πορτρέτου είτε με τη χρήση της ιδεαλιστικής κεφαλής του αγάλματος, για να απεικονιστεί ένα πρόσωπο, το οποίο με αυτό τον τρόπο τιμάται ως ήρωας ή τουλάχιστον ανυψώνεται στη σφαίρα του ηρωικού. Στην περίπτωση της κεφαλής από τα Καλίνδοια έχουμε μία απεικόνιση χωρίς φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Επομένως, είναι δύσκολο να αποφασίσουμε ποιόν εικόνιζε το άγαλμα αυτό, όπως άγνωστο μας είναι για ποιο λόγο στήθηκε. Θα μπορούσε να απεικονίζει το θεό Ερμή, έναν ήρωα, έναν αθλητή ή έναν οποιονδήποτε ιδιώτη. Κανένα από τα χαρακτηριστικά του γλυπτού δεν μας επιτρέπει να αποφασίσουμε. Το πρόβλημα θα μπορούσε ίσως να λυθεί αν συσχετίζαμε το γλυπτό με κάποια από της αίθουσες του συγκροτήματος ή με κάποια από τις βάσεις που υπάρχουν στο χώρο. Καθώς όμως το γλυπτό βρέθηκε μπροστά στον κλίβανο ασβεστοποίησης το ζήτημα παραμένει αναπάντητο. Ωστόσο μία υπόθεση θα επιχειρήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. 20. Κεφαλή Μελεάγρου (Πίν.21, ). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 342. Προέλευση : Εξωτερικά της Αίθουσας Ε του συγκροτήματος, μπροστά από τη βάση αρ.14 (Σχ.1). Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. ύψος : 0,324 μ. Πλάτος : 0,221 μ. Πάχος : 0,27 μ. Υλικό : Μάρμαρο λευκό, χοντρόκοκκο, από τη Θάσο. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2006, 258, εικ. 9-11, Σισμανίδης 2008, , αρ.28 (όπου και απεικόνιση). Πρόκειται για μία ανδρική κεφαλή αγάλματος μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό. Σώζεται η κεφαλή και τμήμα του λαιμού, που έχει σπάσει στη μέση περίπου του ύψους του. Επτά θραύσματα βοστρύχων έχουν συγκολληθεί στη δεξιά και την επάνω 153 Maderna 1988, H 19, Maderna 1988,

73 πλευρά της κόμης. Αποκρούσεις υπάρχουν στο πτερύγιο του δεξιού αυτιού και τους βοστρύχους της κόμης. Στον αυχένα υπάρχει κατακόρυφη γραμμή που προκάλεσε κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Μικρά ίχνη ιζήματος υπάρχουν της παρειές, το μέτωπο και το λαιμό. Τρυπάνι χρησιμοποιήθηκε στα μαλλιά, τα μάτια και το στόμα. Εκτός από την κεφαλή από το ίδιο άγαλμα προέρχονται και τμήματα των σκελών, τα οποία δεν αποτελούν μέρος αυτής της εργασίας αλλά οφείλουμε να τα αναφέρουμε. Τα δύο αυτά μέλη παραδόθηκαν από κατοίκους του χωριού σε παλιότερους χρόνους. Πρόκειται για το στάσιμο δεξί σκέλος που σώζεται από τη μέση περίπου της κνήμης έως το μηρό, χωρίς το συνοδευτικό σκυλί. Το σκέλος φέρει συμφυές και το στήριγμα του αγάλματος, το οποίο έχει απλή μορφή. Από το αριστερό, άνετο σκέλος σώζεται μόνο τμήμα του μηρού 155. Οι διαστάσεις, το υλικό και το μοτίβο των σκελών υποστηρίζουν το συνδυασμό με την κεφαλή αρ.20. Η κεφαλή στρέφεται έντονα και κλίνει ελαφρά προς τα αριστερά. Αποδίδεται ένας νεαρός άνδρας, του οποίου το πρόσωπο δεν είναι απολύτως ωοειδές αλλά τείνει προς το στρογγυλό σχήμα. Το μέτωπό του είναι ευρύ και καμπυλώνεται έντονα πάνω από τη μύτη και τα μάτια. Τα φρύδια αποδίδονται με γωνιώδη έξαρση, η οποία καμπυλώνεται έντονα πάνω από την εσωτερική γωνία των ματιών. Τα μάτια, σε βαθιές κόγχες, είναι αμυγδαλόσχημα με έντονα αποδοσμένη την εσωτερική γωνία τους και πλατιά βλέφαρα. Η μύτη είναι ευθύγραμμη και τα ρουθούνια εξαίρονται πλαστικά. Οι παρειές είναι εύσαρκες με μαλακό πλάσιμο. Το στόμα με τα σαρκώδη χείλη είναι μισάνοιχτο. Το πηγούνι είναι εύσαρκο και στρογγυλό. Ο λαιμός συμπαρασέρνει με τη στροφή του την κεφαλή και φέρει περίπου στη μέση του σωζόμενου τμήματος μία οριζόντια ρυτίδα που αποδίδεται με εγχάραξη. Τα μαλλιά αποδίδονται με παχείς, όχι ιδιαίτερα κοντούς βοστρύχους, οι οποίοι είναι κάπως άτακτα διευθετημένοι. Οι βόστρυχοι ξεκινούν από την κορυφή του κρανίου και απλώνονται δημιουργώντας σειρές γύρω από το κρανίο που επικαλύπτουν εν μέρει η μία την άλλη. Από το σχήμα αυτό ξεφεύγουν οι βόστρυχοι στο πάνω μέρος του κρανίου και πάνω από το μέτωπο, όπου φουσκώνουν δημιουργώντας ένα είδος αναστολής. Οι βόστρυχοι, κυρίως στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής, υποδιαιρούνται σε μικρότερα τμήματα με εγχάραξη, ενώ ο μεταξύ τους διαχωρισμός έχει γίνει με βαθιές αυλακώσεις που ανοίχτηκαν με το τρυπάνι. 155 Σισμανίδης 2008, , , αρ.κατ

74 Στην κεφαλή αρ.20 αναγνωρίζεται ένα αντίγραφο του τύπου του Μελεάγρου. Το πρωτότυπο, που θεωρείται ότι απεικόνιζε τον ήρωα Μελέαγρο, αποδίδεται στον γλύπτη Σκόπα. Ο γλύπτης έδρασε στα ύστερα κλασικά χρόνια και η δημιουργία αυτή που του αποδίδεται χρονολογείται περίπου το π.χ. Ο τύπος του Μελεάγρου είναι γνωστός από πολλά αντίγραφα (Εικ.68, 69). Παριστάνει ένα νεαρό άνδρα με στάσιμο το δεξί σκέλος και το αριστερό άνετο, πλάγια τοποθετημένο προς τα πίσω. Ο νέος φορά χλαμύδα, η οποία στερεώνεται στο δεξιό ώμο, περνά σε τοξοειδή μορφή πάνω από το στήθος, κατευθύνεται προς τα πίσω και τυλίγεται στο αριστερό χέρι, το οποίο κρατούσε δόρυ. Σε ορισμένα αντίγραφα αντί για δόρυ η μορφή έχει ένα ραβδί πάνω στο οποίο στηρίζεται (π.χ. το άγαλμα στο Cambridge, Fogg Mus ). Σε τέσσερα από τα αγάλματα του τύπου που σώθηκαν απουσιάζει η χλαμύδα. Πλάι στον ήρωα υπάρχει συνήθως ένα σκυλί, με εξαίρεση τέσσερα αντίγραφα στα οποία συναντούμε ένα βράχο και το κεφάλι ενός κάπρου 156. Τα δύο αυτά στοιχεία παραπέμπουν σε κυνηγό-ήρωα 157. Κάποιοι μελετητές αμφισβητούν την απόδοση του πρωτοτύπου στο Σκόπα 158, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν ότι κάποια από τα αντίγραφα δεν απεικονίζουν τον Μελέαγρο. Αυτό θέτει και το ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του πρωτότυπου έργου, σχετικά δηλαδή με το ποιος απεικονίζεται με αυτό το άγαλμα 159. Οι ομοιότητες της κεφαλής του Μελεάγρου από τα Καλίνδοια (Εικ. 71) με τις κεφαλές των αγαλμάτων του Μελεάγρου, ιδιαίτερα με αυτή του ίδιου τύπου που βρίσκεται στο Fogg Art Museum, Cambridge (Εικ.70) αξίζει να μας απασχολήσουν ιδιαίτερα. Οι διαστάσεις των δύο κεφαλών και των επιμέρους στοιχείων τους είναι ίδιες 160. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου (φρύδια, μάτια, μύτη, στόμα, παρειές και πηγούνι) είναι όμοια. Διαφορές ωστόσο υπάρχουν στη διάταξη και τη μορφή των βοστρύχων. Στην κεφαλή του Fogg Art Museum, Cambridge οι βόστρυχοι πάνω από το κέντρο του μετώπου δεν είναι τόσο ανασηκωμένοι και παχείς όπως αυτοί της κεφαλής από τα Καλίνδοια. Στη δεξιά και την οπίσθια πλευρά της κεφαλής η διάταξη των βοστρύχων είναι σχεδόν ίδια, με λίγες μικρές διαφορές (Εικ.72 β, 73). Μεγάλη αντίθετα διαφορά παρατηρείται στη μορφή 156 Stewart 1977, 170, σημ Για τα αντίγραφα του τύπου του Μελέαγρου αλλά και για τη μορφή του αγάλματος και τον γλύπτη στον οποίο αποδίδεται : Greaf 1889, , Bol AntPl 19, 37-38, πίν.27 a-b, Poulsen 1951, , αρ.387, Arias 1952, , Harrison 1960, , πίν.85a-b, Sichtermann 1962, 43-51, πίν.18-21, Hanfmann-Pedley 1964, 61-66, πίν.58-72, Johnson 1968, , Fink 1969, , πίν.76-80, Stewart 1977, , , πίν.44, 48d, 52, Niemeyer 1985, 98-99, εικ.6,8, Todisco 1993, 79-88, εικ.151, Ridgway 1997, Ridgway 1997, Bol AntPl 19, 37-38, Stewart 1977, και κυρίως : Fink 1969, , πίν Hanfmann-Pedley 1964,

75 της κόμης στην αριστερή πλευρά των κεφαλών (Εικ.72 α και πίν.21). Εδώ οι βόστρυχοι της κεφαλής από τα Καλίνδοια είναι μακρύτεροι, πιο σγουροί και σιγμοειδείς, ενώ στην κεφαλή από το Fogg Art Museum, Cambridge η κόμη στην αριστερή πλευρά αποτελείται κυρίως από μηνοειδής βοστρύχους οι οποίοι μάλιστα δεν συμπίπτουν στη θέση και τον αριθμό με της κεφαλής αρ.20. Όπως φαίνεται, στην κεφαλή αρ. 20 τηρείται μεγαλύτερη συνέπεια στην απόδοση του σχήματος των βοστρύχων ολόκληρης της κεφαλής και αυτό μάλλον αποτελεί μία σοβαρή ένδειξη ότι το αντίγραφο από τα Καλίνδοια είναι πιο πιστό στο χαμένο πρωτότυπο. Δυστυχώς η σύγκριση με τις υπόλοιπες σωζόμενες κεφαλές του τύπου του Μελεάγρου είναι πιο δύσκολη επειδή από αυτές δεν υπάρχουν στη βιβλιογραφία, όσο γνωρίζω, καλές φωτογραφίες όλων των πλευρών της κεφαλής. Από τις επτά κεφαλές για τις οποίες έχω πρόσβαση σε απεικονίσεις τους 161 η κεφαλή από την Αγορά της Αθήνας S 1227 (Εικ.74) παρουσιάζει ομοιότητες στα χαρακτηριστικά του προσώπου και στην κόμη όπου διακρίνεται η «αναστολή» και μία σχετική αντιστοιχία στον αριθμό και τη διάταξη των βοστρύχων γύρω από το μέτωπο. Η κεφαλή S 2035 (Εικ. 74) από την Αγορά της Αθήνας διαφέρει καταρχήν στα χαρακτηριστικά του προσώπου τα οποία είναι με περισσότερη οξύτητα αποδοσμένα αλλά και στην απόδοση των μαλλιών τα οποία «φουσκώνουν» μπροστά, πάνω από την αναστολή 162 και όχι στην κορυφή της κεφαλής όπως συμβαίνει στην κεφαλή από τα Καλίνδοια. Επιπλέο ν, στη δεξιά πλάγια όψη οι βόστρυχοι της κεφαλής από την Αγορά ακολουθούν φορά προς τα εμπρός και όχι προς τα κάτω όπως συμβαίνει με την κεφαλή αρ.20. Εξάλλου οι βόστρυχοι της δεξιάς πλευράς της κεφαλής των Καλινδοίων είναι δουλεμένοι με περισσότερη λεπτομέρεια και ακρίβεια ενώ στην κεφαλή από την Αγορά η πλευρά αυτή είναι πιο ελεύθερα δουλεμένη 163. Όσον αφορά την κεφαλή από τη Βασιλεία (Εικ. 75) η κακή διατήρηση της κόμης δεν επιτρέπει συγκρίσεις βοστρύχων, ωστόσο τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι όμοια 164. Οι υπόλοιπες κεφαλές των οποίων διαθέτω απεικονίσεις μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους (Εικ.76-78) αλλά και με την κεφαλή στο Fogg Art Museum, Cambridge και την κεφαλή από τα Καλίνδοια. Στα γλυπτά αυτά η απόδοση των βοστρύχων της κόμης είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και παρουσιάζει αντιστοιχία όσον αφορά στον αριθμό, τη φορά και 161 Κεφαλή στο Μουσείο του Βατικανού, 490, κεφαλή από την Καλυδώνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, δύο κεφαλές από την Αγορά των Αθηνών (S 1227 και S 2035), κεφαλή στη Basle BS 223, κεφαλή στο Cambridge, Fogg Museum , κεφαλή στη Villa Medici Harrison 1960, , πίν. 85 a - b, Niemeyer 1985, 98-99, εικ. 6, Niemeyer, 1985, 98-99, όπου αναφέρεται ότι η ελεύθερη απόδοση οφείλεται στην χρονολόγηση του γλυπτού κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, κατά τους οποίους τα αντίγραφα δεν ήταν τόσο πιστά όπως στους αυτοκρατορικούς χρόνους. 164 Berger 1967, 66, πίν

76 το σχήμα. Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν ορισμένες αποκλίσεις στην κεφαλή από την Καλυδώνα, αφού αυτή διαθέτει ταινία που περιβάλλει την κεφαλή με αποτέλεσμα να αλλάζει το σχήμα ορισμένων βοστρύχων. Η γενικότερη όμως συνέπεια στην απόδοση αυτών των κεφαλών, όπως επίσης και η επιμονή στη λεπτομέρεια, νομίζω πως μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η κεφαλή από τα Καλίνδοια ανήκει σε εκείνα τα αντίγραφα του τύπου του Μελεάγρου που στέκονται κοντά στο χαμένο πρωτότυπο έργο και το αποδίδουν πιστά. Ο τρόπος με τον οποίο είναι δουλεμένα τα μαλλιά, με τη χρήση του τρέχοντος τρυπανιού που δημιουργεί βαθιές αυλακώσεις ανάμεσα στους βοστρύχους, σε συνδυασμό με τη χρήση του τρυπανιού για τα βλέφαρα των ματιών και την αυλάκωση ανάμεσα στα χείλη, μας επιτρέπουν να χρονολογήσουμε την κεφαλή στην εποχή του Αδριανού ή μάλλον στην αρχή της εποχής των Αντωνίνων, δηλαδή στα μέσα ή στο τρίτο τέταρτο του 2 ου αι. μ.χ. Σε σχέση με την κεφαλή στο Fogg Art Museum, Cambridge θεωρώ ότι η κεφαλή αρ.20 είναι λίγο μεταγενέστερη. Όπως ακριβώς με την κεφαλή του τύπου του Ερμή Richelieu έτσι και με την κεφαλή του Μελεάγρου υπάρχουν τρία ζητήματα που μας απασχολούν. Πρώτα απ όλα ποιον απεικόνιζε το πρωτότυπο έργο, έπειτα ποιον απεικονίζουν τα αντίγραφα του τύπου αυτού και τέλος ποιον απεικονίζει το άγαλμα από τα Καλίνδοια. Τα σωζόμενα αντίγραφα του τύπου του Μελεάγρου που έχει καταγράψει η έρευνα είναι 31 και 10 που εντάσσονται στις παραλλαγές του τύπου. Η ύπαρξη σε 6 ή 7 από αυτά ενός σκύλου, σε άλλα τρία η απεικόνιση μίας κεφαλής κάπρου δίπλα στον ήρωα και η ένδυση του εικονιζόμενου με χλαμύδα σε οκτώ αντίγραφα έκανε τους μελετητές να αναζητήσουν για την ταύτιση του προσώπου έναν ήρωα-κυνηγό. Η κεφαλή του κάπρου έκανε πολλούς μελετητές να υποστηρίξουν ότι πρόκειται για τον ήρωα Μελέαγρο μετά από το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου 165. Αυτό είναι και το πιθανότερο. Άλλωστε η έρευνα δεν έχει αντιπροτείνει κάτι πιο πιθανό. Τα αντίγραφα όμως των ρωμαϊκών χρόνων είναι αδύνατο να απεικονίζουν τον ήρωα Μελέαγρο. Αυτό άλλωστε δείχνει και η απουσία από αυτά των διακριτικών συμβόλων του ήρωα, του σκύλου, της χλαμύδας και του κάπρου. Άλλωστε στη ρωμαϊκή εποχή είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται ο τύπος ενός γνωστού αγάλματος της αρχαιότητας για την απεικόνιση ενός σημαντικού προσώπου για το οποίο στηνόταν ένα τιμητικό άγαλμα. Το 165 Stewart 1977,

77 είδαμε να συμβαίνει στην περίπτωση του τύπου του Ερμή Richelieu και δεν αποκλείεται να ισχύει το ίδιο και για τον τύπο του Μελεάγρου. Ο Sichtermann στο άρθρο του για το μοτίβο του Μελεάγρου έδειξε ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε για την απεικόνιση Ρωμαίων, οι κεφαλές των οποίων φέρουν τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά. Με λίγα λόγια χρησιμοποιήθηκε το σώμα του τύπου του Μελεάγρου για την προσθήκη πορτρέτου ενός θνητού, στον οποίο προσδίδεται με αυτό τον τρόπο ηρωική υπόσταση 166. Τις παρατηρήσεις του Sichtermann συμπληρώνει ο Fink, ο οποίος αναφέρει αγάλματα του τύπου του Μελεάγρου, όπως αυτό στο Μουσείο του Βατικανού (Fink 1969, πίν.72.2), τα οποία επαναλαμβάνουν πιστά τον τύπο 167, αλλά διαθέτουν φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Τα έργα αυτά ο Stewart τα κατέταξε στη συνέχεια στις παραλλαγές- πορτρέτα του τύπου 168. Ο Fink επισήμανε ακόμη ότι η κεφαλή που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης (Fink 1969, πίν.77.2) ανήκει στον τύπο του Μελεάγρου αλλά φέρει οπές για την προσαρμογή κεράτων, έτσι είναι απίθανο να απεικονίζει τον ήρωα αυτό. Ο ίδιος μελετητής παρατηρώντας αυτές τις διαφορές μεταξύ των αγαλμάτων του τύπου του Μελεάγρου, καταλήγει ότι τα αγάλματα του τύπου αυτού ανήκουν σε μία ομάδα έργων που απεικονίζουν έναν νεαρό άνδρα που κατά περίπτωση μπορεί να φέρει διάφορα ονόματα. Θεωρεί για παράδειγμα πιθανό η κεφαλή με τις υποδοχές για τα κέρατα να απεικονίζει το θεό Διόνυσο. Πιστεύει επίσης ότι ο τύπος του ήρωα-κυνηγού, όπως είναι ο Μελέαγρος, ίσως να προτιμήθηκε κατά τη ρωμαϊκή εποχή για να απεικονίσει πρόσωπα της εποχής επειδή εκείνη την περίοδο το κυνήγι ήταν πολύ αγαπητό στους αριστοκρατικούς κύκλους και ιδιαίτερα στους αυτοκράτορες του 2 ου αι. μ.χ O Stewart υποστηρίζει ότι, παρά τις αμφιβολίες, ο τύπος του Μελεάγρου απεικονίζει τον ήρωα Μελέαγρο μετά το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Όλα τα αγάλματα που παρουσιάζουν διαφορές θεωρούνται από τον Stewart παραλλαγές του τύπου και απεικονίζουν κάποιο άλλο πρόσωπο. Για παράδειγμα, για το άγαλμα από το Fogg Art Museum, Cambridge, υποστηρίζει ότι επειδή δεν φορά τη χλαμύδα όπως συνήθως ο Μελέαγρος, κατά μήκος των δύο ώμων, και επειδή το αντικείμενο στο οποίο στηρίζεται δεν είναι δόρυ αλλά ένα ραβδί, μπορεί το άγαλμα να απεικονίζει το θεό Ασκληπιό, αγένειο, όπως αναφέρεται στις πηγές ότι τον είχε απεικονίσει ο Σκόπας Sichtermann 1962, 43-51, πίν Fink 1969, Stewart 1977, 144, F Fink 1969, Stewart 1977,

78 Δυστυχώς δεν υπάρχουν βεβαιωμένα παραδείγματα αγαλμάτων του τύπου του Μελεάγρου τα οποία απεικονίζουν τιμώμενα πρόσωπα, δηλαδή να αποτελούν εικονιστικούς ανδριάντες. Υπάρχουν μόνο κορμοί αγαλμάτων του τύπου του Μελεάγρου οι οποίοι φέρουν πορτρέτα ιδιωτών. Όλα τα υπόλοιπα παραδείγματα που θεωρούνται από τους μελετητές πορτρέτα παρουσιάζουν μικρές διαφορές στην κόμη αλλά και σε χαρακτηριστικά του προσώπου που όμως δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Επομένως για την κεφαλή από τα Καλίνδοια δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Η κεφαλή δεν έχει κανένα φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό. Όποιο πρόσωπο και να εικονιζόταν με αυτό το άγαλμα η απεικόνιση έγινε με ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά. 21. Τμήμα κνήμης με υπόδημα χάλκινου αγάλματος (Πίν.22.3, 23). Αριθ. Ευρ. Καλινδοίων : 620. Προέλευση : Παραδόθηκε το 2004 ως προερχόμενο από την περιοχή του λεγόμενου συγκροτήματος του Σεβαστείου. Διαστάσεις : Μέγ. σωζ. ύψος : 0,12 μ. Υλικό : Χαλκός. Βιβλιογραφία : Σισμανίδης 2008, 146, αρ.19 (όπου και απεικόνιση). Σώζεται τμήμα κνήμης χάλκινου αγάλματος μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό. Είναι σπασμένο άνω και κάτω, όπως σπασμένες είναι και οι απολήξεις των ιμάντων στην εμπρόσθια πλευρά. Η κνήμη καλύπτεται από υψηλό υπόδημα που διαθέτει ιμάντες (corrigiae), οι οποίοι τυλίγονται σφιχτά γύρω από αυτή και δένονται στο εμπρόσθιο τμήμα της σε έναν κόμπο. Από τον κόμπο πέφτουν προς τα κάτω οι απολήξεις των ιμάντων από τις οποίες όμως σώζονται μόνο τα ανώτερα τμήματά τους. Όπως και στον αρ.14 έχουμε να κάνουμε με το ρωμαϊκό υπόδημα των πατρικίων (calceus patricius) 171. Από το υπόδημα σώζεται το ανώτερο τμήμα, όχι όμως η άνω απόληξή του, και ο ανώτερος από τους δύο κόμπους με την αρχή των κρεμάμενων απολήξεων. Ίχνη του κατώτερου κόμπου δεν διακρίνονται, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπήρχε, γιατί αν επρόκειτο για calceus senatorius το υπόδημα δεν θα έφτανε μέχρι αυτό το ύψος της κνήμης. Επιπλέον, ο κόμπος που σώζεται δεν είναι ο 171 Goette 1988, , Groom 2000, 61-62, Blanck 2004,

79 κατώτερος, γιατί το τμήμα της κνήμης πάνω στο οποίο βρίσκεται δεν μπορεί λόγω του σχήματός του να ανήκει στην περιοχή πάνω από τον αστράγαλο, όπου κανονικά βρίσκεται ο κατώτερος κόμπος. Αλλιώς οι κόμποι θα έπρεπε να είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλο όπως συμβαίνει στο χάλκινο άγαλμα του Τιβέριου από το Herculaneum 172, πράγμα το οποίο επίσης δεν συμβαίνει στο υπόδημα του αγάλματος από τα Καλίνδοια. Ο εικονιζόμενος με αυτό το άγαλμα ήταν με βεβαιότητα Ρωμαίος πολίτης που κατείχε υψηλή κοινωνική θέση, ίσως να ήταν και μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας ή και ένας αυτοκράτορας. Στοιχεία για τη χρονολόγηση αυτού του γλυπτού δεν έχουμε, αφού η ακριβής προέλευσή του είναι άγνωστη και δεν προέρχεται από αρχαιολογικό στρώμα. Η κνήμη αυτή είναι χρήσιμη γιατί μας προσφέρει μία ακόμη ένδειξη ότι στην περιοχή του συγκροτήματος ήταν στημένα και άλλα χάλκινα αγάλματα εκτός από το άγαλμα του Τραϊανού. Είναι επίσης χρήσιμο για να μας υπενθυμίζει ότι τα χάλκινα αγάλματα ήταν πολύ συνηθισμένα στην αρχαιότητα 173 παρόλο που στις μέρες μας σώζονται περισσότερα μαρμάρινα έργα. Το άγαλμα από το οποίο προέρχεται η κνήμη αυτή εικονιζόταν πιθανότατα ως θωρακοφόρος. 172 Lahusen-Formigli 2007, 40-42, εικ Βλ. τον αριθμό των χάλκινων αγαλμάτων από το Herculaneum και την Πομπηία στο Lahusen- Formigli 2007 και τα χάλκινα αγάλματα που περιλαμβάνονται στο Lahusen-Formigli

80 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει μία προσπάθεια να συσχετιστούν τα γλυπτά που εξετάσαμε παραπάνω με τις αίθουσες του συγκροτήματος στις οποίες βρέθηκαν. Αρχικά θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τη λειτουργία των αιθουσών σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά. Για την ταύτιση της λειτουργίας των αιθουσών θα ληφθούν υπόψη τα ανασκαφικά δεδομένα, βάσει των οποίων έχουν ήδη γίνει ορισμένες υποθέσεις από τον ανασκαφέα Κ. Σισμανίδη. Επιπλέον, όμως, στην ταύτιση της λειτουργίας του κάθε χώρου μπορούν να βοηθήσουν και τα γλυπτά που υπήρχαν μέσα σε αυτούς. Ο αριθμός των γλυπτών που έχουν βρεθεί στην κάθε αίθουσα δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί σε αυτήν εδώ την εργασία, καθώς δεν έχουμε συμπεριλάβει όλα τα θραύσματα. Ωστόσο, όπως πιστεύουμε, έχουν συμπεριληφθεί τα πλέον χαρακτηριστικότερα από αυτά, τα οποία μπορούν να συνδράμουν στον προσδιορισμό της χρήσης των αιθουσών, καθώς επίσης και στον προσδιορισμό των χρονικών πλαισίων μέσα στα οποία λειτούργησε η κάθε αίθουσα. Οι αίθουσες θα μελετηθούν με τη σειρά με την οποία ανασκάφηκαν, ενώ συνόψιση των δεδομένων του συγκροτήματος θα γίνει στο τέλος του κεφαλαίου. Η Αίθουσα Α του συγκροτήματος είναι ένα ορθογώνιο δωμάτιο ενταγμένο σε στοά. Η κατασκευή της είναι πολυτελής, αφού διαθέτει βοτσαλωτό δάπεδο και κονιάματα ποικίλων χρωμάτων στους τοίχους της. Κύριο γνώρισμά της είναι το βάθρο σχήματος Γ κατά μήκος του δυτικού και μέρους του βόρειου τοίχου της. Μέσα σε αυτή βρέθηκαν πάρα πολλά τμήματα γλυπτών και βάσεων. Αυτά με τα οποία ασχοληθήκαμε είναι τα θραύσματα αρ. 1 9, δηλαδή η βάση χάλκινου αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού, το τμήμα δεξιού χεριού που κρατά κεραυνό, τρία τμήματα δεξιών χεριών, τρία τμήματα αριστερών χεριών, ένα τμήμα αριστερού ποδιού και τέλος ένα τμήμα ενεπίγραφης βάσης αγάλματος. Μπορούμε λοιπόν καταρχήν να θεωρήσουμε δεδομένο ότι μέσα στην αίθουσα αυτή ήταν στημένα πάνω στο επιβλητικό βάθρο αγάλματα, χάλκινα και μαρμάρινα, τα οποία, ως επί το πλείστον, ξεπερνούσαν λίγο το φυσικό μέγεθος. Το μήκος του βάθρου σχήματος Γ φτάνει περίπου τα 8 μ. Η επίστεψη της βάσης που έφερε το άγαλμα του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ. 1) έχει μήκος 0,87 μ. και βρέθηκε μπροστά από το βάθρο του δυτικού τοίχου. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με την ομοιότητα του υλικού που χρησιμοποιήθηκε και την ποιότητα της επεξεργασίας της βάσης του αγάλματος του 79

81 Τραϊανού και του βάθρου του δυτικού τοίχου, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η επίστεψη της βάσης του αγάλματος του Τραϊανού ήταν τοποθετημένη, ως καλυπτήρια πλάκα, επάνω στο βάθρο με ορθοστάτη που υπήρχε κατά μήκος του δυτικού τοίχου. Επομένως, αν συγκρίνουμε τις διαστάσεις των δύο μνημείων μπορούμε να δεχτούμε ότι πάνω στο βάθρο του δυτικού τοίχου ήταν στημένα 9 ή 10 αγάλματα παρόμοιων διαστάσεων με αυτό του αυτοκράτορα Τραϊανού. Συμπληρωματικά, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν στην αίθουσα τουλάχιστον δύο ακόμη αγάλματα, τα οποία ήταν στημένα στις βάσεις που προστέθηκαν στο χώρο κατά μήκος του βόρειου τοίχου. Από τα θραύσματα που έχουμε συμπεριλάβει σε αυτή την εργασία το αρ.5 δεν ήταν μάλλον στημένο μέσα στην αίθουσα Α, αφού βρέθηκε εξωτερικά (ανατολικά) αυτής. Η βάση που έφερε το χάλκινο άγαλμα του Τραϊανού (αρ. 1), όπως αναφέραμε, είναι πολύ πιθανόν να ήταν τοποθετημένη πάνω στο βάθρο του δυτικού τοίχου. Το αρ.9 που είναι τμήμα μίας ενεπίγραφης επίστεψης βάσης, είναι πιθανό να αποτελούσε και αυτό, όπως και το αρ.1, τμήμα της επίστεψης του βάθρου σχήματος Γ της αίθουσας. Το σωζόμενο τμήμα της επιγραφής δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα και αυτή η βάση έφερε αυτοκρατορικό ανδριάντα. Τα γλυπτά αρ.2 και 3 βρέθηκαν επίσης πολύ κοντά στο δυτικό βάθρο και έτσι υπάρχει η πιθανότητα το άγαλμα από το οποίο προέρχονται να ήταν στημένο πάνω σε αυτό. Τα γλυπτά αυτά προέρχονται είτε από άγαλμα του Δία είτε του αυτοκράτορα Δία που στο δεξί του χέρι φέρει κεραυνό. Έχουμε επομένως ή δύο ή τρεις αυτοκρατορικούς ανδριάντες, που είναι λίγο μεγαλύτεροι του φυσικού μεγέθους, κατά πάσα πιθανότητα πάνω στο ίδιο βάθρο. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι, αφού έχουμε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα στημένα πάνω στο ίδιο βάθρο, τότε η επίστεψη του βάθρου με ορθοστάτη θα έπρεπε να αποτελείται από διαφορετικής μορφής καλυπτήριες πλάκες. Άλλωστε η επίστεψη βάσης αρ.1, όπως έχουμε αναφέρει έχει διαφορετικής μορφής επεξεργασία στις διάφορες επιφάνειες επαφής της με τα άλλα τμήματα της επίστεψης, πράγμα το οποίο μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι το βάθρο, τουλάχιστον στην επίστεψή του μπορεί να είχε διαφορετική μορφή ανά τμήμα. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε το δεδομένο της ύπαρξης διαφορετικών φάσεων στην αίθουσα Α. Το βάθρο, αν κρίνουμε από το επίπεδο στο οποίο εδράζεται (στο βοτσαλωτό δάπεδο), ανήκει στην δεύτερη φάση στην οποία έπρεπε να στηθούν μαζί παλαιότερα (της πρώτης φάσης) και νεότερα (της δεύτερης) αγάλματα. Η ύπαρξη αυτοκρατορικών ανδριάντων μας έκανε να εξετάσουμε εάν η αίθουσα Α είναι ένας χώρος αυτοκρατορικής λατρείας. Αρχικά πρέπει να εξετάσουμε αν ένας χώρος αυτοκρατορικής λατρείας πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αν βέβαια μπορεί να είναι ενταγμένος μέσα σε μία 80

82 στοά. Η θεμελιώδης μελέτη του Price για τη λατρεία του αυτοκράτορα στη Μικρά Ασία 174, σε συνδυασμό με τη μονογραφία της Hänlein-Schäfer 175 για τα πρώιμα Σεβαστεία, μας δίνει μία εικόνα για τη μορφή αυτών των μνημείων. Αυτό που προκύπτει είναι ότι κατά κανόνα οι χώροι όπου λατρευόταν ο αυτοκράτορας δεν είχαν συγκεκριμένη και καθορισμένη μορφή. Επίσης ενώ υπήρχαν και ιερά που βρίσκονταν στο ύπαιθρο το σύνηθες ήταν να επιλέγουν ένα κεντρικό σημείο της πόλης, όπως ήταν η αγορά ή το γυμνάσιο, έτσι ώστε η λατρεία του αυτοκράτορα σε ένα επιφανές σημείο να υποδεικνύει την εξέχουσα και σημαντική θέση του στο δημόσιο βίο. Σύνηθες επίσης, ιδιαίτερα κατά τους πρώιμους χρόνους, ήταν να λατρεύεται ο αυτοκράτορας μαζί με τη θεά Ρώμη ή με κάποια άλλη ήδη υπάρχουσα στην περιοχή εκείνη θεότητα 176. Ο Tuchelt αναφέρει μία αίθουσα στην αγορά της Κυρήνης, όπουλατρεύονταν ο Δίας Σωτήρ, η Ρώμη και ο Αύγουστος 177. Στην Πριήνη ο Αύγουστος συλλατρεύεται με τη Ρώμη μέσα στην αίθουσα μιας στοάς, η οποία έχει τη μορφή εξέδρας 178. Η λατρεία του αυτοκράτορα στεγάζεται στην αίθουσα μιας στοάς και στη Μεσσήνη 179. Αλλά και στη βιβλιοθήκη του Πανταίνου στην Αγορά των Αθηνών, στην εξωτερική βόρεια στοά υπάρχει πολυτελής αίθουσα που πιθανότατα προοριζόταν για την αυτοκρατορική λατρεία, και μάλιστα στην εποχή του Τραϊανού 180. Ένας ακόμη χώρος αυτοκρατορικής λατρείας ο οποίος, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, είναι ενταγμένος σε στοά είναι το Σεβαστείο στον Βουβώνα της Λυκίας (Εικ. 81). Αυτός ο χώρος μοιάζει ιδιαίτερα και στα χαρακτηριστικά του εσωτερικού του με την αίθουσα Α του συγκροτήματος των Καλινδοίων. Πρόκειται και εδώ για μία ορθογώνια αίθουσα (Εικ. 82), που απέναντι από την είσοδό της διαθέτει υψηλό βάθρο με ορθοστάτες πάνω στους οποίους υπάρχουν επιγραφές. Βάθρα, παρόμοιας μορφής έχουν προστεθεί και μπροστά στους πλάγιους τοίχους για τα νέα αγάλματα που έπρεπε να στηθούν στην αίθουσα. Τα αγάλματα που βρέθηκαν σε αυτή την αίθουσα είναι χάλκινα και αποτελούν ιδεαλιστικές απεικονίσεις σημαντικών προσώπων της αυτοκρατορικής οικογένειας 181. Όσον αφορά το εσωτερικό της αίθουσας Α, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις χώρων αυτοκρατορικής λατρείας, η εσωτερική διευθέτηση των οποίων μοιάζει με της αίθουσας αυτής. 174 S.R.F. Price, Rituals and Power, The Roman Imperial Cult in Asia Minor, Cambridge 1984, H. Hänlein-Schäfer, Veneratio Augusti, Ρώμη Tuchelt 1981, , Price 1984, , Hänlein-Schäfer 1985, Tuchelt 1981, Schede 1934, , Hänlein-Schäfer 1985, A 33, Hänlein-Schäfer 1985, A 23, Shear 1973, , Shear 1974, , Shear 1975, , Camp 1990, İnan 1977/78, , İnan 1993, , İnan 1993 (1), 41-56, Fittschen 1999, , πίν

83 Για παράδειγμα, ο ναός αυτοκρατορικής λατρείας στη Narona (Εικ. 79). Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα με πρόδομο. Στους τρεις τοίχους του κυρίως χώρου υπάρχει κτιστό θρανίο, ύψους 1 μ., πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα αγάλματα των αυτοκρατόρων και των οικογενειών τους. Η χρήση του χώρου αυτού ξεκινά το 10 π.χ. και συνεχίζεται μέχρι το τέλος του 2 ου αι. μ.χ Ένας ακόμη ναός λατρείας του αυτοκράτορα, που συγκρίνεται σε κάποια χαρακτηριστικά του με το ναό των Καλινδοίων, ανασκάφτηκε στην Ερέτρια (Εικ.80). Τα χαρακτηριστικά είναι περίπου ίδια με αυτόν της Narona, έχουμε δηλαδή έναν ορθογώνιο σηκό με πρόδομο. Στην περίπτωση όμως της Ερέτριας υπήρχε αρχικά μόνο ένα ορθογώνιο βάθρο, διαστάσεων 1,20 x 3,80 μ., απέναντι από την είσοδο δίπλα και μπροστά από το οποίο προστέθηκαν αργότερα ημικυκλικά βάθρα για να καλύψουν τις νέες ανάγκες 183. Είναι φυσικό, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, να παραμερίζονται τα παλαιότερα αγάλματα, να αλλάζουν θέση ή να τοποθετούνται στο πίσω μέρος, για να προβληθούν αυτά που απεικονίζουν την νέα αυτοκρατορική οικογένεια. Είναι ωστόσο φορές, όπως για παράδειγμα στο Μητρώο της Ολυμπίας, που ο Αύγουστος δεν παραμερίζεται αλλά κρατά την κεντρική θέση στο ναό 184. Αυτό βέβαια προϋποθέτει χώρο αλλά και διάθεση των μεταγενέστερων να εμφανιστούν ως νόμιμοι συνεχιστές του αυτοκράτορα νομιμοποιώντας έτσι την εξουσία που τους έχει δοθεί. Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αίθουσα Α μπορεί να αποτελεί χώρο αυτοκρατορικής λατρείας αφού είδαμε ότι οι χώροι αυτοκρατορικής λατρείας μπορεί να ήταν ενταγμένοι σε μία στοά. Επίσης, στην ταύτιση με χώρο αυτοκρατορικής λατρείας βοηθά το ότι πιθανόν στην αίθουσα ήταν στημένοι τρεις τουλάχιστον αυτοκρατορικοί ανδριάντες (το αποδεικνύουν τα αρ.1, 9 και 2-3) αλλά και η προσθήκη βάθρων σε αυτή που είναι χαρακτηριστικό τέτοιων αιθουσών. Υπάρχουν όμως δύο στοιχεία που αξίζει να μας απασχολήσουν. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το γλυπτό αρ. 2 είναι ένα χέρι που κρατά κεραυνό και υπάρχει η πιθανότητα να προέρχεται είτε από άγαλμα του αυτοκράτορα Δία είτε από ένα άγαλμα του Δία. Εάν προέρχεται από άγαλμα του Δία και αν βρισκόταν πράγματι στην αίθουσα αυτή τότε έχουμε πιθανόν μέσα στην Αίθουσα Α λατρεία του Δία και του αυτοκράτορα. Έτσι μπορούμε να συσχετίσουμε με την Αίθουσα Α και τη χρήση της την επιγραφή με το τιμητικό ψήφισμα για τον ιερέα Απολλώνιο Απολλωνίου του Κερτίμου, ο οποίος ήταν 182 Marin 2001, Schmid 2001, Stone III 1985,

84 ιερέας στο ναό του «Διὸς καὶ Ῥώμης καὶ Καὶσαρος Θεοῦ Υἱοῦ Σεβαστοῦ» 185. Ήδη έχει γίνει η υπόθεση από την Θ. Στεφανίδου Τιβερίου ότι ο θωρακοφόρος από τα Καλίνδοια, που με αρκετές πιθανότητες ταυτίστηκε με τον Αύγουστο από την Π. Καραναστάση, μπορεί να είναι το λατρευτικό άγαλμα που αναφέρει η επιγραφή, το οποίο κατασκεύασε με δικά του χρήματα ο Απολλώνιος 186. Πλάι σε αυτό το άγαλμα θα ήταν στημένο και το λατρευτικό άγαλμα του Δία, για το οποίο μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι θα ήταν παρόμοιου μεγέθους. Ίσως λοιπόν τα γλυπτά θραύσματα αρ. 2 και 3 (που θεωρούμε ότι συνανήκουν) να προέρχονται από το άγαλμα του Δία που αναφέρει το τιμητικό ψήφισμα. Αν ισχύουν οι παραπάνω υποθέσεις, ότι δηλαδή το θωρακοφόρο άγαλμα του Μουσείου Θεσσαλονίκης και το χέρι με τον κεραυνό συσχετίζονται με την επιγραφή και με την αίθουσα, τότε μπορεί να αναζητηθεί κάποιο τεκμήριο για την παρουσία του αγάλματος της Ρώμης. Φαίνεται ότι ο βραχίονας αρ. 8 συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για να αποδοθεί σε ένα άγαλμα της θεάς Ρώμης, δηλαδή έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τα άλλα δύο αγάλματα, του Δία και του Αυγούστου, δεν φαίνεται να είναι ανδρικό (δεν υπάρχει η απόδοση δύναμης με την υποδήλωση φλεβών) αλλά παρόλα αυτά είναι γεροδεμένο και εύσαρκο. Πάνω λοιπόν στο βάθρο του οπίσθιου τοίχου, στη δεύτερη φάση λειτουργίας της αίθουσας, υπήρχαν στημένα τουλάχιστον 4 αγάλματα ( του Διός, της Ρώμης, του Αυγούστου και του Τραϊανού). Από τα υπόλοιπα θραύσματα που βρέθηκαν μέσα στην Αίθουσα Α και περιλαμβάνονται σε αυτή την εργασία τα τέσσερα αποτελούν τμήματα ανδρικών αγαλμάτων (αρ. 4, 5, 6, 7) μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από το φυσικό (εκτός από το 5 που είναι φυσικού μεγέθους). Από αυτά τα αγάλματα, τα δύο (αρ.4 και 6) κρατούσαν επιμήκη αντικείμενα (σκήπτρο ή δόρυ), ενώ το 5 έφερε κοντό ένδυμα, πιθανότατα χλαμύδα. Η Αίθουσα Α, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, λειτούργησε τουλάχιστον από τα τέλη του 1 ου αι. π.χ. έως και τα χρόνια του Τραϊανού. Στην περίοδο του αυτοκράτορα Τραϊανού η αίθουσα πιθανότατα αναμορφώθηκε. Η Αίθουσα Β είναι ένας μεγάλος χώρος χαρακτηριστικά του οποίου είναι το υψηλό βάθρο απέναντι από την είσοδο, η βάση για την τράπεζα προσφορών που υπήρχε μπροστά του αλλά και το κτιστό θρανίο που περιτρέχει τους πλάγιους και τον οπίσθιο τοίχο. Με 185 Σισμανίδης 1991, Κατ. ΑΜΘ ΙΙ, αρ.242, 104, εικ , (Θ. Στεφανίδου Τιβερίου), Καραναστάση 1995,

85 αυτά τα στοιχεία, δηλαδή τη βάση για το λατρευτικό άγαλμα, την τράπεζα για προσφορές των πιστών και το θρανίο για την τοποθέτηση αναθημάτων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αίθουσα είχε λατρευτικό χαρακτήρα, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε ποια θεότητα λατρευόταν σε αυτή. Τα γλυπτά που αποκαλύφθηκαν σε αυτή την αίθουσα (αρ. 10, 11, 12) δεν δίνουν κάποιες επιπλέον πληροφορίες για την ταύτιση του χώρου. Περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για την Αίθουσα Γ. Η αίθουσα αυτή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την Αίθουσα Α. Απέναντι από την είσοδο, κατά μήκος του δυτικού τοίχου, υπάρχει επίμηκες βάθρο, το οποίο έχει την ίδια περίπου μορφή με το βάθρο της Αίθουσας Α. Είναι δηλαδή ένα βάθρο με ορθοστάτη, του οποίου σώζεται η βάση και τμήμα του πυρήνα, ο οποίος ήταν επενδεδυμένος με τις πλάκες του ορθοστάτη. Το μήκος αυτού του βάθρου είναι 7, 30 μ., δηλαδή χωρούν περίπου 7 με 9 όρθια αγάλματα. Ένα μικρότερο σε μήκος βάθρο με ορθοστάτη είναι προσκολλημένο στο βόρειο τοίχο της αίθουσας και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Επίσης, στο κέντρο περίπου της αίθουσας υπάρχει ορθογώνια βάση με κυκλική βάθυνση που κατά πάσα πιθανότητα στήριζε έναν κυκλικό βωμίσκο. Επομένως η Αίθουσα Γ συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις (βάθρα για αγάλματα, βωμός) για να είναι ένας χώρος λατρείας. Μέσα στην αίθουσα αυτή βρέθηκε η κεφαλή του Αυγούστου, με το τμήμα του βραχίονα και την κνήμη που πιθανόν προέρχονται από το ίδιο άγαλμα (αρ ). Επιπλέον, από την Αίθουσα Γ προέρχεται το γλυπτό αρ. 16 που προέρχεται από άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους, το χέρι αρ. 18, καθώς και η γυναικεία κεφαλή αρ. 17. Ο τύπος των γλυπτών που βρέθηκαν σε αυτή την αίθουσα είναι δυσερμήνευτος. Εκτός από το θωρακοφόρο άγαλμα του Αυγούστου το οποίο έχει θέση μέσα σε ένα λατρευτικό χώρο, τα υπόλοιπα θραύσματα προκαλούν ερωτηματικά. Έχουμε ένα χέρι φυσικού μεγέθους (αρ. 18) για το οποίο δεν γνωρίζουμε τον αγαλματικό τύπο. Επίσης μέσα σε αυτή την αίθουσα ήταν πιθανότατα στημένο και το γυναικείο άγαλμα (αρ. 17) το οποίο δεν ανήκει σε θεότητα ή σε μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τέλος, το χέρι υπερφυσικού μεγέθους (αρ. 16) προέρχεται από ένα άγαλμα ύψους περίπου 2,70 μ. Το τελευταίο είναι αρκετά μεταγενέστερο από τα υπόλοιπα γλυπτά και γι αυτό δεν θα το χρησιμοποιήσουμε στην προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας της αίθουσας κατά τον 1 ο αι. μ.χ. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας (σελ.15-16) μπροστά (ανατολικά) από την Αίθουσα Γ βρέθηκε μία επιγραφή η οποία αναφέρει ότι το 86 μ.χ. η Φλαβία Μύστα και τα δύο παιδιά της έχτισαν με δικά τους χρήματα το ναό μέσα 84

86 στον οποίο «ἀνάκειται» το γένος τους. Επομένως στην επιγραφή, η οποία θεωρούμε ότι σχετίζεται άμεσα με το χώρο, η Αίθουσα Γ αποκαλείται «ναός», γεγονός που συμφωνεί με την εσωτερική του διαμόρφωση. Μέσα σε αυτό το ναό, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή «βρισκόταν» η οικογένεια της Φλαβίας Μύστας. Προφανώς, λοιπόν, ήταν στημένα μέσα σε αυτή τα αγάλματα της οικογένειας της απελεύθερης, η οποία χρηματοδότησε την ανέγερση του ναού από τα θεμέλιά του. Υπάρχει λοιπόν η πιθανότητα η κεφαλή αρ. 17 να προέρχεται από ένα άγαλμα που απεικόνιζε τη Φλαβία Μύστα, πιθανότατα στον τύπο της Μικρής Ηρακλειώτισσας. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη χρονολογική συνάφεια που έχει η επιγραφή με την κεφαλή (και τα δύο χρονολογούνται στα χρόνια βασιλείας του αυτοκράτορα Δομιτιανού). Η κεφαλή αρ. 17 βρέθηκε μπροστά από το βάθρο του δυτικού τοίχου. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θα ήταν απαραίτητο ένα μεγάλο βάθρο για να στηθούν τα αγάλματα της οικογένειας μας κάνει να πιστεύουμε ότι τα αγάλματα της Φλαβίας Μύστας και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς της ήταν στημένα πάνω στο βάθρο του δυτικού τοίχου απέναντι από την είσοδο. Προβληματικός ωστόσο παραμένει ο χαρακτηρισμός «ναός» για ένα χώρο, στο κεντρικό βάθρο του οποίου υπήρχαν αγάλματα μίας οικογένειας, μέλη της οποίας πλήρωσαν για την ανοικοδόμησή του. Προφανώς η αίθουσα αυτή κατασκευάστηκε για την ίδια την οικογένεια και όχι για τη λατρεία κάποιας θεότητας. Η υπόθεση ότι πρόκειται ίσως για το ηρώο της οικογένειας της Φλαβίας Μύστας προέκυψε από συζήτηση με την κ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου. Αυτού του είδους τα ναϊκά οικοδομήματα συνηθίζονται κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους και ονομάζονται ηρώα. Ωστόσο μου είναι άγνωστο αν ο όρος ναός μαρτυρείται για την περίπτωση των ηρώων. Από την μέχρι τώρα μελέτη μας για αυτά τα κτίρια δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, χωρίς βέβαια και να αποκλείεται. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους υποχωρεί η έννοια της σημασίας της πόλης και τη θέση της παίρνει η σπουδαιότητα του ατόμου. Στα πλαίσια αυτής της αλλαγής οι άνθρωποι εξυψώνουν πρόσωπα στη σφαίρα των ηρώων και έτσι πλάι στους παλιούς ήρωες λατρεύουν και συγχρόνους τους για τους οποίους δημιουργούνται αίθουσες λατρείας, τα ηρώα. Αυτό υιοθετείται και συνεχίζεται και στους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ήρωες είναι κυρίως πλούσιοι πολίτες οι οποίοι προσέφεραν στη δημόσια ζωή και αυτοί συνήθως λατρεύονται στο χώρο της αγοράς. Στα ρωμαϊκά χρόνια είναι πολύ συνηθισμένο ήρωες να ονομάζονται οι ευεργέτες της πόλης 187. Ένας ακόμη τόπος που επιλέγεται προκειμένου να χτιστούν ηρώα είναι το γυμνάσιο, το οποίο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους πήρε ένα 187 Hughes 1999, , Damaskos 2004,

87 σημαντικό χαρακτήρα ως τόπος σωματικής και πνευματικής φροντίδας. Ένα παράδειγμα πόλεως στην οποία υπάρχουν ταφικά μνημεία-ηρώα μέσα στις εγκαταστάσεις της πόλης είναι η Μεσσήνη. Εκεί, μέσα στο γυμνάσιο της πόλης, οι πολίτες της Μεσσήνης ενταφιάζονται με τιμές ηρώων σε μνημεία ειδικά διαμορφωμένα για αυτή τη χρήση 188. Τα ηρώα 189, όπως γίνεται φανερό από τη μελέτη τους, είτε είναι ταφικά μνημεία είτε όχι, δεν έχουν την ίδια μορφή αλλά έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Σε ένα κατώτερο επίπεδο φιλοξενούν τις ταφές, όπου υπάρχουν, ενώ στο υπέργειο κτίσμα υπάρχουν βάθρα όπου στήνονταν τα αγάλματα των ηρώων 190. Στην Αίθουσα Γ του συγκροτήματος δεν έχει εντοπιστεί ταφή των προσώπων που τιμώνται. Υπήρχαν όμως, όπως φανερώνει η κεφαλή αρ.17, τα αγάλματα των αφηρωισμένων μορφών και το βάθρο πάνω στο οποίο θα ήταν στημένα. Κάποιες ομοιότητες παρατηρούνται στη σύγκριση με άλλα ηρώα της εποχής. Για παράδειγμα στο Παλατιανό, κοντά στο Κιλκίς, υπάρχει ένα ηρώο μέσα στο οποίο βρέθηκαν τέσσερα αγάλματα μιας οικογένειας που κάποτε ήταν στημένα σε ένα επίμηκες βάθρο που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο (εικ.83). Ας αναφερθεί ότι το γυναικείο άγαλμα της οικογένειας ακολουθεί τον τύπο της μικρής Ηρακλειώτισσας 191. Επίσης στο Στρατόνι Χαλκιδικής βρέθηκε μέσα σε ηρώο γυναικείο άγαλμα που απεικόνιζε τη νεκρή 192. Κάτι παρόμοιο φαίνεται ότι συνέβαινε και στην Αίθουσα Γ του συγκροτήματος. Τα μέλη μίας οικογένειας χρηματοδότησαν τη δημιουργία ενός λατρευτικού χώρου, τον οποίο ονομάζουν με την επιγραφή ναό. Αν όμως πρόκειται, όπως όλα δείχνουν για ένα ηρώο, πως μπορούμε να δικαιολογήσουμε την ύπαρξη μέσα στην αίθουσα ενός αγάλματος του αυτοκράτορα Αυγούστου; Αρχικά πρέπει να σημειώσουμε ότι το άγαλμα του Αυγούστου δεν συμφωνεί στις αναλογίες με αυτό της γυναικείας μορφής αλλά και του χεριού αρ. 18, το οποίο θα μπορούσε να είναι τμήμα ενός αγάλματος της οικογένειας της Μύστας της επιγραφής. Το θωρακοφόρο άγαλμα του Αυγούστου, μεγέθους μεγαλύτερου του φυσικού ήταν πιθανόν στημένο στο ξεχωριστό, μεγάλο βάθρο με ορθοστάτη που είναι προσκολλημένο στο βόρειο τοίχο. Εξάλλου το βάθρο αυτό αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο εσωτερικό της αίθουσας, πράγμα το οποίο θεωρώ ότι ισχύει και για το άγαλμα του Αυγούστου το οποίο δεν ήταν στημένο από τη στιγμή που κατασκευάστηκε μέσα στην Αίθουσα Γ. Η αίθουσα αυτή χρονολογείται με ακρίβεια από την επιγραφή το Θέμελης 2000, Βλ. I. Kader, Heroa und Memorialbauten, Stadtbild und Bürgerbild im Hellenismus, Kolloquium, München, 24 bis 26.Juni 1993 (Hrs. M. Wörrle, P. Zanker), Damaskos 2004, 152, Ζαφειροπούλου 1972, Θέμελης 1963, , σχ.1. 86

88 μ.χ. Αντίθετα το άγαλμα του Αυγούστου το χρονολογήσαμε 30 με 40 χρόνια νωρίτερα, κατά την περίοδο βασιλείας του Κλαυδίου (41 54 μ.χ.). Επομένως το άγαλμα του Αυγούστου κατασκευάστηκε για κάποιον άλλο χώρο που προϋπήρχε της Αίθουσας Γ και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην αίθουσα αυτή. Όσον αφορά στο χέρι αρ. 16, που προέρχεται από άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους (περίπου 2,70 μ.), είναι δύσκολο να αποφασίσουμε σε ποιο σημείο θα μπορούσε να είναι στημένο. Επιπλέον, από ένα τόσο μεγάλο άγαλμα είναι λίγο περίεργο ότι δεν βρέθηκαν άλλα θραύσματα μέσα στην Αίθουσα Γ. Συμπερασματικά, αφού και το γλυπτό είναι αρκετά χρόνια μεταγενέστερο από τα υπόλοιπα γλυπτά θεωρούμε πολύ πιθανό το άγαλμα από το οποίο προέρχεται το χέρι αυτό να μην ήταν στημένο στην Αίθουσα Γ, τουλάχιστον στη φάση η οποία σχετίζεται με τη χρήση του χώρου ως «ναού» του γένους της Φλαβίας Μύστας και των παιδιών της. Από την επόμενη αίθουσα, την αίθουσα Δ, έχουμε συμπεριλάβει ένα μόνο γλυπτό, την κεφαλή που ανήκει στον τύπο του Ερμή Richelieu (αρ.19). Αυτός ο αγαλματικός τύπος έχει χρησιμοποιηθεί και μάλιστα συχνά σε συνδυασμό με ένα γυναικείο άγαλμα στον τύπο της Ηρακλειώτισσας 193. Το γλυπτό, αν και βρέθηκε στην αίθουσα Δ, δεν ήταν μάλλον στημένο σε αυτή. Μαζί με την κεφαλή του Ερμή Richelieu ήταν συγκεντρωμένα και άλλα κομμάτια γλυπτών τα οποία είχαν τοποθετηθεί εκεί για να ασβεστοποιηθούν. Επομένως η θέση του γλυπτού αυτού ήταν πιθανότατα σε κάποια άλλη αίθουσα. Εξάλλου η αίθουσα Δ πριν από την κατασκευή και τη λειτουργία του κλιβάνου ήταν ένας χώρος εστιάσεων, ένα triclinium 194. Με την αίθουσα αυτή μπορούμε πάλι να συσχετίσουμε το τιμητικό ψήφισμα για τον ιερέα Απολλώνιο, ο οποίος, όπως πληροφορούμαστε, μία φορά το μήνα, με δικά του έξοδα, προσέφερε δείπνο στους συμπολίτες του : «ἐκ τῆς πόλεως κατὰ μῆνα γεινομένας Διὶ καὶ Καίσαρι Σεβα/ στῷ θυσίας ἐκ τοῦ ἰδίου παριστὰς καὶ τοῖς θεοῖς τᾶς/ τειμὰς πολυτελεῖς προσηνέγκατο καὶ τοῖς πολείταις τὴν/ ἑστίασιν καὶ εὐωχίαν μεγαλομερῆ παρέσχετο καὶ λαϊ/ κῶς πανδημεὶ δειπνίζων καὶ κατὰ 193 Θέμελης 2000, , Ζαφειροπούλου 1972, 48-50, 194 Σισμανίδης 2005, Περισσότερα για τις αίθουσες συνεστιάσεων : P. Schmitt-Pantel, La cité au banquet, Histoire repas publics dans les cité grecques, Collection de l école Française de Rome 157, Rome 1992, Βλ. Β. Αλλαμανή-Α. Κουκουβού-Ε. Ψαρρά, «Το κτηριακό συγκρότημα της Μίεζας : Ερμηνευτικές προσεγγίσεις και προοπτικές της έρευνας», ΑΕΜΘ 16 (2002),

89 τρίκλεινον» 195. Η χρονολόγηση βέβαια της αίθουσας στο δεύτερο μισό του 1 ου αι. π.χ. δεν ταιριάζει με όσα περιγράφει η επιγραφή του 1 μ.χ., όμως είναι πολύ πιθανό οι θυσίες και οι εορτασμοί προς τιμήν του Δία και του αυτοκράτορα να συνεχίζονται για πολλά χρόνια. Μέσα λοιπόν σε τέτοιους χώρους δεν ταιριάζει η ύπαρξη ενός αγάλματος του τύπου του Ερμή Richelieu. Είναι επομένως πολύ πιθανό να μεταφέρθηκε από τη διπλανή αίθουσα, την αίθουσα Γ, στην οποία η λειτουργία του θα ταίριαζε απόλυτα. Δίπλα στην Φλαβία Μύστα ένα άγαλμα του τύπου του Ερμή Richelieu μπορούσε να απεικονίζει ένα ακόμη μέλος του γένους που όπως λέει η επιγραφή «ἀνάκειται» μέσα στο ναό. Το γλυπτό άλλωστε χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 1 ου αι. μ.χ., γεγονός που συμβαδίζει με τη χρονολόγηση της αίθουσας. Το βέβαιο πάντως είναι ότι το άγαλμα αυτό απεικόνιζε κάποιο αφηρωισμένο πρόσωπο χωρίς τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά. Το τελευταίο από τα γλυπτά που θα σχολιάσουμε δεν βρέθηκε μέσα στην Αίθουσα Ε, αλλά εξωτερικά, ανατολικά αυτής, μπροστά σε μία από τις πολλές βάσεις που είναι προσκολλημένες στον εμπρόσθιο τοίχο των αιθουσών, στη στοά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ερμηνεία του χώρου και του γλυπτού είναι άσχετα μεταξύ τους. Η Αίθουσα Ε, η οποία χρησιμοποιήθηκε σε δύο φάσεις, ήταν αρχικά ένας χώρος με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της Αίθουσας Α και της αίθουσας Γ. Επομένως στην αρχική του λειτουργία ο χώρος ήταν πιθανόν ένας χώρος λατρείας. Μετά τα μέσα όμως του 1 ου αι. μ.χ. ο χώρος αυτός μετασκευάστηκε. Μία ακόμη επιγραφή (βλ.κεφ.2, σελ.20-21), η οποία βρέθηκε μπροστά από το κατώφλι του χώρου μας πληροφορεί ότι η αίθουσα αυτή λειτούργησε μετά το 88 μ.χ. ως βουλευτήριο. Αυτό δείχνουν και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό της, όπου δημιουργήθηκε ένας θράνος σχήματος Π, ο οποίος διέθετε δύο βαθμίδες όπου τοποθετούνταν οι θέσεις των βουλευτών. Παρόμοια διαμόρφωση έχει η αίθουσα που χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη φάση ως curia στη Sabratha (Εικ. 84), καθώς και άλλες αίθουσες στη Μεγάλη Λέπτιδα (Εικ.85) και στην αγορά της Παλμύρας (Εικ. 86) 196. Η κάτοψη και το εσωτερικό των αιθουσών συμφωνούν με τα αντίστοιχα της Aίθουσας Ε των Καλινδοίων. Ένα ακόμη παράδειγμα που επιβεβαιώνει τη χρήση του χώρου αυτού είναι αυτό των Φιλίππων (Εικ. 87) 197. Και εδώ το βουλευτήριο έχει την ίδια μορφή με τα δύο προαναφερθέντα, δηλαδή τη μορφή της curia, 195 Σισμανίδης 1983, 77, Περισσότερα για εστιάσεις αυτού του είδους βλ. P. Schmitt-Pantel, ό.π. σημ.198, J.Ch.Balty, Curia ordinis. Recherches d architecture et d urbanisme antiques sur les curies provincials du monde romain, 1991, 33-43, και Ch. Delplace-T. Fournet, Les complements sur le secteur, L agora de Palmyre (Ch.Delplace, J.Dentzer-Feydy sur la base des travaux de H.Seyrig, R.Duru, E.Frézouls), Bordeaux-Beyrouth 2005, Balty, ό.π. σημ. 201, 44-47, 88

90 πράγμα το οποίο συνηθίζεται σε πόλεις που είναι ρωμαϊκές αποικίες και όχι σε πόλεις όπως τα Καλίνδοια που είναι μια καθαρά ελληνική πόλη 198. Η κεφαλή του τύπου του Μελεάγρου, αφού χρονολογείται στην εποχή του Αδριανού ή στα πρώτα χρόνια της εποχής των Αντωνίνων, είμαστε βέβαιοι ότι δεν σχετίζεται με την πρώτη χρήση του χώρου. Το βουλευτήριο, σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε μπροστά από την είσοδό του, κατασκευάστηκε με χρήματα που έδωσαν ένας ιερέας του ναού του Δία, της Ρώμης και του αυτοκράτορα, ο Αρριδαίος του Σωπάτρου με τον αδερφό του και τον πατέρα του. Μαζί με το βουλευτήριο κατασκεύασαν και μία στοά και μία εξέδρα. Επομένως πρόκειται και την περίπτωση αυτή για μία μεγάλη ευεργεσία για την οποία οι πολίτες θα έπρεπε να τιμήσουν τους ευεργέτες. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το άγαλμα του τύπου του Μελεάγρου χρησιμοποιήθηκε για να απεικονιστεί με ιδεαλιστικό τρόπο, χωρίς φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, ο ένας από τους ευεργέτες και ότι η κεφαλή που βρέθηκε μπροστά στην αίθουσα προέρχεται από ένα τιμητικό άγαλμα. Αυτό όμως είναι απίθανο, γιατί η ανάθεση των τριών ανδρών έγινε πολλά χρόνια πριν δημιουργηθεί η κεφαλή του Μελεάγρου. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για το τιμητικό άγαλμα ενός επιφανούς πολίτη του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομα ούτε την ευεργεσία. Το βέβαιο είναι ότι το άγαλμα αυτό σκοπό είχε να εξυψώσει το εικονιζόμενο πρόσωπο στη σφαίρα του μυθικού ή καλύτερα του ηρωικού 199. Τα γενικά συμπεράσματα που συναγάγουμε λοιπόν από αυτή τη μελέτη 21 γλυπτών από το συγκρότημα του Σεβαστείου των Καλινδοίων είναι, καταρχήν, ότι το κτίριο μέσα στο οποίο βρέθηκαν είναι μια στοά σε κάποιο κεντρικό σημείο της πόλης, πιθανότατα στην αγορά. Η δυτική δηλαδή στοά της αγοράς αποτελούνταν από μεγάλες αίθουσες διαφόρων χρήσεων. Η βορειότερη από όσες έχουν ανασκαφεί, η αίθουσα Α ήταν ένας χώρος αυτοκρατορικής λατρείας που θα μπορούσε να ταυτιστεί με το ναό του Δία, της Ρώμης και του αυτοκράτορα που αναφέρει το τιμητικό ψήφισμα για τον ιερέα Απολλώνιο και βρέθηκε στην περιοχή. Η δεύτερη αίθουσα ήταν επίσης ένας χώρος λατρείας, στον οποίο δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια θεότητα λατρευόταν. Η Αίθουσα Γ ήταν πιθανότατα το ηρώο μίας εύπορης οικογένειας απελεύθερων της τοπικής κοινωνίας. Η τέταρτη αίθουσα ήταν χώρος εστιάσεων, ένα triclinium, ενώ η Αίθουσα Ε ήταν το βουλευτήριο της πόλης, έργο 198 Η παρατήρηση αυτή οφείλεται στην κ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου. 199 Η υπόθεση του Stewart ότι αγάλματα του τύπου του Μελεάγρου, όταν φέρουν ραβδί αντί του δόρατος, μπορούν να απεικονίζουν το θεό Ασκληπιό αγένιο (Stewart 1977, ), τουλάχιστον για την κεφαλή από τα Καλίνδοια, είναι κατά τη γνώμη μου απίθανη. Κανένα από τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία αποκαλύφθηκε η κεφαλή αυτή δεν συμβάλλει στην επιβεβαίωση μιας τέτοιας υπόθεσης. 89

91 και αυτό μίας πλούσιας οικογένειας ενός ιερέα του ναού του Δία, της Ρώμης και του αυτοκράτορα. Οι αίθουσες αυτές με τις ποικίλες χρήσεις τους λειτούργησαν με επεμβάσεις που δέχτηκαν στο δεύτερο μισό του 1 ου αι. μ.χ. από το τέλος του 1 ου αι. π.χ. περίπου έως και τις αρχές του 3 ου αι. μ.χ. Ο λόγος της καταστροφής και της εγκατάλειψής τους είναι άγνωστος, αλλά ο τρόπος καταστροφής πολλών γλυπτών του χώρου βρίσκεται δυτικά της τέταρτης αίθουσας και είναι ένα ασβεστοκάμινο. Ωστόσο τα γλυπτά αυτά που σώθηκαν και αποκαλύφθηκαν με την ανασκαφή δίνουν μία αρκετά σαφή εικόνα μίας ακμάζουσας πόλης κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, η τοπική αριστοκρατία της οποίας προσφέρει μεγάλα ποσά ευεργετώντας την πόλη και τιμώντας τον αυτοκράτορα. Τα περισσότερα από τα γλυπτά φαίνεται πως είναι έργα ντόπιων εργαστηρίων και καλλιτεχνών. Ξεχωρίζουν με βεβαιότητα οι κεφαλές του τύπου του Ερμή Richelieu και η κεφαλή του τύπου του Μελεάγρου οι οποίες θα μπορούσαν να είναι έργα Αθηναίων γλυπτών. Το παράδειγμα των Καλινδοίων, όσον αφορά στα γλυπτά έργα, είναι ακόμη μία απόδειξη ότι στη Μακεδονία τα τοπικά έργα συνυπάρχουν με εισαγμένα και επίσης ότι κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους η παραγωγή γλυπτών έργων αυξάνεται ποσοτικά 200. Το συγκρότημα του Σεβαστείου των Καλινδοίων συνεχίζει να αποκαλύπτεται κάθε χρόνο σε μικρές ανασκαφικές περιόδους. Οι αίθουσες που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα είναι εννιά. Η δυτική λοιπόν στοά του κέντρου της πόλης συνεχίζει σε μήκος προς νότο. Οι μελλοντική έρευνα στην περιοχή του συγκροτήματος ελπίζουμε να φέρει στο φως νέα στοιχεία που θα συμπληρώσουν ή θα τροποποιήσουν τα συμπεράσματα αυτής της εργασίας συμβάλλοντας έτσι στην έρευνα για την Μακεδονία κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. 200 Στεφανίδου- Τιβερίου 2006,

92 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ AA: Archäologischer Anzeiger ΑΔ: Αρχαιολογικό Δελτίο. ΑΕ: Αρχαιολογική Εφημερίδα. ΑΕΜΘ: Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη. AF: Archäologische Forschungen. AJA: American Journal of Archaeology AM: Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Institututs. Athenische Abteilung. AntK: Antike Kunst. AntPl: Antike Plastik. ASAtene: Annuario della Scuola Archeologica di Atene. BSA: Annual of the British School at Athens. HASB: Hefte des Archäologischen Seminars der Universität Berlin. JdI: Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts. JRA: Journal of Roman Archaeology. IstMitt: Istanbuler Mitteilungen. MAR: Monumenta Artis Romanae. RM: Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Institututs. Römische Abteilung ThesCRA: Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum. TrWPr: Trierer Winckelmannsprogramm. 91

93 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Alexandridis 2004: A. Alexandridis, Die Frauen des römischen Kaiserhauses, Mainz am Rhein Arias 1952: P.E.Arias, Skopas, Ρώμη Arnold 1969: D.Arnold, Die Polykletnachfolge, JdI 25 Eh, Berlin Beck-Bol-Bückling 1990: H.Beck-P.C.Bol-M.Bückling (επιμ.), Polyklet.Der Bildhauer der griechischen Klassik, Frankfurt am Main Berger 1967: E. Berger, Antikenmuseum Basel, AntK 10 (1967). Bernoulli 1891: J.J. Bernoulli, Römische Ikonographie. Von Galba bis Commodus, II 2, Stuttgart v. Blanchenhagen 1940: P.H. v. Blanchenhagen, Flavische Architektur und ihre Dekoration, untersucht am Nervaforum, Berlin Blanck 2004: H.Blanck, Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, Αθήνα 2004 (μτφ. Α.Μουστάκα). Βλίζος 2004: Σ. Βλίζος (επιμ.), Ελληνική και Ρωμαϊκή γλυπτική από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα Βοκοτοπούλου 1986: Ι. Π. Βοκοτοπούλου, «Η επιγραφή των Καλινδοίων», Αρχαία Μακεδονία IV (1986), Bol AntPl 19: P.Bol, Die Marmorbüsten aus dem Heroon non Kalydon in Agrinion, Archäologisches Museum Inv.Nr.28-36, Ant.Pl.19, Bol 1998: P.C.Bol (επιμ.), Forschungen zur Villa Albani. Katalog der Bildwerke V (1998). Bol 1984: P.C.Bol, Das Statuenprogramm des Herodes-Atticus-Nymphäums, Olympische Forchungen XV, Berlin Bol 1978: P.C. Bol, Grossplastik aus Bronze in Olympia, Olympische Forschungen IX, Berlin Bol 1972: P.C.Bol, Die Skulpturen des Schiffsfundes von Antikythera, AM 1972, Beih 2. Boschung 2002: D. Boschung, Ein Kaiser in vielen Rollen, Bildnisse des Traian, Trajan, Ein Kaiser der superlative am Beginn einer Umbruchzeit? (Vrg. Ph. von Zabern), Mainz am Rhein 2002,

94 Boschung 1993: D.Boschung, Die Bildnisse des Augustus, Das Römische Herrscherbild I (1993). Boschung 1993 (1): D.Boschung, Die Bildnistypen der iulisch-claudischen kaiserfamilie : ein kritischer Forschungsbericht, JRA 6 (1993), Βουτυράς 1993: Ε. Βουτυράς, «Η λατρεία του Ασκληπιού στην αρχαία Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία V (1993), Claridge 1990: A.Claridge, Ancient Techniques of Making Joins in Marble Statuary, Marble : Art Historical and Scientific Perspectives on Ancient Sculpture. Papers Delivered at a Symposium Organized by the Conservation and held at the J. Paul Getty Museum, April , Malibu 1990, Daltrop - Hausmann Wegner 1996: G.Daltrop - U.Hausmann - M.Wegner, Die Flavier. Das Römische Herrscherbild II 1, Berlin Damaskos 2004: D. Damaskos, Kultorte und Kultbauten, Heroization, ThesCRA II (2004), 152, Δεσπίνης 1982: Γ. Δεσπίνης, Παρθενώνεια, Αθήνα Dyggve-Poulsen-Rhomaios 1934: E.Dyggve- F.Poulsen- K.Rhomaios, Das Heroon von Kalydon, Κοπεγχάγη Eckstein Beck 1973: F.Eckstein - H.Beck, Antike Plastik im Liebieghaus, Frankfurt am main Fink 1993: J.Fink, Der grösse Jäger, RM 76 (1969), Fittschen 1977: K.Fittschen, Katalog der antiken Skulpturen in Schloss Erbach, AF 3 (1977). Fittschen-Zanker Ι: K.Fittschen-P.Zanker, Katalog der römischen Porträts in den Capitolinischen Museen und anderen kommunalen Sammlungen der Stadt Rom, I. Freyer-Schauenburg 2002: B.Freyer-Schauenburg, Die Statue des Trajan auf Samos, AM 117 (2002), Fröhlich 1998: B. Fröhlich, Die statuarischen Darstelunden der hellenistischen Herrscher. Antiquitates, Archäologische Forschungsergebnisse 14 (1998). Goette 1988: H.R.Goette, Mulleus-Embas-Calceus. Ikonografische Studien zu römischem Schuwerk, JdI 103 (1988),

95 Goette 1986: H.R.Goette, Antike Skulpturen im Herzog Anton Ulrich Museum, Braunschweig, AA Greaf 1889: B. Greaf, Herakles des Skopas und Verwandtes, RM 4 (1889), Groom 2000: A.T.Groom, Roman clothing and fashion, Charleston Gross 1940: Gross, Bildnisse Traians, Das Römische Herrschersbild II 2 (1940). Hanfmann-Pedley 1964: G.M.A.Hanfmann-J.G.Pedley, The Statue of Meleager. Cambridge.Massachusetts, Fogg Art Museum of Harvard Univercity, AntPl.III (1964), Hanfmann- Vermeule- Young- Jucker 1957: G.M.A.Hanfmann, C.C.Vermeule, W.J.Young, H. Jucker, A new Trajan, AJA 61 (1957), Hänlein-Schäfer 1985: H. Hänlein-Schäfer, Veneratio Augusti, Ρώμη Harrison 1960: E.B. Harrison, New Sculpture from the Athenian Agora, 1959, Hesperia 29 (1960), 381 κ.ε. Hausmann 1975: U.Hausmann, Zu den Bildnissen der Domitia Longina und der Julia Titi, RM 82 (1975), v. Heintze 1976: Η. von Heintze, Ein unbekanntes Augustusbildnis. Gedanken zum postumen kaiserporträt, In Memoriam Otto J.Brendel, Essays in archaeology and humanities, (Ed. L.Bonfante, H. von Heintze), Mainz 1976, Hertel 1982: E.D.Hertel, Untersuchung zu Stil und Chronologie des Kaiserund Prinzenporträts von Augustus bis Claudius, Bonn Højte 2005: J.M.Højte, Roman Imperial statue bases, from Augustus to Commodus, Denmark İnan 1993: J.İnan, Neue Forschungen zum Sebasteion von Boubon und seinen Statuen, Akten des II. Internationalen Lykien Symposions, Wien, 6 12 Mai 1990, (Hrs J. Borchhardt, G. Dobesch), Wien 1993, , Πιν. XI-XXXVI. İnan 1993 (1): J. İnan, Der Bronzetorso im Typ des Diskophoros von Polyklet im Burdur-Museum, Polykletforschungen, Hrs. H. Beck P.C. Bol, Berlin 1993,

96 İnan 1977/78: J. İnan, Der Bronzetorso im Burdur-Museum aus Bubon und Der Bronzekopf im J.Paul-Getty Museum, IstMitt (1977/78), İnan 1975: J. İnan, Roman Sculpture in Side, Researches in the region of Antalya 8, Ankara Juri 1990: E.Juri, Neue Kopfreplik des Herakles Lansdowne in Thessaloniki Museum 11516, Ant.Pl. 19, Johnson 1968: F.R.Johnson, Lysippos, Ν.Υόρκη Kähler 1958: H. Kähler, Rom und seine Welt. Bilder zum Geschichte und Kultur, München Karageorghis-Vermeule 1964: V.Karageorghis-C.C.Vermeule, Sculptures from Salamis, I, Nicosia Καραναστάση 1995: Π. Καραναστάση, «Ζητήματα της εικονογραφίας και της παρουσίας των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα», ΑΕ 134, 1995, Karanastassis 1987: P.Karanastassis, Untersuchungen zur kaiserzeitlichen Plastik in Griechenland II : Kopien, Varianten und Umbildungen nach Athena- Typen des 5 Jhs. v.chr., AM 102 (1987), 323 κ.ε. Κατάκης 2002: Σ.Κατάκης, Επίδαυρος. Τα γλυπτά των ρωμαϊκών χρόνων από το ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα και του Ασκληπιού, I, II, Αθήνα Κατ. ΑΜΘ ΙΙ: Γ. Δεσπίνης, Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου και Εμμ. Βουτυράς, Κατάλογος γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ΙΙ, Θεσσαλονίκη Killerich-Torp 1994: B. Killerich-H. Torp, Mythological sculpture in the fourth century A.D.: the Esquiline group and the Silahtarağa statues, IstMitt. 44 (1994), Kleiner 1992: D.E.Kleiner, Roman Sculpture, London Lahusen-Formigli 2001: G.Lahusen-E.Formigli, Römische Bildnisse aus Bronze, Kunst und Technik, München Lahusen-Formigli 2007: G.Lahusen-E.Formigli, Grossbronzen aus Herculaneum und Pompeji (2007). Landwehr 1990: Landwehr, Die sitzstatue eines bärtigen Gottes in Cherchel, RM Eh 31, 1990,

97 Laube 2006: J. Laube, Thorakophoroi, Gestalt und Semantik des Brustpanzers in der Darstellung des 4. bis 1. Jhs. v. Chr., Tübigen Archäologische Forschungen II, (Hrs. von Th. Schäfer) Leidorf Lippold 1911: G.Lippold, Jünglingsstatue von Antikythera, JdI 26 (1911), Lorenz 1972: T. Lorenz, Polyklet, Maderrna 1988: C.Maderrna, Iuppiter, Diomedes und Merkur als Vorbilder für römische Bildnisstatuen, Heidelberg Maderna Lauter 1993: C. Maderna Lauter, Die Statue Privatmannes traianischer Zeit in Florenz.>pectus Polycletium< Polykletische Motive bei idealen römischen Porträtstatuen, Polykletforscungen (Hrs. H.Beck, P.C.Bol), Berlin 1993, Μακαρόνας 1977: Χ. Ι. Μακαρόνας, «Απολλωνία η Μυγδονική», Αρχαία Μακεδονία ΙΙ (1977), Mangold 1993: M.Mangold, Athenatypen auf attischen Weihreliefs des 5. und 4. Jhs. v. Chr., HASB Bh 2 (1993). Mansel 1975: A.M.Mansel, Bericht über Ausgrabungen und Untersuchungen in Pamphylien in den Jahren , AA 1975, Marin 2001: E. Marin, The temple of the imperial cult (Augusteum) at Narona and its statues : interim report, JRA 14 (2001), Massner 1994: A-K.Massner, Zum Stilwandel im Kaiserporträt claudischer Zeit, Die Regierungszeit des Kaisers Claudius (41-54 n.chr.). Umbruch oder Episode? (Hrg. von V.M.Strocka), Mainz 1994, Massner 1991: A-K.Massner, Nicht Germanicus, sondern Drusus Maior. Über spiegelbildliche Repliken iulisch-claudischer Prinzen- und Kaiserporträts, AntK 34, 1991, Massner 1982: A-K.Massner, Bildnisangleichung, Untersuchung zum Entstehungs und Wirkungsgesichte der Augustusporträts (43 v.chr.-68 n.chr), Das Römische Herrscherbild IV (1982). Nash 1981: E. Nash, Pictorial Dictionary of Ancient Rome, I, Ν. Υόρκη Niemeyer 1985: J.P. Niemeyer, Kopien und Nachamungen im Hellenismus, Βόννη Niemeyer 1968: H.G.Niemeyer, Studien zur statuarischen Darstellung der Römischen Kaiser, Berlin

98 Ντάτσουλη-Σταυρίδη 1974: Α.Ντατσούλη-Σταυρίδη, «Εικονιστικά Α», ΑΔ 29 (1974), Μελέται, Παντερμαλής 2003: Δ. Παντερμαλής, «Ζευς Ύψιστος και άλλα», ΑΕΜΘ 17 (2003), Παπαζαφειρίου 2004: Γ. Παπαζαφειρίου, Οι ιδεαλιστικές απεικονίσεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Θεσσαλονίκη 2004 (αδημοσίευτη διδ. διατριβή). Pekáry 1985: T. Pekáry, Das römische Kaiserbildnis in Staat, Kult und Geselschaft dargestelt anhand der Schriftquellen. Das römische Herrscherbild III 5 (1985). Poulsen 1951: F. Poulsen, Catalog of Ancient Sculpture in the Ny Carlsberg Glyptotek, Κοπεγχάγη Poulsen 1928: F.Poulsen, Porträtstudien in norditalienischen Provinzmuseen, Kopenhagen Price 1984: S.R.F. Price, Pituals and Power, The Roman imperial cult in Asia Minor, Cambridge Raeder 2000: J.Raeder, Die Antiken Skulpturen in Petworth House (West Sussex), MAR 28 (2000). Ridgway 1997: B.S.Ridgway, Fourth-Century Styles in Greek Skulrture, Λονδίνο Rüsch 1969: A.Rüsch, Das Kaiserzeitliche Porträt in Makedonien, JdI 84 (1969), Salzmann 1976: D.Salzmann, Beobachtungen zu Münzprägung und Ikonographie des Claudius, AA 1976, Schede 1934: M. Schede, Heiligtümer in Priene, JdI 49 (1934), Schidt 1995: I. Schidt, Hellenistische Statuenbasen. Archäologische Studien 9, Frankfurt am Main Schmaltz 1986: B.Schmaltz, Zum Augustus-Bildnis Typus Primaporta, RM 93 (1986), Schmid 2001: S.G. Schmid, Worshipping the emperor(s): a new temple of the imperial cult at Eretria and the ancient destruction of its statues, JRA 14 (2001), Sichtermann 1962: H.Sichtermann, Das Motiv des Meleager, RM 69 (1962),

99 Simon 1979/80: E. Simon, Die Göter am Trajansbogen zu Benevent, 1-2 TrWPr 1979/80, Σισμανίδης 2008: Κ. Σισμανίδης, Τα Καλίνδοια. Μία αρχαία πόλη στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 2008 (επιμ. Π. Αδάμ-Βελένη). Σισμανίδης 2006: Κ. Σισμανίδης, «Ο Χώρος Ε στο συγκρότημα του Σεβαστείου των Καλινδοίων», ΑΕΜΘ 20, 2006 (2007), Σισμανίδης 2005: Κ. Σισμανίδης, «Σεβαστείο Καλινδοίων. Ἑστιάσεις καὶ Εὑωχίες», ΑΕΜΘ 19, 2005 (2006), Σισμανίδης 2004: Κ. Σισμανίδης, «Η συνέχεια της έρευνας στο Σεβαστείο των Καλινδοίων», ΑΕΜΘ 18, 2004 (2005), Σισμανίδης 2003: Κ. Σισμανίδης, «Ναός αυτοκρατορικής λατρείας στα αρχαία Καλίνδοια», ΑΕΜΘ 17, 2003 (2004), Σισμανίδης 2000: Κ. Σισμανίδης, «Θαλαμωτός τάφος Καλαμωτού» ΑΕΜΘ 14, 2000 (2001), Σισμανίδης 1991: Κ. Σισμανίδης, Καλαμωτό Θεσσαλονικης. Τα αρχαία Καλίνδοια, Θεσσαλονικη Σισμανίδης 1983: Κ. Σισμανίδης, «Τιμητικό ψήφισμα από το Καλαμωτό Λαγκαδά», ΑΕ 1983, Stavridis 1970: A.Stavridis, Untersuchungen zu den Kaiserporträts in Griechenland, Augustus bis Caracalla, Τρίπολη Στεφανίδου- Τιβερίου 2006: Θ. Στεφανίδου- Τιβερίου, Δέκα αιώνες πλαστικής στη Μακεδονία. Συμπεράσματα από το πρόγραμμα «Μελέτη και δημοσίευση των γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης», ΑΕΜΘ 20, 2006 (2007). Stemmer 1978: K.Stemmer, Untersuchungen zur Typologie, Chronologie und Ikonographie der Panzerstatuen, AF 4, Berlin Stewart 1977: A.Stewart, Skopas of Paros, N.Jersey Stewart 1995: A.Stewart, Notes on the Reception of the Polykleitan Style : Diomedes to Alexander, Polykleitos, the Doryphoros, and Tradition (ed. W.G. Moon), London 1995, Stone III 1985: S.C. Stone III, The imperial sculptural group in the Metroon at Olympia, AM 100 (1985),

100 Stuart-Jones 1956: H. Stuart-Jones, Die Skulpturen des Vaticans Museums, Berlin Sturgeon 1995: M.C. Sturgeon, The Corinth Amazon : Formation of a Roman Classical Sculpture, AJA 99 (1995). Θέμελης 2000: Π. Θέμελης, Ήρωες και ηρώα στη Μεσσήνη, Αθήνα Θέμελης 1963: Π. Θέμελης, «Ανασκαφή εις το Στρατόνι Χαλκιδικής», ΑΔ 18, Χρονικά Β 3, 1963, Todisco 1993: L.Todisco, Scultura greca del IV secolo, Μιλάνο Toynbee 1986: J.M.C. Toynbee, Four roman portraits in the Piraeus Museum, Braunschweig, AA 1986, Tuchelt 1981: K. Tuchelt, Zum Problem Kaisareion-Sebasteion, IstMitt 31 (1981), Varner 1995: E.R.Varner, Domitia Longina and the Politics of Portraiture, AJA 99 (1995), Vierneisel-Schlörb 1979: B.Vierneisel-Schlörb, Klassische Skulpturen des 5 und 4 Jahrhunderts v.chr., München Vlizos 1999: S.Vlizos, Der thronende Zeus : eine Untersuchung zur statuarischen Ikonographie des Gottes in der spätklassischen und hellenistischen Kunst, Leidorf West 1970: R. West, Römische Porträt-Plastik II, Willers 1988: D. Willers, Zur Konstituierung eines Zeus-Typus, AntK Bh15 (1988), Ζαφειροπούλου 1972: Φ.Ζαφειροπούλου, «Το ηρώο του Κιλκίς», Κέρνος, Τιμητική προσφορά στον καθηγητή Γ.Μπακαλάκη (1972),

101 ΠΙΝΑΚΕΣ 100

102 ΠΙΝΑΚΑΣ Βάση αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1) Βάση αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1). 101

103 ΠΙΝΑΚΑΣ Δεξιά πλευρά της βάσης του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1) Δεξιά πλευρά της βάσης του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1). 102

104 ΠΙΝΑΚΑΣ Άνω επιφάνεια της βάσης του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1) Δεξί πέλμα του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1). 103

105 ΠΙΝΑΚΑΣ Αριστερό πέλμα του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1). 4.2 Λεπτομέρεια της βάσης του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1). 104

106 ΠΙΝΑΚΑΣ Η επιγραφή της βάσης του αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού (αρ.1) Τμήμα δεξιού χεριού του που κρατά αντικείμενο με οπές (αρ.2). 105

107 ΠΙΝΑΚΑΣ Τμήμα δεξιού χεριού που κρατά αντικείμενο με οπές (αρ.2) Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.3). 106

108 ΠΙΝΑΚΑΣ Παλάμη δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.4) Παλάμη δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.4). 107

109 ΠΙΝΑΚΑΣ Τμήμα αριστερού ποδιού αγάλματος (αρ.5) Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος (αρ.6). 108

110 ΠΙΝΑΚΑΣ Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.7) Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.8). 109

111 ΠΙΝΑΚΑΣ Αποσπασματικά σωζόμενη ενεπίγραφη βάση αγάλματος (αρ.9) Αποσπασματικά σωζόμενη ενεπίγραφη βάση αγάλματος (αρ.9). 110

112 ΠΙΝΑΚΑΣ Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς (αρ.10) Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς (αρ.10). 111

113 ΠΙΝΑΚΑΣ Παλάμη δεξιού χεριού αγαλματίου (αρ.11) Παλάμη δεξιού χεριού αγαλματίου (αρ.11) Παλάμη δεξιού χεριού αγαλματίου (αρ.11). ΠΙΝΑΚΑΣ

114 Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος (αρ.12) Κεφαλή Αυγούστου (αρ.13). ΠΙΝΑΚΑΣ

115 Η κεφαλή του Αυγούστου σε τομή (αρ.13) η κεφαλή του Αυγούστου (αρ.13). ΠΙΝΑΚΑΣ

116 Τμήμα κνήμης αγάλματος με calceus patricii (αρ.14) Τμήμα κνήμης αγάλματος με calceus patricii (αρ.14). ΠΙΝΑΚΑΣ

117 16.1. Τμήμα βραχίονα δεξιού χεριού (αρ.15) Τμήμα βραχίονα (αρ.15) με κονίαμα. ΠΙΝΑΚΑΣ

118 17.1. Παλάμη αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους (αρ.16) Παλάμη αγάλματος υπερφυσικού μεγέθους (αρ.17). ΠΙΝΑΚΑΣ

119 18.1. Γυναικεία εικονιστική κεφαλή (αρ.17) Γυναικεία εικονιστική κεφαλή (αρ.17). ΠΙΝΑΚΑΣ

120 19.1. Γυναικεία εικονιστική κεφαλή (αρ.17) Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος (αρ.18). ΠΙΝΑΚΑΣ

121 20.1. Κεφαλή του τύπου του Ερμή Richelieu (αρ.19) Κεφαλή του τύπου του Ερμή Richelieu (αρ.19). ΠΙΝΑΚΑΣ

122 Κεφαλή του τύπου του Μελεάγρου (αρ.20) Κεφαλή του τύπου του Μελεάγρου (αρ.20). ΠΙΝΑΚΑΣ

123 Τμήματα των σκελών του αγάλματος στον τύπου του Μελεάγρου Τμήμα κνήμης με calceus patricii (αρ.21). ΠΙΝΑΚΑΣ

124 Τμήμα κνήμης με calceus patricii (αρ.21). 123

125 ΕΙΚΟΝΕΣ 124

126 Εικ. 1 : Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου των Καλινδοίων. Εικ. 2 : Χάρτης της Χαλκιδικής και τμήματος της Κεντρικής Μακεδονίας. 125

127 Εικ. 3 : Γενική άποψη της ανασκαφής από τη δυτική Τούμπα Εικ. 4 : Κάτοψη του λεγόμενου συγκροτήματος του Σεβαστείου. 126

128 Εικ. 5 : Κάτοψη της Αίθουσας Α και των κατασκευών ανατολικά από αυτήν. 127

129 Εικ. 6 : Το βάθρο του δυτικού τοίχου της Αίθουσας Α από ΒΑ. Εικ.7 : Το βάθρο του δυτικού τοίχου της Αίθουσας Α από Α. Εικ. 8 : Το βάθρο του δυτικού τοίχου της Αίθουσας Α από Β. 128

130 Εικ.9: Οι βαθύνσεις στην άνω επιφάνεια του δόμου του βάθρου του δυτ. τοίχου της αίθουσας Α. Εικ.10: Η γωνία του βάθρου του δυτ. τοίχου της αίθουσας Α. 129

131 Εικ.11 : Οι βάσεις του βόρειου τοίχου της αίθουσας Α από Α. Εικ.12 : Οι βάσεις του βόρειου τοίχου της αίθουσας Α που καλύπτουν το προϋπάρχον κονίαμα. 130

132 Εικ. 13 : Βάσεις εξωτερικά της Αίθουσας Α. Εικ. 14 : Κλίμακα Αίθουσας Α. Εικ. 15 : Η θέση στην οποία βρέθηκε η βάση του αγάλματος του Τραϊανού. 131

133 Εικ. 16 : Η θέση όπου βρέθηκε το χέρι με το αντικείμενο, αρ. 2. Εικ. 17 : Η θέση όπου βρέθηκε το χέρι αρ

134 Εικ. 18 : Κάτοψη των Αιθουσών Α, Β και Γ. Εικ. 19 : Η Αίθουσα Β από Α. 133

135 Εικ. 20 : Το κτιστό βάθρο του δυτικού τοίχου της Αίθουσας Β. Εικ. 21 : Βάσεις εξωτερικά της Αίθουσας Β. Εικ. 22 : Το βάθρο του δυτικού τοίχου της Αίθουσας Γ από ΝΑ. 134

136 Εικ. 23 : Το βάθρο του βόρειου τοίχου της Αίθουσας Γ. Εικ. 24 : Η πώρινη βάση στο κέντρο του δαπέδου της Αίθουσας Γ. Εικ. 25 : Βάση 5, εξωτερικά της Αίθουσας Γ. 135

137 Εικ. 26 : Βάση 6, εξωτερικά της Αίθουσας Γ. Εικ. 27 : Το προϋπάρχον κονίαμα που επικάλυψε το βάθρο του βόρειου τοίχου της Αίθουσας Γ. 136

138 Εικ. 28 : Η κάτοψη της Αίθουσας Δ. Εικ. 29 : Ο κλίβανος που βρίσκεται πίσω από την Αίθουσα Δ από Δ. 137

139 Εικ. 30 : Βάσεις εξωτερικά της Αίθουσας Δ. Εικ. 31 : Κάτοψη της Αίθουσας Ε. 138

140 Εικ. 32 : Η Αίθουσα Ε από Α. Εικ. 33 : Βάσεις εξωτερικά της Αίθουσας Ε. 139

141 Εικ. 34 : Βάσεις εξωτερικά της Αίθουσας Ε. Εικ. 35 : Η βάση 14 εξωτερικά της Αίθουσας Ε. 140

142 Εικ. 36 : Άγαλμα του Τραϊανού στο Μουσείο Fogg. Εικ.37 : Άγαλμα του Τραϊανού από τη Σάμο. 141

143 Εικ. 38 : Άγαλμα του Τραϊανού στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg. 142

144 Εικ.39: Άγαλμα του Λουίου Βήρου στη Συλλογή Shelby White και Leon Levy στην Νέα Υόρκη. 143

145 Εικ. 40 : Άγαλμα στη Συλλογή Dorothy Wendell Cherry. 144

146 Εικ. 41 : Άγαλμα του Τραϊανού από τη Σεβίλλη. 145

147 Εικ. 42 : Χέρι με κεραυνό από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Εικ. 43 : Χέρι με κεραυνό από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Εικ. 44 : Χέρι με κεραυνό του Διός Αταβυρίου. 146

148 Εικ. 45: Σχεδιαστική αποκατάσταση του χεριού που κρατά κεραυνό από το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. 147

149 Εικ. 46 : Δίας με κεραυνό από το τόξο του Τραϊανού στο Beneventum. Εικ. 47 : Άγαλμα Αυγούστου με κεραυνό από το Herculaneum. 148

150 Εικ. 48: Αθηνά τύπου Velletri. Εικ. 49: Aθηνά τύπου Ince Blundell Hall. α. β. γ. Εικ. 50 α-γ : Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς στο Μουσείο Μπενάκη 149

151 Εικ : Τμήματα χεριών Νίκης που κρατούν στεφάνι. Εικ. 53 : Θωρακοφόρο άγαλμα Τίτου από το Herculaneum. 150

152 Εικ.54 : Σχέδιο με αρίθμηση βοστρύχων του πορτρέτου Prima Porta του Αυγούστου. Εικ. 55: Ανάγλυφο του Αυγούστου στη Ραβέννα Εικ. 56: Σχέδιο κόμης του βασικού τύπου των πορτρέτων του Κλαυδίου. 151

153 α. β. Εικ. 57 α β: Πορτρέτο του Κλαυδίου από τη Μάλτα. Εικ. 58: Πορτρέτο του Κλαυδίου (τύπος Τurin). Εικ. 59: Σχέδιο κόμης του τύπου Turin των πορτρέτων του Κλαυδίου. 152

154 Εικ. 60: Σχέδιο του calceus patricii. Εικ. 61: Θωρακοφόρος από τα Καλίνδοια, πιθανόν Αύγουστος. Εικ.62 α-β : Πορτρέτο της Δομιτίας στο Μουσείο του Καπιτωλίου (τύπος Ι). 153

155 Εικ. 63 α-β : Πορτρέτο της Δομιτίας στη Στοκχόλμη (Τύπος ΙΙ). α. β. Εικ.64 α-β : Πορτρέτο Δομιτίας από την Terracina (Τύπος ΙΙΙ). 154

156 Εικ.65 : Άγαλμα του τύπου του Ερμή Richelieu στο Λούβρο. α. β. Εικ.66 α-β : Κεφαλή τύπου του Ερμή Richelieu στο Petworth House. 155

157 α. β. γ. Εικ.67 α : Κεφαλή τύπου Ερμή Richelieu στο Liebieghaus της Φρανκφούρτης. Εικ.67 β : Κεφαλή τύπου Ερμή Richelieu από το Μουσείο Θεσσαλονίκης. Εικ.67 γ : Κεφαλή τύπου Ερμή Richelieu από τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. 156

158 Εικ.68 : Άγαλμα Μελεάγρου στο Μουσείο Εικ.69 : Άγαλμα Μελεάγρου στο Βερολίνο. του Βατικανού Εικ.70 : Άγαλμα Μελεάγρου στο Fogg Art Mus., Cambridge. Εικ.71 : Κεφαλή Μελεάγρου αρ

159 α. β. Εικ. 72 α-β : Άγαλμα Μελεάγρου στο Μουσείο Fogg Art Mus., Cambridge. Εικ.73: Κεφαλή Μελεάγρου στο Μουσείο Fogg Art Mus., Cambridge. 158

160 Εικ. 74 : Κεφαλές Μελεάγρου από την Αγορά της Αθήνας (S 2035, S 1227). Εικ. 75 : Kεφαλή Μελεάγρου στη Βασιλεία. 159

161 Εικ. 76 : Κεφαλή Μελεάγρου στο Μουσείο του Βατικανού. Εικ. 77 : Κεφαλή Μελεάγρου στη Villa Medici. 160

162 Εικ. 78 : Κεφαλή Μελεάγρου από το Ηρώο της Καλυδώνας. Εικ. 79 : Κάτοψη Σεβαστείου στη Narona. 161

163 Εικ. 80 : Κάτοψη του Σεβαστείου στην Ερέτρια. Εικ. 81 : Άποψη του Σεβαστείου του Βουβώνος από ΝΔ. 162

164 Εικ. 82 : Κάτοψη του Σεβαστείου του Βουβώνος. Εικ. 83 : Αναπαράσταση του βάθρου και των αγαλμάτων του Ηρώου του Κιλκίς. 163

165 Εικ. 84 : Κάτοψη Βουλευτηρίου στη Sabratha. Εικ. 85 : Κάτοψη Βουλευτηρίου στη Μεγάλη Λέπτιδα. 164

166 Εικ. 86 : Κάτοψη βουλευτηρίου στην αγορά της Παλμύρας. Εικ. 87 : Κάτοψη Βουλευτηρίου στους Φιλίππους. 165

167 ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικ.1: Σισμανίδης 2008, Εικ.2: Σισμανίδης 2008, Εικ.3: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.4: Σισμανίδης 2008, Εικ.5: Σισμανίδης 2003, 145, σχ.1. Εικ.6: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου.. Εικ.7: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.8: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.9: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.10: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.11: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ. Εικ.12: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.13: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.14: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.15: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.16: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.17: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.18: Σισμανίδης 2004, 215, σχ.1. Εικ.19: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.20: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.21: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.22: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.23: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.24: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.25: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.26: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.27: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.28: Σισμανίδης 2005, 148, σχ.2. Εικ.29: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.30: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.31: Σισμανίδης 2006, 251, σχ

168 Εικ.32: Φωτογραφία, αρχείο ΙΣΤ ΕΠΚΑ Εικ.33: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου.. Εικ.34: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.35: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.36: Boschung 2002, 166, εικ.181. Εικ.37: Freyer-Schauenburg 2002, πίν.41. Εικ.38: Boschung 2002, 169, εικ.187. Εικ.39: İnan 1993, πίν.27. Εικ.40: İnan 1993, πίν.30. ΕΙκ.41: Boschung 2002, 168, 186. Εικ.42: Δεσπίνης 1982, πίν Εικ.43: Δεσπίνης 1982, πίν Εικ.44: Δεσπίνης 1982, πίν Εικ.45: Δεσπίνης 1982, 23. Εικ.46: Simon 1979/80, πίν.10. Εικ.47: Niemeyer 1968, πίν.27. Εικ.48: Karanastassis 1987, πίν Εικ.49: Karanastassis 1987, πίν Εικ.50: Βλίζος 2004, πίν.20.1., Εικ.51: İnan 1975, πίν Εικ.52: İnan 1975, πίν Εικ.53: Stemmer 1978, πίν.66. Εικ.54: Boschung 1993, σχ.84. Εικ.55: Boschung 1993, πίν Εικ.56: Boschung 1993 (1), σχ.57. Εικ.57: Massner 1991, πίν Εικ.58: Fittschen-Zanker Ι, πίν.15. Εικ.59: Boschung 1993 (1), σχ.58. Εικ.60: Goette 1988, εικ.35.α. Εικ.61: Σισμανίδης 2008, 94, αρ.2. Εικ.62: Varner 1995, εικ.2. Εικ.63: Varner 1995, εικ.9. Εικ.64: Varner 1995, εικ.14. Εικ.65: Todisco 1993, εικ

169 Εικ.66: Reader 2000, πίν.19. Εικ.67α : Eckstein-Beck 1973, πίν.28. Εικ.67β: Juri XIX, πίν.21. Εικ.67γ: Vierneisel-Schlörb 1979, εικ.136. Εικ.68: Todisco 1993, εικ.151. Εικ.69: η εικόνα προέρχεται από το διαδύκτιο. Εικ.70: Hanfmann-Pedley 1964, πίν.68. Εικ.71: Φωτογραφία, Σ. Μπρόζου. Εικ.72 α-β: Hanfmann-Pedley 1964, πίν.67,68. Εικ.73: Hanfmann-Pedley 1964, πίν.70.α. Εικ.74: Harrison 1960, πίν.85 a-b. Εικ.75: Berger 1967, πίν Εικ.76: Fink 1969, πίν.76.1, Εικ.77: Arias 1952, πίν.11. Εικ.78: Bol ΧΙΧ, πίν.27 a-b. Εικ.79: Marin 2001, εικ.20 α. Εικ.80: Schmid 2001, πίν.12, φάση 4. Εικ.81: İnan 1993, πίν Εικ.82: İnan 1993, πίν Εικ.83: Ζαφειροπούλου 1972, 47. Εικ.84: Balty 2005, εικ.16. Εικ.85: Balty 2005, εικ.21. Εικ.86: Balty 2005, εικ.30. Εικ.87: Balty 2005, εικ

170 ΣΧΕΔΙΑ 169

171 Επίστεψη βάσης χάλκινου αγάλματος του αυτοκράτορα Τραϊανού 14. Τμήμα κνήμης αγάλματος 2. Τμήμα δεξιού χεριού που κρατά αντικείμενο με οπές 15. Τμήμα βραχίονα αγάλματος 4. Παλάμη αριστερού χεριού αγάλματος 16. Παλάμη υπερφυσικού μεγέθους αγάλματος 6. Τμήμα αριστερού χεριού αγάλματος 17. Γυναικεία εικονιστική κεφαλή 8. Τμήμα δεξιού χεριού αγάλματος 19. Κεφαλή Ερμή του τύπου του Ερμή Richelieu 10. Κεφαλή αγαλματίου Αθηνάς 20. Κεφαλή Μελεάγρου 13. Κεφαλή αγάλματος του Αυγούστου Σχέδιο 1: Η θέση εύρεσης των γλυπτών

172 Σχέδιο 2: Η αρίθμηση των βάσεων εξωτερικά του Σεβαστείου. 1

173 α. β. γ. Σχέδιο 3 α-β : Το γλυπτό αρ.2 (Ν. Βασιλικούδης). Σχέδιο 3 γ : Σχεδιαστική αναπαράσταση του γλυπτού αρ.2 (Ν. Βασιλικούδης)

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Κατά την περίοδο 2010 συνεχίσαμε την έρευνα τόσο στο χώρο της αίθουσας όσο και στο χώρο του αιθρίου με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση

Διαβάστε περισσότερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια. ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες

Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Η ανασκαφή τού 2012 είχε ως στόχους: την περαιτέρω διερεύνηση της στοάς του μεγάλου ρωμαϊκού κτιρίου με τη στοά περιμετρικά

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια κάτοψη, περισσότερους από έναν ορόφους και στιβαρή κατασκευή.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ Περιγραφή μνημείου Το αρχαίο θέατρο της Λίνδου διαμορφώνεται στους πρόποδες της δυτικής πλαγιάς του βράχου της λινδιακής ακρόπολης. Το κοίλο χωρίζεται σε

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ-ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΚΙΟΝΙΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Αρχιτεκτονική μελέτη: Βασιλεία Μανιδάκη αρχιτέκτων ΥΠΠΟΤ-ΥΣΜΑ Δεκέμβριος

Διαβάστε περισσότερα

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΠΑΡΤΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος 2017-2018 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Στην αρχαϊκή εποχή εικάζεται ότι υπήρχε κάποιο είδος θεατρικής κατασκευής στο χώρο που βρίσκονται τα σημερινά ευρήματα του θεάτρου, ενώ στα κλασσικά χρόνια υπήρχε σίγουρα κάποια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΥΠΟΜΝΗΜΑ 1. Ο ΙΚΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΥ» 2. Ο ΙΚΙΑ «ΑΡΠΑΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ» 3. Δ Η Μ Ο Σ ΙΟ ΑΡΧΕΙΟ 4. ΑΓΟΡΑ 5. ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Τα θέατρα της Αμβρακίας Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ Αμβρακία Η Αμβρακία, μία από τις αξιολογότερες κορινθιακές αποικίες, ήταν χτισμένη στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου κοντά στην όχθη του ποταμού Άραχθου.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΔΙΟΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Το αρχαίο Δίον του Ολύμπου βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Κατερίνης, στους πρόποδες του Ολύμπου δίπλα στο

Διαβάστε περισσότερα

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Μικροί αρχιτέκτονες σε δράση Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Ημερομηνία Δημοτικού Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης Με

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015) Εισαγωγή Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά, στη βορειοανατολική Κρήτη (Καβούσι, Ιεράπετρα), διήρκεσαν 6 εβδομάδες, ενώ ακολούθησε

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ. Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου...

ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ. Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου... ΕΠΙ ΑΥΡΟΣ Είμαι η ήμητρα Αλεβίζου, μαθήτρια του Βαρβακείου ΠΠ Γυμνασίου και θα σας παρουσιάσω το Ωδείο και το μικρό θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου... Ας ξεκινήσουμε με το Ωδείο... Το ρωμαϊκό Ωδείο σε σχέση

Διαβάστε περισσότερα

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ 1 Στη ΝΑ πλευρά του Διδυμοτείχου, ανάμεσα στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροποτάμου και το Σιδηροδρομικό σταθμό, υψώνεται ένας βραχώδης οχυρός λόφος γνωστός με

Διαβάστε περισσότερα

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο 2013-2014 Λίγα λόγια για τον ιόνυσο Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους,

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ Η Στράτος υπήρξε σημαντική πόλη της Ακαρνανίας πρωτεύουσα των Ακαρνάνων από τον 5 ο αιώνα π.χ. Κτίσθηκεσεεπαφήμετηδυτική όχθη του Αχελώου, στασύνοραμετηναιτωλία. Από τις αρχαιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016) Περίληψη των εργασιών Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016) Οι εργασίες πεδίου στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά (Καβούσι, Ιεράπετρα), στη βορειοανατολική Κρήτη, διήρκεσαν 11 εβδομάδες,

Διαβάστε περισσότερα

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής δομής

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Εισαγωγικά: ΟΡΙΣΜΟΣ: Με τον όρο μυκηναϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της ΎστερηςΕποχήςτουΧαλκούαπότο1600-1100 π. Χ. που αναπτύχθηκε κυρίως στην κεντρική

Διαβάστε περισσότερα

1. Επεμβάσεις συντήρησης

1. Επεμβάσεις συντήρησης Έκθεση εργασιών συντήρησης αρχιτεκτονικών καταλοίπων στον αρχαιολογικό του Αζοριά κατά την ανασκαφική περίοδο του 2018 της Σ. Χλουβεράκη, Επιστημονική Συνεργάτιδα, ΙΝΣΤΑΠ Κέντρο Μελέτης Αν Κρήτης Αρ. Άδ.:

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Θ Ε Α Τ Ρ Ο ΛΙΝΔΟΥ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΡΟΔΟΣ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2011 1 1. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 2 2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Το ανάκτορο της Ζάκρου Ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο της Κρήτης στον ομώνυμο ευρύχωρο όρμο. Η θέση ήταν γνωστή από τον 19 ο αι.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ιερό Αφροδίτης Π α ν α γ ι ώ τ η ς Ν ε ο φ ύ τ ο υ Β 2 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαρία Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική Εισαγωγή..σελ.3 Ιστορική αναδρομή..σελ.3 Περιγραφή του χώρου.σελ.4

Διαβάστε περισσότερα

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ Το περίτεχνο τέμπλο του Αγίου Γεωργίου με τα πλευρικά τμήματά του Α Ν Α Δ Ε Ι Ξ Η Τ Ω Ν Μ Ε Τ Α Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ν Ω Ν Μ Ν Η Μ Ε

Διαβάστε περισσότερα

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ Στο ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας στη Κρήτη, έχουν εντοπιστεί από τους αρχαιολόγους τέσσερις θεατρικοί χώροι διαφορετικών εποχών.

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10 Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ) Ίδρυση των πρώτων ανακτορικών κέντρων Κύριο χαρακτηριστικό στην κεραμική η εμφάνιση του καμαραϊκού ρυθμού, ο οποίοςαποτελεί προϊόν των

Διαβάστε περισσότερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ της Σταυρούλας Σδρόλια Το κρασί έπαιζε τεράστιο ρόλο στην οικονομία της περιοχής του Δήμου Μελιβοίας από την αρχαιότητα μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οι αρχαιότερες

Διαβάστε περισσότερα

Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας. Φοίβος Αργυρόπουλος

Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας. Φοίβος Αργυρόπουλος Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας Φοίβος Αργυρόπουλος ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ Πανίερο έγινε το Θριάσιο πεδίο από τη στιγμή που η θεά Δήμητρα θέλησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο

Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Νοέµβριος 12 2014 13:20 Αµφίπολη: Βρέθηκε σκελετός σε τάφο κάτω από τον τρίτο θάλαµο Τι ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισµού για τις ανασκαφικές εργασίες στον τάφο της Αµφίπολης. Τι έδειξαν οι ανασκαφές

Διαβάστε περισσότερα

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α

Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Μυρτώ Παπαδοπούλου Ισαβέλλα Παπαδοπούλου Ά3α Πρόλογος Ναοί της Αρχαϊκής εποχής Οι κίονες και τα μαθηματικά τους-σχεδίαση Υλοποίηση Επίλογος Πηγές Αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό, που μπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της. Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της. Βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της ελληνικής χερσονήσου, πάνω στο

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.)

Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.) Προϊστορική οικία από το Ακρωτήρι Θήρας (16ος αι. π.χ.) Μελέτη: Κ. Παλυβού Κατασκευή: Ι. Γιαννόπουλος Ιδιοκτησία: Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας/TEE Η λεγόμενη Ξεστή 3 ήταν σημαντικό δημόσιο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο. ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Η περιοχή ΒΔ της Αγοράς μέχρι το τείχος της πόλης, όπου το Δίπυλο, αλλά και πέρα από το τείχος, όπου και το σημαντικότερο νεκροταφείο της Αθήνας. Η ονομασία της οφείλεται στις εγκαταστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Εργαστήριο Συγκοινωνιακής Τεχνικής Σχολή Αγρονόμων-Τοπογράφων Μηχανικών Τομές Τοπογραφίας Αποτυπώσεις Μνημείων Υπεύθυνος Διδάσκων: Γεωργόπουλος Ανδρέας Ανάγνωση - Περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά Η Αγορά ήταν η μεγαλύτερη πλατεία της πόλης. Η πλατεία άρχισε να χρησιμοποιείται ως δημόσιος χώρος από τα αρχαϊκά χρόνια. Μέχρι τότε στην περιοχή υπήρχαν σπίτια και τάφοι. Ο

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα

Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα 06/09/2019 Μοναδικά ευρήματα σε Σικυώνα / Παιδεία και Πολιτισμός Ενδυναμώνεται το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας στη σημερινή περιοχή του Αγ. Κωνσταντίνου. Οικιστικά κατάλοιπα κλασσικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΤΕΡΑΣ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΤΕΡΑΣ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΕ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΤΕΡΑΣ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ Ομάδα εργασίας: ΒΑΝΝΑ ΝΙΝΙΟΥ ΚΙΝΔΕΛΗ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΕ ΕΠΚΑ-ΥΠΠΟ

Διαβάστε περισσότερα

Φωνές νερού μυριάδες Ιερό Άμμωνα ία, Καλλιθέα Χαλκιδικής. Φυλλάδιο δράσης

Φωνές νερού μυριάδες Ιερό Άμμωνα ία, Καλλιθέα Χαλκιδικής. Φυλλάδιο δράσης Φωνές νερού μυριάδες 2010 Ιερό Άμμωνα ία, Καλλιθέα Χαλκιδικής Φυλλάδιο δράσης Το κείμενο του φυλλαδίου της δράσης ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΜΩΝΑ ΔΙΑ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ Το ιερό του Διονύσου και του Άμμωνα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 19η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΑ Πλάτανος Θέση «Ομβριάσα» Η 19η ΕΒΑ διενεργεί ανασκαφική έρευνα στον αγρό ιδιοκτησίας Σ. και Α. Υφαντή, η οποία είναι συνέχεια αυτής που διενεργούσε η 7η ΕΒΑ,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΑΞΗ Ε Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ 4/12/2015 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ Η Ακρόπολη Αθηνών είναι ένας βραχώδης λόφος ύψους 156 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 μ. περίπου από το επίπεδο

Διαβάστε περισσότερα

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου

ιάπλασn ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΣ νέα Μπολατίου : Κυριακής Μεγαλομ. : Ευφημίας Μεγαλομ. : Μαρίνης Μεγαλομ. : Προφήτου Ηλία : Παρασκευής Οσιομ. : Παντελεήμονος Μεγαλομ. Χάλκινο αγαλματίδιο του Οφέλτη, του οποίου ο θάνατος ήταν η αιτία της ίδρυσης των

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Το Κάστρο των Ιπποτών είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της Κω. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιβλητικό είναι ένα από τα αξιοθέατα που κάθε επισκέπτης του νησιού πρέπει να

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΒΟΛΟΣ 2011 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Το αρχαίο θέατρο Φθιωτίδων Θηβών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ υπαίθρια αμφιθεατρική κατασκευή ημικυκλικής κάτοψης γύρω από μια κυκλική πλατεία Μέρη αρχαίου θεάτρου σκηνή: ορθογώνιο, μακρόστενο κτίριο προσκήνιο: στοά με κίονες μπροστά από τη

Διαβάστε περισσότερα

«Υιοθετώντας ένα μνημείο της γειτονιάς μου»

«Υιοθετώντας ένα μνημείο της γειτονιάς μου» «Υιοθετώντας ένα μνημείο της γειτονιάς μου» Σχολικό έτος 2014-2015 Ερευνητική εργασία σε αρχαιολογικά μνημεία της Παροικιάς από ομάδες μαθητών της Γ τάξης του Γυμνασίου Πάρου στο μάθημα της τοπικής ιστορίας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή..2. - Iστορική αναδρομή...3-4. - Περιγραφή του χώρου...5-8. - Επίλογος...9. - Βιβλιογραφία 10 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ - Γενική Εισαγωγή..2 - Iστορική αναδρομή....3-4 - Περιγραφή του χώρου.....5-8 - Επίλογος...9 - Βιβλιογραφία 10 1 Γενική Εισαγωγή Επίσκεψη στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου Το Επαρχιακό Μουσείο της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

Μάρτιος 2014. Λίγο μετά το αρχαιολογικό συνέδριο για την ανασκαφική δραστηριότητα στη Μακεδονία η επικεφαλής της ανασκαφής αποκαλύπτει:

Μάρτιος 2014. Λίγο μετά το αρχαιολογικό συνέδριο για την ανασκαφική δραστηριότητα στη Μακεδονία η επικεφαλής της ανασκαφής αποκαλύπτει: «Η αρχαιολογία είναι πάντα μαγεία και είναι πάντα το άγνωστο. Δεν ξέρουμε τι θα μας κρύψει και τι θα μας βγάλει η αυριανή μέρα. Ποτέ δεν πρέπει να απογοητευόμαστε, πάντα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι

Διαβάστε περισσότερα

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση - Με την βοήθεια της τεχνολογίας αρχαιολόγοι κατάφεραν να απεικονίσουν την Θεσσαλονίκη της αρχαιότητας - Μια ζηλευτή πόλη με Ιππόδρομο,

Διαβάστε περισσότερα

Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη

Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη Το Ιερό του Διονύσου υπό το Σπήλαιο του Ευριπίδη Η ανασκαφή των ετών 1998-2000 πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με την εποπτεία της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας και της τότε

Διαβάστε περισσότερα

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τα φύλλα εργασίας προέρχεται εξολοκλήρου από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Διαβάζουμε: Οι Κυκλάδες οφείλουν το όνομά τους στη γεωγραφική

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 26η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ Χριστιανούπολη, Ι.Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Σημαντικό οικοδομικό συγκρότημα του 11ου- 12ου αιώνα, που αποτελείται από τον οκταγωνικού τύπου ναό και το επισκοπικό

Διαβάστε περισσότερα

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Εργασίες-Δημιουργίες μαθητών Σχολικού Έτους 2014-2015(στο πλαίσιο καινοτόμου εκπαιδευτικού προγράμματος για τα Μουσεία στο Διαδίκτυο) «Εκφάνσεις Μουσειοπαιδαγωγικής στο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΙΣΤ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Μετρό Κατά το 2007-2008, η ανασκαφική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο χώρο νότια της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 8. Πανελλήνια Ιερά. Δελφοί και Ολυμπία Τα Πανελλήνια

Διαβάστε περισσότερα

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος 1. Η μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας Η τεράστια αυτή πυραμίδα είναι το αρχαιότερο από τα εφτά θαύματα του Αρχαίου Κόσμου, αλλά είναι το μόνο που διασώζετε 4.000χ.Όταν

Διαβάστε περισσότερα

Όνομα:Αναστασία Επίθετο:Χαραλάμπους Τμήμα: Β 5 Το Κούριον

Όνομα:Αναστασία Επίθετο:Χαραλάμπους Τμήμα: Β 5 Το Κούριον Όνομα:Αναστασία Επίθετο:Χαραλάμπους Τμήμα: Β 5 Το Κούριον Ετος: 2012-2013 Θέμα: Το Κούριο Καθηγήτρια: Κ. Μαρία Χατζημιχαήλ 1 Περιεχόμενα 1. Γενική εισαγωγή...3 2. Ιστορική αναδρομή...4-8 3. Παράρτημα πηγών...9

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2013) Donald C. Haggis, The University of North Carolina at Chapel Hill

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2013) Donald C. Haggis, The University of North Carolina at Chapel Hill Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2013) Donald C. Haggis, The University of North Carolina at Chapel Hill Η ανασκαφή στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά στη βορειοανατολική Κρήτη (Καβούσι,

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΚΑΒΙΡΩΝ (ΚΑΒΙΡΕΙΟ) Καβίρειο

ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΚΑΒΙΡΩΝ (ΚΑΒΙΡΕΙΟ) Καβίρειο ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΚΑΒΙΡΩΝ (ΚΑΒΙΡΕΙΟ) Καβίρειο Ιερό τοπικής λατρείας αφιερωμένο στον θεό Κάβιρο (γενειοφόρο θεό με στεφάνι κισσού στο κεφάλι και κάνθαρο στο χέρι υπόσταση του Διονύσου) και το Θεό Παίδα (θεϊκό παιδί

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων Στη Νότια Εύβοια, ανάμεσα στην Κάρυστο και τα Στύρα, υπάρχουν κάτι ιδιόμορφα κτίσματα, τα "Δρακόσπιτα" όπως τα αποκαλούν οι κάτοικοι. Μυστηριώδη και εντυπωσιακά

Διαβάστε περισσότερα

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Ένας χάρτης είναι ένας τρόπος αναπαράστασης της πραγματικής θέσης ενός αντικειμένου ή αντικειμένων σε μια τεχνητά δημιουργουμένη επιφάνεια δύο διαστάσεων Πολλοί χάρτες (π.χ. χάρτες

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 9. Ναοί του 4 ου αι. π.χ. στην ηπειρωτική Ελλάδα

Διαβάστε περισσότερα

ΡΑΠΤΗΣ ΠΤΕΛΕΑ ΛΕΙΒΑΔΑΚΙ

ΡΑΠΤΗΣ ΠΤΕΛΕΑ ΛΕΙΒΑΔΑΚΙ ΡΑΠΤΗΣ ΠΤΕΛΕΑ ΛΕΙΒΑΔΑΚΙ προς Λιβαδάκι ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ Η Σύσταση του Οικισμού: Ο οικισμός είναι ορεινός, αγροτικός και αποτελείται από: -13 κατοικίες, (μόνιμα διαμένουν σε 6 από αυτές,

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης Στρατηγικής σημασίας η θέση της Μάκρης / Κατοικήθηκε από την αρχαιότητα Οικισμός με διαρκή ανθρώπινη παρουσία από τα νεολιθικά χρόνια Ορατά στο κέντρο της σημερινής

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΑΤΟΥ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2014) Donald C. Haggis, Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (Chapel Hill)

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2014) Donald C. Haggis, Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (Chapel Hill) Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2014) Donald C. Haggis, Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (Chapel Hill) Εισαγωγή Οι εργασίες στον αρχαιολογικό χώρο του Αζοριά στη βορειοανατολική Κρήτη

Διαβάστε περισσότερα

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Να περιγράψετε ένα μινωικό ανάκτορο; Μεγάλα Συγκροτήματα κτιρίων, Είχαν πολλές πτέρυγες-δωματίων, Διοικητικά, Οικονομικά, Θρησκευτικά και Καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής,

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η σημερινή βασιλική «Αγ. Σοφία» βρίσκεται στο κέντρο της κύριας νεκρόπολης της αρχαίας πόλης Σέρντικα. Σ αυτή την περιοχή έχουν ανακαλυφθεί

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΧΟΙΡΟΚΟΙΤΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ ΕΝΕΤΙΚΑ ΤΕΙΧΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Διαβάστε περισσότερα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα Ηφαίστειο της Θήρας Η Μινωική Κρήτη λόγω της εμπορικής αλλά και στρατηγικής θέσης της έγινε γρήγορα μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη. Οι Μινωίτες πωλούσαν τα προϊόντα τους σε όλη τη Μεσόγειο με αποτέλεσμα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ ΕΞΙ (6) ΘΕΜΑ: «ΜΙΚΡΗ ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΓΛΥΠΤΗ»

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ 19 Σεπτεμβρίου 2013 ΘΕΜΑ: «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Δραπετσώνας & Τροιζήνας Μεθάνων. Λόφος Μουσών. Φύλλα εργασίας

Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Δραπετσώνας & Τροιζήνας Μεθάνων. Λόφος Μουσών. Φύλλα εργασίας Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Δραπετσώνας & Τροιζήνας Μεθάνων Λόφος Μουσών Φύλλα εργασίας Στόχος των φύλλων εργασίας είναι να ανιχνευθούν βιωματικά στον χώρο τα κυριότερα στοιχεία της ανάπλασης του

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΩΔΕΙΟ ΔΙΟΥ

ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΩΔΕΙΟ ΔΙΟΥ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΩΔΕΙΟ ΔΙΟΥ Το Ρωμαϊκό Ωδείο Δίου ανήκει στο κτηριακό συγκρότημα των μεγάλων Θερμών, το οποίο κτίστηκε στα τέλη του 2 ου μ.χ. αιώνα. Το ωδείο ήταν μια στεγασμένη θεατρική αίθουσα πολλαπλών χρήσεων

Διαβάστε περισσότερα

Α ΝΑΣΚΑΦΗ. 01 Μεσοβυζαντινός ναός και κτιριακό συγκρότημα 4ου-3ου αι. π.χ.

Α ΝΑΣΚΑΦΗ. 01 Μεσοβυζαντινός ναός και κτιριακό συγκρότημα 4ου-3ου αι. π.χ. Α ΝΑΣΚΑΦΗ 01 Μεσοβυζαντινός ναός και κτιριακό συγκρότημα 4ου-3ου αι. π.χ. 84 teyχοσ 1 22 Δεκέμβριος 2016 ΒΥΖΑΝΤΙΝΟι ΧΡΟΝΟΙ 4ος έως 14ος αι. μ.χ. Η ΚΟΙΛΆΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΏΝ (IV) ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ. ΘΕΜΑ: Σύνθεση με τέσσερα (4) αντικείμενα

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ. ΘΕΜΑ: Σύνθεση με τέσσερα (4) αντικείμενα AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΧΕΔΙΟ ΘΕΜΑ: Σύνθεση με τέσσερα (4)

Διαβάστε περισσότερα

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ ΔΥΟ (2)

AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ ΔΥΟ (2) AΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ ΔΥΟ (2) ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ:

Διαβάστε περισσότερα

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ. Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/1600 1100/1050 π.χ. Υστεροκυπριακή Ι: 1650/1600-1450 π.χ. (ΥΚ ΙΑ:1650/1600-1500 π.χ. και ΥΚΙΒ: 1500-1450 π.χ.) Υστεροκυπριακή ΙΙ: 1450-1200 π.χ. (ΥΚΙΙΑ:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΚΥΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ. 2 ο Γενικό Λύκειο Μοσχάτου Α Τάξη. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν

ΚΕΡΚΥΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ. 2 ο Γενικό Λύκειο Μοσχάτου Α Τάξη. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν ΚΕΡΚΥΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ Η αρχαία πόλη της Κέρκυρας, εγκαταστημένη σε απόσταση 4 χλμ. νότια του σημερινού ιστορικού Κέντρου, εκτείνονταν περίπου στο κέντρο της σημερινής χερσονήσου του Κανονιού, που περιβάλλεται

Διαβάστε περισσότερα

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 1 το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 2 1:Layout 1 10/2/2009 11:00 μ Page 3 ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΥΡΡΟΣ αντίγραφο από πρωτότυπο του 3ου π.χ. αι. της

Διαβάστε περισσότερα

Στέλλα Παναγούλη, ΒΠΠΓ

Στέλλα Παναγούλη, ΒΠΠΓ Στέλλα Παναγούλη, ΒΠΠΓ Η Τεγέα ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, 6 χλμ νότια της Τρίπολης. Ιδρύθηκε από τον Τεγέα, και ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας. Αποτελούνταν από πολλούς δήμους.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Πυραμίδες στην Ελλάδα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Πυραμίδες στην Ελλάδα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Πυραμίδες στην Ελλάδα Oι πυραμίδες που έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα, αποτελούν μοναδικά δείγματα πυραμιδικής αρχιτεκτονικής στον ευρωπαϊκό χώρο. Η μορφή τους, η αρχιτεκτονική τους, καθώς

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Διώροφο οικοδόμημα Θαλαμωτός τάφος

Διαβάστε περισσότερα

Ακολούθησέ με. στo αρχαίο θέατρο της Σικυώνας

Ακολούθησέ με. στo αρχαίο θέατρο της Σικυώνας Ακολούθησέ με στo αρχαίο θέατρο της Σικυώνας Ακολούθησέ με στο αρχαίο θέατρο της Σικυώνας Εικ. 1 Το θέατρο της Σικυώνας με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο. Προγραμματίζοντας μια εκπαιδευτική εκδρομή στο

Διαβάστε περισσότερα

«Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης»

«Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης» «Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης» Μαρία Μπαλάσκα & Ιωάννα Ραβάνη, μέλη της Π.Ο. του ΚΠΕ Καλαμάτας Οι περιβαλλοντικές συνθήκες, επηρεάζουν τον

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Μαρία Γερολέμου Β`2 Καθηγήτρια: Μαρία Πουλιάου Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική εισαγωγή...σελ.3 Ιστορική αναδρομή...σελ.4 Οικία Αχιλλέα...σελ.5 Οικία Μονομάχων...σελ.6 Παλαιοχριστιανική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 - Μετά τη σύλληψη την περασμένη Δευτέρα τριών μελών μιας οικογένειας από τη Μερσίνα, στην κατοχή των οποίων βρέθηκαν 366 (!) σπάνια και πολύτιμα αρχαία αντικείμενα, χθες συνελήφθη ένας 62χρονος στο ίδιο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΒΕΡΓΙΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΡΓΙΝΑΣ Παρελθόν - Παρόν - Μέλλον Στ. Δρούγου Ομάδα εργασίας: καθηγήτρια κλασικής αρχαιολογίας ΑΠΘ Ν. Χατζηδάκης αρχιτέκτων ΔΠΜΣ

Διαβάστε περισσότερα

ιάπλασn Χώροι της Κορινθίας Αρχαιολογικοί νέα Μπολατίου ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

ιάπλασn Χώροι της Κορινθίας Αρχαιολογικοί νέα Μπολατίου ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 0 Αρχαιολογικοί Χώροι της Κορινθίας ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΕΙΡΑ ΗΡΑΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΣΙΚΥΩΝΑ ΑΡΧΑΙΑ ΦΕΝΕΟΣ ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ H Νέα Διάπλαση αποφάσισε να δημιουργήσει φέτος ένα ημερολόγιο αφιερωμένο

Διαβάστε περισσότερα

2. τα ρωμαϊκά, που το λούκι έχει μετασχηματιστεί σε επίπεδο και έχει ενσωματωθεί στο καπάκι

2. τα ρωμαϊκά, που το λούκι έχει μετασχηματιστεί σε επίπεδο και έχει ενσωματωθεί στο καπάκι Οι αριθμοί αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά είναι σημαντικό να μελετήσουμε τον τρόπο που σημειώνονται οι αριθμοί που αποδίδουν στα σχέδια τις διαστάσεις του αντικειμένου. Οι γραμμές διαστάσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙ ΕΣ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙ ΕΣ ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ TΡΙΤΗ 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 ΚΟΙΝΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ ΕΞΙ (6) ΘΕΜΑ: «ΧΩΡΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ» ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Πρόκειται

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Αναγκαιότητα τοποθέτησης διαστάσεων. 29/10/2015 Πολύζος Θωμάς

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Αναγκαιότητα τοποθέτησης διαστάσεων. 29/10/2015 Πολύζος Θωμάς Αναγκαιότητα τοποθέτησης διαστάσεων 29/10/2015 Πολύζος Θωμάς 1 Αναγκαιότητα τοποθέτησης διαστάσεων Σφάλμα μέτρησης που οφείλεται: Σε υποκειμενικό λάθος εκείνου που κάνει την μέτρηση. Σε σφάλμα του οργάνου

Διαβάστε περισσότερα

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ Αρχαία Νικόπολη Νικόπολη Στη σημερινή χερσόνησο της Πρέβεζας, στη νοτιοδυτική Ήπειρο, σε απόσταση μόλις 6 χλμ. από την ομώνυμη πόλη, βρίσκεται η αρχαία Νικόπολη. Ίδρυση Νικόπολης Κλεοπάτρα

Διαβάστε περισσότερα