ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ & ΟΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Θεωρητική Θεμελίωση - Έννοια - Χαρακτηριστικά Παραδεκτό και Βάσιμο της Αναίρεσης Β. ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Η γενική πρόβλεψη του άρθρου 473 ΚΠΔ Το ειδικό εναρκτήριο χρονικό σημείο του άρθρου ΚΠΔ Η ειδική προθεσμία του άρθρου ΚΠΔ Ειδικές προθεσμίες στον ΚΠΔ & σε ειδικούς ποινικούς νόμους Το άρθρο 507 ΚΠΔ Αναστολή προθεσμιών Οι περιπτώσεις "ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος" Ειδικά η προθεσμία στο χώρο των βουλευμάτων Ειδικά η προθεσμία στο χώρο των αποφάσεων για τον Εισαγγελέα ΑΠ Γ. ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Αυτοπρόσωπη ή δια αντιπροσώπου άσκηση Τύπος & Περιεχόμενο Πληρεξουσιότητας - Ιδιότητα Πληρεξουσίου Τρόπος Άσκησης Αναίρεσης Δ. ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ Διαδικασία βεβαιώσεως του απαραδέκτου [Διατυπώσεις] Άμυνα κατά της κήρυξης ως απαραδέκτου ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Διδάσκων - Επιβλέπων: ΛΑΜΠΡΟΣ Χ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Μεταπτυχιακός Φοιτητής: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2015

2

3 Σ ε λ ί δ α 3 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ: ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ - ΕΝΝΟΙΑ & ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ - ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ / ΣΚΟΠΟΣ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ & ΒΑΣΙΜΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ (5) 1.1 Ανάγκη ύπαρξης δευτερογενούς δικαιοδοτικής κρίσεως: Πρόβλεψη Ενδίκων Μέσων: Θεωρητική θεμελίωση - Έννοια & Χαρακτηριστικά - Λειτουργικό περιεχόμενο / Σκοπός (5) 1.2 Ειδικά: Η Αίτηση Αναιρέσεως (8) 1.3 Παραδεκτό & Βάσιμο της Αιτήσεως Αναιρέσεως (12) ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 2. Η ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 473 ΚΠΔ - ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΚΠΔ - Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΚΠΔ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΠΔ ΚΑΙ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ - ΕΙΔΙΚΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 507 ΚΠΔ - ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ - ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ "ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ Η' ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΥ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ" - ΕΙΔΙΚΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ - ΕΙΔΙΚΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ (14) 2.1 Η γενική πρόβλεψη του άρθρου 473 ΚΠΔ (14) Το ειδικό εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αναιρέσεως κατά αποφάσεων του άρθρου ΚΠΔ (22)

4 Σ ε λ ί δ α Η ειδική προθεσμία άσκησης αναιρέσεως κατά καταδικαστικών αποφάσεων του άρθρου ΚΠΔ (25) 2.2 Ειδικές προθεσμίες ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις του ΚΠΔ και ειδικών ποινικών νόμων - Ειδικά το άρθρο 507 ΚΠΔ (27) 2.3 Αναστολή της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης κατ' άρθρο ΚΠΔ - Οι περιπτώσεις "ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος" (33) 2.4 ΕΙΔΙΚΑ η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στο χώρο των βουλευμάτων (38) 2.5 ΕΙΔΙΚΑ η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στο χώρο των αποφάσεων από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ' άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ: Τα νέα εδάφια στο άρθρο ΚΠΔ με το Νόμο 4274/2014 (42) ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 3. ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ Ή ΔΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΤΥΠΟΣ & ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ - Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ - ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ (45) ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ 4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ (ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ) - ΑΜΥΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ (74) 4.1 Διαδικασία βεβαιώσεως του απαραδέκτου (Διατυπώσεις) (74) 4.2 Άμυνα κατά της κήρυξης ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (79) ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ (83) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (107)

5 Σ ε λ ί δ α 5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ: ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ - ΕΝΝΟΙΑ & ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ - ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ / ΣΚΟΠΟΣ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ & ΒΑΣΙΜΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1.1 Ανάγκη ύπαρξης δευτερογενούς δικαιοδοτικής κρίσεως: Πρόβλεψη Ενδίκων Μέσων: Θεωρητική θεμελίωση - Έννοια & Χαρακτηριστικά - Λειτουργικό περιεχόμενο / Σκοπός Μία ιστορική ανασκόπηση στο χώρο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης καταδεικνύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, ότι ουκ ολίγες φορές η πρωτογενής δικαιοδοτική κρίση των δικαστικών οργάνων (πρωτοβάθμιες αποφάσεις και βουλεύματα συμβουλίων κατά κανόνα πλημμελειοδικών), όντας έργο ανθρώπινο, φέρει σοβαρές ελλείψεις, πλημμέλειες και σφάλματα - ειδικά στο χώρο του ποινικού δικαίου τέτοιες εσφαλμένες εκτιμήσεις συνεπάγονται πολλές φορές επονείδιστες και αφόρητες συνέπειες για πρόσωπα που μπορεί να μην είχαν ουδεμία σχέση με την υπό κρίση αξιόποινη πράξη, οδηγώντας στην ολοκληρωτική καταστροφή αθώων πολιτών. Η δικαστική κρίση δύναται να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής πλάνης, υπό την έννοια είτε να μην ανταποκρίνεται στην ουσιαστική αλήθεια του πράγματος, όπως τελικά εκδίδεται και αποτυπώνεται, είτε να προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και τελικώς εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτή η επιτακτική ανάγκη αναγνωρίσεως μίας επιπρόσθετης εκτιμήσεως της υποθέσεως, η οποία, παρότι θα αποτελούσε και αυτή έργο ανθρώπινο, θα συντελούνταν κατά κανόνα από πιο καταρτισμένα ή περισσότερα σε αριθμό πρόσωπα, ελαχιστοποιώντας έτσι τυχόν κινδύνους για εκ νέου λάθος εκτιμήσεις - παράλληλα με τον τρόπο αυτό θα επιδιορθώνονταν οι πλημμέλειες που εμφιλοχωρούσαν στις πρωτογενείς αξιολογήσεις και θα αποκαθίστατο κάθε μορφή

6 Σ ε λ ί δ α 6 αδικίας που είχε αρχικώς συντελεστεί. Με τον τρόπο αυτό η δικαιοσύνη θα επιτελούσε ακόμα πιο ολοκληρωμένα και συνειδητά την αποστολή της, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών και αναμφίβολα το κύρος της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Άλλωστε, όπως εύστοχα έχει υπογραμμισθεί: "Η ποινική καταδίκη δεν είναι σωστό να συντελείται μια και έξω 1 " καθώς και "Το σφάλμα μιας δικαιοδοτικής κρίσης σε βάρος ενός κατηγορούμενου δε μπορεί και δεν πρέπει να διαιωνίζεται στη βάση της επίκλησης της αυθεντίας του δικαστικού οργάνου που δίκασε. Το αλάθητο στην ποινική δίκη, όπως άλλωστε και παντού, είναι αδιανόητο. Ενόψει ακριβώς αυτής της αλήθειας απομένει η αναζήτηση των μηχανών επανόρθωσης 2 ". Η δευτερογενής αυτή αξιολόγηση έχει σημείο αναφοράς την πρωτογενή δικαιοδοτική κρίση: πρόκειται ουσιαστικά για ένα δεύτερο επίπεδο εκτίμησης, το οποίο μετέρχεται και επανεξετάζει την ήδη απονεμημένη δικαιοσύνη, στοχεύοντας στη βελτίωση, αν όχι στην απόλυτη αρτιότητά της. Η ενεργοποίηση του δευτερογενούς αυτού μηχανισμού κρίσεως από ιεραρχικά ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο επιτυγχάνεται με την άσκηση των ενδίκων μέσων. Η πεμπτουσία των ενδίκων μέσων συγκροτείται ακριβώς από όσα ανωτέρω ελέχθησαν: (α) από τη δυνατότητα προσφυγής σε ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο, (β) κατόπιν επισημάνσεως σφάλματος (παραπόνου - μομφής) επί της αρχικής δικαιοδοτικής κρίσης (βούλευμα - απόφαση), (γ) με θεμελιώδες αίτημα την επανεξέταση της υποθέσεως, δια της (ολικής ή μερικής) εξαφάνισης ή μεταρρύθμισης της αρχικά αποτυπωθείσας δικαιοδοτικής κρίσης: με απλά λόγια, σκοπείται η διόρθωση του λάθους, η αποκατάσταση της αδικίας και η διατύπωση νέας σωστής κρίσης. Με την αναγνώριση, τυποποίηση και πραγματική δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων η κάθε δίκη καταλήγει μια πραγματικά δίκαιη δίκη. 1 Βλέπε Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, 4η έκδοση, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2012, σελίδα Βλέπε Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία: Θεωρία - Πράξη - Νομολογία: Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελίδα 581.

7 Σ ε λ ί δ α 7 Ο σκοπός που καλούνται να επιτελέσουν τα ένδικα μέσα στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης είναι διττός: (α) αφενός στοχεύουν στην ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, που αξιώνει έκδοση αντικειμενικά δίκαιης και ορθής απόφασης (εκδηλώνεται κυρίως με την αναγνώριση δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων πρωτίστως στον εισαγγελέα και δευτερευόντως στον πολιτικώς ενάγοντα), (β) αφετέρου καλούνται να διασφαλίσουν με περισσότερες εγγυήσεις τον κατηγορούμενο, ουσιαστικοποιώντας την προστασία του (ενδεικτικές πτυχές: η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, το επεκτατικό αποτέλεσμα, η υποχρεωτική αυτεπάγγελτη έρευνα ορισμένων λόγων αναιρέσεως κοκ). Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα αποτελούν ένα εξαιρετικό φαινόμενο στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα: (α) δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι στρέφονται κατά έγκυρων δικαστικών αποφάσεων, εισάγοντας απόκλιση από τη γενική αρχή του δημοσίου δικαίου περί του κύρους των πολιτειακών πράξεων και (β) οδηγούν σε διασάλευση του κύρους της κρατικής αυθεντίας και σε ανατροπή διαμορφωμένων καταστάσεων. Ακριβώς λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, η θεωρία υπερτονίζει: (α) την αρχή του περιορισμένου ή κλειστού αριθμού τους (ένδικα μέσα είναι μόνο όσα ρητά μνημονεύονται στο νόμο και τίποτε άλλο) και (β) τη δεσμευτική και περιοριστική καταγραφή από το νόμο τόσο των όρων ασκήσεώς τους όσο και των αποτελεσμάτων τους. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της έννοιας των ενδίκων μέσων επιχειρήθηκε από το σύνολο της θεωρίας, καθώς και από πληθώρα αποφάσεων της νομολογίας. Με βάση όσα προηγήθηκαν ευσύνοπτα και άκρως επιγραμματικά στην παρούσα ενότητα, αποδίδοντας επιμέρους πτυχές και χαρακτηριστικά γνωρίσματα τους, ως (γνήσια) ένδικα μέσα θα μπορούσε κανείς να ορίσει τις δικονομικές πράξεις, με τις οποίες: (α) αποδίδεται σφάλμα [που λαμβάνει τη μορφή παραπόνου (όταν ασκούνται από διάδικο) ή μομφής (όταν ασκούνται από εκπροσώπους της εισαγγελικής αρχής)] στην ορθότητα ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσεως (βουλεύματος ή απόφασης), (β) επιδιώκεται ο έλεγχος της από ανώτερο

8 Σ ε λ ί δ α 8 ιεραρχικά δικαιοδοτικό όργανο και (γ) ζητείται η (ολική ή μερική) εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της 3. Ανώτερο ιεραρχικά όργανο είναι είτε (α) αυτό που συγκροτείται από ιεραρχικά ανώτερους και άρα κατά τεκμήριο καλύτερους δικαστές είτε (β) αυτό που απαρτίζεται από περισσότερους σε αριθμό - έστω του ίδιου βαθμού - δικαστές. Από τον ορισμό αυτό προκύπτουν ξεκάθαρα και τα δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ενδίκων μέσων: (α) η επίκληση σφάλματος αναφορικά με ορισμένη δικαιοδοτική κρίση και ειδικότερα αναφορικά με συγκεκριμένο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή απόφαση δικαστηρίου, (β) η κρίση - αξιολόγηση του σφάλματος από ιεραρχικά ανώτερο όργανο. Κλασικά γνήσια ένδικα μέσα στο χώρο της ποινικής δικονομίας είναι κατά το άρθρο 462 ΚΠΔ: (α) η έφεση κατά βουλεύματος, (β) η αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος καθώς και η (γ) έφεση κατά απόφασης και (δ) η αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης. 1.2 Ειδικά: Η Αίτηση Αναιρέσεως Δεδομένου ότι αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής εργασίας αποτελούν η προθεσμία και οι διατυπώσεις ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, κρίνεται ορθό στην εισαγωγική ενότητα να προσεγγίσει κανείς - έστω περιληπτικά - εκ πρώτης την έννοια, το σκοπό και τη λειτουργία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Εν αντιθέσει με την έφεση [όπου σκοπείται η (ολική ή μερική) εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της πρωτόδικης δικαιοδοτικής κρίσης, με επίκληση οποιουδήποτε πραγματικού ή νομικού λόγου], στην αίτηση αναιρέσεως μόνο νομικής (και όχι πραγματικής) φύσεως πλημμέλεια - νομική παράβαση μπορεί να αποδοθεί στην προσβαλλόμενη δικαιοδοτική κρίση. Σκοπείται, λοιπόν, όπως δηλώνει και το ίδιο της το όνομα, η αναίρεση, ήτοι η ακύρωση, της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσεως που εφόσον συντελεστεί, εμφανίζονται δύο πιθανές εκδοχές ως προς την 3 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 42.

9 Σ ε λ ί δ α 9 πορεία της υποθέσεως: (Α) είτε παραπέμπεται η υπόθεση για εκ νέου εκδίκασή της στο ίδιο ή σε άλλο (αρμόδιο) δικαστήριο, (Β) είτε διορθώνεται το σφάλμα από το δικάζον την αναίρεση δικαστήριο και κηρύσσεται (i) η αθώωση του κατηγορουμένου, (ii) η διατήρηση της καταδίκης του, (iii) η οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή τέλος (iv) η ποινική δίωξη ως απαράδεκτη (άρθρα ΚΠΔ). Η ουσιώδης διαφορά έφεσης και αναίρεσης έγινε ήδη αντιληπτή: με την αναίρεση δεν ερευνάται η υπόθεση από πραγματική άποψη - ελέγχεται μόνο η νομική ορθότητα της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης με βάση το υλικό που η ελεγχόμενη δικαιοδοτική κρίση ανέλεγκτα δέχτηκε: δυνατότητα προσαγωγής νέων αποδεικτικών μέσων ή δυνατότητα συμπληρώσεως ή επαναλήψεως της αποδεικτικής διαδικασίας δεν υπάρχει 4. Παρατηρεί κανείς ότι με την έφεση ταυτίζεται η "επανεξέταση" του συνόλου της υποθέσεως (τόσο ως προς το πραγματικό όσο και ως προς το νομικό της κομμάτι) διανοίγοντας έτσι ένα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ στην αναίρεση ζητείται η ακύρωση της δικαιοδοτικής κρίσης για συγκεκριμένη νομική παράβαση, προκειμένου στη συνέχεια να λάβει χώρα η εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε τη νομικά εσφαλμένη απόφαση 5. Συνεπώς με την αναίρεση δεν εισάγεται κάποιος τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας. Πάντως στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η διάκριση - διαφορά μεταξύ πραγματικού και νομικού ζητήματος ορισμένες φορές δεν είναι τόσο εμφανής και αυτονόητη - έχει σχετικό χαρακτήρα: έτσι ορθά ο καθηγητής Μαργαρίτης σημειώνει: "(...) κάποτε στα πλαίσια της αναιρέσεως η επέκταση του ελέγχου και σε πραγματικά περιστατικά είναι αναγκαία. Τούτο συμβαίνει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που τα συγκεκριμένα περιστατικά είτε είναι απαραίτητα για την αποσαφήνιση μιας διαδικαστικής παραβάσεως είτε εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή ή αντιφατικό 6 ". 4 Βλέπε Καρράς Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελίδα 807 και όμοια Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία: Θεωρία - Πράξη - Νομολογία: Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 10.

10 Σ ε λ ί δ α 10 Αναφορικά με τη συγκριτική θεώρηση και την αλληλεπίδραση των δύο κλασικών γνήσιων ενδίκων μέσων που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ κατά άρθρο 462 λεκτέο είναι και το εξής: ο νομοθέτης επέλεξε να παραχωρήσει τη δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις που είτε δεν μπορεί να υπάρξει επανεξέταση της υπόθεσης, κατόπιν ασκήσεως έφεσης (διότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις, όπως απαγγέλθηκαν, είναι ανέκκλητες - μη προσβαλλόμενες δηλαδή με έφεση) είτε μια τέτοια επανεκτίμηση έλαβε ήδη χώρα ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και δεν επέφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα (άρθρο ΚΠΔ: αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης). Πρόκειται για μια λογική πρόβλεψη, αν αναλογιστεί κανείς πως η νομική πλημμέλεια που θα καλούνταν κάποιος να αντιμετωπίσει με την άσκηση αναιρέσεως, μπορεί εκ πρώτης - αν του δίνεται η σχετική δυνατότητα - να ξεπεραστεί με την άσκηση εφέσεως. Εύστοχα, λοιπόν, τα ανωτέρω αποτυπώθηκαν από τον καθηγητή Μαργαρίτη σε μία μόνο φράση: "Ο δρόμος της αναιρέσεως ανοίγει όταν ο δρόμος της έφεσης είναι κλειστός ή έχει ήδη εξαντληθεί 7 ". Πρόκειται για ένα σχήμα που ισχύει καθαρά και μόνο στο χώρο των αποφάσεων - στην προδικασία υφίσταται εντελώς διαφορετική πρόβλεψη. Η κρίση της αναιρέσεως (εν αντιθέσει με αυτή της εφέσεως, που εξετάζεται από το ιεραρχικά ανώτερο εφετείο) ανήκει σε ένα ακόμα ανώτερο του ανώτερου δικαστήριο, δεδομένου ότι με αναίρεση προσβάλλονται και οι αποφάσεις των εφετείων: τον Άρειο Πάγο, που αποτελεί το ανώτατο δικαστήριο της χώρας μας, το λεγόμενο Ακυρωτικό, ακριβώς διότι κρίνει αιτήσεις αναιρέσεως (ήτοι ακυρώσεως). Εν αντιθέσει με το χώρο της εφέσεως, όπου έχει γίνει δεκτό ότι νόμιμα ο νομοθέτης θέτει όρια εκκλητού και άρα περιορισμό στην προσβολή των δικαιοδοτικών κρίσεων με το ένδικο μέσο της εφέσεως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στο χώρο της αναίρεσης: αυτό εξυπηρετεί τη βασική αποστολή που κλήθηκε να 7 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 10.

11 Σ ε λ ί δ α 11 επιτελέσει το ανώτατο Ακυρωτικό της χώρας, ήτοι την ενοποίηση της νομολογίας και την απουσία εσφαλμένων εκτιμήσεων - κρίσεων αναφορικά με νομικής φύσεως ζητήματα: η αναίρεση οδηγεί σε ορθή διάγνωση και επίλυση του νομικού ζητήματος που ανέκυψε και η εμβέλεια της λύσεως δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά έχει και παραδειγματικό χαρακτήρα και για άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Σκοπός της αναίρεσης, με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο η σωστή απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και η ενοποίηση της νομολογίας 8 (δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είναι ένα, σε αντίθεση με τα δευτεροβάθμια δικαστήρια - αρμόδια να κρίνουν εφέσεις - που είναι αριθμητικά περισσότερα). Ειδική περίπτωση αναιρέσεως, που σκοπεί ακριβώς στην ενοποίηση της νομολογίας, συνιστά η ρητά αναγνωρισμένη από τον έλληνα νομοθέτη "αναίρεση υπέρ του νόμου" (άρθρα 483 3, εδάφιο β' στο χώρο των βουλευμάτων και εδάφιο β' ΚΠΔ στο χώρο των αποφάσεων): από την προσεκτική ανάγνωση των σχετικών διατάξεων που την προβλέπουν, διαπιστώνει κανείς πως: (α) ασκείται από τον ανώτερο στην εισαγγελική ιεραρχία εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, (β) μετά τη λήξη της προθεσμίας της κοινής αναιρέσεως, (γ) αφορά οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων της προδικασίας (483 3 ΚΠΔ) ή της διαδικασίας (στο ακροατήριο) (505 2 ΚΠΔ), (δ) σκοπείται να δοθεί αυθεντικά σωστή λύση σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που αντιμετωπίστηκε λανθασμένα, ενώ τέλος (ε) κατά ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη δε βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων 9. Η συγκεκριμένη μορφή αναίρεσης δικάζεται κατά ρητή επιταγή του νόμου από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (άρθρο τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ). 8 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα (υπό στοιχείο ε') είχε σαν αποτέλεσμα αρχικά να μη γίνει αποδεκτός ο θεσμός της αναίρεσης υπέρ του νόμου με το αιτιολογικό ότι μεταβάλλει το Ανώτατο Δικαστήριο σε ακαδημία θεωρητικής απλώς λύσεως νομικών ζητημάτων.

12 Σ ε λ ί δ α Παραδεκτό & Βάσιμο της Αιτήσεως Αναιρέσεως Η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στρέφεται είτε κατά βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου είτε κατά απόφασης δικαστηρίου: στη πρώτη περίπτωση (βουλεύματα), η αναίρεση εισάγεται ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα στο ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο (άρθρο ΚΠΔ), στη δεύτερη περίπτωση (αποφάσεις) η αναίρεση εισάγεται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς συζήτηση στο ακροατήριο του ανώτατου Ακυρωτικού: στη τελευταία αυτή εκδοχή αναγνωρίζεται προσθέτως η δυνατότητα στον εισαγγελέα να εισάγει την αναίρεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αν κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται από τη σοβαρότητα των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης και εφόσον έχει τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (άρθρο ΚΠΔ). Από τη στιγμή που ο Άρειος Πάγος κληθεί να αποφανθεί επί της αναιρέσεως, η σχετική κρίση του διέρχεται από δύο επιμέρους διαδικαστικά στάδια αξιολογήσεως, από δύο αλληλοδιάδοχες φάσεις με αυστηρή δομή και χρονική αλληλουχία: (α) το παραδεκτό και (β) το βάσιμο της αιτήσεως αναιρέσεως. Η εκτίμηση του βασίμου ακολουθεί - έπεται πάντοτε της σχετικής κρίσης περί παραδεκτού ή μη της αιτήσεως αναιρέσεως και συγκεκριμένα λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον η αναίρεση κριθεί αρχικά ως παραδεκτά ασκηθείσα. (α) Παραδεκτό: πρόκειται ουσιαστικά για το σύνολο των προϋποθέσεων που τίθενται από το νομοθέτη και πρέπει να συντρέχουν για τη νόμιμη άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες: (I) Το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, που περιλαμβάνει: (α) το είδος της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης (βούλευμα - απόφαση) (Η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να εντάσσεται σε αυτές σε βάρος των οποίων ρητά δίνεται από το νομοθέτη το δικαίωμα να ασκηθεί αναίρεση) και (β) την ιδιότητα του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο (θα πρέπει να είναι δικαιούμενος ρητά από το νόμο σε άσκηση αναίρεσης),

13 Σ ε λ ί δ α 13 (ΙΙ) Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για άσκηση αναίρεσης στο πρόσωπο του ασκούντος αυτή, (ΙΙΙ) Το εμπρόθεσμο της αιτήσεως αναιρέσεως (ήτοι η άσκηση της μέσα στην προθεσμία που τάσσει ρητά ο νόμος) (IV) Η τήρηση των διατυπώσεων που θέτει ο νόμος αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της αναίρεσης και τέλος (V) Η μη παραίτηση από τυχόν ήδη ασκηθείσα αναίρεση ή από το δικαίωμα του προσώπου να την ασκήσει. (β) Βάσιμο: Όπως σημειώθηκε, ο Άρειος Πάγος εισέρχεται στη φάση εξέτασης του βασίμου της αναίρεσης, μόνο εφόσον έχει κριθεί πρώτα το παραδεκτό της και διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις του. Πρόκειται για κρίση, που με τη σειρά της διέρχεται από δύο επιμέρους στάσεις: εξετάζεται (i) αρχικά η νομική βασιμότητα του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ήτοι εάν η ασκηθείσα αναίρεση περιέχει έναν τουλάχιστον λόγο που προβλέπεται - στηρίζεται στο νόμο (άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ) και (ii) εν συνεχεία, η ουσιαστική βασιμότητα της αναίρεσης, ήτοι εάν ο λόγος που απεδείχθη ότι στηρίζεται στο νόμο και για τον οποίο ασκήθηκε η αναίρεση αποδεικνύεται τελικά και πραγματικός, αληθινός, υπαρκτός. Πρέπει να γίνει απολύτως σαφές στο σημείο αυτό ότι ο Άρειος Πάγος δε μπορεί να εξετάσει την ουσία του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως (την ουσιαστική της βασιμότητα), έστω κι αν είναι πρόδηλο ότι είναι βάσιμη, εάν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού ερευνώνται αυτεπαγγέλτως από το δικαιοδοτικό όργανο που καλείται να κρίνει το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Και οι λόγοι που στηρίζουν το ένδικο μέσο της αναίρεσης πρέπει να εκτιμώνται - αξιολογούνται: συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος καλείται να αποφανθεί: (α) περί του παραδεκτού τους (εάν και κατά πόσο είναι σαφείς και ορισμένοι ως προς το περιεχόμενό τους) και εν συνεχεία, (β) περί του βασίμου τους (νομικά βάσιμοι: εάν προβλέπονται - στηρίζονται στο νόμο / ουσιαστικά βάσιμοι: εάν

14 Σ ε λ ί δ α 14 αποδεικνύονται και αληθινοί). Ομοίως και εδώ, μόνο εάν καταφαθεί το παραδεκτό των επικαλούμενων λόγων του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ακολουθεί η εξέταση της βασιμότητάς τους. Από τις ανωτέρω προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως επιλέχθηκαν ως κεντρική θεματική της παρούσης διπλωματικής εργασίας (α) το εμπρόθεσμο και (β) οι διατυπώσεις ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως (ήτοι η άσκηση της μέσα στην προθεσμία που τάσσει ρητά ο νόμος και η άσκησή της κατά τους τρόπους που ορίζει ευθέως ο νομοθέτης), η ανάπτυξη των οποίων ακολουθεί ευθύς αμέσως στο δεύτερο και τρίτο μέρος. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 2. Η ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 473 ΚΠΔ - ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΚΠΔ - Η ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΚΠΔ - ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΠΔ ΚΑΙ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ - ΕΙΔΙΚΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 507 ΚΠΔ - ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ - ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ "ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ Η' ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΥ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ" - ΕΙΔΙΚΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ - ΕΙΔΙΚΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 2.1 Η γενική πρόβλεψη του άρθρου 473 ΚΠΔ Η προϊσχύουσα Ποινική Δικονομία αντιμετώπιζε το ζήτημα της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων με όχι συστηματικό, οργανωμένο, κανονιστικό τρόπο: περιείχε διάσπαρτες επιμέρους ρυθμίσεις για κάθε περίπτωση ενδίκου μέσου ξεχωριστά. Γρήγορα η επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου θεώρησε ότι έπρεπε να υπάρξει μία ριζική μεταβολή στην εν λόγω θεματική, προβάλλοντας ως

15 Σ ε λ ί δ α 15 επιτακτική ανάγκη την πρόβλεψη μίας γενικής διάταξης που θα όριζε μια γενική προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Οδηγηθήκαμε έτσι στη σημερινή διάταξη του άρθρου 473 ΚΠΔ, αφού πρώτα είχαν προταθεί και άλλες προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων (όπως η τριήμερη του Σχεδίου ΚΠΔ 1934 αρχούσης από την έκδοση της απόφασης ή η εν συνεχεία πενθήμερη). Το σημερινό άρθρο 473 ΚΠΔ με τίτλο "Προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων" προβλέπει: "1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα (10) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα (30) ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων αρχίζει από την πραγματική κοινοποίησή τους (άρθρο ΚΠΔ). Αν δεν έχει γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός (1) μηνός από την έκδοση του βουλεύματος. / 2. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί και από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1 (προφανές εδώ είναι το σφάλμα παραπομπής στην παράγραφο 1 - εννοείται η παράγραφος 3: θα αναπτυχθεί στην παρούσα θεματική). Η δήλωση αυτή μπορεί να συμπληρώνει και την αίτηση αναίρεσης που τυχόν ασκήθηκε σύμφωνα με το επόμενο άρθρο και που δεν περιέχει ορισμένους λόγους. / 3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, διαφορετικά ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώρηση της καθαρογραμμένης

16 Σ ε λ ί δ α 16 απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώρηση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής. Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. / 4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου". Κρίνεται σκόπιμο αρχικώς να επιχειρήσουμε μία σύντομη γενική ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 473 ΚΠΔ, που καλύπτει την προθεσμία εν γένει των ενδίκων μέσων, πριν αναφερθούμε ειδικά στις προθεσμίες ασκήσεως της αναίρεσης. Το ένδικο μέσο, προκειμένου να κριθεί παραδεκτό, πρέπει να ασκηθεί μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο νόμος: με βάση το άρθρο ΚΠΔ η προθεσμία αυτή είναι: (α) 10ήμερη από τη δημοσίευση της απόφασης με πρόσθετη προϋπόθεση ο δικαιούμενος σε άσκηση ενδίκου μέσου να είναι παρών κατά την απαγγελία της, (β) 10ήμερη από την επίδοση της απόφασης στις περιπτώσεις που ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης και είναι κάτοικος εσωτερικού ή γνωστής διαμονής, (γ) 30ήμερη από την επίδοση της απόφασης, εφόσον δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της και είναι κάτοικος εξωτερικού ή αγνώστου διαμονής. Οι ανωτέρω προθεσμίες κατά ρητή επιταγή του νόμου ισχύουν "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά" - συνεπώς, ειδικότερη προθεσμία ρητά αναγνωρισμένη υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου ΚΠΔ. Κρίσιμος όρος για τις προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, είναι ο όρος "παρών" - αν ο δικαιούμενος σε άσκηση ενδίκου μέσου είναι ή όχι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης: έχει γίνει δεκτό ότι ο

17 Σ ε λ ί δ α 17 όρος αυτός αναφέρεται σε πραγματική αυτοπρόσωπη παρουσία ή εκπροσώπηση. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ο "ωσεί παρών" του άρθρου ΚΠΔ, ήτοι ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από συνήγορο, αλλά έχει νομίμως κλητευθεί, ΔΕΝ θεωρείται παρών - συνεπώς, οι σχετικές προθεσμίες γι' αυτόν τρέχουν από την επίδοση της απόφασης. Αντίθετα, ο δια συνηγόρου παριστάμενος κατηγορούμενος (άρθρα 340 2, 344 1, 346, 347 1, 348, και ΚΠΔ) θεωρείται πραγματικά παρών και έτσι η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, μη απαιτούμενης επιδόσεως. Για την τελευταία περίπτωση του δια συνηγόρου παρισταμένου κατηγορούμενου έχουν υποστηριχθεί και δύο διαφορετικές απόψεις: (α) η αντίθετη άποψη από το Ζησιάδη και τον Πετρόχειλο, οι οποίοι δέχονται ότι η προθεσμία στις περιπτώσεις αυτές αρχίζει από την επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο και όχι από τη δημοσίευση, (β) η ενδιάμεση άποψη του Ζαχαριάδη, που δέχεται ότι η προθεσμία αρχίζει για μεν το συνήγορο που ήταν παρών από τη δημοσίευση της απόφασης, για το δε κατηγορούμενο από την επίδοσή της σε αυτόν. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αποχωρεί μετά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, εφαρμογή βρίσκει η διάταξη του άρθρου εδάφιο α' και β' ΚΠΔ: "Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας. Επιτρέπεται όμως στο συνήγορο του κατηγορουμένου να παραστεί αντί γι' αυτόν": συνεπώς, η διαδικασία δεν κωλύεται και η προθεσμία, εφόσον εκπροσωπείται από το συνήγορό του, τρέχει από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Ειδικά για την προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων το εδάφιο γ' του άρθρου ΚΠΔ προβλέπει ότι είναι είτε (α) 10ήμερη από την επίδοση του βουλεύματος, εφόσον ο δικαιούμενος είναι κάτοικος εσωτερικού ή γνωστής διαμονής είτε (β) 30ήμερη από την επίδοση του βουλεύματος, εφόσον ο δικαιούμενος είναι κάτοικος εξωτερικού ή αγνώστου διαμονής. Εννοείται ότι και στο χώρο των βουλευμάτων οι ανωτέρω προθεσμίες κατά ρητή επιταγή του νόμου ισχύουν "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά" - συνεπώς, ειδικότερη

18 Σ ε λ ί δ α 18 προθεσμία ρητά αναγνωρισμένη υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου εδάφιο γ' ΚΠΔ. Ειδικά για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά ρητή επιταγή του άρθρου εδάφιο δ' ΚΠΔ η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου αρχίζει από την πραγματική κοινοποίηση σε αυτόν του βουλεύματος που γίνεται κατά το άρθρο ΚΠΔ: μόλις, δηλαδή, εκδοθεί με επίδοση αντιγράφου από το γραμματέα του δικαστικού συμβουλίου στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του πρωτοτύπου στον εισαγγελέα (συντάσσεται κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου έκθεση γι' αυτή την κοινοποίηση). Εάν δε γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός (1) μήνα από την έκδοση του βουλεύματος (άρθρο τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ). Η τελευταία αυτή προθεσμία παλαιότερα ίσχυε για όλους τους εισαγγελείς αδιακρίτως - σήμερα πλέον ισχύει μόνο για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Παλαιότερα στην παράγραφο 1 του άρθρου 473 ΚΠΔ υπήρχε ένα ακόμα εδάφιο στο τέλος, που όριζε: "Η προθεσμία για αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης". Η εν λόγω πρόβλεψη είχε περιεχόμενο και ουσία όσο το ίδιο πρόσωπο ήταν δικαιούμενο σε άσκηση αμφότερων των ενδίκων μέσων της εφέσεως και της αναιρέσεως κατά του αυτού βουλεύματος: οπότε και έπρεπε να ρυθμιστεί από το νομοθέτη αυτοτελώς το ζήτημα έναρξης της προθεσμίας έκαστου ενδίκου μέσου. Σήμερα πλέον, κανένα πρόσωπο στα πλαίσια της προδικασίας δε δύναται να ασκήσει και έφεση και αναίρεση κατά του ίδιου βουλεύματος - για το λόγο αυτό το συγκεκριμένο εδάφιο απαλείφθηκε με το άρθρο 34 του νόμου 3904/2010. Όταν ο κατηγορούμενος είναι απών κατά την απαγγελία της απόφασης, σημειώθηκε ήδη, ότι πρέπει να υπάρξει επίδοση της: αυτή εξυπηρετεί αφενός μεν την πλήρη γνώση του περιεχομένου της απόφασης εκ μέρους του - γνώση που είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική άσκηση των αναγνωρισμένων σε αυτών δικαιωμάτων - αφετέρου σηματοδοτεί την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως των

19 Σ ε λ ί δ α 19 ενδίκων μέσων 10. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η επίδοση να είναι έγκυρη. Αν η επίδοση του βουλεύματος ή της απόφασης είναι άκυρη, ως μη γενόμενη, η προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει και συνεπώς η μεταγενέστερη άσκηση ενδίκου μέσου θεωρείται εμπρόθεσμη και αυτό παραδεκτό. Το ζήτημα της έγκυρης επιδόσεως χρειαζόταν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ιδιαίτερη προσοχή στο χώρο του βουλεύματος: εάν η επίδοση του κρινόταν άκυρη, η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως δεν άρχιζε να τρέχει και η τυχόν ασκούμενη εναντίον του αναίρεση ήταν απαράδεκτη 11. Έντονο πρόβλημα στο χώρο της επιδόσεως, σχετιζόμενο αντίστοιχα και με την έναρξη των προθεσμιών ασκήσεως των ενδίκων μέσων, προέκυψε κυρίως σε νομολογιακό επίπεδο αναφορικά με το εάν πρέπει να γίνεται επίδοση πλήρους αντιγράφου της δικαιοδοτικής κρίσεως ή εάν αρκεί επίδοση αποσπάσματος: - Αρχικά υιοθετήθηκε η άποψη ότι η επίδοση αποσπάσματος ΔΕΝ αρκεί και ότι απαιτείται για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων η επίδοση πλήρους αντιγράφου της αποφάσεως. - Με τις αποφάσεις υπ' αριθμόν 66 και 67/2002 τμημάτων του Αρείου Πάγου το ζήτημα παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια. - Η Ολομέλεια Αρείου Πάγου εξέδωσε τελικά τις υπ' αριθμόν 3 και 4/2002 αποφάσεις με τις οποίες θεώρησε αρκετή για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων την επίδοση αποσπάσματος. Έκτοτε την άποψη της Ολομέλειας ακολουθεί σταθερά η νομολογία και στο χώρο της εφέσεως και στο χώρο της αναιρέσεως, προβλέποντας συγχρόνως ως ελάχιστο περιεχόμενο του αποσπάσματος επί καταδικαστικής αποφάσεως: τον αριθμό της απόφασης, το είδος της πράξης ή τη διάταξη που την προβλέπει, την επιβληθείσα ποινή. Επί οποιασδήποτε άλλης αποφάσεως αξιώνει τη συνοπτική αναφορά του διατακτικού της. 10 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

20 Σ ε λ ί δ α 20 - Προσωπικά συντασσόμαστε με την άποψη του καθηγητή Μαργαρίτη 12 που αξιώνει επίδοση πλήρους αντιγράφου της δικαιοδοτικής κρίσης - θέση που είχε και το Ανώτατο Ακυρωτικό μέχρι το έτος Το άκυρο της επιδόσεως κρίνεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 154 και επόμενα ΚΠΔ, η παράβαση των οποίων επιφέρει σχετική ακυρότητα κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρο ΚΠΔ). Αν στη δικογραφία ΔΕΝ υπάρχει αποδεικτικό επιδόσεως, η άσκηση του ενδίκου μέσου τεκμαίρεται εμπρόθεσμη, όποτε κι αν γίνει. Επιπρόσθετα, το ένδικο μέσο θεωρείται εμπρόθεσμο και όταν από παραδρομή του γραμματέα η έκθεση ασκήσεώς του φέρει προδήλως εσφαλμένη ημερομηνία και το εμπρόθεσμο προκύπτει αναμφίβολα από άλλα στοιχεία. Τέλος, η απουσία νόμιμης επιδόσεως ΔΕΝ αναπληρώνεται από γνώση που προήλθε εξαιτίας άλλων συμβάντων που έλαβαν χώρα. Το εμπρόθεσμο του ενδίκου μέσου συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση ελεγχόμενη αυτεπαγγέλτως από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Ζήτημα προέκυψε επίσης και ως προς το εάν είναι αναγκαία η αναγραφή στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της τυχόν ακυρότητας της επιδόσεως (που θα οδηγήσει τελικώς στο εμπρόθεσμο του): - Η άποψη της θεωρίας είναι αρνητική: δεν απαιτείται η ρητή αναγραφή στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της ακυρότητας της επιδόσεως. - Το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας υιοθετεί την άποψη της θεωρίας. - Υποστήριξη, ωστόσο, βρήκε και η αντίθετη άποψη, που αξιώνει την ρητή αναγραφή της ακυρότητας της επιδόσεως στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν πάρα την ακυρότητα της επιδόσεως, το ένδικο μέσο απορριφθεί ως απαράδεκτο (εκπρόθεσμο), η απόφαση ή το βούλευμα υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση εξουσίας (εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως) Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 113.

21 Σ ε λ ί δ α 21 Ο υπολογισμός της προθεσμίας γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 166 2, 168 και 169 ΚΠΔ: Συνεπώς, όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες ΔΕΝ υπολογίζεται η μέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία: έτσι, έχει επικρατήσει να λέγεται ότι η προθεσμία τρέχει από την επομένη της επιδόσεως της δικαιοδοτικής κρίσεως ή από την επομένη της δημοσιεύσεως της απόφασης (η ημέρα δημοσιεύσεως της απόφασης ή επίδοσης του βουλεύματος ή της αποφάσεως ΔΕΝ υπολογίζεται). Αν η τελευταία μέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα - προσοχή: η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο τη τελευταία μέρα: συνεπώς, αν η επομένη της επιδόσεως - ήτοι η εναρκτήρια - είναι εξαιρετέα μέρα υπολογίζεται κανονικά. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε μήνες γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται το άρθρο του Αστικού Κώδικα: "Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, κι εάν δεν υπάρχει αντίστοιχη, η τελευταία ημέρα του μηνός". Κατά το άρθρο ΚΠΔ: "Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για... την άσκηση ενδίκων μέσων θεωρείται ότι λήγει τη στιγμή που λήγει η τελευταία εργάσιμη ώρα του αρμόδιου δικαστικού γραφείου": η πέραν του κανονικού ωραρίου άσκηση ενδίκου μέσου κατά μία άποψη τη καθιστά άκυρη, κατ' άλλη - επικαλούμενη το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ - έγκυρη, ενώ αν ο υπάλληλος αποχωρεί αποδεδειγμένα πριν από τη λήξη της τελευταίας εργάσιμης ώρας, η προθεσμία επεκτείνεται και στην επόμενη ημέρα. Αν η τελευταία ημέρα είναι Σάββατο, η προθεσμία παρεκτείνεται μέχρι τη Δευτέρα 14. Οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος στο άρθρο 473 ΚΠΔ είναι ανατρεπτικές: ο δικαιούχος εκπίπτει του δικαιώματος, εάν δεν προβεί στην άσκηση του ενδίκου μέσου εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (με την επιφύλαξη επίκλησης της ανωτέρας βίας - δεδομένης της αρχής "ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα"). 14 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

22 Σ ε λ ί δ α 22 Το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί και πριν την επίδοση - σε κάθε περίπτωση όμως μετά την έκδοση του βουλεύματος ή της απόφασης 15, ενώ, αν ο χρόνος ασκήσεως ενδίκου μέσου αυξήθηκε με νέο νόμο και ο νέος νόμος τέθηκε σε ισχύ όσο ακόμα τρέχει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου με βάση τον παλαιότερο νόμο, ισχύει η νέα ευμενέστερη μεγαλύτερη προθεσμία Το ειδικό εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αναιρέσεως κατά αποφάσεων του άρθρου ΚΠΔ Η παράγραφος 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ εισάγει εξαίρεση ως προς το εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας για την άσκηση αίτησης αναιρέσεως κατά αποφάσεων: η προθεσμία τρέχει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου (και όχι από τη δημοσίευση). Εάν μάλιστα η καθαρογράφηση δε συντελεστεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη (η μη καθαρογραφή της εντός της ανωτέρω ταχθείσας προθεσμίας δεν προκαλεί ούτε σχετική ακυρότητα, αφού ο νόμος δεν απαγγέλει κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και απόλυτη, αφού σε τίποτα δεν βλάπτονται τα δικαιώματα του κατηγορούμενου). Το ειδικό αυτό εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως δικαιολογείται από δύο παράγοντες: (α) τέθηκε προκειμένου να υπάρχει πραγματική δυνατότητα ασκήσεως βάσιμης αναιρέσεως, πράγμα που είναι εφικτό μόνο μετά την καθαρογραφή της αποφάσεως, αφού πριν οι νομικές πλημμέλειες δεν είναι γνωστές και (β) να μην υπάρχουν - όπως στο προγενέστερο καθεστώς - ανισότητες στην αιτιολογία των αποφάσεων, υπό την έννοια ότι παλαιότερα οι αποφάσεις που προσβάλλονταν με αναίρεση συντάσσονταν τελικά μεταγενέστερα με μεγαλύτερη επιμέλεια σε αντίθεση με εκείνες που δεν προσβάλλονταν Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 115.

23 Σ ε λ ί δ α 23 Καθαρογραφή της αποφάσεως είναι η υπογραφή της αποφάσεως από το διευθύνοντα τη συνεδρίαση κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση. Δεν απαιτείται δακτυλογράφηση - αρκεί και η χειρόγραφη διατύπωση, με την προϋπόθεση ότι είναι δεκτική αναγνώσεως με ευκρίνεια μη απαιτώντας "αποκρυπτογράφηση" 17. Έχει γίνει δεκτό ότι εφόσον κατά το χρόνο της καθαρογραφής της αποφάσεως δεν υπάρχει ειδικό βιβλίο, η προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επιδόσεως της καθαρογραμμένης αποφάσεως. Η έναρξη της προθεσμίας της αναιρέσεως κατά το άρθρο ΚΠΔ αφορά όλους τους δικαιούμενους της (διαδίκους και εισαγγελείς). Εάν ο δικαιούμενος ήταν παρών στην απαγγελία της απόφασης, η προθεσμία της αναίρεσης τρέχει από την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο - όντας παρών κατά τη δημοσίευσή της δεν απαιτείται επίδοση της απόφασης στο δικαιούμενο. Εάν ο δικαιούμενος ήταν απών κατά τη δημοσίευση της απόφασης απαιτείται, όπως ελέχθη, επίδοση της απόφασης: οφείλουμε, λοιπόν, να διακρίνουμε όσον αφορά την έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως: (α) εάν γίνει πρώτα η επίδοση της απόφασης και εν συνεχεία η καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την καταχώρηση, (β) εάν γίνει πρώτα η καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο και εν συνεχεία η επίδοση της απόφασης, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη για την έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως το δεύτερο χρονικά γεγονός (επίδοση ή καταχώρηση), δεδομένου ότι απαιτούνται και τα δύο εκ του νόμου. Το άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ ορίζει: "Η καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώρηση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής": αυτό πρακτικά σημαίνει το εξής: μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες προβλέπει ο νόμος ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου πρέπει να καθαρογράψει την απόφαση. Εάν δεν το 17 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 115.

24 Σ ε λ ί δ α 24 πράξει, η καταχώρηση τεκμαίρεται ότι συντελέστηκε τη 15η ημέρα και συνεπώς, από την επομένη εκείνης (ήτοι από τη 16η ημέρα) τεκμαίρεται επίσης πλασματικά ότι αρχίζει να τρέχει η 10ημερη ή 20ημερη (κατ' άρθρο ΚΠΔ) προθεσμία ασκήσεως της αναίρεσης: παρελθούσης, λοιπόν, και της 10ήμερης ή 20ήμερης αυτής προθεσμίας αναιρέσεως, αρχίζει η παραγραφή της ποινής (Σχηματικά: δημοσίευση απόφασης + 15 ημέρες + 10 ή 20 ημέρες = από εκεί και έπειτα παραγραφή της ποινής). Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι με βάση τα ανωτέρω, ξεκινάει η παραγραφή ποινών σε αποφάσεις που ακόμα δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες κατ' εξαίρεση του άρθρου 114 ΠΚ (αφού η προθεσμία της αναίρεσης εκκινεί από την πραγματική καθαρογραφή της απόφασης, που εν προκειμένω δεν έχει λάβει χώρα - άρα δεν έχει ακόμα ξεκινήσει η προθεσμία αναιρέσεως - άρα η απόφαση δεν είναι αμετάκλητη - κι όμως ξεκινάει η παραγραφή της ποινής)! Δεν υφίσταται υποχρέωση της γραμματείας για ειδοποίηση του κατηγορουμένου, όταν συντελείται η καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο ποινικό δικαστήριο - πράγμα το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή: θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά, ώστε να μη χαθεί η σχετική προθεσμία αναιρέσεως. Κατ' άρθρο εδάφιο β' ΚΠΔ, όπως σημειώθηκε και ανωτέρω, η ημέρα της καταχωρήσεως δεν υπολογίζεται - η προθεσμία ξεκινάει από την επομένη. Εάν τυχόν υπάρχουν δύο καταχωρήσεις στο βιβλίο, λαμβάνεται υπόψη η χρονικά προγενέστερη - εφόσον είναι έγκυρη. Τέλος, όσον αφορά την παράγραφο 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, είναι πρόδηλο ότι αφορά μόνο αποφάσεις και όχι βουλεύματα ("...από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρηθεί..."). Τελεσίδικες, δε, αποφάσεις κατά την έννοια του άρθρου αυτού είναι: (α) οι αποφάσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και (β) οι εξυπαρχής ανέκκλητες αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βλέπε Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία: Θεωρία - Πράξη - Νομολογία: Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελίδα 621 και όμοια Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

25 Σ ε λ ί δ α Η ειδική προθεσμία άσκησης αναιρέσεως κατά καταδικαστικών αποφάσεων του άρθρου ΚΠΔ Ειδική προθεσμία (και τρόπο άσκησης) για την αίτηση αναιρέσεως προβλέπει ρητά η παράγραφος 2 του άρθρου 473 ΚΠΔ: έτσι, κατά καταδικαστικής αποφάσεως ο κατηγορούμενος μπορεί να προσβάλλει τη σχετική δικαιοδοτική κρίση σε προθεσμία όχι δέκα (10) αλλά είκοσι (20) ημερών με άσκηση αναίρεσης με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία αυτή άρχεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3: ήτοι από την καταχώρηση της τελεσίδικης απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Εκείνα που πρέπει να προσεχθούν αναφορικά με την εν λόγω ρύθμιση είναι τα ακόλουθα: όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία, αφορά μόνο καταδικαστικές αποφάσεις και μόνο εφόσον η αναίρεση ασκείται από τον κατηγορούμενο. Αναφορικά με το σκοπό πρόβλεψης αυτής της μεγαλύτερης προθεσμίας (20ήμερης έναντι γενικής 10ήμερης) η Εισηγητική Έκθεση του ΚΠΔ αναφέρει ότι το δικαίωμα τούτο παρασχέθηκε, διότι πολλές φορές δεν έχουν συνταχθεί εντός της δεκαήμερης προθεσμίας η προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά και δε δύναται να γνωρίζει ο κατηγορούμενος τις πλημμέλειες που φέρει η απόφαση και είναι σε θέση να θεμελιώσουν λόγους αναίρεσης. Ουσιαστικά αναφέρεται στον κεντρικό προβληματισμό για τον οποίο άλλωστε προβλέφτηκε από το νομοθέτη το ειδικό εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως: αναφέραμε και παραπάνω ότι μόνο για την αναίρεση κατά αποφάσεων ο νομοθέτης στην παράγραφο 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ αναγνώρισε διαφορετικό εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεώς της (την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο) ακριβώς για να δώσει τη δυνατότητα να ασκούνται δομημένες και "σοβαρές" αναιρέσεις, έχοντας ο δικαιούμενος μπροστά του το πλήρες κείμενο της απόφασης. Όσο δεν υπήρχε η ειδική πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ είναι φανερό ότι

26 Σ ε λ ί δ α 26 η ρύθμιση της παραγράφου 2, αναγνωρίζοντας μεγαλύτερη προθεσμία, επιτελούσε πράγματι ουσιαστική λειτουργία - από τη στιγμή όμως που προβλέφθηκε το ειδικό εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναίρεσης κατά αποφάσεως στην παράγραφο 3, η ειδικότερη προθεσμία της παραγράφου 2 μοιάζει πλέον να στερείται περιεχομένου. Στις μέρες μας η χρήση της παραγράφου 2 γίνεται μόνο στις περιπτώσεις απώλειας της κοινής 10ήμερης προθεσμίας και στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη συμπληρώσεως της ασκηθείσας με το γενικό τρόπο και μη περιέχουσας ορισμένους λόγους αναίρεσης (άρθρο τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ). Τέλος, αναφορικά με την παράγραφο 2 του άρθρου 473 ΚΠΔ λεκτέο είναι το εξής: γίνεται λόγος για "... προθεσμία είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1": Σημειώθηκε ήδη ότι, όταν ψηφίσθηκε η εν λόγω διάταξη, παράγραφος 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ δεν υπήρχε. Η προθεσμία της αναίρεσης άρχιζε κατά την παράγραφο 1, ήτοι από τη δημοσίευση της απόφασης - έτσι, λοιπόν, δικαιολογείται η ρητή παραπομπή στην παράγραφο 1. Το ορθό είναι να τροποποιηθεί πλέον η παράγραφος 2 λόγω προφανούς νομοτεχνικής παραδρομής και να παραπέμπει ευθέως στην παράγραφο 3, που θεμελιώνει πια το εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως, που είναι η καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου. Άλλωστε, η παράγραφος 3 μιλάει γενικά για έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως χωρίς να διακρίνει ανάλογα με τον τρόπο άσκησης αυτής: ήτοι με το εάν η αναίρεση ασκείται με το συνήθη τρόπο του άρθρου ή τον ειδικό τρόπο του άρθρου ΚΠΔ - αλλά και από τη φύση του πράγματος, οδηγούμαστε στο αυτό συμπέρασμα. Διευκρινίζεται ότι κατά πάγια νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου ΚΠΔ ΔΕΝ αφορά την από τον κρατούμενο άσκηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης ενώπιον του Διοικητή φυλακών 19 - θέση, η οποία προσωπικά δε μας βρίσκει σύμφωνους. 19 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

27 Σ ε λ ί δ α Ειδικές προθεσμίες ασκήσεως αναιρέσεως που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις του ΚΠΔ και ειδικών ποινικών νόμων - Ειδικά το άρθρο 507 ΚΠΔ Οι γενικές προθεσμίες για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, που εντάσσονται στο άρθρο 473 ΚΠΔ και εκτέθηκαν ανωτέρω, κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη ισχύουν "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά" - συνεπώς, ειδικότερη προθεσμία ρητά αναγνωρισμένη στον ΚΠΔ ή σε ειδικό ποινικό νόμο υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου ΚΠΔ. Μελετώντας προσεκτικά τον ΚΠΔ τέτοιες ειδικότερες προθεσμίες εντοπίζουμε στα ακόλουθα άρθρα: - άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ: ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479: ήτοι μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την έκδοσή του (σχετική ανάπτυξη θα ακολουθήσει σε επόμενη ενότητα αναφορικά με την προθεσμία ασκήσεως της αναίρεσης στο χώρο των βουλευμάτων), - άρθρο ΚΠΔ: ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479: ήτοι μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από τη δημοσίευσή της (σχετική ανάπτυξη θα ακολουθήσει σε επόμενη ενότητα αναφορικά με την προθεσμία ασκήσεως της αναίρεσης στο χώρο των αποφάσεων) - άρθρο 507 ΚΠΔ: Διαβάζοντας κανείς το εν λόγω άρθρο, διαπιστώνει την πρόβλεψη από το νομοθέτη τριών διαφορετικών ειδικότερων (από το άρθρο 473 ΚΠΔ) προθεσμιών αναφορικά με την αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεων: έτσι (α) κατά την παράγραφο 1 εδάφιο β': για τον εισαγγελέα που δεν υπηρετεί στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση η προθεσμία αναίρεσης είναι δεκαπενθήμερη (15) από τη δημοσίευση της απόφασης, (β) κατά την παράγραφο 2: για τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του πταισματοδικείου που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου η προθεσμία αναίρεσης είναι μηνιαία από τη δημοσίευση της απόφασης και τέλος

28 Σ ε λ ί δ α 28 (γ) κατά την παράγραφο 3: για τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο χρηματική ποινή, η προθεσμία αναίρεσης είναι δίμηνη από τη δημοσίευση της απόφασης. Πρόκειται για άρθρο, που στην αρχική του μορφή περιλάμβανε μόνο την παράγραφο 1. Με το άρθρο 7 του Νόμου 663/1977 προστέθηκαν οι παράγραφοι 2, 3 και 4, οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες ως προς το περιεχόμενό τους μέχρι και σήμερα. Στην Εισηγητική Έκθεση του Νόμου 663/1977 προβλέπεται ο λόγος για τον οποίο εισήχθησαν οι παράγραφοι 2 και 3, εισάγοντας ειδικότερες προθεσμίες αναίρεσης: στόχος υπήρξε η απαλλαγή των υπηρεσιών από τις πολυάριθμες επιδόσεις, που δεν έχουν ουσιαστική σημασία, όσον αφορά τις ανέκκλητες αποφάσεις των πταισματοδικείων και των μονομελών πλημμελειοδικείων, και οι οποίες έχουν σκοπό να κινήσουν την προθεσμία της αναίρεσης, δεδομένου ότι η άσκηση αναίρεσης στις περιπτώσεις αυτές είναι σπάνια. Αρχικά, να σημειωθεί ότι το άρθρο 507 ΚΠΔ στην παράγραφο 1, εδάφιο α' αυτού παραπέμπει ρητά - αναφορικά με την προθεσμία ασκήσεως αναίρεσης κατά απόφασης - στη γενική ρύθμιση του άρθρου 473 ΚΠΔ, ερμηνευτική προσέγγιση του οποίου υπήρξε σε προηγούμενη θεματική. Σχετικά με την παράγραφο 1, εδάφιο β' αυτού: πρόκειται για ρύθμιση που καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο τον εισαγγελέα που δεν υπηρετεί στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση: συνδυαστικά με το άρθρο εδάφιο δ' ΚΠΔ, πρόκειται: (α) για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όταν ζητεί την αναίρεση αποφάσεων των πταισματοδικείων και των μονομελών πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του και (β) για τον εισαγγελέα εφετών, όταν ζητεί την αναίρεση αποφάσεων των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και μικτών ορκωτών δικαστηρίων της περιφέρειάς του. Όπως ειπώθηκε ανωτέρω, ο υπολογισμός της προθεσμίας γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 166 2, 168 και 169 ΚΠΔ: Συνεπώς, όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες ΔΕΝ υπολογίζεται η μέρα με την οποία συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία: εδώ, λοιπόν, η ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως

29 Σ ε λ ί δ α 29 ΔΕΝ υπολογίζεται - η προθεσμία τρέχει από την επομένη ημέρα. Σχετικά με τις παραγράφους 2 και 3, οι ειδικές προθεσμίες αναίρεσης που προβλέπονται εκεί - του νόμου μη ορίζοντος ειδικώς - αφορούν όλους τους δικαιούμενους σε άσκηση αναιρέσεως διαδίκους και εισαγγελείς κατ' άρθρο ΚΠΔ: είναι γνωστό άλλωστε ότι σε όσες περιπτώσεις ο νόμος αναγνωρίζει ρητά δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου χωρίς να μνημονεύει το δικαιούμενο σε άσκηση του, δικαίωμα να το ασκήσουν έχουν όλοι οι διάδικοι (κατηγορούμενος, πολιτικώς ενάγων, αστικώς υπεύθυνος) και ο εισαγγελέας - περιορισμός σε ορισμένα μόνο πρόσωπα μπορεί να γίνει δεκτός μόνο εφόσον κάτι τέτοιο επιβάλλεται από τη φύση της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης 20. Επιπρόσθετα, οι συγκεκριμένες διατάξεις αφορούν αποκλειστικά ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις πταισματοδικείων και πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου ή χρηματική ποινή αντίστοιχα: συνεπώς, δεν περιλαμβάνονται στις ειδικές αυτές προθεσμίες εκκλητές αποφάσεις των ανωτέρω δικαστηρίων έστω κι αν επιβάλλουν τέτοιες ποινές, ούτε ανέκκλητες αποφάσεις αν δεν επιβάλλουν μόνο τέτοιες ποινές: πρόκειται, δηλαδή, για περιοριστική απαρίθμηση 21. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 507 ΚΠΔ ως εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως τίθεται η δημοσίευσης της απόφασης εν αντιθέσει με τον γενικό κανόνα που εισάγει το άρθρο ΚΠΔ, ήτοι την έναρξη της προθεσμίας από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Προέκυψε, λοιπόν, έντονος νομικός προβληματισμός σχετικά με τις περιπτώσεις του άρθρου 507 1, εδάφιο β', 2 και 3 ΚΠΔ και ειδικότερα αναφορικά με το εναρκτήριο χρονικό σημείο των ειδικότερων προθεσμιών αναιρέσεως που εισάγουν: η ειδική προθεσμία αναίρεσης θα αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, όπως ορίζουν, ως ειδικότερες διατάξεις - που θέτουν στο περιθώριο τη γενική πρόβλεψη του 20 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙV: Αναίρεση κατά αποφάσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελίδα 224.

30 Σ ε λ ί δ α 30 άρθρου ΚΠΔ ή μήπως οφείλουμε να τις προσεγγίσουμε διορθωτικά με αναγωγή στο άρθρο ΚΠΔ, οπότε και σε αυτές η προθεσμία θα αρχίζει από την καταχώρηση και όχι τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης; Ενιαία απάντηση μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί: - Η θεωρία και η επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου υποστηρίζει ότι παρά τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1, εδάφιο β', 2 και 3 του άρθρου 507 ΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι βρίσκει εφαρμογή και για αυτές η παράγραφος 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ: άρα και στις περιπτώσεις αυτές εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναίρεσης δεν είναι η δημοσίευση της απόφασης αλλά η καταχώρησή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο. Πρόκειται για άποψη που διατυπώθηκε πρώτα από τον Καρρά με το επιχείρημα ότι η μεταγενέστερη χρονικά διάταξη του άρθρου ΚΠΔ δεν κατήργησε μεν ρητά, πλην όμως, τροποποίησε έμμεσα και με σαφήνεια προγενέστερες χρονικά αντίθετες προβλέψεις, άρα και αυτές των παραγράφων 1, εδάφιο β', 2 και 3 του άρθρου 507 ΚΠΔ 22. Η θεωρία, συμπληρώνοντας το αρχικά διατυπωθέν επιχείρημα του Καρρά, για την υποστήριξη της συγκεκριμένης θέσης επικαλέσθηκε: (α) τον ουσιαστικό λόγο θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου ΚΠΔ (ο οποίος εκτέθηκε σε σχετική ενότητα ανωτέρω και έγκειται στην πραγματική δυνατότητα να ασκούνται δομημένες και "σοβαρές" αναιρέσεις, έχοντας ο δικαιούμενος μπροστά του το πλήρες κείμενο της απόφασης) καθώς και (β) ότι μια αντίθετη προσέγγιση θα ήταν ασύμβατη με το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ Η νομολογία διασπάστηκε σε δύο ομάδες: (Α) η πρώτη, επικαλούμενη το γράμμα και το σκοπό της διάταξης, εφαρμόζει το άρθρο 507 ΚΠΔ ως έχει: συνεπώς, κατά την άποψη αυτή η ειδική προθεσμία αναίρεσης του άρθρου 507 ΚΠΔ αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης, όπως η διάταξη ως ειδικότερη ορίζει, (Β) η δεύτερη ομάδα της νομολογίας δέχεται ότι η διάταξη του άρθρου ΚΠΔ αφορά ΚΑΘΕ απόφαση που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως: 22 Βλέπε Καρράς Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 565/1988, ΠοινΧρ 1988, σελίδες 712 και επόμενες. 23 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙV: Αναίρεση κατά αποφάσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελίδα 225.

31 Σ ε λ ί δ α 31 πρόκειται για θέση που ταυτίζεται με αυτή της επιστήμης και κατά την οποία η ειδική προθεσμία αναίρεσης του άρθρου 507 ΚΠΔ αρχίζει όχι από τη δημοσίευση της απόφασης αλλά από την καταχώρησή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο κατ' άρθρο ΚΠΔ [Σχετική με την άποψη της δεύτερης ομάδας της νομολογίας είναι και η ΑΠ 1160/2012 απόφαση, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της παρούσης διπλωματικής εργασίας με τίτλο "Νομολογία"]. - Ορθότερη δογματικά αξιολογούμε την άποψη της θεωρίας βάσει της οποίας παρά τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1, εδάφιο β', 2 και 3 του άρθρου 507 ΚΠΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι βρίσκει εφαρμογή και για αυτές η παράγραφος 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ: άρα και στις περιπτώσεις αυτές εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναίρεσης δεν είναι η δημοσίευση της απόφασης αλλά η καταχώρησή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο. Ειδικές προθεσμίες ασκήσεως αναιρέσεως προβλέπονται και σε ειδικούς ποινικούς νόμους - με βάση τη ρήτρα του άρθρου ΚΠΔ ("Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά...") υπερισχύουν αυτές οι ειδικότερες προθεσμίες. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρουμε τα εγκλήματα που διαπράττονται "δια του Τύπου": ο Νόμος 2243/1994 στο άρθρο μόνον, στην παράγραφο 3 αυτού ορίζει: Στα εγκλήματα που διαπράττονται δια του Τύπου, οι προβλεπόμενες στον ΚΠΔ με ποινή ακυρότητας ή απαραδέκτου προθεσμίες που υπερβαίνουν τις πέντε (5) ημέρες, συντέμνονται στο ήμισυ. Το κλάσμα που τυχόν προκύπτει συμπληρώνεται ως την επόμενη ακέραιη μονάδα: συνεπώς, σήμερα η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων που αφορούν εγκλήματα τελεσθέντα δια του τύπου είναι το μισό των προβλεπόμενων στον ΚΠΔ προθεσμιών και αρχίζουν, όπως ο ΚΠΔ ορίζει: έτσι, η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά άρθρο ΚΠΔ είναι το ήμισυ της προβλεπόμενης, άρα ένας μήνας / 2 = 15 ημέρες και αρχίζει από την έκδοση του βουλεύματος / η άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο κατά αποφάσεως είναι το ήμισυ της προβλεπόμενης κατά ΚΠΔ, άρα : (α) 10/2 = 5

32 Σ ε λ ί δ α 32 ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο (εάν έχει ασκηθεί με το γενικό τρόπο κατ' άρθρο ΚΠΔ) ή (β) 20/2 = 10 ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο (εάν έχει ασκηθεί με τον ειδικό τρόπο κατ' άρθρο ΚΠΔ), για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά άρθρο ΚΠΔ είναι το ήμισυ της προβλεπόμενης, άρα ένας μήνας / 2 = 15 ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Αναφορικά με τα εγκλήματα αυτά ζήτημα προέκυψε στις περιπτώσεις συρροής τους (και άρα συνεκδίκασής τους) με κοινά εγκλήματα, ήτοι ένα έγκλημα δια του τύπου και ένα κοινό: η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά της εκδιδόμενης μιας απόφασης ποια θα είναι; Η μικρότερη μειωμένη στο ήμισυ, που προβλέπεται για τα εγκλήματα δια του τύπου ή η μεγαλύτερη (κανονική) του κοινού εγκλήματος; Υποστηρίχθηκαν οι ακόλουθες απόψεις: (α) η προθεσμία που ισχύει για την άσκηση αναίρεσης είναι η μικρότερη που προβλέπεται για τα εγκλήματα δια του τύπου: συνεπώς, αν υπάρξει υπέρβασή της, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο κατά το μέρος που αφορά το δια του τύπου τελεσθέν έγκλημα, (β) η προθεσμία που ισχύει για την άσκηση αναίρεσης είναι η μεγαλύτερη που προβλέπεται για το κοινό έγκλημα. Ορθότερη προκρίνεται η τελευταία (β) άποψη κι αυτό διότι διαφορετικά - κατά την πρώτη άποψη - κάθε έγκλημα έχει τη δική του αυτοτελή προθεσμία: έτσι, το δια του τύπου έγκλημα έχει τη μικρότερη, ενώ το κοινό τη μεγαλύτερη προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου: η θέση αυτή δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, διότι εξαναγκάζει το δικαιούχο σε άσκηση δύο (!!!) αναιρέσεων αυτοτελώς κατά της αυτής δικαιοδοτικής κρίσης, οδηγώντας σε φαλκίδευση των δικαιωμάτων του και καταλήγοντας σε άτοπα. Στα πλαίσια του ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Νόμος 2287/1995) κατά το άρθρο 213 αυτού η προθεσμία ασκήσεως έφεσης, αναθεώρησης και αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι η οριζόμενη από τον ΚΠΔ, εκτός αν εισάγεται αντίθετη ειδική πρόβλεψη, οπότε υπερισχύει η τελευταία.

33 Σ ε λ ί δ α 33 Αναφορικά με το Δημόσιο η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων εναντίον βουλευμάτων και αποφάσεων είναι δεκαπενθήμερη (15) και αρχίζει από την επίδοση του βουλεύματος ή της απόφασης (άρθρο 4 ΝΔ 2711/1953). Πρόκειται για πρόβλεψη που, δυνάμει της εισηγητικής εκθέσεως, "επιβάλλεται προς προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου". Στο χώρο των αποφάσεων ισχύει και για το Δημόσιο το ειδικό εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναίρεσης, που προβλέπεται στο άρθρο ΚΠΔ: ήτοι η καταχώρηση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου: συνεπώς, ισχύει ότι ελέχθη σε ανωτέρω θεματική: (α) εάν γίνει πρώτα η επίδοση της απόφασης και εν συνεχεία η καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την καταχώρηση, (β) εάν γίνει πρώτα η καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο και εν συνεχεία η επίδοση της απόφασης, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη για την έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως το δεύτερο χρονικά γεγονός (επίδοση ή καταχώρηση), δεδομένου ότι απαιτούνται και τα δύο εκ του νόμου. 2.3 Αναστολή της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης κατ' άρθρο ΚΠΔ - Οι περιπτώσεις "ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος" Μέχρι και το έτος 1999 ρητή πρόβλεψη για αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως κατά το μήνα Αύγουστο δεν υπήρχε. Σήμερα πλέον με την παράγραφο 4 του άρθρου 473 ΚΠΔ προβλέπεται αναστολή προθεσμιών: "Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου". Η εν λόγω ρύθμιση περιλαμβάνει και την αναίρεση, που βάλλει κατά βουλεύματος ή απόφασης και έχει γενική εφαρμογή, καλύπτοντας: (α) τις εισαγόμενες από τον ΚΠΔ ή από ειδικούς ποινικούς νόμους ειδικές προθεσμίες και (β) τις προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων των στρατιωτικών

34 Σ ε λ ί δ α 34 δικαστηρίων (άρθρο 213 ΣΠΚ) 24. Έτσι, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναστέλλονται το μήνα Αύγουστο οι προθεσμίες άσκησης της αναίρεσης τόσο κατ' άρθρο ΚΠΔ (η κοινή 10ήμερη προθεσμία) όσο και κατ' άρθρο ΚΠΔ (η 20ήμερη ειδική προθεσμία, που αφορά αναίρεση κατά καταδικαστικής απόφασης από τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο που ασκείται με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). Αναστέλλονται επίσης και οι ειδικές προθεσμίες που θέτει ο νόμος ειδικά για αναίρεση κατά αποφάσεων στο άρθρο 507 ΚΠΔ, το οποίο αναπτύχθηκε σε προηγούμενη θεματική. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει επίδοση της δικαιοδοτικής κρίσης (βουλεύματος ή απόφασης), ενώ ρητά απαιτείται από το νόμο, ή εάν αυτή είναι άκυρη, αναφέρθηκε ήδη ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως δεν αρχίζει να τρέχει καν - συνεπώς, δε μπορεί να γίνει λόγος για αναστολή της προθεσμίας ούτε πολύ περισσότερο για εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως μπορεί να προβλεφθεί και με ρητή νομοθετική πρόβλεψη: τελευταία χαρακτηριστική περίπτωση υπήρξε η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 26ης Μαΐου 2010, με την οποία οι προθεσμίες για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων στο Δικαστικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης ανεστάλησαν από μέχρι , προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες από την ενεργοποίηση εκρηκτικού μηχανισμού και την πρόκληση ζημιών που επακολούθησαν στο Δικαστικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης 25. Αναστολή της προθεσμίας αναιρέσεως γίνεται δεκτή και σε περιπτώσεις που συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Οι τελευταίες δύο έννοιες έχουν τη βάση τους στη γενική αρχή του δικαίου "ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα", που θεμελιώνεται στο άρθρο 255 Αστικού Κώδικα: συνεπώς, επικράτησε τελικά η άποψη ότι επιτρέπεται η άσκηση της αναίρεσης και μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο 24 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙV: Αναίρεση κατά αποφάσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελίδα 239.

35 Σ ε λ ί δ α 35 δικαιούχος δε μπόρεσε να την ασκήσει λόγω ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, ως ανωτέρα βία ορίζεται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, που η αποτροπή του στον κρίσιμο χρόνο δεν είναι δυνατή ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, ενώ ανυπέρβλητο κώλυμα είναι εκείνο, το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου διαδίκου και δε μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο 26. Παραθέτουμε ορισμένα περιστατικά που έχουν κριθεί από τον Άρειο Πάγο ως λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητα κωλύματα, που δικαιολογούν την αναστολή της προθεσμίας ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως: η οφειλόμενη στο γήρας κατάσταση συγχύσεως, που αποκλείει τη δυνατότητα νοητικής διακρίσεως και διαρκεί όλο το χρόνο της προθεσμίας - η επίδοση της απόφασης ή του βουλεύματος στην αγράμματη σύζυγο, η οποία παρέλειψε να ενημερώσει σχετικά τον ευρισκόμενο για επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό σύζυγο, που δικαιούνταν σε άσκηση του ενδίκου μέσου - η καθολική απεργία των δικαστικών επιμελητών, προκειμένου περί ασκήσεως αναιρέσεως με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου - η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία αυτού να ενεργήσει δικαστική ή εξωδικαστική ενέργεια αυτοπροσώπως ή με ανάθεση σε άλλο πρόσωπο - η αποδεδειγμένη απουσία του δικαιούχου στο εξωτερικό, που είχε ως συνέπεια να μη καταστεί γνωστή η σε βάρος του επίδοση - η απουσία των δικαστικών υπαλλήλων, δικαστικών επιμελητών και δικηγόρων λόγω συμμετοχής τους ως δικαστικών αντιπροσώπων στις δημοτικές εκλογές - η καθολική αποχή των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο διάδικος δε μπορούσε να ασκήσει αυτοπροσώπως το ένδικο μέσο της αναιρέσεως και αδυνατούσε να βρει δικηγόρο, ο οποίος ύστερα από άδεια του Δικηγορικού Συλλόγου, θα ήταν ελεύθερος να συνδράμει αυτόν στην άσκηση της - η μη υπογραφή από το γραμματέα της εκθέσεως 26 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 130.

36 Σ ε λ ί δ α 36 ασκήσεως αναιρέσεως, που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης - η παραλαβή του βουλεύματος από την πάσχουσα από αλτζχάιμερ πεθερά, με αποτέλεσμα την μετά από καιρό τυχαία πληροφόρηση. Αναφορικά με την αποχή των δικηγόρων και κατά πόσο συνιστά ή όχι λόγο ανωτέρας βίας που αναστέλλει την προθεσμία της αναιρέσεως, η νομολογία αρχικώς είχε υιοθετήσει αρνητική στάση - δε θεωρούσε ότι συγκροτεί λόγο ανωτέρας βίας και συνεπώς δεν αναστελλόταν η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων (ΑΠ 577/1986). Το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, το οποίο και τελικώς εξέδωσε την ΑΠ 763/1987 απόφαση, η οποία αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία ότι η αποχή των δικηγόρων συνιστά ανωτέρα βία, εφόσον από τον κατηγορούμενο προβάλλεται ότι εξαιτίας της δε μπόρεσε να βρει δικηγόρο και δε μπόρεσε ο ίδιος να συντάξει αναίρεση: ένα ένδικο μέσο που άλλωστε απαιτεί γνώσεις, εμπειρία και νομική κατάρτιση 27. [Στο χώρο της εφέσεως, ωστόσο, ισχύει το ακριβώς αντίθετο - ήτοι ότι η αποχή των δικηγόρων ΔΕ συνιστά λόγο ανωτέρας βίας αναστέλλων την προθεσμία ασκήσεως κι αυτό διότι κρίθηκε ότι είναι δυνατή η αυτοπρόσωπη άσκησή της (Ολ ΑΠ 15/1987). Η ΕφΘεσ 395/1993 απόφαση δέχτηκε την αποχή των δικηγόρων ως λόγο ανωτέρας βίας που αναστέλλει την προθεσμία και της εφέσεως και της αναιρέσεως]. Ο καθηγητής Μαργαρίτης απαριθμεί στο σύγγραμμα του εκτεταμένο κατάλογο με περιστατικά που θεωρήθηκαν ότι δεν συγκροτούν λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητα κωλύματα - για λόγους οικονομίας δεν παραθέτουμε εδώ παραδείγματα 28. Αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε και να προσέξει ιδιαίτερα κανείς είναι το ότι εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατάφαση της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι μόνο το επίμαχο συμβάν αυτό καθεαυτό αλλά και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελούσε ο διάδικος όταν έλαβε χώρα τούτο: αυτή ακριβώς η παρατήρηση καταδεικνύει και το σχετικό (όχι απόλυτο) 27 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

37 Σ ε λ ί δ α 37 χαρακτήρα των περιστατικών που συγκροτούν ή όχι καταστάσεις ανωτέρας βίας 29. Κλείνοντας τη θεματική της ανωτέρας βίας και του ανυπέρβλητου κωλύματος, πρέπει να επισημανθούν επιπρόσθετα τα ακόλουθα: η ύπαρξη του λόγου ανωτέρας βίας πρέπει να συντρέχει κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως, εμποδίζοντας / αναστέλλοντας έτσι ουσιαστικά την πραγματική της λήξη - η προθεσμία αναστέλλεται. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αναίρεση πρέπει να ασκηθεί το ταχύτερο δυνατό, μέσα σε εύλογο χρόνο από την άρση του κωλύματος: δεν συντελείται, λοιπόν, εκ νέου υπολογισμός από την αρχή της σχετικής προθεσμίας, ούτε η αναστολή είναι ισόχρονη με τη διάρκεια του λόγου ανωτέρας βίας. Εξ αντιδιαστολής, εάν το γεγονός που συγκροτεί το λόγο ανωτέρας βίας συντρέχει στην αρχή ή στο μέσο της προθεσμίας - πάντως όχι στο τέλος - τότε η προθεσμία ΔΕΝ αναστέλλεται (παρά μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που το χρονικό διάστημα που απομένει δεν επαρκεί για την άσκηση αναίρεσης). Τέλος, κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία είναι η αντίληψη ότι για να θεωρηθεί εμπρόθεσμη (και άρα παραδεκτή) η μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας ασκηθείσα αναίρεση θα πρέπει στην έκθεση ασκήσεως της: (α) να αναφέρεται με σαφήνεια ο λόγος ανωτέρας βίας ή το ανυπέρβλητο κώλυμα και (β) να μνημονεύονται τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία πιστοποιείται η συνδρομή της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος [Σύμφωνα με μια πιο προωθημένη άποψη δεν αρκεί απλή μνεία - επίκληση των αποδεικτικών, αλλά απαιτείται προσαγωγή προαποδεικτικά των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων κατά το χρόνο ασκήσεως και όχι συζητήσεως της αναίρεσης - άποψη ξεπερασμένη σήμερα]. Κατά τον καθηγητή Μαργαρίτη αρκεί μόνο η αναφορά με σαφήνεια του λόγου ανωτέρας βίας, χωρίς να απαιτείται προσθέτως και μνεία των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία μπορούν να προσκομισθούν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως 29 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

38 Σ ε λ ί δ α 38 αναιρέσεως 30. Να σημειωθεί, τέλος, ότι η ανωτέρα βία είναι έννοια νομική και συνεπώς η εφαρμογή της ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. 2.4 ΕΙΔΙΚΑ η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στο χώρο των βουλευμάτων Από το έτος 2010 και συγκεκριμένα με το Νόμο 3904/2010 καταργήθηκε η δυνατότητα που αναγνωριζόταν στους διαδίκους να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος στα πλαίσια της προδικασίας. Έτσι, σήμερα οι μόνοι δικαιούχοι σε άσκηση αναιρέσεως κατά βουλευμάτων είναι οι εκπρόσωποι της εισαγγελικής αρχής, καθένας από τους οποίους δύναται να προσβάλλει συγκεκριμένο βούλευμα που ρητά του επιτρέπει ο νόμος. Δικαιούχοι, λοιπόν, σε αναίρεση κατά βουλεύματος είναι μόνο: ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Εξ αντιδιαστολής δε μπορούν, όπως ελέχθη, να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλεύματος οι διάδικοι. Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών: κατ' άρθρο ΚΠΔ μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών από αυτά που αναγνωρίζει το άρθρο 309 ΚΠΔ (απαλλακτικά, παραπεμπτικά, παύοντα οριστικά ή προσωρινά την ποινική δίωξη ή κηρύσσοντα την ποινική δίωξη απαράδεκτη - εκτός από εκείνα που διατάσσουν περαιτέρω ανάκριση), εφόσον αφορά κακούργημα. Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι δεκαήμερη (10) και ειδικά για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά ρητή επιταγή του άρθρου εδάφιο δ' ΚΠΔ αρχίζει από την πραγματική κοινοποίηση σε αυτόν του βουλεύματος, που γίνεται κατά το άρθρο ΚΠΔ: μόλις, δηλαδή, εκδοθεί με επίδοση αντιγράφου από το γραμματέα του δικαστικού συμβουλίου στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του πρωτοτύπου στον εισαγγελέα (συντάσσεται κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου έκθεση γι' αυτή την κοινοποίηση). Εάν δε γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός (1) 30 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

39 Σ ε λ ί δ α 39 μήνα από την έκδοση του βουλεύματος (άρθρο τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ). Η τελευταία αυτή προθεσμία παλαιότερα ίσχυε για όλους τους εισαγγελείς αδιακρίτως - σήμερα πλέον ισχύει μόνο για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών: η τροποποίηση αυτή προέκυψε εξαιτίας του γεγονότος ότι η διάταξη ως προς τους λοιπούς εισαγγελείς ήταν δυσεφάρμοστη. Όπως ελέχθη, η προθεσμία τρέχει από την πραγματική κοινοποίηση ή εάν τέτοια δεν υπήρξε από την έκδοση του βουλεύματος: έκδοση βουλεύματος υπάρχει όταν αυτό καθαρογραφεί, υπογραφεί και καταχωρηθεί από το γραμματέα στο ειδικό βιβλίο και όχι όταν το βούλευμα κρίθηκε και αποφασίστηκε, ήτοι όχι όταν ο πρόεδρος απλώς βεβαίωσε στο πρόχειρο σημείωμα επί της εισαγγελικής προτάσεως την απόφαση που λήφθηκε, έθεσε την αντίστοιχη χρονολογία και συνυπέγραψαν οι μετέχοντες στη σύνθεση δικαστές 31. Τέλος, εκείνο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος που προβλέπεται για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ειδικά στο άρθρο ΚΠΔ δεν υπερβαίνει ποτέ τον ένα (1) μήνα από την έκδοσή του - ακόμη κι αν η πραγματική κοινοποίηση του βουλεύματος (και συνεπώς η έναρξη του δεκαημέρου) έγινε προς το τέλος της προθεσμίας του μήνα από την έκδοσή του (και συνεπώς θα οδηγούσε σε προθεσμία μεγαλύτερη του ενός μηνός): πρόκειται για ερμηνεία που ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση του νομοθέτη, ο οποίος ήθελε ως μέγιστη προθεσμία τον ένα (1) μήνα από την έκδοση του βουλεύματος και κυρίως αποτρέπει την κατάληξη να έχει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών προθεσμία άσκησης αναιρέσεως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου: για τον οποίο επίσης η προθεσμία δεν υπερβαίνει ποτέ τον ένα (1) μήνα από την έκδοση του βουλεύματος (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ). Εισαγγελέας Εφετών: κατ' άρθρο ΚΠΔ μπορεί να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος μόνο του συμβουλίου εφετών (όχι του συμβουλίου πλημμελειοδικών) από αυτά που αναγνωρίζει το άρθρο 309 ΚΠΔ (απαλλακτικά, 31 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙΙ: Έφεση και αναίρεση κατά βουλευμάτων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 365.

40 Σ ε λ ί δ α 40 παραπεμπτικά, παύοντα οριστικά ή προσωρινά την ποινική δίωξη ή κηρύσσοντα την ποινική δίωξη απαράδεκτη - εκτός από εκείνα που διατάσσουν περαιτέρω ανάκριση), εφόσον αφορά κακούργημα. Σχετικά με την προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος από τον εισαγγελέα εφετών έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις, αποκλίνουσες μεταξύ τους: αυτό δικαιολογείται από την έλλειψη ρητής ειδικής πρόβλεψης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο εδάφιο δ' και ε' ΚΠΔ) και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ): υποστηρίχθηκε, λοιπόν, ότι η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος για τον εισαγγελέα εφετών είναι δεκαήμερη (10) και αρχίζει από την πραγματική κοινοποίηση σε αυτόν του βουλεύματος, που γίνεται κατά το άρθρο ΚΠΔ: μόλις, δηλαδή, εκδοθεί με επίδοση αντιγράφου από το γραμματέα του δικαστικού συμβουλίου στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του πρωτοτύπου στον εισαγγελέα (συντάσσεται κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου έκθεση γι' αυτή την κοινοποίηση). Εάν δε γίνει πραγματική κοινοποίηση, η προθεσμία είναι ενός (1) μήνα από την έκδοση του βουλεύματος 32. Πρόκειται για άποψη, προκύπτουσα από το συνδυασμό των άρθρων 483 2, εδάφιο δ' και ε' ΚΠΔ, και η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει την πρόβλεψη που ισχύει για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η άποψη αυτή στηρίζεται και στο γεγονός ότι, όπως ελέχθη και ανωτέρω, η ειδική πρόβλεψη που ισχύει σήμερα αποκλειστικά για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στο άρθρο εδάφιο δ' και ε' ΚΠΔ, παλαιότερα ίσχυε για όλους τους εισαγγελείς αδιακρίτως. Κρατούσα και ορθότερη, ωστόσο άποψη, προκρίνεται εκείνη που θεωρεί ότι η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος για τον εισαγγελέα εφετών είναι ενός (1) μήνα και αρχίζει από την έκδοση του βουλεύματος κατ' άρθρο 306 ΚΠΔ 33. Σε κάθε περίπτωση, το ορθότερο όλων είναι να ρυθμιστεί ρητά και ειδικά το θέμα από τον έλληνα νομοθέτη με στόχο 32 Βλέπε Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία: Θεωρία - Πράξη - Νομολογία: Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙΙ: Έφεση και αναίρεση κατά βουλευμάτων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

41 Σ ε λ ί δ α 41 να αρθούν οι όποιες ασάφειες και οι περισσότερες διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εισαγγελέας Αρείου Πάγου: κατ' άρθρο ΚΠΔ νομιμοποιείται να προσβάλλει με αναίρεση οποιοδήποτε βούλευμα (συμβουλίου πλημμελειοδικών ή εφετών) σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την έκδοσή του. Ρητή πρόβλεψη στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορικά με την περίπτωση που το εκδοθέν βούλευμα περιέχει διάταξη που ορίζει την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι η προθεσμία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά βουλεύματος καθώς και η άσκηση αυτής ΔΕΝ αναστέλλουν σε καμία περίπτωση την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου σε περίπτωση που έχει διαταχθεί με το βούλευμα. Επιπρόσθετα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δύναται να ασκήσει και την μνημονευόμενη στο πρώτο μέρος της παρούσης διπλωματικής εργασίας "αναίρεση υπέρ του νόμου" κατά βουλεύματος για οποιαδήποτε παράβαση αφορά την προδικασία, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων και μετά το πέρας - λήξη της προθεσμίας της κοινής αναιρέσεως. Η αναίρεση κατά βουλεύματος μπορεί να ασκηθεί στηριζόμενη σε έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους του άρθρου 484 ΚΠΔ, ήτοι σε (α) απόλυτη ακυρότητα, (β) εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, (γ) παραβίαση δεδικασμένου, (δ) έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139ΚΠΔ, (ε) παράνομη απόρριψη έφεσης κατά βουλεύματος ως απαράδεκτης και (στ) υπέρβαση εξουσίας. Κατά ρητή, δε, επιταγή της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου, εάν η αίτηση για αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη (ήτοι παραδεκτή), ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τους ανωτέρω μνημονευόμενους λόγους. Η συζήτηση, τέλος, μία τέτοιας αναιρέσεως κατά βουλεύματος εισάγεται στον Άρειο Πάγο, στο ποινικό τμήμα του, σε τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο (άρθρο ΚΠΔ) ύστερα πάντοτε από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης πέρα από όσους περιλαμβάνονται στη σχετική έκθεση δε μπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση (άρθρο ΚΠΔ).

42 Σ ε λ ί δ α ΕΙΔΙΚΑ η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στο χώρο των αποφάσεων από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατ' άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ: Τα νέα εδάφια στο άρθρο ΚΠΔ με το Νόμο 4274/2014 Η απόφαση της ΟλΑΠ 6/2002 μεταξύ άλλων απέδωσε και τον ορισμό - το περιεχόμενο της έννοιας "τελεσίδικη απόφαση", που περιέχεται στο άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ και αφορά το ειδικό εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων: συγκεκριμένα η απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει: "(...) Στην προστεθείσα με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 παρ. 3 του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζεται ότι «η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου». Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση», που απαντάται στον ΚΠΔ μόνο στην ανωτέρω διάταξη, χρησιμοποιείται με τη γνωστή έννοια της αποφάσεως, που δεν μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο τακτικά ένδικα μέσα, και ως τέτοιο ένδικο μέσο προβλέπεται από τον ΚΠΔ μόνο η έφεση. Ο σκοπός της ανωτέρω διάταξης συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να θεμελιώσει προβλεπόμενους από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως και ιδίως αυτόν της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, να αποφεύγεται δε η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος ώστε να αποτρέπεται η εντεύθεν ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου. Ενώ όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο (έφεση) ανεξαρτήτως «λόγου» για να αποκατασταθεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Περαιτέρω, έχει επικρατήσει από μακρού στην ελληνική νομική ορολογία να χαρακτηρίζονται ως «ανέκκλητες» οι αποφάσεις που από την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση, οι εν λόγω δε αποφάσεις θεωρούνται ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία εννοία τελεσίδικων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου «τελεσίδικη

43 Σ ε λ ί δ α 43 απόφαση» του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ, δηλαδή όχι μόνο οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που, όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση. Τη λύση αυτή επιβάλλει όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ, αλλά και η ανάγκη στην οποία στοχεύει, κατά τα προαναφερόμενα, η οποία συντρέχει και για τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσο και στις αποφάσεις που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Επομένως, η προθεσμία, περί της οποίας προβλέπουν τα άρθρα 507 παρ. 1α και 473 παρ. 1 ΚΠΔ για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως, αρχίζει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠολΔ, από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο". Συνεπώς, στον όρο "τελεσίδική απόφαση" του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων κατά των οποίων επιτρέπεται κατ' άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ αναίρεση: ήτοι (α) οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί κατόπιν ασκήσεως εφέσεως και (β) οι εξυπαρχής ανέκκλητες αποφάσεις, ήτοι οι αποφάσεις οι οποίες όπως απαγγέλθηκαν δεν προσβάλλονται με έφεση. Μέχρι το έτος 2014 αναφορικά με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τη δυνατότητα του να προσβάλλει με αναίρεση οποιαδήποτε απόφαση κατ' άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ έπρεπε να διακρίνουμε: αν η απόφαση που προσέβαλλε με αναίρεση ήταν εκκλητή ή τελεσίδικη (εκκλητή, αν δηλαδή προσβαλλόταν με έφεση ή τελεσίδικη, ήτοι αν ήταν εξυπαρχής ανέκκλητη - μη προσβαλλόμενη με έφεση ή απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν ασκήσεως εφέσεως): έτσι, (α) αν η απόφαση που προσέβαλλε με αναίρεση ήταν εκκλητή ΔΕΝ ίσχυε η ειδική ρύθμιση του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ καθώς δεν πληρούνταν το στοιχείο "τελεσίδικη απόφαση" και η προθεσμία της αναίρεσης δεν ξεκινούσε από το ειδικό εναρκτήριο σημείο της παραγράφου 3, αλλά με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 473 ΚΠΔ: ήτοι από τη δημοσίευση της αποφάσεως [Σχετική και η

44 Σ ε λ ί δ α 44 απόφαση ΑΠ 1080/2013 που περιέχεται στο παράρτημα της παρούσης διπλωματικής εργασίας με τον τίτλο "Νομολογία"], (β) αντιθέτως, αν η απόφαση που προσέβαλλε με αναίρεση ήταν εξυπαρχής ανέκκλητη ή απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν ασκήσεως εφέσεως ίσχυε η ειδική ρύθμιση του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ καθώς πληρούνταν το στοιχείο "τελεσίδικη απόφαση" και η προθεσμία της αναίρεσης ξεκινούσε από το ειδικό εναρκτήριο σημείο της παραγράφου 3, ήτοι από την καταχώρηση καθαρογραφημένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από το γραμματέα του ποινικού δικαστηρίου. Και στις δύο περιπτώσεις, η προθεσμία για άσκηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ήταν κατά ρητή επιταγή του νόμου ένας (1) μήνας. Με το άρθρο 10 του Νόμου 4274/2014 (ΦΕΚ 147Α/ ) προστέθηκαν στην παράγραφο 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ τέταρτο και πέμπτο εδάφιο που έχουν ως εξής: "3. (...) Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης". Γίνεται πλέον ξεκάθαρο και κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη ότι και για τις εκκλητές αποφάσεις, όταν αυτές προσβάλλονται με αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ), ισχύει η ειδική ρύθμιση του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ και η προθεσμία της αναίρεσης ξεκινάει και για αυτές από το ειδικό εναρκτήριο σημείο της παραγράφου 3, ήτοι από την καταχώρηση καθαρογραφημένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από το γραμματέα του ποινικού δικαστηρίου και όχι από τη δημοσίευση. Αυτό προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου 4274/2014 όπου ορίζεται: "Σκοπός της νεοπαγούς ρύθμισης είναι η εναρμόνιση της προθεσμίας που έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση κατά των εκκλητών αποφάσεων με την προθεσμία που ισχύει για την άσκηση αναίρεσης κατά των

45 Σ ε λ ί δ α 45 τελεσίδικων αποφάσεων, με τρόπο ώστε το εν λόγω δικαίωμα του εισαγγελέα να καθίσταται περισσότερο υλοποιήσιμο". ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 3. ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ Ή ΔΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΤΥΠΟΣ & ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ - Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ - ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ Στην προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως οι θεματικές που θα αναπτυχθούν διακρίνονται σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: αφενός (α) στην άσκηση της αναίρεσης αυτοπροσώπως από το δικαιούμενο πρόσωπο ή δια αντιπροσώπου και αφετέρου (β) στον τρόπο άσκησης της αυτόν καθεαυτόν. Κεντρική διάταξη αφορώσα την παρούσα ενότητα συνιστά το άρθρο 465 ΚΠΔ, το οποίο τιτλοφορείται "άσκηση των ενδίκων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους": Αρχική επισήμανση: από τη γραμματική της διατύπωση η εν λόγω διάταξη δεν κάνει διάκριση μεταξύ των δικαιούχων διαδίκων: συνεπώς, οποιοσδήποτε διάδικος, ακόμη και ανήλικος ή ανίκανος ή περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης με δύο εναλλακτικούς τρόπους: είτε αυτοπροσώπως είτε δια αντιπροσώπου. Το δικαίωμα άσκησης, λοιπόν, ανήκει στο διάδικο και όχι στο νόμιμο αντιπρόσωπο αυτού (όταν για παράδειγμα είναι ανήλικος) - με εξαίρεση την παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΚΠΔ, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Χαρακτηριστική ως προς το σημείο αυτό υπήρξε και η πρόταση του Εισαγγελέα Α. Ζύγουρα στην ΕφΑνηλΠατρ 9/ : "...η ανηλικότης του διαδίκου ουδόλως επιδρά επί του δικαιώματός του προς άσκηση του ενδίκου μέσου... ο ανήλικος διάδικος ασκεί το εις αυτόν χορηγούμενο υπό του νόμου ένδικο μέσο αυτοπροσώπως ή δι' αντιπροσώπου έχοντος εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 2 ΚΠΔ... η εντολή εις τον αντιπρόσωπο προς 34 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 146.

46 Σ ε λ ί δ α 46 άσκηση του ενδίκου μέσου δίδεται από τον ανήλικο, δοθέντος ότι ο νόμος παρέχει εις αυτόν το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου... οι γονείς του ανηλίκου δεν δικαιούνται εις την άσκηση ενδίκου μέσου ως νόμιμοι αντιπρόσωποι αυτού, αφού ο νόμος δεν παρέχει εις αυτούς τοιούτον δικαίωμα, ως παρέχει εις άλλαις περιπτώσεις, όπως λχ επί υποβολής εγκλήσεως (άρθρο ΠΚ)... τούτο καθίσταται εναργές και εκ της διατάξεως της παραγράφου 2 του ειρημένου άρθρου 465 ΚΠΔ, δι' ης παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου μέσου και υπό των νομίμων αντιπροσώπων του... μόνο για την ματαίωση του υπό του συνηγόρου του καταδικασθέντος ανηλίκου ασκηθέντος ενδίκου μέσου απαιτείται η δήλωσις του ανηλίκου να συνοδεύεται και δια της δηλώσεως των ασκούντων την επ' αυτού γονική μέριμναν γονέων του... αφού ο νόμος δεν παρέχει εις τους γονείς του ανηλίκου το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικον μέσον ως νόμιμοι αντιπρόσωποι αυτού, δε δύνανται ούτοι να παράσχουν εις αντιπρόσωπον εντολή προς άσκησιν τούτου..." Άσκηση ενδίκου μέσου αναιρέσεως ΜΕ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟ: νομική βάση της αποτελεί, όπως ελέχθη, το άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αντιπρόσωπος να έχει εντολή ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως - με πρόσθετη υποχρέωση μάλιστα, κατά ρητή επιταγή του νόμου, το πληρεξούσιο που περιέχει την εντολή ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτού να προσαρτάται στη σχετική έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει πρόδηλα ότι, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως ασκείται δια αντιπροσώπου, αυτός πρέπει: (α) να έχει εντολή για άσκηση αναίρεσης κατά το χρόνο άσκησης της και (β) να προσάγεται το πληρεξούσιο που φέρει την εντολή, επίσης κατά το χρόνο ασκήσεως της, προκειμένου να προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Ως προς την τελευταία υπό στοιχείο (β) προϋπόθεση, εξαίρεση εισάγει το γ' εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 465 ΚΠΔ αναφορικά με τις περιπτώσεις ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων καθώς και κατά αποφάσεων, όταν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία τους (για το χώρο των βουλευμάτων η εν λόγω εξαίρεση δεν εμφανίζει ιδιαίτερη πλέον αξία μετά το Νόμο 3904/2010, ο οποίος

47 Σ ε λ ί δ α 47 κατήργησε τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων από τους διαδίκους - επιτρέποντας πλέον, όπως ήδη ελέχθη, την άσκησή της αποκλειστικά στους εκπροσώπους της εισαγγελικής αρχής): ο νόμος προβλέπει δυνατότητα προσκόμισης του πληρεξουσίου εγγράφου στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αναίρεση, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την άσκησή της - εάν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η αίτηση αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη κατά τις διατάξεις του άρθρου ΚΠΔ. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δημιούργησε ένα μείζονος σημασίας ζήτημα αναφορικά με την εντολή: η εντολή για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης προς τον αντιπρόσωπο πρέπει ήδη να υφίσταται κατά το χρόνο της άσκησης της από αυτόν - δηλαδή κατά την υπογραφή της σχετικής έκθεσης ενώπιον του γραμματέα - ή μήπως μπορεί να χορηγηθεί και μεταγενέστερα, σε κάθε περίπτωση εντός του εικοσαήμερου; Η θέση της νομολογίας υπήρξε από την αρχή ξεκάθαρη: θεωρεί ότι η εντολή πρέπει να υφίσταται ήδη κατά το χρόνο ασκήσεως της αναίρεσης δι' αντιπροσώπου ενώπιον του γραμματέα κατά την υπογραφή της σχετικής έκθεσης ασκήσεως της, υποστηρίζοντας πως το εδάφιο γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 465 ΚΠΔ αναγνωρίζει στο διάδικο δυνατότητα μεταγενέστερης της ασκήσεως του ενδίκου μέσου προσαγωγής του πληρεξουσίου και όχι συντάξεώς του. Άλλωστε το πρώτο εδάφιο του αυτού άρθρου κάνει λόγο για αντιπρόσωπο που "έχει εντολή" - ήτοι έχει ήδη την εντολή. Η νομολογία ενισχύει τη θέση της αυτή επικαλούμενη και το σκοπό του νόμου που έγκειται απλώς στη διευκόλυνση του διαδίκου για προσαγωγή και όχι έκδοση του πληρεξουσίου εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών. Στο χώρο της θεωρίας δεν υπήρξε ομοφωνία: ένα τμήμα της ακολουθεί την άποψη της νομολογίας - ένα άλλο μέρος της υιοθετεί την αντίθετη άποψη: την εκδοχή, δηλαδή, ότι εντός του εικοσαημέρου μπορεί όχι μόνο να προσαχθεί αλλά και να συνταχθεί το πληρεξούσιο. Τασσόμαστε υπέρ της θέσεως της νομολογίας: μόνο η μεταγενέστερη προσαγωγή είναι νοητή και όχι η μεταγενέστερη σύνταξη του πληρεξουσίου - εκδοχή που στηρίζεται τόσο στη γραμματική όσο και στην τελολογική προσέγγιση του θέματος: το άρθρο ξεκάθαρα κάνει λόγο για

48 Σ ε λ ί δ α 48 πληρεξούσιο που μπορεί "να προσκομισθεί" και όχι "να συνταχθεί" μέσα σε είκοσι ημέρες. Και από το σκοπό του νόμου όμως προκύπτει αυτό: στόχος είναι η διευκόλυνση των διαδίκων που ασκούν τα ένδικα μέσα δι' αντιπροσώπου να προσαγάγουν το πληρεξούσιο και μετά την κατάθεση του ενδίκου μέσου (Εισηγητική Έκθεση του Νόμου) - διευκόλυνση, λοιπόν, προσαγωγής και όχι σύνταξης. Τέλος, η αναγνώριση δυνατότητας μεταγενέστερης (της ασκήσεως της αναίρεσης) συντάξεως και προσαγωγής πληρεξουσίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από κάποιον χωρίς καμία (ούτε καν προφορική) προηγούμενη συνεννόηση με το δικαιούχο διάδικο 35. Εάν η εικοσαήμερη προθεσμία προσαγωγής του πληρεξουσίου παρέλθει άπρακτη, η αίτηση αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη κατά τις διατάξεις του άρθρου ΚΠΔ (άρθρο εδάφιο δ' ΚΠΔ). Η νομολογία μας έχει κάνει δεκτή και βραδύτερη προσαγωγή του πληρεξουσίου εγγράφου, εφόσον προέκυψε και αποδεικνύεται πλήρως συντρέχων λόγος ανωτέρας βίας - αντιθέτως, δεν είναι νοητή επίκληση ανωτέρας βίας για δικαιολόγηση ελλείψεως πληρεξουσιότητας, όταν ασκείται αναίρεση από αντιπρόσωπο μη έχων εντολή. Το πληρεξούσιο προσκομίζεται μεταγενέστερα μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αίτηση αναιρέσεως: εάν πρόκειται για αναίρεση που ασκήθηκε με τον ειδικότερο τρόπο του άρθρου ΚΠΔ (ήτοι με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) τότε το πληρεξούσιο προσκομίζεται στο γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την επίδοση της δηλώσεως στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο όρος "παρών" κατά την απαγγελία τους (άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ), όπως μνημονεύτηκε και σε προγενέστερη θεματική ενότητα, αναφέρεται σε πραγματική αυτοπρόσωπη παρουσία ή εκπροσώπηση. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ο "ωσεί παρών" του άρθρου ΚΠΔ, ήτοι ο κατηγορούμενος που δεν 35 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

49 Σ ε λ ί δ α 49 εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από συνήγορο αλλά έχει νομίμως κλητευθεί, ΔΕΝ θεωρείται παρών - συνεπώς, εντάσσεται στην εξαίρεση και συνακόλουθα στη δυνατότητα μεταγενέστερης προσαγωγής του πληρεξουσίου εντός του εικοσαημέρου. Αντίθετα, ο δια συνηγόρου παριστάμενος κατηγορούμενος (άρθρα 340 2, 344 1, 346, 347 1, 348, και ΚΠΔ) θεωρείται πραγματικά παρών και συνεπώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου γ'. Τέλος, η διάταξη του εδαφίου γ' ΔΕΝ εφαρμόζεται κατά ρητή επιταγή του τελευταίου εδαφίου του αυτού άρθρου 465 ΚΠΔ στις περιπτώσεις των άρθρων 341 (ακύρωση της διαδικασίας), 430 (ακύρωση της απόφασης) και τελευταίο εδάφιο (ακύρωση διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ΚΠΔ - αντίθετα, έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις άλλων ενδίκων βοηθημάτων ή "οιονεί" ενδίκων μέσων, αρκεί να μην υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση και η φύση τους να μην αποκλείει κάτι τέτοιο. Εάν ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά τη δημοσίευση της απόφασης δεν έχει εφαρμογή το άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ, καθώς προσδιορίζει ξεκάθαρα ως πεδίο εφαρμογής του μόνο τις περιπτώσεις των βουλευμάτων ή των αποφάσεων, όταν ο δικαιούμενος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία τους: συνεπώς, παρών κατά την απαγγελία και μεταγενέστερη προσαγωγή πληρεξουσίου εντός του εικοσαημέρου ΔΕΝ είναι νοητή. Το πληρεξούσιο, κατά ρητή επιταγή του νόμου, πρέπει να προσκομισθεί σε επικυρωμένο αντίγραφο και όχι σε απλή φωτοτυπία: έχει γίνει βέβαια δεκτό απλό φωτοαντίγραφο προσαρτημένο στην έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου, εφόσον όμως στη δικογραφία υπάρχει επικυρωμένο νόμιμα αντίγραφο. Επιπρόσθετα, στην έκθεση ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται η έγγραφη εξουσιοδότηση, η οποία εν συνεχεία προσαρτάται κιόλας σε αυτή - εάν δεν αναφέρεται, η προσαρτώμενη εξουσιοδότηση πρέπει να φέρει την υπογραφή ή τη σφραγίδα του γραμματέα ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η οικεία έκθεση, άλλως η αναίρεση ως απαράδεκτη απορρίπτεται κατ' άρθρο ΚΠΔ Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 152.

50 Σ ε λ ί δ α 50 Τονίστηκε ανωτέρω ότι απαιτείται κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της αναίρεσης δι' αντιπροσώπου να υπάρχει εντολή από το δικαιούμενο προς τον αντιπρόσωπο: η εντολή μάλιστα αυτή πρέπει να μνημονεύεται ρητά στην έκθεση ασκήσεως της αναίρεσης και εν συνεχεία να προσαρτάται το σχετικό πληρεξούσιο σε αυτή. Εάν αυτό δε συντελείται, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Σημαντική τομή προς τις παραδοχές αυτές της νομολογίας επέφερε ο Άρειος Πάγος το 2006, υιοθετήσας, με βάση τις αρχές της αναλογικότητας και της δίκαιης δίκης, την άποψη ότι επιβάλλεται να δεχτεί το δικαστήριο και βραδύτερη (μετά τη σύνταξη της έκθεσης και την πάροδο του εικοσαημέρου) προσκόμιση του πληρεξουσίου, αρκεί αυτό να είναι συντεταγμένο πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου. Με το υπ' αριθμόν 1567/2006 βούλευμά του, ο Άρειος Πάγος υποστήριξε: "... Με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου ΚΠΔ, ο νομοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει ότι πράγματι κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου ο αντιπρόσωπος είχε την εντολή να το ασκήσει και δε λειτούργησε αυτογνωμόνως, ασκώντας ένδικο μέσο που ο ίδιος ο καταδικασθείς δεν είχε πρόθεση ενδεχομένως να ασκήσει. Ως πρόσφορο δε μέσο απόδειξης ότι υπήρχε πράγματι η εντολή κατά το χρόνο αυτό προβλέπεται η προσάρτηση του πληρεξουσίου στην έκθεση του ενδίκου μέσου. Η προϋπόθεση όμως αυτή που τίθεται από την άνω διάταξη, δηλαδή ότι η προσάρτηση του πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση αποτελεί τον αποκλειστικό τρόπο απόδειξης της εντολής που έχει δοθεί, με συνέπεια την απόρριψη του ενδίκου μέσου, αν δεν είχε γίνει η προσάρτηση, υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη και προκαλεί δυσανάλογα επιβαρυντικές συνέπειες στον καταδικασθέντα, ο οποίος έτσι, στερείται του δικαιώματος της επανεξέτασης της απόφασης από ανώτερο δικαστήριο, εφόσον δε πρόκειται για αναίρεση, στερείται του εσχάτου ενδίκου μέσου με το οποίο μπορεί να αμυνθεί κατά της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης. Και τούτο διότι, η αρχή της αναλογικότητας, όπως προαναφέρθηκε, επιτάσσει όπως το μέσο προς επίτευξη του σκοπού είναι αναγκαίο. Η απόδειξη όμως της παροχής της εντολής ήδη κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου εξασφαλίζεται όχι μόνο με την προσάρτηση του

51 Σ ε λ ί δ α 51 πληρεξουσίου στη σχετική έκθεση αλλά και με την προσκομιδή του κατά το χρόνο συζήτησης του ενδίκου μέσου, οπότε θα κριθεί από το δικαστήριο αν κατά το χρόνο που ασκήθηκε το ένδικο μέσο είχε πράγματι χορηγηθεί η εντολή προς τούτο στον αντιπρόσωπο (...) Όμως ο από το άνω άρθρο τιθέμενος περιορισμός της απόδειξης της πληρεξουσιότητας ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης ασκήσεως ενδίκου μέσου, η παραβίαση του οποίου οδηγεί κατ' εφαρμογή του άρθρου ΚΠΔ στην απόρριψη του ενδίκου μέσου, μολονότι αυτό προσκομίζεται κατά τη συζήτηση και προκύπτει από αυτό ότι είχε δοθεί εντολή κατά το χρόνο ασκήσεως της αναίρεσης, είναι κατά κοινή αντίληψη προφανές ότι επιβάλλει στον καταδικασθέντα μια δυσανάλογη κύρωση, η οποία καταλύει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ αφενός μεν της θεμιτής μέριμνας για την εξασφάλιση της βούλησης του εντολέως κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου από αντιπρόσωπο, και αφετέρου του δικαιώματος πρόσβασης στο ανώτερο δικαστήριο και άσκησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης". Ανάλογες υπήρξαν και οι υπ' αριθμόν 176/2006, 1567/2006 και η πιο πρόσφατη 1243/2011 αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Η θέση ωστόσο αυτή δε φαίνεται να "άγγιξε" ιδιαίτερα τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού καθώς εξακολουθεί να απαιτεί για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως την προσάρτηση του πληρεξουσίου στην οικεία έκθεση, μη αρκούμενη στη μεταγενέστερη (έως τη συζήτηση) προσαγωγή του 37. ΤΥΠΟΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: Το άρθρο ΚΠΔ ορίζει ότι στην περίπτωση που η αναίρεση ασκείται δια αντιπροσώπου, ο τελευταίος οφείλει να έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 1 ΚΠΔ: είναι προφανές ότι πρόκειται για εκ παραδρομής παραπομπή στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, που αναφέρεται στον αριθμό των συνηγόρων που δύναται να έχει κάθε διάδικος στα πλαίσια της προδικασίας (δύο) και της διαδικασίας στο ακροατήριο (τρεις). Η παραπομπή αφορά στην παράγραφο 2 του άρθρου 96 ΚΠΔ που αναφέρεται στον 37 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

52 Σ ε λ ί δ α 52 τρόπο διορισμού του συνηγόρου του διαδίκου: ρητά προβλέπεται ότι "ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορούμενου ή άλλου διαδίκου γίνεται: α) με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 2 εδάφια β' και γ' ΚΠΔ. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά". Με τη σειρά της η εν λόγω διάταξη αναφορικά με το δεύτερο τρόπο διορισμού του συνηγόρου με έγγραφη δήλωση παραπέμπει στις διατυπώσεις του άρθρου 42 2 εδάφια β' και γ' ΚΠΔ, που ορίζουν: "(...) Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο...". Συμπερασματικά, λοιπόν, ο αντιπρόσωπος που ασκεί την αίτηση αναιρέσεως πρέπει κατά το χρόνο άσκησής της να έχει σχετική εντολή, η οποία να προκύπτει είτε από (α) προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα ή (β) έγγραφο που έχει τη μορφή απλής έγγραφης δήλωσης με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του εντολέα - βεβαίωση που συντελείται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή και δικηγόρο. Παλαιότερα ο νόμος αξίωνε η παρεχόμενη στον αντιπρόσωπο εντολή ασκήσεως ενδίκου μέσου να δίδεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο: είναι προφανές ότι η απαίτηση αυτή αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της γνησιότητας της πληρεξουσιότητας, ενόψει και της σοβαρότητας του περιεχομένου αυτής (εάν μάλιστα το έγγραφο της πληρεξουσιότητας ήταν για οποιοδήποτε λόγο άκυρο, το ένδικο μέσο θεωρούνταν ασκημένο από μη δικαιούμενο πρόσωπο και απορριπτόταν ως απαράδεκτο) - πλέον αυτό δεν απαιτείται: αρκεί απλή έγγραφη δήλωση με βεβαιωμένο το γνήσιο της

53 Σ ε λ ί δ α 53 υπογραφής - σαφώς γίνεται δεκτή και πληρεξουσιότητα που έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η αξίωση του νομοθέτη για βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής στα πλαίσια της απλής έγγραφης δήλωσης στοχεύει στην αποτροπή κάθε αμφισβητήσεως ως προς την παροχή ή όχι εντολής από το ενεργούν ως εντολέα συγκεκριμένο πρόσωπο. Σήμερα είναι πλέον γενικώς αποδεκτό ότι ο ίδιος ο δικηγόρος που διορίζεται πληρεξούσιος μπορεί να θεωρήσει τη γνησιότητας της υπογραφής του εντολέως του. Η λύση αυτή ενισχύεται άλλωστε από το πνεύμα, χωρίς να αποκλείεται από το γράμμα του νόμου - άλλωστε και στη σχετική συζήτηση στη Βουλή αναφορικά με την εν λόγω διάταξη διευκρινίστηκε ότι ο ίδιος ο δικηγόρος θεωρεί τη γνησιότητα της δηλώσεως, με την οποία του ανατίθεται η εντολή. Εάν η εντολή δίνεται με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο είναι προφανές ότι θεώρηση του γνησίου της υπογραφής ΔΕΝ απαιτείται 38. Ζήτημα προέκυψε ως προς το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να λαμβάνει χώρα η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής στη σχετική απλή έγγραφη δήλωση: υποστηρίχθηκαν δύο απόψεις: (α) η πιο αυστηρή υποστηρίζει ότι θα πρέπει κατά το χρόνο άσκησης της αναίρεσης να υπάρχει τόσο η ρητή εντολή για άσκηση της όσο και να έχει λάβει χώρα η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής: κατά την άποψη αυτή τόσο η εντολή όσο και η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα πρέπει να δοθούν προγενέστερα ή ταυτόχρονα με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως - μπορούν και να προσκομισθούν (εφόσον ήδη υπάρχουν κατά την άσκηση του) εντός του 20ημέρου που προβλέπεται στο άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ, (β) η πιο μετριοπαθής θέση υποστηρίζει ότι η εντολή για άσκηση της αναίρεσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης της, η θεώρηση όμως της γνησιότητας της υπογραφής μπορεί να λάβει χώρα μεταγενέστερα, ακόμη και μετά την πάροδο του 20ημέρου, αφού ο νόμος αξιώνει ρητά μόνο την ύπαρξη εντολής, η οποία και αποδεικνύεται - συνεπώς, δεν αξιώνει κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου 38 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 158.

54 Σ ε λ ί δ α 54 της αναίρεσης τις θεωρήσεις γνησιότητας. Κατά τον καθηγητή Μαργαρίτη η τελευταία αυτή εκδοχή εμφανίζεται πειστικότερη, αφού και τη νομική φύση της βεβαίωσης της γνησιότητας της υπογραφής ορθά προσεγγίζει και στη διάσωση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως συντείνει 39. ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ: Ιδιαίτερη συζήτηση υπήρξε γύρω από την ιδιότητα που πρέπει να έχει ή όχι ο αντιπρόσωπος ασκών την αίτηση αναιρέσεως και συγκεκριμένα αν πρέπει να είναι ή όχι δικηγόρος - ορθότερη είναι η αρνητική απάντηση: ρητή αξίωση ιδιότητας δικηγόρου δεν προκύπτει από το νόμο, συνεπώς η αναίρεση ασκούμενη δια αντιπροσώπου μπορεί να ασκείται από οποιοδήποτε πρόσωπο (τρίτο), έχον πάντα εντολή προς άσκησή της - ακόμη και μη έχον την ιδιότητα του δικηγόρου: αυτό συνάγεται τόσο από το άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ, που δίνει τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως αυτοπροσώπως στο δικαιούμενο διάδικο όσο και από τη διάταξη του αυτού άρθρου, παράγραφος 2, που χορηγεί σχετικό δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως στο νόμιμο αντιπρόσωπο του προσώπου που βρίσκεται σε δικαστική απαγόρευση (νοείται σήμερα ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης) ή στους συγγενείς (ανιόντα, σύζυγο, κατιόντα ή συγγενή εξ αίματος σε πλάγια γραμμή έως το δεύτερο βαθμό) του καταδικασθέντα που με βάση σχετική κρίση του δικαστηρίου βρίσκεται σε διανοητική κατάσταση, που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει κηρυχθεί ακόμα σε κατάσταση απαγορεύσεως. Υποστήριξη βρήκε και η αντίθετη θέση, ήτοι ότι απαιτείται η ιδιότητα του δικηγόρου σε κάθε περίπτωση, με το επιχείρημα ότι το άρθρο ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 96 και όχι απευθείας στο άρθρο 42 ΚΠΔ: πρόκειται για εσφαλμένη κρίση, διότι όπως ελέχθη, η παραπομπή πράγματι στο άρθρο 96 ΚΠΔ γίνεται για τον τύπο της εντολής και όχι για την ιδιότητα του αντιπροσώπου. Επιπρόσθετα, η παραπομπή στο άρθρο 96 και όχι στο άρθρο 42 ΚΠΔ έγινε όχι για να αποκλείσει τον τρίτο αλλά για να περιλάβει μέσα και το συνήγορο, ο διορισμός του οποίου μπορεί να γίνει όχι μόνο με απλή έγγραφη 39 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

55 Σ ε λ ί δ α 55 δήλωση, όπως ορίζει το άρθρο 42 ΚΠΔ, αλλά και με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα. Τέλος, αν δεχτούμε αυτήν την αντίθετη προσέγγιση θα πρέπει να αποκλείσουμε όχι μόνο τον τρίτο - μη δικηγόρο αλλά και το δικηγόρο - μη συνήγορο στην συγκεκριμένη υπόθεση, δεδομένου ότι το άρθρο 96 ΚΠΔ ομιλεί για συνήγορο ειδικά και όχι για δικηγόρο γενικά 40. Συμπερασματικά και τρίτος - μη δικηγόρος μπορεί - εφόσον έχει σχετική εντολή - να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως: αυτό είναι σύμφωνο με το όλο πνεύμα και σκεπτικό του νόμου, που επέφερε τροποποιήσεις στο συγκεκριμένο άρθρο θέλοντας "να επισπεύσει τις διαδικασίες διεξαγωγής της ποινικής δίκης και να απλουστεύσει τις διατυπώσεις πληρεξουσιότητας και νομιμοποιήσεως". ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ: Κατά ρητή επιταγή του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ, που παραπέμπει στο άρθρο 96 2 ΚΠΔ, η εντολή για άσκηση αναιρέσεως στον αντιπρόσωπο αρκεί να είναι γενική: απαιτείται πάντως να γίνεται ρητή μνεία σε δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία κι αυτή μνημονεύεται συγκεκριμένα στην εντολή: "(...) Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά". Παλαιότερα απαιτούνταν η εντολή να είναι ειδική, να δίδεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να προσαρτούνταν εν συνεχεία στη σχετική έκθεση: συνεπώς, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς δεν αρκούσε η γενική και αόριστη εντολή όπως λχ "για προσβολή όλων των αποφάσεων με όλα τα ένδικα μέσα", ενώ απαιτούνταν εξατομίκευση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που επρόκειτο να προσβληθεί. Σήμερα, συμπερασματικά και σχηματικά λεκτέα είναι τα εξής: (α) εάν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από το συνήγορο, ο διορισμός του οποίου έγινε με προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα, αρκεί η ρητή μνεία της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων - 40 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 160.

56 Σ ε λ ί δ α 56 ΔΕΝ απαιτείται περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση του ενδίκου μέσου, ούτε ειδικότερος προσδιορισμός της ποινικής υποθέσεως, (β) σε κάθε άλλη περίπτωση (ήτοι αν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από συνήγορο, ο διορισμός του οποίου έγινε με έγγραφη δήλωση ή από οποιοδήποτε άλλο τρίτο - εκτός συνηγόρου - πρόσωπο) απαιτείται ρητή μνεία της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων και εξατομίκευση της ποινικής υποθέσεως 41. Αναίρεση εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί δια αντιπροσώπου και χωρίς την ανάγκη ύπαρξης πρόσθετης ειδικής εντολής: πρόκειται για τις τρεις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου ΚΠΔ: (1) από το νόμιμο αντιπρόσωπο προσώπου που βρίσκεται σε δικαστική απαγόρευση, (2) από τον ανιόντα, σύζυγο ή κατιόντα ή συγγενή εξ αίματος σε πλάγια γραμμή έως δευτέρου βαθμού, αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται, με βάση μνημονευόμενη στην απόφαση σχετική κρίση του δικαστηρίου σε διανοητική κατάσταση που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει ακόμα κηρυχθεί σε κατάσταση απαγόρευσης, (3) από το συνήγορο που είχε παρασταθεί στη συζήτηση. Αναφορικά με τα ανωτέρω, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: πλέον έχει καταργηθεί ο θεσμός της δικαστικής και νόμιμης απαγορεύσεως και αντικαταστάθηκε με το θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης - συνεπώς στην υπό αριθμό (1) περίπτωση ως δικαιούμενος νοείται ο δικαστικός συμπαραστάτης. Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ότι η εν λόγω ρύθμιση αφορά αναιρέσεις μόνο κατά καταδικαστικών αποφάσεων, συνεπώς δεν περιλαμβάνει ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων. Αναφορικά με την περίπτωση υπ' αριθμό (2), για να ασκήσουν παραδεκτά την αίτηση αναιρέσεως οι συγγενείς πρέπει στην απόφαση να γίνεται ρητή μνεία της διανοητικής καταστάσεως του κατηγορούμενου: το δικαστήριο οφείλει να προβεί στη σχετική μνεία, εφόσον ζητηθεί (εάν δεν το πράξει, πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο στοιχείο δ' ΚΠΔ) - στην έκθεση ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να 41 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

57 Σ ε λ ί δ α 57 μνημονεύεται ρητά η ιδιότητα του συγγενή. Όλα τα πρόσωπα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΚΠΔ λειτουργούν για λογαριασμό του κατηγορουμένου. Για την υπ' αριθμό (3) περίπτωση θα πρέπει ρητά η ιδιότητα του παραστάντος κατά τη συζήτηση συνηγόρου να μνημονεύεται ρητά στην έκθεση ασκήσεως της αναίρεσης - δε δύναται να συμπληρωθεί μεταγενέστερα με υπόμνημα, ενώ κατά ρητή επιταγή του νόμου νομιμοποιείται σε άσκηση μόνο ο ίδιος ο συνήγορος που παρέστη στη συζήτηση: ούτε ο συνήγορος που παρέστη σε συζήτηση που οδήγησε σε έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης, ούτε άλλος δικηγόρος - έστω και ειδικά εξουσιοδοτημένος από τον παραστάντα στη συζήτηση συνήγορο. Ως τέτοιος συνήγορος νοείται και εκείνος που έχει διοριστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τέλος, αν παρέστησαν κατά τη συζήτηση περισσότεροι από ένας συνήγοροι, τότε καθένας από αυτούς μπορεί να ασκήσει χωριστά αναίρεση 42 : σε περίπτωση αντίθετων λόγων των περισσότερων ασκηθέντων αιτήσεων αναιρέσεως επικρατούν εκείνοι που ωφελούν περισσότερο τον κατηγορούμενο, ενώ εάν υπάρχει διαφωνία τους ως προς την άσκηση ή όχι της αναίρεσης, επικρατεί η πιο συμφέρουσα για τον κατηγορούμενο επιλογή. Ειδικά για το συνήγορο που παραστάθηκε στη συζήτηση, όπως προκύπτει από το άρθρο τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ, το σχετικό του δικαίωμα προς άσκηση αναίρεσης επί καταδίκης σε θανατική ποινή είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από το δικαίωμα του κατηγορουμένου - συνεπώς μπορεί ο συνήγορος να το ασκήσει στο όνομά του και με δική του πρωτοβουλία. Κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου (466 2 ΚΠΔ) ορίζεται ότι: "Όταν και ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος ασκήσουν το ένδικο μέσο και υπάρχει αντίθεση μεταξύ των λόγων που προβάλλονται, θα προτιμηθεί το ένδικο μέσο που ωφελεί περισσότερο τον κατηγορούμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δήλωση του ενός συμπληρώνει τη δήλωση του άλλου" - πρόκειται για μία ξεκάθαρη διάταξη που δεν απαιτεί ιδιαίτερη ερμηνεία - να σημειωθεί ιστορικά μόνο πως αρχικά σε περίπτωση συγκρούσεως / αντιθέσεως των λόγων, επικρατούσε το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τον 42 Βλέπε ΑΠ 698/2013, Ποινική Δικαιοσύνη 2014, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελίδα 543.

58 Σ ε λ ί δ α 58 κατηγορούμενο - σήμερα, αυτό που ωφελεί περισσότερο τον κατηγορούμενο - πρόκειται για μια άποψη σαφώς υπέρ του κατηγορούμενο και άρα δικαιοπολιτικά ορθότερη. Σε κάθε άλλη περίπτωση - εκτός της θανατικής ποινής που μνημονεύτηκε αμέσως ανωτέρω - ο συνήγορος ασκεί την αίτηση αναιρέσεως στο όνομα του καταδικασθέντα, ενώ κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου εδάφιο α': με αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου η ασκηθείσα αναίρεση ματαιώνεται. Στην τελευταία περίπτωση, ο συνήγορος λειτουργεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος του καταδικασθέντα, όπως και ο έχων ειδική εντολή - χωρίς όμως να απαιτείται τέτοια κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρο ΚΠΔ). Η παράσταση ή μη του συνηγόρου αποδεικνύεται από τα πρακτικά της συζήτησης. Ζήτημα, ωστόσο, προέκυψε αναφορικά με την ιδιαίτερα ακραία τυπολατρική ερμηνεία του άρθρου 465 2, εδάφιο α' ΚΠΔ στην οποία προέβη ο Άρειος Πάγος κατά το χρονικό διάστημα παγιώνοντας δική του αντίληψη περί της "τεκμαιρόμενης πληρεξουσιότητας" του παρασταθέντος συνηγόρου: το Ανώτατο Ακυρωτικό υιοθέτησε την άποψη ότι όταν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκείται από τον παρασταθέντα συνήγορο, χωρίς να προσαρτάται το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του στη δήλωση ή την έκθεση, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εφόσον δεν αναφέρεται στη δήλωση ή την έκθεση η ιδιότητά του, γιατί χωρίς τη συγκεκριμένη μνεία ο παρασταθείς συνήγορος δε μπορεί να επικαλείται "τεκμαιρόμενη πληρεξουσιότητα". Πρόκειται για πάγια νομολογιακή γραμμή, που συνάντησε τις σφοδρές αντιδράσεις της θεωρίας και ορθώς, κατά την κρίση μας: Αφενός η διάταξη του άρθρου 465 2, εδάφιο α' ΚΠΔ δε θέτει ρητά τέτοια προϋπόθεση (ούτε βέβαια αυτή μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά, αφού η παράσταση του συνηγόρου αποδεικνύεται πλήρως από τα πρακτικά της δίκης, τα οποία βρίσκονται στη διάθεση του Αρείου Πάγου μαζί με την προσβαλλόμενη απόφαση και συνακόλουθα μπορούν να εξεταστούν για να διαπιστωθεί η ιδιότητα του ασκούντος την αναίρεση), αφετέρου μια τέτοια απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης στερεί από τον αναιρεσείοντα την ουσιαστική πρόσβασή του στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο,

59 Σ ε λ ί δ α 59 προσβάλλοντας έτσι τα άρθρα 6 1 της ΕΣΔΑ και 20 1 του Συντάγματος, ήτοι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο: προσβολή που δε μπορεί να δικαιολογηθεί και με την αρχή της αναλογικότητας. Εν έτει 2010 φαίνεται να συντελέστηκε μια πρώτη απόπειρα μεταστροφής της παγιωμένης αυτής νομολογιακής γραμμής του Αρείου Πάγου με την ΑΠ 1861/2010 (η οποία ανήρεσε απόφαση Εφετείου για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, η οποία είχε απορρίψει ως απαράδεκτη ασκηθείσα έφεση με το αιτιολογικό ότι ασκήθηκε από τον παραστάντα συνήγορο χωρίς προσάρτηση του απαιτούμενου ειδικού πληρεξουσίου). Ενόψει του ότι ο παραστάς συνήγορος ασκεί την αίτηση αναιρέσεως ως νόμιμος αντιπρόσωπος του κατηγορουμένου, ΔΕ μπορεί να ασκήσει την αναίρεση υπέρ του κατηγορουμένου, όταν ο τελευταίος παραιτήθηκε από το ένδικο μέσο της αναίρεσης που τυχόν άσκησε ή από το δικαίωμα ασκήσεως αυτής 43. Αναφορικά με την πληρεξουσιότητα επί νομικών προσώπων σημειώνονται τα εξής: το προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έχει εκ του νόμου πληρεξουσιότητα για εκπροσώπηση του Δημοσίου στα δικαστήρια και τις διοικητικές αρχές - συνεπώς αυτό νομιμοποιείται και σε άσκηση αναίρεσης (Νόμος 3086/2002, άρθρο 21). Στην περίπτωση ανώνυμης εταιρίας, σε άσκηση αναίρεσης νομιμοποιούνται: (α) το διοικητικό συμβούλιο (ΔΣ) που ενεργεί συλλογικά, (β) ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, ο οποίος ενεργεί ως όργανο της εταιρίας και (γ) οποιοσδήποτε τρίτος - για τους δύο τελευταίους η Ολομέλεια Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμόν 4/2006 όρισε: "Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγή (ή για την άσκηση ενδίκου μέσου). Στην περίπτωση όμως που το ΔΣ Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέτει σε τρίτο (...) να υποβάλλει μήνυση 43 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

60 Σ ε λ ί δ α 60 ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρίας ή να ασκήσει ένδικο μέσο απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανώτερος τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του ΔΣ, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση (ή στην έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου), να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του ΔΣ της εταιρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο". Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου: Κατά ρητή επιταγή του άρθρου 466 ΚΠΔ, η αναίρεση που ασκήθηκε κατά καταδικαστικής αποφάσεως από το συνήγορο που παραστάθηκε στη συζήτηση (άρθρο ΚΠΔ) ματαιώνεται με αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου. Η αντίθετη δήλωση πρέπει να γίνει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστικού γραμματέα, οπότε και συντάσσεται έκθεση, με έσχατο χρονικό σημείο σε κάθε περίπτωση την έναρξη της συζήτησης της αναίρεσης. Όπως προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία της σχετικής διατάξεως η δήλωση μπορεί να γίνει είτε (α) στο γραμματέα οποιουδήποτε δικαστηρίου, χωρίς διάκριση βαθμού και τόπου (ακόμη δηλαδή και στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή πταισματοδικείου) είτε (β) στο ακροατήριο του αρμόδιου για την εξέταση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της συζήτησης αυτού, προφορικά οπότε καταχωρίζεται στα πρακτικά. Εάν ο κατηγορούμενος κρατείται, η δήλωση μπορεί να γίνει κατ' άρθρο 74 ΚΠΔ και ενώπιον του Διευθυντή των Φυλακών 44. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος ή τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, η αντίθετη δήλωσή του πρέπει να συνοδεύεται και από τη δήλωση του προσώπου που ασκεί τη γονική μέριμνα ή του δικαστικού συμπαραστάτη (άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ). Τέλος, στο τελευταίο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αυτού άρθρου ορίζεται ότι, αν με την απόφαση που έχει προσβληθεί, επιβάλλεται στον κατηγορούμενο η ποινή του θανάτου, η αντίθετη στην άσκηση του ενδίκου 44 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

61 Σ ε λ ί δ α 61 μέσου της αναιρέσεως δήλωσή του είναι ανίσχυρη - πρόκειται για μια πρόβλεψη που μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής στερείται ουσιαστικού νοήματος. Τέλος, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 466 ΚΠΔ, όταν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος ασκούν το ένδικο μέσο της αναίρεσης και υπάρχει αντίθεση μεταξύ των λόγων που προβάλλονται, θα προτιμηθεί η αναίρεση που ωφελεί περισσότερο τον κατηγορούμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η δήλωση του ενός συμπληρώνει τη δήλωση του άλλου. Πρόκειται για ρύθμιση που στηρίζεται στη σκέψη ότι είναι ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος, μη έχοντας ειδικές νομικές γνώσεις και κατάρτιση, να ασκήσει αναίρεση που δεν τον ωφελεί, ενώ κατά τον καθηγητή Μαργαρίτη η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να τύχει ανάλογης εφαρμογής και στην περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στο άρθρο ΚΠΔ συγγενείς του 45. ΤΡΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως: Ο καθηγητής Μαργαρίτης παραθέτοντας τα λόγια του καθηγητή Νίκα αναφέρει ότι "η άσκηση των ενδίκων μέσων επιφέρει βαρυσήμαντες συνέπειες. Προς το συμφέρον της σαφήνειας και της ασφάλειας του δικαίου, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επέρχονται οι έννομες αυτές συνέπειες θα πρέπει να καθορίζονται κατά το δυνατό με ακρίβεια για να μπορούν να αποδεικνύονται και εύκολα: αυτό επιτυγχάνεται με την καθιέρωση συγκεκριμένου και αυστηρού τύπου 46 ". Στο ελληνικό δικονομικό σύστημα προβλέφθηκαν δύο κατά βάση τρόποι ασκήσεως του ενδίκου μέσου: (α) ο ένας αντιστοιχεί σε κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την οποία κατάθεση συντάσσεται από τον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας έκθεση καταθέσεως (αυτόν τον τρόπο υιοθετεί ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στα άρθρα ) και (β) ο άλλος περιλαμβάνει δήλωση του δικαιούμενου ή αντιπροσώπου του σε ορισμένο πρόσωπο, για την οποία δήλωση συντάσσεται έκθεση. Τον τελευταίο αυτό υπό 45 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 176.

62 Σ ε λ ί δ α 62 στοιχείο (β) τρόπο άσκησης ενδίκου μέσου υιοθετεί - με κάποιες εξαιρέσεις - ο ΚΠΔ στο άρθρο 474 αυτού: αυτός είναι και ο νόμιμος τρόπος άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως. Το άρθρο 474 ΚΠΔ ορίζει: "1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σε εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο ΚΠΔ) και από εκείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση του τηλεγραφήματος. Αν η έκθεση γίνει σε άλλο γραμματέα ή στο διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. / 2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. / 3. Στην έκθεση αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και η αρμόδια ΔΟΥ του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο. Αν αυτός που ασκεί το ένδικο μέσο δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό". Η αίτηση αναιρέσεως, λοιπόν, ασκείται ενώπιον των περιοριστικά - αποκλειστικά αναφερόμενων στο άρθρο ΚΠΔ προσώπων, ήτοι ενώπιον (α) του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα, (β) του γραμματέα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, (γ) του προϊσταμένου της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, (δ) του διευθυντή των φυλακών, εάν ο δικαιούμενος κρατείται. Άσκηση αναίρεσης με δήλωση ενώπιον

63 Σ ε λ ί δ α 63 άλλου προσώπου συνεπάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Στις περιπτώσεις υπό στοιχεία β' και γ' που προηγήθηκαν, κατά ρητή επιταγή του νόμου, για να γίνει δεκτή η δήλωση άσκησης αναίρεσης ενώπιον των συγκεκριμένων προσώπων, ο νόμος θέτει ρητή προϋπόθεση: ο δικαιούμενος να έχει την κατοικία του ή να διαμένει προσωρινά στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου ή της προξενικής αρχής: το στοιχείο αυτό (της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής) πρέπει να αναγράφεται στην οικεία έκθεση για να μπορεί να ελεγχθεί η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου γραμματέα - διαφορετικά η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη. Ο όρος "προσωρινή διαμονή" δεν προσδιορίζεται από το νομοθέτη: επικράτησε, λοιπόν, η άποψη ότι αρκεί και η "προς ώρα" διαμονή στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου ή της προξενικής αρχής - συντασσόμαστε απόλυτα με τη θέση του καθηγητή Μαργαρίτη, που αξιολογεί τη συγκεκριμένη άποψη ως υπερβολικά ευρεία, αφού καταλήγει να θεωρεί ως αρμόδιους τους γραμματείς όλων των ειρηνοδικείων ή των προξενικών αρχών από την περιφέρεια των οποίων διήλθε έστω και στιγμιαία ο ενδιαφερόμενος - ορθότερο είναι λοιπόν να συνδεθεί το προσωρινό της διαμονής με κάποια διάρκεια 47. Η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως στους γραμματείς υπό στοιχεία β' και γ' που μνημονεύτηκαν ανωτέρω εφαρμόζεται και όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από αντιπρόσωπο: πράγμα που σημαίνει ότι αρμόδιος είναι και ο γραμματέας του ειρηνοδικείου ή της προξενικής αρχής στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο αντιπρόσωπος. Αναφορικά με την περίπτωση του κρατουμένου, ο νόμος στο άρθρο εδάφιο β' ΚΠΔ ορίζει ότι η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως μπορεί να γίνει με δήλωση σε εκείνον που διευθύνει τη φυλακή - πρόκειται για πρόβλεψη που έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 74 ΚΠΔ που απαιτεί έγγραφο και συγκεκριμένα ορίζει: "Οι αιτήσεις και οι δηλώσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου υποβάλλονται με έγγραφο, που παραδίδεται στο διευθυντή του καταστήματος όπου κρατείται και συντάσσεται έκθεση": κατά μία εκδοχή, επικρατεί ως ειδικότερη η 47 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 180.

64 Σ ε λ ί δ α 64 διάταξη του άρθρου εδάφιο β' ΚΠΔ και συνεπώς αρκεί η προφορική δήλωση του δικαιούμενου κρατουμένου. Κατ' άλλη εκδοχή, παράλληλη εφαρμογή έχουν αμφότερες οι ρυθμίσεις. Ορθότερη προκρίνεται η δεύτερη θέση, αφού η διάταξη του άρθρου 474 ΚΠΔ αποτελεί επανάληψη με στενότερη διατύπωση του άρθρου 74 ΚΠΔ 48. Όπως παρουσιάσθηκε και σε ανωτέρω ενότητα της παρούσης διπλωματικής εργασίας, ειδικό τρόπο ασκήσεως της αναίρεσης προβλέπει η διάταξη του άρθρου ΚΠΔ, διάταξη που αφορά στις προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων. Συγκεκριμένα, ορίζει ότι η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει από την καταχώρηση της απόφασης καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η δήλωση, μάλιστα αυτή, δεν αποκλείεται να ασκηθεί και συμπληρωματικά, εάν έχει ήδη ασκηθεί αναίρεση με το κλασικό τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474 ΚΠΔ και η ήδη ασκηθείσα αυτή αναίρεση δεν περιέχει ορισμένους λόγους. Πρόκειται για ρύθμιση που αφορά (α) μόνο την αναίρεση, (β) κατά καταδικαστικής απόφασης και (γ) μόνο εφόσον ασκείται από εκείνον που καταδικάστηκε ή αντιπρόσωπό του. Εξ αντιδιαστολής, δεν ισχύει, εάν προσβάλλονται βουλεύματα ή άλλου είδους αποφάσεις (αθωωτικές ή παύουσες οριστικά την ποινική δίωξη). Καταδικαστικές είναι οι αποφάσεις που αναγνωρίζουν ενοχή και επιβάλλουν ποινή. Κρίθηκε νομολογιακά ότι ΔΕΝ είναι καταδικαστικές και άρα δε μπορεί να ζητηθεί η αναίρεσή τους με το συγκεκριμένο ειδικό τρόπο οι αποφάσεις: που απορρίπτουν την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη - που κηρύσσουν αναρμοδιότητα του δικαστηρίου - κατά το μέρος που αφορούν δήμευση ή παραλείπουν να αποφανθούν για την τύχη των κατασχεθέντων - που απορρίπτουν αίτηση μετατροπής της ποινής - που απορρίπτουν αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη 48 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 182.

65 Σ ε λ ί δ α 65 ή αβάσιμη - που διορθώνουν σφάλματα σχετικά με τον υπολογισμό του χρόνου προσωρινής κράτησης - που σχηματίζουν κατ' άρθρο 551 ΚΠΔ συνολική ποινή - που παύουν με βάση ειδικό νόμο υπό όρο την ποινική δίωξη - που δεν επιβάλλουν, εξαιτίας συνδρομής λόγου δικαστικής αφέσεως, ποινή - που αθωώνουν τον κατηγορούμενο - που κηρύσσουν απαράδεκτη τη δίωξη - που διατάσσουν αθροιστική έκτιση ποινής με άλλη ανασταλείσα - που απορρίπτουν αίτημα αναβολής της δίκης - που απορρίπτουν αίτηση εξαιρέσεως δικαστή 49. Η επίδοση της δήλωσης στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γίνεται, όπως προκύπτει από τη χρήση του όρου "επιδίδεται" και όχι "εγχειρίζεται", με δικαστικό επιμελητή, ύστερα από παραγγελία του καταδικασθέντα - ο επιμελητής βεβαιώνει την επίδοση με επισημείωση στο δικόγραφο της δηλώσεως και συντάσσει έκθεση για το γεγονός: εάν γίνει με διαφορετικό τρόπο, η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη: έτσι θεωρήθηκε ως απαράδεκτη η αναίρεση που στάλθηκε με ταχυδρομική επιστολή, υποβλήθηκε ή εγχειρίστηκε στη γραμματεία της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ή διαβιβάστηκε υπηρεσιακά από τη φυλακή, όπου ο δηλών κρατείται 50. Ειδική πρόβλεψη για ζητήματα ασκήσεως αναίρεσης περιέχει και το άρθρο εδάφιο β' ΚΠΔ για τον εισαγγελέα: "Ο εισαγγελέας ο οποίος δεν ασκεί τα καθήκοντά του στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να δηλώσει την αίτησή του για αναίρεση και στο γραμματέα του δικαστηρίου που υπηρετεί, ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και στο γραμματέα του Αρείου Πάγου", ενώ το άρθρο ΚΠΔ συμπληρώνει τα ζητήματα ασκήσεως αναιρέσεως ορίζοντας: "Όταν ζητείται αναίρεση απόφασης, υποβάλλονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μαζί με την αίτηση αναίρεσης ή τη δήλωση που συντάσσεται με βάση το άρθρο ατελώς και δύο αντίγραφα, καθώς 49 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 186.

66 Σ ε λ ί δ α 66 και δύο αντίγραφα των πρόσθετων λόγων και των υπομνημάτων του αναιρεσείοντος". Κατά το άρθρο ΚΠΔ ορίζεται ρητά ως μοναδικός τρόπος άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως η δήλωση του δικαιούμενου ή του αντιπροσώπου του προς συγκεκριμένο πρόσωπο, για την οποία συντάσσεται έκθεση (με εξαίρεση πάντοτε τον ειδικότερο τρόπο άσκησης αναίρεσης, που προβλέπεται στο άρθρο ΚΠΔ και τον οποίο άλλωστε ευθέως αναγνωρίζει στο πρώτο εδάφιο του το άρθρο 474 ΚΠΔ). Το ερώτημα που ανέκυψε είναι εάν μπορεί να λειτουργήσει και ο τρόπος άσκησης ενδίκων μέσων, που υιοθετείται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι να θεωρείται παραδεκτή η αναίρεση που ασκείται με μόνη την κατάθεση δικογράφου στους αρμόδιους υπαλλήλους με ταυτόχρονη σύνταξη εκθέσεως εγχειρήσεως: η απάντηση που κυριαρχεί στη νομολογία και στο μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας είναι πως όχι - δε μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο του ΚΠΔ μόνο με δικόγραφο και συνακόλουθη έκθεση εγχειρήσεως - τέτοια αναίρεση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, ο καθηγητής Μαργαρίτης υποστηρίζει το ακόλουθο, με το οποίο προσωπικά συντασσόμαστε, δεδομένου ότι κατά το ένα μέρος του εκπληρώνει πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος στο άρθρο ΚΠΔ - υποστηρίζει λοιπόν ότι: "Η περίπτωση όπου το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση, για την οποία συντάσσεται έκθεση, όπου αναφέρεται ότι τα σχετικά παράπονα περιλαμβάνονται σε αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται ταυτόχρονα και για το οποίο γίνεται πράξη εγχειρήσεως ή το οποίο υπογράφεται από τον αναιρεσείοντα και τον συντάξαντα την έκθεση γραμματέα (ή μόνο από τον αναιρεσείοντα) είναι περίπτωση παραδεκτής ασκήσεως ενδίκου μέσου. Δογματικά, γιατί υπάρχει η προφορική δήλωση του ενδιαφερομένου για την οποία συντάχθηκε έκθεση και άρα ικανοποιείται η σχετική αξίωση του άρθρου ΚΠΔ. Βέβαια μπορεί εδώ να προβληθεί η αντίρρηση ότι η ικανοποίηση του γράμματος του νόμου είναι μερική μιας και δεν αναφέρονται στην έκθεση οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο, όπως το άρθρο ΚΠΔ απαιτεί. Ωστόσο, η αντίρρηση τούτη μπορεί να υπερκεραστεί με την ουσιαστική σκέψη ότι το αυτοτελές δικόγραφο που

67 Σ ε λ ί δ α 67 περιέχει τους λόγους αποτελεί τμήμα της εκθέσεως ενόψει της παραπομπής σε αυτό, της ταυτόχρονης με την έκθεση καταθέσεώς του και της πράξεως εγχειρήσεως που γίνεται. Η συγκεκριμένη κατάληξη είναι και δικαιοπολιτικά αποδεκτή, αφού με την κατάφαση του παραδεκτού διευρύνονται τα όρια της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας 51 ". Στο σημείο αυτό και αναφορικά με τα προεκτεθέντα δε θα πρέπει να λησμονήσουμε και τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της επί της υποθέσεως Ν. Μπουλουγούρας κατά Ελλάδας: το ΕΔΔΑ δέχτηκε - αντιμετωπίζοντας περίπτωση όπου ο συντάξας (και υπογράψας) την έκθεση γραμματέας είχε παραλείψει να υπογράψει το προσκομισθέν από τον αναιρεσείοντα έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν οι λόγοι αναιρέσεως - ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος στο Ακυρωτικό δικαστήριο εξαιτίας της απορρίψεως από τον Άρειο Πάγο της συγκεκριμένης αναιρέσεως ως απαράδεκτης και συνεπώς παραβιάστηκε η επιταγή του άρθρου 6 1 της ΕΣΔΑ: Συγκεκριμένα: " Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, η κήρυξη του απαραδέκτου από τον Άρειο Πάγο είχε ως συνέπεια να τιμωρήσει τον προσφεύγοντα για ένα λάθος που έγινε κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου. Όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσφεύγων ΔΕ μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για το εν λόγω λάθος. Πράγματι το Δικαστήριο εκτιμά ότι, αφού το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι το πρόσωπο ενώπιον του οποίου ασκείται η αίτηση αναιρέσεως πρέπει επίσης να θέσει την υπογραφή του στο έγγραφο που περιέχει τους λόγους της αναίρεσης, για την τήρηση αυτών των προϋποθέσεων ευθύνεται κυρίως το πρόσωπο που έχει την αρμοδιότητα να παραλαμβάνει τις αιτήσεις αυτές, εν προκειμένω δε ο γραμματέας του Πλημμελειοδικείου. Τούτο δε πολύ περισσότερο ισχύει ενόψει του ότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει τη χορήγηση σε όλες τις περιστάσεις αντιγράφου του εγγράφου της αναιρέσεως στον αναιρεσείοντα ή το νομικό σύμβουλό του, κάτι το οποίο θα μείωνε τις πιθανότητες των λαθών, που ενδεχομένως γίνονται από τις αρμόδιες για την άσκηση 51 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 191.

68 Σ ε λ ί δ α 68 των ενδίκων μέσων δημόσιες αρχές. Βεβαίως οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν αντίγραφο του προαναφερθέντος εγγράφου, αλλά κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτή η δυνατότητα δεν καθιερώνει υποχρέωση για τους διαδίκους μιας διαδικασίας να ελέγχουν εάν η δημόσια αρχή, που παρέλαβε την αίτηση, έχει εκτελέσει εγκύρως όλες τις διαδικαστικές ενέργειες που ανήκουν στα καθήκοντά της. 27. Υπό αυτούς τους όρους, το Δικαστήριο δε θα μπορούσε να παραδεχτεί ότι ένας τόσο άκαμπτος φορμαλισμός ταιριάζει με τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο προσφεύγων έχει υποβληθεί σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεως του σε ένα Δικαστήριο και ότι συνεπώς υπήρξε προσβολή του δικαιώματος τους σε ένα Δικαστήριο. Υπήρξε, επομένως, παραβίαση του άρθρου 6 1 της Σύμβασης". Με βάση την απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ, ο Άρειος Πάγος αναπροσανατόλισε τη νομολογία του δεχόμενος σταθερά πια ότι είναι παραδεκτή η άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης με δήλωση για την οποία συντάσσεται έκθεση και με αναφορά των σχετικών λόγων σε αυτοτελές δικόγραφο υπογραφόμενο από τον αναιρεσείοντα και τον συντάξαντα και υπογράψαντα την έκθεση γραμματέα ή μόνο τον αναιρεσείοντα 52. Ειδικό τρόπο άσκησης του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως προβλέπει το άρθρο εδάφιο δ' ΚΠΔ και για τον εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να το ασκήσει τηλεγραφικά - η αναίρεση σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση και όχι με τη λήψη του τηλεγραφήματος. Στόχος της διάταξης είναι η διευκόλυνση της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως εκ μέρους του εισαγγελέα που βρίσκεται μακριά από το γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπό προσβολή δικαιοδοτική κρίση και αφορά τόσο τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών όσο και τον εισαγγελέα εφετών. Το σχετικό τηλεγράφημα θα πρέπει να περιέχει όχι μόνο τη δήλωση ασκήσεως αναιρέσεως αλλά και τους λόγους για τους οποίους ασκείται αυτή. Ο γραμματέας που παίρνει το τηλεγράφημα του 52 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

69 Σ ε λ ί δ α 69 εισαγγελέα οφείλει να συντάξει σχετική έκθεση, όπου καταχωρείται και το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος και προσαρτάται και το τηλεγράφημα. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δυνατότητα ασκήσεως αναίρεσης με απλή τηλεφωνική δήλωση πρέπει να αποκλειστεί - αντιθέτως επιτρεπτή θεωρήθηκε η άσκηση του ενδίκου μέσου με τηλεομοιοτυπία (fax). Με την παρούσα γραμματική διατύπωση θα πρέπει να αποκρουσθεί και η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως από τον εισαγγελέα με τη χρήση άλλων σύγχρονων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και η αποστολή γραπτών μηνυμάτων μέσω κινητής τηλεφωνίας 53. Για την παραδεκτή άσκηση αναίρεσης ο νόμος ορίζει ότι μετά τη δήλωση συντάσσεται έκθεση: η μη αναφορά της χρονολογίας συντάξεώς της εκθέσεως επάγεται την ακυρότητά της (άρθρο 153 ΚΠΔ), εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της εκθέσεως ή από άλλα αναφερόμενα στην έκθεση επισυναπτόμενα έγγραφα. Ο μη προσδιορισμός της απόφασης ή του βουλεύματος που βάλλεται με το ένδικο μέσο της αναίρεσης στην συνταχθείσα έκθεση καθιστά καταρχήν απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως - ωστόσο ο προσδιορισμός αυτός μπορεί να συνάγεται και από προσφυγή σε άλλα στοιχεία: όπως η ταυτότητα του καταδικασθέντος και του πολιτικώς ενάγοντος, η περιγραφή της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, το δικάσαν δικαιοδοτικό όργανο, η επιβληθείσα ποινή κοκ 54. Ένα ακόμα ζήτημα που απασχόλησε τη νομολογία μας ήταν το ακόλουθο: Εάν πρέπει να αναγράφεται ρητά και πανηγυρικά η ιδιότητα του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως στην έκθεση ασκήσεώς του, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί, αν του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα εκ του νόμου. - Μέχρι το έτος 1985, μελετώντας κανείς τη νομολογία του Αρείου Πάγου παρατηρεί ότι το Ακυρωτικό μας δικαστήριο έδινε θετική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, αξιώνοντας η ιδιότητα του ασκούντος την αναίρεση να προκύπτει 53 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες

70 Σ ε λ ί δ α 70 άμεσα και με σαφήνεια (σχεδόν πανηγυρικά) από τη συντασσόμενη κατ' άρθρο ΚΠΔ έκθεση ασκήσεως της. Υποστήριζε, μάλιστα, ότι η ιδιότητα αυτή δεν έπρεπε να συνάγεται από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο. Ουσιαστικά, η ιδιότητα θεωρήθηκε συστατικό στοιχείο της εκθέσεως (που αποτελεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο) και άρα έλλειψή του καθιστά την ασκηθείσα αναίρεση απαράδεκτη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αυστηρή θεώρηση, που και έξω από το γράμμα του νόμου βρίσκεται - ουσιαστικά δεν υπηρετεί κανένα σκοπό - και περιορίζει το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο - "συρρικνώνει την παρεχόμενη έννομη προστασία 55 ". - Από το έτος 1985 και έπειτα, λόγω της επιμονής ορισμένων αντεισαγγελέων του (των Αλεξόπουλου, Βερνάρδου, Καζαντζή, Νικολοδήμου, Κανίνια και Πλαγιαννάκου), το Ανώτατο Ακυρωτικό μετέβαλε την αρχική αυστηρή εκδοχή του, ορίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητη η ρητή - πανηγυρική μνεία της ιδιότητας του προσώπου στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως: αρκεί να αναφέρεται, έστω και συνεπτυγμένα σε αυτή, ώστε μέσα από τη μελέτη της έκθεσης και των υπόλοιπων εγγράφων της δικογραφίας να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την ιδιότητα του ασκούντος την αναίρεση. - Στη συνέχεια (από το έτος 1994 μέχρι σήμερα), το Ανώτατο Ακυρωτικό φαίνεται ότι επέστρεψε στην αρχικά διατυπωθείσα αυστηρή του προσέγγιση, ζητώντας η ιδιότητα του προσώπου να προκύπτει αυστηρά - έστω και έμμεσα - μόνο από την έκθεση. - Συμπερασματικά: ο νόμος ΔΕ θεωρεί ως στοιχείο της εκθέσεως την ιδιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Το στοιχείο αυτό αξιώνεται ακριβώς για να ελεγχθεί αν ο εμφανισθείς είναι και δικαιούχος. Συνεπώς, ορθότερο είναι να δεχτούμε ότι η ιδιότητα του προσώπου ως δικαιούχου να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης αρκεί να προκύπτει με οποιονδήποτε τρόπο - έστω και έμμεσο - είτε από την έκθεση, είτε από άλλο έγγραφο της 55 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες και

71 Σ ε λ ί δ α 71 δικογραφίας, η επισκόπηση της οποίας για το συγκεκριμένο σκοπό είναι θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη 56. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 474 ΚΠΔ αναγκαίο περιεχόμενο της εκθέσεως είναι και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται η αίτηση αναιρέσεως. Η αξίωση αυτή είναι πρόδηλο ότι εξυπηρετεί τη δυνατότητα προσδιορισμού της εκτάσεως του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. Με τη διατύπωση αυτή ο νόμος αξιώνει την ύπαρξη ενός τουλάχιστον λόγου ο οποίος κρίνεται παραδεκτός (ήτοι σαφής και ορισμένος ως προς το περιεχόμενό του) και νόμω βάσιμος (στηριζόμενος δηλαδή στο νόμο): ορισμένος είναι ο λόγος, όταν δεν περιορίζεται σε περιγραφική (αριθμητική) παράθεση του οικείου άρθρου του ΚΠΔ, αλλά προχωρεί σε εξειδίκευση του νομικού σφάλματος που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη δικαιοδοτική κρίση - νόμω βάσιμος είναι ο λόγος που προβλέπεται ως τέτοιος από σχετική διάταξη νόμου (ουσιαστικά πρόκειται για τους λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ) 57. Οι λόγοι ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όπως μνημονεύτηκε και ανωτέρω, πρέπει να αναφέρονται στο ίδιο το σώμα της συντασσόμενης έκθεσης ή εξαιρετικά σε άλλο έγγραφο, το οποίο όμως μνημονεύεται στην έκθεση, υπογράφεται από τον δηλούντα και το δεχόμενο τη δήλωση υπάλληλο και συνυποβάλλεται με την έκθεση. Τέλος, ειδικά για το ένδικο μέσο της αναίρεσης εισάγεται εξαίρεση ως προς τον κανόνα που μνημονεύτηκε ανωτέρω [του ενός τουλάχιστον λόγου ο οποίος κρίνεται παραδεκτός (ήτοι σαφής και ορισμένος ως προς το περιεχόμενό του) και νόμω βάσιμος (στηριζόμενος δηλαδή στο νόμο)]: η αναίρεση που δεν περιέχει σαφή και ορισμένο λόγο τότε μόνο είναι απαράδεκτη, όταν η έλλειψη δεν έχει θεραπευτεί μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής πρόσθετων λόγων (άρθρο ΚΠΔ) (Έχει ωστόσο υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ήτοι ότι δε συντρέχει η εν λόγω εξαίρεση ως προς τον κανόνα 56 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 65 και Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 200.

72 Σ ε λ ί δ α 72 και ότι θεραπεία ούτε με την προβολή πρόσθετων λόγων, ούτε με την κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ αυτεπάγγελτη έρευνα είναι εφικτή 58 ). Ακυρότητα της σχετικής εκθέσεως κατ' άρθρο 153 ΚΠΔ επιφέρει και η έλλειψη υπογραφής του δηλούντος ή του αντιπροσώπου του. Σε περίπτωση που απουσιάζει η υπογραφή του γραμματέα αναφερθήκαμε εκτενώς σε προηγούμενη θεματική της παρούσας διπλωματικής εργασίας - συνεπώς, συγκεντρωτικά αναφέρουμε πως έγινε δεκτό και με βάση σχετική κρίση του ΕΔΔΑ (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της επί της υποθέσεως Ν. Μπουλουγούρας κατά Ελλάδας) ότι είναι παραδεκτή η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως της οποίας η έκθεση δε φέρει την υπογραφή του αρμοδίου για τη σύνταξή της οργάνου με τη λογική ότι πρόκειται για πλημμέλεια που βαραίνει την αρμόδια αρχή και αυτή δεν πρέπει να "χρεωθεί" στον ασκήσαντα την αναίρεση διάδικο - διαφορετικά προσβάλλεται το δικαίωμα του για πρόσβαση στο δικαστήριο και άρα το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη κατ' άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ. Ιδιαίτερες συζητήσεις έχει προκαλέσει το ζήτημα κατά πόσο ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος σε σύνταξη σχετικής έκθεσης σε περιπτώσεις που κατά την κρίση του συντρέχει λόγος απαραδέκτου του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως: προσωπικά αξιολογούμε πως σε κάθε περίπτωση ο γραμματέας υποχρεούται στη σύνταξη της σχετικής εκθέσεως, διότι ΔΕΝ είναι αυτός το αρμόδιο κατά νόμο όργανο που θα κρίνει το παραδεκτό ή απαράδεκτο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Κλείνοντας τη σχετική θεματική, τρεις σημειώσεις αξιολογούμε ότι πρέπει να γίνουν: αφενός ότι η συντασσόμενη έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως είναι εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και αφετέρου δεν απαιτείται γνωστοποίηση ή επίδοση της αναίρεσης στον αντίδικο του ασκήσαντος αυτή. Τέλος, η παράγραφος 3 του άρθρου 474 ΚΠΔ που αξιώνει την αναγραφή στην 58 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙV: Αναίρεση κατά αποφάσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελίδα 264.

73 Σ ε λ ί δ α 73 έκθεση ασκήσεως αναιρέσεως του ΑΦΜ και της αρμόδιας ΔΟΥ του προσώπου που την ασκεί είναι νέα - εισήχθη με το νόμο 4055/2012: σαφές είναι ότι με τη θέσπισή της επιδιώκεται η διευκόλυνση της διαδικασίας εκτελέσεως των διατάξεων των αποφάσεων και των βουλευμάτων που αφορούν τα έξοδα, καθώς και των αποφάσεων που επιβάλλουν ποινές σε χρήμα - ορθά σημειώνει ο καθηγητής Μαργαρίτης ότι πρόκειται για μορφή εισβολής του εισπρακτικού μηχανισμού στο χώρο των ενδίκων μέσων 59. Τέλος, σε περίπτωση παραβιάσεως της εν λόγω διατάξεως (άρθρο ΚΠΔ) οι πιθανές συνέπειες θα ήταν: (α) το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, (β) η εκτελεστότητα της απόφασης ή (γ) καμία έννομη συνέπεια. Η πρώτη εκδοχή (α) θα πρέπει να αποκλειστεί, παρόλο που βρίσκει καταρχήν έρεισμα στο άρθρο ΚΠΔ: όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ένας τέτοιος άκαμπτος φορμαλισμός δεν ταιριάζει στη διαδικασία των ενδίκων μέσων, στο μέτρο που εισάγει δυσανάλογο κατ' άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ εμπόδιο στο δικαίωμα πρόσβασης του πολίτη στο Δικαστήριο. Αλλά και η τρίτη (γ) λύση δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί: διότι ένα τέτοιο σχήμα θα αποτελούσε ρωγμή στην τυπικότητα και αυστηρότητα του όλου συστήματος των ενδίκων μέσων. Μένει, λοιπόν, η δεύτερη (β) εκδοχή προς συζήτηση, που μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 498 τελευταίο εδάφιο ΚΠΔ Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 213.

74 Σ ε λ ί δ α 74 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ 4. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ (ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ) - ΑΜΥΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ 4.1 Διαδικασία βεβαιώσεως του απαραδέκτου (Διατυπώσεις) Το άρθρο 476 ΚΠΔ εισάγει ειδική διαδικασία βεβαιώσεως του απαραδέκτου του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως πριν από τη συζήτηση της ουσίας του και αφορά μόνο τις ρητά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις: ήτοι (α) όταν η αναίρεση ασκήθηκε από μη δικαιούμενο σε άσκηση πρόσωπο, (β) ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, (γ) ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, (δ) ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της ή (ε) όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από αυτήν ή (στ) σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι αυτή είναι απαράδεκτη (λχ άρθρο εδάφιο γ' ΚΠΔ: "Επίσης, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης"). Πρόκειται για διάταξη στην οποία υπάγονται όλα τα γνήσια ένδικα μέσα και συνεπώς στο πεδίο της εντάσσεται και η αίτηση αναιρέσεως. Στα πλαίσια της παρούσης διπλωματικής εργασίας θα εξετάσουμε τις περιπτώσεις που εντάσσονται στις θεματικές που προσεγγίσαμε, ήτοι την περίπτωση όπου το ένδικο μέσο της αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτο, επειδή ασκήθηκε εκπρόθεσμα [στοιχείο γ' από τα ανωτέρω] ή επειδή ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις (τρόπος) που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της [στοιχείο δ' από τα ανωτέρω]. Αρχικά να σημειώσουμε ότι εάν δεν υπήρχε η ειδική διαδικασία του άρθρου 476 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο της αναιρέσεως στην περίπτωση που ασκούνταν εκπρόθεσμα ή κόντρα στις διατυπώσεις που θέτει ο νομοθέτης θα απορριπτόταν ως απαράδεκτο από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι από τον Άρειο Πάγο [είτε σε Συμβούλιο (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ) είτε ως δικαστήριο

75 Σ ε λ ί δ α 75 (άρθρο εδάφιο β' ΚΠΔ)], κατά το χρόνο συζήτησής της ουσίας του: όπως εύστοχα, όμως, σημειώνει ο καθηγητής Μαργαρίτης μια τέτοια λύση θα είχε ως συνέπεια να υποθάλπεται η δυνατότητα παρελκύσεως της δίκης και να κινητοποιείται άσκοπα ο μηχανισμός της ποινικής δικαιοσύνης 61. Αντιθέτως, με την ειδική διαδικασία που προβλέπει τώρα το άρθρο 476 ΚΠΔ και την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου πριν τη συζήτηση της ουσίας του συντελείται ένα "ξεκαθάρισμα" - μια προδικαστική εκκαθάριση - των ασκηθέντων ενδίκων μέσων. Συμπεραίνει, λοιπόν, κανείς ότι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι η συντομία, η απλότητα, η ταχύτητα και ο εκκαθαριστικός της χαρακτήρας. Αρμόδιο όργανο να κηρύξει το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου κατά την πρόβλεψη της παραγράφου 1, εδάφιο α', άρθρου 476 ΚΠΔ είναι το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο ως συμβούλιο: Πρόκειται ουσιαστικά για μια διάκριση ανάλογη με το στάδιο της ποινικής δίκης στο οποίο ασκείται το ένδικο μέσο: έτσι, για ένδικα μέσα που στρέφονται κατά βουλευμάτων - ενόσω δηλαδή βρισκόμαστε στη φάση της προδικασίας - αρμόδιο είναι το δικαστικό συμβούλιο - αντιθέτως, για ένδικα μέσα που στρέφονται κατά αποφάσεων αρμόδιο είναι το δικαστήριο που καλείται να εξετάσει το ένδικο μέσο, το οποίο όμως συνεδριάζει σε συμβούλιο, ήτοι μυστικά - χωρίς να τηρηθούν διατυπώσεις δημοσιότητας, προφορικότητας και άνευ αντιδικίας διαδίκων: Προσοχή! Πρόκειται, λοιπόν, για δικαστήριο που απλά συνεδριάζει σε συμβούλιο και όχι για δικαστικό συμβούλιο της προδικασίας! Αναφορικά πάντως με το δικαστήριο που συνεδριάζει σε συμβούλιο σημειώνουμε ότι διατυπώθηκε η θέση ότι πρόκειται για αντισυνταγματική ρύθμιση, υπό την έννοια ότι παραβιάζεται το άρθρο 93 3 του Συντάγματος, που επιβάλλει τη δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου: φαίνεται ότι η μομφή αυτή παρακάμφθηκε με το επιχείρημα ότι το συνεδριάζον ως συμβούλιο δικαστήριο κρίνει μόνο το τυπικά απαράδεκτο του ενδίκου μέσου και όχι το νόμω και ουσία βάσιμο 61 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 230.

76 Σ ε λ ί δ α 76 αυτού. Κατά τον καθηγητή Μαργαρίτη, ωστόσο - με την άποψη του οποίο συντασσόμαστε απόλυτα - το ζήτημα του παραδεκτού ΔΕΝ είναι πάντοτε τυπικό και συνεπώς η αρμονία της διάταξης του άρθρου ΚΠΔ με το Σύνταγμα δεν είναι εντελώς αυτονόητη και συναρτάται με το περιορισμένο της εφαρμογής της 62. Με βάση τα ανωτέρω, ειδικά για την περίπτωση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως που ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή αντίθετα στις διατυπώσεις (τρόπους) που ορίζει ο νομοθέτης, αρμόδιος να κηρύξει το απαράδεκτο αυτής είναι ο Άρειος Πάγος: (α) που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως Συμβούλιο (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ) στα πλαίσια της προδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά βουλεύματος ή (β) το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με πενταμελή σύνθεση (άρθρο 23 1 του Νόμου 1756/1988) που συνεδριάζει ως Συμβούλιο (άρθρο εδάφιο α' ΚΠΔ), όταν η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά αποφάσεως. Η ειδική διαδικασία που μνημονεύεται στην παρούσα θεματική βρίσκει εφαρμογή στην πράξη όταν το απαράδεκτο της αναίρεσης είναι ορατό, υπαρκτό, πρόδηλο: ενεργοποιείται έτσι για λόγους οικονομίας και ταχύτητας. Αν ο λόγος του απαραδέκτου δεν είναι τόσο εξόφθαλμος και προφανής ή χρειάζεται να διέλθει τη βάσανο της συζητήσεως ή ανακύπτει κατά την ημέρα της συζητήσεως ή κατά τον αμέσως προηγούμενο αυτής χρόνο, το απαράδεκτο κρίνεται και κηρύσσεται από το αρμόδιο να κρίνει για το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δικαστήριο (ήτοι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου) σε δημόσια συνεδρίαση, δηλαδή στο ακροατήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο - συνεπώς, η δικαιοδοσία του συνεδριάζοντος ως συμβουλίου δικαστηρίου κατ' άρθρο 476 ΚΠΔ ΔΕΝ είναι αποκλειστική. Η πρωτοβουλία για να τεθεί σε κίνηση ο σχετικός μηχανισμός - η ειδική διαδικασία κήρυξης του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως ως απαραδέκτου λόγω εκπρόθεσμης ή κόντρα στις διατυπώσεις του νόμου άσκησης του - ανήκει αποκλειστικά στον εισαγγελέα: ο οποίος κάνει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο 62 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 231.

77 Σ ε λ ί δ α 77 ή το δικαστήριο που συνεδριάζει ως συμβούλιο και ειδοποιεί το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του εικοσιτέσσερις (24) ώρες τουλάχιστον πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαιοδοτικό όργανο - την ειδοποίηση ενεργεί ο αρμόδιος γραμματέας της εισαγγελίας: μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο (προφορικά ή τηλεφωνικά) και δηλώνεται με επισημείωση πάνω στο φάκελο της δικογραφίας. Εάν το ζήτημα του απαράδεκτου κρίνεται από το δικαστήριο στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση, η έρευνα του απαραδέκτου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή πρόταση του εισαγγελέα. Το δικαιοδοτικό όργανο του άρθρου ΚΠΔ αποφαίνεται μόνο για το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως - ουδέποτε για την ουσία αυτής. Εάν το δικάζον ως συμβούλιο δικαστήριο δεν κρίνει βάσιμο τον προτεινόμενο λόγο απαραδέκτου, τότε κηρύσσει απαράδεκτη τη σ' αυτό ως συμβούλιο εισαγωγή του ζητήματος και διατάσσει την εισαγωγή του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως για συζήτηση κατά τη συνήθη διαδικασία. Αντίθετα, εάν το δικαστικό συμβούλιο δεν κρίνει βάσιμο τον προτεινόμενο λόγο, απέχει απλώς να αποφανθεί επί της ουσίας μέχρις υποβολής της αντίστοιχης εισαγγελικής προτάσεως: η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο ότι στην φάση της προδικασίας το άρθρο ΚΠΔ δεν καθιερώνει διαφορετική διαδικασία κρίσεως του παραδεκτού από ότι του βασίμου προκειμένου περί ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων 63. Η κρίση του συνεδριάζοντος ως συμβούλιο δικαστηρίου ότι είναι αβάσιμος ο προτεινόμενος λόγος απαραδέκτου δε δημιουργεί δεδικασμένο - συνακόλουθα, δε δεσμεύει το ίδιο δικαστήριο που καλείται στη συνέχεια να δικάσει με τη συνήθη διαδικασία το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Στη μεταγενέστερη αυτή κανονική 63 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 233.

78 Σ ε λ ί δ α 78 διαδικασία μπορεί και πάλι να προταθεί ο ίδιος λόγος απαραδέκτου, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος από κάθε διάδικο 64. Κατά ρητή επιταγή του άρθρου ΚΠΔ εδάφιο β' ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιεί το διάδικο που άσκησε την αίτηση αναιρέσεως ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του εικοσιτέσσερις (24) ώρες τουλάχιστον πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαιοδοτικό όργανο - την ειδοποίηση την ενεργεί ο αρμόδιος γραμματέας της εισαγγελίας: μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο (προφορικά ή τηλεφωνικά) και δηλώνεται με επισημείωση πάνω στο φάκελο της δικογραφίας: παλαιότερα με τον Αναγκαστικό Νόμο 230 / 1967 οι διάδικοι ΔΕΝ καλούνταν υποχρεωτικά, αλλά απλώς ακούγονταν, εάν τυχόν εμφανίζονταν αυτόκλητοι, ρύθμιση που δικαιολογούνταν από την ταχύτητα και την απλούστευση των διαδικασιών: επρόκειτο για μία απαράδεκτη και νομικά ανίσχυρη ρύθμιση, που δέχτηκε βολές πανταχόθεν κι αυτό διότι η κήρυξη ενός ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου δεν είναι πάντοτε μια τυπική διαδικασία, συνεπώς η παρουσία του διαδίκου και αναγκαία είναι και χρήσιμη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως σωστά σημειώνει ο καθηγητής Μαργαρίτης, η όποια χρονική επιβάρυνση αποτελεί μέγεθος ποιοτικά κατώτερο σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που η ενεργός συμμετοχή των διαδίκων στη διαδικασία φαίνεται να εξασφαλίζει - συνεπώς η τελευταία πρέπει να προτιμάται 65. Η παλαιότερη ρύθμιση φαινόταν να συγκρούεται και με το άρθρο 20 1 του Συντάγματος, καθώς παραβίαζε το δικαίωμα ακρόασης από δικαστήριο. Γι' αυτούς τους λόγους η σχετική διάταξη, όπως ίσχυε υπό τον ΑΝ 230/1967, μπορούσε να θεωρηθεί ισχυρή μόνο εφόσον παρεχόταν η δυνατότητα ακροάσεως στους διαδίκους πριν από την έκδοση του βουλεύματος ή της αποφάσεως με έγκαιρη κλήτευσή τους 66. Αναφορικά με τη σημερινή ρύθμιση, αναμφίβολα κινείται προς τη σωστή 64 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδες Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος Ι: Εισαγωγή - Παραδεκτό - Αποτελέσματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελίδα 239.

79 Σ ε λ ί δ α 79 κατεύθυνση, δεδομένου ότι προβλέπει ειδοποίηση για εμφάνιση των διαδίκων, πλην όμως το χρονικό διάστημα των είκοσι τεσσάρων (24) ωρών έχει κριθεί αρκετά έως ασφυκτικά μικρό και πρόδηλα ανεπαρκές για στοιχειώδη προετοιμασία αποτελεσματικής υπερασπίσεως: Υποστηρίζεται χαρακτηριστικά από τον Καρρά ότι με σημείο αναφοράς τις διατάξεις των άρθρων 14 3 στοιχείο β' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και 6 3 της ΕΣΔΑ η σχετική προθεσμία δε μπορεί να περιορίζεται στο στενό πλαίσιο των εικοσιτεσσάρων (24) ωρών: επιχειρήματα βέβαια τέτοιας μορφής δε φαίνεται να αντιμετωπίζονται θετικά από τον Άρειο Πάγο. Τέλος, στη διάταξη προβλέπεται ειδοποίηση "του διαδίκου που άσκησε το ένδικο μέσο" - ορθό είναι να θεωρήσουμε ότι ειδοποιούνται όλοι οι διάδικοι, προκειμένου να διασφαλιστεί και ισότητα ακρόασης. Μη τήρηση της εν λόγω κλήτευσης και της σχετικής προθεσμίας συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα ως προς τον κατηγορούμενο (άρθρο στοιχείο δ' ΚΠΔ). 4.2 Άμυνα κατά της κήρυξης του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 476 "Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Μέχρι το έτος 2003 και συγκεκριμένα πριν το Νόμο 3160/2003 αναίρεση ήταν επιτρεπτή και κατά βουλεύματος που απέρριπτε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο: εν συνεχεία, η πρόβλεψη αυτή απαλείφθηκε. Από τη στιγμή που ο νόμος δεν προσδιορίζει ρητά τα δικαιούμενα πρόσωπα, σε αναίρεση νομιμοποιούνται όλοι οι διάδικοι (κατηγορούμενος, πολιτικώς ενάγων, αστικώς υπεύθυνος) και ο εισαγγελέας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να υπάρξει στην περίπτωση που το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο με βούλευμα ή απόφαση του Αρείου Πάγου: εκεί ΔΕΝ επιτρέπεται αναίρεση κατ' άρθρο ΚΠΔ, δεδομένου ότι υπερισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου εδάφιο β' ΚΠΔ που ορίζει: "Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο". Συνεπώς, στην περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως που έχει απορριφθεί με

80 Σ ε λ ί δ α 80 βούλευμα ή απόφαση του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο) ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ή κόντρα στις διατυπώσεις του νόμου άσκησης ΔΕΝ επιτρέπεται αναίρεση κατ' άρθρο ΚΠΔ - υπερισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου εδάφιο β' ΚΠΔ: Χαρακτηριστική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η σχετικά πρόσφατη ΑΠ 290/2013 απόφαση. Έντονος προβληματισμός προκλήθηκε στο χώρο της νομικής επιστήμης αναφορικά με τις περιπτώσεις εκείνες που μία αίτηση αναιρέσεως απορριφθεί - είτε με την ειδική διαδικασία του άρθρου 476 ΚΠΔ είτε με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας συνεδριάσεως - ως απαράδεκτη εκ παραδρομής: για παράδειγμα: απαράδεκτη αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, στηριζόμενη όμως σε εσφαλμένο υπολογισμό της προθεσμίας. Όπως ελέχθη αμέσως ανωτέρω, στην περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως που έχει απορριφθεί με βούλευμα ή απόφαση του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο) ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης ΔΕΝ επιτρέπεται αναίρεση κατ' άρθρο ΚΠΔ. Αφού πρόκειται, λοιπόν, εδώ για εκ παραδρομής απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης και δεν υπάρχει άλλος δρόμος επανεξέτασης, τι θα γίνει τελικώς; Η απόφαση του Αρείου Πάγου μπορεί να ανακληθεί, ώστε στη συνέχεια με νέα απόφαση να καταφαθεί το παραδεκτό και να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως; Κατά την κρατούσα στη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού θέση υπάρχει δυνατότητα ανάκλησης της συγκεκριμένης αποφάσεως που εκ παραδρομής κήρυξε την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη. Υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη με το διπλό επιχείρημα ότι (α) η απόφαση που εκδόθηκε, έστω και εσφαλμένα από παραδρομή, είναι οριστική και το δικαστήριο έχει απεκδυθεί οποιασδήποτε εξουσίας μεταβολής της και (β) οι λόγοι του απαραδέκτου - σε αντίθεση με τους αφορώντες την ουσιαστική βασιμότητα - δεν έχουν αυτοτέλεια και έτσι για το παραδεκτό ή όχι του ενδίκου μέσου μία και μόνο απόφαση εκδίδεται. Πάντως και η θεωρία αξιολογεί πως μια τέτοια ανάκληση είναι ορθή και συνεπώς

81 Σ ε λ ί δ α 81 πρέπει να συντελείται 67. Συντασσόμαστε με την άποψη της θεωρίας, αν αναλογιστεί κανείς και (α) το δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 1 του Συντάγματος, καθώς και (β) το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ. Είναι πρόδηλο ότι η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 476 ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο όταν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο και αφορά μόνο αποφάσεις - έτσι αν το ένδικο μέσο κρίθηκε παραδεκτό, δεν εφαρμόζεται η σχετική διάταξη. Σχετικά με την προθεσμία ασκήσεως της προβλεπόμενης αναίρεσης και του εναρκτήριου σημείου της ισχύει ο γενικός κανόνας που μνημονεύτηκε και αναλύθηκε ανωτέρω - ήτοι το άρθρο ΚΠΔ - η εν λόγω απόφαση κήρυξης του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου ΔΕΝ είναι καταδικαστική: άρα δε νοείται ο ειδικός τρόπος άσκησης αναίρεσης και η ειδική μεγαλύτερη προθεσμία του άρθρου ΚΠΔ. Ως λόγος στη συγκεκριμένη αναίρεση προτείνεται η παράνομη απόρριψη του ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως ως απαραδέκτου - λόγοι αφορώντες την ουσία της υποθέσεως δεν είναι δυνατόν να προταθούν. Εφόσον το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κηρυχθεί απαράδεκτο με την ειδική διαδικασία που εξετάσαμε, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο ως συμβούλιο διατάσσει και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο: συγκεκριμένα εδώ ισχύει το άρθρο ΚΠΔ που ορίζει: "Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση ή την αίτηση αναίρεσης ή επανάληψης της διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης ή ακύρωσης της διαδικασίας, τα έξοδα επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο ή την αίτηση". Ειδικά για την αίτηση αναιρέσεως ισχύει και η διάταξη του άρθρου εδάφιο α' ΚΠΔ: "Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και μπορεί να καταδικάσει εκείνον που την ασκεί σε χρηματική 67 Βλέπε Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία: Ένδικα Μέσα - Τόμος ΙV: Αναίρεση κατά αποφάσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελίδες

82 Σ ε λ ί δ α 82 ποινή έως εκατό (100) ευρώ". Έτσι, σήμερα έξοδα επιβάλλονται σε περίπτωση εξ ολοκλήρου απορρίψεως του ενδίκου μέσου. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 476 ΚΠΔ, εάν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κηρυχθεί απαράδεκτο τα αποτελέσματα του κατά άρθρο 469 ΚΠΔ (επεκτατικά αποτελέσματα) παύουν αυτοδικαίως. Τα αποτελέσματα αυτά παύουν και σε περίπτωση που το ένδικο μέσο απορριφθεί ως ανυποστήρικτο.

83 Σ ε λ ί δ α 83 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΠ (σε Συμβούλιο) 338 / 2015 Απαράδεκτη αναίρεση - Εγκλήματα τελούμενα δια του τύπου - Προθεσμία άσκησης αναίρεσης: Στα εγκλήματα που διαπράττονται δια του τύπου, οι προβλεπόμενες στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με ποινή ακυρότητας ή απαραδέκτου προθεσμίες, που υπερβαίνουν τις πέντε (5) ημέρες, συντέμνονται στο μισό, ώστε να επιτυγχάνεται η ταχεία περαίωση των εκκρεμών δικών, συνεπεία της ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας των αδικημάτων αυτών. Σύμφωνα με τη γενική αρχή ότι κανένας δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα (impossibilium nulla obligatio est), η εκπρόθεσμη άσκηση ένδικου μέσου συγχωρείται μόνο αν συντρέχει περίπτωση ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που εμπόδισε την νόμιμη ενάσκηση του περί ου ο λόγος δικαιώματος. Είναι απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. "ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 473 παρ. 1 έως 3, 474 παρ. 1 και 507 παρ. 1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι, εφόσον με ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε, αν είναι ημεδαπός και παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, είναι δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, στην περίπτωση που το ένδικο αυτό μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή σ' εκείνον που διευθύνει τη φυλακή, αν ο αναιρεσείων κρατείται, και είκοσι ημερών όταν ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, χωρίς όμως να αρχίζει η προθεσμία, πριν από την καταχώριση της τελεσίδικης απόφασης στο βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων της παρ. 3 του άνω άρθρου 473 ΚΠΔ. Επίδοση της απόφασης, για να τρέξουν οι παραπάνω προθεσμίες, απαιτείται μόνον όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη δια πληρεξουσίου δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 3 του ΚΠΔ. Με την παρ. 1 του άρθρου μόνου του Ν. 2243/1994, καταργήθηκαν οι ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις, του Ν. 5060/1931 "περί Τύπου, προσβολών της τιμής εν γένει και άλλων σχετικών αδικημάτων" και του ΑΝ 1092/1938 "περί Τύπου" καθώς και κάθε άλλη ουσιαστική ή δικονομική ποινική διάταξη ειδικού νόμου σχετικά με τον τύπο, εκτός από τα άρθρα 29 και 30 του Ν. 5060/1931, όπως αυτά

84 Σ ε λ ί δ α 84 ισχύουν, το άρθρο 47 του ΑΝ 1092/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 1738/1987 και την παράγραφο 3 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1981. Συνεπώς καταργήθηκαν και οι διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 και 2 του Ν. 5060/1931, που όριζαν ορισμένη βραχεία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον καταδικασμένο για τα δια του Τύπου τελούμενα εγκλήματα. Αντ' αυτών, σύμφωνα με τα εδ. α' και β' της παρ. 3 του άρθρου μόνου του Ν. 2243/1994 οι παραπάνω προβλεπόμενες, δεκαήμερη και εικοσαήμερη, προθεσμίες για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης συντέμνονται στο ήμισυ. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, που επιδιώκει την λόγω της ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας των αδικημάτων του Τύπου ταχεία περαίωση των εκκρεμών δικών, προκύπτει ότι, επί αναιρέσεως ασκούμενης από τον καταδικασμένο, η προς τούτο χορηγούμενη από το άρθρο 473 1, 2 ΚΠΔ προθεσμία των 10 ημερών ή των 20 ημερών (αν η αίτηση ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) συντέμνεται στο ήμισυ και αρχίζει στην τελευταία περίπτωση, από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη, στο ειδικό βιβλίο του άρθρου ΚΠΔ. Εάν, όμως, ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η προθεσμία δεν αρχίζει εάν προηγουμένως δεν επιδοθεί σ' αυτόν η απόφαση (ΑΠ 1018/2012 σε Συμβούλιο). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 476 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης που έχει προσβληθεί και την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα έξοδα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Εκπρόθεσμη άσκηση του άνω ενδίκου μέσου τότε μόνο συγχωρείται όταν στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠΔ έκθεση γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που κατέστησαν αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 630/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Λάρισας, δημοσιευθείσα, με παρούσα την

85 Σ ε λ ί δ α 85 αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη Β. Κ., η τελευταία καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης τελεσθείσας δια του Τύπου κατ' εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Η απόφαση αυτή καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο του Εφετείου Λάρισας στις , με αύξοντα αριθμό 320, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέως του Εφετείου Λάρισας Ευάγγελου Παπαδημητρίου. Η αναιρεσείουσα- κατηγορούμενη, άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με επίδοση δηλώσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις , ως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επ' αυτής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ν. Ζ.. Άρα την άσκησε εκπρόθεσμα, μετά δηλαδή την πάροδο της δεκαήμερης (μη υπολογιζομένου κατ' άρθρ. 473 παρ. 4 ΚΠΔ του από 20 έως 31/8/14 χρονικού διαστήματος) κατά τα άνω προθεσμίας από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης, που συντελέστηκε, ως προαναφέρθηκε, στις Επομένως, η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως, αφού σε αυτή δε γίνεται επίκληση περιστατικών, τα οποία να συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, μετά και την ειδοποίηση της αντικλήτου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, που αυτή όρισε στην αίτηση αναίρεσής της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, για να παραστεί στο παρόν Συμβούλιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις της. Τέλος, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)". ΑΠ (σε Συμβούλιο) 381 / 2015 Απαράδεκτη αναίρεση - Λόγοι αναίρεσης - Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης - Δεδικασμένο - Κήρυξη ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου: Για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης, πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους αυτή ασκείται. Η ανυπαρξία ή η αοριστία των λόγων αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναίρεσης, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Αν προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης η παραβίαση δεδικασμένου, πρέπει να αναφέρεται η αμετάκλητη απόφαση ή το βούλευμα που δημιούργησαν το δεδικασμένο. Για το ορισμένο του λόγου

86 Σ ε λ ί δ α 86 αναίρεσης της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει στη σχετική έκθεση αναίρεσης να διαλαμβάνεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και να γίνεται μνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, γιατί δεν περιέχει τουλάχιστον έναν σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης. "Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη με αριθμό 8/ , στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' αρθρ εδ. α' σε συνδ. με άρθ εδ. α' Κ.Π.Δ. την υπ' αριθ. 20/ αίτηση αναίρεσης του Γ. Τ. του Δ., κατοίκου..., κατά της υπ' αριθ. 527/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων εδ. α' και εδ. α' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, όταν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Είναι δε απαράδεκτη μεταξύ των άλλων, η αίτηση αναίρεσης, όταν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στον νόμο για την άσκηση της. Κατά δε την διάταξη αρ Κ.Π.Δ. στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης στην οποία περιέχεται η δήλωση του αναιρεσείοντος περί του ότι ασκεί αναίρεση κατά συγκεκριμένης απόφασης, πρέπει να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας βάσιμος και παραδεκτός λόγος αναίρεσης, αλλιώς η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και στην τελευταία περίπτωση το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης και καταδικάζει στα έξοδα τον αναιρεσείοντα. Για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης πρέπει στην έκθεση να περιλαμβάνονται λόγοι που να είναι ορισμένοι και σαφείς. Σαφείς δε και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχουν όταν στην έκθεση εκθέτονται περιστατικά από τα οποία προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο πλημμέλειες στις οποίες κατά τον αναιρεσείοντα υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ανύπαρκτοι, ασαφείς και

87 Σ ε λ ί δ α 87 αόριστοι λόγοι, μη δεκτικοί δικαστικής εκτίμησης δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν λόγους άσκησης ενδίκου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του περιεχομένου της έκθεσης αναίρεσης δεν προκύπτει έκθεση συγκεκριμένου λόγου τον οποίο να επικαλείται ο αναιρεσείων και ο οποίος, πλέον της αναφοράς του ότι ζητά την αναίρεση της συγκεκριμένης απόφασης "για παραβίαση διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή εσφαλμένη ερμηνεία κατ' άρθρο 510 ΚΠΔ" δεν εκθέτει συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να συνιστούν ελλείψεις ή πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει των οποίων να είναι δυνατόν να συναχθεί συγκεκριμένη έλλειψη ή πλημμέλεια της απόφασης. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς: Προτείνω: Α) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθ. 20/ αίτηση αναίρεσης του Γ. Τ. του Δ., κατοίκου..., κατά της υπ' αριθ. 527/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά και Β) Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το

88 Σ ε λ ί δ α 88 ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' του ΚΠΔ προβλεπομένου λόγου αναίρεσης, πρέπει στη σχετική έκθεση αναίρεσης να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή να γίνεται μνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αν, τέλος, προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης η παραβίαση δεδικασμένου, πρέπει να αναφέρεται η αμετάκλητη απόφαση ή το βούλευμα που δημιούργησαν το δεδικασμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη με αριθμ. εκθ.20/ αίτηση αναιρέσεως του καταδικασθέντος για πλαστογραφία και απάτη αναιρεσείοντος, κατά της με αριθμ. 527/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που συντάχθηκε νόμιμα και ασκήθηκε εμπρόθεσμα, αφού καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άνω Εφετείου στις , αναφέρεται σ' αυτή κατά λέξη, ότι ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση "για όσους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεσθεί επιπροσθέτως και για παραβίαση διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή εσφαλμένη ερμηνεία, κατ 'άρθρο 510 ΚΠΔ". Από το παραπάνω περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, στην οποία δεν αναφέρεται ούτε επισυνάπτεται κάποιο άλλο έγγραφο, προκύπτει ότι δεν περιέχεται στην αίτηση αυτή κανένας νόμιμος και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ λόγους, ούτε διατυπώνεται κάποια πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο δε αναφερόμενος ως παραπάνω μοναδικός λόγος αναιρέσεως εκτίθενται παντελώς αόριστα, με μόνη επίκληση και παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχείο Ε' ΚΠΔ, που προβλέπει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου, χωρίς αναφορά ποίας ουσιαστικής ποινικής διάταξης έγινε παραβίαση και χωρίς να γίνεται μνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Η άσκηση δε της αναιρέσεως αυτής, πριν την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων του Εφετείου Πειραιώς την , δεν δικαιολογεί, ούτε νομιμοποιεί την αόριστη αναφορά στην έκθεση του άνω λόγου αναιρέσεως.

89 Σ ε λ ί δ α 89 Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του περί του άνω απαραδέκτου και δεν παρέστη, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει ως απαράδεκτη τη με αριθμ. εκθ.20/ αίτηση του Γ. Τ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμ. 527/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2015". ΑΠ 451 / 2015 Απαράδεκτη αναίρεση - Προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου - Ανωτέρα βία - Ανυπέρβλητο κώλυμα: Η εκπρόθεσμη άσκηση της αναίρεσης συγχωρείται, όταν στην έκθεση άσκησής της γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων. Ως ανωτέρα βία, η οποία δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο, το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο. Είναι απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Τα περιστατικά που επικαλείται ο αναιρεσείων δεν συνιστούν περιστατικά ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, ενώ το δικαστήριο έκρινε ότι η απώλεια της προθεσμίας για την εμπρόθεσμη άσκηση της αναίρεσης επήλθε από υπαιτιότητα του ίδιου του αναιρεσείοντος. "Ε' Ποινικό Τμήμα: (...) Από τις διατάξεις των άρθρων 462 στοιχ. β και 473 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά αποφάσεως είναι δέκα ημέρες στην περίπτωση που ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και είκοσι ημέρες όταν ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου

90 Σ ε λ ί δ α 90 Πάγου, και αρχίζει από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, παρόντος του δικαιουμένου, άλλως από της νομίμου επιδόσεώς της σ αυτόν και έχοντα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, χωρίς να αρχίζει η προθεσμία, σε κάθε περίπτωση, πριν την καταχώριση της (τελεσιδίκου) αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκησή της, τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς της γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανωτέρα βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατ άρθρ. 476 παρ. 1 και 513 επ. ΚΠΔ. Ως ανωτέρα βία, η οποία δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος με την υπ αριθμ. 91/ απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών καταδικάστηκε παρών και με συνήγορο υπεράσπισης τον δικηγόρο Αθηνών Πέτρο Μπακάκο, για α) υπεξαίρεση πραγμάτων (χρημάτων) ανηκόντων στο κράτος από Στρατιωτικό υπόλογο, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη και διαχείριση αυτών και β) υπεξαγωγή εγγράφων από στρατιωτικό υπόλογο κατά τη στρατιωτική διαχείριση, σε συνολική ποινή φυλάκισης ενός έτους και έξι μηνών με τριετή αναστολή. Η απόφαση αυτή καταχωρίσθηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο κατ άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. από τη γραμματεία του δικαστηρίου, ειδικό βιβλίο, την , όπως προκύπτει από την επ αυτής σημείωση του αρμόδιου γραμματέα. Κατά της ως άνω αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε, κατ άρθρο 473 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., την υπ αριθμ. γεν πρωτ. 4554/ αίτηση αναιρέσεως προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όμως, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών από της καταχωρίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως στο ως άνω ειδικό βιβλίο, είναι εκπρόθεσμη. Στη δήλωση αναιρέσεως ο αναιρεσείων προς δικαιολόγηση του εκπροθέσμου της ασκήσεως της αιτήσεώς του επικαλείται τα εξής: "Δεν κατέστη

91 Σ ε λ ί δ α 91 δυνατή η εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, λόγω νομικής πλάνης, η οποία συνίσταται, στους παρακάτω λόγους: 1) διότι κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων διάνυα το 25 έτος της ηλικίας μου, όντας άπειρος, αφελής και άσχετος με τις διαδικασίες, με τις προθεσμίες και τα εγκλήματα, 2) διότι κατά την απολογία μου στις 13 και 15 Ιουλίου 2010 δήλωσα ότι επιθυμώ να παραστώ χωρίς δικηγόρο, 3) διότι για την υπεράσπισή μου ενώπιον του Πενταμελούς Αεροδικείου Αθηνών διορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικηγόρος υπεράσπισής μου (η δικηγόρος Ευθυμία Τύπα), 4) διότι κατά της εκδοθείσας από το ως άνω δικαστήριο αποφάσεως, άσκησα έφεση, χωρίς να διορίσω δικηγόρο, 5) διότι ενώπιον του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου διορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικηγόρος υπεράσπισής μου (ο δικηγόρος Πέτρος Μπακάκος), 6) διότι, λόγω της στρατιωτικής μου ιδιότητας, πιστεύοντας ότι, όπως ίσχυε και γινόταν με τα υπηρεσιακά έγγραφα, τα οποία πάντοτε μας κοινοποιούνταν, πίστευα πως θα μου κοινοποιούνταν και η προσβαλλόμενη απόφαση, προφανώς λόγω συγγνωστής μου πλάνης και πλήρους άγνοιας, και εκ των υστέρων πληροφορήθηκα ότι οι προθεσμίες ξεκινάνε από τη καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο, 7) διότι λόγω παρόδου ικανού χρόνου από της εκδίκασης της έφεσής μου ( ), στις επισκέφθηκα τη γραμματεία του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και για πληροφορίες για την καθυστέρηση της επίδοσης της απόφασης και έκπληκτος πληροφορήθηκα ότι δεν επιδίδεται η απόφαση και ότι έχασα την προθεσμία για αναίρεση γιατί η απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την , 8) επειδή είναι προφανές πως το νεαρό της ηλικίας μου, το επάγγελμά μου του στρατιωτικού, οι γραφειοκρατικές συνήθειες της υπηρεσίας μου, η απειρία μου, η αφέλειά μου, η άγνοιά μου και η έλλειψη οποιασδήποτε ενημέρωσής μου ως προς την προθεσμία της αναίρεσης, την έναρξη και τη λήξη της, οδήγησαν στη συγγνωστή πλάνη μου". Όμως τα ανωτέρω που επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν συνιστούν περιστατικά ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος με την έννοια που προεξετέθη, η απώλεια δε της προθεσμίας για την εμπρόθεσμη άσκηση της αναίρεσης επήλθε από υπαιτιότητα του ίδιου του αναιρεσείοντος, ο οποίος, εις πάσα περίπτωση, μπορούσε ν απευθυνθεί στον παραστάντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικηγόρο του και να πληροφορηθεί την προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως, ή να του αναθέσει να παρακολουθεί την πορεία της υποθέσεως. Συνεπώς, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι εκπρόθεσμη πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ)".

92 Σ ε λ ί δ α 92 ΑΠ (σε Συμβούλιο) 227 / 2014 Απαράδεκτη αναίρεση - Πληρεξούσιο: Στην περίπτωση που το ένδικο μέσο ασκείται μέσω αντιπροσώπου, είναι αρκετή η γενική εντολή και πληρεξουσιότητα προς άσκηση αυτού. Προκειμένου, όμως, να έχει κύρος η πληρεξουσιότητα πρέπει να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση, για την οποία παρέχεται αυτή, και να προσδιορίζεται στο πληρεξούσιο ή στην απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα η αξιόποινη πράξη, έστω κατά τα γενικά χαρακτηριστικά της ή κατά τη γενική, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, ορολογία της. Είναι απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης λόγω έλλειψης τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων. Ειδικότερα, το πληρεξούσιο που προσκόμισε ο αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος δεν περιελάμβανε έγκυρη εντολή, γιατί το περιεχόμενό του ήταν γενικό και δεν προσδιόριζε την υπόθεση, στην οποία αφορούσε η εντολή για άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης. Επομένως η αναίρεσης ασκήθηκε από πρόσωπο, που δεν είχε το δικαίωμα προς τούτο. "Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 465 παρ.1 Κ.Π.Δ., "Ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του...". Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 42 παρ.2 και 96 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται, ότι ναι μεν αρκεί η γενική εντολή και πληρεξουσιότητα προς άσκηση ένδικου μέσου κατά βουλεύματος ή αποφάσεως μέσω αντιπροσώπου, πρέπει όμως, για να έχει κύρος η πληρεξουσιότητα, να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση, για την οποία παρέχεται αυτή και να προσδιορίζεται στο πληρεξούσιο ή στην απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα η αξιόποινη πράξη, έστω κατά τα γενικά χαρακτηριστικά της ή κατά τη γενική, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, ορολογία της. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ.1 και 513 παρ.1 εδ. α' Κ.Π.Δ., όταν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου, όπως συμβαίνει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, όταν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα

93 Σ ε λ ί δ α 93 εμφανιστούν, μετά από προηγούμενη ειδοποίηση του αναιρεσείοντος ή του αντικλήτου του από τον εισαγγελέα 24 ώρες πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως, απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από αίτηση του Μ. Γ. του Θ., ως ειδικού πληρεξουσίου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Θ. Γ. του Ε., που ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Καλαμάτας, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ. 6/ έκθεση αναιρέσεως, πλήττεται η 204/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας, με την οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής (προσβαλλόμενης αποφάσεως), ο τελευταίος (Θ. Γ.) καταδικάστηκε, σε δεύτερο βαθμό, παρών κατά την έναρξη της διαδικασίας και απών κατά την έκδοση της άνω αποφάσεως, σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, για τα πλημμελήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση. Στην προαναφερόμενη έκθεση αναιρέσεως, για τη νομιμοποίηση του κατά τα άνω αντιπροσωπεύοντος τον αναιρεσείοντα, Μ. Γ., μνημονεύεται το υπάρχον στο φάκελο της δικογραφίας υπ' αριθ..../ πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μελπομένης Μπαρλάμα. Στο πληρεξούσιο αυτό, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, παρέχεται μεν από τον αναιρεσείοντα προς τον ανωτέρω εμφανισθέντα ενώπιον της ως άνω Γραμματέως η εντολή και πληρεξουσιότητα αντ' αυτού και για λογαριασμό του, εκτός άλλων, "να ασκεί το έκτακτο μέσο της αναίρεσης ποινικών και πολιτικών αποφάσεων οποιουδήποτε βαθμού δικαστηρίου", πλην όμως δεν αναφέρονται ούτε οι αξιόποινες πράξεις, τις οποίες αφορά, έστω κατά τα γενικά χαρακτηριστικά τους, αλλά ούτε και η απόφαση, κατά της οποίας παρέχεται η πληρεξουσιότητα για την άσκηση αναιρέσεως. Στο εν λόγω πληρεξούσιο, που είναι γενικό, δεν προσδιορίζεται ούτε με γενική νομική ορολογία, αν εξουσιοδοτείται ο Μ. Γ., που υπέγραψε την εξεταζόμενη έκθεση αναιρέσεως, να ασκήσει τέτοιο ένδικο μέσο για την ποινική υπόθεση, στην οποία αφορούσε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, άλλωστε, δεν είχε εκδοθεί κατά το χρόνο που χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα. Έτσι, το εν λόγω πληρεξούσιο, ως εκ του γενικού περιεχομένου του και μη προσδιορισμού της υποθέσεως, στην οποία αφορούσε η εντολή για άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως, δεν περιλαμβάνει έγκυρη εντολή, που να πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου για την

94 Σ ε λ ί δ α 94 άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως από αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος, οπότε πρόκειται για ένδικο μέσο ασκηθέν από πρόσωπο, που δεν είχε το δικαίωμα, ελλείψει τηρήσεως των νόμιμων διατυπώσεων, για να είναι παραδεκτή η άσκηση της προκειμένης αιτήσεως δι' αντιπροσώπου. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, εφόσον δε ο μη εμφανισθείς αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα να προσέλθει στο παρόν Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) και να εκθέσει τις απόψεις του κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίασή του, όπως προκύπτει από την από επισημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου επί της δικογραφίας, πρέπει να απορριφθεί, για τον προεκτεθέντα λόγο και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1 και 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από αίτηση του Μ. Γ. του Θ., ως πληρεξουσίου του Θ. Γ. του Ε., κατοίκου..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2014". ΑΠ (σε Συμβούλιο) 1160 / 2012 Απαράδεκτη αναίρεση - Προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου - Δικαιώματα κατηγορούμενου: Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά απόφασης που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως αρχίζει για όλους τους ενδιαφερομένους (διαδίκους και εισαγγελείς) από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραφημένης στο προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Σε διαφορετική περίπτωση θα φαλκιδεύονταν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου του καταδικασθέντος σε μη εφέσιμη ποινή, αφού αυτός θα υποχρεωνόταν σε προσβολή της προφορικά και αναιτιολόγητα εξενεχθείσας στο ακροατήριο κρίσης του δικαστηρίου, πριν η απόφαση λάβει υλική μορφή. Είναι παραδεκτή η υπό κρίση αναίρεση, παρά το ότι ασκήθηκε μετά από την παρέλευση χρόνου μεγαλύτερου του διμήνου από τη δημοσίευσή της, εφόσον ασκήθηκε πριν από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο του Πταισματοδικείου.

95 Σ ε λ ί δ α 95 "ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) Κατά το άρθρο του ΚΠΔ, "Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία, ή αν έπαυσε οριστικά, ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Αναίρεση κατά των αποφάσεων του Πταισματοδικείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο στοιχ. Α', Γ', Ε', ΣΤ' και Η'". Κατά το άρθρο του ΚΠΔ, "Για τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του Πταισματοδικείου που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου, η προθεσμία για την αναίρεση είναι μηνιαία και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης". Περαιτέρω στο άρθρο του ΚΠΔ, στο οποίο ρητώς παραπέμπει το άρθρο του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι "Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου". Η τελευταία αυτή διάταξη υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να έχει ο ενδιαφερόμενος υπόψη του το πλήρες κείμενο του αιτιολογικού της αποφάσεως, για να είναι σε θέση να διατυπώσει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, ώστε να αποτρέπεται η άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου. Εξάλλου, οι αποφάσεις, που από την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση, χαρακτηρίζονται ως "ανέκκλητες", θεωρούνται δε ως υποδιαίρεση των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι στην έννοια του όρου "τελεσίδικη απόφαση" του άρθρου ΚΠΔ, περιλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες αποφάσεων κατά των οποίων επιτρέπεται αναίρεση, σύμφωνα με το άνω άρθρο ΚΠΔ, δηλαδή όχι μόνον οι αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που όπως απαγγέλθηκαν, δεν προσβάλλονται με έφεση (ανέκκλητες) είτε από διάδικους και εισαγγελείς, είτε μόνον από τον ασκούντα την αναίρεση (βλ. ΟλΑΠ 6/2002). Τη λύση αυτή επιβάλλει, όχι μόνο η γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου του ΚΠΔ, στην οποία ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα, αναφέροντας μόνο τις τελεσίδικες αποφάσεις γιατί αυτές είναι το συνήθως συμβαίνον, αλλά επιβάλλει και η

96 Σ ε λ ί δ α 96 προαναφερόμενη ανάγκη την οποία η ίδια διάταξη στοχεύει να ικανοποιήσει και η οποία συντρέχει, τόσο για τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσο και για τις αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων που έχουν απαγγελθεί ανεκκλήτως. Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως που έχει απαγγελθεί ανεκκλήτως κατά τα εκτεθέντα, αρχίζει, αδιακρίτως για όλους τους ενδιαφερομένους (διαδίκους και εισαγγελείς), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο ΚΠΔ, από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογραφημένης στο προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η προθεσμία αναιρέσεως αρχίζει από τη δημοσίευση και όχι από την, μετά την καθαρογραφή, ως άνω καταχώρηση, φαλκιδεύει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου του καταδικασθέντος σε μη εφέσιμη ποινή και παραβιάζει έτσι το άρθρο 6 1 της ΕΣΔΑ, αφού άλλως θα υποχρεωνόταν σε προσβολή της προφορικά και αναιτιολόγητα εξενεχθείσας στο ακροατήριο κρίσης του δικαστηρίου, με λόγους αναίρεσης πριν η απόφαση λάβει υλική μορφή με τη συνταγή και την καταχώρηση αυτής καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του δικαστηρίου (βλ. την από απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υποθέσεως ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος). Και ναι μεν κατά την 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 507 ΚΠΔ, ορίζεται ειδικά ότι "Για τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του Πταισματοδικείου που επιβάλλουν στον απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου, η προθεσμία για την αναίρεση είναι μηνιαία και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης", ωστόσο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου του ΚΠΔ έχει γενική εφαρμογή και άρα ως αφετηρία της σχετικής ειδικής προθεσμίας λαμβάνεται η καθαρογραφή και καταχώριση και της ως άνω ανέκκλητης απόφασης του Πταισματοδικείου και όχι η απλή δημοσίευση αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, η με αναίρεση προσβαλλόμενη 3970/2011 απόφαση του Πταισματοδικείου Ηρακλείου, δημοσιεύθηκε στις με εκπροσωπούμενο δια δικηγόρου τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε πρόστιμο διακοσίων ευρώ, ήτοι η απόφαση αυτή κατ' άρθρο α' ΚΠΔ, δεν υπόκειται σε έφεση και είναι ανέκκλητη. Όπως, όμως, προκύπτει από το θεωρημένο την υπηρεσιακό αντίγραφο αυτής, η καθαρογραμμένη απόφαση, που έλαβε χώρα μεταγενέστερα, κατόπιν αίτησης του καταδικασθέντος, δεν καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής των αποφάσεων του άρθρου ΚΠΔ, ούτε άλλωστε προκύπτει καταχώρηση αυτής καθαρογραμμένης στο

97 Σ ε λ ί δ α 97 ειδικό βιβλίο δημοσιεύσεων του άνω Πταισματοδικείου, που προβλέπει ρητά το άρθρο 142 ΚΠΔ στην 3 αυτού. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προκύπτει, από το δικόγραφο αυτής, ότι στρέφεται κατά ανέκκλητης απόφασης Πταισματοδικείου και ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις , έπεται ότι αυτή παρά το ότι ασκήθηκε μετά παρέλευση χρόνου πλέον του διμήνου από της δημοσιεύσεώς της, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, ως ασκηθείσα προ πάσης καταχώρησής της στο ειδικό βιβλίο του Πταισματοδικείου και έπρεπε κατ' άρθρο εδάφιο β' του ΚΠΔ να εισαχθεί για συζήτηση ενώπιον του δημοσία συνεδριάζοντος Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και όχι σε συμβούλιο. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η γενόμενη σε συμβούλιο συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή της αναίρεσης αυτής για συζήτηση κατά την συνήθη πλέον διαδικασία, μετά τήρηση της νόμιμης προθεσμίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Κηρύσσει απαράδεκτη τη γενόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως Συμβουλίου, συζήτηση της από 1 Μαρτίου 2012 αιτήσεως - δηλώσεως του Ε. Π. του Ε. για αναίρεση της 3970/2011 απόφασης του Πταισματοδικείου Ηρακλείου Κρήτης. Απέχει να αποφασίσει επί των λόγων της ανωτέρω αναίρεσης και διατάσσει την εισαγωγή της αναίρεσης αυτής για συζήτηση ενώπιον του Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με τη συνήθη διαδικασία πινακίου. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Οκτωβρίου Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 2012". ΑΠ 1080 / 2013 Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου - Τελεσίδικη απόφαση - Απαράδεκτη αναίρεση: Απορρίπτεται κατά πλειοψηφία ως εκπρόθεσμη η αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για ανθρωποκτονία από αμέλεια, διότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, είναι ένας μήνας και αρχίζει από τη δημοσίευσή της και όχι από την τυχόν καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται οι τελεσίδικες αποφάσεις (Κατά την άποψη της μειοψηφίας η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της αθωωτικής απόφασης, αρχίζει και στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση υπόκειται σε έφεση, όχι από τη δημοσίευσή της, αλλά από την καταχώρησή της

98 Σ ε λ ί δ α 98 καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο, διότι τότε μόνο ο Εισαγγελέας έχει ολοκληρωμένη εικόνα για το περιεχόμενο της αποφάσεως και των αιτιολογιών της). "Ζ' Ποινικό Τμήμα: (...) Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 969/1979 και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώριση στο άνω βιβλίο ποινικής αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση και, ως εκ τούτου, δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως η οποία, όπως απαγγέλθηκε είναι εκκλητή, αρχίζει από τη δημοσίευση της και όχι από την τυχόν καταχώριση της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση, αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διατάξεως, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής αποφάσεως (η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση) ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο

99 Σ ε λ ί δ α 99 ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει, επίσης, προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της αποφάσεως, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολής της με έφεση και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης αναιρετικού ελέγχου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευση της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής (ΟλΑΠ 3/2000, 4/2000). Επισημαίνεται ότι η υπ' αριθμ. 6/2002 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ που δέχεται ως αφετήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του ΑΠ την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο - η οποία εκδόθηκε μετά την από απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α επί της υποθέσεως ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος και κάνει λόγο για διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και για μη περιορισμό της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου (και όχι του Εισαγγελέα) που εγγυάται η σύμβαση - αφορά πρωτόδικη ανέκκλητη απόφαση, δηλαδή απόφαση που εξ αρχής δεν υπόκειται σε έφεση ούτε από τον κατηγορούμενο ούτε από τον Εισαγγελέα, κατά ρητή περί αυτού πρόβλεψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ.3 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη με αριθ. 15/ αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται η αναίρεση της 114/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος Ι. Σ. του Δ., της κατηγορίας για ανθρωποκτονία από αμέλεια, αφού με παρεμπίπτουσα απόφαση απεβλήθη η πολιτικώς ενάγουσα Η. Χ.. Η απόφαση αυτή, δεν ήταν τελεσίδικη, διότι είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 1γ' του ΚΠΔ. Καταχώριση της αποφάσεως αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο δεν ήταν νομικώς αναγκαία και, επομένως, η μηνιαία

100 Σ ε λ ί δ α 100 προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άρχισε από τη δημοσίευση της, η οποία έγινε στις Συνεπώς, η αίτηση αυτή, που ασκήθηκε στις , είναι κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ήδη ισχύει) χωρίς την παρουσία του κατηγορουμένου, ο οποίος αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από το από αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακα..., δεν εμφανίσθηκε, ούτε παραστάθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε. Κατά τη γνώμη όμως του εκ των μελών του Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ανδρέα Ξένου ο Άρειος Πάγος έπρεπε να προχωρήσει στην περαιτέρω έρευνα της αιτήσεως αναιρέσεως. Η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως δεδομένου ότι η μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αυτής εκ μέρους του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, αθωωτικής για τον κατηγορούμενο για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια Ι. Σ. αρχίζει και σε περίπτωση που η εν λόγω απόφαση υπόκειται σε έφεση όχι από της δημοσιεύσεώς της στις αλλά από της καταχωρίσεως της καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ που έγινε στις Από της τελευταίας αυτής ημερομηνίας μπορούσε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως και από της ως άνω ημερομηνίας είχε ο εν λόγω Εισαγγελέας ολοκληρωμένη εικόνα για το περιεχόμενο της αποφάσεως και των αιτιολογιών της. Από τότε και μέχρι την κατά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως δεν παρήλθε η ως άνω μηνιαία προθεσμία και έπρεπε να θεωρηθεί κατά την γνώμη του μειοψηφούντος εμπρόθεσμη η αίτηση αυτή καθόσον στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι και γι' αυτό ως αφετηρία της προθεσμίας που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ.3) εντός της οποίας κατά το άρθρο 505 παρ.2 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αποφάσεως νοείται η καταχώρηση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ (ΟλΑΠ 8/2008)." ΑΠ (σε Συμβούλιο) 1351 / 2012 Απαράδεκτο ένδικο μέσο - Βούλευμα - Δικαστική απόφαση: Στις περιπτώσεις που η έφεση κατά απόφασης, που απέρριψε το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, εισαχθεί στο δικαστικό συμβούλιο, το

101 Σ ε λ ί δ α 101 συμβούλιο, κατά την εκδίκαση της έφεσης αυτής και την απόρριψή της ως απαράδεκτης, θεωρείται ως δικαστήριο που συνεδριάζει σε συμβούλιο (όχι δημόσια) και η απόφαση που εκδίδει αποκαλείται "απόφαση" και όχι "βούλευμα". Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναίρεσης, διαφορετικά ο κατηγορούμενος θα στερούνταν από ένα ένδικο μέσο, το οποίο έχει κατά απόφασης. "Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 476 του ΚΠΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 του Ν. 3160/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεσή τους κατά του πρωτόδικου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Δηλαδή αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι κατά το άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476, πριν αντικατασταθεί κατά τα προεκτιθέμενα, όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και έτσι, με την αντικατάσταση αυτή, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο

102 Σ ε λ ί δ α 102 μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 7 του ίδιου Κώδικα, οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών πλημμελειοδικείων υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών εφετείων. Αν, όμως, ασκηθεί έφεση κατά τέτοιας αποφάσεως, η οποία, για κάποιο λόγο, είναι απαράδεκτη, ο εισαγγελέας, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1, την εισάγει πάλι στο δικαστήριο, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, συνεδριάζει όχι δημόσια, αλλά ως συμβούλιο, και όχι στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο είναι καθ' ύλην αναρμόδιο. Το δικαστήριο σε συμβούλιο δεν είναι διαφορετικό όργανο από το δικαστήριο που συνεδριάζει δημόσια, είναι, όμως, εντελώς διαφορετικό από το δικαστικό συμβούλιο. Αν, λοιπόν, εισαχθεί έφεση κατά αποφάσεως στο δικαστικό συμβούλιο, όπως συμβαίνει κατά τακτική που έχει παγιωθεί με σκοπό να μη επιβαρύνονται τα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων και με αυτές τις υποθέσεις, το συμβούλιο, κατά την εκδίκαση της εφέσεως αυτής και την απόρριψή της ως απαράδεκτης, θεωρείται ως δικαστήριο που συνεδριάζει σε συμβούλιο (όχι δημόσια) και η απόφαση που εκδίδει αποκαλείται "απόφαση" και όχι "βούλευμα", κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως. Αντίθετη εκδοχή, ότι, δηλαδή, και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως γιατί πρόκειται για βούλευμα, θα είχε ως συνέπεια την αποστέρηση του κατηγορουμένου από ένα ένδικο μέσο, το οποίο έχει κατά αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τις υπ' αριθ. 20/ και 23/ αιτήσεις της, ζητεί την αναίρεση του υπ' αριθ. 1216/2011 "βουλεύματος" του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η υπ' αριθ. 20/2011 έφεσή της κατά της υπ' αριθ. 245/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών, με την οποία απορρίφθηκε η από 21 Ιανουαρίου 2001 αίτησή της για την σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 7 του ν. 3904/2010 αναστολή του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ της ποινής φυλακίσεως των 14 μηνών που της επιβλήθηκε με την υπ' αριθ /2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, παραδεκτώς προσβάλλουν το ως άνω "βούλευμα", αφού αυτό, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη

103 Σ ε λ ί δ α 103 μείζονα σκέψη, επέχει θέση "αποφάσεως" του Τριμελούς Εφετείου σε συμβούλιο, δεδομένου ότι με την έφεση είχε προσβληθεί απόφαση και αρμόδιο να την εκδικάσει ήταν το Δικαστήριο και όχι το Συμβούλιο, και εσφαλμένως έχουν εισαχθεί στο Δικαστήριο αυτό, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, για να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου, του Αρεοπαγίτη Ανδρέα Ξένου, οι ως άνω αιτήσεις βάλλουν κατά βουλεύματος, κατά του οποίου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, και όχι κατά αποφάσεως, ενόψει του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν εκδίδεται μετά διαδικασία στο ακροατήριο, και, επομένως, πρέπει να απορριφθούν αυτές ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν, κατά την πλειονοψηφήσασα γνώμη, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση και μη εμφάνιση του αντικλήτου της αναιρεσείουσας (κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως), να κηρυχθεί απαράδεκτη η εισαγωγή των ως άνω αιτήσεων στο παρόν Δικαστήριο, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, για να απορριφθούν αυτές ως απαράδεκτες και να διαταχθεί η εισαγωγή εκ νέου αυτών στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας συνεδριάσεως, προκειμένου να εξεταστεί η βασιμότητα των προτεινομένων λόγων αναιρέσεως". ΑΠ (σε Συμβούλιο) 2095 / 2010 Απαράδεκτο ένδικο μέσο - Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου: Είναι απαράδεκτη η ένδικη αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντί να ασκηθεί με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση: Η αναίρεση δεν στρέφεται κατά καταδικαστικής απόφασης αλλά κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αποφαινομένου να μη γίνει κατηγορία και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις. "Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο: (...) Κατά το άρθρο 462 Κ.Π.Δ. τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων είναι η έφεση και η αναίρεση. Κατά το άρθρο 465 του ιδίου κώδικα ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1.

104 Σ ε λ ί δ α 104 Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 παρ. 2 και 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Όταν πρόκειται για αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως, αυτής δηλαδή που κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο τελέσεως κάποιας αξιοποίνου πράξεως και επιβάλλει σ' αυτόν ποινή, στερητική της ελευθερίας ή χρηματική, τότε είναι δυνατό να ασκηθεί (η αναίρεση) και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, που αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 473. Εξάλλου κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα που οφείλει να ειδοποιήσει τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστήριο (συμβούλιο) το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του και μετά από ακρόαση των διαδίκων που θα εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση η πολιτικώς ενάγουσα ναυτική εταιρεία με την επωνυμία "... SHIPPING" νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Χ ασκεί το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του 1093/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απερρίφθησαν οι από εφέσεις της ιδίας και του Χ κατά του υπ' αριθμό 664/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των: 1) Σ1 2) Σ2, και 3) Σ3 για απάτη από κοινού τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των δραχμών και ηθική αυτουργία σ' αυτή κατά συρροή και επιπλέον έπαυσε την ποινική δίωξη εναντίον τους για συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σ' αυτήν κατά συρροή. Η κρινόμενη ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με την από δήλωση - αίτηση της αναιρεσείουσας εταιρείας που υπογράφεται από τον αναφερόμενο νόμιμο εκπρόσωπό της, υπό την εταιρική επωνυμία και η οποία

105 Σ ε λ ί δ α 105 (δήλωση - αίτηση) επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από την δικαστική επιμελήτρια που προήλθε τότε στην κοινοποίησή της. Η κατά τον τρόπο αυτό ασκηθείσα ένδικη αίτηση αναιρέσεως χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή της, δεν είναι παραδεκτή, αφού δεν στρέφεται κατά καταδικαστικής αποφάσεως αλλά κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αποφαινομένου να μη γίνει κατηγορία και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις. Κατ' ακολουθίαν και μετά τη σχετική ειδοποίηση της αντικλήτου δικηγόρου της αναιρεσείουσας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από την επί του φακέλου της δικογραφίας επισημείωση του αρμοδίου γραμματέα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 30 Αυγούστου 2010 αίτηση της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία... SHIPPING", νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Χ, για αναίρεση του 1093/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου 2010".

106 Σ ε λ ί δ α 106 Μεταπτυχιακός Φοιτητής: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2015

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.» ----------. ---------- Άρθρο 1 Δικαιούμενοι στην άσκηση

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493, Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493, 25.2.2015 Ν. 23(Ι)/2015 23(Ι)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ YΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ vii ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Eισαγωγή-Η έννοια της Ποινικής Δικονομίας... 1 2. Η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας... 3 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 1. Οι πηγές της Ποινικής

Διαβάστε περισσότερα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ --------------------- Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. 2. Ερμηνεία. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη Σύνοψη περιεχομένων Συντομογραφίες... XVII Γενική βιβλιογραφία... XXIII Ι. Ελληνικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο... XXIII ΙΙ. Αλλοδαπό διοικητικό δικονομικό δίκαιο...xxviii Παραπομπές στην νομοθεσία και

Διαβάστε περισσότερα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Απόφαση 1764 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Αριθμός 1764/2016 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Όπως αναφέρεται στην από 19 Οκτωβρίου 2010, προς την Βουλή των Ελλήνων, Έκθεση της Ειδικής Μόνιμης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη 1. Η πολιτική αγωγή στην ελληνική ποινική δίκη... 1 2. Νομική φύση της πολιτικής αγωγής Ο μικτός χαρακτήρας της... 6 2.1. Η βλάβη που

Διαβάστε περισσότερα

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ψηφίστηκε προ ολίγων ημερών από τη Βουλή ο νέος νόμος 3886/2010 σε σχέση με την

Διαβάστε περισσότερα

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10 ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10 Θανάσης Κυριακόπουλος, Δικηγόρος, MBA, Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία Κελεμένης & Συνεργάτες Άσκηση προσφυγής σε φορολογικές διαφορές μετά τους Ν 4152/2013 και Ν 4174/2013 Θανάσης

Διαβάστε περισσότερα

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ Προεδρεύων ο κ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αντιπρόεδρος Εισηγητής ο κ. Θ. ΛΑΦΑΖΑΝΟΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόροι οι κ.κ. Γ. Τσιπινιάς, Ι. Αποστολίδης Επιταγή. Αθλητισμός. Ακυρότητα. Είναι άκυρη

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών* ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Η 18η έκδοση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην σειρά Κώδικες Τσέπης, κατέστη αναγκαία μετά τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν στο κείμενό του με τους νόμους 4509/2017 («Μέτρα θεραπείας

Διαβάστε περισσότερα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999 ΟλΑΠ 18/1999 Παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Ευθύνη δικηγόρου για ζημία πελάτη. - Η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών δεν υπάγεται στο ν. 2251/1994. Η ευθύνη των δικηγόρων για ζημία που προκλήθηκε κατά την παροχή

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16 + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :15 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4 Αρθρο 15 Διορισμός

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α4 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου» 1 ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου» Ρένα Κουκούτση, Δικηγόρος, Υποδιευθύντρια Νομικής Διεύθυνσης, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017 Αριθμός απόφασης: 862 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ A4 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κωδ. : 17671, Καλλιθέα Τηλ.

Διαβάστε περισσότερα

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ ΣτΕ 599/2012 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2011, με την εξής σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης,

Διαβάστε περισσότερα

της δίωξης ή στην αθώωση.

της δίωξης ή στην αθώωση. Το τεκμήριο της αθωότητας μετά την αθώωση - Η επεκτατική εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης ------------------------------ Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως διατυπώθηκε στο

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας Αφορμή για την παρούσα μελέτη έδωσε η συνεχής προσπάθεια του ιστορικού νομοθέτη για επίτευξη της αρχής της αμεσότητας από την ισχύ του ΚΠολ μέχρι

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015 Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, 21.7.2015 Ν. 131(Ι)/2015 131(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015 Προοίμιο. Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με Επίσημη

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Αριθµ. Απόφ.: 1768/2006 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Το ικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους ικαστές: 1. ΠΑΠΑ ΑΚΑΚΗ Νικόλαο, Στρατιωτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α4 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018 Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018 Στο παρόν άρθρο µου δεν θα ασχοληθώ µε κάποιο συγκεκριµένο νοµικό ζήτηµα, αλλά

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 70Β του Ν.2238/1994 «Κύρωση Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» και την διαδικασία ενδικοφανούς προσφυγής στην Υπηρεσία Εσωτερικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΠΟΙΝΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014» Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014» ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014 Συνοπτική παρουσίαση 3 2. Εισαγωγή. 5

Διαβάστε περισσότερα

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί Τίτλος Μαθήματος: Κωδικός Μαθήματος: Ποινική ικονομία I LLB406 Κατηγορία Μαθήματος: (Υποχρεωτικό/Επιλεγόμενο) Επίπεδο Μαθήματος: (Πρώτου, δεύτερου ή τρίτου κύκλου) Έτος Σπουδών: Τετράμηνο προσφοράς 5 Μαθήματος:

Διαβάστε περισσότερα

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 27-05 -2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Αριθμός απόφασης: 1987 Ταχ.

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30. + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :30 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :1 Αρθρο 30 Συμβιβασμός

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α I. Προπαρασκευαστική Διαδικασία 1 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 3 2. Κλήση µάρτυρα - Αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως µάρτυρα (άρθρα 213 και 161 ΚΠΔ) 7 3. Γνωστοποίηση µαρτύρων στον κατηγορούµενο

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ. ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι και οι διαφορές από την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί Τίτλος Μαθήματος: Κωδικός Μαθήματος: Ποινική ικονομία II LLB407 Κατηγορία Μαθήματος: (Υποχρεωτικό/Επιλεγόμενο) Επίπεδο Μαθήματος: (Πρώτου, δεύτερου ή τρίτου κύκλου) Έτος Σπουδών: Τετράμηνο προσφοράς 6

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ - ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Τακτική διαδικασία όλων των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ο διαγωνισμός της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης προϋποθέτει, ως γνωστόν, συνδυασμό συνδυαστικής γνώσης της εξεταστέας ύλης και θεμάτων πολιτικής και οικονομικής επικαιρότητας. Tα Πανεπιστημιακά Φροντιστήρια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 210 9569815 ΦΑΞ : 210

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα : Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής:

Διαβάστε περισσότερα

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η Προς: Υπόψη: Θέμα: Περιφέρεια Ιονίων Νήσων κ. Αικ. Λαγού Άσκηση ενδίκων μέσων Τέθηκαν υπόψη μου οι υπ αρ. 76/2013 και 161/2014 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Κέρκυρας, επί των οποίων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ' αριθμ. 391/2013 ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Τμήματος Ε' Συνεδρίαση τη ς 19ης Νοεμβρίου 2013 Σύνθεση: Πρόεδρος

Διαβάστε περισσότερα

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο. Απόφαση 315 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 315/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Εισηγητές Κων/νος Κακαβούλης Δικηγόρος, υπ. ΔΝ Νικόλαος Κουμουλέντζος Δικηγόρος, υπ. ΔΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 25/05/2018

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές. ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Α. Έννοια Β. Πηγές. 2. ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Α. Έννοια και διακρίσεις Β. Διακρίσεις και σύνθεση πολιτικών δικαστηρίων Γ. Χρόνος απονομής της δικαιοσύνης

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Από τις αρκετές εκατοντάδες S.O.S ερωτήσεων που διαθέτουμε Όλες οι ερωτήσεις απαντούνται αναλυτικά από

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα: 17/06/2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 2201 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α2 Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος

Διαβάστε περισσότερα

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 13 η : Δικαίωμα δικαστικής προστασίας Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ΠΗΓΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, LL.M., Υπ. Δ.Ν. Η ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΕ Η έννομη προστασία

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 28-12-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 4534 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6 Ταχ.

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, 7.3 2014 30(Ι)/2014

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, 7.3 2014 30(Ι)/2014 Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, 7.3 2014 Ν. 30(Ι)/2014 30(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ TΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 13/03/2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 13/03/2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 13/03/2017 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός Απόφασης: 1963 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΙΓΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Ταχ. Δ/νση: Ακτή Μιαούλη & Μ. Μπότσαρη 2-8 Τ.Κ.: 185 38, Πειραιάς Πληροφορίες: Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ. 1-225 ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία Πέτρος Αλικάκος Πρωτοδίκης, Δρ.Ν. Άρθρο 17 Προσαρμόζεται ως προς τις οικογενειακές

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 12-04-2018 Αριθμός Απόφασης:2040 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ : Α4 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού Θεματική μονάδα 2 Διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως σε διαδικασίες οικογενειακού δικαίου περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 210 9586156 ΦΑΞ : 210

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ LEGAL INSIGHT ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Βασιλική Ζαροκανέλλου Στις φορολογικές διαφορές σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος

Διαβάστε περισσότερα

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής, Αριθµός Απόφασης : Ν69/2019 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ Α3 ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής, τ ω ν: 1) του - κατά

Διαβάστε περισσότερα

Άρθρο 66 Π.. 169/2007 Κανονισμός των συντάξεων και ένδικα μέσα

Άρθρο 66 Π.. 169/2007 Κανονισμός των συντάξεων και ένδικα μέσα Άρθρο 66 Π.. 169/2007 Κανονισμός των συντάξεων και ένδικα μέσα 1. 0 κανονισμός και η εντολή πληρωμής των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που βαρύνουν το ημόσιο και πληρώνονται από αυτό, με

Διαβάστε περισσότερα

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική Ν. 2522/8-9-97 (ΦΕΚ-178 Α') : Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ 'Αρθρο 1 : Πεδίο

Διαβάστε περισσότερα

Πίνακας περιεχομένων

Πίνακας περιεχομένων ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ, ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Α ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΜΗΜΑ

Διαβάστε περισσότερα

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ Δ/ΝΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΔΑ: Αθήνα, 23/12/2016 ΠΟΛ. 1195 Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10 ΠΡΟΣ: Ως Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας Τάκης Επιµέλεια εγγράφου: Χάρης Σιµόπουλος,

Διαβάστε περισσότερα

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014 3/2014 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 33 του 1964 35 του 1975 72 του 1977 59 του 1981 3

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017 Άρθρο 127,345 1 και 379 7,8 Ν.4412/16 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθ. 50 Ν.4446/16, το άρθ. 54 παρ. 2 Ν.4465/17 και το αρθ. 47 παρ. 17 Ν.4472/17. ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ Από 26/6/2017 Ένσταση άρθρου 127 Ν.4412/16

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης) ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης) Πρόεδρος: Μ. Τατσέλου Δικηγόρος: Α. Αγγελίδης Το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής ή η επικύρωση της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 11-05-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 1683 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α1 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής: Προς την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή «Για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Συγκριτικός Πίνακας Παλαιών και Νέων Ρυθμίσεων) **** ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ... 3 ΔΕΥΤΕΡΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12 + Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Ν 2735/1999: Διεθνής Εμπορική Διαιτησία (276274) Αρθρο :0 ΦΕΚ Α` ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2735 Διεθνής Εμπορική Διαιτησία. Αρθρο

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση Διαμεσολάβηση 104/2014 Σελίδα 1 ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς 1) Τμήμα Εσόδων Δ/νσης Οικονομικών esoda@cityofathens.gr 2) Κυρία *** *** *** Kοινοποίηση 1) Γραφείο Δημάρχου mayor@cityofathens.gr

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 28-12-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 4537 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ Α6 Ταχ.

Διαβάστε περισσότερα

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ ΕΦΕΣΗ Α ΑΙΤΗΜΑ. Παραίτηση 206. Όχι μεταβολή της βάσης της αγωγής 209. ΑΝΑΣΤΟΛΗ εφεσιβληθείσας απόφασης 107, 137. ΑΝΕΚΚΛΗΤΕΣ αποφάσεις. Μη προσβαλλόμενες με ένδικα μέσα και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Η ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ 5 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ Συνήλθε στην έδρα της, στις 27.08.2018 με την εξής σύνθεση: Κωνσταντίνος Κορομπέλης, Πρόεδρος, Ελισάβετ Αλαγιαλόγλου -Εισηγήτριακαι Μαρία Μανδράκη,

Διαβάστε περισσότερα

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α. Ειδική Διοικητική Διαδικασία ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης 1. Τι είναι η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης; Η

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου ΠΟΡΙΣΜΑ (Ν. 3094/2003 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, Άρθρο 3 5) ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 19-2-2015 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 665 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 6.11.15 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 4359 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου Αγγελική Γ. Πιτσελά, Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας- Σωφρονιστικής Άδειες Χρήσης Το παρόν

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 3 ο Μάθημα Διάγραμμα Παράδοσης ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 1. Έννοια Δικαιώματος Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 07/11/2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3758 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 11/04/2014 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 750 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 -

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Διοικητικές προσφυγές Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ. Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 28/12/2015 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 4830 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 31-10-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3610 ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α4 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα 16-02-2016 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 448 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 -

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. «Άσκηση ενδίκων μέσων» ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ Γενικό Έγγραφο: Ε40/338/27-10-06 ΣΧΕΤ. : Το με αριθ. 15176/19-10-06 έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Σας διαβιβάζουμε το ανωτέρω

Διαβάστε περισσότερα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ Είδος: ΝΟΜΟΣ Αριθµός: 3126 Έτος: 2003 ΦΕΚ: Α 66 20030319 Τέθηκε σε ισχύ: 19.03.2003 Ηµ.Υπογραφής: 18.03.2003 Τίτλος: Ποινική ευθύνη των Υπουργών. Ο

Διαβάστε περισσότερα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί Αριθμός 27 /2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Βελλή -Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Πέτρο Κακκαλή και Δημήτριο Λινό, Αρεοπαγίτες.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 12/04/2017 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 12/04/2017 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 12/04/2017 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α4 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα Τηλέφωνο : 213 1604526 ΦΑΞ : 213

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Καλλιθέα, 25/09/2015 ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 3950 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71

Διαβάστε περισσότερα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α4 Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19 Ταχ. Κώδικας : 176 71 - Καλλιθέα

Διαβάστε περισσότερα

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου Πολιτική Παιδεία Β Τάξη Γενικού Λυκείου 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 4.4 Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 2 Άρθρο 26 του Συντάγματος Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους

Διαβάστε περισσότερα

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας Π. Λαζαράτος Γ. Δελλής Α. Τσουρουφλής 10/12/2018 Δεύτερη προσφυγή Άρθρο 70 ΚΔΔικ «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα

Διαβάστε περισσότερα

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) 669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( 597917) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Εννοια και περιεχόμενο. Θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών και προϋποθέσεων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία Δικαστήρια Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια συνταγματική δημοκρατία βασισμένη στις αρχές της νομιμότητας, της ύπαρξης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν. ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου Δικηγόρος, Δ.Ν. Αθήνα Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών 24.2.2016 1. Η θεματική «ακυρωτική

Διαβάστε περισσότερα