Καταγώγια και πανδοκεῖα. στην αρχαία Ελλάδα. Παπαμαρτζιβάνου Αθανασία

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Καταγώγια και πανδοκεῖα. στην αρχαία Ελλάδα. Παπαμαρτζιβάνου Αθανασία"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Καταγώγια και πανδοκεῖα στην αρχαία Ελλάδα Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Παπαμαρτζιβάνου Αθανασία Θεσσαλονίκη 2016

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Καταγώγια και πανδοκεῖα στην αρχαία Ελλάδα Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Παπαμαρτζιβάνου Αθανασία Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μπ. Σμιτ-Δούνα Ημερομηνία έγκρισης: Η έγκριση της μεταπτυχιακής εργασίας από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι το Τμήμα αποδέχεται τις γνώμες του συγγραφέα. Θεσσαλονίκη 2016

3

4 Βίος ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος

5 Ευχαριστώ την οικογένειά μου και την καθηγήτριά μου Μπάρμπαρα Σμίτ-Δούνα.

6 Περιεχόμενα Κεφάλαιο σελ. Α. Εισαγωγή 1 Β-1. Η ορολογία στις πηγές 7 Β-2. Η μαρτυρία των πηγών 16 Γ. Τα μνημεία 25 Γ-1. Κτίρια με κεντρική αυλή 26 Γ-1-1. Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης στην Όλυνθο 26 Γ-1-2. Η λεγόμενη Ιερατική Οικία στη Ζωστήρα Άκρα 35 Γ-1-3. Το κτίριο στη Γόρτυνα της Αρκαδίας 42 Γ-1-4. Το Λεωνίδαιο στην Ολυμπία 45 Γ-1-5. Το κτίριο στο ιερό του Δία στο όρος Λύκαιον 52 Γ-1-6. Το Καταγώγιο στην Επίδαυρο 55 Γ-1-7. Το κτίριο στην αγορά της Κασσώπης 65 Γ-1-8. Το κτίριο στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος 74 Γ-1-9. Δήλος: ο Ξενώνας δίπλα στο θέατρο και το κτίριο ΙΒ στη Συνοικία του Σταδίου 78 Γ-2. Κτίρια άλλου τύπου 91 Γ-2-1. Ο Ξενώνας στη Νεμέα 91 Γ-2-2. Η Νότια Στοά στην Κόρινθο 99 Γ-2-3. Το λεγόμενο Χειμερινό και Θερινό Καταγώγιο στον Ωρωπό 106 Γ-2-4. Το κτίριο στο ιερό του Ελλάνιου Δία στην Αίγινα 111 Δ. Συμπεράσματα 115 Συντομογραφίες περιοδικών 125 Βιβλιογραφία 126 Κατάλογος εικόνων 147 Εικόνες 157

7

8 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην αρχαία Ελλάδα η προσφορά φιλοξενίας στους ξένους ήταν θεία επιταγή 1. Η ιδιωτική φιλοξενία, για την οποία μαθαίνουμε ήδη από τον Όμηρο 2, ήταν η μόνη λύση στο πρόβλημα του καταλύματος για τους ταξιδιώτες των πρώιμων χρόνων, ενώ εξακολούθησε να παίζει σημαντικό ρόλο και στους αιώνες που ακολούθησαν. Οι έμποροι φιλοξενούνταν στους συνεργάτες τους, οι ευγενείς στους πλούσιους φίλους τους και οι απλοί άνθρωποι σε όποιον ήταν πρόθυμος να τους δεχτεί στο σπίτι του. Οικογένειες, που ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις και συνδέονταν με στενούς φιλικούς δεσμούς, διατηρούσαν την παράδοση της φιλοξενίας από γενιά σε γενιά. Παραδοσιακοί δεσμοί φιλίας υπήρχαν και ανάμεσα σε πόλεις, οι οποίες μέσω του θεσμού των προξένων εξασφάλιζαν η μία στους αξιωματούχους της άλλης φιλοξενία και κάθε είδους βοήθεια 3. Καθώς όμως ο αριθμός των ταξιδιωτών όλο και μεγάλωνε, έγινε αναγκαία η δημιουργία πανδοχείων. Κατά τον 5 ο πια π.χ. αιώνα κάθε ταξιδιώτης μπορούσε να αναζητήσει νυχτερινό καταφύγιο σε ένα πανδοχείο 4. Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία σκοπό έχει να εξετάσει τα μνημεία εκείνα της αρχαίας Ελλάδας που ερμηνεύτηκαν ως πανδοχεία 5. Το πρώτο από τα ζητήματα που μας απασχόλησε κατά τη μελέτη του θέματος ήταν ο αρχιτεκτονικός τύπος, που μπορεί να είχαν τα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς αναμέναμε ότι αυτός θα αποτελούσε το πιο αξιόπιστο κριτήριο για την αναγνώριση των κτιρίων αυτών. Δυστυχώς οι αρχαίοι συγγραφείς και περιηγητές κατά τα ταξίδια τους δεν ενδιαφέρονταν να καταγράψουν πληροφορίες για πράγματα συνηθισμένα, όπως τα καταλύματα στα οποία σίγουρα διέμεναν. Μόνο σε ένα από τα αρχαία αποσπάσματα που μας σώζονται περιγράφεται - πάρα πολύ σύντομα - η αρχιτεκτονική μορφή ενός πανδοχείου: στο 3.68 της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ξεκινήσει την άνοιξη του 431 π.χ. με επίθεση των Θηβαίων, οι οποίοι είχαν ταχθεί στο πλευρό της Πελοποννησιακής συμμαχίας εναντίον της πόλης των Πλαταιών, που παρέμεινε σύμμαχος των Αθηναίων 6. Οι Πλαταιείς τότε κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους εισβολείς, αλλά το 429 π.χ. οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να πολιορκήσουν οι 1 Για την ιστορία και τη φιλοσοφία του φαινομένου της φιλοξενίας στην κλασική αρχαιότητα βλ. O Gorman Βλ. σελ. 7-8 της παρούσης εργασίας. 3 Για παράδειγμα δεσμοί φιλίας συνέδεαν τη Θήβα με τους Δελφούς (FD III 1:358, στίχοι Βλ. και σελ. 13 της παρούσης εργασίας). Για το θεσμό της προξενίας βλ. Marek Σε συμπεράσματα σχετικά με το πότε εμφανίζονται τα πανδοχεία στην αρχαία Ελλάδα μας οδηγεί η έρευνα των πηγών, για την οποία βλ. κεφάλαια Β-1 και Β-2 της παρούσης εργασίας. 5 Είναι αυτονόητο ότι στην κατηγορία των κτιρίων που εξετάζουμε δεν εμπίπτουν τα εγκοιμητήρια των διαφόρων θεραπευτικών ιερών. 6 Θουκ

9 ίδιοι την πόλη 7. Οι Πλαταιείς υπέκυψαν το 427 π.χ. μετά από αντίσταση δύο χρόνων 8. Ο Θουκυδίδης στο 3.68 μας πληροφορεί ότι ένα χρόνο αργότερα οι Θηβαίοι ισοπέδωσαν την πόλη και έκτισαν κοντά στο ιερό της Ήρας καταγώγιον διακοσίων ποδῶν πανταχῇ κύκλῳ οἰκήματα ἔχον κάτωθεν καὶ ἄνωθεν και ναό μήκους 100 ποδών προς τιμήν της θεάς 9. Η πληροφορία αυτή του Θουκυδίδη ώθησε τους αρχαιολόγους στην αναζήτηση του καταγωγίου ανάμεσα στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της πόλης των Πλαταιών. Οι πρώτες ανασκαφές στις Πλαταιές πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη από την Αμερικανική Σχολή. Τότε ερευνήθηκαν για πρώτη φορά τα τείχη της πόλης, ενώ ήρθε στο φως και ο μεγάλος ναός, τον οποίο οι Αμερικανοί ταύτισαν με το ναό της Ήρας 10. Νότια της Ακρόπολης, στο σημείο όπου αποκαλύφθηκε «ένας μακρύς τοίχος των ρωμαϊκών χρόνων στην ίδια ευθεία με μια σειρά από 8 πεσσούς», οι Αμερικανοί ανασκαφείς υπέθεσαν ότι βρισκόταν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης. Κάτω από αυτή θεώρησαν ότι θα βρισκόταν και το παλαιότερο κέντρο της πόλης, το οποίο θα περιελάμβανε και το μεγάλο ξενώνα για «τους προσκυνητές και τους εμπόρους» 11. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε ανασκαφικά, ενώ και το σχέδιο της πόλης, που κατήρτισαν οι Αμερικανοί το 1890 με τα μέσα που διέθεταν τότε (εικ. 1), δεν βοηθάει να εντοπίσουμε την ακριβή θέση των ανεσκαμμένων περιοχών 12. Όσον αφορά το ναό που αποκάλυψαν οι αμερικανικές ανασκαφές σήμερα πιστεύεται ότι δεν ήταν ο εκατόμπεδος ναός των Θηβαίων, αλλά ένα νεότερο κτίσμα που κατασκευάστηκε στη θέση του 13. Οι τομές των Αμερικανών ήταν ακόμα ορατές το 1899, όταν ο Α. Σκιάς πραγματοποίησε καινούριες σε πέντε σημεία εντός και εκτός της πόλης. Τη θέση των δικών του τομών ο Σκιάς την προσδιόρισε στη δημοσίευσή του σε σχέση με τα ευρήματα των 7 Θουκ Θουκ , Ολόκληρο το χωρίο: ὕστερον δὲ καθελόντες αὐτὴν (τὴν πόλιν) ἐς ἔδαφος πᾶσαν ἐκ τῶν θεμελίων ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν πανταχῇ κύκλῳ οἰκήματα ἔχον κάτωθεν καὶ ἄνωθεν, καὶ ὀροφαῖς καὶ θυρώμασι τοῖς τῶν Πλαταιῶν ἐχρήσαντο, καὶ τοῖς ἄλλοις ἃ ἦν ἐν τῷ τείχει ἔπιπλα, χαλκὸς καὶ σίδηρος, κλίνας κατασκευάσαντες ἀνέθεσαν τῇ Ἥρᾳ, καὶ νεὼν ἑκατόμπεδον λίθινον ᾠκοδόμησαν αὐτῇ. 10 Waldstein Tarbell Rolfe 1889α, , Waldstein 1890, , Washington 1890, , Washington 1891, Οι αμερικανικές ανασκαφές έφεραν στο φως αρκετές βυζαντινές εκκλησίες και άλλα σημαντικά ευρήματα. Μεταξύ των κινητών ευρημάτων είναι τμήματα αντιγράφου του «περί τιμών» διατάγματος του Διοκλητιανού (για το διάταγμα βλ. Waldstein Tarbell Rolfe 1889β). Περιληπτικά για τις αμερικανικές ανασκαφές βλ. Konecny Marchese Aravantinos 2013, Washington 1891, Konecny Marchese Aravantinos 2013, 16 σημ. 28. Το σχέδιο των Αμερικανών δεν συμπληρώθηκε ποτέ με το ναό στη θέση εύρεσής του. Νοτίως της «Αγοράς» σημειώνεται η θέση, όπου εντοπίστηκαν στο βράχο ενδείξεις επεξεργασίας του για την ανέγερση αφιερωματικών στηλών (Votive Cuttings). Λίγο νοτιότερα εντοπίστηκε ο ναός (Washington 1891, 392, 399, πίν. ΧΧ). Για τη θέση του ναού βλ. και Konecny Marchese Aravantinos 2013, 141 σημ Τα νεότερα συμπεράσματα σχετικά με το ναό που αποκάλυψαν οι αμερικανικές ανασκαφές βλ. Konecny Marchese Aravantinos 2013,

10 Αμερικανών, όπως αυτά σημειώνονται στο σχέδιο του Έτσι σήμερα είναι αδύνατον να γνωρίζουμε σε ποιο τέμενος και σε ποιο ακριβώς οικοδόμημα αναφέρεται ο Σκιάς, όταν γράφει: «μεταξὺ τοῦ ἀνατολικοῦ τείχους καὶ τοῦ βορειοδυτικοῦ διατειχίσματος κατὰ τὴν ἀριστερὰν ὄχθην τῆς μικρᾶς χαράδρας, ἀντικρὺ τῆς ὑπὸ τῶν Ἀμερικανῶν ἐξερευνηθείσης βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τῆς ( ) ὐπ ἀριθμὸν VIII», βρέθηκε η «πρὸς βορρᾶν πλευρὰ τοῦ τείχους τοῦ περιβόλου τοῦ τεμένους». Εντός του περιβόλου, «ἀλλ εἰς ἱκανὴν ἀπ αὐτοῦ ἀπόστασιν πρὸς νότον», αποκαλύφθηκε η «βορειοδυτικὴ γωνία καὶ μέγα μέρος τοῦ δυτικοῦ τοίχου ενός μεγάλου οικοδομήματος», που θα μπορούσε να είναι «καταγώγιόν τι ἢ καὶ στοὰ ἐκ βορρᾶ πρὸς νότον ἐκτεινομένη μετὰ προσόψεως πρὸς δυσμάς» 15. Ο Σκιάς λοιπόν πίστεψε ότι στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης είχε βρει τον περίβολο ενός ιερού, επειδή όμως το οικοδόμημα, που θεώρησε ότι βρισκόταν εντός του, δεν έμοιαζε με ναό, υπέθεσε ότι μπορεί και να ήταν το καταγώγιο που αναφέρει ο Θουκυδίδης. Με βάση την τοιχοποιία χρονολόγησε το οικοδόμημα στα χρόνια μετά τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά πριν τη ρωμαϊκή εποχή 16. Το κατά πόσο είχε δίκιο ο Σκιάς θα συζητηθεί αμέσως παρακάτω. Στις πληροφορίες των παραπάνω κειμένων, στις αρχαίες πηγές, σε προσωπικές παρατηρήσεις και σε αεροφωτογραφίες βασίστηκε ο E. Kirsten, για να γράψει, 50 χρόνια αργότερα, στη Real-Encyklopädie το έως και σήμερα ακόμη θεωρούμενο ως θεμελιώδες κείμενο για την πόλη των Πλαταιών 17. Για το καταγώγιο ο Kirsten επαναλαμβάνει ό,τι γράφει ο Θουκυδίδης και ό,τι ανέφεραν οι Αμερικανοί ανασκαφείς και ο Σκιάς 18. Στην πόλη των Πλαταιών άλλωστε δεν πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω ανασκαφές. Σήμερα τα ερείπια καλύπτονται από τη βλάστηση. Ευδιάκριτα είναι μόνο τμήματα των τειχών 19. Ωστόσο 14 Σκιάς 1899, Είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζουμε τη θέση των ευρημάτων που αναφέρει ο Σκίας για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο ίδιος δεν σημειώνει καθόλου μετρήσεις στο κείμενό του (βλ. και Konecny Marchese Aravantinos 2013, 16 σημ. 27). 15 Σκιάς 1899, 43, 45, Η Kraynak 1984, 176 σημ. 83 απλώς παραπέμπει στη δημοσίευση του Σκιά, στο κυρίως κείμενό της όμως δεν τη σχολιάζει καθόλου. 17 Kirsten 1950, cols Ο Kirsten είχε στη διάθεσή του αεροφωτογραφίες του χώρου των Πλαταιών, διότι εργαζόταν ο ίδιος στο γερμανικό στρατό κατά το β παγκόσμιο πόλεμο (Konecny Marchese Aravantinos 2013, 17). Ο Kirsten 1950, cols. 2312, 2325 τοποθετεί το τέμενος, που αναφέρει ο Σκιάς, στη θέση S του δικού του χάρτη των Πλαταιών (Kirsten 1950, cols , εδώ εικ. 2) και υποστηρίζει ότι ανήκε σε ένα Ελευσίνιο, λόγω ορισμένων κινητών ευρημάτων που ήρθαν στο φως εκεί, μεταξύ των οποίων τμήμα αναγλύφου με χείρες που κρατούν σκήπτρα (Σκιάς 1899, 48-50). Στο σχέδιο του Kirsten στη θέση Τ είναι η «Αγορά» και στη θέση V οι ενδείξεις επεξεργασίας στο βράχο (Votive Cuttings). 18 Kirsten 1950, cols. 2280, 2281, 2308, Στην περιοχή των Πλαταιών αλλά εκτός της πόλης έχουν πραγματοποιηθεί λίγες ανασκαφές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας: το 1972 ο Θ. Σπυρόπουλος αποκάλυψε ανατολικά της πόλης έναν χώρο με πολλαπλές ταφές δίπλα σε ένα κτίσμα, το οποίο θεώρησε ότι είναι ο Βωμός του Ελευθερίου Διός, που στήθηκε στις Πλαταιές μετά τη μεγάλη νίκη των Πλαταιών (Σπυρόπουλος 1973, ). Το 1998 και 1999 η Εφορεία πραγματοποίησε σωστικές ανασκαφές στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης των Πλαταιών, στην περιοχή 3

11 πρόσφατα πραγματοποιήθηκε μια εκτεταμένη γεωφυσική μελέτη, υπό την αιγίδα του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και με τη συνεργασία Ελλήνων, Αυστριακών, Αμερικανών και Άγγλων αρχαιολόγων, η οποία μας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της πόλης. Η έρευνα ξεκίνησε το 1996 και συνεχίστηκε ως το Στα σχέδια και τις τρισδιάστατες απεικονίσεις που προέκυψαν (ενδεικτικά εδώ εικ. 3 και 4) είναι ορατός ο κάναβος της ελληνιστικής και ρωμαϊκής πόλης και τα περιγράμματα και οι τοίχοι των κτιρίων. Εκτός από το εντυπωσιακό πλήθος των ιδιωτικών κατοικιών, εντοπίστηκαν το κέντρο τη πόλης, που περιλαμβάνει την Αγορά με το ναό και το Ιερό του Διονύσου με το Θέατρο, και βορειότερα ένας μεγάλος αγωγός νερού, που συνδέεται με ένα Νυμφαίο και ένα Λουτρό. Στην Ακρόπολη εντοπίστηκε ένα Γυμνάσιο με όλους τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους 21. Η γεωφυσική έρευνα έδειξε ότι ο τοίχος που ο Σκιάς θεώρησε ότι ανήκε στον περίβολο ενός ιερού πιθανότατα ταυτίζεται με έναν μακρύ ανάχωμα, διεύθυνσης από ανατολικά προς δυτικά, το οποίο εντοπίζεται στην περιοχή της οδού ΙΙΙ/IV της πόλης. Οι τοίχοι στα νότια του σχηματισμού αυτού το πιθανότερο είναι ότι ανήκαν σε οικίες και όχι στο καταγώγιο 22. Δυστυχώς κανένα από τα κτίρια που εντοπίστηκαν κατά την έρευνα δεν στάθηκε δυνατό να ταυτιστεί με το καταγώγιο. Οι ερευνητές αρχικά διερωτήθηκαν αν το κτίριο Α5 της Αγοράς θα μπορούσε να ήταν το καταγώγιο (εικ. 5). Το κτίριο αυτό βρίσκεται βόρεια του ναού, έχει λίγο διαφορετικό προσανατολισμό από τα γύρω κτίρια και πιθανολογείται ότι είναι παλαιότερο του 338 π.χ., οπότε και έγινε η επανίδρυση της πόλης από το Φίλιππο Β. Η περίπτωση να προκειται για το καταγώγιο όμως αποκλείστηκε, καθώς το κτίριο αυτό δεν είναι τετράγωνο πλευράς 200 ποδών, αλλά επίμηκες, ενώ φαίνεται επίσης ότι διέθετε έναν μεγάλο εσωτερικό χώρο και κάποιου είδους πρόσταση ή κιονοστοιχία κατά μήκος της νότιας και δυτικής πλευράς του. Το κτίριο Α5 θεωρήθηκε ότι μπορεί να συνδέεται με τη λατρεία της Ήρας. Ίσως ήταν αίθουσα συμποσίων 23. Το καταγώγιο των Πλαταιών πιθανότατα δεν θα βρεθεί ποτέ, αλλά η περιγραφή του Θουκυδίδη, αν και στοιχειώδης, μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο Μεγάλη Βρύση, όπου βρέθηκαν αρχαίοι και βυζαντινοί αγωγοί νερού (Βλαχογιάννη 1998, ) και σε έναν αγρό στα δυτικά της αρχαίας πόλης, όπου βρέθηκαν ταφές (η δημοσίευση αναμένεται). Για τις Πλαταιές έχουν δημοσιευτεί και άλλα ιστορικά κυρίως κείμενα. Για αυτά βλ. Konecny Marchese Aravantinos 2013, Aravantinos Konecny Marchese 2003, , Konecny - Boyd Marchese - Aravantinos 2008, 43 71, Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012, Επίσης βλ. το συμπληρωματικό άρθρο που υπάρχει στο διαδίκτυο: Για τη συνολική δημοσίευση βλ. Konecny Marchese Aravantinos Για τα συμπεράσματα της έρευνας σχετικά με τη μορφή της πόλης εντός των τειχών βλ. Konecny Marchese Aravantinos 2013, Konecny Marchese Aravantinos 2013, 16. Για το ανάχωμα, που χαρακτηρίστηκε από τους ερευνητές ως Feature 22 (εδώ εικ. 3β), βλ. Konecny Marchese Aravantinos 2013, Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012, 120, Konecny Marchese Aravantinos 2013, 150, σημ

12 κτίριο με αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια διευθετημένα σε δύο ορόφους. Η πληροφορία αυτή υπήρξε πολύ σημαντική και σε αυτή βασίστηκαν κατά καιρούς οι αρχαιολόγοι-ανασκαφείς, για να ταυτίσουν με πανδοχεία ορισμένα κτίρια σε διάφορα σημεία της αρχαίας Ελλάδας, τα οποία διέθεταν εσωτερική αυλή και δωμάτια γύρω από αυτή. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια διαρρύθμιση εξυπηρετεί τη λειτουργία ενός πανδοχείου. Ενδεικτικό είναι ότι στο ανατολικό ήμισυ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο τύπος αυτός επέζησε και εξελίχθηκε στο χάνι των χωρών της Ανατολής 24. Ωστόσο, αν και τα περισσότερα κτίρια που χαρακτηρίστηκαν με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα - ως πανδοχεία είναι της μορφής του καταγωγίου των Πλαταιών, μας σώζονται και κτίρια άλλης μορφής, που υποστηρίχτηκε ότι επιτελούσαν αυτή τη λειτουργία. Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε τα μνημεία όλων των τύπων προτάσσοντας εκείνα που διαθέτουν τη μορφή που μας υπέδειξε ο Θουκυδίδης. Το θέμα της εργασίας μας δεν είναι πρωτότυπο. Πρώτη ασχολήθηκε με αυτό η L. H. Kraynak στην αδημοσίευτη διδακτορική της διατριβή, την οποία εκπόνησε το 1984 στο Πανεπιστήμιο της California, στο Berkeley. Ο σκοπός της δικής μας εργασίας ήταν η επικαιροποίηση των γνώσεων μας στο θέμα μέσα από τη μελέτη της νεότερης βιβλιογραφίας, καθώς για πολλά από τα κτίρια η συζήτηση στη βιβλιογραφία εξακολούθησε και μετά το Τα δικά μας συμπεράσματα για το ποια από τα μνημεία ήταν πράγματι πανδοχεία ή για το αν υπάρχουν και άλλα κτίρια, που μπορεί να είχαν αυτή τη χρήση, ο αναγνώστης θα τα διαβάσει στη συνέχεια. Όσον αφορά τη βιβλιογραφία, τις δημοσιεύσεις που αφορούν το κάθε ένα από τα μνημεία που εξετάζουμε τις παραθέτουμε στις υποσημειώσεις του αντίστοιχου κεφαλαίου. Σχετικά με τη γενική βιβλιογραφία για το θέμα μας μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: για τα καταλύματα στην αρχαία Ελλάδα η μόνη ολοκληρωμένη διερεύνηση του θέματος που προηγήθηκε είναι η διατριβή της Kraynak 25. Τα πολύ παλαιά κείμενα, το «Histoire des hôtelleries, cabarets, hôtels garnis, restaurants et cafés, et des anciennes communautés et confréries d'hôteliers, de marchands de vins, de restaurateurs, de limonadiers, etc.» των F. Michel και E. Fournier (1851) και το «The inns of Greece and Rome» του W. C. Firebaugh (1928), το οποίο θα λέγαμε ότι είναι μια σύνοψη του πρώτου, περιλαμβάνουν κεφάλαια και για τα ελληνικά πανδοχεία και εστιατόρια, αλλά είναι περισσότερο μια συλλογή περιστατικών 24 Casson 2003, 255 (με σχετική βιβλιογραφία). 25 Το βιβλίο στις περισσότερες βιβλιοθήκες υπάρχει διαθέσιμο στη μορφή ενός πολύ κακού αντιγράφου, όπου οι φωτογραφίες των χώρων διακρίνονται ελάχιστα έως καθόλου. Άλλες βιβλιοθήκες διαθέτουν το βιβλίο σε μορφή μικροφίλμ. Εμείς είδαμε ένα τέτοιο αντίτυπο στη βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης (Hauptbibliothek Altstadt/ Lesesaal Altstadt, Signatur: 85 MA 76), δυστυχώς όμως οι εικόνες είναι ελάχιστα καλύτερες και κανενός είδους επεξεργασία τους δεν θα μπορούσε να τις καταστήσει κατάλληλες, για να χρησιμοποιηθούν στην εργασία μας. Έτσι εμείς συλλέξαμε εκ νέου εικόνες από τη βιβλιογραφία, τις οποίες παραθέτουμε στο τέλος της εργασίας μας (για το Καταγώγιο της Επιδαύρου και τον Ξενώνα της Δήλου παραθέτουμε και φωτογραφίες που τραβήξαμε εμείς στους αρχαιολογικούς χώρους). 5

13 μέσα από τα αρχαία κείμενα χωρίς τεκμηρίωση 26. Εκτός από τη διατριβή της Kraynak αξιόπιστο είναι το βιβλίο του L. Casson το «Ταξίδι στον αρχαίο κόσμο», όπου σε αρκετά σημεία γίνεται λόγος για τα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας με αναφορές τόσο στις πηγές όσο και στα αρχαιολογικά ευρήματα 27. Επίσης διαθέτουμε δύο άρθρα του Ε. Ziebarth (1906 και 1935) 28, όπου όμως πληροφορίες για πανδοχεία και εστιατόρια συγχέονται. Τέλος, χρήσιμο είναι το άρθρο του W. A. McDonald (1951) 29, που αφορά μεν την Έπαυλη της Αγαθής Τύχης στην Όλυνθο, μας εισάγει όμως με τις υποσημειώσεις του σε ένα ζήτημα πολύ σημαντικό, αυτό των αρχαίων κειμένων. Το πώς παρουσιάζονται τα πανδοχεία στις πηγές απασχόλησε εκτενώς την Kraynak. Εμείς στα αμέσως επόμενα κεφάλαια θα προσπαθήσουμε να οργανώσουμε τις σχετικές πληροφορίες πιο συστηματικά. 26 Michel Fournier 1851, 21-50, Firebaugh 1928, Επισημαίνουμε ότι υπάρχει και το βιβλίο του A. White (White 1968), το οποίο όμως αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στη μοντέρνα εποχή. 27 Για το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο ενδιαφέρον και καλογραμμένο, χωρίς όμως βιβλιογραφικές παραπομπές, είναι το βιβλίο της M. Giebel (Giebel 1999). Στη δική μας συζήτηση ωστόσο δεν έχει να προσφέρει πολλά. Επιπλέον βιβλιογραφία για το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο υπάρχει συγκεντρωμένη στις υποσημειώσεις του Le Bohec 2005, Ziebarth 1906, , Ziebarth 1935, McDonald 1951,

14 Β-1. Η ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ H Kraynak αναζήτησε στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, σε επιγραφές και σε παπυρολογικά κείμενα αναφορές σχετικές με τα πανδοχεία της αρχαιότητας, συλλέγοντας περισσότερα από 100 χωρία. Τα αποσπάσματα αυτά, που χρονολογούνται από τις αρχές του 5 ου αι. π.χ. ως τον 12 ο αι. μ.χ., παρατίθενται στο παράρτημα της διατριβής της 30. Από αυτά η Kraynak εξετάζει κυρίως όσα χρονολογούνται στην ελληνική περίοδο, έως τον 1 ο αι. π.χ., τα οποία είναι περίπου 35 στον αριθμό. Για τα υπόλοιπα μας πληροφορεί ότι αποτελούν ένα δείγμα από τα σωζόμενα νεότερα κείμενα και ότι τα παραθέτει, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για συγκρίσεις με εκείνα της ελληνικής περιόδου, κυρίως όσον αφορά το λεξιλόγιο 31. Στο λεξιλόγιο θα αναφερθούμε και εμείς σε αυτό το κεφάλαιο, στις λέξεις δηλαδή που εντοπίζονται στα αρχαία κείμενα και αναφέρονται σε χώρους φιλοξενίας ή σημαίνουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ξενοδοχείο». Αν ανατρέξουμε στις παλαιότερες πηγές που διαθέτουμε, πολλές αναφορές στο έθιμο της φιλοξενίας θα συναντήσουμε στον Όμηρο 32, ο οποίος όμως κάνει λόγο κυρίως για τα ταξίδια των βασιλέων και πριγκίπων, που φιλοξενούνταν ο ένας στο πλούσιο σπίτι του άλλου, έτρωγαν και έπιναν καλά και έφευγαν φορτωμένοι δώρα. Αυτά τα ταξίδια είναι αναχρονισμοί, αναμνήσεις των Μυκηναϊκών χρόνων. Τα έργα του Ομήρου χρονολογούνται πολύ αργότερα, στον 8 ο αι. π.χ., στη μεταβατική εκείνη εποχή που διαδέχτηκε τους Σκοτεινούς Αιώνες και οδήγησε στον πολιτισμό των ιστορικών χρόνων 33. Ο Casson αναφέρει ότι ο άρχοντας του 8 ου αι. π.χ. κατοικούσε σε απλές οικίες και οι φιλοξενούμενοί του, όσο σπουδαίοι κι αν ήταν, απολάμβαναν απλές ανέσεις 34. Αν και ο Όμηρος λοιπόν σπάνια ασχολείται με τους απλούς ανθρώπους, στο σ της Οδύσσειας μαθαίνουμε τι θα μπορούσε να συμβεί στους φτωχούς και ανώνυμους ξένους των πρώιμων χρόνων: η μεγαλόστομη υπηρέτρια της Πηνελόπης Μελανθώ προτρέπει με περιφρόνηση το μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα να περάσει τη νύχτα χαλκήι ον ἐς 30 Kraynak 1984, Appendix A, (Α1-Α120). 31 Kraynak 1984, Ενδεικτικά: Ομ. Οδ. α γ , δ , ζ , η , θ ο Για τη χρονολόγηση των ομηρικών επών στον 8 ο αι. π.χ. βλ. Webster 1958, Σχετικά με το ποιας εποχής η κοινωνία απεικονίζεται στα ομηρικά έπη βλ. Μαζαράκης-Αινιάν 2000, Casson 2003, 51. Το πώς εξελίσσεται το έθιμο της φιλοξενίας στην αρχαία ελληνική ιστορία δεν αφορά την εργασία μας. Για το ρόλο του άρχοντα στη δομή της ομηρικής κοινωνίας μπορούμε εδώ συνοπτικά να σημειώσουμε ότι οι ομηρικοί βασιλείς δεν είναι οι κληρονομικοί βασιλείς των μυκηναϊκών χρόνων αλλά «ισχυροί άνδρες», που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην ήταν παρά οι πρώτοι μεταξύ ίσων (βλ. Μαζαράκης-Αινιάν 2000, 95, , Mazarakis-Ainian 1997, Για την κατοικία του «βασιλιά» της ομηρικής εποχής βλ. Mazarakis-Ainian 1997, ). 7

15 δόμον, ἠέ που ἐς λέσχην 35. Οι πρώτοι δηλαδή απλοί ταξιδευτές στα ταξίδια τους έβρισκαν καταφύγιο σε χώρους όπως τα χαλκουργεία και οι λέσχες 36. Ο λόγος για τον οποίο ένας ξένος θα κατέλυε σε ένα εργαστήριο μετάλλων είναι προφανώς η ζεστασιά της φωτιάς. Για τις λέσχες και τις λειτουργίες τους οι γνώσεις μας δεν είναι επαρκείς. Οι πηγές που αναφέρονται στις λέσχες είναι κυρίως μεταγενέστερες 37, ενώ η πιο γνωστή από αυτές είναι η Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς, για την οποία μαθαίνουμε από τον Παυσανία ότι χρησιμοποιούνταν για τη διεξαγωγή συζητήσεων 38. Σύμφωνα με την Kraynak εκτός από το χωρίο του Ομήρου σε καμία άλλη πηγή δεν αναφέρεται η περίπτωση κάποιας λέσχης, η οποία να συνδέεται με την παροχή καταλύματος 39. Και ενώ δεν αποκλείεται οι λέσχες να προσέφεραν κάποιου είδους προσωρινή στέγαση, όταν υπήρχε ανάγκη, σίγουρα δεν ήταν αυτή η πρωταρχική τους χρήση, γι αυτό και δεν μπορούν να έχουν θέση στη συζήτηση για τα πανδοχεία της αρχαιότητας. Επομένως στην εποχή του Ομήρου και πιθανότατα και κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια οι μη αριστοκράτες ταξιδευτές θα κατέλυαν σε κτίσματα, των οποίων η πρωταρχική χρήση δεν ήταν αυτή του πανδοχείου. Άλλωστε σε εκείνες τις εποχές πρέπει να υποθέσουμε ότι οι μετακινήσεις ήταν πολύ περιορισμένες ή οπωσδήποτε όχι αρκετές, ώστε να δικαιολογούν την ύπαρξη πανδοχείων 40. Όσον αφορά τις πηγές, μετά τον Όμηρο και μέχρι τον 5 ο αι. π.χ. δεν μας έχουν σωθεί κείμενα που να κάνουν αναφορά σε χώρους φιλοξενίας οποιουδήποτε είδους 41. Αλλά και τα κείμενα που σώζονται από το πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. είναι ελάχιστα. Στα 478/77 π.χ. χρονολογείται ένα απόσπασμα από το έργο του Τιμοκρέοντα, στο οποίο διαβάζουμε για τις δραστηριότητες του Θεμιστοκλή. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ο Θεμιστοκλής 35 Ομ. Οδ. σ Για τα χαλκουργεία και τις λέσχες κάνει λόγο και ο Ησίοδος στο «Ἔργα καὶ Ἡμέραι». Ο συγγραφέας αναφερόμενος στον αγροτικό βίο συμβουλεύει τους αγρότες να έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην εργασία και να αποφεύγουν τις συναθροίσεις στα χαλκουργεία και τις λέσχες (Ησ. Έργα : πὰρ δ ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην ὥρῃ χειμερίῃ, ὁπότε κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει. Η δική μας μετάφραση: «Προσπέρασε το χαλκουργείο και τη ζεστασιά της λέσχης το χειμώνα, όταν το κρύο κρατά τον άντρα μακριά από τις εργασίες του». Για το επίθετο ἐπαλής βλ. Liddell Scott II, 200). 37 Π.χ. IG II , όπου γίνεται λόγος για τη λέσχη της Αιξωνής, στην οποία εκτίθεντο στήλες με αναγεγραμμένες μισθώσεις γης. Επίσης Πλούτ. Λυκ. 16,1, όπου περιγράφεται η εξέταση βρεφών στη λέσχη της Σπάρτης. 38 Παυσ Για τη Λέσχη των Κνιδίων βλ. Pouilloux 1960, , Bommelaer 1991, Επίσης Μανωλεδάκης 2003, με αναλυτική βιβλιογραφία. Ο Pouilloux 1960, 132 σημ. 3 αναφέρεται στον Leroux, ο οποίος γράφει: Des divers textes relatifs aux leschés, il ressort que ce n etait point des édifices, mais de simples et parfois de très modestes abris. ( ). Toute sorte de logis pouvait au besoin se transformer en lesché [G. Leroux, Les origines de l edifice hypostyle (Paris 1913), 194]. Ο ίδιος ο Pouilloux 1960, 132 γράφει ότι από τα κείμενα των πηγών μαθαίνουμε ότι οι λέσχες ήταν αρκετά ευρύχωρες, ώστε να στεγάζουν σχετικά μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων, δεν είχαν όμως κάποιον συγκεκριμένο προορισμό: στη Βοιωτία π.χ. λέσχες λειτουργούσαν ως αίθουσες συμποσίων ή, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Λέσχης των Κνιδίων, υπήρχαν λέσχες, όπου ο κόσμος συγκεντρωνόταν, απλά για να φλυαρήσει για την ευχαρίστησή του. Για ένα νεότερο κείμενο σχετικά με τις λέσχες βλ. Bremmer 2008, Επίσης Μανωλεδάκης 2003, Kraynak 1984, Casson 2003, Kraynak 1984, 6. 8

16 εκείνη την εποχή Ἰσθμοῖ δ ἐπανδόκει γελοίως ψυχρὰ κρέα παρέχων. 42 Για πρώτη φορά εντοπίζεται εδώ το ρήμα πανδοκεύειν, το οποίο στο εξής θα συναντάται συχνά στις πηγές κυρίως με τη σημασία διατηρώ πανδοκεῖον 43. Το ίδιο θα πρέπει να υποθέσουμε ότι σημαίνει και στο παραπάνω απόσπασμα. Τα πανδοκεῖα συχνά σέρβιραν και φαγητό. Ο Τιμοκρέων επικρίνει το Θεμιστοκλή, επειδή στο πανδοχείο του σέρβιρε κρύα τα κρέατα στους πελάτες! Λίγο πριν τα μέσα του 5 ου αι π.χ. (το 458 π.χ.) χρονολογούνται οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου. Εκεί ο Ορέστης, παριστάνοντας τον ξένο ταξιδιώτη, αναζητά κατάλυμα, καθώς πλησιάζει η νύχτα, και λέει: νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν, ὥρα δ ἐμπόρους καθιέναι ἄγκυραν ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων. Αμέσως μετά κατευθύνεται προς το ανάκτορο του πατέρα του και όχι προς κάποιο πανδοχείο, επομένως εδώ η περίφραση δόμος πάνδοκος ξένων μάλλον σημαίνει το σπίτι ενός ανθρώπου ο οποίος ήταν πρόθυμος να φιλοξενήσει έναν ξένο 44. Το επίθετο πανδόκος συναντάται σε ένα από τα αποσπάσματα που μας έχουν σωθεί από τον Ίναχο του Σοφοκλή, όπου συνοδεύει τη λέξη ξενόστασις (πανδόκος ξενόστασις) 45. Ο Pearson σχολιάζει ότι η περίφραση αυτή σημαίνει «πανδοχείο» (inn) 46. Σύμφωνα με την Sutton ο Ίναχος είναι ένα από τα πρώιμα έργα του Σοφοκλή, της Αισχύλειας περιόδου του ποιητή, δηλαδή γράφτηκε πριν τα μέσα του 5 ου αι. π.χ. 47. Η λέξη ξενόστασις δεν ξανασυναντάται στις σωζόμενες πηγές, απλώς επαναλαμβάνεται μία φορά στο λεξικό «Ονομαστικόν» του Ιούλιου Πολυδεύκη (2 ος αι μ.χ) με παραπομπή στον Ίναχο του Σοφοκλή 48. Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τον 5 ο πια αι. π.χ. για εκείνους που δεν είχαν πρόσβαση στην ιδιωτική φιλοξενία υπήρχαν τα πανδοχεία. Η πρώτη ξεκάθαρη αναφορά σε πανδοχείο είναι αυτή του Θουκυδίδη το 426 π.χ. για το πανδοχείο στις Πλαταιές 49. Ο ιστορικός χρησιμοποιεί τη λέξη καταγώγιον, η οποία σύμφωνα με την 42 Τιμοκρέων (Bergk 1843, 807, Kraynak 1984, Α1). 43 Liddell Scott III, 422, όπου πρώτη αναφέρεται η ερμηνεία: δέχομαι καὶ περιποιοῦμαι ξένον. 44 Χοηφόροι Η δική μας μετάφραση: «Φτάνει της νύχτας το σκοτεινό άρμα και είναι ώρα οι ταξιδιώτες να καταλύσουν σε ένα φιλόξενο σπίτι». Πάνδοκος ή πανδόκος: (< δέχομαι) ὁ τοὺς πάντας δεχόμενος, τοῖς πᾶσι κοινός (Liddell Scott ΙΙΙ, 422), ἔμπορος: ὁ ἐν πόρῳ ὤν, ὁ ταξιδιώτης (Liddell Scott II, 112). Το απόσπασμα από τις Χοηφόρους, αν και περιέχει λέξεις που δεν σημαίνουν ακριβώς «πανδοχείο», αναφέρεται εδώ, επειδή είναι από τα παλαιότερα που σώζονται, και υπαινίσσεται κατά τη γνώμη μας ότι κατά το πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. υπήρχαν πια πανδοκεῖα. 45 Pearson 1917, frag Ξενόστασις: ὡς τὸ ξενοδοχεῖον, κατάλυμα πρὸς ὑποδοχὴν φίλων ἢ ξένων (Liddell Scott ΙΙΙ, 255). 47 Sutton 1983, Πολ. Ονομ (Kraynak 1984, Α60). 49 Kraynak 1984, Α2. 9

17 Kraynak εμφανίζεται στις πηγές συνολικά 21 φορές. Μόνο 5 από αυτές τις αναφορές βρίσκονται σε κείμενα που χρονολογούνται πριν τον 1 ο αι. π.χ χρόνια μετά την εμφάνιση του ρήματος πανδοκεύειν στον Τιμοκρέοντα, το 406/5 π.χ., εμφανίζεται στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη το ουσιαστικό πανδοκεῖον, που είναι με διαφορά η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στις πηγές μέχρι την εποχή του Αδριανού, οπότε ξεκινά η χρήση της λέξης ξενοδοχεῖον 51. Κι ενώ οι τραγικοί και λυρικοί ποιητές δεν είχαν λόγους να ενδιαφέρονται για τα πανδοχεία και το τι συνέβαινε σε αυτά και αυτός είναι οπωσδήποτε ένας από τους λόγους που ως τον 5 ο αι. π.χ. δεν μας έχουν σωθεί σχετικά αποσπάσματα οι κωμωδιογράφοι μπορούσαν να αντλήσουν υλικό από τα ευτράπελα, που μπορεί να διαδραματίζονταν εκεί. Το απόσπασμα από τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη είναι χαρακτηριστικό: ο Διόνυσος μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή επισκέπτεται το πανδοκεῖον του Άδη και βρίσκεται μπροστά στην εξαγριωμένη πανδοκεύτρια, που αναγνωρίζει αμέσως εκείνον που έφυγε από το πανδοχείο της χωρίς να πληρώσει για μεγάλες ποσότητες φαγητού κλέβοντας μάλιστα και τα στρώματα του ύπνου 52. Προηγουμένως ο Διόνυσος είχε ζητήσει πληροφορίες από τον Ηρακλή για τα κατατόπια στον Άδη και, μεταξύ άλλων, για τις ιδιοκτήτριες των πανδοχείων με τους λιγότερους κοριούς 53! Η λέξη πανδοκεῖον χρησιμοποιούνταν σίγουρα και πριν το 406/5 π.χ. Η λέξη πανδοκεύτρια εμφανίζεται για πρώτη φορά στο απόσπασμα του Αριστοφάνη, ενώ η λέξη πανδοκεύς, δηλαδή ο άνδρας ξενοδόχος, στους «Νόμους» του Πλάτωνα 54. Στους Νόμους εμφανίζονται και οι λέξεις πανδόκευσις 55 και πανδοκεία 56, που σημαίνουν τη διαχείριση πανδοχείου ως επάγγελμα 57. Οι λέξεις πανδοκεῖον και καταγώγιον σίγουρα συνυπήρχαν, φαίνεται όμως ότι προτιμούνταν η πρώτη, που διέθετε εύχρηστους παράγωγους τύπους. Στα νέα ελληνικά η λέξη «καταγώγιο» έχει αρνητική χροιά. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου 50 Kraynak 1984, 169 σημ. 20. Τα 5 κείμενα που σώζουν τη λέξη καταγώγιον είναι: Θουκ (426 π.χ.), Πλ. Φαίδρ. 259α (α μισό 4 ου αι. π.χ.), Ξεν. Πόροι 3.12 (355/4 π.χ.), Αντιφάνης 15 και 53 (μέσα 4 ου αι. π.χ.), (Kraynak 1984, Α2, Α8, Α10, Α13-14 αντίστοιχα). Στον Αντιφάνη 53 εμφανίζεται ο τύπος καταγωγεῖον. Η Kraynak προφανώς από λάθος χρονολογεί στα προχριστιανικά χρόνια δύο αποσπάσματα από το έργο του Αθήναιου, σε ένα από τα οποία υπάρχει η λέξη καταγωγεῖον (Kraynak 1984, , Α27-Α28). Ο Αθήναιος έζησε περί τα τέλη του 2 ου αι. μ.χ. 51 Kraynak 1984, 10, Hiltbrunner 1967, cols Πανδοκεῖον: οἰκία ἐν ᾗ καταλύουσι παντὸς εἴδους ξένοι, ξενοδοχεῖον (Liddell Scott III, 422). Οι Liddell Scott σημειώνουν ότι οι μεταγενέστεροι τύποι με χ προέκυψαν από τη λάθος αντιγραφή των κειμένων των αττικών συγγραφέων. 52 Αρ. Βάτρ (Kraynak 1984, Α5). 53 πανδοκευτρίας, ὅπου κόρεις ὀλίγιστοι. Αρ. Βάτρ (Kraynak 1984, Α4). 54 Πλ. Νόμ. 918b-c (Kraynak 1984, Α16). 55 Πλ. Νόμ. 842d (Kraynak 1984, Α15). 56 Πλ. Νόμ. 918d-919b (Kraynak 1984, Α17). 57 Πανδόκευσις ή πανδοκεία: τὸ ἔργον πανδοκέως (Liddell Scott ΙΙΙ, 422). 10

18 Νεοελληνικών Σπουδών (2007, σελ. 675), στο λήμμα «καταγώγιο», διαβάζουμε: «χαρακτηρισμός κακόφημου κέντρου, υπόγειου συνήθως χώρου, όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου». Στα αρχαία ελληνικά η λέξη σήμαινε απλώς το κατάλυμα 58. Στις πηγές δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι λέξεις πανδοκεῖον και καταγώγιον είχαν κάποια διαφορά ως προς τη σημασία τους ή ότι κάποια από αυτές είχε αρνητική απόχρωση 59. Την ίδια ρίζα με τη λέξη καταγώγιον έχει η λέξη καταγωγή 60. Στο σχετικό λήμμα οι Liddell Scott παραπέμπουν σε αποσπάσματα από τον Ηρόδοτο, όπου όμως η λέξη εμφανίζεται με διαφορετικές σημασίες. Στο 1.181, όπου γίνεται λόγος για τον πύργο της Βαβυλώνας, η λέξη καταγωγή αναφέρεται σε έναν χώρο για ξεκούραση, με καθίσματα, ο οποίος υπήρχε σε κάποιο σημείο του οφιώδους διαδρόμου που περιέβαλλε τον πύργο. Στο 6.35 ο Μιλτιάδης προσφέρει καταγωγή, δηλαδή φιλοξενία στο σπίτι του, σε περαστικούς ξένους. Στο ο Ηρόδοτος περιγράφει την Περσική Βασιλική Οδό και απαριθμεί σταθμούς και καταγωγαί, που υπήρχαν κατά το μήκος της 61. Εδώ η λέξη καταγωγή δεν μπορεί να σημαίνει απλώς έναν χώρο στάσης, εφόσον υπάρχει η λέξη σταθμός. Η ερμηνεία της λέξης καταγωγή στο απόσπασμα αυτό συγχέεται και με την ερμηνεία μιας άλλης λέξης, που ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί στην αρχή του 5.52 λέγοντας: ἔχει γὰρ ἀμφὶ τῇ ὁδῷ ταύτῃ ὧδε: σταθμοί τε πανταχῇ εἰσι βασιλήιοι καὶ καταλυσίες 62 κάλλισται. Κατά τη γνώμη μας οι λέξεις καταγωγή και κατάλυσις θα μπορούσαν εδώ να σημαίνουν το πανδοχείο 63. Η Kraynak παρατήρησε ότι η λέξη καταγωγή χρησιμοποιείται με σαφήνεια ως συνώνυμο του πανδοκεῖον και καταγώγιον μετά τον Ιώσηπο (1 ος αι. μ.χ.) και πάλι σε λίγες περιπτώσεις 64. Ο Ιώσηπος προτιμά τη λέξη καταγώγιον και χρησιμοποιεί τη λέξη καταγωγή, για να δηλώσει τη στέγαση σε ιδιωτικό σπίτι 65. Όσον αφορά τη λέξη κατάλυσις, εκτός από το χωρίο του Ηροδότου, η Kraynak παραθέτει και άλλα αποσπάσματα, των ελληνιστικών 58 Καταγώγιον: τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον (Liddell Scott II, 616). 59 Kraynak 1984, Το κατά πόσο τα πανδοχεία της αρχαιότητας ήταν ή όχι κακόφημα θα το συζητήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. 60 < κατάγεσθαι παρά τινί: καταλύειν εἰς τὴν οἰκίαν τινός. Καταγωγή: τόπος εἰς ὃν καταλύουσιν οἱ ὁδοιποροῦντες, κατάλυμα, πανδοκεῖον, σταθμός (Liddell Scott ΙΙ, 616). 61 Στο 5.53 καταλήγει: οὗτοι οἱ πάντες σταθμοί εἰσι ἕνδεκα καὶ ἑκατόν. καταγωγαὶ μέν νυν σταθμῶν τοσαῦται εἰσὶ ἐκ Σαρδίων ἐς Σοῦσα ἀναβαίνοντι. 62 Ιωνικός τύπος του καταλύσεις. Κατάλυσις: κατάλυμα, μέρος ἔνθα τις μένει ἢ ἀναπαύεται, κατοικία, οἴκημα (Liddell Scott ΙΙ, 633). 63 O Godley 1963, 1.181, μεταφράζει στα αγγλικά: σταθμοί: stages, καταγωγαί: resting-stages, καταλυσίες: hostelries. Στον Πλ. Φαίδρ. 230β πάντως η καταγωγή είναι ένας χώρος ανάπαυσης κοντά σε ένα δέντρο και μια πηγή. 64 Λουκ. Τόξαρις 57, Αριστείδ. Λόγ και 5.28 (Kraynak 1984, Α63, Α66, Α67 αντίστοιχα). 65 Kraynak 1984, Καταγώγιον: Ιωσηπ. ΙΑ , 5.13, 5.30, (Kraynak 1984, Α38 έως Α41). Στον Ιώσηπο δεν εμφανίζεται η λέξη πανδοκεῖον (Kraynak 1984, 13). 11

19 χρόνων, στα οποία η λέξη σημαίνει προφανώς πανδοχείο 66. Σε ένα από αυτά - από τον Δικαίαρχο - γίνεται λόγος για την τῶν καταλύσεων πολυπλήθεια στο δρόμο από την Αθήνα προς τον Ωρωπό, όπου μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχαν πολλά πανδοχεία. Συναφής με τις λέξεις καταγωγή και κατάλυσις είναι η λέξη κατάλυμα 67, η οποία συναντάται με τη σημασία του πανδοχείου κυρίως σε κείμενα που χρονολογούνται μετά τον 1 ο αι. π.χ. και πιο συχνά στην Καινή Διαθήκη 68. Συμπερασματικά, οι λέξεις καταγωγή, κατάλυσις και κατάλυμα μπορεί να δηλώνουν - κυρίως όμως στη ρωμαϊκή περίοδο - το κτίριο για φιλοξενία ταξιδιωτών, μπορεί όμως και να σημαίνουν τον ιδιωτικό χώρο φιλοξενίας ή έναν χώρο για ανάπαυση. Γι αυτό τα σχετικά κείμενα πρέπει να διαβάζονται με προσοχή 69. H λέξη ξενών 70 στις πηγές συχνά αναφέρεται σε δωμάτια φιλοξενίας σε ιδιωτικά σπίτια, όπου φιλοξενούνταν φιλικά πρόσωπα του ιδιοκτήτη ή περαστικοί ξένοι. Ένα παράδειγμα ιδιωτικής φιλοξενίας σε ξενῶνα έχουμε στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη (438 π.χ.), όπου ο Άδμητος υποδέχεται τον Ηρακλή και τον φιλοξενεί στους ἐξωπίους 71 ξενῶνας του παλατιού. Ένα άλλο παράδειγμα βρίσκουμε στον «Τίμαιο» του Πλάτωνα (περί τα μέσα του 4 ου αι. π.χ.). Στην αρχή του διαλόγου μαθαίνουμε ότι ο Ερμοκράτης και ο Τίμαιος, που έχουν έρθει στην Αθήνα για τον εορτασμό των Μεγάλων Παναθηναίων, φιλοξενούνται στον ξενῶνα του Κριτία 72. Σώζονται όμως και κείμενα, κυρίως επιγραφές, που παρέχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ξενώνων για το κοινό, ειδικά σε ιερά: π.χ. τμήματα επιγραφής από την Κω (περίπου 300 π.χ.) σώζουν τον κανονισμό ενός ιερού, το οποίο ίδρυσε προς τιμήν του Ηρακλή κάποιος Διομέδων 73. Στο ιερό ανήκε και ένας κήπος με ξενώνες (ξενῶνας ἐν τῶι κάπωι). Το 66 Άλεξις 2.1-8, Δικαίαρχος FHG II, 256 (Kraynak 1984, Α23, Α32 αντίστοιχα). 67 Κατάλυμα: πανδοκεῖον, τὸ μέρος ἔνθα καταλύει τις καὶ μένει (Liddell Scott ΙΙ, 633). 68 Kraynak 1984, 19. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 2.7: καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. (Kraynak 1984, Α42). Ένα πρώιμο παράδειγμα χρήσης της λέξης έχουμε στον Πολυβ Kraynak 1984, Ξενών: κατάλυμα ἢ αἴθουσα ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸς ὑποδοχὴν ξένων (Liddell Scott ΙΙΙ, 255). 71 Ευρ. Αλκ Ἐξώπιος: ὁ ἐξω ὄψεως, μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν (Liddell Scott ΙΙ, 192). Ο Ηρακλής φιλοξενείται στους απομακρυσμένους ξενώνες (χωρὶς ξενῶνες) του παλατιού (Ευρ. Αλκ. 543), για να μην βρίσκεται κοντά στο θρήνο για το θάνατο της Άλκηστης. 72 Πλ. Τι. 20c. Η Kraynak στο κυρίως κείμενο της εργασίας της (Kraynak 1984, 15) δεν αναφέρει τα δύο αυτά αποσπάσματα από τον «Τίμαιο» (το απόσπασμα από τον «Τίμαιο» το αναφέρει στη σημ. 35) και την «Άλκηστη» ενώ προτιμά να αναφερθεί σε αντίστοιχα κείμενα που αφορούν τη Μεγάλη Ελλάδα (σε ένα απόσπασμα από το Διόδωρο Σικελιώτη, Διοδ. Σικ , όπου γίνεται λόγος για τους ξενῶνας του φιλόξενου Τελλία στον Ακράγαντα, και σε ένα ακόμη από τον Αιλιανό, Αιλ. ΠΙ 4.1, το οποίο αναφέρεται σε έναν νόμο για την ιδιωτική φιλοξενία στην Λουκανία, χωρίς όμως να περιέχει τη λέξη ξενών). Αν και η Μεγάλη Ελλάδα δεν αποτελεί αντικείμενο της εργασίας μας, αναφέρουμε εδώ και εμείς τα κείμενα αυτά, γιατί δείχνουν ότι οι συνθήκες φιλοξενίας στις αποικίες μάλλον δεν διέφεραν από εκείνες στη μητροπολιτική Ελλάδα. 73 SIG 1106 (Kraynak 1984, Α24). Συγκεκριμένα βλ. στίχους 1-5, 69-71, 75-77,

20 προσωπικό του ιερού απαγορευόταν να χρησιμοποιεί τη γη και τις εγκαταστάσεις, προφανώς γιατί το ιερό συντηρούνταν από τα έσοδα που προέρχονταν από την ενοικίαση των χώρων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ξενώνες θα νοικιάζονταν στους προσκυνητές 74. Στα 219/8 π.χ. χρονολογείται ένα ψήφισμα των Δελφών, που καταγράφει τη διαμαρτυρία ορισμένων Θηβαίων, σύμφωνα με την οποία κάποιος Κράτων τους εμπόδισε να καταλύσουν σε μια οικία στους Δελφούς, όπου οι Θηβαίοι παραδοσιακά έβρισκαν δωμάτιο. Ο Κράτων αρνήθηκε τις κατηγορίες και παρουσίασε στους άρχοντες τις εγκαταστάσεις, που περιελάμβαναν και ξενῶνα 75. Μια άλλου είδους γραπτή πηγή, ένα ερυθρόμορφο αγγείο του 4 ου αι. π.χ. (εικ. 6) από τη Μεσσαπία της Ιταλίας, θεωρήθηκε από τον A. Furtwängler ότι απεικονίζει στην εμπρόσθια όψη του την αυλή ενός ξενώνα, όπου μια γυναίκα ξεζεύει τα άλογα από ένα άρμα. Πάνω από τη σκηνή υπάρχει η λέξη +ΕΝΟΝ, η οποία κατά τον Furtwängler δεν είναι άλλη από την ελληνική λέξη ξενών, γραμμένη στο αλφάβητο του Τάραντα 76. Αν δεχτούμε ότι η σκηνή πράγματι υπαινίσσεται κάποιου είδους φιλοξενία, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτή λαμβάνει χώρα σε ιδιωτικό σπίτι ή σε πανδοχείο. Η Kraynak επισημαίνει την περίπτωση η λέξη +ΕΝΟΝ να είναι απλώς το όνομα Ξένων, το οποίο εντοπίζεται σε κείμενα 77. Σχετικά με τις λέξεις κάπηλος, καπηλίς και καπηλεῖον 78, για τις οποίες ορισμένοι ερευνητές 79 υποστήριξαν ότι μπορεί στην αρχαιότητα να χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμα των πανδοκεύς, πανδοκεύτρια και πανδοκεῖον, πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να γίνει εδώ εκτενής λόγος, διότι από την ανάγνωση των κειμένων διαπιστώνουμε ότι σε ένα καπηλεῖον, σε ένα παντοπωλείο δηλαδή, θα αναζητούσε καταφύγιο μόνο κάποιος που βρισκόταν σε ανάγκη και δεν είχε πού να καταλύσει Kraynak 1984, FD III 1:358 (Kraynak 1984, A29). Για την επιγραφή αυτή βλ. Ziebarth 1935, 340 (das Thebanerhaus ) και Dillon 1990, (the House of Thebans ). Μια άλλη επιγραφή από τη Δήλο, η ID 104(32) (Kraynak 1984, A12), πιθανότατα περιείχε τη λέξη ξενών (βλ. σελ της παρούσης εργασίας). Η Kraynak εκτός από τις Α12, Α24 και Α29 παραθέτει στο παράρτημά της μία ακόμη επιγραφή με τη λέξη ξενών (Α36), του 1 ου αι. μ.χ., που αναφέρεται στην κατασκευή του ξενώνα μιας συναγωγής στην Παλαιστίνη (SEG 8:170). 76 Furtwängler 1905, Π.χ. Θουκ και Δημ (Kraynak 1984, 15-16, 170 σημ. 34a). 78 Στο Liddell Scott ΙΙ, οι ερμηνείες που δίνονται στις λέξεις αυτές είναι οι εξής: κάπηλος (θηλ. καπηλίς): 1. μικρέμπορος, λιανοπωλητής, μεταπράτης, 2. ἰδίως ὁ διατηρῶν καπηλεῖον, καπηλεῖον: τὸ ἐργαστήριον καπήλου, ἐν ᾧ ἐπώλουν, ὡς καὶ νῦν ἐν τοῖς παντοπωλείοις, οὐ μόνον οἶνον, ἀλλὰ καὶ τροφὰς καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα. 79 Ehrenberg 1968, 123, 418 σημ. 7, Rostovtzeff 1941, 1628 αρ. 196, Habicht 1972, Π.χ. σε επιγραφή από τη Σάμο αναφέρεται ότι στα καπηλεῖα που ανήκαν στο ιερό της Ήρας απαγορευόταν να γίνονται δεκτοί σκλάβοι που ζητούσαν άσυλο (για την επιγραφή αυτή βλ. Habicht 1972, , Thür Taeuber 1978, ). Αυτό οδήγησε το Habicht 1972, 220 στο συμπέρασμα ότι το καπηλεῖον είναι ταυτόχρονα πανδοχείο. Το ίδιο υποστήριξε ο Rostovtzeff 1941, 1628 αρ. 196 παραπέμποντας σε ένα απόσπασμα του ύστερου 2 ου αι. π.χ. (PTeb, 230), στο οποίο κάποιοι εγκληματίες καταφεύγουν σε ένα καπηλεῖον, πριν τελικά συλληφθούν. Ωστόσο και οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι εξαιρετικές, ενώ και στις δύο το 13

21 Ενδιαφέρον έχει η λέξη συνοικία, η οποία σύμφωνα με τους Liddell Scott, όταν αναφέρεται σε οίκημα, σημαίνει: οἰκία, ἐν ᾗ πολλαὶ ὁμοῦ οἰκογένειαι συζῶσιν οἰκία διῃρημένη εἰς διαμερίσματα ἣ πατώματα 81. Οι Liddell Scott συμπληρώνουν ότι: ἐν Ἀθήναις πολλοὶ χάριν κέρδους ᾠκοδόμουν τοιαύτας συνοικίας πρὸς μίσθωσιν, τὸ πλεῖστον εἰς ξένους ἣ εἰς τοὺς μετοίκους. Η συνοικία λοιπόν ήταν μια κατοικία, η οποία υποδιαιρούνταν σε αρκετά εκμισθωμένα τμήματα 82. Ότι οι συνοικίαι προσφέρονταν για ενοικίαση, μας το λέει και ο Αισχίνης στον λόγο του «Κατά Τιμάρχου» (345 π.χ.) 83. Στην παράγραφο 43 του ίδιου λόγου αναφέρεται επίσης ότι ο Τίμαρχος βρέθηκε να συντρώγει με ξένους σε μια συνοικία. Ο Αισχίνης μας πληροφορεί ότι ο όρος συνοικία δεν αφορά τη μορφή του οικοδομήματος, αλλά τη λειτουργία του ως κατοικίας, στην οποία διέμεναν περισσότεροι από ένας μισθωτές 84. Μισθώσεις συνοικιῶν αναφέρονται και στις επιγραφές της Δήλου 85. Σε μια από αυτές τις επιγραφές οι λέξεις πανδοκεῖον και συνοικία συνυπάρχουν, είναι σαφές όμως ότι τα δύο δεν ταυτίζονται 86. Οι συνοικίαι παρουσιάζονται στα κείμενα ως ένα περιουσιακό στοιχείο που απέφερε σημαντικά έσοδα και ως μια ασφαλής επένδυση 87, παρόλο που σε αυτές μπορούσαν να στεγάζονται ακόμη και πορνεία 88. Τέλος, η λέξη ξενοδοχεῖον δεν θα μας απασχολήσει εδώ, διότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εμφανίζεται πολύ μετά την εποχή που μελετάμε, στα χρόνια του Αδριανού 89. Στο δικό μας κατάλογο τα μνημεία χαρακτηρίζονται όπως τα έχουν χαρακτηρίσει οι μελετητές τους, οι οποίοι επιλέγουν κυρίως τη λέξη «καταγώγιο» (katagogion) και σπανιότερα καπηλεῖον παρουσιάζεται ως καταφύγιο και όχι ως πανδοχείο. Αλλά και στους Νόμους (842d, 918d, Kraynak 1984, A15, A17) ο Πλάτωνας διακρίνει - σαφώς κατά τη γνώμη μας - την καπηλείαν, δηλαδή το λιανικό εμπόριο, από την πανδοκείαν, δηλαδή τη διαχείριση πανδοχείου. Μόνο σε ένα σημείο του κειμένου (918e- 919b, Kraynak 1984, A17) μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι οι δύο έννοιες συγχέονται, καθώς εκεί γίνεται λόγος για οικήματα σε απομονωμένες περιοχές, που φαίνεται ότι προσέφεραν κατάλυσιν αλλά και ἀναψυχήν (σημειώνουμε εδώ ότι στα παραπάνω αποσπάσματα ο Πλάτωνας μιλά υποτιμητικά για διάφορες εμπορικές δραστηριότητες, επειδή θεωρεί ότι διαφθείρουν τους ανθρώπους). Κατά τη γνώμη μας μόνο στο χωρίο 7.16 από το «Ονομαστικόν» του Ιούλιου Πολυδεύκη οι πανδοκεῖς αναφέρονται ξεκάθαρα ως οἱ πάντα πιπράσκοντες. Τα παραπάνω εξηγούν, γιατί το Liddell Scott ερμηνεύει την καπηλείαν ως εξής: τὸ μικρὸν ἐμπόριον, «λιανοπούλημα» ( ), διατήρησις πανδοχείου (αναλυτικότερα για το ζήτημα βλ. Kraynak 1984, 11-13). 81 Liddell Scott IV, 241. Η λέξη σημαίνει επίσης: ἀθροισμα ἀνθρώπων ὁμοῦ κατοικούντων, κοινότης, πόλισμα. 82 Hennig 2005, , όπου διαβάζουμε και για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονταν τις συνοικίες οι ιδιοκτήτες τους. 83 Αισχίν : ὅπου μὲν γὰρ πολλοὶ μισθωσάμενοι μίαν οἴκησιν διελόμενοι ἔχουσι, συνοικίαν καλοῦμεν. 84 Αισχίν Ενδεικτικά ID 371, ID 1416, ID IG II (Kraynak 1984, A11), ID 104(11). Αναλυτικότερα για την επιγραφή αυτή βλ. σελ της παρούσης εργασίας. 87 Ισαί. 5.27, Δημ. 29.3, 36.6, 36.34, 38.7, Στο τελευταίο απόσπασμα γίνεται λόγος για μια συνοικία που προοριζόταν ως προίκα και της οποίας η αξία ανερχόταν στις δραχμές. 88 Ισαί (4 ος αι. π.χ.). Βλ. και Hennig 2005, Για πρώτη φορά εντοπίζεται στον Αρτεμίδωρο 1.4 (β μισό 2 ου αι. μ.χ.)(kraynak 1984, 17 και Α71). 14

22 τη λέξη «ξενώνας» (xenon). Δεν διαπιστώσαμε την ύπαρξη κάποιου κριτηρίου για την επιλογή της μίας ή της άλλης λέξης, και θεωρούμε ότι προτιμάται η λέξη «καταγώγιο», για να γίνεται έτσι άμεση αναφορά στο χωρίο του Θουκυδίδη. Ο τίτλος «πανδοκείο» περιέργως δεν προτιμήθηκε από κανέναν ερευνητή, εμείς όμως στις περιγραφές μας, μαζί με τις λέξεις «καταγώγιο» και «ξενώνας», χρησιμοποιούμε και τη νεοελληνική λέξη «πανδοχείο». Στο κείμενό μας οι τρεις λέξεις εναλλάσσονται, χρησιμοποιούνται όμως με την ίδια σημασία. Ανάμεσα στα μνημεία μας υπάρχουν και ορισμένα που παρουσιάζονται στη βιβλιογραφία με ένα συμβατικό όνομα, το οποίο χρησιμοποιούμε και εμείς. Τέλος, απλώς ως «κτίρια» επιλέξαμε να χαρακτηρίσουμε τα μνημεία, για τα οποία υπάρχουν αμφιβολίες ότι ήταν πανδοχεία. 15

23 Β-2. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ Προτού περάσουμε στην αναλυτική εξέταση των μνημείων, θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε τις πληροφορίες που αντλούμε από τα αρχαία κείμενα για τα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας, πιο συγκεκριμένα, για τη θέση τους, τον αριθμό τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, τις συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτά, τις υπηρεσίες που προσέφεραν και το κόστος διαμονής 90. Όσον αφορά τη θέση των πανδοχείων, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποια από αυτά βρίσκονταν εντός των ιερών ή κοντά σε αυτά, για να στεγάζουν τους πιστούς. Ήδη κάναμε λόγο για το μεγάλο πανδοχείο των Πλαταιών που έκτισαν οι Θηβαίοι πρὸς τῷ Ἡραίῳ. Εκτός από το χωρίο του Θουκυδίδη υπάρχουν και άλλα αποσπάσματα από τις πηγές που αναφέρουν πανδοχεία σε ιερούς χώρους. Ο Δημοσθένης στο λόγο του «Περὶ τῆς Παραπρεσβείας» αναφέρεται σε ένα πανδοχείο που υπήρχε μπροστά από το Διοσκούρειο στην πόλη των Φερών, το οποίο μάλιστα, όπως σημειώνει ο ρήτορας, ήταν και πολύ γνωστό 91. Οι υπόλοιπες αναφορές που διαθέτουμε προέρχονται από τις επιγραφές εκείνες, που βρέθηκαν σε ορισμένα ιερά και έχουν ως περιεχόμενο απολογισμούς και απογραφές της διαχείρισης της περιουσίας τους. Δύο τέτοιες αναφορές έχουμε από τη Δήλο, μία από τους Δελφούς και μία από την Κω. Στις δύο επιγραφές από τη Δήλο αναφερθήκαμε σύντομα στο προηγούμενο κεφάλαιο 92. Στην πρώτη, στο στίχο 3, διαβάζουμε: οἰκία καὶ ξεν Οι δύο προτεινόμενες συμπληρώσεις της λέξης είναι ξεν[οδοκεῖον] και ξεν[ών] 94. Κατά τη γνώμη μας η αποκατάσταση της λέξης ξενών είναι πιθανότερη, καθώς η λέξη ξενοδοχεῖον εμφανίζεται για πρώτη φορά στις πηγές το 2 ο αι. μ.χ. 95. Η δεύτερη επιγραφή σώζεται πολύ καλύτερα και μπορεί να χρονολογηθεί στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. 96. Εδώ είναι σαφής η αναφορά σε ένα πανδοκεῖο[ν], που παραχωρούνταν από το ιερό προς ενοικίαση. Οι δύο επιγραφές βρίσκονται κοντά χρονολογικά, ανήκουν δηλαδή στην περίοδο της Αμφικτυονίας ( Για όλα τα ζητήματα που εξετάζουμε στο κεφάλαιο αυτό βλ. και Casson 2003, Δημ (Kraynak 1984, A19). 92 Βλ. σημ. 75, σημ. 86 και σελ. 14 της παρούσης εργασίας. Για τη διαχείριση της περιουσίας του ναού του Απόλλωνα στη Δήλο βλ. Kent 1948, ID 104(32), στίχος 3 (Kraynak 1984, A12). 94 Βλ. το σχόλιο για το στίχο 3 της ID 104(32). 95 Βλ. σελ. 14 της παρούσης εργασίας. 96 IG II , στίχοι (Kraynak 1984, A11) και ID 104(11), στίχοι Η ID 104(11) είναι αναθεώρηση της IG II Σύμφωνα με τον Kent 1948, 260 η επιγραφή χρονολογείται στα 358/7 π.χ. Η Kraynak 1984, 31 αναφέρει ως χρονολογία της επιγραφής το 354/3 π.χ. βασισμένη στο σχόλιο 4 της επιγραφής ID 104(12). 16

24 π.χ.) 97. Αν λάβει κανείς υπ όψιν το πλήθος των επιγραφών που μας έχουν σωθεί από τη Δήλο και το γεγονός ότι η Δήλος ήταν ένα μεγάλο λιμάνι και διέθετε ένα μεγάλο ιερό, οι δύο αυτές αναφορές σε πανδοχεία είναι ελάχιστες. Παράδοξο είναι επίσης ότι οι αναφορές αυτές προέρχονται από τις επιγραφές της Αμφικτυονικής περιόδου, από την οποία υπάρχουν λίγες μόνο μαρτυρίες για την εκμίσθωση της περιουσίας του ιερού. Ανεξάρτητα όμως από τα στοιχεία που μας δίνουν οι πηγές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη Δήλο, τουλάχιστον στα τμήματα της πόλης όπου συγκεντρώνονται οι οικίες και στο εμπορικό κέντρο, θα υπήρχαν πολλά πανδοχεία, ακόμη και πριν την περίοδο της ανεξαρτησίας ( π.χ.) και τη μεγάλη ακμή του 2 ου αι. π.χ. 98. Το απόσπασμα που μας σώζεται από τους Δελφούς προέρχεται από μια επιγραφή του 332 π.χ. Η επιγραφή καταγράφει την ενοικίαση περιουσίας του ιερού, κυρίως αγροτεμαχίων και οικιών, αλλά και ενός πανδοχείου, το οποίο αρχικά ανήκε στο φωκαέα Αστυκράτη 99. Η επιγραφή αυτή είναι τμήμα μιας σειράς καταγραφών των ενοικιάσεων των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία απέκτησε το ιερό, αφότου τα αφαίρεσε από ορισμένους Φωκείς που στασίασαν το 363/2 π.χ. 100 Οι σωζόμενες καταγραφές καλύπτουν την περίοδο από το 346 έως το 324 π.χ. Η Kraynak υποθέτει ότι το πανδοχείο εφόσον ήταν ιδιωτικό, προτού ενταχθεί στην περιουσία του ιερού, θα μπορούσε να βρισκόταν στην πόλη των Δελφών 101. Μπορούμε όμως να το θεωρήσουμε βέβαιο ότι είναι αδύνατον να βρεθεί, καθώς η κλασική και ελληνιστική πόλη των Δελφών έχει χαθεί οριστικά κάτω από τα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά κτίρια 102. Για την επιγραφή από την Κω μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο 103. Οι ξενώνες του ιερού του Ηρακλή λογικά δε θα βρίσκονταν μακριά από το ιερό, το οποίο άλλωστε έχει εντοπιστεί κοντά στην πόλη 104. Πανδοχεία θα υπήρχαν φυσικά και στους δρόμους 105. Στο προηγούμενο κεφάλαιο κάναμε λόγο για το απόσπασμα από το Δικαίαρχο, που μας πληροφορεί ότι στο δρόμο από την Αθήνα προς τον Ωρωπό υπήρχαν πολλά πανδοχεία 106. Τα πανδοχεία στις οδούς εκτός από τους καθημερινούς ταξιδιώτες εξυπηρετούσαν και τα μέλη των πρεσβειών, όπως μαθαίνουμε από τον Αισχίνη, ο οποίος υπερασπιζόμενος τον εαυτό του απέναντι στο 97 Βλ. σχόλιο 4 της επιγραφής ID 104(12). 98 Για το μεγάλο πανδοχείο του 2 ου αι. π.χ. βλ. κεφ. Γ-1-9 της παρούσης εργασίας. 99 FD III 5:16, στίχος 38 (Kraynak 1984, A20). 100 Για τη στάση αυτή και τις επιγραφές βλ. Pomtow 1906, , Kraynak 1984, Για την πόλη των Δελφών βλ. Bommelaer 1991, Βλ. σελ της παρούσης εργασίας. 104 Για το ιερό του Ηρακλή στην Κω βλ. Livadiotti Rocco 1996, , όπου βλέπουμε τη θέση του ιερού σε παρένθετο τοπογραφικό σχέδιο της αρχαίας πόλης της Κω. 105 Kraynak 1984, Βλ. σελ. 12 της παρούσης εργασίας. 17

25 Δημοσθένη, στο δικό του λόγο «Περὶ τῆς Παραπρεσβείας», περιγράφει πόσο δυσάρεστος ήταν ο πολιτικός του αντίπαλος: τα μέλη της δεύτερης πρεσβείας προς το Φίλιππο απέφευγαν ακόμη και να καταλύσουν στο ίδιο πανδοχείο με αυτόν 107. Προφανώς λοιπόν στο δρόμο από την Αθήνα προς την Πέλλα τον 4 ο αι. π.χ. θα υπήρχαν αρκετά πανδοχεία. Τέλος, ενδιαφέρον είναι το απόσπασμα από τους Νόμους του Πλάτωνα, στο οποίο γίνεται λόγος για οἰκήσεις εἰς ἐρήμους τόπους καὶ πανταχόσε μήκη ἔχοντας ὁδῶν, δηλαδή για απομονωμένους σταθμούς, θα λέγαμε, σε μακρινούς δρόμους, που προσέφεραν κατάλυσιν στους ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες 108. Στα υπόλοιπα σωζόμενα αποσπάσματα η θέση των πανδοχείων, για τα οποία γίνεται λόγος, δεν προσδιορίζεται. Μπορεί όμως κανείς λογικά να υποθέσει ότι πρόκειται για πανδοχεία που βρίσκονταν στις πόλεις. Οι πηγές λοιπόν δεν μας δίνουν πληροφορίες για τη θέση των πανδοχείων μέσα στις αρχαίες ελληνικές πόλεις 109. Μόνο ένα χωρίο από το έργο του Ξενοφώντα «Πόροι ή περί προσόδων», στο οποίο ο ιστορικός συνιστά στους Αθηναίους να κτίσουν περισσότερα καταγώγια στο πολυσύχναστο λιμάνι του Πειραιά 110, μας πληροφορεί ότι πανδοχεία υπήρχαν στα λιμάνια των πόλεων. Ευτυχώς οι γνώσεις μας για τα πανδοχεία των ρωμαϊκών πόλεων, μπορούν να μας υποδείξουν τη θέση που είχαν αυτά και στις ελληνικές πόλεις. Για παράδειγμα πηγές από τη ρωμαϊκή εποχή αναφέρουν πανδοχεία κοντά στα τείχη και τις πύλες των πόλεων 111. Επίσης οι ανασκαφές στην Πομπηία αποκάλυψαν πανδοχεία σε πάρα πολλές οικοδομικές νησίδες της πόλης, τα περισσότερα από αυτά όμως εντοπίστηκαν κοντά στις πύλες, την Αγορά, το θέατρο, το αμφιθέατρο και την Παλαίστρα 112. Για το αν ο αριθμός των πανδοχείων στις ελληνικές πόλεις επαρκούσε, για να καλύψει τις ανάγκες του ολοένα και αυξανόμενου αριθμού ταξιδιωτών, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι κατά την περίοδο των μεγάλων εορτών το πλήθος που συνέρρεε στα ιερά ήταν τόσο μεγάλο, που η πλειονότητα των προσκυνητών κατέλυε σε σκηνές ή κάτω από οποιοδήποτε στέγαστρο στοές, πρόχειρα παραπήγματα, στα 107 Αισχίν (Kraynak 1984, A18). 108 Πλ. Νομ. 918e-919b (Kraynak 1984, A17), βλ. σημ. 80 της παρούσης εργασίας. 109 Kraynak 1984, Ξεν. Πόροι 3.12 (Kraynak 1984, A10). 111 Π.χ. Ιωσηπ. Ιουδαϊκή Αρχαιολογία , Φιλόστρ. Τὰ εἰς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον 4.39 (Kraynak 1984, A38 και Α76 αντίστοιχα). 112 Για τα πανδοχεία της ρωμαϊκής εποχής βλ. Casson 2003, , με σχετική βιβλιογραφία και παραπομπές στις πηγές. Για τη θέση των πανδοχείων στην Πομπηία βλ. Eschebach 1975, 331 και το πλάνο της πόλης. Γενικά για τα πανδοχεία της Πομπηίας βλ. Laurence 1994, 78-87, DeFelice 2007, , ενώ για τα πανδοχεία της ρωμαϊκής εποχής εν συντομία βλ. Kleberg Τα ρωμαϊκά πανδοχεία (cauponae) συνήθως εξετάζονται στη βιβλιογραφία σε συνδυασμό με τα ρωμαϊκά καπηλεία (popinae). 18

26 πτερά των ναών ή ξάπλωνε απλώς στο ύπαιθρο 113. Οι ξενώνες μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επισκεπτών, και πιθανότατα οι αρχές τους διέθεταν μόνο στους επισήμους 114. Αλλά και στις πόλεις η κατάσταση πιθανόν να μην ήταν καλύτερη. Ένα απόσπασμα που μας σώζεται από τον Αθήναιο αναφέρει ένα περιστατικό που συνέβη στην ελληνική αποικία Μυλώνα της Σικελίας: ο μουσικός Δωρίων φτάνοντας στην πόλη δεν έβρισκε πουθενά να νοικιάσει δωμάτιο. Έτσι κάθισε για λίγο σε ένα ιερό τέμενος κοντά στις πύλες της πόλης και, όταν ρώτησε το φροντιστή του ναού, που εκείνη την ώρα πραγματοποιούσε θυσία, σε ποιον θεό ήταν αφιερωμένος ο ναός, εκείνος απάντησε: «Ζηνοποσειδώνος». Και ο Δωρίων είπε: «πώς είναι δυνατόν να βρει κανείς καταγώγιο σε αυτόν τον τόπο, όπου ακόμα και οι θεοί πρέπει να κατοικούν δυο-δυο;» 115. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό συνέβαινε συχνά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, αλλά, αν σκεφτούμε την περίπτωση του Ιωσήφ και της Μαρίας 116, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ακόμα και στα ρωμαϊκά χρόνια τα πανδοχεία συχνά δεν επαρκούσαν 117. Για τον τρόπο λειτουργίας τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών πανδοχείων οι πηγές δεν μας παρέχουν πληροφορίες. Και δυστυχώς ούτε για τη διοίκηση των πανδοχείων που ανήκαν στη δικαιοδοσία των ιερών σώζονται στοιχεία στις επιγραφές. Η επιγραφή από την Κω με τον κανονισμό του ιερού του Ηρακλή αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση χρήσης των ξενώνων από το προσωπικό του ιερού και στο ότι τα χρήματα για τις διάφορες επισκευές στους ξενώνες προέρχονταν από τα έσοδα της ενοικίασής τους 118. Στο μέτρο που τα καπηλεία μπορούν να θεωρηθούν επιχειρήσεις παρόμοιες με τα πανδοχεία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μία επιγραφή του 3 ου αι. π.χ. από τη Σάμο, που έθετε περιορισμούς στην ενοικίαση τεσσάρων καπηλειῶν του ιερού της Ήρας, προσφέρει ενδείξεις τουλάχιστον ως προς τους περιορισμούς, που μπορούσε να επιβάλει ένα ιερό στον τρόπο λειτουργίας των εμπορικών του επιχειρήσεων 119. Η επιγραφή απαγόρευε την ενοικίαση περισσότερων του ενός καπηλείου στο ίδιο άτομο, την ενοικίαση και την υπενοικίαση των καπηλείων σε σκλάβους, ενεργούς και 113 Για ένα παράδειγμα από τις πηγές βλ. Bringmann von Steuben 1995, KNr. 91 [E]. Πρόκειται για μια επιγραφή, η οποία αφορά τη στοά του Αττάλου στους Δελφούς και αναφέρεται σε απαγόρευση να κατασκηνώνει και να ανάβει κανείς φωτιά στη στοά. 114 Casson 2003, 91-92, Σε σκηνές έμεναν και εύποροι πολίτες. Ορισμένοι μαζί με τη σκηνή τους έφερναν και οικοσκευή και πλήθος υπηρέτες. Αξίζει να αναφέρουμε και εμείς την περίπτωση του Αλκιβιάδη, ο οποίος το 416 π.χ. συμμετείχε στο λαμπρότερο αγώνισμα των Ολυμπιακών αγώνων, την αρματοδρομία, με 7 τέθριππα άρματα και είχε βρει και χορηγούς για τα έξοδά του: η Έφεσος του παρείχε την πολυτελή σκηνή, η Χίος σανό για τα άλογά του και η Λέσβος φαγητό και κρασί (Πλούτ. Αλκ ). 115 Αθ c (Kraynak 1984, A28). 116 Βλ. σημ. 68 της παρούσης εργασίας. 117 Kraynak 1984, Βλ. σελ της παρούσης εργασίας. 119 Habicht 1972, (βλ. σημ. 80 της παρούσης εργασίας). Ο Habicht 1972, 213 σημειώνει ότι, ενώ γνωρίζουμε πολλά για την εκμίσθωση γης, χώρων βιοτεχνικής παραγωγής και χώρων παραγωγής τροφίμων στην αρχαιότητα, γνωρίζουμε πολύ λίγα για την εκμίσθωση εμπορικών επιχειρήσεων. 19

27 αποστρατευμένους στρατιώτες, ικέτες και φτωχούς, αλλά και κάθε συνδιαλλαγή του ενοικιαστή με ανθρώπους των παραπάνω κατηγοριών. Απαγορευόταν επίσης να λειτουργεί κανείς την επιχείρηση χωρίς άδεια (παρακαπηλεύειν). Το μίσθωμα έπρεπε να καταβάλλεται ετησίως. Τέλος, οι κάπηλοι απαγορευόταν να κάνουν εκπτώσεις στις τιμές, καθώς έτσι ζημιωνόταν και το ιερό. Απολάμβαναν όμως ατέλειας κατά τις συναλλαγές τους εντός του ιερού. Και φυσικά η λειτουργία μιας εμπορικής επιχείρησης εντός ενός ιερού υπέκειτο και σε διάφορους άλλους κανόνες. Στη συγκεκριμένη επιγραφή σημειώνονται οι κανόνες που όριζαν τη διαδικασία, σε περίπτωση που ο κάπηλος εμπλεκόταν σε δικαστική διαμάχη 120. Σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα πανδοχεία, τόσο της Ελλάδας όσο και της Ρώμης, οι ερευνητές που ασχολούνται με το θέμα δεν παραλείπουν να κάνουν λόγο για την κακή τους φήμη 121. Σε σχέση με τα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας δεν γίνεται να μην αναφέρει κανείς τα δύο αποσπάσματα από τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη 122, αλλά και ένα από τον Πλούτο, στο οποίο η Πενία ζητάει από το Χρεμύλο να μαντέψει ποια είναι και ο Χρεμύλος απαντάει: «πανδοκεύτρια ή πωλήτρια πουτίνγκας μπιζελιών, που ωρύεται χωρίς να της έχουν κάνει τίποτα» 123. Σε κωμικά κείμενα είναι αναμενόμενο τα πανδοχεία να παρουσιάζονται απωθητικά και οι ιδιοκτήτριές τους αυθάδεις, βρώμικες και κλέφτρες. Ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο επεισόδιο από τους «Βατράχους», όπου ο Διόνυσος, ντυμένος σαν τον Ηρακλή, καταλύει στο πανδοχείο του Άδη, η πανδοκεύτρια δικαιολογημένα βάζει τις φωνές, διότι ο Ηρακλής είχε φύγει από το πανδοχείο της χωρίς να πληρώσει τίποτα, κλέβοντας και τα στρώματα του ύπνου. Ο Πλάτων, όπως προείπαμε 124, σαφώς υποτιμά όχι μόνο τους πανδοχείς, αλλά και όλους ουσιαστικά όσους δραστηριοποιούνται στο εμπόριο ή διαχειρίζονται χρήματα 125, πιστεύει όμως ότι, αν οι δραστηριότητές τους πραγματοποιούνται με βάση τους νόμους, είναι επιθυμητές 126. Είναι αυθαίρετο να συμπεράνουμε ότι γενικά τα πανδοχεία της αρχαιότητας ήταν γεμάτα κοριούς ή ότι περιέθαλπαν κλέφτες ή ότι όλα συμπεριλάμβαναν στις υπηρεσίες τους τζόγο και πόρνες 127. Ενδεικτικό είναι ότι από τα 120 αποσπάσματα των πηγών, που συγκέντρωσε η Kraynak, μόνο 20 αναφέρονται με αρνητικό 120 Kraynak 1984, Για τα πανδοχεία της Ελλάδας: McDonald 1951, , Hopper 1979, 65, Casson 2003, Βλ. σελ. 10 της παρούσης εργασίας. 123 Δική μας ελεύθερη μετάφραση του αρχαίου κειμένου: πανδοκεύτριαν ἢ λεκιθόπωλιν. οὐ γὰρ ἂν τοσουτονὶ ἀνέκραγες ἡμῖν οὐδὲν ἠδικημένη (Αρ. Πλουτ ) (Kraynak 1984, A6). λεκιθόπωλις: ἡ πωλοῦσα ὄσπρια ἀληλεσμένα ἢ ᾠά (Liddell Scott ΙII, 26). 124 Βλ. σημ. 80 της παρούσης εργασίας. 125 Πλ. Νομ. 842d (Kraynak 1984, A15): ναυκληρικῶν μὲν γὰρ καὶ ἐμπορικῶν καὶ καπηλευτικῶν καὶ πανδοκεύσεων καὶ τελωνικῶν καὶ μεταλλειῶν καὶ δανεισμῶν καὶ ἐπιτόκων τόκων καὶ ἄλλων μυρίων τοιούτων 126 Πλ. Νομ. 918e (Kraynak 1984, A17). 127 Θεόφρ. Χαρ. 6.5, Φιλιππίδης , Λουκ. Φιλόπατρις 9 (Kraynak 1984, A21, Α26, Α64 αντίστοιχα). 20

28 τρόπο στα πανδοχεία ή τους ιδιοκτήτες τους. Στα υπόλοιπα οι αναφορές είναι είτε ουδέτερες είτε θετικές. Από τα 33 αποσπάσματα, που χρονολογούνται έως και τα χρόνια του Στράβωνα, οι αρνητικές αναφορές στα πανδοχεία είναι Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι και στη αρχαιότητα, όπως και σήμερα, άλλα πανδοχεία θα ήταν καθαρά και άλλα όχι, άλλα θα είχαν κακή φήμη και άλλα θα ήταν ευυπόληπτα. Άλλωστε αν ήταν αναξιοπρεπές να συχνάζει κανείς στα πανδοχεία, δεν θα τα χρησιμοποιούσαν οι πρέσβεις προς το Φίλιππο, ούτε θα αντάλλασσαν εκεί όρκους Έλληνες και Μακεδόνες 129. Και αν τα πανδοχεία των ιερών ελέγχονταν όσο τα καπηλεία της Σάμου, τότε αυτά θα υποδέχονταν τους πιο εκλεκτούς πελάτες 130. Θα κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζοντας τις πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές για τις υπηρεσίες, που προσέφεραν τα πανδοχεία, και για το κόστος αυτών των υπηρεσιών. Ήδη από τις πηγές του 5 ου αι. π.χ. μαθαίνουμε ότι τα πανδοχεία παρείχαν φαγητό 131. Το πανδοχείο του Άδη, απ όπου ο Ηρακλής έκλεψε ψωμί, βραστό κρέας, σκόρδο, παστά ψάρια, νωπό τυρί και τα ψάθινα στρώματα του ύπνου (ψιάθους), αν υπήρχε στην πραγματικότητα, θα ήταν ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα αρχαία πανδοχεία 132. Η προσφορά όμως τόσων αγαθών στα πανδοχεία, φυσικά επί πληρωμή, ήταν μάλλον σπάνια. Τέτοιες ανέσεις έβρισκε κανείς, όταν φιλοξενούνταν από κάποιον ιδιώτη. Για παράδειγμα από τον Αθήναιο μαθαίνουμε ότι οι κάτοικοι της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, άποικοι από τους Δελφούς, ήταν γνωστοί για τη φιλοξενία τους και προσέφεραν στους ξένους αλάτι, λάδι, ξίδι, έναν λύχνο, κρεβάτια με σκεπάσματα, για να ξαπλώσουν, και τραπέζια, για να φάνε 133. Τις περισσότερες φορές οι ταξιδιώτες κουβαλούσαν οι ίδιοι τα στρώματα και τα σκεπάσματά τους, το λύχνο τους, καθώς και το φαγητό τους, που τους το μαγείρευε έπειτα ο πανδοχέας 134. Στις μεγάλες πόλεις και τα ιερά ήταν πιο πιθανό να βρεθεί πανδοχείο που προσέφερε σκεπάσματα και φαγητό, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν πιο καθαρά και πιο φθηνά να έχει κανείς το δικό του εξοπλισμό. Άλλωστε ο ταξιδιώτης, αν είχε μαζί του όλα τα απαραίτητα, μπορούσε και να κατασκηνώσει έξω ή να στεγαστεί σε αυτοσχέδιες κατασκευές, αν δεν έβρισκε πανδοχείο. 128 Kraynak 1984, 22, 172 σημ. 46. Η Kraynak θεωρεί αρνητικές 15 αναφορές. Εμείς θεωρούμε ότι στις αρνητικές αναφορές πρέπει να προστεθούν και οι: Α15, Α46, Α61, Α72 και Α106 (βλ. και σημ. 50 της παρούσης εργασίας). 129 Δημ (Kraynak 1984, A19). 130 Kraynak 1984, 21-23, O Gorman 2008, Τιμοκρέων (βλ. σελ. 8-9 της παρούσης εργασίας). Ότι στα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας προσφερόταν φαγητό το μαθαίνουμε και από το Διογένη Λαέρτιο (Διογ. Λαερτ , 6.34, 6.50, Kraynak 1984, A78, A79, A80 αντίστοιχα). 132 Οι ψίαθοι ανήκαν στον εξοπλισμό της κρεβατοκάμαρας (Πολ. Ονομ. 6.11, 10.43). 133 Αθ e-f (Kraynak 1984, A27). 134 Πλουτ. Ηθικά 234e-f, 995c-d (Kraynak 1984, A49, Α50). Στο ασκίδιό του μπορούσε κανείς να κουβαλάει εκτός από ψωμί, κρασί, κρεμμύδια, ελιές (Αρ. Εκκλ ). 21

29 Συχνά όσοι ταξίδευαν είχαν μαζί τους και έναν δούλο, ο οποίος κουβαλούσε τα στρωσίδια και όλο τον εξοπλισμό 135. Ο Διόνυσος στους «Βατράχους» είχε μαζί του τον Ξανθία, ο οποίος κουβαλούσε πράγματα ανεβασμένος πάνω σε ένα γάιδαρο 136. Άλλοι είχαν μαζί τους και περισσότερους συνοδούς 137. Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι ο Κάτων ο Νεότερος, όταν ταξίδευε, έστελνε από πριν το μάγειρα και τον αρτοποιό του στο πανδοχείο, όπου επρόκειτο να μείνει 138. Στην αρχαία Ελλάδα οι ταξιδιώτες, ακόμη και οι πλούσιοι, ταξίδευαν κυρίως με τα πόδια. Όταν όμως το επέτρεπαν οι δρόμοι και ειδικά όταν είχαν μαζί τους γυναίκες και παιδιά, χρησιμοποιούσαν τροχοφόρα, που τα έσερναν μουλάρια ή γαϊδούρια 139. Όταν έφταναν στο πανδοχείο, άφηναν την άμαξα και τα ζώα στην αυλή. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι πολλά πανδοχεία θα διέθεταν και στάβλο. Στις σωζόμενες πηγές δεν γίνεται λόγος για στάβλο σε κάποιο πανδοχείο. Γενικά από την αρχαία Ελλάδα μας σώζονται λίγα επιβεβαιωμένα παραδείγματα στάβλων, καθώς αυτοί ήταν φτιαγμένοι από φθαρτά υλικά 140. Στα ρωμαϊκά χρόνια, που οι δρόμοι ήταν πολύ καλύτεροι και χρησιμοποιούνταν συχνότερα τα ζώα, τα πανδοχεία σχεδόν πάντα είχαν στάβλους. Ο Βιτρούβιος στο 6 ο βιβλίο του περιγράφει μια ελληνική έπαυλη και τοποθετεί το στάβλο στα δεξιά του διαδρόμου της εισόδου (εικ. 7). Ίσως έτσι να ήταν τοποθετημένοι οι στάβλοι σε παρόμοιας κάτοψης πανδοχεία 141. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, οι ταξιδιώτες στην αρχαία Ελλάδα φρόντιζαν να προμηθεύονται και να κουβαλούν οι ίδιοι μαζί τους τα απαραίτητα για το ταξίδι τους, επειδή έτσι μειωνόταν και το κόστος του. Διαφορετικά στο πανδοχείο έπρεπε κανείς να κάνει με τον πανδοχέα ξεχωριστή συμφωνία για κάθε παροχή ύπνο, ποτό, φαγητό. Συμφωνίες με πλήρη διατροφή ήταν σπάνιες. Για μια τέτοια περίπτωση μας πληροφορεί ο Πολύβιος, ο οποίος αναφέρει ότι στη Λομβαρδία κάποιος έκανε συμφωνία για διαμονή με πλήρη διατροφή και προσφορά εξοπλισμού στην τιμή του ¼ του οβολού ανά ημέρα 142. Η Kraynak επιχείρησε να υπολογίσει το ημερήσιο κόστος της διαμονής, με αγορά φαγητού, σε ένα πανδοχείο με βάση τις πληροφορίες που μας δίνει ο Δημοσθένης για τα έξοδα της δεύτερης πρεσβείας προς το Φίλιππο. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι τα 11 μέλη της πρεσβείας έλαβαν 1000 δραχμές για το 135 Ξεν. Απομνημονεύματα Αρ. Βάτρ Αισχίν Πλουτ. Κάτων ο Νεότερος (Kraynak 1984, A44). 139 Πλουτ. Ηθικά 304e-f. Για τις ταξιδιωτικές άμαξες βλ. Lorimer 1903, Anderson 1961, 89. Ο Anderson 1961, 111 αναφέρει ότι ένας λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες ταξίδευαν με τα πόδια ήταν και ο ανεπαρκής σταβλισμός στα πανδοχεία. 141 Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά δύο παραδείγματα αγροικιών από την Αττική με εγκαταστάσεις που έχουν ερμηνευθεί πιθανώς ως στάβλοι: Lohmann 1993, 150, 167, (όπου όμως γίνεται λόγος για χώρους σταβλισμού ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή, δηλαδή βοοειδών και προβάτων) και Κάττουλα 2000, Πολυβ

30 ταξίδι τους. Σύμφωνα με την Kraynak το ταξίδι δεν κράτησε 3 μήνες, όπως λέει ο Δημοσθένης, αλλά γύρω στις 70 μέρες 143, επομένως σε κάθε πρέσβη αναλογούσε 1 δραχμή ή λίγο περισσότερο την ημέρα 144. Πάντως όσο κι αν πλήρωνε ο ταξιδιώτης, το σίγουρο είναι ότι τις περισσότερες φορές το δωμάτιό του έπρεπε να το μοιράζεται με άλλους Kraynak 1984, 28-30, 173 σημ Για τις δυσκολίες που υπάρχουν στον υπολογισμό τιμών και μισθών της αρχαίας Ελλάδας βλ. Burford 1969, Σύμφωνα με τις επιγραφές του Ερεχθείου 1 δραχμή ήταν το ημερομίσθιο ενός εργάτη και λίγο περισσότερο εκείνο ενός αρχιτέκτονα (Philipp 1990, 93). 145 Για παράδειγμα: Αισχίν Ο Dillon 1990, 84 σημ. 49 αμφισβητεί την άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες απαραιτήτως μοιράζονταν τα δωμάτια στα πανδοχεία, και για τη συγκεκριμένη πληροφορία του Αισχίνη υποστηρίζει ότι μπορεί εν μέρει να ήταν και ρητορικό τέχνασμα. 23

31 24

32 Γ. ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ 25

33 Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, τα μνημεία του καταλόγου μας εντάσσονται σε δύο ενότητες: στην πρώτη ενότητα συγκεντρώνονται τα κτίρια που υιοθετούν τον αρχιτεκτονικό τύπο του καταγωγίου των Πλαταιών, αυτά δηλαδή που διαθέτουν κεντρική αυλή, γύρω από την οποία διευθετούνται τα δωμάτια. Στη δεύτερη ενότητα συγκεντρώνονται τα κτίρια άλλου τύπου. Εντός των δύο ενοτήτων τα μνημεία εξετάζονται με χρονολογική σειρά, από το παλαιότερο προς το νεότερο. Γ-1. ΚΤΙΡΙΑ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΥΛΗ. 1. Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης στην Όλυνθο Η Αρχαία Όλυνθος στη Χαλκιδική χτίστηκε στο επίπεδο πλάτωμα δύο λόφων συνολικού μήκους 1300 μ. (εικ. 8) 146. Στο νότιο λόφο σώζονται τα ερείπια της αρχαϊκής πόλης, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο χτίστηκε από τους Βοττιαίους, οι οποίοι κατέφυγαν στη Χαλκιδική, αφότου οι Μακεδόνες στα μέσα του 7 ου αι. π.χ. τους εκδίωξαν από την Πιερία. Το 479 π.χ. οι Πέρσες κατέστρεψαν την πόλη, καθώς είχαν σοβαρές ενδείξεις ότι οι Ολύνθιοι ετοιμάζονταν να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό, και στη συνέχεια την παραχώρησαν στους Χαλκιδείς κατοίκους της χερσονήσου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι σύμμαχοί τους. Στα επόμενα χρόνια η Όλυνθος εμφανίζεται στις πηγές ως μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, έως ότου το 432 π.χ. ο βασιλιάς Περδίκκας Β πείθει τους κατοίκους πολλών παραθαλάσσιων πόλεων της Χαλκιδικής να αποστατήσουν από τη Συμμαχία και να συγκροτήσουν έναν συνοικισμό γύρω από την οχυρή θέση της Ολύνθου. Η πόλη, πρωτεύουσα πλέον του «Κοινού των Χαλκιδέων», απλώθηκε στο βόρειο λόφο και γνώρισε μεγάλη ακμή. Η ραγδαία ανάπτυξή της όμως την έφερε σε σύγκρουση με το Φίλιππο Β, ο οποίος το 348 π.χ. την κατέστρεψε ολοσχερώς. Από τους κατοίκους της, όσοι γλίτωσαν και δεν πουλήθηκαν ως δούλοι, κατέφυγαν πρόσφυγες σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου. Ορισμένοι από αυτούς αργότερα μετοίκησαν στην Κασσάνδρεια, την πόλη που χτίστηκε από τον Κάσσανδρο το 316 π.χ. στον ισθμό της Παλλήνης. Ωστόσο στις ανασκαφές της Ολύνθου βρέθηκαν και νομίσματα των χρόνων μετά το 348 π.χ., και πιστεύεται ότι στην περιοχή μετά την καταστροφή 146 Αθανασίου 1992,

34 εγκαταστάθηκαν φρουρές ή καταπατητές 147. Ως πόλη όμως η Όλυνθος έπαψε να υφίσταται το 348 π.χ Τις ανασκαφές στην Αρχαία Όλυνθο διενήργησε η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή σε τέσσερεις περιόδους, από το 1928 έως το 1938, με επικεφαλής τον καθηγητή D. M. Robinson. Αποκαλύφθηκαν περισσότερες από εκατό οικίες και τα αποτελέσματα της ανασκαφής δημοσιεύτηκαν σε 14 ογκώδεις τόμους 149, που συνιστούν την πιο πλήρη μελέτη της κατοικίας και της αστικής οργάνωσης στην Κλασική Ελλάδα 150. Μετά την ανασκαφή ο αρχαιολογικός χώρος εγκαταλείφθηκε και τα ερείπια, εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Είναι ευτύχημα που η ΙΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κατάφερε να προσελκύσει τα κονδύλια, για να προχωρήσει - από το 1990 έως το στην αναστήλωση αρκετών οικοδομικών τετραγώνων της κλασικής πόλης στο βόρειο λόφο 151. Τα τελευταία χρόνια καινούριες ανασκαφές βρίσκονται σε εξέλιξη στην πόλη 152. Από τα μνημεία της Ολύνθου στην παρούσα εργασία μας ενδιαφέρει η λεγόμενη Έπαυλη της Αγαθής Τύχης ( Villa of Good Fortune ) 153. Βρίσκεται στο τμήμα εκείνο της πόλης της Ολύνθου, το οποίο o Robinson ονόμασε «Συνοικία των Επαύλεων» (εικ. 9). Πρόκειται για ένα αριστοκρατικό προάστιο που κτίστηκε, όταν η πόλη επεκτάθηκε προς τα ανατολικά στα τέλη του 5 ου αι. και τον 4 ο αι. π.χ Η συνοικία βρίσκεται νοτιοανατολικά του βόρειου λόφου και περιλαμβάνει σπίτια που δεν αριθμήθηκαν, όπως εκείνα στο βόρειο λόφο, αλλά ονομάστηκαν συμβατικά με βάση κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό που τα διακρίνει 155. Το όνομα της Έπαυλης της Αγαθής Τύχης παραπέμπει στις επιγραφές που υπάρχουν στα ψηφιδωτά δάπεδα των δωματίων της e και f. Η Έπαυλη (εικ. 10, 11) αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφικές περιόδους του 1928, 1931 και 1934, 50 μ. ανατολικά της Έπαυλης του Ηθοποιού. Βρισκόταν μάλλον εκτός του ανατολικού τείχους της πόλης, στο πλάι της κάθετης οδού, που ονομάστηκε από τους ανασκαφείς «Λεωφόρος F». Το κτίριο είχε μεσημβρινό προσανατολισμό και θα «έβλεπε» όλη 147 Cahill 2002, Hoepfner Schwandner 1994β, Για την ιστορία της πόλης διεξοδικά στον Zahrnt 1971, Ειδικότερα για την αρχιτεκτονική των κτιρίων και την αστική οργάνωση βλ. Robinson 1930, Robinson - Graham 1938 και Robinson Άλλη βιβλιογραφία: Hoepfner Schwandner 1994β, , Nevett 1999, , Cahill 2000, , Cahill 2002, Hoepfner Schwander 2005, Cahill 2002, vii-viii. 151 Για τις εργασίες αποκατάστασης βλ. Αθανασίου 1992, , Πρωτοψάλτη Αθανασίου 1997, 73-78, Δρούγου Βοτοκοπούλου 1989, Οι έρευνες των τελευταίων ετών πραγματοποιούνται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους σε συνεργασία με τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Οι ανασκαφές επικεντρώνονται στο βόρειο λόφο. Επιφανειακές έρευνες πραγματοποιούνται στα ανατολικά, δυτικά και βόρεια της αρχαίας πόλης. 153 Robinson Graham 1938, Cahill 2002, 23. Σύντομα για την ανάπτυξη της πόλης βλ. Hoepfner Schwandner 1994β, Cahill 2002,

35 την πεδιάδα που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα, μέχρι τη Μηκύβερνα, το επίνειο της Ολύνθου στο μυχό του Τορωναίου Κόλπου 156. Στο σημείο όπου στη συνέχεια έλαβε χώρα η ανασκαφή είχε βρεθεί αρχικά μια επιγραφή, που κατέγραφε την πώληση ενός σπιτιού από κάποιον Απολλόδωρο σε κάποιον Αίνετο. Αν το σπίτι αυτό ήταν η Έπαυλη δεν μπόρεσε να συναχθεί από το κείμενο της επιγραφής 157. Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης είναι το μεγαλύτερο οίκημα που αποκαλύφθηκε στην Όλυνθο: το πλάτος της είναι 17 μ., όπως σε ένα τυπικό σπίτι της Ολύνθου 158, το μήκος της όμως φτάνει τα 26 μ., είναι δηλαδή περίπου μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το πλάτος της 159. Επιπλέον το κτίριο ανήκει στο 10% των σπιτιών της Ολύνθου που διαθέτουν περιστύλιο 160, ενώ τα περισσότερα σπίτια της πόλης έχουν απλή εσωτερική αυλή, στα βόρεια της οποίας υπάρχει στεγασμένη δωρική στοά, η λεγόμενη παστάδα. Στο νότιο και ανατολικό τμήμα η επίχωση που κάλυψε τα ερείπια, όταν η Έπαυλη καταστράφηκε από πυρκαγιά, ήταν ελαφριά, αμμώδης και, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους, μικρή σε βάθος, με αποτέλεσμα οι τοίχοι να καταστραφούν από τις αρώσεις (η κλίση του εδάφους είναι ορατή στην εικ. 11). Φαίνεται ωστόσο ότι στο ανατολικό άκρο της βόρειας στοάς (h) υπήρχε και άλλο δωμάτιο (i), ενώ στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου βρισκόταν μάλλον ένας ενιαίος χώρος (n), αντίκρυ στο δωμάτιο j. Το βόρειο και δυτικό τμήμα του κτιρίου σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, καθώς εκεί οι καμένοι από τη φωτιά πλίνθοι της ανωδομής, όταν κατέπεσαν, δημιούργησαν ένα σκληρό, προστατευτικό στρώμα βάθους έως και πάνω από 2 μ Η κύρια είσοδος της Έπαυλης βρίσκεται στα νότια και έχει τη μορφή ενός τυπικού ολυνθιακού προθύρου, ενός ανοιχτού δηλαδή προθαλάμου με πόρτα στο πίσω μέρος του (εικ. 10 και 13). Σώζονται οι λίθινες βάσεις, που στήριζαν τις παραστάδες του εξωτερικού ανοίγματος του προθαλάμου, και εκείνη που στήριζε την ανατολική παραστάδα του εσωτερικού θυρώματος. Το κατώτερο τμήμα της εξωτερικής δυτικής παραστάδας σώζεται in situ και δείχνει ότι αυτή είχε διαστάσεις 0,38 x 0,20 μ. σε τομή. Η ανατολική εσωτερική βάση φέρει στην άνω επιφάνειά της έναν τόρμο για τη γόμφωση της παραστάδας, κάτι που αποτελεί, 156 Robinson - Graham 1938, Robinson 1934α, Αναλυτικά για τη μορφή των σπιτιών της Ολύνθου βλ. Hoepfner Schwandner 1994β, Στους Hoepfner Schwandner έγινε η κριτική (π.χ. βλ. Cahill 2002, 82-84) ότι στο βιβλίο τους Haus und Stadt προσπάθησαν να προσδιορίσουν με τρόπο απόλυτο τη μορφή της ιδιωτικής κατοικίας στην κλασική περίοδο. Η πρόταση τους ότι υπήρχαν τύποι κατοικιών («Typenhäuser»), που μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα για τον πολεοδομικό σχεδιασμό των πόλεων, θεωρήθηκε αφηρημένη και απλουστευτική. Μια απάντηση του Schwandner στις κριτικές αυτές διαβάζουμε στο Schwandner 2009, Robinson - Graham 1938, Hoepfner Schwander 2005, Robinson - Graham 1938,

36 σύμφωνα με τους Robinson και Graham, ένδειξη προσεγμένης κατασκευής ασυνήθιστης στα σπίτια της Ολύνθου. Στα δυτικά αυτής της βάσης σώζονται υπολείμματα ενός λίθινου κατωφλιού από ακατέργαστη πέτρα. Τέλος, στο πίσω μέρος του κτιρίου υπήρχε και δευτερεύουσα είσοδος, στο βόρειο πέρας του διαδρόμου d, ο οποίος οδηγούσε στη βόρεια στοά h 162. Το πρόθυρο οδηγούσε στη δυτική πτέρυγα (k) του περιστυλίου της αυλής, η οποία είχε πλάτος 2,60 μ. Η ανατολική (m) και η νότια (o) πτέρυγα είχαν πλάτος περίπου 2,10 μ. και η βόρεια στοά (h), που εκτεινόταν προς τα ανατολικά πέραν των ορίων της αυλής, είχε πλάτος 3,40 μ. και μήκος 14 μ. Υπολείμματα ενός λεπτού, αδρού επιχρίσματος διατηρούνται στη βάση των τοίχων της βόρειας, ανατολικής και δυτικής στοάς. Στο κέντρο της αυλής, που θα ήταν πλακόστρωτη, σώζονται in situ δύο διαδοχικοί ασβεστόλιθοι, που είναι ό,τι έχει απομείνει από το θεμέλιο ενός βωμού για την οικιακή λατρεία, συνήθους χαρακτηριστικού των σπιτιών της Ολύνθου. Οι Robinson και Graham θεωρούν ότι το θεμέλιο είχε το σχήμα ακριβούς τετραγώνου, πλευράς 1,43 μ. (εικ. 14), του οποίου ο άξονας συνέπιπτε με τον ένα μόνο άξονα της αυλής, τον κάθετο (βορρά-νότου). Ο ίδιος ο βωμός θα ήταν μάλλον επιμήκης 163. Στη βορειοανατολική γωνία της ανατολικής στοάς της αυλής σώζεται η βάση μιας σκάλας (εικ. 12). Στη βόρεια πλευρά της η βάση είναι εμφανώς φθαρμένη, ενώ στο νότιο άκρο της όχι, επομένως η σκάλα ανέβαινε με κατεύθυνση προς τα νότια, κατά μήκος και σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο της στοάς (εικ. 14). Υπήρχε λοιπόν δεύτερος όροφος, ο οποίος πιθανότατα εκτεινόταν και πάνω από το νότιο τμήμα του ισογείου, όχι μόνο πάνω από το βόρειο, όπως συνέβαινε συνήθως στα σπίτια της Ολύνθου 164. Ο δεύτερος όροφος λογικά θα διέθετε στοά μόνο πάνω από τη βόρεια, δυτική και ανατολική πτέρυγα του περιστυλίου του ισογείου, καθώς μια στοά στα νότια θα εμπόδιζε το φως να εισέλθει στο κτίριο (εικ. 15) 165. Στην Έπαυλη της Αγαθής Τύχης το δωμάτιο a ταυτίζεται με τον «ανδρώνα», δηλαδή το χώρο των συμποσίων 166. Συνδέεται με έναν προθάλαμο (g) στα νότια, και, σύμφωνα με τους Robinson και Graham, τα δύο δωμάτια αποτελούν το εξαιρετικότερο παράδειγμα ανδρώναπροθαλάμου στην Όλυνθο. Ο ανδρώνας έχει σχήμα ορθογωνίου, του οποίου όμως οι απέναντι πλευρές δεν έχουν ακριβώς το ίδιο μήκος: ο βόρειος τοίχος έχει μήκος 5,80 μ., ενώ ο νότιος 5,67 μ., ο 162 Robinson - Graham 1938, Robinson - Graham 1938, Hoepfner Schwandner 1994β, 102, Cahill 2002, Robinson - Graham 1938, Για τον ανδρώνα στα σπίτια της Ολύνθου βλ. Hoepfner Schwandner 1994β, 98-99, , Nevett 1999, passim, Cahill 2002, 80, Hoepfner Schwander 2005,

37 ανατολικός 4,92 μ. και ο δυτικός 4,95 μ. Η θύρα, τοποθετημένη έκκεντρα στο νότιο τοίχο, είχε άνοιγμα 1,23 μ Πολύ καλής ποιότητας γυψοκονίαμα διατηρείται σε όλους τους τοίχους και μάλιστα στο βόρειο σώζεται σε ύψος 1,13 μ. Στη βάση τους οι τοίχοι καλύπτονταν με μια ζώνη λευκού χρώματος, ύψους 0,46 μ., ενώ το επάνω τμήμα τους βαφόταν κόκκινο. Στο ενδιάμεσο υπήρχε μια ταινία επίσης λευκή, ύψους 0,18 μ. Οριζόντιες και κάθετες γραμμές χαράσσονταν στις δύο λευκές ζώνες με τέτοιον τρόπο, ώστε η όψη τους να μιμείται εκείνη ενός λίθινου τοίχου. Κατά μήκος των τοίχων σώζεται ο χαρακτηριστικός στους ανδρώνες της Ολύνθου αναβαθμός, που περιέβαλε το κεντρικό τμήμα του δαπέδου και έφερε τις κλίνες. Έχει πλάτος 0,82 μ. και στην επιφάνειά του σώζει φωτεινό κίτρινο χρώμα 168. Η Kraynak υπολογίζει ότι οι κλίνες ήταν επτά και θα μπορούσαν να είναι τοποθετημένες ως εξής: στον ανατολικό και δυτικό τοίχο από δύο κλίνες μήκους 2,06 μ. η καθεμία, στο βόρειο τοίχο δύο κλίνες μήκους 2,40 μ. η καθεμία, και μια κλίνη μήκους περίπου 1,88 μ. στα δυτικά της πόρτας. Η περίπτωση οι επτά κλίνες να είχαν το μέσο μήκος του 1,80 μ. θα πρέπει μάλλον να αποκλειστεί, διότι έτσι θα προέκυπτε ανάμεσά τους πολύς κενός χώρος. Άλλωστε οι μεγάλες κλίνες δεν ήταν ασυνήθιστες στην Όλυνθο 169. Η είσοδος στον προθάλαμο, πλάτους 1,65 μ., βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της αυλής. Καμένα υπολείμματα του ξύλινου κατωφλιού διατηρούνται in situ. Οι διαστάσεις του δωματίου είναι 6,25 x 3,00 μ. και το δάπεδό του βρισκόταν 0,25 μ. ψηλότερα από εκείνο της βόρειας στοάς h. Το επίχρισμα διατηρείται μόνο στο βόρειο και ανατολικό τοίχο, σε ύψος έως 0,41 μ. Είναι λευκό και έχει τις ίδιες χαράξεις που υπάρχουν και στη βάση των τοίχων του ανδρώνα. Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο από τα οικήματα που αποκαλύφθηκαν στην Όλυνθο αλλά και το πολυτελέστερο. Στα δωμάτια a, g, e και f σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση πέντε βοτσαλωτά ψηφιδωτά δάπεδα, τα οποία αποτελούν το σημαντικότερο σύνολο ψηφιδωτών δαπέδων της Ολύνθου. Τα βότσαλα χρησιμοποιήθηκαν στο φυσικό τους σχήμα και χρώμα και είναι κυρίως άσπρα και μαύρα. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αποδίδονται με άσπρα βότσαλα και το φόντο με μαύρα, με τον τρόπο που μας είναι γνωστός κυρίως από τα ερυθρόμορφα αγγεία 170. Τα ψηφιδωτά του ανδρώνα διακοσμούνται με θέματα που σχετίζονται με τη χρήση του χώρου ως αίθουσας συμποσίων: το ψηφιδωτό της εισόδου απεικονίζει δύο Πάνες ή Σατύρους 167 Οι Robinson - Graham 1938, 58 σημ. 3 σημειώνουν ότι ένας μαύρος λεκές στο δυτικό άκρο του ψηφιδωτού της εισόδου υποδηλώνει ότι οι ξύλινες παραστάδες της πόρτας πιθανόν να ήταν βαμμένες μαύρες. 168 Robinson - Graham 1938, Kraynak 1984, Αναλυτικά για τα ψηφιδωτά της Έπαυλης βλ. Robinson 1934β, , Robinson 1946, , Salzmann 1982, αρ με αναλυτική για το καθένα βιβλιογραφία, Πουλακάκης 2009, 32-34, πίν

38 και ανάμεσά τους έναν καλυκωτό κρατήρα (εικ. 16). Η σκηνή πλαισιώνεται από κλαδί με κισσόφυλλα. Στον κυρίως χώρο απεικονίζεται ο Διόνυσος πάνω σε άρμα που το σέρνουν πάνθηρες (εικ. 17). Ένας Έρωτας πετάει πάνω από το άρμα και ένας Σάτυρος μπροστά το οδηγεί. Η σκηνή περιβάλλεται από κλαδί με κισσόφυλλα και ακολουθεί μια ζωφόρος που κοσμείται με μαινάδες, έναν σάτυρο κι έναν Πάνα. Στην περίμετρο υπάρχει μια διακοσμητική ζώνη με διπλά πλαγιαστά ανθέμια και ακολουθεί μια ζώνη με σπειρομαίανδρο. Στον προθάλαμο η κεντρική σκηνή, που είναι στραμμένη προς τα βόρεια, ώστε να τη βλέπει όποιος έβγαινε από τον ανδρώνα, απεικονίζει τον Αχιλλέα να λαμβάνει τα όπλα του από τη Θέτιδα (εικ. 18). Ο ήρωας κάθεται σε βράχο και η μητέρα του τον πλησιάζει συνοδευόμενη από δύο νηρηίδες που ιππεύουν θαλάσσια τέρατα και κρατούν η πρώτη ασπίδα και η δεύτερη δόρυ και κράνος. Τα πρόσωπα αναγνωρίζονται από επιγραφές: ΑΧΙΛΛΕΥΣ και ΘΕΤΙΣ. Στα δύο άκρα της σκηνής υπάρχουν ανθέμια και γύρω βλαστόσπειρα, μαίανδρος εναλλάξ με χιαστί και σπειρομαίανδρος. Οι Robinson και Graham ονομάζουν τα δωμάτια b και c κουζίνα και καπνοδόκη εξαερισμού αντίστοιχα 171. Μια είσοδος από τη βόρεια στοά h οδηγούσε στο δωμάτιο b, ενώ θύρα υπήρχε και ανάμεσα στους δύο νοτιότερους στύλους του διαχωριστικού τοίχου, η οποία οδηγούσε από το δωμάτιο b στο c. Το δωμάτιο c είχε στους τοίχους του δύο ανοίγματα, ένα προς το διάδρομο d και ένα προς την βόρεια στοά h, τα οποία φαίνεται ότι ήταν παράθυρα ή ανοίγματα για εξαερισμό. Επιχρισμένοι ήταν μόνο οι τοίχοι του δωματίου b 172. Στη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου δυο δωμάτια (e και f) έχουν παρόμοια διευθέτηση με εκείνη των a και g, με τη διαφορά ότι το δωμάτιο e αποτελεί μεν τον προθάλαμο του f, φαίνεται όμως από το μέγεθος και τη διακόσμησή του ότι λειτουργούσε και ανεξάρτητα από αυτό. Επίσης στα δωμάτια αυτά δεν υπάρχει κάποια ζώνη στο δάπεδο για την τοποθέτηση κλινών, επομένως είχαν διαφορετική χρήση από εκείνη του ανδρώνα. Οι Robinson και Graham υποθέτουν ότι χρησιμοποιούνταν ως χώροι υποδοχής των επισκεπτών. Τα ψηφιδωτά των δωματίων e και f (εικ. 20) δεν διακοσμούνται με εικονιστικές παραστάσεις αλλά με επιγραφές και σύμβολα. Στο δωμάτιο e διαβάζουμε την επιγραφή 171 Η σχεδόν τυποποιημένη κάτοψη ενός ολυνθιακού σπιτιού περιελάμβανε πάντα μια ενότητα δωματίων με τη χαρακτηριστική διαρρύθμιση που έχουν τα δωμάτια b και c της Έπαυλης. Η ενότητα αυτή αποτελούνταν από ένα μεγάλο δωμάτιο, που κάποιες φορές περιείχε εστία, και ένα ή δύο μικρότερα δωμάτια στο πλάι του μεγάλου δωματίου, τα οποία χωρίζονταν από αυτό με μια σειρά από ξύλινους στύλους. Οι στύλοι πατούσαν σε λίθινες βάσεις, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ενσωματωμένες σε ένα λίθινο θεμέλιο τοίχου. Ο τοίχος αυτός θα πρέπει να συνέχιζε πλίνθινος έως κάποιο ύψος (Robinson - Graham 1938, ). Όταν τα πλαϊνά δωμάτια ήταν δύο, το ένα, που ήταν μικρότερο, συχνά περιείχε λουτήρα. Η χρήση των χώρων αυτών δεν είναι σαφής. Οι μελετητές κατά καιρούς τους έχουν δώσει διάφορες ονομασίες: το μεγάλο δωμάτιο ονομάζεται «κουζίνα» (Cahill 2002, 80-81), «οίκος» (Mylonas 1940, , Mylonas 1946, ), Δωμάτιο Ι (Graham 1954, ), το μεγαλύτερο από τα μικρά δωμάτια «καπνοδόκη εξαερισμού» (Cahill), «κουζίνα» (Mylonas), «Δωμάτιο ΙΙ» (Graham), και το μικρότερο θεωρείται από όλους «μπάνιο» (εικ. 19). 172 Robinson - Graham 1938,

39 «ΑΓΑΘΗ ΤΥΧΗ», γραμμένη με μαύρα βότσαλα σε άσπρο φόντο, και πάνω από αυτήν υπάρχουν δύο κύκλοι με ακτίνες, ένας μεγάλος και ένας μικρός. Οι μελετητές θεωρούν ότι οι κύκλοι αυτοί συμβολίζουν τον «τροχό της Τύχης». Κάτω από την επιγραφή, κοντά στην είσοδο από την αυλή, υπάρχει το γράμμα Α και σε αντίστοιχο σχεδόν σημείο, κοντά στον πίσω τοίχο του δωματίου, ένα Σ. Στα αριστερά του Σ διακρίνονται τα γράμματα ΔΙΚΑΙΩ. Στη νοτιοδυτική γωνία του δωματίου υπάρχει μια κυκλική λεκάνη διαμέτρου 0,34 μ. χωρίς διέξοδο για το περιεχόμενό της. Μια πόρτα στον ανατολικό τοίχο του δωματίου e οδηγούσε στο δωμάτιο f. Μπαίνοντας στο δωμάτιο διαβάζουμε στο ψηφιδωτό του δαπέδου την επιγραφή «ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΛΗ» γραμμένη με άσπρα βότσαλα σε μαύρο φόντο. Έτσι είναι γραμμένη και η επιγραφή «ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΛΗ» μέσα σε ένα άσπρο ορθογώνιο στο κέντρο του ψηφιδωτού. Στη βορειοανατολική γωνία διακρίνεται το σύμβολο ενός διπλού πέλεκυ και ένα μονόγραμμα, στη βόρεια πλευρά ακανόνιστα σχήματα και μια σβάστικα, και στη βορειοδυτική γωνία διάφορες γραμμές, από τις οποίες κάποιες μοιάζουν να σχηματίζουν ένα χέρι. Το ψηφιδωτό έχει καταστραφεί στη νοτιοανατολική γωνία. Το δάπεδο του δωματίου f είναι περίπου 0,07 μ. ψηλότερα από εκείνο του e. Το κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε από το ένα δωμάτιο στο άλλο ήταν απλώς από πατημένο χώμα. Οι τοίχοι και στα δύο δωμάτια είχαν λευκό χρώμα κάτω και κόκκινο επάνω, αλλά στο δωμάτιο f δεν υπήρχαν οι χαράξεις στη βάση τους 173. Τέλος, στη νοτιοδυτική γωνία της Έπαυλης ανασκάφηκε το δωμάτιο j, στο οποίο έμπαινε κανείς απευθείας από το δρόμο στα δυτικά και ίσως από την πτέρυγα k της αυλής. Το δάπεδο του δωματίου βρισκόταν ένα ολόκληρο μέτρο χαμηλότερα από εκείνο της αυλής (εικ. 11). Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν θραύσματα τουλάχιστον πέντε μεγάλων πήλινων πίθων. Κοντά στη νοτιοδυτική γωνία βρέθηκε in situ, τοποθετημένο κάθετα, βαθιά στο χώμα, το κάτω τμήμα ενός από αυτούς. Ένας ακόμη βρέθηκε στο βόρειο τμήμα του δωματίου πεσμένος στο πλάι. Η βάση ενός τρίτου βρέθηκε αναποδογυρισμένη κοντά στη νοτιοανατολική γωνία (εικ. 14). Το χώμα στο εσωτερικό τους περιείχε κουκούτσια ελιάς, άχυρο και κομμάτια φλοιού πεύκου. Στο χείλος τους είχαν χαραγμένες επιγραφές που κατέγραφαν ποσά σε δραχμές. Οι Robinson και Graham θεωρούν ότι ο χώρος λειτουργούσε ως αποθήκη 174. Από τα κινητά ευρήματα που έφερε στο φως η ανασκαφή ξεχωρίζουν οκτώ πήλινα πλαστικά αγγεία, που βρέθηκαν σε έναν αποθέτη στη δυτική στοά της αυλής, ένα μολύβδινο 173 Robinson - Graham 1938, Οι Robinson - Graham 1938, 57-58, 60 μέτρησαν τις αποστάσεις μεταξύ των κάθετων χαράξεων στο κάτω τμήμα των τοίχων των δωματίων a και g και e και διαπίστωσαν ότι οι μετρήσεις έχουν γίνει με μονάδα μέτρησης τον αιγινοαττικό πόδα (= 0,328 μ.). 174 Robinson - Graham 1938,

40 γουδί από το δωμάτιο c και μια μυλόπετρα και ένας μολύβδινος αστράγαλος με την επιγραφή «ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΥ», που βρέθηκαν στη βόρεια στοά (h). Από τα 37 νομίσματα που συλλέχθηκαν τα 25 ήταν τόσο πολύ κατεστραμμένα από τη φωτιά, που δεν στάθηκε δυνατόν να ταυτιστούν 175. Όσον αφορά τη χρονολόγηση, η μελέτη των ευρημάτων έδειξε ότι η Έπαυλη, όπως και όλα τα σπίτια της κλασικής πόλης, χτίστηκε μετά το 432 π.χ. και καταστράφηκε, όταν ο Φίλιππος κατέκαψε την πόλη το 348 π.χ Οι απόψεις για τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών του κτιρίου διαφέρουν: ο Robinson τα χρονολόγησε στα τέλη του 5 ου αι. π.χ. 177, ο C. Picard στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. 178, ενώ ο D. Salzmann, που θεωρεί τις παραπάνω χρονολογήσεις ακραίες 179, τα χρονολογεί στο α μισό του 4 ου αι. π.χ Ορισμένες ιδιαιτερότητες της Έπαυλης οδήγησαν τον McDonald, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην ανασκαφή του 1938, να υποστηρίξει την άποψη ότι το κτίριο ήταν ένα πολυτελές πανδοχείο και όχι ιδιωτικό σπίτι 181. Τα επιχειρήματά του συνοψίζονται στα παρακάτω: α. οι επιγραφές στα ψηφιδωτά των δωματίων e και f είναι, κατά τον McDonald, επικλήσεις στη θεά Τύχη («ΑΓΑΘΗ ΤΥΧΗ», «ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΛΗ») και ίσως στη θεά Δίκη («ΔΙΚΑΙΩ[Ι]»). Τα γράμματα συμβολίζουν τυχερές «ριξιές» σε τυχερά παιχνίδια («Α», «Σ» = 18 δηλ. 3 x 6, το μέγιστο άθροισμα στα ζάρια, το «ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΛΗ» πιθανότατα αναφέρεται στην τυχερή «ριξιά της Αφροδίτης», η οποία συμβολίζεται και με το «Α»). Ο διπλός πέλεκυς και η σβάστικα είναι επίσης σύμβολα καλής τύχης, ενώ ο τροχός της Τύχης χρησίμευε και στο παίξιμο του παιχνιδιού ὤμιλλα (παρόμοιο με τους βώλους) 182. Η άποψη λοιπόν του McDonald είναι ότι τα δωμάτια e και f προορίζονταν για τυχερά παιχνίδια. β. η χωρητικότητα καθενός από τους πέντε πίθους στο δωμάτιο j ήταν πάνω από 1000 λίτρα (300 γαλλόνια = 1,13 m 3 ). Ο McDonald υπολόγισε 183 ότι μια μεγάλη οικογένεια (12 ατόμων μαζί με τους δούλους) χρειαζόταν τρεις τέτοιους πίθους για το φαγητό και το κρασί ενός έτους, και υποστήριξε ότι τόσο μεγάλες ποσότητες τροφίμων θα είχε νόημα να αποθηκευτούν, μόνο αν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή και το σερβίρισμα μέσα στο κτίριο πολύ μεγάλου αριθμού γευμάτων. γ. η απουσία μπάνιου στον κάτω όροφο εξηγείται, αν δεχτούμε 175 Robinson - Graham 1938, Robinson 1946, Robinson 1934β, , Robinson 1946, Picard 1952, Salzmann 1982, Salzmann 1982, McDonald 1951, Για επιγραφές τέτοιου είδους βλ. και Κριτζά 1997, Ο McDonald έκανε τους υπολογισμούς με βάση τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης στο 4.16 για τον ανεφοδιασμό με τρόφιμα των αποκλεισμένων στη Σφακτηρία Σπαρτιατών κατά τη σύντομη ανακωχή, που συνήψαν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες το 425 π.χ., πριν την τελική μάχη στο νησί. 33

41 ότι το κτίριο δεν είχε ιδιωτικό χαρακτήρα. Σε ένα πανδοχείο το μπάνιο θα βρισκόταν στον επάνω όροφο. Ως «ελάσσονα» επιχειρήματα υπέρ της άποψής του ο McDonald αναφέρει: α. την ύπαρξη βοηθητικής εισόδου στο πίσω μέρος της Έπαυλης, η οποία εξυπηρετούσε τη μεταφορά προμηθειών στην κουζίνα για την προετοιμασία γευμάτων. Τα γεύματα στη συνέχεια θα διανέμονταν μέσα από τα δύο ανοίγματα στον τοίχο του δωματίου c. β. το μεγάλο μέγεθος του κτιρίου. γ. τη θέση του, έξω από τα τείχη της πόλης και κοντά στο δρόμο προς το λιμάνι. Τέλος, θεωρεί ότι τα θέματα που κοσμούν τα ψηφιδωτά του ανδρώνα (Διόνυσος, Έρωτας, Πάνας, Αχιλλέας με τα όπλα του) υποδεικνύουν ότι ο χώρος προοριζόταν για τη φιλοξενία ανδρών που επιθυμούσαν να διασκεδάσουν το βράδυ μακριά από την οικογενειακή εστία. Πρώτος ο Robinson, ερμηνεύοντας τις παραστάσεις των ψηφιδωτών, εξέφρασε την άποψη ότι στην Έπαυλη ίσως λάμβαναν χώρα «τυχερά παιχνίδια, συμπόσια και ερωτικές συνευρέσεις» ( gambling, drinking and love-making ) 184. Ωστόσο πουθενά δεν αναφέρει ρητά ότι η Έπαυλη πιθανόν να ήταν πανδοχείο 185, και στη δημοσίευση της ανασκαφής 186 απέφυγε κάθε είδους ταύτιση του κτιρίου. Η υπόθεση του McDonald δεν έγινε αποδεκτή από τους νεότερους μελετητές που ασχολήθηκαν με την πόλη της Ολύνθου και με την ελληνική ιδιωτική κατοικία. Ο Cahill θεωρεί ότι οι παραπάνω ερμηνείες των συμβόλων στα ψηφιδωτά των δωματίων e και f μπορεί και να είναι σωστές. Κατά τη γνώμη του όμως δωμάτια που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τυχερά παιχνίδια είναι μάλλον απίθανο να υπήρχαν τόσο σε ένα ιδιωτικό σπίτι όσο και σε ένα πανδοχείο, αλλά και αν υπήρχαν, αυτό δε θα απέκλειε απαραίτητα τον ιδιωτικό χαρακτήρα του οικοδομήματος 187. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τροχός της Τύχης είναι πολύ αγαπητό θέμα στα ψηφιδωτά της Ολύνθου και συναντάται σε άλλα τέσσερα ψηφιδωτά δάπεδα ανδρώνων, από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε κτίρια που θεωρούνται οικίες και ο ένας σε δημόσιο κτίριο 188. Επομένως η διακόσμηση των δωματίων e και f δε μπορεί να 184 Ως υπόθεση στο Robinson 1934β, 505 σημ. 2, και με περισσότερη βεβαιότητα στο Robinson 1946α, Ο McDonald 1951, 1, τις απόψεις του οποίου υιοθετεί και η Kraynak 1984, 47, φαίνεται σίγουρος ότι ο Robinson είχε όντως διαμορφώσει τη θεωρία ότι η Έπαυλη θα μπορούσε να είναι ένα «πολυτελές πανδοκείο» ( high-class inn ). Κατά τη γνώμη μας ο Robinson δεν παίρνει καθαρά θέση ούτε καν ως προς το αν το κτίριο είχε ή όχι ιδιωτικό χαρακτήρα, πόσο μάλλον συγκεκριμένα για το αν αυτό ήταν ή όχι πανδοκείο (δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη inn ή άλλη αντίστοιχή της). Όταν ο Robinson γράφει ότι η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης ήταν «a kind of Villa of the Mysteries» ή «a House of Gay Ladies», δεν είναι καθόλου συγκεκριμένος (Robinson 1946α, 209, 210). Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο McDonald στο παράρτημα του άρθρου του μας πληροφορεί ότι ο Ι. Τραυλός συμφωνεί με την άποψη ότι η Έπαυλη ήταν πανδοχείο. 186 Robinson - Graham 1938, Cahill 2002, «Έπαυλη του Ηθοποιού» βλ. Salzmann 1982, 101 αρ. 85, Οικία A vi 6 βλ. Salzmann 1982, 100 αρ. 81, «Έπαυλη των χάλκινων» βλ. Salzmann 1982, αρ. 91, δημόσιο κτήριο βλ. Salzmann 1982, 104 αρ

42 οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για τη χρήση τους, και κατ επέκταση για τη χρήση του κτιρίου, ενώ και τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν σε αυτά - μερικά διάσπαρτα νομίσματα και ένα υφαντικό βάρος - είναι δυστυχώς πολύ λίγα, για να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση 189. Επίσης, σύμφωνα με τον Cahill στην Όλυνθο υπάρχουν και άλλα σπίτια που ξεχωρίζουν για το μέγεθός τους («η Έπαυλη του Ηθοποιού», η «Νότια Έπαυλη», το σπίτι A v 6 κ.α.), καθώς και σπίτια που δεν έχουν μπάνιο στον κάτω όροφο. Όσο για τους πίθους στο δωμάτιο j, ο Cahill πιστεύει ότι η χωρητικότητά τους δεν είναι υπερβολικά μεγάλη για ένα τόσο πλούσιο σπίτι 190, ενώ αμφιβάλλει και για το ότι η Έπαυλη βρισκόταν στα όρια της πόλης, διότι η Συνοικία των Επαύλεων μπορεί και να εκτεινόταν άλλα 200 μ. προς τα ανατολικά. Επομένως είναι πολύ πιθανό η Έπαυλη να ήταν ένα μεγάλο ιδιωτικό σπίτι ιδιαίτερα ξεχωριστό Η λεγόμενη Ιερατική Οικία στη Ζωστήρα Άκρα Η αρχαία Ζωστήρα Άκρα είναι το σημερινό «Μεγάλο Καβούρι», το μεσαίο από τα τρία σκέλη της χερσονήσου της Βουλιαγμένης στην Αττική. Στη στενή λωρίδα γης που συνδέει τη Ζωστήρα Άκρα με την ακτή, δηλαδή στο σημερινό «Λαιμό» της Βουλιαγμένης, βρισκόταν το ιερό του Απόλλωνα Ζωστήρα 192. Το ιερό ανήκε στο δήμο των Αιξωνίδων Αλών, ο οποίος κάλυπτε τις σημερινές περιοχές της Βούλας και της Βουλιαγμένης. Τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα έφερε στο φως το ο Κ. Κουρουνιώτης 193. Μαζί με τον Απόλλωνα στο ιερό λατρεύονταν η Άρτεμις και η Λητώ. Η τελευταία λέγεται ότι είχε λύσει εκεί το ζωστήρα της, προτού γεννήσει τους δύο θεούς στη Δήλο 194. Ο Κουρουνιώτης είχε επισημάνει τη θέση και άλλων ερειπίων βορειότερα του ναού 195, τα οποία όμως δεν κατέστη δυνατόν να διερευνηθούν παρά μόνο το 1936, όταν ανέλαβε να τα ανασκάψει ο Φ. Δ. Σταυρόπουλος Nevett 1999, Cahill 2000, Μια τρισδιάστατη φωτορεαλιστική απεικόνιση της Έπαυλης δημιούργησε ο αρχιτέκτονας Φ. Τσακμάκης σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα Μ. Μίζα στο πλαίσιο της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Την απεικόνιση αυτή μπορεί κανείς να δει στο blog του αρχιτέκτονα Φ. Τσακμάκη Για την περιοχή βλ. Κουρουνιώτης , 9-53 και Travlos 1988, Κουρουνιώτης , Ο ναός βρίσκεται σήμερα στον περιφραγμένο χώρο του ξενοδοχειακού συγκροτήματος του Αστέρα. 194 Ο Κουρουνιώτης , 49 πιστεύει ότι η χερσόνησος δεν ονομάστηκε Ζωστήρα λόγω του μύθου αυτού. Θεωρεί ότι πήρε το όνομά της από τον ίδιο το θεό Απόλλωνα, ο οποίος λατρευόταν στο ιερό ως Ζωστήρ, δηλαδή ως «εκείνος που ζώνεται για μάχη» (βλ. Goldstein 1978, 134). 195 Κουρουνιώτης , Σταυρόπουλος 1938,

43 Τα ερείπια αυτά βρίσκονται 150 μ. βορειοδυτικά του ναού του Απόλλωνα, στη νοτιοανατολική πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, και ανήκουν σε ένα οίκημα που περιλαμβάνει δωμάτια εντός περιβόλου (εικ. 22). Ο περίβολος έχει διαστάσεις 19,40 x 15,20 μ. και λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά λειτουργούσε και ως αναλημματικός τοίχος. Στο εσωτερικό του περιβόλου ο χώρος ισοπεδώθηκε με επιχωματώσεις. Στην βόρεια πλευρά και στο δυτικό μισό της νότιας ο τοίχος του περιβόλου εδράζεται απευθείας πάνω στο φυσικό, βραχώδες έδαφος. Η δυτική πλευρά πατά σε θεμέλιο κατασκευασμένο από αργολιθοδομή, ενώ ο ανατολικός και ο υπόλοιπος νότιος τοίχος θεμελιώνονται πάνω σε μεγάλους ογκόλιθους. Το πλάτος των θεμελίων κυμαίνεται μεταξύ 0,60-0,90 μ., ενώ το πάχος του τοίχου είναι 0,45 μ Ο τοίχος είναι κατασκευασμένος από δύο σειρές δόμων σκληρού τιτανόλιθου διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι συναρμόζονται κατά το πολυγωνικό σύστημα και στην εξωτερική τους πλευρά διατηρούν ίχνη αδρής επεξεργασίας. Η ανωδομή ήταν πλίνθινη 198. Ο νότιος τοίχος του περιβόλου συνεχίζει προς τα ανατολικά και δημιουργεί, εξωτερικά του περιβόλου, στην νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου, σχεδόν τετράγωνης κάτοψης χώρο (χώρος Ρ, διαστάσεων 4,30 x 4 μ.). Ο χώρος αυτός συνδέεται στα δυτικά με έναν άλλον μικρότερο, ορθογώνιας κάτοψης, (χώρος Π, διαστάσεων 3 x 2,40 μ.), ο οποίος εισχωρεί στο εσωτερικό του περιβόλου. Οι δύο χώροι διαθέτουν δάπεδο από μικρούς λίθους και θαλάσσια βότσαλα. Ο βόρειος τοίχος του χώρου Π είναι ελαφρώς καμπύλος. Και οι δύο χώροι έχουν ιδιαίτερα παχείς τοίχους. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω της ύπαρξης δύο πύργων βορειότερα του κτιρίου 199, ο Σταυρόπουλος ερμήνευσε το χώρο Ρ ως πύργο και το χώρο Π ως θυρωρείο για τον έλεγχο της εισόδου και εξόδου στον περίβολο 200. Η είσοδος στο κτίριο, σύμφωνα με το Σταυρόπουλο, θα γινόταν μέσω ενός ανοίγματος που υπάρχει στο νότιο τοίχο του χώρου Ρ, και κατόπιν μέσα από το άνοιγμα στο δυτικό τοίχο του Π (εικ. 21) 201. Ωστόσο το άνοιγμα στο νότιο τοίχο του Ρ είναι πολύ στενό, για να θεωρηθεί ως η κύρια είσοδος στο κτίριο. Μπορεί να σχετίζεται με κάποιου είδους μετασκευή ή καταστροφή που έγινε στο σημείο αυτό, καθώς εκεί τον τοίχο συναντούσε το μεταγενέστερο τοιχάριο Σ 202. Το 197 Ο Σταυρόπουλος αναφέρει ότι ο τοίχος του περιβόλου είχε πάχος 0,45 μ., ωστόσο από τα σχέδια γίνεται σαφές ότι τουλάχιστον ο νότιος τοίχος ήταν παχύτερος. Ο Jones 1975, 109 σημειώνει ότι και στη δυτική πλευρά οι σωζόμενοι δόμοι υποδηλώνουν πάχος τοίχου έως και 0,60 μ. Για το πάχος του νότιου τοίχου δεν βρίσκουμε αναφορά στα κείμενα. 198 Σταυρόπουλος 1938, Ο Σταυρόπουλος 1938, 6-7 σημ. 1 θεώρησε τους δύο αυτούς πύργους ως αμυντικούς, τώρα πια όμως πιστεύεται ότι ανήκαν σε οικίες (Lauter 1993, 59). 200 Σταυρόπουλος 1938, 6-7. Η Leypold 2008, 137 αναφέρει ότι οι τοίχοι του πύργου είχαν πάχος πάνω από 1 μ. 201 Σταυρόπουλος 1938, 7, εικ Goldstein 1978, 137 σημ Ο Goldstein 1978, , 136 σημ. 253 σε σχέση με τον πύργο κάνει λόγο για έναν εξώστη ( porch ) που μπορεί να υπήρχε, και φέρνει ως παράδειγμα το σπίτι της Βάρης, το οποίο διέθετε εξώστη εκτός του περιβόλου. Δεν μας είναι όμως σαφές σε τι ενδείξεις στηρίζεται, για να κάνει την 36

44 πιθανότερο είναι ότι η κεντρική είσοδος του κτιρίου βρισκόταν στο σημείο όπου διακόπτεται ο νότιος τοίχος του περιβόλου. Σε αυτή την περίπτωση η μικρή είσοδος στο δυτικό τοίχο του χώρου Π οδηγούσε από τον περίβολο στον κλειστό πύργο Ρ 203. Η κεντρική νότια είσοδος οδηγούσε σε αυλή με ξύλινη κιονοστοιχία στη βόρεια και δυτική της πλευρά. In situ αλλά ενσωματωμένες σε μεταγενέστερους τοίχους βρέθηκαν οι μαρμάρινες βάσεις (α, β και γ ) των τριών από τους τέσσερεις κίονες της βόρειας στοάς. Η βάση δ του ανατολικότερου τέταρτου κίονα βρέθηκε εκτός του περιβόλου, ενσωματωμένη στο δυτικό τοιχάριο Σ. Από τη δυτική κιονοστοιχία σώζεται η βάση ε, υπήρχε όμως και άλλη (ζ ) νοτιότερα, η οποία δεν σώζεται 204. Μέσα στον περίβολο, στη γωνία που σχηματίζεται στη συμβολή του βόρειου τοίχου του χώρου Π και του ανατολικού τοίχου του περιβόλου, διανοίγεται στο βράχο πηγάδι (διαμέτρου 1,10-1,15 μ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως φρεάτιο απόρριψης 205. Οι τοίχοι που σώζονται μέσα στον περίβολο ανήκουν σε διάφορα δωμάτια. Σύγχρονα με τον περίβολο είναι οπωσδήποτε το μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο Δ στο κέντρο της βόρειας πλευράς και τα δύο μικρότερα δωμάτια Γ και Ε, που βρίσκονται στα ανατολικά του (εικ. 21) 206. Οι είσοδοι των τριών δωματίων βρίσκονται στο νότιο τοίχο τους 207. Η είσοδος του δωματίου Δ (πλάτους 1,75 μ.) είναι τοποθετημένη έκκεντρα προς τα ανατολικά, όπως και εκείνη του δωματίου Ε (πλάτους 1,35 μ.), η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στον ανατολικό τοίχο του περιβόλου. Η είσοδος στο δωμάτιο Γ έχει πλάτος 0,50 μ. και βρίσκεται περίπου στο κέντρο του νότιου τοίχου του δωματίου. Ο τοίχος αυτός όμως φέρει προσθήκες, έτσι το αρχικό πλάτος της εισόδου υπολογίζεται στο 1,10 μ Με τρία μόνο δωμάτια στη βόρεια πλευρά το κτίριο διέθετε αρκετό ελεύθερο χώρο: μια αυλή 7 x 6,10 μ., τη στεγασμένη βόρεια στοά, βάθους 3,45 μ., μπροστά από τα δωμάτια, και τη δυτική στοά, βάθους 3,90 μ. Η δυτική υπόθεση αυτή, και πώς αυτός ο εξώστης σχετιζόταν με τον πύργο και την είσοδο στο κτίριο. Πάντως σε άλλα οικήματα που διαθέτουν πύργο γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν κλειστός και η είσοδος σε αυτόν γινόταν από το εσωτερικό του κτιρίου. Για τους πύργους σε οικήματα βλ. σύντομα Mersch 1996, Jones 1975, 109, εικ. 23.2, Lauter 1993, 59, Leypold 2008, Σταυρόπουλος 1938, 9-10, 20. Το μεταξόνιο διάστημα ήταν 2,65 μ. στη βόρεια στοά και 2,50 μ. στη δυτική. Οι βάσεις αποτελούνταν από μια τετράγωνη πλίνθο και ένα κυλινδρικό στοιχείο. Ο Goldstein 1978, 126 θεωρεί πιθανή την ύπαρξη στοάς και στα νότια και ανατολικά. Για 5 κίονες κάνει λόγο ο Lauter 1993, 59. Πέντε κίονες βλέπουμε και στα σχέδια του Δ. Ζιρώ στον Travlos 1988, εικ (εδώ εικ. 23). 205 Σταυρόπουλος 1938, 10, Μέσα στο πηγάδι βρέθηκαν κεραμική, όστρεα και οστά. Ο Σταυρόπουλος θεώρησε ότι το πηγάδι χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής ως φρεάτιο απόρριψης, μιας και το νερό που βρέθηκε στο εσωτερικό του δεν ήταν πόσιμο. Ο Goldstein 1978, 127 πιστεύει ότι το πηγάδι σε μια πρώτη φάση χρησιμοποιούνταν για πλύσιμο. 206 Το δωμάτιο Δ έχει μήκος πλευράς 6,30 μ., τα δωμάτια Γ και Ε έχουν διαστάσεις 3,70 x 2,95 μ. το καθένα. Οι τοίχοι των τριών δωματίων έχουν πάχος 0,45 μ. Η τοιχοποιία τους είναι όμοια με εκείνη του περιβόλου, αλλά κάπως πιο αμελής και από λίθους μικρότερου μεγέθους. 207 Οι είσοδοι αυτές διέθεταν ισχυρές παραστάδες (Σταυρόπουλος 1938, 7-9). 208 Σταυρόπουλος 1938,

45 στοά εκτεινόταν κατά το μήκος ολόκληρης της δυτικής πλευράς του περιβόλου σχηματίζοντας έναν ημίκλειστο χώρο στη βορειοδυτική γωνία του κτιρίου 209. Σε μια δεύτερη αρχιτεκτονική φάση απέδωσε ο Σταυρόπουλος τα τρία δωμάτια (Ζ, Η και Ν), που διαμορφώνονται κατά μήκος του δυτικού τοίχου του περιβόλου. Το δωμάτιο Ζ σχηματίστηκε δυτικά του δωματίου Δ, στη θέση του ημίκλειστου χώρου, όταν στο κέντρο της δυτικής πλευράς του περιβόλου κτίστηκε το δωμάτιο Η. Το δωμάτιο Ζ έχει την είσοδό του στη νοτιοανατολική του γωνία και το Η στον ανατολικό του τοίχο. Στη νοτιοδυτική γωνία του περιβόλου κτίστηκε το μικρό δωμάτιο Ν, που είχε την είσοδό του στο βόρειο τοίχο 210. Ο Σταυρόπουλος θεώρησε τα δωμάτια αυτά νεότερα, επειδή οι τοίχοι τους είναι λεπτότεροι από εκείνους των δωματίων Δ, Γ και Ε (κατά 10 εκ.) και πιο πρόχειρα κατασκευασμένοι. Ο Goldstein πιστεύει ότι οι διαφορές στην τοιχοποιία των δύο ομάδων δωματίων δεν είναι τόσο μεγάλες, ώστε να καταδεικνύουν δύο ολότελα διαφορετικές φάσεις χρήσης του κτιρίου, γι αυτό και υποστήριξε ότι και τα 6 δωμάτια ανήκουν στην αρχική φάση 211. Μαζί του συμφωνεί και η Leypold, η οποία πιστεύει ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμένει ανεκμετάλλευτος ο χώρος στη βορειοδυτική γωνία του περιβόλου 212. Ο Lauter, από την άλλη μεριά, υιοθετεί την άποψη του Σταυρόπουλου όσον αφορά την πρώτη φάση του κτιρίου, πιστεύει όμως ότι ο πύργος Ρ κτίστηκε αργότερα μαζί με όλα τα άλλα δωμάτια, που υπάρχουν μέσα στον περίβολο, εκτός των Δ, Γ και Ε 213. Το ίδιο πιστεύει και ο Τραυλός, ο οποίος όμως αποδίδει στην πρώτη φάση του κτιρίου εκτός από τα δωμάτια Δ, Γ, Ε και το δωμάτιο Ν (εικ. 23) 214. Στην τελική φάση του κτιρίου, την τρίτη κατά το Σταυρόπουλο, τη δεύτερη κατά τους άλλους ερευνητές, ανήκουν σίγουρα τα δωμάτια Ι, Κ, Α και Β, τα οποία κτίστηκαν στο χώρο της βόρειας στοάς 215. Η στοά έτσι αχρηστεύτηκε και οι βάσεις των κιόνων της ενσωματώθηκαν στους τοίχους των τεσσάρων δωματίων. Η τοιχοποιία των δωματίων αυτών διαφέρει σαφώς από εκείνη των υπόλοιπων, καθώς αποτελείται από μικρούς ακατέργαστους λίθους συναρμοσμένους με πηλό. Το δωμάτιο Ι είχε την είσοδό του στη δυτική πλευρά και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν μέσω του διαδρόμου Θ. Το δωμάτιο Κ είχε την είσοδό του στα νότια και λειτουργούσε ως προθάλαμος του Δ. Το δωμάτιο Α είχε είσοδο στην ανατολική 209 Jones 1975, 109, εικ. 15.1, εικ Ο Jones επαναλαμβάνει την άποψη του Σταυρόπουλου όσον αφορά τις φάσεις του κτιρίου. 210 Σταυρόπουλος 1938, 13-14, 15. Το δωμάτιο Ζ είχε διαστάσεις 6,30 x 3,55 μ. και το δωμάτιο Η 4,60 x 2,30 μ. Το δωμάτιο Ν σώζεται κατά το ήμισυ και ο Σταυρόπουλος δε μας δίνει τις διαστάσεις του. 211 Goldstein 1978, Leypold 2008, Lauter 1993, 59. Σύμφωνα με τον Lauter πύργος υπήρχε και στην πρώτη φάση του κτιρίου και δεν ήταν άλλος από τον χώρο Π, ο οποίος αργότερα προσαρτήθηκε στον καινούριο πύργο Ρ. 214 Travlos 1988, εικ Με το ότι οι φάσεις του κτιρίου είναι δύο συμφωνεί και η Mersch 1996, Οι διαστάσεις των τεσσάρων δωματίων είναι: Ι: 3,30 x 2,30 μ., Κ: 3,30 x 1,80 μ., Β: 3,30 x 2,75 μ., Α: 3,30 x 2,30 μ. (Σταυρόπουλος 1938, 15). 38

46 πλευρά και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν μέσω του δωματίου Β, το οποίο είχε την είσοδό του στον κατεστραμμένο νότιο τοίχο του. Το δωμάτιο Β οδηγούσε επίσης στο δωμάτιο Γ. Τη σύνθετη κάτοψη που απέκτησε το κτίριο στην τελευταία του φάση συμπληρώνουν οι χώροι Ο και Ξ και οι κατασκευές Λ και Μ. Ο χώρος Ξ ήταν μάλλον κουζίνα, διότι το δάπεδό του περιείχε τέφρα, κάρβουνα, όστρεα, καμένα σκεύη και οστά. Επικοινωνούσε με το χώρο Ο, ο οποίος περιέλαβε το φρέαρ. Ο τοίχος που χώριζε τα δύο διαμερίσματα ήταν πιθανότατα χαμηλός, για να διευκολύνεται η ρίψη των απορριμμάτων από την κουζίνα απευθείας στο φρέαρ. Τα τοιχάρια Λ και Μ φαίνεται ότι απλώς συγκρατούσαν τις επιχώσεις της αυλής 216. Τέλος, ένας λίθινος αγωγός μεταξύ των χώρων Β και Ο οδηγούσε τα νερά της αυλής εκτός του ανατολικού τοίχου του περιβόλου 217. Με την τελευταία φάση του κτιρίου σχετίζονται, σύμφωνα με το Σταυρόπουλο, το τετράγωνο φρέαρ Τ και οι αναλημματικοί τοίχοι Σ Σ. Στο δυτικό τοίχο Σ είχε ενσωματωθεί η μαρμάρινη βάση δ του κίονα της βόρειας στοάς. Μέσα στο φρέαρ βρέθηκαν αντικείμενα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής 218. Κατά μήκος ορισμένων τοίχων των δωματίων Δ, Γ, Ζ, Η, Ι, Κ, Α και Β εντοπίστηκαν κτιστές κατασκευές από μικρούς αργούς λίθους και λάσπη ως συνδετικό υλικό (εικ. 24). Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τις γνωστές μας κλίνες. Στο εσωτερικό τους γεμίζονταν με χώμα κι έπειτα καλύπτονταν με λίθινες ή ξύλινες πλάκες, καθώς και με τα απαραίτητα επιβλήματα. Τέτοιες κατασκευές βρέθηκαν και στο κέντρο των δωματίων Α, Δ, Ζ και Ι 219. Αυτές θα ήταν τα τραπέζια 220. Για να χρονολογήσει το κτίριο, ο Σταυρόπουλος βασίστηκε στην τοιχοποιία του περιβόλου, που έμοιαζε με εκείνη του βόρειου τοίχου του ναού του Απόλλωνα. Ο τοίχος αυτός είχε χρονολογηθεί από τον Κουρουνιώτη στα 500 π.χ. Τα επιχρισμένα με μελανό γάνωμα λακωνικά κεραμίδια της στέγης και η αρχαιότερη κεραμική από το φρέαρ της αυλής θεωρήθηκε ότι επιβεβαίωναν μια χρονολόγηση της πρώτης φάσης του κτιρίου στα τέλη του 6 ου - αρχές του 5 ου αι. π.χ. Τα δωμάτια Ζ, Η και Ν χρονολογήθηκαν στον 5 ο αι. π.χ. και όλα τα 216 Οι τοίχοι Λ και Μ αποδίδονται με διαφορετικό τρόπο στα σχέδια του 1938 (εδώ εικ. 22) απ ό,τι σε εκείνα του Ζιρώ (εδώ εικ. 23). 217 Σταυρόπουλος 1938, Για τα περιεχόμενα του φρέατος βλ. Σταυρόπουλος 1938, Σταυρόπουλος 1938, Οι κατασκευές στο δωμάτιο Η και στο κέντρο των Α, Δ, Ζ και Ι καθαιρέθηκαν, για να εξεταστούν οι υποκείμενες επιχώσεις. Ίσως γι αυτό δεν αποδίδονται στα σχέδια της δημοσίευσης. Ο Ζιρώ (εδώ εικ. 23.β) δεν αποδίδει κλίνες στο δωμάτιο Κ. Στο σχέδιο όμως του 1938 υπάρχει μία, τα υπολείμματα της οποίας φαίνονται και στη φωτογραφία 15 της δημοσίευσης του Σταυρόπουλου (Σταυρόπουλος 1938, 16 εικ. 15). 220 Goldstein 1978,

47 νεότερα τμήματα του κτιρίου χρονολογήθηκαν στον 4 ο αι. π.χ., με βάση τα νομίσματα που βρέθηκαν στις επιχώσεις των κλινών 221. Πρώτος ο Goldstein αμφισβήτησε τις παραπάνω χρονολογήσεις. Τα αρχαιότερα κεραμικά ευρήματα από το φρέαρ της αυλής με βάση τις μελέτες της κεραμικής από την Αγορά της Αθήνας δεν μπορούν να χρονολογηθούν πριν το 400 π.χ. Επιπλέον, ο τύπος των κεραμιδιών και η τοιχοποιία γενικά δεν προσφέρουν ασφαλή συμπεράσματα χρονολόγησης, γιατί η χρήση τους συνήθως δεν περιορίζεται σε μία μόνο εποχή. Ο Goldstein πιστεύει ότι οι κλίνες υπήρχαν εξ αρχής στο κτίριο και ότι τα νομίσματα που βρέθηκαν στις επιχώσεις τους χρονολογούν την πρώτη αρχιτεκτονική φάση στον 4 ο αι. π.χ. (περί το 400 π.χ.). Η ελληνιστική κεραμική από το εξωτερικό φρέαρ Τ χρονολογείται περίπου στα 325 π.χ. Ο Goldstein προτείνει αυτή τη χρονολόγηση για τη δεύτερη φάση του κτιρίου 222. Τις ίδιες αντιρρήσεις με τον Goldstein εξέφρασε και ο Lauter, ο οποίος έκανε την υπόθεση ότι η δεύτερη φάση μπορεί να ανήκει ακόμα και στον 3 ο αι. π.χ Το terminus ante quem για την καταστροφή του συγκροτήματος μας το δίνουν οι δύο υστερορωμαϊκοί τάφοι που βρέθηκαν στα δωμάτια Δ και Κ 224. Οι απόψεις για τη χρήση του κτιρίου διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό. Ο Σταυρόπουλος το χαρακτήρισε, λόγω της εγγύτητάς του με το Ιερό του Απόλλωνα, ως Ιερατική Οικία, η οποία με τις κλίνες της εξυπηρετούσε και τους προσκυνητές ως κατάλυμα. Ως πρόσθετα επιχειρήματα χρησιμοποίησε τη μορφή της κάτοψης, που μοιάζει με κάτοψη οικίας, και τη φύση ορισμένων κινητών ευρημάτων, τα οποία είχαν «ἀποδεδειγμένως θρησκευτικήν χρήσην» 225. Ο Goldstein 226 και η Leypold 227 πιστεύουν ότι ο μεγάλος αριθμός κλινών και η πληθώρα ευρημάτων (επιτραπέζια σκεύη, οστά ζώων, όστρεα, κουζίνα) που σχετίζονται με την κατανάλωση φαγητού δεν μπορεί παρά να σημαίνουν ότι το κτίριο χρησιμοποιούνταν για γεύματα, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη φάση του. Αν υποτεθεί ότι αξιοποιήθηκαν όλοι οι διαθέσιμοι τοίχοι όλων των δωματίων (εκτός του Ν), τότε στα τρία δωμάτια Δ, Γ, και Ε μπορούσαν να φιλοξενηθούν 18 άτομα, στα δωμάτια Ζ και Η άλλα Σταυρόπουλος 1938, Την άποψη του Σταυρόπουλου υιοθετούν οι Graham 1966, 10, Boersma 1970, 36, 256, Jones 1975, 110, Kuhn 1985, 311, Travlos 1988, 468, Bergquist 1990, Goldstein 1978, Lauter 1993, Σταυρόπουλος 1938, Σταυρόπουλος 1938, 3. Προφανώς ο Σταυρόπουλος αναφέρεται πρώτιστα σε έναν ασκό με την επιγραφή ΗΙΕΡΟΣ, που βρέθηκε στο εσωτερικό φρέαρ, και στα ειδώλια και τον κέρνο, που βρέθηκαν στο εξωτερικό φρέαρ. Με την άποψη του Σταυρόπουλου συμφωνεί και ο Travlos 1988, Goldstein 1978, Επίσης Kuhn 1985, 311, σημ Leypold 2008,

48 (18+9=27) και στο σύνολο των δωματίων 35 άτομα 228. Ο Goldstein προσδιορίζει ότι τα γεύματα θα τελούνταν από τους πιστούς του θεού, είτε αυτοί ήταν αξιωματούχοι του ιερού είτε προσκυνητές. Η Kraynak αποδέχεται τόσο την άποψη ότι πρόκειται περί Ιερατικής Οικίας όσο και το ότι σε αυτήν τελούνταν ιερά γεύματα. Πιστεύει όμως ότι η περίπτωση το κτίριο να χρησιμοποιούνταν δευτερευόντως ως κατάλυμα για τους προσκυνητές δεν πρέπει να αποκλειστεί 229. Μια εμπορική/επαγγελματική χρήση του κτιρίου, τουλάχιστον στη δεύτερη φάση του, βλέπει η Mersch λόγω του μεγάλου αριθμού νομισμάτων (96 στο σύνολο, 89 του 4 ου αι. π.χ. 230 ) που βρέθηκαν σε αυτό. Η ίδια όμως δεν καταλήγει αν η χρήση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικίας ή του ιερού 231. Παρόμοια είναι και η άποψη του Baumer, ο οποίος θεωρεί ότι η ύπαρξη τόσων δωματίων της μορφής του ανδρώνα σε ένα κτίριο μπορεί να σημαίνει ότι αυτά ενοικιάζονταν π.χ. σε συλλόγους, που ήθελαν να διοργανώσουν εκεί τις συνεστιάσεις τους 232. Διαφορετική είναι η άποψη του Lauter, ο οποίος δεν διαβλέπει καμία σύνδεση του κτιρίου με το ιερό. Ο Lauter υποστηρίζει ότι εκείνο το χαρακτηριστικό που διαθέτει το οίκημα και μπορεί να είναι ενδεικτικό της χρήσης του είναι ο πύργος 233. Οι ψηλοί πύργοι συνόδευαν πολλές από τις αγροικίες των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Χρησιμοποιούνταν για αγροτικούς-αποθηκευτικούς λόγους, για λόγους εποπτείας της γύρω περιοχής, για λόγους οχυρωματικούς, για τη διαμονή μελών του Οίκου ή και για άλλους λόγους που δεν γνωρίζουμε. Τέτοιους πύργους διέθεταν και άλλες γνωστές αγροτικές οικίες όπως π.χ. η οικία της Βάρης και η οικία στο Δέμα 234. Ο Lauter πιστεύει ότι η οικία στη Ζωστήρα Άκρα δεν ήταν ένα απλό αγροτόσπιτο αλλά μάλλον μια αγρέπαυλη ενός πλούσιου ιδιοκτήτη, με μεγάλη αυλή, θάλαμο ύπνου (Ε) με προθάλαμο (Γ) και ανδρώνες για τη φιλοξενία των φίλων 235. Την άποψη ότι το κτίριο είναι αγροικία υποστηρίζει και ο Σ. Δημακόπουλος στην υπό εκπόνηση διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Αγροικίες της Αττικής στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια». Ο Δημακόπουλος διακρίνει τέσσερεις τύπους 228 Το πώς αποκαθίστανται οι κλίνες φαίνεται στα σχέδια του Ζιρώ (εικ. 23). Για τα δωμάτια Ε και Ν, οπού δεν βρέθηκαν κλίνες, ο Goldstein 1978, 133 κάνει την υπόθεση ότι μπορεί να ήταν υπνοδωμάτια, αποθήκες ή γραφεία, αλλά ο ίδιος σημειώνει ότι η άποψη αυτή είναι αυθαίρετη, εφόσον δεν υπάρχουν σχετικά ευρήματα. Η Leypold 2008, 140 υιοθετεί την άποψη του Baumer 2004, 24 ότι το Ε δεν αποτελούσε εξαίρεση και ότι θα μπορούσε κι αυτό κάλλιστα να είναι ένας χώρος που στέγαζε τρεις κλίνες. 229 Kraynak 1984, 63, Σταυρόπουλος 1938, Mersch 1996, 57, Baumer 2004, 25. Ο Baumer φέρνει ως παράδειγμα την Οικία ΙV στην Ερέτρια, για το δυτικό τμήμα της οποίας ο K. Reber υποστήριξε ότι μπορεί στην πρώτη φάση του να είχε αυτή τη χρήση [K. Reber, Die klassischen und hellenistischen Wohnhäuser im Westquartier, Eretria X (1998), 89-93]. 233 Ο Lauter 1993, 60 θεωρεί λογικές τις υποθέσεις που έγιναν ότι το κτίριο μπορεί να ήταν Ιερά Οικίαπανδοχείο ή χώρος συνάθροισης επισήμων του Ιερού ή και του Δήμου ακόμα, συμπληρώνει όμως ότι κανένα γνωστό τέτοιο κτίριο δεν διαθέτει πύργο. 234 Σύντομα για τις δύο αυτές οικίες βλ. Jones 1974, Lauter 1993,

49 αγροικιών και εντάσσει την «Ιερά Οικία» της Ζωστήρας 236 στο δεύτερο τύπο, ο οποίος περιλαμβάνει περίκλειστες οικίες με τετράγωνο ή ορθογώνιο πύργο στη μια τους γωνία. Ο Δημακόπουλος εκφράζει και επιφυλάξεις για την ταύτιση αυτή, κυρίως επειδή με την οικία δεν συνδέονται ευρήματα όπως τριβεία, ελαιοπιεστήρια, αναβαθμίδες καλλιέργειας κλπ, που συνοδεύουν συνήθως τις αγροικίες, πιστεύει όμως ότι μορφολογικά το κτίριο μοιάζει με αγροικία. Η χρονολόγησή του στον 4 ο αι. π.χ., στην εποχή της ακμής της αττικής υπαίθρου, πιστεύουμε ότι ενισχύει την πιθανότητα αυτή Το κτίριο στη Γόρτυνα της Αρκαδίας Η αρχαία Γόρτυς υπήρξε μια σημαντική αρκαδική πόλη. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Γορτύνιου ποταμού, ο οποίος στον άνω ρουν του ονομάζεται Λούσιος ποταμός. Ο αρχαιολογικός χώρος είναι σήμερα προσιτός από τα χωριά Ατσίχολος και Ελληνικό (εικ. 25). Σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία πόλη αποτελεί η περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, πoυ την επισκέφτηκε τo 174 μ.χ Η αρχαία Γόρτυς ανασκάφηκε από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή τα έτη , και Οι ανασκαφές αποκάλυψαν την Ακρόπολη της πόλης με τους δύο αμυντικούς οχυρωματικούς περιβόλους της - έναν μεγάλο και έναν μικρότερο - και δύο ιερά του Ασκληπιού, το άνω ιερό στην περιοχή της Ακρόπολης και το κάτω ιερό, βορειότερα σε ένα στενό πλάτωμα στην απόκρημνη ρεματιά του Γορτύνιου (εικ. 26, 27) 240. Τα δύο ιερά του θεού βρίσκονταν εκτός της Ακρόπολης, εντός όμως των ορίων της αραιοκατοικημένης πόλης της Γόρτυνας 241. Στην περιοχή του κάτω ιερού δύο βαθιά ρέματα διαιρούν σήμερα το χώρο στα τρία. Μέσα στο βορειότερο ρέμα έχει χαθεί όλο το νότιο τμήμα του μικρού ναού του Ασκληπιού και μεγάλο μέρος της στοάς. Το πλάτωμα νότια της στοάς διαιρείται από το νοτιότερο ρέμα σε δύο τμήματα. Εκατέρωθεν του ρέματος αποκαλύφθηκαν το 1954 και 1955 τοίχοι κτιρίων 242. Συστηματικά ανασκάφηκαν οι τοίχοι που βρίσκονταν στο νοτιότερο τμήμα του πλατώματος (deuxième plateau), οι οποίοι αποδόθηκαν 236 Αν και η άποψη περί «Ιεράς Οικίας» έχει πια εγκαταλειφθεί, στα κείμενα το κτίριο εξακολουθεί να αναφέρεται έτσι. 237 Ευχαριστώ πολύ το Σ. Δημακόπουλο για τις πληροφορίες που μου παρείχε. Για άλλες αναφορές της οικίας της Ζωστήρας ως αγροικίας βλ. Hellmann 2010, 143, Σταϊνχάουερ 2008, 172. Σύντομα για τους 4 τύπους αγροικιών που διακρίνει ο Δημακόπουλος βλ. Dimakopoulos 2014, Παυσ , Παπαχατζής 1999, 1, Ginouvès 1959, vii, όπου αναφέρεται και η σχετική βιβλιογραφία. 240 Ginouvès 1959, ix. Για τα δύο Ασκληπιεία της πόλης βλ. Jost 1985, , Riethmüller 2005β, με αναλυτική βιβλιογραφία. 241 Riethmüller 2005β, Reekmans 1955, , Reekmans 1956,

50 σε τρεις οικίες (Maison I, II, III) (εικ. 28, 29) 243. Σε ένα άλλο κτίριο ανήκαν, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι τοίχοι που βρέθηκαν στη νότια άκρη του βορειότερου πλατώματος (premier plateau) (εικ. 27). Οι τοίχοι αυτοί σχημάτιζαν τη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου αυτού 244. Το κτίριο που μας αφορά εδώ είναι αυτό που ονομάστηκε από τους Γάλλους Maison I. Η νοτιοδυτική του γωνία σώζεται στο βόρειο τμήμα του δεύτερου πλατώματος, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί μέσα στο ρέμα. Η Kraynak υποστήριξε ότι οι τοίχοι στο πρώτο πλάτωμα ανήκουν στην Οικία Ι και σχηματίζουν τη βορειοανατολική γωνία της 245. Οι ίδιοι οι Γάλλοι ανασκαφείς είχαν επισημάνει ότι ο βόρειος τοίχος στο πρώτο πλάτωμα είναι παράλληλος με το νότιο τοίχο της Οικίας Ι και ότι ο ανατολικός τοίχος της Οικίας Ι πιθανότατα βρίσκονταν στην προέκταση του ανατολικού τοίχου του πρώτου πλατώματος 246. Είναι αλήθεια ότι στις δημοσιευμένες φωτογραφίες φαίνεται ότι η τοιχοποιία των τοίχων του πρώτου πλατώματος (εικ. 30) μοιάζει με εκείνη του νοτιοανατολικού και νοτιοδυτικού τοίχου της Οικίας Ι (εικ. 31). Η εξωτερική πλευρά των τοίχων αυτών είναι κατασκευασμένη από μεγάλες πολυγωνικές πέτρες ασβεστόλιθου, οι οποίες συνδέονται με εξαιρετικά φροντισμένο τρόπο, παρόλο που η εξωτερική τους όψη είναι αδρά δουλεμένη. Η ανωδομή ήταν πλίνθινη 247. Αν θεωρήσουμε ότι ισχύει η άποψη της Kraynak ότι οι τοίχοι στο πρώτο και δεύτερο πλάτωμα ανήκουν όλοι στην Οικία Ι, τότε οι εξωτερικές διαστάσεις του κτιρίου θα ήταν 25 x 37,5 μ. Τα δωμάτια τακτοποιούνταν συμμετρικά γύρω από μια κεντρική αυλή, η οποία θα ήταν πολύ μεγάλη. Στην νότια πλευρά διατηρούνται 3 δωμάτια και τμήμα ενός τέταρτου (δ, γ, β, α) και στη δυτική ένα δωμάτιο και τμήματα άλλων δύο (ε, ζ, η) (εικ. 29). Όλα τα δωμάτια είχαν το ίδιο περίπου πλάτος (μεταξύ 3,02 και 3,15 μ.) 248. Τα δωμάτια της νότιας πτέρυγας είχαν βάθος 4,50 μ. και εκείνα της δυτικής 3,40 μ. Η Kraynak υπολόγισε ότι στη νότια και 243 Reekmans 1955, Στα νοτιοδυτικά των Οικιών ΙΙ και ΙΙΙ αποκαλύφθηκαν τοίχοι που ανήκουν σε ένα άλλο κτίριο, το οποίο δεν αριθμήθηκε (Reekmans 1956, 406). 244 Reekmans 1955, 337, Reekmans 1956, Kraynak 1984, Reekmans 1956, 401, 405. Ωστόσο οι Γάλλοι δεν καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι τοίχοι στο πρώτο και δεύτερο πλάτωμα ανήκουν στο ίδιο κτίριο, αλλά διακρίνουν την «Οικία του πρώτου πλατώματος» (la maison du premier plateau) από την Οικία Ι (la maison I). Η Kraynak 1984, 184 σημ. 192 θεωρεί ότι ο Reekmans έκανε την υπόθεση ότι οι τοίχοι ανήκουν όλοι στην Οικία Ι. Κατά τη γνώμη μας το γαλλικό κείμενο είναι σαφές: «Αν αποδεχτούμε ότι ο ανατολικός τοίχος της Οικίας Ι βρίσκεται λίγο πολύ στην επιμήκυνση του ανατολικού τοίχου του σπιτιού του πρώτου πλατώματος, ο νότιος τοίχος του μεγάλου σπιτιού πρέπει να είχε μήκος 25 μέτρα» (Reekmans 1956, 405). 247 Reekmans 1956, Οι εσωτερικοί τοίχοι της Οικίας Ι και η εσωτερική όψη των εξωτερικών της τοίχων είχαν κατασκευαστεί από μικρές πέτρες ασβεστόλιθου προσεκτικά συναρμοσμένες με πηλό. Έτσι ήταν κατασκευασμένοι και όλοι οι τοίχοι των Οικιών ΙΙ και ΙΙΙ (Reekmans 1955, 339). 248 Οι ανασκαφείς (Reekmans 1956, 402 σημ. 2) θεωρούν ότι τα δωμάτια α και η είχαν και αυτά το ίδιο πλάτος, παρόλο που δεν σώζονται ολόκληρα. 43

51 βόρεια πτέρυγα θα υπήρχαν από 6 δωμάτια και στην ανατολική και δυτική από 7, συνολικά δηλαδή το κτίριο θα διέθετε 26 δωμάτια, από τα οποία ένα θα κατείχε τη θέση της εισόδου 249. Η ύπαρξη της εστίας δ (εικ. 32) υποδεικνύει ότι το δωμάτιο δ στη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου ήταν κουζίνα. Το δάπεδο της εστίας καλυπτόταν με χαλίκια 250. Ο χώρος της εστίας χωριζόταν από την κουζίνα με συμπαγή τοίχο, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται στο σημείο αυτό μια καπνοδόχη 251. Στο δάπεδο της εστίας βρέθηκαν πήλινες σωληνώσεις αποχέτευσης 252. Το λουτρό φαίνεται ότι βρισκόταν στο δωμάτιο β, όπου βρέθηκε μια μεγάλη βάση νεροχύτη 253. Πήλινες σωληνώσεις, που εντοπίστηκαν κάτω από τον δυτικό τοίχο της αίθουσας β, πρέπει να αποστράγγιζαν το νερό που χρησιμοποιούνταν σε αυτήν την αίθουσα προς ένα πηγάδι στη νοτιοδυτική γωνία της αυλής. Από εκεί τα νερά περνώντας μέσα από τις σωληνώσεις της εστίας δ θα οδηγούνταν εκτός του δυτικού τοίχου του κτιρίου. Το πηγάδι, από το οποίο δεν παραμένει κανένα ίχνος, θα συγκέντρωνε αρχικά τα νερά της αυλής 254. Οι τοίχοι του κτιρίου ήταν αρκετά δυνατοί, για να υποστηρίξουν ένα δεύτερο όροφο, άλλα τα στοιχεία που θα αποδείκνυαν την ύπαρξή του έχουν χαθεί οριστικά μέσα στο ρέμα 255. Τα κτίρια του δεύτερου πλατώματος χρονολογήθηκαν στον 4 ο αι. π.χ. με βάση τα άφθονα νομίσματα του Κοινού των Αρκάδων, που βρέθηκαν σε αυτά. Η ωραία πολυγωνική τοιχοποιία της Οικίας Ι 256 και ορισμένες ομοιότητές της με τα σπίτια της Ολύνθου 257 επιβεβαιώνουν τη χρονολόγησή της στον 4 ο αι. π.χ., που είναι και η εποχή της μεγάλης ακμής της Γόρτυνας. Για την Οικία Ι το 1956 ο T. Reekmans εξέφρασε αμφιβολίες για το αν ήταν πράγματι μια οικία. Οι τοίχοι της είναι πιο επιβλητικοί και καλοκτισμένοι από τους τοίχους των γειτονικών της κτιρίων. Ο Reekmans υποστήριξε ότι και η κάτοψη του κτιρίου με τα πολλά και ομοιόμορφα δωμάτια δεν θυμίζει τη συνήθη κάτοψη των ιδιωτικών σπιτιών, ενώ θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα δημόσιο κτίριο. Έτσι θεώρησε ότι μπορεί να επρόκειτο για 249 Kraynak 1984, 80. Ο Riethmüller 2005β, 197 σημ. 53 σημειώνει ότι ο Reekmans στο κείμενο του 1956 αναφέρει ότι η Οικία Ι είχε 25 δωμάτια. Ωστόσο ο Reekmans δεν αναφέρει αριθμό δωματίων για το κτίριο. Αριθμό δωματίων (26) αναφέρει η Kraynak. Ο Reekmans 1956, 405 υπολογίζει απλώς ότι ο νότιος τοίχος της Οικίας Ι πρέπει να είχε μήκος 25 μέτρα, πράγμα που θα σήμαινε ότι η νότια πτέρυγα πρέπει να περιείχε έξι ή επτά δωμάτια. Ίσως έχει γίνει κάποιου είδους σύγχυση με τον αριθμό Τα δάπεδα όλων των άλλων δωματίων ήταν από πατημένο χώμα. 251 Reekmans 1955, Reekmans 1956, Reekmans 1955, Reekmans 1956, 405. Η έξοδος των νερών θα γινόταν εξωτερικά του δυτικού τοίχου της εστίας δ, στο σημείο όπου στον τοίχο σώζεται το ασβεστολιθικό στόμιο ενός αγωγού (Reekmans 1956, 402, εικ. 6). 255 Reekmans 1956, Reekmans 1955, Όπως π.χ. η παρατακτικότητα των χώρων, η έλλειψη πλακόστρωσης στα δάπεδα, η ύπαρξη κουζίνας με καπνοδόχη. Επίσης η βάση νιπτήρα που βρέθηκε στο δωμάτιο β μοιάζει με αντίστοιχες από την Όλυνθο (Reekmans 1955, 339, Reekmans 1956, 402, 405). 44

52 ξενώνα ή οικία ιερέων 258. Ο R. Ginouvès 259 και η M. Jost 260 δεν διαφώνησαν με την άποψη αυτή. Ας σημειωθεί ότι λίγα χρόνια νωρίτερα οι H. Metzger και P. Courbin είχαν ταυτίσει με καταγώγια και πανδοχεία για τους ασθενείς και άλλα κτίρια στα βόρεια του μεγάλου ναού του θεού 261. Η Kraynak υποστήριξε ότι η μορφή της κάτοψης της Οικίας Ι, οι ενδείξεις για μαγείρεμα και η ύπαρξη μπάνιου συνηγορούν υπέρ της ταύτισης του κτιρίου με πανδοχείο. Κατά την Kraynak είναι και η θέση του κτιρίου, σε μια πόλη που υπήρξε σημαντική λουτρόπολη της Πελοποννήσου, κοντά σε ένα θεραπευτικό ιερό, το οποίο αποτελούσε το μεγαλύτερο αρκαδικό κέντρο λατρείας του Ασκληπιού, που κάνει πιθανή την ταύτισή του με πανδοχείο 262. Ο Riethmüller διαφωνεί με όλα τα παραπάνω. Κατά τη γνώμη του η απόσταση που χωρίζει την Οικία από το μικρό ναό (120 μ.) και τη στοά (70 μ.) είναι μεγάλη, γι αυτό ο ίδιος πιστεύει ότι το κτίριο δεν σχετιζόταν με το ιερό. Η στοά και το ρέμα στα νότια συνιστούσαν το νότιο όριο του ιερού. Από κει και πέρα, έως την Ακρόπολη, θα εκτείνονταν τα σπίτια της πόλης, ένα από τα οποία θα ήταν και η Οικία Ι. Το κάτω ιερό του Ασκληπιού είναι κατά τον Riethmüller ένα ἐν ἄστει ιερό, εντάσσεται δηλ. μέσα στην πόλη, γι αυτό και δεν ορίζεται από περίβολο ούτε και διαθέτει πρόπυλο. Ο Riethmüller πιστεύει ότι σε ένα τέτοιο ιερό, που δεν βρίσκεται απομονωμένο, το κτίσιμο ενός καταγωγίου δεν θα είχε νόημα. Για τους ίδιους λόγους θεωρεί ότι και τα κτίρια στα βόρεια του μεγάλου ναού του θεού, τα οποία βρίσκονται γύρω στα 80 μ. μακριά από το ναό, δεν σχετίζονται με το ιερό, αλλά αποτελούν απλά μια συνοικία της πόλης Το Λεωνίδαιο στην Ολυμπία «Η Ολυμπία είναι για μας κάτι περισσότερο από ιστορικός τόπος είναι η εγκυρότερη έκφραση της ιδέας, που είχαν οι Έλληνες για τον εαυτό τους ( ). Ό,τι θέλησαν ποτέ οι Έλληνες πραγματοποιήθηκε στο τέμενος της Άλτης, στην ήρεμη και απλόχωρη κοιλάδα του Αλφειού: η ευσέβεια ( ) ο αγώνας ( ) η δόξα ( ) η κοινή καταγωγή όλων των Ελλήνων ( ) και τέλος ( ) η καλοκαγαθία, ένα ιδεώδες του τέλειου.» Reekmans 1956, Ginouvès 1959, Jost 1985, Metzger 1951, 132, Courbin 1952, 245. Η Jost 1985, 208 επαναλαμβάνει την άποψη αυτή. 262 Όσον αφορά τα κινητά ευρήματα από την ανασκαφή της Οικίας Ι, θα περιμέναμε οι Γάλλοι να αναφερθούν αναλυτικά σε αυτά. Αντιθέτως κάνουν λόγο μόνο για μια περόνη και για τμήματα μιας μυλόπετρας (Reekmans 1955, 339). 263 Riethmüller 2005β, , σημ. 53 και 55, Riethmüller 2005α, Gruben 2000,

53 Το Λεωνίδαιο βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του ιερού του Δία στην Ολυμπία, έξω από τον περίβολο της Άλτεως (εικ. 34 και 42). Η ταύτιση του κτιρίου με το Λεωνίδαιο που αναφέρει ο Παυσανίας ( ) έγινε το 1886, όταν βρέθηκαν έξι τμήματα από το επιστύλιό του, που έφεραν ίχνη της επιγραφής: Λ[ε]ωνίδ[η]ς Λεώτου Νάξιος ἐποί[ησε 265. Το Λεωνίδαιο έχει προσανατολισμό διαφορετικό από εκείνον των κτιρίων του κυρίως ιερού εντός της Άλτεως, καθώς «στρέφει» τη νότια πλευρά του προς την Ιερά Οδό, η οποία ερχόταν από τα δυτικά. Κάτω από το Λεωνίδαιο αποκαλύφθηκαν παλαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα, τα οποία πιθανότατα ανήκουν σε μια μεγάλη στοά 266. Το μνημείο ήρθε στο φως κατά τις πρώτες γερμανικές ανασκαφές ( ), οι οποίες αποκάλυψαν το βόρειο τμήμα του και την περιοχή κοντά στη νότια είσοδο. Ολόκληρο το νότιο τμήμα αποκαλύφθηκε μεταξύ του 1954 και Μια πρώτη κάτοψη του κτιρίου παρουσίασε το 1959 ο E. Kunze σε άρθρο του για την Ολυμπία, στον τόμο Neue deutsche Ausgrabungen im Mittelmeergebiet und im Vorderen Orient 268 (εικ. 33). To 1971 o A. Mallwitz δημοσίευσε - αφιερώνοντάς την ως δώρο, όπως ο ίδιος γράφει, στον Kunze για τα εβδομηκοστά του γενέθλια - μια ολοκληρωμένη γενική κάτοψη του ιερού 269, στην οποία η κάτοψη του Λεωνιδαίου παρουσιάστηκε συμπληρωμένη (εικ. 34) αποδίδοντας τη μορφή του κτιρίου κατά την πρώτη του φάση, την ελληνική. Σύμφωνα με τον Mallwitz στην κάτοψη αυτή μόνο η τοποθέτηση των θυρών στα δωμάτια είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετική, καθώς λόγω των μετέπειτα ρωμαϊκών επεμβάσεων εντοπίστηκε η θέση ελάχιστων μόνο από τις παλαιότερες θύρες 270. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η ιστορία του μνημείου και η αρχιτεκτονική του εξέλιξη παρουσιάστηκαν στη βιβλιογραφία σε διάσπαρτα άρθρα και αναφορές. Λόγω του πρόωρου θανάτου του Mallwitz το 1986 η μονογραφία για την αρχιτεκτονική του κτιρίου δεν 265 Για την επιγραφή βλ. Treu 1888, , Borrmann 1966, 86, Dittenberger - Purgold 1966, IvO 651, Weil 1966, Οι Borrmann και Dittenberger - Purgold επαναλαμβάνουν την άποψη του Treu ότι από τα έξι τμήματα επιστυλίου που βρέθηκαν, τα δύο προέρχονται από μια δεύτερη, όμοια επιγραφή, που βρισκόταν σε διαφορετικό σημείο του κτιρίου. Οι δύο επιγραφές βρίσκονταν μάλλον στη νότια και βόρεια εξωτερική κιονοστοιχία. Το αν υπήρχε επιγραφή και στις άλλες δύο όψεις του κτιρίου, ανατολικά και δυτικά, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Για το ζήτημα του αν ο Λεωνίδας ήταν μόνο αναθέτης ή και αρχιτέκτονας του Λεωνιδαίου βλ. και Boersma 1973, Ο Fuchs 2013, 279 υποστηρίζει ότι ο Λεωνίδας ήταν και ο αρχιτέκτονας του κτιρίου. 266 Mallwitz 1972, 246. Ο Fuchs 2013, 285 συμπληρώνει ότι η στοά αυτή πιθανόν να ανήκε σε ένα συγκρότημα εργαστηρίων. Στη θεμελίωση της στοάς βρέθηκαν τμήματα του οριζόντιου γείσου του ναού του Δία, ο οποίος γνωρίζουμε ότι επισκευάστηκε γύρω στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. Η στοά λοιπόν χρονολογείται στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. και πιθανόν τότε να αποτελούσε το νοτιοδυτικό όριο του χώρου, όπου τελούνταν οι εορτές. 267 Για τις ανασκαφές στο Λεωνίδαιο βλ. Borrmann 1966, 83-93, πίν , και σύντομες αναφορές στους: Kunze 1958, 4-5, Kunze 1961, 2-4, 11, 16-17, Mallwitz 1981, 10, Herrmann 2003, 42. Σύντομες περιγραφές του μνημείου διαβάζουμε και στον Sinn 2000, και Sinn 2004, Kunze 1959, και Beil. I. 269 Mallwitz 1971, εικ. 3. Αυτή η κάτοψη παρουσιάζεται και στον Mallwitz 1972, 313. Για μια πιο πρόσφατη, συμπληρωμένη κάτοψη του ιερού βλ. Kyrieleis 2002, Beil. 270 Mallwitz 1971, 156. Η Kraynak 1984, θεωρεί ότι η παλαιότερη κάτοψη αποδίδει πιο πειστικά τη μορφή που είχε η δυτική πτέρυγα του Λεωνίδαιου, οι υπόλοιποι ερευνητές όμως παρουσιάζουν την κάτοψη του Mallwitz ως σωστή. 46

54 συντάχτηκε ποτέ. Τα πορίσματα των ανασκαφών των ετών δημοσιεύτηκαν τελικά το Στη δημοσίευση όμως αυτή ο W. Fuchs παρουσιάζει αναλυτικά μόνο τα ευρήματα κεραμικής. Το κείμενο συνοδεύεται και από το αναλυτικό αρχιτεκτονικό σχέδιο του κτιρίου, το οποίο είχε αναλάβει να καταρτίσει ο K. Herrmann 271. Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε τη μορφή που είχε το Λεωνίδαιο στην αρχική του φάση (εικ. 35). Στις αλλαγές που υπέστη το κτίριο στα ρωμαϊκά χρόνια θα αναφερθούμε με συντομία. Με διαστάσεις 74,80 μ. x 81,08 μ. και εμβαδό m 2 το Λεωνίδαιο είναι, με εξαίρεση το Γυμνάσιο, το μεγαλύτερο οικοδόμημα του ιερού της Ολυμπίας 272. Διαθέτει δύο εισόδους, οι οποίες έχουν τη μορφή διαδρόμου και βρίσκονται περίπου στο κέντρο της βόρειας και νότια πλευράς του. Τα δωμάτια οργανώνονται γύρω από μια κεντρική αυλή με δωρικό περιστύλιο. Εξωτερικά μια ιωνική κιονοστοιχία περιτρέχει ολόκληρο το κτίριο 273. Για την κατασκευή των λίθινων μερών του κτιρίου χρησιμοποιήθηκε απολιθωματοφόρος ασβεστόλιθος, ενώ οι τοίχοι πάνω από τη λίθινη βάση τους αποτελούνταν από ωμές πλίνθους. Για το στυλοβάτη, τις βάσεις και τα κιονόκρανα των εξωτερικών κιόνων, καθώς και για τα κιονόκρανα της εσωτερικής κιονοστοιχίας χρησιμοποιήθηκε ασβεστολιθικός αμμόλιθος. Η στέγη ήταν πήλινη και τα δάπεδα απλώς χωμάτινα 274. Οι εξωτερικοί ιωνικοί κίονες ήταν συνολικά 138 (34 στα ανατολικά και δυτικά και 37 στα βόρεια και νότια). Σήμερα σώζονται in situ οι βάσεις 115 από αυτούς. Το μεταξόνιο της κιονοστοιχίας ήταν 2,23 μ. και το γωνιακό μεταξόνιο 2,145 μ Η μορφή της περίστασης (εικ. 37) μπορεί να αποκατασταθεί, καθώς πολλά από τα αρχιτεκτονικά μέλη του Λεωνιδαίου βρέθηκαν εντοιχισμένα στο παρακείμενο τείχος του 3 ου αι. μ.χ.: πάνω στον αποτελούμενο από δύο βαθμίδες στυλοβάτη στέκονταν οι ραδινοί κίονες, ύψους περίπου 5,55 μ., που είχαν 20 ραβδώσεις. Οι βάσεις των κιόνων αποτελούνταν από τροχίλο και σπείρα και πατούσαν σε τετράγωνες πλίνθους. Τα κιονόκρανα ήταν λιτά και ο θριγκός χαμηλός, με διταινιωτό επιστύλιο και όδοντες, αλλά χωρίς ζωφόρο 276. Καινοτομία αποτελούν τα γωνιακά κιονόκρανα, τα οποία έχουν τη μορφή αντεστραμμένου καμπανόσχημου κάλαθου, που φέρει τετράγωνο άβακα κοίλου προφίλ 277. Η τοποθέτησή τους στις γωνίες της περίστασης έλυνε το πρόβλημα 271 Fuchs 2013, Η κεραμική από την ελληνική φάση του Λεωνιδαίου, όπως δημοσιεύτηκε από τον Fuchs (Fuchs 2013, ), είναι πολύ λίγη και δεν μπορεί κατά τη γνώμη μας να προσφέρει στη συζήτηση περί της λειτουργίας του κτιρίου. 272 Mallwitz 1972, Παρατηρήσεις για την ιεράρχηση των ρυθμών στο Λεωνιδαίο διαβάζουμε στον Lauter 1986, Leypold 2008, 106. Για τα υλικά δομής στο Λεωνίδαιο βλ. και Borrmann 1966, Mallwitz 1972, Αναλυτικά για τη μορφή των ιωνικών μελών βλ. Borrmann 1966, 86-88, Mallwitz 1972, , εικ. 197, Hoepfner 1996, 40, εικ Αναλυτικά για τα κιονόκρανα αυτά βλ. Mallwitz 1988α, , πίν

55 του γωνιακού ιωνικού κιονοκράνου. Η εξωτερική λοιπόν όψη του Λεωνιδαίου θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόδιδε την καταγωγή του αναθέτη του, του Νάξιου Λεωνίδη. Για την εσωτερική κιονοστοιχία της αυλής προτιμήθηκε ο δωρικός ρυθμός (εικ. 38). Το περιστύλιο αριθμεί 12 x 12 κίονες. Το μεταξόνιο ήταν ευρύ, 2,70 μ., και στις γωνίες λίγο ευρύτερο, 2,73 μ., με αποτέλεσμα σε κάθε μετακιόνιο διάστημα να αντιστοιχούν όχι 2 αλλά 3 ενότητες μετοπών-τριγλύφων. Οι κίονες είχαν ύψος 5 μ. Ο θριγκός ήταν και εδώ χαμηλός έτσι, ώστε το γείσο της στέγης να βρίσκεται στο ίδιο ύψος τόσο πάνω από την εξωτερική όσο και πάνω από την εσωτερική κιονοστοιχία. Όμοια στο εξωτερικό και στο εσωτερικό ήταν η πήλινη σίμη, στολισμένη με λεοντοκεφαλές και μεγάλα ανθεμωτά ακροκέραμα, μία από τις ωραιότερες της Ολυμπίας (εικ. 39) 278. Παρά τις εκτεταμένες ρωμαϊκές επεμβάσεις η διάρθρωση των χώρων στο κτίριο της ελληνικής εποχής μπορεί να αποκατασταθεί. Τα πιο ευρύχωρα δωμάτια βρίσκονταν στη δυτική πλευρά. Ήταν 6 και αποτελούνταν από έναν κυρίως χώρο σχεδόν τετράγωνο (περίπου 10 x 10 μ.) και έναν προθάλαμο βάθους 5 μ. Η δυτική πτέρυγα δηλαδή είχε συνολικό βάθος περίπου 15 μ. Είχε επίσης τη δική της στέγη, η οποία εξείχε πάνω από τη στέγη του υπόλοιπου κτιρίου (εικ. 40) 279. Οι άλλες τρεις πτέρυγες είχαν βάθος 10 μ. και διαιρούνταν σε ενότητες πλάτους 5 μ. Από τις ενότητες αυτές 10 είχαν τη μορφή ορθογώνιων διαδρόμων και 14 διαιρούνταν με εγκάρσιο τοίχο σε δύο μικρά τετράγωνα δωμάτια η καθεμία. Κάθε μικρό τετράγωνο δωμάτιο είχε διαστάσεις περίπου 4,80 x 4,80 μ. Οι διάδρομοι και οι ενότητες των δύο μικρών δωματίων εναλλάσσονταν. Στο κέντρο της βόρειας και νότιας πτέρυγας υπήρχε ο πλατύς διάδρομος της εισόδου προς την αυλή, ο οποίος είχε στα ανατολικά ένα στενό δωμάτιο για το θυρωρό 280. Στη βόρεια και νότια πτέρυγα τα δωμάτια ομαδοποιούνταν ως εξής: ανατολικά και δυτικά της εισόδου τέσσερα μικρά δωμάτια πλαισίωναν έναν διάδρομο, ο οποίος είχε πόρτα μόνο προς την αυλή. Η ανατολική πτέρυγα διαιρούνταν σε έξι τμήματα συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στη βορειοανατολική και νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου - που αποτελούνταν το καθένα από έναν διάδρομο και δύο μικρά δωμάτια στο πλάι του. Τα τμήματα στις ανατολικές γωνίες του κτιρίου ήταν τοποθετημένα έτσι, ώστε τα δύο μικρά δωμάτια να βρίσκονται κατά μήκος του ανατολικού εξωτερικού τοίχου. Οι διαστάσεις όλων γενικά των δωματίων του Λεωνιδαίου υπολογίστηκαν με βάση το μήκος των 5 μ Σε αυτό οφείλεται η μεγάλη συμμετρία στη διάταξη των χώρων. Ταυτόχρονα με την κατασκευή του 278 Για τα δωρικά μέλη του ναού βλ. Borrmann 1966, 87-88, Mallwitz 1972, 250, εικ. 198, Hoepfner 1996, 36-37, 40, εικ. 33. Για τη στέγη Heiden 1995, Mallwitz 1972, Ο διάδρομος της εισόδου και το στενό δωμάτιο είχαν συνολικό πλάτος ίσο με το πλάτος δύο ενοτήτων δηλ. περίπου 10 μ. 281 Leypold 2008,

56 κτιρίου μπροστά από την ανατολική του πλευρά διαμορφώθηκε και μια μεγάλη πομπική οδός 282, παρόλα αυτά όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη εισόδου στην ανατολική πλευρά 283. Επίσης για τη θέση των θυρών στα δωμάτια της ανατολικής πτέρυγας δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα. Ο W. Hoepfner στη δική του κάτοψη (εικ. 41) τις τοποθετεί διαφορετικά απ ό,τι ο Mallwitz. Τέλος, γύρω από το Λεωνίδαιο υπήρχε φαρδύς αγωγός για την απορροή των νερών της βροχής. Μια διακλάδωσή του περνούσε κάτω από το δάπεδο του στενού δωματίου δίπλα από την είσοδο της βόρειας πλευράς και οδηγούσε στην αυλή. Μια επέκτασή του με τη μορφή κτιστού καναλιού σώζεται στην περιοχή της νότιας εισόδου και κάτω από το στυλοβάτη της νότιας κιονοστοιχίας, ανάμεσα στον 17 ο και 18 ο κίονα από τα δυτικά 284. Όσον αφορά τη χρονολόγηση, ο R. Borrmann τοποθέτησε την αρχική φάση του κτιρίου στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. Η μορφή των γραμμάτων της επιγραφής ( π.χ.) υποδεικνύει μια λίγο πιο όψιμη χρονολόγηση 285. Ο Mallwitz χρονολόγησε το αρχικό κτίριο στα π.χ Ο H. V. Herrmann στα 330 π.χ Ο Fuchs στην τελική δημοσίευση τοποθετεί το κτίσιμο του κτιρίου στα 325 π.χ. περίπου 288. Στα ρωμαϊκά χρόνια το Λεωνίδαιο υπέστη ριζική ανακατασκευή (εικ. 36) 289. Στις γωνίες του διαμορφώθηκαν τέσσερεις ενότητες δωματίων, η καθεμία γύρω από ένα atrium. Από τα υπόλοιπα δωμάτια άλλα είχαν τη μορφή ανοιχτής προς την αυλή αίθουσας, άλλα τη μορφή διαδρόμου και άλλα τη μορφή μικρής εξέδρας. Στο κέντρο της αυλής διαμορφώθηκε κήπος με τεχνητή διακοσμητική λίμνη. Ο Mallwitz χρονολόγησε τη ρωμαϊκή ανακατασκευή στα χρόνια του Αδριανού, συγκεκριμένα στην τρίτη δεκαετία του 2 ου αι. μ.χ Πιο πρόσφατα ο S. Specht μελέτησε την τυπολογία του κήπου της αυλής και πρότεινε μια χρονολόγηση στα χρόνια των Φλαβίων (1 ος αι. μ.χ.) 291. Στην τελική δημοσίευση ο Fuchs κάνει λόγο για δύο διαδοχικές ρωμαϊκές φάσεις: κατά την πρώτη φάση, η οποία χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Αδριανού, συγκεκριμένα περί το 121 μ.χ., διαμορφώθηκαν τα 282 Fuchs 2013, Leypold 2008, 108. Η Heermann 1984, 248, σημ. 29 θεωρεί λογικό η διάταξη των δωματίων στην ανατολική πτέρυγα να ήταν όμοια με εκείνη στη βόρεια και νότια, κάτι που προϋποθέτει την ύπαρξη εισόδου στα ανατολικά. Η Leypold 2008, 109 σημ. 550 πιστεύει ότι η λύση αυτή δεν είναι ικανοποιητική, γιατί δεν μπορεί να ενσωματώσει πειστικά στην κάτοψη τη βόρεια και νότια ενότητα δωματίων. 284 Mallwitz 1972, Borrmann 1966, Mallwitz 1972, Herrmann 1972, Fuchs 1994, 29, Fuchs 2013, 289. Επίσης βλ. και Heiden 1995, 140, σημ Για την κεραμική της πρώτης φάσης του κτιρίου βλ. Fuchs 2013, Για αναλυτική περιγραφή του ρωμαϊκού Λεωνιδαίου βλ. Borrmann 1966, 89-92, Mallwitz 1972, , εικ. 201, Mallwitz 1988β, 31, Rogge Specht 1996, , Specht 2001, και Fuchs 2013, , όπου περιγράφονται κυρίως τα κεραμικά ευρήματα της ρωμαϊκής περιόδου. 290 Mallwitz 1972, 252, Mallwitz 1988β, 31-35, επίσης Fuchs 1994, Rogge - Specht 1996, , Specht 2001,

57 δωμάτια γύρω από την αυλή και κατά τη δεύτερη φάση, περί το 160 μ.χ., διαμορφώθηκε η αυλή με τις εγκαταστάσεις νερού 292. Το Λεωνίδαιο υπέστη μεγάλες καταστροφές από σεισμό στις αρχές του 3 ου αι. μ.χ. Στα τέλη του ίδιου αιώνα το οικοδομικό του υλικό χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του τείχους που κτίστηκε για την σωτηρία του ναού του Δία από τους Έρουλους, αν και αυτοί τελικώς δεν έφτασαν στην Ολυμπία. Ακολούθησε μια τελευταία φάση ιδιωτικής μάλλον χρήσης του χώρου. Στα μέσα του 4 ου αι. μ.χ. οι πλημμύρες του ποταμού Κλάδεου έθαψαν το μνημείο κάτω από στρώματα λάσπης τερματίζοντας μετά από 800 χρόνια την ιστορία του 293. Για τη χρήση του Λεωνιδαίου στα ρωμαϊκά χρόνια μας πληροφορεί ο Παυσανίας: κατ εμὲ δὲ ἐς αὐτὸ ῥωμαίων ἐσῳκίζοντο οἱ τὴν Ἑλλάδα ἐπιτροπεύοντες. Δηλαδή το 2 ο αι. μ.χ. το Λεωνίδαιο λειτουργούσε ως κατάλυμα για επιφανείς Ρωμαίους. Οι περισσότεροι μελετητές του μνημείου συμφωνούν ότι ίδια ήταν και η χρήση του ελληνιστικού κτιρίου: ένα πανδοχείο για τους επισήμους που επισκέπτονταν την Ολυμπία κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες 294. Ο Mallwitz έκανε την υπόθεση ότι το κτίριο φιλοξενούσε ευγενείς που έπαιρναν μέρος στους ιππικούς αγώνες 295. Η Kraynak θεώρησε πιθανό να ισχύει η υπόθεση, που έκανε ο J. S. Boersma, ότι ο Λεωνίδης ήταν θεωρός ή θεωροδόκος της Νάξου 296 και υποστήριξε ότι το Λεωνίδαιο μπορεί να στέγαζε τους θεωρούς που αποστέλλονταν στην Ολυμπία. Όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων που μπορούσαν να φιλοξενηθούν στο κτίριο, η Kraynak υπολόγισε ότι τα 50 δωμάτια μπορούσαν να φιλοξενήσουν 100 έως 300 άτομα 297. Ο M. Dillon θεωρεί απίθανο το κτίριο να στέγαζε αποκλειστικά θεωρούς, ενώ διαφωνεί και με τους υπολογισμούς της Kraynak για τη χωρητικότητα του κτιρίου, καθώς ο ίδιος δεν θεωρεί δεδομένο ότι οι αρχαίοι Έλληνες στα ξενοδοχεία τους μοιράζονταν πάντα τα δωμάτιά τους 298. Ο Dillon πιστεύει ότι τα μικρότερα δωμάτια του Λεωνιδαίου μπορεί να φιλοξενούσαν έναν μόνο επισκέπτη, ενώ τα μεγαλύτερα δύο ή τρεις 299. Η V. Heermann υποστήριξε την άποψη ότι το Λεωνίδαιο, ταυτόχρονα με τη χρήση του ως καταγωγίου, διέθετε και χώρους για συμπόσια 300, αν και η ανασκαφή δεν αποκάλυψε μαγειρικές εγκαταστάσεις 301 και τα δάπεδα των δωματίων δεν φαίνεται να είχαν πλακόστρωση, 292 Fuchs 2013, Mallwitz 1972, 254, Fuchs 2013, Borrmann 1966, 93, Heermann 1972, 170, Kraynak 1984, 54-56, 149. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Fuchs (Fuchs 2013, 279). Η άποψη του Lange 1885, 336 ότι επρόκειτο για Ελλανοδικείο δεν έγινε αποδεκτή. 295 Mallwitz 1972, Boersma 1973, Kraynak 1984, Βλ. σημ. 145 της παρούσης εργασίας. 299 Dillon 1990, Heermann 1984, , πίν Mallwitz 1972,

58 συνήθη σε χώρους με τέτοια χρήση. Η Heermann επισκέφτηκε το μνημείο το 1982 και εντόπισε στο νοτιότερο από τα δυτικά δωμάτια τη θέση της θύρας, η οποία στα ελληνιστικά χρόνια οδηγούσε από τον προθάλαμο στον κυρίως χώρο. Η θύρα αυτή ήταν τοποθετημένη έκκεντρα, όπως συμβαίνει σε ανδρώνες, οι οποίοι είχαν κατά μήκος των τοίχων τους κλίνες για τους συμποσιαστές. Κατά την Heermann τα έξι δωμάτια της δυτικής πτέρυγας του Λεωνιδαίου περιείχαν το καθένα 15 κλίνες μεγέθους 2,15 x 1 μ. Τα υπόλοιπα διαμερίσματα του κτιρίου προορίζονταν για τη διαμονή των επισκεπτών, αν και η Heermann δεν αποκλείει ορισμένα από τα μικρά τετράγωνα δωμάτια να χρησιμοποιούνταν και ως χώροι συμποσίου, καθώς έκκεντρες θύρες διαπιστώνονται και στην ανατολική πτέρυγα, στην περιοχή της νοτιότατης ενότητας δωματίων. Με μήκος πλευράς 4,80 μ. τα μικρά δωμάτια θα χωρούσαν 7 κλίνες μεγέθους 1,90 x 0,90 μ. Ο Hoepfner υποστήριξε ότι το Λεωνίδαιο της ελληνιστικής εποχής δεν ήταν πανδοχείο αλλά Εστιατόριο (εικ. 41). Ο Hoepfner εξετάζει το Λεωνίδαιο σε σχέση με τα ανάκτορα της Βεργίνας, της Πέλλας αλλά και της Ανατολής (Αλεξάνδρεια, Πέργαμος κα), όπου βασιλικοί ανδρώνες διατάσσονται γύρω από μεγάλα περιστύλια. Θεωρεί ότι το Λεωνίδαιο είναι ένα από τα μεγάλα Εστιατόρια, που χτίζονταν στα ιερά, των οποίων η αρχιτεκτονική επηρεάστηκε σημαντικά από την εξέλιξη της βασιλικής αρχιτεκτονικής. Κατά τον Hoepfner τα δυτικά δωμάτια του Λεωνιδαίου περιείχαν το καθένα 19 κλίνες και κάθε ένα από τα μικρά τετράγωνα δωμάτια 7 κλίνες, δηλαδή στο κτίριο μπορούσαν να δειπνήσουν συνολικά 310 άτομα 302. Με την άποψη του Hoepfner συμφωνεί και η C. Leypold. Όσον αφορά των αριθμό των ατόμων που μπορούσαν να δειπνήσουν στο κτίριο, η Leypold θεωρεί σωστότερους τους υπολογισμούς της Heermann, σύμφωνα με τους οποίους οι κλίνες στο κτίριο ήταν Στα Εστιατόρια συγκαταλέγει το κτίριο και ο B. Emme 304. Ο Hoepfner δεν εξηγεί για ποιο λόγο θα άλλαξε η χρήση του κτιρίου στα ρωμαϊκά χρόνια. Η άποψη ότι τα δωμάτια της δυτικής πτέρυγας ήταν ανδρώνες συμποσίων είναι πράγματι πειστική. Η ασάφεια όμως που υπάρχει ως προς τη μορφή των υπόλοιπων δωματίων του κτιρίου είναι μεγάλη. Επίσης δεν μας βοηθά το γεγονός ότι δεν έχουμε δημοσιευμένη την αρχιτεκτονική μελέτη του κτιρίου από τους ανασκαφείς του, οι οποίοι, αν κρινουμε από τη δημοσίευση του 2013, θεωρούν ότι το Λεωνίδαιο ήταν ξενώνας. Πιστεύουμε λοιπόν ότι η άποψη του Hoepfner δεν πρέπει να γίνει άμεσα αποδεκτή. 302 Hoepfner 1996, Leypold 2008, Emme 2013, 82,

59 5. Το κτίριο στο ιερό του Δία στο όρος Λύκαιον Στις αρχές του 20 ου αι ο Κ. Κουρουνιώτης ανέσκαψε στη νότια κορυφή του Λύκαιου Όρους, στην κεντροδυτική Αρκαδία (εικ. 43), το ιερό του Λυκαίου Δία 305. Στο περίφημο ιερό τελούνταν προς τιμήν του θεού μυστικιστικές θυσίες σε έναν μεγάλο χωμάτινο βωμό και πανελλήνιες αθλητικές εορτές. Οι παλιότερες ενδείξεις λατρείας στο βωμό ανάγονται στην Τελική Νεολιθική, την Πρωτοελλαδική και Μεσοελλαδική Εποχή. Στην Μυκηναϊκή Περίοδο καθιερώνεται η λατρεία του θεού Δία, η οποία συνεχίζει αδιάλειπτα ως τα ελληνιστικά χρόνια 306. Ο Κουρουνιώτης εκτός από το βωμό και το τέμενος του θεού 307, που βρίσκονται σε υψόμετρο 1382 μ., εντόπισε και άλλες εγκαταστάσεις 200 μ. χαμηλότερα στην πλαγιά 308 : έναν ιππόδρομο, στάδιο, μία στοά, ένα λουτρό, δύο κρήνες και ένα μεγάλο κτίριο, για το οποίο ο ανασκαφέας υπέθεσε ότι ήταν ξενώνας (εικ. 44) 309. Από τότε και για έναν ολόκληρο αιώνα οι ανασκαφές στο χώρο υπήρξαν περιορισμένες. Το 2006 όμως το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια ξεκίνησε νέες εργασίες που συνεχίστηκαν ως το Το κτίριο που θεωρήθηκε από τον Κουρουνιώτη ξενώνας βρίσκεται στα δυτικά της Στοάς. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα (εικ. 45) διαστάσεων 38 x 20 μ. με παχείς εξωτερικούς τοίχους κατασκευασμένους κατά το πολυγωνικό σύστημα (εικ. 46) 311. Δυστυχώς το σύντομο κείμενο του Κουρουνιώτη για το κτίριο δεν συνοδεύεται από κάποια κάτοψη. Η περιγραφή που κάνουμε εδώ βασίζεται στα γραφόμενα του ανασκαφέα και μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να φανταστεί την κάτοψη του κτιρίου την εποχή της εύρεσής του. Η είσοδος, φάρδους 2,65 μ., βρισκόταν στη νότια πλευρά 312 και, σύμφωνα με τον Κουρουνιώτη, οδηγούσε σε διάδρομο εντός του κτιρίου, μήκους 6,30 μ. Ανατολικά και δυτικά του διαδρόμου υπήρχαν 305 Είχαν προηγηθεί σύντομες έρευνες από τον Κ. Κοντόπουλο το 1898 (Καββαδίας 1898, 17). 306 Romano Voyatzis 2010α, Για το βωμό και τέμενος βλ. Romano Voyatzis 2014, Romano Voyatzis 2010α, Κουρουνιώτης 1909, Για πληροφορίες σχετικά με το The Mt. Lykaion Excavation and Survey Project βλ. Romano Voyatzis 2010α, 9-21, Romano Voyatzis 2014, 569. Οι εργασίες της ομάδας προβλέπεται να συνεχιστούν. Για το σχεδιασμό του νέου τοπογραφικού χάρτη που πραγματοποίησε η ομάδα με ηλεκτρονικά μέσα το 1996 βλ. Romano 2005, Για το προτεινόμενο «Παρράσιο Πάρκο Πολιτιστικής Κληρονομιάς» βλ. Romano Voyatzis 2010β, 41-54, Romano Voyatzis 2015, και στην ιστοσελίδα Κατά τα χρόνια της ανασκαφής του κτιρίου από τον Κουρουνιώτη οι τοίχοι της βόρειας, ανατολικής και νότιας πρόσοψης σώζονταν σε καλή κατάσταση και σε ύψος έως και 2 μ. Από τότε η περιοχή στα νότια και ανατολικά καλύφθηκε από φυσικές επιχώσεις, με αποτέλεσμα πολύ λίγα τμήματα του νότιου τοίχου να είναι σήμερα ορατά. Τα δωμάτια στο εσωτερικό επίσης δεν είναι ορατά (Romano Voyatzis 2015, ). 312 Κατά μήκος της νότιας πλευράς του κτιρίου, εξωτερικά, υπήρχε αγωγός καλυμμένος με μεγάλες πλάκες (Κουρουνιώτης 1909, ). 52

60 δωμάτια 313. Στο ανατολικό δωμάτιο (διαστάσεων 6,50 x 8,50 μ.) βρέθηκαν δύο κτιστές λεκάνες, επιχρισμένες στο εσωτερικό με υδραυλικό κονίαμα, και οι αγωγοί νερού που συνδέονταν με αυτές. Στο δυτικό δωμάτιο (διαστάσεων 5,50 x 7,50 μ.) βρέθηκε η βάση ενός κίονα, ο οποίος υποβάσταζε τη στέγη. Ο διάδρομος οδηγούσε σε πλατύ τετράγωνο χώρο, που ήταν ενδεχομένως μια κεντρική αυλή. Το βόρειο τμήμα του κτιρίου κατελάμβαναν δύο δωμάτια, τα οποία φαίνεται ότι βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο 314. Σε ένα από αυτά βρέθηκε επίσης βάση κίονα, ο οποίος στήριζε τη στέγη. Ο Κουρουνιώτης θεωρεί πιθανό το βόρειο τμήμα του κτιρίου να προστέθηκε αργότερα 315. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Θ. Σπυρόπουλος ανέσκαψε στο νότιο τμήμα του κτιρίου μια βυζαντινή κατασκευή διαστάσεων 7,50 x 4 μ. (εικ. 45) 316. Το 2006 η αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια πραγματοποίησε μια τομή (Trench H) στη βορειοδυτική περιοχή του κτιρίου, με σκοπό τη χρονολόγησή του (εικ. 47 και 48) 317. Ο Κουρουνιώτης είχε προτείνει μια χρονολόγηση στα τέλη του 4 ο αι. π.χ. βασισμένος στην τοιχοποιία και κυρίως στις κάθετες γλυφές στις εξωτερικές γωνίες των εξωτερικών τοίχων του κτιρίου (εικ. 49) 318. Οι Romano Voyatzis συμφωνούν με την άποψη αυτή 319. Γενικά τα συμπεράσματα των ερευνών τους επιτρέπουν την υπόθεση ότι το διασημότερο αρκαδικό ιερό, και ιδιαίτερα το «Κάτω Ιερό» ( Lower Sanctuary ), αναδιοργανώθηκε και εξοπλίστηκε με τα 313 Οι εσωτερικοί τοίχοι του κτιρίου ήταν κατασκευασμένοι από μικρότερους λίθους και καλύπτονταν με επίχρισμα. 314 Φαίνεται ότι το εσωτερικό του κτιρίου ήταν διαμορφωμένο σε διάφορα επίπεδα. Τα βόρεια δωμάτια βρίσκονταν 1,50 μ. ψηλότερα από το κεντρικό τμήμα του κτιρίου, το οποίο όμως δεν ανασκάφηκε. (Κουρουνιώτης 1909, 194). Επίσης το δάπεδο του δωματίου, όπου βρέθηκαν οι λεκάνες, βρισκόταν 1 μ. βαθύτερα από το επίπεδο του διαδρόμου, ενώ μέσα σε αυτό, στα δεξιά καθώς έμπαινε κανείς, βρέθηκε και μια ανυψωμένη κυκλική περιοχή (Κουρουνιώτης 1909, 193). 315 Κουρουνιώτης 1909, Τις πληροφορίες που μας δίνει ο Κουρουνιώτης διαβάζουμε και στη διατριβή της Kraynak 1984, 82-85, η οποία συμφωνεί ότι το κτίριο ήταν ένα πανδοχείο, που θα στέγαζε τους αξιωματούχους του ιερού. Η Kraynak θεωρεί επίσης ότι στο κτίριο υπάρχουν ενδείξεις για δεύτερο όροφο: οι βάσεις για κίονες στα δύο δωμάτια, το μεγάλο πάχος του τοίχου μεταξύ των δύο βόρειων δωματίων, που είναι 0,70 μ. (Κουρουνιώτης 1909, 194), και η ύπαρξη σκάλας στον ανατολικό τοίχο, την οποία ο Κουρουνιώτης 1909, 196 αναφέρει, σημειώνοντας όμως ότι είναι μάλλον μεταγενέστερη. Η Kraynak θεωρεί ότι η ύπαρξή της σκάλας υπονοεί την ύπαρξη ορόφου και κατά την αρχική φάση του κτιρίου. Οι Romano Voyatzis δεν κάνουν πουθενά λόγο για δεύτερο όροφο. 316 Αυτή η ανασκαφή δεν έχει δημοσιευτεί (Romano Voyatzis 2015, ). Η υπόθεση ότι το κτίριο ξαναχρησιμοποιήθηκε στους χριστιανικούς χρόνους είχε γίνει ήδη από τον Κουρουνιώτη 1909, 195. Βυζαντινά ευρήματα εντοπίστηκαν και στη Στοά (Romano Voyatzis 2015, ). 317 Για την ανασκαφή τους στο κτίριο βλ. Romano Voyatzis 2015, Η ανασκαφή στην τομή Η αποκάλυψε την εσωτερική όψη του βόρειου τοίχου του κτιρίου, επενδυμένη σε σημεία με λευκό κονίαμα. Αποκαλύφθηκε επίσης το δάπεδο του κτιρίου, που αποτελούνταν από κοκκινωπό πηλό. Πάνω στο δάπεδο βρέθηκαν ένας αράβδωτος σπόνδυλος κίονα και τμήμα δωρικού κιονοκράνου. 318 Κουρουνιώτης 1909, 195. Για το drafting στα τείχη και τις σχετικές χρονολογήσεις βλ. Lawrence 1979, Το αρχιτεκτονικό στυλ του κτιρίου συναντάται στα τείχη και σε άλλα κτίρια της Μεγαλόπολης, της Μαντίνειας και της Μεσσήνης, πόλεων που ιδρύθηκαν περί το 370 π.χ. (Romano Voyatzis 2015, 217 σημ ). 53

61 μνημειακά κτίρια, που σώζονται σήμερα, στα χρόνια αμέσως μετά την ίδρυση της Μεγαλόπολης και του «Κοινού των Αρκάδων» το 368 π.χ Όσον αφορά τη λειτουργία του κτιρίου, ο Κουρουνιώτης το ταύτισε με ξενώνα βασισμένος στο μέγεθός του, στην κάτοψη με την αυλή και τα δωμάτια τριγύρω και στην κεραμική, η οποία υποδείκνυε δραστηριότητες εστίασης. Η άποψη αυτή έχει πια ξεπεραστεί, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι το κτίριο αυτό ήταν κάτι πιο σημαντικό από ένα ξενοδοχείο. Κοντά στη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου σώζεται ένας κεκλιμένος διάδρομος πλαισιωμένος από τοίχους κτισμένους σε μεγάλο βαθμό κάτω από το επίπεδο του εδάφους (εικ. 50) 321. Ο διάδρομος έχει ανασκαφεί σε μήκος περίπου 25 μ. και είναι προφανές ότι σχετίζεται με το κτίριο. Οι Romano Voyatzis συμφωνούν με την άποψη του Κουρουνιώτη ότι ο διάδρομος συνέδεε τον ιππόδρομο με το κτίριο 322, θεωρούν όμως ότι δεν πρόκειται για έναν απλό δρόμο, αλλά για μια επίσημη οδό μέσω της οποίας οι αθλητές των Λυκαίων οδηγούνταν στο χώρο τέλεσης των αγώνων. Η έναρξη της πορείας τους σίγουρα δεν θα γινόταν από το χώρο ενός ξενοδοχείου αλλά πιθανότατα από την περιοχή ενός επίσημου κτιρίου, το οποίο θα μπορούσε να είναι το διοικητικό κέντρο του ιερού και των εορτών. Άλλωστε ακριβώς απέναντι από το κτίριο, στα ανατολικά, υπάρχει μια σειρά βαθμίδων, μπροστά από τις οποίες ίσως λάμβαναν χώρα επίσημες δραστηριότητες σχετικές με τη λατρεία και τις εορτές 323. Επιπλέον, στο δάπεδο του βορειοδυτικού δωματίου του κτιρίου ο Κουρουνιώτης βρήκε δύο καταλόγους Λυκαιονικών, που εκτός από τα ονόματα των αθλητών αναφέρουν και τις πόλεις καταγωγής τους, τα διάφορα αγωνίσματα στα οποία νίκησαν, καθώς και ονόματα ιερέων 324. Σε μια από τις δύο επιγραφές αναφέρονται και ονόματα δαμιοργῶν. Αναρωτιέται κανείς αν οι αξιωματούχοι αυτοί μπορεί να σχετίζονταν με τη διοργάνωση των αγώνων και αν το κτίριο ήταν ο χώρος όπου αυτοί εργάζονταν 325. Οι Romano Voyatzis διαπίστωσαν από την μελέτη των επιχώσεων του διαδρόμου ότι αυτός κάποια στιγμή μεταξύ π.χ. έπαψε να χρησιμοποιείται ως δρόμος και έγινε χώρος απόρριψης σκευών 320 Romano Voyatzis 2015, 217, Για τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών βλ. Κουρουνιώτης 1909, , Romano Voyatzis 2015, 212, Ανάμεσα σε αυτά είναι κεραμική που χρονολογείται στον 4 ο αι. π.χ. και έπειτα, ενσφράγιστα κεραμίδια, μεταλλικά αντικείμενα και νομίσματα. 321 Για το διάδρομο βλ. Romano Voyatzis 2015, Κουρουνιώτης 1909, 194. Ο Sinn 2007, 179, 180, 183, , θεωρεί ότι το κτίριο ήταν το Πομπείον του ιερού. Σε αυτό θα τελούνταν τα εορταστικά γεύματα και εκεί θα στάθμευε η ιερή πομπή κατά την πορεία της προς τα ανατολικά, προς τους δύο στύλους του τεμένους. Ο Sinn υποθέτει επίσης ότι το κτίριο μπορεί να στέγαζε και τη διοίκηση του ιερού, δεν τεκμηριώνει όμως τις απόψεις του, ενώ και το σχεδιάγραμμα του χώρου που παραθέτει είναι μάλλον πρόχειρο. Στο σχεδιάγραμμα αυτό από τις δύο κρήνες της περιοχής σημειώνεται μόνο εκείνη που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του «Πομπείου», η οποία ταυτίζεται με την πηγή Αγνώ (βλ. και Romano Voyatzis 2015, 216 σημ. 16). 323 Για τις βαθμίδες βλ. Romano Voyatzis 2015, Ο Becker 2003 στην εργασία του για τις βαθμιδωτές εγκαταστάσεις της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίες σχετίζονταν με τη λατρεία, δεν συμπεριλαμβάνει την περίπτωση των βαθμίδων στο Λύκαιον. 324 IG V και IG V Για τους δαμιουργούς βλ. Romano Voyatzis 2015, 216 σημ

62 εστίασης, τα οποία πιστεύουν ότι προέρχονται από το θεωρούμενο πια Διοικητικό Κτίριο. Αυτό σημαίνει ότι στο κτίριο πιθανόν να πραγματοποιούνταν και εστιάσεις στα πλαίσια των εορτών και των αγώνων Το Καταγώγιο στην Επίδαυρο Η αρχαία Επίδαυρος ήταν μια μικρή πόλη της αρχαιότητας, που έζησε στη σκιά των μεγάλων κέντρων της Κορίνθου, της Αθήνας και της Σπάρτης. Η Επίδαυρος στο απώτερο παρελθόν της είχε ως προστάτη θεό τον Απόλλωνα. Στα τέλη όμως του 6ου αι ή το αργότερο στις αρχές του 5 ου αι. π.χ. καθιερώθηκε εκεί η λατρεία του Ασκληπιού. Το ιερό του θεού, που κτίστηκε στην ενδοχώρα της μικρής παραθαλάσσιας πόλης, γρήγορα απέκτησε διεθνή φήμη και κατέστη το σημαντικότερο θεραπευτικό κέντρο όλου του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου 327. Οι πρώτες ανασκαφές στο ιερό της Επιδαύρου έγιναν το 1829 από τους Γάλλους της Επιστημονικής Αποστολής της Πελοποννήσου χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα 328. Συστηματικές ανασκαφές έγιναν από το 1881 ως το 1926 από τον Παναγιώτη Καββαδία υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας. Οι δημοσιεύσεις των ανασκαφών του Καββαδία στα έργα του «Fouilles d Epidaure» (1891) και «Τό ἱερόν τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἐν Ἐπιδαύρῳ καί ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν» (1900) 329 καθώς και στα Π.Α.Ε. δεν ακολουθήθηκαν στα νεότερα χρόνια από κάποια ολοκληρωμένη και εξαντλητική μελέτη του ιερού στο σύνολό του. Μόνο ορισμένα από τα σημαντικά κτίρια έχουν μελετηθεί διεξοδικά (το θέατρο, το στάδιο, η θόλος και οι ναοί) 330, ενώ πολύτιμο υπήρξε και το έργο της A. Burford, The Greek Temple Builders of Epidauros (1969), όπου παρουσιάζονται τα μνημεία του ιερού μέσα από τις οικοδομικές επιγραφές που βρέθηκαν στο χώρο, οι οποίες συνιστούν την «πληρέστερη σειρά τέτοιου είδους οικοδομικών εγγράφων που σώζεται από τον αρχαίο κόσμο» 331. Από το 1984 βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικά έργα συντήρησης και αποκατάστασης πολλών μνημείων 326 Romano Voyatzis 2015, Για την ιστορία του ιερού βλ. Tomlinson 1983, Καββαδίας 1900, Το έργο υπάρχει ψηφιοποιημένο στο Ενδεικτικά: P. Kavvadias, Die Tholos von Epidauros (Berlin 1909), F. Robert, Thymélè (Paris 1939), Roux 1961, , A. von Gerkan - W. Müller-Wiener, Das Theater von Epidauros (Stuttgart 1961), R. Patrucco, Lo stadio di Epidauro (Rome 1976). 331 Tomlinson 1983, 26. Για τις επιγραφές βλ. επίσης A. Burford, Notes on the epidaurian building inscriptions, BSA 61 (1966), , W. Peek, Inschriften aus dem Asklepieion von Epidauros (Berlin 1969), W. Peek, Neue Inschriften aus Epidauros (Berlin 1972), Λ. Γουναροπούλου, Die Bauabrechnung des Asklepiostempels in Epidauros: ein archäologischer Kommentar (Wien 1983). Η βιβλιογραφία για το ιερό της Επιδαύρου συμπληρώνεται με τις μελέτες του γλυπτού διάκοσμου του ναού του Ασκληπιού, τον οποίο παρουσίασε τελευταίος ο Ν. Γιαλούρης (N. Yalouris, Die Skulpturen des Asklepios-Tempels in Epidauros, AntPl 21 (München 1992). 55

63 του ιερού από τη διεπιστημονική Ομάδα Εργασίας για τη Συντήρηση των μνημείων της Επιδαύρου (ΟΕΣΜΕ), που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού 332. Το καταγώγιο της Επιδαύρου ανήκει στα κτίρια του Ασκληπιείου που δεν έλαβαν εκτενή δημοσίευση. Στη βιβλιογραφία για το ιερό παρουσιάζεται πολύ σύντομα 333, ενώ πιο αναλυτικά το περιέγραψε, μετά από αυτοψία, η Kraynak στη διδακτορική διατριβή της 334. Λίγα χρόνια αργότερα η συγγραφέας θα ασχοληθεί εκ νέου με το μνημείο πραγματευόμενη κυρίως το ζήτημα του αν υπήρχε σε αυτό δεύτερος όροφος 335. Η παρακάτω περιγραφή βασίζεται στα κείμενα της Kraynak αλλά και στις παρατηρήσεις που κάναμε εμείς κατά την επίσκεψή μας στον αρχαιολογικό χώρο. Το κτίριο, που πρώτος ο Καββαδίας χαρακτήρισε ως καταγώγιο, βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του ιερού (εικ. 51), ανάμεσα στο θέατρο και στο τελετουργικό εστιατόριο 336, και είναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα του Ασκληπιείου (5822 μ 2 ) (εικ. 52, 53). Πρόκειται για ένα μεγάλο τετράγωνο κτίσμα με μήκος πλευράς 76,30μ., το οποίο χωριζόταν σε τέσσερα ίσου μεγέθους μικρότερα τετράγωνα τμήματα. Το κάθε τμήμα είχε στο κέντρο τετράγωνη περίστυλη αυλή με 10 κίονες δωρικού ρυθμού σε κάθε πλευρά της. Γύρω από την αυλή διατάσσονταν δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, καθένα από τα οποία είχε πόρτα που άνοιγε προς την αυλή. Ένας διάδρομος συνέδεε τις δύο βόρειες αυλές και ένας άλλος τις δύο νότιες. Οι διάδρομοι έκλειναν στα άκρα τους με πόρτες. Είσοδοι υπήρχαν στην ανατολική και δυτική πλευρά του κτιρίου, μία για κάθε τετράγωνο 337. Οι δυτικές είσοδοι είναι πιο επιμελημένες από τις ανατολικές, καθώς δυτικά του κτιρίου περνούσε ο μεγάλος δρόμος που οδηγούσε από το θέατρο στο τέμενος του ιερού 338. Από τις δυτικές εισόδους σε καλύτερη κατάσταση σώζεται εκείνη που οδηγούσε στη νοτιοδυτική αυλή (εικ. 56): αποτελούνταν από έναν ρηχό προθάλαμο και ένα μικρό δωμάτιο. Η είσοδος στον προθάλαμο δεν έκλεινε με πόρτα. Το κατώφλι της σώζεται και έχει στα άκρα 332 Για τις εργασίες βλ. Λαμπρινουδάκης Το καταγώγιο δεν συμπεριλαμβάνεται στα μνημεία που αναστηλώθηκαν. 333 Καββαδίας 1900, , Robert 1935, 32-33, Roux 1961, 229, 277, 295, 326, Burford 1969, 77, Φαράκλας 1972, 51, Dinsmoor 1975, 251, εικ. 91, Papastamou 1977, 23, Papadakis 1978, 24, Tomlinson 1983, 84-85, Riethmüller 2005α, 294, Hellmann 2006, Kraynak 1984, Kraynak 1991, 1-8. Επίσης βλ. Kraynak 1986, Το μνημείο αυτό είχε θεωρηθεί από τον Καββαδία και τους μετέπειτα ερευνητές ως Γυμνάσιο, αλλά η νεότερη έρευνα απέδειξε ότι πρόκειται για ένα Εστιατόριο, προοριζόμενο για τα τελετουργικά γεύματα. Για το «Γυμνάσιο» της Επιδαύρου βλ. Καββαδίας 1900, , Delorme 1946, , Delorme 1960, 95-99, Glass 1967, , Tomlinson 1969, , Tomlinson 1983, Οι Burford 1969, 77, Tomlinson 1983, 84 και Hellmann 2006, 230 λανθασμένα αναφέρουν ότι το κτίριο είχε δύο μόνο εισόδους στη δυτική πλευρά. Η Kraynak σωστά επισημαίνει ότι είσοδοι υπάρχουν και στα ανατολικά. Ότι «κάθε τετράγωνο έχει ξεχωριστή είσοδο απέξω, ώστε το οικοδόμημα στο σύνολο να έχει τέσσερεις» γράφει και ο ανασκαφέας Καββαδίας 1900, 164. Ο κάθετος άξονας του καταγωγίου δεν βρίσκεται ακριβώς πάνω στον άξονα βορρά-νότου, για λόγους ευκολίας όμως θα θεωρήσουμε και εμείς, όπως και οι άλλοι συγγραφείς πριν από εμάς, ότι είναι έτσι. 338 Kraynak 1984,

64 του από έναν τετράγωνο λίθο με τόρμους για τη γόμφωση λίθινων παραστάδων. Στο πίσω μέρος του προθαλάμου σώζεται το κατώφλι της εισόδου προς το δωμάτιο, το οποίο φέρει τόρμους για τη γόμφωση λίθινων παραστάδων και, κατά μήκος της ανατολικής μακράς πλευράς του, έχει αναβαθμό με τόρμους για τους ξύλινους σταθμούς της πόρτας. Αυτή τη μορφή έχουν σχεδόν όλα τα κατώφλια που σώζονται στο καταγώγιο 339. Η είσοδος προς την αυλή σώζει κι αυτή το κατώφλι της, το οποίο δεν έφερε πόρτα. Παρόμοια μορφή είχε και η είσοδος που οδηγούσε στη βορειοδυτική αυλή. Ο ανοιχτός προθάλαμος με την πόρτα στο πίσω μέρος του θυμίζει τα «πρόθυρα» της Ολύνθου 340. Οι ανατολικές είσοδοι είχαν τη μορφή διαδρόμου. Η είσοδος προς τη βορειοανατολική αυλή σώζει και τα δύο κατώφλια της. Από αυτά το εσωτερικό φέρει στα άκρα του τόρμους για τη γόμφωση των παραστάδων και στο κέντρο εγκοπή πιθανόν για τον κάθετο σύρτη μιας δίφυλλης πόρτας. Το εξωτερικό κατώφλι σώζει το κατώτατο τμήμα της βόρειας παραστάδας 341. Η είσοδος προς τη νοτιοανατολική αυλή σώζει μόνο το εξωτερικό κατώφλι, εν μέρει καλυμμένο από τοίχο της ύστερης ρωμαϊκής εποχής. Οι ανατολικές είσοδοι φαίνεται ότι έφεραν πόρτα μόνο στο εσωτερικό τους άκρο. Η διαρρύθμιση λοιπόν των ανατολικών εισόδων ήταν διαφορετική από εκείνη των δυτικών 342. Οι αυλές διέθεταν υπόγειους αγωγούς σκεπασμένους με μεγάλους αργούς λίθους. Τμήμα ενός από αυτούς, ακάλυπτο σε ένα σημείο του, ώστε να φαίνεται το εσωτερικό του, είναι σήμερα ορατό στη βορειοανατολική αυλή. Δίπλα στον αγωγό σώζεται ρηχή κυκλική λεκάνη με οπή στο κέντρο της για τη συγκέντρωση και απορροή των νερών της βροχής (εικ. 58). Τμήμα καλυμμένου αγωγού είναι ορατό και στη νοτιοδυτική αυλή, ενώ στη νοτιοανατολική σώζονται άλλες δύο λεκάνες. Στην περιοχή του νοτιοανατολικού τετραγώνου είναι σήμερα ορατοί μακριοί τοίχοι που εισέρχονται στην αυλή και υποδεικνύουν ότι το κτίριο υπέστη μετατροπές σε μεταγενέστερα χρόνια (εικ. 59). Πράγματι η Kraynak στο άρθρο της το 1991 παρουσίασε δύο κατόψεις του κτιρίου: η πρώτη (εικ. 54) αποτυπώνει το κτίριο όπως αυτό εμφανίζεται σήμερα και η δεύτερη (εικ. 55) αποδίδει τη μορφή που, κατά τη συγγραφέα, είχε το κτίσμα στην αρχική του φάση. Πέρα από τις μεταβολές στην περιοχή της νοτιοανατολικής αυλής, ορατές είναι και οι διαφοροποιήσεις στο κέντρο του κτιρίου. Εκείνο που βοηθά να εντοπιστούν στο κτίριο οι μεταγενέστερες επεμβάσεις είναι η ύπαρξη σπασμένων κεραμιδιών και κονιάματος στους 339 Στην εικ. 57 της παρούσης εργασίας βλέπουμε ενδεικτικά ένα από τα κατώφλια αυτής της μορφής, που σώζονται στο καταγώγιο (πρόκειται για το κατώφλι της εισόδου προς το νοτιοανατολικό δωμάτιο της νοτιοδυτικής αυλής). Για μια σχεδιαστική απόδοση αυτού του τύπου κατωφλιού βλ. Haddad 1995, πίν. 61.δ. 340 Βλ. σελ. 28 και εικ. 13 της παρούσης εργασίας. 341 Η Kraynak 1984, αναφέρει ότι η ίδια δεν μπόρεσε να εντοπίσει το εξωτερικό κατώφλι της βορειοανατολικής εισόδου, ωστόσο το κατώφλι αυτό σήμερα βρίσκεται στη θέση του. 342 Kraynak 1984,

65 τοίχους, η οποία υποδεικνύει επισκευή ή προσθήκη που έγινε το πιθανότερο στα ρωμαϊκά χρόνια (εικ. 60) 343. Οι τοίχοι του αρχικού κτιρίου ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλους πολυγωνικούς λίθους χωρίς κονίαμα στη σύνδεσή τους και είχαν ανωδομή από ωμόπλινθους. Οι εξωτερικοί τοίχοι και οι δύο μεγάλοι εσωτερικοί τοίχοι, οι οποίοι διαιρούν το κτίσμα στα τέσσερα (ο ένας με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά και ο άλλος από βορρά προς νότο), είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους πολυγωνικούς λίθους και έχουν πάχος περίπου 0,75 μ. Οι παραπάνω τοίχοι συνιστούσαν τους πίσω τοίχους των δωματίων. Οι υπόλοιποι τοίχοι, που σχημάτιζαν τους πλαϊνούς και μπροστινούς τοίχους των δωματίων, ήταν κατασκευασμένοι από μικρότερους πολυγωνικούς λίθους και είχαν πάχος περίπου 0,50 μ Ο Καββαδίας σημειώνει ότι αυτή η τοιχοδομία από μεγάλους ή μικρότερους πολυγωνικούς λίθους, τα κενά μεταξύ των οποίων γεμίζονται με χώμα, είναι χαρακτηριστική των «ἑλληνικῶν χρόνων» 345. Με βάση λοιπόν την τοιχοποιία διαπιστώνεται ότι οι τοίχοι που εισέρχονται στη νοτιοανατολική αυλή και περιέχουν σπασμένα κεραμίδια και κονίαμα χτίστηκαν εξ ολοκλήρου στα πλαίσια μιας δραστικής ανακατασκευής, που έγινε στην περιοχή αυτή του κτιρίου κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Στους υπόλοιπους τοίχους του κτίσματος κονίαμα και κεραμίδια εντοπίζονται εκεί όπου στα ρωμαϊκά χρόνια χρειάστηκε να γίνουν επισκευές ή επεμβάσεις. Φαίνεται όμως ότι η κάτοψη της ελληνικής εποχής σε γενικές γραμμές δεν άλλαξε 346. Την Kraynak απασχόλησε ιδιαίτερα η διαμόρφωση του κτιρίου στο κέντρο του, όπου διαπίστωσε ότι πολλοί τοίχοι και θύρες ανήκουν στη μετέπειτα φάση. Στην κάτοψη του κτιρίου όπως είναι σήμερα (εικ. 52 και 54) η κεντρική οριζόντια μεσοτοιχία είναι συνεχής με ένα μόνο άνοιγμα στο κέντρο του τοίχου 347, ο οποίος χωρίζει τα δωμάτια με τα νούμερα 1 και Στο σημείο υπάρχει κατώφλι (εικ. 61) όμοιο με τα άλλα κατώφλια που σώζονται στο κτίριο, όμως ο τοίχος από τη μια και την άλλη πλευρά του κατωφλιού περιέχει κονίαμα και κεραμίδια, κάτι που σημαίνει ότι η θύρα ανοίχτηκε μεταγενέστερα. Επιπλέον κάτω από το κατώφλι σώζεται θεμέλιο τοίχου, με διεύθυνση από βορρά προς νότο, που εκτείνεται και μέσα στα δωμάτια 1 και 2. Τμήμα του ίδιου, προφανώς πρωιμότερου, τοίχου προβάλλει και κάτω από το βόρειο 343 Kraynak 1991, Kraynak 1991, Καββαδίας 1900, Kraynak 1991, Στο άρθρο της η Kraynak δεν σημειώνει στην κάτοψη (εδώ εικ. 54) το άνοιγμα, παραθέτει όμως φωτογραφία από το σημείο αυτό του κτιρίου, στην οποία φαίνεται το άνοιγμα με το κατώφλι του θυρώματος. Στην κάτοψη που βλέπει κανείς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού (εδώ εικ. 52) το άνοιγμα σημειώνεται. 348 Στην κάτοψη που δημοσίευσε στη διατριβή του 1984, πίν. Χ, η Kraynak έδωσε στο βόρειο δωμάτιο τον αριθμό 2 και στο νότιο τον αριθμό 1. Στο άρθρο του 1991, εικ. 1 αριθμεί αντίστροφα τα δύο δωμάτια. Εδώ παρατίθεται η κάτοψη που δημοσιεύτηκε στο άρθρο, επομένως το δωμάτιο 1 είναι το βόρειο δωμάτιο και το δωμάτιο 2 το νότιο. 58

66 τοίχο του δωματίου 1. Ο τοίχος αυτός βρίσκεται ακριβώς πάνω στη γραμμή της κεντρικής κάθετης μεσοτοιχίας και έχει το ίδιο πλάτος με αυτήν, επομένως είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για τμήμα της μεσοτοιχίας αυτής, η οποία στο αρχικό κτίριο διχοτομούσε τα δωμάτια 1 και 2. Αν είναι έτσι, τότε στο αρχικό κτίριο η κάθετη μεσοτοιχία διακοπτόταν μόνο στα σημεία όπου βρίσκονταν οι δύο διάδρομοι, και στο κέντρο του κτιρίου διασταυρωνόταν με την οριζόντια μεσοτοιχία σχηματίζοντας τέσσερα δωμάτια που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, θα είχαν όμως το καθένα από μία πόρτα που θα οδηγούσε στην αντίστοιχη αυλή (εικ. 55). Στην αρχική του φάση δηλαδή το κτίριο αποτελούνταν από δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο, που ήταν αποκομμένα το ένα από το άλλο και εντελώς συμμετρικά. Η εσωτερική επικοινωνία ήταν εφικτή μόνο μεταξύ των δύο βόρειων και των δύο νότιων τετραγώνων 349. Με βάση τα παραπάνω είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι τα δωμάτια 1 και 2 διαμορφώθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, για να υπάρξει επικοινωνία ανάμεσα στα δύο τμήματα του κτιρίου και ανάμεσα στις αυλές. Παρακάτω ακολουθεί μια πιο αναλυτική «ανάγνωση» του χώρου στην περιοχή των δύο δωματίων, που μπορεί ίσως να δείξει πώς προχώρησε και ολοκληρώθηκε η μετατροπή στο κέντρο του κτιρίου. Από τις υπόλοιπες θύρες των δύο δωματίων - εκτός από αυτή στο μεταξύ τους τοίχο - εκείνη που οδηγούσε από το δωμάτιο 1 στη βορειοανατολική αυλή σήμερα δε σώζεται, γιατί στη θέση της υπάρχει συμπαγής ύστερος τοίχος 350. Είναι όμως λογικό να θεωρήσουμε ότι υπήρχε, καθώς στους τοίχους των δωματίων 1 και 2 σώζονται αντίστοιχες εισοδοι προς τις άλλες τρεις αυλές 351. Η Kraynak θεωρεί πιθανό ότι από την παραπάνω είσοδο, που κάποια στιγμή έκλεισε, προήλθε το κατώφλι που τοποθετήθηκε στη θύρα μεταξύ των δύο δωματίων, μιας και αυτό είναι όμοιο με όλα τα άλλα κατώφλια του κτιρίου, τα οποία δεν μπορεί παρά να ανήκουν στην αρχική του φάση 352. Στο βόρειο τοίχο του δωματίου 1 σήμερα υπάρχει στενή είσοδος χωρίς κατώφλι, η οποία οδηγούσε στο αμέσως βορειότερο δωμάτιο. Η είσοδος προς τη βορειοδυτική αυλή, στο δυτικό τοίχο του δωματίου 1, σώζει το κατώφλι της, το οποίο φέρει τόρμους για την υποδοχή πόρτας 353. Πιο πολύπλοκη υπήρξε η ερμηνεία των ερειπίων στο δωμάτιο 2 και ιδιαίτερα της κατασκευής η οποία σώζεται στη θέση της εισόδου μεταξύ του δωματίου και της νοτιοδυτικής αυλής και μοιάζει με κλίμακα (εικ. 62). Σε σχέση με την κατασκευή αυτή η Kraynak στη διδακτορική της διατριβή γράφει επί λέξει: Kavvadias cited these blocks as evidence for a stairway to a second storey over all or part of the building. Σε υποσημείωση η Kraynak 349 Kraynak 1991, 2-3 και Kraynak 1984, 68. Την κάτοψη της Kraynak για το αρχικό κτίριο παραθέτει στο άρθρο της και η D Arrigo 1992, 98 εικ Η Kraynak στην κάτοψη της (εικ. 54) δεν σημειώνει τον ύστερο αυτό τοίχο, στην κάτοψη όμως της ιστοσελίδας του Υπουργείου Πολιτισμού (εικ. 52) ο τοίχος αυτός είναι ορατός. 351 Kraynak 1991, Kraynak 1991, Kraynak 1984,

67 προσθέτει ότι την πληροφορία αυτή τη διάβασε στη σελίδα 163 του έργου του ανασκαφέα «Τό ἱερόν τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἐν Ἐπιδαύρῳ καί ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν» 354. Το ίδιο επαναλαμβάνει και στο άρθρο της το Φαίνεται ωστόσο ότι η ανάγνωση της Kraynak ήταν εν μέρει λανθασμένη, γιατί ο Καββαδίας στη σχετική παράγραφο γράφει: «Ἑκάστου δὲ τετραγώνου περικλείοντος 20 δωμάτια, τὸ ὅλον οἰκοδόμημα περιεῖχεν 80 ἢ μᾶλλον εἰπεῖν 160 δωμάτια, διότι δὲν ἦτο μονόροφον ἀλλὰ διώροφον, ὡς δηλοῦται ἐξ εὑρεθέντων ἐν τῇ ἀνασκαφῇ αὐτοῦ λιθίνων παραστάδων θυρίδων κάτω καὶ ἄνω ὀρόφου» 356. Επομένως ο Καββαδίας πράγματι πίστευε ότι το κτίριο είχε δεύτερο όροφο και ότι ο όροφος αυτός εκτεινόταν πάνω από το σύνολο της επιφάνειας του ισογείου, όπως προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει τον αριθμό των δωματίων 357. Δε στηρίζει όμως αυτή του την άποψη στην ύπαρξη κλίμακας, και η αλήθεια είναι ότι στο κείμενό του αυτό ο Καββαδίας δεν κάνει πουθενά λόγο για καμία κλίμακα. Παρόλα αυτά η κλίμακα υπάρχει και η Kraynak την περιέγραψε σε μια προσπάθεια να διαλευκάνει το ζήτημα του δεύτερου ορόφου, την ύπαρξη του οποίου οι προηγούμενοι μελετητές απλώς την ανέφεραν, είτε ως βεβαιότητα είτε ως πιθανότητα, χωρίς περαιτέρω συζήτηση 358. Όπως φαίνεται στην εικ. 62, η κλίμακα αυτή αποτελείται από έναν λίθο in situ, ύψους 0,34 μ., τοποθετημένο στο άνοιγμα που υπάρχει στο δυτικό τοίχο του δωματίου 2, και από δύο ακόμη λίθους, ύψους 0,22 εκ. ο καθένας, που έχουν τοποθετηθεί κλιμακωτά, έτσι ώστε να εισχωρούν μέσα στο δωμάτιο 2. Συνολικά σχηματίζονται τρία σκαλοπάτια. Ο χαμηλότερος και ο αμέσως επόμενος λίθος δεν εφάπτονται, γιατί ανάμεσά τους υπάρχει γέμισμα από χώμα, πλάτους 0,67 εκ. Το τελευταίο σκαλοπάτι «κάθεται» πάνω στο σημερινό δάπεδο του δωματίου 2, εξέχει δηλαδή με όλο του το ύψος πάνω από τη γραμμή του δαπέδου. Φαίνεται όμως ότι το σημερινό δάπεδο βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνο της τελευταίας, ρωμαϊκής, φάσης του κτιρίου, καθώς στη νοτιοανατολική γωνία του δωματίου σώζεται μια τετράγωνου σχήματος επίστρωση του δαπέδου με κεραμίδια μέσα σε κονίαμα 354 Kraynak 1984, 66, 181 σημ Kraynak 1991, Καββαδίας 1900, 163. Σύμφωνα με το Liddell - Scott II, 202: «θυρίς» είναι: 1. υποκοριστικό της λέξης «θύρα» και 2. παράθυρο. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω έργο του Καββαδία κυκλοφορεί στα νέα ελληνικά από τις εκδόσεις «Κάκτος» με τον τίτλο «Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου» (Αθήνα 2006) και εκεί το συγκεκριμένο χωρίο μεταφράζεται ως εξής: «Καθώς κάθε τετράγωνο είχε 20 δωμάτια, το συνολικό κτίριο αριθμούσε 80 ή μάλλον 160, γιατί ήταν διώροφο, όπως γίνεται φανερό από πέτρινες παραστάδες παραθύρων του κάτω και του πάνω ορόφου» (ενταύθα, 193). 357 Ο αριθμός 160 για το σύνολο των δωματίων του μνημείου επαναλαμβάνεται και αλλού: Φαράκλας 1972, 51, Dinsmoor 1975, 251, Papastamou 1977, 23, καθώς και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. 358 Εκτός από τον Καββαδία, Burford 1969, 77, Dinsmoor 1975, 251, Papastamou 1977, 23, Papadakis 1978, 24, Tomlinson 1983,

68 (εικ. 66). Πάνω σε αυτό το ενιαίο προφανώς επίπεδο εδάφους μέσα στο δωμάτιο 2, «κάθεται» και το κατώφλι της θύρας που οδηγούσε στο δωμάτιο 1 (εικ. 61), αλλά κι εκείνο που βρίσκεται στην είσοδο μεταξύ του δωματίου 2 και της νοτιοανατολικής αυλής. Το τελευταίο αυτό κατώφλι είναι όμοιο με τα υπόλοιπα κατώφλια του κτιρίου και στη δυτική του πλευρά εφάπτεται με έναν λίθο παρόμοιο με τους ανώτερους λίθους της απέναντι κλίμακας (εικ. 66) 359. Δύο είναι τα ερωτήματα που γεννά η ύπαρξη αυτής της κλίμακας: α. αν αυτή ανήκε εξ αρχής στο κτίριο ή δημιουργήθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια και β. αν η ύπαρξή της υποδηλώνει και την ύπαρξη δευτέρου ορόφου. Για να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα, η Kraynak εξέτασε τους λίθους από τους οποίους αποτελείται η κατασκευή. Οι δύο επάνω λίθοι δεν έχουν τόρμους στην επιφάνειά τους, εκείνος όμως που βρίσκεται χαμηλά έχει στο βόρειο και νότιο άκρο του από δύο τόρμους. Η ορατή επάνω επιφάνεια του χαμηλότερου αυτού λίθου έχει μήκος 1,78 μ. και πλάτος 0,54 μ. Οι διαστάσεις του αυτές είναι πολύ κοντά στις διαστάσεις που έχουν τα κατώφλια του κτιρίου, στα οποία υπάρχει επιπλέον, κατά μήκος της μιας μακριάς πλευράς τους, ο αναβαθμός, μέσου πλάτους 0,15 μ. που συγκρατούσε την πόρτα, όταν αυτή έκλεινε. Ο αναβαθμός αυτός σε όλα τα κατώφλια του κτιρίου είναι πάντα στραμμένος προς το εσωτερικό των δωματίων, κάτι που σημαίνει ότι οι πόρτες άνοιγαν προς τα μέσα. Η Kraynak επιχείρησε μια μικρή τομή στη χωμάτινη ζώνη, κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του λίθου της κατασκευής, και διαπίστωσε ότι αυτός φέρει αναβαθμό, σκεπασμένο εξ ολοκλήρου με το χώμα. Επομένως το πρώτο σκαλοπάτι ήταν - προφανώς κατά την αρχική φάση του κτιρίου - ένα κατώφλι, με τον αναβαθμό στραμμένο προς το χώρο που σήμερα καταλαμβάνει το δωμάτιο 2. Αν είναι σωστή η υπόθεση της Kraynak ότι κατά την αρχική φάση του κτιρίου στο κέντρο του υπήρχαν, αντί των δωματίων 1 και 2, τέσσερα δωμάτια, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, τότε το κατώφλι θα οδηγούσε στο νοτιοδυτικό δωμάτιο 2a (εικ. 55). Στην ταύτιση του κατώτατου λίθου της κλίμακας με κατώφλι συνηγορεί και η ύπαρξη των ορθογώνιων τόρμων στα δύο άκρα του. Αρχικά λοιπόν στο σημείο όπου τώρα βρίσκεται η κλίμακα υπήρχε πόρτα, που μεταγενέστερα αχρηστεύτηκε με την τοποθέτηση των άλλων δύο σκαλοπατιών. Το να παρέμεινε η πόρτα στη θέση της είναι απίθανο, διότι μια πόρτα δεν χωράει να ανοίξει μέσα σε χώρο πλάτους 0,67 εκ., όσο είναι δηλαδή η απόσταση που χωρίζει το πρώτο σκαλοπάτι από το δεύτερο. Συμπερασματικά, η κλίμακα δε φαίνεται να αποτελούσε τμήμα του αρχικού κτιρίου και έτσι οι πιθανότητες να υπήρχε κατά την ελληνιστική φάση δεύτερος όροφος ελαχιστοποιούνται Η Kraynak 1984, σημ. 154 είχε υποθέσει ότι ο λίθος αυτός μπορεί να ανήκε αρχικά στην κλιμακωτή κατασκευή και να ήταν τοποθετημένος ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο σκαλοπάτι, στην περιοχή που τώρα είναι γεμάτη με χώμα. Στο άρθρο της όμως Kraynak 1991, 4 αναιρεί αυτή της την υπόθεση. 360 Kraynak 1991,

69 Στη συνέχεια του άρθρου της η Kraynak εξετάζει το ενδεχόμενο να υπήρχε δεύτερος όροφος κατά τη ρωμαϊκή φάση του κτιρίου, οπότε και κατασκευάστηκε η κλίμακα. Αν η κλίμακα οδηγούσε σε δεύτερο όροφο, θα ήταν προσιτή μόνο από τη νοτιοδυτική αυλή, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να την προσεγγίσει κανείς από κάποιο σημείο εντός του δωματίου 2. Είναι όμως απίθανο να υπήρχε ένας ολόκληρος δεύτερος όροφος και η πρόσβαση σε αυτόν να ήταν τόσο περιορισμένη, τη στιγμή που στο σημείο αυτό του κτιρίου θα μπορούσε να κατασκευαστεί μια μεγάλη κεντρική σκάλα προσβάσιμη και από τις τέσσερεις αυλές. Η ύπαρξη δεύτερου ορόφου μόνο πάνω από τη νοτιοδυτική αυλή είναι ακόμη πιο απίθανη, γιατί τότε η γραμμή της στέγης θα ήταν ασυνήθιστα ακανόνιστη. Ένας δεύτερος όροφος πάνω από τις δύο νότιες αυλές θα μπορούσε να είναι προσιτός και από τη νοτιοανατολική αυλή, διαμέσου του διαδρόμου που την ενώνει με τη νοτιοδυτική, και θα έκανε τη γραμμή της στέγης λιγότερο ακανόνιστη. Είναι όμως δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένας όροφος πάνω από τα μακρά, ορθογώνια δωμάτια που στο νοτιοανατολικό τετράγωνο εκτείνονταν μέχρι το μέσον σχεδόν της αυλής. Εφόσον κατά τη ρωμαϊκή εποχή δεν θα υπήρχε όροφος, τότε πιθανόν να μην υπήρχε ούτε κατά την ελληνική 361. Αν το κτίριο τελικά δεν ήταν διώροφο, απομένει να εξηγηθεί για ποιο λόγο κατασκευάστηκε η κλίμακα. Είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι αυτή διαμορφώθηκε ταυτόχρονα με τα δωμάτια 1 και 2, που δημιουργήθηκαν με την απομάκρυνση του κεντρικού τμήματος της μεγάλης μεσοτοιχίας, διεύθυνσης βορά-νότου, για να παρέχει πρόσβαση από τη νοτιοδυτική αυλή στο δωμάτιο 2, απ όπου μπορούσε κανείς έπειτα να περάσει είτε απέναντι, στη νοτιοανατολική αυλή, είτε στις δύο βόρειες αυλές διαμέσου του δωματίου 1. Για να έχει η κλίμακα λόγο ύπαρξης, θα πρέπει το επίπεδο του δαπέδου της νοτιοδυτικής αυλής να βρισκόταν τότε, όπως και σήμερα άλλωστε λόγω της κατωφέρειας πάνω στην οποία έχει κτιστεί το κτίριο, χαμηλότερα από εκείνο των δωματίων 1 και 2. Σε χαμηλότερο επίπεδο 361 Kraynak 1984, 67 και Kraynak 1991, 5. Ας σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται διάσπαρτα στο χώρο του καταγωγίου είναι και ορισμένα τμήματα ημικιόνων (εικ. 63), καθώς και ένα επίκρανο παραστάδας (εικ. 64). Τα μέλη αυτά εντοπίζονται μόνο στη βορειοανατολική αυλή. Πρόκειται προφανώς για τις «παραστάδες θυρίδων», τις οποίες ο Καββαδίας 1900, 163 απέδωσε στο δεύτερο όροφο. Η Kraynak 1991, 8 σημ. 7, η οποία άλλωστε πιστεύει ότι το κτίριο δεν είχε δεύτερο όροφο, θεωρεί ότι οι ημικίονες δεν ανήκουν στο καταγώγιο. Ο Roux 1961, 351 και πίν παραθέτει φωτογραφία ενός ιωνικού ημικίονα από το χώρο του καταγωγίου (εδώ εικ. 65), τον οποίο χρονολογεί στα τέλη του 4 ου ή στις αρχές του 3 ου αι. π.χ., τον αποδίδει όμως στο «Γυμνάσιο». Ο ημικίονας αυτός σήμερα δεν βρίσκεται στο καταγώγιο. Ο Tomlinson 1983, 82 επίσης σημειώνει ότι ιωνικοί ημικίονες βρέθηκαν στο εσωτερικό του «Γυμνασίου». Το πώς βρέθηκαν στο καταγώγιο τα μέλη που βλέπουμε σήμερα στη βορειοανατολική αυλή και το αν αυτά ανήκουν στο καταγώγιο θα πρέπει να διερευνηθεί στα πλαίσια μιας μελλοντικής δημοσίευσης του μνημείου. Πάντως η πληροφορία της Kraynak 1991, 8 σημ. 7 ότι η L. Shoe δεν συμπεριλαμβάνει ημικίονες ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά μέλη του καταγωγίου τα οποία μελετάει είναι μάλλον λανθασμένη. Ένα από τα μέλη που η Shoe συμπεριλαμβάνει στους πίνακές της (Shoe 1936, 64, 175, 138 και πίν. ΧΧΙΧ,6 ) και σημειώνει ότι βρέθηκε στο καταγώγιο είναι a capital of a pier attached to a half ionic capital. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ποιο μέλος αναφέρεται, αν και η περιγραφή παραπέμπει στη μορφή που έχει ο ιωνικός ημικίονας, στον οποίο αναφέρεται ο Roux. Η Shoe χρονολογεί το μέλος στον 4 ο αι. π.χ. 62

70 βρίσκονται, σήμερα όπως και τότε (εικ. 66), και τα δωμάτια που περιβάλλουν την αυλή, είναι λοιπόν πιθανό στο επίπεδο αυτό να βρισκόταν και το δάπεδο στο δωμάτιο 2a του αρχικού κτιρίου, κάτι που θα εξηγούσε την ύπαρξη in situ, στη βορειοανατολική γωνία της νοτιοδυτικής αυλής, του κατωφλιού, το οποίο θα οδηγούσε κάποτε στο δωμάτιο 2a και καταργήθηκε αργότερα, για να αποτελέσει το χαμηλότερο σκαλοπάτι της κλίμακας προς το δωμάτιο 2. Το δωμάτιο 2a, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, θα έπρεπε αναγκαστικά να αποκλείεται από τα άλλα τρία δωμάτια στο κέντρο του κτιρίου, τα οποία βρίσκονταν ψηλότερα. Όταν αργότερα γκρεμίστηκε το κεντρικό τμήμα της κάθετης μεσοτοιχίας και ανοίχτηκε η θύρα στο κέντρο της οριζόντιας, με σκοπό να επιτευχθεί στο σημείο η επικοινωνία μεταξύ των τεσσάρων τμημάτων του κτιρίου, το δάπεδο του δωματίου 2a ανυψώθηκε, για να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με εκείνο των άλλων τριών δωματίων, και το κατώφλι που καταργήθηκε μετατράπηκε σε σκαλοπάτι, στο οποίο προστέθηκαν άλλα δύο. Έτσι προέκυψε η κλίμακα, που δε φαίνεται να είχε άλλη χρήση πέρα από το να οδηγεί από τη νοτιοδυτική αυλή στο δωμάτιο Στο παραπάνω κείμενο η ιστορία του μνημείου διαιρείται χονδρικά σε δύο φάσεις, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή, ωστόσο η χρονολόγηση πρέπει να γίνει πιο συγκεκριμένη. Όπως ειπώθηκε, ο Καββαδίας με βάση την τοιχοποιία χρονολόγησε το αρχικό κτίριο γενικά στα ελληνικά χρόνια. Στη συνέχεια του κειμένου του αναφέρει ότι μέρος των τοίχων κατέρρευσε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά ξαναχτίστηκε «διὰ τῶν ἀυτῶν σχεδὸν λίθων μετ ἀσβέστου» 363, και ότι στα τελευταία χρόνια του ιερού το οικοδόμημα υπέστη και άλλη καταστροφή, οπότε γκρεμίστηκαν και οι κίονες, τουλάχιστον αυτοί του νοτιοανατολικού τετραγώνου. Το κτίριο όμως επισκευάστηκε και πάλι με απλές πέτρες, πλίνθους και ασβέστη, ενώ «τὸ ἀρχικὸν σχέδιον ἐνιαχοῦ μετεβλήθη». Τότε κτίστηκαν και τα δωμάτια που εκτείνονται μέχρι το μέσον της νοτιοανατολικής αυλής 364. Η Kraynak εντόπισε σε ορισμένα σημεία του κτιρίου, στη νοτιοδυτική και τη βορειοανατολική αυλή, τη χρήση απολιθωματοφόρου ασβεστόλιθου, και υπέθεσε ότι τα σημεία αυτά μπορεί να αντιπροσωπεύουν την πρώτη φάση επισκευής, στην οποία αναφέρεται ο Καββαδίας. Πολλοί περισσότεροι είναι οι τοίχοι που περιέχουν σπασμένα κεραμίδια και κονίαμα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη φάση ανακατασκευής του κτιρίου. Από αυτούς οι πιο πολλοί εντοπίζονται στις δύο ανατολικές αυλές Kraynak 1984, 69-70, Kraynak 1991, Καββαδίας 1900, 165. Liddell - Scott I, : η ἄσβεστος είναι ο ασβέστης. 364 Καββαδίας 1900, Kraynak 1984,

71 Η αρχική φάση του Καταγωγίου χρονολογείται στον ύστερο 4 ο αι. π.χ. ή στις αρχές του 3 ου π.χ. 366, σε μια εποχή που στο ιερό χτίστηκαν και άλλα χρηστικά κτίρια προορισμένα για κατοίκηση, ορισμένα από αυτά στο όρος Κυνόρτιον 367. Στα χρόνια αυτά χρονολογείται και το Εστιατόριο 368. Όσον αφορά τις μετέπειτα φάσεις του κτιρίου, μπορεί κανείς να τις τοποθετήσει μέσα στο χρόνο, αν τις συσχετίσει με τα γεγονότα της ιστορίας του ιερού: τον 1 ο αι. π.χ. το ιερό λεηλατήθηκε δύο φόρες, το 88 από το Σύλλα και το 67 από πειρατές. Η καταστροφή στο καταγώγιο δεν πρέπει να ήταν εκτεταμένη και οι επισκευές μπορεί να είναι αυτές που έγιναν με τη χρήση ασβεστόλιθου. Η δεύτερη εκτενής ανακατασκευή θα πρέπει να έγινε το 160 μ.χ., όταν ο Ρωμαίος ύπατος Σέξτος Ιούλιος Μάιωρ Αντωνίνος, όπως είναι γνωστό από τις επιγραφές και τον Παυσανία, χρηματοδότησε ένα σημαντικό πρόγραμμα αποκατάστασης των κτιρίων του ιερού. Όσον αφορά τη λειτουργία του κτιρίου, ο Καββαδίας το ταύτισε με καταγώγιο βασισμένος στην ομοιότητά του με το καταγώγιο των Πλαταιών, και έκτοτε η άποψη αυτή δεν αμφισβητήθηκε 369. Πράγματι η κάτοψη καθενός από τα τέσσερα τμήματα του κτιρίου, με την εσωτερική περίστυλη αυλή και τα δωμάτια γύρω, ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Θουκυδίδη. Επιπλέον ένα τέτοιο κτίσμα ήταν απαραίτητο στο ιερό ενός θεραπευτή θεού, όπου συνέρρεαν πλήθη προσκυνητών. Ακόμη και χωρίς δεύτερο όροφο το καταγώγιο της Επιδαύρου είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην αρχαία Ελλάδα. Οι διαστάσεις των δωματίων του κυμαίνονται από 4,30 x 4,65 μ. έως 5 x 8 μ. και υπολογίζεται ότι καθένα από αυτά μπορούσε να φιλοξενήσει με άνεση από 2 έως 6 άτομα. Σύμφωνα με την αποκατάσταση της κάτοψης του κτιρίου, την οποία προτείνει η Kraynak, και εφόσον η ύπαρξη δεύτερου ορόφου μέχρι στιγμής δεν αποδεικνύεται, τα δωμάτια στην αρχική φάση θα ήταν 70. Επομένως το καταγώγιο μπορούσε να στεγάσει από 140 έως 420 άτομα 370. Ο αριθμός είναι πολύ μικρός, αν σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο της Επιδαύρου διέθετε χώρο για θεατές Kraynak 1986, 195. Σύμφωνα με την Kraynak ο σχεδόν ευθύς εχίνος των δωρικών κιονοκράνων, που σώζονται στις δύο βόρειες αυλές, «κατεβάζει» τη χρονολόγηση στις αρχές του 3 ου αι. π.χ. 367 Burford 1969, Tomlinson 1983, Η Kraynak 1984, 70 υποστηρίζει ότι οι θύρες των δωματίων είναι μεν ελαφρώς έκκεντρα τοποθετημένες, όχι όμως τόσο, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι στους χώρους ήταν τοποθετημένες κλίνες για φαγητό. Πιστεύει επίσης ότι η απουσία ενδείξεων για πλακόστρωτα δάπεδα σημαίνει ότι τα δωμάτια δεν ήταν χώροι εστίασης. Η Heermann 1984, 247 σημ. 18 όμως διαφωνεί και θεωρεί ότι στα δωμάτια του Καταγωγίου της Επιδαύρου παρά τη μικρή μετατόπιση των θυρών μπορεί να υπήρχαν κλίνες. Στο άρθρο της αυτό η Heermann αναφέρει επίσης ότι προτίθεται να δημοσιεύσει σχετικές κατόψεις του κτιρίου, εμείς όμως δεν εντοπίσαμε κάποια τέτοια δημοσίευση. 370 Kraynak 1984, 70, Kraynak 1991, Tomlinson 1983,

72 Τόσοι θα ήταν οι επισκέπτες του ιερού κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτών του θεού, οι οποίοι όμως θα κατέλυαν κατά κύριο λόγο σε σκηνές. Η Kraynak τονίζει ότι προβλήματα στην ερμηνεία του κτιρίου δημιουργεί ο μεγάλος εσωτερικός τοίχος με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, ο οποίος στα ελληνιστικά χρόνια απέκλειε το βόρειο τμήμα από το νότιο. Η Kraynak αναφέρει δύο ενδεχόμενα: α. ότι από τα δύο τμήματα μπορεί το ένα να προοριζόταν για τις γυναίκες και το άλλο για τους άντρες και β. ότι με τον τρόπο αυτό ήταν εφικτό το ένα από τα δύο τμήματα να κλείνει σε περιόδους μικρής προσέλευσης επισκεπτών 372. Η Hellmann και ο Riethmüller θεωρούν πιθανότερο το πρώτο. Σύμφωνα με τη Hellmann το κτίριο θα στέγαζε οπωσδήποτε ασθενείς, καθώς δεν θα χωρούσαν όλοι στη στοά εγκοίμησης 373. Ο Riethmüller θεωρεί ότι το Καταγώγιο προοριζόταν για τους προνομιούχους προσκυνητές των υψηλών τάξεων, ενώ για τους απλούς πολίτες υπήρχε ένα απλούστερο κατάλυμα στο βορειοανατολικό τμήμα του ιερού, ακριβώς πίσω από τη στοά του Κότυος 374. Την άποψη για την ύπαρξη αυτού του καταλύματος υποστήριξε πρώτος ο H. Lauter 375. Ωστόσο το κτίριο που ήταν γνωστό ως στοά του Κότυος ταυτίστηκε πρόσφατα με το ιερό των Αιγυπτίων, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Ασκληπιό, στον Απόλλωνα και στην Υγεία ως Όσιρι, Όρο και Ίσιδα αντίστοιχα Το κτίριο στην αγορά της Κασσώπης Η Κασσώπη υπήρξε η πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, της χώρας των Κασσωπαίων, ενός από τα σημαντικότερα φύλα της αρχαίας Ηπείρου (εικ. 67) 377. Τα γεωγραφικά όρια της αρχαίας Κασσωπαίας αποτελούσαν στα βόρεια ο ποταμός Αχέροντας, στα ανατολικά ο ποταμός Λούρος, στα νότια ο Αμβρακικός κόλπος και στα δυτικά το Ιόνιο πέλαγος. Οι Κασσωπαίοι, όπως και τα υπόλοιπα ηπειρωτικά φύλα, ζούσαν, ακόμη και κατά την κλασική περίοδο, «κατά κώμας» 378 ασκώντας την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κασσωπαίας ήλεγχαν από τον 8 ο κιόλας αιώνα π.χ. οι Ηλείοι, που είχαν ιδρύσει σε σημαντικές θέσεις τέσσερεις αποικίες: την Ελάτρια και τις Βατίες στην ενδοχώρα, την Πανδοσία στις όχθες του Αχέροντα και το Βουχέτιο στις όχθες του Λούρου. Τον 7 ο αι. π.χ. έκτισαν και οι Κορίνθιοι την Αμβρακία στις όχθες του Αράχθου. Οι συγκρούσεις ανάμεσα 372 Kraynak 1991, Hellmann 2006, Riethmüller 2005α, Lauter 1986, Λαμπρινουδάκης 1999, Οι Κασσωπαίοι ανήκαν στη φυλή των Θεσπρωτών, από τους οποίους αποσπάστηκαν και αποτέλεσαν ανεξάρτητο φύλο. Τα άλλα σημαντικά φύλα της Ηπείρου ήταν οι Χάονες και οι Μολοσσοί (Στράβων ). 378 Ψευδοσκύλαξ 2.28, 2.30, 2.31,

73 στους αυτόχθονες και στους αποίκους ήταν συχνές, έληξαν όμως, όταν στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο Φίλιππος Β. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας παντρεύτηκε τη Μολοσσή πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, υπέταξε τις πόλεις των Ηλείων και παραχώρησε τον έλεγχο του ενιαίου πια βασιλείου της Ηπείρου στο γυναικάδελφό του Αλέξανδρο Α το Μολοσσό. Έτσι κατά τον 4 ο αι. π.χ. αρχίζουν να κτίζονται στην Ήπειρο περιτειχισμένες αστικές πόλεις 379. Η Κασσώπη ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα του συνοικισμού των διάσπαρτων κωμών της περιοχής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της Κασσωπαίας, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο περίπου μ. στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Ζαλόγγου 380. Το όνομα της πόλης αναφέρεται για πρώτη φορά σε κατάλογο θεωροδόκων από την Επίδαυρο, ο οποίος χρονολογείται στα π.χ. Η Κασσώπη λοιπόν κτίστηκε λίγο πριν τα μέσα του 4 ου αι. π.χ. και για δύο αιώνες περίπου υπήρξε το πολιτικό, διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής. Η μεγάλη ακμή της σημειώθηκε στα τέλη του 3 ου αι. π.χ.. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν ή ανοικοδομήθηκαν μεγάλα δημόσια κτίρια στην Αγορά και η πόλη επεκτάθηκε προς τα νοτιοδυτικά. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι έφτανε τότε τους έως κατοίκους. Η Κασσώπη έζησε ευημερούσα έως το 167 π.χ. Η Ήπειρος πλήρωσε βαρύ τίμημα, επειδή συστρατεύτηκε με τον Περσέα εναντίον του Αιμιλίου Παύλου, ωστόσο φαίνεται ότι η Κασσώπη δεν καταστράφηκε τότε ολοσχερώς. Από τα μέσα του 2 ου αι. π.χ., με την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών, γνώρισε και πάλι μια περίοδο ανάκαμψης. Η πλήρης εγκατάλειψή της συνδέεται με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό Αύγουστο μετά τη νίκη του στη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.χ., οπότε οι κάτοικοι των περισσότερων οικισμών της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας εξαναγκάστηκαν να συνοικιστούν στη νέα πόλη 381. Τις πρώτες συστηµατικές ανασκαφές στην Kασσώπη πραγματοποίησε από το 1952 ως το 1955 ο Σ. άκαρης µε δαπάνες της εν Αθήναις Aρχαιολογικής Εταιρείας. Στο κέντρο της πόλης αποκαλύφθηκε το μεγάλο οικοδόμημα, που ταυτίστηκε από τον ανασκαφέα µε το δημόσιο ξενώνα, καθώς και τμήμα της Βόρειας Στοάς της Αγοράς. Από το 1977 έως το Δάκαρης 1989, 11, Νοτιοδυτικά της αρχαίας πόλης βρίσκεται το σημερινό χωρίο Καμαρίνα. 381 Σύντομα για τη ιστορία της Κασσώπης βλ. Hoepfner Schwandner 1994α, και Δάκαρης - Γραβάνη, 1, 7-8. Επίσης Franke 1961, 52-54, Hammond 1967, passim, Δάκαρης 1971, 32-35, 64-67, Οι Hoepfner Schwandner 1994α, 338 σημ αντιπαραθέτουν συνοπτικά τις απόψεις των τριών συγγραφέων αναφορικά με βασικά σημεία της ιστορίας της Κασσώπης σημειώνοντας, όπου χρειάζεται, κατά πόσο αυτές επιβεβαιώνονται με βάση νεότερα ευρήματα. Οι ίδιοι οι Hoepfner Schwandner διαφωνούν με τον ανασκαφέα Δάκαρη όσον αφορά το βαθμό στον οποίο καταστράφηκε η Κασσώπη το 167 π.χ. Ο Δάκαρης (Δάκαρης 1971, 91, Δάκαρης 1989, 14 και Δάκαρης Γραβάνη, 8) θεωρεί ότι το 167 π.χ. συντελέστηκε η μεγάλη καταστροφή της Κασσώπης και ότι έκτοτε η πόλη συνέχισε να παρακμάζει μέχρι την τελική εγκατάλειψη το 31 π.χ. Σύμφωνα με τους Hoepfner Schwandner 1994α, 117, 338 σημ. 282 τα ίδια τα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι η πόλη μετά το 148 π.χ. - οπότε και ανασυστάθηκε το Κοινό των Ηπειρωτών - ήκμασε ξανά, πριν επέλθει το τέλος της το 31 π.χ. 66

74 διεξήχθησαν ευρύτερες ανασκαφές αυτή τη φορά µε τη σύμπραξη του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Με τον καθηγητή Δάκαρη συνεργάστηκαν η Κ. Γραβάνη και οι αρχιτέκτονες-αρχαιολόγοι W. Hoepfner και E. L. Schwandner. Κατά τη δεύτερη αυτή ανασκαφική περίοδο ανασκάφηκαν δέκα ιδιωτικά σπίτια, τα περισσότερα στο κέντρο της πόλης, τα δημόσια οικοδομήματα στο βορειοδυτικό τμήμα της Αγοράς, δρόμοι και κοινόχρηστοι χώροι. Παράλληλα συμπληρώθηκε το τοπογραφικό σχέδιο της πόλης (εικ. 68) καθώς και το σχέδιο του αποχετευτικού δικτύου 382. Η Κασσώπη είναι μια από τις ελάχιστες ελληνικές πόλεις, των οποίων είναι γνωστά όχι μόνο τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια αλλά και ο τύπος των σπιτιών. Σε αυτό συνέβαλε η πολύ καλή κατάσταση διατήρησης των ερειπίων, τα οποία προστατεύτηκαν μέσα στους αιώνες από βαθιές επιχώσεις, καθώς μετά την εγκατάλειψη της πόλης δεν ακολούθησε καμία ρωμαϊκή ή βυζαντινή φάση, για να καταστρέψει τα παλαιότερα στρώματα. Τα συμπεράσματα των ερευνών παρουσιάστηκαν σε δύο προδημοσιεύσεις 383, αλλά οι οριστικές δημοσιεύσεις δεν έχουν γίνει ακόμη. Το κτίριο που ταυτίστηκε από τον Δάκαρη με το «Καταγώγιο» της πόλης βρίσκεται πίσω από τη Βόρεια Στοά της Αγοράς (εικ ). Με πλάτος 30 μ. και βάθος 32,60 μ. 384 κατελάμβανε το πλάτος μιας οικοδομικής νησίδας και το μήκος δυο σπιτιών 385. Το κτίριο διαθέτει κεντρική ορθογώνια αυλή διαστάσεων 14,12 x 11,64 μ. 386, που περιβάλλεται από στοές βάθους 2,30 μ Η περίστυλη αυλή έχει 8 x 7 οκταγωνικούς στύλους (σύνολο 26). Πίσω από τις στοές παρατάσσονται 18 δωμάτια, 5 στις μακρές πλευρές και 4 στις στενές 388. Ασυνήθιστο φαινόμενο αποτελεί ο διαγώνιος διαχωριστικός τοίχος των γωνιακών δωματίων, τα οποία έτσι αποκτούν σχήμα τραπεζιόσχημο. Ένα από τα δωμάτια της νότιας πλευράς χρησίμευε ως είσοδος έχοντας τη μορφή προπύλου, με έναν οκταγωνικό στύλο μεταξύ παραστάδων στην εξωτερική και εσωτερική πλευρά (εικ. 73). Δύο σκαλοπάτια οδηγούσαν από την κύρια οδό της πόλης στην είσοδο αυτή, η οποία δεν βρισκόταν στο κέντρο της νότιας πλευράς αλλά λίγο προς τα ανατολικά. 382 Δάκαρης Γραβάνη, Δάκαρης 1989 και Hoepfner Schwandner 1994α, Τα κείμενα Hoepfner Schwandner Δάκαρης - Γραβάνη 2005, , Schwandner 2005, , Zimmer 2005, συμπληρώνουν τις γνώσεις μας για τα σπίτια της πόλης. 384 Hoepfner Schwandner 1994α, Ή αλλιώς το εμβαδόν περίπου τεσσάρων σπιτιών. 386 Δάκαρης 1989, Hoepfner Schwandner 1994α, Για το μέγεθος των δωματίων βλ. Δάκαρης 1952, 334 και Hoepfner Schwandner 1994α, 127. Οι αριθμοί δεν συμφωνούν. Οι ακριβείς διαστάσεις των δωματίων υποθέτουμε ότι θα παρουσιαστούν στην τελική δημοσίευση. Πάντως τα δωμάτια δεν είχαν όλα ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις. Υπήρχαν διακυμάνσεις τουλάχιστον στο βάθος τους. 67

75 Εντυπωσιακή είναι η τοιχοποιία του κτιρίου. Είναι η χαρακτηριστική στην Κασσώπη πολυγωνική τοιχοποιία (τη συναντούμε επίσης στα τείχη της πόλης, στα σπίτια, στο θέατρο κα), η οποία φαντάζει κάπως αρχαϊκή. Στο «Καταγώγιο» από πολυγωνικούς δόμους ασβεστόλιθου αποτελείται το κατώτερο τμήμα των τοίχων (εικ. 74) 389. Στους εξωτερικούς τοίχους 390 η λίθινη αυτή βάση φέρει μια ισοδοµική επίστεψη, η οποία εξέχει λίγο και λειτουργεί ως «τοιχοβάτης» για την ανωδομή (εικ. 73). Η επίστεψη αυτή στην άνω επιφάνειά της έχει λειανθεί κατά μήκος των ακμών της, για να τοποθετηθούν εκεί οι δοκοί της πρώτης ξυλοδεσιάς της ανωδομής. Οι ξυλοδεσιές συγκρατούσαν τις στρώσεις των ωμόπλινθων της ανωδομής 391. Οι τοίχοι επενδύονταν με ένα απλό επίχρισμα που περιείχε λευκό ασβέστη 392. Η λίθινη βάση των εσωτερικών τοίχων 393 δε φέρει ισοδομική επίστεψη και έχει «πατούρα» για ξυλοδεσιά κατά το μήκος της μίας μόνο ακμής της 394. Οι εσωτερικοί τοίχοι διατηρούνται σε ύψος 1,20 μ., όμως η πολυγωνική βάση των εξωτερικών τοίχων - και ιδιαίτερα του δυτικού και βόρειου τοίχου - ανυψώνεται κλιμακωτά ακολουθώντας την ανωφέρεια του εδάφους 395, με αποτέλεσμα στη βορειοδυτική γωνία του κτιρίου ο σωζόμενος τοίχος να ξεπερνά τα 4 μ. ύψος (εικ. 70) 396. Για να εξασφαλιστεί η στερεότητα του κτιρίου στο σημείο αυτό, ο βορειοδυτικός εσωτερικός διαγώνιος μεσότοιχος κατασκευάστηκε παχύτερος από τους άλλους (1,10 μ.) και συνδέθηκε με τον εξωτερικό τοίχο με δύο κάθετους προς αυτόν τοίχους αντιστήριξης. Το τετράγωνο ανάλημμα που σχηματίστηκε γεμίστηκε στο εσωτερικό με μπάζα 397. Το κτίριο γνωρίζουμε ότι έφερε δεύτερο όροφο, διότι στο βόρειο και δυτικό τοίχο διακρίνεται εσωτερικά σε ύψος 2,80 μ. βαθιά λάξευση για την έδραση των ξύλινων δοκών που στήριζαν το πάτωμα του ορόφου. Σε καλή κατάσταση σώζονται και οι οκταγωνικοί στύλοι του μεγάλου περιστυλίου του κτιρίου (εικ. 72, 73, 75). Ήταν κατασκευασμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο και έφεραν δωρικά κιονόκρανα από αμμόλιθο. Η μορφή τους είναι ιδιότυπη, συναντάται όμως συχνά στην αρχιτεκτονική της βορειοδυτικής Ελλάδας 398 : η διατομή τους έχει ουσιαστικά σχήμα 389 Μόνο το ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου αποτελείται από τραπεζιόσχημους, περίπου ισοδομικούς λίθους (Δάκαρης 1952, 333 και Δάκαρης 1989, 32). Για το πώς κατασκευαζόταν η πολυγωνική τοιχοδομία στην Κασσώπη βλ. Schwandner 2005, Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν πάχος 0,83 μ. (Hoepfner Schwandner 1994α, 129). 391 Οπτόπλινθοι χρησιμοποιήθηκαν στις γωνίες των τοίχων και στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων για λόγους σταθερότητας. 392 Για τον τρόπο κατασκευής της ανωδομής του Καταγωγίου βλ. Δάκαρης 1953, Οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν πάχος 0,47 μ., οι διαγώνιοι μεσότοιχοι όμως καθώς και οι τοίχοι της πρόσοψης των δωματίων προς την αυλή είχαν πάχος 0,73 μ. (Δάκαρης 1952, 334). 394 Δάκαρης 1952, Για την τοποθεσία της πόλης βλ. Hoepfner Schwandner 1994α, Δάκαρης 1952, Δάκαρης 1954, Hoepfner 1994, Στην ίδια την Κασσώπη παρόμοιους στύλους διαθέτει η στοά πίσω από το Βουλευτήριο. Επίσης ανατολικά της Οικίας 5 έχει βρεθεί ένα κιονόκρανο οκταγωνικού κίονα, το οποίο δεν 68

76 ορθογωνίου του οποίου οι γωνίες έχουν αποκοπεί, με αποτέλεσμα σε κάθε στενή πλευρά να σχηματίζονται τρεις ισοπλατείς έδρες (περίπου 0,14 μ. η καθεμία). Οι άλλες δύο απέναντι πλευρές έχουν πλάτος περίπου 0,55 μ. η καθεμία 399. Οι στύλοι είναι τοποθετημένοι με τη μία στενή πλευρά τους προς την αυλή. Η κιονοστοιχία αυτού του τύπου έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει να περάσει αρκετό φως από την αυλή προς τις στοές και τα δωμάτια. Στις γωνίες του περιστυλίου είχαν τοποθετηθεί παρόμοιοι στύλοι τετράγωνης όμως διατομής (0,74 x 0,74 μ.), καθώς ο πεπλατυσμένος τύπος ήταν ακατάλληλος για τις γωνίες. Οι στύλοι είχαν ύψος 2,40 μ. περίπου και έφεραν ξύλινο επιστύλιο 400. Τέλος, στην αυλή, για τη συλλογή των νερών της βροχής υπήρχε κατά μήκος του στυλοβάτη του περιστυλίου ρείθρο πλάτους 1,27 μ. με λίθινο υπερυψωμένο πλαίσιο στο άκρο του προς την αυλή και στρωμένο με πλάκες (εικ. 72). Από εκεί τα νερά οδηγούνταν με αγωγό εκτός του κτιρίου 401. Στο εσωτερικό κάθε δωματίου υπήρχε στο κέντρο ένα λίθινο τετράπλευρο στήριγμα ύψους 1 μ. θεμελιωμένο βαθιά μέσα στο δάπεδο των δωματίων, το οποίο στην άνω επιφάνειά του έφερε τόρμο. Ο Δάκαρης θεώρησε ότι οι βάσεις αυτές στήριζαν τράπεζες και ότι τα δωμάτια προορίζονταν για εστίαση 402. Οι Hoepfner Schwandner υποστήριξαν ότι οι βάσεις στήριζαν ξύλινους κίονες για την υποστύλωση του δαπέδου του επάνω ορόφου 403. Την άποψη αυτή ενστερνίστηκε τελικά και ο Δάκαρης 404. Άλλωστε κανένα από τα δωμάτια δεν έχει τις κατάλληλες διαστάσεις, για να φιλοξενήσει κλίνες 405, ενώ και οι πόρτες δεν βρίσκονται στην ίδια θέση σε όλα τα δωμάτια, όπως συμβαίνει συνήθως στα κτίρια με χώρους για εστίαση 406. Στο εσωτερικό των δωματίων βρέθηκε επίσης εστία δίπλα από την πόρτα. Οι εστίες αυτές σίγουρα δεν χρησιμοποιούνταν για μαγείρεμα, καθώς ήταν κατασκευασμένες με οπτόπλινθους, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως θερμαντικές πηγές 407. κατέστη δυνατόν να αποδοθεί σε κάποιο κτίριο. Οκταγωνικοί στύλοι υπάρχουν και στη Βυλλίδα της σημερινής Αλβανίας, στις στοές της Αγοράς της πόλης αλλά και στην Ελληνιστική Στοά (Στοά Β) της Απολλωνίας. Οι οκταγωνικοί κίονες συναντώνται στη βορειοδυτική Ελλάδα αποκλειστικά κατά την ελληνιστική εποχή. 399 Όμοιοι είναι και οι στύλοι του προπύλου αλλά μεγαλύτεροι (διαστάσεις αξόνων: 0,80 x 0,42 μ.). 400 Δάκαρης 1952, Δάκαρης 1952, , Hoepfner Schwandner 1994α, Δάκαρης 1952, 340, Δάκαρης 1953, 167, Δάκαρης 1954, Hoepfner Schwandner 1994α, 128. Η Kraynak 1984, 75 σημειώνει ότι τόσο οι κίονες στο εσωτερικό των δωματίων όσο και οι διαγώνιοι μεσότοιχοι δεν ήταν απαραίτητοι κατασκευαστικά, αλλά τοποθετήθηκαν στο κτίριο για την αντισεισμική του προστασία, καθώς η Ήπειρος είναι έντονα σεισμογενής. Ο Δάκαρης 1971, 121 αναφέρει ότι η ίδια η τοιχοποιία από πλίνθους στερεωμένους με ξυλοδεσιές είναι ιδιαίτερα ισχυρή, κατάλληλη για αντισεισμική προστασία. 404 Δάκαρης 1989, 34. Θεωρεί όμως ότι οι κίονες αυτοί με τις βάσεις τους τοποθετήθηκαν μετά τις καταστροφές του 167 π.χ. 405 Miller 1978α, Hoepfner Schwandner 1994α, Δάκαρης 1952, 341, Δάκαρης 1954, 201, Hoepfner Schwandner 1994α,

77 Από τα κινητά ευρήματα που έφερε στο φως η ανασκαφή αναφέρουμε τα σημαντικότερα 408 : το 1952 βρέθηκε στο ρείθρο της αυλής μια επιγραφή με αφιέρωση τεσσάρων στρατηγών στην Αφροδίτη 409, την οποία ο Δάκαρης χρονολόγησε στο α μισό του 2 ου αι. π.χ. 410 ή στον 3 ο αι. π.χ Το 1954 βρέθηκε 412 και δεύτερη επιγραφή, του 1 ου αι. π.χ., με αφιέρωση τεσσάρων στρατηγών στο Δία Σωτήρα. Τέλος, το 1978 βρέθηκε εντοιχισμένη μια ασβεστολιθική πλάκα που έφερε τιμητικό ψήφισμα του 2 ου αι. π.χ Οι παραπάνω επιγραφές προέρχονται από βάθρα, τα οποία στήριζαν αναθήματα, και για τις δύο πρώτες τουλάχιστον ο Δάκαρης σημειώνει ότι ανήκουν στο κτίριο και δεν προήλθαν από κάπου αλλού. Δεν πιστεύει το ίδιο όμως και για τα δύο τμήματα λίθινων μετρητών υγρών, που βρέθηκαν το ένα στο δωμάτιο ο και το άλλο στο δωμάτιο η. Πιο συγκεκριμένα, στο δωμάτιο ο το λίθινο σήκωμα, δύο ασβεστολιθικές πλάκες και έξι ιωνικά κιονόκρανα βρέθηκαν τοποθετημένα σε σειρά κατά μήκος του δυτικού τοίχου. Σύμφωνα με το Δάκαρη είχαν μεταφερθεί από αλλού, για να χρησιμοποιηθούν ως πρόχειρα εδώλια κατά την περίοδο της παρακμής του κτιρίου 414. Τα δύο σηκώματα σώζονται αποσπασματικά και τα κομμάτια που λείπουν δεν βρέθηκαν, κάτι που κατά τον Δάκαρη σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα τα αντικείμενα αυτά βρίσκονταν στο κτίριο σε δεύτερη χρήση 415. Πάνω από τα 17 δωμάτια του ισογείου, δηλαδή με εξαίρεση το πρόπυλο, εκτεινόταν ο δεύτερος όροφος με ισάριθμα δωμάτια και εξώστη πάνω από τις στοές του περιστυλίου της αυλής. Τη μορφή του ορόφου έχουν απεικονίσει σε σχέδιο οι Hoepfner Schwandner (εικ. 76), οι οποίοι σημειώνουν ότι στην αποκατάστασή τους μόνο το ύψος των κιόνων του εξώστη δεν είναι βεβαιωμένο. Ο επάνω όροφος ήταν κατασκευασμένος από ξύλο, όπως και η στέγη, η οποία έφερε κεράμωση κορινθιακού τύπου 416. Ο Δάκαρης θεωρεί ότι ο λίθινος αναβαθμός που σώζεται στον ανατολικό τοίχο του προπύλου ανήκει στην κλίμακα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο 417, οι Hoepfner Schwandner ωστόσο πιστεύουν ότι η κλίμακα αυτή τοποθετήθηκε μεταγενέστερα στο κτίριο 418. Κατά τους Hoepfner Schwandner η πρόσβαση σε κάθε ένα 408 Για τα ευρήματα αναλυτικά βλ. Δάκαρης 1952, , Δάκαρης 1953, , Δάκαρης 1954, , Δάκαρης 1955, , Δάκαρης 1978, Δάκαρης 1952, Δάκαρης 1952, Δάκαρης 1954, Σύγχυση υπάρχει ως προς το πού βρέθηκε η επιγραφή αυτή. Στο Δάκαρη 1954, 206 αναφέρεται ότι η επιγραφή βρέθηκε στο δωμάτιο η, ενώ στο Δάκαρη 1978, 101 ότι βρέθηκε εντοιχισμένη σε τοιχάριο στο δωμάτιο κ. 413 Δάκαρης 1978, Δάκαρης 1954, 204, Δάκαρης 1954, Hoepfner Schwandner 1994α, Δάκαρης 1989, 32. Αρχικά ο Δάκαρης είχε λανθασμένα υποστηρίξει ότι το δωμάτιο η και το δωμάτιο κ ή λ ήταν κλιμακοστάσια (Δάκαρης 1953, , Δάκαρης 1954, , Δάκαρης 1971, ). 418 Hoepfner Schwandner 1994α,

78 από τα δωμάτια του ορόφου γινόταν με τη βοήθεια μικρής ξύλινης σκάλας από το αντίστοιχο δωμάτιο του ισογείου, δηλαδή κάθε δωμάτιο στο ισόγειο μαζί με εκείνο που βρισκόταν ακριβώς από πάνω αποτελούσαν μια ενότητα. Κάτω από το «Καταγώγιο» αποκαλύφθηκαν παλαιότερα οικοδομικά λείψανα (εικ. 77, 78), τα οποία κατανέμονται σε δύο επίπεδα: κάτω από το νοτιοανατολικό τμήμα του κτιρίου τα παλαιότερα λείψανα βρίσκονται βαθύτερα απ ό,τι εκείνα στα βορειοδυτικά. Έτσι ο Δάκαρης υποστήριξε ότι κάτω από το νεότερο καταγώγιο βρισκόταν ένα άλλο, εξίσου μεγάλο, το οποίο επίσης διέθετε κεντρική περίστυλη αυλή και δωμάτια γύρω από αυτή, ήταν όμως κτισμένο σε δύο επίπεδα 419. Πιο πειστική ωστόσο είναι η άποψη των Hoepfner Schwandner, σύμφωνα με την οποία το πρόδρομο κτίριο βρισκόταν κάτω από το νότιο τμήμα του μεταγενέστερου, ενώ στα βόρεια, σε ψηλότερο επίπεδο, υπήρχαν δύο οικίες, μια στα ανατολικά και μια στα δυτικά (εικ. 77). Το ψηφιδωτό δάπεδο που βρέθηκε κάτω από τα δωμάτια δ και ε του «Καταγωγίου» ανήκει στον ανδρώνα της ανατολικής οικίας. Το ίδιο το πρόδρομο κτίριο «έβλεπε» προς την κύρια οδό στα νότια και είχε τη μορφή στοάς σε σχήμα Π με δωμάτια στο πίσω μέρος της. Για να κατασκευαστεί το «Καταγώγιο», έπρεπε να ισοπεδωθούν εις βάθος οι οικίες, για να ευθυγραμμιστεί το έδαφος 420. Όσον αφορά τη χρονολόγηση, ο Δάκαρης αρχικά υποστήριξε ότι το «Καταγώγιο» είχε κτιστεί περί το 400 π.χ Αργότερα νομίσματα και κεραμική, που βρέθηκαν σε αδιατάρακτα στρώματα στην ανατολική πλευρά του κτιρίου, υπέδειξαν μια χρονολόγηση στο τελευταίο τέταρτο του 3 ου αι. π.χ., στα χρόνια της μεγάλης ευημερίας της πόλης 422. Το πρόδρομο κτίσμα χρονολογείται στα τέλη του 4 ου αι. π.χ. ή στις αρχές του 3 ου αι. π.χ Το 167 π.χ. το «Καταγώγιο» υπέστη καταστροφές από πυρκαγιά 424. Σύμφωνα με το Δάκαρη κατά την ανοικοδόμηση του κτιρίου αχρηστεύτηκε ο αγωγός που απομάκρυνε τα νερά της βροχής από την αυλή περνώντας κάτω από το πρόπυλο και κατασκευάστηκε πρόχειρα νέος, ο οποίος οδηγούσε σε μία στενόμακρη τάφρο στο δωμάτιο α. Από κει τα νερά αποχετεύονταν στον κεντρικό υπόνομο κάτω από τον κεντρικό δρόμο 425. Το δωμάτιο α φαίνεται ότι χρησίμευε και ως αποχωρητήριο. Στο 2 ο αι. π.χ. τοποθετείται η κατασκευή στο χώρο του προπύλου ενός 419 Μυλωνάς 1980, 16-17, Δάκαρης 1989, Hoepfner Schwandner 1994α, 128, Οι Hoepfner Schwandner 1994α, 132 σημειώνουν ότι κάτω από τα δωμάτια ζ, η, θ και ι του «Καταγωγίου» βρέθηκαν πρόχειρα κτισμένοι τοίχοι, οι οποίοι ανήκουν σε μια ενδιάμεση οικοδομική φάση, που ακολούθησε την καταστροφή των παλαιότερων οικιών. 421 Δάκαρης 1952, Hoepfner Schwandner 1994α, 130. Η πρώτη χρονολόγηση του Δάκαρη είχε αμφισβητηθεί ήδη από τον Hammond 1967, Δάκαρης 1989, Schwandner 2001, Δάκαρης 1952, Για το αποχετευτικό σύστημα της Κασσώπης βλ. Δάκαρης 1989,

79 απιδόσχημου ιπνού για το λιώσιμο χαλκού 426. Οι Hoepfner Schwandner θεωρούν ότι ο ιπνός κατασκευάστηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία το «Καταγώγιο» βρέθηκε χωρίς στέγη λόγω σεισμού. Πιστεύουν επίσης ότι τότε κατέρρευσαν και χρειάστηκε να ξαναστηθούν οι κίονες που βρίσκονταν στο εσωτερικό των δωματίων 427. Ως προς τη χρήση του κτιρίου υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών. Ο Δάκαρης στην αρχή βασιζόμενος στις λίθινες βάσεις στο κέντρο των δωματίων, που θεώρησε ότι στήριζαν τραπέζια, στις εστίες, τα οικιακά σκεύη και τα λείψανα τροφών υποστήριξε ότι το κτίριο ήταν είτε πρυτανείο, δηλαδή ο χώρος όπου σιτίζονταν και διανυκτέρευαν οι πρυτάνεις και τα τιμώμενα πρόσωπα της πόλης, είτε καταγώγιο 428. Σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα περί πρυτανείου, καθώς δεν βρέθηκε στο κτίριο η κοινή εστία όπου έκαιγε το «ἄσβεστον πῦρ» 429, έμεινε όμως πιστός στη δεύτερη του άποψη, ότι το κτίσμα ήταν ένας δημόσιος ξενώνας με υπνοδωμάτια στον επάνω όροφο και βοηθητικούς χώρους στο ισόγειο (μαγειρείο, καπηλεία, αποθήκες, σταύλοι, αποχωρητήριο) 430. Εν τω μεταξύ το πρυτανείο της Κασσώπης αποκαλύφθηκε στη δυτική πλευρά της Αγοράς. Ο Miller διατύπωσε την υπόθεση ότι το κτίσμα ήταν στρατηγείο ή θεσμοθετείο λόγω των λίθινων μετρητών υγρών και των επιγραφών, που είχαν αφιερωθεί εκεί από στρατηγούς 431. Όσον αφορά τα ευρήματα αυτά ο Δάκαρης τονίζει το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν in situ, δεν αποκλείει όμως την πιθανότητα να σχετίζονται με το κτίριο, το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα καταγώγιο μεικτού τύπου, που θα στέγαζε και κάποιες κρατικές υπηρεσίες 432. Η Kraynak στο κεφάλαιο εκείνο της εργασίας της, στο οποίο εξετάζει το κτίριο της Κασσώπης, επισημαίνει το δημόσιο χαρακτήρα του κτιρίου και προτείνει την ταύτισή του με δημόσιο πανδοχείο 433. Ωστόσο στο κεφάλαιο των συμπερασμάτων της αναιρεί την ταύτιση αυτή και υποστηρίζει ότι το κτίριο θα στέγαζε γραφεία της πόλης 434. Οι Hoepfner Schwandner υποστηρίζουν ότι στο μεγάλο κτίριο της Αγοράς στεγαζόταν το εμπορικό κέντρο της πόλης. Θεωρούν ότι το κτίσμα έχει παρόμοια κάτοψη με 426 Schwandner Zimmer Zwicker 1983, Hoepfner Schwandner 1994α, 132. Βλ. και παραπάνω σημ. 404: προφανώς τα σημάδια στους κίονες οδήγησαν το Δάκαρη να διατυπώσει την άποψη ότι οι κίονες στήθηκαν στα δωμάτια μετά το 167 π.χ. 428 Δάκαρης 1952, Δάκαρης 1953, Δάκαρης - Γραβάνη, 6. Συγκεκριμένα για τα γωνιακά δωμάτια του ισογείου με το άβολο τραπέζιο σχήμα ο Δάκαρης 1952, 336 σημειώνει ότι θα μπορούσαν να είναι δωμάτια ύπνου, γι αυτό θα πρέπει να ήταν βοηθητικοί χώροι. Για τη χρήση των αντίστοιχων δωματίων στο δεύτερο όροφο δεν κάνει λόγο. 431 Miller 1978α, 229. Ως παράλληλο ο Miller αναφέρει τη Νότια Στοά Ι της Αθήνας, για την οποία γνωρίζουμε από επιγραφή ότι εξυπηρετούσε τη στέγαση των μετρονόμων της πόλης, δηλαδή των αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των επισήμων μέτρων και σταθμών. Για τη Νότια Στοά Ι βλ. Camp 2010, με βιβλιογραφία. 432 Δάκαρης 1954, Kraynak 1984, Kraynak 1984, 150,

80 τα ρωμαϊκά macella, στα οποία πολλές φορές παρουσιάζονται και ασυνήθιστες αρχιτεκτονικές λύσεις για τη διευθέτηση του χώρου στις γωνίες 435. Η ερμηνεία αυτή που δίνουν στο κτίριο εξηγεί και την αποκατάσταση που προτείνουν: κάθε δωμάτιο του ισογείου ήταν ένα κατάστημα και συνδεόταν μέσω σκάλας με το δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς από πάνω, το οποίο λειτουργούσε ως αποθήκη του καταστήματος. Οι ίδιοι σημειώνουν βέβαια ότι η ανασκαφή δεν έφερε στο φως αδιάσειστα στοιχεία για τη χρήση του κτιρίου, αλλά οι μετρητές υγρών και ένα μεγάλο λίθινο σταθμό, που βρέθηκε το 1952, είναι κατά τη γνώμη τους ενδεικτικά 436. Για τη σκάλα στο πρόπυλο οι Hoepfner Schwandner υποστηρίζουν ότι αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Υποθέτουν ότι κάποια στιγμή προέκυψε η ανάγκη για περισσότερα καταστήματα, οπότε τα δωμάτια του δεύτερου ορόφου μετατράπηκαν από αποθήκες σε καταστήματα. Ο αριθμός των καταστημάτων έτσι διπλασιάστηκε από 17 σε 34. Η πρόσβαση στα καταστήματα του δεύτερου ορόφου έπρεπε να γίνεται από τη στοά του ορόφου γι αυτό και κατασκευάστηκε η σκάλα 437. Η τελική δημοσίευση του κτιρίου αναμένεται 438. Και στη νεότερη έρευνα πάντως οι μελετητές εξακολουθούν να αναφέρουν το κτίριο ως Καταγώγιο, με ή χωρίς εισαγωγικά 439, ή άλλοτε ως «το μεγάλο κτίσμα της Αγοράς» 440, ενώ έχει εκφραστεί και η άποψη ότι οι ερμηνείες για το κτίριο δεν αποκλείουν η μία την άλλη και ότι το «Καταγώγιο» μπορεί να επιτέλεσε διάφορους ρόλους ταυτόχρονα ή διαδοχικά κατά τη διάρκεια της ιστορίας του Οι Hoepfner Schwandner 1994α, 339 σημ. 303 παραπέμπουν σχετικά στο βιβλίο της C. de Ruyt, Macellum. Marché alimentaire des Romains (Louvain-La-Neuve 1983). Από τα macella, που παρουσιάζονται στο βιβλίο αυτό, λίγα είναι εκείνα που έχουν διαγώνιους τοίχους στις γωνίες (πρόκειται για το macellum στην Herdonia, το macellum στην Alba Fucens, κατά τη δεύτερη φάση του, και πιθανότατα εκείνο στο Aeclanum). Κατά τη γνώμη μας η σύγκριση του κτιρίου της Κασσώπης με τα παραπάνω κτίρια δεν βοηθάει ιδιαίτερα, διότι τα τελευταία διαθέτουν κυκλική αυλή και τα δωμάτιά τους έχουν σφηνοειδή μορφή, διότι όλοι γενικά οι τοίχοι τους είναι διαγώνιοι. Τα περισσότερα macella όμως έχουν τετράπλευρη αυλή, γύρω από την οποία διατάσσονται τετράπλευρα δωμάτια, και στις πλευρές και στις γωνίες. Θεωρούμε ότι πράγματι το κτίριο της Κασσώπης μοιάζει με τα ρωμαϊκά macella, στη γενική όμως κάτοψη και όχι στη διευθέτηση των χώρων στις γωνίες. Κατά τη γνώμη μας, όσον αφορά τους διαγώνιους τοίχους στις γωνίες, περισσότερο χρήσιμη θα ήταν μια σύγκριση του κτιρίου μας με κάποιο παράδειγμα από τον ελληνικό χώρο. Δυστυχώς όμως έχουμε υπ όψιν μας μόνο την αναφορά που κάνει ο Δάκαρης 1952, 336 στην περίπτωση των δύο διαγώνιων θεμελίων δεξιά και αριστερά της Φιλώνειας Στοάς στο Τελεστηρίο της Ελευσίνας. Τα θεμέλια αυτά, σύμφωνα με τον Travlos 1988, 95, 142, 143, χρονολογούνται στον 4 ο αι. π.χ. και ανήκουν σε μια επέκταση του Τελεστηρίου, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. 436 Hoepfner Schwandner 1994α, , 339 σημ Οι συγγραφείς αναφέρουν έναν μετρητή υγρών από το δωμάτιο π, όμως ο Δάκαρης 1954, 206 γράφει με σαφήνεια ότι βρεθήκαν δύο κομμάτια, όχι στο δωμάτιο π αλλά στα ο και η. Για το λίθινο σταθμό βλ. Δάκαρης 1952, 352, εικ Hoepfner Schwandner 1994α, Για το κτίριο της Κασσώπης διαβάζουμε και στον Emme 2013, Π.χ. Gravani 2001, , Schwandner 2005, 563, Κοντογιάννη 2006, Hoepfner Schwandner Δάκαρης - Γραβάνη 2005, 389, Ault 2005α, 155, 157 σημ. 27. Ο συγγραφέας ούτως ή άλλως θεωρεί ότι τα καταγώγια ήταν multifunctional structures, που εξυπηρετούσαν και άλλες λειτουργίες πέρα από την πρωταρχική της προσφοράς στέγης. 73

81 8. Το κτίριο στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος. Η αρχαία Αυλίδα βρίσκεται στη βοιωτική ακτή, νότια του πορθμού του Ευρίπου, στην περιοχή ανάμεσα στους όρμους Μικρό και Μεγάλο Βαθύ. Από την Αυλίδα αναχώρησε για την Τροία ο στόλος των Αχαιών έπειτα από τη θυσία της Ιφιγένειας 442. Η ευρύτερη περιοχή κατοικούνταν ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια 443. Οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στο Ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδος (εικ. 79 και 80), όπου βρέθηκε ο ναός της θεάς του 5 ου αι. π.χ Κάτω από το ναό έχει βρεθεί τμήμα αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων, ενώ η χρήση του χώρου αποδεικνύεται ότι υπήρξε αδιάλειπτη ως τα ρωμαϊκά χρόνια 445. Η Αυλίδα ωστόσο δεν αποτέλεσε ποτέ μια πόλη. Αποτελούσε τμήμα της θηβαϊκής επαρχίας μέχρι το 387 π.χ. Από τότε ανήκε εδαφικά στην Τανάγρα. Ο Παυσανίας γράφει για την Αυλίδα: ἄνθρωποι δὲ ἐν τῇ Αὐλίδι οἰκοῦσιν οὐ πολλοί, γῆς δέ εἰσιν οὗτοι κεραμεῖς 446. Η Αυλίδα υπήρξε μια μικρή αλλά σημαντική κώμη χάρη στα δυο φυσικά λιμάνια της, τις οχυρώσεις της, αλλά πρωτίστως χάρη στο ιερό της Άρτεμης και τα εργαστήρια κεραμικής και κοροπλαστικής, τα οποία προμήθευαν τους επισκέπτες με τα απαραίτητα αφιερώματα για τη θεά 447. Σποραδικές ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1928, κατά την ανέγερση του εργοστασίου "Τσιμέντα Χαλκίδος", και το 1954 από τον έφορο αρχαιοτήτων Ι. Θρεψιάδη 448. Συστηματικότερες έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το Θρεψιάδη από το 1956 ως το 1961 με την υποστήριξη της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος επιβιώνει περικυκλωμένος από το εργοστάσιο τσιμέντων, τα ναυπηγεία και τις χημικές βιομηχανίες. Στα νοτιοδυτικά του ναού της Άρτεμης ο Θρεψιάδης αποκάλυψε συγκροτήματα κεραμικών εργαστηρίων (κτίρια Λ, Ν, Π) και νοτιότερα ένα κτίριο (κτίριο Μ) που το ονόμασε 442 Σύμφωνα με το Στράβωνα ( ) ο στόλος των Αχαιών απέπλευσε από το Βαθύ Λιμένα, δηλαδή το Μεγάλο Βαθύ. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι το λιμάνι απ όπου αναχώρησαν οι Έλληνες ήταν βορειότερα, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα (Καραπασχαλίδου 2010, 9). 443 Λείψανα της μυκηναϊκής εποχής έχουν βρεθεί στα ανατολικά του Ιερού της Άρτεμης, στη βραχώδη περιοχή Γελαδοβούνι (Μητσάκη 2006, 113). 444 Εκτός από τα κτίσματα που ανασκάφηκαν κοντά στο ναό ο Θρεψιάδης εντόπισε και λιθόστρωτη οδό, η οποία ξεκινούσε από το λιμάνι και οδηγούσε στην κρήνη διασχίζοντας κτιριακό συγκρότημα, που πιθανόν ανήκε σε καταστήματα. Επίσης η αποκάλυψη αναλημματικού τοίχου βόρεια του ναού και ο εντοπισμός ερειπίων σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τον ανεσκαμμένο χώρο καταδεικνύουν, σύμφωνα με το Θρεψιάδη, ότι η αρχαία Αυλίδα εκτεινόταν σε όλη την περιοχή μεταξύ του Μικρού και Μεγάλου Βαθέος (Θρεψιάδης 1958, 54). 445 Ο ναός υπήρξε στο ιερό από τον 5 ο αι. π.χ. έως τον 4 ο αι. μ.χ. (Καραπασχαλίδου 2010, 9). Ωστόσο τον 5 ο αι. π.χ. φαίνεται ότι οι λίγοι κάτοικοι της Αυλίδας μετοίκησαν στη Θήβα λόγω της έλλειψης καλλιεργήσιμης γης και από τότε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια η Αυλίδα έμεινε ακατοίκητη (Bakhuizen 1970, 154 σημ. 41, Kraynak 1984, 85). Σύντομα για την ιστορία της Αυλίδας βλ. και Bakhuizen 1970, Παυσ Στο Μεγάλο Βουνό, που υψώνεται δυτικά του Ιερού, σώζεται περίβολος φρουρίου, δημιούργημα του Οίκου των Αντιγονιδών (Διοδ. Σικ Για επεξήγηση του χωρίου βλ. Bakhuizen 1970, Για σχέδιο του περιβόλου βλ. Bakhuizen 1970, 80 εικ. 56. Στο βιβλίο του Bakhuizen διαβάζουμε για όλες τις οχυρώσεις της γύρω περιοχής). 448 Θρεψιάδης 1956,

82 Καταγώγιο (εικ. 81, 82). Μεγάλο τμήμα της ανατολικής πλευράς του κτιρίου Μ δεν ανασκάφηκε 449 και η κύρια είσοδος δεν σώζεται, βρισκόταν όμως σίγουρα στα ανατολικά, όπως συμβαίνει και στα κτίρια Λ, Π και Ν. Τα τρία κτίρια στρέφονταν προς τα ανατολικά, προς την περιοχή της κρήνης, όπου μάλλον βρισκόταν το κέντρο της λατρείας της Άρτεμης 450. Το ανεσκαμμένο τμήμα του κτιρίου Μ έχει σχήμα σχεδόν ορθογώνιο και σώζει 9 δωμάτια γύρω από μία επιμήκη κεντρική αυλή 451. Στον ανατολικό τοίχο της αυλής υπάρχουν δύο είσοδοι (πλάτους 1,20 μ.). Η Kraynak κάνει την υπόθεση ότι στο ανατολικό μη ανεσκαμμένο τμήμα υπήρχε προαύλιο πλαισιωμένο από μικρά δωμάτια - σαν τα a και b τα οποία ίσως προορίζονταν για σταβλισμό 452. Σύμφωνα με το Θρεψιάδη το κτίριο είχε κατασκευαστεί με ιδιαίτερη επιμέλεια από αργούς λίθους δεμένους με πηλό. Μόνο το νότιο τμήμα του δυτικού τοίχου στο κάτω μέρος του έχει κτιστεί με μεγάλους, ορθογώνιους πωρόλιθους σε δεύτερη χρήση, τοποθετημένους κατά το ισόδομο σύστημα. Η ανωδομή θα ήταν πλίνθινη. Ο βόρειος τοίχος του κτιρίου Μ αποτελεί τον μεσότοιχο μεταξύ αυτού και του κτιρίου Π και συνεχίζεται προς τα δυτικά και πέραν του κτιρίου Μ 453. To δωμάτιο 1 του κτιρίου Μ βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της αυλής και διαθέτει θύρα και στις τέσσερεις πλευρές του 454. Η δυτική θύρα ξεχώριζε από τις άλλες, όπως φαίνεται από το πώρινο κατώφλι που σώζει, και οδηγούσε στο δωμάτιο 2. Η θύρα αυτή είναι η μοναδική στο δωμάτιο 2 και είναι λίγο έκκεντρα τοποθετημένη στον ανατολικό του τοίχο. Το δωμάτιο 2, με διαστάσεις 6,90 x 6,50 μ. 455, είναι το μεγαλύτερο του κτιρίου. Ο Θρεψιάδης λόγω της θέσης της θύρας θεώρησε ότι το δωμάτιο περιείχε κλίνες, 11 στον αριθμό 456. Δυτικά του «εντεκάκλινου» υπάρχουν δύο μικρότερα επιμήκη δωμάτια. Το νοτιότερο (δωμάτιο 3) είχε 449 Ο Θρεψιάδης πέθανε το 1962 και οι εργασίες έκτοτε σταμάτησαν. 450 Θρεψιάδης 1959, 31. Η ανασκαφή της περιοχής μεταξύ της κρήνης και του ναού δεν προχώρησε, επειδή από εκεί διέρχεται ο σύγχρονος δρόμος. 451 Οι διαστάσεις της αυλής είναι 13,90 μ. στα βόρεια, 4,70 μ. στα δυτικά, 14,30 μ. στα νότια και 5,20 μ. στα ανατολικά. 452 Kraynak 1984, 86. Η Kraynak επισκέφτηκε το χώρο το Για τα δωμάτια a και b ο Θρεψιάδης δεν κάνει καθόλου λόγο στα κείμενά του. Η αρίθμηση των δωματίων με αριθμούς και γράμματα έχει γίνει από την Kraynak. 453 Θρεψιάδης 1960, 46, Θρεψιάδης 1959, 30. Ο βόρειος τοίχος του κτιρίου έχει μήκος 26,30 μ., ο δυτικός 16,75 μ. και ο νότιος, όσος ανασκάφηκε, 24,85 μ. Το τμήμα του δυτικού τοίχου που είναι κτισμένο με πωρόλιθους έχει μήκος 15,30 μ. 454 Η ανατολική θύρα έχει πλάτος 1,15 μ., η νότια 2,85 μ., η δυτική 1,55 μ. και η βόρεια 1,60 μ. 455 Θρεψιάδης 1960, 46. Την προηγούμενη χρονιά ο Θρεψιάδης (Θρεψιάδης 1959, 29) ανέφερε άλλες διαστάσεις (7 x 6,40 μ.). 456 Η Kraynak 1984, 86 υπολόγισε, με δεδομένο ότι οι κλίνες θα ήταν συνεχόμενες, ότι στο βόρειο και νότιο τοίχο θα είχαν τοποθετηθεί από τρεις κλίνες μήκους 1,89 μ., στο δυτικό άλλες τρεις μήκους 2,02 μ. και σε κάθε πλευρά της πόρτας από μία μήκους 2,26 μ. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή το δωμάτιο δεν θα είχε κτιστεί με βάση συγκεκριμένο μήκος κλίνης (Η Kraynak υπολόγισε με πλάτος κλίνης 0,82 μ. Για τις μέσες διαστάσεις των κλινών και τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνται στο χώρο βλ. Miller 1978α, ). 75

83 είσοδο μόνο στο νότιο εξωτερικό τοίχο 457. Το βορειότερο (δωμάτιο 4) είχε είσοδο από την αυλή στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου του. Στη νοτιοανατολική γωνία του δωματίου 3 και στη νοτιοδυτική γωνία του δωματίου 4 σώζεται καμπύλος τοίχος από αργούς λίθους (εικ. 82). Ο Θρεψιάδης υποστήριξε ότι οι σχηματισμοί αυτοί ήταν ερμάρια, όπου οι επισκέπτες τοποθετούσαν τις προμήθειές τους και κυρίως οξυπύθμενους αμφορείς κρασιού 458. Η περίπτωση να πρόκειται για εστίες απορρίφθηκε, καθώς στο εσωτερικό των σχηματισμών δεν βρέθηκε τέφρα 459. Το ότι ο Θρεψιάδης δεν αναφέρει τι βρέθηκε μέσα στους σχηματισμούς δεν βοηθάει να προσδιορίσουμε τη χρήση τους. Η Kraynak περιγράφει τις κατασκευές αυτές ως «μικρά καθίσματα» ( small seats ) και θεωρεί ότι είναι ανάλογες με τις κτιστές κλίνες του κτιρίου στη Ζωστήρα Άκρα 460. Εμείς δεν διαπιστώνουμε ομοιότητες με το κτίριο της Ζωστήρας, κυρίως επειδή οι σχηματισμοί στο κτίριο της Αυλίδας δείχνουν να είναι μεμονωμένοι μέσα στα δωμάτια. Στο δυτικό άκρο της αυλής μια είσοδος οδηγεί στο δωμάτιο 5, το οποίο επικοινωνεί στα βόρεια με το μικρότερο δωμάτιο Στα ανατολικά του δωματίου 6 υπάρχει ένα ευρύχωρο δωμάτιο διαστάσεων 6,05 x 3,90 μ. (δωμάτιο 7). Στο νότιο τοίχο του σώζεται το πώρινο κατώφλι της εισόδου από την αυλή 462, το οποίο είναι όμοιο με εκείνο του «εντεκάκλινου». Μια θύρα 463 στον ανατολικό τοίχο του δωματίου 7 έδινε πρόσβαση σε ένα μικρότερο δωμάτιο, κλειστό στις άλλες του πλευρές (δωμάτιο 8). Η θύρα στο νότιο τοίχο του δωματίου 7 δεν βρίσκεται ακριβώς στο μέσον του, γι αυτό ο Θρεψιάδης υποστήριξε ότι και αυτό το δωμάτιο περιείχε κλίνες, 7 στον αριθμό 464. Έξω από το δωμάτιο 7, κοντά στη δυτική παραστάδα της εισόδου, βρέθηκε ακέραιος οξυπύθμενος αμφορέας. Το τελευταίο ανεσκαμμένο δωμάτιο του κτιρίου Μ είναι το δωμάτιο 9. Σε αυτό εισερχόταν κανείς από την αυλή διαμέσου μιας θύρας στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου του δωματίου. Το κατώφλι της θύρας εξέχει προς τα νότια της εισόδου κατά 0,14 μ., ενώ, για να προσαρμοστεί στο πλάτος της εισόδου, είχαν αποκοπεί τα άκρα της βόρειας πλευράς του Δεν κατανοούμε για ποιο λόγο σε όλες τις κατόψεις του κτιρίου, οι οποίες παρουσιάζονται στα ΠΑΕ, η θύρα αυτή δεν αποδίδεται. Ο Θρεψιάδης αναφέρει ότι το πλάτος της ήταν 1,25 μ. 458 Τέτοιοι σχηματισμοί βρέθηκαν και στα κτίρια Ν (Θρεψιάδης 1960, 40), Π και Λ (Θρεψιάδης 1961, 42). 459 Θρεψιάδης 1959, Η Kraynak 1984, Η είσοδος στο δωμάτιο 5 έχει πλάτος 1,10 μ. και εκείνη του δωματίου 6 0,60 μ. 462 Το πλάτος της εισόδου είναι 1,50 μ. 463 Το πλάτος της είναι 1,25 μ. 464 Θρεψιάδης 1960, 47. Η ύπαρξη δεύτερης θύρας στους ανδρώνες είναι ασυνήθιστη, αλλά συναντάται (π.χ. στο ιερό της Δήμητρας και Κόρης στην Κόρινθο). Η Kraynak 1984, 186 σημ. 223 υπολόγισε ότι, για να είναι συνεχόμενες οι κλίνες, θα έπρεπε να μην έχουν όλες το ίδιο μήκος. Έτσι στο βόρειο τοίχο θα μπορούσαν να υπάρχουν 3 κλίνες μήκους 1,74 μ., στο δυτικό τοίχο 2 κλίνες μήκους 1,50 μ., στα δυτικά της νότιας εισόδου μία κλίνη μήκους 1,78 μ και στα ανατολικά της μία ακόμη μήκους 2 μ. 465 Θρεψιάδης 1960,

84 Ο Θρεψιάδης χρονολόγησε και τα τέσσερα κτίρια (Λ, Ν, Π, Μ) νότια του ναού της Άρτεμης στα ελληνιστικά χρόνια, πιο συγκεκριμένα στον 3 ο 2 ο αι. π.χ., με βάση θραύσματα μεγαρικών σκύφων με φυτική κυρίως διακόσμηση αλλά και νομίσματα 466. Την άποψη του Θρεψιάδη ότι το κτίριο Μ ήταν καταγώγιο συμμερίζεται και η Kraynak 467. Η ίδια επαναλαμβάνει μεν ότι η ύπαρξη ανδρώνα σε ένα κτίριο δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν καταγώγιο, πιστεύει όμως ότι ένα ιδιωτικό σπίτι 9 δωματίων δεν θα χρειαζόταν έναν τόσο μεγάλο ανδρώνα με 11 κλίνες. Θεωρεί επίσης ότι τα ευρήματα οικιακής χρήσης στηρίζουν την άποψη αυτή 468, όπως και η θέση του κτιρίου, καθώς εκτός από τους επισκέπτες που έφταναν, για να προσκυνήσουν στο ναό, από την Αυλίδα περνούσαν και πολλοί ταξιδιώτες, για να πάνε διά θαλάσσης στην Εύβοια αναχωρώντας από το λιμάνι της 469. Η Leypold αμφιβάλλει για την ορθότητα της ταύτισης και αναρωτιέται μήπως το κτίριο Μ ήταν απλώς μια πολυτελής οικία. Οι σκέψεις που κάνει είναι οι εξής: α. το ότι τα κτίρια Μ και Π έχουν κοινό τοίχο μπορεί να υποδηλώνει κάποιου είδους σύνδεση του κτιρίου Μ με τα κεραμικά εργαστήρια στα βόρεια. β. το γεγονός ότι τα συνήθη κινητά ευρήματα, εκείνα δηλαδή που δεν σχετίζονται με τη λειτουργία των Λ, Ν και Π ως κεραμικών εργαστηρίων (ειδώλια, μήτρες κα), είναι παρόμοια και στα τέσσερα κτίρια μπορεί να σημαίνει και παρόμοια χρήση των κτιρίων. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις ένα κεραμικό εργαστήριο και η κατοικία του κεραμέα αποτελούσαν κοινό συγκρότημα 470. Επίσης θυμίζουμε εδώ ότι και στα τέσσερα κτίρια εντοπίστηκαν παρόμοια ημικυκλικά τοιχάρια στις γωνίες ορισμένων δωματίων. γ. η στενή δίοδος που χωρίζει τα κτίρια Ν και Π θυμίζει τις παρόδους μιας συνοικίας. Αν τα κτίρια είχαν κατασκευαστεί, για να εξυπηρετήσουν το ιερό, θα περίμενε κανείς μια καλύτερη οργάνωση του χώρου. δ. το κτίριο Μ μοιάζει με τα άλλα και στον προσανατολισμό. Έτσι όπως τα τέσσερα κτίρια συγκλίνουν προς τα ανατολικά, όπου βρισκόταν ο δρόμος που έφτανε από το λιμάνι, μοιάζουν με νησίδα που διαμορφώνεται με βάση τις οδούς που την ορίζουν. ε. 466 Θρεψιάδης 1960, 44 (κτίριο Ν), Θρεψιάδης 1960, (κτίριο Π), Θρεψιάδης 1961, 42 (κτίριο Λ). Μεταξύ των ευρημάτων από το κτίριο Μ ο Θρεψιάδης 1959, δεν αναφέρει νομίσματα, αναφέρει όμως όστρακα μεγαρικών σκύφων, ατρακτοειδών ληκυθίων, αμφορέων, πινακίων, λύχνων, ένα τμήμα πήλινου «νεροχύτη», μεταλλικούς ήλους, ενσφράγιστα αντικείμενα, ένα τμήμα μαρμάρινης λεκάνης κα. Γενικά τα κινητά ευρήματα από τα τέσσερα κτίρια ήταν παρόμοια. 467 Την άποψη του Θρεψιάδη δεν αμφισβητεί ούτε η Hollinshead 1981, Η Kraynak 1984, 89 γράφει: It is significant that the only evidence for food consumption mentioned by Threpsiades was found in the largest room of the house. Ο Θρεψιάδης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Όπου κάνει λόγο για κινητά ευρήματα από το κτίριο Μ (Θρεψιάδης 1959, 30-32), αναφέρεται σε ευρήματα συνολικά από το κτίριο, χωρίς δυστυχώς να μας πληροφορεί συγκεκριμένα τι βρέθηκε σε κάθε δωμάτιο. 469 Ειδικά πριν την κατασκευή της γέφυρας του Ευρίπου το 410 π.χ (Bakhuizen 1970, ). Την άποψη ότι οι περισσότεροι ξένοι που θα κατέλυαν στο κτίριο θα ήταν περαστικοί ταξιδιώτες παρά προσκυνητές εκφράζει και η Hollinshead 1981, Scheibler 2010,

85 η περιοχή που έχει ανασκαφεί είναι πολύ περιορισμένη και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα κτίρια εντάσσονταν στον ιερό χώρο ή ανήκαν σε μια παρακείμενη συνοικία 471. Τα επιχειρήματα της Leypold είναι σίγουρα πιο πειστικά. Η περαιτέρω ανασκαφή του χώρου είναι εφικτή και θα μπορούσε πιθανότατα να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Αυτή ήταν και η επιθυμία του ανασκαφέα, πριν πεθάνει. 9. Δήλος: ο Ξενώνας δίπλα στο θέατρο και το κτίριο ΙΒ στη Συνοικία του Σταδίου. Η Δήλος, μια κουκίδα στο χάρτη της Μεσογείου, μεσουράνησε κατά την αρχαιότητα ως το πιο σημαντικό θρησκευτικό κέντρο όλου του Ελληνισμού. Εκεί γέννησε η Λητώ «τον Απόλλωνα - Ήλιο, θεό του ημερησίου φωτός, και την Άρτεμη - Σελήνη, θεά του νυχτερινού φωτός - δηλαδή εκεί γεννήθηκε το φως, που για τους Έλληνες ήταν πάντα το πολυτιμότερο αγαθό» 472. Το νησί με μήκος 5 χλμ. από βορά προς νότο και πλάτος που δεν ξεπερνά τα 1300 μ. 473 έχει συνολική έκταση μόλις 6,85 τετραγωνικά χλμ Τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο όρος Κύνθος και χρονολογούνται στην 3 η χιλιετία π.χ. Η λατρεία του Απόλλωνα εδραιώνεται κατά τους ομηρικούς χρόνους και το ιερό του θεού ήκμασε σταθερά για πολλούς αιώνες. Το 2 ο αι. π.χ., κατά τα χρόνια της αθηναϊκής κυριαρχίας στο νησί, η Δήλος εκτός από μεγάλο θρησκευτικό κέντρο γίνεται και ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της Οικουμένης. Υπολογίζεται ότι στις αρχές του 1 ου αι. π.χ. σ αυτή τη μικρή βραχονησίδα κατοικούσαν περίπου άνθρωποι 475 και ότι στα λιμάνια της διακινούνταν κάθε χρόνο τόνοι εμπορευμάτων 476. Η οικονομική ευρωστία της Δήλου παύει με την καταστροφή του νησιού από το στρατό του Μιθριδάτη το 88 π.χ. και τις επιδρομές των πειρατών του Αθηνόδωρου της Κιλικίας, συμμάχων του Μιθριδάτη, το 69 π.χ. Από τότε το νησί παρήκμασε και σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε 477. Οι συστηματικές ανασκαφές στη Δήλο ξεκίνησαν το 1873 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών με επικεφαλής τον A. Lebègue 478. Έως τη δεκαετία του 20 είχαν ήδη αποκαλυφθεί τα Ιερά και μεγάλα τμήματα της ελληνιστικής πόλης. Οι εργασίες συνεχίζονται έως σήμερα από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Γαλλική 471 Leypold 2008, Χατζηδάκης 2003, 19, όπου διαβάζουμε σύντομα και το σχετικό μύθο. 473 Bruneau Ducat 2010, Χατζηδάκης 2003, Χατζηδάκης 2003, Χατζηδάκης 2003, Για την ιστορία της Δήλου βλ. Bruneau Ducat 2010, Επισκέψεις περιηγητών στη Δήλο πραγματοποιούνταν ήδη από τον 15 ο αι. Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών μετά την ίδρυσή της το 1846 και έως το 1873 ανέθεσε σε αρκετά μέλη της αποστολές στο νησί (Bruneau Ducat 2010, 48-49). 78

86 Αρχαιολογική Σχολή, αλλά προτεραιότητα δίνεται πια στην προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των μνημείων 479. Τα ευρήματα των ανασκαφών παρουσιάζονται στη συλλογή τόμων Exploration archéologique de Délos, η οποία όμως δεν έχει συμπληρωθεί 480. Πολλά μνημεία της Δήλου παραμένουν αδημοσίευτα, παρόλο που έχουν ανασκαφεί εδώ και έναν αιώνα. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το κτίριο στα νοτιοανατολικά του θεάτρου, το οποίο ταυτίστηκε με ξενώνα (νούμερο 113 στην εικ. 83, εικ ). Το μνημείο βρίσκεται στη νότια πλευρά ενός ανηφορικού δρόμου, ο οποίος περνά νότια από το θέατρο και κατευθύνεται προς τα ανατολικά, όπου βρίσκονται η Οικία των Προσωπείων και η Οικία των Δελφίνων. Πιο ανατολικά ακόμη βρίσκεται η Συνοικία του Ινωπού και το Άνδηρο των Ξένων Θεών. Ενώ αρχικά αναμενόταν η δημοσίευση του «Hôtellerie» να συμπεριληφθεί στον τόμο Délos VIII για τη Συνοικία του Θεάτρου 481, αυτό τελικά δεν συνέβη, και στον τόμο υπάρχουν μόνο ελάχιστες αναφορές στο μνημείο. Πολύ σύντομη είναι και η αναφορά που περιέχεται στον Οδηγό της Δήλου 482. Ο Ξενώνας ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1912 και η κάτοψη που κατήρτισαν τότε οι Γάλλοι παρουσιάζεται απαράλλαχτη τόσο στα παλιότερα κείμενα 483 όσο και στα νεότερα 484. H Kraynak ωστόσο στα πλαίσια του διδακτορικού της πραγματοποίησε δική της επιτόπια έρευνα το 1981 και διαπίστωσε ότι στο χώρο είναι ορατά τμήματα του κτιρίου, τα οποία αποκαλύφθηκαν προφανώς κατά τις νεότερες ανασκαφές, αλλά δεν προστέθηκαν στην κάτοψη. Το κείμενο της Kraynak περιλαμβάνει μια καινούρια κάτοψη 485 (εικ. 84) και είναι το μόνο αναλυτικό κείμενο για τον Ξενώνα της Δήλου 486. Σε αυτό θα 479 Για την ιστορία των ανασκαφών βλ. Bruneau Ducat 2010, με σχετική βιβλιογραφία. Επίσης Χατζηδάκης 2003, Όσον αφορά τις εργασίες συντήρησης, η Αρχαιολογική Υπηρεσία εργάστηκε από τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αι έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το 1982 οι εργασίες ξανάρχισαν και συνεχίζονται έως σήμερα. Στον Ξενώνα έγιναν εργασίες στερέωσης των τοιχωμάτων της δεξαμενής της Μεγάλης Αυλής και των σωζόμενων τμημάτων του ψηφιδωτού δαπέδου που την κάλυπτε (Πετράκος-Ζαφειροπούλου 1991, 21-23). Τμήματα του ψηφιδωτού σώζονται κατά μήκος της βόρειας και νότιας πλευράς της δεξαμενής (εικ. 92, 93). 480 Μια παρουσίαση της βιβλιογραφίας για τη Δήλο γίνεται στο Bruneau Ducat 2010, Chamonard , Bruneau Ducat 2010, 318 Νο Ενδεικτικά Chamonard , πίν. Ι-ΙΙ, J. Paris, Contributions à l'étude des ports antiques du monde grec, BCH 40 (1916), πίν. Ι-ΙV. 484 Ενδεικτικά Πετράκος-Ζαφειροπούλου 1991, 11, Trümper 1998, εικ. 1, εικ. 39, Τσάκος 1998, 39, Χατζηδάκης 2003, 142, Bruneau Ducat 2010, Ένθετο VII απέναντι από τη σελ Kraynak 1984, πίν. XXVI. Η Kraynak 1984, 187 σημ. 235 σχετικά με τη δική της κάτοψη αναφέρει ότι αυτή σχεδιάστηκε στο χώρο με τη χρήση ελάχιστου εξοπλισμού, γι αυτό είναι αξιόπιστη μόνο όσον αφορά τη θέση των διαφόρων μερών του κτιρίου και τη μεταξύ τους σχέση (δωμάτια, σκάλες, αυλές, τοίχοι) και όχι όσον αφορά τις μετρήσεις και τις διαστάσεις. Επίσης αναφέρει ότι τα αρχεία των ανασκαφών δεν είναι διαθέσιμα. 486 Kraynak 1984, και πίν. XXVII-XLI. Φωτογραφίες του κτιρίου δεν υπάρχουν σε κανένα εγχειρίδιο, ενώ εκείνες στα αντίτυπα του διδακτορικού της Kraynak είναι, όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή μας, πολύ κακές (η βορειοδυτική γωνία του κτιρίου φαίνεται σε μια φωτογραφία του θεάτρου στους Bruneau Ducat 2010, 319 εικ. 98. Μία φωτογραφία του αποχωρητηρίου 39 υπάρχει στον Chamonard , 188, εικ. 81). Οι φωτογραφίες που παραθέτουμε εδώ προέρχονται από δική μας φωτογράφηση, την οποία πραγματοποιήσαμε με την άδεια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Κανονικά το κτίριο του Ξενώνα, αν και σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση, 79

87 βασιστούμε κι εμείς για τη δική μας περιγραφή 487. Η πιο πλήρης κάτοψη του Ξενώνα πάντως παρουσιάζεται στο νέο χάρτη της Δήλου, τον οποίο κατήρτισε το 2015 μια διεθνής επιτροπή υπό την αιγίδα του Institut de Recherche sur l'architecture Antique (εικ. 85) 488. Η Kraynak μέτρησε 45 δωμάτια, τα οποία, μαζί με τους διαδρόμους και τις αυλές, καθιστούν το κτίριο το μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο σε κάτοψη ξενώνα που σώζεται στον ελληνικό χώρο. Μάλιστα μόνο τα βόρεια και δυτικά όρια του κτιρίου είναι γνωστά με βεβαιότητα. Στα ανατολικά και νότια η ανασκαφή παρέμεινε ημιτελής. Η κατάσταση διατήρησης του κτιρίου είναι εξαιρετική. Πολλοί τοίχοι σώζονται περίπου έως το ύψος της οροφής, ενώ το πιο εντυπωσιακά διατηρούμενο στοιχείο είναι η μεγάλη μαρμάρινη θύρα στο βόρειο εξωτερικό τοίχο (εικ. 90, 91). Το μάρμαρο ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λίγο στο κτίριο: εκτός από τη μεγάλη είσοδο από μάρμαρο είναι ο στυλοβάτης, που περιβάλλει την πολύ μεγάλη δεξαμενή της μεγάλης αυλής (εικ ), οι κίονες που στέκονταν επάνω στο στυλοβάτη, καθώς και το κατώφλι της εισόδου στον νότιο τοίχο του δωματίου 26, στα βόρεια της αυλής (εικ. 96) 489. Για την κατασκευή του Ξενώνα χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά 490 ο γνεύσιος, ο λίθος που κυριαρχεί στη Δήλο και προσδίδει στα μνημεία της την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους 491. Οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονταν με κονίαμα, το οποίο σώζεται ακόμα σε ορισμένα δωμάτια 492. Επειδή το κτίριο είναι χτισμένο κατά το μήκος ενός ανηφορικού δρόμου, το επίπεδο του δαπέδου των δωματίων δεν είναι ενιαίο. Σε γενικές γραμμές διακρίνονται δύο επίπεδα. Στο χαμηλότερο βρίσκονται τα δωμάτια 1-17, τα οποία στρέφονται προς την Οδό ΙΙ. Στο ψηλότερο βρίσκονται τα δωμάτια 20-45, τα οποία ουσιαστικά οργανώνονται γύρω από την δεν είναι επισκέψιμο. Στο εσωτερικό όλων σχεδόν των δωματίων η βλάστηση είναι τόσο πυκνή, που η εξέταση του δαπέδου είναι αδύνατη. Ειδικά στην περιοχή των δωματίων αποφύγαμε να εισέλθουμε επιπλέον λόγω της ύπαρξης φιδιών στο νησί. Έτσι οι λεπτομέρειες του εσωτερικού των δωματίων εξακολουθούν να μας διαφεύγουν. Είμαστε όμως σε θέση, μετά την επίσκεψή μας, να πούμε ότι οι πληροφορίες που μας δίνει η Kraynak ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. 487 Η Kraynak 1984, 187 σημ. 233 αναφέρει ότι ο O. Picard της είχε δώσει την πληροφορία ότι οι Ph. Fraisse και J. Y. Εmpereur ετοίμαζαν μια καινούρια μελέτη του κτιρίου. Αναζητήσαμε τη μελέτη αυτή, αλλά δεν εντοπίσαμε κάτι σχετικό. 488 Για το χάρτη αυτό βλ. Το χάρτη τον βρίσκει κανείς στο πωλητήριο του αρχαιολογικού χώρου της Δήλου. 489 Kraynak 1984, 92. Το κατώφλι αυτό δεν αποδίδεται στις κατόψεις, σώζεται όμως in situ και φέρει τα ίχνη δύο κιόνων. 490 Μόνο στην περιοχή των δωματίων εντοπίζεται πωρόλιθος (βλ. παρακάτω). 491 H Kraynak χρησιμοποιεί τον όρο schist blocks. Ο γνεύσιος ωστόσο μεταφράζεται στα αγγλικά gneiss (στα γαλλικά gneiss, στα γερμανικά Gneis). Ο γνεύσιος, όπως και ο σχιστόλιθος, αποσχίζεται εύκολα. Ειδικά στη Δήλο τα στρώματα γνευσίου διασχίζονται από πάρα πολλές κάθετες διακλάσεις, με αποτέλεσμα οι λίθοι που λατομεύονται να έχουν αναγκαστικά διάφορα σχήματα και μεγέθη. Η τοιχοδομία που προκύπτει είναι ανομοιογενής γι αυτό και καλύπτεται με κονίαμα (Chamonard , 234). Για τα υλικά δομής στο νησί βλ. επίσης Vallois 1966, Σύντομα για τα κονιάματα στους τοίχους της Δήλου βλ. Bruneau Ducat 2010, Από κονίαμα ήταν κατασκευασμένες και οι κεφαλές ταύρων, που ανήκουν στο διάκοσμο του Ξενώνα και φυλάσσονται στο Μουσείο (Marcadé 1952, 111, εικ. 11). 80

88 αυλή. Τα μεμονωμένα δωμάτια 18 και 19 βρίσκονται στη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο, «βλέπουν» στην Οδό Ι και είναι κλιμακωτά χτισμένα πάνω στη γραμμή στο δρόμου (εικ. 97). Τα δύο επίπεδα του κτιρίου ήταν ανεξάρτητα, διότι στον ενδιάμεσο τοίχο ο οποίος είναι ο πίσω τοίχος των ανατολικότερων δωματίων του κάτω επιπέδου και σώζεται σε καλή κατάσταση - δεν υπάρχει σκάλα 493. Στην περιγραφή που θα ακολουθήσει θα σταθούμε κυρίως στα χαρακτηριστικά των δωματίων εκείνων που έχουν ιδιαιτερότητες. Εντός των δύο επιπέδων διακρίνονται ενότητες δωματίων. Στο χαμηλότερο επίπεδο την πρώτη ενότητα συγκροτούν τα δωμάτια 2-7 και τη δεύτερη τα δωμάτια Το γωνιακό δωμάτιο 1 διαθέτει θύρα και προς την Οδό Ι και προς την Οδό ΙΙ 494 (εικ. 88), ενώ το δάπεδό του βρίσκεται περίπου 1,25 μ. χαμηλότερα από εκείνο του δωματίου 2 (εικ. 99, 100) 495. Προφανώς το δωμάτιο 1 ήταν αυτόνομο και το 2 ήταν ένας διάδρομος (εικ. 98), που οδηγούσε στα υπόλοιπα δωμάτια της πρώτης ενότητας (εικ. 101). Από τα δωμάτια αυτά ενδιαφέρον παρουσιάζει το δωμάτιο 5 και η σχέση του με το μικρό δωμάτιο 6 (εικ. 102, 104). Στο δωμάτιο 5 σώζονται τα στόμια δύο πηγαδιών 496. Επίσης στον ανατολικό τοίχο του δωματίου υπάρχουν δύο κόγχες (εικ. 103). Τα δωμάτια 5 και 6 είναι μάλλον σύγχρονα, διότι οι τοίχοι τους είναι καλά δεμένοι μεταξύ τους. Το μικρό δωμάτιο 6 διαθέτει ένα μεγάλο παράθυρο στο δυτικό του τοίχο 497. Η υπόθεση που κάνει η Kraynak για τη χρήση των δύο δωματίων είναι ότι το δωμάτιο 5 ήταν μια ανοιχτή αυλή, όπου συγκεντρωνόταν νερό, για να χρησιμοποιηθεί στο δωμάτιο 6, το οποίο θα μπορούσε να ήταν λουτρό. Σε αυτή την περίπτωση στις κόγχες στο δωμάτιο 5 μπορεί να μην τοποθετούνταν λυχνάρια για φωτισμό, όπως συμβαίνει συνήθως στη Δήλο, αλλά αγαλμάτια 498. Το δωμάτιο 6 μέσω του παραθύρου έπαιρνε φως και αέρα από την αυλή Kraynak 1984, Στην παλαιότερη κάτοψη του κτιρίου τα δύο επίπεδα εμφανίζονται να επικοινωνούν σε δύο σημεία: στην περιοχή των δωματίων και στην περιοχή του δωματίου 10. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. 494 Δεν αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο στην παλαιά κάτοψη το δωμάτιο 1 παρουσιάζεται να διαθέτει θύρα και στον ανατολικό του τοίχο. Η Kraynak αναφέρει μεν ότι ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 1 είναι συμπαγής (Kraynak 1984, 93), στην κάτοψή της όμως τον παραλείπει εντελώς. Ο τοίχος αποδίδεται στην κάτοψη του 2015, δεν αποδίδεται όμως το αναλημματικό τοιχάριο που τον στηρίζει (εικ. 99, 100). Ένα τέτοιο τοιχάριο στηρίζει και τον τον ανατολικό τοίχο του χώρου 2 (εικ. 98). 495 Kraynak 1984, Στο ένα από τα δύο αυτά πηγάδια αναφέρεται ο Chamonard , 328. Γράφει γι αυτό ότι έχει βάθος 25 μ. και βρίσκεται σε υψόμετρο 26,10 μ. Σε αυτό περίπου το υψόμετρο βρίσκεται το χαμηλό τμήμα του Ξενώνα (Kraynak 1984, 93-94). 497 Στη παλαιά κάτοψη το δωμάτιο 6 κακώς παρουσιάζεται ανοιχτό στη δυτική του πλευρά. 498 Kraynak 1984, Γενικά για τις κόγχες στη Δήλο βλ. Chamonard , Συγκεκριμένα για τις κόγχες στις αυλές των οικιών βλ. Trümper 1998, Και στα δύο κείμενα αναφέρονται παραδείγματα χρήσης των κογχών για τη στήριξη αγαλματιδίων θεών. Για τα αγαλμάτια σε κόγχες των τοίχων στις οικίες της Δήλου βλ. και Kreeb 1988, και πιν Από τα δωμάτια της πρώτης ενότητας το 7 στη παλαιά κάτοψη παρουσιάζεται να κλείνει στα νότια με τοίχο. Στο χώρο δεν υπάρχουν ίχνη ενός τέτοιου τοίχου. Ο δυτικός τοίχος του δωματίου 7 σώζεται σε χαμηλό ύψος, αλλά δεν φαίνεται να είχε θύρα προς το δρόμο (Kraynak 1984, 95). 81

89 Η δεύτερη ενότητα (8-15) (εικ. 106) είναι μεγαλύτερη από την πρώτη και ανεξάρτητη από αυτή. Στα δωμάτιά της οδηγούν συνολικά 5 είσοδοι από την Οδό ΙΙ. Το δωμάτιο 12 επικοινωνεί μόνο με το δρόμο. Τα δωμάτια 11 και 13 είναι διάδρομοι και τα 9 και 15 ανοίγουν προς το δρόμο, έχουν όμως και θύρες που δίνουν πρόσβαση και στο εσωτερικό. Εκτός από το 12 όλα τα δωμάτια οδηγούν στο μεγάλο δωμάτιο 10 (εικ. 109), που έχει έναν ιδιαίτερα παχύ και με προεξοχές ανατολικό τοίχο (εικ. 107), ο οποίος λειτουργούσε και ως αναλημματικός τοίχος του διαδρόμου b. Ένα παράθυρο στο βόρειο τοίχο του δωματίου 14 υποδηλώνει ότι το 10 ήταν ανοιχτή αυλή (εικ. 108). Συνοψίζοντας, στο χαμηλό του επίπεδο ο Ξενώνας διαθέτει δύο ανεξάρτητα συγκροτήματα δωματίων, το καθένα με αυλή, και δύο αυτόνομους χώρους (δωμάτια 1 και 12), που επικοινωνούν μόνο με το δρόμο 500. Τα δωμάτια στο ψηλότερο επίπεδο καλύπτουν περίπου τα ¾ της έκτασης του κτιρίου και οργανώνονται πολύ διαφορετικά. Στο ψηλότερο επίπεδο υπάρχουν επίσης επιμέρους επίπεδα που ενώνονται με σκάλες. Η μόνη σίγουρα ταυτισμένη είσοδος εδώ είναι η μεγάλη είσοδος στα βορειοδυτικά (εικ. 90) 501. Οι διάφορες είσοδοι στα ανατολικά και νότια μπορεί να οδηγούσαν σε άλλα δωμάτια, τα οποία κρύβονται στη μη ανεσκαμμένη περιοχή. Η μεγάλη είσοδος οδηγεί στο θάλαμο υποδοχής 20. Δύο κόγχες σώζονται στους τοίχους του θαλάμου, μία στο βόρειο τοίχο και μία στο δυτικό (εικ. 91). Σε αυτές θα τοποθετούνταν λυχνάρια για φωτισμό. Από το θάλαμο 20 περνά κανείς στο διάδρομο f, στον οποίο «βλέπουν» τα δωμάτια Το στενό δωμάτιο 21 (εικ. 111), στα νότια του θαλάμου υποδοχής, επικοινωνούσε με το θάλαμο και το διάδρομο, και σώζει στο βόρειο τοίχο του ένα κογχοειδές άνοιγμα, που έκλεινε στα βόρεια άγνωστο έως ποιο ύψος - με ένα πώρινο στηθαίο (εικ. 112). Λογικά αυτή ήταν η θέση του θυρωρού και το δωμάτιο 21 θα ήταν θυρωρείο 502. Στην ανατολική πλευρά του δωματίου 20 υπάρχει μια σκάλα ανόδου, φάρδους 2 μ. με 7 σκαλοπάτια, που οδηγεί στο δωμάτιο 22 (εικ. 110). Η σκάλα αυτή συνδέεται με μία άλλη στενότερη, που εφάπτεται στο βόρειο τοίχο του δωματίου 22 και σώζει 4 σκαλιά (εικ. 113). Η σκάλα αυτή συνέχιζε ξύλινη και οδηγούσε στο δεύτερο όροφο 503. Μια πόρτα στον ανατολικό τοίχο του δωματίου Kraynak 1984, To πλαίσιο της θύρας της εισόδου είναι ένα από τα καλύτερα διατηρούμενα στη Δήλο (εικ. 90). Είναι κατασκευασμένο ολόκληρο από λευκό μάρμαρο. Στο εσωτερικό άκρο του κατωφλιού της σώζονται οι τόρμοι υποδοχής των στροφίγγων που στήριζαν τα θυρόφυλλα (εικ. 91). Στο επίπεδο του κατωφλιού το άνοιγμα του θυρώματος είναι περίπου 1,52 μ. και στενεύει προς τα πάνω. Η πληροφορία που μας δίνει η Kraynak 1984, 96 για τη θύρα του Ξενώνα, ότι the carving on the jambs and lintel is similar to the entrance of the House of Dionysos, εμείς δεν βλέπουμε να ισχύει. Το ανώφλι της θύρας της Οικίας του Διονύσου δεν σώζεται. Ένα σχέδιο αποκατάστασής της θύρας βλέπουμε στον Chamonard , 270 εικ Οι δύο θύρες μοιάζουν, αλλά η ταινία στο θύρωμα και στο ανώφλι της θύρας του Ξενώνα είναι διπλή, ενώ στη θύρα του Διονύσου μονή. 502 Το δωμάτιο 21 στην παλαιά κάτοψη κακώς παρουσιάζεται κλειστό στο ανατολικό του άκρο. 503 O Chamonard , σύντομα αναφέρει τη σκάλα του «Hôtellerie» ως μια από τις importants et bien conservés. Για τις εσωτερικές σκάλες στις οικίες της Δήλου βλ. Trümper 1998, Γενικά για τις λίθινες σκάλες στις οικίες βλ. Chamonard ,

90 οδηγούσε σε μια «σουίτα» τριών δωματίων (δωμάτια 23-25). Το πρώτο δωμάτιο (23) στην παλαιά κάτοψη του κτιρίου παρουσιάζεται να περιέχει δύο ορθογώνιες κατασκευές, μία στη νοτιοανατολική του γωνία και μία κατά το μήκος του δυτικού του τοίχου, βορείως της δυτικής εισόδου. Όπως ακριβώς σημειώνει η Kraynak, έτσι και εμείς διαπιστώσαμε την ύπαρξη της νοτιοανατολικής κατασκευής, η οποία έχει διαστάσεις 2 x 0,80 μ. Στη βορειοδυτική όμως γωνία του δωματίου δεν διακρίναμε κάτι αντίστοιχο παρά μόνο έναν σωρό από λίθους κάτω από την πυκνή βλάστηση 504. Σύμφωνα με τις ενδείξεις η νοτιοανατολική κατασκευή αποτελούνταν από ένα λίθινο περίγραμμα με γέμισμα από χώμα και χαλάσματα. Είναι πιθανό να πρόκειται για κτιστό θρανίο/πάγκο 505. Το δωμάτιο 23 θα μπορούσε να ήταν ένας χώρος αναμονής των επισκεπτών, οι οποίοι επρόκειτο να φιλοξενηθούν στα δωμάτια και Από το δωμάτιο 22 οδηγείται κανείς στη μεγάλη αυλή, που είναι το πιο εντυπωσιακό τμήμα του κτιρίου 508. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει η βαθύτερη δεξαμενή που έχει βρεθεί έως τώρα στη Δήλο. Οι τοίχοι της επενδύονται με πλάκες γνευσίου (εικ ) 509. Ο μαρμάρινος στυλοβάτης που την περιβάλλει έφερε 4 x 4 μαρμάρινους, αράβδωτους δωρικούς κίονες 510, οι οποίοι στήριζαν την οροφή του περιστυλίου της αυλής. Τμήματα των κιόνων βρίσκονται σήμερα στην αυλή (εικ. 116). Για τη στήριξη του ψηφιδωτού που κάλυπτε τη δεξαμενή απαιτούνταν η χρήση παράλληλων κτιστών τόξων 511. Δωμάτια που άνοιγαν προς την αυλή υπήρχαν μόνο στη βόρεια και ανατολική πλευρά της. Από αυτά το δωμάτιο 26 στα 504 Στην επικαιροποιημένη κάτοψη του 2015 αποδίδεται μόνο η νοτιοανατολική κατασκευή. 505 Η Kraynak 1984, 188 σημ. 249 ωστόσο αναφέρει ότι η ίδια δεν έχει εντοπίσει αλλού στη Δήλο πάγκους αυτής της μορφής. 506 Το δωμάτιο 24 αρχικά είχε πόρτα στο βόρειο τοίχο του, η οποία κλείστηκε αργότερα. 507 Τα δωμάτια 24 και 25 έχουν ακανόνιστο σχήμα, διότι στην περιοχή αυτή ο βόρειος τοίχος του κτιρίου καμπυλώνει προς τα νοτιοανατολικά ακολουθώντας τη γραμμή της Οδού Ι ή μιας διακλάδωσής της. Αυτό σημαίνει ότι το κτίριο χτίστηκε μετά την κατασκευή της Οδού. Η ίδια η Οδός δεν έχει ανασκαφεί στο σημείο αυτό, όπως ούτε ο λόφος στα βορειοανατολικά του κτιρίου. Η βορειοανατολική γωνία όμως του κτιρίου έχει αποκαλυφθεί και καταλαμβάνεται από το δωμάτιο Καθώς εισέρχεται κανείς από το δωμάτιο 22 στη δυτική στοά της αυλής, βλέπει στα ανατολικά της εισόδου βυθισμένο στο χώμα το κάτω τμήμα ενός πίθου. Καθ όλο το μήκος του δυτικού τοίχου του δωματίου 22 υπάρχει οριζόντια τοποθετημένος στο δάπεδο ένας μεγάλος μονολιθικός κίονας (εικ. 114). Δεν μπορούμε να υποθέσουμε από πού μπορεί να προέρχεται. 509 Η χωρητικότητά της δεξαμενής υπολογίζεται σε 270 μ 3 (5,50 6 μ. ανά πλευρά, 8,30 μ. βάθος) (Bruneau Ducat 2010, 318 σημ. 7) (βλ. και Chamonard , ). Σώζει και αυτή το εξαιρετικά αδιάβροχο υδραυλικό κονίαμα, με το οποίο ήταν επενδεδυμένες οι δεξαμενές στο νησί (για τις δεξαμενές της Δήλου βλ. Chamonard , ). 510 Γενικά οι κίονες στις οικίες της Δήλου είναι συχνότερα δωρικοί και φέρουν ραβδώσεις μόνο στο πάνω μέρος τους, ενώ το κάτω μέρος τους έχει πολυγωνική διατομή (Bruneau Ducat 2010, 77). Μεταξύ των αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται στη μεγάλη αυλή του Ξενώνα υπάρχει και ένα δωρικό κιονόκρανο (εικ. 117, 118). Η Kraynak 1984, παρατηρεί ότι το κιονόκρανο αυτό μοιάζει με εκείνα της Οικίας του Διονύσου (εικ. 115) και της Οικίας των Προσωπείων (εικ. 119). Εμείς ας σημειώσουμε πιο αναλυτικά ότι η ομοιότητα των κιονοκράνων των τριών κτιρίων έγκειται στο ότι διαθέτουν εχίνο με καμπύλο προφίλ και αντί για τους κλασικούς δακτυλίους στη βάση του έχουν: le simple listel plat du chapiteau «romain» (Chamonard , 250, εικ. 119, όπου βλέπουμε το προφίλ των κιονοκράνων της Οικίας του Διονύσου σε σχέδιο. Αυτό το χαρακτηριστικό έχουν και τα κιονόκρανα της Λέσχης των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού). Ωστόσο το κιονόκρανο του Ξενώνα δεν διαθέτει ραβδώσεις στο υποτραχήλιο, όπως τα κιονόκρανα των παραπάνω τριών μνημείων. 511 Chamonard ,

91 βόρεια ήταν μια εξέδρα, η οποία «έβλεπε» προς την αυλή μέσα από φαρδύ θύρωμα (5,50 μ.) στολισμένο με δύο μαρμάρινους κίονες 512. Στο βόρειο τοίχο του δωματίου σώζονται δύο κόγχες. Η σχέση του δωματίου 26 με το δωμάτιο 27 δεν μας είναι σαφής. Ο μεταξύ τους τοίχος πατά σε λίθινη βάση, έπειτα όμως λίθινη παραμένει μόνο η δυτική του όψη (εικ. 96). Η πλεύρα που «βλέπει» προς το δωμάτιο 27 έχει μάλλον καταπέσει αποκαλύπτοντας το εσωτερικό του τοίχου, που αποτελούνταν από λάσπη ανάμεικτη με χαλίκι και κεραμικά στοιχεία (εικ. 120). Πιστεύουμε ότι ο τοίχος δεν συνέχιζε προς τα επάνω. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι ο βόρειος τοίχος των δωματίων 26 και 27 σώζει στη νότια όψη του τις περισσότερες οπές από σκαλωσιές (εικ. 96) 513 από οποιονδήποτε άλλο τοίχο στο κτίριο. Στη δυτική και νότια πλευρά της μεγάλης αυλής ο πίσω τοίχος του περιστυλίου είναι συμπαγής. Σε κάθε πλευρά μια πόρτα στον τοίχο οδηγεί μέσω σκάλας σε δωμάτια που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Στα νότια, 4 σκαλοπάτια οδηγούν σε μια μικρή αυλή, που διαθέτει δεξαμενή στη βορειοδυτική γωνία της (εικ. 121) 514. Στον ανατολικό τοίχο της μικρής αυλής υπάρχει πόρτα που οδηγεί σε μη ανεσκαμμένη περιοχή. Κοντά στη νοτιοδυτική γωνία της μικρής αυλής μια σκάλα καθόδου οδηγεί στο «πιο λαβυρινθώδες τμήμα του Ξενώνα» 515. Το τμήμα αυτό του κτιρίου είναι το μόνο, στο οποίο εντοπίζεται χρήση πωρόλιθου: πώρινος ήταν ο βόρειος τοίχος του δωματίου 33, η μεσοτοιχία των δωματίων (εικ. 126) και τμήμα του τοίχου μεταξύ των δωματίων (εικ. 124). Οι τοίχοι αυτοί μοιάζουν να είναι απλοί διαχωριστικοί τοίχοι. Άλλωστε έχει διαπιστωθεί ότι ο πωρόλιθος στη Δήλο βρίσκει πιο συχνά χρήση σε διαχωριστικούς τοίχους 516. Η Kraynak υποστήριξε ότι οι παραπάνω τοίχοι μπορεί να σχετίζονται με κάποιου είδους μεταρρύθμιση που συνέβη στο σημείο αυτό του κτιρίου σε μεταγενέστερη φάση 517. Κατά τα άλλα η τοιχοποιία των δωματίων σε αυτήν την περιοχή είναι όμοια με εκείνη του υπόλοιπου κτιρίου. 512 Βλ. σημ. 489 της παρούσης εργασίας. 513 Οι οπές αυτές υποδηλώνουν ότι ο τοίχος είχε καλυφθεί με κονίαμα (Kraynak 1984, 92). 514 Η αυλή αυτή και τα δωμάτια που βρίσκονται στα νότια της μεγάλης αυλής δεν αποτυπώνονται στην παλαιά κάτοψη. Στη μικρή αυλή σώζονται δύο ακατέργαστοι λίθοι από σκληρή πράσινη πέτρα (δεξιά στην εικ. 121). Ένας ακόμη τέτοιος λίθος υπάρχει κοντά στη βορειοδυτική γωνία της μεγάλης δεξαμενής. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν για τη χρήση τους είναι ότι μπορεί να ήταν ακονόπετρες ή αμόνια επεξεργασίας χαλκού (Bruneau Ducat 2010, 318, όπου και η σχετική βιβλιογραφία). 515 Kraynak 1984, Chamonard , Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση, η Kraynak κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, επειδή διαπίστωσε ότι στην περιοχή αυτή του κτιρίου συνέβησαν μεταφορές υλικού από ορισμένα σημεία σε άλλα. Συγκεκριμένα φαίνεται ότι κάποια στιγμή η απομόνωση των δωματίων τα οποία «έβλεπαν» προς το χώρο c (εικ. 122, 123) έπαψε να είναι επιθυμητή. Γι αυτό αφαιρέθηκε ο πώρινος βόρειος τοίχος του δωματίου 33 και το υλικό του χρησιμοποιήθηκε, για να επεκταθεί ο τοίχος μεταξύ των δωματίων εξασφαλίζοντας περισσότερη απομόνωση για το δωμάτιο 37 (η πώρινη επέκταση του τοίχου φαίνεται στην εικ. 124). Η πώρινη μεσοτοιχία των δωματίων μάλλον παρέμεινε στη θέση της. Φαίνεται όμως ότι υπήρχε ανάγκη για περισσότερη ακόμη απομόνωση του δωματίου 37, έτσι στον τοίχο μεταξύ των 36 και 37 προστέθηκε ένα ακόμη τμήμα από γνεύσιο (Kraynak 1984, ). Η παραπάνω περιγραφή της Kraynak μας μοιάζει πειστική. Ωστόσο, τον τοίχο μεταξύ των δωματίων 36 και 37 η Kraynak τον περιγράφει ως καμπύλο. Έτσι τον παρουσιάζει και στην κάτοψή της. Η απόληξή του ίσως και να 84

92 Στον Ξενώνα εντοπίζονται δύο αποχωρητήρια 518. Το ένα υποθέτουμε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο 38, καθώς από εκεί δείχνει να ξεκινάει ένας σκεπασμένος αγωγός 519. Ο αγωγός συνέχιζε κατά μήκος του νότιου τοίχου του δωματίου 37, περνούσε μέσα από τη θύρα, που υπάρχει στη νοτιοδυτική γωνία του δωματίου (εικ. 128), και συνέχιζε στο διάδρομο d (εικ. 129). Κατά μήκος του νότιου τοίχου του δωματίου 37 σώζεται ένα στρώμα από κονίαμα και σπασμένα κεραμίδια, το οποίο θα κάλυπτε τον αγωγό 520. Στο διάδρομο b ο αγωγός λογικά θα συναντούσε τον αγωγό που ερχόταν από το δεύτερο αποχωρητήριο, το οποίο βρίσκεται στο δωμάτιο 39. Ο τελευταίος αυτός αγωγός θα κατευθυνόταν νότια και πιθανότατα έστριβε δυτικά στο διάδρομο a, για να συναντήσει τον αγωγό της Οδού ΙΙ 521. Πολύ καλά διατηρείται το αποχωρητήριο στο δωμάτιο 39 (εικ ). Κατά μήκος των τριών τοίχων του αποχωρητηρίου σώζεται το αυλάκι φάρδους 0,50 μ. Το δάπεδο καλύπτεται από ένα στρώμα κονιάματος, που εμπεριέχει κεραμίδια, και πλαισιώνεται από πωρόλιθους. Σε ένα συνηθισμένο αποχωρητήριο της Δήλου, το αυλάκι καλυπτόταν από ένα ξύλινο θρανίο με οπές, ανάλογο με τα λίθινα που βρέθηκαν σε μεταγενέστερα αποχωρητήρια π.χ. στην Έφεσο 522. Στο αποχωρητήριο του Ξενώνα στους τοίχους πάνω από το αυλάκι υπάρχουν τόρμοι φάρδους 0,20 έως 0,40 μ. όπου θα τοποθετούνταν βραχίονες για τη στήριξη καθισμάτων. Η μορφή αυτών των καθισμάτων δεν μας είναι γνωστή 523. Κάτω από τα καθίσματα ο τοίχος ήταν σοβαντισμένος κόκκινος και πάνω από αυτά λευκός. Τα απορρίμματα διοχετεύονταν στον αγωγό του διαδρόμου b. Από την περιοχή του αποχωρητηρίου 39 οδηγούμαστε στους διαδρόμους e και f μέσω μιας σκάλας ανόδου. Ο διάδρομος e οδηγεί στη μεγάλη αυλή μέσω μιας ακόμη σκάλας ανόδου. Από τα δωμάτια που πλαισιώνουν το διάδρομο f εκείνα που βρίσκονται στα δυτικά (42-45) έχουν το δάπεδό τους περίπου 1,50 μ. χαμηλότερα από το επίπεδο του διαδρόμου ήταν καμπύλη, ο ίδιος ο τοίχος όμως, όπως φαίνεται στις εικ. 124 και 125, είναι ευθύς. Ευθύς παρουσιάζεται και στην κάτοψη του Καμπύλη είναι η απόληξη του απέναντι τοίχου, ο οποίος πιθανόν να διαμορφώθηκε έτσι, για να στενέψει και άλλο το άνοιγμα μεταξύ των δωματίων 36 και Για τα αποχωρητήρια της Δήλου βλ. Chamonard , , Δημητρίου 2002, , Trümper 2011α, Ο Neudecker 1994, αναφέρεται πολύ σύντομα στην περίπτωση της Δήλου, στις υποσημειώσεις του όμως παραθέτει ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία γενικά για την διαχείριση των ανθρώπινων αποβλήτων και τα αποχωρητήρια στην αρχαία Ελλάδα. 519 Κατά την επίσκεψή μας στο χώρο διαπιστώσαμε και εμείς ότι το εσωτερικό του δωματίου 38 είναι γεμάτο χώμα (Kraynak 1984, 102) (εικ. 127). 520 Στο δωμάτιο 37 σώζονται επίσης υπολείμματα του κονιάματος που κάλυπτε τους τοίχους. Υπήρχε μια κατώτερη ζώνη κόκκινου χρώματος και ο υπόλοιπος τοίχος ήταν λευκός (Kraynak 1984, 102) (εικ. 128). 521 Δυστυχώς η βλάστηση στους διαδρόμους b και a δεν μας επέτρεψε να εντοπίσουμε τους αγωγούς. 522 Bruneau Ducat 2010, Kraynak 1984, 103, Chamonard , 186. Η Kraynak 1984, 103 αναφέρει ότι το νοτιότερο άνοιγμα στον ανατολικό τοίχο του αποχωρητηρίου διαπερνούσε τον τοίχο και έβγαζε στο δάπεδο του διαδρόμου f. Kατά την Kraynak το άνοιγμα αυτό χρησίμευε, για να ρίχνει κανείς στο αποχωρητήριο λύματα χωρίς να χρειάζεται να μπει στο δωμάτιο ή ως ουρητήριο διαδρόμου. Εμείς δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε καποιο άνοιγμα στο δάπεδο του διαδρόμου f. 85

93 (εικ. 133). Αυτό σημαίνει ότι τα δωμάτια αυτά δεν είναι παρά τα υπόγεια των δωματίων Η πρόσβαση στα υπόγεια θα γινόταν μέσω πόρτας στο δάπεδο των δωματίων 524. Η περιοχή στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου παρουσιάζει σήμερα την εικόνα που βλέπουμε στη φωτογραφία 89. Τους τοίχους σε αυτό το σημείο αποτυπώνει σωστά μόνο η κάτοψη του Ο εξωτερικός τοίχος στη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου παίζει το ρόλο ενός αναλήμματος που στηρίζει τους τοίχους των δωματίων 28 και 29 (εικ ). Και ενώ ο πρώτος έχει τη γνωστή τοιχοποιία από λίθους γνευσίου, οι τελευταίοι είναι κατασκευασμένοι από λίθους αδρού γρανίτη. Στην περιοχή του δωματίου 30 η διαμόρφωση του χώρου είναι αδιάγνωστη 525. Από γρανίτη και πιο σαθροί είναι οι τοίχοι που εκτείνονται προς τα νότια καθώς και ο νότιος και ανατολικός τοίχος του δωματίου Μόνο η περαιτέρω ανασκαφή θα μπορούσε να συμπληρώσει την κάτοψη του κτιρίου. Τέλος, όσον αφορά το δεύτερο όροφο, την ύπαρξή του βεβαιώνει η σκάλα στο δωμάτιο 22. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ακριβή επιφάνεια του ορόφου, όμως αυτός δεν θα μπορούσε να εκτείνεται πέρα από το δυτικό τοίχο των δωματίων Επίσης όροφος δεν θα υπήρχε πάνω από τη μικρή αυλή 527. Όσο για τα δωμάτια 16 και 17, δεν είναι σίγουρο ότι ανήκουν στον Ξενώνα. Το τοιχάριο όμως που προεξέχει μέσα στο διάδρομο a και η μορφή της πόρτας στο νότιο άκρο του διαδρόμου b μάλλον υποδεικνύουν ότι τα δωμάτια σχετίζονται με το κτίριο 528. Η χρονολόγηση του κτιρίου, από τη στιγμή που δεν είναι διαθέσιμα τα αρχεία των ανασκαφών και οι πληροφορίες για τα ευρήματα που συνδέονται με αυτό, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μορφή, η κατασκευή, τα υλικά και τα χαρακτηριστικά της διακόσμησης του Ξενώνα μοιάζουν πολύ με εκείνα των σπιτιών της Συνοικίας του Θεάτρου. Ειδικά όμως τα σπίτια της συνοικίας του Θεάτρου είναι δύσκολο να χρονολογηθούν, διότι η συνοικία αυτή είναι η παλιά συνοικία του νησιού, που δημιουργήθηκε ήδη κατά τον 3 ο αι. π.χ. και δεν έπαψε να αναδιοργανώνεται έως τις αρχές του 1 ου αι. π.χ Η Kraynak προτείνει μια χρονολόγηση του Ξενώνα στον 2 ο αι. π.χ. με βάση τα εξής: α. το κτίριο πιθανότατα δεν ανήκει στα παλαιότερα της συνοικίας του θεάτρου, καθώς αυτά βρίσκονται χαμηλά, κοντά στο ιερό και 524 Kraynak 1984, (βλ. και παραπάνω σημ. 493). 525 Η Kraynak 1984, 100 υποθέτει ότι το δωμάτιο 30 μπορεί να διαιρούνταν σε μικρότερα δωμάτια με διαχωριστικούς τοίχους που δεν είναι ορατοί σήμερα. 526 Ορισμένοι από αυτούς τους τοίχους δεν αποκλείεται να είναι σύγχρονοι αναλημματικοί τοίχοι που κτίστηκαν, για να προστατεύσουν τον ανεσκαμμένο χώρο (Kraynak 1984, 100). 527 Η χρήση του χώρου που βρίσκεται ανάμεσα στα δωμάτια 8 και 39 δεν είναι γνωστή (ο χώρος αυτός φαίνεται στην εικ. 109). Αν υπήρχε πρόσβαση σε αυτόν, θα ήταν εφικτή μόνο διαμέσου του υπογείου του δωματίου 42, ωστόσο σήμερα το δωμάτιο 42 βρίσκεται στην κατάσταση που βλέπουμε στην εικ Η Kraynak κάνει την υπόθεση ότι ο χώρος μη αριθμημένος στην κάτοψή της - ήταν κλιμακοστάσιο (Kraynak 1984, 189 σημ. 258). 528 Kraynak 1984, Για το ζήτημα της χρονολόγησης των οικιών της Δήλου βλ. Trümper 1998,

94 στο λιμάνι 530. β. ένα terminus post quem για τη κατασκευή του Ξενώνα αποτελεί η κατασκευή του θεάτρου, που γνωρίζουμε ότι ολοκληρώθηκε περί το 250 π.χ., οπότε και χρονολογείται η επιγραφή στο επιστύλιο του προσκηνίου. Ταυτόχρονα θα δημιουργήθηκε και η Οδός Ι - στο πλάι της οποίας κτίστηκε ο Ξενώνας - για να εξυπηρετήσει την πρόσβαση προς τη νότια είσοδο του θεάτρου, η οποία οδηγούσε στη δίοδο μεταξύ των διαζωμάτων. γ. μια χαμηλότερη χρονολόγηση υποδεικνύει το ολόκληρο περιστύλιο, που χρησιμοποιήθηκε στη Δήλο μετά τα μέσα του 2 ου αι. π.χ., την εποχή της μεγαλύτερης ευημερίας της Δήλου 531. δ. οι ομοιότητες του δωρικού κιονόκρανου της μεγάλης αυλής με τα κιονόκρανα της Οικίας των Προσωπείων, της Οικίας του Διονύσου και της Λέσχης των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού, καθώς και ο ιδιαίτερος τρόπος τοποθέτησης των καθισμάτων του αποχωρητηρίου, που συναντάται και στην Οικία C στη συνοικία ανατολικά του Ξενώνα 532, υποδεικνύουν μια χρονολόγηση στον 2 ο αι. π.χ Η Trümper χρονολογεί το κτίριο με επιφύλαξη βέβαια μετά το 167 π.χ Το κτίριο ονομάστηκε Ξενώνας από τον Chamonard και, παρόλο που η ταύτιση αυτή είναι αβέβαιη 535, υιοθετήθηκε στη βιβλιογραφία, έστω και ως συμβατική. Η Kraynak από τη στιγμή που δεν είχε στη διάθεσή της κινητά ευρήματα, έπρεπε να βασιστεί στη μορφή του κτιρίου, για να ελέγξει κατά πόσο αυτή η άποψη ισχύει. Στην ανάλυσή της έδωσε έμφαση στη διαίρεση του κτιρίου σε δύο τμήματα, τα οποία μάλιστα δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η διαίρεση αυτή κατά τη γνώμη της υπαγορεύεται μεν από τη υψομετρική διαφορά των δύο τμημάτων, υπονοεί όμως και τη διαφορετική τους λειτουργία. Υποστήριξε λοιπόν ότι το κάτω επίπεδο περιελάμβανε καταστήματα και κατοικίες και ότι ως ξενώνας λειτουργούσε το επάνω επίπεδο του κτιρίου. Υπάρχουν οικίες στη Δήλο που διέθεταν προς την πλευρά του δρόμου ανεξάρτητα δωμάτια, τα οποία άνοιγαν προς τα έξω και προορίζονταν για εμπορικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες. Τέτοια είναι, σύμφωνα με την Kraynak, τα δωμάτια 1 και 12 του κάτω επιπέδου και τα 18 και 19. Επίσης στη Δήλο δεν είναι σπάνια τα καταστήματα που επικοινωνούσαν με κατοικίες 536. Η Kraynak θεώρησε ότι αυτό μπορεί να ισχύει για τα 4, 9 και 530 Chamonard , Chamonard , Chamonard 1933, Kraynak 1984, Trümper 2003, Ο ίδιος ο Chamonard αναφέρει το κτίριο άλλοτε ως Hôtellerie και άλλοτε ως «κτίριο νότια του θεάτρου», π.χ. Chamonard , 188, εικ Chamonard , 209, Trümper 2003, Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιθανό ο ιδιοκτήτης της κατοικίας και ο έμπορος του καταστήματος να ήταν το ίδιο πρόσωπο, όπως ίσως συμβαίνει στην Οικία της Τριαίνης. Στη Συνοικία του Θεάτρου υπήρχαν πολλά καταστήματα, κυρίως κατά μήκος της «Οδού του Θεάτρου» και της «Οδού 5». Καταστήματα υπήρχαν και στη συνοικία στα ανατολικά του Ξενώνα (Chamonard 1933, 169). Για τα καταστήματα της Δήλου βλ. Chamonard , και αναλυτικότερα Trümper 2003, Η Trümper, η οποία για τις έρευνές της βασίζεται στις δημοσιευμένες γαλλικές κατόψεις, στην κάτοψη του Hôtellerie σημειώνει ως καταστήματα (tabernae) τους χώρους που αντιστοιχούν στα δωμάτια 18, 19, 87

95 15. Τα τρία αυτά καταστήματα συνδέονταν με τις δύο κατοικίες, τις οποίες θα συγκροτούσαν τα υπόλοιπα δωμάτια του κάτω επιπέδου, το 4 με την κατοικία στα βόρεια και τα 9 και 15 με εκείνη στα νότια. Η Kraynak υποθέτει ότι οι κατοικίες θα στέγαζαν η καθεμία μία οικογένεια. Στο ψηλότερο επίπεδο υπήρχαν 25 δωμάτια στον κάτω όροφο και ίσως υπάρχουν και άλλα μη ανεσκαμμένα. Σιγουρά αρκετά θα ήταν και τα δωμάτια του επάνω ορόφου. Ο μέσος αριθμός δωματίων στις οικίες της Δήλου είναι 4 με 6. Τα μεγαλύτερα σπίτια είχαν περίπου 10 δωμάτια 537. Είναι προφανές ότι το κτίριο στα νότια του θεάτρου δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτικό σπίτι. Η Kraynak υποστήριξε ότι ο μεγάλος αριθμός δωματίων, από τα οποία άλλα ήταν αυτόνομα και άλλα σε μορφή σουίτας, το άφθονο νερό, τα δύο αποχωρητήρια, η επιβλητική είσοδος, που συνδέεται με ένα δίκτυο διαδρόμων, ο θάλαμος υποδοχής με το θυρωρείο είναι ισχυρές ενδείξεις ότι το κτίριο ήταν πανδοχείο. Από τις επιγραφές γνωρίζουμε ότι πανδοχεία υπήρχαν στη Δήλο ήδη από τον 4 ο αι. π.χ Είναι λογικό να θεωρήσει κανείς ότι τον 2 ο αι. π.χ., όταν στο νησί συγκεντρώθηκε όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, χρειάστηκε να κτιστεί ένα μεγάλο ξενοδοχείο, για να στεγάσει τους εμπόρους που δε θα χωρούσαν στα κτίρια των συλλόγων τους και τους επισκέπτες που δεν είχαν στο νησί φίλους, για να τους φιλοξενήσουν 539. Ένα τέτοιο ξενοδοχείο δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται στην πιο πυκνοκατοικημένη συνοικία του νησιού και μάλιστα δίπλα στο θέατρο. Η M. Trümper αμφισβητεί την ταύτιση του κτιρίου με ξενώνα. Σε άρθρο της αναφέρει το κτίριο σε σχέση με τη Λέσχη των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού και την Οικία των Φούρνων, δύο κτίρια τα οποία εξετάζει ως έδρες συλλόγων. Για τον Ξενώνα η Trümper αναφέρει ότι, εφόσον δεν έχουν βρεθεί ούτε επιγραφές ούτε σαφείς ενδείξεις λατρείας στους χώρους του, δεν μπορεί να υποστηριχτεί με βεβαιότητα η άποψη ότι αποτελούσε έδρα συλλόγου. Κατά τη γνώμη της όμως υπάρχει και η πιθανότητα το κτίριο να λειτουργούσε ως έδρα ενός συλλόγου ατόμων με κοινή καταγωγή ή όμοια επαγγελματικά ενδιαφέροντα χωρίς να έχει ταυτόχρονα λατρευτική χρήση 540. Η Trümper δηλαδή θεωρεί περισσότερο πιθανό το κτίριο να ήταν μια έδρα συλλόγου, της οποίας ορισμένοι χώροι είχαν εμπορική χρήση 541. Η αλήθεια είναι ότι το κτίριο της Δήλου διαθέτει μεν κάτοψη με κεντρική αυλή, τα δωμάτια όμως γύρω από αυτή διατάσσονται με τρόπο διαφορετικό απ ό,τι θα αναμέναμε σε 1, 4, 7, 9, 12, 14, 15 και 17 της κάτοψης της Kraynak (Trümper 2003, 139 εικ. 4, 153). Στην κάτοψη του 2015 ως χώροι βιοτεχνικής παραγωγής και εμπορίου σημειώνονται τα δωμάτια 18, 19, 1 και Chamonard , 168. Από τα σπίτια που εξετάζει η Trümper 1998, τα περισσότερα έχουν λιγότερα από 10 δωμάτια. 538 Βλ. σελ της παρούσης εργασίας. 539 Kraynak 1984, Trümper 2006, Trümper 2003,

96 ένα τυπικό καταγώγιο. Τα μόνα δωμάτια που επικοινωνούν άμεσα με την αυλή είναι τα δωμάτια 26, 27, 29 και 30. Το δωμάτιο 26 με την ευρεία είσοδο δεν μπορεί να χρησίμευε ως δωμάτιο ύπνου, ενώ η σημερινή κατάσταση του ανατολικού τοίχου του δημιουργεί ερωτήματα και για τη σχέση του με το δωμάτιο 27. Για τα δωμάτια στα ανατολικά της αυλής 542, λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής τους αλλά και λόγω της τοιχοποιίας τους, δεν ξέρουμε τι να υποθέσουμε. Τα υπόλοιπα δωμάτια, τα οποία μάλιστα έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη, διαμορφώνονται σε κλειστές ενότητες. Η πιο σύνθετη από αυτές, εκείνη των δωματίων 32-38, μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το αν θα μπορούσε να σχετίζεται ακόμη και με κάποιου είδους λατρεία. Εφόσον όμως δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κινητά ευρήματα, τα οποία στις περιπτώσεις άλλων κτιρίων (π.χ. της Λέσχης των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού) επιβεβαιώνουν τη χρήση τους ως εδρών συλλόγων, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την περίπτωση το κτίριο δίπλα στο θέατρο να ήταν ξενώνας. Η Trümper παρουσιάζει ως πιθανή την ταύτιση με έδρα συλλόγου και ενός άλλου κτιρίου στη Δήλο, του κτιρίου ΙΒ στο βόρειο τμήμα της Συνοικίας του Σταδίου (εικ. 137, 138) 543. Για τη χρήση του κτιρίου αυτού, το οποίο διαθέτει αυλή με δωμάτια στις τρεις πλευρές της, από το 1912 οπότε και αποκαλύφθηκε, πέρα από την πρόταση της Trümper, έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Μια από αυτές είναι η άποψη του Χατζηδάκη, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κτίριο αυτό ήταν ένα δεύτερο, «φτηνότερο κατάλυμα» στο νησί. Στα κτιστά θρανία που υπήρχαν στο κτίριο οι επισκέπτες του νησιού μπορούσαν, σύμφωνα με το Χατζηδάκη, «να απλώσουν το στρώμα τους ή να πλαγιάσουν τυλιγμένοι με το ιμάτιό τους» 544. Ο Χατζηδάκης στηρίζει την άποψή του στα εξής: α. στη θέση του κτιρίου, το οποίο βρίσκεται σε επίκαιρο σημείο, κάτω ακριβώς από το Στάδιο και κοντά στο λιμάνι. β. στην ύπαρξη κεντρικής αυλής στο κτίριο, στην οποία ανοίγονται δωμάτια. Τα μικρά δωμάτια στα δυτικά της αυλής και το μεγάλο δωμάτιο m στα βόρεια ήταν κατά το Χατζηδάκη κοιτώνες. Το δωμάτιο f, στο οποίο βρέθηκαν τέσσερεις εντοιχισμένες εστίες, θα ήταν μια μεγάλη κουζίνα, κατάλληλη για την προετοιμασία μεγάλων ποσοτήτων φαγητού. γ. η ανοιχτή κτιστή λεκάνη βάθους 1 μ., που βρέθηκε στο βορειότερο δωμάτιο p, θα παρείχε το απαραίτητο για ένα πανδοχείο νερό. Στην περίπτωση που η εγκατάσταση αυτή ήταν ένα Νυμφαίο, «η αίσθηση του νερού που θα προσέφερε, όπως και στις αραβικές χώρες έτσι και στην ξερή Δήλο, θα ήταν 542 Στην κάτοψη της Kraynak παραλείπονται τα τοιχάρια που υπάρχουν στο εσωτερικό του δωματίου 28. Τα βλέπουμε όμως στην κάτοψη του Trümper 2006, 124, 129, Trümper 2011β, Χατζηδάκης 2003, 44, 350. Ο Χατζηδάκης δεν έχει δημοσιεύσει κάποιο άλλο κείμενο, στο οποίο να αναφέρει αναλυτικά τα επιχειρήματά του υπέρ αυτής της άποψης. Γι αυτό κι εμείς επικοινωνήσαμε μαζί του τηλεφωνικά, μιας και αυτή την εποχή υπηρετεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Σάμου - Ικαρίας ως προϊστάμενος. Όσα αναφέρουμε εδώ προέρχονται από τη συνομιλία μας μαζί του. 89

97 πολύτιμη για ένα πανδοχείο». δ. οι τοίχοι του κτιρίου είναι αρκετά παχείς και μπορεί να θεωρηθεί με σιγουριά ότι υπήρχε και δεύτερος όροφος με περισσότερους κοιτώνες. Ο λόγος για τον οποίο δεν επεκτεινόμαστε εδώ περισσότερο στην περιγραφή του κτιρίου είναι, επειδή εμείς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτό ήταν πανδοχείο, τουλάχιστον μέχρι να έχουμε στη διάθεσή μας μια αναλυτική έκθεση των παραπάνω επιχειρημάτων βασισμένη σε πιο συγκεκριμένα ανασκαφικά ευρήματα. Κλείνοντας την αναφορά μας στο κτίριο αυτό θα παρουσιάσουμε σύντομα τις απόψεις που εκφράστηκαν για τη χρήση του. Σύμφωνα με τον πρώτο ανασκαφέα A. Plassart το κομψό και ευρύχωρο σχέδιο του κτιρίου, οι δύο ελεγχόμενες είσοδοι στη νοτιοανατολική και νοτιοδυτική γωνία και ο μεγάλος χώρος με τις εστίες υποδεικνύουν ότι το κτίριο μπορεί να ήταν εστιατόριο. Ο Plassart ωστόσο παρατήρησε ότι το νότιο τμήμα του σπιτιού μπορεί αρχικά να είχε ένα διαφορετικό προορισμό, καθώς στο χώρο f βρέθηκαν δύο ωραίες μαρμάρινες βάσεις συμπίεσης καρπών ελιάς 545. Το 1997 ο J. P. Brun πραγματοποίησε εκ νέου ανασκαφές στο κτίριο, το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως οικία (maison, house) 546. Ο Brun διέκρινε 5 φάσεις χρήσης του κτιρίου και υποστήριξε ότι κατά την τρίτη φάση, γύρω στο 100 π.χ., τα δωμάτια στα νότια του περιστυλίου στέγαζαν ένα αρωματοποιείο 547. Στο άρθρο που δημοσίευσε το 2000 γράφει χαρακτηριστικά: Finally, in 1997, we resolved the enigma of the "inn" located in the stadium district, long thought to be a "restaurant" based on the presence of a battery of four furnaces. Η Trümper δεν αμφισβητεί την ταύτιση του χώρου f με αρωματοπωλείο, καθώς οι λέσχες των συλλόγων περιελάμβαναν και καταστήματα. Κατά την Trümper ο χώρος m στα βόρεια του περιστυλίου ήταν χώρος συμποσίων, το Νυμφάιο p ήταν ο χώρος λατρείας και τα μικρά δωμάτια i h αποθήκες, γραφεία ή ίσως και μικροί καθιστικοί χώροι Plassart 1916, , βλ. ειδικά σελ Brun 1999, , Brun 2000, Ως οικία αναφέρει το κτίριο και η Hellmann 2010, Ο Χατζηδάκης δεν παραδέχεται αυτήν την άποψη, ενώ μας εξέφρασε και την αμφιβολία του σχετικά με το αν υπήρχαν διαφορετικές φάσεις στο κτίριο. Κατά τη δική του γνώμη, αν υπήρχε κάποια πρότερη φάση, δεν θα ήταν πολύ παλαιότερη. Κατά τη φάση αυτή μπορεί τη θέση του πανδοχείου να καταλάμβαναν δύο οικίες. 548 Trümper 2006,

98 Γ-2. ΚΤΙΡΙΑ ΑΛΛΟΥ ΤΥΠΟΥ 1. Ο Ξενώνας στη Νεμέα Η Νεμέα βρίσκεται στη βορειοανατολική Πελοπόννησο, σε μια κοιλάδα στους ανατολικούς πρόποδες των αρκαδικών βουνών. Πολύ κοντά βρίσκονταν οι αρχαίες πόλειςκράτη του Φλιούντα και των Κλεωνών 549. Η ίδια η Νεμέα δεν ήταν μια πόλη, καθώς στην κοιλάδα δεν έχουν βρεθεί κατάλοιπα κάποιας μόνιμης εγκατάστασης, ούτε οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για κάποιο οικιστικό κέντρο στην περιοχή 550. Η Νεμέα ήταν ένα πανελλήνιο ιερό και ο χώρος διεξαγωγής των Νεμέων, των πανελλήνιων θρησκευτικών και αθλητικών εορτών, που τελούνταν κάθε δύο χρόνια προς τιμήν του Νεμείου Διός, του προστάτη της νομής (=βοσκής) των ζώων. Τα Νέμεα μαζί με τα Πύθια, τα Ίσθμια και τους Ολυμπιακούς αγώνες αποτελούσαν τις σπουδαιότερες εορτές της αρχαίας Ελλάδας. Τα Νέμεα γιορτάστηκαν για πρώτη φορά το 573 π.χ και ήταν οι νεότερες από τις τέσσερεις εορτές. Τελούνταν στο μέσον του καλοκαιριού και, όταν τελείωναν, στο ιερό απέμεναν μόνο οι ιερείς και οι επιστάτες, οι μόνοι μόνιμοι κάτοικοι 551. Τα όρια του ιερού της Νεμέας (εικ. 140) δεν είναι γνωστά, καθώς η ανασκαφική έρευνα περιορίστηκε κυρίως στην περιοχή νότια του ναού του Δία. Όταν το 1884 οι Γάλλοι αρχαιολόγοι ανέσκαψαν το ναό, ερεύνησαν κι ένα ερειπωμένο εκκλησάκι που υπήρχε νοτιότερα. Ελπίζοντας να βρουν τον τάφο του Οφέλτη 552, οι Γάλλοι αφαίρεσαν το εκκλησάκι, αλλά δεν συνέχισαν την ανασκαφή. Το 1924 η Γαλλική Σχολή παραχώρησε τα ανασκαφικά δικαιώματα στη Νεμέα στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας. Οι B. H. Hill και C. W. Blegen του Πανεπιστημίου του Cincinnati εργάστηκαν ως το 1926 και έφεραν στο φως σημαντικά μνημεία 553. Στη θέση όπου είχε κτιστεί το εκκλησάκι αποκάλυψαν μια Παλαιοχριστιανική Βασιλική του 5 ου ή 6 ου αι. μ.χ. H Βασιλική κάλυπτε το 1/3 ενός αρχαιότερου οικοδομήματος μήκους 85,89 μ. και πλάτους 19,78 μ. 554 (εικ. 139), το οποίο οι 549 Αναλυτικά για τη θέση βλ. Miller 1990, Miller 1992, xxx. Ο Στράβων ( ) αναφέρει ότι ανάμεσα στο Φλιούντα και στις Κλεωνές εκτός από το ιερό άλσος της Νεμέας υπήρχε και η κώμη Βέμβινα. Η κωμόπολη αυτή, της οποίας η θέση δεν είναι γνωστή, ήταν σίγουρα παλαιότερη του 5 ου αι. π.χ. και πιθανότατα δεν σχετιζόταν με το ιερό. Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε με σαφήνεια είναι ότι στην κοιλάδα της Νεμέας κατά τα κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια δεν υπήρχε κανένας μόνιμος οικισμός (Miller 1990, σημ. 45). 551 Για τα Νέμεα βλ. Miller 1990, 1-8, Βαλαβάνης 2004, , 317, Cousin Dürrbach 1885, 349. Οι πρώτες μικρές ανασκαφές στη Νεμέα είχαν γίνει το 1766 από την αποστολή Dilettanti. Μετά το 1884 κάποιες περαιτέρω εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1912, οι οποίες οδήγησαν στη δημοσίευση ενός άρθρου των Clemmensen Vallois για το ναό (Clemmensen Vallois 1925, 1-20). 553 Blegen 1925, , Blegen 1926, , 139, Blegen, 1927, Kraynak 1992,

99 ανασκαφείς θεώρησαν ότι ήταν γυμνάσιο. Οι έρευνες στο μνημείο επαναλήφθηκαν το 1936, χωρίς να ακολουθήσει κάποια δημοσίευση, κι έπειτα διακόπηκαν για 25 χρόνια 555. Το 1962 εργάστηκε στο ναό του Δία ο C. K. Williams II 556, ο οποίος το 1964 επέστρεψε στο χώρο, για να διενεργήσει εκτεταμένες ανασκαφές και σε άλλα σημεία 557. Ο Williams ήταν εκείνος που ταύτισε το έως τότε θεωρούμενο «Γυμνάσιο» με Ξενώνα. Με τις εργασίες του έφερε στο φως το ανατολικό πέρας του κτιρίου και βρήκε κάτω από το βόρειο τοίχο τον κλίβανο όπτησης, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε, παρήγαγε τα κεραμίδια για την κατασκευή της στέγης του ναού του Δία (εικ. 141, 143) 558. Επίσης αποκάλυψε τον αρχαίο δρόμο στον οποίο «έβλεπε» το κτίριο και τμήματα του αγωγού νερού, ο οποίος περνούσε μπροστά από αυτό και είχε ήδη εντοπιστεί από τον Blegen το Aπό το 1973 οι ανασκαφές στη Νεμέα διεξάγονται από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley 559. Το 1977 ανασκαφές στον ξενώνα αποκάλυψαν δύο δωμάτια που είχαν προστεθεί στο ανατολικό άκρο του κτιρίου σε μεταγενέστερη φάση (εικ. 140) 560. Το 1980 ξεκίνησε τις εργασίες της στο μνημείο η Kraynak, η οποία τελικά και το δημοσίευσε 561. Ο Ξενώνας είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος οικοδόμημα του ιερού της Νεμέας. Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς δεν μοιάζει με κανένα από τα άλλα κτίρια που πιστεύεται ή πιθανολογείται ότι ήταν πανδοχεία. Η κάτοψή του δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην περιγραφή του Θουκυδίδη, καθώς έχει σχήμα επίμηκες ορθογώνιο κι όχι τετράγωνο, ενώ απουσιάζει σαφώς και η κεντρική αυλή. Η κακή κατάσταση διατήρησης του Ξενώνα οφείλεται κυρίως στο κτίσιμο της Βασιλικής πάνω στα ερείπιά του. Επίσης καταστροφές προκάλεσαν οι μεσαιωνικοί τάφοι που ανοίχτηκαν, οι περισσότεροι τον 12 ο και 13 ο αι. μ.χ., στο δάπεδο της Βασιλικής και γύρω από αυτή. Αλλά και στο ανατολικό τμήμα του κτιρίου, που δεν καλύπτεται από τη Βασιλική, μια διαγώνια τάφρος της εποχής των Φράγκων, διεύθυνσης από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, έχει καταστρέψει τοίχους και δάπεδα (εικ. 141). Παρ όλα αυτά η κάτοψη του Ξενώνα έχει αποκατασταθεί: ένας εγκάρσιος τοίχος, που ξεκινά από το μέσον περίπου των στενών πλευρών, διατρέχει κατά μήκος το ορθογώνιο κτίριο. 555 Με εξαίρεση μια επίσκεψη του Delorme το 1946 (Delorme 1960, 65, σημ. 4). 556 Οι εργασίες του Williams οδήγησαν στη δημοσίευση του ναού στον τόμο του Hill Williams 1964, , Williams 1965α, , Williams 1965β, , Daux 1965, , Megaw 1965, Για τον κλίβανο βλ. Williams 1965β, 155, εικ. 2, Hill 1966, 46, Miller 1975, , εικ. 5, Miller 1990, 63-66, εικ Εκτεταμένες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από το 1974 ως το 1986 και έπειτα από το 1997 ως το Έως το 2004 υπεύθυνος των εργασιών ήταν ο S. G. Miller, τον οποίο διαδέχτηκε η K. Shelton. Το Μουσείο, η διαμόρφωση των χώρων στο ιερό και στο Στάδιο, καθώς και η αποκατάσταση του ναού είναι αποτελέσματα των εργασιών του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Miller 2005, 25, σημ. 23). 560 Miller 1978β, Kraynak 1992, Μια πρώτη παρουσίαση του μνημείου γίνεται από την Kraynak στη διατριβή της (Kraynak 1984, ). 92

100 Κάθετοι τοίχοι διαμορφώνουν δωμάτια διαφόρων μεγεθών, 14 στο σύνολο. Τα δύο επιπλέον δωμάτια στα ανατολικά, όπως ειπώθηκε, δεν ανήκουν στο αρχικό κτίριο. Καθένα από τα βόρεια δωμάτια φέρει κατά μήκος μια κιονοστοιχία είτε στο μέσον του (δωμάτια 2, 6 και 14) είτε νοτιότερα, σε μια απόσταση περίπου 2 μ. από το μεσαίο τοίχο του Ξενώνα (στο δωμάτιο 5 η κιονοστοιχία βρισκόταν 1,90 μ. βόρεια του τοίχου 562, στο δωμάτιο 10, 2,05 μ. 563 και στο δωμάτιο 12, 1,95 μ. 564 ). Είναι σαφές ότι το οικοδόμημα είχε νότιο προσανατολισμό, καθώς στο νότιο τοίχο του έχουν εντοπιστεί 5 φαρδιές είσοδοι, που οδηγούσαν στα δωμάτια 1, 3, 9, 11 και 13. Οι είσοδοι αυτές ξεχωρίζουν, διότι πλαισιώνονταν από παραστάδες, οι οποίες εισείχαν στα δωμάτια 565. Στον ανατολικό και δυτικό εξωτερικό τοίχο δε φαίνεται να υπήρχαν είσοδοι, στο βόρειο όμως υπήρχαν τουλάχιστον δύο, στενότερες από τις νότιες και χωρίς παραστάδες. Με βάση τη θέση των θυρών στους εσωτερικούς τοίχους του Ξενώνα 566, οι ανασκαφείς έκριναν ότι τα 14 δωμάτια οργανώνονταν σε 5 ενότητες. Η ενότητα Ι αποτελούνταν από τα δωμάτια 1 και 2, η ΙΙ από τα 3-8, η ΙΙΙ από τα 9 και 10, η IV από τα 11 και 12 και η V από τα 13 και 14. Μια έκτη ενότητα αποτέλεσαν τα δωμάτια 15 και 16, που προστέθηκαν αργότερα στο ανατολικό άκρο του αρχικού κτιρίου. Τα θεμέλια των εξωτερικών τοίχων του Ξενώνα αποτελούνται από μια σειρά λιθοπλίνθων από μαλακό κιτρινωπό πωρόλιθο, οι οποίοι σώζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ο τοιχοβάτης και οι ορθοστάτες είναι από κοκκινωπό αμμώδη ασβεστόλιθο και διατηρούνται μόνο στο νοτιοανατολικό τμήμα του κτιρίου 567. Η ανωδομή ήταν πλίνθινη και καλυπτόταν από ένα επίχρισμα πηλού. Οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν διαφορετική κατασκευή από τους εξωτερικούς: η πλίνθινη ανωδομή τους στηριζόταν πάνω σε μια βάση από επαναχρησιμοποιημένους λίθους διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, η οποία με τη σειρά της πατούσε πάνω σε μια θεμελίωση από ακατέργαστες πέτρες. Τα δάπεδα των δωματίων ήταν 562 Miller 1981, Kraynak 1992, Kraynak 1992, Στα μεγαλύτερα δωμάτια 1 και 13 οι παραστάδες έχουν μεγαλύτερο μήκος - 1,85 μ. και 2 μ. αντίστοιχα - από εκείνες στα δωμάτια 3, 9 και 11, που έχουν μήκος περίπου 1 μ. (Kraynak 1992, 116 σημ. 359). Οι είσοδοι αυτές με τις παραστάδες φέρνουν στο νου τα πρόθυρα της Ολύνθου, η Kraynak όμως αναφέρει ότι στον Ξενώνα τα θυρόφυλλα βρίσκονταν στη γραμμή του εξωτερικού τοίχου. Μόνο στην είσοδο στο δωμάτιο 9 φαίνεται ότι η θύρα κάποια στιγμή αργότερα τοποθετήθηκε στο εσωτερικό άκρο των παραστάδων. Σύμφωνα με την Kraynak στο κτίριο της Νεμέας οι παραστάδες σχετίζονται με τη στήριξη της οροφής στα νότια δωμάτια, όπου δεν υπήρχαν εσωτερικά υποστυλώματα (Kraynak 1992, , 156). 566 Η θέση ορισμένων από τις εσωτερικές θύρες δεν είναι απόλυτα βέβαιη. 567 Συγκεκριμένα ο τοιχοβάτης και οι ορθοστάτες σώζονται στους ανατολικούς τοίχους των δωματίων 13 και 14, στο νότιο τοίχο και στις παραστάδες της εισόδου του δωματίου 13 και σε σημεία των νότιων τοίχων των δωματίων 8, 9 και 11. Στο δυτικό τμήμα του κτιρίου τοιχοβάτης και ορθοστάτες διατηρούνται μόνο στη δυτική παραστάδα της εισόδου του δωματίου 1. Στις εισόδους του κτιρίου τη θέση του τοιχοβάτη καταλάμβανε το κατώφλι. Στους βόρειους τοίχους των δωματίων 5, 6, 11 και 14 σώζονται τμήματα του τοιχοβάτη χωρίς τους ορθοστάτες (Kraynak 1992, ). 93

101 από πατημένο χώμα, που περιείχε χαλίκια. Τέλος, επειδή το έδαφος πάνω στο οποίο χτίστηκε ο Ξενώνας έχει κλίση προς τα βόρεια και δυτικά, μεσολαβεί ένα σκαλοπάτι ανάμεσα στα δωμάτια που βρίσκονταν σε διαφορετικό επίπεδο 568. Η μελέτη του αρχιτεκτονικού υλικού έδειξε ότι όλο σχεδόν το κτίριο κατασκευάστηκε από επαναχρησιμοποιημένους λίθους. Για παράδειγμα, στο μεσαίο τοίχο μεταξύ των δωματίων 1 και 2 βρέθηκε ενσωματωμένος πεσσός με τη λεγόμενη επιγραφή του Αρίστιως, νικητή στα Νέμεα, ο οποίος αφιέρωσε το ανάθημα που θα έφερε ο πεσσός. Η επιγραφή είναι χαραγμένη βουστροφηδόν και από τον τύπο των γραμμάτων χρονολογείται στα 550 π.χ Στη θύρα μεταξύ των δωματίων 6 και 8, στη θέση της αριστερής παραστάδας, βρίσκεται τοποθετημένος ανάποδα επαναχρησιμοποιημένος λίθος του 5 ου αι. π.χ., που φέρει χαραγμένο το ανδρικό όνομα Τελέστας 570. Στο δυτικό τοίχο του δωματίου 13 διακρίνεται επαναχρησιμοποιημένος λίθος με την επιγραφή ΕΠΙΔΑΥΡΙΩΝ 571. Επίσης, στα ανατολικά δωμάτια του Ξενώνα, σε ορισμένα σημεία των τοίχων, εντοπίζονται τμήματα ιωνικών ημικιόνων, που προέρχονται από την πρόσοψη του Οίκου 9. Ακόμη και μια λίθος αφετηρίας από το πρώιμο στάδιο της Νεμέας επιστρατεύτηκε, για να αντικαταστήσει παλαιότερο κατώφλι στην είσοδο του δωματίου Από παλιότερα κτίσματα προέρχονται και δύο χαρακτηριστικές ομάδες λίθων που εντοπίζονται μεταξύ των ορθοστατών. Οι λίθοι της πρώτης ομάδας έχουν περιτένια στην περίμετρό τους και βρίσκονται διάσπαρτοι στο κτίριο 573. Οι λίθοι της δεύτερης ομάδας είναι τοποθετημένοι σε σειρά, οκτώ στο νότιο τοίχο του δωματίου 13 και πέντε στον ανατολικό τοίχο του δωματίου 14. Φέρουν μια βάθυνση κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς τους, διότι προφανώς στήριζαν κάποιο ξύλινο φέρον μέλος στο κτίριο από το οποίο προέρχονται 574. Η Kraynak υποστηρίζει ότι ακόμη και οι λίθοι των θεμελίων είναι όλοι σπόλια 575. Οι εργάτες που έκτισαν τον Ξενώνα ήταν ιδιαίτερα ικανοί και στο να μεταποιούν μέλη άλλων κτιρίων, για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους σε υλικό. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στους κίονες των δωματίων 10 και 12. Στα δωμάτια αυτά σώζονται οι βάσεις 568 Σκαλοπάτι υπήρχε ανάμεσα στα δωμάτια 3 και 5, ανάμεσα στα 6 και 8 και ανάμεσα στα 6 και 7. Αναλυτικά για την τοιχοποιία, τις πόρτες και τα δάπεδα βλ. Kraynak 1992, Miller 1990, 37-38, Kraynak 1992, 136, 277 αρ. 25 με βιβλιογραφία. 570 Miller 1990, 103, σημ. 58, Kraynak 1992, 150, 278 αρ. 27, εικ Miller 1990, 71, 119, 169, Kraynak 1992, 161, 278 αρ. 26. Ένας άλλος λίθος με την επιγραφή ΡΟΔΙΩΝ βρέθηκε στην περιοχή γύρω από το βόρειο κλίτος της Βασιλικής. Ο Miller 1977, 21 υποστήριξε ότι οι δύο λίθοι πιθανόν να συνδέονται με τους Οίκους στα βόρεια του Ξενώνα και να υποδεικνύουν ότι ένας από τους αυτούς ήταν των Ροδίων και ένας άλλος των Επιδαυρίων (βλ. επίσης Miller 1990, 70-71). 572 Romano 1977, 27-31, Kraynak 1992, 277 αρ Στα δωμάτια 3, 8, 9, 11 και Kraynak 1992, Kraynak 1992, 105,

102 των κιόνων, οι οποίες έχουν τη μορφή ενός δακτυλίου (εικ. 142) 576. Από το προφίλ των βάσεων διαπιστώνεται ότι αυτές ανήκαν αρχικά στους πώρινους ημικίονες της πρόσοψης του Οίκου 9, από τους οποίους αποκόπηκαν 577. Οι ίδιοι οι ημικίονες δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στη θέση κιόνων, αλλά ούτε οι βάσεις τους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτούσιες, διότι δεν είχαν κυκλική διατομή. Η λύση που βρήκαν οι κτίστες του Ξενώνα ήταν ευρηματική: έκοψαν τις βάσεις των ημικιόνων σε κομμάτια, τα οποία στη συνέχεια συγκόλλησαν φτιάχνοντας κυκλικές βάσεις. Όμως τα κομμάτια που είχαν στη διάθεσή τους δεν επαρκούσαν για την κατασκευή επτά καινούριων βάσεων, γι αυτό έφτιαξαν από φτωχής ποιότητας υλικό άλλα συμπληρωματικά, που είχαν το ίδιο προφίλ με τα αυθεντικά. Έτσι συνέθεσαν όσες βάσεις χρειάζονταν. Οι καινούριες βάσεις στήριζαν πιθανότατα ξύλινους κίονες. Ως κιονόκρανα μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνα του Οίκου 9, καθώς θραύσματά τους βρέθηκαν σε διάφορα σημεία του Ξενώνα 578. Όσον αφορά τα άλλα βόρεια δωμάτια, στο δωμάτιο 2 έχουν απομείνει μόνο τα θεμέλια των πέντε κιόνων 579. Στο δωμάτιο 6 σώζονται οι βάσεις των δύο κιόνων 580. Στο δωμάτιο 14 υπήρχαν μόνο τρεις κίονες πολύ αραιά τοποθετημένοι. Σώζονται οι δύο από τις τρεις βάσεις 581. Τέλος, στο δωμάτιο 5 είναι ευδιάκριτες έξι βάσεις, οι οποίες είναι όλες σπόλια. Η μία σώζει ακόμα το κατάλοιπο ενός κίονα, πιθανόν δωρικού 582. Από την προχειρότητα της κατασκευής του Ξενώνα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτός δεν κτίστηκε από επαγγελματίες τεχνίτες. Οι λόγοι για τους οποίους η πόλη επέλεξε ή αναγκάστηκε να κτίσει με αυτόν τον τρόπο ένα τόσο μεγάλο κτίριο δεν είναι γνωστοί 583. Μεταξύ των βόρειων δωματίων, περίπου στο μέσον του κτιρίου, οι ανασκαφείς διέκριναν, παρά την πολύ κακή κατάσταση διατήρησης των τοίχων του, ένα στενόμακρο δωμάτιο, το δωμάτιο 7. Λόγω του σχήματος και της θέσης του το δωμάτιο αυτό θα μπορούσε 576 Στο δωμάτιο 10 η βάση του ανατολικότερου από τους τέσσερεις κίονες δεν σώζεται, είναι σίγουρο όμως ότι ο κίονας υπήρχε (Kraynak 1992, ). 577 Ο Οίκος 9 είχε μια πολύ σύντομη ιστορία, που διήρκησε λίγες μόνο δεκαετίες μέσα στον 5 ο αι. π.χ. Την πρόσοψή του διακοσμούσαν τέσσερεις ιωνικοί ημικίονες και δύο γωνιαίοι τριών τετάρτων (Miller 1978β, 73-78, Miller 1984, 185, , Miller 1990, 67-70, , εικ. 60). 578 Δεν είναι όμως εύκολο να φανταστεί κανείς πώς μπορεί τα λίθινα αυτά κιονόκρανα να στηρίζονταν πάνω στους ξύλινους κίονες. Μπορεί τα θραύσματα που βρέθηκαν στον Ξενώνα απλώς να έσπασαν, όταν τα κιονόκρανά επαναχρησιμοποιήθηκαν στους τοίχους του Ξενώνα (Kraynak 1992, ). 579 Kraynak 1992, Kraynak 1992, Στα δωμάτια 2 και 6 δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη διάμετρο των κιόνων, επομένως δεν μπορούμε να υποθέσουμε τι ρυθμού ήταν (Kraynak 1992, 132). Ένας πολυγωνικός κίονας με 11 έδρες, που βρέθηκε στο δωμάτιο 1, μπορεί να σχετίζεται με το δωμάτιο 2, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο, καθώς ο κίονας αυτός φαίνεται να είναι ημιτελής (Kraynak 1992, 132, 138, αρ. 68). 581 Το μετακιόνιο διάστημα στο δωμάτιο 14 είναι 4,50 μ. Η Kraynak κάνει την υπόθεση ότι οι κίονες ήταν ιωνικοί (Kraynak 1992, , 168). 582 Ο ίδιος ο κίονας δε διαθέτει βάση, άρα μάλλον οι κίονες στο δωμάτιο ήταν δωρικοί (Kraynak 1992, 128, 148). 583 Kraynak 1992,

103 κάλλιστα να ήταν κλιμακοστάσιο για την πρόσβαση σε έναν δεύτερο όροφο 584. Επομένως οι κίονες στα δωμάτια πρέπει να χρησίμευαν, για να υποβαστάζουν το δεύτερο αυτό όροφο. Επειδή οι κίονες απαντούν μόνο στα βόρεια δωμάτια, ο δεύτερος όροφος έχει αποκατασταθεί μόνο πάνω από το βόρειο τμήμα του οικοδομήματος. Η έκκεντρη τοποθέτηση της κιονοστοιχίας στα δωμάτια 5, 10 και 12 εξηγείται, αν δεχτούμε ότι πάνω από αυτά ο δεύτερος όροφος οργανωνόταν διαφορετικά απ ό,τι πάνω από τα 2, 6 και 14. Έτσι πάνω από τις έκκεντρες κιονοστοιχίες έχουν αποδοθεί στα σχέδια εξώστες (εικ. 144). Πιο συγκεκριμένα, στον επάνω όροφο η Kraynak αποκαθιστά σε όλα τα δωμάτια, στον κεντρικό οριζόντιο άξονα του ορόφου, μια εσωτερική κιονοστοιχία με κίονες πιο ραδινούς από εκείνους του κάτω ορόφου. Στα δωμάτια 5, 10 και 12 η κιονοστοιχία του κάτω ορόφου στήριζε τον μπροστινό τοίχο του δωματίου του δεύτερου ορόφου. Ο τοίχος έφερε τη θύρα, που οδηγούσε στον εξώστη. Κίονες θα υπήρχαν και στην πρόσοψη του εξώστη. Έξι θραύσματα οκταγωνικών κιόνων και ένα συνανήκον οκταγωνικό δωρικό κιονόκρανο, που βρέθηκαν μέσα ή κοντά στον Ξενώνα, προέρχονται πιθανότατα από το δεύτερο όροφο. Οκταγωνικούς κίονες τοποθετεί η Kraynak τόσο στην εσωτερική κιονοστοιχία του ορόφου όσο και στην πρόσοψη του εξώστη. Η διάμετρός τους ήταν 0,30 μ., το ύψος τους υπολογίζεται σε 2,40 μ. και, όπως τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μέλη του κτιρίου, ήταν και αυτοί σπόλια 585. Η στέγη του Ξενώνα, τέλος, ήταν δικλινής πάνω από τον όροφο και μονόρριχτη πάνω από τα νότια δωμάτια. Καλυπτόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της από λακωνικά κεραμίδια (εικ. 145) 586. Για να χρονολογήσουν την αρχική φάση του Ξενώνα, οι ανασκαφείς βασίστηκαν πρωτίστως στα νομίσματα και τα αγγεία που βρέθηκαν στα ερείπια, τα οποία υποδεικνύουν μια χρονολόγηση στα τέλη του 4 ου ή στις αρχές του 3 ου αι. π.χ Τα σπόλια από τα οποία κατασκευάστηκε ο Ξενώνας προέρχονται από παλαιότερα κτίσματα του ιερού, τα οποία καταστράφηκαν, μαζί με τον πρώιμο ναό του Δία, όταν πολεμικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα στην περιοχή της Νεμέας, πιθανόν την περίοδο π.χ. Συνέπεια των μαχών ήταν η μεταφορά των αγώνων από τη Νεμέα στο Άργος. Ακολούθησαν περίπου δύο γενιές ερήμωσης στο πανελλήνιο ιερό, ώσπου το 330 π.χ. άρχισε, ίσως με την προτροπή των Μακεδόνων, η 584 Kraynak 1992, , 154. Παρόμοιες εσωτερικές σκάλες μας είναι γνωστές από τις Οικίες της Δήλου και της Ολύνθου (Chamonard , , Robinson - Graham 1938, ). 585 Οι οκταγωνικοί κίονες δεν είναι συνηθισμένοι στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ωστόσο υπάρχουν (π.χ. στην κρήνη του Θεαγένους στα Μέγαρα, στο πρόπυλο του ιερού της Αθηνάς Αφαίας στην Αίγινα και, όπως είδαμε στο κεφ. Γ-1-7 της παρούσης εργασίας, στο λεγόμενο Καταγώγιο της Κασσώπης). Στη Νεμέα φαίνεται ότι οι πολυγωνικοί κίονες ήταν αγαπητοί, καθώς έχουν βρεθεί παραδείγματα και σε άλλα σημεία του ιερού (Kraynak 1992, , αρ , εικ. 134). 586 Για την κεράμωση της στέγης βλ. Kraynak 1992, , για την κλίση των στεγών και τα ύψη των τοίχων βλ. Kraynak 1992, 125, , 130, Kraynak 1992,

104 δεύτερη και καλύτερα γνωστή περίοδος δραστηριότητας με ένα μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα. Η κατασκευή του Ξενώνα υπήρξε τμήμα του οικοδομικού αυτού προγράμματος 588. Τα δωμάτια 15 και 16 προστέθηκαν στο αρχικό κτίριο στα πλαίσια κάποιας ανακατασκευής, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την πρώτη περίοδο χρήσης του, ίσως λόγω αύξησης της προσέλευσης στο δημοφιλές ιερό 589. Το αργότερο τη δεκαετία του 270 π.χ. ο Ξενώνας εγκαταλείφθηκε. Ακολούθησε μια δεύτερη φάση χρήσης, η οποία αντιπροσωπεύεται από πρόχειρους τοίχους και δάπεδα σε αρκετά δωμάτια. Η κάτοψη του κτιρίου κατά την όψιμη αυτή φάση δεν μπορεί να αποκατασταθεί και η χρήση του χώρου δεν είναι σαφής. Φαίνεται όμως ότι τα δωμάτια 13 και 14 λειτουργούσαν ως ιερό, καθώς στο δωμάτιο 13 βρέθηκε ένας κυκλικός βωμός από ασβεστόλιθο και στο δωμάτιο 14 ένα περιρραντήριο από μελανό μάρμαρο 590. Η δεύτερη αυτή περίοδος χρήσης των χώρων του Ξενώνα υπήρξε σύντομη και τοποθετείται χρονικά γύρω στα 235 π.χ., όταν ο Άρατος ο Σικυώνιος προσπάθησε να επανιδρύσει στη Νεμέα τους αγώνες, οι οποίοι από το 271 π.χ. είχαν μεταφερθεί και πάλι στο Άργος. Η προσπάθεια του Άρατου απέτυχε και το ιερό της Νεμέας οδηγήθηκε στην παρακμή 591. Η άποψη του Blegen ότι το οικοδόμημα της Νεμέας ήταν Γυμνάσιο αμφισβητήθηκε πρώτα από τον S. Glass 592. Ο ίδιος ο Williams αρχικά πίστευε ότι επρόκειτο για πρυτανείο, στη συνέχεια όμως ταύτισε το κτίριο με Ξενώνα για τους αθλητές και τους αξιωματούχους των αγώνων 593. Η εγγύτητα του κτιρίου με το Λουτρό στα δυτικά υπαινίσσεται ότι αυτό ανήκει στις αθλητικές εγκαταστάσεις, αλλά η ταύτιση στηρίχτηκε κυρίως στα ευρήματα που εντοπίστηκαν στα δωμάτια: αγγεία φαγητού και πόσεως βρέθηκαν σχεδόν σε όλα τα νότια δωμάτια 594 και φανερώνουν ότι αυτά ήταν χώροι εστίασης. Βρέθηκαν επίσης εστίες, μια στο δωμάτιο 4 και μία στο 13. Στο δωμάτιο 11 ένα στρώμα από σπασμένα κεραμίδια χρησίμευε για τη στήριξη μιας κινητής εστίας. Η εστία στο δωμάτιο 4 αποτελεί ίσως το σημαντικότερο εύρημα στον Ξενώνα (εικ. 146): βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία του δωματίου, έχει σχήμα κυκλικό και είναι επιστρωμένη με κροκαλοπαγείς λίθους. Στο βορειοανατολικό τμήμα της εντοπίστηκε μια κατασκευή από επαναχρησιμοποιημένες κεραμίδες στέγης, που ίσως χρησίμευε για να υποβαστάζει ένα σκεύος πάνω από τα αναμμένα κάρβουνα. Η ίδια η εστία καλυπτόταν με 588 Miller 1990, 22-23, 58-62, σημ Kraynak 1992, Kraynak 1992, 166, 169, Miller 1990, Glass 1967, Πρυτανείον: Williams 1965α, 179. Ξενώνας: Williams 1965β, Ιδιαίτερα στα 3, 4, 11 και 13. Τα δωμάτια 1 και 8 ανασκάφηκαν τη δεκαετία του 1920 και η κεραμική τους δεν σώζεται, ενώ στο 9 η κεραμική που συλλέχθηκε βρέθηκε σε διαταραγμένα στρώματα. 97

105 στάχτες, αρκετά σπασμένα αγγεία και οστά αγελάδας, ένα από αυτά κομμένο με αιχμηρό εργαλείο. Το δωμάτιο 4 λοιπόν φαίνεται ότι ήταν μαγειρείο. Το φαγητό που ετοιμαζόταν εκεί πρέπει να καταναλωνόταν στο δωμάτιο 3, σε χώρο γειτνιάζοντα με αυτόν της εστίας, όπου βρέθηκε μια ομάδα αγγείων πόσης και μαγειρικών σκευών στοιβαγμένων στο χωμάτινο δάπεδο, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του τοίχου και της στέγης 595. Η απουσία παρόμοιων ευρημάτων από τα βόρεια δωμάτια 596, υποδηλώνει ότι αυτά είχαν άλλη λειτουργία. Θα μπορούσαν να είναι καταλύματα ύπνου. Στο κτίριο έχουν βρεθεί λύχνοι, οι οποίοι γενικά δεν βρίσκονται συχνά στο ιερό της Νεμέας. Αυτό υποδηλώνει ότι το κτίριο χρησιμοποιούνταν και μετά τη δύση του ήλιου 597. Ένα αλτικό βάρος που βρέθηκε στο δωμάτιο 12 ήταν αυτό που οδήγησε τον Williams να υποστηρίξει ότι το κτίριο δεν ήταν ένας απλός Ξενώνας, αλλά ένα οικοδόμημα προορισμένο να στεγάσει τους αθλητές που έρχονταν από όλο τον ελληνικό κόσμο, για να αγωνιστούν στη Νεμέα 598. Εκτός από τους αθλητές και τους προπονητές τους, εξέχοντα πρόσωπα ήταν και οι διοργανωτές των εορτών. Οι επίσημοι αυτοί προσκεκλημένοι του ιερού μπορούσαν να απολαύσουν το μπάνιο τους στο Λουτρό κι έπειτα να δειπνήσουν και να ξεκουραστούν στον Ξενώνα 599. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η Kraynak τόσο στη διατριβή της όσο και στη δημοσίευση του μνημείου αναφέρεται σε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που έχει ο Ξενώνας με τους Οίκους που βρίσκονται αμέσως βορειότερα. Οι Οίκοι διέθεταν και αυτοί εσωτερικά στηρίγματα, ενώ στο πίσω μέρος των Οίκων 7, 8 και 9 υπήρχαν χώροι που πιθανόν να ήταν μαγειρεία. Τα μαγειρεία αυτά μάλλον προμήθευαν με φαγητό το συνδεόμενο στα νοτιοδυτικά Εστιατόριο και ίσως τους άλλους Οίκους 600. Η Kraynak επισημαίνει ότι μπορεί να μην είναι τυχαίο το ότι ο Ξενώνας κατασκευάστηκε ακριβώς πίσω από τους Οίκους και το ότι το μήκος του στον άξονα ανατολής-δύσης είναι περίπου ίδιο με το συνολικό μήκος της σειράς των Οίκων. Οι Οίκοι κατασκευάστηκαν κατά το πρώτο μισό του 5 ου αι. π.χ. και πολλοί από αυτούς έως τον ύστερο 4 ο αι. π.χ. είχαν καταστραφεί ή ανακατασκευαστεί. Κατά την Kraynak η πιθανότητα ο Ξενώνας να αντικατέστησε τους Οίκους ή να λειτουργούσε συμπληρωματικά προς αυτούς θα άξιζε να διερευνηθεί. Δυστυχώς όμως η χρήση των Οίκων δεν έχει αποσαφηνιστεί. Πλησιέστερα παράλληλά τους θεωρούνται οι Οίκοι της Δήλου στο βόρειο τμήμα του ιερού του Απόλλωνα, οι οποίοι πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι 595 Kraynak 1992, 141, Μόνο στο δωμάτιο 12 βρέθηκαν δύο φιάλες και ένα μαγειρικό σκεύος. 597 Kraynak 1992, Ένα ουροδοχείο που βρέθηκε στις ανασκαφές του 1920 πιθανότατα προέρχεται από τον Ξενώνα (Kraynak 1992, , 293 αρ. 79, Miller 2005, 59). 599 Kraynak 1992, Για τους Οίκους βλ. Miller 1990, ,

106 συνάθροισης και τελετουργικών συμποσίων 601. Οι Οίκοι γενικά αφιερώνονταν από μία πόληκράτος σε ένα ιερό. Αν ισχύει η άποψη του Miller ότι οι λίθοι με την επιγραφή ΕΠΙΔΑΥΡΙΩΝ και ΡΟΔΙΩΝ που βρέθηκαν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πρώτος εντοιχισμένος σε τοίχο του Ξενώνα και ο δεύτερος στο χώρο γύρω από το βόρειο κλίτος της Βασιλικής, τότε και οι Οίκοι της Νεμέας ήταν αφιερώματα διαφόρων πόλεων-κρατών. Η Kraynak κάνει την ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι ο Ξενώνας, παρόλο που είναι ένα ενιαίο κτίριο, μπορεί να κτίστηκε με τη συνεργασία διαφόρων πόλεων, για να στεγάσει τους αθλητές και τους αξιωματούχους τους, η ίδια όμως σημειώνει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχτεί Η Νότια Στοά στην Κόρινθο Η πόλη της Αρχαίας Κορίνθου βρίσκεται νοτίως του Ισθμού, στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Ακροκορίνθου. Τα μνημεία της εκτείνονται γύρω από το λόφο, όπου το 540 π.χ περίπου χτίστηκε ο Ναός του Απόλλωνα στη θέση παλαιότερου ναού του 7 ου αι. π.χ. (εικ. 147). Σύμφωνα με τον C. K. Williams II η περιοχή νότια του λόφου, όπου μετά το 44 π.χ. οργανώθηκε το forum της ρωμαϊκής πόλης (εικ. 148), στα ελληνικά χρόνια δεν αποτελούσε την Αγορά, αλλά φιλοξενούσε ιδιωτικά κτίρια, ιερά και το «δρόμο», όπου τελούνταν αγωνίσματα και εορτές. Κατά τον Williams η Αγορά των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων βρισκόταν βόρεια ή βορειοανατολικά του λόφου όπου στεκόταν ο ναός 603. Στα ελληνιστικά χρόνια η περιοχή νότια του λόφου οριοθετήθηκε στα νότια με το χτίσιμο της μεγάλης Νότιας Στοάς (εικ. 149, 150), η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε το νότιο όριο και του ρωμαϊκού forum. Η ανασκαφή της Στοάς από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας ξεκίνησε το 1896, συνεχίστηκε με διακοπές μέχρι το 1950 και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του Ήδη από το 1896 είχαν αρχίσει να έρχονται στο φως τοίχοι του μνημείου 604. To 1904 αποκαλύφθηκαν τμήματα του στυλοβάτη, τα θεμέλια ορισμένων εσωτερικών κιόνων και τμήματα του μπροστινού τοίχου των δωματίων στο δυτικό 601 Miller 1990, Kraynak 1984, , Kraynak 1992, Για τους Οίκους 8 και 9 ο Miller 1977, 21 σημ. 47 έκανε την υπόθεση ότι μπορεί να ήταν λέσχες. Η Kraynak 1992, 186 διερωτάται αν αντίστοιχα μπορεί να θεωρηθεί και ο Ξενώνας μια μεγάλη λέσχη για συγκεντρώσεις, συζητήσεις ή δραστηριότητες της πόλης. Καταλήγει όμως τελικά στην ερμηνεία του κτιρίου ως Ξενώνα. 603 Williams 1970, Ο Scranton 1951, 134 υποστήριξε ότι η πρώιμη ελληνική αγορά βρισκόταν βόρεια της πηγής Πειρήνης και ανατολικά της οδού του Λεχαίου και ότι σταδιακά επεκτάθηκε προς το νότο και κατέλαβε το χώρο της μετέπειτα ρωμαϊκής αγοράς. Ότι η ελληνική αγορά βρίσκεται κάτω από τη ρωμαϊκή υποστήριξε και ο Hill 1964, 118. Το ίδιο διαβάζουμε και στους οδηγούς της Αμερικανικής Σχολής για την Κόρινθο Scranton 1954, 35-36, Corinth 1972, Ο Scahill 2012, 324 θεωρεί ότι τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε αν η περιοχή νότια του λόφου ήταν ή όχι ο χώρος της ελληνικής αγοράς. Ο ίδιος δεν αρνείται την πιθανότητα μια μελλοντική ανασκαφή να φέρει στο φως μια αγορά των ελληνικών χρόνων σε άλλο σημείο της πόλης. 604 Richardson 1897,

107 άκρο της Στοάς, με αποτέλεσμα να μπορεί να αποκατασταθεί η διάταξη των κιονοστοιχιών 605. To 1933 την ανασκαφή ανέλαβε ο O. Broneer, ο οποίος και δημοσίευσε το μνημείο το Στο μεταξύ το 1947 ξεκίνησε η μελέτη των περιεχομένων των 31 πηγαδιών της Στοάς από τον G. R. Edwards. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν το Στη δεκαετία του 1970 ο Williams ανέσκαψε τα ερείπια τεσσάρων κτιρίων που βρέθηκαν σε σειρά, με διεύθυνση νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, κάτω από το δυτικό άκρο της Στοάς και κάτω από το άνδηρο που εκτείνεται κατά μήκος της πρόσοψής της (εικ. 151, 152) 608. Τα κτίρια αυτά είναι σημαντικά για τη χρονολόγηση της Στοάς, όπως θα δούμε στη συνέχεια 609. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας ο Williams διερεύνησε περαιτέρω το δυτικό άκρο της Στοάς και ολοκλήρωσε την ανασκαφή του με την έρευνα των βοηθητικών χώρων που βρίσκονται πίσω από τα δωμάτια 610. Καινούριες πληροφορίες για το μνημείο διαβάζουμε πολύ αργότερα, το 2012, στη διδακτορική διατριβή του D. R. Scahill 611, ο οποίος, έπειτα από παρότρυνση του Williams, επιχείρησε μια νέα αρχιτεκτονική μελέτη του μνημείου. Ο Scahill ασκεί κριτική στη δημοσίευση του Broneer 612 και λαμβάνοντας υπ όψιν του τα δεδομένα των ανασκαφών του Williams, αλλά και τις αντιρρήσεις που διατύπωσε ο J. J. Coulton 613 απέναντι στις απόψεις του Broneer για τη μορφή του κτιρίου, καταλήγει σε μια βελτιωμένη, κατά τη γνώμη του, αποκατάσταση της Στοάς. Με μήκος 164,38 μ. και πλάτος 25,15 μ. η Στοά είναι μία από τις μεγαλύτερες στην αρχαία Ελλάδα 614. Έχει σχεδόν τον ίδιο προσανατολισμό με το ναό του Απόλλωνα και βλέπει προς το βορρά. Κατασκευάστηκε ολόκληρη από μαλακό ντόπιο πωρόλιθο εκτός από τη στέγη που ήταν ξύλινη με πήλινα κεραμίδια. Οι κίονες, τα κιονόκρανα, ο θριγκός και η εσωτερική πλευρά των τοίχων επενδύονταν με ένα λεπτό στρώμα κονιάματος ανάμεικτο με σκόνη μαρμάρου 615. Η Στοά είχε πρόστυλη μορφή με 71 δωρικούς κίονες στην πρόσοψή της. Εσωτερικά υπήρχε δεύτερη κιονοστοιχία με 34 ιωνικούς κίονες. Οι πλευρικοί τοίχοι της στοάς απέληγαν ο καθένας σε μια παραστάδα, η οποία είχε φάρδος διπλάσιο από εκείνο του 605 Heermance 1904, Broneer Edwards Williams - Fisher 1972, , Williams - Angel - Burns Fisher 1973, 1-44, Williams 1979, , Williams 1980, Με τα κτίρια αυτά πιθανότατα σχετίζεται και μια μεγάλη δεξαμενή (the Great Reservoir ), που βρίσκεται κάτω από το δυτικό άκρο της Στοάς (Broneer 1954, 12-17, πίν. VII, VIII). 610 Williams 1980, Scahill Η διατριβή υπάρχει στο διαδίκτυο στη διεύθυνση: Scahill 2012, Coulton 1976, 57-58, 228, εικ Coulton 1976, 57. Άλλες μεγάλες ελληνιστικές στοές είναι η Στοά στην Κάμειρο με μήκος 207 μ. (Coulton 1976, 243) και η στοά του Αντιόχου στη Νότια αγορά της Μιλήτου με μήκος 189 μ. (Coulton 1976, 261). 615 Για τα υλικά δομής της Στοάς βλ. Scahill 2012, Για το κονίαμα βλ. Scahill 2012, 43-44,

108 τοίχου 616. Στο πίσω μέρος της Στοάς αναπτυσσόταν μια σειρά από 33 δωμάτια, καθένα από τα οποία συνδεόταν διαμέσου θύρας με ένα δεύτερο δωμάτιο στα νότια. Ο Broneer αρίθμησε αυτές τις ενότητες δωματίων με λατινικούς αριθμούς ξεκινώντας από τα ανατολικά. Όλα τα δωμάτια της Στοάς είχαν πλάτος 4,48 μ. και βάθος 4,80 μ. με εξαίρεση τα δύο πίσω δωμάτια στα άκρα του κτιρίου που είχαν βάθος 6,55 μ Έτσι πίσω από τα δωμάτια ΙΙ έως ΧΧΧΙΙ προέκυπτε ελεύθερος χώρος, όπου διαμορφώθηκαν βοηθητικοί χώροι με αποχωρητήρια. Ένας αγωγός απορροής κοντά στη νοτιοανατολική γωνία του κάθε χώρου οδηγούσε τα λύματα σε μεγάλο αγωγό, παράλληλο προς το νότιο τοίχο της Στοάς (εικ. 149) 618. Κάθε ένα από τα μπροστινά δωμάτια, εκτός από το Ι και το XXXII, ήταν εξοπλισμένο με ένα πηγάδι (εικ. 153). Τα πηγάδια τροφοδοτούνταν με νερό από έναν υπόγειο αγωγό συνδεδεμένο με την πηγή Πειρήνη (εικ. 149). Ο αγωγός έχει πλάτος περίπου 0,60 μ., ύψος 1,75 μ. και βρίσκεται σε βάθος 11,60 μ. Ακολουθεί τη γραμμή του τοίχου που χωρίζει τα μπροστινά δωμάτια από τα πίσω, έχει όμως τοποθετηθεί λίγο βορειότερα αυτής, για να μην υπονομεύει τη στατικότητα του κτιρίου. Ο αγωγός ανασκάφηκε σε μήκος 109 μ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά, δηλ. έως κάτω από το δωμάτιο ΧΙΙΙ 619. Τα πηγάδια έφταναν σε βάθος 12 μ. και βρίσκονται βορειότερα του αγωγού, με τον οποίο συνδέονταν μέσω μικρότερων υπόγειων καναλιών 620. Το λίθινο στόμιο του κάθε πηγαδιού (εικ. 154) πατούσε σε τετράγωνη πλίνθο με μήκος πλευράς περίπου 0,80 μ. και είχε ύψος περίπου 0,65 μ. Η εξωτερική του διάμετρος ήταν περίπου 0,70 μ. Το χείλος ήταν φαρδύτερο με εξωτερική διάμετρο περίπου 0,80 μ. Η διάμετρος του εσωτερικού ανοίγματος διαφέρει στα σωζόμενα παραδείγματα. Ο Broneer υποστήριξε ότι τα πηγάδια την εποχή της χρήσης τους είχαν στη μια πλευρά του στομίου τους προσαρμοσμένο έναν κάθετο ξύλινο στύλο (εικ. 155), ο οποίος στήριζε ψηλά πάνω από το κάθε πηγάδι ένα οριζόντιο δοκάρι. Το δοκάρι έφερε μια τροχαλία για το σκοινί, ώστε να διευκολύνεται η άντληση νερού. Έχουν βρεθεί θραύσματα από πήλινες, 616 Scahill 2012, Τα δωμάτια στα δύο άκρα είχαν ελαφρώς μεγαλύτερο πλάτος από τα υπόλοιπα: το πλάτος του μπροστινού και πίσω δωματίου ΧΧΧΙΙΙ ήταν 4,487 μ., ενώ το εμπρός και πίσω δωμάτιο Ι ήταν 10 εκ. πλατύτερο (4,587 μ.). Σύμφωνα με τον Scahill 2012, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι πρώτα καθορίστηκε το μήκος της πρόσοψης της Στοάς και έπειτα ακολούθησε η κατασκευή των δωματίων, η οποία έγινε είτε με φορά από το κέντρο προς τα άκρα είτε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με αποτέλεσμα να προκύψει η ανάγκη για διορθώσεις κυρίως στα ανατολικά, ώστε να αντιστοιχηθεί το συνολικό μήκος της σειράς των δωματίων με εκείνο της πρόσοψης. 618 Για τον αγωγό (the Great Drain ) και τους βοηθητικούς χώρους βλ. Broneer 1954, Παρόλο που τα πίσω δωμάτια του ισογείου διέθεταν από την αρχή πόρτα στο νότιο τοίχο τους, οι βοηθητικοί χώροι διαμορφώθηκαν αργότερα, το πιθανότερο τον 3 ο αι. π.χ., αντικαθιστώντας παλιότερες απλούστερες εγκαταστάσεις (Williams 1980, 107, ). 619 Για την Πειρήνη βλ. Hill Για τον αγωγό κάτω από τη Νότια Στοά βλ. Hill 1964, Κάτω από το δωμάτιο ΧΧΙ ξεκινά μια διακλάδωση του αγωγού που κατευθύνεται βόρεια προς την πηγή Πειρήνη. 620 Τα περισσότερα από αυτά τα κανάλια είναι πολύ στενά, για να περάσει άνθρωπος μέσα από αυτά (σύμφωνα με τον Scahill 2012, 258 έχουν ύψος 0,20 έως 0,40 μ.). Ελάχιστα μόνο είναι φαρδύτερα, αλλά και αυτά έχουν αποκλειστεί με τοίχο, ο οποίος έχει ένα μικρό άνοιγμα στο κάτω μέρος του, για να περνάει το νερό. Ο Broneer 1954, 59 πιστεύει ότι αυτό το σύστημα είχε σκοπό να αποτρέπει πιθανές κλοπές. 101

109 επίπεδες πλάκες κυκλικού σχήματος με άνοιγμα στο κέντρο τους, που μάλλον τοποθετούνταν πάνω στο χείλος του πηγαδιού, για να το προστατεύουν 621. Τόσο ο Hill 622 όσο και ο Edwards 623 πίστευαν ότι τα πηγάδια ανήκαν από την αρχή στο σχέδιο της Στοάς, ο Scahill όμως θεωρεί ότι το σύστημα των πηγαδιών, μαζί με τον αγωγό, προστέθηκε αργότερα. Το κύριο επιχείρημά του έχει να κάνει με το ότι τα πηγάδια δε βρίσκονται σε ευθεία σειρά ούτε είναι τοποθετημένα στο κέντρο των δωματίων. Αυτό, κατά τη γνώμη του, σημαίνει ότι η απόφαση για την κατασκευή ενός πηγαδιού ήταν ατομική υπόθεση του ιδιοκτήτη του χώρου, ο οποίος, αν αποφάσιζε ότι χρειάζεται το πηγάδι, το κατασκεύαζε στη θέση που εκείνος επιθυμούσε εντός του δωματίου. Ο Scahill αναγνωρίζει ότι η άποψη αυτή εξηγεί μεν την έκκεντρη τοποθέτηση των πηγαδιών και το γιατί ορισμένα δωμάτια δεν είχαν πηγάδι, δεν εξηγεί όμως γιατί σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες θέλησαν να έχουν ένα πηγάδι. Όσον αφορά το πότε κατασκευάστηκε το σύστημα των πηγαδιών, ο Scahill κάνει την υπόθεση ότι τα πηγάδια μπορεί να προστέθηκαν σε μια ύστερη ελληνική φάση, όταν κατασκευάστηκαν και τα αποχωρητήρια πίσω από τα δωμάτια 624. Πάνω από τα δωμάτια του ισογείου είναι σίγουρο ότι υπήρχε όροφος. Τα ανασκαφικά ευρήματα δεν επαρκούν, για να αποκατασταθεί με βεβαιότητα η διαρρύθμισή του, με αποτέλεσμα η μορφή του πάνω ορόφου να αποτελέσει το αντικείμενο της διαφωνίας μεταξύ των ερευνητών. Ο Broneer ήταν εκείνος που επιχείρησε μια πρώτη αποκατάσταση. Βασίστηκε στις ενδείξεις για την ύπαρξη κλιμάκων στα μπροστινά δωμάτια Ι και ΧΧΧΙΙΙ (εικ. 156) και θεώρησε ότι οι σκάλες αυτές οδηγούσαν σε έναν ενιαίο διάδρομο στο πίσω μέρος του πάνω ορόφου (εικ. 157). Κατά την άποψη του Broneer ένα στηθαίο χώριζε το διάδρομο από τα δωμάτια, τα οποία κατελάμβαναν το βόρειο τμήμα του ορόφου. Μπροστά από κάθε δωμάτιο υπήρχε προθάλαμος, στον οποίο οδηγούσε ένα άνοιγμα στο στηθαίο. Από τον προθάλαμο έμπαινε κανείς στο κυρίως δωμάτιο μέσω μιας εισόδου με δύο μικρούς δωρικούς κίονες εν παραστάσι. Για την περαιτέρω απομόνωση των δωματίων θα χρησιμοποιούνταν κουρτίνες. Τα κυρίως δωμάτια βρίσκονταν πάνω από τα μπροστινά δωμάτια του ισογείου και στο βόρειο τοίχο τους είχαν ένα διπλό παράθυρο που έβλεπε προς την κιονοστοιχία (εικ. 158). Επίσης, σύμφωνα με τον Broneer, η στέγη πάνω από το νότιο τμήμα του πάνω ορόφου δηλαδή πάνω 621 Broneer 1954, Μεταξύ των αντικειμένων που βρέθηκαν μέσα στα πηγάδια είναι και θραύσματα του άνω σώματος πίθων. Σύμφωνα με τον Broneer 1954, 62 αυτά τα άνω ημίσεα πίθων ήταν αυτοσχέδια στόμια πηγαδιού, που μπορεί είτε να χρησιμοποιήθηκαν προσωρινά, έως ότου κατασκευαστούν τα κανονικά λίθινα στόμια, είτε να αντικατέστησαν τα λίθινα, πιθανόν μετά τη ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας (44 π.χ.), όταν πια το υπέργειο τμήμα ορισμένων πηγαδιών είχε καταστραφεί από την εγκατάλειψη ενός αιώνα. Για παρόμοιες περιπτώσεις διαβάζει κανείς στο άρθρο της Lang 1949, Hill 1964, Edwards 1975, 197, σημ Scahill 2012, , όπου περιγράφει με ποιον τρόπο, κατά τη γνώμη του, κατασκευάστηκε ο αγωγός, αφότου είχε κατασκευαστεί η Στοά. 102

110 από το διάδρομο και τους προθαλάμους - βρισκόταν χαμηλότερα από την κυρίως στέγη του κτιρίου, η οποία κάλυπτε τα βόρεια δωμάτια του ορόφου και την κιονοστοιχία (εικ. 159) 625. Στο σημείο όπου η γραμμή της στέγης «έσπαζε» κάθετα ο πίσω τοίχος των βόρειων δωματίων θα εξείχε πάνω από την χαμηλότερη πίσω στέγη και θα έφερε παράθυρα για φωτισμό. Παράθυρα θα υπήρχαν και στον πίσω εξωτερικό τοίχο τόσο του πάνω όσο και του κάτω ορόφου. Κλείνοντας την περιγραφή της αποκατάστασης της Στοάς κατά τον Broneer, ας σημειώσουμε ότι σύμφωνα με αυτή οι δωρικοί κίονες της πρόσοψης είχαν ύψος 5,70 μ. 626 και οι εσωτερικοί ιωνικοί 6,24 μ 627. Ο Coulton το 1976 πρότεινε μια άλλη διάταξη για το δεύτερο όροφο (εικ. 160), η οποία θα εξασφάλιζε καλύτερα την ιδιωτικότητα των δωματίων. Πάνω από τα μπροστινά δωμάτια του κάτω ορόφου ο Coulton αποκατέστησε έναν συνεχόμενο διάδρομο με παράθυρα που έβλεπαν προς την κιονοστοιχία. Τα δωμάτια του ορόφου θα βρίσκονταν πάνω από τα πίσω δωμάτια του κάτω ορόφου και η πρόσβαση σε αυτά θα γινόταν μέσω του εξώστη. Τους μικρούς δωρικούς κίονες ο Coulton τους τοποθέτησε στον κάτω όροφο, δύο μεταξύ των μπροστινών δωματίων Ι και ΙΙ, και δύο μεταξύ των μπροστινών δωματίων ΧΧΧΙΙ και ΧΧΧΙΙΙ, και στον πάνω όροφο, από έναν στην κορυφή της κάθε σκάλας 628. Οι ανασκαφές του Williams στο δυτικό άκρο της Στοάς προσέφεραν νέα δεδομένα 629. Στην εσωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου της στοάς, στο ύψος του ορθοστάτη, 5,40 μ. νότια της παραστάδας του τοίχου, είναι εμφανή τα ίχνη δύο σκαλοπατιών που ανήκαν σε κλίμακα για άνοδο προς τα βόρεια (εικ. 161) 630. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Williams 13 ή 14 σκαλοπάτια οδηγούσαν σε ένα φαρδύ πλατύσκαλο πίσω από την παραστάδα. Στη συνέχεια η σκάλα έστριβε αμέσως προς τα νότια οδηγώντας ψηλά στο δεύτερο όροφο. Με βάση τα κεραμικά ευρήματα η σκάλα χρονολογήθηκε στα χρόνια πριν το 146 π.χ. και φαίνεται ότι καταστράφηκε αμέσως μετά τη λεηλασία της Κορίνθου από τον Λεύκιο Μόμμιο. Με δεδομένη τη χρονολόγηση της σκάλας στα ελληνιστικά χρόνια και έχοντας υπ όψιν του 625 Broneer 1954, Broneer 1954, Broneer 1954, Coulton 1976, 57. Προφανώς έχει γίνει τυπογραφικό λάθος στο κείμενο και αντί για «32 και 33» γράφτηκε «22 και 23». Ο Coulton αναφέρει δύο στοές, που έχουν εν μέρει διαμόρφωση σαν κι αυτή που ο ίδιος προτείνει για τη Νότια Στοά. Είναι η διώροφη υποδομή της Νότια Στοάς στην Άσσο, που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του εδάφους της Αγοράς (Coulton 1976, 219, εικ. 15), και οι δύο όροφοι κάτω από τη Νότια Στοά της Αγοράς στην Ηράκλεια του Λάτμου (Coulton 1976, 242, εικ. 68, εικ. 19, πίν. 10). 629 Williams 1980, Τα ίχνη αυτά είναι ορατά στον πίν. 2.2 του Broneer 1954, στο κέντρο περίπου της φωτογραφίας, στο βάθος, ο Broneer όμως στο βιβλίο του δεν κάνει καθόλου λόγο για αυτά. 103

111 στοιχεία από την έρευνα του Edwards 631, ο Williams προχώρησε στην υπόθεση ότι οι δύο σκάλες μέσα στα δωμάτια Ι και ΧΧΧΙΙΙ δεν ανήκουν στην αρχική φάση του κτιρίου, όπως είχε υποστηρίξει ο Broneer, αλλά αποτελούν προσθήκη των ρωμαϊκών χρόνων μετά το 44 π.χ Στο εύρημα του Williams βασίστηκε ο Scahill, για να υποστηρίξει τη δική του εκδοχή για τη μορφή του πάνω ορόφου (εικ. 162). Η άποψη του Scahill είναι ότι η σκάλα στο δυτικό άκρο της κιονοστοιχίας (εικ. 163) οδηγούσε σε έναν εξώστη, ο οποίος εκτεινόταν μπροστά από τα δωμάτια του πάνω ορόφου, πάνω από το εσωτερικό κλίτος της Στοάς έως τη γραμμή των εσωτερικών ιωνικών κιόνων (εικ. 162, 164) 633. Οι κίονες αυτοί θα είχαν ύψος περίπου 4,95 μ, όσο δηλαδή και οι τοίχοι του κάτω ορόφου, για να μπορούν να φέρουν το στηθαίο του εξώστη 634. Με τον τρόπο αυτό η στοά γίνεται διώροφη στο εσωτερικό της 635 και οι δωρικοί κίονες της πρόσοψης αποκτούν ύψος μεταξύ 6,30 και 6,50 μ Όσον αφορά τα δωμάτια του πάνω ορόφου ο Scahill θεωρεί ότι αυτά θα κάλυπταν την ίδια επιφάνεια με τα δωμάτια του ισογείου. Αν υποτεθεί όμως ότι ο πάνω όροφος προοριζόταν για ιδιωτική χρήση, θα ήταν ίσως πρακτικότερο στη θέση των δύο δωματίων της κάθε ενότητας να υπήρχε ένας χώρος ενιαίος 637. Την εικόνα του πάνω ορόφου θα συμπλήρωνε μια σκάλα στον ανατολικό τοίχο της στοάς αντίστοιχη με εκείνη στα δυτικά 638. Ο Scahill, τέλος, θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος η στέγη της Στοάς να μην ήταν συνεχόμενη 639. Τις απόψεις για τη χρονολόγηση της Στοάς συνοψίζει ο Scahill στο τέταρτο κεφάλαιο της εργασίας του 640. Ο Broneer βασισμένος κυρίως στα συμπεράσματα για τα περιεχόμενα των πηγαδιών 641 είχε καταλήξει σε μια χρονολόγηση στο β μισό του 4 ου αι. π.χ. Ο Williams 631 Edwards 1975, , αρ. 94. Πρόκειται για έναν αποθέτη, ο οποίος εντοπίστηκε κάτω από τη σκάλα στο δωμάτιο Ι και για τον οποίο ο Edwards γράφει: «A slight amount of material may represent activities in the early days after the establishment of the Roman colony in 44 B.C.» (Edwards 1975, 224). 632 Williams 1980, 130, σημ. 23. Βλ. και Scahill 2012, Αναλυτικά για τους εσωτερικούς ιωνικούς κίονες βλ. Scahill 2012, Οι ιωνικοί κίονες θα έφεραν βέβαια και ένα ξύλινο επιστύλιο. Ο Scahill 2012, θεωρεί ότι από το στηθαίο του εξώστη προέρχονται οι λεπτές λίθινες πλάκες που έχουν βρεθεί και στηρίζονταν σε χαμηλούς πεσσούς. Ο Broneer τις είχε τοποθετήσει στο κάτω μέρος των παραθύρων στο βόρειο τοίχο των δωματίων του πάνω ορόφου (βλ. Broneer 1954, 70-72, εικ ). Επιπλέον, πάνω από κάθε ιωνικό κίονα της εσωτερικής κιονοστοιχίας ο Scahill αποκαθιστά, ενσωματώνοντάς τον στο στηθαίο του εξώστη, έναν ιωνικό ημικίονα. Οι ημικίονες αυτοί θα έφεραν κάποιου είδους ξύλινο θριγκό, όπου θα στηρίζονταν τα δοκάρια της οροφής. Όσον αφορά τους μικρούς δωρικούς κίονες που ο Broneer τοποθέτησε στον επάνω όροφο, ο Scahill 2012, 195 σημ. 231 υποστηρίζει ότι είναι πιθανό να μην προέρχονται καν από τη Στοά. 635 Scahill 2012, Αναλυτικά για τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά των εξωτερικών δωρικών κιόνων βλ. Scahill 2012, Scahill 2012, Scahill 2012, 201, σημ Η ανασκαφή στο ανατολικό άκρο της Στοάς δεν προχώρησε κάτω από το επίπεδο του τοιχοβάτη, όπου θα μπορούσαν να βρίσκονται τα θεμέλια μιας τέτοιας σκάλας. 639 Για τα επιχειρήματα βλ. Scahill 2012, Scahill 2012, Νομίσματα και κεραμική από τα κατώτατα στρώματα υλικού εντός των πηγαδιών χρονολογούνται στον ύστερο 4 ο αι και στον πρώιμο 3 ο αι. π.χ. (Broneer 1954, 64, σημ. 30). 104

112 αργότερα πρότεινε μια χρονολόγηση στα 320 π.χ Ο Scahill θεωρεί ότι το terminus post quem για την κατασκευή τη Στοάς μας δίνουν τα κτίσματα που αποκαλύφθηκαν κάτω από αυτή (εικ. 151, 152), κυρίως κάτω από το άνδηρο που βρίσκεται μπροστά της. Από τα τέσσερα κτίρια που ανέσκαψε ο Williams εκείνα που καταστράφηκαν τελευταία είναι το Κτίριο Ι, αργά μέσα στο γ τέταρτο του 4 ου αι. π.χ. 643, και το Κτίριο ΙΙ, όχι πριν την τελευταία δεκαετία του 4 ου αι. π.χ., ίσως και αργότερα 644. Επιπλέον, πρόσφατα δημοσιεύτηκε η μελέτη των περιεχομένων ενός αγωγού, ο οποίος βρέθηκε το 1971 λίγο βορειότερα της Στοάς, επίσης κάτω από το άνδηρό της. Η χρονολόγηση που προτάθηκε για αυτόν τον αποθέτη είναι το 310 π.χ. περίπου. Επομένως η Στοά θα πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 300 π.χ Το 146 π.χ. η Κόρινθος λεηλατήθηκε από τον Λεύκιο Μόμμιο και εγκαταλείφθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα. Η Νότια Στοά καταστράφηκε εν μέρει αλλά όχι ολοσχερώς. Το 44 π.χ. ο Ιούλιος Καίσαρ επανοίκισε την πόλη. Στο κέντρο της διαμορφώθηκε το ρωμαϊκό forum και η Νότια Στοά έπρεπε να αλλάξει, για να εξυπηρετήσει τη δημόσια ζωή. Έτσι τα δωμάτια στο πίσω μέρος της μετατράπηκαν σε γραφεία για τους αξιωματούχους, λουτρά, κρήνες, δημόσια αποχωρητήρια κα. Τον 1 ο αι. μ.χ. κατασκευάστηκε και η Νότια Βασιλική. Η Νότια Στοά παρέμεινε σε χρήση τα επόμενα χρόνια, έως ότου η επιδρομή των Ερούλων σήμανε την αρχή του τέλους της ιστορίας της Κορίνθου. Τα μνημεία της πόλης σταδιακά εγκαταλείφθηκαν και το 395 μ.χ. με τις επιδρομές του Αλάριχου η αρχαία πόλη έπαψε να υφίσταται 646. Όσον αφορά τη χρήση της Στοάς υπήρξε γενικά συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Ο Broneer πρώτος έκρινε, με βάση τα περιεχόμενα των πηγαδιών, ότι τα δωμάτια του κάτω ορόφου λειτουργούσαν ως μαγαζιά, κυρίως ως ταβέρνες και αναψυκτήρια. Συγκεκριμένα μέσα στα πηγάδια βρέθηκαν πολλά σκεύη καθημερινής χρήσης, αμφορείς, οινοχόες και κύπελλα πόσης. Πολλά από τα τελευταία έφεραν επιγραφές με ονόματα θεοτήτων και προσωποποιήσεων, που σχετίζονταν με το ποτό, το ξεφάντωμα και τον έρωτα. Βρέθηκαν επίσης τμήματα από οστέινους και ελεφάντινους αυλούς καθώς και μεγάλες ποσότητες αστραγάλων (έως και 60 από ένα πηγάδι) 647. Τα ίδια τα πηγάδια, κατά την άποψη του Broneer, χρησιμοποιούνταν για τη ψύξη του κρασιού 648, πιο λογικό όμως είναι να υποθέσει κανείς ότι 642 Williams 1980, Williams - Fischer 1972, Williams - Fischer 1972, McPhee - Pemberton 2012, Για τη ρωμαϊκή φάση της Στοάς βλ. Broneer 1954, Broneer 1954, Ο Scahill 2012, προσπάθησε να διαπιστώσει με μετρήσεις αν θα χωρούσαν κλίνες μέσα στα δωμάτια του κάτω ορόφου, δεν φαίνεται όμως να ίσχυε κάτι τέτοιο. 648 Broneer 1954,

113 κυρίως χρησίμευαν για την άντληση νερού 649. Τα πίσω δωμάτια ίσως ήταν αποθήκες ή κουζίνες, ενώ ορισμένα από τα καταστήματα μπορεί να είχαν τελείως διαφορετική χρήση: το μαγαζί ΧΙΧ ίσως πουλούσε μέταλλα και μπογιές, το ΙΙΙ πήλινα ειδώλια 650. Άμεσες ενδείξεις για τη χρήση του δεύτερου ορόφου δεν υπάρχουν, η πρόταση όμως του Broneer ότι λειτουργούσε ως πανδοχείο δεν αμφισβητήθηκε. Η ταύτιση δεν είναι βέβαιη, η θέση όμως που είχαν οι κλίμακες, οι οποίες ξεκινούσαν μπροστά ακριβώς από τα μπροστινά δωμάτια και δεν οδηγούσαν ευθέως στο πάνω όροφο, υποδηλώνει ότι η χρήση τους ήταν μάλλον περιορισμένη 651. Επιπλέον θα ήταν βολικό για τους ταξιδιώτες ένα πανδοχείο να βρίσκεται κοντά στα εστιατόρια και στο κέντρο της δραστηριότητας γύρω από τον στίβο. Ο Williams μάλιστα είχε προτείνει ότι η Στοά στέγαζε συγκεκριμένα τους αθλητές που επισκέπτονταν την Κόρινθο για τα Ίσθμια και προπονούνταν στο δρόμο απέναντι από αυτή 652. Η επιβλητικότητα του κτιρίου έκανε τον Broneer να υποστηρίξει ότι η στοά χτίστηκε ειδικά, για να προσφέρει στέγη και τροφή στους αντιπροσώπους του Συνεδρίου της Κορίνθου, το οποίο δημιουργήθηκε από το Φίλιππο Β το 337 και συνέχισε να υπάρχει στα χρόνια του Αλέξανδρου 653. Η πιο χαμηλή τελικά χρονολόγηση της Στοάς αποκλείει την ένταξή της σε αυτή την ιστορική συγκυρία, είναι όμως πιθανό το κτίσιμό της να συνδέεται με την επανίδρυση της «Συμμαχίας της Κορίνθου» από το Δημήτριο Πολιορκητή το 302 π.χ Το λεγόμενο Χειμερινό και Θερινό Καταγώγιο στον Ωρωπό. Ο αρχαίος Ωρωπός βρισκόταν στα σύνορα της Αττικής και της Βοιωτίας, στη θέση της σημερινής Σκάλας Ωρωπού. Λόγω της στρατηγικής του θέσης υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του το μήλον της Έριδος μεταξύ Ερετριέων, Αθηναίων και Βοιωτών. Το σημαντικότερο γεγονός για την πόλη υπήρξε η ίδρυση, στα τέλη του 5 ου αι. π.χ., του ιερού του Αμφιαράου σε µια µικρή κοιλάδα νοτιοδυτικά της Σκάλας Ωρωπού, η οποία διασχίζεται από ένα ξερό ποτάμι, τη Xαράδρα, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα (εικ. 165). Η ανασκαφή του 649 Scahill 2012, 299, σημ Υπάρχουν άλλες δύο μόνο στοές με πηγάδια, μια στην αγορά της Πέλλας, που σχετιζόταν ίσως με την παραγωγή κεραμικής, και η Στοά στην Κάμειρο της Ρόδου, που πρέπει να είχε κι αυτή κάποιου είδους εμπορική χρήση (Scahill 2012, ). 650 Broneer 1954, Scahill 2012, Williams 1970, Broneer 1954, Scahill 2012, Ο Scahill πρόσφατα υποστήριξε ότι στη Στοά μπορεί να λάμβαναν χώρα και δραστηριότητες που σχετίζονταν με τη γνωστή στην Κόρινθο λατρεία της Αφροδίτης. Στο σχετικό άρθρο o Scahill εξετάζει την πιθανότητα στα δωμάτια της Στοάς να προσέφεραν τις υπηρεσίες τους εταίρες (Scahill 2016, ). 106

114 ιερού ξεκίνησε νωρίς, το 1884, από την Αρχαιολογική Εταιρεία με επικεφαλής το Β. Λεονάρδο και συνεχίστηκε με διακοπές ως το Τα επίσημα οικοδομήματα του ιερού (η στοά-εγκοιμητήριο, το θέατρο, ο βωμός, ο ναός) βρίσκονταν στην αριστερή όχθη της Χαράδρας. Μια γέφυρα συνέδεε την αριστερή με τη δεξιά όχθη, όπου βρισκόταν η συνοικία με τις εγκαταστάσεις, τις απαραίτητες για τη λειτουργία του ιερού 656. Η ανασκαφή αποκάλυψε διάφορα οικοδομήματα, που είχαν κτιστεί κατά μήκος της ποµπικής οδού, η οποία διασχίζει τη δεξιά όχθη από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά. Εδώ βρίσκονταν η Αγορά, η Κλεψύδρα, καταστήματα, καπηλεία, εργαστήρια, τα κτίρια που στέγαζαν τις υπηρεσίες του ιερού, και τα ξενοδοχεία, όπου έμεναν οι ασθενείς και οι συγγενείς τους ή κάθε λογής ξένοι, που για διάφορους λόγους, είτε για προσκύνημα είτε για εμπορικές υποθέσεις, έμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο Ιερό 657. Στη δεξιά όχθη η ανασκαφή υπήρξε ατελής και οι πληροφορίες που έχουμε από το Λεονάρδο είναι τόσο ελλιπείς, ώστε λίγα μόνο από τα ανασκαφέντα κτίρια είναι δυνατόν να ταυτιστούν 658. Ο Πετράκος αναφέρει ότι το πρώτο κτίριο με σαφή μορφή στα νότια της πομπικής οδού είναι «ὁ ξενών, ἀποτελούμενος κυρίως ἐξ αὐλῆς μετὰ κιονοστοιχίας ἐκ τεσσάρων κιόνων δυτικῶς καὶ ὀκτὼ δωματίων πέριξ» 659. Το κτίριο αυτό μπορεί κανείς να το εντοπίσει στο σχέδιο του ιερού, στο ανατολικό τμήμα της δεξιάς όχθης, ο Πετράκος όμως δεν μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για αυτό. Ο ίδιος ο Λεονάρδος δεν αναφέρει τίποτε για το κτίριο 660. Ούτε η Kraynak κάνει λόγο για αυτό. Ο Λεονάρδος όμως μας περιγράφει δύο άλλα κτίρια στη δεξιά όχθη, τα οποία βρίσκονται στο νοτιοδυτικό άκρο της ανεσκαμμένης περιοχής και λειτουργούσαν κατά τη γνώμη του ως χειμερινό και θερινό καταγώγιο. Τα δύο κτίρια ανασκάφηκαν μεταξύ του 1917 και Το λεγόμενο Χειμερινό Καταγώγιο 661 είχε τη μορφή στοάς σχήματος Γ (εικ. 166). Το βραχύ βορειοανατολικό σκέλος αποτελούνταν από 3 δωμάτια και το μακρό νοτιοδυτικό από 11. Οι δύο σειρές δωματίων χωρίζονταν με διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε εκτός του κτιρίου, 655 Για συγκεντρωτική βιβλιογραφία σχετική με τον Ωρωπό και το ιερό βλ. Πετράκος, Το 1968 ο Πετράκος δημοσίευσε μια μελέτη 200 περίπου σελίδων, που συνοψίζει τα αποτελέσματα των ανασκαφών του Λεονάρδου και παραμένει έως σήμερα η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη για τον Ωρωπό και το ιερό. Σε αυτήν διαβάζουμε συνοπτικά και για την ιστορία της πόλης και του ιερού. Για την ιστορία της έρευνας στην περιοχή του Ωρωπού βλ. Cosmopoulos 2001, Και σε άλλα ιερά της Αττικής (Βραυρώνα, Ελευσίνα) η πρόσβαση γινόταν μέσω γέφυρας, καθώς για να φτάσει κανείς σε αυτά έπρεπε να περάσει πάνω από ποτάμι (Guggisberg 2013, , ). 657 Πετράκος 1992, Στα προξενικά ψηφίσματα, που σώζονται χαραγμένα στα βάθρα δυτικά της στοάς, αναφέρονται πολλά ονόματα προσωπικοτήτων που επισκέφτηκαν το ιερό. 658 Πετράκος 1968, , Πετράκος 1967, 4. Ο Λεονάρδος είναι περισσότερο σαφής στις περιγραφές των μνημείων που βρίσκονται δυτικά της Αγοράς. 659 Πετράκος 1968, Πετράκος 1967, 4. Πράγματι, αναζητήσαμε και εμείς αναφορές σε αυτό το κτίριο στα κυρίως κείμενα του Λεονάρδου για τις ανασκαφές στη δεξιά όχθη (ΠΑΕ 1906, 84-85, ΠΑΕ 1907, , ΑΕ 1922, , ΑΕ 1923, ), αλλά δεν εντοπίσαμε καμία. 661 Λεονάρδος 1917, , Λεονάρδος 1918, 110, Λεονάρδος 1919,

115 σε οδό που περνούσε πίσω από τα βορειοανατολικά δωμάτια 662. Στο άλλο άκρο του κτιρίου, κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου υπήρχε διάδρομος, ο οποίος χώριζε το κτίριο από ένα άλλο σύνολο δωματίων. Για το σύνολο αυτό θα γίνει λόγος παρακάτω. Όλα τα δωμάτια της στοάς είχαν τις ίδιες διαστάσεις 3,70 x 3,70 μ. Η είσοδός τους, πλάτους περίπου 1 μ., βρισκόταν στο μέσον του μπροστινού τους τοίχου. Τα δύο ανατολικά δωμάτια του βραχέος σκέλους σε μεταγενέστερη φάση συνδέθηκαν μεταξύ τους με θύρα, η οποία ανοίχτηκε στον μεταξύ τους τοίχο. Η θύρα στο δυτικό τοίχο του ανατολικότερου δωματίου έκλεισε και η θύρα του διπλανού δωματίου μετατοπίστηκε από το μέσον του μπροστινού του τοίχου στο βόρειο άκρο του 663. Σε απόσταση 3 μ. περίπου από την πρόσοψη των δωματίων υπήρχε κιονοστοιχία με 11 κίονες στη μακρά πλευρά και 2 στη βραχεία. Το πίσω τμήμα του μακρού σκέλους 664 βρισκόταν στο χείλος της Χαράδρας και κατέρρευσε μέσα σε αυτή, έτσι σήμερα το λεγόμενο Χειμερινό Καταγώγιο είναι σχεδόν κατεστραμμένο 665. Η περιοχή νότια του κτιρίου δεν ανασκάφηκε ποτέ, διότι από εκεί περνά ο σύγχρονος δρόμος 666, η κύρια πρόσβαση στο κτίριο όμως πρέπει να γινόταν από αυτή την πλευρά 667. Το κάτω μέρος των τοίχων του κτιρίου ήταν λίθινο και η ανωδομή πλίνθινη 668. Οι κίονες ήταν δωρικοί, αρράβδωτοι, επεξεργασμένοι μόνο στα άκρα τους 669. Το ύψος τους ήταν περίπου 3 μ. και η διάμετρός τους περίπου 0,50 μ Οι κίονες στηρίζονταν σε έναν συνεχή πώρινο στυλοβάτη. Στα άκρα του στυλοβάτη υπήρχαν παραστάδες. Μια διπλή παραστάδα υπήρχε στο σημείο συνάντησης των δύο κιονοστοιχιών. Ο θριγκός ήταν ξύλινος. Για τη στέγη ο Λεονάρδος αναφέρει ότι ήταν αμφικλινής 671, ο Πετράκος όμως, ο οποίος κατά τα άλλα στην περιγραφή του ακολουθεί εκείνη του Λεονάρδου, σημειώνει ότι η στέγη ήταν μονοκλινής 672. Τα νερά της βροχής διοχετεύονταν στη Χαράδρα μέσω δύο υπόγειων πώρινων αγωγών. Ο ένας περνούσε κάτω από το διάδρομο στο δυτικό πέρας του κτιρίου και ο άλλος κάτω από το 662 Στη συνέχεια του κειμένου για λόγους ευκολίας αντί για «βορειοανατολικά» θα γράφουμε «ανατολικά» και αντί για «νοτιοδυτικά» θα γράφουμε «δυτικά». 663 Λεονάρδος 1919, Ο πίσω τοίχος του μακρού σκέλους είχε συνολικό μήκος 45,10 μ. 665 Πετράκος 1968, Kraynak 1984, Η πομπική οδός περίπου στο μέσον της ανεσκαμμένης περιοχής στρεφόταν προς τα βόρεια και οδηγούσε στην Κλεψύδρα. Από εκεί περνούσε κανείς μέσω της γέφυρας στην απέναντι όχθη. Δυτικά της Κλεψύδρας η οδός κατέληγε σε αδιέξοδο. Η συνέχεια της οδού προς δυτικά βρίσκεται νότια, στο μη ανεσκαμμένο τμήμα της συνοικίας, και μέσω αυτής θα ήταν προσιτά το λεγόμενο χειμερινό και θερινό καταγώγιο (Πετράκος 1968, 112). 668 Την εποχή της ανασκαφής του κτιρίου οι τοίχοι σώζονταν σε ύψος 0,50 μ. Το πάχος τους ήταν 0,40 μ. 669 Ο Λεονάρδος γράφει ότι τα άκρα των κιόνων «περιεγλύφοντο λεῖα» (Λεονάρδος 1917, 239, Λεονάρδος 1919, 100). Η Kraynak 1984, 118 θεώρησε ότι οι κίονες δεν έλαβαν την τελική τους επεξεργασία και υποστήριξε ότι το κτίριο ήταν ημιτελές, όταν εγκαταλείφθηκε. Ο ανασκαφέας δεν εκφράζει γνώμη ως προς αυτό το ζήτημα. 670 Λεονάρδος 1917, 239. Οι κίονες φαίνεται ότι αποτελούνταν από δύο σπονδύλους μεγάλου ύψους, καθώς στο χώρο βρέθηκαν αρκετοί σπόνδυλοι ύψους πάνω από 1 μ., ορισμένοι μάλιστα είχαν ύψος πάνω από 1,5 μ. (Λεονάρδος 1917, 239, Λεονάρδος 1918, 110, Λεονάρδος 1919, 100). Το μεταξόνιο ήταν 3,03 μ. (Λεονάρδος 1917, 239). 671 Λεονάρδος 1917, Πετράκος 1968,

116 στυλοβάτη μεταξύ του 10 ου και 11 ου κίονα και κάτω από το δάπεδο του τρίτου από ανατολικά δωματίου του μακρού σκέλους. Το λεγόμενο Θερινό Καταγώγιο 673 (εικ. 167) βρισκόταν δυτικότερα, δίπλα στο Χειμερινό, σήμερα όμως δεν είναι ορατό, καθώς έχει καλυφθεί από τις νεότερες επιχώσεις και το πευκοδάσος 674. Σύμφωνα με το Λεονάρδο το συγκρότημα του Θερινού Καταγωγίου διαιρούνταν σε 3 συστάδες δωματίων: η πρώτη αποτελούνταν από τα δωμάτια 3-5, η δεύτερη από τα 1-2, ενώ η τρίτη, η δυτικότερη, έφτανε μέχρι τη σύγχρονη γέφυρα. Τα δωμάτια 3-5 επικοινωνούσαν στα ανατολικά με τα δωμάτια 6-9. Από την περιγραφή του Λεονάρδου κατανοούμε 675 ότι όλοι οι παραπάνω χώροι θεωρήθηκε ότι ανήκουν στο Θερινό Καταγώγιο, το οποίο βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο από το Χειμερινό. Πιο συγκεκριμένα, τα δωμάτια 3-9 βρίσκονταν 3 μ. ψηλότερα από το επίπεδο του Χειμερινού Καταγωγίου και ήταν προσβάσιμα μέσω σκάλας 676. Ο δυτικός τοίχος των δωματίων 3-5 δεν διέθετε θύρα. Τα δωμάτια 3 και 4 είχαν θύρα στον ανατολικό τους τοίχο. Το δωμάτιο 3 διαιρούνταν με τοίχο σε δύο δωμάτια (3 και 3α). Το βόρειο τμήμα του δωματίου 5, καθώς και η θύρα του, δεν σώζονται. Στο νότιο τοίχο του χώρου 6 υπήρχε θύρα 677, η οποία θεωρητικά οδηγούσε προς τα δυτικά, προς τα υπόλοιπα δωμάτια, που βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο 678. Στα δωμάτια αυτά ο Λεονάρδος αναφέρεται σύντομα λέγοντας «τῶν ἄλλων θερινῶν οἰκημάτων τέσσαρα μέν εἰσίν ἀλλήλοις συναφῆ (ἀρ ), ἄλλα δὲ (ἀρ. 100 κἑ) ὁρίζονται ἀπό τούτων διὰ σκολιᾶς ὁδοῦ» 679. Ο Λεονάρδος λοιπόν συμπεριλαμβάνει στα «θερινά οἰκήματα» και τα δωμάτια που εντοπίστηκαν δυτικά της «σκολιᾶς ὁδοῦ» 680. Η οδός αυτή κατευθύνεται προς στην όχθη του χειμάρρου. Η Kraynak εκφράζει αμφιβολίες για το αν ανήκαν στο Θερινό Καταγώγιο τα δωμάτια 3-9. Θεωρεί ότι είναι ασαφής η σχέση των δωματίων 1-2 και με τα 3-5, από τη στιγμή που οι δύο αυτές ενότητες βρίσκονταν σε διαφορετικό επίπεδο και δεν επικοινωνούσαν άμεσα μεταξύ τους. Η Kraynak πιστεύει ότι από τα δωμάτια 3-9 τα 6-7 αποτελούσαν μια ανοιχτή αυλή, στην οποία έβλεπαν τα υπόλοιπα δωμάτια, και ότι η ενότητα αυτή ανήκε στο Χειμερινό 673 Λεονάρδος 1917, 240, Λεονάρδος 1919, Πετράκος 1968, 112, Πετράκος 1968, Ο Λεονάρδος δεν περιγράφει το Θερινό Καταγώγιο το ίδιο αναλυτικά με το Χειμερινό και σε ορισμένα σημεία η περιγραφή του είναι κατά τη γνώμη μας ασαφής. 676 Λεονάρδος 1917, Στην κάτοψη του 1917 (Λεονάρδος 1917, 239 σχήμα 1) οι θύρες στα δωμάτια 3-6 παρουσιάζονται διαφορετικά. Η περιγραφή μας βασίζεται στη διορθωμένη κάτοψη που παρουσιάστηκε το 1919 (Λεονάρδος 1919, 100 σχήμα 1). 678 Λεονάρδος 1917, 240, Kraynak 1984, Λεονάρδος 1919, Η Kraynak δεν κάνει καθόλου λόγο για τα δωμάτια αυτά και αναφέρει την τεθλασμένη οδό ως το δυτικό όριο του Θερινού Καταγωγίου (Kraynak 1984, 117, 120). 109

117 Καταγώγιο 681. Τέλος, επιχειρεί να προσδιορίσει τη λειτουργία των δωματίων και του Θερινού Καταγωγίου και κάνει την υπόθεση ότι τα νότια δωμάτια 93 και 95 λόγω της έκκεντρης θέσης της θύρας τους περιείχαν κλίνες για εστίαση. Σε αυτή την περίπτωση τα βόρεια δωμάτια 92 και 94 θα χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή φαγητού 682. Τα δύο Καταγώγια χρονολογήθηκαν από το Λεονάρδο στον 3 ο αι. π.χ. με βάση την τοιχοποιία και τα κινητά ευρήματα 683. Ο Λεονάρδος ονόμασε τα δύο κτίσματα Χειμερινό και Θερινό Καταγώγιο, επειδή θεώρησε ότι η θέση τους ήταν ευνοϊκή για χειμερινή και θερινή διαμονή αντίστοιχα, το Χειμερινό Καταγώγιο, επειδή θα ήταν ευήλιο και υπήνεμο, το Θερινό Καταγώγιο, επειδή βρισκόταν ψηλότερα και θα ήταν ευάερο και ψυχρότερο. Ο Λεονάρδος θεώρησε ότι ο όρος του 4 ου αι. π.χ. που βρέθηκε στο ιερό και απαγόρευε την οικοδόμηση από ιδιώτες «ὲντὸς τῶν ὅρων» αφορούσε και τη δεξιά όχθη 684, έτσι απέρριψε την περίπτωση τα δύο κτίρια να ήταν ιδιωτικά σπίτια. Αναφέρει επίσης ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να ήταν «πρατήρια χάριν τῆς πανιγύρεως», δηλαδή καταστήματα, που θα εξυπηρετούσαν τους επισκέπτες κατά τη διάρκεια των εορτών του θεού, διότι γι αυτό το σκοπό θα αρκούσαν οι πάγκοι και τα παραπήγματα, που στήνονταν εύκολα παντού 685. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα κτίρια ήταν καταγώγια, τα οποία όμως θα είχαν ταυτόχρονα και μια λειτουργία σχετική με το χαρακτήρα του ιερού ως θεραπευτηρίου, υποστήριξε δηλαδή ότι τα δωμάτια στη στοά ήταν «χειμερινὰ διαιτητήρια καὶ ὑγιαστήριον» (= θεραπευτήριο, νοσοκομείο 686 ) και εκείνα στο ψηλότερο επίπεδο «θερινὰ καταλύματα καὶ ἀναρρωστήριον» 687. Τα επιχειρήματα του Λεονάρδου θεωρούμε ότι είναι μάλλον αυθαίρετα. Η διαφορετική χρήση με βάση τις εποχές δεν μπορεί να αποδειχτεί. Η Kraynak επισημαίνει ότι στη δεξιά όχθη, την οποία ο Πετράκος χαρακτηρίζει ως «κατοικίδια συνοικία» 688, υπήρχαν και ιδιωτικά σπίτια. Τα δωμάτια του καλοκαιρινού καταγωγίου λόγω της ατελούς ανασκαφής δεν κατανοούμε τι είδους αρχιτεκτονική ενότητα συγκροτούσαν και δυστυχώς τώρα πια μια νέα 681 Kraynak 1984, Kraynak 1984, Η Kraynak 1984, 193 σημ. 317 υπολόγισε τις διαστάσεις των δωματίων 93 και 95 μετρώντας με βάση την κάτοψη και κατέληξε ότι σε αυτά θα χωρούσαν 7 κλίνες: από μία σε κάθε πλευρά της εισόδου, από δύο στον ανατολικό και δυτικό τοίχο, και μια στο βόρειο τοίχο, στα δυτικά της πόρτας. Κενός χώρος 0,80 μ. θα έμενε στα δυτικά της πόρτας του βόρειου τοίχου και 1,60 μ. στα ανατολικά της. 683 Λεονάρδος 1917, 240. Ο Λεονάρδος 1918, 110 κάνει λόγο για ορισμένα κινητά ευρήματα που συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή του Χειμερινού Καταγωγίου, μεταξύ των οποίων ήταν και νομίσματα της εποχής του Αντίγονου Γονατά και του Φιλίππου Ε. Για ευρήματα από το Θερινό Καταγώγιο δεν γίνεται λόγος. 684 IG VII 422, Ziehen 1906, αρ. 66. Ο όρος αυτός βρέθηκε στο ιερό, αλλά δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς (Rigsby 1996, 80 σημ. 73). 685 Στο Αμφιάρειο τελούνταν κάθε χρόνο τα Aµφιάρεια τα Mικρά και κάθε πέμπτο χρόνο τα Aµφιάρεια τα Mεγάλα (Πετράκος 1992, 8). 686 Liddell Scott IV, Λεονάρδος 1917, Πετράκος,

118 ανασκαφή είναι αδύνατη. Η Kraynak υποστηρίζει ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν σε μια ιδιωτική κατοικία. Εμείς θεωρούμε ότι τα στοιχεία είναι λίγα, για να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Επίσης οι δύο ενότητες και 94-95, που τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη, δεν ταιριάζουν σε ιδιωτική κατοικία. Όσον αφορά τη στοά, η Kraynak θεωρεί ότι θα μπορούσε ίσως να φιλοξενήσει επισκέπτες, αλλά, εφόσον η περιοχή στα νότια δεν ανασκάφηκε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπήρχε τρόπος να ελέγχεται η πρόσβαση στα δωμάτια. Είναι πιθανό η περιοχή στα νότια να ήταν ανοιχτή. Είναι επίσης πιθανό τα δωμάτια της στοάς να ήταν καταστήματα ή εστιατόρια, αλλά χωρίς σχετικά ευρήματα δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Η Kraynak, η οποία άλλωστε θεωρεί ότι τα δωμάτια 3-9 είναι παράρτημα της στοάς, πιστεύει ότι η χρήση του συγκροτήματος αυτού είναι άγνωστη 689. Το ίδιο θεωρούμε και εμείς Το κτίριο στο ιερό του Ελλάνιου Δία στην Αίγινα. Το νησί της Αίγινας βρίσκεται στο κέντρο του Σαρωνικού κόλπου. Από τους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού σήμερα ξεχωρίζουν ο εξαιρετικός ναός της Αφαίας στο βορειοανατολικό τμήμα του και ο λόφος της Κολώνας στη βορειοδυτική ακτή. Ωστόσο ένας εξίσου σημαντικός λατρευτικός χώρος της Αίγινας βρίσκεται στο νότο και συνδέεται με τη μυθολογική ιστορία της: ο βασιλιάς του νησιού, ο Αιακός, γιος του Δία και της Αίγινας, υπήρξε ο πιο ευσεβής και δίκαιος ανάμεσα στους ανθρώπους. Τόσο πολύ εκτιμούσαν τον Αιακό οι θεοί του Ολύμπου, που, όταν προκάλεσαν ανομβρία, για να τιμωρήσουν τους ανθρώπους, επειδή ο Πέλοπας είχε σκοτώσει το βασιλιά της Αρκαδίας Στύμφαλο, μήνυσαν ότι μόνο αν προσευχόταν ο Αιακός θα σταματούσε το κακό. Ο Αιακός ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή της Αίγινας, το Όρος και προσευχήθηκε στον βροχοποιό Δία. Ο θεός λύγισε και οι βροχές ξανάρχισαν. Οι Έλληνες, για να τιμήσουν τον Αιακό, ίδρυσαν στην κορυφή του Όρους, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ένα πανελλήνιο ιερό, το ιερό του Πανελλήνιου ή Ελλανίου Δία 691. Το 1933 ο G. Welter ανέσκαψε στους βόρειους πρόποδες του Όρους ένα συγκρότημα (εικ. 168, 169), του οποίου η σύνδεση με το ιερό του Ελλανίου Δία τεκμηριώνεται, καθώς νοτιότερα, μέσα σε μια κιστέρνα, βρέθηκε μια χάλκινη υδρία με αναθηματική επιγραφή 689 Kraynak 1984, Ο Riethmüller 2005α, δεν αμφισβητεί την ταύτιση των δύο κτιρίων με καταγώγια. 691 Για το μύθο του Αιακού βλ. Κακριδής 1986, Στα βόρεια της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία σώζεται μια θεμελίωση από μεγάλους ορθογώνιους λίθους, η οποία ανήκει στο αρχαίο ιερό. Το ιερό διέθετε βωμό και μικρό ναό (Goette 2008, 346). Οι εορτές προς τιμήν του Δία Ελλανίου ήταν τόσο σημαντικές, που κατά τη διάρκειά τους συντελούνταν εκεχειρία μεταξύ των Ελλήνων, όπως συνέβαινε και κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες (Goette 2008, 345). 111

119 «στο Δία Ελλάνιο» 692. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο άνδηρα σκαμμένα στο βράχο του βουνού. Το χαμηλότερο βρίσκεται στα βόρεια και έχει τη μορφή μίας εξέδρας συνολικού πλάτους 56 μ., η οποία διαιρείται σε δύο άνισα τμήματα από μια μνημειακή βαθμιδωτή κλίμακα φάρδους 7,20 μ. με 7 σκαλιά (εικ. 169, 170). Το ανατολικό τμήμα έχει πλάτος 32,80 μ. και το δυτικό 16,80 μ Τα δύο τμήματα περιβάλλονταν από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους. Στις πλευρές της σκάλας οι τοίχοι αυτοί είναι κατασκευασμένοι από προσεκτικά τοποθετημένους ορθογώνιους λίθους. Στα υπόλοιπα σημεία ήταν κτισμένοι πιο ακανόνιστα 694. Η κλίμακα οδηγεί στο επάνω άνδηρο, στο ανατολικό τμήμα του οποίου σώζεται το θεμέλιο ενός ορθογώνιου κτιρίου διαστάσεων 29 x 19,50 μ. (εικ. 172). Το κτίριο σώζει βάσεις κιόνων στο εσωτερικό του. Στη βορειοδυτική γωνία του κτιρίου υπάρχει ο μικρός ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ, ο οποίος χτίστηκε το 12 ο αι. μ.χ. Ο ναός περιβάλλεται από τα ερείπια της μεταγενέστερης Μονής του Αγ. Νικολάου. Διακρίνονται ο εξωτερικός τοίχος και ορισμένα χαμηλά τμήματα των διαχωριστικών τοίχων των κελιών 695. Ο Welter υποστήριξε ότι το ορθογώνιο κτίριο ήταν ξενώνας για τη διανυκτέρευση των προσκυνητών, που επισκέπτονταν το βωμό και το ναό του θεού στην κορυφή του Όρους 696. Ο ανασκαφέας περιέγραψε το κτίριο ως μία αίθουσα με τρείς σειρές κιόνων στο εσωτερικό της και μεγάλη είσοδο φάρδους 6 μ. στο δυτικό τοίχο. Ανέφερε επίσης δύο δωμάτια, που βρίσκονταν ένα σε κάθε πλευρά της πόρτας, ερμηνεύοντας προφανώς ως τοίχο δωματίου το τοιχάριο που εισέχει νότια της εισόδου. Για να εξηγήσει το μεγάλο θυραίο άνοιγμα ο Welter έκανε την υπόθεση ότι το κτίριο διέθετε δύο θυρώματα εκατέρωθεν ενός πεσσού σαν το μνημείο του Θρασύλλου στην Αθήνα ή τη Σκευοθήκη του Φίλωνα στον Πειραιά 697. Στην περιγραφή του Welter - ελλείψει άλλων στοιχείων - βασίστηκε και η Kraynak, για να γράψει τη δική της αναφορά για το μνημείο 698. Στα νεότερα κείμενα ωστόσο εμφανίζεται μια πληρέστερη κάτοψη που χώρου, στην οποία το ορθογώνιο κτίριο αποτυπώνεται ως μια περίστυλη κατασκευή σχήματος Π (εικ. 171) 699. Πρόκειται για την κάτοψη που έχουν καταρτίσει οι αρχαιολόγοι του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, οι οποίοι, με 692 Η υδρία βρέθηκε από τον L. Curtius το 1904 και χρονολογείται στα 470 π.χ. (Welter 1938, col. 8, εικ. 3-4). Νότια του συγκροτήματος υπάρχουν δύο δεξαμενές, μια μικρή και, 100 μ. νοτιότερα, μια μεγάλη. Οι δεξαμενές αυτές είναι στην ουσία φυσικά πετρώδη κοιλώματα. Τέτοιες δεξαμενές υπάρχουν διάσπαρτες στο νησί, το οποίο υπέφερε πάντα από έλλειψη νερού, και ονομάζονται από τους ντόπιους «σουβάλες» (Καλογήρου 2014, 24, 88-89). Η υδρία βρέθηκε στη μεγαλύτερη σουβάλα. 693 Welter 1938, col Οι τοίχοι του δυτικού τμήματος σήμερα δεν σώζονται. 695 Πέννας 2004, 31. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με την ίδρυση και την καταστροφή της Μονής. 696 Welter 1938, col Welter 1938, cols Για τη σκευοθήκη του Φίλωνα βλ. Steinhauer 1994, Για το μνημείο του Θρασύλλου αναλυτική βιβλιογραφία βρίσκουμε στις υποσημειώσεις του Townsend 1985, Kraynak 1984, Καλογήρου 2014, 86, Πέννας 2004,

120 επικεφαλής τον H. R. Goette, πραγματοποιούν από το 1997 έρευνες στο ιερό του Ελλανίου Δία 700. Σύμφωνα με τον Goette τομές που πραγματοποιήθηκαν στο κέντρο του κτιρίου έδειξαν ότι η μεσαία σειρά στηριγμάτων που παρουσιάζεται στην κάτοψη του Welter - εκτός από το θεμέλιο του ανατολικού στηρίγματος που σώζεται in situ - δεν υπήρξε ποτέ. Ο Goette υποστήριξε ότι στη θέση του στεγασμένου οικοδομήματος με τα τέσσερα κλίτη, που αναπαρέστησε ο Welter, υπήρχε μια ανοιχτή αυλή, που περιβαλλόταν από στοά στη νότια, ανατολική και βόρεια πλευρά της. Η δυτική πλευρά θα οριζόταν από έναν τοίχο με την είσοδο 701. Ο Becker ωστόσο στην εργασία του για τις βαθμιδωτές εγκαταστάσεις της αρχαιάς Ελλάδας εξετάζει την κλίμακα στο ιερό του Ελλάνιου Δία και αναφέρεται σε μια αδημοσίευτη διατριβή για τις υπόστυλες αίθουσες της οποίας ο συγγραφέας, N. Feller, συμφωνεί με την αποκατάσταση του Welter. O Becker αναφέρει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ο Feller σχετίζονται με την τυπολογία των υπόστυλων αιθουσών, αλλά και με το γεγονός ότι λείπει από το κτίριο αγωγός απορροής νερού, ο οποίος αναμένεται να υπάρχει σε μία ανοιχτή αυλή 702. Ο Becker φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη του Feller 703. Όσον αφορά τη χρονολόγηση του κτιρίου ο Welter είχε υποστηρίξει ότι το κτίριο και οι εξέδρες κατασκευάστηκαν μαζί κατά την περγαμηνή περίοδο της Αίγινας ( π.χ.). Για τη χρονολόγηση αυτή βασίστηκε στα όστρακα μεγαρικών σκύφων, που βρέθηκαν στο δάπεδο του κτιρίου. Κατά τις νεότερες ανασκαφές στην περιοχή του βόρειου ανδήρου βρέθηκε αρχαϊκή κεραμική. Έτσι ο Goette υποστήριξε ότι το βόρειο άνδηρο με τους ψηλούς αναλημματικούς τοίχους και την κλίμακα κατασκευάστηκαν στο τέλος του 6 ου αι. π.χ. περίπου και αποτελούσαν τμήμα μιας αρχαϊκής εγκατάστασης, με την οποία σχετίζονται και τα θεμέλια που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νότιου ανδήρου. Στην περγαμηνή περίοδο χρονολογείται η στοά 704. Σύμφωνα με τον Goette οι αναλημματικοί τοίχοι και τα θεμέλια της στοάς κατασκευάστηκαν με υλικό από τους γύρω βράχους, για την ανωδομή όμως 700 Blackman , 18-19, Goette 2000, 26. Επίσης: Σκοπός των Γερμανών αρχαιολόγων είναι να πραγματοποιήσουν μια συνολική δημοσίευση των αρχαιοτήτων της Αίγινας, η οποία θα αναφέρεται και στις παλαιότερες έρευνες των αρχών του 20 ου αι, αλλά και στις επιγραφές και τις γραπτές πηγές για το νησί. 701 Goette 2000, Η Kraynak 1984, 149 δεν αμφισβήτησε τις πληροφορίες του Welter, εφόσον η ίδια δεν είχε άλλα στοιχεία για το χώρο. Η ίδια σημειώνει ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι το κτίριο ήταν ξενώνας, διότι δεν υπάρχουν κινητά ευρήματα. Άλλωστε και η κάτοψη που πρότεινε ο Welter για το κτίριο δεν μοιάζει καθόλου με την κάτοψη άλλων γνωστών ξενώνων. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς ένα κτίριο αυτής της μορφής θα εξυπηρετούσε τη διανυκτέρευση των επισκεπτών του ιερού. 702 Becker 2003, 92 σημ Τη διατριβή του Feller εμείς δεν την έχουμε υπ όψιν μας. 703 Becker 2003, 92, 94. Και σε άλλα κείμενα για την Αίγινα το κτίριο στο νότιο άνδηρο αναφέρεται ως υπόστυλη αίθουσα (π.χ. Σφυρόερα 2002, 299). 704 Goette 2000, Στην αρχαϊκή εποχή χρονολογείται, σύμφωνα με τον Goette, ένα στήριγμα αναθήματος, που βρέθηκε μπροστά από το βόρειο μέτωπο του μεγάλου αναλημματικού τοίχου. Σήμερα το στήριγμα βρίσκεται τοποθετημένο στην κορυφή της μεγάλης κλίμακας. Έχει τη μορφή κίονα και φέρει επιγραφή. Από το χώρο προέρχεται και μία πλάκα με αναθηματική επιγραφή του 6 ου αι π.χ που φυλάσσεται στο μουσείο του νησιού (Goette 2008, 346). 113

121 χρησιμοποιήθηκε ντόπιος πωρόλιθος, ο οποίος μεταφέρθηκε από τα παράλια του νησιού 705. Ο Becker πιστεύει ότι το βόρειο άνδηρο πρέπει να χρονολογηθεί στις αρχές του 2 ου αι. π.χ. και ότι αποτέλεσε επέκταση της αρχαϊκής εγκατάστασης, που υπήρχε στα νότια. Κατά τον Becker ένδειξη γι αυτό αποτελεί η ασύμμετρη διαίρεση του βόρειου ανδήρου, η οποία λαμβάνει υπ όψιν της την ύπαρξη του ελληνιστικού κτιρίου στο νότιο άνδηρο 706. Ο Welter δεν διευκρίνισε για ποιους λόγους ταύτισε το κτίριο με ξενώνα 707. Ο Goette ερμηνεύει το συγκρότημα ως χώρο, όπου οι προσκυνητές τελούσαν εορτασμούς και γεύματα, αφότου είχαν θυσιάσει στο θεό στην κορυφή του Όρους 708. Υποστήριξε επίσης ότι η στοά σχήματος Π πιθανόν να αντικατέστησε ένα κτίριο δωρικού ρυθμού, με προσανατολισμό από βορρά προς νότο, το οποίο υπήρχε παλαιότερα στη δυτική περιοχή του ανώτερου ανδήρου και λειτουργούσε ως εστιατόριο. Η στοά θα ήταν και αυτή δωρικού ρυθμού 709. Ο Becker δεν κάνει υποθέσεις για τη χρήση του κτιρίου, θεωρεί όμως ότι όλο το συγκρότημα είχε κοσμικό χαρακτήρα και χτίστηκε, για να εξυπηρετήσει το ιερό του Δία στην κορυφή του όρους. Ανεξάρτητα από το αν είχε τη μορφή υπόστυλης αίθουσας ή στοάς το κτίριο της Αίγινας δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ήταν ξενώνας Goette 2008, Becker 2003, Η άποψη του Welter ότι στο ιερό υπήρχε ξενώνας αναπαράγεται και αλλού (π.χ. Καλογήρου 2014, 86, όπου αναφέρεται μεν ότι το κτίριο στο νότιο άνδηρο ήταν στοά, λέγεται όμως λανθασμένα ότι ο ξενώνας υπήρχε και βρισκόταν στο χαμηλότερο, βόρειο άνδηρο). 708 Ο Welter 1938, cols ανέφερε ότι η διάρθρωση του συγκροτήματος με τη μνημειακή σκάλα - χωρίς πρόπυλο - και τις εξέδρες δεν είναι συνηθισμένη στον ελληνικό χώρο, μπορεί όμως να παραλληλιστεί με τη διάρθρωση του βωμού της Περγάμου. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα παραδείγματα χρήσης της βαθμιδωτής διαμόρφωσης στον ελληνικό χώρο. Υπήρξε δημοφιλής στην ύστερη αρχαϊκή εποχή ιδιαίτερα στα νησιά των Κυκλάδων (συναντάται π.χ. στη Μινώα της Αμοργού βλ. Μαραγκού 2002, ). Στην ελληνιστική εποχή η βαθμιδωτή διαμόρφωση επανέρχεται. Τη συναντάμε π.χ. στο Ασκληπιείο της Κω, στο ιερό της Αθηνάς Λινδίας στη Ρόδο κα (Goette 2008, 348). 709 Goette 2000, Ο Welter 1938, cols επιχείρησε μια σύγκριση του ιερού του Δία στην Αίγινα με εκείνο του θεού στο όρος Λύκαιον, καθώς διέθετε κι αυτό βωμό στην κορυφή του βουνού και κτίριο στην πλαγιά, το οποίο θεωρήθηκε ξενώνας. Στο κεφάλαιο Γ-1-5 της παρούσης εργασίας αναφέραμε τους λόγους για τους οποίους το κτίριο στο όρος Λύκαιον δεν πιστεύεται πια ότι ήταν ξενώνας. Για τη σύγκριση των δύο ιερών βλ. επίσης Langdon 1976,

122 Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαμε μια παρουσίαση των μνημείων εκείνων της αρχαίας Ελλάδας, για τα οποία οι ανασκαφείς τους πρότειναν ότι λειτουργούσαν ως καταγώγια 711. Ο κύριος στόχος μας ήταν να συλλέξουμε κατά το δυνατόν όλη τη βιβλιογραφία για τα μνημεία, την παλαιότερη αλλά κυρίως τη νεότερη, και να καταγράψουμε τόσο τις παλαιές όσο και τις νεότερες απόψεις για τη μορφή και τη χρήση τους. Κάθε μνημείο εξετάστηκε ξεχωριστά. Το κείμενο για κάθε ένα από αυτά περιλαμβάνει πρώτα μια δική μας περιγραφή του κτιρίου, στην οποία παρουσιάζουμε τα χαρακτηριστικά του, έπειτα τις απόψεις για τη χρονολόγησή του και τέλος εκείνες για τη χρήση του. Σκοπός μας ήταν να διαπιστώσουμε κατά πόσο η νεότερη έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα, κυρίως για τη χρήση των μνημείων, διαφορετικά από εκείνα, στα οποία κατέληξε η Kraynak στη διατριβή της. Προτού όμως συνοψίσουμε τα συμπεράσματα αυτά, θα αναφερθούμε πρώτα στα κριτήρια, με βάση τα οποία τα μνημεία αυτά θεωρήθηκαν καταγώγια - ανεξάρτητα από το αν τελικά αποδεικνύεται ή όχι ότι ήταν - σε μια προσπάθεια να ελέγξουμε κατά πόσο τα κριτήρια αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλείς ταυτίσεις. Στην αρχή της εργασίας μας αναφερθήκαμε στο καταγώγιο των Πλαταιών, το οποίο περιγράφει ο Θουκυδίδης στο χωρίο εκείνο της Ιστορίας του, που έδωσε το έναυσμα, για να εκτυλιχθεί η συζήτηση γύρω από τα πανδοχεία της αρχαίας Ελλάδας, μια συζήτηση που ξεκίνησε στα τέλη του 19 ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το χωρίο του Θουκυδίδη μας παρέχει το πρώτο βασικό κριτήριο, με βάση το οποίο χαρακτηρίστηκαν ως καταγώγια τα περισσότερα από τα μνημεία: είναι η κάτοψη που περιλαμβάνει μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία διευθετούνται δωμάτια, που έβλεπαν σε αυτή. Η κάτοψη ήταν εκείνη που καθόρισε και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάσαμε τα μνημεία σε αυτή την εργασία. Προτάξαμε εκείνα που έχουν την κάτοψη του καταγωγίου των Πλαταιών. Η πιθανότητα να βρεθεί το καταγώγιο των Πλαταιών απομακρύνεται μετά την πρόσφατη γεωφυσική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στην αρχαία πόλη. Από τα κτίρια, των οποίων τα ίχνη εντοπίστηκαν στην περιοχή της Αγοράς, κανένα δεν έχει την κάτοψη που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Οι ανασκαφές που πραγματοποιεί στην πόλη η Eφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας είναι για διάφορους λόγους πολύ μικρής έκτασης και δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον να διευρυνθούν 712. Έτσι τις λεπτομέρειες της κάτοψης του καταγωγίου των 711 Μόνο στην περίπτωση της Έπαυλης στην Όλυνθο η ταύτιση αυτή δεν προτάθηκε από τους ανασκαφείς Robinson και Graham, αλλά από έναν συνεργάτη της ανασκαφής, το McDonald. 712 Θα ήθελα εδώ να ευχαριστήσω την κα Ο. Κυριαζή, αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, για τις πληροφορίες που μου παρείχε. 115

123 Πλαταιών είναι πιθανόν να μην τις μάθουμε ποτέ. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε για ποιους λόγους μια τέτοια κάτοψη θα ήταν κατάλληλη για ένα πανδοχείο, καθώς γνωρίζουμε τα πλεονεκτήματά της από τις πολυάριθμες σωζόμενες οικίες που την υιοθετούν. Η εσωτερική αυλή με σκιερό περίγυρο προτιμούνταν στις μεσογειακές χώρες της αρχαιότητας, επειδή ταίριαζε στο κλίμα τους, αλλά και επειδή είχε πολλαπλή πρακτική χρησιμότητα. Είναι λογικό ότι σε ένα πανδοχείο θα επιδιωκόταν η αξιοποίηση του χώρου πίσω από όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της αυλής. Ένα μεγάλο πανδοχείο όπως το καταγώγιο των Πλαταιών θα έμοιαζε περισσότερο με τις οικίες που διέθεταν περιστύλιο. Η αυλή σε ένα πανδοχείο, όπως και σε ένα σπίτι, θα εξασφάλιζε τον απαραίτητο φωτισμό και εξαερισμό των δωματίων που επικοινωνούσαν με αυτή. Η στοά μπροστά από τα δωμάτια θα προσέφερε προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα ευνοϊκή ήταν η μορφή της αυλής και για την εγκατάσταση αγωγών συγκέντρωσης και απορροής νερού. Τέτοιοι αγωγοί σώζονται, όπως είδαμε, π.χ. στο καταγώγιο της Επιδαύρου. Στην αυλή μπορούσε επίσης εύκολα να τοποθετηθεί η σκάλα προς το δεύτερο όροφο. Επιπλέον η αυλή ήταν ο πρώτος χώρος, στον οποίο εισερχόταν κανείς από το δρόμο, μεταβαίνοντας απευθείας από τη δημόσια στην ιδιωτική περιοχή. Στην εξασφάλιση του ιδιωτικού χαρακτήρα της αυλής θα συνέβαλλε, όπως συνέβαινε και στις οικίες, η περίφραξη με τοίχους. Οι είσοδοι θα μπορούσαν εύκολα να ελέγχονται ή και να λειτουργούν ως θυρωρεία. Γενικά η οργάνωση του χώρου γύρω από την αυλή καθιστούσε εύκολη την επιτήρηση. Όποιος έβγαινε από ένα δωμάτιο, για να μπει σε ένα άλλο, όποιος έμπαινε ή έβγαινε από το κτίριο γινόταν άμεσα ορατός. Τέλος, η ανεξαρτησία των δωματίων θα εξασφάλιζε την ιδιωτικότητα για τους πελάτες, αλλά και τη δυνατότητα ορισμένα δωμάτια να χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις, αν αυτό χρειαζόταν 713. Τα κτίρια που θεωρήθηκαν καταγώγια και διαθέτουν κάτοψη με κεντρική αυλή είναι, με τη σειρά που εξετάστηκαν στην εργασία μας, η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης στην Όλυνθο, η λεγόμενη Ιερατική Οικία στη Ζωστήρα Άκρα, το κτίριο κοντά στο κάτω ιερό του Ασκληπιού στη Γόρτυνα της Αρκαδίας, το Λεωνίδαιο της Ολυμπίας, το κτίριο στο κάτω ιερό του Δία στο όρος Λύκαιον, το Καταγώγιο της Επιδαύρου, το κτίριο στην Αγορά της Κασσώπης, το κτίριο στο ιερό της Άρτεμης Αυλιδείας και ο μεγάλος Ξενώνας της Δήλου 714. Ωστόσο η παραδοχή ότι όλα τα καταγώγια θα πρέπει να είχαν μια μορφή, που να προσιδιάζει σε εκείνη της κλασικής οικίας, είναι πολύ περιοριστική. Στις αρχές του 20 ου αι. ο Λεονάρδος απέδωσε σε δύο καταγώγια, ένα θερινό και ένα χειμερινό, τα σύνολα δωματίων, 713 Για τη σημασία και τη χρήση της αυλής στα κλασικά σπίτια βλ. Ault 2005β, Στο κτίριο ΙΒ στη Συνοικία του Σταδίου της Δήλου αναφερθήκαμε πολύ σύντομα, διότι η ταύτισή του με καταγώγιο έχει απλώς προταθεί, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει υποστηριχτεί από ένα κείμενο με επιχειρήματα. Αντιθέτως οι απόψεις που θέλουν το κτίριο να είχε άλλη χρήση ήταν κατά τη γνώμη μας εξ αρχής πιο πειστικές. 116

124 που αποκαλύφθηκαν στη δεξιά όχθη του ιερού του Αμφιαράου στον Ωρωπό, στο δυτικό άκρο της ανεσκαμμένης περιοχής. Τα δωμάτια, τα οποία ο Λεονάρδος απέδωσε στο θερινό καταγώγιο, λόγω της ατελούς ανασκαφής τους δεν κατανοούμε σε τι είδους αρχιτεκτονική ενότητα ανήκαν. Το κτίριο όμως του λεγόμενου χειμερινού καταγωγίου είχε τη μορφή στοάς. Η ταύτιση των συγκροτημάτων του Ωρωπού με καταγώγια είναι αμφισβητήσιμη και πιθανόν λανθασμένη, η άποψη όμως του Λεονάρδου ότι μια στοά θα μπορούσε να έχει και αυτή τη χρήση μπορεί να ισχύσει, καθώς οι στοές εξ ορισμού έχουν πολυποίκιλο χαρακτήρα, ενώ γνωρίζουμε ότι ήταν ούτως ή άλλως σημεία συνάντησης ανθρώπων και κατάλληλες να προσφέρουν καταφύγιο. Η στοά που χωρίς αντιρρήσεις θεωρήθηκε ότι στο δεύτερό της όροφο λειτουργούσε ως πανδοχείο είναι η Νότια Στοά στην Κόρινθο. Επομένως ένα ευρύτερο κριτήριο για την ταύτιση ενός κτιρίου με καταγώγιο είναι η καταλληλότητά του - από την αποψη της κάτοψης - να προσφέρει διανυκτέρευση με τρόπο που να εξασφαλίζει την ιδιωτικότητα. Στη Νεμέα κατάλληλο, για να στεγάσει ένα πανδοχείο, κρίθηκε ένα κτίριο με μία κάτοψη μοναδική για την εποχή του. Ούτε η καταλληλότητα της κάτοψης όμως μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ασφαλές κριτήριο. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλέον κατάλληλη για ένα πανδοχείο κάτοψη με την κεντρική αυλή είναι αυτή που έχουν, εκτός από τις οικίες, επίσης τα γυμνάσια, τα πρυτανεία και τα εστιατόρια. Ένα γυμνάσιο θεωρητικά διακρίνεται εύκολα από ένα καταγώγιο λόγω π.χ. της θέσης του (συχνά μακριά από την πόλη 715 ή κοντά σε ένα στάδιο) ή των προσκτισμάτων και αναγνωρίσιμων χώρων ειδικής χρήσης, που μπορεί να διαθέτει (μεγάλες εγκαταστάσεις τροφοδοσίας νερού, λουτρά, ξυστούς, κονιστήρια κλπ.) 716. Σε ένα πρυτανείο πάλι περιμένουμε να βρεθεί η απαραίτητη εστία και χαρακτηριστικά κινητά ευρήματα (επιγραφές, αγάλματα), που δεν έχουν θέση σε ένα καταγώγιο 717. Η διάκριση όμως ανάμεσα στα εστιατόρια και τα καταγώγια είναι προβληματική, ειδικά όταν στο κτίριο σώζονται σαφείς ενδείξεις ότι υπήρχαν κλίνες, κυρίως επειδή δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη σε ένα καταγώγιο χώρων που προορίζονταν για εστίαση 718. Από τα μνημεία που εξετάστηκαν στην εργασία μας για το Λεωνίδαιο σημαντικοί νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν εστιατόριο. Για τα μεγάλα κτίρια της Κορίνθου και της Νεμέας μέχρι στιγμής δεν αμφισβητείται η άποψη ότι είχαν διπλή 715 Τα γυμνάσια δεν βρίσκονται πάντα μακριά από τις πόλεις, όπως π.χ. στην περίπτωση των δύο Γυμνασίων της Πριήνης. 716 Συγκεντρωμένη βιβλιογραφία για τα Γυμνάσια βρίσκουμε στις υποσημειώσεις του Emme 2013, Για τα χαρακτηριστικά ενός πρυτανείου βλ. Miller 1978α, Για το λόγο αυτό ο Ziebarth δεν μπήκε στη διαδικασία να διακρίνει τα πανδοχεία από τα εστιατόρια (βλ. σημ. 28 της παρούσης εργασίας). Το πρόβλημα επισημαίνει και η D Arrigo 1992, 92, σημ

125 χρήση ως πανδοχείο και εστιατόριο 719. Ακόμη και για το καταγώγιο της Επιδαύρου έχει προταθεί από τη Heermann ότι στα δωμάτια υπήρχαν κλίνες για εστίαση. Ένα ακόμη, πολύ λίγο γνωστό, κτίριο, για το οποίο ο Riethmüller προτείνει ότι ήταν είτε εστιατόριο είτε καταγώγιο, βρέθηκε στους Γόννους της Περραιβίας και ανήκε στο Ασκληπιείο της πόλης. Πρόκειται για ένα κτίριο με προσανατολισμό από βορρά προς νότο, που αποτελείται από 5 δωμάτια, στα οποία η πρόσβαση μάλλον γινόταν από τα ανατολικά μέσω στοάς. Ο Riethmüller πιστεύει ότι το κτίριο ήταν ίσως τμήμα ενός μεγαλύτερου περίστυλου συγκροτήματος 720. Αλλά και για τη Δυτική Στοά του εν άστει Ασκληπιείου της Αθήνας οι Τραυλός και Köhler είχαν υποστηρίξει ότι ήταν καταγώγιο. Τελικά όμως επικράτησε η άποψη ότι ήταν εστιατόριο 721. Στα μέσα του 4 ου αι. π.χ. το περιστύλιο, που περικλείει αυλή, εμφανίζεται και στις Αγορές των ελληνικών πόλεων, για να στεγάσει σε μια κλειστή αρχιτεκτονική ενότητα την εμπορική δραστηριότητα, κοντά στον υπόλοιπο χώρο της Αγοράς, όπου βρισκόταν το πολιτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης 722. Έτσι για το κτίριο της Κασσώπης φαίνεται να επικρατεί πια η άποψη ότι δεν ήταν καταγώγιο, αλλά ότι στέγαζε εμπορικά καταστήματα. Τέλος, περιστύλιο γύρω από μια αυλή μπορούσαν να διαθέτουν και οι Λέσχες Συλλόγων. Η πιθανότητα ο Ξενώνας της Δήλου να ήταν έδρα συλλόγου δεν μπορεί να αποκλειστεί 723. Θα συνεχίσουμε την αναφορά μας στο πρόβλημα της κάτοψης κάνοντας λόγο και για μία άλλη κατηγορία πιθανολογούμενων καταγωγίων, εκείνων για τα οποία έχει ταυτόχρονα προταθεί ότι μπορεί να ήταν κατοικίες ιερέων. Για παράδειγμα το κτίριο στη Ζωστήρα Άκρα ο ανασκαφέας του Σταυρόπουλος το ταύτισε με κατοικία ιερέων, η οποία κατά τη γνώμη του θα μπορούσε ταυτόχρονα να προσφέρει κατάλυμα στους προσκυνητές του θεού Απόλλωνα. Για το κτίριο αυτό υποστηρίχτηκε σθεναρά και η άποψη ότι χρησιμοποιούνταν ως εστιατόριο. Κατά τη γνώμη μας όμως πιο πειστική είναι η ταύτισή του με αγροικία. Επίσης για το κτίριο στη Γόρτυνα ο ανασκαφέας του Reekmans πρότεινε μια ταύτιση με ξενώνα ή κατοικία ιερέων. Οι «ιερατικές οικίες» γνωρίζουμε από τις πηγές ότι υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπάρχουν όμως ασφαλή αρχαιολογικά κριτήρια, που να μας επιτρέπουν μια τέτοια ερμηνεία ενός κτιρίου. Οι κατοικίες ιερέων βέβαια αναμένεται να βρίσκονται κοντά σε ιερά. Συνήθως όμως η ταύτιση ενός κτιρίου με κατοικία ιερέων είναι μια αναγκαστική λύση. Επειδή δεν 719 Στην Νότια Στοά της Κορίνθου ορισμένα από τα δωμάτια του κάτω ορόφου μπορεί να είχαν εμπορική χρήση, τα περισσότερα όμως ήταν μάλλον εστιατόρια και αναψυκτήρια (βλ. σελ της παρούσης εργασίας). 720 Riethmüller 2005β, Ο ανασκαφέας Τζιαφάλιας 1981, δεν εκφέρει γνώμη για τη χρήση του κτιρίου. 721 Για την περίπτωση του Ασκληπιείου της Αθήνας και τη συζήτηση σχετικά με τη χρήση των δύο τμημάτων του, ανατολικού και δυτικού βλ. Riethmüller 2005α, Emme 2013, Για τη χρήση του περιστυλίου σε Αγορές και κτίρια συλλόγων βλ. Emme 2013,

126 γνωρίζουμε στην πραγματικότητα τη λειτουργία ενός οικοδομήματος, του αποδίδουμε μια λειτουργία που θα ταίριαζε σε ένα κτίριο μέσα ή στην άμεση γειτονιά ενός ιερού, το οποίο ωστόσο δεν είναι ένα από τα σημαντικά, αλλά έχει βοηθητικό χαρακτήρα 724. Η σύγχυση μεταξύ καταγωγίων και ιερατικών οικιών προκύπτει, διότι οι ιερατικές οικίες, ως κατοικίες και αυτές, είναι δυνατόν να έχουν διάταξη όμοια με εκείνη των ιδιωτικών οικιών. Ένα ακόμη κτίριο για το οποίο προτάθηκε ότι ήταν κατοικία ιερέων ή ξενώνας είναι και η Οικία του ιερού της Αφροδίτης στην Ιερά Οδό (εικ. 173, 174). Πρόκειται για ένα σχεδόν ορθογώνιο κτίσμα, που διαθέτει στα δυτικά αυλή. Στα βόρεια της αυλής διαμορφώνεται μεγάλο επίμηκες δωμάτιο και στα ανατολικά της ένας σχεδόν τετράγωνος πρόδομος και ένα αντίστοιχου μεγέθους μικρό δωμάτιο. Ο Τραυλός, που ανέσκαψε το κτίριο, υπέθεσε ότι αυτό λειτουργούσε ως κατοικία ιερέων ή ξενώνας, υποστήριξε όμως ότι η διάταξη των χώρων συνηγορεί υπέρ της δεύτερης ερμηνείας του κτιρίου ως ξενώνα. Στην επιμήκη αίθουσα στα βόρεια της αυλής θα τοποθετούνταν σε σειρά κλίνες για τη διαμονή προσκυνητών και οδοιπόρων. Οι εγκαταστάσεις, που αποκαλύφθηκαν στα ανατολικά του κτιρίου, προορίζονταν και αυτές για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Οι δεξαμενές, που βρέθηκαν κοντά, θα παρείχαν νερό στο ιερό και τον ξενώνα. Η «Οικία» χρονολογήθηκε από τον Τραυλό σε εποχή μεταγενέστερη από αυτή των εντοιχισμένων στους τοίχους της επιγραφών, οι οποίες χρονολογούνται γενικά στον 4 ο αι. π.χ Στην περίπτωση κτιρίων που βρίσκονται σε Ασκληπιεία η σύγχυση όσον αφορά την ταύτιση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς για αυτά μπορεί εύλογα να υποστηριχτεί και η άποψη ότι ήταν εγκοιμητήρια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το λεγόμενο «τετράγωνο κτίριο», ένα μικρό περίστυλο κτίριο, στο Ασκληπιείο της Αλίφειρας στην Ηλεία, για το οποίο ο Α. Ορλάνδος υπέθεσε ότι μπορεί να ήταν «κατοικία των ιερέων του θεού ή εγκοιμητήριο ή καταγώγιο ή άσυλο για τους ασθενείς» 726. Τμήματα λίθινου θρανίου, που σχετίζονται με το κτίριο, οδήγησαν τον P. Roesch να υποστηρίξει ότι πρόκειται για ένα εγκοιμητήριο 727. Οι S. Alevridis και M. Melfi πρότειναν μια υποθετική αποκατάσταση του κτιρίου ως εστιατορίου-εγκοιμητηρίου 728. Ο Riethmüller, τέλος, αμφισβητεί όλες τις 724 Η μόνη πιθανώς σωστά ταυτοποιημένη περίπτωση κατοικίας ιερέων είναι ο Θεηκολεών στην Ολυμπία, η έδρα των Θεηκόλων, των ιερέων της Ολυμπίας. Για ορισμένα παραδείγματα «ιερατικών οικιών» βλ. Hellmann 2006, 227, Τραυλός 1937, 25-31, Hellmann 2006, 227, Μαχαίρα 2008, Ορλάνδος 1968, Roesch 1985, Ο Riethmüller 2005β, 193 αναφέρει ότι ο Roesch και η Jost ερμηνεύουν το κτίριο ως μια δεξαμενή καθαρμών. Ο Roesch 1985, 28 όμως στο κείμενό του σαφώς αναφέρει ότι κατά τη γνώμη του το τετράγωνο περίστυλο κτίριο ήταν εγκοιμητήριο και ότι το περιστύλιο μπορεί να «έβλεπε» προς μια κεντρική αυλή ή προς μια λεκάνη. Η Jost 1985, 82 δεν ταυτίζει το ίδιο το κτίριο με δεξαμενή καθαρμών, αναφέρει απλώς την πληροφορία, που ο ίδιος ο Roesch της κοινοποίησε, ότι στο σημείο παρατηρούνται ίχνη ύπαρξης πιθανόν μιας λεκάνης καθαρμών. 728 Alevridis Melfi 2005,

127 παραπάνω απόψεις και θεωρεί ότι το κτίριο ήταν τμήμα μιας οικίας 729. Η άποψη ότι το κτίριο στην Αλίφειρα μπορεί να ήταν καταγώγιο έχει εγκαταλειφθεί, αναφέρουμε όμως εδώ την περίπτωσή του, για να καταδείξουμε πόσο δυσχερής είναι η διάκριση μεταξύ των παραπάνω τύπων κτιρίων 730. Για να λυθεί το πρόβλημα της ταύτισης, στην περίπτωση των καταγωγίων θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποστηρίξει ότι πιθανώς αυτά να ήταν κτίρια πολλαπλών χρήσεων, όπως άλλωστε έχει προταθεί από τον Ault 731. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι «με την αυξανόμενη εξειδίκευση του κοινωνικού βίου από τον 6 ο αι π.χ. οι διάφορες λειτουργίες των χώρων μέσα σε μια κοινότητα αποσυσχετίζονταν μεταξύ τους όλο και περισσότερο 732», έτσι η διάκριση στο ρόλο των διαφόρων κτιρίων μέσα σε μια πόλη ή ένα ιερό είναι λογικό να υπήρχε και πρέπει να επιδιώκουμε να την εντοπίσουμε. Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι το κριτήριο της κάτοψης από μόνο του δεν μπορεί να μας βοηθήσει με ασφάλεια, ώστε να ταυτίσουμε ένα κτίριο με καταγώγιο. Ένα δεύτερο κριτήριο είναι οπωσδήποτε η θέση του κτιρίου. Στο κεφάλαιο Β-2 της εργασίας μας αναφερθήκαμε στις πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές σε σχέση με το ζήτημα αυτό: τα πανδοχεία ήταν απαραίτητα στα ιερά, αλλά, όπως άλλωστε και σήμερα, θα βρίσκονταν επίσης στις πόλεις και στους ταξιδιωτικούς δρόμους. Στην ταύτιση των μνημείων, τα οποία παρουσιάστηκαν σε αυτή την εργασία, με καταγώγια το κριτήριο της θέσης υπήρξε καθοριστικό. Σχεδόν όλα βρίσκονται σε ιερά ή πολύ κοντά σε αυτά. Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης θεωρήθηκε καταγώγιο με το σκεπτικό ότι βρισκόταν στα όρια της πόλης της Ολύνθου, μια θέση που ταιριάζει σε ένα κτίριο αυτής της λειτουργίας. Στην ταύτιση του κτιρίου της Κασσώπης με πανδοχείο συνέτεινε το ότι βρισκόταν κοντά στην Αγορά της πόλης. Ανεξάρτητα από το αν τα μνημεία αυτά μπορούμε ή όχι να εξακολουθήσουμε να τα θεωρούμε 729 Riethmüller 2005β, Σε σχέση με τα Ασκληπιεία ας αναφέρουμε εδώ και την άποψη των Krug 1985, 162 και Riethmüller 2005α, 212 για τη δωρική στοά που περιέβαλλε το κάτω άνδηρο του Ασκληπιείου της Κω στις τρεις πλευρές του. Σύμφωνα με αυτή τα δωμάτια που ανοίγονταν στο πίσω μέρος της στοάς ήταν από την πρώτη ακόμα φάση κατασκευής τους, την ελληνιστική, καταγώγια. Κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν αναπτύσσει αναλυτικά την άποψή του. Για το κατώτερο άνδηρο του Ασκληπιείου της Κω γενικά πιστεύεται ότι ήταν ο χώρος της θεραπείας των ασθενών, η «πλατεία θεραπευτηρίου» (Kurplatz) και ότι στο πίσω μέρος της στοάς βρίσκονταν διάφοροι βοηθητικοί χώροι για τους προσκυνητές και τους ασθενείς (τη σχετική βιβλιογραφία παραθέτει συγκεντρωμένη ο Riethmüller 2005α, 212 σημ. 761). 731 Βλ. σημ. 441 της παρούσης εργασίας. Ένα παράδειγμα κτιρίου για το οποίο ο ίδιος ο Ault υποστήριξε ότι είχε πολλαπλές χρήσεις - μεταξύ αυτών και εκείνη του πανδοχείου - είναι το κτίριο Ζ, που βρίσκεται στην περιοχή του Πομπείου της Αθήνας. Η ανασκαφέας (Knigge 2005, 78) είχε υποστηρίξει ότι κατά την τρίτη φάση χρήσης του (από τις 5 συνολικά) το κτίριο ήταν υφαντουργείο και πανδοχείο, που το διαχειρίζονταν γυναίκες, οι οποίες μπορεί και να προσέφεραν εκεί υπηρεσίες ως εταίρες. Ο Ault πιστεύει ότι κατά τις 3 πρώτες φάσεις του το κτίριο χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα ως κατάλυμα, εμπορικό κτίριο, ταβέρνα, υφαντουργείο και πορνείο (Ault 2016, 92-93). 732 Hölscher 2005,

128 καταγώγια, το κριτήριο της θέσης θα πρέπει να συνεχίσει να είναι σημαντικό για την ταύτιση τέτοιων μνημείων στο μέλλον. Όσον αφορά τα πανδοχεία που βρίσκονταν στους δρόμους, η πιθανότητα να ταυτιστεί κάποιο από αυτά είναι ελάχιστη, καθώς το αρχαίο ελληνικό οδικό δίκτυο είναι ελάχιστα γνωστό, μιας και οι ανασκαφές επικεντρώνονται συνήθως στα ιερά και τις πόλεις 733. Στα ιερά η αναζήτηση για ένα καταγώγιο είναι θεωρητικά πιο εύκολη, καθώς εκεί αναμένεται η εύρεση ενός κτιρίου τέτοιας χρήσης. Αλλά και η σχέση ενός υποψήφιου μνημείου με τα διπλανά του μπορεί ορισμένες φορές να προσφέρει μια σχετικά ασφαλή ταύτιση, όπως π.χ. συμβαίνει με το μνημείο της Επιδαύρου, κοντά στο οποίο έχει βρεθεί το Εστιατόριο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται, κατά τη γνώμη μας, η πιθανότητα η ταύτιση του μνημείου με καταγώγιο να είναι σωστή. Γενικά, τόσο σε ένα ιερό όσο και σε μία πόλη, στην ταύτιση ενός κτιρίου με καταγώγιο μπορεί να βοηθήσει η σχέση του κτιρίου με τα διπλανά του, όπως π.χ. στην περίπτωση της Κορίνθου ή της Νεμέας, όπου το υποψήφιο κτίριο βρίσκεται κοντά σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή όπως στην περίπτωση της Δήλου, όπου ο υποψήφιος ξενώνας βρίσκεται δίπλα στο θέατρο. Και φυσικά ανάλογα με τη θέση του ένα κτίριο περιμένουμε να έχει το αντίστοιχο μέγεθος και την απαιτούμενη χωρητικότητα, για να χαρακτηριστεί καταγώγιο. Βέβαια τουλάχιστον στα ιερά γνωρίζουμε ότι όσο μεγάλο και να ήταν ένα καταγώγιο δεν θα χωρούσε το σύνολο των πιστών. Θα έπρεπε όμως να μπορεί να στεγάσει τους αξιωματούχους. Τέλος, πέρα από το μεγάλο μέγεθος, ένα καταγώγιο αναμένουμε να έχει και ισχυρή τοιχοποιία, η οποία θα μπορεί ενδεχομένως και να υποδείξει αν στο κτίριο υπήρχε δεύτερος όροφος. Αν σκεφτεί κανείς πόσα πολλά ιερά έχουν ανασκαφεί στον ελληνικό χώρο, θα περιμέναμε να έχουν εντοπιστεί πολλά πιθανά καταγώγια. Από τα πανδοχεία που αναφέρονται στα κείμενα των πηγών, τα περισσότερα από τα οποία υποθέτουμε ότι βρίσκονταν στις πόλεις, κανένα δεν έχει εντοπιστεί ανασκαφικά. Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο πιο πολλά κτίρια πιθανά πανδοχεία θα είχαμε στη διάθεσή μας για μελέτη, αν μας δινόταν πιο συχνά η δυνατότητα μαζί με τα ιερά να ανασκάπτουμε και τις παρακείμενες πόλεις. Αλλά και οι ανεσκαμμένες πόλεις δεν είναι λίγες και παρόλα αυτά μόνο στην Όλυνθο, την Κασσώπη, την Κόρινθο και στην πόλη της Δήλου βρέθηκαν κτίρια, που υποστηρίχτηκε ότι ήταν καταγώγια. Εκτός από το κριτήριο της κάτοψης και της θέσης η Kraynak επισημαίνει και ένα τρίτο κριτήριο, που θα βοηθούσε στην ταύτιση ενός καταγωγίου: τις ενδείξεις για μαγειρική δραστηριότητα και για κατανάλωση φαγητού και ποτού μεγαλύτερη από αυτή που εντοπίζεται 733 Άλλωστε το ελληνικό οδικό δίκτυο δεν υπήρξε ιδιαίτερα εξελιγμένο, για να αποτελέσει αντικείμενο ευρείας έρευνας. Για τις πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές για την κατάσταση των αρχαίων ελληνικών δρόμων βλ. Casson 2003, Αντιθέτως για το εξαιρετικό οδικό δίκτυο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διαβάζουμε ενδεικτικά στον Heinz

129 σε μια απλή οικία. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιες ενδείξεις αποτελούν οι μεγάλες ποσότητες μαγειρικών σκευών και αγγείων πόσης, οι εστίες, οι χώροι αποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων φαγητού και οι μεγάλοι χώροι εστίασης. Από τις πηγές πράγματι γνωρίζουμε ότι τα πανδοχεία σέρβιραν και φαγητό. Τα παραπάνω ευρήματα όμως χαρακτηρίζουν πρωτίστως τα εστιατόρια. Για να μπορούμε να υποστηρίξουμε με σχετική βεβαιότητα ότι ένα κτίριο, στο οποίο σώζονται ενδείξεις για κατανάλωση φαγητού, ήταν πανδοχείο ή έστω ταυτόχρονα πανδοχείο και εστιατόριο, θα πρέπει να υπάρχουν σε αυτό και χώροι από τους οποίους θα απουσιάζουν αυτές οι ενδείξεις, ώστε αυτοί να θεωρηθούν κοιτώνες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κτιρίου της Νεμέας. Ή θα πρέπει τουλάχιστον να υπάρχουν ενδείξεις για δεύτερο όροφο, όπου θα βρίσκονταν τα δωμάτια ύπνου, όπως συμβαίνει στη Νότια Στοά της Κορίνθου. Διαφορετικά η σύγχυση με τα εστιατόρια μπορεί να είναι μεγάλη, όπως στην περίπτωση του Λεωνιδαίου. Άλλα, εξειδικευμένα κινητά ευρήματα, που να πιστοποιούν τη χρήση κάποιου από τα μνημεία, που παρουσιάστηκαν στην εργασία μας, ως καταγωγίου, δεν υπάρχουν. Τα κινητά ευρήματα από το καταγώγιο της Επιδαύρου και τον Ξενώνα της Δήλου δεν έχουν δημοσιευτεί. Τα ευρήματα από τη Νότια Στοά της Κορίνθου σχετίζονται με τη χρήση των δωματίων του κάτω ορόφου ως εστιατορίων-καταστημάτων. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα κινητά ευρήματα από τα υπόλοιπα κτίρια δεν είναι ιδιαίτερα αναλυτικές, μπορούμε όμως να πούμε ότι πρόκειται για συνήθη ευρήματα οικιακής χρήσης. Δυστυχώς στα ελληνικά πανδοχεία φαίνεται ότι δεν υπήρχαν ή αν υπήρχαν δεν έχουν σωθεί χαρακτηριστικά ευρήματα, όπως αυτά που γνωρίζουμε από τα πανδοχεία της ρωμαϊκής εποχής: ταμπέλες με χαρακτηριστικές εικόνες ή με το όνομα του πανδοχείου, πινακίδες με τιμοκαταλόγους, επιγραφές ή διακοσμήσεις στον τοίχο της πρόσοψης, graffiti των πελατών στους τοίχους των δωματίων 734. Στα συμπεράσματα της νεότερης έρευνας για τη χρήση ορισμένων από τα μνημεία μας αναφερθήκαμε ήδη παραπάνω. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τα συμπεράσματά μας για όλα τα μνημεία, αντιπαραβάλλοντάς τα με εκείνα της Kraynak. Η Kraynak υποστήριξε ότι τα κτίρια στην Ολυμπία, την Επίδαυρο και τη Δήλο μπορούν να ταυτιστούν με σχετική βεβαιότητα με πανδοχεία λόγω της κάτοψής τους και της θέσης τους σε μεγάλους ιερούς χώρους 735. Για το Λεωνίδαιο της Ολυμπίας εμείς πιστεύουμε ότι η άποψη υπέρ της χρήσης του ως καταγωγίου - η οποία επαναλαμβάνεται και στην τελική δημοσίευση του 2013 από τον Fuchs - δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, παρόλο που οι νεότεροι 734 Για τέτοιου είδους ευρήματα στα ρωμαϊκά πανδοχεία βλ. Casson 2003, , 263, DeFelice 2007, Τα ευρήματα αυτά εντοπίζονται στις πόλεις του Κόλπου της Νάπολης, οι οποίες θάφτηκαν κάτω από τις στάχτες του Βεζούβιου, με αποτέλεσμα οι τοίχοι των σπιτιών τους να σώζονται σε μεγάλο ύψος. 735 Kraynak 1984, 149,

130 ερευνητές τείνουν να συμφωνήσουν ότι το κτίριο κατά την ελληνική του φάση ήταν ένα εστιατόριο. Για το κτίριο της Δήλου η υπόθεση της Trümper ότι μπορεί να ήταν έδρα συλλόγου μπορεί να ευσταθεί, κατά τη γνώμη μας όμως η άποψη ότι το κτίριο ήταν Ξενώνας δεν μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά εφόσον σε μια τόσο μεγάλη ανεσκαμμένη περιοχή όπως αυτή της Δήλου κανένα άλλο κτίριο δεν έχει θεωρηθεί πανδοχείο. Το κτίριο της Επιδαύρου είναι κατά τη γνώμη μας το μόνο από τα κτίρια που μπορεί να θεωρηθεί με μεγάλη βεβαιότητα καταγώγιο, γι αυτό και επιλέξαμε να το περιγράψουμε όσο το δυνατόν αναλυτικότερα με βάση και τις δικές μας προσωπικές παρατηρήσεις στο χώρο. Για το κτίριο στην Αυλίδα και στο Λύκαιον Όρος η Kraynak υποστήριξε ότι η περαιτέρω ανασκαφή τους μπορεί να επιβεβαιώσει την ταύτισή τους με καταγώγια. Για το κτίριο στο Λύκαιον μάλιστα εξέφρασε τη γνώμη ότι λόγω της θέσης του, σε ένα τόσο απομονωμένο ιερό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι λειτουργούσε ως ξενώνας 736. Στην Αυλίδα πιστεύουμε και εμείς ότι η ανασκαφή θα μπορούσε και θα είχε νόημα να συνεχιστεί. Προς το παρόν όμως τα επιχειρήματα της Leypold μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κτίριο Μ ήταν οικία. Το κτίριο στο Λύκαιον μετά τις πρόσφατες έρευνες θεωρείται πια όχι ένα απλό ξενοδοχείο, αλλά το διοικητικό κέντρο του ιερού. Και για το κτίριο της Γόρτυνας η Kraynak πιστεύει ότι περαιτέρω ανασκαφή θα μπορούσε να αποδώσει στοιχεία υπέρ της ταύτισής του με καταγώγιο, αν και δεν αρνείται την πιθανότητα το κτίριο να είναι μια οικία, μεγαλύτερη από τις γειτονικές της 737. Εμείς πιστεύουμε ότι η άποψη του Riethmüller ότι το κτίριο ανήκει στον οικισμό και όχι στο ιερό είναι πιο πειστική. Η Kraynak κατατάσσει και την Έπαυλη της Αγαθής Τύχης στα μνημεία που έχουν πιθανότητες να είναι καταγώγια λόγω των ενδείξεων για κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού στο κτίριο 738. Εμείς δεν βλέπουμε το λόγο γιατί η Έπαυλη να μην είναι και αυτή μια πολυτελής οικία σαν τις άλλες στη γειτονιά της. Από τα κτίρια που έχουν κάτοψη με κεντρική αυλή ουσιαστικά μόνο για τα κτίρια στην Κασσώπη και τη Ζωστήρα Άκρα η Kraynak δέχεται ότι δεν ήταν καταγώγια. Για το πρώτο κάνει την υπόθεση ότι ήταν ένα κτίριο που στέγαζε κάποιου είδους γραφεία της πόλης, κυρίως λόγω των αναθηματικών επιγραφών και των λίθινων σηκωμάτων που βρέθηκαν στο χώρο. Για το δεύτερο πιστεύει ότι η κύρια χρήση του ήταν να στεγάζει τους ιερείς του θεού Απόλλωνα και να χρησιμοποιείται για ιερά γεύματα. Και για τα δύο κτίρια όμως δεν αποκλείει μια δευτερεύουσα χρήση τους ως καταλυμάτων για τους προσκυνητές 739. Για το κτίριο της 736 Kraynak 1984, , Kraynak 1984, 150, Kraynak 1984, 150, Kraynak 1984, 150,

131 Κασσώπης στη νεότερη έρευνα κερδίζει έδαφος η άποψη των Hoepfner Schwandner ότι στέγαζε τα εμπορικά καταστήματα της Αγοράς. Το κτίριο στη Ζωστήρα Άκρα πιθανότατα είναι μια από τις αγροικίες της Αττικής, με τις οποίες μοιάζει πολύ μορφολογικά. Όσον αφορά τα κτίρια που έχουν κάτοψη διαφορετική από αυτή του καταγωγίου των Πλαταιών, δεν διαφωνούμε με τις απόψεις της Kraynak 740. Σε σχέση με τη Νότια Στοά της Κορίνθου δεχόμαστε και εμείς ότι είναι πιθανόν μια στοά, που στον κάτω όροφο στέγαζε καπηλεία, εστιατόρια και καταστήματα, να στέγαζε στο δεύτερο όροφο καταλύματα για τους ταξιδιώτες. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για το κτίριο της Νεμέας, όπου τα ευρήματα που υποδεικνύουν κατανάλωση φαγητού (κεραμική, εστίες, οστά) περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στα νότια δωμάτια. Δυστυχώς σε αυτές τις περιπτώσεις η ταύτιση είναι δύσκολη, εφόσον εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής. Τέλος, για τα κτίρια στον Ωρωπό και την Αίγινα η Kraynak είχε υποστηρίξει ότι η χρήση τους είναι αδιάγνωστη 741. Το ίδιο πιστεύουμε και εμείς. Όσον αφορά το κτίριο της Αίγινας, πιθανόν μια μελλοντική δημοσίευση της διατριβής του Feller να αποσαφηνίσει το ζήτημα της μορφής του. Ως προς τη χρήση του όμως μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η εντυπωσιακή σκάλα είναι πιθανό να οδηγούσε σε ένα κτίριο πολύ πιο ιδιαίτερο απ ο,τι ένα ξενοδοχείο. Επομένως με βάση τα συμπεράσματα της νεότερης έρευνας, για λίγα μόνο από τα μνημεία που κατά καιρούς ταυτίστηκαν με καταγώγια μπορεί πλέον να υποστηριχτεί πειστικά ότι πράγματι είχαν αυτή τη λειτουργία: ουσιαστικά μόνο για το κτίριο της Επιδαύρου, τη Νότια Στοά της Κορίνθου, το κτίριο της Νεμέας και λιγότερο για το Λεωνίδαιο και το κτίριο στη Δήλο. Όσο για τα κριτήρια που αναλύσαμε προηγουμένως οπωσδήποτε ισχύουν, μπορούμε όμως να πούμε ότι έως τώρα στην πράξη δεν βοήθησαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην ασφαλή ταύτιση μνημείων με καταγώγια. Ελπίζουμε ότι η παρούσα εργασία για τα καταγώγια της αρχαίας Ελλάδας πέτυχε το στόχο της να συμπληρώσει τις γνώσεις του αναγνώστη της στο θέμα. Ευχόμαστε στο μέλλον είτε μέσα από καινούριες ανασκαφές είτε μέσα από δημοσιεύσεις παλαιότερου υλικού να προκύψουν καινούριες αφορμές, για να συνεχιστεί η έρευνα αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας πτυχής της καθημερινής ζωής των αρχαίων Ελλήνων. 740 Kraynak 1984, , 158, Kraynak 1992, Kraynak 1984, 151,

132 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ Για τις συντομογραφίες των ξενόγλωσσων περιοδικών βασιστήκαμε στη λίστα συντομογραφιών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Ολόκληρο παραθέτουμε τον τίτλο ενός περιοδικού, όταν αυτό δεν υπάρχει στη λίστα. Για τα ελληνικά περιοδικά χρησιμοποιήσαμε τις εξής συντομογραφίες: AAA = Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν ΑΔ = Αρχαιολογικό Δελτίο ΑΕ = Ἀρχαιολογική Ἐφημερίς ΑΕΜΘ = Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη Έργον = τὸ Ἔργον τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας ΠΑΕ = Πρακτικά τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας Liddell Scott = G. Liddell R. Scott, Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης (Αθήνα 2007). Για τις συντομογραφίες των έργων των αρχαίων συγγραφέων βασιστήκαμε στον κατάλογο του Oxford Classical Dictionary κάνοντας ελληνοποίηση. Στις περιπτώσεις που το όνομα του συγγραφέα δεν υπάρχει στον κατάλογο το παραθέτουμε ολόκληρο. Στις περιπτώσεις που η αντιστοίχιση του ξένου τίτλου ενός έργου με τον ελληνικό δεν ικανοποιεί παραθέτουμε ολόκληρο τον τίτλο του έργου. 125

133 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alevridis Melfi 2005 = S. Alevridis M. Melfi, New Archaeological and Topographical Observations on the Sanctuary of Asklepios in Alipheira (Arcadia), στο: E. Østby (επιμ.), Ancient Arcadia. Papers from the Third International Seminar on Ancient Arcadia, Held at the Norwegian Institute at Athens, 7-10 May 2002, (Athens 2005), Anderson 1961 = J. K. Anderson, Ancient Greek Horsemanship (Berkeley - Los Angeles 1961). Aravantinos Konecny Marchese 2003 = V. Aravantinos - A. L. Konecny - R. T. Marchese, Plataiai in Boiotia: A Preliminary Report of the Campaigns, Hesperia 72 (2003), Ault 2005α = B. A. Ault, Housing the Poor and Homeless, στο: B. A. Ault L. C. Nevett (επιμ.), Ancient Greek Houses and Households (Philadelphia 2005), Ault 2005β = B. A. Ault, Η εποχή των Ελλήνων. 5. Επιμέρους προβλήματα Η κλασική «αυλή». Αυλές και ελεύθερος χώρος, στο: Hoepfner 2005, Ault 2016 = B. A. Ault, Building Z in the Athenian Kerameikos: House, Tavern, Inn, Brothel?, στο: A. Glazebrook B. Tsakirgis (επιμ.), Houses of ill repute: the archaeology of brothels, houses and taverns in the Greek world (Philadelphia 2016), Bakhuizen 1970 = S. C. Bakhuizen, Salganeus and the Fortifications on its Mountains (Groningen 1970). Baumer 2004 = L. E. Baumer, Kult im Kleinen. Ländliche Heiligtümer spätarchaischer bis hellenistischer Zeit. Attika Arkadien Argolis Kynouria (Rahden 2004). Becker 2003 = Τ. Becker, Griechische Stufenanlagen. Untersuchungen zur Architektur, Entwicklungsgeschichte, Funktion und Repräsentation (Münster 2003). Bergquist 1990 = B. Bergquist, Sympotic Space: A Functional Aspect of Greek Dining-Rooms, στο: O. Murray (επιμ.), Sympotica: a Symposium on the Symposion (Oxford 1990), Birge 1992 = D. E. Birge, The Sacred Square, στο: Birge et al. 1992, Birge et al = D. E. Birge - L. H. Kraynak S. G. Miller, Excavations at Nemea I, Topographical and Architectural Studies: The Sacred Square, the Xenon, and the Bath (Berkeley 1992). 126

134 Blackman = D. Blackman, Archaeology in Greece , ARepLond 44 ( ), Blegen 1925 = C. W. Blegen, The American Excavation at Nemea, Season of 1924, Art and Archaeology 19 (1925), Blegen 1926 = C. W. Blegen, The December Excavations at Nemea, Art and Archaeology 22 (1926), , 139. Blegen 1927 = C. W. Blegen, Excavations at Nemea, 1926, AJA 31 (1927), Boersma 1970 = J. S Boersma, Athenian Building Policy from 561/0 to 405/4 B.C. (Groningen 1970). Boersma 1973 = J. S. Boersma, Leonidas of Naxos: Architect and Founder of the Leonidaion?, στο: W. E. van Es (επιμ.), Archéologie et Histoirie (Bussum 1973), Bommelaer 1991 = J. F. Bommelaer, Guide de Delphes. Le site (Paris 1991). Borrmann 1966 = R. Borrmann, Das Leonidaion, στο: Olympia II. Die Baudenkmäler (Amsterdam 1966, unveränderter Nachdruck der Ausgabe 1892), Bremmer 2008 = J. N. Bremmer, Greek Religion and Culture, the Bible, and the Ancient Near East, Jerusalem Studies in Religion and Culture 8 (Leiden - Boston 2008). Bringmann von Steuben 1995 = K. Bringmann H. von Steuben (επιμ.), Schenkungen hellenistischer Herrscher an griechische Städte und Heiligtümer: I. Zeugnisse und Kommentare (Berlin 1995). Broneer 1954 = O. Broneer, The South Stoa and its Roman Successors, Corinth I, iv (Princeton 1954). Brun 1999 = J. P. Brun, La Maison IB du Quartier du Stade et la production des parfums à Délos, BCH 123 (1999), Brun 2000 = J. P. Brun, The Production of Perfumes in Antiquity: The Cases of Delos and Paestum, AJA 104 (2000), Bruneau Ducat 2010 = Ph. Bruneau J. Ducat, Οδηγός της Δήλου (ελλ. μετάφρ, δ εκδ.) (Αθήνα 2010). 127

135 Burford 1969 = A. Burford, The Greek Temple Builders at Epidauros: A Social and Economic Study of Building in the Asklepian Sanctuary during the Fourth and Early Third Centuries B.C. (Liverpool 1969). Cahill 2000 = N. Cahill, Olynthus and Greek Town Planning, The Classical World 93, The Organization of Space in Antiquity (2000), Cahill 2002 = N. Cahill, Household and City Organization at Olynthus (London 2002). Camp 2010 = J. McK. Camp II, The Athenian Agora Site Guide (ε εκδ.) (Athens 2010). Casson 2003 = L. Casson, Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο (ελλ. μετάφρ.) (Αθήνα 2003). Chamomard = J. Chamonard, Le Quartier du Théâtre: etude sur l'habitation délienne à l époque hellénistique, Délos VIII (Paris ). Clemmensen Vallois 1925 = M. Clemmensen - R. Vallois, Le temple de Zeus à Némée, BCH 49 (1925), Corinth 1969 = Corinth: A Brief History of the City and a Guide to the Excavations (Athens 1969, revised). Corinth 1972 = Corinth: A Brief History of the City and a Guide to the Excavations (Athens 1972, revised). Cosmopoulos 2001 = M. B. Cosmopoulos, The Rural History of Ancient Greek City States: The Oropos Survey Project (Oxford 2001). Coulton 1976 = J. J. Coulton, The Architectural Development of the Greek Stoa (Oxford 1976). Courbin 1952 = P. Courbin, Gortys d Arcadie, BCH 76 (1952), Cousin - Dürrbach 1885 = G. Cousin - F. Dürrbach, Inscriptions de Némée, BCH 9 (1885) D Arrigo 1992 = M. D Arrigo, Il katagogion: un edificio tra il pubblico e il privato, στο: F. D Andria K. Mannino (επιμ.), Ricerche sulla casa in Magna Grecia e in Sicilia, Atti del Colloquio atti del Colloquio - Lecce, Giugno 1992 (Lecce 1992), Dakaris 1971 = S. Dakaris, Cassopaia and the Elean Colonies, Ancient Greek Cities 4 (Athens 1971). 128

136 Daux 1965 = G. Daux, Chronique des Fouilles 1964, BCH 89 (1965), DeFelice 2007 = J. DeFelice, Inns and Taverns, στο: J. J. Dobbins - P. W. Foss (επιμ.), The World of Pompeii (N. York 2007), Delorme 1946 = J. Delorme, Recherches au Gymnase d'épidaure, BCH 70 (1946), Delorme 1960 = J. Delorme, Gymnasion. Étude sur les monuments consacrés à l'éducation en Grèce (des origines à l'empire romain) (Paris 1960). Dillon 1990 = M. Dillon, The House of the Thebans (FD III ) and Accommodation for Greek Pilgrims, ZPE 83 (1990), Dimakopoulos 2014 = S. Dimakopoulos, Classical Rural Houses in Attica: Types and Functions, στο: J. M. Álvarez Martínez T. Nogales Basarrate I. Rodà de Llanza (επιμ.), Actas XVIII Congreso Internacional Arqueología Clásica II (Mérida 2014), Dinsmoor 1975 = W. B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece (N. York 1975). Dittenberger - Purgold 1966 = W. Dittenberger K. Purgold, IX. Bauinschriften, Steinmetzzeichen und Verwandtes, στο: Olympia V. Die Inschriften (Amsterdam 1966, unveränderter Nachdruck der Ausgabe 1896), cols Edwards 1975 = G. R. Edwards, Corinthian Hellenistic Pottery, Corinth VII, iii (Princeton 1975). Ehrenberg 1968 = V. Ehrenberg, Aristophanes und das Volk von Athen (Zürich 1968). Emme 2013 = B. Emme, Peristyl und Polis: Entwicklung und Funktionen öffentlicher griechischer Hofanlagen, Urban Spaces 1 (Berlin 2013). Eschebach 1975 = H. Eschebach, Erläuterungen zum Plan von Pompeji, στο: B. Andreae H. Kyrieleis (επιμ.), Neue Forschungen in Pompeji und den anderen vom Vesuvausbruch 79 n. Chr. verschütteten Städten (Recklinghausen 1975), 331. Firebaugh 1928 = W. C. Firebaugh, The Inns of Greece and Rome (Chicago 1928). Franke 1961 = P. R. Franke, Die antiken Münzen von Epirus (Wiesbaden 1961). Fuchs 1994 = W. Fuchs, Zur Geschichte von Olympia, στο: Dem Gedenken an Lothar Zelz, Schriften der Gesellschaft zur Förderung der westfälischen Wilhelms-Universität zu Münster, Heft 74 (1993),

137 Fuchs 2013 = W. Fuchs (mit einem Nachwort von Klaus Herrmann), Untersuchungen zur Geschichte des Leonidaion in Olympia auf Grund des Ausgrabungsbefundes von , στο: OlBer XIII (Berlin 2013), Furtwängler 1905 = Α. Furtwängler, Ein Wirtshaus auf einem italienischen Vasenbilde, στο: P. Moriaud E. Naville P. Oltramare (επιμ.), Mélanges Nicole (Genève 1905), Ghilardi 2013 = M. Ghilardi et al., Geoarchaeology of Ancient Aulis (Boeotia, Central Greece). Human Occupation and Holocene Landscape Changes, JASc 40 (2013), Giebel 1999 = M. Giebel, Reisen in der Antike (Düsseldorf - Zürich 1999). Ginouvès 1959 = R. Ginouvès, L établissement thermal de Gortys d Arcadie (Paris 1959). Glass 1967 = S. L. Glass, Palaistra and Gymnasium in Greek Architecture (Ph.D. Diss. University of Pennsylvania 1967). Godley 1963 = Herodotus, with an English Translation by A. D. Godley, Vol. I-IV (London 1963). Goette 2000 = H. R. Goette, Το ιερό του Διός Ελλανίου στο ιερό της Αίγινας, στο: Αίγινα: η περιοχή του Ελλανίου Όρους (Αίγινα 2000), Goette 2008 = H. R. Goette, Athens, Attica, and the Megarid: An Archaeological Guide (London 2008). Goldstein 1978 = M. S. Goldstein, The Setting of the Ritual Meal in Greek Sanctuaries: B.C. (Berkeley 1978). Graham 1954 = J. W. Graham, Olynthiaka 6, Hesperia 23 (1954), Graham 1966 = J. W. Graham, Origins and Interrelations of the Greek House and the Roman House, Phoenix 20 (1966), Gravani 2001 = K. Gravani, Archaeological Evidence from Cassope. The Local Workshops of Mouldmade Bowls, στο: J. Isager (επιμ.), Foundation and Destruction, Nikopolis and Northwestern Greece. The Archaeological Evidence for the City Destructions, the Foundation of Nicopolis and the Synoecism, Monographs of the Danish Institute at Athens 3 (2001), Gruben 2000 = G. Gruben, Ιερά και ναοί της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 2000). 130

138 Guggisberg 2013 = M. A. Guggisberg, Tore griechischer Heiligtümer, στο: M. A. Guggisberg (επιμ.), Grenzen in Ritual und Kult der Antike, SBA 40 (Basel 2013), Habicht 1972 = C. Habicht, Hellenistische Inschriften aus dem Heraion von Samos, AM 87 (1972), Haddad 1995 = N. Haddad, Θύρες και παράθυρα στην ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχιτεκτονική του ελλαδικού χώρου (αδημ. Διδακτ. Διατρ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης 1995). Hammond 1967 = N. G. L. Hammond, Epirus. The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent Areas (Oxford 1967). Heermance 1904 = T. W. Heermance, Excavations at Corinth in 1904: Preliminary Report, AJA 8 (1904), Heiden 1995 = J. Heiden, Die Tondächer von Olympia, OF 24 (1995). Heinz 2003 = W. Heinz, Reisewege der Antike. Unterwegs im Römischen Reich (Stuttgart 2003). Hellmann 2006 = M. C. Hellmann, L architecture grecque, 2. Architecture religieuse et funéraire (Paris 2006). Hellmann 2010 = M.C. Hellmann, L'architecture grecque, 3. Habitat, urbanisme et fortifications (Paris 2010). Hennig 2005 = D. Hennig, Η εποχή των Ελλήνων. 5. Επιμέρους προβλήματα Νομική και οικονομική πλευρά, στο: Hoepfner 2005, Herrmann 1972 = H. V. Herrmann, Olympia. Heiligtum und Wettkampfstätte (München 1972). Herrmann 1984 = V. Heermann, Banketträume im Leonidaion, AM 99 (1984), Herrmann 2003 = H. Kyrieleis - K. Herrmann, Bericht über die Arbeiten in Olympia in den Jahren 1982 bis Ausgrabungen, Restaurierungen und Dokumentationen, στο: OlBer XII (Berlin 2003), Hill 1964 = B. H. Hill, The Springs: Peirene, Sacred Spring, Glauke, Corinth I, vi (Princeton 1964). Hill 1966 = B. H. Hill, The Temple of Zeus at Nemea (Princeton 1966). 131

139 Hiltbrunner 1967 = RE IX, A 2 (Stuttgart 1967), cols , λ. ξενοδοχεῖον (O. Hiltbrunner). Hölscher 2005 = T. Hölscher (επιμ.), Κλασική Αρχαιολογία. Βασικές γνώσεις (ελλ. μετάφρ.) (Θεσσαλνίκη 2005). Hoepfner Schwandner Δάκαρης - Γραβάνη 2005 = W. Hoepfner E. L. Schwandner Σ. Δάκαρης Κ. Γραβάνη, Κασσώπη. Μια πόλη με ζώνες της ύστερης κλασικής εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, στο: Hoepfner 2005, Hoepfner Schwandner 1994 = W. Hoepfner E. L. Schwandner, Haus und Stadt im klassischen Griechenland. Wohnen in der klassischen Polis I (München - Berlin 1994, β έκδ.). Hoepfner Schwandner 1994α = W. Hoepfner - E. L. Schwandner, V. Kassope. Bericht über die Ausgrabungen einer spätklassischen Streifenstadt in Nordwestgriechenland, στο: Hoepfner Schwandner 1994, , Hoepfner Schwandner 1994β = W. Hoepfner - E. L. Schwandner, IV. Olynth. Eine hochklassische Streifenstadt und ihr Wandel im 4. Jh. v. Chr., στο: Hoepfner Schwandner 1994, , Hoepfner Schwandner 2005 = W. Hoepfner E. L. Schwander, Όλυνθος. Μια πόλη με ανέσεις οργανωμένη σε ζώνες, στο: Hoepfner 2005, Hoepfner 1994 = W. Hoepfner, Stützentypen in Nordwestgriechenland, στο: Χ. Τζουβάρα-Σούλη - Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου - Κ. Γραβάνη-Κατσίκη (επιμ.), ΦΗΓΟΣ: τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σ. Δάκαρη (Ιωάννινα 1994), Hoepfner 1996 = W. Hoepfner, Zum Typus der Basileia und der königlichen Andrones, στο: W. Hoepfner - G. Brands (επιμ.), Basileia. Die Paläste der hellenistischen Könige, Internationales Symposion in Berlin 1992 (Mainz am Rhein 1996), Hoepfner 2005 = W. Hoepfner (επιμ.), Ιστορία της κατοικίας: π.χ. 500 μ.χ., Προϊστορία-Πρώιμη ιστορία-αρχαιότητα (Θεσσαλονίκη 2005). Hollinshead 1981 = M. B. Hollinshead, Legend, Cult, and Architecture at Three Sanctuaries of Artemis (London 1981). Hopper 1979 = R. J. Hopper, Trade and Industry in Classical Greece (London 1979). 132

140 Jones 1974 = J.E. Jones, Δύο ἀττικαὶ ἀγροτικαὶ οἰκίαι / Two Attic Country Houses, ΑΑΑ 7 (1974), Jones 1975 = J. E. Jones, Town and Country Houses of Attica in Classical Times, στο: H. Mussche et al. (επιμ.), Thorikos and the Laurion in Archaic and Classical Times, Κolloquium Genf 1973, Miscellanea Graeca 1 (1975), Jost 1985 = M. Jost, Sanctuaires et cultes d'arcadie (Paris 1985). Kent 1948 = J. H. Kent, The Temple Estates of Delos, Rheneia, and Mykonos, Hesperia 17 (1948), Kirsten 1950 = RE XX, 2 (Stuttgart 1950), cols , λ. Plataiai (E. Kirsten). Kleberg 1963 = T. Kleberg, In den Wirtshäusern und Weinstuben des antiken Rom (Berlin 1963). Knigge 2005 = U. Knigge, Der Bau Z, Kerameikos XVII (München 2005). Konecny - Boyd Marchese - Aravantinos 2008 = A. L Konecny - M. J. Boyd - R. T. Marchese - V. Aravantinos, Plataiai in Boiotia: A Preliminary Report on Geophysical and Field Surveys Conducted in , Hesperia 77 (2008), Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012 = A. L. Konecny M. J. Boyd R. T. Marchese V. Aravantinos, The Urbam Scheme of Plataiai in Boiotia: Report on the Geophysical Survey, , Hesperia 81(2012), Konecny Marchese Aravantinos 2013 = A. L. Konecny - R. T. Marchese - V. Aravantinos, Plataiai: Archäologie und Geschichte einer boiotischen Polis, Österreichisches Archäologisches Institut, Sonderschriften Band 48 (Wien 2013). Kraynak 1984 = L. H. Kraynak, Hostelries of Ancient Greece (Ph.D. diss., University of California Berkeley 1984). Kraynak 1986 = L. H. Kraynak, The Katagogion of Epidaurus: A Second Story?, AJA 90 (1986), Kraynak 1991 = L. H. Kraynak, The Katagogion at Epidauros: A Revised Plan, ANews 16 (1991), 1-8. Kraynak 1992 = L. H. Kraynak, The Xenon, στο: Birge et al. 1992, , αρ

141 Kreeb 1988 = M. Kreeb, Untersuchungen zur figürlichen Ausstattung delischer Privathäuser (Chicago 1988). Krug 1985 = A. Krug, Heilkunst und Heilkult: Medizin in der Antike (München 1985). Kuhn 1985 = G. Kuhn, Untersuchungen zur Funktion der Säulenhalle in archaischer und klassischer Zeit, JdI 100 (1985), Kunze 1958 = E. Kunze, Die Ausgrabungen in den Wintern und , στο: OlBer VI (Berlin 1958), Kunze 1959 = E. Kunze, Olympia, στο: E. Boehringer (επιμ.), Neue deutsche Ausgrabungen im Mittelmeergebiet und im Vorderen Orient (Berlin 1959), Kunze 1961 = E. Kunze, Die Ausgrabungen in den Frühjahren 1956 bis 1958, στο: OlBer VII (Berlin 1961), Kyrieleis 2002 = H. Kyrieleis (επιμ.), Olympia Jahre Deutsche Ausgrabungen, Internationales Symposion Berlin 2000 (Mainz am Rhein 2002). Lang 1949 = M. Lang, ΙΣΘΜΙΑ ΦΡΕΑΤΩΝ: Terracotta Well-Heads from the Athenian Agora, Hesperia 18 (1949), Langdon 1976 = M. K. Langdon, A Sanctuary of Zeus on Mt. Hymettos, Hesperia Suppl. XVI (1976). Lange 1885 = K. Lange, Haus und Halle (Leipzig 1885). Laurence 1994 = R. Laurence, Roman Pompeii: Space and Society (London - N. York 1994). Lauter 1986 = H. Lauter, Die Architektur des Hellenismus (Darmstadt 1986). Lauter 1993 = H. Lauter, Attische Landgemeinden in klassischer Zeit, Attische Forschungen 4, MarbWPr 1991 (Marburg 1993). Lawrence 1979 = A. W. Lawrence, Greek Aims in Fortification (Oxford 1979). Le Bohec 2005 = Y. Le Bohec, Voyager dans l antiquité: en guise d introduction, στο: Y. Le Bohec (επιμ.), Les voyageurs dans l'antiquité, 130e congrès national des sociétés historiques et scientifiques (La Rochelle 2005),

142 Leypold 2008 = C. Leypold, Bankettgebäude in griechischen Heiligtümern (Wiesbaden 2008). Libadiotti - Rocco 1996 = M. Libadiotti G. Rocco (επιμ.), La Presenza Italiana nel Dodecaneso tra il 1912 e il 1948, La Ricerca Archaeologica, La Conservazione, Le Scelte Progettuali (Catania 1996). Lohmann 1993 = H. Lohmann, Atene: Forschungen zu Siedlungs und Wirtschaftsstruktur des klassischen Attika, Band I-II (Köln 1993). Lorimer 1903 = H. L. Lorimer, The Country Cart of Ancient Greece, JHS 23 (1903), Mallwitz 1971 = A. Mallwitz, Ein neuer Übersichtsplan von Olympia, AA (1971), Mallwitz 1972 = A. Mallwitz, Olympia und seine Βauten (München 1972). Mallwitz 1981 = A. Mallwitz, Die Arbeiten vom Frühjahr 1966 bis zum Ende 1976, στο: OlBer X (Berlin 1981), Mallwitz 1988α = A. Mallwitz, Eckprobleme der klassischen Architektur und das Leonidaion von Olympia, στο: Α. Νίνου Ε. Κυπραίου (επιμ.), Πρακτικά του XII Διεθνούς Συνεδρίου Κλασικής Αρχαιολογίας IV (Αθήνα 1988), Mallwitz 1988β = A. Mallwitz, Olympia und Rom, AW 19 (1988), Marcadé 1952 = J. Marcadé, Statuettes hellénistiques en aragonite du musée de Délos, BCH 76 (1952), Marek 1984 = C. Marek, Die Proxenie (Frankfurt am Main 1984). Mazarakis-Ainian 1997 = A. Mazarakis-Ainian, From Rulers Dwellings to Temples: Architecture, Religion and Society in Early Iron Age Greece ( B.C) (Jonsered 1997). McDonald 1951 = W. A. McDonald, Villa or Pandokeion?, στο: G. E. Mylonas (επιμ.), Studies Presented to D. M. Robinson (St. Louis 1951), McPhee - Pemberton 2012 = I. D. McPhee - E. G. Pemberton, Late Classical Pottery from Ancient Corinth: Drain in the Forum Southwest, Corinth VII, vi (Princeton 2012). Megaw 1965 = A. H. S. Megaw, Archaeology in Greece, , ARepLond 11 (1965),

143 Mersch 1996 = A. Mersch, Studien zur Siedlungsgeschichte Attikas von 950 bis 400 v. Chr. (Frankfurt am Main 1996). Metzger 1951 = Η. Metzger, Gortys d Arcadie, BCH 75 (1951), Michel Fournier 1851 = F. Michel E. Fournier, Histoire des hôtelleries, cabarets, hôtels garnis, restaurants et cafés, et des anciennes communautés et confréries d'hôteliers, de marchands de vins, de restaurateurs, de limonadiers etc. (Paris 1851). Miller 1975 = S. G. Miller, Excavations at Nemea, , Hesperia 44 (1975), Miller 1977 = S. G. Miller, Excavations at Nemea, 1976, Hesperia 46 (1977), Miller 1978α = S. G. Miller, The Prytaneion: Its Function and Architectural Form (Berkeley 1978). Miller 1978β = S. G. Miller, Excavations at Nemea, 1977, Hesperia 47 (1978), Miller 1981 = S. G. Miller, Excavations at Nemea, 1980, Hesperia 50 (1981), Miller 1984 = S. G. Miller, Excavations at Nemea, 1983, Hesperia 53 (1984), Miller 1990 = S. G. Miller et al., Nemea: A Guide to the Museum and the Site (Berkeley 1990). Miller 1992 = S. G. Miller, Introduction, στο: Birge et al. 1992, xxix-xxx. Miller 2005 = S. G. Miller et al., Νεμέα: μουσείο και αρχαιολογικός χώρος (Αθήνα 2005). Mylonas 1940 = G. E. Mylonas, The Olynthian House of the Classical Period, ClJ 35 (1940), Mylonas 1946 = G. E. Mylonas, Excursus II: The Oecus Unit of the Olynthian House, στο: Robinson 1946, Neudecker 1994 = R. Neudecker, Die Pracht der Latrine (München 1994). Nevett 1999 = L. S. Nevett, House and Society in the Ancient Greek World (N. York 1999). O Gorman 2008 = K. D. O Gorman, The Essence of Hospitality from the Texts of Classical Antiquity: The Development of a Hermeneutical Helix to Identify the Origins and Philosophy of the Phenomenon of Hospitality (Ph.D. diss., University of Strathclyde Glasgow 2008). 136

144 Papadakis 1978 = T. Papadakis, Epidauros. Das Heiligtum des Asklepios (München- Zürich-Athen 1978). Papastamou 1977 = D. Papastamou, Asklipios Epidauros and their museum (Athens 1977). Pearson 1917 = A. C. Pearson, The Fragments of Sophocles, Vol. I (Cambridge 1917). Philipp 1990 = H. Philipp, Handwerker und bildende Künstler in der griechischen Gesellschaft, στο: H. Beck et al. (επιμ.), Polyklet. Der Bildhauer der griechischen Klassik, Ausstellung im Liebieghaus, Museum Alter Plastik, Frankfurt am Main (Mainz am Rhein 1990), Picard 1952 = C. Picard, Signification et date des mosaïques de la Villa de la Bonne Fortune à Olynthos, Macédoine, RA 40 (1952), Plassart 1916 = A. Plassart, Fouilles de Délos exécutées aux frais de M. Le Duc de Loubat ( ). Quartier d habitations privées à l est du stade, BCH 40 (1916), Pomtow 1906 = H. Pomtow, Eine delphische Stasis im Jahre 363 v. Chr., Klio 6 (1906), , Pouilloux 1960 = J. Pouilloux, Fouilles de Delphes II. Topographie et architecture. Le sanctuaire d'apollon. 13. La région nord du sanctuaire. De l époque archaïque à la fin du sanctuaire (Paris 1960). Reekmans 1955 = T. Reekmans, Gortys d Arcadie: les plateaux au S.-E. du sanctuaire, BCH 79 (1955), Reekmans 1956 = T. Reekmans, Gortys d Arcadie : les plateaux situés au S.-E. du sanctuaire du bas, BCH 80 (1956), Richardson 1897 = R. B. Richardson, The Excavations at Corinth in 1896, AJA 1 (1897), Riethmüller 2005α = J. W. Riethmüller, Asklepios. Heiligtümer und Kulte. Studien zu antiken Heiligtümern, Band 2/1 (Heidelberg 2005). Riethmüller 2005β = J. W. Riethmüller, Asklepios. Heiligtümer und Kulte. Studien zu antiken Heiligtümern, Band 2/2 (Heidelberg 2005). Rigsby 1996 = K. J. Rigsby, Asylia: Territorial Inviolability in the Hellenistic World (California 1996). 137

145 Robert 1935 = F. Robert, Épidaure (Paris 1935). Robinson - Graham 1938 = D. M. Robinson - J. W. Graham, Olynthus VIII. The Hellenic House: A Study of the Houses Found at Olynthus with a Detailed Account of Those Excavated in 1931 and 1934, Johns Hopkins University Studies in Archaeology 25 (Baltimore 1938). Robinson 1930 = D. M. Robinson, Olynthus II. Architecture and Sculpture: Houses and Other Buildings, Johns Hopkins University Studies in Archaeology 9 (Baltimore 1930). Robinson 1934α = D. M. Robinson, Inscriptions from Olynthus, 1934, TransactAmPhilosSoc 65 (1934), Robinson 1934β = D. M. Robinson, The Villa of Good Fortune at Olynthus, AJA 38 (1934), Robinson 1946 = D. M. Robinson, Olynthus XII. Domestic and Public Architecture, Johns Hopkins University Studies in Archaeology 36 (Baltimore 1946). Robinson 1946α = D. M. Robinson The Wheel of Fortune, CP 41 (1946), Roesch 1985 = P. Roesch, Le sanctuaire d' Asclépios à Alipheira d' Arcadie, BSocBiblReinach 3 (1985), Rogge - Specht 1996 = S. Rogge - S. Specht, Studien zum kaiserzeitlichen Umbau des Leonidaion, στο: U. Sinn et al., Bericht über das Forschungsprojekt "Olympia während der römischen Kaizerzeit und in der Spätantike" V. Die Arbeiten im Jahr 1995, Teil 2, Nikephoros 9 (1996), Romano Voyatzis 2010α = D. G. Romano - M. E. Voyatzis, Excavating at the Birthplace of Zeus, Expedition 52, Issue 1 (2010), Romano Voyatzis 2010β = D. G. Romano - M. E. Voyatzis, Preserving Ancient Arcadian Heritage: Proposal for an Archaeological Park, στο: P. Carlier - C. Lerouge-Cohen (επιμ.), Paysage et religion en Grèce antique: Mélanges offerts à Madeleine Jost (Paris 2010), Romano Voyatzis 2014 = D. G. Romano - M. E. Voyatzis, Mt. Lykaion Excavation and Survey Project, Part 1: The Upper Sanctuary, Hesperia 83 (2014), Romano Voyatzis 2015 = D. G. Romano - M. E. Voyatzis, Mt. Lykaion Excavation and Survey Project, Part 2: The Lower Sanctuary, Hesperia 84 (2015),

146 Romano 1977 = D. G. Romano, An Early Stadium at Nemea, Hesperia 46 (1977), Romano 2005 = D. G. Romano, A New Topographical and Architectural Survey of the Sanctuary of Zeus at Mt. Lykaion, στο: Erik Østby (επιμ.), Ancient Arcadia. Papers from the Τhird International Seminar on Ancient Arcadia, held at the Norwegian Institute at Athens, 7-10 May 2002 (Athens 2006), Rostovtzeff 1941 = M. Rostovtzeff, The Social and Economic History of the Hellenistic World, Vol. III (Oxford 1941). Roux 1961 = G.Roux, L architecture de l Argolide aux IVe et IIIe siècles avant J.-C (Paris 1961). Salzmann 1982 = D. Salzmann, Untersuchungen zu den antiken Kieselmosaiken: von den Anfängen bis zum Beginn der Tesseratechnik, AF 10 (1982). Scahill 2012 = D. R. Scahill, The South Stoa at Corinth. Design, Construction and Function of the Greek Phase (Ph.D. diss., University of Bath 2012). Scahill 2016 = D. R. Scahill, Dining and the Cult of Aphrodite: The Function of the South Stoa at Corinth, στο: A. Glazebrook B. Tsakirgis (επιμ.), Houses of ill repute: the archaeology of brothels, houses and taverns in the Greek world (Philadelphia 2016), Scheibler 2010 = I. Scheibler, Ελληνική κεραμική: παραγωγή, εμπόριο και χρήση των αρχαίων ελληνικών αγγείων (ελλ. μετάφρ.) (Αθήνα 2010). Schwandner Zimmer Zwicker 1983 = E. L. Schwandner - G. Zimmer - U. Zwicker, Zum Problem der Öfen griechischer Bronzegiesser, AA (1983), Schwandner 2001 = E. L. Schwandner, Kassope, the City in Whose Territory Nicopolis was Founded, στο: J. Isager (επιμ.), Foundation and Destruction, Nikopolis and Northwestern Greece. The Archaeological Evidence for the City Destructions, the Foundation of Nicopolis and the Synoecism, Monographs of the Danish Institute at Athens 3 (2001), Schwandner 2005 = E. L. Schwandner, Η εποχή των Ελλήνων. 5. Επιμέρους προβλήματα Κατασκευή και υλικό, στο: Hoepfner 2005, Schwandner 2009 = E. L. Schwandner, Αντί εισαγωγής: 25 χρόνια μετά την έκδοση του έργου «Haus und Stadt im klassischen Griechenland», Αρχαιολογία και Τέχνες 112 (2009),

147 Scranton 1951 = R. L. Scranton, Monuments in the Lower Agora and North of the Archaic Temple, Corinth I, iii (Princeton 1951). Scranton 1954 = R. L. Scranton, Ancient Corinth: A Guide to the Excavations (Athens 1954). Shoe 1936 = L. Shoe, Profiles of Greek Mouldings (Cambridge, Mass. 1936). Sinn 2000 = U. Sinn, Cult, Sport and Ancient Festival (Princeton 2000). Sinn 2004 = U. Sinn, Das antike Olympia. Götter, Spiel und Kunst (München 2004). Sinn 2007 = U. Sinn, Die Ιερά κορυφή der Arkader: Zur sakralen Topographie des Zeus-Heligtums im Lykaion, στο: E. Σημαντώνη Μπουρνιά - A. A. Λαιμού - Λ. Μενδώνη - Ν. Κούρου (επιμ.), Ἀμύμονα Ἔργα: τιμητικὸς τόμος γιὰ τὸν καθηγητὴ Β. Κ. Λαμπρινουδάκη, Archaiognosia 5 (Αθήνα 2007), Specht 2001 = S. Specht, Ein Stück Rom in Griechenland: der kaiserzeitliche Umbau des Leonidaion in Olympia, στο: C. Reusser (επιμ.), Griechenland in der Kaiserzeit: Neue Funde und Forschungen zu Skulptur, Architektur und Topographie, Kolloquium zum 60. Geburtstag von Prof. Dietrich Willers, Bern, Juni 1998., HASB, Beih. 4 (2001), Steinhauer 1994 = G. Steinhauer, Die Skeuothek des Philon, στο: Hoepfner Schwandner 1994, Sutton 1983 = D. F. Sutton, The Date of the Prometheus Bound, GrRomByzSt 23 (1983), Thür Taeuber 1978 = G. Thür H. Taeuber, Prozeßrechtlicher Kommentar zur Krämerinschrift aus Samos, AnzWien 115 (1978), Tomlinson 1969 = R. A. Tomlinson, Two Buildings in Sanctuaries of Asklepios, JHS 89 (1969), Tomlinson 1983 = R. A. Tomlinson, Epidauros (London 1983). Townsend 1985 = R. F. Townsend, A Newly Discovered Capital from the Trasyllos Monument, AJA 89 (1985), Travlos 1988 = J. Travlos, Bildlexikon zur Topographie des antiken Attika (Tübingen 1988). Treu 1888 = G. Treu, Die Bauinschrift des Leonidaions zu Olympia, AM 13 (1888),

148 Trümper 1998 = M. Trümper, Wohnen in Delos: Eine baugeschichtliche Untersuchung zum Wandel der Wohnkultur in hellenistischer Zeit, Internationale Archäologie 46 (Rahden 1998). Trümper 2003 = M. Trümper, Wohnen und Arbeiten im hellenistischen Handelshafen Delos, στο: M. Droste A. Hoffmann (επιμ.), Wohnformen und Lebenswelten im interkulturellen Vergleich (Frankfurt am Main 2003), Trümper 2006 = M. Trümper, Negotiating Religious and Ethnic Identity: The Case of Clubhouses in Late Hellenistic Delos, στο: I. Nielsen (επιμ.), Zwischen Kult und Gesellschaft. Kosmopolitische Zentren des antiken Mittelmeerraums als Aktionsraum von Kultvereinen und Religionsgemeinschaften, Hephaistos 24 (2006), Trümper 2011α = M. Trümper, Hellenistic Latrines (3rd 1st Century B.C.), στο: G. Jansen A. Koloski-Ostrow E. Moormann (επιμ.), Roman Toilets: Their Archaeology and Cultural History, BABesch Suppl. 19 (Leuven 2011), Trümper 2011β = M. Trümper, Where the Non-Delians Met in Delos: The Meeting-Places of Foreign Associations and Ethnic Communities in Late Hellenistic Delos, στο: R. Alston O. van Nijf (επιμ.), Political Culture in the Greek City After the Classical Age, Groningen-Royal Holloway Studies on the Greek City After the Classical Age (Leuven 2001), Vallois 1966 = R. Vallois, L'architecture hellénique et hellénistique à Délos, jusqu'à l'éviction des Déliens (166 av. J.-C.), Vol. 2/1 (Paris 1966). Waldstein Tarbell Rolfe 1889α = C. Waldstein - F. B. Tarbell - J. C. Rolfe, Discoveries at Plataia in II. Report on Excavations at Plataia in 1889, AJA 5 (1889), Waldstein Tarbell Rolfe 1889β = C. Waldstein - F. B. Tarbell - J. C. Rolfe, Discoveries at Plataia in I. A New Fragment of the Preamble to Diocletian's Edict, "De Pretiis Rerum Venalium", AJA 5 (1889), Waldstein 1890 = C. Waldstein, Discoveries at Plataia in I. General Report on the Excavations, AJA 6 (1890), Washington 1890 = H. S.Washington, Discoveries at Plataia in II. Detailed Report on the Excavations, AJA 6 (1890), Washington 1891 = H. S.Washington, Excavations by the American School at Plataia in Discovery of a Temple of Archaic Plan at Plataia, AJA 7 (1891),

149 Webster 1958 = T. B. L. Webster, From Mycenae to Homer (London 1958). Weil 1966 = R. Weil, Excursus: Zum Leonidaion, στο: Olympia I. Topographie und Geschichte (Amsterdam 1966, unveränderter Nachdruck der Ausgabe 1897), Welter 1938 = G. Welter, Aeginetica I-XII, AA (1938), cols White 1968 = A. White, Palaces of the People (London 1968). Williams - Angel - Burns - Fisher 1973 = C. K. Williams II - J. L. Angel - P. Burns - J. E. Fisher, Corinth, 1972: The Forum Area, Hesperia 42 (1973), Williams - Fisher 1972 = C. K. Williams II - J. E. Fisher, Corinth, 1971: Forum Area, Hesperia 41 (1972), Williams 1964 = C. K. Williams II, Excavations at Nemea, AJA 68 (1964), Williams 1965α = C. K. Williams II, Nemea 1964, AJA 69 (1965), Williams 1965β = C. K. Williams II, Nemea, ΑΔ 20 (1965), Χρον. Β 1, Williams 1970 = C. K. Williams II, Corinth, 1969: Forum Area, Hesperia 39 (1970), Williams 1979 = C. K. Williams II, Corinth, 1978: Forum Southwest, Hesperia 48 (1979), Williams 1980 = C. K. Williams II, Corinth Excavations, 1979, Hesperia 49 (1980), Zahrnt 1971 = M. Zahrnt, Olynth und die Chalkidier: Untersuchungen zur Staatenbildung auf der Chalkidischen Halbinsel im 5. und 4. Jahrhundert v. Chr. (München 1971). Ziebarth 1906 = E. Ziebarth, Beiträge zum griechischen Recht. 2. Juristisches aus griechischen Inschriften, Zeitschrift für vergleichende Rechtswissenschaft 19 (1906), Ziebarth 1935 = E. Ziebarth, Gasthäuser im alten Griechenland, στο: Εἰς μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου (Αθήνα 1935), Ziehen 1906 = L. Ziehen, Leges Graecorum sacrae e titulis collectae (Leipzig 1906). Zimmer 2005 = G. Zimmer, Η εποχή των Ελλήνων. 5. Επιμέρους προβλήματα Βιοτεχνική εργασία στον περίγυρο της κατοικίας, στο: Hoepfner 2005, Αθανασίου 1992 = Φ. Αθανασίου, Αρχαία Όλυνθος: μεθοδολογία αποκατάστασης οικιών βορείου λόφου, ΑΕΜΘ 6 (1992),

150 Βαλαβάνης 2004 = Π. Βαλαβάνης, Ιερά και αγώνες στην αρχαία Ελλάδα (Αθήνα 2004). Βλαχογιάννη 1998 = Ε. Βλαχογιάννη, Πλαταιές, ΑΔ 53 (1998), Χρον. Β 1, Δάκαρης - Γραβάνη = Σ. Δάκαρης Κ. Γραβάνη, Η αρχαία Κασσώπη (χωρίς έτος έκδοσης). Πηγή: Δάκαρης 1952 = Σ. Δάκαρης, Ἀνασκαφὴ εἰς Κασσώπην Πρεβέζης, ΠΑΕ 107 (1952), Δάκαρης 1953 = Σ. Δάκαρης, Ἀνασκαφὴ εἰς Κασσώπην Πρεβέζης, ΠΑΕ 108 (1953), Δάκαρης 1954 = Σ. Δάκαρης, Ἀνασκαφὴ εἰς Κασσώπην Πρεβέζης, ΠΑΕ 109 (1954), Δάκαρης 1955 = Σ. Δάκαρης, Ἀνασκαφὴ ἐν Κασσώπῃ Πρεβέζης, ΠΑΕ 110 (1955), Δάκαρης 1978 = Σ. Δάκαρης, Ανασκαφή στην Κασσώπη Ηπείρου, ΠΑΕ 133 (1978), Δάκαρης 1989 = Σ. Δάκαρης, Kασσώπη: νεότερες ανασκαφές (Ιωάννινα 1989). Δημητρίου 2002 = Ο. Δημητρίου, Αποχωρητήρια και σχετικά θέματα υγιεινής στην ελληνική κατοικία της αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης εποχής (αδημ. Διδακτ. Διατρ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης 2002). Δρούγου - Βοτοκοπούλου 1989 = Σ. Δρούγου Ι. Βοτοκοπούλου, Όλυνθος-η οικία BVI II, ΑΕΜΘ 3 (1989), Θρεψιάδης 1956 = Ι. Θρεψιάδης, Ἀνασκαφαὶ ἐν Αὐλίδι, ΠΑΕ 111 (1956), Θρεψιάδης 1958 = Ι. Θρεψιάδης, Ἀνασκαφαὶ ἐν Αὐλίδι, ΠΑΕ 113 (1958), Θρεψιάδης 1959 = Ι. Θρεψιάδης Ἀνασκαφαὶ Αὐλίδος, ΠΑΕ 114 (1959), Θρεψιάδης 1960 = Ι. Θρεψιάδης Ἀνασκαφαὶ Αὐλίδος, ΠΑΕ 115 (1960), Θρεψιάδης 1961 = Ι. Θρεψιάδης, Ἀνασκαφαὶ Αὐλίδος, ΠΑΕ 116 (1961), Καββαδίας 1898 = Π. Καββαδίας, Έκθεσις των πεπραγμένων της εταιρείας κατά το έτος 1898, ΠΑΕ 53 (1898),

151 Καββαδίας 1900 = Π. Καββαδίας, Τό ἱερόν τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἐν Ἐπιδαύρῳ καί ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν (Αθήνα 1900). Κακριδής 1986 = Ι. Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, Τόμος 3: οι ήρωες (Αθήνα 1986). Καλογήρου 2014 = Α. Καλογήρου, Τα μονοπάτια της Αίγινας (Αθήνα 2014). Καραπασχαλίδου 2010 = Α. Καραπασχαλίδου, Αρχαιολογικός χώρος Αυλίδας: 55 χρόνια ανασκαφών Ιωάννη Θρεψιάδη (Χαλκίδα 2011). Κάττουλα 2000 = Α. Κάττουλα, Βούλα. Συμβολή των οδών Σπύρου Μελά και Ξενόπουλου (Ο.Τ. 314, οικόπεδο Καραβέλλα, ΑΔ 55 (2000), Χρον. Β 1, 114. Κοντογιάννη 2006 = Θ. Κοντογιάννη, Κασσώπη. Συνοπτικός οδηγός του αρχαιολογικού χώρου (Ιωάννινα 2006). Κουρουνιώτης 1909 = Κ. Κουρουνιώτης, Ανασκαφή Λυκαίου, ΠΑΕ 64 (1909), Κουρουνιώτης = Κ. Κουρουνιώτης, Τὸ ἱερόν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ζωστῆρος, ΑΔ 11 ( ), Κριτζά 1997 = Χ. Β. Κριτζά, «ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΛΗ. Στοιχεία για τα ευετηριακά έθιμα των Αρχαίων», Αρχαιολογία και Τέχνες 65 (1997), Λαμπρινουδάκης 1999 = Β. Λαμπρινουδάκης (επιμ.), Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Η έδρα του θεού γιατρού της αρχαιότητας. Η Συντήρηση των Μνημείων του (Περιφέρεια Πελοποννήσου 1999). Λεονάρδος 1917 = Β. Λεονάρδος, Ἀγγελίαι Ἀμφιαρείου, ΑΕ 56 (1917), Λεονάρδος 1918 = Β. Λεονάρδος, Ἀμφιάρειον, ΑΕ 57 (1918), 110. Λεονάρδος 1919 = Β. Λεονάρδος, Ἀμφιάρειον ( ), ΑΕ 58 (1919), Μαζαράκης-Αινιάν 2000 = A. Μαζαράκης-Αινιάν, Όμηρος και αρχαιολογία ( Αθήνα 2000). Μανωλεδάκης 2003 = Μ. Μανωλεδάκης, Νέκυια (Θεσσαλονίκη 2003). Μαραγκού 2002 = Λ. Μαραγκού, Αμοργός I - H Μινώα, η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια (Αθήνα 2002). Μαχαίρα 2008 = Β. Μαχαίρα, Το ιερό Αφροδίτης και Έρωτος στην Ιερά Οδό (Αθήνα 2008). 144

152 Μητσάκη 2006 = Ε. Μητσάκη, Έκθεση φωτογραφίας: «Αυλίδα, τόπος μύθου και ιστορίας, τόπος οχυρός», Αρχαιολογία και Τέχνες 98 (2006), Μυλωνάς 1980 = Γ. Ε. Μυλωνάς (επιμ.), Ανασκαφαί, Έργον 27 (1980), Ορλάνδος 1968 = Α. Κ. Ορλάνδος, Η Αρκαδική Αλίφειρα και τα μνημεία της (Αθήνα 1968). Παπαχατζής 1999 = Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις: Αχαϊκά και Αρκαδικά (Αθήνα 1999). Πέννας 2004 = Χ. Πέννας, Η βυζαντινή Αίγινα (Αθήνα 2004). Πετράκος = Β. Πετράκος, Το Αμφιάρειο του Ωρωπού, 1-34 (χωρίς έτος έκδοσης). Πηγή: Πετράκος 1967 = Β. Πετράκος, Τὸ Ἀμφιάρειον τοῦ Ὠρωποῦ, ΑΕ 106 (1967), Χρον Πετράκος 1968 = Β. Πετράκος, Ο Ωρωπός και το Ιερόν του Αμφιαράου (Αθήνα 1968). Πετράκος 1992 = Β. Πετράκος, Τὸ Ἀμφιάρειο τοῦ Ὠρωποῦ (Αθήνα 1992). Πετράκος - Ζαφειροπούλου 1991 = Β. Πετράκος Φ. Ζαφειροπούλου, Τα μνημεία της Δήλου. Πρόσφατα έργα συντήρησης και στερέωσης (Αθήνα 1991). Πουλακάκης 2009 = Ν. Πουλακάκης, Ψηφιδωτά δάπεδα στη Μακεδονία κατά την κλασσική και ελληνιστική εποχή, Μελετήματα Ημαθίας 1 (2009), Πρωτοψάλτη - Αθανασίου 1997 = Σ. Πρωτοψάλτη - Φ. Αθανασίου, Αρχαία Όλυνθος: η αρχαιολογική έρευνα και οι εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του χώρου, Αρχαιολογία και Τέχνες 63 (1997), Σκιάς 1899 = Α. Σκιάς, Ἀνασκαφή ἐν Πλαταιαῖ, ΠΑΕ 54 (1899), Σπυρόπουλος 1973 = Θ. Σπυρόπουλος, Εἰδήσεις ἐκ Βοιωτίας, ΑΑΑ 6 (1973), Σταϊνχάουερ 2008 = Γ. Σταϊνχάουερ, Αττικοί Δήμοι, στο: Α. Γ. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία. Εύβοια και Στερεά Ελλάδα (Αθήνα 2008), Σταυρόπουλος 1938 = Φ. Σταυρόπουλος, Ἱερατικὴ οἰκία ἐν Ζωστῆρι τῆς Ἀττικῆς, ΑΕ 77 (1938), Σφυρόερα 2002 = Σ. Σφυρόερα, Αίγινα. Πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας (δίγλωσση έκδοση) (Αθήνα 2002). 145

153 Τζιαφάλιας 1981 = Α. Τζιαφάλιας, Γόννοι: αγρός Νικολάου Τσιαπλέ, ΑΔ 36 (1981), Χρον. Β 2, σελ Τραυλός 1937 = Ι. Τραυλός, Ἀνασκαφαὶ Ἱερᾶς Ὁδοῦ, ΠΑΕ 92 (1937), Τσάκος 1998 = Κ. Τσάκος, Δήλος Μύκονος (Αθήνα 1998). Φαράκλας 1972 = Ν. Φαράκλας, Επιδαυρία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις 12 (Αθήνα 1972). Χατζηδάκης 2003 = Π. Χατζηδάκης, Δήλος (Αθήνα 2003). 146

154 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Οι εικόνες 53, και 66 του Καταγωγίου της Επιδαύρου και οι εικόνες του Ξενώνα της Δήλου προέρχονται από δική μας φωτογράφηση στους αρχαιολογικούς χώρους. Εικ. 1: Ο χάρτης των αμερικανικών ανασκαφών στις Πλαταιές (Waldstein 1890, πίν. ΧΧΙΙΙ). Εικ. 2: Ο χάρτης των Πλαταιών κατά τον E. Kirsten (Kirsten 1950, cols ). Εικ. 3α, β: Συνολική απεικόνιση των ευρημάτων της γεωφυσικής έρευνας του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (α) και η θέση του αναχώματος στην περιοχή της οδού III/IV (β). (α: Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012, 101 εικ. 4, β: Konecny Marchese Aravantinos 2013, 412 εικ. 93). Εικ. 4: Τρισδιάστατη απεικόνιση του βόρειου και κεντρικού τμήματος της πόλης των Πλαταιών, από νοτιοανατολικά (Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012, 103 εικ. 6). Εικ. 5: Η κάτοψη της Αγοράς των Πλαταιών σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γεωφυσικής έρευνας του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Konecny Boyd Marchese Aravantinos 2012, 119 εικ. 12). Εικ. 6: Ερυθρόμορφο αγγείο του 4 ου αι π.χ. με απεικόνιση ξενώνα (;) (Furtwängler 1905, πίν. Ι και ΙΙ). Εικ. 7: Κάτοψη ελληνικής έπαυλης σύμφωνα με το Βιτρούβιο ( Εικ. 8: Κάτοψη της πόλης της Ολύνθου (Cahill 2002, εικ. 6). Εικ. 9: Η Συνοικία των Επαύλεων (Cahill 2002, εικ. 8). Εικ. 10: Κάτοψη της Έπαυλης της Αγαθής Τύχης (Robinson 1934β, εικ. 1). Εικ. 11: Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης την εποχή της ανασκαφής, λήψη από δυτικά (Robinson and Graham 1938, πίν. 14.1). Εικ. 12: Η αυλή της Έπαυλης, λήψη από βορρά (Robinson and Graham 1938, πίν. 15.2). Εικ. 13: Αποκατάσταση ενός τυπικού προθύρου της Ολύνθου (Robinson - Graham 1938, 154 εικ. 9). Εικ. 14: Αποκατάσταση της κάτοψης της Έπαυλης της Αγαθής Τύχης (Robinson and Graham 1938, πίν. 85.2). Εικ. 15: Αποκατάσταση της Έπαυλης (Robinson - Graham 1938, frontispiece). Εικ. 16: Το ψηφιδωτό της εισόδου του ανδρώνα της Έπαυλης: Πάνες ή Σάτυροι (Robinson 1934β, εικ. 3). Εικ. 17: Το ψηφιδωτό του ανδρώνα: Διόνυσος σε άρμα (Robinson 1934β, πίν. ΧΧΙΧ). 147

155 Εικ. 18: Το ψηφιδωτό του προθαλάμου του ανδρώνα: ο Αχιλλέας λαμβάνει τα όπλα του από τη Θέτιδα (Robinson 1934β, πίν. ΧΧΧ). Εικ. 19α, β, γ: Η περιοχή της κουζίνας στις οικίες της Ολύνθου σύμφωνα με τους Cahill, Graham και Mylonas αντίστοιχα (α: Cahill 2002, εικ. 14, β: Graham 1954, εικ. 3a, γ: Nevett 1999, εικ. 12). Εικ. 20: Τα ψηφιδωτά των δωματίων e και f: επιγραφές και σύμβολα (Robinson 1934β, εικ. 2). Εικ. 21: Η λεγόμενη Ιερατική Οικία στη Ζωστήρα Άκρα. Κάτοψη κατά την α φάση σύμφωνα με το Σταυρόπουλο (Σταυρόπουλος 1938, εικ. 4). Εικ. 22: Συνολική κάτοψη της λεγόμενης Ιερατικής Οικίας στη Ζωστήρα Άκρα (Σταυρόπουλος 1938, εικ. 12). Εικ. 23α, β: Αποκατάσταση της κάτοψης της «Ιερατικής Οικίας» κατά την α και β φάση της αντίστοιχα σύμφωνα με τον Τραυλό (Travlos 1988, εικ ). Εικ. 24: Το βόρειο τμήμα της «Ιερατικής Οικίας» κατά την εποχή της ανασκαφής της, λήψη από δυτικά (Σταυρόπουλος 1938, εικ. 13). Εικ. 25: Χάρτης της νότιας Γορτυνίας στη βόρεια Αρκαδία ( Εικ. 26: Γενικό σχέδιο των ανεσκαμμένων θέσεων στη Γόρτυνα (Riethmüller 2005β, εικ. 111). Εικ. 27: Γόρτυνα. Το κάτω Ασκληπιείο (Riethmüller 2005β, εικ. 112). Εικ. 28: Σχέδιο των τοίχων των Οικιών Ι, ΙΙ και ΙΙΙ στο κάτω Ασκληπιείο της Γόρτυνας (Reekmans 1956, εικ. 2). Εικ. 29: Κάτοψη των Οικιών Ι, ΙΙ και ΙΙΙ (Reekmans 1955, εικ. 7). Εικ. 30: Εξωτερική όψη των τοίχων που βρίσκονται στο πρώτο πλάτωμα (Reekmans 1956, εικ. 1). Εικ. 31: Ο νοτιοδυτικός τοίχος της «Οικίας Ι» (Reekmans 1956, εικ. 5). Εικ. 32: Η εστία δ στην «Οικία Ι» (Reekmans 1955, εικ. 9). Εικ. 33: Η παλαιότερη κάτοψη του Λεωνιδαίου στην Ολυμπία (Kunze 1959, Beil. I). Εικ. 34: Κάτοψη του ιερού της Ολυμπίας με τη συμπληρωμένη κάτοψη του Λεωνιδαίου (Mallwitz 1971, εικ. 3). Εικ. 35: Η κάτοψη του Λεωνιδαίου κατά την ελληνική εποχή (Mallwitz 1988α, πίν. 43.1). Εικ. 36: Η κάτοψη του Λεωνιδαίου κατά τη ρωμαϊκή εποχή (Mallwitz 1988α, πίν. 43.2). Εικ. 37: Αποκατάσταση της εξωτερικής ιωνικής κιονοστοιχίας του Λεωνιδαίου (Hoepfner 1996, εικ. 34). 148

156 Εικ. 38: Αποκατάσταση της εσωτερικής δωρικής κιονοστοιχίας του Λεωνιδαίου (Hoepfner 1996, εικ. 33). Εικ. 39: Τμήματα της σίμης του Λεωνιδαίου (Heiden 1995, πίν. 96.1, 98.1, 96.3). Εικ. 40: Μακέτα του Λεωνιδαίου (Mallwitz 1972, εικ. 196). Εικ. 41: Η διευθέτηση των κλινών στο Λεωνίδαιο κατά τον W. Hoepfner (Hoepfner 1996, εικ. 32). Εικ. 42: Άποψη του Λεωνιδαίου ( Εικ. 43: Χάρτης της Πελοποννήσου (Romano Voyatzis 2014, εικ. 1). Εικ. 44: Χάρτης του άνω και κάτω ιερού στο Όρος Λύκαιον (Romano Voyatzis 2015, εικ. 2). Εικ. 45: Σχέδιο των σωζόμενων τοίχων του «Ξενώνα» και του νότιου τμήματος του διαδρόμου στα βορειοανατολικά του κτιρίου (Romano Voyatzis 2015, εικ. 5). Εικ. 46: Σχέδιο της εξωτερικής όψης του ανατολικού (πάνω) και βόρειου (κάτω) τοίχου του «Ξενώνα» (Romano Voyatzis 2015, εικ. 6, 7). Εικ. 47: Θέση των τομών που πραγματοποίησαν οι ανασκαφείς του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στα κτίρια του κάτω ιερού (Romano Voyatzis 2015, εικ. 3). Εικ. 48: Η τομή Η στη βορειοδυτική περιοχή του «Ξενώνα», λήψη από νότο (Romano Voyatzis 2015, εικ. 10). Εικ. 49: Οι κάθετες γλυφές στις εξωτερικές γωνίες των εξωτερικών τοίχων του «Ξενώνα» (drafting) (Romano Voyatzis 2015, εικ. 8). Εικ. 50: Ο διάδρομος στα βορειοανατολικά του «Ξενώνα» (Romano Voyatzis 2015, εικ. 13). Εικ. 51: Το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο με το καταγώγιο στα νοτιοανατολικά (Tomlinson 1983, 41 εικ. 4). Εικ. 52: Κάτοψη του καταγωγίου της Επιδαύρου ( Εικ. 53: Άποψη της νοτιοδυτικής αυλής του καταγωγίου, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 54: Η κάτοψη του καταγωγίου, σημερινή κατάσταση (Kraynak 1991, εικ.1). Εικ. 55: Η κάτοψη του καταγωγίου κατά την αρχική του φάση (Kraynak 1991, εικ.2). Εικ. 56: Η δυτική εξωτερική είσοδος που οδηγεί στη νοτιοδυτική αυλή του καταγωγίου, λήψη από δυτικά. Εικ. 57: Το κατώφλι της εισόδου του νοτιοανατολικού δωματίου της νοτιοδυτικής αυλής, λήψη από νότο. 149

157 Εικ. 58: Αγωγός και λεκάνη στη βορειοανατολική αυλή για την απορροή των νερών της βροχής, λήψη από ανατολικά. Εικ. 59: Μεταγενέστερος τοίχος στην περιοχή της νότιας από τις ανατολικές εισόδους του καταγωγίου, λήψη από ανατολικά. Εικ. 60: Τοίχος του καταγωγίου με μεταγενέστερες επεμβάσεις (νότια όψη του βόρειου τοίχου της νοτιοανατολικής αυλής, στην περιοχή μεταξύ των δύο μεταγενέστερων τοίχων κατεύθυνσης βορρά-νότου, οι οποίοι εισέρχονται στην αυλή, λήψη από νότο). Εικ. 61: Το κατώφλι στον τοίχο μεταξύ των δωματίων 1 και 2, λήψη από ανατολικά. Εικ. 62: Η κατασκευή στη δυτική πλευρά του δωματίου 2, λήψη από νότο. Εικ 63: Ένα από τα τμήματα ημικιόνων που βρίσκονται στη βορειοανατολική αυλή. Εικ. 64: Επίκρανο παραστάδας στη βορειοανατολική αυλή. Εικ. 65: Τμήμα ιωνικού ημικίονα προσαρτημένου σε παραστάδα. Σύμφωνα με τον G. Roux βρισκόταν κάποτε στο καταγώγιο (εμπρόσθια και πλαϊνή όψη) (Roux 1961, πιν.94.2). Εικ. 66: Η περιοχή των δωματίων νοτίως του δωματίου 2, λήψη από βορρά. Στο βάθος δεξιά, σε χαμηλότερο επίπεδο, η νοτιοδυτική αυλή. Σε πρώτο πλάνο το νότιο τμήμα του δωματίου 2. Ορατή είναι η επίστρωση τμήματος του δαπέδου με κεραμίδια σε κονίαμα. Εικ. 67: Η Κασσωπαία κατά την κλασική εποχή (Δάκαρης 1971, εικ. 30) Εικ. 68: Η κάτοψη της Κασσώπης, όπως προέκυψε μετά τις ανασκαφές του (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 95). Εικ. 69: Η Αγορά της Κασσώπης (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 100). Εικ. 70: Το λεγόμενο Καταγώγιο, λήψη από νοτιοανατολικά. Σε πρώτο πλάνο η Βόρεια Στοά ( Εικ. 71: Κάτοψη του «Καταγωγίου» (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 100). Εικ. 72: Η αυλή του «Καταγωγίου», λήψη από βορειοδυτικά (φωτογραφία του 1979) (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 103). Εικ. 73: Η νότια όψη της εισόδου του «Καταγωγίου», λήψη από δυτικά ( Εικ. 74: Κατασκευή τοίχου με ωμόπλινθους και ξύλινους αρμούς πάνω σε λίθινη, πολυγωνική υποδομή (Schwandner 2005, 564). Εικ. 75: Οι οκταγωνικοί στύλοι του «Καταγωγίου» (Δάκαρης 1952, εικ. 14). Εικ. 76: Τομή του «Καταγωγίου» κατά τους Hoepfner Schwandner (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 106). Εικ. 77: Κάτοψη του πρόδρομου κτιρίου του «Καταγωγίου» (Hoepfner Schwandner (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 109). 150

158 Εικ. 78: Τα θεμέλια των στύλων του πρόδρομου κτιρίου (Hoepfner Schwandner 1994α, εικ. 108). Εικ. 79: Γενική κάτοψη του ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδος (Θρεψιάδης 1960, εικ. 1). Εικ. 80: Φωτογραφία του ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδος και της γύρω περιοχής, πανοραμική λήψη από ανατολικά προς δυτικά (Ghilardi 2013, εικ. 3). Εικ. 81: Κάτοψη των κτιρίων Ν, Π και Μ (Θρεψιάδης 1960, εικ. 2). Εικ. 82: Το «Καταγώγιο» (κτίριο Μ), λήψη από νοτιοδυτικά. Σε πρώτο πλάνο τα δωμάτια 3 και 4 ( Εικ. 83: Η Συνοικία του Θεάτρου στη Δήλο (Bruneau Ducat 2010, ένθετο VII). Εικ. 84: Η κάτοψη της L. Kraynak για τον Ξενώνα της Δήλου (Kraynak 1984, πίν. XXVI). Εικ. 85: Η επικαιροποιημένη κάτοψη του Ξενώνα (2015) (Κάτοψη και οδηγός της Δήλου 2015, Βιβλιοπωλείο «Ανάβαση», Αθήνα). Εικ. 86: Το θέατρο της Δήλου (αριστερά) και ο Ξενώνας (δεξιά), λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 87: Ο Ξενώνας, λήψη από βορειοδυτικά. Σε πρώτο πλάνο ο αναλημματικός τοίχος του κοίλου του θεάτρου. Εικ. 88: Ο Ξενώνας της Δήλου, λήψη από δυτικά. Εικ. 89: Ο Ξενώνας της Δήλου, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 90: Η μαρμάρινη θύρα του Ξενώνα, λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 91: Η θύρα του Ξενώνα, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 92: Η μεγάλη δεξαμενή, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 93: Το ψηφιδωτό που κάλυπτε τη δεξαμενή, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 94: Ο πυθμένας της μεγάλης δεξαμενής, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 95: Ο ανατολικός τοίχος της δεξαμενής, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 96: Το δωμάτιο 26, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 97: Οι είσοδοι των χώρων 19, 18, 2 και 1 (από αριστερά προς τα δεξιά) επί της Οδού Ι, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 98: Ο διάδρομος 2, λήψη από βορρά. Εικ. 99: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 1, λήψη από βορρά. Εικ. 100: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 1, λήψη από δυτικά. Εικ. 101: Η περιοχή των δωματίων 2-7, λήψη από νοτιοανατολικά. 151

159 Εικ. 102: Τα δωμάτια 5 και 6, λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 103: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 5 (αριστερά) και ο δυτικός τοίχος του δωματίου 6 (δεξιά), λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 104: Το δωμάτιο 5, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 105: Το δωμάτιο 7, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 106: Η περιοχή των δωματίων 8-15, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 107: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 10, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 108: Το δωμάτιο 14, λήψη από βορρά. Εικ. 109: Το δωμάτιο 8. Σε πρώτο πλάνο το δωμάτιο 10, λήψη από νότο. Εικ. 110: Η σκάλα στον ανατολικό τοίχο του θαλάμου 20, λήψη από δυτικά. Εικ. 111: Το δωμάτιο 21, λήψη από βορρά. Εικ. 112: Η κόγχη στο βόρειο τοίχο του δωματίου 21, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 113: Η σκάλα στο βόρειο τοίχο του δωματίου 22, λήψη από νότο. Εικ. 114: Μονολιθικός κίονας στο δυτικό τοίχο του δωματίου 22, λήψη από βορρά. Εικ. 115: Κίονας της Οικίας του Διονύσου. Εικ. 116: Τμήματα κιόνων στη μεγάλη αυλή του Ξενώνα. Εικ. 117: Το κιονόκρανο στη μεγάλη αυλή. Εικ. 118: Το κιονόκρανο στη μεγάλη αυλή. Εικ. 119: Κιονόκρανο της Οικίας των Προσωπείων. Εικ. 120: Ο τοίχος μεταξύ των δωματίων 26 και 27, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 121: Η μικρή αυλή, λήψη από νότο. Εικ. 122: Ο χώρος c και τα δωμάτια 38, 32, 33. Στο βάθος το δωμάτιο 34, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 123: Ο χώρος c και τα δωμάτια 38, 32, 33, λήψη από νότο. Εικ. 124: Η είσοδος μεταξύ των δωματίων 36 και 37, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 125: Η είσοδος μεταξύ των δωματίων 36 και 37, λήψη από νότο. Εικ. 126: Ο πώρινος τοίχος μεταξύ των δωματίων 35 και 36, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 127: Το δωμάτιο 38 (αποχωρητήριο), λήψη από βορειοανατολικά. 152

160 Εικ. 128: Το δωμάτιο 37, λήψη από ανατολικά. Εικ. 129: Ο αγωγός στο διάδρομο d, λήψη από ανατολικά. Εικ. 130: Το αποχωρητήριο 39, λήψη από νότο. Εικ. 131: Ο δυτικός τοίχος του αποχωρητηρίου 39, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 132: Ο ανατολικός τοίχος του αποχωρητηρίου 39, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 133: Τα δωμάτια 44 και 45, λήψη από ανατολικά. Εικ. 134: Το δωμάτιο 42, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 135: Τα δωμάτια 28 και 29, λήψη από βορρά. Εικ. 136: Η βορειοανατολική γωνία του Ξενώνα, λήψη από βορρά. Εικ. 137: Η Συνοικία του Σταδίου στη Δήλο (Bruneau Ducat 2010, ένθετο ΙV). Εικ. 138: Το κτίριο ΙΒ στη Συνοικία του Σταδίου (Trümper 2006, εικ. 10). Εικ. 139: Ο Ξενώνας στο ιερό του Δία στη Νεμέα. Συμπληρωμένη κάτοψη (Miller 2005, εικ. 75). Εικ. 140: Κάτοψη του ιερού του Δία στη Νεμέα. (Birge 1992, εικ. 1). Εικ. 141: Σχέδιο των ερειπίων του Ξενώνα κατά την εποχή της ανασκαφής (1964) (Kraynak 1992, εικ. 113). Εικ. 142: Οι βάσεις των κιόνων στο δωμάτιο 10 του Ξενώνα (Kraynak 1992, εικ. 177). Εικ. 143: Φωτογραφία του ανατολικού άκρου του Ξενώνα την εποχή της ανασκαφής του (1964) (Kraynak 1992, εικ. 112). Εικ. 144: Ο Ξενώνας της Νεμέας. Τομές στην περιοχή των δωματίων 3 και 5 (πάνω), 13 και 14 (κάτω). Υποθετικό σχέδιο αποκατάστασης (Kraynak 1992, εικ. 134). Εικ. 145: Ο Ξενώνας της Νεμέας. Προοπτικό σχέδιο αποκατάστασης (Kraynak 1992, εικ. 131). Εικ. 146: Η εστία στο δωμάτιο 4 του Ξενώνα (Kraynak 1992, εικ. 153). Εικ. 147: Κάτοψη της πόλης της Κορίνθου περί το 150 π.χ. (Corinth 1969, εικ. 3). Εικ. 148: Κάτοψη της πόλης της Κορίνθου περί το 200 μ.χ. (Corinth 1969, εικ. 4). Εικ. 149: Κάτοψη της Νότιας Στοάς με τους αγωγούς νερού (Broneer 1954, σχ. ΙΧ). Εικ. 150: Νότια Στοά. Κάτοψη και όψη (Broneer 1954, σχ. Χa). Εικ. 151: Κτίρια που αποκαλύφθηκαν κάτω από το δυτικό τμήμα της Νότιας Στοάς (Scahill 2012, εικ. 1). 153

161 Εικ. 152: Η περιοχή νοτίως του «δρόμου», περί το 400 π.χ. (Williams 1980, εικ. 2). Εικ. 153: Το ανατολικό άκρο της Νότιας Στοάς. Αποκατάσταση κατά τον Broneer (Broneer 1954, frontispiece). Εικ. 154: Σχέδιο του λίθινου στομίου των πηγαδιών της Στοάς (Broneer 1954, εικ. 39). Εικ. 155: Σχέδιο της μορφής των πηγαδιών την εποχή της χρήσης τους κατά τον Broneer (Broneer 1954, εικ. 40). Εικ. 156: Τομή της Στοάς στο ανατολικό της άκρο, κοιτώντας προς τα δυτικά, κατά τον Broneer (Broneer 1954, σχ. ΧΙa). Εικ. 157: Αποκατάσταση της κάτοψης του ισογείου (δεξιά) και του ορόφου (αριστερά) της Στοάς κατά τον Broneer (Broneer 1954, σχ. ΧΙΙ). Εικ. 158: Αποκατάσταση της πρόσοψης της Στοάς (αριστερά) και του εσωτερικού (δεξιά) κατά τον Broneer (Broneer 1954, σχ. ΧΙΙΙb). Εικ. 159: Τομή της Στοάς, κοιτώντας προς τα δυτικά. Αποκατάσταση κατά τον Broneer (Broneer 1954, σχ. XIVb). Εικ. 160: Τομή (a) και κάτοψη του πάνω (b) και κάτω (c) ορόφου κατά τον Coulton (Coulton 1976, εικ. 13). Εικ. 161: Το δυτικό άκρο της Στοάς: κάτοψη (κάτω) και εσωτερική όψη του δυτικού τοίχου (πάνω) (Williams 1980, εικ. 5). Εικ. 162: Αποκατάσταση της κάτοψης του πάνω ορόφου της Στοάς στο δυτικό της άκρο κατά τον Scahill (Scahill 2012, εικ. 105). Εικ. 163: Σχέδιο της σκάλας στο δυτικό τοίχο της Στοάς κατά τον Scahill (Scahill 2012, εικ. 104). Εικ. 164: Σχέδιο της εσωτερικής κιονοστοιχίας της Στοάς και του εξώστη του πάνω ορόφου κατά τον Scahill. (Scahill 2012, εικ. 112). Εικ. 165: Το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό (Πετράκος 1967, παρένθετος πίν. 1). Εικ. 166: Το λεγόμενο Χειμερινό Καταγώγιο στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό (Πετράκος 1992, εικ. 46). Εικ 167: Το λεγόμενο Θερινό Καταγώγιο στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό (Λεονάρδος 1919, 100 εικ. 1). Εικ. 168: Φωτογραφία του Ελλάνιου Όρους, λήψη από βορρά. Με κίτρινο περίγραμμα η θέση του συγκροτήματος, όπου βρίσκεται το κτίριο που χαρακτηρίστηκε από τον Welter ως ξενώνας (Καλογήρου 2014, 90). Εικ. 169: Κάτοψη του συγκροτήματος στους βόρειους πρόποδες του Ελλάνιου Όρους κατά τον Welter (Welter 1938, εικ. 5). Εικ. 170: Η βαθμιδωτή κλίμακα της εισόδου του συγκροτήματος (Καλογήρου 2014, 85). 154

162 Εικ. 171: Κάτοψη του συγκροτήματος κατά τον Goette (Καλογήρου 2014, 86). Εικ. 172: Φωτογραφία της στοάς στο ιερό του Ελλάνιου Δία της Αίγινας, λήψη από ανατολικά ( Εικ. 173: Το ιερό της Αφροδίτης στην Ιερά Οδό (Μαχαίρα 2008, εικ. 5). Εικ. 174: Αποτύπωση της «Οικίας» του Ιερού της Αφροδίτης (Τραυλός 1937, εικ. 2). 155

163 156

164 ΕΙΚΟΝΕΣ Εικ. 1: Ο χάρτης των αμερικανικών ανασκαφών στις Πλαταιές.

165 Εικ. 1: Ο χάρτης των αμερικανικών ανασκαφών στις Πλαταιές.

166 Εικ. 2: Ο χάρτης των Πλαταιών κατά τον E. Kirsten.

167 β α Εικ. 3α, β: Συνολική απεικόνιση των ευρημάτων της γεωφυσικής έρευνας του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (α) και η θέση του αναχώματος στην περιοχή της οδού III/IV (β).

168 Εικ. 4: Τρισδιάστατη απεικόνιση του βόρειου και κεντρικού τμήματος της πόλης των Πλαταιών, από νοτιοανατολικά. Εικ. 5: Η κάτοψη της Αγοράς των Πλαταιών σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γεωφυσικής έρευνας του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

169 Εικ. 6: Ερυθρόμορφο αγγείο του 4 ου αι π.χ. με απεικόνιση ξενώνα (;). Εικ. 7: Κάτοψη ελληνικής έπαυλης σύμφωνα με το Βιτρούβιο.

170 Εικ. 8: Κάτοψη της πόλης της Ολύνθου.

171 Εικ. 9: Η Συνοικία των Επαύλεων.

172 Εικ. 10: Κάτοψη της Έπαυλης της Αγαθής Τύχης.

173 Εικ. 11: Η Έπαυλη της Αγαθής Τύχης την εποχή της ανασκαφής, λήψη από δυτικά. Εικ. 12: Η αυλή της Έπαυλης, λήψη από βορρά.

174 Εικ. 13: Αποκατάσταση ενός τυπικού προθύρου της Ολύνθου. Εικ. 14: Αποκατάσταση της κάτοψης της Έπαυλης της Αγαθής Τύχης. Εικ. 15: Αποκατάσταση της Έπαυλης.

175 Εικ. 16: Το ψηφιδωτό της εισόδου του ανδρώνα της Έπαυλης: Πάνες ή Σάτυροι. Εικ. 17: Το ψηφιδωτό του ανδρώνα: Διόνυσος σε άρμα.

176 Εικ. 18: Το ψηφιδωτό του προθαλάμου του ανδρώνα: ο Αχιλλέας λαμβάνει τα όπλα του από τη Θέτιδα. α. β. γ. Εικ. 19α, β, γ: Η περιοχή της κουζίνας στις οικίες της Ολύνθου σύμφωνα με τους Cahill, Graham και Mylonas αντίστοιχα.

177 Εικ. 20: Τα ψηφιδωτά των δωματίων e και f: επιγραφές και σύμβολα. Εικ. 21: Η λεγόμενη ιερατική οικία στη Ζωστήρα Άκρα. Κάτοψη κατά την α φάση σύμφωνα με το Σταυρόπουλο.

178 Εικ. 22: Συνολική κάτοψη της λεγόμενης Ιερατικής Οικίας στη Ζωστήρα Άκρα.

179 α. β. Εικ. 23α, β: Αποκατάσταση της κάτοψης της «Ιερατικής Οικίας» κατά την α και β φάση της αντίστοιχα σύμφωνα με τον Τραυλό. Εικ. 24: Το βόρειο τμήμα της «Ιερατικής Οικίας» κατά την εποχή της ανασκαφής της, λήψη από δυτικά.

180 Εικ. 25: Χάρτης της νότιας Γορτυνίας στη βόρεια Αρκαδία.

181 Εικ. 26: Γενικό σχέδιο των ανεσκαμμένων θέσεων στη Γόρτυνα.

182 Εικ. 27: Γόρτυνα. Το κάτω Ασκληπιείο.

183 Εικ. 28: Σχέδιο των τοίχων των Οικιών Ι, ΙΙ και ΙΙΙ στο κάτω Ασκληπιείο της Γόρτυνας.

184 Εικ. 29: Κάτοψη των Οικιών Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Εικ. 30: Εξωτερική όψη των τοίχων που βρίσκονται στο πρώτο πλάτωμα.

185 Εικ. 31: Ο νοτιοδυτικός τοίχος της «Οικίας Ι». Εικ. 32: Η εστία δ στην «Οικία Ι». Εικ. 33: Η παλαιότερη κάτοψη του Λεωνιδαίου στην Ολυμπία.

186 Εικ. 34: Κάτοψη του ιερού της Ολυμπίας με τη συμπληρωμένη κάτοψη του Λεωνιδαίου.

187 Εικ. 35: Η κάτοψη του Λεωνιδαίου κατά την ελληνική εποχή. Εικ. 36: Η κάτοψη του Λεωνιδαίου κατά τη ρωμαϊκή εποχή.

188 Εικ. 37: Αποκατάσταση της εξωτερικής ιωνικής κιονοστοιχίας του Λεωνιδαίου. Εικ. 38: Αποκατάσταση της εσωτερικής δωρικής κιονοστοιχίας του Λεωνιδαίου.

189 Εικ. 39: Τμήματα της σίμης του Λεωνιδαίου.

190 Εικ. 40: Μακέτα του Λεωνιδαίου. Εικ. 41: Η διευθέτηση των κλινών στο Λεωνίδαιο κατά τον W. Hoepfner.

191 Εικ. 42: Άποψη του Λεωνιδαίου.

192 Εικ. 43: Χάρτης της Πελοποννήσου. Εικ. 44: Χάρτης του άνω και κάτω ιερού στο Όρος Λύκαιον.

193 Εικ. 45: Σχέδιο των σωζόμενων τοίχων του «Ξενώνα» και του νότιου τμήματος του διαδρόμου στα βορειοανατολικά του κτιρίου. Εικ. 46: Σχέδιο της εξωτερικής όψης του ανατολικού (πάνω) και βόρειου (κάτω) τοίχου του «Ξενώνα».

194 Εικ. 47: Θέση των τομών που πραγματοποίησαν οι ανασκαφείς του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στα κτίρια του κάτω ιερού. Εικ. 48: Η τομή Η στη βορειοδυτική περιοχή του «Ξενώνα», λήψη από νότο. Εικ. 49: Οι κάθετες γλυφές στις εξωτερικές γωνίες των εξωτερικών τοίχων του «Ξενώνα» (drafting).

195 Εικ. 50: Ο διάδρομος στα βορειοανατολικά του «Ξενώνα». Εικ. 51: Το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο με το καταγώγιο στα νοτιοανατολικά.

196 Εικ. 52: Κάτοψη του καταγωγίου της Επιδαύρου. Εικ. 53: Άποψη της νοτιοδυτικής αυλής του καταγωγίου, λήψη από νοτιοανατολικά.

197 Εικ. 54: Η κάτοψη του καταγωγίου, σημερινή κατάσταση. Εικ. 55: Η κάτοψη του καταγωγίου κατά την αρχική του φάση.

198 Εικ. 58: Αγωγός και λεκάνη στη βορειοανατολική αυλή για την απορροή των νερών της βροχής, λήψη από ανατολικά. Εικ. 56: Η δυτική εξωτερική είσοδος που οδηγεί στη νοτιοδυτική αυλή του καταγωγίου, λήψη από δυτικά. Εικ. 59: Μεταγενέστερος τοίχος στην περιοχή της νότιας από τις ανατολικές εισόδους του καταγωγίου, λήψη από ανατολικά. Εικ. 57: Το κατώφλι της εισόδου του νοτιοανατολικού δωματίου της νοτιοδυτικής αυλής, λήψη από νότο.

199 Εικ. 60: Τοίχος του καταγωγίου με μεταγενέστερες επεμβάσεις (νότια όψη του βόρειου τοίχου της νοτιοανατολικής αυλής, στην περιοχή μεταξύ των δύο μεταγενέστερων τοίχων κατεύθυνσης βορρά-νότου, οι οποίοι εισέρχονται στην αυλή, λήψη από νότο). Εικ. 62: Η κατασκευή στη δυτική πλευρά του δωματίου 2, λήψη από νότο. Εικ. 63: Ένα από τα τμήματα ημικιόνων που βρίσκονται στη βορειοανατολική αυλή. Εικ. 61: Το κατώφλι στον τοίχο μεταξύ των δωματίων 1 και 2, λήψη από ανατολικά. Εικ. 64: Επίκρανο παραστάδας στη βορειοανατολική αυλή.

200 Εικ. 65: Τμήμα ιωνικού ημικίονα προσαρτημένου σε παραστάδα. Σύμφωνα με τον G. Roux βρισκόταν κάποτε στο καταγώγιο (εμπρόσθια και πλαϊνή όψη). Εικ. 66: Η περιοχή των δωματίων νοτίως του δωματίου 2, λήψη από βορρά. Στο βάθος δεξιά, σε χαμηλότερο επίπεδο, η νοτιοδυτική αυλή. Σε πρώτο πλάνο το νότιο τμήμα του δωματίου 2. Ορατή είναι η επίστρωση τμήματος του δαπέδου με κεραμίδια σε κονίαμα.

201 Εικ. 67: Η Κασσωπαία κατά την κλασική εποχή.

202 Εικ. 68: Η κάτοψη της Κασσώπης, όπως προέκυψε μετά τις ανασκαφές του

203 Εικ. 69: Η Αγορά της Κασσώπης.

204 Εικ. 70: Το λεγόμενο Καταγώγιο, λήψη από νοτιοανατολικά. Σε πρώτο πλάνο η Βόρεια Στοά. Εικ. 71: Κάτοψη του «Καταγωγίου».

205 Εικ. 72: Η αυλή του «Καταγωγίου», λήψη από βορειοδυτικά (φωτογραφία του 1979). Εικ. 73: Η νότια όψη της εισόδου του «Καταγωγίου», λήψη από δυτικά.

206 Εικ. 74: Κατασκευή τοίχου με ωμόπλινθους και ξύλινους αρμούς πάνω σε λίθινη, πολυγωνική υποδομή. Εικ. 75: Οι οκταγωνικοί στύλοι του «Καταγωγίου». Εικ. 76: Τομή του «Καταγωγίου» κατά τους Hoepfner Schwandner.

207 Εικ. 77: Κάτοψη του πρόδρομου κτιρίου του «Καταγωγίου». Εικ. 78: Τα θεμέλια των στύλων του πρόδρομου κτιρίου.

208 Εικ. 79: Γενική κάτοψη του ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδος. Εικ. 80: Φωτογραφία του ιερού της Αυλιδείας Αρτέμιδος και της γύρω περιοχής, πανοραμική λήψη από ανατολικά προς δυτικά.

209 3 2 1 a b Εικ. 81: Κάτοψη των κτιρίων Ν, Π και Μ. Εικ. 82: Το «Καταγώγιο» (κτίριο Μ), λήψη από νοτιοδυτικά. Σε πρώτο πλάνο τα δωμάτια 3 και 4.

210 Εικ. 83: Η Συνοικία του Θεάτρου στη Δήλο.

211 Εικ. 84: Η κάτοψη της L. Kraynak για τον Ξενώνα της Δήλου.

212 Εικ. 85: Η επικαιροποιημένη κάτοψη του Ξενώνα (2015).

213 Εικ. 86: Το θέατρο της Δήλου (αριστερά) και ο Ξενώνας (δεξιά), λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 87: Ο Ξενώνας, λήψη από βορειοδυτικά. Σε πρώτο πλάνο ο αναλημματικός τοίχος του κοίλου του θεάτρου.

214 Εικ. 88: Ο Ξενώνας της Δήλου, λήψη από δυτικά. Εικ. 89: Ο Ξενώνας της Δήλου, λήψη από νοτιοανατολικά.

215 Εικ. 90: Η μαρμάρινη θύρα του Ξενώνα, λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 93: Το ψηφιδωτό που κάλυπτε τη δεξαμενή, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 91: Η θύρα του Ξενώνα, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 94: Ο πυθμένας της μεγάλης δεξαμενής, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 92: Η μεγάλη δεξαμενή, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 95: Ο ανατολικός τοίχος της δεξαμενής, λήψη από νοτιοδυτικά.

216 Εικ. 96: Το δωμάτιο 26, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 97: Οι είσοδοι των χώρων 19, 18, 2 και 1 (από αριστερά προς τα δεξιά) επί της Οδού Ι, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 99: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 1, λήψη από βορρά. Εικ. 100: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 1, λήψη από δυτικά. Εικ. 98: Ο διάδρομος 2, λήψη από βορρά.

217 Εικ. 101: Η περιοχή των δωματίων 2-7, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 103: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 5 (αριστερά) και ο δυτικός τοίχος του δωματίου 6 (δεξιά), λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 104: Το δωμάτιο 5, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 102: Τα δωμάτια 5 και 6, λήψη από βορειοδυτικά. Εικ. 105: Το δωμάτιο 7, λήψη από νοτιοδυτικά.

218 Εικ. 106: Η περιοχή των δωματίων 8-15, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 109: Το δωμάτιο 8. Σε πρώτο πλάνο το δωμάτιο 10, λήψη από νότο. Εικ. 107: Ο ανατολικός τοίχος του δωματίου 10, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 108: Το δωμάτιο 14, λήψη από βορρά. Εικ. 110: Η σκάλα στον ανατολικό τοίχο του θαλάμου 20, λήψη από δυτικά.

219 Εικ. 111: Το δωμάτιο 21, λήψη από βορρά. Εικ. 114: Μονολιθικός κίονας στο δυτικό τοίχο του δωματίου 22, λήψη από βορρά. Εικ. 112: Η κόγχη στο βόρειο τοίχο του δωματίου 21, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 115: Κίονας της Οικίας του Διονύσου. Εικ. 113: Η σκάλα στο βόρειο τοίχο του δωματίου 22, λήψη από νότο.

220 Εικ. 116: Τμήματα κιόνων στη μεγάλη αυλή του Ξενώνα. Εικ. 119: Κιονόκρανο της Οικίας των Προσωπείων. Εικ. 117: Το κιονόκρανο στη μεγάλη αυλή. Εικ. 120: Ο τοίχος μεταξύ των δωματίων 26 και 27, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 118: Το κιονόκρανο στη μεγάλη αυλή. Εικ. 121: Η μικρή αυλή, λήψη από νότο.

221 Εικ. 122: Ο χώρος c και τα δωμάτια 38, 32, 33. Στο βάθος το δωμάτιο 34, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 125: Η είσοδος μεταξύ των δωματίων 36 και 37, λήψη από νότο. Εικ. 123: Ο χώρος c και τα δωμάτια 38, 32, 33, λήψη από νότο. Εικ. 124: Η είσοδος μεταξύ των δωματίων 36 και 37, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 126: Ο πώρινος τοίχος μεταξύ των δωματίων 35 και 36, λήψη από νοτιοανατολικά.

222 Εικ. 127: Το δωμάτιο 38 (αποχωρητήριο), λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 129: Ο αγωγός στο διάδρομο d, λήψη από ανατολικά. Εικ. 128: Το δωμάτιο 37, λήψη από ανατολικά. Εικ. 130: Το αποχωρητήριο 39, λήψη από νότο.

223 Εικ. 131: Ο δυτικός τοίχος του αποχωρητηρίου 39, λήψη από βορειοανατολικά. Εικ. 134: Το δωμάτιο 42, λήψη από νοτιοανατολικά. Εικ. 132: Ο ανατολικός τοίχος του αποχωρητηρίου 39, λήψη από νοτιοδυτικά. Εικ. 135: Τα δωμάτια 28 και 29, λήψη από βορρά. Εικ. 133: Τα δωμάτια 44 και 45, λήψη από ανατολικά. Εικ. 136: Η βορειοανατολική γωνία του Ξενώνα, λήψη από βορρά.

224 Εικ. 137: Η Συνοικία του Σταδίου στη Δήλο. Εικ. 138: Το κτίριο ΙΒ στη Συνοικία του Σταδίου.

225 Εικ. 139: Ο Ξενώνας στο ιερό του Δία στη Νεμέα. Συμπληρωμένη κάτοψη. Εικ. 140: Κάτοψη του ιερού του Δία στη Νεμέα.

226 Εικ. 141: Σχέδιο των ερειπίων του Ξενώνα κατά την εποχή της ανασκαφής (1964). Εικ. 142: Οι βάσεις των κιόνων στο δωμάτιο 10 του Ξενώνα. Εικ. 143: Φωτογραφία του ανατολικού άκρου του Ξενώνα την εποχή της ανασκαφής του (1964).

227 Εικ. 144: Ο Ξενώνας της Νεμέας. Τομές στην περιοχή των δωματίων 3 και 5 (πάνω), 13 και 14 (κάτω). Υποθετικό σχέδιο αποκατάστασης.

228 Εικ. 145: Ο Ξενώνας της Νεμέας. Προοπτικό σχέδιο αποκατάστασης. Εικ. 146: Η εστία στο δωμάτιο 4 του Ξενώνα.

229 Εικ. 147: Κάτοψη της πόλης της Κορίνθου περί το 150 π.χ. Εικ. 148: Κάτοψη της πόλης της Κορίνθου περί το 200 μ.χ.

230 Εικ. 149: Κάτοψη της Νότιας Στοάς με τους αγωγούς νερού. Εικ. 150: Νότια Στοά. Κάτοψη και όψη.

231 Εικ. 151: Κτίρια που αποκαλύφθηκαν κάτω από το δυτικό τμήμα της Νότιας Στοάς. Εικ. 152: Η περιοχή νοτίως του «δρόμου», περί το 400 π.χ.

232 Εικ. 153: Το ανατολικό άκρο της Νότιας Στοάς. Αποκατάσταση κατά τον Broneer. Εικ. 154: Σχέδιο του λίθινου στομίου των πηγαδιών της Στοάς. Εικ. 155: Σχέδιο της μορφής των πηγαδιών την εποχή της χρήσης τους κατά τον Broneer.

233 Εικ. 156: Τομή της Στοάς στο ανατολικό της άκρο, κοιτώντας προς τα δυτικά, κατά τον Broneer. Εικ. 157: Αποκατάσταση της κάτοψης του ισογείου (δεξιά) και του ορόφου (αριστερά) της Στοάς κατά τον Broneer.

234 Εικ. 158: Αποκατάσταση της πρόσοψης της Στοάς (αριστερά) και του εσωτερικού (δεξιά) κατά τον Broneer. Εικ. 159: Τομή της Στοάς, κοιτώντας προς τα δυτικά. Αποκατάσταση κατά τον Broneer.

235 Εικ. 160: Τομή (a) και κάτοψη του πάνω (b) και κάτω (c) ορόφου κατά τον Coulton.

236 Εικ. 161: Το δυτικό άκρο της Στοάς: κάτοψη (κάτω) και εσωτερική όψη του δυτικού τοίχου (πάνω).

237 Εικ. 162: Αποκατάσταση της κάτοψης του πάνω ορόφου της Στοάς στο δυτικό της άκρο κατά τον Scahill. Εικ. 163: Σχέδιο της σκάλας στο δυτικό τοίχο της Στοάς κατά τον Scahill.

238 Εικ. 164: Σχέδιο της εσωτερικής κιονοστοιχίας της Στοάς και του εξώστη του πάνω ορόφου κατά τον Scahill.

239 Εικ. 165: Το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό.

240 Εικ. 166: Το λεγόμενο Χειμερινό Καταγώγιο στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό α Εικ. 167: Το λεγόμενο Θερινό Καταγώγιο στο ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό.

241 Εικ. 168: Φωτογραφία του Ελλάνιου Όρους, λήψη από βορρά. Με κίτρινο περίγραμμα η θέση του συγκροτήματος, όπου βρίσκεται το κτίριο που χαρακτηρίστηκε από τον Welter ως ξενώνας. Εικ. 169: Κάτοψη του συγκροτήματος στους βόρειους πρόποδες του Ελλάνιου Όρους κατά τον Welter.

242 Εικ. 170: Η βαθμιδωτή κλίμακα της εισόδου του συγκροτήματος. Εικ. 171: Κάτοψη του συγκροτήματος κατά τον Goette.

243 Εικ. 172: Φωτογραφία της στοάς στο ιερό του Ελλάνιου Δία της Αίγινας, λήψη από ανατολικά. Εικ. 173: Το ιερό της Αφροδίτης στην Ιερά Οδό.

244 Εικ. 174: Αποτύπωση της «Οικίας» του Ιερού της Αφροδίτης.

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΝΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΚΑΙ «ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ»

ΤΑ ΝΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΚΑΙ «ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ» ,,^ -^,;-,..:..,, : χ λ κ«:! «e.«?s"'h. ΗΗΗΜΗΗΒ ΤΑ ΝΕΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ «ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΚΑΙ «ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ» ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙΜΑΡΑ Τα καινούρια προγράμματα του Τμήματος Εκπαιδευτικών

Διαβάστε περισσότερα

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση - Με την βοήθεια της τεχνολογίας αρχαιολόγοι κατάφεραν να απεικονίσουν την Θεσσαλονίκη της αρχαιότητας - Μια ζηλευτή πόλη με Ιππόδρομο,

Διαβάστε περισσότερα

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών

Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών Σχεδιάζοντας μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών Αθηνά Παπαδάκη Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας Επιμορφωτικό Σεμινάριο Θήβα 8 Σεπτεμβρίου 2016 Διαχρονικά ο πολιτισμός της

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ ΔΙΟΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΟΝΟΜΑΣΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Το αρχαίο Δίον του Ολύμπου βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Κατερίνης, στους πρόποδες του Ολύμπου δίπλα στο

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία Ενδεικτικοί διδακτικοί στόχοι Οι διδακτικοί στόχοι για τη διδασκαλία της εισαγωγής προσδιορίζονται στο βιβλίο για τον καθηγητή, Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι,

Διαβάστε περισσότερα

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Το Κάστρο των Ιπποτών είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της Κω. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιβλητικό είναι ένα από τα αξιοθέατα που κάθε επισκέπτης του νησιού πρέπει να

Διαβάστε περισσότερα

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ

ψ Ρ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ -N^ ->5^ **' ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ ψ Ρ ' '.'."» *?' Ρ -N^ ->5^ ι"*** **' "HSf % ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΕΟΝΤΗ Το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων

Διαβάστε περισσότερα

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49 Στις 17 Απριλίου 2013 επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγάρων. Η αρχαιολόγος κα Τσάλκου (την οποία θερμά ευχαριστούμε) μας παρουσίασε τα πολύ εντυπωσιακά ευρήματα της περιοχής μας δίνοντάς μας αναλυτικές

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Ιερό Αφροδίτης Π α ν α γ ι ώ τ η ς Ν ε ο φ ύ τ ο υ Β 2 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μαρία Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική Εισαγωγή..σελ.3 Ιστορική αναδρομή..σελ.3 Περιγραφή του χώρου.σελ.4

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 3 Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)

Διαβάστε περισσότερα

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ Στην αρχαϊκή εποχή εικάζεται ότι υπήρχε κάποιο είδος θεατρικής κατασκευής στο χώρο που βρίσκονται τα σημερινά ευρήματα του θεάτρου, ενώ στα κλασσικά χρόνια υπήρχε σίγουρα κάποια

Διαβάστε περισσότερα

4. ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ KAI ΑΘΛΗΤΕΣ ΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ

4. ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ KAI ΑΘΛΗΤΕΣ ΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ 4. ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ KAI ΑΘΛΗΤΕΣ ΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΩΝ ΕΝΤΥΠΟ 4.6.1. «Κρυπτή στο στάδιο της Νεμέας» Δραστηριότητα 1 η : «Η σημασία της στοάς της Νεμέας» Σχεδιαστική αναπαράσταση αθλητή (πυγμάχου) που περιμένει

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ Η Στράτος υπήρξε σημαντική πόλη της Ακαρνανίας πρωτεύουσα των Ακαρνάνων από τον 5 ο αιώνα π.χ. Κτίσθηκεσεεπαφήμετηδυτική όχθη του Αχελώου, στασύνοραμετηναιτωλία. Από τις αρχαιολογικές

Διαβάστε περισσότερα

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28

Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Μινωικός Πολιτισμός σελ. 23-28 Να περιγράψετε ένα μινωικό ανάκτορο; Μεγάλα Συγκροτήματα κτιρίων, Είχαν πολλές πτέρυγες-δωματίων, Διοικητικά, Οικονομικά, Θρησκευτικά και Καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής,

Διαβάστε περισσότερα

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος

Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος Υπάρχει ο μαγικός κόσμος των μνημείων του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος ΑΠΛΟΤΗΤΑ και ΜΕΓΑΛΕΙΟ... Στο θέατρο τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδυάζονται με τον καλύτερο

Διαβάστε περισσότερα

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της.

Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της. Η Βοιωτία θεωρείται από αρχαίους και συγχρόνους ιστορικούς καθώς και γεωγράφους, περιοχή ευνοημένη από τη φύση και τη γεωπολιτική θέση της. Βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της ελληνικής χερσονήσου, πάνω στο

Διαβάστε περισσότερα

ΘΕΜΑ: «Προτάσεις για την Τουριστική Ανάπτυξη και προβολή της Τοπικής Κοινότητας Στράτου» Κύρια πύλη δευτερεύουσα πύλη πύλη Ακρόπολης Παραποτάμια πύλη

ΘΕΜΑ: «Προτάσεις για την Τουριστική Ανάπτυξη και προβολή της Τοπικής Κοινότητας Στράτου» Κύρια πύλη δευτερεύουσα πύλη πύλη Ακρόπολης Παραποτάμια πύλη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Στράτος 29-12 - 2011 ΝΟΜΟΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ Αριθμ. Πρωτ.: ΔΗΜΟΣ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΡΑΤΟY ΠΛΗΡ: Πατσέας Αναστάσιος ΤΗΛ: 6978558904 Π Ρ Ο Σ Κο Αντιδήμαρχο

Διαβάστε περισσότερα

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο

Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως. Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Θέατρο ιονύσου Ελευθερέως Λίλιαν Παπαγιαννίδη Βαρβάκειο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο 2013-2014 Λίγα λόγια για τον ιόνυσο Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους,

Διαβάστε περισσότερα

Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του

Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά όπου εγκαταστάθηκαν στους

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ

ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ ΜΑΝΩΛΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΒΠΠΓ ΣημαντικήακαρνανικήπόληχτισμένηστιςεκβολέςτουποταμούΑχελώου Στον κατάφυτο από βελανιδιές λόφο «Τρίκαρδο» συναντάμε τηςακαρνανικήςπόληςτωνοινιάδων. τα ερείπια Λόγω της στρατηγικής

Διαβάστε περισσότερα

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο. ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού για την Αθήνα του 2 ου αιώνα μ.χ Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο Ελεύθερη πρόσβαση Ώρες λειτουργίας του Μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται Ι. Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1. Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ας διαβάσουμε τι θα μάθουμε στο σημερινό μάθημα: Σκοπός: Σκοπός του παρόντος μαθήματος είναι να απαντήσουμε σε ένα «γιατί»: Γιατί χρειάστηκε

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας ΥΠΟΜΝΗΜΑ 1. Ο ΙΚΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΥ» 2. Ο ΙΚΙΑ «ΑΡΠΑΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ» 3. Δ Η Μ Ο Σ ΙΟ ΑΡΧΕΙΟ 4. ΑΓΟΡΑ 5. ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός ΜΑΘΗΜΑ 2 Ο ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη σωστή απάντηση από τις αντίστοιχες φράσεις α, β, γ. 1. Ο χώρος τέλεσης

Διαβάστε περισσότερα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα Ηφαίστειο της Θήρας Η Μινωική Κρήτη λόγω της εμπορικής αλλά και στρατηγικής θέσης της έγινε γρήγορα μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη. Οι Μινωίτες πωλούσαν τα προϊόντα τους σε όλη τη Μεσόγειο με αποτέλεσμα

Διαβάστε περισσότερα

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΠΑΡΤΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος 2017-2018 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κα ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ Πίνακας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΒΟΛΟΣ 2011 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Το αρχαίο θέατρο Φθιωτίδων Θηβών

Διαβάστε περισσότερα

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ

Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ Ένα ξεχασμένο θέατρο. (το Ρωμαϊκό Ωδείο) Έφη Νικολοπούλου, ΒΠΠΓ Στο ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας στη Κρήτη, έχουν εντοπιστεί από τους αρχαιολόγους τέσσερις θεατρικοί χώροι διαφορετικών εποχών.

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί 1. Να αντιστοιχήσετε τις λέξεις της στήλης Α με αυτές της στήλης Β. Α Β Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί Β. Αριστοκρατία β. Κριτήριο

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης Χαρακτηριστικό Παράδειγµα της Πολιτιστικής Πολιτικής της Ελλάδας Γενικές Αρχές: Α. Η πολιτιστική πολιτική της χώρας µπορεί

Διαβάστε περισσότερα

Η ανασκαφή της Καλαυρείας

Η ανασκαφή της Καλαυρείας Η ανασκαφή της Καλαυρείας Οι πρώτες ανασκαφές στο ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία, το βορειότερο νησί του Πόρου, έλαβε χώρα το 1894. Δύο Σουηδοί αρχαιολόγοι, ο Samuel (Sam) Wide και ο Lennart Kjellberg,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ

ΤΕΓΕΑ. Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ ΤΕΓΕΑ Γνωριμία με μια πόλη της αρχαίας Αρκαδίας Εύη Αργυροπούλου Αρχαιολόγος MA- Διπλωματούχος ξεναγός Τ: 697.323.2989 email: evan.argyropoulou@gmail.com Στάση 1η Αρχαιολογικό

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ Περιγραφή μνημείου Το αρχαίο θέατρο της Λίνδου διαμορφώνεται στους πρόποδες της δυτικής πλαγιάς του βράχου της λινδιακής ακρόπολης. Το κοίλο χωρίζεται σε

Διαβάστε περισσότερα

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗ: http //blgs.sch.gr/anianiuris ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Νιανιούρης Αντώνης (email: anianiuris@sch.gr) Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε Διηγούμαστε ή αφηγούμαστε ένα γεγονότος, πραγματικό

Διαβάστε περισσότερα

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ TMHMA ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΟΥΡΙΟ-ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Μαρία Γερολέμου Β`2 Καθηγήτρια: Μαρία Πουλιάου Χατζημιχαήλ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Γενική εισαγωγή...σελ.3 Ιστορική αναδρομή...σελ.4 Οικία Αχιλλέα...σελ.5 Οικία Μονομάχων...σελ.6 Παλαιοχριστιανική

Διαβάστε περισσότερα

Μακεδονικό παραδοσιακό σπίτι με εσωτερική αυλή, διόροφο χαγιάτι, αύλεια θύρα, και χώρο με δυνατότητα πρόσβασης από την αυλή αλλά και τον δρόμο 1

Μακεδονικό παραδοσιακό σπίτι με εσωτερική αυλή, διόροφο χαγιάτι, αύλεια θύρα, και χώρο με δυνατότητα πρόσβασης από την αυλή αλλά και τον δρόμο 1 Μακεδονικό παραδοσιακό σπίτι με εσωτερική αυλή, διόροφο χαγιάτι, αύλεια θύρα, και χώρο με δυνατότητα πρόσβασης από την αυλή αλλά και τον δρόμο Οπως και στη παραδοσιακή αρχιτεκτονική, κάποιοι χώροι του

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΟΙΝΙΑΔΩΝ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας. Φοίβος Αργυρόπουλος

Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας. Φοίβος Αργυρόπουλος Χώροι θέασης και ακρόασης της αρχαίας Ελευσίνας Φοίβος Αργυρόπουλος ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ Πανίερο έγινε το Θριάσιο πεδίο από τη στιγμή που η θεά Δήμητρα θέλησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο.

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ. Μετά τα Μηδικά κατακευάστηκε το 478 π.χ το Θεμιστόκλειο τείχος που χώρισε την κατοικημένη περιοχή από το νεκροταφείο. ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Η περιοχή ΒΔ της Αγοράς μέχρι το τείχος της πόλης, όπου το Δίπυλο, αλλά και πέρα από το τείχος, όπου και το σημαντικότερο νεκροταφείο της Αθήνας. Η ονομασία της οφείλεται στις εγκαταστάσεις

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΡΑΤΟΥ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου

Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου 09/04/2019 Μοναδικό παλαιοχριστιανικό μνημείο οι Κατακόμβες της Μήλου / Ιστορία - Εθνικά Θέματα Αθανάσιος Κίμων Ευθυμίου, Δημοσιογράφος Εκτός από κοιμητήριο, οι κατακόμβες ήταν και τόπος λατρείας. Έτσι

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ Â Αφηγηματική τεχνική είναι η προοικονομία. Με όσα αναφέρει ο ποιητής σε κάποιους στίχ ους, μας προϊδεάζει (μας δίνει μια ιδέα) τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, ώστε να είμαστε λίγο πολύ προετοιμασμένοι

Διαβάστε περισσότερα

Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου

Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου 29 Αυγούστου 2013 Η Αρχαία Τήνος, Συνέντευξη με την Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Νότα Κούρου Πολιτισμός / Συνεντεύξεις Στις 18 Αυγούστου 2013, στην κατάμεστη από κόσμο κεντρική συνεδριακή αίθουσα του Ιδρύματος

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΥΠΟΟΜΑΔΑ:ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ ΒΙΚΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΥΡΤΩ ΑΓΑΠΙΟΥ Αρχαία Αγορά Η λέξη αγορά παράγεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω,

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΛΥΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΓΡΙΦΟΥ (ή πως χώρεσαν 3000 χρόνια ιστορίας στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας)

ΤΟ ΛΥΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΓΡΙΦΟΥ (ή πως χώρεσαν 3000 χρόνια ιστορίας στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας) ΤΟ ΛΥΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΓΡΙΦΟΥ (ή πως χώρεσαν 3000 χρόνια ιστορίας στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαλαμίνας) 1. Η Ανάγκη Εικόνα 1 Η Βόρεια πτζρυγα τησ κεντρικήσ αίθουςασ (Β) του Μουςείου Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 6134 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α 1ο ΘΕΜΑ 1.α. (Ι). Να επιλέξετε και να γράψετε τη σωστή απάντηση για κάθε ομάδα από τις ακόλουθες ερωτήσεις: (με μαυρισμένα γράμματα είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη

Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία ΙΙ (5ος - 4ος αι. π.χ.) Ιφιγένεια Λεβέντη Τμήμα: Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 8. Πανελλήνια Ιερά. Δελφοί και Ολυμπία Τα Πανελλήνια

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή ΘΟΥΚΥ Ι ΗΣ ΟΛΟΡΟΥ ΑΛΙΜΟΥΣΙΟΣ Η ΖΩΗ ΤΟΥ Α. Ελεύθερης ανάπτυξης 1. Να γράψετε ένα κατατοπιστικό βιογραφικό σηµείωµα για το Θουκυδίδη, που θα µπορούσε να αποτελέσει

Διαβάστε περισσότερα

ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΥΣΟΥ ΑΡΧΑΙΟ ΙΚΑΡΙΟΝ

ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΥΣΟΥ ΑΡΧΑΙΟ ΙΚΑΡΙΟΝ ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΥΣΟΥ ΑΡΧΑΙΟ ΙΚΑΡΙΟΝ Ἐριχθονίου δὲ ἀποθανόντος καὶ ταφέντος ἐν τῷ αὐτῷ τεµένει τῆς Ἀθηνᾶς Πανδίων ἐβασίλευσεν, ἐφ οὗ ηµήτηρ καὶ ιόνυσος εἰς τὴν Ἀττικὴν ἦλθον. ἀλλὰ ήµητρα µὲν Κελεὸς [εἰς τὴν

Διαβάστε περισσότερα

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ( ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (1100-750 π.χ.).) Ή ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Δ. ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΣΕ ΑΥΤΌ ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΜΗΡΙΚΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΟΙ ΟΡΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ Ή ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Διαβάστε περισσότερα

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν 19 Ιανουαρίου 2017 Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν Επιστήμες / Ιστορία / Μουσεία Το Μουσείο της Ακρόπολης τιμά την επέτειο των 1900 χρόνων από την άνοδο στο θρόνο του φιλαθήναιου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Θα διδαχτούν η Ομήρου Οδύσσεια και οι Ηροδότου Ιστορίες σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Α) ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά Η Αγορά ήταν η μεγαλύτερη πλατεία της πόλης. Η πλατεία άρχισε να χρησιμοποιείται ως δημόσιος χώρος από τα αρχαϊκά χρόνια. Μέχρι τότε στην περιοχή υπήρχαν σπίτια και τάφοι. Ο

Διαβάστε περισσότερα

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ «ΑΓ. ΣΟΦΙΑ» Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η σημερινή βασιλική «Αγ. Σοφία» βρίσκεται στο κέντρο της κύριας νεκρόπολης της αρχαίας πόλης Σέρντικα. Σ αυτή την περιοχή έχουν ανακαλυφθεί

Διαβάστε περισσότερα

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής

Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ Η θεώρηση και επεξεργασία του θέματος οφείλει να γίνεται κυρίως από αρχιτεκτονικής απόψεως. Προσπάθεια κατανόησης της συνθετικής και κατασκευαστικής δομής

Διαβάστε περισσότερα

Α Κύκλος: 1 14 Ιουλίου 2013

Α Κύκλος: 1 14 Ιουλίου 2013 Α Κύκλος: 1 14 Ιουλίου 2013 ΔΕΥΤΕΡΑ, 1 Ιουλίου Άφιξη στο ξενοδοχείο Ιλισός και τακτοποίηση στα δωμάτια 17:30 Κέρασμα και συνάντηση με τους υπεύθυνους των Θερινών Σχολείων 20:30-23:00 ΤΡΙΤΗ, 2 Ιουλίου 09:30-10:00

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ «ΠΛΑΤΙΑΝΑΣ» 1 Μ Α Ρ Ι Α Μ Α Γ Ν Η Σ Α Λ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ε.Μ.Π. MSc Ε.Μ.Π. Το αρχαίο θέατρο, το επωνοµαζόµενο χάριν συντοµίας «θέατρο της Πλατιάνας», βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας Ακρόπολης στην κορυφή του όρους Λαπίθα. Η αρχαία ονοµασία της πόλης στην οποία ανήκε θεωρείται

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΠ 11 - Κεφάλαιο δύο: Η Πόλη- Κράτος - onlearn.gr - ελπ - εαπ .Σε τέσσερις ενότητες η γέννηση κι η εξέλιξη της πόλης κράτους, στην οποία βασίστηκε η οργάνωση ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού.

ΕΛΠ 11 - Κεφάλαιο δύο: Η Πόλη- Κράτος - onlearn.gr - ελπ - εαπ .Σε τέσσερις ενότητες η γέννηση κι η εξέλιξη της πόλης κράτους, στην οποία βασίστηκε η οργάνωση ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού. Κεφάλαιο δύο: Η Πόλη- Κράτος Σε τέσσερις ενότητες η γέννηση κι η εξέλιξη της πόλης κράτους, στην οποία βασίστηκε η οργάνωση ολόκληρου του ελληνικού πολιτισμού. Α Ενότητα: -- > Φυλετική οργάνωση των Ελλήνων

Διαβάστε περισσότερα

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >>

<< ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΕΣ >> 1 Ο ΕΠΑΛ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΤΑΞΗ Α ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2014 : > ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΥΚΗΝΩΝ Από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα. Χτισμένη πάνω

Διαβάστε περισσότερα

Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη των Μυκηνών

Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη των Μυκηνών ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ TMHMA ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Ακολούθησέ με... στην ακρόπολη

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινά Χρόνια. Τι έτρωγαν, Τι έπιναν Οι συνήθειες τους, Ενδυμασία

Βυζαντινά Χρόνια. Τι έτρωγαν, Τι έπιναν Οι συνήθειες τους, Ενδυμασία Βυζαντινά Χρόνια Τι έτρωγαν, Τι έπιναν Οι συνήθειες τους, Ενδυμασία Τι έτρωγαν Στη διατροφή των Βυζαντινών βασικό ρόλο είχαν το ψωμί, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά που τα μαγείρευαν με διάφορους

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

ΤΑΞΗ Ε. Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΑΞΗ Ε Pc8 ΝΤΙΝΟΣ & ΒΑΣΙΛΙΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ 4/12/2015 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ Η Ακρόπολη Αθηνών είναι ένας βραχώδης λόφος ύψους 156 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 μ. περίπου από το επίπεδο

Διαβάστε περισσότερα

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ   ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ 1 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ www.philosophical-research.org ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Λ. ΠΙΕΡΡΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2017-2018 ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΤΡΩΝ (18 η ) ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ (11 η ) Πέμπτη, 26 και

Διαβάστε περισσότερα

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë Σπάνια έχει κάποιος την ευκαιρία να διαβεί 2400 χρόνια ιστορίας, συγκεντρωµένα σε µια έκταση 58,37 εκταρίων που περικλείεται ανάµεσα στα τείχη της Μεσαιωνικής Πόλης. Έναν

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγικά κείμενα 2. Βαθμοί επιθέτων και επιρρημάτων Η σύγκριση 3. Το β συνθετικό Λεξιλόγιο 4. Οργάνωση και συνοχή της περιγραφής και της αφήγησης 5. Δραστηριότητες παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα 4 ο ΓυµνάσιοΗρακλείου σχολικόέτος 2012 13 Τµήµα : Α4 Επιµέλεια : Μυρτώ Παγωµενάκη, Νίκη Μαραζάκη, Ευγενία Ορφανουδάκη Φιλόλογος :Ευαγγελία Σερδάκη 1 ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες από τη Σαλαμίνα. Photo Album. by Πρίμπας Γεώργιος. Γιώργος Πρίμπας

Εικόνες από τη Σαλαμίνα. Photo Album. by Πρίμπας Γεώργιος. Γιώργος Πρίμπας Εικόνες από τη Σαλαμίνα Photo Album by Πρίμπας Γεώργιος Γιώργος Πρίμπας Σαλαμίνα. Προηγούμενα σχετικά αφιερώματα: Κυνόσουρα εδώ. Η Σπιναλόγκα του Σαρωνικού εδώ, Το σκεπτικό στη δημιουργία του παρόντος

Διαβάστε περισσότερα

1. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία

1. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ (Από οµάδα φιλολόγων) ΠΕ 02 ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ 1. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία Ερώτηµα 1 ο Ο Αλκιβιάδης εξάλλου υποστήριζε πως δεν έπρεπε, αφού είχαν εκπλεύσει µε τόσο µεγάλη δύναµη, να επιστρέψουν

Διαβάστε περισσότερα

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΒΑΘΜΟΣ :... ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΒΑΘΜΟΣ :... ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016 2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΤΑΞΗ: Α ΒΑΘΜΟΣ :... ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ Ολογράφως :... ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 2/06/2017 Υπογραφή :... ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 2 ΩΡΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου Η γυναίκα ως σύζυγος και μητέρα Η γυναίκα ως πολεμικό λάφυρο Γυναίκα και επιτάφιες τιμές ηρώων Η τύχη του γυναικείου πληθυσμού μετά την άλωση μιας πόλης

Διαβάστε περισσότερα

Πώς γράφεται μια προπτυχιακή εργασία στην Ιστορία της Τέχνης. Σχεδιάγραμμα. Γενικές οδηγίες

Πώς γράφεται μια προπτυχιακή εργασία στην Ιστορία της Τέχνης. Σχεδιάγραμμα. Γενικές οδηγίες Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Δώρα Μαρκάτου, επίκ. Καθηγήτρια Πώς γράφεται μια προπτυχιακή εργασία στην Ιστορία της Τέχνης

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Την Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016, οι μαθητές της Α Λυκείου του 2 ου ΓΕΛ Αγίου Δημητρίου επισκέφθηκαν το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, με συνοδούς καθηγητές, τις

Διαβάστε περισσότερα

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης

Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Έλλη Τσουρβάκα Χρήστος Χατζηγάκης Εργασίες-Δημιουργίες μαθητών Σχολικού Έτους 2014-2015(στο πλαίσιο καινοτόμου εκπαιδευτικού προγράμματος για τα Μουσεία στο Διαδίκτυο) «Εκφάνσεις Μουσειοπαιδαγωγικής στο

Διαβάστε περισσότερα

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού Κατά την περίοδο 2010 συνεχίσαμε την έρευνα τόσο στο χώρο της αίθουσας όσο και στο χώρο του αιθρίου με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση

Διαβάστε περισσότερα

Τα τυχερά παιχνίδια στην Αρχαιότητα

Τα τυχερά παιχνίδια στην Αρχαιότητα Τα τυχερά παιχνίδια στην Αρχαιότητα Στην αρχαία ιστορία οι έννοιες της τύχης και της τυχαιότητας διαπλέκονταν με αυτήν της μοίρας. Πολλοί αρχαίοι λαοί έριχναν ζάρια ώστε να καθορίσουν την μοίρα, και αυτό

Διαβάστε περισσότερα

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ

Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ Η ανάλυση των στοιχείων στο Παρατηρητήριο στο αρχαίο θέατρο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΝΕΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. βασίσθηκε στην εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα υπό τους κ.κ. Λάζαρο Κολώνα τ. γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Κεφάλαια: 2,3,6,7,8,9,10,11,13,14,15,16,18,19,21,22,23,24,25,26,31,32,37 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛ. ΓΛΩΣΣΑ & ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ Α) Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι: 1. Εισαγωγή α) Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΜΙΛΑΝΕ Anche le pietre parlano

ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΜΙΛΑΝΕ Anche le pietre parlano Archaeoschool for the Future: a Sustainability Approach ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Unità 1 ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΜΙΛΑΝΕ Anche le pietre parlano Tatiana Bovo Βήμα 1 (γλώσσα) Διάλογος 1 Στο ρωμαϊκό θέατρο. Κώστας Καλημέρα. Είναι

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Μάθημα: Ιστορία Τάξη: Α Λυκείου Χρόνος εξέτασης: 2 ώρες και 30 λεπτά ΜΕΡΟΣ Α (20 μονάδες) Να απαντήσετε ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ και στις δύο (2) ερωτήσεις. 1. Κάθε

Διαβάστε περισσότερα

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ http://hallofpeople.com/gr/bio/aquinas.php ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ Ο μεγαλύτερος και σπουδαιότερος φιλόσοφος του δευτέρου μισού του Μεσαίωνα ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, που έζησε από το 1225 ως το 1274. Υπήρξε ο σημαντικότερος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ

ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΑ ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗ ΓΕΝΙΚΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Διώροφο οικοδόμημα Θαλαμωτός τάφος

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ Τι είναι το έπος; Αρχικά η λέξη έπος σήμαινε «λόγος». Από τον 5ο αι. π.χ. όμως χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΝΟΤΙΑ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΚΛΙΤΥΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΝΟΤΙΑ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΚΛΙΤΥΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΝΟΤΙΑ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΚΛΙΤΥΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Project ΑΝΝΑ ΑΝΕΜΟΓΙΑΝΝΗ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΑΝΕΜΟΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΙΑ ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΤΑΒΙΘΑ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΝΟΤΙΑ ΠΛΑΓΙΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΝΟΤΙΑ ΚΛΙΤΥΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Η νότια πλαγιά της Ακρόπολης

Διαβάστε περισσότερα

Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή;

Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή; Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή; Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή; Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο Το πιο πολυδιαβασμένο στον κόσμο. Το πρώτο που τυπώθηκε από τον Γουτεμβέργιο

Διαβάστε περισσότερα

«Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης»

«Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης» «Αρχαιολογικοί χώροι και περιβαλλοντική εκπαίδευση- η μελέτη περίπτωσης της αρχαίας Μεσσήνης» Μαρία Μπαλάσκα & Ιωάννα Ραβάνη, μέλη της Π.Ο. του ΚΠΕ Καλαμάτας Οι περιβαλλοντικές συνθήκες, επηρεάζουν τον

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol.

Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol. Κώστας Ζάµπας Πολιτικός Μηχανικός ρ ΕΜΠ. Σκιάθου 43-11254 Αθήνα. Τηλέφωνο: 210-2237167 Φαξ: 210-2237257 Ηλεκτρονική διεύθυνση: c-zambas@hol.gr Αθήνα 4/2/2015 Προς τον Πρόεδρο τους µη κερδοσκοπικού σωµατείου

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ 4 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ - ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012 13 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΤΜΗΜΑ : Α4 ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΑΖΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΑΜΒΕΛΙΩΤΑΚΗ, ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑ ΑΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ : ΕΥ. ΣΕΡ ΑΚΗ 1 Ο ρόλος του οίκου

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου

Ανάγνωση - Περιγραφή Μνημείου: Ναός του Ηφαίστου ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Εργαστήριο Συγκοινωνιακής Τεχνικής Σχολή Αγρονόμων-Τοπογράφων Μηχανικών Τομές Τοπογραφίας Αποτυπώσεις Μνημείων Υπεύθυνος Διδάσκων: Γεωργόπουλος Ανδρέας Ανάγνωση - Περιγραφή

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ Όταν οι μαθητές δημιουργούν ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στην Α τάξη Γυμνασίου, οι μαθητές μας

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Σύγχρονο περιεχόμενο Α Πρόταση: Ø Διεπιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση προσαρμοσμένη στο είδος και τις

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑΝΩΝ «Ο ΚΕΡΑΜΟΣ»

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑΝΩΝ «Ο ΚΕΡΑΜΟΣ» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΑΝΩΝ «Ο ΚΕΡΑΜΟΣ» Εικόνα 1.Διαδρομή προς το Καστέλλι Το Καστέλλι (Τοπική Κοινότητα Καστελλίου Φουρνής) βρίσκεται στην Ανατολική Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στην περιφέρεια της

Διαβάστε περισσότερα

Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή;

Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή; Γιατί μελετούμε την Αγία Γραφή; Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή; Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο Το πιο πολυδιαβασμένο στον κόσμο. Το πρώτο που τυπώθηκε από τον Γουτεμβέργιο

Διαβάστε περισσότερα

Ορτυγία. Κάντε κλικ για να επεξεργαστείτε τον υπότιτλο του υποδείγματος

Ορτυγία. Κάντε κλικ για να επεξεργαστείτε τον υπότιτλο του υποδείγματος Ορτυγία Κάντε κλικ για να επεξεργαστείτε τον υπότιτλο του υποδείγματος Τοποθεσία Πού βρίσκεται; Το νησί της Ορτυγίας βρίσκεται στην κάτω Ιταλία στις Συρακούσες. Τα αξιοθέατα: Ο ναός του Απόλλωνα üη πλατεία

Διαβάστε περισσότερα