APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TOMOΣ B
|
|
- Ὀλυμπιόδωρος Βουρδουμπάς
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1
2 APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TOMOΣ B
3 APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TΟΜΟΣ B (BIBΛIA B -Γ ) Mετάφρασις-Σημειώσεις: Σπυρίδων X. Mαγγίνας Tίτλος: Aριστοτέλους Πολιτικά B Mετάφρασις-Σημειώσεις: Σπυρίδων X. Mαγγίνας Eκδ σεις: ΓEΩPΓIAΔH - «BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN» Yπε θυνος Eκδ σεως: Aδωνις Aθ. Γεωργιάδης Σελιδοποίησις: Aλέξιος Δ. Mάστορης copyright κδ σεις Λ. Γεωργιάδης 2006 SET: ISBN: Kεντρική διάθεσις: Mεσολογγίου 5, Aθ ναι, T.K , τηλ Bιβλιοπωλε α: Σ λωνος 114, Aθ ναι T.K , τηλ Kηφισίας 236, Kηφισιά T.K , Tηλ T.Θ Aθ ναι sales@georgiadesbooks.com Απαγορε εται ναδημοσίευσις λ κληρης μέρους τ ς παρο σης μελέτης, μ ποιοδήποτε μέσο, χωρ ς τ ν γραπτ δεια το κδ του τ ν νομίμων κληρον μων του. Επιτρέπεται ναφορ στ παρ ν βιβλίο στ περιεχ μεν του μ νον σ περίπτωσι πο παρουσιάζονται ρητ ς τ στοιχε α α το.
4
5 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΚΤΟΝ Τὸ πολίτευμα τῶν Λακεδαιμονίων καὶ αἱ περὶ αὐτοῦ κρίσεις Ο Αριστοτέλης ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ τὴν ἐξέτασιν τῶν πολιτευμάτων, τὰ ὁποῖα ἴσχυσαν πραγματικῶς εἰς διαφόρους ἑλληνικὰς πόλεις καὶ τῆς ἠπειρωτικῆς Ελλάδος καὶ ἔξω αὐτῆς. Εἰς τὰ προηγούμενα κεφάλαια ἔκαμε λόγον καὶ ἤλεγξε τὰ θεωρητικά, μὴ ἐφαρμοσθέντα ποτὲ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν πρᾶξιν, πολιτεύματα τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Φαλέου καὶ τοῦ Ιπποδάμου O Αριστοτέλης γράφει αὐτὰ ἔχων ὑπ ὄψει τὴν τότε ἰσχύουσαν πολιτικὴν καὶ κοινωνικὴν κατάστασιν καὶ γενικῶς τὸν ὅλον τρόπον τοῦ βίου τῶν Αρχαίων Ελλήνων, ὁ ὁποῖος ἀπήτει τὴν σ χο λ ὴ ν (τὴν μὴ ἀπασχόλησιν εἰς ἔργα χειρωνακτικά) τῶν πολιτῶν, διὰ νὰ ἔχουν τὸν καιρὸν αὐτοὶ νὰ παρακολουθοῦν τὰ δημόσια πράγματα τῆς πόλεως καὶ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς ἄλλας ὑψηλὰς ἀσχολίας Οἱ δοῦλοι εἰς τὴν «Θεσσαλίαν ἐλέγοντο «π ε ν έ σ τ α ι», ἡ δὲ τάξις αὐτῶν «πενεστεία» Εἰς τὴν Κρήτην οἱ δοῦλοι ἐλέγοντο «π ε ρ ί ο ι κ ο ι» Ως πρὸς τὸ πολίτευμα τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τὸ πολίτευμα τῶν Κρητῶν, ἐπίσης δὲ καὶ ὡς πρὸς τὰ πολιτεύματα 165 ὅλων περίπου τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν πόλεων, δύο τρόποι ἐξετάσεως ὑπάρχουν ὁ μὲν εἷς ἀποβλέπει νὰ καθορίσ η, ἐὰν τὰ πολιτεύματα αὐτὰ συνετάχθησαν κατά τινα σημεῖα καλῶς ἢ κακῶς ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἄριστον πολίτευμα, ὁ δὲ ἄλλος εἶναι νὰ καθορισθ ῆ, ἐὰν ἔχουν συνταχθ ῆ τὰ προκείμενα πολιτεύματα ἀντιθέτως κατά τι πρὸς τὴν βασικὴν ἀρχὴν καὶ τὸν θεμελιώδη χαρακτῆρα, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐβασίσθησαν. Οτι μὲν λοιπὸν πρέπει εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἔχ η καλὸν πολιτειακὸν καθεστώς, νὰ μὴ εἶναι οἱ πολῖται αὐτῆς ἀπησχολημένοι 166 εἰς τὴν ἐξοικονόμησιν τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸ ζῆν, τοῦτο εἶναι ἀποδεκτὸν ἀπὸ ὅλους ἀλλὰ κατὰ ποῖον τρόπον πρέπει νὰ ὑπάρχ η αὐτὸ (ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἀσχολίαν πρὸς ἐξοικονόμησιν τῶν ἐφοδίων τοῦ βίου), δὲν εἶναι εὔκολον νὰ καθορισθ ῆ. Διότι καὶ ἡ τάξις τῶν δούλων 167 εἰς τὴν Θεσσαλίαν ἐξηγέρθη πολλὰς φορὰς ἐναντίον τῶν Θεσσαλῶν κυρίων των, ὁμοίως δὲ καὶ οἱ εἵλωτες ἐξηγέρθησαν πολλὰς φορὰς ἐναντίον τῶν Λακώνων δεσποτῶν, διότι ἔζων οἱ δοῦλοι ὡσὰν νὰ ἔστηνον διαρκῶς ἐνέδρας κατὰ τὰς περιόδους, κατὰ τὰς ὁποίας ὑφίσταντο δυστυχήματα οἱ δεσπόται των εἰς τοὺς Κρῆτας ὅμως οὐδεμία ταιαύτη ἐξέγερσις τῶν δούλων συνέβη ἀκόμη μέχρι σήμερον. Αἴτιον δὲ τούτου εἶναι ἴσως τὸ ὅτι αἱ γειτονικαὶ εἰς τὴν Κρήτην πόλεις, καίτοι εὑρίσκονται εἰς πόλεμον μεταξύ των, ὅμως οὐδεμία ἀπὸ αὐτὰς συνεμάχησε πρὸς τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ ἐπαναστατήσουν δούλους, διότι δὲν ἐθεώρουν αὐτὸ συμφέρον των, ἐπειδὴ καὶ αὐταὶ αἱ ἴδιαι ἔχουν δούλους 168 εἰς τοὺς Λάκωνας ἀντιθέτως οἱ γειτονι- 9
6 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 169. Οἱ Αχαιοί, λαὸς γειτονικὸς πρὸς τοὺς Θεσσαλούς, ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν σημερινὴν Φθιώτιδα Οἱ Περραιβοὶ κατώκουν βορειοδυτικῶς τῆς Θεσσαλίας Οἱ Μάγνητες κατώκουν ἀνατολικῶς τῶν Θεσσαλῶν εἰς τὴν ἀπ αὐτῶν κληθεῖσαν Μαγνησίαν Ο Αριστοτέλης ἐννοεῖ τοὺς Σπαρτιάτας. κοὶ λαοὶ ἦσαν ὅλοι ἐχθροί των, δηλαδὴ οἱ Αργεῖοι καὶ οἱ Μεσσήνιοι καὶ οἱ Αρκάδες διὰ τοῦτο καὶ ἐναντίον τῶν Θεσσαλῶν ἐπανεστάτησαν κατ ἀρχὰς οἱ δοῦλοι, διότι τότε οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ πολεμοῦν ἀκόμη ἐναντίον τῶν γειτονικῶν των λαῶν, δηλαδὴ τῶν Αχαιῶν 169, τῶν Περραιβῶν 170 καὶ τῶν Μαγνήτων 171. Φαίνεται ὅμως ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν συνέβαινε τίποτε ἄλλο, τὸ ἔργον τῆς φροντίδος τῶν δούλων εἶναι πολὺ δύσκολον, κατὰ ποῖον τουτέστι τρόπον ἔπρεπε νὰ συμπεριφέρωνται πρὸς αὐτούς διότι οἱ δοῦλοι, ὅταν μὲν ἔχουν χαλαρὰν ἐπιτήρησιν, φέρονται κατὰ τρόπον θρασὺν καὶ θεωροῦν, ὅτι εἶναι ἄξιοι νὰ ἔχουν ἰσότητα πρὸς τοὺς κυρίους των, ὅταν ὅμως διάγουν βίον δυστυχῆ, μηχανεύονται ἐπίβουλα σχέδια ἐναντίον τῶν κυρίων των καὶ μισοῦν αὐτούς. Αὐτὰ λοιπὸν σημαίνουν, ὅτι ἐκεῖνοι, εἰς τοὺς ὁποίους 172 συμβαίνουν αὐταὶ αἱ ἀνωμαλίαι ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν δούλων, δὲν κατορθώνουν νὰ εὕρουν τὸν καλύτερον τρόπον πρὸς τακτοποίησιν τοῦ θέματος τούτου. Προσέτι δὲ ἡ ἐπικρατοῦσα εἰς τὴν Λακωνίαν ἐλευθεριότης τῶν γυναικῶν εἶναι ἐπιζημία καὶ ὡς πρὸς τὸν σκοπόν, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀποβλέπει τὸ πολίτευμα, καὶ ὡς πρὸς τὴν εὐδαιμονίαν τῆς πόλεως (τῆς Σπάρτης). Διότι καθὼς ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ εἶναι τὰ δύο μέρη τῆς οἰκογενείας, εἶναι φανερόν, ὅτι καὶ τὴν πόλιν πρέπει νὰ θεωρήσωμεν, ὅτι σχεδὸν διαιρεῖται εἰς δύο μέρη, δηλαδὴ εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἀνδρῶν καὶ εἰς τὸ πλῆθος τῶν γυναικῶν κατ ἀκολουθίαν εἰς ὅσα πολιτεύματα δὲν ἔχουν διακανονισθῆ καλῶς τὰ σχετικὰ πρὸς τὰς γυναῖκας θέματα, εἶναι ἀνάγκη νὰ πιστεύωμεν, ὅτι εἰς τὰ πολιτεύματα αὐτὰ τὸ ἥμισυ μέρος τῆς πόλεως παραμένει ἐκτὸς τῶν φροντίδων τοῦ νόμου. Τοῦτο ἀκριβῶς συνέβη ἐκεῖ (εἰς τὴν Λακωνίαν) διότι καίτοι ὁ νομοθέτης ἤθελε νὰ εἶναι ὁλόκληρος ἡ πόλις (ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ κάτοικοι) καρτερική, ἱκανὴ δηλαδὴ νὰ ὑπομέν η τὰς στερήσεις καὶ τὰ δεινά, ὡς πρὸς μὲν τοὺς ἄνδρας φαίνεται σαφῶς, ὅτι συνέταξε τὴν νομοθεσίαν του πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ σκοποῦ τούτου, ὡς 10 11
7 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 173. Ο Αριστοτέλης φαίνεται, ὅτι ἐκφράζεται ὁπωσδήποτε μὲ ὑπερβολικῶς αὐστηρὸν τρόπον, ὁ ὁποῖος συνάδει καὶ πρὸς ὅσα λέγει ἀνωτέρω περὶ τῶν γυναικῶν, ὅτι εἶναι ἐκ φύσεως κατώτεραι τοῦ ἀνδρός. Ο Πλούταρχος ὅμως εἰς τὸν βίον τοῦ Λυκούργου ἀντικρούει τὸν Αριστοτέλη δι ὅσα γράφει ἐνταῦθα περὶ τῶν γυναικῶν τῆς Σπάρτης. Ιδὲ βίον Λυκούργου εἰς τὸν 20όν τόμον τῆς παρούσης σειρᾶς Δηλαδὴ ἡ γυναικοκρατία Εξ ἴσου θὰ ἠδύνατο ὁ Αριστοτέλης νὰ ἐπικρίν η καὶ τὸν Θεμιστοκλῆ τὸν Αθηναῖον, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν, ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκυριάρχει αὐτὸς τῶν πολιτικῶν πραγμάτων εἰς τὰς Αθήνας, πραγματικὸς ἄρχων τῶν Αθηνῶν ἦτο ὁ υἱός του, ὁ πρὸς τὰς γυναῖκας ὅμως ἔδειξε τελείαν ἀδιαφορίαν διότι αἱ γυναῖκες διάγουν ἐκεὶ βίον ἀκόλαστον καὶ μαλθακὸν καὶ εἶναι ἐπιρρεπεῖς πρὸς πᾶσαν ἀκολασίαν 173. Επομένως εἰς μίαν τοιαύτης μορφῆς πολιτείαν τιμᾶται κατ ἀνάγκην ὁ πλοῦτος, καὶ πρὸ πάντων ἂν τύχ η νὰ ὑπάρχ η κυριαρχία τῶν γυναικῶν, καθὼς συμβαίνει εἰς πολλοὺς στρατιωτικοὺς καὶ πολεμικοὺς λαούς, ἐξαιρέσει τῶν Κελτῶν ἢ καὶ μερικῶν ἄλλων λαῶν, οἱ ὁποῖοι φανερῶς δεικνύουν προτίμησιν εἰς τὴν πρὸς τοὺς ἄρρενας ἐρωτικὴν ἐπαφήν. Καὶ φαίνεται πράγματι, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρῶτος ὡμίλησε κατὰ μυθικὸν τρόπον, ὅχι χωρὶς λόγον κατέστησε τὸν Αρην σύζυγον τῆς Αφροδίτης διότι ὅλοι οἱ πολεμικοὶ λαοὶ φαίνεται σαφῶς, ὅτι κατέχονται ἰσχυρῶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν ἢ τῆς πρὸς τοὺς ἄρρενας ἐρωτικῆς ὁμιλίας ἢ πρὸς τὰς γυναῖκας. Διὰ τοῦτο ἐπεκράτει αὐτὸ 174 καὶ εἰς τοὺς Λάκωνας, καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἡγεμονίας αὐτῶν πολλὰ δημόσια θέματα διεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες. Καὶ βεβαίως ποίαν διαφορὰν ἔχει νὰ ἄρχουν αἱ γυναῖκες ἢ οἱ ἄρχοντες νὰ κυβερνῶνται ὑπὸ τῶν γυναικῶν 175, διότι πράγματι καὶ εἰς τὰς δύο περιπτώσεις συμβαίνει τὸ ἴδιον πρᾶγμα. Καίτοι δὲ τὸ θάρρος τὸ ὑπερβολικὸν δὲν εἶναι χρήσιμον εἰς οὐδὲν ἀπὸ τὰ καθημερινὰ ἔργα, ἀλλὰ μόνον εἰς τὸν πόλεμον, αἱ γυναῖκες τῶν Λακώνων ὑπῆρξαν καὶ εἰς τὰ πολεμικὰ ζητήματα πάρα πολὺ ἐπιζήμιοι. Απέδειξαν δὲ αὐτὸ κατὰ τὴν εἰσβολὴν 176 τῶν Θηβαίων εἰς τὴν Λακωνίαν διότι οὐδεμίαν χρήσιμον ὑπηρεσίαν παρέσχον, καθὼς συνέβαινε εἰς ἄλλας πόλεις, ἀλλὰ ταραχὴν μόνον ἐδημιούργουν μεγαλυτέραν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Κατ ἀρχὴν μὲν λοιπὸν φαίνεται, ὅτι ἡ παρασχεθεῖσα ὑπὸ τῶν Λακώνων εἰς τὰς γυναῖκας ἐλευθεριότης εἶχε κἄποιαν δικαιολογίαν. Διότι λόγ ω τῶν πολλῶν ἐκστρατειῶν οἱ Λάκωνες παρέμενον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔξω τῆς ἰδικῆς των χώρας, διεξάγοντες πόλεμον καὶ ἐναντίον τῶν Αργείων καὶ πάλιν ἔπειτα ἐναντίον τῶν Αρκάδων καὶ τῶν Μεσσηνίων ἀφοῦ δὲ ἀπηλλάσσοντο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πολέμους οἱ Σπαρτιᾶται ἐπανήρχοντο εἰς τὸν εἰρη
8 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã ὁποῖος ἦτο κυρίαρχος τῆς μητρός του, αὐτὴ δὲ ὡς σύζυγος τοῦ Θεμιστοκλέους ἦτο κυρίαρχος αὐτοῦ Εννοεῖ ὁ Αριστοτέλης τὴν εἰσβολὴν τῶν Θηβαίων εἰς τὴν Λακωνίαν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Επαμεινώνδου κατὰ τὸ ἔτος 369 π.χ., ὅτε συνήφθη καὶ ἡ ἐν Μαντινεί α μάχ η, καθ ἣν τραυματισθεὶς βαρύτατα ὁ περιώνυμος στρατηγὸς ἀπέθανεν Οπως ἔλεγεν ὁ Αριστοφάνης. τὸν μὲν πλουτεῖν, τὸν δ ἄθλιον εἶναι γεωργεῖν τὸν μὲν πολλήν, τ ῶ δ εἶναι μηδὲ ταφῆναι. (Δηλαδή: ἄλλος μὲν εἶναι πλούσιος, ἄλλος δὲ ἐλεεινός καὶ ὁ μὲν εἷς καλλιεργεῖ μεγάλην ἔκτασιν γῆς, ὁ ἄλλος ὅμως οὔτε διὰ νὰ ταφ ῆ δὲν ἔχει τόπον) Δηλαδὴ εἴτε ἡ περιουσία μεταβιβάζεται ὡς προὶξ εἴτε ὡς κληρονομία. νικὸν βίον καὶ ἦσαν προπαρασκευασμένοι λόγ ω τῆς στρατιωτικῆς των ζωῆς νὰ δεχθοῦν μὲ εὐπείθειαν τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου καθοριζόμενα, διότι πράγματι ὁ στρατιωτικὸς βίος ἔχει πολλὰς ἀρετάς περὶ τῶν γυναικῶν ὅμως τῆς Σπάρτης λὲγουν, ὅτι ἐπεχείρησε μὲν ὁ Λυκοῦργος νὰ τὰς ἀναγκάσ η νὰ διαβιοῦν συμφώνως πρὸς τοὺς νόμους, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐταὶ προέβαλλον ἐμπόδια εἰς τὰς προσπαθείας του, ἠναγκάσθη νὰ ἐγκαταλείψ η αὐτάς. Υπεύθυνοι μὲν λοιπὸν δι ὅσα ἔγιναν εἰς τὴν Σπάρτην ἦσαν αὐταὶ αἱ γυναῖκες, ἑπομένως εἶναι φανερόν, ὅτι αὐταὶ ἦσαν ὑπεύθυνοι καὶ διὰ τὰς ἀτελείας ταύτας τοῦ πολιτεύματος ἀλλὰ ἡμεῖς βεβαίως δὲν ἐξετάζομεν τοῦτο, εἰς ποῖον δηλαδὴ πρέπει νὰ παρέχωμεν συγχώρησιν καὶ εἰς ποῖον δὲν πρέπει, ἀλλὰ ἐξετάζομεν τὸ θέμα τοῦ κατὰ πόσον εἶναι ὀρθὸν ἢ ὄχι τὸ πολίτευμα τῶν Λακώνων. Oπωσδήποτε ὅμως τὰ πράγματα ἐν σχέσει πρὸς τὰς γυναῖκας δὲν ἔχουν καλῶς, καθὼς ἐλέχθη καὶ προηγουμένως, καὶ φαίνεται, ὅτι ὄχι μόνον ἐμποιοῦν κἄποιαν ἀσχημίαν εἰς τὸ πολίτευμα αὐτὸ καθ ἑαυτό, ἀλλὰ καὶ συμβάλλουν κατά τι εἰς τὴν φιλαργυρίαν τῶν πολιτῶν. Διότι μετὰ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω σχετικῶς πρὸς τὸ θέμα τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν προερχομένης φιλαργυρίας θὰ ἠδύνατό τις τώρα νὰ ἐπικρίν η καὶ τὰ σχέσιν ἔχοντα πρὸς τὴν ἀνωμαλίαν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ εἰς τὸ θέμα τῶν περιουσιῶν. Διότι ἄλλοι μὲν ἐξ αὐτῶν (τῶν κατοίκων τῆς Λακωνικῆς) ἔτυχε νὰ ἔχουν πάρα πολὺ μεγάλην κτηματικὴν περιουσίαν, ἄλλοι δὲ ἀντιθέτως ἐντελῶς μικράν 177 διὰ τοῦτο ἡ ἰδιοκτησία τῆς γῆς περιῆλθεν εἰς τὰς χεῖρας ὀλίγων. Τὸ θέμα δὲ τοῦτο τῆς ἰδιοκτησίας διεκανονίσθη κακῶς διὰ τῶν σχετικῶν νόμων διότι ὁ νομοθέτης ἀπηγόρευσε μὲν τὴν ἀγορὰν ἢ τὴν πώλησιν τῆς ἀνηκούσης εἰς ἕκαστον περιουσίας, καὶ ὡς πρὸς τοῦτο ἔπραξεν ὀρθῶς, ἀλλὰ ἐξ ἀντιθέτου ἔδωσε τὸ δικαίωμα, εἰς ὅσους ἤθελον, νὰ δίδουν αὐτὴν ὡς προῖκα καὶ νὰ τὴν καταλείπουν ὡς κληρονομίαν καίτοι τὸ ἴδιον κατ ἀνάγκην συμβαίνει καὶ κατ ἐκεῖνον καὶ κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον 178. Ανήκουν δὲ καὶ εἰς 14 15
9 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 179. Ε π ί κ λ η ρ ο ς ἐλέγετο ἡ κόρη, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς οἰκογένειαν μὴ ἔχουσαν ἄρρενα τέκνα, ἑπομένως ἄνευ ἀδελφοῦ Εννοεῖ τὴν ἐν Λεύκτροις τῆς Βοιωτίας μάχην κατὰ τὸ 371 π.χ., κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Σπαρτιᾶται ἐνικήθησαν ὑπὸ τῶν Βοιωτῶν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Επαμεινώνδου καὶ ἀπώλεσαν τὴν ἡγεμονίαν Ο μεγάλος Ελλην ἱστορικὸς Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος λαμβάνων ὑπ ὅψει τὰ ἐνταῦθα λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ἔγραψεν, ὅτι ἡ Σπάρτη εἶχε μὲν πολίτευμα, ἀλλὰ δὲν εἶχε πολίτας, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς συνεχῶς ἐσμικρύνετο λόγ ω τῶν ἐκ τῶν πολέμων ἀπωλειῶν καὶ τῆς μὴ καταγραφῆς νέων πολιτῶν. Διὸ καὶ κατεστράφη Δηλαδὴ πρὸς τὴν βελτίωσιν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἐξισώσεως τῶν περιουσιῶν. τὰς γυναῖκας τὰ δύο πέμπτα ὁλοκλήρου σχεδόν τῆς ἑδαφικῆς ἐκτάσεως, καὶ διότι ἐγίνοντο πολλαὶ αἱ ἐπίκληροι 179 καὶ διότι ἔδιδον μεγάλας προῖκας. Καὶ ὅμως θὰ ἦτο καλύτερον νὰ εἶχεν ὁρισθ ῆ νὰ μὴ δίδεται οὐδεμία προὶξ ἢ νὰ δίδεται μικρὰ ἢ μετρία. Τώρα δὲ ἐπιτρέπεται εἰς τὸν πατέρα νὰ δώσ η ὡς σύζυγον τὴν θυγατέρα του, ἡ ὁποία εἶναι ἐπίκληρος, εἰς οἱονδήποτε θέλει, καὶ ἂν ἀποθάν η ὁ πατήρ, χωρὶς νὰ ἔχ η συντάξει διαθήκην, ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ πατὴρ θὰ ἀφήσ η κληρονόμον, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ δώσ η τὴν ἐπίκληρον ὡς σύζυγον εἰς οἱονδήποτε θέλει. Διὰ ταῦτα λοιπόν, ἂν καὶ ἡ χώρα (ἡ Λακωνική) ἦτο ἐπαρκὴς νὰ διατρέφ η ἐκ τῶν προϊόντων της χιλίους πεντακοσίους ἱππεῖς καὶ τριάκοντα χιλιάδας ὁπλιτῶν, ὅμως ὁ ὅλος ἀριθμὸς τῶν πολεμιστῶν της δὲν θὰ ἀνήρχετο οὔτε εἰς χιλίους. Κατέστη δὲ φανερὸν καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ὅτι δὲν εἶχον τακτοποιηθῆ ὀρθῶς τὰ ζητήματα τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν ἰδιοκτησίαν διότι ἓν μόνον πλῆγμα 180 δὲν κατώρθωσε νὰ ὑπομείν η ἡ πόλις (ἡ Σπάρτη), ἀλλὰ κατεστράφη 181 λόγ ω τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν της. Αλλὰ λὲγουν, ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν παλαιοτέρων βασιλέων παρεῖχον οἱ Σπαρτιᾶται πολιτικὰ δικαιώματα καὶ εἰς ἄλλους, ὥστε νὰ μὴ δημιουργῆται κατὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἐλάττωσις τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πολιτῶν, ἐπειδὴ διεξῆγον μακροχρονίους πολέμους, καὶ προσθέτουν, ὅτι ὑπῆρξαν κατὰ κἄποιαν χρονικὴν περίοδον εἰς τὴν Σπάρτην καὶ δέκα χιλιάδες πολιτῶν ἀλλὰ ὅμως, εἴτε ταῦτα εἶναι ἀληθινὰ εἴτε ὄχι, πάντως εἶναι συμφερώτερον νὰ αὐξάνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν πολιτῶν διὰ τῆς ἐξισώσεως τῶν περιουσιῶν. Αλλὰ καὶ ὁ νόμος πρὸς τούτοις ὁ σχετικὸς πρὸς τὴν τεκνοποίησιν εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν βελτίωσιν ταύτην 182. Επειδὴ δηλαδὴ ὁ νομοθέτης ἤθελε νὰ εἶναι οἱ Σπαρτιᾶται ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότεροι, παρεκίνει τοὺς πολίτας τῆς Σπάρτης νὰ γεννοῦν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα τέκνα διότι εἰς τὴν Σπάρτην ἰσχύει νόμος, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ μὲν γεννήσας τρεῖς υἱοὺς ἀπαλλάσσεται τῆς ὑποχρεώσεως νὰ 16 17
10 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 183. Εὰν ἡ χώρα εἶναι διανενεμημένη εἰς ἄνισα μερίδια, ὥστε ἄλλοι μέν, οἱ ὀλίγοι, νὰ ἔχουν μεγάλην κτηματικήν περιουσίαν, οἱ δὲ πολλοὶ ἐλαχίστην Εφορεία ἐλέγετο εἰς τὴν Σπάρτην τὸ διοικητικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον ἀπαρτίζετο ἐκ πέντε προσώπων, τῶν λεγομένων ἐφόρων, καὶ τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν ἀνωτάτην ἐξουσίαν, ἐλέγχον ἀκόμη καὶ τοὺς βασιλεῖς. Οπως λέγει ὁ Aριστοτέλης, ἡ δύναμις τῶν ἐφόρων ἦτο ἰσοτύραννος Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐξαγορασθοῦν οἱ ἔφοροι λόγ ω τῆς πενίας των Πρόκειται περὶ ἐπεισοδίου ἀγνώστου, τὸ ὁποῖον ὁ Αριστοτέλης προσάγει ὡς ἀπόδειξιν τοῦ ὅτι οἱ ἔφοροι λόγ ω τῆς ἐκ πτωχῶν προελεύσεώς των, διότι ἡ ἐκλογή των ἐγίνετο ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, ἐδωροδοκοῦντο πολλὰς φορὰς καὶ τοιουτοτρόπως ἐγίνοντο πρόξενοι ζημίας τῶν συμφερόντων τῆς Σπάρτης. στρατευθ ῆ, ὁ δὲ γεννῶν τέσσαρας υἱοὺς εἶναι ἀπηλλαγμένος παντὸς φόρου. Καὶ βεβαίως εἶναι φανερόν, ὅτι κατ ἀνάγκην θὰ προέλθ η μέγας ἀριθμὸς πτωχῶν, ἐὰν αἱ γεννήσεις εἶναι πολλαί, ἡ δὲ χώρα εἶναι διανενεμημένη κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον 183. Αλλὰ πρὸς τούτοις καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐφορείαν 184 τὰ πράγματα δὲν εὑρίσκονται εἰς καλὴν κατάστασιν. Διότι τὸ διοικητικὸν τοῦτο σῶμα ἀσκεῖ μὲν τὴν ἀνωτάτην εἰς τὴν Σπάρτην ἐξουσίαν, ἀλλὰ οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὸ ἔφοροι προέρχονται ἐξ ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ, ὥστε καταντᾶ πολλὰς φορὰς νὰ εἰσδύουν εἰς τὸ σῶμα τῶν ἀρχόντων ἄνθρωποι πτωχότατοι, οἱ ὁποῖοι λόγ ω τῆς πενίας των ἦτο δυνατὸν νὰ ἐξαγορασθοῦν. Απέδειξαν δὲ αὐτὸ 185 καὶ προηγουμένως μὲν πολλὰς φοράς, ἀλλὰ καὶ τώρα κατὰ τὴν σὺγχρονον ἐποχὴν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν Ανδρίων 186 ἐπειδὴ δηλαδὴ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν (τῶν ἐφόρων) ἐδωροδοκήθησαν, συνετέλεσαν, καθ ὃ ποσοστὸν ἐξηρτᾶτο ἐξ αὐτῶν, νὰ ζημιωθ ῆ καὶ νὰ κινδυνεύσ η νὰ καταστραφ ῆ ὁλόκληρος ἡ πόλις ἐπειδὴ πρὸς τούτοις ἡ ἐξουσία αὐτῶν ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ ἴση πρὸς τὴν ἐξουσίαν τῶν τυράννων, ἠναγκάζοντο ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ βασιλεῖς νὰ ἐπιδιώκουν νὰ προσελκύσουν αὐτούς, ὥστε καὶ ἐκ τούτου τοῦ λόγου νὰ ζημιώνεται καὶ νὰ ἀλλοιώνεται ἡ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος διότι τοιουτοτρόπως τὸ πολίτευμα ἐξ ἀριστοκρατίας ἀπέβαινε δημοκρατία. Οἱ ἄρχοντες λοιπὸν οὗτοι (οἱ ἔφοροι) ἀποτελοῦν τὸν συνεκτικὸν κρίκον τοῦ πολιτεύματος εἰς τὴν Λακωνίαν διότι ὁ λαός, ἐπειδὴ μετέχει της ἀνωτάτης ἐξουσίας 187, δὲν προκαλεῖ ταραχάς, ἀλλὰ παραμένει ἥσυχος, ὥστε εἴτε τοῦτο 188 συνέπεσε νὰ γίν η ἐκ πρω Μετεῖχον εἰς τὴν Σπάρτην ὁ λαὸς τῆς ἀνωτάτης ἐξουσίας διὰ τῶν ἐφόρων, διότι οὗτοι ἐξελέγοντο, ὅπως γράφει ὁ Αριστοτέλης, ὑπὸ ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ Δηλαδὴ τὸ νὰ ἐκλέγωνται οἱ ἔφοροι εἰς τὴν Σπάρτην ὑπὸ ὅλων τῶν πολιτῶν καὶ νὰ μετέχ η οὕτως ὁ λαὸς διὰ τῶν ἐφόρων τῆς ἐξουσίας
11 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 189. Ο Αριστοτέλης δὲν ἐπισημαίνει μόνον τὰς ἐλλείψεις τῶν διαφόρων, ἰσχυόντων πολλαχοῦ τῆς Ελλάδος, πολιτευμάτων καὶ τῶν ἄλλων, ὅσα προετάθησαν ὑπὸ φιλοσόφων καὶ ἰδιωτῶν, ἀλλὰ διαπιστώνει καὶ καθορίζει, ὅπως θὰ πράξ η τοῦτο ἐκτενέστερον καὶ κατωτέρω, καὶ τὰ μέσα, διὰ τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν νὰ διαφυλαχθοῦν κατά τινα τρόπον ἀλώβητα ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὰ διάφορα πολιτειακὰ καθεστῶτα, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀξίας ἢ τῆς φαυλότητος αὐτῶν Τὰ μέλη τῆς γερουσίας εἰς τὴν Σπάρτην ἦσαν εἴκοσι ὀκτώ, ἐκλεγόμενα ἐκ τῶν ἀρίστων πολιτῶν τῆς Σπάρτης καὶ διατηροῦντα ἰσοβίως τὸ ἀξίωμα τοῦτο. Τοῦ σώματος τῆς γερουσίας μετεῖχον καὶ οἱ δύο βασιλεῖς, ὥστε συνολικῶς τὰ μέλη αὐτῆς ἀνήρχοντο εἰς τριάκοντα. Περὶ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν μελῶν τῆς γερουσίας καὶ τῆς θέσεως αὐτῶν εἰς τὴν πολιτειακὴν διάρθρωσιν τῆς Σπάρτης γράφει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸν βίον τοῦ Λυκούργου. Ιδὲ εἰκοστὸν τόμον παρούσης σειρᾶς Δηλαδὴ τῆς γερουσίας, ἡ ὁποία μετὰ τῶν δύο βασιλέων ἀπετελεῖτο ἐκ τριάκοντα μελῶν. τοβουλίας τοῦ νομοθέτου εἴτε ἐκ τυχαίων περιστατικῶν, πάντως ἡ σύμπτωσις αὕτη τῆς ἐξουσίας τῶν ἐφόρων πρὸς τὸ δικαίωμα τοῦ λαοῦ νὰ ἐκλέγ η αὐτοὺς εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς κρατούσης πολιτικῆς καταστάσεως 189 διότι τὸ πολίτευμα (τὸ πολιτειακὸν καθεστώς), τὸ ὁποῖον θέλει νὰ διασωθ ῆ ἰσχῦον, πρέπει νὰ ἐπιδιώκ η νὰ εἶναι πάντα τὰ μέρη τῆς πόλεως τὰ αὐτὰ (ἀμετάβλητα) καὶ νὰ παραμένουν τὰ ἴδια οἱ μὲν λοιπὸν βασιλεῖς ἐπιθυμοῦν τοῦτο (νὰ παραμένουν δηλαδὴ ἀμετάβλητα τὰ μέρη τῆς πόλεως) λόγ ω τοῦ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖον κατέχουν, οἱ δὲ εὐγενεῖς ἐπιθυμοῦν τοῦτο λόγ ω τῆς γερουσίας 190, διότι ἡ ἐξουσία αὕτη παρέχεται ὡς βραβεῖον τῆς ἀξίας τῶν εὐγενῶν πολιτῶν ὁ λαὸς τέλος κατέχεται ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ταύτης λόγ ω τῆς ἀρχῆς τῶν ἐφόρων, διότι οἱ ἔφοροι προέρχονται ἐκ πάντων τῶν πολιτῶν. Αλλὰ ἡ ἀρχὴ αὕτη τῶν ἐφόρων ἔπρεπε μὲν νὰ ἐκλέγεται ἐκ πάντων τῶν πολιτῶν, ὄχι ὅμως καθ ὃν τρόπον γίνεται ἡ ἐκλογὴ σήμερον, διότι πράγματι ὁ τρόπος οὗτος εἶναι πολὺ παιδαριώδης. Προσέτι δὲ οἱ ἀποτελοῦντες τὸ σῶμα τῶν ἐφόρων ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις περὶ σημαντικωτάτων θεμάτων, καίτοι εἶναι τυχαῖοι ἄνθρωποι διὰ τοῦτο δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις κατὰ τὴν ἰδικήν των κρίσιν, ἀλλὰ συμφώνως πρὸς γραπτοὺς κανόνας καὶ τοὺς ἰσχύοντας νόμους. Αλλὰ πρὸς τούτοις καὶ ὁ τρόπος τῆς διαβιώσεως τῶν ἐφόρων δὲν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὰς προθέσεις τῆς πόλεως. Διότι ἡ διαβίωσις τῶν ἐφόρων εἶναι ὑπερβολικῶς ἐλυθεριάζουσα, ἐνῶ προκειμένου περὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν ἡ διαβίωσις ἔχει μάλλον ὑπερβολικῶς σκληρὸν χαρακτῆρα, ὥστε νὰ μὴ δύνανται αὐτοὶ νὰ ὑπομένουν τοὺς σκληροὺς περιορισμούς, ἀλλὰ νὰ ἀναγκάζωνται νὰ διαφεύγουν λαθραίως τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, διὰ νὰ ἔχουν τὴν ἀπόλαυσιν τῶν σωματικῶν ἡδονῶν. Επίσης καὶ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀρχῆς τῶν γερόντων 191 τὰ πράγματα δὲν ἔχουν καλῶς εἰς τὴν Σπάρτην. Διότι θὰ ἠδύνατό τις μὲν ἴσως νὰ εἴπ η, ὅτι ἡ ἀρχὴ αὕτη τῶν γερόντων 20 21
12 22 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς πόλεως, διότι ἀποτελεῖται ἐξ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνάρετοι καὶ ἔχουν ἐκπαιδευθῆ ἐπαρκῶς πρὸς ἄσκησιν τῆς τιμιότητος καὶ τῆς γενναιότητος, τὸ νὰ ἔχουν ὅμως αὐτοὶ καθ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ βίου των τὸ κυριαρχικὸν δικαίωμα νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις εἰς μεγάλα ζητήματα τῆς πόλεως, τοῦτο προκαλεῖ πολλὰς ἀντιρρήσεις διότι ὅπως μὲ τὴν παρέλευσιν τοῦ χρόνου γηράσκει τὸ σῶμα, τοιουτοτρόπως γηράσκει καὶ ἡ διάνοια. Επειδὴ δὲ ἐξ ἄλλου αὐτοὶ ἔχουν ἐκπαιδευθῆ κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης νὰ δυσπιστ ῆ πρὸς αὐτούς, ὅτι δὲν εἶναι ἀξιόλογοι ἄνδρες, καὶ τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνον. Αλλὰ πρὸς τούτοις οἱ μετέχοντες τῆς ἀρχῆς ταύτης (τῆς γερουσίας) ἀποκαλύπτονται ὅτι διαφθείρονται διὰ δώρων καὶ ὅτι εἰς πολλὰς ὑποθέσεις δεικνύουν εὔνοιαν πρὸς ζημίαν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος. Διὰ τοῦτο εἶναι συμφερώτερον νὰ μὴ εἶναι αὐτοὶ ἀνεύθυνοι τώρα ὅμως εἶναι. Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις νὰ νομίσ η, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν ἐφόρων ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καλ ῆ εἰς λογοδοσίαν πάσας τὰς ἄλλας ἀρχάς τὸ δικαίωμα τοῦτο εἶναι βεβαίως πολὺ μεγάλη παραχώρησις εἰς τὴν ἐφορείαν (εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν ἐφόρων), ἀλλὰ δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι πρέπει κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον νὰ δίδουν λογοδοσίαν αἱ διάφοροι ἀρχαὶ πρὸς τοὺς ἐφόρους. Προσέτι δὲ καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκλογῆς, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναδεικνύουν τοὺς γέροντας (τὰ μέλη τῆς γερουσίας), εἶναι ὡς πρὸς τὸ εἶδος τῆς κρίσεως παιδαριώδης ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ὁ μέλλων νὰ καταλάβ η τὸ ἀξίωμα εἰς τὴν γερουσίαν ζητεῖ ὁ ἴδιος αὐτό, καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ὀρθόν διότι ὁ ἄξιος νὰ κατέχ η τὴν ἀρχὴν πρέπει νὰ ἄρχ η καὶ μὲ τὴν θέλησίν του καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν του. Εν προκειμέν ω ὅμως συμβαίνει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον καθίσταται φανερόν, ὅτι πράττει ὁ νομοθέτης ἐν σχέσει καὶ πρὸς τὴν ἄλλην πολιτικὴν διάρθρωσιν διότι ἀποβλέπων ὁ νομοθέτης νὰ καταστήσ η πάντας τοὺς πολίτας φιλοδόξους μεταχειρίζεται τοῦτο τὸ μέσον καὶ κατὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν γερόντων. διότι οὐδεὶς πολί- 23
13 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 192. Ο Αριστοτέλης ἐπικρίνει ἐνταῦθα τὸν νομοθέτην τῆς Σπάρτης, διότι ἀποβλέπων νὰ ἐξάψ η τὴν φιλοδοξίαν πάντων τῶν πολιτῶν πρὸς κατάληψιν τῶν διαφόρων ἀξιωμάτων ἐπέβαλλεν εἰς αὐτοὺς νὰ ζητοῦν οἱ ἴδιοι αὐτό. Αλλὰ κατὰ τὸν Αριστοτέλη μόνον ὁ ἄξιος εἴτε ἐκουσίως εἴτε ἀκουσίως πρέπει νὰ καταλαμβάν η τὴν ἀρχήν, διότι ἡ φιλοδοξία ἄγει μετὰ τῆς φιλαργυρίας εἰς τὴν διάπραξιν ἀδικημάτων Ο Αριστοτέλης ἔχει ὑπ ὅψει του ἐνταῦθα μόνον τοὺς βασιλεῖς τῆς Σπάρτης Εννοεῖ ὁ Αριστοτέλης τοὺς δύο ἐφόρους, τοὺς ὁποίους οἱ Σπαρτιᾶται ἀπέστελλον μετὰ τῶν βασιλέων ἔξω τῆς Σπάρτης, ὁσάκις οἱ βασιλεῖς ἐξήρχοντο αὐτῆς ἢ ὡς ἀρχηγοὶ ἐκστρατείας ἢ πρὸς ἐκτέλεσιν ἄλλης ἀποστολῆς Οπως γράφει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸν βίον τοῦ Λυκούργου, τὰ συσσίτια κατὰ μίαν ἐκδοχὴν ἐκαλοῦντο εἰς τὴν Σπάρτην φιδίτια, διότι ἀπέβλεπον κατὰ τὴν πρόθεσιν τοῦ νομοθέτου νὰ ἀναπτύξουν φιλικοὺς δεσμοὺς μεταξὺ τῶν πολιτῶν. της ἤθελε ζητήσει νὰ ἄρχ η, ἐὰν δὲν εἶναι φιλόδοξος. Εἶναι ὅμως βέβαιον, ὅτι τὰ περισσότερα ἐκ τῶν ἀδικημάτων, τὰ ὁποῖα διαπράττονται ἐκ προθέσεως, συμβαίνουν σχεδὸν λόγ ω τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλαργυρίας τῶν ἀνθρώπων 192. Περὶ δὲ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἐὰν εἶναι συμφερώτερον νὰ ὑπάρχ η εἰς τὰς πόλεις ἢ δὲν εἶναι, περὶ αὐτοῦ θὰ γίν η ἄλλος λόγος ἀλλὰ εἴτε συμφέρει εἴτε δὲν συμφέρει, πάντως εἶναι προτιμότερον νὰ μὴ συμβαίνουν τὰ πράγματα καθ ὃν τρόπον συμβαίνουν τώρα, ἀλλὰ νὰ κρίνεται ἕκαστος ἐκ τῶν βασιλέων 193 συμφώνως πρὸς τὰς πράξεις τοῦ ἰδικοῦ του βίου. Οτι δὲ ὁ νομοθέτης τῆς Σπάρτης οὔτε αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔχει τὴν γνώμην, ὅτι δύναται νὰ καταστήσ η τοὺς βασιλεῖς τελείους ἀνθρώπους, τοῦτο εἶναι φανερὸν ἐκ τοῦ ὅτι δὲν πιστεύει, ὅτι εἶναι αὐτοὶ εἰς ἱκανοποιητικὸν βαθμὸν ἀξιόλογοι ἄνδρες διὰ τοῦτο (οἱ Σπαρτιᾶται) ἀπέστελλον μετὰ τῶν βασιλέων ὡς πρεσβευτὰς μετ αὐτῶν τοὺς ἐχθρούς των 194, καὶ τὴν διχοστασίαν τῶν βασιλέων ἐθεώρουν ὡς σωτηρίαν εἰς τὴν πόλιν. Αλλὰ οὔτε καὶ ὡς πρὸς τὰ συσσίτια, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν Σπάρτην ἐκαλοῦντο φιδίτια 195, τὰ θέματα ἔχουν καθορισθῆ καλῶς ὑπὸ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κατὰ πρῶτον συνέστησεν αὐτά. Διότι ἔπρεπε τὰ ἔξοδα τῶν συσσιτίων νὰ καταβάλλωνται μάλλον ἀπὸ τὸ κοινὸν ταμεῖον, καθὼς γίνεται εἰς τὴν Κρήτην εἰς τοὺς Λάκωνας ὅμως πρέπει νὰ συνεισφέρ η ἕκαστος χωριστά, ἂν καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν εἶναι πάρα πολὺ πτωχοὶ καὶ δὲν δύνανται νὰ καταβάλλουν αὐτὴν τὴν δαπάνην, ὥστε τὸ πρᾶγμα λαμβάνει ἀντίθετον χαρακτῆρα πρὸς τὴν πρόθεσιν τοῦ νομοθέτου. Διότι θέλει μὲν ὁ νομοθέτης νὰ ἔχ η δημοκρατικὸν χαρακτῆρα τὸ σύστημα τῶν συσσιτίων, ἀλλὰ γίνεται ἐλάχιστα δημοκρατικὸν καθ ὃν τρόπον ἔχει καθορισθῆ εἰς τὴν πραγματικότητα. Διότι βεβαίως δὲν εἶναι εὔκολον νὰ μετέχουν τῶν συσσιτίων ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολὺ πτωχοί, εἶναι ὅμως προϋπόθεσις τοῦ πολιτεύματος αὐτῶν, ἡ ὁποία ἰσχύει ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐποχήν, νὰ μὴ μετέχ η τῆς πολιτικῆς ζωῆς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν δύναται νὰ καταβάλλ η αὐτὴν τὴν 24 25
14 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 196. Ο θεσμὸς τῶν ναυάρχων καθιερώθη εἰς τὴν Σπάρτην κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἕκτου π.χ. αἰῶνος, ἀπέβλεψε δὲ ὁ νομοθέτης διὰ τούτου εἰς τὸν περιορισμὸν τῆς δυνάμεως τῶν βασιλέων Ο Πλάτων διὰ τοῦ στόματος τοῦ Α θ η ν α ί ο υ ξ έ ν ο υ, ἑνὸς τῶν τριῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα διαλέγονται εἰς τοὺς «Νόμους», ἐπικρίνει τὸ Σπαρτιατικὸν πολίτευμα, διότι ἀπέβλεπεν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸ νὰ παρασκευάζ η τοὺς πολίτας τῆς Σπάρτης καταλλήλους μόνον διὰ τὸν στρατιωτικὸν βίον καὶ τὴν διεξαγωγὴν πολέμων, ἀνικάνους δὲ πρὸς πᾶσαν ἄλλην δρᾶσιν εἰρηνικῆς μορφῆς Ο Αριστοτέλης καθορίζει ἐνταῦθα, ὅτι ἡ ἀδιαφορία τῶν Σπαρτιατῶν πρὸς τὸν δημόσιον θησαυρὸν καὶ ὁ πλημμελὴς τρόπος τῆς καταβολῆς τῶν φόρων ὠφείλετο εἰς τὸ ὅτι τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς Λακωνικῆς χώρας ἦτο ἰδιοκτησία τῶν πολιτῶν τῆς Σπάρτης, ἐνῶ ἐλάχιστον μέρος αὐτῆς ἀνῆκεν εἰς τὸ δημόσιον. εἰσφορὰν εἰς τὰ συσσίτια. Επίσης καὶ τὸν νόμον τὸν σχετικὸν πρὸς τοὺς ναυάρχους ἔχουν ἐπικρίνει καὶ μερικοὶ ἄλλοι, καὶ ὀρθῶς τὸν ἐπέκριναν. Διότι ὁ νόμος οὗτος καθίσταται αἴτιον ἀναστατώσεως τοῦ πολιτεύματος, καθόσον πλησίον τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἰσόβιοι στρατηγοὶ (ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ), ἐγκατεστάθη ἡ ἀρχὴ τῶν ναυάρχων 196, ἡ ὁποία ἔχει σχεδὸν τὸν χαρακτῆρα ἄλλης βασιλικῆς ἀρχῆς. Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο θὰ ἠδύνατό τις νὰ ἐπικρίν η τὴν βασιλικὴν ἀρχὴν τοῦ νομοθετήσαντος τὸ πολίτευμα τῆς Σπάρτης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Πλάτων 197 ἐπέκρινεν εἰς τοὺς Νόμους του διότι πράγματι τὸ ὅλον νομοθετικὸν σύστημα τῆς Σπάρτης ἀποβλέπει εἰς τὴν καλλιέργειαν ἑνὸς μόνον μέρους τῆς ἀρετῆς, δηλαδὴ τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς διότι ἡ ἀρετὴ αὕτη εἶναι βεβαίως κατάλληλος πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς κυριαρχίας τῶν Σπαρτιατῶν. Διὰ τοῦτο οἱ Λάκωνες διεσ ώζοντο μὲν (διέσ ωζον δηλαδὴ τὴν ἡγεμονίαν των) καθ ὃν χρόνον διεξῆγον πολέμους, ὅτε ὅμως ἤσκουν τὴν ἐξουσίαν ὡς ἀρχηγοί, κατεστρέφοντο, διότι δὲν ἐγνώριζον νὰ ζοῦν ἀπέχοντες τοῦ πολέμου οὔτε εἶχον ἐπιδοθ ῆ εἰς οὐδεμίαν ἄλλην ἀσχολίαν σημαντικωτέραν τῆς πολεμικῆς. Οχι δὲ μικρότερον τούτου σφάλμα εἶναι καὶ τὸ ἑπόμενον νομίζουν δηλαδὴ οἱ Σπαρτιᾶται, ὅτι τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι περιζήτητα, ἀποκτῶνται μᾶλλον διὰ τῆς ἀρετῆς παρὰ διὰ τῆς κακίας, καὶ ἡ γνώμη των αὕτη εἶναι πράγματι ὀρθή, ὅτι ὅμως θεωροῦν αὐτὰ ἀνώτερα τῆς ἀρετῆς, τοῦτο δὲν εἶναι ὀρθόν. Ομοίως ἔχει ρυθμισθῆ κακῶς εἰς τοὺς Σπαρτιάτας καὶ τὸ θέμα τῶν δημοσίων χρημάτων. Διότι οὐδὲν χρηματικὸν ποσὸν ὑπάρχει εἰς τὸ δημόσιον ταμεῖον τῆς Σπάρτης, ὅταν οἱ Σπαρτιᾶται εὑρίσκωνται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀναλάβουν τὴν διεξαγωγὴν μεγάλων πολέμων, ἐπίσης δὲ καὶ αἱ συνεισφοραὶ εἰς τὸ δημόσιον γίνονται κατὰ κακὸν τρόπον τοῦτο δὲ συμβαίνει, διότι οἱ Σπαρτιᾶται πολῖται λόγ ω τοῦ ὅτι τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς χώρας των ἀνήκει εἰς τοὺς ἰδίους δὲν ἐλέγχουν ἀμοιβαίως τὰς εἰσφοράς, τὰς ὁποίας καταβάλλουν 198. Καὶ τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἀπέβη 26 27
15 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã παρὰ τὴν θέλησιν τοῦ νομοθέτου ἀντίθετον πρὸς τὸ συμφέρον της πόλεως διότι τὴν μὲν πόλιν ἀπεγύμνωσε χρημάτων, τοὺς δὲ πολίτας ἰδιώτας κατέστησε φιλαργύρους. Περὶ τοῦ πολιτεύματος λοιπὸν τῶν Λακεδαιμονίων ἂς θεωρηθοῦν ἐπαρκῆ ὅσα ἔχουν λεχθ ῆ ἀνωτέρω διότι αὐτὰ εἶναι τὰ κύρια μέρη, τὰ ὁποῖα θὰ ἠδύνατό τις πρὸ πάντων νὰ ἐπικρίν η Ο βασιλεὺς οὗτος τῆς Σπάρτης φέρεται καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα Χαρίλαος, ὅπερ εἶναι καὶ τὸ συνηθέστερον Η Λ ύ κ τ ο ς ἢ κατ ἄλλον τρόπον Λ ύ τ τ ο ς ἦτο μία ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων καὶ σπουδαιοτέρων πόλεων τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Ομήρου ὡς μία τῶν ἑπτὰ πρωτευουσῶν τῆς μεγαλονήσου. Εκειτο εἰς τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς Κρήτης, νοτιοανατολικῶς τῆς Κνωσσοῦ. Η πόλις αὕτη ἱδρύθη κατὰ τὸν δέκατον αἰῶνα π.χ. ὑπὸ ἀποίκων ἐκ τῆς Σπάρτης. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ Περὶ τοῦ Κρητικοῦ πολιτεύματος ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ Σπαρτιατικόν 10. Τὸ δὲ πολίτευμα τῆς Κρήτης ἵσταται κατὰ τὴν μορφὴν πλησίον τοῦ Σπαρτιατικοῦ τούτου πολιτεύματος καὶ ἔχει ὀλίγα μὲν μέρη ὄχι κατώτερα αὐτοῦ, κατὰ τὸ μεγαλύτερον ὅμως ποσοστὸν εἶναι συντεταγμένον κατὰ τρόπον ὀλιγώτερον ἐπιμεμελημένον καὶ ἀκριβῆ. Καὶ πράγματι φαίνεται καὶ ἐπικρατεῖ ἐπίσης ἡ φήμη, ὅτι τὸ πολίτευμα τῶν Λακώνων ἀποτελεῖ κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος ἀπομίμησιν τοῦ Κρητικοῦ πολιτεύματος τὰ περισσότερα ὅμως μέρη τοῦ ἀρχαίου Κρητικοῦ πολιτεύματος ἔχουν κατωτέραν ὀργάνωσιν τοῦ νεωτέρου Λακωνικοῦ πολιτεύματος. Διηγοῦνται λοιπόν, ὅτι ὁ Λυκοῦργος, ἀφοῦ παρ ητήθη ἀπὸ τὴν ἐπιτρόπευσιν τοῦ βασιλέως Χαρίλλου 199 καὶ ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς Σπάρτης, τότε κατὰ τὸ μεγαλύτερον χρονικὸν διάστημα τῆς ἀποδημίας του διέμεινεν εἰς τὴν Κρήτην λόγ ω τῶν συγγενικῶν δεσμῶν τῶν Λακώνων πρὸς τοὺς Κρῆτας διότι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Λύκτου 200 ἦσαν ἄποικοι προελθόντες ἐκ τῆς Λακωνίας, αὐτοὶ δέ, ὅτε ἔφθασαν εἰς τὴν ἀποικίαν, παρέλαβον τὴν νομοθεσίαν, ἡ ὁποία ἴσχυε τότε εἰς τοὺς παλαιοὺς κατοίκους αὐτῆς. Διὰ τοῦτο ἀκόμη καὶ σήμερον οἱ περίοικοι (οἱ δοῦλοι) συμπεριφέρονται πρὸς αὐτοὺς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, διότι νομίζουν, ὅτι πρῶτος ὁ Μίνως συνέταξε τοὺς ἰσχύοντας νόμους. Φαίνεται δέ, ὅτι ἡ νῆσος (ἡ Κρήτη) κατέ
16 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 201. Οἱ ἀρχαῖοι Ελληνες κάτοικοι τῆς Κρήτης ἦσαν ἐγκατεστημένοι πλησίον τῆς θαλάσσης, ἡ ὁποία περιβάλλει τὴν νῆσον Τὸ Tριόπιον ἀκρωτήριον κεῖται εἰς τὴν Μικρὰν Ασίαν ἀπέναντι τῆς Ρόδου, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκτισμένη ἡ πόλις Κνίδος Η Κ α μ ι κ ὸ ς πόλις τῆς Σικελίας, τῆς ὁποίας ὁ βασιλεὺς Κώκαλος ἐφόνευσε διὰ δόλου τὸν Μίνω, ὅτε οὗτος ἐξεστράτευσεν ἐκεῖ Οἱ περίοικοι ἦσαν οἱ δοῦλοι τῶν Κρητῶν Α νδρεῖα ἐλέγοντο προφανῶς τὰ συσσίτια λόγ ω τοῦ ὅτι μετεῖχον αὐτῶν μόνον ἄρρενες. χει ἐκ φύσεως κατάλληλον θέσιν, διὰ νὰ εἶναι κυρίαρχος τῆς Ελλάδος διότι οἱ κάτοικοι αὐτῆς εἶναι ἐγκαθιδρυμένοι γύρω ἀπὸ ὅλην τὴν θάλασσαν (ἡ ὁποία περιβρέχει τὴν νῆσον) 201, σχεδὸν δὲ καὶ πάντες οἱ Ελληνες εἶναι ἐγκατεστημένοι πλησίον τῆς θαλάσσης διότι ἡ Κρήτη εὑρίσκεται εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀφ ἑνὸς μὲν ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου, ἀφ ἑτέρου δὲ ἀπὸ τῆς Ασίας, πρὸς τὴν ὁποίαν πλησιάζει ἀπὸ τὸν περὶ τὸ Τριόπιον 202 χῶρον καὶ τὴν Ρόδον. Διὰ τοῦτο ὁ Μίνως ἔγινε κυρίαρχος τῆς θαλάσσης, καὶ ἐκ τῶν νήσων ἄλλας μὲν κατέλαβεν, εἰς ἄλλας δὲ ἐγκατέστησεν ἀποίκους ἐκ τῆς Κρήτης, τέλος δὲ ἐκστρατεύσας κατὰ τῆς Σικελίας ἀπέθανεν ἐκεὶ εἰς τὴν Καμικόν 203. Η ἰσχύουσα δὲ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάστασις εἰς τὴν Κρήτην ἔχει πολλὰς ὁμοιότητας πρὸς τὰ κρατοῦντα εἰς τὴν Λακωνίαν. Εἰς μὲν τὴν Λακωνίαν δηλαδὴ καλλιεργοῦν τὴν γῆν οἱ εἵλωτες πρὸς τὸ συμφέρον τῶν Σπαρτιατῶν, διὰ δὲ τοὺς Κρῆτας καλλιεργοῦν τὴν γῆν οἱ περίοικοι 204, ἐπίσης δὲ οἱ δύο οὗτοι λαοὶ ἔχουν ἐφαρμόσει τὸ σύστημα τῶν συσσιτίων, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν παλαιὰν ἐποχὴν οἱ Λάκωνες δὲν τὰ ὠνόμαζον ὅπως τώρα φιδίτια ἀλλὰ ἀνδρεῖα 205, καθὼς δηλαδὴ ὀνομάζουν αὐτὰ οἱ Κρῆτες καὶ ἐκ τούτου καθίσταται φανερόν, ὅτι ὁ θεσμὸς τῶν συσσιτίων εἰς τὴν Σπάρτην προῆλθεν ἐκ τῆς Κρήτης. Προσέτι δὲ καὶ ἡ διάρθρωσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ πολιτεύματος ἔχει προέλευσιν ἐκ τῆς Κρήτης. Διότι οἱ ἔφοροι εἰς τὴν Σπάρτην ἔχουν τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ἔχουν εἰς τὴν Κρήτην οἱ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται κόσμοι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι οἱ μὲν ἔφοροι εἶναι πέντε κατὰ τὸν ἀριθμόν, οἱ δὲ κόσμοι δέκα ἐπίσης ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξὺ τῆς Σπαρτιατικῆς γερουσίας καὶ τῆς Κρητικῆς, τὴν ὁποίαν οἱ Κρῆτες ὀνομάζουν βουλήν, εἶναι δὲ τὰ μέλη αὐτῶν ἴσα κατὰ τὸν ἀριθμόν εἰς τὴν Κρήτην ὑπῆρχεν ἐπίσης κατὰ τοὺς παλαιοτέρους χρόνους βασιλεία, ἀλλὰ βραδύτερον κατήργησαν αὐτὴν οἱ Κρῆτες, καὶ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ στρατοῦ ἐν καιρ ῶ πολέμου ἀναλαμβάνουν οἱ κόσμοι. Πρὸς τούτοις εἰς τὰς συνελεύσεις 30 31
17 32 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã μετέχουν πάντες οἱ πολῖται εἰς τὴν Κρήτην, δὲν ἔχουν ὅμως αὖται οὐδεμίαν κυρίαρχον γνώμην, ἀλλὰ ἁπλῶς ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἐπικυρώνουν διὰ τῆς ψήφου των τὰς ἀποφάσεις τῆς γερουσίας καὶ τῶν κόσμων. Αλλὰ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν συσσιτίων τὰ πράγματα εἰς τοὺς Κρῆτας εἶναι εἰς καλυτέραν κατάστασιν παρὰ εἰς τοὺς Λάκωνας. Διότι εἰς μὲν τὴν Λακεδαίμονα ἕκαστος ἐκ τῶν πολιτῶν συνεισφέρει ἐκ τῶν ἰδίων τὰ καθορισθέντα διὰ τὰ συσσίτια εἴδη, ἐν ἐναντί α ὅμως περιπτώσει, καθ ἣν δηλαδὴ ὁ πολίτης δὲν συνεισφέρει ἐκ τῶν ἰδίων, ὑπάρχει νόμος, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει νὰ μετέχ η οὗτος τῆς πολιτικῆς ζωῆς, καθὼς ἔχει λεχθ ῆ καὶ προηγουμένως, εἰς τὴν Κρήτην ὅμως ἡ συνεισφορὰ ὑπὲρ τῶν συσσιτίων γίνεται κατὰ τρόπον ἐπιβαρύνοντα περισσότερον ὅλον τὸ κοινὸν τῶν πολιτῶν. Απὸ ὅλα δηλαδὴ τὰ παραγόμενα ἐκ τῆς γῆς προϊόντα καὶ ἀπό τὰ ζ ῶα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τὸ δημόσιον, ἐπίσης δὲ καὶ ἀπὸ ὅσα συνεισφέρουν οἱ περίοικοι (οἱ δοῦλοι), ἓν μὲν μέρος ἐξ αὐτῶν καθορίζεται διὰ τὰς θυσίας πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τὰς δημοσίας ὑπηρεσίας, τὸ ἄλλο δὲ μέρος προορίζεται διὰ τὰ συσσίτια, ὥστε νὰ διατρέφωνται ἐκ τῆς κοινῆς ταύτης συνεισφορᾶς ὅλοι, καὶ αἱ γυναῖκες καὶ οἱ παῖδες καὶ οἱ ἄνδρες πρὸς τὸν σκοπὸν δὲ ὅπως ἐπιτύχ η ὁ νομοθέτης τοῦ Κρητικοῦ πολιτεύματος τὴν ὀλιγοφαγίαν ὡς πρᾶγμα ὠφέλιμον μετεχειρίσθη πολλὰ μέσα, ἐπίσης δὲ διὰ νὰ ἐπιτύχ η τὴν χωριστὴν διαβίωσιν τῶν ἀνδρῶν ἀπὸ τὰς γυναῖκας, διὰ νὰ μὴ γεννοῦν οἱ Κρῆτες πολλὰ τέκνα, καθιέρωσε τὴν μεταξὺ ἀρρένων συνουσίαν. Αλλὰ περὶ τοῦ πράγματος τούτου, ἐὰν κακῶς ἢ ὄχι ἐτέθη εἰς ἐφαρμογήν, θὰ ὑπάρξ η ἄλλη εὐκαιρία νὰ γίν η ἐξέτασις. Οτι ὅμως βεβαίως τὸ θέμα τῶν συσσιτίων ἔχει διευθετηθῆ καλύτερον ὑπὸ τῶν Κρητῶν παρὰ ὑπὸ τῶν Λακώνων, τοῦτο κατέστη φανερὸν ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν προηγουμένως ἀλλὰ ὅσον ἀφορ ᾶ εἰς τὸ θέμα τῶν κόσμων εἰς τὴν Κρήτην, τοῦτο ἔχει διακανονισθῆ κατὰ χειρότερον ἀκόμη τρόπον ἀπὸ τὸ θέμα τῶν ἐφόρων εἰς τὴν Σπάρτην. 33
18 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 206. Ως μειονέκτημα θεωρεῖ ὁ Αριστοτέλης τὸ ὅτι οἱ ἔφοροι εἰς τὴν Σπάρτην εἶναι οἱ τυχόντες πολῖται Η ἐκλογὴ τῶν ἐφόρων ἐγίνετο ἐκ πάντων τῶν πολιτῶν τῆς Σπάρτης Ο λαὸς εἰς τὴν Σπάρτην μετεῖχε τῆς ἀνωτάτης πολιτικῆς ἐξουσίας διὰ τῶν ἐφόρων, οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἐξ αὐτοῦ Οἱ ἀποτελοῦντες τὰ μέλη τῆς γερουσίας εἰς τὴν Κρήτην δὲν ἔδιδον λόγον τῶν πράξεών των Τοῦ μειονεκτήματος δηλαδή, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἡ ἀρχὴ τῶν κόσμων εἰς τὴν Κρήτην. Διότι τὸ μειονέκτημα 206, τὸ ὁποῖον ἔχει ὁ θεσμὸς τῶν ἐφόρων εἰς τὴν Σπάρτην, τοῦτο ὑπάρχει καὶ εἰς τοὺς κόσμους, διότι ὡς κόσμοι καθορίζονται ἐπίσης οἱ τυχαῖοι ἄνθρωποι. ἐκεῖνο ὅμως, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Σπάρτην γίνεται πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ πολιτεύματος, ἐδῶ εἰς τὴν Κρήτην δὲν συμβαίνει αὐτό. Εκεὶ δηλαδὴ εἰς τὴν Σπάρτην, λόγ ω τοῦ ὅτι ἡ ἐκλογὴ 207 τῶν ἐφόρων γίνεται ἐξ ὅλων τῶν πολιτῶν, ὁ λαός, ἐπειδὴ διὰ τοῦ τρόπου τούτου τῆς ἐκλογῆς λαμβάνει μέρος εἰς τὴν ἀνωτάτην πολιτικὴν ἀρχήν 208, θέλει νὰ παραμέν η τὸ πολίτευμα ἀμετάβλητον ἀντιθέτως ὅμως ἐδῶ εἰς τὴν Κρήτην δὲν ἐκλέγουν τοὺς κόσμους ἐκ τοῦ συνόλου τῶν πολιτῶν ἀλλὰ ἐξ ὀλίγων μόνον οἰκογενειῶν, καὶ τοὺς μετέχοντας τῆς γερουσίας ἐκλέγουν ἐξ ἐκείνων τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα ἐχρημάτισαν κόσμοι. Περὶ τῶν συμβαινόντων δὲ εἰς τὴν Κρήτην ἐν σχέσει πρὸς τὰ μέλη τῆς γερουσίας θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπ η τοὺς ἰδίους λόγους, τοὺς ὁποίους θὰ ἔλεγέ τις καὶ περὶ τῶν ὅσα γίνονται εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐν σχέσει πρὸς τὴν Σπαρτιατικὴν γερουσίαν διότι τὸ νὰ εἶναι αὐτοί (τὰ μέλη τῆς γερουσίας) ἀνεύθυνοι 209 καὶ τὸ νὰ ἔχουν τὸ προνόμιον νὰ παραμένουν εἰς τὴν ἀρχὴν ἰσοβίως, τοῦτο τὸ παραχωρηθὲν εἰς αὐτοὺς προνόμιον εἶναι ἀνώτερον τῆς ἀξίας αὐτῶν, ἐπίσης δὲ καὶ τὸ νὰ μὴ ἂρχουν αὐτοὶ συμφώνως πρὸς γραπτοὺς κανόνας, ἀλλὰ νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις κατὰ τὴν ἰδικήν των κρίσιν, τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνον. Τὸ ὅτι δὲ ὁ λαὸς φαίνεται, ὅτι ἐφησυχάζει, καίτοι δὲν μετέχει τῆς ἐξουσίας, τοῦτο δὲν εἶναι ἀπόδειξις, ὅτι τὰ πράγματα ἔχουν τακτοποιηθῆ καλῶς. Διότι οὐδεμίαν ἀπολαβὴν ἔχουν οἱ κόσμοι, καθὼς ἔχουν οἱ ἔφοροι ἐπειδὴ κατοικοῦν ἀπομεμονωμένοι εἰς νῆσον μακρὰν ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπιβουλευθοῦν τὴν ζωήν των. Ο τρόπος ἐπίσης, τὸν ὁποῖον μεταχειρίζονται εἰς τὴν Κρήτην, πρὸς ἐπανόρθωσιν τοῦ μειονεκτήματος τούτου 210 ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ ἀρχὴ αὕτη τῶν κόσμων εἶναι παράδοξος καὶ δὲν ἔχει τὸν χαρακτῆρα πολιτικῆς ἀρχῆς, ἀλλὰ εἶναι τυραννική. Διότι πολλάκις συμπράττοντες συνωμοτικῶς μερικοὶ ἐξ 34 35
19 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 211. Η δυναστεία ὡς εἶδος πολιτεύματος κατατάσσεται ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους μεταξὺ τῆς τυραννίδος καὶ τῆς δημοκρατίας Ο Αριστοτέλης, καθὼς ἔγραψε καὶ ἀνωτέρω, ὡς πόλιν θεωρεῖ τὴν συντεταγμένην πολιτικὴν κοινωνίαν, ἡ ὁποία παραμένει ἀδιατάρακτος ἐξ ἐσωτερικῶν ταραχῶν καὶ ἐρίδων καὶ διαφυλάσσεται ἀλώβητος καὶ ἀκεραία ἡ πολιτικὴ αὐτῆς ὀργάνωσις Η ἀπέλασις τῶν ξένων (ἡ ξ ε ν η λασία κατὰ τὴν ἀρχαίαν λέξιν) ἐπεκράτησεν εἰς τὴν Σπάρτην, ὡς μέτρον ἀσφαλίσεως τοῦ πολιτεύματος, διὰ νὰ μὴ ἔρχωνται οἱ πολῖται αὐτῆς εἰς ἐπιμειξίαν πρὸς ξένους καὶ διὰ νὰ ἀποφεύγεται τοιουτοτρόπως, ὁ κίνδυνος ἀνατροπῆς τοῦ ἰσχύοντος πολιτικοῦ καθεστῶτος. Ο Αριστοτέλης ἐξετάζων ἐνταῦθα τὸ Κρητικὸν πολίτευμα ἐν παραλληλισμ ῶ πάντοτε πρὸς τὸ πολίτευμα τῶν Λακώνων, ὅπως πράττει καὶ ὁ Πλάτων εἰς τοὺς «Νόμους», ἀντὶ τῆς ξενηλασίας, τὴν ὁποίαν μετεχειρίζοντο οἱ Λάκωνες πρὸς διατήρησιν ἀμιγῶν τῶν πολιτικῶν θεσμῶν, προκειμένου περὶ τῶν Κρητῶν τὴν διάσωσιν καὶ διατήρησιν τῶν θεσμῶν των ἐλευθέρων ἀπὸ ξενικὰς ἐπιβουλὰς ἀναθέτει εἰς τὴν μεγάλην ἀπόστασιν, ἡ ὁποία διὰ τῆς θαλασσίας ἐκτάσεως ἐχώριζε τὴν Κρήτην ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς. Κάτι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνάρχοντες αὐτῶν, ἢ ὀλίγοι ἐκ τῶν ἰδιωτῶν κατορθώνουν νὰ ἐκδιώξουν ἐκ τῆς ἀρχῆς τοὺς κόσμους. Επιτρέπεται προσέτι εἰς τοὺς κόσμους νὰ ἀρνοῦνται καὶ αὐτοὶ τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρχῆς. Αλλὰ πάντα ταῦτα εἶναι βεβαίως καλύτερον νὰ γίνωνται συμφώνως πρὸς τὰ καθοριζόμενα ὑπὸ ἰσχυόντων νόμων παρὰ συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν τῶν ἀνθρώπων διότι εἶναι ἐπικίνδυνος ὁ καθορισμὸς τῶν θεμάτων τῆς πολιτείας κατὰ τὴν θέλησιν τῶν ἀνθρώπων. Αλλὰ τὸ χειρότερον ἐξ ὅλων εἶναι ἡ κατάλυσις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τῶν κόσμων ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν, τὴν ὁποίαν ἐπιτυγχάνουν πολλάκις αὐτοί, ὅταν δὲν θέλουν νὰ δώσουν λόγον τῶν πράξεών των καὶ ἐκ τούτου πρὸς τοῖς ἄλλοις καθίσταται φανερόν, ὅτι ἡ πολιτικὴ κατάστασις εἰς τὴν Κρήτην ἔχει μὶαν μορφὴν πολιτεύματος, πράγματι ὅμως δὲν εἶναι πολίτευμα, ἀλλὰ μάλλον εἶναι δυναστεία 211. Συνηθίζουν προσέτι μερικοὶ εἰς τὴν Κρήτην, διαχωρίζοντες τὸν λαὸν εἰς ἀντιμαχομένας μερίδας καὶ τοὺς ἑκατέρωθεν φίλους των νὰ δημιουργοῦν κατάστασιν ἀναρχίας καὶ νὰ ἐγείρουν ἐπαναστάσεις καὶ νὰ ἀντιμάχωνται μεταξύ των καὶ βεβαίως κατά τι διαφέρει τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι μὶα τοιούτου εἴδους πόλις παύει πλέον κατὰ τὴν διάρκειαν ἑνὸς χρονικοῦ διαστήματος νὰ εἶναι ἀληθινὴ πόλις 212, ἀλλὰ ὅτι διαλύεται ἡ πολιτικὴ κοινωνία; Η πόλις δέ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, διατρέχει προσέτι τὸν κίνδυνον νὰ καταστραφ ῆ, διότι δὲν δύναται νὰ ἀποκρούσ η ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον της. Αλλά, καθὼς ἔχει λεχθ ῆ ἀνωτέρω, ἡ Κρήτη ἀποφεύγει τοὺς ἐξωτερικοὺς κινδύνους καὶ διασ ώζει τοιουτοτρόπως τὴν πολιτικὴν ἀνεξαρτησίαν της λόγ ω τῆς γεωγραφικῆς θέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται διότι ἀντὶ τῆς ἀπελάσεως τῶν ξένων 213 ἐξασφαλίζει παρόμοιον πρὸς ὅσα λέγει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης περὶ τῆς Κρήτης θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπ η περὶ τῆς Αγγλίας, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους, ἐφ ὅσον διετήρει τὸ κράτος τῆς θαλάσσης, διεσ ώζετο ἀσφαλὴς εἰς τὴν νῆσον της.
20 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã τὴν σωτηρίαν αὐτῆς ἡ μεγάλη ἀπόστασις, ἡ ὁποία χωρίζει αὐτὴν ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ τάξις τῶν περιοίκων (τῶν δούλων εἰς τὴν Κρήτην) ὑπομένει τὴν κυριαρχίαν τῶν Κρητῶν, οἱ εἵλωτες ὅμως ἀντιθέτως ἐξεγείρονται πολλάκις ἐναντίον τῶν κυρίων των εἰς τὴν Σπάρτην. Διότι οἱ Κρῆτες δὲν ἔχουν κυριαρχίαν εἰς ξένους λαούς 214, προσφάτως δὲ ξένοι ἐπιδρομεῖς διαπεραιωθέντες εἰς τὴν νῆσον (τὴν Κρήτην) διεξήγαγον κατὰ τῶν Κρητῶν πόλεμον, ὁ ὁποῖος ἀπεκάλυψε τὴν ἀδυναμίαν καὶ τὴν ἀτέλειαν τῶν ἐκεῖ (εἰς τὴν Κρήτην) ἰσχυόντων θεσμῶν. Περὶ τούτου λοιπὸν τοῦ Κρητικοῦ πολιτεύματος ἂς θεωρηθοῦν ἐπαρκῆ ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω ὑφ ἡμῶν Οἱ Σπαρτιᾶται τοὐναντίον κατελάμβανον ξένα ἐδάφη. Αλλὰ καὶ οἱ Κρῆτες παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἐξέτειναν τὴν κυριαρχίαν των ἔξω τῆς νήσου των, ὅτε ἐνεπλάκησαν εἰς πόλεμον ἐναντίον ξένων, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ διαπεραιωθοῦν εἰς τὴν νῆσον, ἀπέδειξαν, ὅτι δὲν διοικοῦνται καλῶς Δηλαδὴ πρὸς τὰ πολιτεύματα τὰ ἰσχύοντα εἰς ἄλλους τόπους καὶ τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα περιέγραψεν ὁ Αριστοτέλης ἀνωτέρω, τὰ πολιτεύματα τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Φαλέου καὶ τοῦ Ιπποδάμου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ Περὶ τοῦ πολιτεύματος τῶν Καρχηδονίων 11. Φαίνεται ἐπίσης, ὅτι καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἔχουν καλὸν πολίτευμα καὶ εἰς πολλὰ πολιτειακὰ θέματα ὑπερέχουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μερικοὶ δὲ ἐκ τῶν ἰσχυόντων εἰς αὐτοὺς θεσμῶν εἶναι παρὰ πολὺ ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἰσχύοντας εἰς τοὺς Λάκωνας. Συμβαίνει δὲ τοῦτο, διότι τὰ τρία ταῦτα πολιτεύματα, δηλαδὴ καὶ τὸ Κρητικὸν καὶ τὸ Λακωνικὸν καὶ τρίτον μεταξὺ αὐτῶν τὸ πολίτευμα τῶν Καρχηδονίων, ἵστανται κατά τινα τρόπον πλησίον ἀλλήλων, ἐνῶ ἔχουν πολλὰς διαφορὰς ἀπὸ τὰ ἄλλα 215. Καὶ πράγματι πολλὰ ἐκ τῶν καθοριζομένων ὑπὸ τοῦ πολιτεύματος αὐτῶν (τῶν Καρχηδονίων) ἔχουν καλῶς ἀπόδειξιν δὲ τοῦ ὅτι τὸ πολίτευμα εἶναι καλῶς συντεταγμένον παρέχει τὸ ὅτι ὁ λαὸς παραμένει πιστὸς εἰς τὴν κρατοῦσαν πολιτειακὴν ὀργάνωσιν, καὶ δὲν ἔχει συμβ ῆ εἰς αὐτοὺς (τοὺς Καρχηδονίους) ὅ,τι βεβαίως εἶναι ἄξιον νὰ μνημονεύσ η τις, οὔτε δηλαδὴ ἔχει γίνει ἐπανάστασις οὔτε ἐπεκράτησεν οἰοσδήποτε τύραννος. Εχει δὲ τὸ πολίτευμα τῶν Καρχηδονίων πολλὰς ὁμοιότητας πρὸς τὸ Λακωνικὸν πολί
21 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 216. Οπως πράττουν οἱ Καρχηδόνιοι κατὰ ὀρθότερον παρὰ οἱ Λακεδαιμόνιοι τρόπον Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η ἐνταῦθα, ὅτι τὰ μέλη τῆς γερουσίας εἰς τὴν Σπάρτην, ἐπειδὴ ἦσαν κατὰ τὸ πλεῖστον πρόσωπα οὐδεμίαν ἔχοντα ἀξίαν, ἐπροξένησαν πολλάκις βλάβας, ἐνῶ ἀντιθέτως εἰς τὴν Καρχηδόνα ἡ γερουσία ἐκλεγομένη ἐκ τῶν ἀρίστων ὑπῆρξε πρόξενος καλοῦ Η λέξις π ο λ ι τ ε ί α δὲν λαμβάνεται ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ὑπὸ τὴν γενικὴν ἔννοιαν τοῦ πολιτεύματος (πάσης δηλαδὴ μορφῆς πολιτεύματος), ἀλλὰ ὑπὸ τὴν εἰδικὴν ἔννοιαν ἑνὸς ὡρισμένου πολιτεύματος, τὸ ὁποῖον ὁ Αριστοτέλης ὀνομάζων εἰδικῶς π ο λ ι τ ε ί α ν θὰ προδιορίσ η κατωτέρω, ὅταν θὰ προβ ῆ εἰς τὸν προσδιορισμὸν τῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων ἑνὸς ἑκάστου πολιτεύματος. Τὸ δὲ πολίτευμα τῶν Καρχηδονίων ἦτο κατὰ τὸν Αριστοτέλη ἀνάμεικτον ἐκ τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος καὶ τοῦ ἄλλου πολιτεύματος, τὸ ὁποῖον ὀνομάζει εἰδικῶς πολιτείαν. τευμα, δηλαδὴ τὰ μὲν συσσίτια τῶν ἑταιρειῶν εἰς τοὺς Καρχηδονίους εἶναι ὅμοια πρὸς τὰ φιδίτια τῶν Λακώνων, τὸ δὲ σῶμα τῶν ἑκατὸν τεσσάρων ἀρχόντων εἰς τὴν Καρχηδόνα ὁμοιάζει πρὸς τοὺς ἐφόρους τῆς Σπάρτης ἀλλὰ ὡς τοὺς ἄρχοντας τῆς Καρχηδόνος τὰ πράγματα ἔχουν τακτοποιηθῆ κατὰ καλύτερον τρόπον, διότι οἱ μὲν ἔφοροι ἐκλέγονται ἐκ τῶν τυχαίων ἀνθρώπων, ἐνῶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐκλέγουν τοὺς ἄρχοντας τούτους ἐκ τῶν ἀρίστων οἱ βασιλεῖς τέλος καὶ ἡ γερουσία εἰς τὴν Καρχηδόνα ἔχουν ἀναλογίαν πρὸς τοὺς ἐκεῖ (εἰς τὴν Σπάρτην) βασιλεῖς καὶ τὴν γερουσίαν καὶ βεβαίως εἶναι ὀρθότερον νὰ μὴ ἐκλέγωνται 216 οἱ βασιλεῖς οὔτε ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας οὔτε ἐκ τῆς πρώτης τυχούσης, ἀλλὰ ἐξ οἰκογενείας ὑπερεχούσης τῶν ἄλλων, τὰ δὲ μέλη τῆς γερουσίας νὰ ἀναδεικνύωνται μάλλον δι ἐκλογῆς ἐκ τῶν ἀρίστων παρὰ ἀναλόγως τῆς ἡλικίας. Διότι ὅταν γίνουν κύριοι μεγάλης ἐξουσίας, ἂν εἶναι ἀσήμαντοι, προξενοῦν μεγάλην βλάβην, καὶ πράγματι ἐπροξένησαν ἤδη βλάβην τὰ μέλη τῆς γερουσίας εἰς τὴν πόλιν τῶν Λακεδαιμονίων 217. Τὰ περισσότερα μὲν λοιπὸν ἐκ τῶν μειονεκτημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπικριθοῦν ὡς ἔχοντα τὸν χαρακτῆρα παρεκτροπῆς ἐκ τοῦ βασιλικοῦ πολιτεύματος, συμβαίνει νὰ εἶναι κοινὰ εἰς πάντα τὰ μέχρι τοῦδε ἐκτεθέντα πολιτεύματα ὅσα ὅμως συγκεκριμένως γίνονται εἰς τὴν Καρχηδόνα, ἀντίθετα πρὸς τὴν θεμελιώδη ἀρχὴν τοῦ πολιτεύματος, τὸ ὁποῖον εἶναι σύνθεσις ἀριστοκρατίας καὶ πολιτείας 218, ἄλλα μὲν ἔχουν ἀπόκλισιν μάλλον πρὸς τὴν δημοκρατίαν, ἄλλα δὲ μᾶλλον πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν. Τὸ νὰ φὲρουν δηλαδὴ οἱ ἄρχοντες ἄλλας μὲν ἀποφάσεις των ὑπὸ τὴν κρίσιν τοῦ λαοῦ καὶ ἄλλας νὰ μὴ φέρουν ὑπὸ τὴν κρίσιν αὐτοῦ, τοῦτο τὸ δικαίωμα ἔχουν κατὰ κυριότητα οἱ βασιλεῖς καὶ τὰ μέλη τῆς γερουσίας, ἂν ὑπάρχ η μεταξὺ αὐτῶν ὁμοφωνία κατὰ τὴν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων, εἰς ἐναντίαν ὅμως περίπτωσιν ὁ λαὸς ἔχει τὸ κυριαρχικὸν δικαίωμα νὰ ἀποφανθ ῆ ἐπὶ τοῦ θέματος, περὶ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει διαφωνία (με
22 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 219. Τὸ ὅτι οἱ βασιλεῖς, δύο τὸν ἀριθμόν, εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ λαμβάνουν εἰς τὴν Καρχηδόνα ἀποφάσεις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῶν μελῶν της γερουσίας καὶ νὰ ἐκτελοῦν αὐτὰς εἰς περίπτωσιν ὁμοφωνίας πάντων, τοῦτο εἶναι κατὰ τὸν Αριστοτέλη χαρακτηριστικὸν στοιχεῖον του ὀλιγαρχικοῦ πολιτεύματος τὸ νὰ ὑποβάλλουν ὅμως τὸ θέμα ἐν διαφωνί α αὐτῶν ὑπὸ τὴν κρίσιν του λαοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀνατεθ ῆ τὸ κυριαρχικὸν δικαίωμα νὰ ἐκφέρ η τὴν τελικὴν ἀπόφασιν, τοῦτο εἶναι χαρακτηριστικόν του δημοκρατικοῦ πολιτεύματος Εννοεῖ ὁ Αριστοτέλης τὰ ἐν ἰσχύι ὑπάρχοντα πολιτεύματα, τὰ ὁποῖα θέτει ὑπὸ κρίσιν, τὸ Λακωνικὸν δηλαδὴ καὶ τὸ Κρητικόν Η π ε ν τ α ρ χ ί α εἰς τὴν Καρχηδόνα ἦτο, ὡς καὶ τὸ ὄνομα δεικνύει, πολιτικὸν σῶμα ἀποτελούμενον ἐκ πέντε ἀρχόντων Εκ τῆς ἀριστοκρατικῆς δηλαδὴ τάξεως Δηλαδὴ αἱ πενταρχίαι καὶ τὸ ἄλλο πολιτικὸν σῶμα τῶν ἑκατὸ (ἢ ἑκατὸν τεσσάρων) ἀρχόντων. ταξὺ τῶν μελῶν τῆς γερουσίας καὶ τῶν βασιλέων) 219. Οσα δὲ οὗτοι ἤθελον προτεῖνει πρὸς συζήτησιν, ὄχι μόνον παρέχουν εἰς τὸν λαὸν τὸ δικαίωμα νὰ ἀκούσ η τὰς ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἔλαβον οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ ἔχουν καὶ τὴν κυριότητα (οἱ μετέχοντες τῆς συνελεύσεως τοῦ λαοῦ) νὰ κρίνουν περὶ τῆς ὀρθότητος αὐτῶν. Επίσης ἐπιτρέπεται εἰς πάντα ἐπιθυμοῦντα νὰ προβάλ η ἀντιρρήσεις εἰς τὰς ὑποβαλλομένας πρὸς κρίσιν ὑπὸ τῶν ἀρχόντων προτάσεις, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἰσχύει εἰς τὰ ἄλλα πολιτειακὰ καθεστῶτα 220. Τὸ ὅτι δὲ αἱ πενταρχίαι 221, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ πολλῶν καὶ σπουδαίων πολιτικῶν θεμάτων, ἐκλέγονται ἐκ τῆς τάξεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκουν οἱ ἀποτελοῦντες αὐτάς 222, καὶ τὸ ὅτι τὸ πολιτικὸν σῶμα τῶν ἑκατὸν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνωτάτην ἐξουσίαν, ἐκλέγουν αὐταὶ αἱ πενταρχίαι, προσέτι δὲ καὶ τὸ ὅτι αἱ ἀρχαὶ αὗται 223 παραμένουν εἰς τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ περισσότερον χρόνον ἀπὸ τὰς ἄλλας ἀρχάς διότι οἱ ἀποτελοῦντες τὰς ἀρχὰς ταύτας, δηλαδὴ οἱ πεντάρχαι καὶ τὸ ἄλλο πολιτικὸν σῶμα τῶν ἑκατὸν ἀρχόντων καὶ ἀφοῦ ἔχουν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν θέσιν των καὶ ὅταν μέλλουν νὰ ἐπανέλθουν εἰς αὐτήν, ἐξακολουθοῦν νὰ ἄρχουν ταῦτα πάντα εἶναι χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα του ὀλιγαρχικοῦ πολιτεύματος τὸ ὅτι ὅμως αἱ ἀρχαὶ αὗται (οἱ πεντάρχαι καὶ οἱ ἑκατὸν ἄρχοντες) δὲν λαμβάνουν μισθὸν καὶ δὲν ὁρίζονται διὰ κληρώσεως, τοῦτο πρέπει νὰ θεωρήσωμεν ὡς στοιχεῖον τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἐπίσης καὶ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιον γίνεται ὁμοίως καὶ τὸ ὅτι αἱ πάσης φύσεως δίκαι κρίνονται ὑπὸ τῶν ἰδίων ἀρχόντων καὶ ὄχι, καθὼς συμβαίνει εἰς τὴν Λακεδαίμονα, εἰς τὴν ὁποίαν αἱ διαφόρου χαρακτῆρος δίκαι δικάζονται ὑπὸ διαφόρων ἀρχῶν καὶ τοῦτο πρέπει νὰ θεωρήσουμεν ὡς στοιχεῖον ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος. Τὸ πολιτειακὸν δὲ σύστημα τῶν Καρχηδονίων ἐκτρέπεται τοῦ ἀριστοκρατικοῦ χαρακτῆρος καὶ λαμβάνει ἰδιαίτατα ὀλιγαρχικὴν μορφὴν συμφώνως πρὸς μὶαν γνώμην, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ εἰς τοὺς περισ
23 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 224. Δηλαδὴ ἡ ἐκτροπὴ τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν. σοτέρους διότι ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι οἱ ἄρχοντες δὲν πρέπει νὰ ἀναδεικνύωνται κατ ἐκλογὴν μόνον ἐκ τῶν ἀρίστων ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν πλουσίων πρέπει δὲ νὰ γίνεται τοῦτο, διότι νομίζουν, ὅτι ὁ ἄπορος (ὁ πτωχός) εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶναι καλὸς ἄρχων καὶ νὰ ἔχ η τὴν πρὸς τὸ ἄρχειν χρονικὴν ἐπάρκειαν ἐὰν λοιπὸν ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων ἐκ μὲν τῶν πλουσίων εἶναι χαρακτηριστικὸν τοῦ ὀλιγαρχικοῦ πολιτεύματος, ἐκ δὲ τῶν ἀρίστων εἶναι στοιχεῖον τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει τὸ σύστημα τοῦτο ἤθελεν εἶναι ἓν τρίτον εἶδος, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον ἔχουν ρυθμισθ ῆ ὑπὸ τῶν Καρχηδονίων τὰ τῆς λειτουργίας τοῦ πολιτεύματος αὐτῶν διότι οἱ Καρχηδόνιοι προβαίνουν εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων, καὶ πρὸ πάντων τῶν ἀνωτάτων ἀρχόντων, δηλαδὴ καὶ τῶν βασιλέων καὶ τῶν στρατηγῶν, ἀποβλέποντες ἰδιαίτατα εἷς τὰ δύο αὐτὰ (ἤτοι τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν πλοῦτον). Αλλὰ πρέπει νὰ θεωρ ῆ τις, ὅτι εἶναι σφάλμα τοῦ νομοθέτου ἡ ἐκτροπὴ αὕτη τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πολιτεύματος 224. Διότι εἶναι ἐκ τῶν περισσότερον ἀναγκαίων νὰ προνο ῆ περὶ τούτου ἐξ ἀρχῆς ὁ νομοθέτης, πῶς θὰ δύνανται οἱ ἄριστοι ἐκ τῶν πολιτῶν νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς καθημερινὰς βιοτικὰς ἀσχολίας καὶ νὰ μὴ ἐπιδίδωνται εἰς οὐδεμίαν ἀπρεπῆ ἀσχολίαν, ὄχι μόνον ὅταν εἶναι ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ καθ ὃν χρόνον διάγουν βίον ἰδιώτου. Αλλὰ ἐὰν ὁ νομοθέτης πρέπει νὰ ἀποβλέπ η καὶ εἰς τὴν εὐπορίαν (τῶν μελλόντων νὰ γίνουν ἄρχοντες), διὰ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς καθημερινὰς βιοτικὰς ἀσχολίας, εἶναι ὅμως αἰσχρὸν τὸ νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαγοράζωνται τὰ ἀνώτατα ἐκ τῶν ἀξιωμάτων τῆς πολιτείας, τὸ ἀξίωμα δηλαδὴ τοῦ βασιλέως καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ. Διότι ὁ νόμος οὗτος καθιστ ᾶ τὸν πλοῦτον περισσότερον πολύτιμον ἀπὸ τὴν ἀρετήν, ἐπίσης δὲ καθιστ ᾶ φιλάργυρον καὶ ὁλόκληρον τὴν πόλιν. O,τι δὲ οἱ κύριοι τοῦ πολιτεύματος θεωρήσουν, ὅτι εἶναι ἄξιον τιμῆς, κατ ἀνάγκην καὶ ἡ γνώμη τῶν ἄλλων πολιτῶν προσαρμόζεται 44 45
24 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 225. Ο Αριστοτέλης θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπαναλάβ η τοῦτο σήμερον ἐντονώτερον, ἂν ἀπέβλεπεν εἰς τὰ συμβαίνοντα κατὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων Δηλαδὴ ἀσχολίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ὡς σκοπὸν τὴν ἀπόκτησιν χρημάτων Καθ ὃν χρόνον οἱ χρηστοὶ πολῖται δὲν ἀσκοῦν δημόσιον λειτούργημα Πῶς δηλαδὴ ἕκαστος ἄρχων θὰ ἀσκ ῆ μίαν μόνην ἐξουσίαν καὶ ὄχι πολλάς Οσα λέγει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, ὅτι ὑπὸ ἑκάστου ἀνθρώπου πρέπει νὰ ἐκτελῆται ἓν μόνον ἔργον, διὰ νὰ ἐκτελῆται τοῦτο ἄριστα, καὶ ὅτι ἕκαστος ἄρχων διὰ τὸν λόγον αὐτὸν πρέπει νὰ ἀσκ ῆ μίαν μόνην ἐξουσίαν, ἀλλὰ ὄχι πολλάς, καθὼς ἐσυνήθιζον νὰ πράττουν οἱ Καρχηδόνιοι, ἔγραψε καὶ ἀνωτέρω εἰς τὴν ἀρχήν των «Π ο λ ι τ ι κ ῶ ν». Γράφων λοιπὸν περὶ τῶν διαφόρων ὀργάνων ὁ Αριστοτέλης ἐτόνισεν, ὅτι καθὼς ἡ φύσις, μὴ ἐνεργοῦσα κατὰ πρὸς αὐτούς. Οπου ὅμως δὲν συμβαίνει νὰ τιμᾶται πρὸ πάντων ἡ ἀρετή, δὲν εἶναι δυνατὸν ἀσφαλῶς νὰ εἶναι τὸ πολίτευμα τοῦτο ἀριστοκρατικόν. Εἶναι δὲ φυσικὸν νὰ συνηθίζουν νὰ προσπορίζωνται κέρδη ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξαγοράζουν τὸ ἀξίωμα, καθ ὃν χρόνον εὑρίσκονται εἰς τὴν ἀρχήν, πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ὁποίας ἐδαπάνησαν χρήματα 225 διότι εἶναι παράλογον τὸ νὰ νομίζεται ὅτι εἷς ἄνθρωπος πτωχὸς μὲν ἀλλὰ χρηστὸς θὰ θελήσ η νὰ ἀποκτήσ η κέρδη (ἐκ τοῦ ἀξιώματός του), ὅτι δὲ εἷς φαῦλος δὲν θὰ θελήσ η νὰ πράξ η τοῦτο, καίτοι ἐδαπάνησε χρήματα διὰ τὴν ἐκλογήν του. Διὰ τοῦτο οἱ δυνάμενοι νὰ ἀπέχουν κατὰ ἄριστον τρόπον ἀπὸ τοιούτου εἴδους ἀσχολίας 226, αὐτοὶ πρέπει νὰ ἄρχουν. Αλλὰ εἶναι βεβαίως προτιμότερον, καὶ ἂν ἀκόμη ὁ νομοθέτης ἤθελεν ἀδιαφορήσει διὰ τὸ θέμα τῆς εὐπόρου διαβιώσεως τῶν χρηστῶν πολιτῶν 227, νὰ φροντίζ η τοὐλάχιστον νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς καθημερινὰς βιοτικὰς ἀσχολίας οἱ χρηστοὶ πολῖται καθ ὃν χρόνον εὑρίσκονται εἰς τὴν ἀρχήν. Επίσης δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεωρηθ ῆ, ὅτι εἶναι καλὸν καὶ τοῦτο, τὸ νὰ ἀσκ ῆ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος πολλὰς ἐξουσίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον συνηθίζεται πολὺ εἰς τοὺς Καρχηδονίους διότι ἓν μόνον ἔργον ἄγεται κατὰ τρόπον ἄριστον εἰς πέρας ὑπὸ ἑνὸς ἀνθρώπου, πρέπει δὲ ὁ νομοθέτης νὰ ἀποβλέπ η εἰς τὸ πὼς νὰ ἐπιτυγχάνεται τοῦτο 228, καὶ νὰ μὴ καθορίζ η νὰ εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπον αὐλητὴς καὶ ὑποδηματοποιός 229. Κατ ἀκολουθίαν ὅταν ἡ πόλις εἶναι μεγάλη, εἶναι περισσότερον σύμφωνον πρὸς τὴν πολιτικὴν τάξιν καὶ δημοκρατικώτερον νὰ μετέχουν πολλοὶ τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν διότι, καθὼς φειδωλὸν τρόπον, ἀλλὰ παρέχουσα δαψιλῶς καὶ πλουσίως τὰ ἀγαθά, κατεσκεύασε τὰ πλάσματά της πρὸς ἴδιον ἕκαστον σκοπόν, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἐκτελοῦν καλῶς ἕκαστον ἔργον, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦν ἓν ἕκαστον ὄργανον πρὸς ἓν καὶ μόνον ἔργον, ἀποφεύγοντες τὴν χρῆσιν τῆς Δ ε λ - φικῆς μαχαίρας, ἡ ὁποία κατεσκευάσθη ὑπὸ τῶν χαλκουργῶν πρὸς ἐκτέλεσιν πολλῶν ἔργων.
25 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã εἴπομεν προηγουμένως, ἕκαστον ἔργον ἐκτελούμενον ὑπὸ πολλῶν γίνεται κοινότερον καὶ ἄγεται εἰς πέρας κατὰ τρόπον καλύτερον καὶ ταχύτερον (ὅταν εἷς ἕκαστος ἐκτελ ῆ ἓν μόνον ἔργον), παρὰ ἐὰν ἀναλαμβάνωνται πολλὰ ἔργα ὑπὸ τῶν αὐτῶν προσώπων. Καθίσταται δὲ τοῦτο φανερὸν εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν πολεμικῶν καὶ τῶν ναυτικῶν θεμάτων διότι καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς περιπτώσεις διέρχεται ἀμοιβαίως ἀπὸ ὅλους, διὰ νὰ εἴπω τοιουτοτρόπως, τὸ ἔργον τοῦ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι. Καίτοι δὲ τὸ πολίτευμα τῶν Καρχηδονίων εἶναι ὀλιγαρχικόν, ὅμως κατὰ ἄριστον τρόπον ἀποφεύγουν οἱ Καρχηδόνιοι τὸν κίνδυνον τῶν ἐπαναστάσεων μὲ τὸ νὰ γίνεται πλούσιον ἑκάστοτε ἓν μέρος τοῦ λαοῦ, διότι ἀποστέλλουν αὐτὸ εἰς τὰς πόλεις (τὰς ὁποίας κατέχουν). Διότι διὰ τοῦ τρόπου τούτου διορθώνουν τὰ μειονεκτήματα τοῦ πολιτεύματος καὶ καθιστοῦν αὐτὸ σταθερόν. Αλλὰ τὸ πρᾶγμα τοῦτο εἶναι ἔργον τῆς τύχης, ἐνῶ ἀντιθέτως πρέπει τὰ πολιτεύματα ἕνεκεν τῆς ἰσχυούσης νομοθεσίας νὰ μὴ διαταράσσωνται ὑπὸ ἐσωτερικῶν στάσεων 230. Τώρα ὅμως κατὰ τὸ ἰσχῦον πολίτευμα, ἂν ἐπέλθ η κἄποιον δυσάρεστον συμβὰν καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀρχομένων ὑπὸ τῶν Καρχηδονίων ἐπαναστατήσ η 231, οὐδὲν μέσον ὑπάρχει πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς τάξεως διὰ τῶν ἰσχυόντων νόμων. Κατὰ τοῦτον λοιπὸν τὸν τρόπον εἶναι συντεταγμένα τὰ πολιτεύματα τῶν Λακεδαιμονίων, τῶν Κρητῶν καὶ τῶν Καρχηδονίων, τὰ ὁποῖα εὐλόγως ἀπέκτησαν φήμην Κατὰ τὸν Αριστοτέλη ἡ σταθερότης ἑνὸς πολιτειακοῦ καθεστῶτος ἐξασφαλίζεται μόνον διὰ τῆς καλῆς νομοθεσίας, ἡ ὁποία παρέχεται ὡς ὀργανικὸν καὶ ἐσωτερικὸν ἔρεισμα αὐτοῦ, καὶ ὄχι ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντας, οἱ ὁποῖοι εἶναι προϊόντα τῆς τύχης Εννοεῖ τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι ἐτέλουν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τῶν Λακεδαιμονίων. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ Περὶ τοῦ πολιτικοῦ ἔργου τοῦ Σόλωνος καὶ ἄλλων τινῶν νομοθετῶν. 12. Eξ ὅσων παλαιότερον ἐξέφρασαν κἄποιαν γνώμην περὶ πολιτειακῶν θεμάτων μερικοὶ μὲν δὲν ἔλαβον μέρος εἰς τὴν ἐνεργὸν πολιτικὴν ζωὴν οὔτε κἂν εἰς οἰανδήποτε πολιτικὴν 48 49
26 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 232. Ο Αριστοτέλης ἐννοεῖ ἐνταῦθα τοὺς ἀσχοληθέντας θεωρητικῶς, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἀναμειχθοῦν ἐνεργῶς εἰς τὴν πολιτικὴν ζωήν, εἰς θέματα πολιτειακά, περὶ τῶν ὁποίων ἔκαμε λόγον ἀνωτέρω, δηλαδὴ τὸν Φαλέαν τὸν Χαλκηδόνιον καὶ τὸν Ιππόδαμον τὸν Μιλήσιον. Εἰς τούτους πρέπει βεβαίως νὰ προστεθ ῆ καὶ ὁ Πλάτων, τοῦ ὁποίου πρῶτον ἔκρινεν ὁ Αριστοτέλης τὸ πολιτειακὸν σύστημα, καίτοι αὐτὸς δὲν ἀπέσχε παντελῶς τῆς πολιτικῆς δράσεως, διότι δὲν μετέσχε μὲν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων τῆς πατρίδος του, τῶν Αθηνῶν, ἀλλὰ ἔδειξε μέγιστον ἐνδιαφέρον καὶ ἠσχολήθη ἐνεργῶς εἰς τὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τῆς Σικελίας Τὰ δύο ταῦτα ἦσαν στοιχεῖα ὀλιγαρχικά. δρᾶσιν, ἀλλὰ διῆλθον τὸν βίον των ὡς ἁπλοῖ ἰδιῶται περὶ τούτων 232 ἐγένετο ἤδη λόγος περὶ πάντων ὅσα εἶπον, ἐὰν βεβαίως ἦτο κἄτι ἀξιόλογον μερικοὶ ὅμως ἐκ τούτων (οἱ ὁποῖοι ἠσχολήθησαν θεωρητικῶς εἰς τὰ πολιτικὰ θέματα) ὑπῆρξαν νομοθέται, ἄλλοι μὲν εἰς τὰς ἰδικάς των πόλεις, ἄλλοι δὲ καὶ εἰς μερικὰς ἀπὸ τὰς ξένας πόλεις, ἀναμειχθέντες οἱ ἴδιοι ἐνεργῶς εἰς τὴν δημοσίαν ζωήν καὶ ἐκ τούτων πάλιν ἄλλοι μὲν ἀνεδείχθησαν μόνον συντάκται νόμων, ἄλλοι ὅμως συνέταξαν καὶ πολιτεύματα, ὅπως λόγου χάριν καὶ ὁ Λυκοῦργος καὶ ὁ Σόλων διότι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ καὶ νόμους συνέταξαν καὶ ἐγκαθίδρυσαν πολιτικὰ (πολιτειακά) καθεστῶτα. Αλλὰ περὶ μὲν τοῦ πολιτεύματος τῶν Λακεδαιμονίων ἔχει γίνει ἤδη λόγος ἀνωτέρω, περὶ δὲ τοῦ Σόλωνος νομίζουν μερικοί, ὅτι ὑπῆρξε σπουδαῖος νομοθέτης διότι ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι ὁ Σόλων καὶ τὸ ὀλιγαρχικὸν καθεστώς, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπολυταρχικόν, κατέλυσε καὶ τὸν λαὸν ἀπήλλαξεν ἐκ τῆς ὑποταγῆς εἰς τοὺς πλουσίους καὶ προσέτι ἐγκαθίδρυσε τὸ πατροπαράδοτον δημοκρατικὸν πολίτευμα, ἀφοῦ συνέθεσε κατὰ καλὸν τρόπον τὸ πολίτευμα διότι ἡ μὲν βουλὴ τοῦ Αρείου Πάγου ἔχει χαρακτῆρα ὀλιγαρχικόν, τὸ νὰ ἐκλέγωνται δὲ αἱ ἀρχαὶ εἶναι στοιχεῖον ἀριστοκρατικόν, τὰ δικαστήρια τέλος ἔχουν χαρακτῆρα δημοκρατικόν. Φαίνεται δέ, ὅτι ὁ Σόλων ἐκεῖνα μέν, δηλαδὴ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Αρείου Πάγου καὶ τὸν τρόπον τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀρχόντων, ἐπειδὴ ὑπῆρχον προηγουμένως, διετήρησε καὶ ὁ ἴδιος ἐν ἰσχύι 233, ἐγκαθίδρυσεν ὅμως τὴν δημοκρατίαν καθορίσας νὰ ἀπαρτίζωνται τὰ δικαστήρια ἐκ πάντων τῶν πολιτῶν. Διὰ τοῦτο καὶ μερικοὶ κατακρίνουν αὐτό,διότι λέγουν, ὅτι πράγματι κατέλυσε καὶ τὰ δύο ἄλλα, ἀφοῦ κατέστησε κυρίαρχον πάντων τῶν ἀρχόντων τὰ δικαστήρια, τῶν ὁποίων τὰ μέλη ἐξελέγοντο διὰ κληρώσεως. Αφοῦ δηλαδὴ ἐπεκράτησεν ἡ κατάστασις αὕτη, ὕστερον ὡς πρὸς εὐχαρίστησιν ἑνὸς τυράννου πράττοντες τὰ πάντα πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ μετέβαλον τὸ πολίτευμα εἰς τὴν σήμερον ἰσχύουσαν δημοκρατίαν καὶ τὴν μὲν δικαιοδοσίαν τῆς ἐν 50 51
27 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 234. Ο Εφιάλτης ἦτο πολιτικὸς εἰς τὰς Αθήνας, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τὸν πέμπτον π.χ. αἰῶνα. Hτο ἀρχηγὸς τοῦ δημοκρατικοῦ κόμματος, τοῦ ὁποίου τὴν ἀρχηγίαν ἀποθανόντος τοῦ Εφιάλτου ἀνέλαβεν ὁ Περικλῆς. Ο Εφιάλτης, καθὼς γράφει ὁ Αριστοτέλης, περιώρισε μετὰ τοῦ Περικλέους τὴν ἰσχὺν τοῦ Αρείου Πάγου, ἐφονεύθη δὲ εἰς τὴν Βοιωτικὴν πόλιν Τανάγραν ὑπὸ τῶν ὀλιγαρχικῶν κατὰ τὸ ἔτος 457 π.χ Ελέγοντο π ε ν τ ακοσιομέδιμνοι εἰς τὰς Αθήνας οἱ ἰδιοκτῆται κτηματικῆς περιουσίας, ἡ ὁποία παρῆγε κατ ἔτος 500 μεδίμνους σιτηρῶν. Συμφώνως πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Σόλωνος γενομένην διαίρεσιν τῶν πολιτῶν εἰς τὰς Αθήνας οἱ πεντακοσιομέδιμνοι ἀπετέλουν τὴν πρώτην τάξιν Οἱ ζευγῖται ἀπετέλουν τὴν τρίτην τάξιν τῶν Αθηναίων πολιτῶν κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Σόλωνος γενομένην τετραμερῆ διαίρεσιν αὐτῶν. Εκλήθησαν δὲ τοιουτοτρόπως, διότι οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν τάξιν ταύτην ἠδύναντο νὰ διατηροῦν ζεῦγος βοῶν, ἡ δὲ κτηματικὴ αὐτῶν περιουσία ἔπρεπε νὰ ἀποδίδ η διακόσια μέτρα ξηρῶν ἢ ὑγρῶν προϊόντων Η ἱ π π ὰ ς τ ά ξ ι ς ἢ ἄλλως τάξις τῶν ἱ π π έ ω ν ἦτο ἡ δευτέρα μετὰ τοὺς πεντακοσιομεδίμνους τάξις τῶν Αθηναίων πολιτῶν, Αρεί ω Πάγ ω βουλῆς περιώρισαν ὁ Εφιάλτης 234 καὶ ὁ Περικλῆς, τοὺς δὲ δικαστὰς κατέστησε μισθωτοὺς ὁ Περικλῆς, καὶ κατ αὐτὸν βεβαίως τὸν τρόπον ἕκαστος τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν ἐπαυξάνων τὴν δύναμιν τοῦ λαοῦ συνετέλεσε νὰ φθάσ η τὸ πολίτευμα εἰς τὸν σημερινὸν τύπον τῆς δημοκρατίας. Αλλὰ φαίνεται, ὅτι τοῦτο (ἡ τοιαύτη δηλαδὴ πολιτειακὴ ἐξέλιξις πρὸς τὸν τύπον τοῦτον τῆς σημερινῆς δημοκρατίας) δὲν ἔλαβε χώραν συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν τοῦ Σόλωνος, ἀλλὰ μάλλον ἐκ συμβάντων κατὰ σύμπτωσιν ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ λαὸς τῶν Αθηνῶν ὑπῆρξεν ὁ αἴτιος κατὰ τοὺς Μηδικοὺς πολέμους καὶ ὁ δημιουργὸς τῆς ναυτικῆς (της κατὰ θάλασσαν) ἡγεμονίας τῶν Ελλήνων, διὰ τοῦτο κατέστη ἀλαζονικὸς καὶ ἔλαβεν ὡς ἀρχηγοὺς φαύλους πολιτικούς, ἐνῶ οἱ χρηστοὶ πολῖται ἦσαν ἀντίθετοι πρὸς τὴν πολιτικὴν ταύτην διότι ὁ Σόλων φαίνεται, ὅτι παρεχώρησεν εἰς τὸν λαὸν τόσην μόνον δύναμιν, ὅσην ἐπέβαλλεν ἡ ἀπόλυτος ἀνάγκη, νὰ ἐκλέγ η δηλαδὴ τοὺς ἄρχοντας καὶ νὰ ζητ ῆ παρ αὐτῶν λόγον τῶν πράξεών των διότι ἐὰν ὁ λαὸς δὲν εἶχεν οὔτε τοῦτο τὸ δικαίωμα, θὰ παρέμενε δοῦλος καὶ θὰ ἦτο ἐχθρὸς πρὸς τὴν κρατοῦσαν πολιτικὴν κατάστασιν ἀλλὰ τουναντίον ὁ Σόλων καθώρισε νὰ προέρχωνται πᾶσαι αἱ ἀρχαὶ (αἱ ἐξουσίαι) ἐκ τῶν εὐγενῶν καὶ τῶν εὐπόρων, δηλαδὴ ἐκ τῶν πεντακοσιομεδίμνων 235 καὶ τῶν ζευγιτῶν 236 καὶ ἐκ τρίτου ἐκ τῆς τάξεως τῆς ὀνομαζομένης ἱππάδος 237 οἱ θῆτες 238 ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὴν τετάρ- κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σόλωνος. Οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν τάξιν ταύτην Αθηναῖοι πολῖται ἔπρεπε νὰ ἔχουν ὑπὸ τὴν ἰδιοκτησίαν των ἔκτασιν γῆς, ἡ ὁποία παρῆγε τριακόσια μέτρα ξηρῶν ἢ ὑγρῶν προϊόντων, ἐπίσης διέτρεφον καὶ πολεμικὸν ἵππον καὶ ἕνα κοινὸν ἵππον διὰ τὸν ὑπηρέτην των Οἱ θ ῆ τ ε ς ἀπετέλουν κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σόλωνος τὴν τετάρτην καὶ τελευταίαν τάξιν τῶν Αθηναίων πολιτῶν. Εἰς τὴν τάξιν τούτων περιελαμβάνοντο πάντες οἱ πολῖται, ὅσων ἡ κτηματικὴ περιουσία ἀπέδιδεν εἰσόδημα μικρότερον τῶν 150 μεδίμνων, ὅπερ ἦτο τὸ ἔσχατον ὅριον τοῦ εἰσοδήματος τῶν πολιτῶν
28 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã την τάξιν, δὲν ἠδύναντο νὰ μετάσχουν εἰς οὐδεμίαν πολιτικὴν ἀρχήν. Νομοθέται δὲ ὑπῆρξαν ὁ Ζάλευκος 239 εἰς τοὺς Λοκροὺς τοὺς Επιζεφυρίους 240 καὶ ὁ ἐκ τῆς Κατάνης 241 καταγόμενος Χαρώνδας εἰς τοὺς πολίτας τῆς ἰδικῆς του πατρίδος καὶ προσέτι εἰς τὰς ἄλλας Χαλκιδικὰς 242 πόλεις τὰς εὑρισκομένας εἰς τὴν Ιταλίαν καὶ τὴν Σικελίαν. Αλλὰ μερικοὶ συγγραφεῖς ἐπεδίωξαν νὰ συσχετίσουν 243 πρὸς ἀλλήλους αὐτοὺς τοὺς νομοθέτας λέγοντες, ὅτι ὁ μὲν Ονομάκριτος 244 ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος ἱκανὸς νομοθέτης, ἠσκήθη δὲ αὐτός, καίτοι ἦτο Λοκρός, εἰς τὴν μαντικὴν τέχνην, καθ ὃν χρόνον διέμενεν εἰς τὴν Κρήτην τούτου δὲ τοῦ Ονομακρίτου λέγουν, ὅτι ὑπῆρξε φίλος ὁ Θαλῆς 245, τοῦ δὲ Θάλητος ὅτι ἐγένοντο μαθηταὶ ὁ Λυκοῦργος καὶ ὁ Ζάλευκος καὶ τέλος τοῦ Ζαλεύκου ὑπῆρξε μαθητὴς ὁ Χαρώνδας. Αλλὰ αὐτὰ λέγουν ὅσοι ἀπερισκέπτως ὑπολογίζουν τοὺς χρόνους (καθ οὓς ἔζησεν ἕκαστος τῶν ἀνωτέρω νο Ο Ζ ά λ ευκος κατὰ τὴν παράδοσιν ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τὰ μέσα τοῦ ἑβδόμου π.χ. αἰῶνος, κατήγετο δὲ ἐκ τῆς Λοκρίδος Οἱ Λοκροὶ οἱ Επιζεφύριοι ἦσαν κάτοικοι τῆς ὁμωνύμου πόλεως τῆς Κάτω Ιταλίας (Μεγάλης Ελλάδος), ἡ ὁποία ἦτο ἀποικία τῶν Οπουντίων Λοκρῶν, ἱδρυθεῖσα περὶ τὸ 700 π.χ. πλησίον τοῦ Ζεφυρίου ἀκρωτηρίου Η Κατάνη ἦτο ἑλληνικὴ πόλις εἰς τὴν Σικελίαν Χαλκιδικὰς πόλεις λέγει ὁ Αριστοτέλης τὰς ἀποικίας, αἱ ὁποῖαι ἱδρύθησαν ὑπὸ τῆς Χαλκίδος Ο συσχετισμὸς οὗτος τῶν παλαιῶν περιφήμων νομοθετῶν, ὁ ὁποῖος ἀποβλέπει κατά τινα τρόπον εἰς τὸ νὰ ἐξαρθοῦν ἀπὸ κοινοῦ εἰς ὑψηλὸν ἐπίπεδον οἱ μεγάλοι τῆς ἀρχαιότητος νομοθέται, καίτοι ἡ διαφορὰ τῶν χρόνων, καθ οὓς ἔζησαν καὶ ἔδρασαν, ἐγείρεται ὡς ἐμπόδιον, καθὼς γράφει ὁ Αριστοτέλης, ὑπενθυμίζει τὸν συσχετισμὸν τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν ποιητῶν τῆς ἀρχαιότητος διὰ μιᾶς κοινῆς χρονολογίας, ἡ ὁποία συνδέεται πρὸς ἓν μέγιστον γεγονὸς τῆς Ελληνικῆς ἀρχαιότητος. Συμφώνως λοιπὸν πρὸς μιὰν παράδοσιν, πρὸς τὴν ὁποίαν ὅμως, καθὼς καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν περιφήμων νομοθετῶν, διίστανται αἱ χρονολογίαι, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς διεξαγωγῆς τῆς ἐν Σαλαμίνι πολυενδόξου ναυμαχίας (κατὰ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 480 π.χ.) ὁ μὲν Αἰσχύλος, ὁ πρῶτος καὶ μέγιστος τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν, συμμετεῖχε μαχόμενος μετὰ τῶν ἄλλων Ελλήνων τοῦ πολεμικοῦ θριάμβου κατὰ τῶν Περσῶν, ὁ δὲ Σοφοκλῆς ἐξῆρχε τοῦ χοροῦ τῶν νέων εἰς τὰς Αθήνας διὰ τὸ χαρμόσυνον γεγονός, καὶ ὁ Εὐριπίδης ἐγεννᾶτο πλησίον τῶν ἀκτῶν τῆς Σαλαμῖνος, αἱ ὁποῖαι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, εἶχον πλημμυρίσει ἀπὸ τοὺς σωρούς τῶν περσικῶν ναυαγίων καὶ τῶν νεκρῶν. Πρὸς τὸν ἴδιον προφανῶς σκοπὸν ἀπέβλεψε καὶ ὁ συσχετισμὸς ὑπὸ τῆς Xριστιανικῆς Εκκλησίας τῶν τριῶν μεγάλων Ιεραρχῶν διὰ κοινῆς ἑορτῆς Ο Ονομάκριτος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ ἕκτου π.χ. αἰῶνος καὶ τὸ πρῶτον του πέμπτου Πρόκειται μάλλον περὶ τοῦ Θ α λ ή τ α, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀοιδὸς ἐκ Κρήτης, ζήσας κατὰ τὸν ἕβδομον π.χ. αἰῶνα
29 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 246. Οἱ Βακχιάδαι ἦσαν ἀριστοκρατικὸν γένος τῆς Κορίνθου Ο Διοκλῆς ὑπῆρξεν Ολυμπιονίκης Νόμοι θ ε τ ι κ ο ὶ ἐλέγοντο κυρίως οἱ ἀναφερόμενοι εἰς τὴν υἱοθεσίαν καὶ κατ ἐπέκτασιν εἰς τὴν τεκνοποίησιν. μοθετῶν). Επίσης καὶ ὁ Φιλόλαος ὁ Κορίνθιος ὑπῆρξε νομοθέτης εἰς τοὺς Θηβαίους. Ανῆκε δὲ ὁ Φιλόλαος γενεαλογικῶς εἰς τὴν οἰκογένειαν τῶν Βακχιαδῶν 246, ἐπειδὴ δὲ ὑπῆρξεν ἐραστῆς τοῦ Διοκλέους 247, νικητοῦ τῶν Ολυμπιακῶν ἀγώνων, ὅτε ἐκεῖνος ἐγκατέλειψε τὴν πόλιν (τὴν Κόρινθον), ἕνεκα τοῦ μεγάλου μίσους πρὸς τὴν μητέρα του Αλκυόνην, ἡ ὁποία ἔτρεφε πρὸς αὐτὸν ἔρωτα, ἀπῆλθε μετ αὐτοῦ εἰς τὰς Θήβας, ὅπου ἐπέθανον καὶ οἱ δύο. Καὶ μέχρι σήμερον ἀκόμη δεικνύουν εἰς τὰς Θήβας τοὺς τάφους αὐτῶν εὑρισκομένους πλησίον ἀλλήλων, ἐκ τούτων δὲ ὁ μὲν εἷς τάφος (τοῦ Φιλολάου) ἀποβλέπει πρὸς τὴν χώραν τῶν Κορινθίων, ὁ δὲ ἄλλος (τοῦ Διοκλέους) δὲν βλέπει πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς χώρας τῶν Κορινθίων διότι λὲγουν, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι καθώρισαν τὴν θέσιν τῶν τάφων των, ὁ μὲν Διοκλῆς λόγ ω τοῦ μεγάλου μίσους πρὸς τὸ ἐρωτικὸν πάθος τῆς μητρός του κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ μὴ εἶναι ὁρατὴ ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ ὑψώματος τοῦ τάφου του, ὁ δὲ Φιλόλαος εἰς τοιαύτην θέσιν, ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὴ ἡ Κορινθία. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ δύο (ὁ Φιλόλαος καὶ ὁ Διοκλῆς) κατ ώκησαν (ἐγκατεστάθησαν) εἰς τὰς Θήβας ἕνεκα τῆς αἰτίας αὐτῆς, ὁ δὲ Φιλόλαος ὑπῆρξεν εἰσηγητὴς νόμων εἰς τοὺς Θηβαίους καὶ περὶ μερικῶν ἄλλων θεμάτων ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς τεκνοποιήσεως, τοὺς νόμους δὲ τούτους ὠνόμασαν οἱ Θηβαῖοι θετικούς 248 ἐπίσης ἄλλος νόμος συνταχθεὶς ἰδιαιτέρως ὑπὸ τοῦ Φιλολάου εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος καθώριζε, πῶς νὰ διαφυλάσσηται ἀμετάβλητος ὁ ἀριθμὸς τῶν κτηματικῶν κλήρων. Τοῦ δὲ Χαρώνδου οὐδεμία ἰδιαιτέρα νομοθετικὴ ἐργασία ὑπάρχει ἐκτὸς τοῦ ὅτι καθώρισε τὰς δίκας ἐπὶ ψευδομαρτυρί α, διότι πρῶτος αὐτὸς ἐνομοθέτησε τὴν ὑποβολὴν καταγγελίας ἐπὶ ψευδομαρτυρί α, κατὰ τὴν ἀκριβῆ ὅμως διατύπωσιν τῶν νόμων ὑπῆρξεν ἱκανώτερος καὶ τῶν σημερινῶν νομοθετῶν. Τοῦ δὲ Φαλέου ἰδία νομοθετικὴ πρότασις ὑπῆρξεν ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν μεταξὺ πάντων τῶν πολιτῶν, τοῦ δὲ Πλάτωνος ἰδιαιτέρα νομοθεσία ἦτο ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παίδων καὶ τῶν περιουσιῶν καὶ ἡ ἐπέκτασις 56 57
30 API TOTE OY O ITIKA BIB ION Bã 249. Ο Δράκων ὑπῆρξε νομοθέτης εἰς τὰς Αθήνας, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τὸν ἕβδομον π.χ. αἰῶνα. Παραμένει μέχρι σήμερον παροιμιώδης ἡ αὐστηρότης τῶν νόμων του Hτο τόσον μεγάλη ἡ σκληρότης τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, ὥστε ἐλέχθη περὶ αὐτῶν, καθὼς γράφει ὁ Πλούταρχος εἰς τὸν Βίον τοῦ Σόλωνος, ὅτι ἐγράφησαν μὲ αἷμα Ο Πιττακὸς ἦτο τύραννος τῆς Μυτιλήνης καὶ καταλέγεται μεταξὺ τῶν ἑπτὰ σοφῶν Τὸ Ρήγιον ἦτο ἑλληνικὴ πόλις τῆς Κάτω Ιταλίας Κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους εἰς τὴν Θράκην περιελαμβάνετο καὶ ἡ Χαλκιδική Ε π ί κ λ η ρ ο ι ἐλέγοντο αἱ γυναῖκες κληρονόμοι ἐλλείψει ἀρρένων ἀπογόνων. τῶν συσσιτίων εἰς τὰς γυναῖκας, προσέτι δὲ καὶ ὁ νόμος ὁ σχετικὸς πρὸς τὴν μέθην, συμφώνως πρὸς τὸν ὁποῖον ἀρχηγοὶ τῶν συμποσίων ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ σώφρονες (οἱ ἀπέχοντες δηλαδὴ τῆς οἰνοποσίας), ἐπιπροσθέτως δὲ καὶ ὁ νόμος ὁ καθορίζων τὴν ἄσκησιν κατὰ τὰ στρατιωτικὰ γυμνάσια, διὰ νὰ καθίστανται ἐπιδέξιοι πρὸς χρησιμοποίησιν καὶ τῶν δύο χειρῶν, διότι δὲν πρέπει ἡ μὲν μία ἐκ τῶν δύο χειρῶν νὰ εἶναι ἱκανὴ πρὸς χρησιμοποίησιν, ἡ δὲ ἄλλη νὰ μὴ χρησιμοποιῆται. Ο δὲ Δράκων 249 ἔχει μὲν ἰδικούς του νόμους, ἀλλὰ συνέταξεν αὐτοὺς διὰ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐν λειτουργί α δὲν ἔχουν ὅμως οἱ νόμοι αὐτοῦ οὐδὲν τὸ ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ἄξιον καὶ νὰ μνημονευθ ῆ, ἐκτὸς τῆς μεγάλης αὐστηρότητος 250 λόγ ω τῶν μεγάλων ποινῶν (τὰς ὁποίας καθώρισε διὰ τὰ διάφορα ἀδικήματα). Επίσης καὶ ὁ Πιττακὸς 251 ὑπῆρξε συντάκτης νόμων, ἀλλὰ ὄχι ὅμως δημιουργὸς νέου πολιτεύματος ἰδιαίτερος δὲ νόμος αὐτοῦ (τοῦ Πιττακοῦ) ἦτο ἐκεῖνος, καθ ὃν ἐτιμωροῦντο μὲ μεγαλυτέραν ποινὴν οἱ ἐν καταστάσει μέθης εὑρισκόμενοι, ἐὰν ἤθελον ὑποπέσει εἰς ἓν ἀδίκημα, παρὰ οἱ διαπράττοντες τοῦτο ἐν νηφαλιότητι τοῦτο δὲ ἔπραξεν ὁ Πιττακός, διότι, ἕνεκα τοῦ ὅτι οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν διαπραττόντων ἀδικήματα εὑρίσκονται εἰς κατάστασιν μέθης παρὰ νηφαλιότητος, δὲν ἀπέβλεψεν εἰς τὴν ἐπιείκειαν, τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ παρέχ η μάλλον εἰς τοὺς τελοῦντας ἐν μέθ η παρὰ εἰς τοὺς νηφαλίους, ἀλλὰ εἰς τὸ γενικὸν συμφέρον τῶν πολιτῶν. Υπῆρξε πρὸς τούτοις καὶ ὁ Ανδρομάδας ὁ καταγόμενος ἐκ τοῦ Ρηγίου 252 νομοθέτης εἰς τοὺς Χαλκιδεῖς τοὺς κατοικοῦντας εἰς τὴν Θρ άκην 253 τοῦ ὁποίου ἰδιαίτεροι νόμοι ἦσαν οἱ ἀφορῶντες εἰς τὰ θέματα τῶν φόνων καὶ εἰς τὰς ἐπικλήρους 254 ἀλλὰ παρὰ ταῦτα οὐδὲν ἐντελῶς ἰδικόν του νομοθέτημα θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ εἴπ η τις. Περὶ τῶν πολιτευμάτων λοιπόν, καὶ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐν ἰσχύι, καὶ τῶν ἄλλων, τὰ ὁποῖα προετάθησαν ὑπὸ μερικῶν, ἂς θεωρηθοῦν ἐπαρκεῖς αἱ παρατηρήσεις, αἱ ὁποῖαι ἐγένοντο ἀνωτέρω
31 ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟN ΠΡΩΤΟΝ Περὶ τῶν χαρακτηριστικῶν στοιχείων τοῦ πολίτου. 1. Η πόλις κατὰ τὸν Αριστοτέλη συνίσταται ἐκ πλήθους πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν κοινότητα ἀποβλέπουσαν εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν ἑνὸς κοινοῦ σκοποῦ Εκεῖνος ὁ ὁποῖος μέλλει νὰ ἐξετάσ η τὰ εἴδη τῶν πολιτευμάτων, τί εἶναι δηλαδὴ ἕκαστον ἐξ αὐτῶν καὶ ποία περίπου εἶναι ἡ μορφὴ ἑκάστου, ὡς πρῶτον σχεδὸν θέμα πρὸς ἐξέτασιν ἔχει νὰ ἰδ ῆ τὸ περὶ τῆς πόλεως, τί πρᾶγμα εἶναι τέλος πάντων αὐτὴ ἡ πόλις. Διότι μέχρι σήμερον ὑπάρχει ἀμφισβήτησις περὶ τοῦ θέματος τούτου, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἄλλοι μὲν λέγουν, ὅτι ἡ πόλις προέβη εἰς τὴν (δεῖνα) ἐνέργειαν, ἄλλοι ὅμως λέγουν, ὅτι δὲν προέβη εἰς τὴν πρᾶξιν ταύτην ἡ πόλις, ἀλλὰ τὸ ἰσχῦον ὀλιγαρχικὸν καθεστὼς ἢ ὁ κυριαρχῶν τύραννος ἡμεῖς ἐξ ἄλλου παρατηροῦμεν, ὅτι ὁλόκληρος ἡ ἀσχολία καὶ ἡ δραστηριότης τοῦ πολιτικοῦ ἀνδρὸς (τοῦ ἀσχολουμένου εἰς τὰ δημόσια πράγματα) καὶ τοῦ νομοθέτου περιστρέφεται περὶ τὴν πόλιν καὶ ὅτι ὡς πολιτεία νοεῖται μὶα τακτοποίησις (διακανονισμὸς κατὰ μίαν τάξιν) τῶν κατοίκων τῆς πόλεως. Επειδὴ ὅμως ἡ πόλις (ὡς σύνολον τῶν κατοικούντων εἰς αὐτὴν πολιτῶν) ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἀπαρτίζοντα αὐτὴν μέρη, καθὼς συμβαίνει καὶ προκειμένου περὶ οἱουδήποτε ἄλλου συνόλου, τὸ ὁποῖον εἶναι μὲν ἓν σύνολον, συνίσταται ὅμως ἐκ πολλῶν μερῶν, καθίσταται ἐκ τούτου φανερόν, ὅτι πρὸ πάσης ἄλλης ἐξετάσεως πρέπει νὰ ἀνερευνήσωμεν τὸ θέμα τοῦ πολίτου διότι ἡ πόλις εἶναι ἡ συνισταμένη τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν 1. Κατ ἀκολουθίαν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ἐξετάσωμεν κατὰ πρῶτον ποῖον πρέπει νὰ ὀνομάζωμεν πολίτην καὶ ποῖος εἶναι ὁ πολίτης (ποῖον εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν γνώρισμα τοῦ πολίτου). Διότι καὶ περὶ τῆς ἰδιότητος τοῦ πολίτου ἐγείρεται πολλὰς φορὰς ἀμφισβήτησις διότι δὲν συμφωνοῦν ὅλοι, ὅτι ὁ πολίτης (εἰς πάντα τὰ πολιτειακὰ καθεστῶτα) εἶναι τῆς αὐτῆς ἰδιότητος συμβαίνει δηλαδὴ πολλάκις νὰ εἶναι τις πολίτης εἰς ἓν δημοκρατικὸν καθεστώς, ἀλλὰ ὁ ἴδιος νὰ μὴ ἔχ η τὴν ἰδιότητα τοῦ πολίτου εἰς ἓν ὀλιγαρχικὸν 61
32 2. Θ ε τ ο ὺ ς πολίτας κατ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς γνησίους καὶ ἀληθινοὺς πολίτας. Ο Αριστοτέλης ὀνομάζει αὐτοὺς π ο ι η τ ι κοὺς (δηλαδὴ κατεσκευασμένους, ὄχι φυσικούς) πολίτας, ἀποδίδων εἰς αὐτοὺς τὴν αὐτὴν ὀνομασίαν, τὴν ὁποίαν ἀπέδιδον οἱ ἀρχαῖοι Ελληνες εἰς τοὺς θετοὺς (υἱοθετημένους) παῖδας. 3. Μ έ τ ο ι κ ο ι ἐκαλοῦντο οἱ ξένοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς μίαν πόλιν, χωρὶς νὰ ἔχουν πολιτικὰ δικαιώματα. 4. Αἱ συμβάσεις αὗται ὠνομάζοντο σύμβολα. 5. Προστάτης ἐλέγετο εἰς τὰς Αθήνας ὁ πολίτης, ὁ ὁποῖος εἶχεν ὑπὸ τὴν προστασίαν του ἕνα ξένον ἢ ἄλλον, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε πολιτικὰ δικαιώματα. Ανάλογος ἦτο εἰς τὴν Ρώμην ἡ ἰδιότης τοῦ λεγομένου patronus. 6. Εἰς τὰς Αθήνας οἱ νέοι ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας των. 7. Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η διὰ τούτων, ὅτι δὲν ζητεῖ νὰ ἀνεύρ η καὶ καθορίσ η τὸν πολίτην, ὁ ὁποῖος ἔχει εἰσέτι ἀτελῆ πολιτικὰ δικαι- καθεστώς. Αλλὰ ἂς παραλείψωμεν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τὴν ὀνομασίαν ταύτην τοῦ πολίτου κατὰ ἕνα ἄλλον τρόπον, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι τοὺς λεγομένους θετούς 2 πολίτας ὁ δὲ ἀληθινὸς πολίτης δὲν εἶναι πράγματι πολίτης διὰ μόνον τὸν λόγον, ὅτι κατοικεῖ εἰς ἕνα τόπον διότι καὶ οἱ λεγόμενοι μέτοικοι 3, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ δοῦλοι, ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἕνα τόπον πρὸς κατοίκησιν (χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι διὰ τοῦτο πολῖται) οὔτε ἐξ ἄλλου εἶναι ἀληθινοὶ πολῖται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν τοιαῦτα δικαιώματα, ὥστε καὶ εἰς δίκην νὰ ὑποβάλλωνται καὶ νὰ δύνανται νὰ ὑπερασπίζουν τὸ δίκαιόν των (ὅταν καταφεύγουν εἰς τὰ δικαστήρια) διότι τὸ δικαίωμα τοῦτο ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι προστατεύονται ὑπὸ τῶν μεταξὺ τῶν διαφόρων πόλεων συναπτομένων ἐμπορικῶν συμβάσεων 4, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὰς συμβάσεις ταύτας ἰσχύουν αἱ διαδικασίαι αὐταί εἰς πολλὰς βεβαίως πόλεις οἱ μέτοικοι οὔτε αὐτὰ τὰ δικαιώματα ἔχουν ἐντελῶς, ἀλλὰ εἶναι ἠναγκασμένοι ἐκ τοῦ νόμου νὰ ἔχουν ἕνα προστάτην 5, ὥστε οἱ μέτοικοι καὶ τῶν τοιούτων δικαιωμάτων ἀπολαύουν κατὰ ἕνα ἀτελῆ τρόπον καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς παῖδας, οἱ ὁποῖοι λόγ ω ἡλικίας δὲν ἔχουν ἐγγραφ ῆ ἀκόμη εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν 6, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς γέροντας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπαλλαγῆ τῶν ὑποχρεώσεων τοῦ πολίτου, πρέπει καὶ αὐτοὺς νὰ ὀνομάσωμεν, ὅτι εἶναι μὲν κατὰ ἕνα τρόπον πολῖται, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ εἴπωμεν ἀπολύτως πολίτας, ἀλλὰ προσθέτοντες εἰς μὲν τοὺς παῖδας τὴν ὀνομασίαν ἀτελεῖς πολῖται, περὶ δὲ τῶν γερόντων λέγοντες, ὅτι ἔχουν παρακμάσει ἢ κἄτι ἄλλο παρόμοιον 7 διότι οὐδεμία πράγματι διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ αὐτῶν, εἶναι δὲ φανερὸν αὐτὸ τὸ ὁποῖον θέλομεν νὰ ώματα, καθὼς εἶναι οἱ παῖδες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἐγγραφῆ ἀκόμη εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, οὔτε καθὼς οἱ γέροντες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν παρακμάσει λόγ ω ἡλικίας, ἀπώλεσαν μέρος τῶν πολιτικῶν των δικαιωμάτων, ἀλλὰ τὸν τέλειον πολίτην.
33 8. Ο Αριστοτέλης ἐννοεῖ δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα, ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει κατὰ τὴν ἀτέλειαν τῆς ἰδιότητός των ὡς πολιτῶν μεταξὺ παίδων καὶ γερόντων. 9. Περὶ τῆς ἰδιότητος αὐτῶν ὡς πολιτῶν. 10. Οτι δηλαδὴ ὁ μὲν εἷς εἶναι δικαστής, ὁ δὲ ἄλλος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η τῶν τακτικῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ. 11. Δηλαδὴ μεταξὺ τούτων τῶν ἀρχόντων (τοῦ δικαστοῦ καὶ τοῦ μέλους τῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ) καὶ τῶν κυριωτάτων ἀρχόντων. 12. Αρχὴ μὴ προσδιοριζομένη χρονικῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλας, αἱ ὁποῖαι περιορίζονται κατὰ τὸν χρόνον. 13. Εἰς ταύτην τὴν διττὴν ἀρχὴν ὁ Αριστοτέλης ἀπέδωσε τὸ κοινὸν ὄνομα ἀόριστος ἀρχή, ὡς εἰς ἀρχὴν δηλαδὴ ἀπεριορίστου χρονικῆς διαρκείας ἢ μᾶλλον συμπίπτουσαν χρονικῶς πρὸς τὴν ὅλην διάρκειαν τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου. εἴπωμεν περὶ αὐτῶν 8. Αλλὰ ἡμεῖς ἀναζητοῦμεν νὰ καθορίσωμεν τὸν τέλειον πολίτην, ὁ ὁποῖος οὐδεμίαν ἔχει τοιαύτην ἔλλειψιν, περὶ τῆς ὁποίας ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ διορθωθ ῆ, ἐπειδὴ καὶ ἐν σχέσει πρὸς τοὺς στερηθέντας τῶν πολιτικῶν των δικαιωμάτων καὶ τοὺς ἐξορίστους εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν αἱ τοιούτου εἴδους ἀντιρρήσεις 9 καὶ νὰ δοθοῦν λύσεις (εἰς τὸ πρὸβλημα αὐτῶν ὡς πολιτῶν). Ο ἀληθινὸς ὅμως πολίτης δι οὐδενὸς ἄλλου γνωρίσματος εἶναι δυνατὸν νὰ προσδιορισθ ῆ καλύτερον παρὰ μόνον διὰ τοῦ ὅτι λαμβάνει μέρος εἰς τὰς δικαστικὰς κρίσεις καὶ εἰς τὰς ἀρχάς. Εκ τῶν ἀρχῶν δὲ ἄλλαι μὲν εἶναι καθωρισμέναι χρονικῶς, ὥστε νὰ μὴ ἐπιτρέπεται γενικῶς νὰ ἀσκ ῆ μερικὰς ἐξ αὐτῶν δύο φορὰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον, παρὰ μόνον μετὰ παρέλευσιν ὡρισμένου χρονικοῦ διαστήματος προκειμένου ὅμως περὶ ἄλλων ἀρχῶν ὁ χρόνος τῆς διαρκείας αὐτῶν εἶναι ἀκαθόριστος, ὅπως λόγου χάριν εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ δικαστοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ μετέχοντος εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ λαοῦ. Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις ἴσως νὰ εἴπ η, ὅτι οὗτοι (ὁ δικαστὴς καὶ ὁ ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η τῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ) οὔτε κἂν ἄρχοντες εἶναι, οὔτε ἐπίσης μετέχουν τῆς ἀρχῆς λόγ ω τούτων τῶν ἰδιοτήτων αὐτῶν 10 εἶναι ὅμως γελοῖον τὸ νὰ νομίζ η τις, ὅτι δὲν μετέχουν τῆς ἀρχῆς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πράγματι οἱ κυριώτατοι ἄρχοντες. Αλλὰ ἂς μὴ θεωρηθῆ, ὅτι ὑπάρχει καμμιὰ διαφορὰ μεταξὺ τούτων 11 διότι τὸ πρὸβλημα εἶναι μόνον περὶ τῆς ὀνομασίας διότι δὲν ὑπάρχει κοινὴ ὀνομασία, δυναμένη νὰ ἀποδοθ ῆ εἰς τὸν δικαστὴν καὶ εἰς τὸ μέλος τῆς συνελεύσεως τοῦ λαοῦ (ὡς εἰς τοὺς κυριωτάτους ἄρχοντας), πῶς δηλαδὴ πρέπει νὰ ὀνομάζωμεν διὰ κοινοῦ ὀνόματος καὶ τοὺς δύο τούτους ἄρχοντας. Ας τεθ ῆ λοιπὸν χάριν προσδιορισμοῦ τῶν δύο τούτων ἀρχόντων (τοῦ δικαστοῦ καὶ τοῦ μέλους τῆς ἐκκλησίας τοῦ λαοῦ) ἡ κοινὴ ὀνομασία «ἀκαθόριστος ἀρχή» 12. Θεωροῦμεν λοιπὸν ὡς πολίτας ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετέχουν αὐτῆς τῆς ἀρχῆς (δηλαδὴ τῆς ἀρχῆς τοῦ δικαστοῦ καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ μέλους τῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ)
34 14. Ο ὁρισμός, τὸν ὁποῖον ἔδωσεν ἀνωτέρω. 15. Εφ ὅσον κατὰ τὸ εἶδος εἶναι διάφορα. 16. Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η ἐνταῦθα, ὅτι τὰ βασικῶς διάφορα μεταξύ των πράγματα ἢ δὲν ἔχουν οὐδεμίαν ὁμοιότητα ἢ ἔχουν μόνον μίαν μικρὰν ὁμοιότητα. Τοῦτο ἰσχύει καὶ περὶ τῶν πολιτευμάτων, ὅπως θὰ εἴπ η ὁ Αριστοτέλης κατωτέρω. 17. Ενταῦθα ὑποφαίνεται πλατωνικὴ διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ παλαιότερον, ὡς πρότυπον, εἶναι καὶ τὸ ὀρθόν. 18. Ο Αριστοτέλης ἐπισημαίνει ἐνταῦθα, ὅτι μόνον εἰς τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα ὑπάρχει ὁ ἀληθὴς πολίτης, ὅπως ἐχαρακτήρισεν αὐτὸν ἀνωτέρω ὡς μετέχοντα τῶν δικαστικῶν κρίσεων καὶ τῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ. 19. Καθὼς συνέβαινεν εἰς τὰς Αθήνας, εἰς τὰς ὁποίας αἱ τακτικαὶ συνελεύσεις τοῦ λαοῦ ἐλέγοντο κύριαι, αἱ δὲ ἔκτακτοι σύγκλητοι. Ο ὁρισμὸς λοιπόν, ὁ ὁποῖος δύναται κατ ἐξοχὴν νὰ προσαρμοσθ ῆ εἰς πάντας, ὅσοι ὀνομάζονται πολῖται, εἶναι περίπου αὐτός 14 πρέπει ὅμως νὰ ἔχωμεν ὑπ ὄψει, ὅτι εἰς τὰ πράγματα, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ βασικὰ στοιχεῖα εἶναι διάφορα κατὰ τὸ εἶδος, καὶ ἐκ τούτων ἄλλο μὲν ἔχει τὴν πρώτην θέσιν, ἄλλο δὲ τὴν δευτέραν καὶ ἄλλο ἔρχεται ἐν συνεχεί α αὐτῶν, ἢ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα οὐδεμία καθόλου ὁμοιότης 15, διὰ τῆς ὁποίας νὰ προσδιορίζωνται ὡς τοιαῦτα (ὡς ὅμοια), ἢ ὑπάρχει κἄποια ἀμυδρὰ μόνον ὁμοιότης 16. Συμφώνως πρὸς ταῦτα βλέπομεν, ὅτι καὶ τὰ πολιτεύματα διαφέρουν μεταξύ των κατὰ τὸ εἶδος καὶ ὅτι ἄλλα μὲν ἐξ αὐτῶν ἀκολουθοῦν χρονικῶς, ἄλλα δὲ προηγοῦνται τὰ πολιτεύματα δηλαδὴ τὰ πλημμελῆ καὶ ὅσα ἀποτελοῦν παρεκτροπὴν ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων εἶναι κατ ἀνάγκην μεταγενέστερα τῶν ὀρθῶν 17 πῶς δὲ ἐννοοῦμεν τὰ πολιτεύματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν παρεκτροπὴν ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων, τοῦτο θὰ καταστ ῆ φανερὸν ἐξ ὅσων θὰ εἴπωμεν κατωτέρω. Κατ ἀκολουθίαν καὶ ὁ πολίτης εἶναι κατ ἀνάγκην διάφορος εἰς ἕκαστον εἶδος πολιτεύματος. Διὰ τοῦτο ὁ χαρακτηρισθεὶς ὡς πολίτης εἰς μὲν τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα εἶναι κυριώτατα πολίτης, εἰς τὰ ἄλλα ὅμως εἴδη πολιτευμάτων εἶναι μὲν ἐνδεχόμενον νὰ εἶναι πολίτης, ἀλλὰ τοῦτο δὲν συμβαίνει κατ ἀνάγκην 18. Διότι εἰς μερικὰς πόλεις δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς πολιτικὴ ἀρχὴ ὁ λαός, οὔτε ἔχουν καθιερωθῆ αἱ τακτικαὶ συνελεύσεις τοῦ λαοῦ (δὲν ἔχει δηλαδὴ ὀργανωθῆ ὁ λαὸς εἰς πολιτικὸν σῶμα συνερχόμενον εἰς τακτικὰς συνελεύσεις πρὸς λῆψιν ἀποφάσεων) 19, ἀλλὰ αἱ ἔκτακτοι συνελεύσεις, ἐπίσης καὶ τὰς δίκας δικάζουν χωριστὰ διάφοροι ἀρχαί, καθὼς λόγου χάριν εἰς τὴν Λακεδαίμονα τὰς περὶ τῶν συμβάσεων δίκας ἄλλας μὲν δικάζει εἷς ἔφορος καὶ ἄλλας ἄλλος, τὰς δὲ δίκας τὰς ἀναφερομένας εἰς φόνους δικάζουν τὰ μέλη τῆς γερουσίας, ἴσως δὲ μία ἄλλη ἀρχὴ δικάζει ἄλλης φύσεως δίκας. Κατὰ τὸν αὐτὸν περίπου τρόπον δικάζουν τὰς δίκας καὶ εἰς τὴν Καρχηδόνα διότι τὰς πάσης φύσεως δίκας κρίνουν καὶ ἐκεῖ ὡρισμέναι ἀρχαί. Αλλὰ τοιουτο
35 20. Λέγων ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, ὅτι ὁ καθορισμὸς τῆς ἐννοίας τοῦ πολίτου ἔχει ἀνάγκην κἄποιας διορθώσεως, ὁρμᾶται ἐκ τοῦ βασικοῦ ὁρισμοῦ τοῦ πολίτου, τὸν ὁποῖον ἔδωσεν ἀνωτέρω, ἔχων προφανῶς ὑπ ὄψει τὸ ἐν Αθήναις ἰσχῦον πολιτειακὸν καθεστώς. Πολίτης κατὰ τὸν Αριστοτέλη εἶναι ὁ μετέχων τῆς δικαστικῆς ἀρχῆς ὁ ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η τῶν τακτικῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ. Ηδη ὅμως, λέγει ὁ Αριστοτέλης, ὁ ὁρισμὸς οὗτος ἔχει ἀνάγκην διορθώσεως, διότι εἴς τινα πολιτειακὰ καθεστῶτα, ἰσχύοντα ἀλλαχοῦ, εἰς τὴν Σπάρτην φερ εἰπεῖν καὶ εἰς τὴν Καρχηδόνα, τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως τῶν πάσης φύσεως δικῶν ἔχει ἐκχωρηθ ῆ εἰς μερικὰς μόνον ἀρχάς, τοιουτοτρόπως δὲ ὁ πολίτης ἀπώλεσεν ἓν τῶν δύο βασικῶν χαρακτηριστικῶν στοιχείων. 21. Τὸν ἀόριστον ἄρχοντα ὁ Αριστοτέλης ἀπεκάλεσεν ἀνωτέρω ἀόριστον ἀρχὴν καὶ τὴν ὀνομασίαν ταύτην ἀπέδωσεν ἀπὸ κοινοῦ εἰς τὸν δικαστὴν καὶ τὸ μέλος τῶν τακτικῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ. τρόπως ὁ καθορισμὸς τῆς ἐννοίας τοῦ πολίτου ἐπιδέχεται κἄποιαν διόρθωσιν 20. Διότι εἰς τὰ ἄλλα πολιτεύματα ὁ ὀνομασθεὶς ἀόριστος ἄρχων 21 δὲν εἶναι τὸ μέλος τῶν συνελεύσεων τοῦ λαοῦ καὶ ὁ δικαστής, ἀλλὰ ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ ἔχει καθορισθῆ διότι εἰς τούτους τοὺς ὡρισμένους ἄρχοντας ἢ ἐν συνόλ ω ἢ εἰς μερικοὺς μόνον ἐξ αὐτῶν παρέχεται τὸ δικαίωμα νὰ ἀποφασίζουν καὶ νὰ δικάζουν ἢ περὶ πάσης φύσεως θεμάτων ἢ μόνον περὶ μερικῶν. Ποίας λοιπὸν χαρακτηριστικὴς ἰδιότητος εἶναι ὁ πολίτης, κατέστη φανερὸν ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω ἐκεῖνος δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η βουλευτικῆς καὶ δικαστικῆς ἀρχῆς, τοῦτον λέγομεν τώρα, ὅτι εἶναι πολίτης αὐτῆς τῆς πόλεως (εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦτο), πόλιν δέ, διὰ νὰ εἴπω γενικῶς, ὀνομάζομέν τὸ σύνολον τῶν τοιούτου εἴδους πολιτῶν, τὸ ὁποῖον εἶναι ἱκανὸν νὰ ἐξασφαλίσ η τὰ μέσα πρὸς ἕνα βίον αὐτάρκη. 2. Καθορίζουν δὲ ἐν τ ῆ πράξει 22 ὡς πολίτην τὸν γεννηθέντα ἐκ γονέων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀμφότεροι πολῖται, καὶ ὄχι ἐκ τοῦ ἑνὸς μόνον τῶν δύο γονέων, δηλαδὴ μόνον ἐκ τοῦ πατρὸς ἢ μόνον ἐκ τῆς μητρός, ἄλλοι ὅμως ἀπαιτοῦν προσέτι καὶ τοῦτο, νὰ προέρχεται δηλαδὴ ὁ πολίτης ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότερους πάππους (οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν πολῖται). Αλλὰ ἐπειδὴ προσδιορίζουν τὸν πολίτην κατὰ τόσον πρακτικὸν καὶ παχυμερῆ τρόπον, μερικοὶ ἀποροῦν κατὰ ποῖον τρόπον θὰ εἶναι πολίτης ἐκεῖνος ὁ τρίτος ἢ ὁ τέταρτος πάππος. Ο Γοργίας 23 λοιπὸν ὁ Λεοντῖνος, ἀφ ἑνὸς μὲν ἴσως ἐκφράζων ἀπορίαν ἀφ ἑτέρου δὲ ὁμιλῶν εἰρωνικῶς, εἶπεν 22. Τοῦτο λέγεται ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους κατ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν θεωρητικὴν βαθεῖαν ἐξέτασιν τῆς ἐννοίας τοῦ πολίτου, τὴν ὁποίαν κάμνει αὐτός. 23. Ο Γοργίας εἶναι ὁ γνωστὸς σοφιστὴς καὶ ρήτωρ, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν πόλιν τῆς Σικελίας Λεοντίνους. Οὗτος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τὸν πέμπτον π.χ. αἰῶνα, ἐδίδαξε δὲ εἰς πολλὰς ἑλληνικὰς πόλεις, τὰς ὁποίας ἐπεσκέφθη, μεταξὺ δὲ τούτων τὰς Αθήνας καὶ τὴν Λάρισαν
36 24. Οἱ τεχνῖται οὗτοι ἦσαν οἱ λεγόμενοι λαρισοποιοὶ ἢ λαρισαιο π ο ι ο ί. Hτο δὲ ἡ λ ά ρ ι σ α εἶδος χύτρας, ἡ ὁποία τὸ πρῶτον κατεσκευάσθη εἰς τὴν θεσσαλικὴν πόλιν Λάρισαν, ἐκ τῆς ὁποίας ἔλαβε καὶ τὴν ὀνομασίαν. Δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, προσκομίζων καὶ τὸ λογοπαίγνιον τοῦ σοφιστοῦ Γοργίου, ἐννοεῖ, ὅτι οἱ ζητοῦντες νὰ καθορίσουν τὸν πολίτην ὡς τὸν γεννηθέντα ἐκ γονέων, οἱ ὁποῖοι ἀμφότεροι εἶναι πολῖται, καὶ μάλιστα ἀπαιτοῦντες πρὸς τούτοις νὰ εἶναι πολῖται ὄχι μόνον οἱ γονεῖς ἀλλὰ καὶ οἱ πάπποι καὶ οἱ προπάπποι, μὴ ἀποδίδοντες δὲ εἰς αὐτὸν ἄλλην οὐσιώδη ἰδιότητα, θεωροῦν τὸν πολίτην ὡς ἓν τεχνητὸν κατασκεύασμα, καθὼς τὸ ἰγδίον, τὸ ὁποῖον κατασκευάζουν οἱ εἰδικοὶ τεχνῖται, οἱ λεγόμενοι ὁ λ μ ο π ο ι ο ὶ (κατασκευασταὶ ἰγδίων), ἢ καθὼς τὴν χύτραν, τὴν ὁποίαν κατασκευάζουν οἱ λαρισοποιοὶ (κατασκευασταὶ χυτρῶν). 25. Δηλαδὴ οἱ γεννηθέντες, ὅπως θέλουν μερικοὶ τὸν πολίτην, ἐκ γονέων ἀμφοτέρων πολιτῶν. ὅτι καθὼς τὰ ἰγδία (τὸ γουδί) εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχουν κατασκευασθ ῆ ὑπὸ τῶν κατασκευαστῶν τῶν ἰγδίων, τοιουτοτρόπως καὶ Λαρισαῖοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχον κατασκευασθ ῆ ὑπὸ τῶν τεχνιτῶν διότι ὑπάρχουν πράγματι καὶ μερικοὶ τεχνῖται, οἱ ὁποῖοι εἶναι κατασκευασταὶ λαρισῶν 24. Αλλὰ τὸ πρᾶγμα εἶναι ἁπλοῦν. Διότι ἂν πράγματι αὐτοὶ 25 συμφώνως πρὸς τὸν ἀνωτέρω δοθέντα περὶ τοῦ πολίτου ὁρισμόν 26 μετεῖχον τῆς πολιτείας, θὰ ἦσαν πολῖται ἀλλὰ δὲν εἶναι διότι δὲν δυνάμεθα νὰ προσαρμόσωμεν τὸν ὁρισμὸν (τὸν ὑπό τινων ἄλλων δοθέντα), ὅτι πολίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη ἐκ πατρὸς πολίτου καὶ ἐκ μητρὸς πολίτιδος, εἰς τοὺς πρώτους κατοίκους τῆς πόλεως ἢ εἰς τοὺς ἰδρυτὰς αὐτῆς 27. Αλλὰ μεγαλυτέραν ἴσως ἀπορίαν παρέχει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον συμβαίνει ἐν σχέσει πρὸς ὅσους μετέχουν τῆς πολιτικῆς ζωῆς (καθίστανται πολῖται) μετὰ τὴν γενομένην μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος, καθὼς ἐκεῖνα δηλαδή, τὰ ὁποῖα ἐπραγματοποίησεν ὁ Κλεισθένης 28 μετὰ τὴν ἐκτόπισιν τῶν τυράννων διότι πράγματι ὁ Κλεισθένης κατέταξεν εἰς τὰς φυλὰς πολλοὺς ξένους ἐκ τῶν μετοίκων καὶ πολλοὺς δού- 26. Καθ ὃν ὁρισμὸν πολίτης εἶναι ὁ μετέχων τῆς βουλευτικῆς καὶ δικαστικῆς ἀρχῆς. 27. Ο Αριστοτέλης ἐννοεῖ διὰ τούτων, ὅτι ὁ ὁρισμός, ὁ τόσον πρακτικὸς καὶ παχυμερής, κατὰ τὸν ὁποῖον πολίτης εἶναι ὁ γεννηθεὶς ἐκ γονέων πολιτῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμοσθ ῆ εἰς τοὺς πρώτους κατοίκους ἢ εἰς τοὺς ἱδρυτὰς μιᾶς πόλεως, διότι πρὸ αὐτῶν δὲν ὑπῆρχον ἄλλοι πολῖται. Εἶναι ἄρα ἀτυχὴς καὶ ἀπορριπτέος ὁ τοιοῦτος ὁρισμὸς τῆς ἐννοίας τοῦ πολίτου, διότι δὲν ἔχει οὐσιῶδες περιεχόμενον καὶ ἐξαρτᾶται ἐκ στοιχείων ἔξω τοῦ πολίτου αὐτοῦ καθ ἑαυτὸν εὑρισκομένων. 28. Ο Κλεισθένης ὑπῆρξε πολιτικὸς εἰς τὰς Αθήνας, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ ἔτος 510 π.χ. ἐπρωτοστάτησεν εἰς τὴν ἐναντίον τῶν Πεισιστρατιδῶν ἐξέγερσιν τοῦ Αθηναϊκοῦ λαοῦ, ἀναλαβὼν δὲ τὴν ἐξουσίαν προέβη εἰς πολλὰς μεταρρυθμίσεις, αἱ ὁποῖαι προπαρεσκεύασαν τὴν ἐπικράτησιν ἑνὸς ἀληθινοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος
37 29. Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η διὰ τούτων, ὅτι ἐφ ὅσον ὑπάρχουν τινές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀδίκως ἄρχοντες, λέγομεν δὲ περὶ τούτων, ὅτι εἶναι μὲν ἄρχοντες ἀλλ ὄχι δικαίως, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ περὶ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μετέχει τῆς οἰκείας πολιτικῆς ἀρχῆς, ἀνεξαρτήτως ἂν μετέχ η αὐτῆς δικαίως ἢ ἀδίκως, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι εἶναι πολίτης. Δηλαδὴ ὁ Αριστοτέλης, συμφώνως πρὸς ὅσα εἶπε περὶ τῆς ἰδιότητος τοῦ πολίτου ἀνωτέρω, καθορίζει τὴν ἔννοιαν τοῦ πολίτου διὰ τῆς συμμετοχῆς αὐτοῦ εἰς μίαν οἰκείαν ἀρχὴν (τὴν βουλευτικὴν καὶ δικαστικήν, καθὼς εἶπε προηγουμένως). 30. Δηλαδὴ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγου ἐξ ὀλιγαρχικοῦ ἢ τυραννικοῦ ἐγένετο δημοκρατία. λους. Η ἐγειρομένη δὲ ἐν σχέσει πρὸς αὐτοὺς διαφωνία δὲν εἶναι, ἂν πράγματι αὐτοὶ εἶναι πολῖται, ἀλλὰ ἂν εἶναι πολῖται ἀδίκως ἢ δικαίως. Καὶ βεβαίως θὰ ἠδύνατό τις νὰ ὑποβάλ η προσέτι καὶ ταύτην τὴν ἀπορίαν, ὅτι ἐὰν κἄποιος δὲν εἶναι δικαίως πολίτης, δὲν εἶναι πράγματι πολίτης, διότι ἡ ἔννοια τοῦ ἀδίκου καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ψευδοῦς ἔχουν τὴν αὐτὴν σημασίαν. Επειδὴ ὅμως παρατηροῦμεν, ὅτι καὶ ἄρχοντες εἶναι μερικοὶ ἀδίκως, περὶ τῶν ὁποίων δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι εἶναι μὲν ἄρχοντες ἀλλ ὄχι δικαίως, ὅτι δὲ ἐξ ἄλλου πολίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει προσδιορισθῆ διὰ μιᾶς ἀρχῆς διότι ὁ μετέχων τῆς τοιαύτης ἀρχῆς εἶναι, καθὼς εἴπομεν ἀνωτέρω, πολίτης καθίσταται ἐκ τούτων φανερόν, ὅτι καὶ τούτους πρέπει νὰ ὀνομάσωμεν πολίτας Τὸ δὲ ζήτημα, ἂν οἱ πολῖται οὗτοι εἶναι πολῖται δικαίως ἢ ὄχι δικαίως, εἶναι συνυφασμένον πρὸς τὴν ἀμφισβήτησιν (τὴν ἀντίρρησιν), τὴν ὁποίαν ἐξεφράσαμεν προηγουμένως. Μερικοὶ δηλαδὴ ἀποροῦν πότε ἡ πόλις ἔχει τὴν εὐθύνην μιᾶς πράξεως καὶ πότε δὲν ἔχει, καθὼς δηλαδὴ ὅταν ἐξ ἑνὸς ὀλιγαρχικοῦ ἢ τυραννικοῦ καθεστῶτος προέλθ η δημοκρατία διότι τότε πολλοὶ ἀρνοῦνται νὰ ἀποδώσουν τὰ ὀφειλόμενα χρέη, ἰσχυριζόμενοι ὅτι δέν τὰ ἔλαβεν ἡ πόλις, ἀλλὰ ὁ τύραννος, οὔτε ἐπίσης θέλουν νὰ ἐκπληρώσουν ἄλλας παρομοίας ὑποχρεώσεις, προφασιζόμενοι ὅτι μερικὰ ἐκ τῶν πολιτευμάτων ὑπάρχουν διὰ τῆς βίας, ἀλλ ὄχι πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος ἐὰν λοιπὸν καὶ μερικαὶ πόλεις ἔχουν δημοκρατικὸν πολίτευμα, τὸ ὁποῖον λειτουργεῖ κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον 30, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει πρέπει νὰ εἴπωμεν ὁμοίως, ὅτι καὶ αἱ πράξεις τῆς πολιτείας ταύτης ἀνήκουν εἰς ταύτην τὴν πόλιν, ἐπίσης δὲ καὶ αἱ πράξεις αἱ προερχόμεναι ἐκ τοῦ ὀλιγαρχικοῦ καὶ τοῦ τυραννικοῦ καθεστῶτος (ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε τὸ δημοκρατικὸν καθεστώς). Φαίνεται δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι προσφυὴς πρὸς τὴν ἀπορίαν ταύτην εἶναι κατά τινα τρόπον καὶ ὁ λόγος, πότε δηλαδὴ πρέπει νὰ λέγωμεν, ὅτι ἡ πόλις εἶναι ἡ αὐτὴ (παρα
38 31. Τὸν τρόπον δηλαδή, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι ἐγκαθιδρυμένη ἡ πόλις. 32. Τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸν πληθυσμὸν τῆς πόλεως. 33. Εννοεῖ ὁ Αριστοτέλης τὴν ἅλωσιν τῆς Βαβυλῶνος ὑπὸ τοῦ Κύρου τοῦ πρεσβυτέρου, περὶ τῆς ὁποίας γράφει ὁ Ηρόδοτος εἰς τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς ἱστορίας του, χωρὶς ὅμως νὰ μνημονεύ η ἀριθμὸν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας μέρος τῶν κατοίκων δὲν εἶχεν ἀντιληφθ ῆ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως. 34. Οχι μόνον λόγ ω τῆς μεγάλης ἐκτάσεως τῆς πόλεως, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἀνομοιότητα τῶν κατοίκων αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν πολῖται καθ ἃ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα ἀποδίδει εἰς αὐτοὺς ὁ Αριστοτέλης. 35. Καίτοι ἡ πόλις κατὰ τὴν Ελληνικὴν ἀντίληψιν συνέπιπτεν ὡς πολιτικὸς ὅρος πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ κράτους, ὡς ὠργανωμένης πολιτείας, ὅμως τὸ πρὸβλημα, τὸ ὁποῖον θέτει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης περὶ τῆς ἐκτάσεως τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων της καὶ περὶ τῆς ποιότητος αὐτῶν καὶ τὸ ὁποῖον εἶχον θέσει ἤδη μένει ἡ ἰδία) ἢ δὲν εἶναι ἡ αὐτὴ ἀλλὰ διάφορος. Αλλὰ ἡ πλέον ἐπιφανειακὴ ἐξέτασις τοῦ ζητήματος τούτου εἶναι ἡ ἀφορῶσα εἷς τὸν τόπον 31 καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους 32 διότι εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθοῦν ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἄλλοι μὲν νὰ κατοικήσουν εἰς τοῦτον τὸν τόπον, ἄλλοι δὲ εἰς ἄλλον. Αὐτῆς μὲν λοιπὸν τῆς ἀπορίας τὴν λύσιν πρέπει νὰ θεωρήσωμεν εὐχερεστέραν, διότι ὑπάρχει κἄποια εὐκολία εἰς τὴν τοιαύτην ἔρευναν λόγ ω τοῦ ὅτι ἡ πόλις νοεῖται κατὰ πολλοὺς τρόπους ἐπίσης δέ, καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦν τὸν αὐτὸν τόπον, ὑπάρχει ἡ ἀπορία, ὑπὸ ποίας προϋποθέσεις πρέπει νὰ θεωρῶμεν αὐτὴν ὡς ἑνιαίαν λόγ ω τῶν τειχῶν, τὰ ὁποῖα περιβάλλουν αὐτήν διότι θὰ ἦτο δυνατὸν καὶ τὴν Πελοπόννησον ὁλόκληρον νὰ περιβάλωμεν δι ἑνὸς τείχους. Τοιαύτη ἴσως ἦτο καὶ ἡ Βαβυλὼν καὶ πᾶς ἄλλος συνοικισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει περιφέρειαν μᾶλλον ἔθνους παρὰ πόλεως περὶ ταύτης δὲ τῆς πόλεως (τῆς Βαβυλῶνος) λέγουν, ὅτι καίτοι εἶχε καταληφθῆ 33 ἀπὸ τριῶν ἤδη ἡμερῶν, ἓν μέρος τῶν κατοίκων δὲν εἶχε ἀντιληφθ ῆ τοῦτο 34. Αλλὰ περὶ τοῦ προβλήματος τούτου εἰς ἄλλην εὐκαιρίαν θὰ εἶναι χρήσιμος ἡ ἐξέτασις διότι ὁ πολιτικὸς πρέπει νὰ ἔχ η ὑπ ὄψει καὶ τὸ θέμα τοῦ μεγέθους (τῆς ἐκτάσεως) τῆς πόλεως καὶ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πολιτῶν 35 καὶ περὶ τοῦ ποῖον εἶναι συμφέρον, νὰ ἀποτελῆται δηλαδὴ ἡ πόλις ἀπὸ ἓν πρὸ τοῦ Αριστοτέλους ὁ Πλάτων καὶ ἄλλοι, ἐγείρεται καὶ σήμερον ὀξύτατον. Διίστανται δὲ αἱ γνῶμαι τῶν ἀσχολουμένων εἰς τὸ πρὸβλημα τοῦτο κατὰ τὴν σὺγχρονον ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ πόλεις, μάλιστα αἱ πρωτεύουσαι τῶν μεγάλων χωρῶν, λαμβάνουν τεραστίαν ἔκτασιν καὶ βαρύνονται ὑπὸ μεγάλου ἀριθμοῦ κατοίκων, διαρκῶς αὐξανομένων διότι ἄλλοι μὲν προτείνουν τὴν δημιουργίαν πόλεων μεγίστων, οἰκουμενικῶν κληθεισῶν, ἄλλοι δὲ εὐρίσκουν ὡς ὀρθοτέραν τὴν λύσιν κατασκευῆς πόλεων, περιλαμβανουσῶν ὀλίγας δεκάδας χιλιάδων κατοίκων.
39 36. Ενεκα δηλαδὴ τοῦ ὅτι ἀνήκουν εἰς τὸ αὐτὸ γένος. 37. Εὰν τὸ πολίτευμα παραμέν η ἀμετάβλητον, τότε λέγομεν, ὅτι πόλις εἶναι ἡ αὐτὴ (ἡ ἰδία), ἐὰν ὅμως μεταβληθ ῆ τὸ πολίτευμα, τότε λέγομεν ὅτι ἡ πόλις εἶναι διάφορος τῆς προηγουμένης. Η ἀλήθεια τῆς παρατηρήσεως ταύτης τοῦ Αριστοτέλους διασ ώζεται αὐτουσία καὶ μεταβιβάζεται ἀκεραία μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, κατὰ τὰς ὁποίας τὰς σχέσεις μας φιλικὰς ἢ ἐχθρικάς πρὸς τὰ ξένα κράτη προσδιορίζομεν ἀναλόγως πρὸς τὸ ἐπικρατοῦν ἑκάστοτε εἰς ἑκάστην χώραν καθεστώς. Μέχρι πρὸ τοῦ Ελληνο-ἰταλικοῦ πολέμου τοῦ 1940 ἡμεῖς οἱ Ελληνες ἐθεωροῦμεν τὴν Ιταλίαν ἐχθρικὴν πρὸς ἡμᾶς λόγ ω τοῦ κρατοῦντος ἐκεῖ φασιστικοῦ καθεστῶτος μετὰ τὸν πόλεμον ὅμως τοῦτον, καίτοι ἡ Ιταλία ἐξακολουθεῖ νὰ κατοικῆται καὶ σήμερον ὑπὸ τῶν αὐτῶν ἀνθρώπων, ἀποβλέπομεν πρὸς αὐτὴν ὡς πρὸς φιλικὴν μάλλον, διάφορον τῆς προπολεμικῆς, χώραν, διότι μετεβλήθη τὸ πολιτικὸν αὐτῆς καθεστώς. φῦλον ἀνθρώπων ἢ ἀπὸ πολλά ἀλλὰ ὅταν οἱ ἴδιοι κάτοικοι κατοικοῦν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐφ ὅσον παραμένει ἀμετάβλητος ἡ ὁμοιογένεια τῶν κατοίκων, πρέπει νὰ εἴπωμεν, ὅτι ἡ πόλις εἶναι ἡ αὐτή, καίτοι πάντοτε ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν κατοίκων ἀποθν ήσκουν, ἄλλοι δὲ γεννῶνται, καθὼς συνηθίζομεν νὰ λέγωμεν, ὅτι καὶ οἱ ποταμοὶ εἶναι οἱ ἴδιο καὶ αἱ κρῆναι εἶναι αἱ ἴδιαι, καίτοι πάντοτε ἄλλο μὲν ὕδωρ εἰσέρχεται, ἄλλο δὲ ἐξέρχεται, ἢ πρέπει νὰ εἴπωμεν, ὅτι οἱ μὲν ἄνθρωποι παραμένουν οἱ ἴδιοι ἕνεκα αὐτῆς τῆς αἰτίας 36, ἡ δὲ πόλις γίνεται διάφορος; Διότι ἐὰν βεβαίως ἡ πόλις εἶναι κἄποια κοινωνία (μία συμμετοχή), εἶναι δὲ πράγματι ἡ πόλις συμμετοχὴ τῶν πολιτῶν εἰς τὴν πολιτείαν, ἐὰν τὸ εἶδος τοῦ πολιτεύματος μεταβληθ ῆ καὶ γίν η διάφορον, ἤθελέ τις νομίσει, ὅτι κατ ἀνάγκην καὶ ἡ πόλις δὲν θὰ εἶναι ἡ ἰδία, καθὼς βεβαίως λέγομεν, ὅτι καὶ ὁ χορὸς εἶναι διάφορος, ἄλλοτε μὲν κωμικός, ἄλλοτε δὲ τραγικός, καίτοι πολλάκις οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι εἶναι χορευταί καθ ὅμοιον τρόπον καὶ πᾶσαν ἄλλην συμμετοχὴν καὶ πᾶσαν ἄλλην σύνθεσιν λέγομεν, ὅτι εἶναι διάφορος, ἂν ὑπάρξ η διάφορον εἶδος τῆς συνθέσεως, καθὼς λόγου χάριν λέγομεν, ὅτι μία ἁρμονία, καίτοι ἀποτελεῖται ἐκ τῶν ἰδίων φθόγγων, εἶναι ὅμως διάφορος, ἂν ἄλλοτε μὲν εἶναι Δωρική, ἄλλοτε δὲ Φρυγική. Εὰν λοιπόν τὰ πράγματα ἔχουν κατ αὐτὸν τὸν τρόπον, καθίσταται φανερόν, ὅτι πρέπει, διὰ νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ πόλις εἶναι ἡ αὐτή, νὰ ἀποβλέπωμεν πρὸ πάντων εἰς τὸ πολίτευμα αὐτῆς 37 εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ ὀνομάζωμεν αὐτὴν τὴν πόλιν δι ἄλλου ὀνόματος (ἂν μεταβληθ ῆ τὸ εἶδος τοῦ πολιτεύματος) ἢ διὰ τοῦ ἰδίου ὀνόματος (ἂν μεταβληθ ῆ τὸ εἶδος του πολιτεύματος) ἀνεξαρτήτως ἂν οἱ κάτοικοι αὐτῆς εἶναι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ἢ εἶναι ἐντελῶς διάφοροι ἄνθρωποι. Εὰν δὲ εἶναι δίκαιον νὰ ἀποδίδ η τις ἢ ὄχι τὰ χρέη, ὅταν μεταβληθ ῆ τὸ πολίτευμα τῆς πόλεως εἰς ἄλλο, τοῦτο εἶναι ἄλλο θέμα
40 38. Ως ν α ῦ τ α ι νοοῦνται πάντα τὰ μέλη τοῦ πληρώματος ἑνὸς πλοίου ἀπὸ τοῦ κυβερνήτου μέχρι τοῦ τελευταίου ναύτου. 39. Α κ ριβέστατος χαρακτηρισμὸς εἶναι ὁ ἀνήκων ἰδιαιτέρως εἰς ἕνα ἕκαστον. 40. Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η ἐνταῦθα, ὅτι ἕκαστον μέλος τοῦ πληρώματος ἑνὸς πλοίου ἔχει μὲν κἄποιαν ἰδιαιτέραν προσωπικὴν ἱκανότητα, ἡ ὁποία τοῦ παρέχει τὸ δικαίωμα εἰς ἕνα ἰδιαίτερον χαρακτηρισμόν, ἐπειδὴ ὅμως πάντες οἱ ἀποτελοῦντες τὸ πλήρωμα ἑνὸς πλοίου ἀποβλέπουν εἰς ἕνα κοινὸν σκοπόν, εἰς τὴν ἐξασφάλισιν ἀκινδύνου ταξιδίου καὶ εἰς τὴν διάσωσιν τοῦ πλοίου καὶ τὴν διαφύλαξιν ἀπὸ τῶν κινδύνων τοῦ ταξιδίου, ὑπάρχει δι ὅλους αὐτοὺς καὶ εἷς κοινὸς χαρακτηρισμός, ὑπαγορευόμενος ὑπὸ τῆς κοινότητος τοῦ σκοποῦ, τὸν ὁποῖον ὅλοι ἐξυπηρετοῦν. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οἱ πολῖται, καίτοι ἕκαστος ἐξ αὐτῶν δικαιοῦται λόγ ω τῶν προσωπικῶν του ἱκανοτήτων ἑνὸς ἰδιαιτέρου χαρακτηρισμοῦ, κρίνονται ὅμως ἄξιοι καὶ ἑνὸς κοινοῦ χαρακτηρισμοῦ, τὸν ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ Περὶ τῆς ἀρετῆς τοῦ σπουδαίου πολίτου. 4. Εἰς τὰ μέχρι τοῦδε λεχθέντα ἀκολουθεῖ ἐν συνεχεί α νὰ ἐξετάσωμεν, ἐὰν πρέπ η νὰ θεωρήσωμεν, ὅτι ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀξίου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἰδία πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ σπουδαίου (ἐξόχου) πολίτου ἢ δὲν εἶναι ἡ αὐτή. Αλλὰ βεβαίως ἐὰν τὸ θέμα τοῦτο ἔχ η ἀνάγκην νὰ τύχ η μιᾶς ἐρεύνης, κατὰ πρῶτον πρέπει νὰ καθορίσωμεν δι ἑνὸς γενικοῦ τύπου τὴν ἀρετὴν τοῦ πολίτου. Καθὼς λοιπὸν ὁ ναύτης ἑνὸς πλοίου εἶναι εἷς ἐκ τῶν μελῶν τῶν μετεχόντων τοῦ πληρώματος αὐτοῦ, τοιουτοτρόπως καθορίζομεν καὶ τὸν πολίτην (ὡς ἓν μέλος τῶν μετεχόντων τῆς πολιτικῆς κοινωνίας). Περὶ δὲ τῶν ναυτῶν 38 τοῦ πλοίου, καίτοι εἶναι ἀνόμοιοι ὡς πρὸς τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ἐκτελοῦν, διότι ἄλλος μὲν εἶναι κωπηλάτης, ἄλλος δὲ κυβερνήτης, ἄλλος δὲ ἵσταται ὡς φύλαξ ἐπὶ τῆς πρ ώρας καὶ ἄλλος ἔχει κἄποιαν ἄλλην παρομοίαν πρὸς τὸ ἔργον του ὀνομασίαν, εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ μὲν ἀκριβέστατος 39 χαρακτηρισμὸς θὰ ὑπάρξ η ἰδιαιτέρως διὰ τὴν ἱκανότητα ἑνὸς ἑκάστου ἐξ αὐτῶν, ὁμοίως ὅμως θὰ ὑπάρξ η καὶ κἄποιος ἄλλος κοινὸς χαρακτηρισμός, ὁ ὁποῖος θὰ ἐφαρμόζεται εἰς ὅλους τοὺς ναύτας 40. Διότι πάντες αὐτοὶ (οἱ ναῦται) ἔχουν ὡς κοινὸν ἔργον νὰ διαφυλάξουν ἀσφαλὲς τὸ ταξίδιον τοῦ πλοίου διότι αὐτὸ πράγματι ἐπιθυμεῖ ἕκαστος ἐκ τῶν ναυτῶν. Ομοίως λοιπὸν καὶ τῶν πολιτῶν, καίτοι εἶναι αὐτοὶ ἀνόμοιοι μεταξὺ τῶν, κοινὸν ἔργον εἶναι ἡ διάσωσις τῆς κοινότητος, τὴν ὁποίαν ἀποτελοῦν, κοι ὁποῖον ὑπαγορεύει ἡ κοινότης τοῦ σκοποῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον πάντες ἀποβλέπουν. Η ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους παρεχομένη ἐνταῦθα εἰκονικὴ παρομοίωσις τῆς πόλεως πρὸς ἓν πλοῖον καὶ τῶν πολιτῶν πρὸς τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, ἡ τόσον προσφυῶς καὶ κατὰ γλάφυρον τρόπον γινομένη, ὑπάρχει ἐν συνήθει χρήσει ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, μάλιστα δὲ τῶν τραγικῶν ποιητῶν καὶ τοῦ Πλάτωνος, διασ ώζεται δὲ καὶ μέχρι σήμερον ἀνθηρὰ καὶ χαρακτηριστική.
41 νότης δὲ εἶναι ἡ πολιτεία διὰ τοῦτο ἡ ἀρετὴ τοῦ πολίτου ὑπάρχει κατ ἀνάγκην ἐν συσχετισμ ῶ πρὸς τὴν πολιτείαν 41. Εὰν λοιπὸν ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη πολιτευμάτων, καθίσταται φανερόν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἀρετὴ τοῦ σπουδαίου πολίτου νὰ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ (εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν πολιτευμάτων), δηλαδὴ νὰ εἶναι ἡ τελεία ἀρετή 42 περὶ τοῦ ἀξίου ὅμως ἀνθρώπου λέγομεν, ὅτι εἶναι ἄξιος κατὰ μίαν ἀρετήν, δηλαδὴ τὴν τελείαν 43 ἀρετήν. Οτι μὲν λοιπὸν εἶναι δυνατὸν εἷς πολίτης, καίτοι εἶναι ἐξαίρετος ὡς πολίτης, νὰ μὴ ἔχ η τὴν ἀρετήν, τὴν ὁποίαν κα- 41. Ο συλλογισμός του Αριστοτέλους ἐνταῦθα εἶναι ὁ ἑξῆς: «Οπως οἱ ναῦται ἑνὸς πλοίου, καίτοι εἶναι ἀνόμοιοι μεταξύ των κατὰ τὸ εἶδος τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον ἀσκεῖ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἐντός του πλοίου, ἐξυπηρετοῦντες ὅμως ἕνα κοινὸν σκοπόν, τὴν διαφύλαξιν δηλαδὴ ἀσφαλοῦς τοῦ πλοίου κατὰ τὸ ταξίδιόν του, πρέπει νὰ ἔχουν μίαν κοινὴν ἀρετὴν (μίαν ἀξιόλογον ἰδιότητα, ἱκανὴν πρὸς ἐκτέλεσιν τοῦ κοινοῦ σκοποῦ), ἡ ὁποία δὲν εἶναι οἱασδήποτε φύσεως, ἀ λ λ ὰ σ χ ε τ ί ζ ε τ α ι ἀ π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ῶ ς π ρ ὸ ς τ ὴ ν ὕπαρξιν τοῦ πλοίου αὐτοῦ καθ ἑαυτὸ καὶ τὴν διάσωσιν αὐτοῦ κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον καὶ οἱ πολῖται, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ πλήρωμα μιᾶς πολιτικῆς κοινότητος, εἰς τὴν διάσωσιν τῆς ὁποίας ἀποβλέπουν, πρέπει νὰ ἔχουν ἐκτὸς τῶν ἀτομικῶν ἱκανοτήτων, αἱ ὁποῖαι συνάπτονται πρὸς τὸ εἶδος τοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ ἕκαστος ἐντὸς τῆς πολιτικῆς κοινότητος, καὶ μίαν ἀ ρ ε - τήν, μὶαν κοινὴν εἰς πάντας ἀξιόλογον ἰδιότητα, διὰ νὰ καθίστανται ἱκανοὶ πρὸς διάσωσιν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκουν. Η ἀ ρ ε τ ὴ δ ὲ α ὕ τ η ἔ χ ε ι ἀ π ο - κλειστικὴν σχέσιν πρὸς μόνην τὴν πολιτείαν αὐτὴν καθ αὑτήν. 42. Λέγων τ ε λ ε ί α ν ἀ ρ ε τ ὴ ν ὁ Αριστοτέλης ἐννοεῖ τὴν λαμβανομένην ἀπολύτως αὐτὴν καθ ἑαυτὴν (δηλαδὴ ἐλευθέραν ἀπὸ πάσης δεσμεύσεως) καὶ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ παντὸς ἄλλου. Η ἀρετὴ ὅμως τοῦ πολίτου δὲν εἶναι δυνατὸν κατὰ τὸν Αριστοτέλη νὰ εἶναι τ ε - λ ε ί α, ἀλλὰ κατ ἀνάγκην εἶναι σ χ ε τ ι κ ή, διότι σχετίζεται πρὸς τὴν πολιτείαν, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζ ῆ ὁ πολίτης, καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ ἑκάστοτε καὶ ἑκασταχοῦ κρατοῦντος πολιτεύματος. Εἰς τοὺς λόγους τούτους τοῦ Αριστοτέλους περὶ τῆς ἀρετῆς τοῦ πολίτου, ὡς ἐχούσης σχέσιν πρὸς τὸ ἑκάστοτε κρατοῦν εἶδος πολιτεύματος καὶ μὴ δυναμένης νὰ εἶναι τελεία, θὰ ἠδύνατό τις νὰ διακρίν η κἄποιαν ἀμυδρὰν ἀντίφασιν πρὸς τὰ προηγουμένως ὑπ αὐτοῦ λεχθέντα περὶ τῆς ἰδιότητος τοῦ πολίτου. Καθ ἃ εἶπεν ἀνωτέρω ὁ Αριστοτέλης, πολίτης εἶναι ὁ μετέχων τῆς βουλευτικῆς καὶ δικαστικῆς ἀρχῆς. Εἰς τὰ ὀλιγαρχικὰ ὅμως πολιτεύματα καὶ τὰ τυραννικὰ ὁ πολίτης δὲν μετέχει οὔτε βουλευτικῆς οὔτε δικαστικῆς ἐξουσίας. Κατ ἀνάγκην λοιπὸν στερούμενος ὁ πολίτης εἰς τὰ πολιτικὰ ταῦτα καθεστῶτα τοῦ δικαιώματος τούτου παύει κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Αριστοτέλους νὰ εἶναι πολίτης, διότι αἴρεται ἡ βασικὴ καὶ στοιχειώδης ἰδιότης αὐτοῦ ὡς πολίτου. Αθετεῖται ἄρα καὶ ὁ δοθεὶς ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ὁρισμὸς περὶ τοῦ πολίτου. Αλλὰ ἀναιρεῖται ὅμως ἡ φαινομενικὴ αὕτη ἀντίφασις, ἂν λάβ η τις ὑπ ὄψει, ὅτι ὁ Αριστοτέλης ἐπεχείρησε καὶ διόρθωσιν τοῦ ὁρισμοῦ τούτου, προσδιορίσας ὅτι ὁ πολίτης δὲν εἶναι ὁ αὐτὸς εἰς πάντα τὰ πολιτεύματα. Ιδὲ καὶ σημείωσιν 20 τοῦ τρίτου βιβλίου. 43. Η ἀρετὴ ὅμως τοῦ ἀ γ αθοῦ (ἀξίου) ἀνθρώπου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ πολίτου δύναται νὰ εἶναι τ ε λ ε ί α, δηλαδὴ ἀπόλυτος, διότι δὲν ἐξαρτᾶται αὕτη ἐξ ἄλλου τινὸς οὔτε ἔχει σχέσιν πρὸς ἄλλο τι ἔξω τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καθ ἑαυτὸν ὑπάρχον, ἀλλὰ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον
42 44. Ο Αριστοτέλης δηλαδὴ διαστέλλει τὴν ἀρετὴν τοῦ ἐξαιρέτου πολίτου ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τοῦ ἐξαιρέτου ἀνθρώπου. 45. Ο παραστάτης εἶναι ὁ ἱστάμενος πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά τοῦ κορυφαίου τοῦ χοροῦ. 46. Σ υ ν ε τ ὸ ς ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔχοντος νοῦν καὶ φρόνησιν. τέχων τις γίνεται ἐξαίρετος ἄνθρωπος, τοῦτο κατέστη φανερόν 44 ἀλλ ὅμως εἶναι δυνατὸν ἐκθέτοντες πάσας τὰς ἀπορίας νὰ καταλήξωμεν καὶ κατὰ ἕνα ἄλλον τρόπον εἰς τὸν αὐτὸν λόγον ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἀρίστην πολιτείαν. Εφ ὅσον δηλαδὴ εἶναι ἀδύνατον μία πόλις νὰ ἀπαρτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντες ἐξαίρετοι, πρέπει ὅμως ἕκαστος ἐκ τῶν πολιτῶν νὰ ἐκτελ ῆ καλῶς τὸ ἴδιον αὐτοῦ ἔργον, τοῦτο δὲ ἐπιτυγχάνει λόγ ω μιᾶς ἱκανότητος ἐπειδὴ ἐξ ἄλλου εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶναι ὅμοιοι μεταξὺ τῶν ὅλοι οἱ πολῖται, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ ἀρετὴ τοῦ πολίτου ἡ ἰδία πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἐξαιρέτου ἀνθρώπου. Διότι ἡ μὲν ἀρετὴ τοῦ σπουδαίου πολίτου πρέπει νὰ ὑπάρχ η εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς πολίτας διότι τοιουτοτρόπως εἶναι κατ ἀνάγκην ἡ πόλις ἀρίστη ἀλλὰ ἡ ἀρετὴ τοῦ ἐξόχου ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχ η εἰς πάντας τοὺς πολίτας, ἐκτὸς ἐὰν εἶναι κατ ἀνάγκην ἐξαίρετοι ἄνθρωποι ὅλοι οἱ πολῖται οἱ εὑρισκόμενοι εἰς μίαν σπουδαίαν πόλιν. Προσέτι δὲ ἐπειδὴ ἡ πόλις συνίσταται ἐξ ἀνομοίων, καθὼς συνίσταται ἐξ ἀρχῆς τὸ ζ ῶον ἐκ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ λογικοῦ καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους καὶ ἡ οἰκογένεια ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς καὶ ἡ κτηματικὴ περιουσία ἐκ δεσπότου καὶ δούλου, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ πόλις συνίσταται ἐξ ὅλων τούτων ἐκτὸς αὐτῶν καὶ ἐξ ἄλλων ἀνομοίων πραγμάτων, διὰ τοῦτο κατ ἀνάγκην ἡ ἀρετὴ τῶν πολιτῶν δὲν εἶναι εἰς ὅλους ἡ ἰδία, καθὼς ἐπίσης οὔτε ὡς πρὸς τοὺς χορευτὰς εἶναι ἡ ἰδία ἀρετὴ τοῦ κορυφαίου καὶ τοῦ παραστάτου 45. Διὰ ποῖον μὲν λοιπὸν λόγον ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ αὐτὴ εἰς πάντας γενικῶς τοὺς πολίτας, κατέστη φανερὸν ἐκ τούτων τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων ἀλλὰ εἶναι ἆρά γε δυνατὸν νὰ συμπέσ η εἰς ἓν πρόσωπον ἡ ἀρετὴ τοῦ ἐξόχου πολίτου καὶ τοῦ ἐξόχου ἀνθρώπου; Λέγομεν βεβαίως, ὅτι ὁ ἐξαίρετος ἄρχων εἶναι συγχρόνως καὶ ἔξοχος ἄνθρωπος καὶ συνετός, ἀλλὰ ὁ πολίτης δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι συνετός 46. Καὶ λέγουν ἐπί
43 47. Οἱ στίχοι οὗτοι ἀνήκουν εἰς ἀπολεσθὲν δρᾶμα τοῦ Εὐριπίδου, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν ἐπιγραφὴν Α ἴ ο λ ο ς. Η πληρεστέρα διατύπωσις τῶν στίχων ἔχει ὡς ἑξῆς: Μή μοι τὰ κομψὰ ποικίλοι γενοίατο ἀλλ ὧν πόλις δεῖ μεγάλα βολεύοντες εὖ. (Δηλαδή: Εἴθε νὰ μὴ εἶσθε εὔστροφοι μεταχειριζόμενοι κομψὰ λόγια, ἀλλὰ λαμβάνοντες ὀρθὰς ἀποφάσεις περὶ τῶν μεγάλων θεμάτων, περὶ τῶν ὁποίων ἔχει ἀνάγκην ἡ πόλις). 48. Ο Ιάσων ἦτο τύραννος τῶν Φερῶν, πόλεως Θεσσαλικῆς. 49. Δ ε σ π ο τ ι κὴν ἀρχὴν ἐννοεῖ ὁ Αριστοτέλης τὴν ἀσκουμένην ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐν σχέσει πρὸς τοὺς δούλους. σης μερικοί, ὅτι ἡ ἐκπαίδευσις γενικῶς τοῦ ἄρχοντος πρέπει νὰ εἶναι διάφορος (ἀπὸ τῶν ἄλλων πολιτῶν), καθὼς φαίνεται, ὅτι ἐκπαιδεύονται καὶ οἱ υἱοὶ τῶν βασιλέων εἰς τὴν ἱππευτικὴν καὶ τὴν πολεμικὴν τέχνην, καὶ ὁ Εὐριπίδης ὁμοίως λέγει σχετικῶς: «ὄχι τὰ χαριτωμένα ἀλλὰ ἐκεῖνα, τῶν ὁποίων ἡ πόλις ἔχει ἀνάγκην» 47, διότι εἶχε τὴν γνώμην, ὅτι ὑπάρχει κἄποια ἰδιαιτέρα ἐκπαίδευσις διὰ τὸν ἄρχοντα. Εὰν δὲ ἡ ἀρετὴ τοῦ τελείου ἄρχοντος καὶ τοῦ τελείου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἰδία, πολίτης δὲ εἶναι καὶ ὁ ἀρχόμενος, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει δὲν θὰ ἔχουν γενικῶς τὴν ἰδίαν ἀρετὴν ὁ (καλός) πολίτης καὶ ὁ (τέλειος) ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὑπάρχει ὅμως ἡ ἀρετὴ κἄποιου πολίτου (πρὸς τὴν ὁποίαν συμπίπτει ἡ ἀρετὴ τοῦ τελείου ἀνθρώπου) διότι δὲν ἔχουν τὴν ἰδίαν ἀρετὴν ὁ ἄρχων καὶ ὁ πολίτης, καὶ διὰ τοῦτο ἴσως εἶπεν ὁ Ιάσων 48, ὅτι κατέχεται ὑπὸ πείνης, ὅταν δὲν εἶναι τύραννος, διότι δὲν ἐγνώριζε νὰ διάγ η βίον ἰδιώτου. Αλλὰ βεβαίως θεωρεῖται ἄξιον ἐπαίνου τὸ νὰ δύναταί τις νὰ ἄρχ η καὶ νὰ ἄρχεται, καὶ φαίνεται ὅτι τὸ νὰ δύναταί τις νὰ ἄρχ η καὶ νὰ ἄρχεται καλῶς, τοῦτο εἶναι ἡ ἀρετὴ τοῦ ἐγκρίτου πολίτου. Εὰν λοιπὸν τὴν μὲν ἀρετὴν τοῦ τελείου ἀνθρώπου θεωρήσωμεν, ὅτι προσιδιάζει εἰς τὸν ἄρχοντα, ὅτι δὲ ἡ ἀρετὴ τοῦ πολίτου περιλαμβάνει ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας (δηλαδή τὸ νὰ δύναται νὰ ἄρχ η καὶ νὰ ἄρχεται καλῶς), ἐν τοιαύτ η περιπτώσει δὲν θὰ εἶναι ἀμφότερα ἐξ ἴσου ἄξια ἐπαίνου. Επειδὴ λοιπὸν φαίνεται τέλος πάντων, ὅτι εἶναι διάφορα, καὶ ὅτι δὲν πρέπει ὁ ἄρχων καὶ ὁ ἀρχόμενος νὰ λαμβάνουν τὴν ἰδίαν ἐκπαίδευσιν, ὅτι δὲ ὁ πολίτης πρέπει νὰ γνωρίζ η ἀμφότερα (δηλαδὴ καὶ νὰ ἄρχ η καὶ νὰ ἄρχεται) καὶ νὰ μετέχ η ἐπίσης καὶ τῶν δύο αὐτῶν (καὶ τοῦ ἄρχειν καὶ τοῦ ἄρχεσθαι), ἐκ τῶν διαπιστώσεων τούτων θὰ ἠδύνατό τις νὰ προβ ῆ εἰς περαιτέρω ἐξέτασιν. Yπάρχει λοιπὸν ἡ λεγομένη δεσποτικὴ 49 ἀρχή ὀνομάζομεν δὲ δεσποτικὴν ἀρχὴν ἐκείνην, ἡ ὁποία ἀποβλέπει εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν βιοτικῶν 84 85
44 50. Οἱ ὁποῖοι ἄρχονται δεσποτικῶς. ἀναγκῶν διὰ τῆς χρησιμοποιήσεως μέσων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα νὰ γνωρίζ η ὁ ἄρχων (τῆς οἰκογενείας) νὰ ἐκτελ ῆ, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον ἀναγκαῖον νὰ γνωρίζ η τὴν χρῆσιν των τὸ ἓν δὲ ἐκ τῶν δύο τούτων εἶναι ἄξιον τῶν δούλων μόνον. Λέγων δὲ τὸ ἓν ἐκ τούτων τῶν δύο ἐννοῶ τὸ νὰ δύναταί τις καὶ νὰ ἐκτελ ῆ τὰς καθημερινὰς ὑπηρετικὰς ἐργασίας. Λέγομεν ἐπίσης, ὅτι τοῦ ὑπηρέτου ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη διότι καὶ αἱ ἐργασίαι εἶναι πολλαί. Εκ τούτων ἓν μέρος ἐκτελοῦν οἱ χειρώνακτες εἶναι δὲ αὐτοί, συμφώνως ἄλλως τε καὶ πρὸς τὴν σημασίαν τοῦ ἰδίου ὀνόματός των, οἱ ἀποζῶντες ἐκ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν των, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι ὁ μηχανικὸς τεχνίτης. Διὰ τοῦτο κατὰ τὴν παλαιὰν ἐποχὴν εἰς μερικὰς πόλεις δὲν ἐλάμβανον μέρος οἱ τεχνῖται εἰς τὰς ἀρχὰς (εἰς τὰς ἐξουσίας), μέχρις ὅτου ἐπεκράτησεν ἡ δημοκρατία εἰς ὕψιστον βαθμόν. Τὰ μὲν λοιπὸν ἔργα τῶν τοιούτων ἀρχομένων (δηλαδὴ τῶν τεχνιτῶν) 50 δὲν πρέπει νὰ ἐκμανθάν η ὁ ἀξιόλογος πολιτικὸς ἀνὴρ οὔτε ὁ καλὸς πολίτης, ἐκτὸς μόνον ἕνεκα ἀνάγκης πρὸς ἰδίαν αὐτοῦ ἐξυπηρέτησιν διότι δὲν συμβαίνει πλέον ὁ μὲν δεσπότης νὰ γίνεται δοῦλος, ὁ δὲ δοῦλος νὰ γίνεται δεσπότης. Αλλὰ ὑπάρχει ἐπίσης (ἐκτὸς τῆς δεσποτικῆς) καὶ μία ἄλλη ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄρχων ἄρχει τῶν ὁμοίων κατὰ τὸ γένος πρὸς αὐτὸν καὶ τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων. Διότι αὐτὴν πράγματι τὴν ἀρχὴν λέγομεν, ὅτι εἶναι ἡ πολιτικὴ ἀρχή, τὴν ὁποία πρέπει νὰ μάθ η ὁ ἄρχων καθ ὃν χρόνον ἄρχεται, ὅπως λόγου χάριν μανθάνει τις νὰ εἶναι ἵππαρχος (ἀρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ), ὅταν διατελέσ η ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἄλλου ἱππάρχου, νὰ εἶναι ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ, ὅταν διατελέσ η ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἄλλου στρατηγοῦ, ἐπίσης νὰ εἶναι ταξίαρχος καὶ λοχαγός, ἀφοῦ διατελέσ η ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἄλλου ταξιάρχου καὶ λοχαγοῦ. Διὰ τοῦτο λέγεται ὀρθῶς καὶ τοῦτο, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἄρξ η τις καλῶς, ἐὰν προηγουμένως δὲν ὑπῆρξε καλὸς ἀρχόμενος. Τούτων δὲ (δηλαδὴ τοῦ ἄρχοντος καὶ τοῦ ἀρχομένου) εἶναι μὲν διάφορος ἡ ἀρε
45 51. Ενταῦθα ὁ Αριστοτέλης διαχωρίζων τὴν ἀρετὴν εἰς διάφορα εἴδη καὶ διακρίνων ἄλλην μὲν ἀρετὴν τοῦ ἄρχοντος, ἄλλην δὲ τῶν ἀρχομένων, καὶ ἄλλην τοῦ ἀνδρός, ἄλλην δὲ τῆς γυναικός, ἐπανέρχεται κατά τινα τρόπον εἰς ὅσα εἶπεν ἀνωτέρω περὶ τῆς ἀρετῆς εἰς τὸ πέμπτον κεφάλαιον τοῦ πρώτου βιβλίου. Καὶ ἐκεῖ ὁ Αριστοτέλης διιστάμενος πρὸς τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ἑνιαίαν τὴν ἀρετήν, συμπίπτουσαν δὲ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἰς τὸν ἄνδρα καὶ εἰς τὴν γυναῖκα, ἀποδέχεται τὴν γνώμην τοῦ σοφιστοῦ Γοργίου περὶ διαφόρων εἰδῶν ἀρετῆς. 52. Ο α ὐ λ ὸ ς ἦτο μουσικὸν ὄργανον, αὐλητὴς δὲ ὁ παίζων τὸν αὐλόν. τή, ἀλλὰ πρέπει ὅμως ὁ καλὸς πολίτης νὰ γνωρίζ η καὶ νὰ ἔχ η τὴν δύναμιν (τὴν ἱκανότητα) ἀφ ἑνὸς μὲν νὰ ἄρχεται, ἀφ ἑτέρου δὲ νὰ ἄρχ η, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ χαρακτηριστικὴ ἰδιότης τοῦ πολίτου, νὰ γνωρίζ η δηλαδὴ τὴν ἀρχὴν (καὶ νὰ ἔχ η τὴν ἱκανότητα νὰ τὴν ἀσκ ῆ), ἡ ὁποία ἁρμόζει εἰς ἐλευθέρους ἀνθρώπους, καὶ κατὰ τὰ δύο εἴδη αὐτῆς (τὸ ἄρχειν καὶ τὸ ἄρχεσθαι). Καὶ τοῦ ἀνθρώπου βεβαίως τοῦ τελείου εἶναι χαρακτηριστικαὶ ἀμφότεραι αὗται αἱ ἰδιότητες (τὸ ἄρχειν καὶ τὸ ἄρχεσθαι), ἀκόμη καὶ ἂν ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἄρχοντος εἶναι διάφοροι κατὰ τὸ εἶδος ἀπὸ τῶν ἀρχομένων. Διότι καὶ τοῦ ἀρχομένου μὲν ἀλλὰ ἐλευθέρου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν θὰ εἶναι μία ἑνιαία, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ περιλαμβάνει διάφορα εἴδη, συμφώνως πρὸς τὰ ὁποῖα ἀφ ἑνὸς μὲν θὰ ἄρχ η ἀφ ἑτέρου δὲ θὰ ἄρχεται καθὼς ἀκριβῶς ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ ἀνδρὸς εἶναι διάφορος ἀπὸ τῆς γυναικός διότι ἤθελε φαν ῆ, ὅτι εἶναι δειλὸς ὁ ἀνήρ, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο τόσον ἀνδρεῖος ὅσον μία ἀνδρεία γυνή, ἐπίσης καὶ μὶα γυνὴ θὰ ἐθεωρεῖτο φλύαρος, ἐὰν ἦτο τόσον κοσμία, ὅσον εἰς ἀξιόλογος ἀνήρ ἐπειδὴ πρὸς τούτοις καὶ ἡ ἀσχολία τοῦ ἀνδρὸς εἷς τὰ θέματα τῆς οἰκογενείας εἶναι διαφόρου χαρακτῆρος ἀπὸ τῆς γυναικός διότι τοῦ μὲν ἀνδρὸς ἔργον εἶναι ἐξευρίσκ η τὰ πρὸς τὸ ζῆν τῆς οἰκογενείας ἀναγκαῖα ἀγαθά, τῆς δὲ γυναικὸς ἔργον εἶναι νὰ μεριμν ᾶ πρὸς διαφύλαξιν αὐτῶν 51. Η δὲ φρόνησις (σύνεσις) εἶναι ἡ μόνη ἀρετή, ἡ ὁποία προσιδιάζει ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν ἄρχοντα. Διότι αἱ μὲν ἄλλαι ἀρεταὶ φαίνεται, ὅτι εἶναι κατ ἀνάγκην κοιναὶ καὶ εἰς τοὺς ἀρχομένους καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας, δὲν εἶναι ὅμως ἰδιαιτέρα ἀρετὴ τοῦ ἀρχομένου ἡ φρόνησις, ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ ἀντίληψις τῶν πραγμάτων διότι ὁ ἀρχόμενος ὁμοιάζει πρὸς τὸν κατασκευαστὴν τῶν αὐλῶν 52, ὁ δὲ ἄρχων πρὸς τὸν αὐλητήν, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τους αὐλούς. Τὸ τεθὲν λοιπὸν ζήτημα ἐὰν ἡ ἀρετὴ τοῦ ἐξαιρέτου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἰδία πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ σπουδαίου πο
46 λίτου ἢ εἶναι διάφορος καὶ κατὰ ποῖον τρόπον συμβαίνει νὰ εἶναι ἀφ ἑνὸς μὲν ἡ ἰδία, ἀφ ἑτέρου δὲ διάφορος, κατέστη φανερὸν ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων. 53. Κατὰ τὸν Αριστοτέλη λοιπὸν πολίτης εἶναι ὁ δυνάμενος καὶ ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ λαμβάν η μέρος εἰς τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα. 54. Δηλαδὴ τὸ ζήτημα τῶν μηχανικῶν τεχνιτῶν (τῶν β α ν α ύ σ ω ν, καθὼς ἐλέγοντο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα), τὸ ὁποῖον ἔθεσεν ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, ἐὰν εἶναι αὐτοὶ πολῖται ἢ ὄχι, καὶ ἐὰν δὲν εἶναι, εἰς ποίαν κατηγορίαν πρέπει νὰ καταταχθοῦν, ἀφοῦ οὔτε μέτοικοι εἶναι οὔτε ξένοι. 55. Ελέγοντο ἀ π ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι οἱ δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἀποκτήσει χειραφέτησιν ἐκ τῶν κυρίων των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ Τὰ διάφορα εἴδη τοῦ πολίτου. 5. Περὶ δὲ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ πολίτου ὑπολείπεται εἰσέτι καὶ ἓν ἄλλο ζήτημα νὰ ἐξετασθ ῆ. Τίθεται δηλαδὴ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν πολίτης εἶναι πράγματι μόνον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η μιᾶς ἀρχῆς, ἢ πρέπει νὰ θεωρήσωμεν ὡς πολίτας καὶ τοὺς μηχανικοὺς τεχνίτας; Εὰν μὲν λοιπὸν ἀφ ἑνὸς θεωρήσωμεν, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι πολῖται καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δὲν μετέχουν τῶν ἀρχῶν, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκ η εἰς πάντας τοὺς πολίτας, ἡ τοιαύτη ἰδιότης, νὰ μετέχουν δηλαδὴ πάντες τῶν ἀρχῶν, διότι αὐτὸς πράγματι εἶναι ὁ πολίτης (ὁ ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ μετέχ η τῶν ἀρχῶν) 53 ἐὰν ὅμως ἀφ ἑτέρου οὐδεὶς ἐκ τούτων (τῶν βαναύσων δηλαδὴ τεχνιτῶν) εἶναι πολίτης, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει εἰς ποίαν κατηγορίαν τῶν κατοίκων τῆς πόλεως πρέπει νὰ καταταχθ ῆ ἕκαστος ἐκ τούτων; Διότι οὔτε εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν μετοίκων ἀνήκει οὔτε εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν ξένων. Η θὰ εἴπωμεν, ὅτι οὐδὲν παράδοξον συμβαίνει ἐξ αἰτίας τοῦ πράγματος τούτου; διότι δύναται βεβαίως νὰ ὑπάρξ η ἡ δικαιολογία (ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο) 54, διότι οὔτε οἱ δοῦλοι οὔτε οἱ ἀπελεύθεροι 55 ἔχουν οὐδὲν ἐκ τῶν λεχθέντων δικαιωμάτων. Διότι εἶναι πράγματι ἀληθὲς τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρήσωμεν ὡς πολίτας πάντας ἐκείνους, ἄνευ τῶν ὁποίων δὲν δύναται νὰ ὑπάρξ η μία πόλις, ἐπειδὴ οὔτε καὶ οἱ παῖδες εἶναι ὁμοίως πρὸς τοὺς ἄνδρας πολῖται, ἀλλὰ οἱ μὲν ἄνδρες εἶναι γενικῶς πολῖται, οἱ δὲ παῖδες καθ ὑπόθεσιν διότι εἶναι μὲν καὶ οἱ παῖδες πολῖται, ἀλλὰ ἀτελεῖς πολῖται (μὴ 90 91
47 92 ἔχοντες δηλαδὴ τέλεια πολιτικὰ δικαιώματα). Κατὰ τοὺς παλαιοὺς λοιπὸν χρόνους εἰς μερικὰς πόλεις οἱ μηχανικοὶ τεχνῖται ἀνῆκον εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν δούλων ἢ ἦσαν ξένοι, διὰ τοῦτο καὶ τώρα ἀκόμη οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν (τῶν μηχανικῶν τεχνιτῶν) εἶναι τοιοῦτοι (δοῦλοι δηλαδὴ ἢ ξένοι) ἀλλὰ ἡ ἀρίστη πόλις δὲν θὰ καταστήσ η βεβαίως πολίτην τὸν βάναυσον τεχνίτην. Εὰν ὅμως καὶ αὐτὸς (ὁ μηχανικὸς τεχνίτης) θεωρηθ ῆ πολίτης, ἔχει καλῶς, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ εἴπωμεν, ὅτι ἡ ἀρετὴ τοῦ πολίτου, τὴν ὁποίαν καθωρίσαμεν ἀνωτέρω, ἀνήκει εἰς πάντα λεγόμενον πολίτην, οὔτε μόνον εἰς τὸν ἐλεύθερον, ἀλλὰ εἰς ὅσους εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὴν ἀνάγκην νὰ ἀσκοῦν ἔργα πρὸς ἐξοικονόμησιν τῶν ἀναγκαίων τοῦ βίου. Εκ δὲ τῶν ἀσχολουμένων εἰς τὰ κατ ἀνάγκην γινόμενα ἔργα οἱ μὲν προσφέροντες τὰς τοιαύτας ὑπηρεσίας εἰς ἕνα μόνον εἶναι οἱ λεγόμενοι δοῦλοι, οἱ δὲ παρέχοντες τὰς ὑπηρεσίας των εἰς ὅλους εἶναι οἱ μηχανικοὶ τεχνῖται καὶ οἱ ἄποροι. Εκ τούτων δὲ τῶν ἤδη λεχθέντων θὰ καταστ ῆ φανερόν, πῶς ἔχει τὸ ζήτημα περὶ αὐτῶν (δηλαδὴ τῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν ἀπόρων), ἐὰν προβῶμεν εἰς μικρὰν ἐξέτασιν διότι αὐτὰ τὰ λεχθέντα περὶ αὐτῶν καθιστοῦν τὸ θέμα τοῦτο φανερὸν καὶ εὔκολον. Επειδὴ δηλαδὴ ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη πολιτειῶν (πολιτευμάτων), κατ ἀνάγκην ὑπάρχουν καὶ πολλὰ εἴδη πολιτῶν, καὶ ἰδιαίτατα τῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀρχόμενοι (καὶ ὄχι ἄρχοντες) κατ ἀκολουθίαν εἰς ἓν μόνον πολίτευμα μιᾶς μορφῆς ὁ τεχνίτης καὶ ὁ ἄπορος εἶναι κατ ἀνάγκην πολῖται, εἰς μερικὰ ὅμως πολιτεύματα ἄλλου εἴδους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, καθὼς δηλαδὴ εἰς ἓν πολίτευμα, τὸ ὁποῖον, ἐὰν ὑπάρχ η πράγματι, ὀνομάζεται ἀριστοκρατικόν, καὶ εἰς τὸ ὁποῖον παρέχονται τὰ ἀξιώματα συμφώνως πρὸς τὴν ἀρετὴν (τοῦ πολίτου) καὶ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀσκήσουν εἰς τὸ πολιτειακὸν τοῦτο καθεστώς τὰ ἔργα τὰ ἁρμόζοντα εἰς τοὺς ἐξαιρέτους πολίτας ὅσοι διάγουν τὸν βίον κατὰ τὸν τρόπον τῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν ἀπόρων. Εἰς δὲ τὰ ὀλιγαρχικὰ πολιτεύματα ὁ 93
48 56. Υπὸ τὴν ἔννοιαν βεβαίως, κατὰ τὴν ὁποίαν προσδιορίζει τὴν λέξιν π ο λ ί τ η ς ὁ Αριστοτέλης, δηλαδὴ τὸν μετέχοντα εἰς τὰς πολιτικὰς ἀρχάς. 57. Γ νήσιοι πολῖται εἶναι οἱ ἐκ νομίμου γάμου γεννηθέντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς νόθους, οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν ἐκ παρανόμου γάμου, δηλαδὴ οἱ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς γεννηθέντες. Εἰς τὰς Αθήνας ἐλέγοντο νόθοι πάντες οἱ γεννηθέντες ἐκ ξένης (μὴ Αθηναίας) γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο Αθηναῖος πολίτης. 58. Ο ἀ σ τ ὸ ς διακρίνεται τοῦ π ο λ ί του, διότι ὁ μὲν ἀστὸς ἔχει ἀστικὰ μόνον δικαιώματα, ὁ δὲ πολίτης ἔχει καὶ πολιτικά. μὲν ἄπορος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι πολίτης 56, διότι τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς εἰς τὰς ἀρχὰς παρέχεται μόνον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεγάλα εἰσοδήματα, οἱ τεχνῖται ὅμως δύνανται νὰ εἶναι πολῖται διότι πράγματι οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν τεχνιτῶν γίνονται καὶ πλούσιοι ἐκ τῆς ἀσκήσεως τῆς τέχνης των. Εἰς τὰς Θήβας ὅμως ἴσχυε νόμος, συμφώνως πρὸς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπετρέπετο νὰ λαμβάν η μέρος εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχεν ἀπόσχει ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγορᾶς (τῶν ἀγορῶν καὶ τῶν πωλήσεων) ἐπὶ χρονικὸν διάστημα δέκα ἐτῶν. Εἰς πολιτεύματα ἐξ ἄλλου πολλῶν πόλεων ἴσχυε νόμος, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεπε τὴν ἐγγραφὴν ὡς πολιτῶν καὶ μερικῶν ἀπὸ τοὺς εἰς αὐτὰς ἐγκατεστημένους ξένους διότι εἰς μερικὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα καὶ ὁ γεννηθεὶς μόνον ἐκ μητρὸς πολίτιδος (χωρὶς δηλαδὴ νὰ εἶναι καὶ ὁ πατήρ του πολίτης) εἶναι πολίτης, ὁ αὐτὸς δὲ τρόπος ἰσχύει εἰς πολλὰς πόλεις καὶ προκειμένου περὶ τῶν νόθων. Αλλ ὅμως ἐπειδὴ λόγ ω ἐλλείψεως γνησίων 57 πολιτῶν ἀναγκάζονται νὰ καθιστοῦν πολίτας (νὰ πολιτογραφοῦν ὡς πολίτας) τοὺς τοιούτους (δηλαδὴ τοὺς νόθους καὶ τοὺς μὴ γεννηθέντας ἐκ γονέων ἀμφοτέρων πολιτῶν), διότι λόγ ω τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων ἀναγκάζονται νὰ ἐφαρμόζουν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον τοὺς νόμους, ὅταν ὅμως λαμβάν η βεβαίως αὔξησιν ὁ πληθυσμὸς τῶν κατοίκων, τότε ἀφαιροῦν ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν πολιτῶν ὀλίγον κατ ὀλίγον πρῶτον τοὺς γεννηθέντας ἐκ δούλου πατρὸς ἢ δούλης μητρός, ἔπειτα τοὺς γεννηθέντας ἐκ μητρός, ἡ ὁποία δὲν εἶναι πολίτις, τέλος δὲ ἐγγράφουν ὡς πολίτας μόνον τοὺς γεννηθέντας ἐκ γονέων, οἱ ὁποῖοι καὶ οἱ δύο εἶναι ἀστοί 58. Κατέστη λοιπὸν ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων φανερόν, ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη πολιτῶν, ἐπίσης δὲ καὶ ὅτι πολίτης ὀνομάζεται ἰδιαίτατα ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μετέχει δικαιωματικῶς τῶν τιμῶν (τῶν ἀξιωμάτων) τῆς πόλεως, καθὼς ἔγραψε καὶ ὁ Ομηρος διὰ τοῦ στίχου: «καθὼς κἄποιον μετανάστην 94 95
49 (ξένον), ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τιμάς» (εἶναι καταφρονεμένος) 59 διότι πράγματι ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς τὰς ὑπὸ τῆς πόλεως παρεχομένας τιμὰς ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐγκατεστάθη εἰς αὐτὴν προερχόμενος ἐκ ξένης χώρας. Αλλὰ εἰς τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας ἀποκρύπτεται ἡ κατάστασις αὐτή, τοῦτο γίνεται πρὸς παραπλάνησιν τῶν κατοίκων. Τὸ ζήτημα λοιπὸν ἐὰν πρέπει νὰ θεωρήσωμεν ὡς διάφορον τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν ἰδίαν, τὴν ὁποίαν ἔχων τις εἶναι καὶ ἄξιος ἄνθρωπος καὶ σπουδαῖος πολίτης, κατέστη φανερὸν ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων, ὅτι δηλαδὴ εἰς ἄλλην μὲν πόλιν ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ἔξοχος ἄνθρωπος καὶ σπουδαῖος πολίτης, εἰς ἄλλην δὲ εἶναι διάφορος ὁ ἔξοχος ἄνθρωπος καὶ ὁ σπουδαῖος πολίτης ἔξοχος δὲ ἄνθρωπος καὶ σπουδαῖος πολίτης δὲν εἶναι ὁ οἰοσδήποτε, ἀλλὰ μόνον ὁ πολιτικὸς (ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῆς πόλεως) καὶ ὁ ἔχων τὸ δικαίωμα ἢ ὁ δυνάμενος νὰ ἔχ η τὸ δικαίωμα νὰ φροντίζ η περὶ τῶν δημοσίων πραγμάτων ἢ μόνος αὐτὸς ἢ ἐν συνεργασί α μὲ ἄλλους. 59. Οἱ στίχοι ἀνήκουν εἰς τὴν Ομηρικὴν Ιλιάδα καὶ λέγονται ὑπὸ τοῦ Αχιλλέως πρὸς τὸν Τελαμώνιον Αἴαντα, ὁ ὁποῖος μετ ἄλλων Ελλήνων μετέβη εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Αχιλλέως, προσβεβλημένου ὑπὸ τοῦ Αγαμέμνονος, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσ η νὰ ἀναλάβ η ἐκ νέου τὴν πολεμικήν του δρᾶσιν. Αλλὰ ὁ Αχιλλεὺς δὲν ὑποκύπτει εἰς τὰς παρακλήσεις καὶ δικαιολογεῖ τὴν ἄρνησίν του διὰ τῶν ἑξῆς λόγων: «ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλ ω ὁππότε κείνων μνήσομαι, ὡς μ ἀσύφηλον ἐν Αργείοισιν ἔρεξεν Ατρείδης, ὡς εἴ τιν ἀτίμητον μετανάστην». (Δηλαδή: ἀλλὰ ἡ καρδιά μου φουσκώνει ἀπὸ ὀργὴν (πλημμυρίζει ἀπὸ ὀργήν), ὅταν ἐνθυμηθῶ ἐκεῖνα, ὅτι δηλ. ὁ Ατρείδης (ὁ Αγαμέμνων) τόσον μηδαμινὸν μὲ κατέστησεν, ὠσὰν κἄποιον καταφρονεμένον μετανάστην). Πόσον προσφυῶς συνάπτει ὁ Αριστοτέλης τοὺς Ομηρικοὺς στίχους πρὸς τὸ θέμα τῶν ἀξιωμάτων καὶ τῶν τιμῶν, περὶ τοῦ ὁποίου κάμνει ἐνταῦθα λόγον! ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ Ο χαρακτὴρ τῆς πολιτείας. 6. Αφοῦ λοιπὸν ἔχουν ταῦτα προσδιορισθῆ, πρέπει ἐν συνεχεί α αὐτῶν νὰ ἐξετάσωμεν τώρα τὸ ζήτημα, ἐὰν πρέπει νὰ δεχθῶμεν, ὅτι ἓν μόνον εἶδος πολιτείας ὑπάρχει ἢ εἶναι πολλά τὰ εἴδη αὐτῆς, καὶ ἐὰν εἶναι πολλά, ποῖα εἶναι αὐτὰ καὶ πόσα, καὶ ποίας ἔχουν διαφορὰς μεταξύ των. Εἶναι λοιπὸν πολιτεία ἡ σύνταξις (διάρθρωσις) καὶ ὅλων μὲν τῶν ἄλλων πολιτικῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως, ἀλλὰ ἰδιαίτατα ἐκείνης τῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία ἵσταται ὑπεράνω ὅλων καὶ εἶναι κυρίαρχος πάντων τῶν ἐν τ ῆ πόλει. Διότι τὸ πολίτευμα εἶναι τὸ κυριαρχικὸν στοιχεῖον εἰς πάσας τὰς πόλεις, πολίτευμα δὲ εἶναι αὐτὴ ἡ πολιτεία. Λέγων δὲ ταῦτα ἐννοῶ, ὅτι εἰς μὲν τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα κυρίαρχος εἶναι ὁ δῆμος (ὁ λα
50 60. Θὰ χαρακτηρίσωμεν δηλαδὴ αὐτὰ ἀναλόγως τοῦ ἐπικρατοῦντος στοιχείου. 61. Πράγματι ἐν τ ῆ ἀρχ ῆ τοῦ παρόντος ἔργου ὁ Αριστοτέλης καθώρισε τὸν σκοπόν, χάριν τοῦ ὁποίου ἔγινεν ἡ πόλις, ὅτι εἶναι ἡ ἐξασφάλισις τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ μάλιστα ὄχι μόνον βίου παρέχοντος ἐπάρκειαν μέσων, ἀλλὰ καὶ ἀποβλέποντος εἰς ἀνώτερον ἐπίπεδον, εἰς ὑψηλοτέραν εὐδαιμονίαν. Επίσης ἐτόνισεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει πολιτικὸν ζ ῶον, τὸ ὁποῖον μετέχει τῆς πολιτικῆς κοινωνίας ἀναγκαζόμενον πρὸς τοῦτο ἐκ φυσικῆς ὁρμῆς ἰσχυροτέρας ἀπὸ ἐκείνην, ἡ ὁποία διακρίνει τὰ ἄλλα ἀγελαῖα ζ ῶα. 62. Διὰ τῆς παρατηρήσεως ταύτης, ἡ ὁποία εἰσχωρεῖ τόσον βαθύτατα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὁ Αριστοτέλης καθορίζει τὰ ἑξῆς: Πρῶτον ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει ἐκ φύσεως πρὸς τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν τὴν ἀπὸ κοινοῦ διαβίωσιν («φύσει ἐστὶν ἄνθρωπος ζ ῶ ο ν π ο λ ι τ ι κ ό ν»), εἰς τὴν ὁποίαν ἄγεται ἐκ τῆς ἀνά- ός), εἰς δὲ τὰ ὀλιγαρχικὰ ἀντιθέτως κυρίαρχοι εἶναι οἱ ὀλίγοι, λέγομεν δὲ πρὸς τούτοις, ὅτι εἰς αὐτὰ τὰ καθεστῶτα ἐπικρατεῖ διάφορος πολιτεία. Τὸν ἴδιον δὲ τοῦτον λόγον θὰ εἴπωμεν καὶ προκειμένου περὶ τῶν ἄλλων πολιτευμάτων 60. Κατὰ πρῶτον λοιπὸν πρέπει νὰ θέσωμεν τὸ ζήτημα, χάριν ποίου σκοποῦ ἔχει συσταθ ῆ ἡ πόλις καὶ πόσα εἶναι τὰ εἴδη τῆς ἀρχῆς, διὰ τῆς ὁποίας διοικοῦνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τῆς κοινωνικῆς αὐτῶν ζωῆς. Εχει γίνει βεβαίως λόγος περὶ τοῦ θέματος τούτου κατὰ τὴν ἀρχικὴν ἀνωτέρω ἔκθεσιν τῶν οἰκείων θεμάτων, κατὰ τὴν ὁποίαν προσδιωρίσθησαν τὰ κατὰ τὴν διοίκησιν τῆς οἰκογενείας καὶ τὴν δεσποτικὴν ἀρχήν, καὶ προσέτι ἐλέχθη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει ἐκ φύσεως πρὸς τὴν πολιτικὴν ζωήν 61. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀκόμη οὐδεμίαν ἔχουν ἀνάγκην τῆς ἀμοιβαίας ὁ εἷς τοῦ ἄλλου βοηθείας, ὄχι μικροτέραν ἔχουν ἐπιθυμίαν πρὸς κοινὴν συμβίωσιν. Αλλ ὅμως ὄχι ὀλιγώτερον συνδέει αὐτούς (τοὺς ἀνθρώπους) καὶ τὸ κοινὸν συμφέρον ἀναλόγως πρὸς τὸ μέρος (τὸ ποσοστόν), κατὰ τὸ ὁποῖον ἕκαστος ἐξ αὐτῶν μετέχει τῆς εὐτυχοῦς ζωῆς 62. Ιδιαίτατα μὲν βεβαίως οὗτος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς πολιτικῆς κοινωνίας (δηλαδὴ ὁ εὐτυχὴς βίος), καὶ διὰ πάντας τοὺς μετέχοντας αὐτῆς ἀπὸ κοινοῦ καὶ δι ἕνα ἕκαστον χωριστά ἀλλὰ συζοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ συγκρατοῦν τὴν συνοχὴν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ μόνον χάριν τῆς ἐξασφαλίσεως τῆς ζωῆς των αὐτῆς καθ ἑαυτήν. Διότι ὑπάρχει ἴσως ἓν μέρος χαρᾶς καὶ γκης πρὸς ἐξασφάλισιν τοῦ βίου (τῶν μέσων δηλαδὴ τῆς ζωῆς) ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγκην ταύτην πρὸς ἀμοιβαίαν βοήθειαν ἀλλήλων, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἰσχυρὰν τὴν ἐπιθυμίαν τῆς κοινῆς συμβιώσεως. Τρίτον δὲ ἰσχυρὸν δεσμὸν πρὸς τὴν κοινὴν διαβίωσιν παρέχει τὸ κοινὸν συμφέρον, τὸν ὁποῖον μετρᾶται καθ ὃ ἕκαστος μέτρον μετέχει τοῦ εὐδαίμονος βίου τῆς πόλεως. Οσον δηλ. περισσότερον μετέχει τις, τοῦ εὐδαίμονος βίου τῆς πόλεως, ἐπὶ τοσοῦτον συνδέεται πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον, τὸ ὁποῖον ἀποβλέπει νὰ προαγάγ η καθ ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτοῦ.
51 εἰς αὐτὴν μόνην τὴν ζωήν 63, ἂν βεβαίως αἱ δυστυχίαι κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ βίου δὲν εἶναι λίαν ὑπερβολικαί. Εἶναι δὲ φανερόν, ὅτι οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ἀνθρώπων ὑπομένουν κατὰ τὸν βίον των πολλὰς δυστυχίας, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν πολὺ νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν ζωήν, διότι ὑπάρχει πράγματι εἰς αὐτὴν κἄποια εὐτυχία καὶ μὶα φυσικὴ γλυκύτης 64. Αλλ ὅμως εἶναι βεβαίως εὔκολον νὰ διαχωρίσωμεν καὶ νὰ προσδιορίσωμεν τὰς διαφόρους μορφὰς τῆς ἀρχῆς, περὶ τῶν ὁποίων γίνεται λόγος καὶ πράγματι εἰς τὰ ἐξωτερικὰ μαθήματα 65 ἔχομεν πολλάκις καθορίσει περὶ αὐτῶν. Η μὲν δηλαδὴ δεσποτικὴ ἀρχή 66, καίτοι ἔχουν ἀληθῶς τὸ ἴδιον κοινὸν συμφέρον καὶ ὁ ἐκ φύσεως δοῦλος καὶ ὁ ἐκ φύσεως δεσπότης, ὅμως ἀσκεῖται οὐδόλως ὀλιγώτερον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ δεσπότου, κατὰ σύμπτωσιν δὲ πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ δούλου διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διασωθ ῆ ἡ δεσποτικὴ ἀρχή, ἐὰν καταστραφ ῆ ὁ δούλος 67 ἡ ἀρχὴ (ἡ ἐξουσία) ὅμως ἐπὶ τῶν τέκνων καὶ ἐπὶ τῆς γυναικὸς καὶ γενικῶς ἐπὶ ὁλοκλήρου τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν ἀρχὴν ὀνομάζομεν οἰκονομικὴν (διοίκησιν δηλαδὴ 63. Ανεξαρτήτως δηλ. τοῦ ἂν αὕτη εἶναι εὐτυχὴς ἢ δυστυχής. 64. Τὰ λεγόμενα ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους περὶ γ λ υ κ ε ί α ς ζωῆς (γλυκύτητος ὑπαρχούσης ἐκ φύσεως εἰς τ ὴ ν ζ ω ή ν ) παρὰ τὰς πολλὰς δυστυχίας, τὰς ὁποίας ἐπιφυλάσσει εἰς πλείστους ἀνθρώπους, διὰ νὰ μὴ εἴπω εἰς πάντας, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπομένουν καρτερικῶς αὐτὰς λόγ ω τῆς γλυκύτητος τῆς ζωῆς καθ ἑαυτήν, ἐνθυμίζουν χαρακτηριστικῶς τὸν προσφυέστατον νεοελληνικὸν λόγον «κ α ὶ μ ὲ τ ὰ χ ί λια βάσανα πάλι ἡ ζωὴ γλυκειὰ εἶναι» καὶ τοὺς ὡραίους πράγματι στίχους τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ ἀπὸ τὸ ποίημά του «Η ἡμέρα τῆς λαμπρῆς»: καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε τὸσο γλυκόπνοο στὸ πρὸσωπο τ ἀέρι ποὺ λὲς καὶ λέει μέσ τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα. 65. Ε ξ ω τ ε ρ ι κ ὰ μ α θ ή μ α τ α ( ἐ ξ ω τ ε ρ ι κοὺς λόγους κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Αριστοτέλους) ὀνομάζει ὁ Αριστοτέλης τὰ μαθήματα, τὰ ὁποῖα παρέδιδε πρὸς ὅλους, ἐν ἀντιπαραβολ ῆ πρὸς τοὺς λεγομένους ἐ σ ω τ ε ρ ι κοὺς λόγους (ἐσωτερικὰ μαθήματα), τοὺς ἄλλως λεγομένους καὶ κ α τ ὰ φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό γ ο υ ς καὶ ἀκροαματικούς, τοὺς ὁποίους παρέδιδε μόνον εἰς τὸν στενὸν κύκλον τῶν μαθητῶν του. 66. Η δεσποτικὴ ἀρχὴ ἐν σχέσει πρὸς τὸν δοῦλον. 67. Ο Αριστοτέλης λέγει ἐνταῦθα, ὅτι κατὰ σύμπτωσιν (κ α τ ὰ σ υ μ - βεβηκὸς κατὰ τὴν ἰδικήν του φράσιν) ὁ δεσπότης ἀποβλέπει εἰς τὸ συμφέρον τοῦ δούλου, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξ η δεσπότης, ἂν ἐκλείψη ὁ δοῦλος. Λέγων ὁ Αριστοτέλης κ α τ ὰ συμβεβηκὸς ἐννοεῖ ἐξ ἐξωτερικῶν αἰτίων μὴ ὑπαρχόντων εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν τοῦ πράγματος. Αλλὰ διαφαίνεται ἐνταῦθα κἄποια ἀμυδρὰ ἀντίφασις, διότι ὁ Αριστοτέλης τὸν δεσπότην καὶ τὸν δοῦλον τοὺς θεωρεῖ ὡς ἐκ φύσεως ὑπάρχοντας, καὶ φύσει ἄρα ὁ δεσπότης πρέπει νὰ ἐξυπηρετ ῆ τὸ συμφέρον τοῦ δούλου
52 68. Η θεωρία αὕτη τοῦ Αριστοτέλους περὶ τῆς ἀρχῆς (τῶν ἀρχόντων) ὡς ἀποβλεπούσης εἰς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων καὶ ὄχι τῶν ἀρχόντων ἐν συσχετίσει μάλιστα πρὸς τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς τέχνας (τὴν ἰατρικήν, τὴν γυμναστικὴν κλπ.), εἶναι γνησιώτατα Πλατωνικὴ διδασκαλία. τῆς οἰκίας), ὑπάρχει ἢ πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων ἢ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἑνὸς κοινοῦ συμφέροντος εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη (δηλαδὴ καὶ εἰς τὸν οἰκοδεσπότην καὶ εἰς τὰ ἀπαρτίζοντα τὴν οἰκογένειαν μέρη), ἀλλὰ κυρίως πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων 68, καθὼς βλέπομεν καὶ τὰς ἄλλας τέχνας (ἐπιστήμας), λόγου χάριν τὴν ἰατρικὴν καὶ τὴν γυμναστικήν, (αἱ ὁποῖαι ἀποβλέπουν εἰς τὸ συμφέρον τῶν ἄλλων), κατὰ σύμπτωσιν δὲ εἶναι δυνατὸν νὰ φροντίζουν καὶ ὑπὲρ τοῦ ἰδίου αὐτῶν συμφέροντος. Διότι οὐδεὶς ἐμποδίζει τὸν γυμναστὴν νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐνίοτε εἷς ἐκ τῶν γυμναζομένων, καθὼς καὶ ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου εἶναι πάντοτε εἷς ἐκ τῶν ἐπιβατῶν αὐτοῦ διότι ὁ μὲν γυμναστὴς ἢ ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου ἀποβλέπει καθεὶς ἐξ αὐτῶν εἰς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων, ὅταν ὅμως γίν η καὶ ὁ ἴδιος (ὁ γυμναστὴς ἢ ὁ κυβερνήτης) εἷς ἐκ τούτων (τῶν ἀρχομένων), τότε μετέχει καὶ αὐτὸς τῆς κοινῆς ὠφελείας κατὰ σύμπτωσιν. Ο μὲν δηλαδὴ κυβερνήτης τοῦ πλοίου γίνεται εἷς ἐκ τῶν ἐπιβατῶν αὐτοῦ, ὁ δὲ γυμναστὴς εἷς ἐκ τῶν γυμναζομένων, καίτοι εἶναι γυμναστής. Διὰ τοῦτο, ὅταν ἡ πολιτεία εἶναι συντεταγμένη ἐπὶ τ ῆ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ὁμοιότητος τῶν πολιτῶν, ἀξιοῦν τότε οἱ πολῖται νὰ ἀναλαμβάνουν διαδοχικῶς τὴν ἄσκησιν τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν καὶ παλαιότερον μὲν εἶχον τὴν ἀξίωσιν οἱ πολῖται νὰ ἀσκ ῆ ἕκαστος μὲν ἐν μέρει κατὰ φυσικὴν σειρὰν μίαν δημοσίαν λειτουργίαν καὶ ἐν συνεχεί α κἄποιος ἄλλος ἀντιθέτως ἀναλαμβάνων ἄρχων νὰ ἀποβλέπ η εἰς τὸ ἰδικόν του (ὡς ἀρχομένου) τώρα συμφέρον, καθὼς προηγουμένως ὁ ἴδιος ἄρχων ἀπέβλεπεν εἰς τὸ συμφέρον ἐκείνου (ὅτε ἦτο ἀρχόμενος) τώρα ὅμως λόγ ω τῶν ὠφελημάτων, τὰ ὁποῖα προσπορίζονται ἀπὸ τὴν διαχείρισιν τῶν κοινῶν χρημάτων καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρχῆς, τὴν ὁποίαν κατέχουν, θέλουν νὰ ἄρχουν συνεχῶς, ὡς ἐὰν συνέβαινε νὰ εἶναι πάντοτε ὑγιεῖς οἱ ἄρχοντες, καίτοι εἶναι φιλάσθενοι. Καὶ πράγματι ἐὰν εὑρίσκοντο εἰς τοιαύτην κατάστασιν, θὰ ἠδύναντο ἐξ ἴσου νὰ ἐπιδώκουν τὴν ἀνάληψιν τῶν ἀρχῶν. Εἶναι λοιπὸν φανερόν, ὅτι
53 ὅσα μὲν πολιτεύματα ἀποβλέπουν εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, ταῦτα βεβαίως εἶναι ὀρθὰ συμφώνως πρὸς τὸ ἀπόλυτον δίκαιον, ὅσα ὅμως ἀποβλέπουν μόνον εἰς τὸ ἴδιον συμφέρον τῶν ἀρχόντων, αὐτὰ εἶναι ὅλα ἐσφαλμένα καὶ ἀποτελοῦν παρεκτροπὰς ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων διότι εἶναι πολιτεύματα δεσποτικά 69, ἡ πόλις ὅμως εἶναι κοινωνία ἐλευθέρων ἀνθρώπων. 69. Δηλαδὴ πολιτεύματα ἄξια δούλων. 70. Τοῦτο ἐτόνισεν ὁ Αριστοτέλης καὶ ἀνωτέρω. 71. Καθ ἃ λέγει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, πολῖται εἶναι πάντες ὅσοι τυγχάνουν μερίμνης ὑπὸ τοῦ ἰσχύοντος πολιτεύματος πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ Τὰ εἴδη τῶν πολιτειῶν καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ἑκάστης αὐτῶν. 7. Αφοῦ ἔχουν ἤδη προσδιορισθῆ ταῦτα, ἔρχεται ἐν συνεχεί α νὰ ἐξετάσωμεν τὰς πολιτείας (τὰ πολιτεύματα), πόσαι δηλαδὴ εἶναι κατὰ τὸν ἀριθμὸν καὶ ποίας μορφῆς εἶναι, καὶ κατὰ πρῶτον θὰ ἐξετάσωμεν τὰ ὀρθὰ πολιτεύματα τοῦτο δὲ θὰ πράξωμεν, διότι, ἐὰν προσδιορισθοῦν αὐτά (τὰ ὀρθὰ πολιτεύματα), θὰ καταστοῦν προσέτι φανεραὶ καὶ αἱ παρεκτροπαὶ ἐξ αὐτῶν. Επειδὴ λοιπὸν ἡ μὲν πολιτεία καὶ τὸ πολίτευμα ἔχουν τὴν ἰδίαν σημασίαν 70, τὸ δὲ πολίτευμα εἶναι ἡ κυρίαρχος ἀρχή τῶν πόλεων, εἶναι δὲ πρὸς τούτοις κατ ἀνάγκην κυρίαρχος εἰς τὰς πόλεις ἢ εἷς ἢ οἱ ὀλίγοι ἢ οἱ πολλοί, ὅταν μὲν ἄρχουν ὁ εἷς ἢ οἱ ὀλίγοι ἢ οἱ πολλοὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, εἶναι κατ ἀνάγκην ὀρθά τὰ πολιτεύματα αὐτά, τὰ πολιτεύματα ὅμως, τὰ ὁποῖα ἀποβλέπουν εἰς τὸ ἴδιον συμφέρον τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν ὀλίγων ἢ τῶν πολλῶν, εἶναι παρεκτροπαὶ ἐκ τῶν ὀρθῶν. Διότι ἢ δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζωμεν πολίτας τοὺς μὴ μετέχοντας τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, ἤ, διὰ νὰ τοὺς ὀνομάσωμεν πολίτας, πρέπει νὰ λαμβάνουν μέρος εἰς τὸ κοινὸν συμφέρον 71. Συνηθίσαμεν δὲ νὰ ὀνομάζωμεν βασιλείαν ἐκεῖνο τὸ μοναρχικὸν πολίτευμα, τὸ ὁποῖον ἀποβλέπει εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, τὴν δὲ ἀρχὴν τῶν ὀλίγων μέν, ἀλλὰ περισσο
54 72. Διὰ τοῦ ὀνόματος π ο λ ι τ ε ί α, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν πολιτευμάτων, ὀνομάζει ὁ Αριστοτέλης τὸ πολίτευμα ἐκεῖνο κατὰ τὸ ὁποῖον ἄρχουν οἱ πολλοὶ πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον. Εἶναι δηλαδὴ τὸ ἄριστον πολίτευμα. 73. Ο Αριστοτέλης καθώρισεν ἀνωτέρω, ὅτι τὰ ὀρθὰ πολιτεύματα εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀποβλέπουν εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ πάντων τῶν πολιτῶν συμφέροντος, ὅσα ὅμως πολιτεύματα ἀποβλέπουν εἰς τὸ συμφέρον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατέχουν τὴν ἐξουσίαν, ταῦτα ὠνόμασε παρεκτροπὰς (παρεκβάσεις κατὰ λέξιν τοῦ Αριστοτέλους) τῶν ὀρθῶν. Κατὰ ταῦτα λοιπὸν ὀρθὰ πολιτεύματα εἶναι ἡ β α σ ι λ ε ί α, ἡ ἀ ρ ι σ τ ο κ ρ α τ ί α καὶ ἡ π ο - λ ι τ ε ί α, διότι αὐτὰ ἀποβλέπουν εἰς τὸ κοινὸν πάντων συμφέρον, παρεκτροπαὶ δὲ τούτων τῶν ὀρθῶν εἶναι τῆς μὲν βασιλείας ἡ τ υ - ρ α ν ν ὶ ς (μοναρχικὴ ἐξουσία), τῆς δὲ ἀριστοκρατίας ἡ ὀ λ ι γ α ρ - χ ί α καὶ τῆς πολιτείας ἡ δημοκρατία, διότι ταῦτα ἔχουν ὡς στόχον τὸ συμφέρον τῶν κατεχόντων τὴν ἀρχήν. τέρων τοῦ ἑνός, ὀνομάζομεν ἀριστοκρατίαν ἔλαβε δὲ τὸ ὄνομα τοῦτο, ἢ διότι ἄρχουν οἱ ἄριστοι, ἢ διότι ἡ ἀρχὴ αὕτη ἀποβλέπει πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἐκείνου, τὸ ὁποῖον εἶναι ὠφελιμότατον εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς μετέχοντας αὐτῆς ὅταν δὲ οἱ πολλοὶ ἀσχολοῦνται εἰς τὰ δημόσια πράγματα, ἀποβλέποντες εἰς τὸ κοινὸν συμφέρον, τὸ πολίτευμα τοῦτο λαμβάνει τὸ κοινὸν εἰς πάντα τὰ πολιτεύματα ὄνομα, ὀνομάζεται δηλαδὴ πολιτεία 72. Συμβαίνει δὲ τοῦτο εὐλόγως διότι εἶναι μὲν δυνατὸν εἷς ἄνθρωπος ἢ ὀλίγοι νὰ ὑπερέχουν τῶν ἄλλων κατά τινα ἱκανότητα, εἶναι ὅμως δύσκολον νὰ εἶναι τέλειοι κατὰ πᾶσαν ἱκανότητα οἱ πολλοί, ἀλλὰ ἰδιαίτατα ἔχουν τὴν πολεμικὴν ἱκανότητα διότι μόνον ἡ ἱκανότης αὕτη ὑπάρχει εἰς τοὺς πολλούς διὰ τοῦτο εἰς αὐτό τὸ πολίτευμα (δηλαδή τὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον λέγεται εἰδικῶς πολιτεία) ἡ τάξις τῶν πολεμιστῶν εἶναι τὸ περισσότερον κυρίαρχον στοιχεῖον καὶ εἰς αὐτὸ μετέχουν τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν μόνον οἱ κατέχοντες τὰ ὅπλα. Τῶν μνημονευθέντων δὲ ἀνωτέρω πολιτευμάτων εἶναι παρεκτροπαὶ τῆς μὲν βασιλείας ἡ τυραννίς, τῆς ἀριστοκρατίας ἡ ὀλιγαρχία καὶ τέλος τῆς πολιτείας ἡ δημοκρατία. Διότι ἡ μὲν τυραννὶς εἶναι μοναρχία ἀποβλέπουσα εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ συμφέροντος τοῦ μονάρχου, ἡ δὲ ὀλιγαρχία ἀποβλέπει εἰς τὸ συμφέρον τῶν πλουσίων καὶ ἡ δημοκρατία εἰς τὸ συμφέρον τῶν πτωχῶν ἀλλὰ οὐδεμία ἐκ τούτων (τῶν πολιτειῶν) ἀποβλέπει εἰς τὴν κοινὴν ὠφέλειαν πάντων τῶν πολιτῶν Αλλὰ πρέπει προσέτι νὰ καθορίσω διὰ λόγων ὀλίγον μακροτέρων ποῖος εἶναι ὁ χαρακτὴρ ἑκάστου ἐκ τούτων τῶν πολιτευμάτων διότι καὶ τὸ θέμα τοῦτο παρέχει αὐτὸ καθ ἑαυτὸ μερικὰς δυσκολίας, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐξετάζων 74 θεωρητικῶς ἕκαστον θέμα καὶ μὴ ἀποβλέπων μόνον εἰς τὴν πρα- 74. Ο ἐξετάζων θεωρητικῶς τὰ πράγματα εἶναι ὁ φιλόσοφος καὶ ὡς τοιοῦτον ἐννοεῖ ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης ἑαυτόν
55 75. Παρόμοια πρὸς τὰ λεγόμενα ἐνταῦθα περὶ τοῦ φιλοσόφου (τοῦ ἐξετάζοντος θεωρητικῶς τὰ πράγματα) καὶ τοῦ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ γνωρίσματος νὰ προσπαθ ῆ νὰ ἀποκαλύπτ η τὴν ἀλήθειαν λέγει ὁ Αριστοτέλης καὶ εἰς τὰ «Η θ ι κ ὰ Ν ι κομάχεια». κτικὴν χρησιμότητα ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸν γνώρισμα 75 νὰ μὴ παραβλέπ η οὔτε νὰ καταλείπ η τι ἀνεξέταστον, ἀλλὰ νὰ προσπαθ ῆ νὰ ἀποκαλύπτ η τὴν ἀλήθειαν περὶ ἑνὸς ἑκάστου (ἐκ τῶν ἐξεταζομένων θεμάτων). Εἶναι λοιπὸν ἡ τυραννίς, καθὼς ἐλέχθη ἀνωτέρω, μοναρχία, ἡ ὁποία ἄρχει κατὰ τρόπον δεσποτικὸν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, ὀλιγαρχία δὲ εἶναι, ὅταν οἱ πλούσιοι κατέχουν τὴν πολιτικὴν ἀρχήν, καὶ δημοκρατία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν εἶναι τὸ πολίτευμα, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον ἄρχουν ὅχι οἱ ἔχοντες μεγάλην περιουσίαν ἀλλὰ οἱ πτωχοί. Εγείρεται ὅμως ἐν σχέσει πρὸς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῶν πολιτευμάτων ἡ ἑξῆς πρώτη ἀπορία. Εὰν δηλαδὴ οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν πολιτῶν, καίτοι εἶναι πλούσιοι, συνέβαινε νὰ εἶναι κύριοι τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς, δημοκρατία δὲ ὑπάρχει, ὅταν εἶναι κυρίαρχον τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν, ὁμοίως δὲ ἐξ ἀντιθέτου ἐὰν συνέβαινε κάπου οἱ πτωχοὶ νὰ εἶναι μὲν ὀλιγώτεροι τῶν πλουσίων, νὰ κατέχουν ὅμως τὴν πολιτικὴν ἀρχήν, ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρότεροι, ἀλλὰ ὅπου κυριαρχεῖ εἰς τὴν πολιτικὴν ζωὴν μικρὸν πλῆθος πολιτῶν, ἐκεῖ λέγουν, ὅτι ὑπάρχει ὀλιγαρχία, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει θὰ ἐνόμιζέ τις, ὅτι δὲν προσδιωρίσθησαν ὀρθῶς τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῶν πολιτευμάτων. Αλλὰ βεβαίως καὶ ἄν τις συνενώσ η τὴν μὲν εὐπορίαν πρὸς τὸν μικρὸν ἀριθμόν, τὴν δὲ πενίαν πρὸς τὸν μεγάλον ἀριθμὸν (τῶν κατεχόντων τὰς πολιτικὰς ἐξουσίας) καὶ κατ αὐτὸν τὸν τρόπον ὀνομάζ η τὰ πολιτεύματα, δηλαδὴ ὀλιγαρχίαν μὲν ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς κατέχουν οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὀλίγοι κατὰ τὸν ἀριθμόν, δημοκρατίαν δὲ τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς κατέχουν οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολλοὶ κατὰ τὸν ἀριθμόν, ἐν αὐτ ῆ τ ῆ περιπτώσει προβάλλεται ἄλλη προσέτι ἀπορία. Πῶς δηλαδὴ θὰ ὀνομάσωμεν τὰ πρὸ ὀλίγου ἀνωτέρω μνημονευθέντα πολιτεύματα, ἤτοι πρῶτον τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι περισσότεροι οἱ πλούσιοι, καὶ δεύτερον τὸ πολίτευμα
56 76. Επὶ τὸ ἁπλούστερον ὁ Αριστοτέλης λέγει ἐνταῦθα τὰ ἑξῆς: Ολιγαρχίαν ὀνομάζομέν τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἄρχουν οἱ ὀλίγοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι πλούσιοι. Εὰν ὅμως κατορθώσουν νὰ ἀναλάβουν λόγ ω ἰσχῦος τὴν πολιτικὴν ἀρχὴν οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι συμβαίνει νὰ εἶναι ὀλίγοι ἐν σχέσει πρὸς τὸν μεγάλον ἀριθμὸν τῶν πλουσίων, πῶς θὰ ὀνομάσωμεν τὸ πολίτευμα αὐτό; Ολιγαρχίαν ἢ ὄχι; Δημοκρατίαν δὲ ἐξ ἀντιθέτου πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν, λέγει ὁ Αριστοτέλης, ὀνομάζομεν τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἄρχει τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι πτωχοί. Αλλὰ ἐὰν συμβ ῆ οἱ πολλοὶ αὐτοὶ πολῖται, οἱ ὁποῖοι ἐνσαρκώνουν τὸ εἶδος τοῦ πολιτεύματος, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται δημοκρατία, νὰ εἶναι πλούσιοι καὶ τοιουτοτρόπως ὁ ἀριθμὸς τῶν πλουσίων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, νὰ εἶναι μεγαλύτερος τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πτωχῶν πολιτῶν, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει πῶς θὰ ὀνομάσωμεν τὸ πολίτευμα τοῦτο; Δημοκρατίαν ἢ θὰ δώσωμεν εἰς αὐτὸ ἄλλο ὄνομα; Αλλὰ ἐφ ὅσον δὲν ὑπάρχουν ἄλλα εἴδη πολιτευμά- εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι ὀλιγώτεροι οἱ πτωχοί, καὶ εἰς τὰ δύο αὐτὰ πολιτεύματα εἶναι κύριοι τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν εἰς μὲν τὸ πρῶτον οἱ πλούσιοι (οἱ ὁποῖοι εἶναι περισσότεροι κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν πτωχῶν), εἰς δὲ τὸ δεύτερον οἱ πτωχοὶ (οἱ ὁποῖοι εἶναι ὀλιγώτεροι τῶν πλουσίων), ἐφ ὅσον βεβαίως οὐδὲν ἄλλο εἶδος πολιτεύματος ὑπάρχει ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω μνημονευθέντων 76 ; Φαίνεται λοιπόν, ὅτι ὁ γενόμενος ἐνταῦθα λόγος περὶ τῶν πολιτευμάτων κατέστησε φανερόν, ὅτι τὸ νὰ εἶναι κύριοι τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν ὀλίγοι ἢ πολλοί, ἀφ ἑνὸς μὲν ὀλίγοι εἰς τὰ ὀλιγαρχικὰ πολιτεύματα, ἀφ ἑτέρου δὲ πολλοὶ εἰς τὰ δημοκρατικά, τοῦτο ὑπάρχει ὡς τυχαῖον γεγονός, διότι εἰς πάντας τοὺς τόπους οἱ μὲν πλούσιοι εἶναι ὀλίγοι, οἱ δὲ πτωχοὶ εἶναι πολλοί διὰ τοῦτο καὶ δὲν συμβαίνει οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες λόγοι νὰ ἀποτελοῦν τὴν βάσιν πρὸς διάκρισιν τῆς διαφορᾶς, ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ τῶν πολιτευμάτων τούτων 77. Αλλὰ ἐκεῖνο, κατὰ τὸ ὁποῖον διαφέρουν μεταξύ των ἡ δημοκρατία καὶ ἡ ὀλιγαρχία, εἶναι ἡ πενία καὶ ὁ πλοῦτος, καὶ ὅπου μὲν ἄρχουν τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν οἱ πλούσιοι, εἴτε εἶναι ὀλίγοι εἶτε πολλοί, κατ ἀνάγκην τὸ πολίτευμα τοῦτο εἶναι ὀλιγαρχία, ὅπου δὲ τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς κατέχουν οἱ των, δὲν δυνάμεθα νὰ δώσωμεν ἄλλα ὀνόματα εἰς αὐτά τὰ πολιτεύματα. Τὰς ἀπορίας ὅμως ταύτας ὑποβάλλει ὁ Αριστοτέλης, διὰ νὰ καθορίσ η σαφέστερον κατωτέρω καὶ οὐσιαστικώτερον τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν πολιτευμάτων τούτων. 77. Ο Αριστοτέλης εἶπεν ἀνωτέρω, ὅτι ἡ ὀλιγαρχία διακρίνεται κατὰ τοῦτο τῶν ἄλλων πολιτευμάτων, ὅτι δηλ. εἰς τὸ πολίτευμα τοῦτο ἄρχουν οἱ ὀλίγοι, ἡ δὲ δημοκρατία ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸν γνώρισμα, ὅτι εἰς αὐτὴν ἄρχουν οἱ πολλοί. Ηδη ὅμως ὁ Αριστοτέλης τὰ γνωρίσματα ταῦτα, τὸν μικρὸν δηλαδὴ ἀριθμὸν τῶν κατεχόντων τὰς ἀρχὰς εἰς τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα, θεωρεῖ ὡς ἐκ τύχης ὑπάρχοντα καὶ ὡς μὴ δυνάμενα νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάσιν πρὸς χαρακτηριστικὴν διάκρισιν τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῶν πολιτευμάτων τούτων. Ποία εἶναι ἡ θεμελιώδης βάσις πρὸς τοῦτο, θὰ εἴπ η ἀμέσως κατωτέρω
57 78. Κατὰ τὰ λεγόμενα ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ἡ π ε ν ί α καὶ ὁ π λ ο ῦ τ ο ς εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς δημοκρατίας καὶ τῆς ὀλιγαρχίας, ἡ πενία μὲν τῶν ἀρχόντων εἰς τὴν δημοκρατίαν, ὁ πλοῦτος δὲ τῶν ἀρχόντων εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν. Ο δὲ ἀριθμὸς τῶν ἀρχόντων, τῶν ὀλίγων μὲν εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, τῶν πολλῶν δὲ εἰς τὴν δημοκρατίαν, εἶναι μὲν γεγονὸς λαμβάνον χώραν τυχαίως (συμβαῖνον ἢ κατὰ συμβεβηκὸς κατὰ τὰς λέξεις τοῦ Αριστοτέλους), ἀλλὰ συμβαίνει ὅμως πανταχοῦ νὰ εἶναι οἱ μὲν πλούσιοι ὀλίγοι, οἱ δὲ πτωχοὶ πολλοί. 79. Ο Εὐριπίδης εἰς τὰς «Ι κ έ τιδας» καὶ τὰς «Φ ο ι ν ί σ σας» καθορίζει τὸ δίκαιον ὡς ἰσότητα. 80. Ο Αριστοτέλης δεχόμενος ἀφ ἑνὸς μὲν ὅτι ἡ ἰ σ ό τ η ς εἶναι δίκαιον, ἀφ ἑτέρου δὲ καὶ ὅτι καὶ ἡ ἀ ν ι σ ό τ η ς εἶναι δίκαιον, φαίνεται, ὅτι ἵσταται μεταξὺ δύο ἀντιφασκουσῶν προτάσεων. Αλλὰ αἴρεται ἡ φαινομενικὴ αὕτη ἀντίφασις, ἐὰν λάβωμεν ὑπ ὄψιν, ὅτι ὁ Αριστοτέλης τὴν ἰσότητα ὡς δίκαιον καὶ ἐξ ἀντιθέτου τὴν ἀνισό- πτωχοί, ἐκεῖ κατ ἀνάγκην ὑπάρχει δημοκρατία ἀλλά, καθὼς εἴπομεν προηγουμένως, ὑπάρχει ὡς τυχαῖον γεγονὸς (συμβαίνει τυχαίως) τὸ ὅτι οἱ μὲν πλούσιοι εἶναι ὀλίγοι, οἱ δὲ πτωχοὶ πολλοί. Καὶ εἶναι μὲν πράγματι ὀλίγοι οἱ πλούσιοι (εἰς τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα), ἀλλὰ τῆς ἐλευθερίας ἀπολαύουν πάντες οἱ πολῖται διὰ τοὺς λόγους δὲ τούτους (διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ἐλευθερίαν) διεκδικοῦν τὴν πολιτικὴν ἀρχὴν καὶ αἱ δύο αὐταὶ τάξεις (τῶν πλουσίων καὶ τῶν πτωχῶν) Κατὰ πρῶτον τώρα πρέπει νὰ καθορίσωμεν ποῖα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ἀποδίδουν εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν καὶ εἰς τὴν δημοκρατίαν καὶ ποῖον εἶναι τὸ δίκαιον τὸ ὀλιγαρχικὸν (τὸ ἀναγνωριζόμενον ὑπὸ τῶν ὀλιγαρχιῶν) καὶ τὸ δημοκρατικόν. Διότι ὅλοι ἀναγνωρίζουν (ἀποδέχονται) ἓν δίκαιον, ἀλλὰ προχωροῦν μέχρις ἑνὸς σημείου, καὶ λέγοντες δίκαιον δὲν ἐννοοῦν ὁλόκληρον τὸ κυρίως δίκαιον. Θεωρεῖται δηλαδή, ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι ἰσότης, καὶ εἶναι πράγματι ἰσότης 79, ὄχι ὅμως μεταξὺ ὅλων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἴσων ἐπίσης νομίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι καὶ ἡ ἀνισότης εἶναι δίκαιον, καὶ εἶναι πράγματι 80, ὄχι ὅμως μεταξὺ ὅλων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἀνίσων αὐτοὶ ὅμως (οἱ ἄνθρωποι) ἀφαιροῦν ἐξ ὅσων λέγουν περὶ τοῦ δικαίου τοῦτο, δηλαδή τὸ εἰς ποῖα πρόσωπα 81 (ἀναφέρεται τὸ δί- τητα ὡς δίκαιον δέχεται ὡς ἀντικειμενικῶς ὑπάρχουσαν μεταξὺ τῶν ἴσων καὶ τῶν ἀνίσων, καὶ ὄχι κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴν κρίσιν ἑνὸς ἑκάστου, τὴν ὁποίαν ὑπαγορεύουν εἰς ἕκαστον τὰ ἀτομικά του συμφέροντα, τὰ ὁποῖα ἐμποδίζοντα τὴν ὀρθὴν κρίσιν ἐπεκτείνουν τὴν μερικὴν ἰσότητα καὶ τὴν κατὰ μέρος ἀνισότητα εἰς πάντα γενικῶς. 81. Εν σχέσει πρὸς ποῖα πρόσωπα ὑπάρχουν ἡ ἰσότης καὶ ἡ ἀνισότης, διὰ νὰ θεωρηθοῦν αὗται ὡς δίκαιον. Θέλει δηλαδὴ νὰ εἴπ η ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης, καθὼς ἐξηγεῖ κατωτέρω, ὅτι καὶ οἱ θεωροῦντες τὸ δίκαιον ὡς ἰσότητα καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸ ὡς ἀνισότητα κρίνουν κατὰ τὸ ἰδικόν των συμφέρον, μὴ ἀποβλέποντες εἰς τὴν σχετικὴν ἰσότητα τῶν ἴσων καὶ τὴν σχετικὴν ἀνισότητα τῶν ἀνίσων, ἀλλὰ ἐπεκτείνοντες γενικῶς εἰς πάντα
58 82. Δηλαδὴ ἔχει καθορισθῆ ὄχι ἀπολύτως αὐτὸ καθ ἑαυτὸ τὸ δίκαιον, ἀλλὰ ἐν σχέσει πρὸς τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναφέρεται, διότι, καθὼς καθώρισεν ὁ Αριστοτέλης καὶ εἰς τὰ «Ηθικὰ Nικομάχεια», τὸ δίκαιον ὑπάρχει ἐν ἀναφορ ᾶ πρός τι πρόσωπον καὶ πρός τι πρᾶγμα. 83. Εννοεῖ τὸ σύγγραμμά του «Η θ ι κ ὰ Ν ι κομάχεια». 84. Δηλαδὴ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι λέγουν, ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι μὲν ἰσότης ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως μεταξὺ ἴσων, ἀλλὰ ὅλων, καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι λέγουν, ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι μὲν ἀνισότης ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως μεταξὺ ἀνίσων ἀλλὰ ὅλων. 85. Κρίνοντες οἱ ἄνθρωποι, λέγει ὁ Αριστοτέλης, κατὰ ἐσφαλμένον τρόπον περὶ τῶν ἰδικῶν των ζητημάτων, συμβαίνει ὥστε νὰ ὑποπίπτουν εἰς σφάλμα καὶ ὅταν, ἐνῶ εἶναι ἴσοι κατά τι, νομίζουν ὅτι εἶναι ἴσοι καθ ὁλοκληρίαν, καὶ ἐξ ἀντιθέτου ὅταν εἶναι ἄνισοι κατά τι, νομίζουν ὅτι εἶναι ἄνισοι ἐξ ὁλοκλήρου ἄνισοι ὡς πρὸς τὴν ὑπεροχήν. 86. Τοῦ στοιχείου, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ κυριώτατον χαρακτηριστικὸν τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ περὶ τοῦ ὁποίου θὰ κάμ η λόγον κατωτέρω. 87. Η μ ν ᾶ ἦτο νομισματική μονὰς ἀντιστοιχοῦσα πρὸς ἑκατὸν δραχμάς. 88. Δηλαδὴ 99 μνᾶς. καιον), καὶ διὰ τοῦτο κρίνουν ἐσφαλμένως. Η αἰτία δὲ τούτου εἶναι, ὅτι ἡ κρίσις γίνεται διὰ τοὺς ἑαυτούς των διότι οἱ περισσότεροι σχεδὸν ἄνθρωποι εἶναι κακοὶ κριταί, ὅταν κρίνουν τὰ ἰδικά των ζητήματα. Κατ ἀκολουθίαν ἐπειδὴ τὸ δίκαιον ὑπάρχει ἐν συναφεί α πρὸς μερικοὺς ἄλλους (ὄχι δηλαδὴ ἀπολύτως), καὶ ἔχει διαιρεθ ῆ (καθορισθ ῆ) κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον 82 καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἐπὶ τῶν προσώπων, καθὼς ἔχει λεχθ ῆ προηγουμένως εἰς τὰ Ηθικά 83, ἀναγνωρίζουν μὲν τὴν ἰσότητα ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ἀμφισβητοῦν ὅμως αὐτὴν προκειμένου περὶ τῶν προσώπων τοῦτο δὲ πράττουν, κυριώτατα μὲν ἐξ αἰτίας ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη πρὸ ὀλίγου, διότι δηλαδὴ κρίνουν κακῶς περὶ τῶν ἰδικῶν των θεμάτων, ἐκ δευτέρου δὲ καὶ διότι ὁμιλοῦντες ἐκάτεροι 84 ἐκ τούτων μέχρι τινὸς σημείου περὶ ἑνὸς σχετικοῦ δικαίου νομίζουν ὅτι κάμνουν λόγον γενικῶς περὶ τοῦ δικαίου. Οἱ μὲν δηλαδὴ ἐξ αὐτῶν, ἂν εἶναι κατά τι ἄνισοι, παραδείγματος χάριν κατὰ τὰ χρήματα, ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἄνισοι, οἱ δὲ ἄλλοι ἐξ ἀντιθέτου ἂν εἶναι κατά τι ἴσοι, παραδείγματος χάριν ὡς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν, ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι εἶναι καθ ὁλοκληρίαν ἴσοι 85. Οἱ λέγοντες ὅμως ταῦτα ἀποφεύγουν νὰ κάμνουν λόγον περὶ τοῦ σημαντικωτάτου στοιχείου 86. Εὰν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι χάριν τῶν κτημάτων των συνέστησαν πράγματι τὴν πολιτικὴν κοινότητα καὶ συνῆλθον εἰς κοινωνίαν πρὸς διαφύλαξιν αὐτῶν, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει ὀρθῶς μετέχουν τῆς πόλεως (τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς πόλεως) τόσον μόνον, ὅσον μετέχουν καὶ τῆς περιουσίας αὐτῆς κατ ἀκολουθίαν ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν ὀλιγαρχικῶν περὶ τοῦ δικαίου θὰ ἐφαίνετο, ὅτι ἔχει κῦρος διότι ἰσχυρίζονται πράγματι οἱ ὀλιγαρχικοί, ὅτι δὲν εἶναι δίκαιον νὰ μετέχ η εἰς τὴν διαχείρισιν ἑνὸς ποσοῦ ἑκατὸν μνῶν 87 ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος συνεισέφερε μίαν μόνον μνᾶν, ἐξ ἴσου πρὸς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔδωσεν ὁλόκληρον τὸ ὑπόλοιπον ποσόν 88, οὔτε εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς καταβληθὲν χρηματικὸν ποσόν (τῶν ἑκατὸν μνῶν) οὖτε καὶ εἰς ὅσα ποσὰ πρό
59 89. Ο Αριστοτέλης λέγει ἐνταῦθα, ὅτι οἱ συνδεόμενοι διὰ συμβάσεων ἐμπορικῶν καὶ συνθηκῶν συμμαχίας δὲν ἐνδιαφέρονται διὰ τὸ ποιὸν ἀλλήλων οὔτε ἂν εἶναι ἄδικοι καθ ἑαυτοὺς ἢ φαῦλοι καὶ δὲν φροντίζουν καθόλου νὰ βελτιωθοῦν ἀμοιβαίως (προσέχουν μόνον πὼς νὰ μὴ ἀδικήσ η ὁ εἷς τὸν ἄλλον (ἂν τὸ προσέχουν καὶ αὐτό) κατὰ τὰς ἀμοιβαίας ἐμπορικὰς καὶ συμμαχικὰς σχέσεις των. κειται νὰ ἀποκτηθοῦν εἰς τὸ μέλλον οὔτε ὅμως χάριν τῆς ἁπλῆς διαβιώσεως μόνον συνεστήθη ἡ πόλις, ἀλλὰ μάλλον χάριν τῆς εὐδαίμονος διαβιώσεως διότι ἐὰν ἐπρόκειτο μόνον περὶ ἁπλῆς διαβιώσεως, θὰ ὑπῆρχε καὶ πόλις δούλων καὶ τῶν ἄλλων ζ ώων τώρα ὅμως δὲν ὑπάρχει τοιαύτη πόλις (δούλων καὶ ἄλλων ζ ώων), διότι δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν νὰ μετέχουν τῆς εὐδαιμονίας οὔτε νὰ διαβιοῦν συμφώνως πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν των οὔτε ἐξ ἄλλου συνεστήθη ἡ πόλις πρὸς σύναψιν συμμαχιῶν, διὰ νὰ μὴ ἀδικῶνται οἱ κάτοικοι αὐτῆς ὑπὸ οὐδενός, οὔτε διὰ τὰς ἀμοιβαίας συναλλαγὰς καὶ τὴν διὰ τὴν ἀμοιβαίαν λόγ ω τούτων ἐπαφὴν μεταξύ των διότι ἐὰν ἦτο μόνον αὐτὸς ὁ σκοπὸς τῆς συστάσεως τῆς πόλεως, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει καὶ οἱ Τυρρηνοὶ καὶ οἱ Καρχηδόνιοι καὶ γενικῶς ὅλοι, ὅσοι ἔχουν συνάψει μεταξύ των συμφωνίας ἐμπορικάς, θὰ ἦσαν ὡς πολῖται ἀνήκοντες εἰς μίαν ἐνιαίαν πόλιν ὑπάρχουν δὲ πράγματι μεταξὺ αὐτῶν συμβάσεις περὶ τῶν πρὸς εἰσαγωγὴν προϊόντων καὶ συμφωνίαι, διὰ νὰ μὴ διαπράττουν ἀδικίας κατὰ τὰς ἀμοιβαίας συναλλαγὰς, ἐπίσης δὲ καὶ συνθήκαι συμμαχίας. Αλλὰ οὔτε κοιναὶ πολιτικαὶ ἀρχαὶ εἶναι καθιδρυμέναι εἰς ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ διάφοροι εἰς τούτους καὶ εἰς ἐκείνους, οὔτε ἐξ ἄλλου οἱ μὲν φροντίζουν περὶ τοῦ ποῖοι πρέπει νὰ εἶναι περίπου οἱ ἄλλοι, οὔτε ἐπίσης φροντίζουν πῶς οὐδεὶς ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τῶν συνθηκῶν, δὲν θὰ εἶναι ἄδικος οὔτε θὰ ἔχ η οὐδεμίαν φαυλότητα φροντίζουν μόνον πῶς δὲν θὰ διαπράξ η ὁ εἷς ἀδίκημα 89 ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Περὶ τῆς ἀρετῆς ὅμως τοῦ πολίτου καὶ τῆς κακίας αὐτοῦ ἐξετάζουν καὶ μεριμνοῦν ὅσοι ἔχουν τὴν φροντίδα νὰ ὑπάρχ η εἰς τὴν πόλιν εὐνομία. Εκ τούτου καθίσταται προσέτι φανερόν, ὅτι ἡ πόλις, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι ἀξία νὰ φέρ η κατ οὐσίαν τὸ ὄνομα τοῦτο, ὄχι μόνον ὡς ψιλὸν (ἄνευ περιεχομένου) ὄνομα, πρέπει νὰ ἔχ η τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ἀρετῆς τῶν πολιτῶν. Διότι ἡ πολιτικὴ κοινωνία ἀποβαίνει συμμαχία τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία διαφέρει μόνον
60 90. Ο Αριστοτέλης καὶ εἰς ἄλλα συγγράμματά του μνημονεύει τὸν σοφιστὴν Λυκόφρονα, τοῦ ὁποίου ἀποδέχεται γνώμας περὶ πολλῶν θεμάτων. 91. Ο Αριστοτέλης δὲν δέχεται δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα τὴν πόλιν ὡς μίαν συμμετοχὴν εἰς ἀμοιβαίας ἀνταλλαγὰς προϊόντων ἢ εἰς ἀμοιβαίαν ἐξυπηρέτησιν τῶν διαφόρων ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς ἐννοεῖ τὴν πόλιν ὁ Αριστοτέλης, τοῦτο θὰ εἴπ η ὀλίγον κατωτέρω. 92. Δηλαδὴ μόνον ἐμπορικὰς συναλλαγάς. κατὰ τὸν τόπον ἀπὸ τὰς ἄλλας συμμαχίας, τὰς μακρὰν ἀλλήλων εὑρισκομένας, καὶ ὁ νόμος εἶναι μία συμφωνία (μεταξὺ τῶν πολιτῶν) καί, καθὼς εἶπεν ὁ σοφιστὴς Λυκόφρων 90, εἶναι ἐγγυητὴς τῶν ἀμοιβαίων δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων τῶν πολιτῶν ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν ἰδιότητα ὁ νόμος νὰ καθιστ ᾶ τοὺς πολίτας ἐναρέτους καὶ δικαίους. Οτι δὲ τὰ πράγματα ἔχουν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, τοῦτο καθίσταται φανερὸν ἐκ τοῦ ἑπομένου παραδείγματος. Εὰν δηλαδὴ ἤθελε κατορθώσει τις νὰ συνενώσ η τοὺς τόπους εἰς ἕνα, ὥστε ἡ πόλις τῶν Μεγαρέων νὰ συνάπτεται διὰ τειχῶν πρὸς τὴν πόλιν τῶν Κορινθίων, ὅμως ἐκ τῆς συνενώσεως ταύτης δὲν θὰ προήρχετο μία ἑνιαία πόλις οὔτε θὰ συνέβαινε τοῦτο, ἂν συνῆπτον (οἱ Μεγαρεῖς καὶ οἱ Κορίνθιοι) πρὸς ἀλλήλους συγγενείας διὰ γάμων ἀμοιβαίων καίτοι τοῦτο (δηλαδὴ αἱ δι ἀμοιβαίων γάμων συναπτόμεναι συγγένειαι) ὑπάγεται εἰς τὰς κυριωτέρας σχέσεις μεταξὺ τῶν πολιτῶν εἰς τὰς διαφόρους πόλεις. Επίσης οὔτε ἐὰν μερικοὶ κατ ώκουν μὲν χωριστά, ὄχι ὅμως εἰς τόσον μεγάλην μεταξύ των ἀπόστασιν, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ ἔρχωνται εἰς ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ εἶχον αὐτοὶ νόμους, κατὰ τοὺς ὁποίους νὰ μὴ ἐπιτρέπεται νὰ ἀδικοῦν ἀλλήλους κατὰ τὰς ἐμπορικάς των ἀνταλλαγάς, ἂν δηλαδὴ ὁ μὲν εἷς ἐξ αὐτῶν ἦτο ξυλουργός, ἄλλος δὲ ἦτο γεωργός, ἄλλος ὑποδηματοποιὸς καὶ ἄλλος ἤσκει κἄτι ἄλλο παρόμοιον ἔργον, προσέτι δὲ ὁ πληθυσμὸς ἀνήρχετο εἰς δέκα χιλιάδας, ἂν ὅμως αὐτοὶ δὲν ἐλάμβανον μέρος εἰς οὐδὲν ἄλλο πρᾶγμα παρὰ μόνον εἰς αὐτά, δηλαδὴ μόνον εἰς τὴν ἀνταλλαγὴν (εἰς τὸ ἐμπόριον δι ἀμοιβαίας ἀνταλλαγῆς) καὶ εἰς τὴν συμμαχίαν, οὔτε τοιουτοτρόπως θὰ ὑπῆρχεν ἁκόμη πραγματικὴ πόλις 91. Διὰ ποίαν λοιπὸν αἰτίαν (δὲν θὰ ἦτο πραγματικὴ πόλις); Οχι βεβαίως διὰ τὸν λόγον, ὅτι δὲν κατοικοῦν πλησίον ἀλλήλων κατὰ τὴν κοινὴν ἐπαφήν των. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη συνήρχοντο (διὰ νὰ κατοικήσουν) εἰς αὐτό τὸ μέρος, ἔχοντες τὰς τοιούτου μόνον εἴδους ἐπικοινωνίας 92, ἕκαστος ὅμως ἐξ
61 93. Ζῶν δηλαδὴ ἕκαστος εἰς τὴν ἰδικήν του οἰκίαν ἀνεξάρτητος τοῦ ἄλλου καὶ ἄνευ ἀμοιβαίων ὑποχρεώσεων, τὰς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ κοινὴ συμβίωσις, ἡ ἀποβλέπουσα εἰς ἕνα κοινὸν ἀνώτερον σκοπόν. 94. Ε π ι μ α χ ί α λέγεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν σ υμμαχίαν ἡ συνθήκη μεταξὺ δύο κρατῶν νὰ βοηθῶνται ἀμοιβαίως, ἐὰν τὶς κηρύξ η πόλεμον κατὰ τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἐπιμαχία συνασπισμὸς ἀμυντικός, ἡ δὲ συμμαχία ἐπιθετικὸς καὶ ἀμυντικός. 95. Δηλ. μόνον ἐμπορικὰς συναλλαγὰς καὶ μίαν μεταξύ των συμφωνίαν νὰ παρέχουν ἀμοιβαίαν πρὸς ἀλλήλους βοήθειαν, ὅταν ἀδικοῦνται ὑπὸ ἄλλων. 96. Η συγκατοίκησις δηλ. εἰς ἕνα τόπον καὶ τὰ ἄλλα, περὶ τῶν ὁποίων εἶπεν ὁ Αριστοτέλης ἀνωτέρω. 97. Φ α τ ρ ί α ι (ἢ φ ρ α τ ρ ί α ι ) ἐλέγοντο αἱ πολιτικαὶ διαιρέσεις του λαοῦ κατὰ ὁμάδας. 98. Ο Αριστοτέλης περὶ τῆς φιλίας ὡς συνεκτικοῦ κρίκου των πόλεων γράφει καὶ εἰς τὰ «Η θ ι κ ὰ N ι κομάχεια» (1155α 22) «ἔοικε δὲ καὶ τὰς πόλεις συνέχειν ἡ φιλία...» (δηλαδή: φαίνεται ὅτι ἡ φιλία αὐτῶν ἐχρησιμοποίει τὴν ἰδικήν του οἰκίαν καθὼς μίαν πόλιν 93, καὶ παρεῖχεν ἀμοιβαίως ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον βοήθειαν ἐναντίον μόνον τῶν ἀδικούντων αὐτούς, ὡς ἐὰν εἶχον συνάψει μίαν ἐπιμαχίαν 94, οὔτε τότε θὰ ἐφαίνετο εἰς ὅσους θέλουν νὰ ἑξετάζουν κατ ἀκρίβειαν τὰ πράγματα, ὅτι αὐτοὶ τοιουτοτρόπως διαβιοῦντες ἀποτελοῦν πόλιν, ἐὰν βεβαίως ἔχουν ὁμοίας ἐπαφάς 95, καὶ ὅταν συγκεντρωθοῦν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος καὶ ὅταν διαβιοῦν χωριστά. Κατέστη λοιπὸν φανερὸν ἐκ τῶν λεχθέντων, ὅτι ἡ πόλις δὲν εἶναι ἡ συμμετοχὴ εἰς ἕνα τόπον (ἡ ἀπὸ κοινοῦ δηλαδὴ συγκατοίκησις εἰς ἕνα τόπον), καὶ δὲν συνεστήθη αὕτη πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ μὴ ἀδικ ῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον καὶ πρὸς χάριν τῶν ἐμπορικῶν ἀνταλλαγῶν ἀλλὰ ταῦτα 96 βεβαίως εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχουν, ἐὰν πρόκειται νὰ ὑπάρξ η πόλις, ἀλλ ὅμως οὔτε καὶ ὅταν ὑπάρχουν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀκόμη πόλις διότι πόλις εἶναι ἡ συμμετοχὴ εἰς τὸν εὐδαίμονα βίον καὶ διὰ τὰς οἰκογενείας καὶ διὰ τὰ γένη, πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἐξασφαλίσεως μιᾶς τελείας διαβιώσεως καὶ ἐχούσης ἐπαρκῆ τὰ μέσα. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχουν ὅσοι δὲν κατοικοῦν εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν τόπον καὶ δὲν συνάπτουν συγγενικὰς μεταξύ των σχέσεις διὰ γάμων ἀμοιβαίων. Διὰ τοῦτο καὶ δημόσιαι σχέσεις συνήφθησαν εἰς τὰς πόλεις καὶ ἐδημιουργήθησαν φατρίαι 97 καὶ καθιερώθησαν θυσίαι καὶ κοιναὶ διασκεδάσεις. Τοῦτο δὲ εἶναι ἔργον τῆς φιλίας (τῆς ἀγάπης) διότι ἡ φιλία 98 εἶναι ἐπιθυμία πρὸς συμβίωσιν. Τελικὸς λοιπὸν σκοπὸς τῆς πόλεως εἶναι ὁ εὐδαίμων βίος, ὅλα δὲ αὐτὰ 99 γίνονται πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ τελικοῦ σκοποῦ. Η δὲ πόλις συγκροτεῖται διὰ τῆς συνενώσεως πολλῶν οἰκογενειῶν καὶ κωμῶν πρὸς συμμετοχὴν εἰς μίαν τελείαν καὶ ἐπαρκῆ διὰ τῶν ἰδικῶν της μέσων διαβίωσιν. Τοῦτο δὲ σημαίνει τὸ νὰ διάγ η τις, καθὼς συ- παρέχει τὸν συνεκτικὸν δεσμὸν καὶ εἰς τὰς πόλεις). Καὶ ὁ Πλάτων ἐπίσης θεωρεῖ τὴν φιλίαν ὡς συνεκτικὸν δεσμόν των πόλεων. 99. Δηλ. ὅσα εἶπεν ἀνωτέρω
62 νηθίζομεν νὰ λέγωμεν, τὸν βίον του κατὰ τρόπον εὐδαίμονα καὶ ἐνάρετον. Κατ ἀκολουθίαν πρέπει νὰ θέσωμεν ὡς βασικὸν ὅρον, ὅτι ἡ πολιτικὴ κοινωνία ὑπάρχει πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς ἐκτελέσεως (ὑπὸ τῶν πολιτῶν) ἐναρέτων πράξεων 100, ἀλλὰ ὄχι πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς συμβιώσεως αὐτῶν. Διὰ τοῦτο βεβαίως ὅσοι δύνανται νὰ συντελέσουν παρά πολὺ εἰς τὴν διαμόρφωσιν μιᾶς τοιαύτης πολιτικῆς κοινωνίας, οὗτοι λαμβάνουν μέρος (δικαιοῦνται νὰ λαμβάνουν μέρος) εἰς τὸν δημόσιον βίον τῆς πόλεως περισσότερον ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν 101 καὶ τὴν γενεαλογικὴν καταγωγὴν εἶναι ἴσοι πρὸς αὐτοὺς ἢ ἀνώτεροι, δὲν εἶναι ὅμως ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πολιτικὴν ἀρετήν, καὶ περισσότερον ἐπίσης ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑπερτεροῦν μὲν αὐτῶν ὡς πρὸς τὸν πλοῦτον, ἀλλὰ μειονεκτοῦν κατὰ τὴν πολιτικὴν ἀρετήν 102. Κατέστη λοιπὸν φανερὸν ἐκ τῶν λεχθέντων ἀνωτέρω, ὅτι οἱ διαφιλονικοῦντες περὶ τῶν ποικίλης μορφῆς πολιτευμάτων μερικῶς μόνον ἔχουν δίκαιον Ταῦτα λέγει ὁ Αριστοτέλης συμφώνως πρὸς τὴν θεωρίαν του, ὅτι ὁ βίος εἶναι π ρ ᾶ ξ ι ς (δηλαδὴ ὁρμὴ πρὸς δρᾶσιν), καθὼς θὰ εἴπ η κατωτέρω καὶ καθὼς ἔγραψε καὶ εἰς ἄλλα συγγράμματά του Ο Αριστοτέλης λέγων ἐνταῦθα «ὡς πρὸς μὲν τὴν ἐλευθερίαν... εἶναι ἴσοι ἢ ἀνώτεροι» «κατὰ μὲν ἐλευθερίαν... ἴσοις ἢ μείζοσι») ἐννοεῖ προφανῶς τὴν ἐλευθερίαν ὑπὸ τὴν ἄποψιν τῆς γενεαλογικῆς προελεύσεως, ἂν δηλ. εἶχον προγόνους ἐλευθέρους, ὄχι τὴν ἐλευθερίαν ὡς προσωπικὴν ἰδιότητα Κατὰ τὸν Αριστοτέλη λοιπὸν βάσις τῆς πολιτικῆς κοινωνίας εἶναι ἡ πολιτικὴ ἀρετή, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διὰ πράξεων ἐναρέτων. 103 Ο Αριστοτέλης, καθὼς λέγει ἐνταῦθα, τὴν διανομὴν τῶν κτημάτων τῶν πλουσίων ὑπὸ τῶν πτωχῶν θεωρεῖ ὡς μεγίστην ἀδικίαν, διότι, ὡς θὰ εἴπ η κατωτέρω, τοῦτο βλάπτει τὴν πόλιν διὰ τὸν λόγον ὅτι, ἐνῶ ἐκ τῆς διανομῆς τῶν κτημάτων τῶν πλουσίων γίνονται καὶ αὐτοὶ πτωχοί, οὐδεὶς ἐξ ἀντιθέτου ἐκ τῶν πτωχῶν γίνεται πλούσιος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΚΤΟΝ Ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ κυρία ἀρχὴ τῆς πόλεως. 10. Εγείρεται δὲ τώρα ἡ ἀπορία ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ κυρία ἀρχή τῆς πόλεως. Η δηλαδὴ ὁ λαὸς ἢ οἱ πλούσιοι ἢ οἱ τέλειοι ἄνθρωποι ἢ εἷς, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντων καλύτερος, ἢ ὁ τύραννος. Αλλὰ ὅλα αὐτά τὰ θέματα φαίνεται, ὅτι παρέχουν κἄποιαν δυσκολίαν. Τί δηλαδὴ συμβαίνει ἐν προκειμέν ω; Αν οἱ πτωχοί, ἐπειδὴ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πλούσιους, διαμοιράσουν μεταξύ των τὰ κτήματα τῶν πλουσίων, τοῦτο δὲν εἶναι ἀδικία; Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπ η «ὄχι μὰ τὸν θεὸν δὲν εἶναι ἀδικία, διότι ἡ κυρία ἀρχὴ τῆς πόλεως ἔλαβε δικαίαν ἀπόφασιν». Τὴν μεγίστην λοιπὸν ἀδικίαν πῶς πρέπει νὰ ὀνομάσωμεν; 103 Εξ ἀντιθέτου ἀφοῦ δημευθοῦν πάντα τὰ κτήματα, ἂν οἱ περισσσότεροι διαμοι
63 104. Ο νόμος δηλ. ὁ ὁρίζων τὴν διανομὴν τῶν κτημάτων τῶν πλουσίων εἰς τοὺς πτωχούς. Ο συλλογισμὸς τοῦ Αριστοτέλους εἶναι ἐνταῦθα ὁ ἑξῆς εἰς ἁπλουστέραν μορφήν: Κάτι τὸ καλὸν καὶ ὠφέλιμον δὲν ἐπιφέρει βλάβην, ὅταν κατέχωμεν αὐτό, ἀλλὰ τοὐναντίον γίνεται πρόξενον εἰς ἡμᾶς ὠφελείας. Κατὰ ταῦτα καὶ τὸ δίκαιον ὡς καλὸν καὶ ὠφέλιμον προξενεῖ εἰς τὴν πόλιν (εἰς τοὺς ἀποτελοῦντας τὴν πόλιν) ὠφέλειαν. Εφ ὅσον ὅμως ἡ διανομὴ τῶν κτημάτων εἰς τοὺς πτωχούς, ἀφαιρουμένων αὐτῶν ἐκ τῶν πλουσίων ἢ δημευομένων, ἐπιφέρει φθορὰν εἰς τὴν πόλιν, ὁ νόμος ἄρα ὁ ὁρίζων τὴν διανομὴν τῶν κτημάτων εἶναι ἄδικος Ο Αριστοτέλης ἐλέγχει διὰ τούτων τὴν ἀπάντησιν, ἡ ὁποία θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ δοθ ῆ ὑπό τινος εἰς τὴν ἐρώτησιν, τὴν ὁποίαν ἔθεσεν ὁ ἴδιος, ἐὰν δηλ. δὲν εἶναι ἀδικία ἡ διανομὴ τῶν κτημάτων τῶν πλουσίων εἰς τοὺς πτωχούς. «Οχι δὲν εἶναι, διότι τοῦτο ἔγινε κατόπιν νομίμου ἀποφάσεως, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ τῆς πόλεως». Ανωτάτη δὲ ἀρχὴ εἶναι εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ὁ λαός. Αλλὰ ἐν τοιαύτ η περιπτώσει, λέγει ὁ Αριστοτέλης, καὶ ὅλαι αἱ πράξεις ἑνὸς τυράννου πρέπει νὰ εἶναι δίκαιαι, διότι καὶ αὐτός, καθὼς ὁ λαὸς ἐπέβαλεν ἀσκῶν βίαν εἰς τοὺς πλουσίους τὴν δια- ράσουν τὰ κτήματα τῶν ὀλιγωτέρων, εἶναι φανερόν, ὅτι διὰ τούτου καταστρέφουν τὴν πόλιν. Αλλὰ βεβαίως ἡ ἀρετὴ δὲν βλάπτει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον κατέχει αὐτήν, οὔτε ἄρα τὸ δίκαιον ἐπιφέρει βλάβην εἰς τὴν πόλιν, κατ ἀκολουθίαν καθίσταται φανερόν, ὅτι καὶ ὁ νόμος οὗτος 104 δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι δίκαιος. Προσέτι δὲ καὶ ἄλλος λόγος ἀποδεικνύει τὸν νόμον τοῦτον ἄδικον, διότι ἂν θεωρήσωμεν τοῦτον ὡς δίκαιον, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει καὶ πᾶσαι αἱ πράξεις, εἰς τὰς ὁποίας προέβη ὁ τύραννος, εἶναι κατ ἀνάγκην δίκαιαι διότι ὁ τύραννος, ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρότερος τῶν ἄλλων, ἀσκεῖ βίαν πρὸς ἐπιβολὴν τῆς θελήσεώς του, καθὼς ἀκριβῶς καὶ τὸ πλῆθος τῶν πτωχῶν ἀσκεῖ βίαν ἐπὶ τῶν πλουσίων (πρὸς διανομὴν τῶν κτημάτων) 105. Αλλὰ εἶναι ἆρά γε ἐξ ἄλλου δίκαιον νὰ ἄρχουν οἱ ὀλίγοι καὶ οἱ πλούσιοι; Αν λοιπὸν καὶ ἐκεῖνοι (οἱ ὀλίγοι καὶ οἱ πλούσιοι) πράττουν ταῦτα (τὰ ὁποῖα καὶ οἱ πτωχοί) καὶ προβαίνουν εἰς διαρπαγὰς καὶ ἀφαιροῦν τὰ κτήματα τοῦ λαοῦ, τοῦτο εἶναι δίκαιον; Καὶ τοῦτο τὸ δεύτερον δὲν εἶναι ἄρα δίκαιον. Κατέστη λοιπὸν φανερόν, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι φαῦλα καὶ δὲν εἶναι δίκαια. Αλλὰ μήπως πρέπει ἆρά γε νὰ ἄρχουν οἱ τέλειοι πολῖται καὶ νὰ εἶναι αὐτοὶ κυρίαρχοι πάντων; Τότε λοιπὸν κατ ἀνάγκην ὅλοι οἱ ἄλλοι πολῖται θὰ εἶναι ἐστερημένοι πολιτικῶν δικαιωμάτων, διότι δὲν θὰ ἀπολαύουν τῶν τιμῶν νὰ μετέχουν τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν (τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων) διότι πολιτικὰς τιμὰς λέγομεν, ὅτι εἶναι τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα, ὅταν ὅμως κατέχουν τὴν ἀρχὴν πάντοτε οἱ ἴδιοι πολῖται, τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι κατ ἀνάγκην ἐστερημένοι πολιτικῶν δικαιωμάτων νομὴν τῶν κτημάτων, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, ἀσκῶν βίαν, ἐπιβάλλει τὰς θελήσεις του. Ο Αριστοτέλης δηλαδή, συμφώνως ἄλλως τε καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν τοῦ μεγάλου διδασκάλου του, τοῦ Πλάτωνος, ἐπίσης δὲ καὶ τοῦ Σωκράτους καὶ τῶν ἄλλων Ελλήνων φιλοσόφων, ὡς βασικὴν προϋπόθεσιν πρὸς ἄσκησιν τῆς ἀρχῆς θέτει τὴν δικαιοσύνην, ὄχι τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν διὰ ταύτης βίαν.
64 106. Εν ἀντιθέσει δηλαδὴ πρὸς ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω ἐν σχέσει πρὸς τὸ ποῖος πρέπει νὰ κατέχ η τὴν κυρίαν ἀρχὴν τῆς πόλεως Δηλαδὴ ἐὰν κύριος τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς εἶναι ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀλιγαρχικοῦ ἢ δημοκρατικοῦ χαρακτῆρος, οὐδεμία θὰ ὑπάρχ η διαφορὰ μεταξὺ τοῦ νόμου τούτου, ὀλιγαρχικοῦ ἢ δημοκρατικοῦ, καὶ τοῦ ἂν θὰ εἶναι κυρίαρχοι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας οἱ ὀλίγοι ὡς ὀλιγαρχία ἢ οἱ πολλοὶ ὡς δημοκρατία. Αἱ ἀπορίαι ἄρα, τὰς ὁποίας ἔθεσεν ἀνωτέρω ὁ Αριστοτέλης, ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν καὶ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν ἀμετακίνητοι Ο δημοκρατικὸς νόμος θὰ εἶναι ἄδικος πρὸς τοὺς ὀλίγους, ὁ δὲ ὀλιγαρχικὸς πρὸς τοὺς πολλούς Αποκτοῦν δηλαδὴ οἱ συνερχόμενοι εἰς κοινὴν συνέλευσιν τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν νοοτροπίαν ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. Αλλὰ μήπως εἶναι καλύτερον νὰ κατέχ η εἷς τὴν ἀρχήν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐξοχώτερος ἐξ ὅλων τῶν ἄλλων πολιτῶν; Αλλὰ τοῦτο θὰ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερον χαρακτηριστικὸν γνώρισμα ὀλιγαρχικοῦ πολιτεύματος διότι οἱ στερούμενοι πολιτικῶν δικαιωμάτων θὰ εἶναι περισσότεροι. Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις ἴσως νὰ εἴπ η 106, ὅτι εἶναι σφάλμα νὰ κατέχ η ἐξ ὁλοκλήρου (ὡς ἀπόλυτος κύριος) τὴν ἀρχὴν εἷς μόνον ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὰ συμβαίνοντα εἰς τὴν ψυχὴν πάθη, καὶ ὄχι ὁ νόμος. Αν ὅμως ὁ ἰσχύων νόμος εἶναι χαρακτῆρος ὀλιγαρχικοῦ ἢ δημοκρατικοῦ, ποίαν διαφορὰν θὰ ἔχ η τοῦτο ὡς πρὸς τὰς ὑποβληθείσας ἀνωτέρω ἀπορίας; 107 διότι καὶ εἰς ταύτην τὴν περίπτωσιν (καθ ἣν δηλαδὴ θὰ ἰσχύ η ὁ ὀλιγαρχικὸς ἢ ὁ δημοκρατικὸς νόμος) θὰ συμβοῦν ὅμοια πρὸς ὅσα ἐλέχθησαν προηγουμένως Περὶ μὲν λοιπὸν τῶν ἄλλων ἀποριῶν θὰ γίν η κἄποιος ἄλλος λόγος ὅτι ὅμως πρέπει νὰ εἶναι μάλλον τὸ πλῆθος κύριον τῆς πολιτικῆς ἀρχῆς παρὰ νὰ εἶναι οἱ ἄριστοι μὲν πολῖται ἀλλὰ ὀλίγοι κατὰ τὸν ἀριθμόν, τοῦτο θὰ ἐφαίνετο, ὅτι λέγεται ὀρθῶς καὶ ὅτι ἐγείρει κἄποιαν ἀπορίαν, ἴσως ὅμως ὅτι περιέχει καὶ μίαν ἀλήθειαν. Διότι οἱ πολλοί, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος ἰδιαιτέρως (χωριστά) δὲν εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος, ὅμως εἶναι δυνατὸν συνενούμενοι εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν νὰ εἶναι καλύτεροι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ὀλίγους ἀρίστους, ὄχι βεβαίως εἷς ἕκαστος καθ ἑαυτὸν ἀλλ ἐν συνόλ ω λαμβανόμενοι, καθὼς τὰ δεῖπνα τὰ γινόμενα διὰ κοινοῦ ἐράνου εἶναι καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα παρασκευάζει εἷς μόνον ἐξ ἰδικῆς του δαπάνης διότι, ὅταν εἶναι πολλοί, ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἔχει ἓν ποσοστὸν ἀρετῆς καὶ φρονήσεως, καὶ ὅταν συγκεντρωθοῦν εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν πολιτῶν γίνεται ὡσὰν εἷς ἄνθρωπος μὲ πολλοὺς πόδας καὶ πολλὰς χεῖρας, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ πολλὰς αἰσθήσεις, τοιουτοτρόπως δὲ συμβαίνει καὶ ὡς πρὸς τὰ ἤθη (τὸν χαρακτῆρα) καὶ τὴν νοοτροπίαν αὐτῶν 109. Διὰ τοῦτο ἐπίσης κρίνουν ὀρθότερον οἱ πολλοὶ καὶ τὰ μουσικὰ ἔργα
65 110. Ο Αριστοτέλης ἔχει προφανῶς ὑπ ὄψει τὸ Αθηναϊκὸν θέατρον καὶ ἴσως καὶ τὰ θέατρα ἄλλων Ελληνικῶν πόλεων εἰς τὸ ὁποῖον κύριοι καὶ ἀψευδεῖς κριταὶ ἦσαν οἱ παρακολουθοῦντες τὰς θεατρικὰς παραστάσεις Αθηναῖοι θεαταί, τῶν ὁποίων τὴν γνώμην ἐξέφραζον τελικῶς διὰ τῆς ψήφου των καὶ οἱ ὀλίγοι ὁριζόμενοι ὡς μέλη τῆς κριτικῆς ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία παρεῖχε καὶ τὰ ἐπιδοκιμαζόμενα ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν θεατῶν βραβεῖα Λέγων ὁ Αριστοτέλης «μ ὴ ὡ ρ α ίους» («μὴ καλούς») δὲν ἐννοεῖ τοὺς ἀσχήμους καὶ δυσμόρφους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐκείνους, τῶν ὁποίων δὲν εἶναι ὡραῖα ὅλα τὰ χαρακτηριστικά, ἀλλὰ μερικὰ μόνον Αλλος δηλαδὴ πραγματικὸς ἄνθρωπος, ὄχι ζωγραφικὴ εἰκών Ο Αριστοτέλης δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα περὶ τοῦ ἐξέχοντος ἀνθρώπου ἐννοεῖ, ὅτι ὁ ἐξαίρετος ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἑξῆς διαφορὰν ἀπὸ ἕνα ἕκαστον τῶν ἄλλων πολλῶν ἀνθρώπων, ὅτι αὐτὸς συγκεντρώνει εἰς τὸ πρόσωπόν του ὅλας τὰς ἀρετάς, τὰς ὁποίας ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ κοινοῦ, ἕκαστος τῶν ὁποίων ἔχει βεβαίως μὶαν ἰδιαιτέραν ἀρετήν. Ως πρὸς τὴν διαφορὰν δὲ ταύτην οἱ ὑπερέχοντες τῶν ἄλλων κατὰ πάσας τὰς ἀρετὰς ἐξαίρετοι ἄνθρωποι ὁμοιάζουν, λέγει ὁ Αριστοτέλης, πρὸς τοὺς ὡραίους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἔχουν συγκεντρώσει εἰς ἑαυτοὺς πάντα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ὡραιότητος (τῆς ὀμορφιᾶς) διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς καὶ τὰ ἔργα τῶν ποιητῶν 110 διότι ἕκαστος ἐκ τῶν πολλῶν ἄλλων ἔχει ἓν ἄλλο ἰδιαίτερον μέρος ἱκανότητος πρὸς κρίσιν, ὅλοι δὲ ἀπὸ κοινοῦ ἔχουν πᾶσαν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἱκανότητα. Αλλὰ κατὰ τοῦτο διαφέρουν οἱ ἐξαίρετοι ἄνθρωποι ἀπὸ ἕνα ἕκαστον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καθ ὃν τρόπον λέγουν, ὅτι διαφέρουν καὶ οἱ ὡραῖοι ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς μὴ ὡραίους 111 καὶ τὰ καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα τῆς ζωγραφικῆς τέχνης ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἀληθινῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ κατὰ τὸ ὅτι τὰ διεσκορπισμένα εἰς ἕνα ἕκαστον χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ἔχουν συγκεντρωθῆ εἰς ἓν μόνον πρόσωπον, εἶναι ὅμως δυνατόν, ἐὰν ληφθοῦν κεχωρισμένως τὰ ὡραῖα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ζωγραφικῆς εἰκόνος, νὰ ἔχ η ἄλλος 112 μὲν ὡραιότερον ὀφθαλμὸν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου τῆς εἰκόνος, ἄλλος δὲ νὰ ἔχ η ὡραιότερον ἄλλο μέρος τοῦ προσώπου του (ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχον μέρος τῆς ζωγραφικῆς εἰκόνος) μὴ ὡραίους, οἱ ὁποῖοι δυνατὸν νὰ ἔχουν ἓν μόνον ἢ καὶ περισσότερα ὡραῖον χαρακτηριστικόν. Επίσης ὑπάρχει ὁμοιότης τῶν ἐξαιρέτων ἀνθρώπων καὶ πρὸς τὰ καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα τῆς ζωγραφικῆς τέχνης, ἡ ὁποία φιλοτεχνοῦσα ἕνα ἄνθρωπον συγκεντρώνει εἰς τὸ δημιούργημά της πάντα τὰ ὡραῖα χαρακτηριστικὰ πάντων τῶν ἀνθρώπων. Αλλὰ εἶναι ὅμως δυνατὸν εἷς ἄνθρωπος ἀληθινὸς νὰ ἔχ η ὡραιότερον ὀφθαλμὸν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ζωγραφικῆς εἰκόνος, ἄλλος δὲ πραγματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἔχ η ἄλλο μέρος τοῦ προσώπου ὡραιότερον ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχον μέρος τῆς ζωγραφικῆς εἰκόνος. Τοιουτοτρόπως συμβαίνει, θέλει νὰ συμπεράν η ὁ Αριστοτέλης, καὶ εἰς τὸν δημόσιον βίον τῆς πόλεως. Δυνατὸν ὀλίγοι ἄνθρωποι ἐξαίρετοι νὰ συγκεντρώνουν εἰς ἑαυτοὺς πάσας τὰς ἀρετὰς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἷς ἕκαστος ἐκ τῶν πολλῶν ἔχει μίαν ἀρετήν, ἡ ὁποία καθ ἑαυτὴν ὑπερέχει τῆς ἀντιστοίχου ἀρετῆς ἑνὸς ἐξαιρέτου ἀνθρώπου, ἡ ὁποία συνυπάρχει εἰς αὐτὸν μετὰ πολλῶν ἄλλων ἀρετῶν. Κατὰ ταῦτα καὶ τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν συνυπάρχον εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν, ἐφ ὅσον ἕκαστος ἐκ τῶν συνελθόντων ἔχει μίαν ἀρετήν, θὰ ὑπερέχ η τῶν ὀλίγων ἐξαιρέτων ἀνθρώπων.
66 114. Η διαφορὰ δηλ. μεταξὺ τῶν πολλῶν πολιτῶν καὶ τῶν ὀλίγων ἐκλεκτῶν, περὶ τῆς ὁποίας ὡμίλησεν ὀλίγον ἀνωτέρω Εἶναι συνήθης εἰς τὸν Αριστοτέλη ἡ παρομοίωσις ἐνίων ἀνθρώπων πρὸς τὰ ἄγρια ζ ῶα. Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος συγγράμματος τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ στερουμένους ἀρετῆς ἀνθρώπους παραβάλλει πρὸς τὰ ἄγρια ζ ῶα Οτι δηλαδὴ εἶναι καλύτερον νὰ κατέχουν οἱ πολλοὶ τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς παρὰ οἱ ὀλίγοι ἐξαίρετοι πολῖται Ο Αριστοτέλης ἀναγνωρίζων εἰς τοὺς πολλοὺς μίαν συνολικὴν ἀρετὴν ἢ μᾶλλον πάσας τὰς ἀρετὰς ἀντιπροσωπευομένας συνολικῶς ὑπὸ τῶν πολλῶν εὑρίσκει, ὅτι μόνον ὡς συλλογικὸν σῶμα δύνανται οἱ πολλοὶ νὰ εἶναι ἐπωφελεῖς εἰς τὴν πόλιν (διότι κρίνουν ὀρθότερον τῶν ὀλίγων ἀξιολόγων ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο κατατάσσει αὐτοὺς εἰς ἓν συλλογικὸν σῶμα, ὅπως εἶναι ἡ βουλὴ καὶ αἱ συνελεύσεις τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ κρίνουν περὶ τῶν ὑποβαλλομένων ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων προτάσεων. Εὰν λοιπὸν εἰς οἰονδήποτε λαὸν καὶ εἰς οἱονδήποτε πλῆθος ἀνθρώπων εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ ὑπάρχ η αὐτὴ ἡ διαφορὰ 114 μεταξὺ τῶν πολλῶν πολιτῶν καὶ τῶν ὀλίγων ἐξεχόντων κατὰ τὰς ἀρετάς, τοῦτο εἶναι ἀμφίβολον, ἴσως ὅμως μὰ τὸν θεὸν εἶναι φανερόν, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον προκειμένου περὶ μερικῶν ἀνθρώπων διότι ὁ ἴδιος λόγος θὰ ἠδύνατο νὰ προσαρμοσθ ῆ καὶ ἐπὶ τῶν ἀγρίων ζ ώων καὶ πράγματι κατὰ τί διαφέρουν, διὰ νὰ εἴπω τοιουτοτρόπως, μερικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ἄγρια ζ ῶα; 115 ἀλλὰ τίποτε δὲν ἐμποδίζει αὐτό τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀνωτέρω 116 νὰ ἔχ η ἰσχὺν προκειμένου περὶ ἑνὸς πλήθους ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ τὴν τεθεῖσαν προηγουμένως ἀπορίαν θὰ ἠδύνατό τις νὰ λύσ η διὰ τούτων (τὰ ὁποῖα θὰ λεχθοῦν κατωτέρω), ἐπίσης δὲ καὶ τὴν ἄλλην ἀπορίαν, ἡ ὁποία ἔρχεται ἐν συνεχεί α αὐτῆς: Ποίων δηλαδὴ πολιτικῶν ἀρχῶν πρέπει νὰ εἶναι κύριοι οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καὶ τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιτῶν. Εἰς τὴν κατηγορίαν δὲ ταύτην ἀνήκουν ὅσοι οὔτε εἶναι πλούσιοι οὔτε ἔχουν οὐδεμίαν φήμην δι ἀρετήν. Διότι τὸ νὰ λαμβάνουν μὲν μέρος αὐτοὶ εἰς τὰς ἀνωτάτας πολιτικὰς ἀρχάς, τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνον διότι λόγ ω τῆς ροπῆς των πρὸς τὴν ἀδικίαν καὶ τῆς ἀπερισκεψίας των κατ ἀνάγκην ἀφ ἑνὸς μὲν αὐτοὶ θὰ διαπράττουν ἀδικήματα, ἀφ ἑτέρου δὲ θὰ ἔχουν ἀποτυχίας (κατὰ τὴν ἄσκησιν τῆς ἐξουσίας) ἐξ ἀντιθέτου ὅμως τὸ νὰ μὴ λαμβάνουν μέρος οὔτε νὰ μετέχουν τῶν ἀρχῶν, τοῦτο προξενεῖ φόβον (ὡς ἐπικίνδυνον) διότι ὅταν εἰς μίαν πόλιν ὑπάρχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν πολιτικὰ δικαιώματα καὶ εἶναι καὶ πτωχοί, ἡ πόλις αὐτὴ εἶναι κατ ἀνάγκην πλήρης ἐχθρῶν. Μένει λοιπὸν ὡς τελευταῖον νὰ ἔχουν αὐτοὶ (οἱ πολλοί) τὸ δικαίωμα νὰ μετέχουν τῆς βουλευτικῆς ἀρχῆς (νὰ εἶναι βουλευταί) καὶ νὰ κρίνουν (περὶ τῶν ὑποβαλλομένων προτάσεων) 117. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σόλων καθὼς ἐπίσης καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἐκ τῶν (παλαιῶν) νομοθετῶν ὥρισαν νὰ μετέχουν οἱ πολλοὶ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων καὶ εἰς τὸν ἔλεγχον αὐτῶν, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἄρχουν μόνοι καθ
67 118. Ο Αριστοτέλης ἔχει εἰς τὸ κείμενόν του τὴν φράσιν «μ ε ι γ ν ύ μ ε - ν ο ι τ ο ὶ ς β ε λ τ ί ο σ ι ν» (οἱ πολλοί), ἡ ὁποία σημαίνει: συνενούμενοι οἱ πολλοὶ μετὰ τῶν ἀξιολόγων πολιτῶν. Εἰς τὴν φράσιν ταύτην ὑπολανθάνει ἡ βασικὴ ἀρχὴ τοῦ Αριστοτέλους περὶ τῆς μεσότητος, ἡ ὁποία διανοίγει τὸν δρόμον εἰς τὴν ὀρθὴν λύσιν πολλῶν προβλημάτων, ἀπέναντι τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουν συνήθως, ἀναλόγως τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων των, ἀκραίας θέσεις, τὰς ἀποκλειούσας πᾶσαν ἐπαφὴν καὶ μεῖξιν Δηλαδὴ διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν πολλῶν (τοῦ λαοῦ) εἰς τὰς συλλογικὰς ἐξουσίας (τὴν βουλὴν καὶ τὰς συνελεύσεις) καὶ εἰς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων καὶ εἰς τὸν ἔλεγχον αὐτῶν Τοὺς πρακτικοὺς ἰατροὺς ὁ Αριστοτέλης ὀνομάζει δημιουργούς. ἑαυτούς. Διότι πράγματι ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ συνερχόμενοι εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν ἔχουν πολλὴν ἀντίληψιν, καὶ συνενούμενοι 118 μετὰ τῶν καλυτέρων πολιτῶν προξενοῦν ὠφέλειαν εἰς τὰς πόλεις, καθὼς βεβαίως ἡ μὴ καθαρὰ τροφή, ὅταν ἀναμειχθῆ μετὰ τῆς καθαρᾶς, καθιστ ᾶ τὴν ὅλην τροφήν, τὴν προερχομένην ἐκ τῆς ἀναμείξεως, ὠφελιμωτέραν ἀπὸ τὴν ὀλίγην καθαράν ἀλλὰ χωριστὰ ἕκαστος ἐκ τῶν πολλῶν εἶναι ἀνεπαρκὴς νὰ κρίν η ὀρθῶς. Η κατὰ τοῦτον ὅμως τὸν τρόπον 119 σύνταξις (διάταξις) τῆς πολιτείας γενν ᾶ τὴν ἑξῆς πρώτην ἀντίρρησιν, ὅτι θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ φαν ῆ ὡς ὀρθόν, ὅτι ἡ κρίσις περὶ τοῦ ποῖος ἐφήρμοσεν ὀρθὴν θεραπευτικὴν μέθοδον ἀνήκει εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἔχει ἐπίσης ὡς ἔργον νὰ θεραπεύσ η καὶ νὰ καταστήσ η ὑγιᾶ τὸν πάσχοντα ἀπὸ τὴν νόσον, ἡ ὁποία τώρα τὸν κατατρύχει αὐτὸ δὲ τὸ πρόσωπον εἶναι ὁ ἰατρός. Τοῦτο δὲ συμβαίνει ἐπίσης καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἄλλας πρακτικὰς τέχνας καὶ τὰς ἄλλας ἐπιστήμας. Καθὼς λοιπὸν ὁ ἰατρὸς ἐπιβάλλεται νὰ δίδ η λόγον (περὶ τῆς θεραπείας, τὴν ὁποίαν ἐφήρμοσε καὶ ἐφαρμόζει πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ὑγείας τῶν ἀσθενῶν) πρὸς τοὺς ἰατρούς, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ ἄλλοι (ἐπιστήμονες καὶ ἐπαγγελματίαι) πρέπει νὰ δίδουν λόγον μόνον εἰς τοὺς ὁμοτέχνους των. Ιατρὸς ὅμως εἶναι καὶ ὁ ἐξασκῶν τὴν ἰατρικὴν κατὰ πρακτικὸν τρόπον 120 καὶ ὁ ἐπιστήμων ἰατρὸς καὶ ἐκ τρίτου ὁ λαβὼν κἄποιαν γεῦσιν τῆς ἐπιστήμης ταύτης (δηλ. ὁ ἐρασιτεχνικῶς ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν) 121 διότι ὑπάρχουν πράγματι μερικοὶ ἀσχολούμενοι ἐρασιτεχνικῶς καὶ εἰς πάσας γενικῶς τὰς ἄλλας ἐπιστήμας ἐπιτρέπομεν ὅμως εἰς τοὺς ἐρασιτεχνικῶς ἀσχολουμένους εἰς τὰς ἐπιστήμας νὰ προβαίνουν εἰς κρίσεις (περὶ τῶν οἰκείων θεμάτων) ἐξ ἴσου πρὸς τοὺς καλῶς 121. Οἱ π ε π α ιδευμένοι κατὰ τὴν λέξιν τοῦ Αριστοτέλους. Ομοίους χαρακτηρισμοὺς παρέχει καὶ ὁ Πλάτων
68 122. Ο Αριστοτέλης εἶχεν εἴπει ἀνωτέρω, ὅτι εἰς τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιτῶν εἶναι δυνατὸν ἀλλὰ καὶ συνάμα ἀναγκαῖον νὰ ἀναθέσωμεν τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν βουλὴν καὶ τὰς συνελεύσεις, διὰ νὰ κρίνουν περὶ τῶν ὑποβαλλομένων πρὸς συζήτησιν προτάσεων. Αλλὰ καίτοι ἀνεγνώρισε καὶ ὑπεστήριξεν ἀνωτέρω, ὅτι οἱ πολλοὶ συλλογικῶς κρίνουν ὀρθότερον τῶν ὀλίγων ἀξιολόγων πολιτῶν, ἐγείρει ὁ Αριστοτέλης ἀμέσως τὴν ἀντίρρησιν, ἐὰν δύνανται οἱ πολλοὶ νὰ κρίνουν ὀρθῶς. Απορεῖ λοιπὸν ὁ Αριστοτέλης, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίν η τοῦτο, νὰ κρίνουν δηλαδὴ ὀρθῶς οἱ πολλοί, ὅταν, προκειμένου νὰ κριθ ῆ, ἐὰν ἡ θεραπεία ἑνὸς ἀσθενοῦς ἐγένετο κατὰ ὀρθὸν τρόπον, μόνος ἁρμόδιος πρὸς τοῦτο καὶ ἱκανὸς εἶναι ὁ δυνάμενος καὶ νὰ θεραπεύσ η τὸν ἀσθενῆ καὶ νὰ τὸν καταστήσ η ὑγιᾶ, δηλ. ὁ ἰατρός. Πῶς λοιπὸν οἱ πολλοὶ θὰ δυνηθοῦν νὰ κρίνουν ὀρθῶς περὶ θεμάτων, τὰ ὁποῖα ἀγνοοῦν; Ο Αριστοτέλης ἀπαντ ᾶ εἰς τὴν ἀπορίαν αὐτὴν λέγων, ὅτι εἰς πάσας τὰς ἐπιστήμας καὶ εἰς πάσας τὰς τέχνας πλὴν τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων καὶ τῶν τεχνικῶν ὑπάρχουν καὶ οἱ πρακτικῶς ἀσκοῦντες αὐτὰς καὶ οἱ ἐρασιτεχνικῶς ἀσχολούμενοι εἰς αὐτὰς γνωρίζοντας τὰ πράγματα (δηλ. τοὺς ἐπιστήμονας) 122. Επειτα καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴν τῶν ἀρχόντων κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον θὰ ἠδύνατο νὰ θεωρηθ ῆ, ὅτι ἐμφανίζεται τὸ θέμα τοῦτο 123. Διότι πράγματι καὶ τὸ θέμα τῆς ὀρθῆς ἐκλογῆς ἔγκειται εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τῶν εἰδικῶν, δηλαδὴ τὸν γεωμέτρην θὰ ἐκλέξουν οἱ ἔχοντες εἰδικότητα εἰς τὴν γεωμετρίαν καὶ τὸν κυβερνήτην ἑνὸς πλοίου οἱ ἔχοντες τὴν ἱκανότητα (καὶ τὰς γνώσεις) νὰ κυβερνοῦν τὸ πλοῖον. Διότι καίτοι καὶ μερικοὶ μὴ ἔχοντες εἰδικὰς γνώσεις λαμβάνουν μέρος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ὡρισμένων ἔργων καὶ ἀσχολοῦνται εἰς τὰς τέχνας (ἐκφέροντες περὶ αὐτῶν τὴν γνώμην των), ἀλλ ὅμως οὐδόλως περισσότερον ἀπὸ τοὺς εἰδικούς. Κατ ἀκολουθίαν συμφώνως μὲν πρὸς τοῦτον τὸν ἰσχυρισμὸν δὲν θὰ πρέπει νὰ καταστήσωμεν τὸ πλῆθος (τὸν λαόν) κυρίαρχον οὔτε ἐπὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀρχόντων οὔτε ἐπὶ τοῦ ἐλέγχου αὐτῶν. Αλλὰ ἴσως δὲν εἶναι ὀρθὰ ὅλα ὅσα λέγονται ἐνταῦθα καὶ ἕνεκα βεβαίως τῶν προηγουμένως λεχθέντων 124 ἐφ ὅσον τὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου δυνάμενοι νὰ κρίνουν ὀρθῶς περὶ τῶν σχετικῶν θεμάτων. Καὶ ὁ λαὸς ἄρα δύναται νὰ κρίν η ὀρθῶς περὶ τῶν πολιτικῶν θεμάτων, καθὸ περιλαμβάνων καὶ πρόσωπα ἔχοντα κἄποιαν γνῶσιν καὶ πεῖραν αὐτῶν. Η ἀπορία αὕτη τοῦ Αριστοτέλους, τεθεῖσα κατὰ μίμησιν τοῦ μεγάλου διδασκάλου του, τοῦ Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος ἔθεσε καθ ὅμοιον τρόπον τὸ ζήτημα τοῦτο περὶ τῆς ὀρθῆς ἢ μὴ κρίσεως τῶν πολλῶν εἰς τὸν «Κ ρ ί τ ω ν α» (ἕνα τῶν ὡραιοτέρων διαλόγων τοῦ Αθηναίου φιλοσόφου) θὰ ἦτο ἴσως περιττή, διότι δι ὅσων εἶπε προηγουμένως ἔδωσεν ἱκανοποιητικὴν λύσιν εἰς τὸ θέμα τοῦτο Ο Αριστοτέλης μετὰ τὴν ἀπορίαν περὶ τῆς ἱκανότητος τῶν πολλῶν (τοῦ λαοῦ) νὰ κρίνουν ὀρθῶς ἦ ὄχι περὶ τῶν συζητουμένων πολιτικῶν θεμάτων, ὑποβάλλει τώρα ἐνταῦθα τὴν ἀπορίαν, ἐὰν δύνανται οἱ πολλοὶ νὰ ἐκλέγουν ὀρθῶς τοὺς ἄρχοντας διότι ἀνωτέρω ἀνεγνώρισεν εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ δικαίωμα τοῦτο Εννοεῖ ὁ Αριστοτέλης ὅσα εἶπεν ἀνωτέρω, ὅτι δηλ. οἱ πολλοὶ μετέχοντες εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν κρίνουν ὀρθότερον ἀπ τοὺς ὀλίγους
69 125. Ωστε νὰ μὴ δύναται ὁ λαὸς νὰ ἐκφράσ η ἐλευθέρως καὶ εὐθαρσῶς τὴν γνώμην του. πλῆθος (ὁ λαός) δὲν εἶναι εἰς ὑπερβολικὸν βαθμὸν δουλοπρεπές 125 ἕκαστος δηλαδὴ ἐκ τῶν πολλῶν θὰ εἶναι μὲν καθ ἑαυτὸν ὡς κριτὴς κατώτερος τῶν εἰδικῶν, ὅλοι ὅμως ἀπὸ κοινοῦ, ἐὰν συνέλθουν εἰς μίαν κοινὴν συνέλευσιν, ἢ θὰ εἶναι καλύτεροι ὡς κριταὶ ἢ πάντως δὲν θὰ εἶναι κατώτεροι τῶν εἰδικῶν, ἐπίσης καὶ διότι προκειμένου περὶ μερικῶν ἔργων οὔτε ὁ δημιουργὸς αὐτῶν εἶναι ὁ μόνος (ἱκανός) κριτὴς οὔτε αὐτὸς μόνον δύναται νὰ κρίν η περὶ αὐτῶν κατὰ τὸν ὀρθότερον τρόπον, ὅσων τεχνικῶν βεβαίως τὰ ἔργα δύνανται νὰ κρίνουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν τεχνικὴν ἱκανότητα (πρὸς κατασκευὴν αὐτῶν), καθὼς λόγου χάριν τὴν κατασκευὴν (καὶ τὴν καταλληλότητα) μιᾶς οἰκίας δὲν κρίνει μόνον ὁ οἰκοδομήσας αὐτήν, ἀλλὰ ἀκόμη ὀρθότερον ἀπὸ αὐτὸν θὰ κρίν η περὶ τοῦ πράγματος τούτου ὁ χρησιμοποιῶν αὐτήν χρησιμοποιεῖ δὲ αὐτὴν ὁ οἰκοδεσπότης, ὁμοίως καὶ διὰ τὸ πηδάλιον θὰ κρίν η ὀρθότερον ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου (ὁ ὁποῖος τὸ χρησιμοποιεῖ) ἀπὸ τὸν ξυλουργὸν (ὁ ὁποῖος τὸ κατεσκεύασε), καὶ τὸ συμπόσιον (θὰ κρίν η ὀρθότερον) ὁ λαβὼν μέρος εἰς αὐτό, ἀλλὰ ὄχι ὁ μάγειρος (ὁ ὁποῖος τὸ παρεσκεύασεν). Περὶ αὐτῆς μὲν λοιπὸν τῆς ἀπορίας θὰ ἠδύνατό τις νὰ σχηματίσ η ἴσως τὴν γνώμην, ὅτι κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον τὴν ἔλυσεν ἱκανοποιητικῶς ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτῆς τῆς ἀπορίας ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη, ἡ ὁποία ἔρχεται ἐν συνεχεί α αὐτῆς. Φαίνεται δηλαδὴ, ὅτι εἶναι παράλογον τὸ νὰ εἶναι κύριοι τῶν σημαντικωτέρων πολιτικῶν θεμάτων οἱ ἀνάξιοι λόγου πολῖται περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀξίους πολίτας διότι ὁ ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων καὶ ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων εἶναι τὰ μέγιστα πολιτικὰ θέματα τὰ δικαιώματα δὲ ταῦτα πρὸς ἐκλογὴν καὶ ἔλεγχον τῶν ἀρχόντων εἰς μερικὰς πολιτείας παρεχώρησαν, καθὼς ἔχει λεχθ ῆ ἀνωτέρω, εἰς τοὺς δήμους (τοὺς κατὰ τόπους λαούς) διότι ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου (αἱ συνελεύσεις τοῦ λαοῦ) εἰς τὰς πολιτείας αὐτὰς εἶναι κυρίαρχος ἐπὶ πάντων τῶν τοιούτων πολιτικῶν θεμάτων. Καὶ ὅμως τῆς μὲν ἐκκλησίας τοῦ δήμου μετέ
70 126. Δηλαδὴ ὁ βουλευτὴς εἶναι ἓν μικρὸν μέρος (ἓν μόριον) τῆς βουλῆς, ὁ δικαστὴς ἓν μόριον τοῦ δικαστηρίου καὶ ὁ μετέχων τῆς ἐκκλησίας (τῆς συνελεύσεως) τοῦ δήμου ἓν μόριον αὐτῆς Ο Αριστοτέλης καταλήγει εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὀρθῶς ἀποδίδεται εἰς τοὺς πολλοὺς (τὸν λαόν) τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ ἐλέγχου αὐτῶν διότι ἕκαστος μὲν ἐκ τοῦ λαοῦ δὲν ἔχει ἰδίαν ἀρχήν, ἀλλὰ ἄρχει μετέχων ὡς ἓν μικρὸν μέρος ἑνὸς συλλογικοῦ σώματος (τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου, τῆς βουλῆς καὶ τοῦ δικαστηρίου) ἐπίσης καὶ διότι ἡ φορολογήσιμος περιουσία ὅλων αὐτῶν (τοῦ λαοῦ) ἐὰν λάβωμεν ὡς κριτήριον συμμετοχῆς εἰς τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς τὸ μέγεθος τῆς περιουσίας εἶναι μεγαλυτέρα τῆς περιουσίας τῶν καθ ἕκαστον καὶ τῶν κατ ὀλιγομελεῖς ὁμάδας διαχειριζομένων τὰς μεγάλας ἐξουσίας (δηλ. τῶν ὀλιγαρχικῶν) Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος κεφαλαίου ὁ Αριστοτέλης εἶχε θέσει τὸ ζήτημα: ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ κυρία ἀρχὴ τῆς πόλεως («τ ί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως»). χουν οἱ ἔχοντες μικρὰν φορολογήσιμον περιουσίαν καὶ τὴν τυχοῦσαν (οἱανδήποτε) ἡλικίαν, ἐπίσης αὐτοὶ εἶναι βουλευταὶ καὶ δικασταί, ἀλλὰ ταμίαι καὶ στρατηγοὶ γίνονται οἱ ἔχοντες μεγάλην φορολογήσιμον περιουσίαν, ἐπίσης δὲ αὐτοὶ διαχειρίζονται καὶ τὰς ἄλλας ἀνωτάτας ἐξουσίας. Καθ ὅμοιον λοιπὸν τρόπον θὰ ἠδύνατό τις νὰ λύσ η καὶ τὴν ἀπορίαν αὐτήν. Διότι καὶ ταῦτα (δηλ. αὐτὰ τὰ ἰσχύοντα εἰς μερικὰς πολιτείας) ἴσως εἶναι ὀρθά. Διότι οὔτε ὁ δικαστὴς οὔτε ὁ βουλευτὴς οὔτε ὁ μετέχων τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου εἶναι ἕκαστος μόνος καθ ἑαυτὸν ἄρχων, ἀλλὰ τὸ δικαστήριον καὶ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος (ὡς σώματα συλλογικά) ἔχουν τὴν ἀρχήν ἕκαστος δὲ τῶν ἀνωτέρω μνημονευθέντων εἶναι ἐν μικρὸν μέρος τούτων 126, λέγων δὲ ἕκαστον ἐννοῶ τὸν βουλευτὴν καὶ τὸν μετέχοντα τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου καὶ τὸν δικαστήν κατ ἀκολουθίαν δικαίως τὸ πλῆθος (οἱ πολλοί) ἔχει τὴν κυριαρχικὴν ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν σημαντικωτέρων θεμάτων διότι καὶ ὁ δῆμος (ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου) καὶ ἡ βουλὴ καὶ τὸ δικαστήριον ἀποτελοῦνται ἐκ πολλῶν μελῶν. Επίσης δὲ καὶ ἡ φορολογήσιμος περιουσία πάντων τούτων (δηλ. τῶν βουλευτῶν καὶ τῶν δικαστῶν καὶ τῶν μετεχόντων τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου) εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν φορολογήσιμον περιουσίαν τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν τὰς μεγάλας ἐξουσίας καθεὶς χωριστὰ καὶ καθ ὁμάδας ἐξ ὀλίγων μελῶν 127. Αὐτὰ μὲν λοιπὸν ἂς εἶναι προσδιωρισμένα κατὰ τοῦτον τὸν ἀνωτέρω ἐκτεθέντα τρόπον ἀλλὰ ἡ ὑποβληθεῖσα κατ ἀρχὰς ἀπορία (δηλ. εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος κεφαλαίου) 128 οὐδὲν ἄλλο καθιστ ᾶ τόσον φανερόν, ὅσον τὸ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι κυρίαρχοι (πάντων) οἱ νόμοι, ἐὰν εἶναι ὀρθῶς τεθειμένοι, ὅτι δὲ οἱ ἄρχοντες, εἴτε εἶναι εἷς μόνον εἴτε εἶναι πολλοί, πρέπει νὰ ἔχουν τὴν κυριότητα εἰς αὐτὰ μόνον, ὅσα δηλαδὴ δὲν δύνανται νὰ καθορίσουν ἐπακριβῶς οἱ νόμοι, καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι εὔκολον νὰ διαλάβουν γενικῶς περὶ πάντων τῶν θεμάτων οἱ νόμοι. Ποίας ὅμως μορφῆς πρέπει νὰ εἶναι περίπου οἱ ὀρθῶς τεθειμένοι νόμοι, οὐδὲν σχετικῶς κατέστη ἀκόμη μέχρι τώρα φανε
71 ρόν 129, ἀλλὰ παραμένει ἀκόμη ἄλυτος ἡ ἀνωτέρω (ἐν τ ῆ ἀρχ ῆ δηλ. τοῦ κεφαλαίου) τεθεῖσα ἀπορία. Διότι ὁμοῦ καὶ καθ ὅμοιον τρόπον πρὸς τὸ εἶδος τῶν πολιτευμάτων κατ ἀνάγκην εἶναι καὶ οἱ νόμοι ἀνάξιοι λόγου ἢ ἀξιόλογοι καὶ δίκαιοι ἢ ἄδικοι. Πλὴν ὅμως τοῦτο βεβαίως εἶναι φανερόν, ὅτι οἱ νόμοι πρέπει νὰ εἶναι τεθειμένοι συμφώνως πρὸς τὸν χαρακτῆρα τοῦ πολιτεύματος. Αλλ ὅμως ἐὰν τοῦτο εἶναι βεβαίως ἀληθές 130, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει καθίσταται φανερόν, ὅτι οἱ μὲν νόμοι, οἱ ὁποῖοι ἐτέθησαν συμφώνως πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων, εἶναι κατ ἀνάγκην δίκαιοι, οἱ τεθέντες ὅμως συμφώνως πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῶν πολιτευμάτων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν παρεκτροπὰς τῶν ὀρθῶν, οὗτοι οἱ νόμοι εἶναι κατ ἀνάγκην ἄδικοι Εξ ὅσων ἐλέχθησαν μέχρι τώρα δὲν ἀπεδείχθη ποῖοι εἶναι οἱ ὀρθῶς τεθειμένοι νόμοι. Ανωτέρω ὁ Αριστοτέλης ὡμίλησε μόνον περὶ ὀλιγαρχικοῦ καὶ δημοκρατικοῦ νόμου, τοῦ μὲν ὀλιγαρχικοῦ δουλεύοντος εἰς τὰ συμφέροντα μόνον τῆς ὀλιγαρχίας, τοῦ δὲ δημοκρατικοῦ ἐξυπηρετοῦντος μόνον τὰ συμφέροντα τῆς δημοκρατίας, μήτε τοῦ ἑνὸς ὅμως μήτε τοῦ ἄλλου ἀποβλέποντος εἰς τὸ κοινὸν συμφέρον. Κατωτέρω ὅμως θὰ διαλάβ η περὶ τῶν ὀρθῶν νόμων, λέγων ὡς ἐν προοιμί ω εὐθὺς ἀμέσως, ὅτι οἱ ὀρθοὶ νόμοι ὑπάρχουν εἰς τὰ ὀρθὰ πολιτεύματα, ὄχι δὲ εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν παρεκτροπὰς αὐτῶν Τὸ ὅτι δηλ. οἱ νόμοι πρέπει νὰ εἶναι προσηρμοσμένοι πρὸς τὸν χαρακτῆρα του πολιτεύματος Καθὼς παρατηρεῖ ὁ Αδαμάντιος Κοραῆς εἰς τὴν ἔκδοσιν τῶν «Π ο λ ι τ ι κ ῶ ν» τοῦ Αριστοτέλους, ὁ χαρακτηρισμὸς ὑπ αὐτοῦ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης ὡς κυριωτάτης τῶν ἐπιστημῶν συμπί- ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ Περὶ τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης ὡς τῆς μάλιστα κοινωνικῆς ἀρετῆς. 12. Επειδὴ εἰς πάσας τὰς ἐπιστήμας καὶ εἰς πάσας τὰς τέχνας ὁ τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπιδίωξις κἄποιου ἀγαθοῦ, τὸ δὲ μέγιστον ἀγαθὸν καὶ πρὸ πάντων τῶν ἄλλων εἶναι ἡ τελικὴ ἐπιδίωξις τῆς σπουδαιοτέρας ἐξ ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ πολιτικὴ ἐπιστήμη 131, πολιτικὸν δὲ ἀγαθὸν εἶναι τὸ δίκαιον 132 τοῦτο δὲ (τὸ δίκαιον) εἶναι τὸ συμφέρον εἰς ὅλους, ἔχουν δὲ ὅλοι τὴν γνώμην, ὅτι τὸ δίκαιον εἶναι κἄποια ἰσότης, καὶ μέχρις ἑνὸς σημείου ταῦτα εἶναι βεβαίως πτει πρὸς ὅσα λέγει ὁ Πλάτων σχετικῶς, ὁ ὁποῖος ἐχαρακτήρισε τὴν π ο λ ι τ ι κ ὴ ν ὡς καλλίστην τῶν φρονήσεων Καθὼς ἐπίσης σημειώνει ὁ Κοραῆς, τὰ ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους λεγόμενα, ὅτι πολιτικὸν ἀγαθὸν εἶναι τὸ δίκαιον, τοῦτο δὲ εἶναι τὸ συμφέρον εἰς ὅλους, συμφωνοῦν πρὸς ὅσα σχετικῶς λέγει ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἐπιγραφὴν «Σ υ μ π όσιον»
72 133. Ο ἱ φ ι λ ο σ ο φ ι κ ο ὶ λ ό γ ο ι ( ο ἱ κ α τ ὰ φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό - γ ο ι ) εἶναι ἄλλως λεγόμενοι καὶ ἐ σ ω τ ε ρ ι κ ο ὶ λ ό γ ο ι, τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνεν ὁ Αριστοτέλης πρὸς τὸν στενὸν κύκλον τῶν μαθητῶν του, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἐ ξ ω τ ε ρ ι κοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε πρὸς εὐρύτερον κύκλον ἀκροατῶν Εννοεῖ εἰς τὰ «Η θ ι κ ὰ Ν ι κομάχεια», ὅπου γίνεται λόγος περὶ τῶν θεμάτων τούτων Tοῦτο συνέβαινε κατὰ τὸν Hρόδοτον εἰς τοὺς Aἰθίοπας. σύμφωνα πρὸς τοὺς φιλοσοφικοὺς λόγους 133, διὰ τῶν ὁποίων ἔχουν προσδιορισθῆ τὰ ἠθικὰ θέματα 134 ἀναφέρονται δηλαδὴ οἱ φιλοσοφικοὶ οὗτοι λόγοι εἰς τὸ τί εἶναι δίκαιον καὶ ἐν σχέσει πρὸς ποίους ὑπάρχει τὸ δίκαιον καὶ ὅτι τὸ ἴσον πρέπει νὰ ὑπάρχει εἰς τὰ ἴσα ἐπίσης εἰς ποῖα πράγματα ἀνήκει ἡ ἰσότης καὶ εἰς ποῖα ἡ ἀνισότης, ταῦτα πάντα πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπ ὄψει (προκειμένου νὰ καθορίσωμεν τὸ δίκαιον καὶ τὸ πρὸς τοῦτο συμπῖπτον πολιτικὸν ἀγαθόν). Διότι τὸ θέμα τοῦτο περὶ τοῦ δικαίου ἐνέχει δυσκολίαν καὶ ἔχει τὸν χαρακτῆρα προβλήματος τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας. Ισως λοιπὸν θὰ ἠδύνατό τις νὰ ἰσχυρισθ ῆ ὅτι, καθ ἣν περίπτωσιν μερικοὶ ἔχουν ὑπεροχὴν ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς ἓν οἱονδήποτε προτέρημα, πρέπει τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς κατὰ ἄνισον τρόπον, ἔστω καὶ ἂν κατὰ πάντα τὰ ἄλλα προσόντα δὲν ἔχουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους οὐδεμίαν διαφοράν, ἀλλὰ εἶναι ὡς πρὸς αὐτὰ ὅμοιοι καὶ τοῦτο διότι νομίζεται, ὅτι εἰς τοὺς ὑπερέχοντας τῶν ἄλλων (κατά τι προσόν) εἶναι διάφορον τὸ δίκαιον (ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους) ἀπὸ ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου εἶναι πράγματι ἄξιοι νὰ τύχουν. Αλλ ὅμως ἐὰν τοῦτο εἶναι ἀληθές, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὑπερέχουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ χρῶμα καὶ κατὰ τὸ ἀνάστημα 135 καὶ καθ οἱονδήποτε ἄλλο παρόμοιον προσόν, θὰ ἔχουν (πρέπει νὰ ἔχουν) περισσότερα πολιτικὰ δικαιώματα (ἀπὸ τοὺς μὴ διαθέτοντας τοιούτου εἴδους προσόντα). Η μήπως ταῦτα τὰ λεγόμενα εἶναι καταφανῶς ἐσφαλμένα; Θὰ ἀποκαλυφθ ῆ ὅμως τοῦτο (ὅτι δηλ. εἶναι ἐσφαλμένα αὐτά) ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἄλλας ἐπιστήμας καὶ τὰς ἄλλας δεξιοτεχνίας (τὰς ἱκανότητας εἰς τὰς διαφόρους τέχνας) προκειμένου δηλαδὴ περὶ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν ὁμοίως τὴν αὐλητικὴν τέχνην, δὲν πρέπει νὰ δώσωμεν τοὺς περισσοτέρους αὐλοὺς εἰς ἐκείνους ἐξ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καλυτέραν γενεαλογικὴν καταγωγήν διότι οὐδόλως καλύτερον θὰ παίξουν τὸν αὐλὸν ἀπὸ τοὺς ἄλλους λόγ ω μόνον τῆς ἀνωτέρας οἰκογενει
73 136. Ανωτέρω ὁ Αριστοτέλης παρέβαλε τὴν αὐλητικὴν δεξιοτεχνίαν πρὸς τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν καὶ τὴν ὡραιότητα, παρέβαλε δηλ. προτερήματα ἐντελῶς διάφορα ἀλλήλων καὶ οὐδεμίαν δυνάμενα νὰ ἔχουν ἐπαφὴν καὶ σχέσιν πρὸς ἄλληλα. Κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, λέγει ὁ Αριστοτέλης, τρόπον βεβαίως ἐσφαλμένον καὶ ἀτυχῆ, θὰ ἠδύνατό τις νὰ παραβάλ η καὶ ἓν οἱονδήποτε προτέρημα πρὸς ἓν οἱονδήποτε ἄλλο. ακῆς των προελεύσεως ἀλλὰ τοὐναντίον πρέπει νὰ δώσωμεν τὰ καλύτερα (καὶ περισσότερα) ὄργανα (αὐλούς) εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὑπερέχει των ἄλλων κατὰ τὴν ἱκανότητα νὰ παίζ η καλῶς τὸν αὐλόν. Εὰν ὅμως δὲν κατέστ η ἀκόμη φανερὸν (ἀντιληπτὸν) αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐννοῶ δι ὅσων τώρα λέγω, ὅταν προχωρήσωμεν, θὰ καταστ ῆ αὐτὸ ἀκόμη περισσότερον φανερὸν (ἀντιληπτόν). Εὰν δηλαδὴ κἄποιος ὑπερέχ η μὲν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ἱκανότητα τῆς αὐλητικῆς τέχνης, ὑπολείπεται ὅμως πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν ἢ ὡς πρὸς τὴν ὡραιότητα, ἀκόμη καὶ ἂν ἕκαστον προτέρημα ἐκείνων εἶναι καθ ἑαυτὸ ἀνώτερον ἀπὸ τὸ προτέρημα τῆς αὐλητικῆς δεξιοτεχνίας ἐννοῶ δηλαδὴ τὰ προτερήματα τῆς εὐγενοῦς καταγωγῆς καὶ τῆς ὡραιότητος καὶ προσέτι ἐὰν αὐτοὶ (οἱ ἔχοντες τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν ἢ τὴν ὡραιότητα) ὑπερέχουν ἀναλογικῶς περισσότερον τῆς αὐλητικῆς δεξιοτεχνίας παρ ὅσον ἐκεῖνος (ὁ αὐλητής) ὑπερέχει ὡς πρὸς τὰ προτερήματα αὐτῶν κατὰ τὴν αὐλητικὴν τέχνην, παρὰ ταῦτα ὅμως εἰς τοῦτον (τὸν αὐλητήν) πρέπει νὰ δώσωμεν τοὺς καλυτέρους αὐλοὺς (καὶ ὄχι εἰς τοὺς ὑπερέχοντας αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν ἢ τὴν ὡραιότητα). Διότι ἡ ὑπεροχὴ καὶ ὡς πρὸς τὸν πλοῦτον καὶ ὡς πρὸς τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν πρέπει νὰ συντελ ῆ εἰς τὴν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεσιν τοῦ ἔργου (ἑνὸς ἔργου), εἰς τὴν προκειμένην ὅμως περίπτωσιν τῆς αὐλητικῆς τέχνης τόσον ὁ πλοῦτος ὅσον καὶ ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ οὐδεμίαν βοήθειαν παρέχουν (παρὰ μόνον ὁ ἄξιος αὐλητής). Προσέτι συμφώνως βεβαίως πρὸς ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω 136 θὰ ἦτο δυνατὸν ἓν οἱονδήποτε προτέρημα νὰ παραβληθ ῆ πρὸς ἓν ἄλλο οἱονδήποτε προτέρημα. Εὰν δηλαδὴ εἶναι δυνατὸν νὰ παραβληθ ῆ ἓν οἱονδήποτε μέγεθος (πρὸς κἄτι ἄλλο οἰονδήποτε), ἐν τοιαύτ η περιπτώσει θὰ ἦτο δυνατόν τὸ μέγεθος γενικῶς (δηλ. ἡ ἰδιότης τοῦ μεγάλου) νὰ συγκριθ ῆ καὶ πρὸς τὸν πλοῦτον καὶ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν κατ ἀκολουθίαν ἐὰν αὐτὸς ἐδῶ ὑπερέχ η ἑνὸς ἄλλου κατὰ τὸ ἀνά
74 137. Κατὰ ἓν τόσον οἱονδήποτε ποσόν Νὰ παραβληθοῦν πρὸς ἄλληλα πάντα τὰ προτερήματα καὶ πᾶσαι αἱ ἱκανότητες Τῶν ἐλευθέρων καὶ εὐπόρων πολιτῶν. στημα περισσότερον παρ ὅσον ὁ ἄλλος ὑπερέχει αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀρετήν, καίτοι ὑπερέχει γενικῶς ἡ ἀρετὴ τοῦ μεγέθους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ συγκριθοῦν πάντα τὰ προτερήματα πρὸς ἄλληλα. Εὰν δηλαδὴ εἶναί τι κατὰ τόσον 137 ἀνώτερον ἑνὸς ἄλλου, τὸ ὁποῖον εἶναι τόσον (ἔχει ἓν τόσον μέγεθος), εἶναι φανερόν, ὅτι εἶναι ἴσον κατὰ τόσον. Επειδὴ ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβαίν η τούτο 138, καθίσταται φανερόν, ὅτι δικαίως καὶ ἐπὶ τῶν πολιτικῶν ἀντιθέσεων δὲν διαφιλονικοῦν περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων ἀναλόγως πρὸς οἱανδήποτε ἀνισότητα ἐὰν δηλαδὴ ἄλλοι μὲν εἶναι βραδεῖς (βαδίζουν βραδέως), ἄλλοι δὲ εἶναι ταχεῖς, οὐδόλως διὰ τοῦτο μόνον πρέπει οἱ μὲν ταχεῖς νὰ πλεονεκτοῦν κατὰ τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα, οἱ δὲ βραδεῖς νὰ μειονεκτοῦν εἰς αὐτά, ἀλλὰ εἰς τοὺς γυμναστικοὺς ἀγῶνας ἐπιβραβεύεται ἡ ὑπεροχὴ αὐτῶν (κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν) προκειμένου ὅμως περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων ἡ περὶ αὐτὰ διαφιλονίκησις εἶναι ἀνάγκη νὰ διεξάγεται ἐπὶ τ ῆ βάσει τῶν συστατικῶν στοιχείων, ἐκ τῶν ὁποίων ἔχει ἀποτελεσθ ῆ ἡ πόλις. Διὰ τοῦτο δικαίως διεκδικοῦν τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα οἱ ἔχοντες εὐγενῆ (ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας) καταγωγὴν καὶ οἱ ἐλεύθεροι πολῖται καὶ οἱ πλούσιοι. Διότι πρέπει (εἶναι ἀνάγκη) νὰ ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν πολῖται ἐλεύθεροι καὶ ἔχοντες φορολογήσιμον περιουσίαν διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξ η πόλις (νὰ διατηρηθ ῆ δηλ. εἰς τὴν ζωήν), ἀποτελουμένη ἐκ πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι πτωχοί, καθὼς ἐπίσης οὔτε ἐὰν ὅλοι οἱ κάτοικοι αὐτῆς εἶναι δοῦλοι. Αλλὰ βεβαίως ἐφ ὅσον ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τούτων 139, εἶναι φανερόν, ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου ἀναγκαία καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ πολιτικὴ ἀρετή. Διότι οὔτε ἄνευ τούτων (τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς) εἶναι δυνατὸν νὰ διοικῆται μὶα πόλις πλὴν ὅμως χωρὶς μὲν τὰ προηγουμένως μνημονευθέντα στοιχεῖα, δηλ. τοὺς ἐλευθέρους πολίτας καὶ τοὺς εὐπόρους, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχ η (νὰ ἔχ η ὑπόστασιν) μὶα πόλις, ἐπίσης δὲ ἄνευ τούτων (τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς) εἶναι ἀδύνατον νὰ διοικῆται καλῶς
75 140. Εννοεῖ τὰ πολιτεύματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ κατὰ μίαν ἰδιότητα ἰσότης μεταξὺ ἐνίων πολιτῶν ἐπιβάλλει τὴν ἐξ ἴσου συμμετοχὴν εἰς τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα, ἔστω καὶ ἂν κατὰ τὰς ἄλλας ἰδιότητας δὲν ὑπάρχει ἰσότης. Επίσης καὶ τὸ ἀντίθετον, ἡ κατὰ μὶαν ἰδιότητα ἀνισότης ἐπιβάλλει τὴν ἄνισον μεταχείρισιν κατὰ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα, καίτοι ἡ ἀνισότης αὕτη ὑπάρχει εἰς ἓν μόνον προτέρημα Οἱ ἐλεύθεροι καὶ οἱ εὐγενοῦς καταγωγῆς πολῖται προβάλλουν ἐπιχειρήματα πρὸς διεκδίκησιν τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων ἀνάλογα πρὸς τὴν τάξιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκουν, καὶ πρὸς τὰς χαρακτηριστικὰς καὶ ὑπερτερούσας τῶν ἄλλων ἰδιότητας τῆς τάξεώς των. 13. Διὰ νὰ ἔχ η λοιπὸν μὶα πόλις οὐσιαστικὴν ὑπόστασιν, θὰ ἠδύνατο νὰ νομισθ ῆ, ὅτι τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα στοιχεῖα, ἢ πάντα ἀπὸ κοινοῦ ἢ μερικὰ τοὐλάχιστον ἐξ αὐτῶν, ὀρθῶς διαφιλονικοῦν περὶ τούτου, διὰ νὰ ὑπάρξ η ὅμως εἰς τὴν πόλιν βίος ἐνάρετος, ἡ παιδεία καὶ ἡ ἀρετὴ περισσότερον παντὸς ἄλλου θὰ ἠδύναντο δικαίως νὰ διεκδικήσουν τοῦτο, καθὼς καὶ ἀνωτέρω ἔχει λεχθ ῆ. Επειδὴ δὲ οὔτε οἱ ἴσοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἴσοι μεταξύ των κατὰ μίαν μόνον ἰδιότητα, πρέπει νὰ μετέχουν ἐξ ἴσου πάντων τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων, οὔτε ἐξ ἄλλου οἱ ἄνισοι κατὰ μὶαν ἰδιότητα πρέπει νὰ μετέχουν ἀνίσως, κατ ἀνάγκην πάντα τὰ τοιούτου εἴδους πολιτεύματα 140 ἀποτελοῦν παρεκτροπὰς ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων. Εχει λεχθ ῆ βεβαίως καὶ ἀνωτέρω, ὅτι περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων διαφιλονικοῦν πάντες οἱ πολῖται κατὰ κἄποιον μὲν τρόπον δικαίως, ὄχι ὅμως πάντες γενικῶς δικαίως οἱ μὲν πλούσιοι νομίζουν, ὅτι δικαίως (διεκδικοῦν τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα), διότι αὐτοὶ ἔχουν τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς χώρας, ἐνῶ πράγματι ἡ χώρα ἀνήκει ἀπὸ κοινοῦ εἰς πάντας προσέτι διότι αὐτοὶ εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερον ποσοστὸν περισσότερον ἀξιόπιστοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὰς συναπτομένας ὑπ αὐτῶν συμφωνίας οἱ δὲ ἐλεύθεροι πολῖται καὶ οἱ εὐγενοῦς καταγωγῆς διαφιλονικοῦν περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων προτάσσοντες παραπλήσια πρὸς τὴν θέσιν των ἐπιχειρήματα 141 ὅτι δηλαδὴ εἶναι περισσότερον ἄξιοι νὰ ἔχουν τὴν ἰδιότητα τοῦ πολίτου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι εὐγενοῦς καταγωγῆς, ἀπὸ τοὺς ἔχοντας ταπεινὴν γενεαλογικὴν προέλευσιν, ἡ δὲ εὐγενὴς καταγωγὴ ἀπολαύει εἰς ἑκάστην πόλιν (εἰς ἑκάστην πατρίδα) τιμῆς προσέτι διότι εἶναι φυσικὸν νὰ εἶναι καλύτεροι οἱ καταγόμενοι ἐκ καλυτέρας οἰκογενείας, διότι ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ εἶναι προτέρημα ἀνῆκον εἰς ὅλην τὴν οἰκογένειαν (καὶ ὂχι εἰς ἓν μόνον μέλος αὐτῆς) καθ ὅμοιον λοιπὸν τρόπον θὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δικαίως διαφιλονικεῖ τὴν θέσιν αὐτῆς εἰς τὴν πόλιν, διότι ἰσχυριζόμεθα, ὅτι ἡ δικαιοσύνη
76 142. Ο Αριστοτέλης ὡς πρώτην κοινωνικὴν ἀρετήν, δηλαδὴ ἀρετήν, ἡ ὁποία πρέπει νὰ διέπ η πάντας τοὺς διαβιούντας εἰς ἓν κοινωνικὸν σύνολον, θεωρεῖ τὴν δικαιοσύνην, ἡ ὁποία πρέπει νὰ προηγῆται πασῶν τῶν ἄλλων ἀρετῶν Ο Αριστοτέλης δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα ἀναγνωρίζει μὲν εἰς πάντας τοὺς πολίτας (καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς εὐγενεῖς καὶ τοὺς ἄλλους ἐλευθέρους πολίτας καὶ εἰς τὸν πολὺν λαόν) ἀναλόγως τῶν προτερημάτων ἑκάστου ἐξ αὐτῶν (ἢ ἑκάστης τάξεως αὐτῶν) ὡς δικαίαν ἀναλογικῶς τὴν ἀξίωσιν νὰ μετέχουν ἐνεργῶς τῆς πολιτικῆς ζωῆς, ἔδωσεν ὅμως τὸ ἀπόλυτον προβάδισμα εἰς τὴν δικαιοσύνην διότι ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυριωτάτη κοινωνικὴ ἀρετή, τῆς ὁποίας πρέπει νὰ μετέχουν πάντες οἱ ἀνήκοντες εἰς ἓν κοινωνικὸν σύνολον, θέτοντες ἐν ἥσσονι μοίρἇ πᾶσαν ἄλλην ἀρετήν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει κοινωνικὸν χαρακτῆρα, δὲν ἐξυπηρετεῖ δηλ. τὰ κοινὰ συμφέροντα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας Εννοεῖ τὰ γνωστὰ εἴδη πολιτευμάτων, περὶ τῶν ὁποίων ἔκαμε λόγον ἀνωτέρω, τὸ ὀλιγαρχικόν, τὸ ἀριστοκρατικὸν καὶ τὰ ἄλλα Νὰ ὑπάρχουν ταυτοχρόνως καὶ οἱ πλούσιοι πολῖται καὶ οἱ ἐξέχοντες κατὰ τὴν ἀρετήν, ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα εἴδη τῶν πολιτῶν. εἶναι κοινωνικὴ ἀρετή, τὴν ὁποίαν (δικαιοσύνην ὡς κοινωνικὴν ἀρετήν, ἀρετὴν δηλαδὴ ἀνήκουσαν εἰς τὸ κοινωνικὸν σύνολον, ὄχι εἰς ἓν ἄτομον ἢ μίαν τάξιν) εἶναι ἀνάγκη νὰ συνοδεύουν πᾶσαι αἱ ἄλλαι ἀρεταί 142 ἀλλ ὅμως καὶ οἱ πολλοὶ (ὁ λαός) δικαίως θὰ ἠδύναντο νὰ διαφιλονικήσουν πρὸς τοὺς ὀλίγους περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων, διότι εἶναι καὶ ἰσχυρότεροι καὶ πλουσιώτεροι καὶ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ λαμβάνονται ὡς σύνολον ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς ὀλίγους 143. Εὰν λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ ὑπάρχουν εἰς μίαν πόλιν, λέγων δὲ ὅλοι αὐτοὶ ἐννοῶ δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐναρέτους πολίτας καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς ἔχοντας εὐγενῆ καταγωγήν, προσέτι δὲ ἐὰν ἐκτὸς τούτων ὑπάρχ η εἰς αὐτὴν καὶ ἓν ἄλλο πλῆθος διαφόρου χαρακτῆρος πολιτῶν, θὰ προκύψ η ἆρά γε διαφιλονίκησις περὶ τοῦ θέματος ποῖοι (ποῖα δηλ. πρόσωπα) πρέπει νὰ εἶναι ἄρχοντες, ἢ δὲν θὰ προκύψ η; Προκειμένου μὲν βεβαίως περὶ ἑκάστου ἐκ τῶν ἀνωτέρω μνημονευθέντων πολιτευμάτων δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησις περὶ τοῦ τίνες (τίνα πρόσωπα) πρέπει νὰ ἄρχουν διότι τὰ πολιτεύματα αὐτὰ 144 διαφέρουν μεταξύ των κατὰ τὴν ἰδιότητα τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα ἄρχουν εἰς αὐτά, δηλαδὴ κατὰ τὸ ὅτι εἰς μὲν τὸ ἓν ἂρχουν οἱ πλούσιοι, εἰς δὲ τὸ ἄλλο οἱ ἀξιόλογοι ἄνδρες καὶ εἰς ἕκαστον ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἄλλα ἐφαρμόζεται τὸ ἴδιον σύστημα ἀλλὰ ἡμεῖς ὅμως ἀποβλέπομεν νὰ ἐξετάσωμεν, πῶς πρέπει νὰ καθορίσωμεν τὸ θέμα τῶν ἀρχόντων, ὅταν συμβαίν η νὰ ὑπάρχουν ταυτοχρόνως ταῦτα 145 εἰς μίαν πόλιν. Εὰν λοιπὸν οἱ ἔχοντες τὴν ἀρετὴν σπουδαῖοι πολῖται εἶναι κατὰ τὸν ἀριθμὸν πάρα πολὺ ὀλίγοι, κατὰ ποῖον τρόπον πρέπει νὰ διαιρέσωμεν καὶ νὰ κατανείμωμεν μεταξὺ αὐτῶν τὰς πολιτικὰς ἐξουσίας; Η λέγοντες τὴν λέξιν «ὀλίγοι» πρέπει νὰ ἀποβλέπωμεν πρὸς τὴν δυνατότητα τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ἔργου (καὶ ὄχι εἰς τὰ πρόσωπα αὐτὰ καθ ἑαυτά), εἰς τὸ ἐὰν δηλαδὴ αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ διοικοῦν τὴν πόλιν ἢ εἶναι κατὰ τὸν ἀριθμὸν τόσοι, ὥστε νὰ ἀποτελῆται ἐξ αὐτῶν μία πόλις;
77 146. Ο συλλογισμὸς τοῦ Αριστοτέλους εἶναι ἐνταῦθα ὁ ἑξῆς: Η ἀξίωσις τῶν πλουσίων νὰ κατέχουν τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς τῆς πόλεως λόγ ω μόνον τῆς ἰδιότητός των ὡς πλουσίων δὲν στηρίζεται εἰς οὐδεμίαν ὀρθὴν δικαιολογίαν. Διότι ἂν τοῦτο ἦτο δίκαιον, τότε καὶ εἷς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πλουσιώτερος ἐξ ὅλων, δικαίως καὶ αὐτὸς θὰ προέβαλλε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἶναι μόνος αὐτὸς ἄρχων ὅλων τῶν ἄλλων πλουσίων. Yπάρχει δὲ αὐτὴ ἡ ἀπορία ἐν σχέσει πρὸς ὅλους, ὅσοι διαφιλονικοῦν περὶ τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων. Θὰ ἠδύναντο δηλαδὴ νὰ φανοῦν, ὅτι οὐδεμίαν ὀρθὴν δικαιολογίαν προβάλλουν οἱ ἔχοντες τὴν ἀξίωσιν νὰ κατέχουν τὴν ἀρχὴν λόγ ω τοῦ πλούτου των (λόγ ω τοῦ ὅτι δηλαδὴ εἶναι πλούσιοι), ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἔχοντες εὐγενῆ καταγωγήν διότι εἶναι φανερόν, ὅτι ἐὰν πάλιν κἄποιος εἶναι μόνος αὐτὸς ὁ πλουσιώτερος ἐξ ὅλων τῶν ἄλλων πλουσίων, ἐν τοιαύτ η περιπτώσει συμφώνως πρὸς τὸ ἴδιον τοῦτο δίκαιον 146 θὰ πρέπει προφανῶς ὁ εἷς οὗτος (πλουσιώτερος ἐξ ὅλων) νὰ εἶναι ἄρχων ὅλων τῶν ἄλλων, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ὑπερέχων κατὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διαφολονικοῦν τὰς πολιτικὰς ἀρχὰς λόγ ω τῆς ἰδιότητός των ὡς ἐλευθέρων πολιτῶν. Τὸ ἴδιον δὲ αὐτὸ θὰ συμβ ῆ ἴσως καὶ εἰς τὰ ἀριστοκρατικὰ πολιτεύματα ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἰδιότητα τῆς ἀρετῆς ἐὰν δηλαδὴ εἷς οἱοσδήποτε εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι σπουδαῖοι εἰς τὸ πολίτευμα τοῦτο (τὴν ἀριστοκρατίαν), οὗτος πρέπει νὰ εἶναι συμφώνως πρὸς τὸ ἴδιον τοῦτο δίκαιον ὁ κυρίαρχος πάντων. Τὸ αὐτὸ λοιπὸν θὰ συμβ ῆ καὶ εἰς τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἄρχουν οἱ πολλοί, ἐὰν βεβαίως καὶ οἱ πολλοὶ πρέπει νὰ εἶναι κύριοι τῶν πολιτικῶν ἐξουσιῶν, διὰ τὸν λόγον ὅτι οἱ πολλοὶ εἶναι ἰσχυρότεροι τῶν ὀλίγων, ὁμοίως δὲ (θὰ συμβ ῆ) καὶ ἐὰν εἷς ἢ περισσότεροι μὲν τοῦ ἑνὸς ἀλλὰ ὀλιγώτεροι τῶν πολλῶν (τοῦ μεγάλου πλήθους τοῦ λαοῦ) εἶναι ἰσχυρότεροι τῶν ἄλλων, αὐτοὶ (ὁ εἷς ἢ οἱ περισσότεροι μὲν τοῦ ἑνὸς ἀλλὰ ὀλιγώτεροι τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν πολιτῶν) θὰ πρέπει μᾶλλον νὰ εἶναι κύριοι τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων παρὰ τὸ μέγα πλῆθος τοῦ λαοῦ. Φαίνεται λοιπόν, ὅτι πάντα ταῦτα ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω καθιστοῦν φανερόν, ὅτι οὐδεὶς ἐκ τούτων τῶν κανόνων εἶναι ὀρθός, συμφώνως πρὸς ἕκαστον τῶν ὁποίων ἔχουν ἕκαστοι (οἱ πλούσιοι, οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ πολλοί) τὴν ἀξίωσιν αὐτοὶ μὲν νὰ ἄρχουν (νὰ κατέχουν τὰς ἀρχάς) τῶν ἄλλων, ὅλοι δὲ οἱ ἄλλοι νὰ ἄρχωνται ὑπ αὐτῶν. Καὶ δι ἄλλους λόγους καὶ μάλιστα διότι καὶ πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
78 τὴν ἀξίωσιν νὰ εἶναι κύριοι τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως λόγ ω τῆς ὑπεροχῆς των κατὰ τὴν ἀρετήν, ὁμοίως δὲ καὶ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας κατὰ τὸν πλοῦτον, θὰ ἠδύναντο τὰ πλήθη τῶν πολιτῶν (δηλαδὴ οἱ λαοί) νὰ λέγουν πρὸς αὐτοὺς κἄποιον ὀρθὸν λόγον (διὰ νὰ ἀντιτάσσωνται πρὸς τὰς ἀξιώσεις των περὶ διακυβερνήσεως τῆς πόλεως) ὅτι δηλαδὴ οὐδὲν κώλυμα ὑπάρχει, διὰ νὰ εἶναι τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιτῶν καλύτερον (ἀνώτερον) ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ἐπίσης δὲ νὰ εἶναι καὶ πλουσιώτερον, ὄχι βεβαίως ἕκαστος χωριστὰ ἀλλὰ ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι. Διὰ τοῦτο ἐπίσης καὶ πρὸς τὴν ἀπορίαν, τὴν ὁποίαν ὑποβάλλουν μερικοὶ καὶ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦν τὴν λύσιν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαντήσ η τις κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Διερωτῶνται δηλαδὴ μερικοί, ἐὰν ὁ νομοθέτης, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ συντάσσ η τοὺς πλέον ὀρθοὺς νόμους, πρέπει νὰ νομοθετ ῆ ἀποβλέπων εἰς τὸ συμφέρον τῶν ὀλίγων ἀνωτέρων πολιτῶν ἢ εἰς τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν, ὅταν συμβαίν η νὰ ὑπάρχ η ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀνωτέρω 147 τὴν λέξιν δὲ ὀρθὸν πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν ἐν συναφεί α πρὸς τὴν ἰσότητα ἡ δὲ κατὰ τὴν ἰσότητα ὀρθότης (τῶν νόμων) ἀποβλέπει εἰς τὸ συμφέρον ὁλοκλήρου τῆς πόλεως καὶ εἰς τὸ κοινὸν συμφέρον πάντων τῶν πολιτῶν πολίτης δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μετέχει ἐξ ἴσου καὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄρχειν καὶ τοῦ ἄρχεσθαι, εἰς ἕκαστον ὅμως πολιτειακὸν καθεστὼς εἶναι διάφορος (τῶν ἄλλων), ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ ἄριστον πολίτευμα πολίτης εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δύναται καὶ ἔχει τὴν πρόθεσιν νὰ ἄρχεται καὶ νὰ ἄρχ η κατὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἐναρέτου βίου Οταν συμβαίν η οἱ πολλοὶ νὰ εἶναι ἀνώτεροι τῶν ὀλίγων καὶ πλουσιώτεροι αὐτῶν ὡς σύνολον λαμβανόμενοι. ΚΕΦΑΛAΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ Περὶ τοῦ ὑπερέχοντος κατὰ τὴν ἀρετὴν πολίτου καὶ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα. Περὶ τοῦ ὀστρακισμοῦ. Εὰν ὅμως ὑποθέσωμεν, ὅτι ὑπάρχει εἰς μὶαν πόλιν εἷς πολίτης, ὁ ὁποῖος διαφέρει πάντων τῶν ἄλλων πολιτῶν κατὰ
79 148. Ο Αριστοτέλης δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα θέλει νὰ τονίσ η ὅτι, ὅταν εἷς πολίτης ὑπερέχ η τῶν ἄλλων κατὰ τὰς ἱκανότητας τόσον, ὥστε νὰ καθίσταται ἀδύνατος ἡ σύγκρισις, ἢ καὶ ὅταν ὀλίγοι πολῖται ὑπερέχουν ὅλων τῶν ἄλλων κατὰ τρόπον ἀσύγκριτον, αὐτὸς ὁ εἷς πολίτης ἢ οἱ ὀλίγοι πολῖται δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπαχθοῦν εἰς τοὺς περιορισμούς, τοὺς ὁποίους καθορίζει διὰ τῶν νόμων μία πόλις μένουν δηλαδὴ οἱ πολῖται αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὡς καταφανῶς ὑπερέχοντες πάντων τῶν ἄλλων ἔξω οἱουδήποτε περιορισμοῦ ἑπομένως δὲν ἀποτελοῦν μέρη τῆς πόλεως Περὶ τῶν πολιτῶν τούτων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δράσουν συμφώνως πρὸς τὸν νόμον καὶ παραμένουν ἔξω παντὸς περιορισμού, ἀποτελοῦντες οἱ ἴδιοι αὐτοὶ καθ ἑαυτοὺς τὸν νόμον, ὁμιλεῖ καὶ ὁ Πλάτων εἰς τὴν «Π ο λ ι τ ε ί α ν» καὶ εἰς τὸν «Πολιτικόν» Ο Αντισθένης ἦτο ρήτωρ καὶ φιλόσοφος ἀκμάσας κατὰ τὸν πέμπτον καὶ τέταρτον αἰῶνα, μαθητὴς τοῦ Σωκράτους καὶ σύγχρονος τοῦ Πλάτωνος ἀλλὰ κατά τινα ἔτη μεγαλύτερος Ο σ τ ρακισμὸς εἶναι ἡ ἐξορία, ἡ ὁποία ἐγένετο διὰ ψηφοφορίας μὲ ὄστρακα (πήλινα θραύσματα ἀγγείων), ἐκ τούτου δὲ καὶ ἡ λέξις. τὴν ὑπεροχὴν τῆς ἀρετῆς, ἢ ὅτι ὑπάρχουν πολῖται περισσότεροι μὲν τοῦ ἑνός, ἀλλὰ μὴ δυνάμενοι λόγ ω τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ νὰ ἀποτελέσουν τὸ πλήρωμα (τὸ κυβερνῶν μέρος) τῆς πόλεως, ὑπερέχουν δὲ ὁ εἷς αὐτὸς πολίτης ἢ οἱ περισσότεροι τοῦ ἑνὸς (πάντως ὀλίγοι) τόσον πολύ, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ παραβληθ ῆ ἡ ἀρετὴ πάντων τῶν ἄλλων ὁμοῦ πολιτῶν οὔτε ἡ πολιτικὴ αὐτῶν ἱκανότης πρὸς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα ἐκείνων, ἐὰν εἶναι περισσότεροι τοῦ ἑνός, ἢ ἐκείνου μόνον, ἐὰν ἐκεῖνος εἶναι μόνον εἷς, τούτους δὲν πρέπει νὰ θεωρήσωμεν, ὅτι ἀποτελοῦν μέρος τῆς πόλεως (δὲν ἀποτελοῦν δὲ μέρος τῆς πόλεως), διότι θὰ ἀδικηθοῦν (καταφώρως), ἐὰν θεωρηθοῦν ἄξιοι νὰ ἀπολαύουν τὰ ἴσα πρὸς τοὺς ἄλλους πολίτας, καίτοι εἶναι τόσον πολὺ ἄνισοι (ἀνώτεροι) κατὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους πολίτας διότι ὁ τοιούτου εἴδους πολίτης εἶναι φυσικὸν νὰ εἶναι ὡς εἷς θεὸς ἐν μέσ ω τῶν ἀνθρώπων 148. Κατὰ ταῦτα καθίσταται φανερόν, ὅτι ἡ νομοθεσία εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἴσους (τοὺς μὴ ἔχοντας μεταξύ των διαφοράν) καὶ κατὰ τὴν γενεαλογικὴν καταγωγὴν καὶ κατὰ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα, ἐν σχέσει ὅμως πρὸς τοὺς τοιούτου εἴδους πολίτας (τοὺς ὑπερέχοντας ἀσυγκρίτως τῶν ἄλλων) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχ η νόμος διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι νόμος 149. Καὶ πράγματι θὰ ἦτο καταγέλαστος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἀπεπειράτο νὰ συντάξ η νόμον περὶ αὐτῶν. Διότι θὰ ἠδύναντο ἴσως νὰ λέγουν αὐτοὶ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα, καθὼς εἶπεν ὁ Αντισθένης 150, εἶπον οἱ λέοντες πρὸς τοὺς λαγούς, ὅτι αὐτοὶ (οἱ λαγοί) ἠγόρευον καὶ προέβαλλον τὴν ἀξίωσιν νὰ ἔχουν ὅλοι ἴσα δικαιώματα. Διὰ τοῦτο καὶ αἱ πόλεις, αἱ ὁποῖαι ἔχουν δημοκρατικὸν πολίτευμα, καθορίζουν διὰ νόμου τὸν ὀστρακισμὸν 151 λόγ ω αὐτῆς Τὸν ὀστρακισμὸν ἐχρησιμοποίουν εἰς τὰς Αθήνας ὄχι ὡς ποινήν, ἀλλὰ ὡς μέσον περιοριστικὸν τῆς δυνάμεως ἀτόμων, τὰ ὁποῖα λόγ ω τῆς αὐξηθείσης ἐπιρροῆς των παρεῖχον τὸν φόβον, ὅτι ἀποτελοῦν κίνδυνον διὰ τὰς ἐλευθερίας τοῦ λαοῦ.
80 152. Καθὼς παρατηρεῖ ὁ Κοραῆς, πρόκειται ἐνταῦθα περὶ μνημονικοῦ σφάλματος τοῦ Αριστοτέλους διότι κατὰ τὴν διήγησιν τοῦ Hροδότου δὲν ἦτο ὁ Περίανδρος ὁ συμβουλεύσας τὸν Θρασύβουλον νὰ φονεύ η τοὺς ἐξέχοντας πολίτας, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ Θρασύβουλος ἔδωσε τὴν συμβουλὴν ταύτην εἰς τὸν Περίανδρον χρησιμοποιήσας συμβολικῶς τοὺς ὑπερέχοντας στάχυς, τοὺς ὁποίους ἀπέκοπτεν. τῆς αἰτίας διότι δηλαδὴ αὐταὶ αἱ πόλεις (εἰς τὰς ὁποίας ἰσχύει τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα) φαίνονται, ὅτι ἐπιδιώκουν περισσότερον ἀπὸ πάντα τὰ ἄλλα τὴν ἰσότητα κατ ἀκολουθίαν τούτου τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα ἐξώριζον καὶ ἀπεμάκρυνον ἐπὶ ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τὴν πόλιν ὅλους ὅσοι ἐφαίνοντο, ὅτι ὑπερεῖχον ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν πολιτικὴν δύναμιν λόγ ω τοῦ πλούτου των ἢ διότι εἶχον πολλοὺς φίλους ἢ διότι ἀπὸ κἄποιαν ἄλλην αἰτίαν εἶχον πολιτικὴν ἰσχύν. Διηγοῦνται δὲ σχετικῶς, ὅτι λόγ ω μιᾶς τοιαύτης αἰτίας οἱ Αργοναῦται ἐγκατέλειψαν τὸν Ηρακλέα διότι ἡ Αργὼ δὲν ἤθελε νὰ μεταφέρ η αὐτὸν μετὰ τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ ὑπερεῖχε κατὰ πολὺ τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος. Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ νομίσωμεν, ὅτι γενικῶς ἐπικρίνουν ὀρθῶς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ψέγουν τὴν τυραννίδα τοῦ Περιάνδρου καὶ τὴν δοθεῖσαν ὑπ αὐτοῦ εἰς τὸν Θρασύβουλον 152 συμβουλὴν περὶ πολιτικῶν θεμάτων διηγοῦνται δηλαδὴ, ὅτι ὁ Περίανδρος πρὸς μὲν τὸν ἀποσταλέντα εἰς αὐτὸν (ὑπὸ τοῦ Θρασυβούλου) κήρυκα δὲν ἔδωσεν οὐδεμίαν ἀπάντησιν ἐν σχέσει πρὸς τὴν ζητηθεῖσαν συμβουλήν, ἀλλὰ ἀφήρει ἀπὸ ἕνα καλλιεργημένον ἀγρὸν τοὺς ὑπερέχοντας κατὰ τὸ ὕψος στάχυς καὶ δι αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐξίσωνε τὴν ἐπιφάνειαν τῶν σπαρτῶν ἐκ τούτου ὁ μὲν κῆρυξ δὲν ἐγνώριζεν τὸν λόγον, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγίνετο αὐτό, ὅτε ὅμως ἀνήγγειλεν (εἰς τὸν Θρασύβουλον) τὸ συμβάν, ὁ Θρασύβουλος ἀντελήφθη τὸ νόημα τῆς πράξεως ταύτης, ὅτι πρέπει νὰ φονεύ η τοὺς ἐξέχοντας πολίτας. Διότι τοῦτο τὸ μέτρον δὲν συμφέρει μόνον εἰς τοὺς τυράννους, οὔτε ἐφαρμόζουν αὐτὸ μόνον οἱ τύραννοι, ἀλλὰ καθ ὅμοιον τρόπον συμβαίνουν τὰ πράγματα καὶ εἰς τὰ ὀλιγαρχικὰ καὶ εἰς τὰ δημοκρατικὰ καθεστῶτα διότι ὁ ὀστρακισμὸς (ἡ διὰ τῶν ὀστράκων ἐξορία) ἔχει κατὰ κἄποιον τρόπον τὴν αὐτὴν σημασίαν, τὴν ὁποίαν ἔχει τὸ νὰ ἀποκόπτουν καὶ νὰ στὲλλουν εἰς ἐξορίαν τοὺς ἐξέχοντας πολίτας. Τὸ ἴδιον δὲ τοῦτο μέσον ἐφαρμόζουν οἱ ἔχοντες τὴν δύναμιν (νὰ πράξουν τοῦτο) καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὰς
81 153. Παρεκβατικὰ πολιτεύματα (παρεκβάσεις ἢ παρεκβεβηκυίας πολιτείας κατὰ τὰς λέξεις τοῦ Αριστοτέλους) καλεῖ ὁ Αριστοτέλης ὅσα ἀποτελοῦντα ἐκτροπὴν ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων ἀποβλέπουν εἰς τὸ συμφέρον μόνον τῶν ἀρχόντων, ὀρθὰ δὲ τὰ ἀποβλέποντα εἰς τὸ κοινὸν συμφέρον Ο χοροδιδάσκαλος ἐδίδασκε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα χορὸν καὶ μουσικήν Διὰ νὰ μὴ ὑπάρχουν ἐξέχοντες πολῖται παρέχοντες κίνδυνον εἰς τὸ ἰσχῦον πολιτικὸν καθεστώς Μ ο ν ά ρ χης ἢ μόναρχος κατὰ τὴν λέξιν τοῦ Αριστοτέλους εἶναι ὁ ἄρχων κατ ἀπόλυτον δικαίωμα ἄνευ οὐδενὸς περιορισμοῦ, ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἰσχύοντα εἰς τὴν Ρώμην θεσμὸν τοῦ δικτάτορος Εὰν μεταχειρίζωνται οἱ μονάρχαι τὰ ἴδια ἀμυντικὰ μέσα, τὰ ὁποῖα μεταχειρίζονται καὶ αἱ μὴ ἔχουσαι μοναρχίαν πόλεις, πρὸς προστασίαν καὶ διασφάλισιν τῆς ἀρχῆς των. πόλεις καὶ τοὺς λαούς, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι οἱ Αθηναῖοι εἰς τοὺς Σαμίους καὶ εἰς τοὺς Χίους καὶ εἰς τοὺς Λεσβίους διότι οἱ Αθηναῖοι, ἀφοῦ ταχέως κατέστησαν ἰσχυροὶ εἰς τὴν ἡγεμονίαν (ἐπὶ τῶν Σαμίων καὶ τῶν ἄλλων), κατὰ παράβασιν τῶν συνθηκῶν ἐταπείνωσαν αὐτούς ὁ δὲ βασιλεὺς τῶν Περσῶν τοὺς Μήδους καὶ τοὺς Βαβυλωνίους καὶ ἐκ τῶν ἄλλων λαῶν ὅλους ὅσοι ὑπερηφανεύοντο, διότι ἐχρημάτισαν κάποτε ἡγεμόνες, πολλάκις τοὺς κατεξηυτέλιζεν. Τὸ ἀμυντικὸν δὲ τοῦτο μέσον μεταχειρίζονται γενικῶς πάντα τὰ πολιτεύματα, ἀκόμη δὲ καὶ αὐτά τὰ ὀρθά διότι τὰ μὲν παρεκβατικὰ πολιτεύματα 153 μεταχειρίζονται τὸ προστατευτικὸν (δι ἑαυτά) τοῦτο μέσον, ἐπειδὴ ἀποβλέπουν εἰς τὸ ἰδικόν των συμφέρον, ἀλλ ὅμως τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ εἰς τὰ πολιτεύματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς σκοπὸν καὶ ἐνδιαφέρονται διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ (κοινοῦ συμφέροντος). Καθίσταται δὲ τοῦτο προφανὲς καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἄλλας τέχνας καὶ τὰς ἄλλας ἐπιστήμας οὔτε δηλαδὴ ὁ ζωγράφος θὰ ἐπέτρεπε νὰ ἔχ η ἡ εἰκὼν (τὴν ὁποίαν ἐζωγράφισε) τὸν πόδα ὑπερτεροῦντα κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἀπὸ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, ἀκόμη καὶ ἂν οὗτος ὑπερεῖχε κατὰ τὸ κάλλος τῶν ἄλλων μελῶν, οὔτε ὁ ναυπηγὸς θὰ κατεσκεύαζε τὴν πρύμναν ἢ ἓν ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τοῦ πλοίου ἀσύμμετρον πρὸς τὸ ὅλον, οὔτε βεβαίως ὁ χοροδιδάσκαλος 154 θὰ ἐπιτρέψ η νὰ μετέχ η τοῦ χοροῦ (τῆς χορωδίας) ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἄδει ἰσχυρότερον καὶ καλύτερον ἀπὸ τὸν ὅλον ὅμιλον τῶν χορευτῶν. Κατ ἀκολουθίαν διὰ τοῦτον μὲν τὸν λόγον 155 οὐδὲν ἐμποδίζει τοὺς μονάρχας 156 νὰ συμπίπτουν (κατὰ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζουν πρὸς διασφάλισιν τῆς ἀρχῆς των) πρὸς τὰς πόλεις, αἱ ὁποῖαι δὲν κυβερνῶνται ὑπὸ μοναρχῶν, ἐὰν πράττουν τούτο 157, διότι νομίζουν, ὅτι ἡ ἰδική των ἀρχὴ (δηλαδὴ τὸ μοναρχικὸν πολίτευμα) εἶναι ὠφέλιμος εἰς τὰς πόλεις. Διὰ τοῦτο προκειμένου περὶ τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν ὑπερέχουν τῶν ἄλλων, ἔχει κἄποιαν δικαιολογίαν ὑπὲρ τῆς πόλεως τὸ λεγόμενον περὶ τῆς ἀναγκαίας ἐπιβολῆς τοῦ ὀστρακισμοῦ. Προ
82 158. Δηλ. τοῦ ὀστρακισμοῦ Ο Αριστοτέλης ἔχει εἰς τὸ κείμενόν του ἐνταῦθα τὴν φράσιν «δ ε ύ τ ε ρ ο ς π λ ο ῦ ς», ἡ ὁποία εἶναι παροιμιακὴ καὶ σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν μὲ δ ε ύ τ ε ρ ο ν τ α ξ ίδιον, κατὰ μεταφορὰν δέ, ὅπως λαμβάνεται ἐνταῦθα, δ ε ύ τ ε ρ ο ς τ ρ ό π ο ς ἢ δ ε υ τ έ - ρα ἐπιχείρησις. Χρησιμοποιεῖται δὲ ἡ φράσις ἐπὶ τῆς περιπτώσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ πρώτη ἐπιχείρησις ἢ προσπάθεια ἀποτύχ η Τὸ θέμα τοῦ ὀστρακισμοῦ τῶν ἐξεχόντων πολιτῶν Κατά τινα τρόπον τὰ λεγόμενα ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ἐνθυμίζουν τὸν περίφημον Πλατωνικὸν λόγον περὶ τῶν βασιλέων. Ο Πλάτων ἀναζητῶν τὸν τέλειον ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος θὰ δύναται νὰ ἄρχ η τῶν πόλεων ὄχι μόνον ἐπωφελῶς ἀλλὰ καὶ ἀδιαμφισβητήτως, ἀνεῦρε τοῦτον εἰς τὸ πρόσωπον, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ συμπέση ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἡ πολιτικὴ δύναμις μετὰ τῆς φιλοσοφίας. Εἶναι πράγματι ὡραῖοι οἱ πολυθρύλητοι Πλατωνικοὶ λόγοι καὶ ἄξιοι τοῦ μεγίστου των φιλοσόφων. τιμότερον βεβαίως θὰ ἦτο νὰ καταρτίσ η ἐξ ἀρχῆς ὁ νομοθέτης τὸ πολίτευμα κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχ η ἀνάγκη πρὸς χρησιμοποίησιν τούτου τοῦ θεραπευτικοῦ μέσου 158 δεύτερος δὲ τρόπος 159, ἂν ὑπάρξ η τοιαύτη περίπτωσις, εἶναι νὰ ἐπιδιώξ η (ὁ νομοθέτης) νὰ διορθώσ η τὰ πράγματα δι ἑνὸς τοιούτου, ἀποβλέποντος εἰς βελτίωσιν, μέσου. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐφηρμόζετο εἰς τὰς πόλεις (κατὰ τὸν τρόπον τὸν συμφέροντα εἰς τὰς πόλεις) διότι δὲν ἀπέβλεπον πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἰσχύοντος πολιτεύματος, ἀλλὰ ἐφήρμοζον τοὺς ὀστρακισμοὺς κατὰ τρόπον φατριαστικὸν (πρὸς ἐξυπηρέτησιν δηλαδὴ κομματικῶν συμφερόντων). Εἶναι λοιπὸν φανερόν, ὅτι εἰς μὲν τὰ παρεκβατικὰ πολιτεύματα συμφέρει ἰδιαιτέρως τοῦτο (ὁ ὀστρακισμός) καὶ εἶναι δίκαιον ὡς πρὸς αὐτά, ὅτι ὅμως δὲν εἶναι ἐξ ἴσου γενικῶς δίκαιον, καὶ τοῦτο ἐπίσης εἶναι φανερόν ἀλλὰ προκειμένου περὶ τοῦ ἀρίστου πολιτεύματος τὸ θέμα τοῦτο 160 παρέχει μεγάλην δυσκολίαν ὄχι βεβαίως ὡς πρὸς τὴν ὑπεροχὴν κατὰ τὰ ἄλλα ἀγαθά, δηλαδὴ τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὸ νὰ ἔχ η τις πολλοὺς φίλους, ἀλλὰ ἂν ὑπάρξ η τις, ὁ ὁποῖος ὑπερέχει τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἀρετήν, τί πρέπει νὰ πράττ η κατὰ τὴν περίστασιν αὐτὴν ἡ πόλις; Διότι βεβαίως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἴπουν (νὰ εἴπ η οὐδείς), ὅτι τὸν τοιοῦτον ἄνδρα πρέπει νὰ ἐκδιώκουν καὶ νὰ ἀπομακρύνουν ἐκ τῆς πόλεως ἀλλ ὅμως προσέτι οὔτε ὅτι πρέπει νὰ ἄρχουν αὐτοῦ οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι κατώτεροι κατὰ τὴν ἀρετήν διότι τοῦτο θὰ ἦτο παρόμοιον πρὸς τὸ ἂν εἶχον τὴν ἀξίωσιν νὰ ἄρχουν τοῦ Διός (τοῦ θεοῦ), διαμοιράζοντες μεταξύ των ὅλας τὰς πολιτικὰς ἐξουσίας. Απομένει λοιπόν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον φαίνεται, ὅτι εἶναι φυσικόν, νὰ ὑπακούουν ὅλοι προθύμως εἰς τοῦτον τὸν ἄνδρα, ὥστε νὰ εἶναι διηνεκῶς οἱ τοιούτου εἴδους ἄνδρες βασιλεῖς εἰς τὰς πόλεις Ο Αριστοτέλης ἐκ παραλλήλου ἀνευρίσκει τὸν τέλειον ἄρχοντα, ἄξιον νὰ βασιλεύ η, εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος συνδυάζει τὴν ἀδιάλειπτον πολιτικὴν δύναμιν πρὸς τὴν ἀρετήν, ἡ ὁποία ὑπάρχει κατὰ ἀσύγκριτον ὑπεροχὴν εἰς αὐτὸν μόνον.
83 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ Περὶ τῆς βασιλείας καὶ τῶν τεσσάρων αὐτῆς εἰδῶν Μετὰ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν ἀνωτέρω εἶναι ἴσως ἤδη καλὸν νὰ προχωρήσωμεν περαιτέρω καὶ νὰ ἐξετάσωμεν τὸ περὶ τῆς βασιλείας θέμα διότι εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ἓν ἐκ τῶν ὀρθῶν πολιτευμάτων εἶναι τὸ πολίτευμα τοῦτο (δηλαδὴ ἡ βασιλεία). Πρέπει ἤδη νὰ ἐξετάσωμεν, ἐὰν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μιᾶς πόλεως, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἔχ η καλὴν διοίκησιν, καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μιᾶς χώρας, ἡ ὁποία ἐπίσης μέλλει νὰ διοικηθ ῆ καλῶς, νὰ διατελοῦν αὗται ὑπὸ βασιλικὸν πολίτευμα ἢ ὄχι, ἢ συμφέρει περισσότερον εἰς αὐτὰς νὰ ἔχουν ἄλλης μορφῆς πολίτευμα, ἢ ἐκ τρίτου εἰς ἄλλας μὲν πόλεις συμφέρει τὸ βασιλικὸν πολίτευμα, εἰς ἄλλας δὲ δὲν συμφέρει τοῦτο. Πρέπει βεβαίως κατὰ πρῶτον νὰ καθορίσωμεν, ἐὰν ὑπάρχ η ἓν μόνον εἶδος πολιτεύματος τούτου (τῆς βασιλείας) ἢ τὸ πολίτευμα τοῦτο ἔχει πολλὰς διαφοράς. Εἶναι εὔκολον λοιπὸν νὰ ἐννοήσωμεν τοῦτο, ὅτι δηλαδή τὸ βασιλικὸν πολίτευμα περιλαμβάνει πολλὰ εἴδη καὶ ὅτι ἡ μορφὴ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας δὲν εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ εἰς πάντα τὰ εἴδη τοῦ βασιλικοῦ πολιτεύματος. Η βασιλικὴ δηλαδὴ ἐξουσία εἰς τὸ Λακωνικὸν πολίτευμα φαίνεται μέν, ὅτι εἶναι ἡ περισσότερον ἐξ ὅλων ἰσχύουσα συμφώνως πρὸς τὸν νόμον, δὲν εἶναι ὅμως κυρίαρχος πάντων, ἀλλὰ ὅταν ὁ βασιλεὺς ἐξέλθ η ἐκ τῆς χώρας (τῆς Λακωνικῆς) εἰς ἐκστρατείαν εἶναι ἀρχηγὸς πάντων, ὅσα ἔχουν σχέσιν πρὸς τὸν πόλεμον προσέτι ἔχουν ἀνατεθ ῆ εἰς τοὺς βασιλεῖς (ἐν τ ῆ Λακωνί α) πάντα τὰ θρησκευτικὰ θέματα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους λοιπὸν ἡ βασιλεία εἶναι ὡς ἓν εἶδος ἀπολύτου ἀρχιστρατηγίας καὶ εἶναι προσέτι διαρκής διότι ὁ βασιλεὺς (εἰς τὴν Σπάρτην) δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλ η τὴν θανατικὴν ποινὴν διὰ τῆς βίας παρὰ μόνον εἰς τὴν περίπτωσιν δειλί ας ἐν καιρ ῶ πολέμου, καθὼς συνέβαινε κατὰ τὰς ἐκστρατείας τῶν παλαιῶν βασιλέων. Επιβεβαιώνει δὲ τοῦτο ὁ Ομηρος ὁ Αγαμέμνων δηλαδὴ ὑπέμενε κατὰ τὰς συνελεύσεις τοῦ λα- 165
84 162. Οἱ στίχοι οὗτοι ἀνήκουν εἰς τὴν Ιλιάδα τοῦ Ομήρου, λέγονται δὲ ὑπὸ τοῦ ἀρχιστρατήγου τοῦ Τρωικοῦ πολέμου Αγαμέμνονος. Ο Αριστοτέλης εἰς τὸ κείμενόν του παραθέτει αὐτοὺς ἐλλιπῶς, ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου προσθέτει τὴν φράσιν «π ὰ ρ γὰρ ἐμοὶ θάνατ ο ς» (=διότι ἐγὼ ἔχω τὸ δικαίωμα τοῦ θανάτου), ἡ ὁποία δὲν εὑρίσκεται εἰς τὰς γνωστὰς ἐκδόσεις τῶν Ομηρικῶν ποιημάτων. Πιθανὸν ὅτι ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας ὁ Αριστοτέλης παρενέθεσε τὴν φράσιν ταύτην πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν ἐνταῦθα λεγομένων, ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐν πολέμ ω εἶχε τὸ δικαίωμα ἄνευ οὐδενὸς περιορισμοῦ νὰ φονεύ η οἱονδήποτε ἤθελεν Διαφέρουν ἑπομένως τὰ πολιτεύματα ταῦτα ἀπὸ τὸ τυραννικὸν καθεστώς, διότι ἡ τυραννὶς εἶναι προσωπικοῦ χαρακτῆρος καὶ ἐκτὸς νόμου Εννοεῖ τὰς διαφόρους μορφὰς τοῦ μοναρχικοῦ (βασιλικοῦ) πολιτεύματος. οῦ νὰ κακολογῆται, ὅτε ὅμως ἐξήρχοντο εἰς ἐκστρατείαν εἶχε τὸ δικαίωμα ἀκόμη καὶ νὰ φονεύ η λέγει λοιπὸν ὁ Αγαμέμνων (διὰ τῶν στίχων του Ομήρου): «ἐκεῖνον ποὺ ἐγὼ θὰ καταλάβω, ὅτι θέλει εὑρισκόμενος μακρὰν τῆς μάχης νὰ παραμέν η πλησίον τῶν κυρτῶν πλοίων, αὐτὸς δὲν θὰ ἠμπορέσ η ἔπειτα νὰ ἀποφύγ η τοὺς σκύλους καὶ τὰ ὄρνεα διότι ἐγὼ ἔχω τὸ δικαίωμα τοῦ θανάτου» 162. Πρῶτον μὲν λοιπὸν εἶδος βασιλείας εἶναι τοῦτο, δηλαδὴ ἡ ἰσόβιος στρατηγία, ἐκ τῶν πολιτευμάτων δὲ τοῦ εἴδους τούτου ἄλλα μὲν (εἰς ἄλλας χώρας) εἶναι κατὰ κληρονομικὴν διαδοχήν, ἄλλα δὲ ἐγκαθίστανται δι ἐκλογῆς. Εκτὸς δὲ τούτου τοῦ πολιτεύματος ὑπάρχει καὶ ἄλλο εἶδος μοναρχίας, ὁποῖα εἶναι τὰ βασιλικὰ πολιτεύματα, τὰ ὁποῖα ἱσχύουν εἰς μερικοὺς βαρβαρικοὺς λαούς. Πάντα δὲ ταῦτα τὰ (βασιλικά) πολιτεύματα ἔχουν χαρακτῆρα παρόμοιον πρὸς τὰς τυραννίδας, ὑπάρχουν ὅμως αὐτὰ συμφώνως πρὸς τὸν ἰσχύοντα νόμον καὶ εἶναι κληρονομικά 163 ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ μὲν βάρβαροι ἔχουν χαρακτῆρα περισσότερον δουλικὸν ἀπὸ τοὺς Ελληνας, οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ασίας εἶναι περισσότερον δουλικοὶ κατὰ τὸν χαρακτῆρα ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Εὐρώπης, διὰ τοῦτο ὑπομένουν τὴν δεσποτικὴν ἀρχὴν ἄνευ οὐδεμιᾶς δυσαρεσκείας. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ πολιτεύματα 164 εἶναι μὲν τυραννικὰ λόγ ω αὐτοῦ τοῦ χαρακτῆρος των, εἶναι ὅμως ἐξησφαλισμένα λόγ ω τοῦ ὅτι εἶναι κληρονομικά καὶ λειτουργοῦν συμφώνως πρὸς τὸν νόμον. Επίσης καὶ ἡ σωματοφυλακὴ αὐτῶν εἶναι βασιλικῆς μορφῆς καὶ ὄχι τυραννικῆς λόγ ω τῆς ἰδίας αἰτίας. Διότι οἱ πολῖται, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἔνοπλοι, φροντίζουν διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν βασιλέων, τοὺς τυράννους ὅμως περιφρουροῦν ξένοι μισθοφόροι διότι οἱ μὲν βασιλεῖς ἄρχουν συμφώνως πρὸς τὸν νόμον καὶ τὴν θέλησιν τῶν πολιτῶν, οἱ δὲ τύραννοι παρὰ τὴν θέλησιν τῶν πολιτῶν, ὥστε συμβαίνει οἱ μὲν βασιλεῖς νὰ λαμβάνουν τὴν σωματοφυλακὴν παρὰ τῶν πολιτῶν, οἱ δὲ τύραννοι νὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὴν ἐναντίον τῶν πολιτῶν
85 165. Ο Αλκαῖος ἦτο ποιητὴς ἐκ Λέσβου ἀκμάσας κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἑβδόμου π.χ. αἰῶνος. Μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Αντιμενίδου ἦτο ἀρχηγὸς τῶν ἀριστοκρατικῶν, περιελθὼν ὅμως εἰς πολιτικὰς διαμάχας πρὸς τοὺς δημοκρατικούς, τῶν ὁποίων ἡγεῖτο ὁ Πιττακός, καὶ ἡττηθεὶς ἠναγκάσθη νὰ καταφύγ η εἰς τὴν Αἴγυπτον. Επανῆλθε τέλος εἰς τὴν πατρίδα ὁ Αλκαῖος, ἀφοῦ εἶχεν ἀνακαλέσει προηγουμένως ὁ Πιττακὸς πάντας τοὺς πολιτικοὺς ἐξορίστους Σ κ ο λιὰ μέλη (σκόλια) ἐλέγοντο τὰ ἄσματα, τὰ ὁποῖα ἐτραγουδοῦσαν μὲ τὴν συνοδείαν λύρας οἱ μετέχοντες τῶν συμποσίων. Τοιαῦτα ποιήματα ἀποδίδονται καὶ εἰς τὸν Αλκαῖον Ηρωικοὶ λέγονται οἱ παλαιότατοι χρόνοι, οἱ ὁποῖοι συνδέονται πρὸς τοὺς λεγομένους ἥρωας. Αὐτὰ μὲν λοιπόν τὰ πολιτεύματα (περὶ τῶν ὁποίων ἐγένετο λόγος ἀνωτέρω) εἶναι δύο εἴδη μοναρχίας (τῆς βασιλικῆς μοναρχίας), ὑπάρχει ὅμως καὶ τρίτον εἶδος διάφορον αὐτῶν, τὸ ὁποῖον ἴσχυεν εἰς τοὺς ἀρχαίους Ελληνας, εἶναι δὲ τοῦτο οἱ καλούμενοι αἰσυμνῆται. Τὸ πολίτευμα δὲ τοῦτο, διὰ νὰ εἴπω γενικῶς, εἶναι τυραννὶς δι ἐκλογῆς, ἡ ὁποία ὅμως διαφέρει τῆς βασιλείας τῶν βαρβαρικῶν λαῶν, ὄχι διότι δὲν ἦτο συμφώνως πρὸς τὸν νόμον, ἀλλὰ μόνον διότι δὲν ἦτο κληρονομική. Εξήσκουν δὲ τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν αἰσυμνητῶν ἰσοβίως, ἄλλοι δὲ ἐπὶ ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα ἢ ἐπὶ τόσον χρόνον ὅσος θὰ ἐπήρκει πρὸς πραγματοποίησιν ὡρισμένων σκοπῶν, καθὼς ἐπὶ παραδείγματι οἱ Μυτιληναῖοι ἐξέλεξαν κάποτε τὸν Πιττακὸν (ὡς αἰσυμνήτην) πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἀντιδράσ η ἐναντίον τῶν πολιτικῶν ἐξορίστων τῶν ὁποίων ἀρχηγοὶ ἦσαν ὁ Αντιμενίδης καὶ ὁ ποιητὴς Αλκαῖος 165. Ο ἴδιος δὲ ὁ Αλκαῖος ἐπιβεβαιώνει εἰς ἓν ἀπὸ τὰ σκολιὰ ποιήματά του 166, ὅτι οἱ Μυτιληναῖοι ἐξέλεξαν τὸν Πιττακὸν ὡς τύραννον ἐπικρίνει δηλαδὴ ὁ Αλκαῖος τοὺς Μυτιληναίους, διότι «τὸν ἀπὸ ἄσημον πατέρα καταγόμενον Πιττακὸν ὅλοι (οἱ Μυτιληναῖοι) ἐπιδοκιμάζοντες πολὺ κατέστησαν τύραννον τῆς δυστυχοῦς πόλεως, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ὀργὴν καὶ κακίαν». Αὐταὶς μὲν λοιπὸν αἱ αἰσυμνητείαι, ἐπειδὴ ἔχουν δεσποτικὸν χαρακτῆρα, εἶναι καὶ ἦσαν τυραννικὰ πολιτεύματα, ἐξ ἄλλου ὅμως ἐπειδὴ ἐγκαθίσταντο δι ἐκλογῆς καὶ μὲ τὴν θέλησιν τῶν πολιτῶν εἶναι ὅμοιαι πρὸς τὰ βασιλικὰ πολιτεύματα τέταρτον δὲ εἶδος βασιλικῆς μοναρχίας εἶναι αἱ βασιλεῖαι κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους 167, αἱ ὁποῖαι ἐγκαθίσταντο μὲ τὴν θέλησιν τῶν ὑπηκόων καὶ ἦσαν κληρονομικαί, λειτουργοῦσαι συμφώνως πρὸς τὸν νόμον. Επειδὴ λοιπὸν οἱ πρῶτοι πρόγονοι ἀνεδείχθησαν εὐεργέται τοῦ λαοῦ ὡς πρὸς τὰς τεχνικὰς ἀνακαλύψεις ἢ κατὰ τὸν πόλεμον ἢ ἐπειδὴ συνεκέντρωσαν τοὺς κεχωρισμένως κατοικοῦντας εἰς ἕνα συνοικισμὸν ἢ προσεπόρισαν ἔκτασιν γῆς, αὐτοὶ ἐγίνοντο βασιλεῖς μὲ
86 τὴν θέλησιν τοῦ λαοῦ καὶ παρέδιδον τὴν βασιλείαν κληρονομικῶς εἰς τοὺς διαδόχους των. Εἶχον δὲ οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι τὸ δικαίωμα νὰ ἀναλαμβάνουν τὴν ἀρχιστρατηγίαν ἐν καιρ ῶ πολέμου καὶ νὰ ἐκτελοῦν τὰς θυσίας, ὅσαι δὲν ἦσαν τῆς δικαιοδοσίας των ἱερέων, ἐκτὸς δὲ τούτων εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουν τὰς δίκας. Εξετέλουν δὲ τὸ ἔργον τοῦτο (ἔκρινον δηλαδὴ τὰς δίκας) ἄλλοι μὲν χωρὶς νὰ ὁρκισθοῦν, ἄλλοι δὲ ἔκαμνον ὅρκον (ὅτι θὰ δικάσουν δικαίως) ὁ δὲ ὅρκος ἦτο νὰ ἀνυψώνουν τὸ σκῆπτρον 168 (πρὸς τὸν οὐρανόν). Οἱ βασιλεῖς λοιπὸν κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους εἶχον ἀδιάκοπον ἐξουσίαν καὶ εἰς τὰ θέματα τῆς πόλεως καὶ εἰς τὰ ἄλλα τοπικὰ θέματα, ἐπίσης δὲ καὶ εἰς τὰς ἐσωτερικὰς ὑποθέσεις κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους ὅμως χρόνους ἄλλα μὲν ἐκ τῶν προνομίων των ἐγκατέλειψαν μόνοι των αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλεῖς, ἄλλα δὲ ἐξ αὐτῶν τοὺς ἀφήρεσαν οἱ λαοί, τοιουτοτρόπως δὲ εἰς ὅλας μὲν τὰς ἄλλας πόλεις τὸ μόνον προνόμιον, τὸ ὁποῖον ἄφησαν εἰς τοὺς βασιλεῖς, ἦσαν αἱ θυσίαι (πρὸς τοὺς θεούς), ὅπου δὲ εἶναι ἄξιον νὰ εἴπ η τις, ὅτι ὑπῆρχε βασιλεία, εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ βασιλεῖς εἶχον τὴν ἀρχηγίαν τοῦ στρατοῦ μόνον κατὰ τοὺς ἐξωτερικοὺς πολέμους Τὸ σ κῆπτρον ἦτο ράβδος, τὴν ὁποίαν ἔφερον οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἡγεμόνες καὶ ἄλλοι δημόσιοι λειτουργοὶ ὡς σύμβολον τῆς ἐξουσίας των ἢ τῆς ἰδιότητός των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ Ανακεφαλαίωσις περὶ τῶν εἰδῶν τῆς βασιλείας καὶ τὸ πέμπτον εἶδος αὐτῆς (ἡ παμβασιλεία-ἀπόλυτος μοναρχία). Η ἐξελικτικὴ πορεία των πολιτευμάτων. Τὰ εἴδη λοιπὸν τῆς βασιλείας εἶναι αὐτὰ (περὶ τῶν ὁποίων ἐγένετο λόγος ἀνωτέρω), τέσσαρα κατὰ τὸν ἀριθμόν, πρῶτον μὲν εἶδος τὸ ἰσχῦσαν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους τοῦτο δὲ ὑπῆρχε μὲ τὴν θέλησιν τοῦ λαοῦ καὶ ὑπὸ καθωρισμένας προϋποθέσεις ὁ βασιλεὺς δηλαδὴ ἦτο στρατηγὸς (εἶχε τὴν ἀρχηγίαν τοῦ στρατοῦ), ἐπίσης δὲ καὶ δικαστὴς καὶ εἶχε προσέτι τὴν κυριότητα ἐπὶ ὅλων τῶν θρησκευτικῶν θε
87 169. Τῆς βασιλείας, ἡ ὁποία ἰσχύει εἰς τὴν οἰκογένειαν, τοῦ οἰκοδεσπότου ἔχοντος τὴν ἀρχὴν τοῦ βασιλέως Ο Αριστοτέλης θέλει νὰ εἴπ η διὰ τούτων, ὅτι καθὼς ἡ ἐξουσία τοῦ οἰκοδεσπότου, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλυτος, εἶναι ἓν εἶδος βασιλείας, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ πέμπτον εἶδος βασιλείας, εἶναι ἀπόλυτος ἐξουσία ἐπὶ τῶν πόλεων καὶ τῶν λαῶν ὡσὰν ἓν εἶδος διοικήσεως μιᾶς οἰκογενείας. Η προσάλληλος αὕτη παρομοίωσις τοῦ Αριστοτέλους, γινομένη ἀμοιβαίως διὰ τῶν αὐτῶν στοιχείων, ἐνθυμίζει κατά τινα τρόπον τὴν παρομοίωσιν τῆς νεότητος πρὸς τὸ ἔαρ (τὴν ἄνοιξιν), τὴν ὁποίαν ὁ Διονύσιος ὁ Αλικαρνασσεὺς ἀποδίδει εἰς τὸν Περικλέα τῶν Αθηνῶν. Κατὰ τὴν παρομοίωσιν ταύτην ἡ μὲν νεότης εἶναι τὸ ἔαρ τῆς ζωῆς, τὸ δὲ ἔαρ εἶναι ἡ νεότης τοῦ ἔτους. μάτων δεύτερον δὲ εἶδος ἦτο ἡ βασιλεία, ἡ ὁποία ἐπεκράτει εἰς τοὺς βαρβαρικοὺς λαούς ἡ βασιλεία αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι δεσποτικὴ κατὰ κληρονομικὴν διαδοχὴν συμφώνως πρὸς τὸν ἰσχύοντα νόμον τρίτον δὲ εἶδος εἶναι ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ὁνομάζουν αἰσυμνητείαν, ἔχει δὲ αὕτη τὴν μορφὴν τυραννίδος δι ἐκλογῆς τέταρτον δὲ εἶδος τούτων τῶν πολιτευμάτων εἶναι ἡ Λακωνικὴ βασιλεία αὐτὴ ἡ βασιλεία εἶναι, διὰ νὰ εἴπω γενικῶς, ἀρχηγία τοῦ στρατοῦ ὑπάρχουσα διηνεκῶς ἐκ κληρονομίας. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ εἴδη τῆς βασιλείας διαφέρουν μεταξύ των κατὰ ταῦτα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα. Yπάρχει ὅμως πρὸς τούτοις καὶ πέμπτον εἶδος βασιλείας, ὅταν συμβαίν η νὰ εἶναι κυρίαρχος πάντων μόνον εἷς, καθὼς ἀκριβῶς συμβαίνει ἕκαστον ἔθνος καὶ ἑκάστη πόλις νὰ ἔχ η τὴν κυριαρχίαν τῶν κοινῶν, αὐτὴ δὲ ἡ βασιλεία (τὸ πέμπτον δηλαδὴ εἶδος) εἶναι διατεταγμένη κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὸν ὁποῖον διοικεῖται μὶα οἰκογένεια. Καθὼς δηλαδὴ ἡ διοίκησις τῆς οἰκογενείας ὑπὸ τοῦ οἰκοδεσπότου εἶναι ἓν εἶδος βασιλείας τῆς οἰκογενείας 169, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ βασιλεία αὐτῆς τῆς μορφῆς εἶναι διοίκησις μιᾶς πόλεως καὶ ἑνὸς ἢ περισσοτέρων λαῶν γινομένη κατὰ τὸν τρόπον τῆς διοικήσεως τῆς οἰκογενείας Δύο ὅμως γενικῶς εἶναι σχεδόν τὰ εἴδη τῆς βασιλείας τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν, δηλαδὴ αὐτὸ (περὶ τοῦ ὁποίου ἐκάμομεν λόγον πρὸ ὀλίγου) καὶ ἡ Λακωνικὴ βασιλεία διότι αἱ περισσότεραι ἄλλαι μορφαὶ τοῦ πολιτεύματος τούτου περιλαμβάνονται μεταξὺ τῶν δύο τούτων εἰδῶν διότι ἄλλα μὲν ἔχουν ὀλιγώτερα προνόμια τῆς παμβασιλείας (τῆς ἀπολύτου μοναρχίας), ἄλλα τοὐναντίον ἔχουν περισσότερα τῆς Λακωνικῆς βασιλείας. Κατὰ ταῦτα τὸ πρὸς ἐξέτασιν θέμα περιορίζεται σχεδὸν εἰς δύο μέρη, πρῶτον μὲν ἐὰν συμφέρ η εἰς τὰς πόλεις νὰ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ ἰσόβιος, καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι ἢ ἐκ κληρονομικῆς διαδοχῆς ἢ κατὰ τάξιν, ἢ ἀντιθέτως δὲν συμφέρ η, καὶ δεύτερον, ἐὰν συμφέρ η νὰ εἶναι εἷς μόνος κυρίαρχος πάντων ἢ δὲν συμφέρ η. Η ἐξέ
88 171. Δηλαδὴ νὰ ὑπάρχ η στρατηγία (ἀρχηγὸς στρατοῦ) Οπως οὐδεμία τέχνη ἀσκεῖται ἐπὶ τ ῆ βάσει ἀπαρεγκλίτων γραπτῶν κανόνων, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ ἄσκησις τῆς ἐξουσίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτάσσεται ἐξ ὁλοκλήρου εἰς γραπτοὺς κανόνας καὶ νόμους Εἶπεν ἀνωτέρω ὁ Αριστοτέλης, ὅτι ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη, ὅτι οἱ νόμοι ἔχουν γενικὸν χαρακτῆρα καὶ δὲν ἀναφέρονται εἰς λεπτομερειακὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ἐπικαιρότητος. Τοῦτο, λέγει τώρα ὁ Αριστοτέλης, πρέπει νὰ ὑπάρξ η καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας, νὰ ἔχουν δηλαδὴ καὶ αὐτοὶ μίαν γενικὴν θεώρησιν πάντων τῶν θεμάτων καὶ ὄχι λεπτομερῆ τῶν πάντων γνῶσιν, ὅπερ εἶναι ἄλλως τε ἀδύνατον Εμπάθεια σημαίνει ἰσχυρὸν πάθος. τασις λοιπὸν τῆς τοιούτου εἴδους στρατηγίας περιλαμβάνεται μάλλον εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ θέματος τῶν νόμων παρὰ εἰς τὸ κύριον θέμα τοῦ πολιτεύματος, διότι εἶναι δυνατὸν εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν πολιτευμάτων νὰ συμβαίν η αὐτό 171, διὰ τοῦτο κατ ἀρχὴν ἂς ἀφήσωμεν τὸ θέμα τοῦτο (τῆς στρατηγίας) ὁ ὑπόλοιπος ὅμως χαρακτήρ (τὰ ἄλλα δηλαδὴ χαρακτηριστικά) τῆς βασιλείας ἔχει τὴν μορφὴν πολιτεύματος, κατ ἀκολουθίαν περὶ τοῦ θέματος τούτου πρέπει νὰ κάμωμεν τώρα τὴν ἐξέτασιν καὶ νὰ διατρέξωμεν τὰς ἐνυπαρχούσας εἰς τὸ θέμα τοῦτο δυσκολίας. Αρχίζομεν λοιπὸν τὴν ἐξέτασιν τοῦ ζητήματος τούτου ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ποῖον ἐκ τῶν δύο εἶναι περισσότερον συμφέρον, νὰ κυβερνᾶται μία πόλις ὑπὸ ἑνὸς ἀρίστου ἀνδρὸς ἢ ὑπὸ τῶν ἀρίστων νόμων. Οσοι βεβαίως νομίζουν, ὅτι εἶναι συμφέρον νὰ κυβερνᾶται μία πόλις ὑπὸ βασιλέως, ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι οἱ νόμοι μόνον ἐν γενικαῖς γραμμαῖς ἀναφέρονται εἰς τὰ διάφορα προβλήματα, ἀλλὰ δὲν καθορίζονται τὰ πράγματα συμφώνως πρὸς τὰς ἑκάστοτε προκυπτούσας καταστάσεις, ὥστε καταλήγουν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι τὸ νὰ ἄρχ η τις εἰς οἱανδήποτε τέχνην (τὸ νὰ ἀσκ ῆ τις δηλαδὴ οἱανδήποτε τέχνην) συμφώνως πρὸς γραπτοὺς κανόνας εἶναι ἀνωφελές καὶ φαίνεται, ὅτι καλῶς εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς ἰατροὺς νὰ παρέχουν φάρμακα εἰς τὸν ἀσθενῆ μόνον μετὰ παρέλευσιν τεσσάρων ἡμερῶν (ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς νόσου), ἐὰν ὅμως γίνη τοῦτο ἐνωρίτερον, τοῦτο γίνεται μὲ κίνδυνον τοῦ ἑαυτοῦ του. Καθίσταται λοιπὸν φανερόν, ὅτι δὲν εἶναι ἄριστον τὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον λειτουργεῖ συμφώνως πρὸς γραπτοὺς κανόνας καὶ νόμους λόγ ω τῆς αὐτῆς αἰτίας 172. Αλλ ὅμως προκειμένου περὶ τῶν ἀρχόντων πρέπει νὰ ἰσχύ η καὶ ὡς πρὸς αὐτοὺς τὸ λεχθὲν (ἐν σχέσει πρὸς τοὺς νόμους) περὶ τοῦ γενικοῦ 173. Εἶναι δὲ ἀνώτερον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καθόλου ἐμπάθειαν 174, παρὰ ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον αὕτη ὑπάρχει ἐκ φύσεως καὶ εἰς μὲν τὸν νόμον ἡ ἐμπάθεια αὕτη δὲν ὑπάρχει, πᾶσαν ὅμως ἀνθρωπίνην
89 176 ψυχὴν κατέχει κατ ἀνάγκην τὸ πάθος. Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις ἴσως νὰ εἴπ η, ὅτι εἰς ἀντικατάστασιν αὐτοῦ (δηλαδὴ τοῦ πάθους, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει εἰς πᾶσαν ἀνθρωπίνην ψυχήν) θὰ ἔχ η τὴν ἱκανότητα ὁ βασιλεὺς νὰ σκεφθ ῆ ὀρθότερον καὶ νὰ λάβ η ὀρθοτέρας ἀποφάσεις περὶ ἑνὸς ἑκάστου ἐκ τῶν θεμάτων (τὰ ὁποῖα ἐνδιαφέρουν τοὺς πολίτας). Οτι μὲν λοιπὸν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ δύναται ὁ βασιλεὺς νὰ νομοθετ ῆ, τοῦτο εἶναι φανερόν, ἐπίσης δὲ εἶναι φανερόν, ὅτι θὰ εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ὑπάρχουν νόμοι, ἀλλὰ νὰ μὴ εἶναι ἔγκυροι καθ ὃν σημεῖον παρεκτρέπονται τοῦ ὀρθοῦ, ἐπειδὴ ὡς πρὸς τὰ ἄλλα πρέπει νὰ εἶναι ἔγκυροι περὶ ὅσων ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρίν η ὁ νόμος ἢ γενικῶς ἢ καλῶς, περὶ τούτων ποῖος πρέπει νὰ ἔχ η τὴν κυρίαρχον κρίσιν, ὁ εἷς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄριστος, ἢ οἱ πάντες; Διότι καὶ τώρα συνερχόμενοι εἰς συνελεύσεις δικάζουν καὶ συσκέπτονται καὶ ἀποφασίζουν, αὐταὶ δὲ αἱ ἀποφάσεις ἀναφέρονται ὅλαι εἰς καθ ἕκαστα θέματα (ὄχι γενικά). Οἱοσδήποτε ἐκ τῶν πολλῶν πολιτῶν παραβαλλόμενος καθ ἑαυτὸν πρὸς τὸν ἕνα τὸν ἄριστον ἴσως θὰ φαν ῆ κατώτερος ἀλλὰ ἡ πόλις συνίσταται ἐκ πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς σύνολον εἶναι καλύτεροι τοῦ ἑνός, καθὼς τὸ συμπόσιον τὸ παρασκευαζόμενον διὰ κοινῆς συνεισφορᾶς εἶναι καλύτερον ἐκείνου, τὸ ὁποῖον παρασκευάζει μόνον εἷς διὰ τοῦτο καὶ ὁ λαὸς κρίνει πολλὰ θέματα καλύτερον παρὰ εἷς οἱοσδήποτε. Προσέτι τὸ πολὺ (ἡ μεγάλη δηλαδὴ ποσότης) εἶναι περισσότερον ἀνεπίδεκτον φθορᾶς ἀπὸ τὸ ὀλίγον (τὴν μικρὰν ποσότητα), καθὼς δὲ ἡ μεγάλη ποσότης ὕδατος εἶναι καθαρωτέρα τῆς μικρᾶς ποσότητος, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ πολλοὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸν εἶναι περισσότερον ἀδιάφθοροι ἀπὸ τοὺς ὀλίγους ἐὰν δὲ ὁ εἷς κυριαρχηθῆ ὑπὸ ὀργῆς ἢ καταληφθ ῆ ἀπὸ κἄτι ἄλλο παρόμοιον πάθος, κατ ἀνάγκην καὶ ἡ κρίσις αὐτοῦ θὰ ἔχ η συσκοτισθῆ, ἐνῶ ἐκεῖ εἶναι πολὺ δύσκολον νὰ ὀργισθοῦν ὅλοι συγχρόνως καὶ νὰ περιπέσουν εἰς σφάλμα. Ας δεχθῶμεν δέ, ὅτι τὸ πλῆθος εἶναι οἱ ἐλεύθεροι πολῖται, 177
90 175. Συμφώνως πρὸς ὅσα ἐξέθεσεν ἀνωτέρω ὁ Αριστοτέλης Ο Αριστοτέλης δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα ἐννοεῖ, ὅτι τὸ ἀριστοκρατικὸν πολίτευμα εἶναι προτιμότερον τῆς βασιλείας, ἐὰν ὑπάρχουν περισσότεροι ἄνδρες ἐξέχοντες, οἱ ὁποῖοι νὰ εἶναι ὅμοιοι πρὸς τὸν ἕνα βασιλέα Ο Αριστοτέλης ἔγραψε καὶ ἀνωτέρω, ὅτι οἱ βασιλεῖς κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἦσαν ἄνθρωποι ἐξέχοντες τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι λόγ ω τῆς ὑπεροχῆς των κατώρθωσαν νὰ εὐεργετήσουν πολλάκις τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὴν ἰδίαν πολιτικὴν κοινότητα, εἴτε ἐν καιρ ῶ εἰρήνης εἴτε κατὰ τὸν πόλεμον. οἱ ὁποῖοι εἰς οὐδεμίαν παράνομον πρᾶξιν προβαίνουν, ἀλλὰ ἀποφασίζουν περὶ ἐκείνων μόνον, τὰ ὁποῖα κατ ἀνάγκην παραλείπει ὁ νόμος. Εὰν δὲ τοῦτο δὲν εἶναι εὔκολον νὰ συμβ ῆ εἰς τοὺς πολλούς, ἂς λάβωμεν τὴν περίπτωσιν, καθ ἣν οἱ περισσότεροι εἶναι καὶ ἄνθρωποι ἐξαίρετοι καὶ πολῖται ἐξαίρετοι, ποιὸν ἐκ τῶν δύο πρόκειται νὰ συμβ ῆ, ὁ εἷς μόνον θὰ εἶναι ὡς ἄρχων περισσότερον ἀδιάφθορος ἢ θὰ εἶναι μάλλον ἀδιάφθοροι οἱ περισσότεροι μὲν τοῦ ἑνὸς κατὰ τὸν ἀριθμόν, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι ὅλοι ἐξαίρετοι; Η εἶναι προφανές, ὅτι θὰ εἶναι μάλλον ἀδιάφθοροι οἱ περισσότεροι κατὰ τὸν ἀριθμόν; Αλλὰ θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπ η: «Οἱ περισσότεροι κατὰ τὸν ἀριθμὸν ὑπάρχει φόβος νὰ ἐγείρουν ἐπανάστασιν μεταξύ των καὶ νὰ διαφωνήσουν, ἐνῶ ὁ εἷς θὰ παραμείν η ἥσυχος καθ ἑαυτόν». Αλλὰ πρὸς τὴν ἀντίρρησιν ταύτην πρέπει ἴσως νὰ ἀντιτάξωμεν, ὅτι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι σπουδαῖοι κατὰ τὴν ψυχήν, καθὼς καὶ ἐκεῖνος ὁ εἷς. Εὰν λοιπὸν τὴν ἀρχὴν (τὴν ἐξουσίαν) τῶν περισσοτέρων μὲν τοῦ ἑνός, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι ὅλοι ἐξαίρετοι ἄνθρωποι, θεωρήσωμεν ὡς ἀριστοκρατίαν, τὴν δὲ ἀρχὴν τοῦ ἑνὸς μόνου ὡς βασιλείαν, ἐν τοιαύτ η περιτπώσει 175 θὰ εἶναι προτιμοτέρα εἰς τὰς πόλεις ἡ ἀριστοκρατία ἀπὸ τὴν βασιλείαν, καὶ καθ ἣν περίπτωσιν ἡ ἀρχὴ ἀσκεῖται μετὰ δυνάμεως (ὑλικῆς ἰσχῦος) καὶ ἄνευ δυνάμεως, ἂν καταστ ῆ δυνατὸν νὰ εὕρη περισσοτέρους ὁμοίους 176 (πρὸς τὸν ἕνα βασιλέα). Καὶ διὰ τοῦτον ἴσως τὸν λόγον ἐπεκράτουν παλαιότερον εἰς τὰς πόλεις βασιλικὰ καθεστῶτα, διότι ἦτο σπάνιον νὰ εὕρουν ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι νὰ ὑπερέχουν πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ἱκανότητα, καὶ μάλιστα διότι τότε κατ ώκουν εἰς μικρὰς πόλεις. Προσέτι δὲ ἐγκαθίστων εἰς τὰς πόλεις βασιλεῖς λόγ ω τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας εἶχον αὐτοὶ προσφέρει εἰς τοὺς ἄλλους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶναι ἔργον τῶν ἐξόχων ἀνδρῶν 177. Οτε ὅμως κατέστ η δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἀρετὴν (ἱκανότητα) ἦσαν ὅμοιοι πρὸς τὸν (ἕνα) βασιλέα, τότε δὲν ἠνείχοντο πλέον τὴν βασιλείαν, ἀλλὰ
91 178. Ο Αριστοτέλης ὥρισεν ἀνωτέρω τὴν ὀλιγαρχίαν ὡς τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἄρχουν οἱ πλούσιοι Τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ βασιλεὺς δὲν θὰ παραδώσ η τὴν βασιλείαν εἰς ἀνάξια τέκνα. ἐπεδίωκον νὰ ἔχουν κἄποιαν συμμετοχῆν εἰς τὴν ἐξουσίαν καὶ τοιουτοτρόπως κατώρθωσαν νὰ ἐγκαθιδρύσουν τὸ εἶδος τοῦ πολιτεύματος, τὸ ὁποῖον ἔχει εἰδικῶς τὸ ὄνομα πολιτεία. Επειδὴ ὅμως καὶ οὗτοι (οἱ ὀλίγοι ἐξέχοντες ἄνδρες) καθιστάμενοι χειρότεροι ἀπέκτων χρήματα ἐκ τῆς διαχειρίσεως τῶν κοινῶν, φυσικὸν ἦτο νὰ προέλθουν ἐκ τούτου τοῦ πολιτεύματος αἱ ὀλιγαρχίαι διότι ἀπέδωσαν εἰς τὸν πλοῦτον ἀξίαν 178. Τὰ ὀλιγαρχικὰ δὲ ταῦτα πολιτεύματα κατ ἀρχὰς μετεβλήθησαν εἰς τυραννίδας, ἐκ δὲ τῶν τυραννίδων μετεβλήθησαν εἰς δημοκρατίαν διότι οἱ ὀλιγαρχικοὶ περιορίζοντες διαρκῶς τὴν ἐξουσίαν εἰς ὀλιγωτέρους λόγ ω τῆς αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας των πρὸς τὸ ἄνομον κέρδος κατέστησαν τὸν λαὸν ἰσχυρότερον, ὥστε νὰ δυνηθ ῆ οὗτος νὰ ἐπιτεθ ῆ (κατὰ τῶν ὀλιγαρχικῶν) καὶ νὰ προέλθουν τοιουτοτρόπως αἱ δημοκρατίαι. Επειδὴ δὲ συμβαίνει τώρα νὰ εἶναι μεγαλύτεραι αἱ πόλεις ἀπὸ τὰς παλαιάς, ἴσως δὲν εἶναι πλέον εὔκολον νὰ ὑπάρχ η ἄλλου εἴδους πολίτευμα ἐκτὸς τῆς δημοκρατίας. Εὰν ὅμως θεωρήσ η τις, ὅτι τὸ ἄριστον πολίτευμα εἰς τὰς πόλεις εἶναι νὰ κυβερνῶνται ὑπὸ βασιλέως, κατὰ ποιὸν τρόπον θὰ τακτοποιηθ ῆ τὸ θέμα τῶν τέκνων των; Πρέπει δηλαδὴ καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ βασιλέως νὰ γίνωνται καὶ αὐτοὶ βασιλεῖς; Αλλὰ ἐὰν ἐγεννῶντο ὁποῖοι συνέβη νὰ εἶναι μερικοὶ ἐκ τῶν βασιλικῶν ἀπογόνων, τὸ νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ βασιλεῖς εἶναι ἐπιζήμιον εἰς τὰ πόλεις. Ισως ὅμως θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπ η τὰ ἑξῆς: «Αλλὰ ὁ βασιλεὺς δὲν θὰ παραδώσ η τὴν βασιλείαν εἰς τὰ τοιούτου εἴδους τέκνα του, διότι ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πράξ η τοῦτο». Αλλὰ δὲν εἶναι πλέον εὔκολον νὰ δεχθῶμεν τοῦτο ὡς ἀληθές 179 διότι τοῦτο (τὸ νὰ μὴ παραδώσ η δηλαδὴ ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ τέκνα του τὴν βασιλείαν) εἶναι πρᾶγμα δύσκολον, καὶ προϋποθέτει ἀρετὴν ἀνωτέραν τῆς φυσικῆς ἰδιοσυγκρασίας τοῦ ἀνθρώπου. Yπάρχει ὅμως προσέτι ὡς πρὸς τὴν βασιλείαν καὶ τὸ θέμα τῆς δυνάμεως (τῆς ὑλικῆς ἰσχῦος), ἐὰν πρέπει δηλαδὴ ὁ μέλλων νὰ εἶναι
92 βασιλεὺς νὰ διαθέτη κἄποιαν ὑλικὴν δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ δύναται νὰ ἐξαναγκάζ η νὰ ὑπακούουν εἰς αὐτὸν ὅσοι δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ πράξουν τοῦτο, ἤ, ἂν δὲν ἔχ η τοιαύτην ὑλικὴν ἰσχύν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κυβερν ᾶ; Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ὁ βασιλεὺς κατέχ η τὴν ἀρετὴν νὰ κυβερν ᾶ συμφώνως πρὸς τοὺς ἰσχύοντας νόμους, μὴ προβαίνων εἰς οὐδεμίαν ἐνέργειαν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας ἀντίθετον πρὸς τὸν νόμον, παρὰ ταῦτα ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχ η αὐτὸς (ὁ βασιλεύς) μίαν δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ δύναται νὰ διαφυλάξ η τοὺς νόμους ἐν ἰσχύι. Ισως μὲν λοιπὸν δὲν εἶναι δύσκολον νὰ προσδιορίσωμεν τὰ κατὰ τὸ θέμα τοῦτο τῆς δυνάμεως, τὴν ὁποίαν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ ἔχ η ὁ βασιλεύς. Πρέπει δηλαδὴ αὐτὸς νὰ ἔχ η μὶαν ὑλικὴν ἰσχύν, νὰ εἶναι δὲ τόση εἰς μέγεθος ἡ ἰσχύς του, ὥστε νὰ εἶναι αὕτη ἰσχυροτέρα μὲν τῆς ἰσχῦος ἑκάστου, καὶ ὅταν εἶναι εἷς μόνος καὶ ὅταν εἶναι περισσότεροι μαζί, νὰ εἶναι ὅμως κατωτέρα ἀπὸ τὴν δύναμιν ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ καθὼς ἀκριβῶς οἱ παλαιοὶ παρεῖχον τὴν σωματοφυλακὴν ὁσάκις ἐγκαθίδρυον κἄποιον ὡς ἄρχοντα τῆς πόλεως, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζον αἰσυμνήτην ἢ τύραννον, καὶ καθὼς κἄποιος κάτοικος τῶν Συρακουσῶν συνεβούλευε τους ἄλλους Συρακουσίους νὰ δώσουν εἰς τὸν Διονύσιον, ὁ ὁποῖος ἐζήτει σωματοφύλακας, τόσους 180 μόνον Δηλαδὴ τόσους σωματοφύλακας, ὅσοι θὰ ἦσαν ἀρκετοί, διὰ νὰ ὑπερέχ η μὲν κατὰ δύναμιν ὁ Διονύσιος ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν ἑνὸς ἢ περισσοτέρων ἐκ τῶν πολιτῶν, νὰ εἶναι ὅμως ἀσθενέστερος τοῦ ὅλου πλήθους τῶν Συρακουσίων Χωρὶς νὰ λαμβάν η ὑπ ὄψει τοὺς νόμους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕNΔΕΚΑΤΟΝ Περὶ τῆς παμβασιλείας ἢ τῆς ἀπολύτου μοναρχίας καὶ τοῦ νόμου. 16. Επέστη τώρα ἡ ὥρα νὰ κάμωμεν λόγον περὶ ἐκείνου του βασιλέως, ὁ ὁποῖος προβαίνει εἰς πᾶσαν ἐνέργειαν συμφώνως πρὸς τὴν ἰδικήν του θέλησιν (ἐξ ἰδίας θελήσεως) 181, καὶ νὰ ἐξετάσωμεν ἤδη τὸ θέμα τοῦτο. Διότι ὁ βασιλεύς, περὶ τοῦ ὁποίου λέγεται, ὅτι κυβερν ᾶ συμφώνως πρὸς τὸν νόμον, δὲν εἶναι, καθὼς εἴπομεν ἀνωτέρω εἶδος πολιτεύματος διό
93 182. Η Eπίδαμνος ἦτο ἑλληνικὴ πόλις ἐπὶ τῶν ἀκτῶν τῆς Ιλλυρίας, ἡ ὁποία βραδύτερον μετωνομάσθη Δυρράχιον. Hτο ἀποικία τῶν Κορινθίων καὶ τῶν Κερκυραίων Ο Ο π ο ῦ ς ἦτο ἡ ἀρχαία πρωτεύουσα τῶν λεγομένων Οπουντίων Λοκρῶν, ἡ ὁποία ἔκειτο πλησίον τοῦ Οπουντίου κόλπου (κόλπου τῆς Αταλάντης) Ο Αριστοτέλης τὴν λέξιν ν ομοφύλακες (φύλακες, φρουροί τῶν νόμων) λαμβάνει ἐνταῦθα ὑπὸ τὴν κυρίαν λεκτικὴν σημασίαν, ὄχι ὡς πολιτικὸν ἀξίωμα. Εἰς τὰς ἀρχαίας ὅμως δημοκρατίας ὑπῆρχον καὶ οἱ ἄρχοντες ὀνομαζόμενοι ν ο μ ο φ ύ λ α κ ε ς, τῶν ὁποίων ἔργον ἦτο ἡ ἐπιτήρησις τῆς ἀκριβοῦς ἐκτελέσεως τῶν νόμων. Υπῆρχε προσέτι τὸ ἀξίωμα τοῦ νομοφύλακος καὶ εἰς τὰ ἀριστοκρατικὰ πολιτεύματα ὡς κἄποια ἰδιαιτέρα πολιτικὴ ἀρχή. τι εἰς τὰ παντὸς εἴδους πολιτεύματα εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχ η ἰσόβιος στρατηγία, ὁμοίως δηλαδὴ εἰς τὸ δημοκρατικὸν πολίτευμα καὶ εἰς τὸ ἀριστοκρατικόν, καὶ εἰς πολλὰς πόλεις διορίζουν πράγματι ἕνα μόνον ἄνδρα ὡς κύριον τῆς διοικήσεως τοιούτου εἴδους ἀρχὴ ὑπάρχει πράγματι καὶ εἰς τὴν Επίδαμνον 182, ἐπίσης δὲ εἰς τὸν Οποῦντα 183 ἀλλὰ μὲ ὀλιγώτερα κατά τι δικαιώματα περὶ τῆς καλουμένης ὅμως παμβασιλείας (τῆς ἀπολύτου μοναρχίας), ἡ ὁποία εἶναι πολίτευμα, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον κυβερν ᾶ τὰ πάντα κατὰ τὴν ἰδικήν του θέλησιν ὁ βασιλεύς, μερικοὶ ἔχουν τὴν γνώμην, ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνον πρὸς τὴν φύσιν (πρὸς τὸ ἐκ φύσεως δίκαιον) τὸ νὰ εἶναι κύριος πάντων τῶν πολιτῶν εἷς μόνος, εἰς ἂς περιπτώσεις ἡ πόλις ἔχει συσταθ ῆ ἐξ ὁμοίων κατὰ τὴν φύσιν πολιτῶν διότι εἰς τοὺς ἐκ φύσεως ὁμοίους ὑπάρχει κατ ἀνάγκην συμφώνως πρὸς τὴν φύσιν τὸ αὐτὸ δίκαιον καὶ ἡ αὐτὴ ἀξία, κατ ἀκολουθίαν ἐὰν βεβαίως τὸ νὰ ἔχουν οἱ ἄνισοι κατὰ τὸ σῶμα ἴσην τροφὴν ἢ ἐνδυμασίαν εἶναι ἐπιβλαβὲς εἰς τὴν σωματικήν των ὑγείαν, τοιουτοτρόπως ἔχουν τὰ πράγματα καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα καθ ὅμοιον λοιπὸν τρόπον καὶ ἡ ἀνισότης εἶναι ἐπιβλαβὴς εἰς τοὺς ἴσους διὰ τὸν λόγον τοῦτον οὐδόλως περισσότερον εἶναι δίκαιον τὸ ἄρχειν ἀπὸ τὸ ἄρχεσθαι, ἐπίσης δὲ δίκαιον εἶναι καὶ τὸ κατ ἐπιμερισμὸν (κατὰ ἀμοιβαίαν ἐναλλαγήν) ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι. Τοῦτο δὲ κατέστη πλέον νόμος διότι ἡ κανονικὴ διευθέτησις τῶν πολιτικῶν πραγμάτων εἶναι νόμος. Τὸ νὰ ἄρχ η λοιπὸν ὁ νόμος εἶναι μάλλον προτιμότερον παρὰ νὰ ἄρχ η εἷς μόνος οἱοσδήποτε πολίτης, συμφώνως δὲ πρὸς τὸν ἴδιον τοῦτον συλλογισμόν, καὶ ἂν ὑπάρχουν μερικοὶ δυνάμενοι νὰ ἄρχουν καλύτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτοὺς πρέπει νὰ διορίσωμεν φύλακας 184 (φρουρούς) τῶν νόμων καὶ ὑπηρέτας εἰς τοὺς νόμους διότι εἶναι πράγματι ἀναγκαῖον νὰ ὑπάρχουν μερικαὶ ἀρχαί, ἀλλὰ λέγουν (ὀρθῶς), ὅτι δὲν εἶναι δίκαιον νὰ εἶναι μόνος ἄρχων ὁ εἷς τῶν πάντων, ἐνῶ πάντες οἱ ἄλλοι εἶναι ὅμοιοι πρὸς αὐτὸν τὸν
94 185. Νὰ εἶναι πολῖται ὑποτεταγμένοι εἰς τὸν νόμον, ὡς κυρίαρχον πάντων Πολὺ χαρακτηριστικῶς ὁ Αριστοτέλης καὶ προσφυῶς παραβάλλει τὰς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς θηρίον (διότι ὅπως εἶναι δύσκολον νὰ δαμασθ ῆ ἓν θηρίον, ἢ μάλλον καθὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑποταχθ ῆ ἓν θηρίον, ἀκόμη καὶ δαμαζόμενον, εἰς τὴν λογικήν, τῆς ὁποίας στερεῖται παντελῶς, τοιουτοτρόπως καὶ αἱ ἐπιθυμίαι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνυπότακτοι εἰς τὸν λόγον καὶ παραμένουν θηριώδεις. Παρομοίαν χαρακτηριστικὴν εἰκόνα τῶν ἐπιθυμιῶν παρέχει ὁ Πλάτων. Εδῶ ἔχει θέσιν, καθὼς παρατηρεῖ ὁ Κοραῆς, καὶ τὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Βίαντος, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑπτὰ σοφῶν, «ἀ ρ χ ὴ ἄ νδρα δείξει» (=ἡ ἀρχὴ ἡ ἄσκησις τῆς ἐξουσίας θὰ ἀποκαλύψ η τὴν ἀξίαν τοῦ ἄρχοντος), τὸ ὁποῖον ἐπαινεῖ ὁ Αριστοτέλης εἰς τὰ «Ηθ ι κ ὰ Ν ι - κομάχεια». ἕνα. Αλλὰ ἐκτὸς τούτων ὅσα βεβαίως φαίνεται, ὅτι δὲν δύναται νὰ προσδιορίζ η ὁ νόμος, ταῦτα οὔτε ὁ εἷς ἄνθρωπος μόνος θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γνωρίζ η. Αλλὰ ὁ νόμος μετὰ τὴν ἐκπαίδευσιν πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον 185 τῶν πολιτῶν ἀναθέτει τὰ ἄλλα νὰ κρίνουν καὶ νὰ διακανονίζουν οἱ ἄρχοντες συμφώνως πρὸς τὴν περισσότερον δικαίαν κρίσιν. Προσέτι ὁ νόμος ἐπιτρέπει τὴν ἐπανόρθωσιν τῶν ἀτελειῶν εἰς ὅ,τι ἤθελε φαν ῆ ἐκ τῆς δοκιμασίας, ὅτι εἶναι καλύτερον ἀπὸ τὰ ἰσχύοντα. Ο προστάσσων λοιπὸν νὰ ἄρχ η ὁ νόμος φαίνεται, ὅτι προστάσσει νὰ ἄρχουν ὁ θεὸς καὶ ὁ νοῦς μόνοι αὐτοί, ὁ προστάσσων ὅμως νὰ ἄρχ η εἷς ἄνθρωπος μόνος προσθέτει ὡς συνάρχοντα καὶ ἓν θηρίον (ἄγριον ζ ῶον) διότι καὶ αἱ ἐπιθυμίαι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κἄτι παρόμοιον πρὸς θηρίον, καὶ ἡ ὀργὴ διαφθείρει καὶ τοὺς ἀρίστους ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι ἄρχοντες 186. Διὰ τοῦτο ὁ νόμος εἶναι νοῦς 187 μὴ κυριαρχούμενος, καθὼς ὁ ἄνθρωπος, ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας. Τὸ δὲ παράδειγμα περὶ τῶν τεχνῶν 188 φαίνεται, ὅτι εἶναι ψευδὲς (εἶναι ἀνεφάρμοστον), ὅτι δηλαδὴ ἡ κατὰ γραπτοὺς κανόνας ἄσκησις τῆς ἰατρικῆς, δὲν εἶναι ὀρθή, ἀλλὰ εἶναι προτιμότερον νὰ χρησιμοποιοῦν τοὺς ἀσκοῦντας τὴν ἰατρικὴν τέχνην. Διότι οἱ μὲν ἰατροὶ οὐδὲν πράττουν κατὰ τὴν ἄσκησιν τῆς τέχνης των ἀντίθετον πρὸς τὰ ὑπαγορευόμενα ὑπὸ τοῦ λόγου ἕνεκα φιλίας πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ἀφοῦ καταστήσουν ὑγιεῖς τοὺς ἀσθενεῖς λαμβάνουν τὴν ἀμοιβὴν διὰ τὴν θεραπείαν οἱ διαχειριζόμενοι ὅμως τὰς πολιτικὰς ἐξουσίας προβαίνουν πολλάκις εἰς πράξεις, αἱ ὁποῖαι γίνονται ἀφ ἑνὸς μὲν πρὸς ὕβριν τῶν ἐχθρῶν ἀφ ἑτέρου δὲ πρὸς εὐχαρίστησιν τῶν φίλων διότι προσέτι οἱ συγγενεῖς τοῦ ἀσθενοῦς, 187. Η λέξις ν ο ῦ ς ἔχει τὴν σημασίαν τῆς ἱκανότητος πρὸς τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι, ἀπηλλαγμένης ἀπὸ πᾶσαν ἔξωθεν ἐπιρροήν, εἶναι ἡ διάνοια ὡς διανοητικὴ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς Τὸ παράδειγμα τοῦτο εἰδικῶς περὶ τῆς ἰατρικῆς ἐχρησιμοποίησεν ὁ Αριστοτέλης ἀνωτέρω
95 189. Λέγων ὁ Αριστοτέλης μ έ σ ο ν καὶ μ ε σ ό τ η τ α ἐννοεῖ τὸ ἱστάμενον μεταξὺ δύο ἄκρων, τῆς ὑπερβολῆς δηλαδὴ καὶ τῆς ἐλλείψεως. Η μ ε σ ό τ η ς ὡς γενικὴ θεωρία ἀποτελεῖ τὴν βάσιν τῆς ἠθικῆς καὶ πολιτικῆς φιλοσοφίας τοῦ Αριστοτέλους. Λέγων δὲ ὁ Αριστοτέλης ἐνταῦθα, ὅτι ὁ νόμος εἶναι μεσότης ἄγεται εἰς τὸ συμπέρασμα τοῦτο ἐξ ὅσων εἶπεν ἀνωτέρω περὶ τοῦ νόμου. Κατὰ τὰ λεχθέντα λοιπὸν ὑπὸ τοῦ Αριστοτέλους ὁ νόμος ὡς γραπτὸς κανὼν (ἢ τὸ ἔ θ ο ς, ὅπως θὰ εἴπ η κατωτέρω τὸν ἄγραφον νόμον) προσδιορίζει πάντα τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν πολιτικὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων κατὰ ἀπόλυτον τρόπον, ὅσα ὅμως φαίνεται, ὅτι ὁ νόμος δὲν προσδιορίζει, ταῦτα ὁ ἴδιος ὁ νόμος ἐκπαιδεύσας καταλλήλως τοὺς ἀνθρώπους ἀνέθεσε νὰ κρίνουν αὐτοὶ κατὰ τὴν ὀρθὴν κρίσιν («τ ῆ δικαιοτάτ η γνώμ η») ἐπὶ πλέον ἐπέτρεψε καὶ τὴν διόρθωσιν καὶ βελτίωσιν ὅσων ἐκ τῶν ἰσχυόντων δὲν εἶναι ὀρθά. Eπομένως ἡ μεσότης τοῦ νόμου ἢ ὁ νόμος ὡς μεσότης ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ νόμου (ὡς γραπτοῦ κανόνος, ἢ ὡς ἔθους ἀγράφου νόμου) τοῦ ἀπο- ὅταν ὑποψιάζωνται, ὅτι οἱ ἰατροὶ δωροδοκηθέντες ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἀποβλέπουν εἰς τὴν φθορὰν τῆς ὑγείας τοῦ ἀσθενοῦς, τότε θὰ ἠδύναντο νὰ ἀπαιτήσουν νὰ γίν η ἡ θεραπεία συμφώνως μάλλον πρὸς τοὺς γραπτοὺς κανόνας τῆς ἰατρικῆς. Αλλὰ παρὰ ταῦτα οἱ ἰατροί, ὅταν ἀσθενοῦν, προσκαλοῦν εἰς τὰς οἰκίας των ἄλλους ἰατρούς, ἐπίσης δὲ καὶ οἱ γυμνασταί, ὅταν γυμνάζωνται οἱ ἴδιοι, χρησιμοποιοῦν ἄλλους γυμναστάς, διότι δὲν δύνανται οἱ ἴδιοι νὰ διακρίνουν μόνοι των τὴν ἀλήθειαν λόγ ω τοῦ ὅτι πρόκειται νὰ κρίνουν περὶ τῶν ἰδικῶν των ὑποθέσεων καὶ διότι εὑρίσκονται εἰς πάθος. Κατ ἀκολουθίαν εἶναι προφανές, ὅτι οἱ ἐπιδιώκοντες τὸ δίκαιον ἐπιδιώκουν τὸ μέσον (τὴν μεσότητα) διότι ὁ νόμος εἶναι ἡ μεσότης 189. Ακόμη ὅμως περισσότερον ἔγκυροι ἀπὸ τοὺς γραπτοὺς νόμους εἶναι οἱ κατὰ τὰ ἔθη νόμοι (οἱ ἄγραφοι δηλαδὴ νόμοι), οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται καὶ εἰς σημαντικώτερα παρὰ οἱ γραπτοὶ νόμοι θέματα ὥστε ἐὰν ὁ ἄνθρωπος (ὁ εἷς ἄνθρωπος) εἶναι ἀσφαλέστερος, ὅταν ἄρχ η τῶν γραπτῶν νόμων, ἀλλὰ δὲν εἶναι, ὅταν ἄρχ η τῶν ἀγράφων νόμων. Αλλ ὅμως οὔτε πρὸς τούτοις εἶναι εὔκολον νὰ ἐπιβλέπ η πολλὰ ὁ εἷς, ὅταν εἶναι μόνος αὐτὸς ἄρχων θὰ ὑπάρξ η λοιπὸν ἀνάγκη νὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ὑπ αὐτοῦ (τοῦ ἑνὸς μόνου ἄρχοντος) διοριζόμενοι ἄλλοι ἄρχοντες κατ ἀκολουθίαν τι εἶναι προτιμότερον νὰ ὑπάρχ η εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦτο (νὰ διορίζωνται δηλαδὴ οἱ ἄρχοντες ἀπ εὐθείας ὑπὸ τῆς πόλε λύτως ἔχοντος καθ ἑαυτὸν καὶ τῶν ἀνθρώπων, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπιτρέπει ὁ νόμος μετὰ τὴν ἐκπαίδευσιν αὐτῶν ὑπ αὐτοῦ νὰ κρίνουν περὶ ὅσων δὲν διαλαμβάνει αὐτὸς καὶ νὰ ἐπιφέρουν βελτιώσεις εἰς ὅσα ἐκ τῆς δοκιμασίας καὶ τῆς πείρας διαπιστώνουν, ὅτι δὲν ἔχουν καλῶς. Διὰ τοῦτο ὁ Αριστοτέλης ἐκάλεσε κατά τινα τρόπον τὸν νόμον θεόν, ὁ ὁποῖος προσκύπτει εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὡσὰν εἰς θηρία διότι κατέχονται ὑπὸ θηριωδῶν ἐπιθυμιῶν, τὰς ὁποίας ἐπιχειρεῖ ὁ νόμος νὰ δαμάσ η καὶ νὰ ὑποτάξ η εἰς ἑαυτὸν ὡς νοῦν.
96 190. Εἶναι ἑπομένως δικαιότερον νὰ ἄρχουν ἀπὸ κοινοῦ οἱ δύο ἐξέχοντες ἄνδρες παρὰ ὁ εἷς μόνος Η φράσις ἀνήκει εἰς τὴν Ιλιάδα Ο στίχος οὗτος ἀνήκει ἐπίσης εἰς τὴν Ιλιάδα Εἰς τὴν βουλὴν ἢ τὴν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ ἢ εἰς οἱονδήποτε ἄλλο συλλογικὸν σῶμα. ως) ἢ αὐτὸς ὁ εἷς μόνος ἄρχων νὰ διορίζ η τοὺς ἄλλους ἄρχοντας κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον; Προσέτι, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον καὶ προηγουμένως ἔχει λεχθ ῆ, ἐὰν βεβαίως ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος εἶναι δίκαιον νὰ ἄρχ η, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, οἱ δύο ὅμως ἔξοχοι ἄνθρωποι εἶναι καλύτεροι τοῦ ἑνὸς μόνου 190 διότι αὐτὴν πράγματι τὴν σημασίαν ἔχει ἡ φράσις: «ὅταν δύο ὁμοῦ συμβαδίζουν» 191, ἐπίσης δὲ καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Αγαμέμνονος «εἴθε νὰ εἶχον δέκα παρομοίους συμβούλους» 192. Εχουν ὅμως καὶ τώρα τὴν ἐξουσίαν ὡρισμέναι πολιτικαὶ ἀρχαὶ νὰ λαμβάνουν ἀποφάσεις περὶ μερικῶν θεμάτων, καθὼς οἱ δικασταί, ἐν σχέσει πρὸς ὅσα ὁ νόμος ἀδυνατεῖ νὰ καθορίσ η ἐπειδὴ ὡς πρὸς ὅσα ὁ νόμος δύναται νὰ καθορίζ η, οὐδεὶς ἔχει ἀντίρρησιν, ὅτι περὶ αὐτῶν ὁ νόμος δὲν θὰ καθορίσ η καὶ δὲν θὰ ἀποφασίσ η κατὰ τρόπον ἄριστον. Αλλὰ ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸν ἄλλα μὲν νὰ περιέχωνται εἰς τοὺς νόμους, ἄλλα ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ περιέχωνται, αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλουν νὰ διαπορ ῆ τις καὶ νὰ ἀναζητ ῆ ποῖον ἐκ τῶν δύο εἶναι προτιμότερον, νὰ ἄρχ η ὁ ἄριστος νόμος ἢ ὁ ἄριστος ἀνὴρ μόνος διότι περὶ τῶν θεμάτων, περὶ τῶν ὁποίων συσκέπτονται 193, εἶναι ἐκ τῶν ἀδυνάτων νὰ γίν η νόμος. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀντίρρησις περὶ τούτου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ εἶναι κατ ἀνάγκην ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ κρίν η (καὶ θὰ ἀποφασίσ η) περὶ τῶν τοιούτων θεμάτων, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀντίρρησις, ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἶναι εἷς μόνον ἀλλὰ πολλοί. Διότι ἕκαστος ἄρχων, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκπαιδευθῆ ὑπὸ τοῦ νόμου, κρίνει καλῶς, θὰ ἐφαίνετο ὅμως ἴσως, ὅτι εἶναι παράλογον, ἐὰν τὶς ἔλεγε, ὅτι δύναται μόνος καθ ὃν χρόνον κρίνει (εἶναι κριτής) νὰ ἵδ η καλύτερον μὲ τοὺς δύο ὀφθαλμούς του καὶ νὰ ἀκούσ η καλύτερον μὲ τὰ δύο ὦτα του, ἐπίσης καὶ ὅταν ἐνεργ ῆ μόνος μὲ τοὺς δύο πόδας του καὶ τὰς δύο χεῖρας του, παρὰ οἱ πολλοὶ μὲ πολλά διότι καὶ τώρα οἱ μονάρχαι παρασκευάζουν εἰς τοὺς ἑαυτούς των πολλοὺς ὀφθαλμοὺς
97 194. Δι ὅσων λέγει ἐνταῦθα ὁ Αριστοτέλης ἀποβλέπει νὰ ἀποκλείσ η ἐντελῶς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου. 192 καὶ ὦτα πολλά, ἐπίσης δὲ καὶ χεῖρας καὶ πόδας διότι τοὺς φίλους τῆς ἰδικῆς των ἀρχῆς (τῆς μοναρχίας) καὶ τοὺς προσωπικούς των φίλους προσλαμβάνουν ὡς συνάρχοντας. Εὰν μὲν αὐτοὶ δὲν εἶναι φίλοι του, δὲν θὰ ἐνεργοῦν συμφώνως πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ μονάρχου ἐὰν ὅμως εἶναι φίλοι αὐτοῦ τοῦ ἰδίου μονάρχου καὶ τῆς μοναρχίας, (θὰ ἐνεργοῦν συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν τοῦ μονάρχου) ὁ δὲ φίλος εἶναι βεβαίως ἴσος καὶ ὅμοιος (πρὸς ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἀγαπᾶ), ὥστε ἐὰν ἔχ η ὁ μονάρχης τὴν γνώμην, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι οὗτοι ἄρχοντες, ἔχει ἐπίσης τὴν γνώμην ὅτι πρέπει νὰ ἄρχουν οἱ ἴσοι καὶ οἱ ὅμοιοι πρὸς αὐτόν. Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι σχεδὸν ὅσα διισχυρίζονται ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διαφιλονικοῦν ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς βασιλείας. 17. Αλλὰ ἴσως ταῦτα εἰς ἄλλας μὲν μερικὰς περιστάσεις ἔχουν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, εἰς ἄλλας ὅμως ἔχουν κατὰ διάφορον τρόπον. Διότι ὑπάρχει ἐκ φύσεως τὸ δεσποτικὸν (ἐκεῖνο δηλαδή, τὸ ὁποῖον ἔχει κλίσιν πρὸς τὴν δεσποτικὴν ἐξουσίαν) καὶ ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τὴν πόλιν, ἐπίσης δὲ ὑπάρχει καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ὅμως συμφώνως πρὸς τὴν φύσιν τὸ ρέπον πρὸς τὴν τυραννικὴν ἐξουσίαν, οὔτε ἐπίσης ὑπάρχουν κατὰ φύσιν ὅσα πολιτεύματα ἀποτελοῦν παρεκτροπὰς τῶν ἄλλων (ὀρθῶν) πολιτευμάτων διότι αἱ πολιτειακαὶ αὐταὶ παρεκτροπαὶ γίνονται παρὰ φύσιν. Αλλ ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν ἀνωτέρω κατέστη βεβαίως φανερόν, ὅτι εἰς τοὺς ὁμοίους καὶ τοὺς ἴσους οὔτε συμφέρον εἶναι οὔτε δίκαιον νὰ ὑπάρχ η εἷς μόνον κύριος πάντων, οὔτε εἰς τὴν περίπτωσιν καθ ἢν δὲν ὑπάρχουν νόμοι, ἀλλὰ αὐτὸς (ὁ εἷς) κυβερν ᾶ ὡς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος νόμος οὔτε εἰς ἣν περίπτωσιν ὑπάρχουν νόμοι οὔτε ὅταν αὐτὸς ὁ εἷς εἶναι ἔξοχος ἄνθρωπος καὶ κυβερν ᾶ ἐξόχους ἐπίσης ἀνθρώπους, οὔτε ὅταν αὐτὸς δὲν εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος καὶ κυβερν ᾶ μὴ ἀξιολόγους ἐπίσης ἀνθρώπους, οὔτε ἐὰν εἶναι ἀνώτερος τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἀξίαν, πλὴν μόνον κατὰ κἄποιον τρόπον 194. Ποῖος δὲ εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος, πρέπει 193
98 194 τώρα νὰ εἴπωμεν ἔχει ὅμως ἤδη γίνει καὶ προηγουμένως κἄποιος λόγος ἐν σχέσει πρὸς τὸ θέμα τοῦτο. Κατὰ πρῶτον λοιπὸν πρέπει νὰ καθορίσωμεν ποῖος λαὸς εἶναι κατάλληλος νὰ κυβερνᾶται ὑπὸ τῆς βασιλείας καὶ ποῖος κατὰ τὸ ἀριστοκρατικὸν πολίτευμα καὶ ποῖος κατὰ τρόπον πολιτικόν. Λαὸς λοιπὸν (δηλαδὴ πλῆθος ἀνθρώπων) κατάλληλος νὰ κυβερνᾶται ὑπὸ βασιλείας εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκ φύσεως τὴν ροπὴν νὰ ὑπομέν η τὴν κυριαρχίαν μιᾶς οἰκογενείας, ἡ ὁποία ὑπερέχει τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἱκανότητα νὰ ἔχ η τὴν πολιτικὴν ἡγεμονίαν κατάλληλος δὲ λαὸς νὰ κυβερνᾶται κατὰ τὸ ἀριστοκρατικὸν πολίτευμα εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκ φύσεως τὴν ροπὴν νὰ ὑπομέν η ἓν γένος (ἓν οἰκογενειακὸν δένδρον), τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἄρχεται κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων ὑπὸ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἱκανότητα εἶναι κατάλληλοι ὡς ἀρχηγοὶ διὰ τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν λαὸς δὲ κατάλληλος πρὸς πολιτικὸν βίον εἶναι ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐνυπάρχει ἐκ φύσεως ἓν πλῆθος πολιτῶν, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἄρχεται καὶ νὰ ἄρχ η συμφώνως πρὸς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος διαμοιράζει κατ ἀξίαν τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα εἰς τοὺς εὐπόρους. Οταν λοιπὸν συμβ ῆ ἢ ἓν ὁλόκληρον οἰκογενειακὸν δένδρον ἢ εἷς μόνος ἐκ τῶν ἄλλων πολιτῶν νὰ ὑπάρξ η κατὰ τὴν ἱκανότητα τόσον ἀνώτερος, ὥστε νὰ ὑπερτερ ῆ ἡ ἱκανότης αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἱκανότητα πάντων τῶν ἄλλων, τότε εἶναι βεβαίως δίκαιον νὰ ἔχ η ἡ οἰκογένεια αὕτη τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ νὰ εἶναι κυρίαρχος πάντων, ἐπίσης εἶναι δίκαιον νὰ εἶναι βασιλεὺς ὁ εἷς αὐτὸς (ὁ ὁποῖος ὑπερέχει πάντων τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἱκανότητα). Διότι, καθὼς ἔχει λεχθ ῆ προηγουμένως, ὄχι μόνον τοιουτοτρόπως τακτοποιοῦνται τὰ πράγματα συμφώνως πρὸς τὸ δίκαιον, τὸ ὁποῖον συνηθίζουν νὰ προβάλλουν οἱ ἱδρύοντες (οἱ ἐγκαθιστῶντες) τὰ πολιτεύματα, δηλαδὴ καὶ οἱ ἐγκαθιδρύοντες τὰ ἀριστοκρατικὰ πολιτεύματα καὶ τὰ ὀλιγαρχικὰ καὶ ἐξ ἀντιθέτου οἱ ἐγκαθιδρύοντες τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα διότι ὅλοι 195
99 ἔχουν τὴν ἀξίωσιν (νὰ ἄρχουν) βασιζόμενοι εἰς κἄποιαν ὑπεροχὴν τῆς αὐτῆς ἰδιότητος ἀλλὰ καὶ συμφώνως πρὸς τὸ λεχθὲν ἀνωτέρω. Δὲν εἶναι δηλαδὴ πρέπον οὔτε νὰ φονεύουν ἢ νὰ ἐκδιώκουν ἐκ τῆς χώρας οὔτε νὰ ἐξορίζουν βεβαίως τὸν τοιοῦτον ἄνδρα, οὔτε ἐπίσης νὰ ἔχουν τὴν ἀξίωσιν νὰ κυβερνᾶται ὑπὸ τῶν ἄλλων (ὁ τοιοῦτος ἀνήρ) ἀναλογικῶς (κατ ἀναλογίαν πρὸς τὸ μέρος τῆς ἐξουσίας, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τοὺς ἄλλους) διότι δὲν εἶναι φυσικὸν νὰ ὑπερέχ η τὸ μέρος τοῦ ὅλου, εἰς δὲ τὸν ἔχοντα τόσον μεγάλην ὑπεροχὴν ἀπὸ τοὺς ἄλλους τοῦτο συμβαίνει 195. Κατὰ ταῦτα τὸ μόνον, τὸ ὁποῖον ἀπομένει νὰ γίν η εἶναι τὸ νὰ ὑπακούουν πάντες οἱ ἄλλοι εἰς τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς κυρίαρχος ὄχι βεβαίως μερικῶς ἀλλὰ γενικῶς. Εν σχέσει λοιπὸν πρὸς τὴν βασιλείαν, ποῖα δηλαδὴ εἶναι τὰ διάφορα εἴδη αὐτῆς, καὶ ἐὰν δὲν συμφέρ η αὕτη εἰς τὰς πόλεις ἢ συμφέρ η, καὶ εἰς ποίας πόλεις συμφέρει ἢ δὲν συμφέρει, καὶ κατὰ ποῖον τρόπον, ἂς θεωρηθοῦν ἀρκετὰ ὅσα προσδιωρίσθησαν, κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον Δηλαδὴ ὁ ὑπερέχων παρὰ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα ἢ κατά τινα ἄλλην ἀρετὴν ἔχει σχέσιν πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι κατέχουν ἐν μέρει μόνον τὴν ἱκανότητα ταύτην οἵαν σχέσιν ἔχει τὸ ὅλον πρὸς τὸ μέρος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ Περὶ τοῦ ἀρίστου πολιτεύματος. 18. Επειδὴ δὲ εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι τρία εἶναι τὰ ὀρθὰ πολιτεύματα, ἐκ δὲ τούτων τῶν τριῶν ἄριστον εἶναι τὸ διεπόμενον (διοικούμενον) ὑπὸ τῶν ἀρίστων πολιτῶν, τοιοῦτον δὲ εἶναι τὸ πολίτευμα, εἰς τὸ ὁποῖον συμβαίνει ἢ εἷς μόνος νὰ ὑπερέχ η κατὰ τὴν πολιτικὴν ἱκανότητα πάντων τῶν ἄλλων ἢ μία ὁλόκληρος οἰκογένεια ἢ ἓν πλῆθος πολιτῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι μὲν δύνανται νὰ ἄρχωνται, ἄλλοι δὲ νὰ ἄρχουν, πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν περισσότερον ἀπὸ ὅλους ἐπιθυμητὴν ζωήν ἐπειδὴ δὲ κατεδείχθη προσέτι δι ὅσων εἴπομεν κατ ἀρχὰς ἀνωτέρω, ὅτι ὁ (ἔξοχος) ἄνθρωπος καὶ ὁ πολίτης τῆς ἀρίστης πόλεως ἔχουν κατ
100 ἀνάγκην τὴν ἰδίαν ἀρετήν, καθίσταται ἐκ τούτων φανερὸν ὅτι κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ διὰ τῶν αὐτῶν μέσων καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται σπουδαῖος καὶ δύναταί τις νὰ καταστήσ η μίαν πόλιν μὲ ἀριστοκρατικὸν ἢ βασιλικὸν πολίτευμα κατ ἀκολουθίαν καὶ ἡ παιδεία καὶ τὰ ἔθη (οἱ ἄγραφοι νόμοι) τὰ καθιστῶντα ἕνα ἄνδρα (ἄνθρωπον) σπουδαῖον καὶ τὰ καθιστῶντα ἕνα πολίτην κατάλληλον διὰ τὴν πόλιν καὶ διὰ τὸ βασιλικὸν πολίτευμα εἶναι τὰ αὐτά. Αφοῦ δὲ ἔχουν καθορισθῆ αὐτά, πρέπει ἤδη νὰ ἐπιχειρήσωμεν νὰ κάμωμεν λόγον περὶ τοῦ ἀρίστου πολιτεύματος, κατὰ ποῖον δηλαδὴ τρόπον παράγεται ἐκ φύσεως καὶ πῶς ἐγκαθίσταται. Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη ὁ μέλλων νὰ κάμ η περὶ αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος (δηλαδὴ τοῦ ἀρίστου) τὴν ἁρμόζουσαν ἐξέτασιν Η τελευταία αὕτη ἀτελὴς περίοδος διαγράφεται ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτὴν τοῦ Αριστοτελικοῦ κειμένου, διότι ὑπάρχει καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑβδόμου βιβλίου, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Αριστοτέλης κάμνει λόγον περὶ τοῦ ἀρίστου πολιτεύματος
APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TOMOΣ Γ
APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TOMOΣ Γ APIΣTOTEΛOYΣ ΠOΛITIKA TΟΜΟΣ Γ (BIBΛIA Δ -E ) Mετάφρασις-Σημειώσεις: Σπυρίδων X. Mαγγίνας Tίτλος: Aριστοτέλους Πολιτικά Γ Mετάφρασις-Σημειώσεις: Σπυρίδων X. Mαγγίνας Eκδ σεις:
ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7
ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7 ΚΕΙΜΕΝΟ α) Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Γ 1, 1-2 Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι,
ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η
ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΟΤΗΤΑ 4η 15. Bούλομαι δὲ καὶ ἃς βασιλεῖ πρὸς τὴν πόλιν συνθήκας ὁ Λυκοῦργος ἐποίησε διηγήσασθαι: μόνη γὰρ δὴ αὕτη ἀρχὴ διατελεῖ οἵαπερ ἐξ ἀρχῆς κατεστάθη: τὰς δὲ ἄλλας πολιτείας εὕροι
ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 3 Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Αριστοτέλη «Πολιτικά»
Ελευθερίου Βενιζέλου 237, Γάζι Τηλ./Fax: 2810 823411 email: syxekp@gmail. com www.syekp.gr Βρέντζου Μαρία, Φιλόλογος ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλη «Πολιτικά»
Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 28 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5) Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Διδαγμένο κείμενο Α1. Εναντίον βέβαια, των δημοκρατικών πόλεων (πολεμάτε) ή για ιδιωτικές
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)
53 Χρόνια ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΑΒΒΑΪΔΗ-ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Φιλολάου & Εκφαντίδου 26 : Τηλ.: 2107601470 ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2013 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά,
Διδαγμένο κείμενο. Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)
Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12) Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν
44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης
44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης ΣΑΒΒΑΪ Η ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Χρυσοστόµου Σµύρνης 3 : 210/76.01.470 210/76.00.179 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους,
ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ (Ἀπόσπασµα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου)
ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ (Ἀπόσπασµα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) Εἰς τάς 10 Ἰουνίου ἐ.ἔ. συνεδρίασεν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας. Τό θέµα τῆς συζητήσεως
Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΥΤΕΡΑ 29 ΜΑΪΟΥ 2006 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5) Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους
Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014
Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 17 Μαΐου 2014 Το Κοινωνικό παιχνίδι 7 Σοφοί: ενεργειακοί δίαυλοι και βέλτιστη ροή, γιατί η ανθρωποενέργεια είναι πιο σημαντική από το πετρέλαιο
Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου Ενότητα 4: Η Πολιτεία των Λακεδαιμονίων Παπακωνσταντίνου Καλλιόπη Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ο λόγος που ο Αριστοτέλης μελέτησε την έννοια της αρετής στα Ηθικά Νικομάχεια είναι γιατί αυτή αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο για την ευδαιμονία του ατόμου αλλά και ολόκληρης
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Αριστοτέλους «Πολιτικά» Τῷ περί πολιτείας
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 6
1 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 6 Α. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από
ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6
ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6 Α Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλης, Πολιτικά, επιλογή από 1274b32
Εὐκλείδεια Γεωµετρία
Εὐκλείδεια Γεωµετρία Φθινοπωρινὸ Εξάµηνο 010 Καθηγητὴς Ν.Γ. Τζανάκης Μάθηµα 9 ευτέρα 18-10-010 Συνοπτικὴ περιγραφή Υπενθύµιση τοῦ Θεωρήµατος τοῦ Θαλῆ. εῖτε καὶ ἐδάφιο 7.7 τοῦ σχολικοῦ ϐιβλίου. Τονίσθηκε,
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ἤ 01ο (01-52) 01-05 Ὁ Λόγος εἶναι Θεὸς καὶ ημιουργὸς τῶν πάντων Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος. Αὐτὸς ἦταν στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα.
Β1. Ποια είναι η δομή του συλλογισμού, με τον οποίο ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη ως την τελειότερη μορφή κοινωνίας;
1 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ 2013 ΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΟΤΗΤΑ 11 ΚΕΙΜΕΝΟ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ) Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι μια κοινότητα και κάθε κοινότητα έχει συσταθεί
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ http://edu.klimaka.gr ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΠΑΛ (ΟΜΑ ΑΣ Β ) ΠΕΜΠΤΗ 27 ΜΑΪΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1988 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις
Κ.Δ.Π. 186/88 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. 2337 της 15ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1988 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις Αριθμός 186 Οι περί Ανακουφίσεως Παθόντων
ΚΕΙΜΕΝΑ. Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
ΚΕΙΜΕΝΑ Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή Ἀλλ' ἐπεὶ τῶν πολεμίων ὁ στόλος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν προσφερόμενος τοὺς πέριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν. Ἔνθα δὴ
ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
9 Ιουνίου 2016 ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Απαντήσεις Θεμάτων Επαναληπτικών Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων και Εσπερινών Γενικών Λυκείων (Νέο & Παλιό Σύστημα) Α.1 Για όποιον εξετάζει
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αποσπάσματα
http://hallofpeople.com/gr/bio/aristotles.php ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αποσπάσματα ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ποιος πρέπει, άραγε, να κυβερνά; [ ] Ποιος πρέπει, άραγε, να κυβερνά; Ο λαός; Οι πλούσιοι; Οι γενικής αποδοχής, Ο ικανότερος;
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Α. Επειδή, όµως, η πόλη ανήκει
Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά
13η Κυριακή Λουκᾶ (Λκ. 18, 18 27) 26 Νοεμβρίου 2017 «...πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς,...καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά μάθει τόν τρόπο τῆς σωτηρίας
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν». «Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των
ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
5 Σεπτεμβρίου 2017 ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Απαντήσεις Θεμάτων Επαναληπτικών Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων & Εσπερινών Γενικών Λυκείων Α.1 Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό
Α. Διδαγμένο κείμενο : Πολιτικά Αριστοτέλους ( Α2,15-16) &( Γ1, 1-2/3-4/6/12 )
Διαγώνισμα Αρχαία Ελληνικά γ λυκείου Α. Διδαγμένο κείμενο : Πολιτικά Αριστοτέλους ( Α2,15-16) &( Γ1, 1-2/3-4/6/12 ) Είναι φυσική λοιπόν η τάση του ανθρώπου να συνυπάρχει μαζί με άλλους σε μια τέτοια κοινωνία.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 5 Ετυμολογικά 1. Να κατατάξετε τα παρακάτω ουσιαστικά σε μια από τις κατηγορίες που δίνονται στην παρένθεση (παρώνυμα, εθνικά, πατρωνυμικά): σκαπανεύς, Ἀβδηρίτης, Ἀτρείδης, Θηβαῖος, δεσμώτης, Κυψελίδης,
Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.
44 Μήνας Μάρτιος 2019. Κυριακή 3 Μαρτίου 2019. Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω. Ματθ. 25, 31 46. «...δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ.
Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας
ΓΕΛ Ελευθερούπολης, Πέμπτη 7-2-2013 3 ο ΓΕΛ Καβάλας, Πέμπτη 14-2-2013 Δρ Κωνσταντίνα Κηροποιού Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Καβάλας Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ
ΕΝΟΣΗΣΑ 2 1. Να συμπληρώσετε τα κενά με τα παραθετικά των επιθέτων και των επιρρημάτων που βρίσκονται στην παρένθεση. - Τὸ σῴζειν τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι (χαλεπόν, συγκρ.). - Τῶν ἀνδρῶν ἐπολέμησαν αἱ γυναῖκες
Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )
Διαγώνισμα Αρχαία Ελληνικά Γ Λυκείου Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 ) Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς
ΕΝΟΤΗΤΑ 11 ΕΝΟΤΗΤΑ 12
ΕΝΟΤΗΤΑ 11 Επειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Διδαγμένο κείμενο: Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (Β3 1-2
1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΟ
Εὐκλείδεια Γεωµετρία
Εὐκλείδεια Γεωµετρία Φθινοπωρινὸ Εξάµηνο 2010 Καθηγητὴς Ν.Γ. Τζανάκης Μάθηµα 14 22-11-2010 Συνοπτικὴ περιγραφή Πρόταση τῆς έσµης Εὐθειῶν. Εστω ὅτι τὰ σηµεῖα, καὶ, εἶναι τέτοια ὥστε οἱ εὐθεῖες και εἶναι
Κριτήριο αξιολόγησης στα Αρχαία Ελληνικά Κατεύθυνσης Γ Λυκείου
Κριτήριο αξιολόγησης στα Αρχαία Ελληνικά Κατεύθυνσης Γ Λυκείου Β1. Σε αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει τον πρώτο ορισμό της έννοιας «πόλις» στα Πολιτικά. Συγκεκριμένα, το προσεχές της
Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2
Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2 1) Συγκριτική δραστηριότητα (Σπάρτη - Αθήνα): Κατάρτιση πίνακα στον οποίο να καταγράφονται ομοιότητες και διαφορές του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Συγκριτικός
Θεωρία Συνόλων - Set Theory
Θεωρία Συνόλων - Set Theory Ἐπισκόπηση γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν Πρωτοετῶν Φοιτητῶν τοῦ Τµήµατος Διοίκησης, στὸ µάθηµα Γενικὰ Μαθηµατικά. Ὑπὸ Γεωργίου Σπ. Κακαρελίδη, Στὸ Τµῆµα Διοίκησης ΤΕΙ Δυτικῆς Ἑλλάδος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΰττ" Άρ. 734 της 30ης ΙΟΥΝΙΟΥ Διοικητικάi Πράξεις καΐ Γνωστοποιήσεις
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΰττ" Άρ. 734 της 30ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1969 Διοικητικάi Πράξεις καΐ Γνωστοποιήσεις Αριθμός 545 Οί περί Ταμείου Βοηθείας Ζημιωθέντων (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Διδαγμένο κείμενο ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΟΔΙΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Διδαγμένο κείμενο 17-18 ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΟΔΙΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Α. Εναντίον όμως των
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ. ΤΡΙΤΗ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ. ΤΡΙΤΗ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Διδαγμένο κείμενο: Α1. Επειδή, όμως, η πόλη ανήκει
Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).
18 Μαρτίου 2018. Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν). Μάρκ. 9, 17-31 «Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ»
Παρόμοια νὰ σκεφθῇς ὅτι καὶ ἕνας ποὺ στέκεται κοντὰ σὲ μία μεγάλη πυρκαϊά, διατηρεῖ τὴν θερμότητα γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσί του ἀπὸ τὴν φωτιά. Άραγε ἀπὸ ποιὰ ἄρρητη εὐωδία φιλανθρωπίας, ἀπὸ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (519C-D, 520Α) Ἡμέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ' ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας
Αριστοτέλης «Πολιτικά»
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ «ΣΥΝ ΑΘΗΝΑ» Αριστοτέλης «Πολιτικά» ΒΙΒΛΙΟ Β Παρασκευή Φετά Καβάλα, 2/4/2016 [Ομάδα Μελέτης Αριστοτελικών Κειμένων ] bnmqwertyuiopasdfghjklzxcvbn Αριστοτέλης «Πολιτικά»
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ Για τον Αριστοτέλη, όλες οι ενέργειες των ανθρώπων γίνονται για κάποιο τέλος, δηλαδή για κάποιο σκοπό που είναι ο ανώτερος όλων των αγαθών, την ευδαιμονία. Σύμφωνα
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 13 IOYNIΟΥ 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤA ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α1. Και με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι
Φύλλο εργασίας E ομάδας
Φύλλο εργασίας E ομάδας «δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ αἰρετὰς ὀλιγαρχικόν» (Η ανάδειξη στα αξιώματα με κλήρωση θεωρείται δημοκρατική, ενώ με εκλογή ολιγαρχική ) Αριστοτέλους,
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ
http://hallofpeople.com/gr/bio/demosthenes.php ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ Δημοσθένους Λόγος., Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1950. [1] Βλέπω μεν, ω άνδρες Αθηναίοι, ότι η παρούσα κατάστασις
Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα)
Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα) 1-2 «Η σπουδαιότητα του θέµατος «περί πολέµου και ειρήνης» είναι µεγάλη για τους ανθρώπους. Το θέµα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωή τους» 1. Ερµηνευτικές
Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα
Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ η εκπαίδευση ήταν ιδιαίτερα στρατιωτική. τα παιδιά μάθαιναν να αντέχουν όχι μόνο στον πόνο αλλά και σε δύσκολες συνθήκες επιβίωσης από ηλικία
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΤΡΕΙΣ (3) Α1. Επειδή βλέπουμε ότι η
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ...
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ........................ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ............................ Διδακτική ενότητα : Αριστοτέλους «Πολιτικά», Ενότητα
Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου Ενότητα 3: Οι Νομοθεσίες του Ζάλευκου και του Χαρώνδα Παπακωνσταντίνου Καλλιόπη Άδειες Χρήσης Το
Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν.
ΚΕΙΜΕΝΟ: Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός, 25-27 Ο λόγος γράφτηκε γύρω στο 354 π. Χ. Στο λόγο του αυτό ο ρήτορας γίνεται κήρυκας μιας αναδιοργάνωσης του εσωτερικού της αθηναϊκής δημοκρατίας. Προσπαθεί να εξηγήσει
ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις
Σελίδα 1 από 5 Απαντήσεις Β.1 Το συγκεκριμένο απόσπασμα αντλήθηκε από το 8 ο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, που έχει ως θέμα του την παιδεία. Ήδη, από την πρώτη φράση του αποσπάσματος (ὅτι μέν οὖν
Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ὑπ ἀριθμ. 18 Πρὸς Ἅπαντας τοὺς Ἐφημερίους τῆς καθ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος». Ἀγαπητοὶ Πατέρες, Ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι παρατηρεῖται
ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2013 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2013 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α1. Επειδή παρατηρούμε ότι κάθε κράτος είναι ένα είδος συνύπαρξης και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για κάποιο καλό σκοπό διότι για χάρη αυτού που θεωρούν
ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΕΩΣ ΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΤΕΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕ1 ΠΡΟΣ ΔΗΜΟ- ΣΙΑΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΝ
935 Ό περί Αυξήσεως Συντάξεων Νόμος του 1968 εκδίδεται δια δημοσιεύσεως είς την έπίσημον εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας συμφώνως τω "Αρθρω 52 τοΰ Συντάγματος. 'Αριθμός 128 του 1968 ΝΟΜΟΣ ΠΡΟΝΟΩΝ ΠΕΡΙ
Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013
Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013 Α1. Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για χάρη κάποιου αγαθού
Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ
Με ένα από τα αγαπημένα της θέματα ασχολήθηκε για μια ακόμη φορά, στο φύλλο 1991 της 27ης Σεπτεμβρίου 2013, η εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ. Αιτία, το κεφάλαιο του βιβλίου των Θρησκευτικών που διδάσκεται στην
συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί
1. Να αντιστοιχήσετε τις λέξεις της στήλης Α με αυτές της στήλης Β. Α Β Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί Β. Αριστοκρατία β. Κριτήριο
Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*
Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία* «Οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 2000 ἐμφανίζονται πανίσχυροι οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικά,
ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά ( Γ 1, 1 2 )
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά ( Γ 1, 1 2 ) Τῷ περί πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καί τίς ἑκάστη καί ποία τις, σχεδόν πρώτη σκέψις περί πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέ ἐστιν ἡ πόλις. Νῦν γάρ ἀμφισβητοῦσιν,
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ GFS DIDOT CLASSIC GREEK FONT SOCIETY ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ GREEK FONT SOCIETY ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ GFS DIDOT CLASSIC ελληνικά open type Γράφειν δήμος εἰκών Εὐρώτᾳ ΛΊΓΆ ΛΌΓΊΆ ΓΊΆ ΤΉ DIDOT CLASSIC Ο πρωτότυπος σχεδιασμός του Didot, όπως εμφανίζεται
EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012
EISGCGSEIS OQHODONGS EIJOMOKOCIAS EISGCGSG Dò «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Εἰσηγητής: +Θεοφ. Ἐπίσκοπος Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιος, Ἱστορικὸς Τέχνης Στὸ πλαίσιο τῆς Ἔκθεσης
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΤΚΕΙΟΤ ΠΡΟΣΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΣΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΤΚΕΙΟΤ ΠΡΟΣΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΣΑ Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Α1, 1 Ἐπειδή πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινά οὖσαν καί πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἓνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γάρ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Ν. 116/85 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. 2084 της 25ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1985 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1985 εκδίδεται διά δημοσιεύσεως
Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013
Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013 Α1. Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για χάρη κάποιου αγαθού
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1 Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινωνικής
Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ
Γ ΓΕΛ 29 / 04 / 2018 Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α 1, 1 & Γ 1, 1-2) Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ
Η αόρατος χειρ και η σιδηρά πυγμή: βίοι παράλληλοι(;) Χρήστος Κόλλιας Καθηγητής Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Η αόρατος χειρ και η σιδηρά πυγμή: βίοι παράλληλοι(;) Χρήστος Κόλλιας Καθηγητής Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Καρίων προς Πλούτο: «κρατοῦσι γοῦν κἀν τοῖς πολέμοις ἑκάστοτε, ἐφ οἷς
Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.
69 Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019. Κυριακή ΣΤ Ματθαίου Μτθ. 9, 1 8. «...ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας...» (Μτθ. 9, 6) Πάντοτε ὁ λόγος περί ἐξουσίας εἶναι ἐπίκαιρος, διότι οἱ ἄνθρωποι
ΚΕΙΜΕΝΟ: Υπερείδης, Επιτάφιος, 23-26
ΚΕΙΜΕΝΟ: Υπερείδης, Επιτάφιος, 23-26 Ο Επιτάφιος του Υπερείδη είναι ένας από τους έξι επιτάφιους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Γράφτηκε και εκφωνήθηκε στις αρχές της άνοιξης του 322 π. Χ. Αφορά τους
ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3
ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Εἰ μὴ συνῄδη ὦ βουλή τοῖς κατηγόροις βουλομένοις ἐκ παντὸς τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν εἶχον ταύτης τς κατηγορίας
Πολιτεύματα Πολιτειακές εξελίξεις
Αρχαϊκή εποχή (750-480 π.χ) Πολιτεύματα Πολιτειακές εξελίξεις Σελ. 92-94 1 Δεμοιράκου Μαρία, φιλόλογος Ο Θεσμός της πόλης-κράτους και τα πολιτεύματα Μέσα στο θεσμό της πόλης κράτους λειτούργησαν κοινωνικοί
ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (Β1, 1-3 και Β6, 1-4)
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ & ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΡΙΤΗ 5 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2017 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
323 Α) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ (Γ1, 1-2)/ ΠΛΑΤΩΝΑΣ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (322 Α ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ (Γ1, 1-2)/ ΠΛΑΤΩΝΑΣ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (322 Α 323 Α) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α. Για όποιον εξετάζει το πολίτευμα, δηλαδή ποια είναι η ουσία του κάθε πολιτεύματος και ποια τα χαρακτηριστικά του, το πρώτο
ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ)
ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά (Α 1, 1 και Γ1, 1-2) Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ
ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΩΛΕΤΤΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2016 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Ε Σ Α Π
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. 1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, 322Α-323Α.
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΤΡΙΤΗ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2006 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΟ
Προτεινόμενα Θέματα Αρχαία Ανθρωπιστικών Σπουδών
Προτεινόμενα Θέματα Αρχαία Ανθρωπιστικών Σπουδών 20-5-2017 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. Να μεταφραστεί το απόσπασμα: «ἡ γὰρ πόλις ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.» Β1. Ποια διχογνωμία εντοπίζει ο Αριστοτέλης στον
ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2014 ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Θ2, 1-4)
ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Θ2, 1-4) Ὅτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν τίς δ ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν.
ΘΟΥΚΥ Ι Η ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
ΘΟΥΚΥ Ι Η ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 ΘΕΜΑ: Εγκώμιο των προγόνων, των πατέρων και της σύγχρονης γενιάς. Υποδήλωση του θέματος του Επιταφίου. ΠΡΟΓΟΝΟΙ (Από τη μυθική εποχή ως το τέλος των Περσικών
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016 Διδαγμένο κείμενο: Α1. Με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο θα
Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι
ύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Υιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι 12 ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης 12 Δεκεμβρίου 2012 Κατερίνα Φατζοπούλου-Σζημαγιώργη Σί σημαίνει φιλοσοφία; Υιλώ
Τευχος πρωτο. αρχεία. Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο. Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του
Τευχος πρωτο αρχεία Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του Άσκηση Υπόθεση παραχάραξης Το 1938, το Υφυπουργείον Δημοσίας Ασφαλείας του ελληνικού κράτους δημοσιεύει
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΤΕΣΣΕΡΙΣ (5) ιδαγμένο
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 8 1. Στις παρακάτω προτάσεις να βρείτε το αντικείμενο. α. Ἡ τοῦ Θεοῦ φρόνησις πάντων ἐπιμελεῖται. β. Ἀνθρώπου ψυχὴ τοῦ θείου μετέχει. γ. Τὸ τῆς πόλεως ἦθος ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσι. δ. Στέργε μὲν
Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια" μετάφραση ενοτήτων 1-10 Κυριακή, 09 Δεκέμβριος :23 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Σεπτέμβριος :21
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ» ΕΝΟΤΗΤΕΣ 1-10 Μετάφραση ΕΝΟΤΗΤΑ 1η Αφού λοιπόν η αρετή είναι δύο ειδών, απ τη μια διανοητική και απ την άλλη ηθική, η διανοητική στηρίζει και την προέλευση και την αύξησή
Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ 2017-2018 ΜΑΘΗΜΑ /ΤΑΞΗ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥMΟ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10/2/2018 ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ «ΠΟΛΙΤΙΚΑ» Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1,
Δευτέρα, 27 Μαΐου 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Δευτέρα, 27 Μαΐου 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α1. Μετάφραση «Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη
εε«*ν'? Α^ν 2. Έν τω παρόντι Νόμω, έκτος έάν έκ τοΰ κειμένου προκύπτη διά Εοι^α φόρος έννοια
E.E., Παρ. I, 1389 Ν. 103/73 Αρ. 1060, 21.12.73 ' Ό περί Αυξήσεως Συντάξεων (Άρ. 2) Νόμος του 1973 εκδίδεται δια δημοσιεύσεως εις την έπίσημον εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας συμφώνως τω "Αρθρω 52
Κυριακή 19 Μαΐου 2019.
14 Κυριακή 19 Μαΐου 2019. Κυριακή τοῦ παραλύτου Ἰω. 5, 1 15. «... μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ ἴδε ὑγιὴς γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰω. 5, 14).