«Γεωγραφικές Πληροφορίες Στο Ιστορικό Έργο Του Αγαθία»

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "«Γεωγραφικές Πληροφορίες Στο Ιστορικό Έργο Του Αγαθία»"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΕΛΛ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΣ «Γεωγραφικές Πληροφορίες Στο Ιστορικό Έργο Του Αγαθία» ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΥΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κατσαρός Βασίλειος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΕΛΛ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΣ «Γεωγραφικές Πληροφορίες Στο Ιστορικό Έργο Του Αγαθία» ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Κατσαρός Βασίλειος - Κορρές Θεόδωρος Κοτζάµπαση Σοφία 1

3 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στόχος αυτής της εργασίας δεν είναι άλλος από την ανάδειξη των γεωγραφικών πληροφοριών που µπορεί κάποιος να αντλήσει από το ιστορικό έργο του Αγαθία και η αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών σε σχέση µε το υπόβαθρο του συγγραφέα και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του. Η εκπόνηση της προσπάθειας αυτής βασίστηκε ως προς τη δοµή και τη µέθοδο στις ανάλογες προσπάθειες που πραγµατοποιήθηκαν ήδη κατά το παρελθόν για τον Προκόπιο και το Νικηφόρο Γρηγορά από την κ. Ρεβάνογλου 1 και τον κ. Βλαχάκο 2 αντίστοιχα. Η εργασία αποτελείται από τρία µέρη. Στο πρώτο από αυτά δίνονται γενικές πληροφορίες για το συγγραφέα, την εργογραφία του και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που συνέγραψε το έργο. Στο δεύτερο αναλύονται διεξοδικά όλες οι γεωγραφικές πληροφορίες που αντλούνται από το κείµενο είτε ως προς τη χρησιµοποιούµενη γεωγραφική και εθνογραφική ορολογία είτε και ως προς τα συγκεκριµένα µέρη και έθνη που αναφέρονται στο κείµενο και στο τρίτο επιχειρείται η αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών και η εξαγωγή κάποιων βασικών συµπερασµάτων για το έργο. Είναι απαραίτητο σε αυτό το σηµείο να γίνει ιδιαίτερη µνεία στο σύνολο των καθηγητών του τοµέα Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας, για τις πολύτιµες υποδείξεις τους και την υποδειγµατική καθοδήγησή τους καθόλη τη διάρκεια της πραγµατοποίησης αυτού του πονήµατος. Ιδιαιτέρως, ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί η συµβολή του κ. Κατσαρού που µε την ανάθεση ενός τέτοιου θέµατος προς επεξεργασία οδήγησε το συγγραφέα της εργασίας στη διεξοδική µελέτη ορολογίας και περιοχών, µε τις οποίες ενδεχοµένως δε θα του δινόταν διαφορετικά η ευκαιρία να ασχοληθεί. Ιδιαίτερη µνεία, επίσης, οφείλεται στον κ. ρακούλη, ο οποίος είχε την ευγενή διάθεση να παράσχει στο συγγραφέα, πέρα από τις πολύτιµες γνώσεις του και την πολύτιµη εµπειρία του στο ευρύτερο θέµα της γεωγραφίας και εθνογραφίας, και την ηλεκτρονική µορφή του Άτλαντα του Αρχαίου Ελληνικού και Ρωµαϊκού Κόσµου του Barrington 3. Επιπλέον, αξίζει να σηµειωθεί η υπέρµετρη υποµονή της οικογένειας του συγγραφέα καθόλη τη διάρκεια της εκπόνησης αυτής της πραγµατείας καθώς και η συνεχής στήριξή της µε κάθε τρόπο ακόµα και σε στιγµές πολύ δύσκολες για τον ίδιο. 1 Ρεβάνογλου Αικ., Γεωγραφικά και Εθνογραφικά Στοιχεία στο έργο του Προκοπίου Καισαρείας, Εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, Βλαχάκος Π., Στοιχεία Φυσικής Γεωγραφίας και Ανθρωπογεωγραφίας στο Έργο του Νικηφόρου Γρηγορά, Α.Π.Θ. - Τοµέας Αρχαίας, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας ( ιδακτορική ιατριβή) Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Talbert R.J., Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Εκδ. Princeton University Press, Princeton,

4 Τέλος, είναι απαραίτητο να αποδοθούν οι δέουσες ευχαριστίες και προς την τριµελή εξεταστική επιτροπή της εργασίας, καθώς είναι σίγουρο πως καλούνται να ασχοληθούν µε αυτήν εν µέσω πολύ µεγάλου φόρτου προσωπικής τους εργασίας, και αναµένονται οι πολύτιµες παρατηρήσεις και διορθώσεις τους, προκειµένου να συµπεριληφθούν στην τελική µορφή του κειµένου. 3

5 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ α) Βίος και Έργο Ο Αγαθίας ο Μυριναίος δεν ήταν κάποιος από τους συγγραφείς πρώτης κλάσεως, όπως θα λέγαµε σήµερα. Ο όγκος του έργου του είναι σαφώς αξιόλογος, καθώς περιλαµβάνει εννιά βιβλία ερωτικής ποίησης γραµµένης σε δακτυλικό εξάµετρο, πολλά επιγράµµατα µε παραδοσιακή θεµατολογία, πολλά από τα οποία ενσωµατώθηκαν στη συνέχεια στην ανθολογία των επιγραµµάτων που εξέδωσε µε τον τίτλο «Κύκλος» 4, και τα πέντε βιβλία της Ιστορίας του, η οποία συνεχίζει την ιστορική αφήγηση των γεγονότων από το σηµείο που τη σταµατά ο προηγούµενός του Προκόπιος. Η ποιότητα του έργου καθώς και η αξία του ως ιστορικής πηγής έχει αµφισβητηθεί πολύ συχνά από τους νεότερους µελετητές, αλλά το θέµα αυτό θα εξεταστεί αναλυτικότερα παρακάτω. Είναι, όµως, παρόλα αυτά γεγονός πως ο Αγαθίας µας περιγράφει µια εποχή, για την οποία δε γνωρίζουµε αναλυτικές πληροφορίες από κανέναν άλλο συγγραφέα. Συγκεκριµένα, µας διαφωτίζει σχετικά µε τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού καθώς και των χρόνων που ακολούθησαν µετά από αυτόν. Η Averil Cameron είναι η επιστήµονας που ασχολήθηκε κατεξοχήν µε το έργο του Αγαθία, τόσο το ιστορικό όσο και το ποιητικό, και αυτός είναι ο λόγος που το κεφάλαιο αυτό της εργασίας είναι βασισµένο στη δική της µελέτη 5, συζητώντας βέβαια και τις διαφορετικές απόψεις των άλλων µελετητών του συγγραφέα. Όλοι οι σύγχρονοι µελετητές του συγγραφέα συµφωνούν πως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί µε ακρίβεια η ηµεροµηνία της γέννησής του. Όσον αφορά, λοιπόν, στην ηµεροµηνία της γέννησης του ιστορικού, οι µελετητές οδηγούνται στο συµπέρασµα πως αυτή θα πρέπει να ήταν στα 530 ή και λίγο αργότερα. Ο ίδιος ο συγγραφέας µας λέει πως, όταν έγινε ο µεγάλος σεισµός στη Βηρυτό, εκείνος βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, όπου σπούδαζε ρητορική, ως προαπαιτούµενη γνώση της νοµικής που σπούδασε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη 6. Εφόσον, λοιπόν, αναλογιστούµε ότι, όταν ξεκίνησε τις νοµικές σπουδές στην Κωνσταντινούπολη, θα πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι και ότι η επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη µάλλον έγινε στα 551, λίγο µετά το σεισµό, είναι σχεδόν βέβαιο πως η ηµεροµηνία της γέννησής του δε θα πρέπει να υπερβαίνει το Άλλωστε, τόσο ο Keydell που εξέδωσε 4 Cameron Av., Agathias, Εκδ. Clarendon Press, Οξφόρδη, 1970, σ Ό.π., σ Ό.π., σ. 1. Hunger Η., Βυζαντινή λογοτεχνία : η λόγια κοσµική γραµµατεία των Βυζαντινών, Εκδ. Μορφωτικό Ιδρυµα Εθνικής Τραπέζης (2η έκδ. διορθωµένη), τ. Β, Αθήνα, 1991, σ Cameron Av., ό.π., σ

6 τελευταίος την Ιστορία του όσο και ο Hunger δεν υπερβαίνουν το όριο του 532 στην πρότασή τους για τη χρονολογία γέννησης του συγγραφέα 8, ενώ και ο Frendo που µετέφρασε το κείµενο στα Αγγλικά συµφωνεί µε την Cameron και το Οι δύο µελετητές που φαίνεται να διαφέρουν από τους υπολοίπους είναι ο Κrumbacher 10 και ο Irmscher 11 που προτείνουν ως χρονολογία γέννησης το 536, τοποθετώντας την επιστροφή του Αγαθία στην Κωνσταντινούπολη µετά το 554. Οι νεότεροί τους, όµως, µελετητές υποστηρίζουν πως η χρονολόγηση αυτή της γέννησης του συγγραφέα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε λάθος χρονολόγηση του σεισµού που συνέβη στη Βηρυτό το Το σίγουρο, πάντως, είναι πως ο Αγαθίας γεννήθηκε πιθανότατα λίγο µετά το 530 και πως το 536 φαίνεται µάλλον να απορρίπτεται από την πλειοψηφία της επιστηµονικής κοινότητας σήµερα. Ο ίδιος ο Αγαθίας περιγράφει την καταγωγή του στον πρόλογο της Ιστορίας του. Μας αναφέρει, λοιπόν, τα εξής: «Το όνοµά µου είναι Αγαθίας και ο τόπος καταγωγής µου είναι η Μύρινα 13. Ο πατέρας µου ονοµάζεται Μεµνόνιος και το επάγγελµά µου είναι η ενασχόληση µε το ρωµαϊκό νόµο και οι δικαστικοί αγώνες στα δικαστήρια. Με τη Μύρινα», διευκρινίζει στο σηµείο αυτό ο συγγραφέας, «δεν εννοώ τη θρακική πόλη ούτε κάποια άλλη πόλη στην Ευρώπη ή στην Αφρική που µπορεί να ονοµάζεται έτσι, αλλά αυτήν που αποίκησαν οι Αιολείς πριν από πάρα πολύ καιρό στην Ασία, γύρω από τις εκβολές του Πυθικού ποταµού, ο οποίος, αφού διαρρεύσει ολόκληρη τη χώρα της Λυδίας, εκβάλλει τελικά µέσα στον Ελαΐτη κόλπο». Είναι, µάλιστα, βέβαιο, πως ήταν πάρα πολύ περήφανος για την πόλη του, καθώς ευελπιστούσε µε τη συγγραφή της Ιστορίας του να προσφέρει σε αυτήν την αµοιβή που αναλογεί στην τροφό που τον ανέθρεψε, τα γνωστά «τροφεῖα» 14. Σε αντίθεση µε όλους τους άλλους µελετητές, η Cameron είναι η µόνη που θέτει τον προβληµατισµό για καταγωγή του Αγαθία από τη Σµύρνη και καταλήγει στο συµπέρασµα πως είναι πολύ πιθανή η σχέση του συγγραφέα µε την πόλη, αλλά όχι σε βαθµό που να αποτελεί τον 8 Keydell R., Agathiae Myrinaei Historiarum libri quinque, Εκδ. De Gruyter, Βερολίνο, 1967 σ. vii. Hunger, ό.π., σ Frendo J., The histories, Εκδ. De Gruyter, Βερολίνο, 1975, σ. ix. 10 Krumbacher K., Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, Εκδ. Πάπυρος, τ. 1, σ Βλ. Cameron Av., ό.π., σ Cameron Av., ό.π., σ Ο Σινάκος, αντίθετα, χρονολογεί το σεισµό ακριβώς στις 15 Αυγούστου του 554 διαφωνώντας µε την πλειοψηφία των ερευνητών που συµφωνούν µε την Cameron και το 551. Βλ. Σινάκος Α., Άνθρωπος και Περιβάλλον στην Πρωτοβυζαντινή Εποχή, Εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2003, σ Όπως έχει επισηµάνει και η Clarke, η αναφορά του ονόµατος και του τόπου καταγωγής του συγγραφέα ενός ιστορικού έργου αποτελούσε ιστοριογραφικό τόπο των ιστορικών του έκτου αιώνα. Βλ. Clarke Κ., "In Search of the Author of Strabo's Geography", The Journal of Roman Studies, 87 (1997), σ Πρ

7 τόπο της καταγωγής του 15. Είναι, πάντως, σχεδόν βέβαιο πως η επαγγελµατική ζωή του Αγαθία ως δικηγόρου έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη. Από το επάγγελµά του, εξάλλου, αποκόµισε και την επωνυµία του «σχολαστικού». Ο ίδιος ο Αγαθίας, ωστόσο, µέσα στην Ιστορία του αναφέρει πως κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη επισκέφτηκε και την πόλη των Τράλλεων 16, µε την οποία ο συγγραφέας είχε αναπτύξει ιδιαίτερη επαφή. Είναι, επίσης, γνωστό µέσα από το ιστορικό του έργο πως ο Αγαθίας δεν ήταν απόλυτα ικανοποιηµένος µε το επάγγελµά του, καθώς, όπως ο ίδιος λέει, τον ενοχλούσαν διαρκώς φορτικοί πελάτες, χωρίς τους οποίους, όµως, δε θα µπορούσε εύκολα να τα βγάλει πέρα 17. Όσον αφορά στα µέλη της οικογένειάς του, πληροφορούµαστε µέσα από τα επιγράµµατά του πως η µητέρα του λεγόταν Περίκλεια και πως αυτή πέθανε και κηδεύτηκε, όταν εκείνος ήταν τριών ετών, στην Κωνσταντινούπολη 18. Από αυτό, µάλιστα, το γεγονός ο Hunger καταλήγει στο συµπέρασµα πως η οικογένεια του Αγαθία θα πρέπει να ήταν από καιρό εγκατεστηµένη στην πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, αφού η µητέρα του κηδεύτηκε στα νερά του Βοσπόρου 19. Συνεπάγεται, επίσης, από το σηµαντικότατο αυτό επίγραµµα για τις ρίζες του Αγαθία πως ο πατέρας του, ο Μεµνόνιος, θα πρέπει να έγινε σπουδαίος δικηγόρος στη Μύρινα µετά το θάνατο της συζύγου του, αλλά και ότι ο Αγαθίας ζούσε ήδη εκεί πριν από τις σπουδές του στην Αλεξάνδρεια, αφού κάνει λόγο σε αυτό για επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει σε επιγράµµατά του πως κατοικούσε µετέπειτα και ο ίδιος στα προάστια της Κωνσταντινούπολης λόγω του επαγγέλµατός του 20. Η άποψη πως ο πατέρας του Αγαθία θα πρέπει να ήταν σπουδαίος δικηγόρος και, εποµένως, πλούσιος καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι είχε την οικονοµική δυνατότητα να στείλει το γιο του στην Αλεξάνδρεια για σπουδές. Η Cameron, επίσης, ξεχωρίζοντας από τους άλλους µελετητές, κάνει λόγο στη βιογραφία του Αγαθία για άλλον έναν αδερφό και µια αδερφή 21. Η αδερφή του ιστορικού, εφόσον βέβαια συµπίπτει µε την κοπέλα που περιγράφεται µέσα στον «Κύκλο» του Αγαθία 22, φαίνεται πως ασχολήθηκε και η ίδια µε την άσκηση της δικηγορίας, αλλά δε στάθηκε το ίδιο τυχερή µε τον αδερφό της, καθώς σύµφωνα µε άλλο επίγραµµα φαίνεται πως ατύχησε στο γάµο της Cameron Av., ό.π., σ Β Γ AP vii Hunger Η., ό.π., σ ΑΡ vii 292, Cameron Av., ό.π., σ ΑΡ vii ΑΡ vii

8 Ως προς το ποιητικό έργο του συγγραφέα, φαίνεται πως τα «αφνιακά», η ποιητική του, δηλαδή, συλλογή σε δακτυλικό εξάµετρο µε κατεξοχήν ερωτικά ποιήµατα, εκδόθηκαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού 24, όταν ακόµα ο ποιητής ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία. Είναι πολύ πιθανό πως ο Αγαθίας ολοκλήρωσε τα «αφνιακά» πριν το τριακοστό έτος της ηλικίας του. Για το ένατο, µάλιστα, βιβλίο του αναφέρει χαρακτηριστικά πως το θεωρούσε ως την εκπλήρωση ενός µεγάλου χρέους προς τον Έρωτα, µεγαλύτερου ακόµα και από αυτό προς τις Μούσες 25. Είναι, επιπλέον, αξιοµνηµόνευτο πως ο ίδιος ο Αγαθίας δεν ήταν ικανοποιηµένος από την ποιητική του ικανότητα και θεωρούσε τα ποιήµατα αυτά δηµιουργήµατα της νεανικής του ηλικίας 26. Αυτός ήταν και ο σοβαρότερος λόγος, για τον οποίο οι φίλοι του κατάφεραν να τον µεταπείσουν τόσο εύκολα να αφήσει την ποίηση και να ασχοληθεί µε την ιστορική συγγραφή, όπου θα µπορούσε δεόντως όχι απλά να εκφράσει την ποιητική του πλευρά, αλλά παράλληλα να ασκήσει και τη ρητορική του δεινότητα 27. Επιπλέον, η έκδοση του «Κύκλου» του τοποθετείται µάλλον στα , όταν ο ποιητής είχε περάσει ήδη κατά πολύ το τριακοστό έτος της ηλικίας του. Ο «Κύκλος» αφιερώνεται από τον ίδιο τον Αγαθία σε κάποιο Θεόδωρο, για τον οποίο, όµως, οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει µε βεβαιότητα στην ταυτότητά του 29. Είναι, πάντως, πολύ πιθανό πως ο Αγαθίας είχε επαφή µε ένα µεγάλο φάσµα ποιητών, καθώς αυτοί δε θα δέχονταν σε διαφορετική περίπτωση να εκδώσει εκείνος τα ποιήµατά τους. Η ανάπτυξη του επιγράµµατος ως λογοτεχνικού είδους τον 6 ο αιώνα είναι ευρέως γνωστή στους επιστηµονικούς κύκλους 30. Ο Αγαθίας δε λειτούργησε µόνο ως ένας από τους ποιητές που ασχολήθηκαν µε το είδος αυτό, αλλά φαίνεται πως χρησιµοποίησε και την έκδοση του «Κύκλου» του ως εργαλείο για την προσωπική του φήµη. Για αυτό και κρίνεται ως µάλλον εντυπωσιακή η στροφή του από την ποίηση στην Ιστορία. Αν αναλογιστούµε, τέλος, πως η έκδοση του «Κύκλου» τοποθετείται στα , είναι εντελώς απίθανο η συγγραφή της Ιστορίας του να ξεκίνησε νωρίτερα. Εποµένως, µπορούµε να την τοποθετήσουµε στα 570, αλλά µάλλον όχι αργότερα, αν λάβουµε υπόψιν τα δεδοµένα που µας περιγράφει ο ίδιος ο Αγαθίας στον Πρόλογο της Ιστορίας του. Εκεί, λοιπόν, ο Αγαθίας αναφέρει ρητά πως η συγγραφή των επιγραµµάτων 24 Cameron Av., ό.π., σ Cameron Av., ό.π., σ Πρ Πρ Cameron Av., ό.π., σ Cameron Av., ό.π., σ Η Cameron προσφέρει όλη τη συζήτηση γύρω από την ταύτιση του Θεοδώρου, στον οποίο αφιερώνεται ο «Κύκλος» του Αγαθία. Βλ. Cameron Av., ό.π., σ Cameron Av., ό.π., σ. 9. 7

9 του δεν ξεκίνησε παρά µόνο µετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και την ανάληψη των αυτοκρατορικών καθηκόντων από τον Ιουστίνο Β 31. Είναι βέβαιο πως ο ιστορικός έγραφε ακόµα την Ιστορία του στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβέριου και πως ο στόχος του ήταν να τη συνεχίσει για πολύ µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα από αυτό που περιγράφεται στην τελική της µορφή. Το τελικό, όµως, κείµενο αποδεικνύεται πως δεν αναφέρεται σε κανένα µεταγενέστερο γεγονός από το θάνατο του βασιλιά των Περσών Χοσρόη, το Φεβρουάριο του Επιπροσθέτως, ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος αναφέρεται µέσα στο έργο απλά ως υιός του Παύλου και στρατηγός των ανατολικών στρατευµάτων υπό τις εντολές του αυτοκράτορα Τιβέριου 33. Αν σκεφτεί, κατά συνέπεια, κάποιος πως συνήθιζε να αναφέρεται σε µελλοντικά γεγονότα που τα έζησε µέσα στο έργο του, είναι πάρα πολύ πιθανό πως δεν έζησε την ενθρόνιση του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Σε αυτό, άλλωστε, συνηγορεί και το γεγονός πως ο διάδοχος του Αγαθία, ο Μένανδρος Προτήκτωρ, αναφέρει στην εισαγωγή του έργου του πως ξεκίνησε τη συγγραφή της ιστορίας του µετά την ενθρόνιση του Μαυρίκιου και µετά το θάνατο του Αγαθία 34. Ειδάλλως, θεωρείται δεδοµένο από το σύνολο των µελετητών πως οπωσδήποτε θα γινόταν µνεία για αυτήν στο συγκεκριµένο χωρίο του κειµένου. Ο ιστορικός µας στον Πρόλογο της Ιστορίας του αναφέρει χαρακτηριστικά πως ο σκοπός του είναι να αναδείξει τις σχέσεις της αυτοκρατορίας µε τα έθνη των βαρβάρων 35. Στη διάρκεια, λοιπόν, της δεύτερης παρέκβασής του για τους Πέρσες ο Αγαθίας µιλά για το θάνατο του Χοσρόη 36, επισηµαίνοντας στους αναγνώστες του πως θα ασχοληθεί σε επόµενο κεφάλαιο µε τη ζωή του 37, όπως ακριβώς, δηλαδή, είχε πράξει και µε τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β. Μεταξύ, όµως, των ετών 579 και 582 η συγγραφή της Ιστορίας του Αγαθία διακόπτεται και µόνη αιτία για αυτό φαίνεται να αποτελεί ο θάνατος του ίδιου του συγγραφέα. Η Cameron εξετάζει και την εντύπωση που µπορεί να προκύψει στον αναγνώστη µε βάση την αναφορά του Ευάγριου στην Ιστορία του Αγαθία πως ο τελευταίος ζούσε ακόµα στα Γίνεται, όµως, σαφές τόσο από την ίδια όσο και από το σύνολο των µελετητών πως µια τέτοια άποψη δεν µπορεί να γίνει σήµερα αποδεκτή. Ωστόσο, όπως και για την ηµεροµηνία γέννησης, έτσι και για την ακριβή ηµεροµηνία του θανάτου του συγγραφέα, δεν µπορούµε να είµαστε απόλυτα σίγουροι. Τοποθετείται, 31 Πρ Keydell R., ό.π., σ. vii Keydell R., ό.π., σ. vii-viii. 35 Πρ Cameron Av., ό.π., σ

10 όµως, από την πλειοψηφία των ερευνητών µεταξύ των ετών 579 και Τέλος, οφείλουµε να σηµειώσουµε πως µε βάση το Λεξικό του Σουΐδα ο Αγαθίας είχε γράψει και άλλα πεζά, αλλά και ποιητικά έργα 40. Για τα τελευταία, άλλωστε, κάνει λόγο και ο ίδιος ο ιστορικός στον Πρόλογο της Ιστορίας του 41. Ωστόσο, για τα υπόλοιπα πεζά του έργα δεν έχουµε κανένα άλλο στοιχείο πέρα από τη συγκεκριµένη αναφορά του Λεξικού. Η στροφή του Αγαθία από την ποίηση στην ιστορική συγγραφή αποδίδεται από τον ίδιο στον Πρόλογο της Ιστορίας του στην ενθάρρυνση των φίλων του 42. Αυτός που είχε, όµως, τη µεγαλύτερη επίδραση ανάµεσά τους πάνω στο συγγραφέα φαίνεται πως ήταν ο Παύλος Σιλεντιάριος, τον οποίο, µάλιστα, ο Αγαθίας φέρεται µέσα στην Ιστορία του να τον θαυµάζει 43. Η Cameron, επιπλέον, αναφέρεται στη συζήτηση που έγινε µεταξύ των µελετητών µε θέµα το γάµο ή όχι του Αγαθία µε την αδερφή του Παύλου Σιλεντιάριου, την Ανικήτεια, καταλήγοντας πως αυτό είναι µάλλον απίθανο να ισχύει. Μεταξύ των υπολοίπων φίλων του συγγραφέα, θα πρέπει, ίσως, να διακρίνουµε την επαφή του ποιητή τότε Αγαθία µε την επιφανή οικογένεια των Τράλλεων, από την οποία και καταγόταν ο ένας από τους δυο αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας, ο Ανθέµιος. Ο Αγαθίας επισκέφτηκε, όπως είπαµε, τις Τράλλεις κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη το 551 ή και λίγο αργότερα και ανέπτυξε πάρα πολύ στενή σχέση µε τη συγκεκριµένη πόλη, στοιχείο για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερη µνεία παρακάτω, όταν θα εξεταστεί η αναφορά του Αγαθία στις Τράλλεις και η άποψη του συγγραφέα για την πόλη αυτή. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, οφείλουµε να σηµειώσουµε κάποια βασικά στοιχεία που θα µας βοηθήσουν να κατανοήσουµε καλύτερα το σκεπτικό του ιστορικού. Παρότι είναι αβέβαιο πότε ακριβώς γεννήθηκε και πέθανε, είναι γεγονός πως ο Αγαθίας µε το έργο του καλύπτει τις βασιλείες τριών αυτοκρατόρων, ακολουθώντας το ιστορικό έργο του Προκοπίου. Είναι, επίσης, γνωστό πως ο Αγαθίας δεν συµπεριλαµβανόταν στον κύκλο των συγγραφέων που υποστηρίζονταν από τον εκάστοτε αυτοκράτορα και αυτό γίνεται σαφές και µέσα από τα λεγόµενα του ίδιου στο έργο του 44. Τέλος, είναι σηµαντικό να τονιστεί πως, παρά τις ατέλειες που παρουσιάζει το έργο του σε λογοτεχνικό επίπεδο, αποτελεί τη σπουδαιότερη πηγή για τα χρόνια που περιγράφει, καθώς είναι ο µόνος ιστορικός που ασχολείται µε την περίοδο αυτή. 39 Βλ. Cameron Av., ό.π., σ. 10. Krumbacher Κ., ό.π., σ Hunger Η., ό.π., σ Αγαθίας, Βυζαντινόν Λεξικόν Σουΐδα, Εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2002, σ Πρ Πρ Ε Πρ

11 β) Αγαθίας και Ιστορία Προσπαθώντας να ανιχνεύσουµε τη σχέση που είχε ο Αγαθίας µε τη γεωγραφία και την αξιοπιστία των γεωγραφικών δεδοµένων που µας παραδίδει, είναι αναγκαίο να αναφερθούµε πρωτύτερα µε συνοπτικό τρόπο στις απόψεις του συγγραφέα σχετικά µε την ιστορία, την αξία της και το σωστό, σύµφωνα πάντα µε αυτόν, τρόπο συγγραφής της 45. Η αναφορά αυτή κρίνεται µάλλον απαραίτητη, αν αναλογιστεί κανείς πως στην εποχή του Αγαθία η καθαρά κριτική πολιτική ιστορία είχε ήδη αρχίσει να εκλείπει. Ακόµη και ο Προκόπιος, ο οποίος άσκησε αρχικά έντονη κριτική για την πολιτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, αναγκάστηκε στην πορεία να αλλάξει στάση και να ευθυγραµµιστεί µε τα δεδοµένα της εποχής του. Είναι, επιπλέον όµως, και πάρα πολύ χρήσιµη για το µελετητή της εποχής, καθώς, ανάλογα µε τον τρόπο που εκλαµβάνει ο κάθε ιστορικός την ιστορία και τη συγγραφή της, φροντίζει και για τον έλεγχο των πηγών του και φυσικά για την καλύτερη σχέση µε όλους τους τοµείς της ιστορίας, µεταξύ των οποίων, βεβαίως, συµπεριλαµβάνεται και η γεωγραφία. Ο Αγαθίας, παρότι είχε πολύ απλές απόψεις για την ιστορία, ήταν, όµως, απόλυτα αφοσιωµένος σε αυτές. Οι απόψεις του αυτές περιλαµβάνονται κατά κύριο λόγο στον Πρόλογο του κειµένου του και προέρχονται κατά βάση από τα ιστορικά έργα και τις απόψεις παλαιότερων συγγραφέων, τους οποίους χρησιµοποίησε ως πρότυπα για το δικό του έργο 46. Ωστόσο, πέρα από τις επιδράσεις που δέχτηκε στις απόψεις του από αρχαιότερους συγγραφείς, αξίζει να σηµειωθεί πως για πρώτη φορά σε ιστορικό έργο γίνεται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία συσχέτιση της Ιστορίας µε την ποίηση 47. Όταν, λοιπόν, στον Πρόλογο του έργου του προσπαθεί να εξηγήσει στον αναγνώστη τους λόγους της µεταπήδησής του από την ποίηση στην ιστορική συγγραφή, µας τονίζει πως δεν πιστεύει ότι απέχουν πολύ τα δύο λογοτεχνικά είδη. Στο ίδιο σηµείο του έργου του, διακρίνει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους ιστορικούς που προσπάθησαν να περιγράψουν τα γεγονότα της εποχής του. Μας δηλώνει κατηγορηµατικά την πεποίθησή του πως αυτοί οι συγγραφείς µπορεί να περιγράφουν την ίδια εποχή, αλλά δεν είναι βέβαιη η ορθότητα των γεγονότων, καθώς ο βασικός τους στόχος µέσα στα έργα τους είναι να κολακεύουν και να υποθάλπουν τους ισχυρούς της εποχής τους, παραποιώντας έτσι τα γεγονότα, όταν αυτά τους δυσφηµούν 48. Μάλιστα, δε διστάζει να εκθέσει 45 Cameron Av., ό.π., σ Cameron Av., ό.π., σ Αναλυτικότερα για τις απόψεις του Αγαθία σχετικά µε τη σχέση Ιστορίας και Ποίησης βλ. Kaldellis A., "Agathias on history and poetry", Greek, Roman and Byzantine Studies, 38.3 (1997), σ Πρ

12 εκτενώς την άποψή του περί διακρίσεως του εγκωµίου που επιτελούν οι συγγραφείς αυτοί προς τους ισχυρούς της εποχής τους και της ιστορίας. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Αγαθία η ιστορία, οπωσδήποτε, δεν αρνείται να καταγράψει τις θετικές και ευεργετικές ενέργειες ενός προσώπου, αλλά από την άλλη µεριά είναι υποχρεωµένη να αναδείξει και τα σφάλµατα και τα ελαττώµατα µιας προσωπικότητας, ακόµη και όταν πρόκειται για τον ίδιο τον αυτοκράτορα 49. Επιπλέον, ο ίδιος ο ιστορικός διακρίνει τη θέση του από αυτούς τους συγγραφείς στoν Πρόλογό του έργου του και δηλώνει ρητά πως ο ίδιος θα προσπαθήσει σε όλο το µήκος του έργου του να περιγράψει τις σχέσεις ανάµεσα στους «Ρωµαίους», όπως αναφέρει τους Βυζαντινούς, και τους βαρβάρους µε όσο το δυνατόν αντικειµενικότερο τρόπο 50. Μπορούµε, δηλαδή, να καταλάβουµε πάρα πολύ εύκολα µέσα από τον Πρόλογο της Ιστορίας του Αγαθία µια έντονη πολεµική του συγγραφέα προς τους άλλους συγχρόνους του ιστορικούς. Από τη µια µεριά, γίνεται έντονα αισθητή µια αναλυτική επιχειρηµατολογία εναντίον τους, η οποία βέβαια έχει ως βασικό στόχο να αναδείξει τον εαυτό του ως διαφορετικό από τους υπολοίπους. Ταυτόχρονα, όµως, από την άλλη µεριά, είναι µάλλον σαφής η πικρία που υπονοείται από τα λόγια του, επειδή δεν ανήκει στους συγγραφείς που υποστηρίζονταν από τους αυλικούς κύκλους. ε διστάζει, µάλιστα, να ισχυριστεί πως αυτοί απλώς λένε ότι γράφουν ιστορία, αλλά και να καταλήξει στο συµπέρασµα πως δεν είναι δυνατό να κερδίσουν τα λεγόµενά τους την εµπιστοσύνη του κόσµου 51, καθώς πολύ συχνά ο κόσµος έχει διαµορφώσει ήδη διαφορετική εικόνα για τα πρόσωπα που περιγράφονται και δεν επηρεάζεται από τους συγγραφείς. Είναι βέβαιο πως θα µπορούσαµε να αναφερθούµε πολύ εκτενέστερα στην πρόσληψη της ιστορίας από τον Αγαθία. Προτιµήθηκε, όµως, η συνοπτική παρουσίαση των αντιλήψεων του συγγραφέα επί του θέµατος, επειδή, όπως έχει ήδη προειπωθεί, βασικό αντικείµενο της εργασίας αυτής είναι ο τρόπος που µας δίνονται οι γεωγραφικές ειδήσεις µέσα στο έργο. Άρα, η αντίληψη που είχε ο Αγαθίας για την ιστορία και τα χαρακτηριστικά της µπορούν απλά να χρησιµοποιηθούν ως εργαλεία που θα µας βοηθήσουν να κατανοήσουµε καλύτερα τον τρόπο που ο ίδιος µας περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα στο χώρο τους. Τέλος, οφείλουµε να τονίσουµε εδώ πως, ανάλογα µε την άποψη που έχει ένας λογοτέχνης για το έργο που δηµιουργεί, κρίνεται και από τους αναγνώστες του και τους µελετητές του. Έτσι, δε θα πρέπει να προκαλέσει εντύπωση στον αναγνώστη η ιστορική αφήγηση που εµπερικλείει στοιχεία της ποίησης, αλλά ούτε και η αναλυτική 49 Πρ Πρ Πρ

13 παρουσίαση άλλων λαών πέρα από τους Βυζαντινούς, αφού διαφορετικά δε θα µπορούσαν να δοθούν µε ανάγλυφο τρόπο οι σχέσεις των Βυζαντινών µε τους «βαρβάρους», όπως τους αποκαλεί ο συγγραφέας, και το υπόβαθρό τους. γ)αγαθίας και Γεωγραφία Εφαρµόζοντας τελείως διαφορετική µέθοδο από τον προκάτοχό του Προκόπιο, ο Αγαθίας προτίµησε να βασιστεί για το έργο του στις µαρτυρίες τρίτων προσώπων και όχι να επισκεφτεί ο ίδιος πρόσωπα και πράγµατα της εποχής που περιγράφει. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα οι προσωπικές του γνώσεις να είναι σχεδόν µηδαµινές και αυτές που χρησιµοποίησε άκριτα στο έργο του να είναι πολλές φορές αρκετά περιορισµένες και επιφανειακές 52 προκαλώντας αρκετές φορές σύγχυση στον αναγνώστη. Τα γεγονότα που βίωσε ο ίδιος και στα οποία βασίζεται, για να αποκοµίσει πληροφορίες για το έργο του, αφορούν κατά βάση σε περιπτώσεις σεισµών, όπως της Κωνσταντινούπολης το 551, καθώς και στις καταστροφές που προκάλεσε στην Κω, την οποία επισκέφτηκε ο Αγαθίας κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, λίγο καιρό µετά τη σεισµική δόνηση. Γνωρίζουµε, επίσης, πως ο ίδιος ο Αγαθίας έζησε την επίθεση των Κοτριγούρων το 558 και, εποµένως, είναι φυσικό πως οι πληροφορίες του για το λαό αυτό θα πρέπει να θεωρηθούν αρκετά αξιόπιστες 53. Αντιθέτως, οι πληροφορίες που περιέχει το έργο του για επαρχίες και πόλεις που ήταν πολύ µακριά από την πρωτεύουσα τόσο προς τα δυτικά όσο και προς τα ανατολικά της αποδεικνύονται πάρα πολύ συχνά ανακριβείς 54. Μάλιστα, ενώ για το περσικό κράτος γνωρίζουµε πως η βασική του πηγή ήταν οι πληροφορίες που του µετέφερε ο φίλος του Σέργιος µε βάση τα επίσηµα έγγραφα των Περσών βασιλέων, για την περιγραφή της ιταλικής χερσονήσου και του σπηλαίου της Σίβυλλας στην πόλη της Κύµης 55 οι πηγές που χρησιµοποιούνται από τον ιστορικό είναι εντελώς αδιευκρίνιστες, όπως, µάλιστα, παραδέχεται και η ίδια η Cameron στο έργο της για τον Αγαθία 56. Άλλωστε, µιλώντας η Cameron για τους γεωγραφικούς ορίζοντες του συγγραφέα, αναφέρει ρητά πως ο ιστορικός αυτός ανήκει σε πολύ µεγάλο βαθµό στην Ανατολή. Η παρέκβαση του συγγραφέα για τους Φράγγους, όπως αναφέρει η Cameron στο βιβλίο της για τον Αγαθία, είναι δυνατό να προσληφθεί από 52 Καρπόζηλος A., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Εκδ. Κανάκης, τ. 1, Αθήνα, 2002, σ Καρπόζηλος Α., ό.π., σ Καρπόζηλος Α., ό.π., σ Α Α Cameron Av., σ. 40. Για τη θέση της Cameron περί των γενικότερων γεωγραφικών γνώσεων του Αγαθία βλ. Cameron Av., ό.π., σ

14 τον εκάστοτε αναγνώστη είτε ως µια ένδειξη ασυνήθιστου ενδιαφέροντος για τη ύση είτε ως άλλη µια ένδειξη της αρέσκειας του συγγραφέα να χρησιµοποιεί τις παρεκβάσεις µέσα στην Ιστορία του 57. Είναι σίγουρο, πάντως, πως πολύ δύσκολα η παρέκβασή του αυτή οφείλεται σε πραγµατικό ενδιαφέρον του Αγαθία για τη ύση ή στην πολύ καλή γνώση της εκ µέρους του ιστορικού. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι πως ο Αγαθίας, σε αντίθεση µε τα υπόλοιπα βαρβαρικά φύλα, για τα οποία οι απόψεις του συµφωνούσαν µάλλον µε της κοινής γνώµης της εποχής του, θεωρούσε τους Φράγγους έθνος εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα, καθώς, όπως λέει ο ίδιος στο έργο του, είναι σαφώς πιο πολιτισµένοι από τους υπόλοιπους βαρβάρους και το µόνο που τους διακρίνει από τους Βυζαντινούς είναι η ενδυµασία και η γλώσσα τους 58. Ο Αγαθίας, λοιπόν, φαίνεται πως ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο να περιγράψει τις σχέσεις του περσικού κράτους µε την αυτοκρατορία και αυτό το αποδεικνύουν οι δυο εκτενείς παρεκβάσεις του για το λαό των Περσών, καθώς και το γεγονός πως δεν ενδιαφέρθηκε εξίσου να συλλέξει πηγές για την περιγραφή των λαών της ύσης, όπως των Φράγγων και των Γότθων. Μάλιστα, δε θα ήταν ίσως υπερβολική η άποψη πως ακόµα και στην Ανατολή ενδιαφερόταν µόνο για τους Πέρσες, αν αναλογιστεί κανείς πως οι πληροφορίες του για τα υπόλοιπα έθνη προκύπτουν είτε από φήµες που είχε ακούσει ο Αγαθίας για τα έθνη αυτά είτε από τα επίσηµα έγγραφα του περσικού κράτους. Είναι, όµως, σχεδόν βέβαιο πως ο Αγαθίας δεν κατάφερε να µεταβεί στις αποµακρυσµένες περιοχές από την πρωτεύουσα είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά της. Το στοιχείο αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί σε καµία περίπτωση το γεγονός πως τα σχόλια του ιστορικού για τους Πέρσες και τον τρόπο λειτουργίας του κράτους τους είναι σαφώς περιφρονητικά 59. Είναι πολύ πιθανό πως η πρακτική αυτή θα προξένησε πολύ µεγάλη εντύπωση και µάλλον και απορίες στο αναγνωστικό κοινό του έκτου αιώνα. Για αυτό το λόγο και ο Αγαθίας θεωρεί υποχρέωσή του να δικαιολογήσει µέσα στο έργο του την τακτική του αυτή. Όπως παρατήρησε και η Cameron, ο Αγαθίας δε θεωρεί τους Πέρσες άξιους µελέτης ούτε για τις ιδιαιτερότητές τους ούτε και για τη σηµασία τους στο παγκόσµιο γίγνεσθαι. Το γεγονός που τον κάνει να ασχοληθεί σε τόσο µεγάλο βαθµό µαζί τους είναι πως για πρώτη φορά είναι σε θέση ο συγκεκριµένος συγγραφέας να χρησιµοποιήσει πληροφοριακό υλικό για το λαό των Περσών, το µεγαλύτερο ανταγωνιστή της αυτοκρατορίας για τις ανατολικές της περιοχές, το οποίο δεν είχε χρησιµοποιηθεί νωρίτερα από κανέναν άλλο Έλληνα ή Ρωµαίο συγγραφέα Cameron Av., σ Α Cameron Av., σ Β

15 Γίνεται, εποµένως, σαφές πως, επειδή ο ίδιος ο ιστορικός έζησε µόνο ελάχιστα περιστατικά των όσων γεγονότων περιγράφει, προκύπτει ένα µεγάλο ζήτηµα που αφορά στην αξιοπιστία του έργου του 61. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναλογιστούµε πως ο ίδιος ο ιστορικός παραδέχεται στον Πρόλογο του έργου του πως δεν είχε προηγούµενη πείρα ως προς την ιστορική συγγραφή και τις µεθόδους που πρέπει να ακολουθούνται σε αυτήν, αλλά ξεκίνησε µε µόνο κίνητρο την παρότρυνση των φίλων του Βλ. Κεφ. «Συµπεράσµατα», σ Πρ

16 2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Όπως είναι φυσιολογικό, δε θα ήταν δυνατό να ασχοληθεί κάποιος µε τις τοποθεσίες που περιγράφονται στο έργο, χωρίς να εξετάσει τον τρόπο, µε τον οποίο χρησιµοποιείται η ίδια η έννοια του χώρου µέσα στο κείµενο. Ο ίδιος ο «χῶρος», λοιπόν, χρησιµοποιείται από τον Αγαθία, για να υποδηλώσει είτε µία περιοχή της ενδοχώρας 63 είτε µία παραθαλάσσια περιοχή 64. Χρησιµοποιείται, επιπλέον, για να αντικαταστήσει µία κατοικηµένη περιοχή είτε ευρύτερη, όπως η Λαζική 65, είτε συγκεκριµένη πόλη ή µικρότερο οικισµό, όπως οι Τράλλεις 66 ή τα Χυτροπώλια 67. Ο ευρύτερος χώρος µίας περιοχής έπαιζε φυσικά καθοριστικό ρόλο για την έκβαση µίας µάχης. Αυτός ήταν και ο λόγος που συχνά οι στρατηγοί έστελναν προηγουµένως κατασκόπους, προκειµένου να έχουν γνώση των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής 68. Απέδιδαν, µάλιστα, τόσο µεγάλη βαρύτητα σε αυτόν οι κάτοικοί του, ώστε τόσο οι Γότθοι στην Κύµη 69 όσο και οι Μισιµιανοί στο Σιδηρούν φρούριο 70, παρότι είχαν σαφώς λιγότερες στρατιωτικές δυνάµεις από τους Βυζαντινούς, να αµυνθούν αποτελεσµατικά και να µην υποταγούν, απλώς και µόνο λόγω της µεγάλης τους εµπιστοσύνης στη «δυσχωρία» του γεωγραφικού τους χώρου. Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ακόµα µία φορά 71 πως ιδιαίτερα στην περίπτωση των Γότθων, ο γεωγραφικός χώρος του οικισµού της Κύµης έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο που, ακόµα και µετά τη διάλυση του τείχους, ο Ναρσής και οι στρατιώτες του δεν κατόρθωσαν να την καταλάβουν 72. Πέρα, όµως, από τη σαφώς γεωγραφική του σηµασία, η λέξη «χῶρος» χρησιµοποιείται στο κείµενο και µε άλλες δύο εξίσου σηµαντικές έννοιες. Ο δέων «χῶρος», λοιπόν, δηλώνει στην πρώτη από αυτές τη θέση των οπισθοφυλάκων µέσα στο στρατιωτικό σώµα µετά την αποχώρησή τους από το πεδίο της µάχης 73. Τέλος, ο «ἀγαθοῦ χῶρος» υποδηλώνει µέσα στην Ιστορία του Αγαθία το νοερό χώρο, στον οποίο κατέληγαν οι ψυχές των Περσών που ήταν «ἄρισται καὶ θεοείκελοι» κατά την επίγεια ζωή, σε αντίθεση µε τον «κακόν δαίµονα», όπου κατέληγαν µετά το θάνατο οι ψυχές των υπολοίπων, όπως θα 63 Β Ε Β Β Β , όπου ο Ιλλούς κατασκοπεύει το Σιδηρούν Φρούριο, προκειµένου να βοηθήσει τις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάµεις του Μαρτίνου. 69 Α Βλ. Κεφ. «Περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου», σ Α Α

17 παρατηρήσουµε αναλυτικότερα στις αντιλήψεις των Περσών περί θανάτου 74. Ι) Τα Τέσσερα Σηµεία του Ορίζοντα Το κείµενο µας παραδίδει τις ονοµασίες µόνο των δύο από τα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, της Ανατολής µε τον όρο «Ἕως» 75 και της ύσης µε τον όρο «Ἑσπέρα» 76. Ωστόσο, µας παρέχει τη δυνατότητα να δούµε ποικίλους τρόπους, µε τους οποίους ορίζει µια τοποθεσία σε σχέση µε αυτά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα προσανατολισµού µέσα στο κείµενο είναι «ὁ µέγιστος τοῦ Θεοῦ νεώς», η εκκλησία, δηλαδή, της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς ο Αγαθίας περιγράφει τις επιδιορθώσεις του Ισιδώρου και των συνεργατών του στο αρχικό κτίσµα του Ανθεµίου µετά το σεισµό του 557, ονοµατίζει την ανατολική αψίδα του ναού «ἑῴαν», τη δυτική «ἑσπερίαν», τη βόρεια «ἀρκτῷαν» και τη νότια «νοτία» 77. Προσεγγίζοντας πιο εξειδικευµένα το κείµενο για κάθε ένα από τα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα, οφείλουµε αρχικά να τονίσουµε πως, πλην του επιθέτου «νοτία» που αναφέρθηκε λίγο παραπάνω, ο Αγαθίας, προκειµένου να τοποθετήσει µία περιοχή νότια, χρησιµοποιεί κατά κόρον τη φράση «τὰ πρὸς νότον ἄνεµον» 78 ή ακόµη και «τά πρός εὐρόνοτον ἄνεµον», όταν κάνει λόγο για τις νοτιοανατολικές περιοχές της χερσονήσου της Καλλίπολης 79. Όσον αφορά στο Βορρά, ο συγγραφέας του κειµένου περιγράφει ως «ἀρκτῷον µέρος» τη βόρεια πλευρά της πόλης του Φάσιδος 80. Όταν, όµως, θέλει να τοποθετήσει τους Ούννους βορειότερα του Τανάιδος ποταµού, τότε δανείζεται το συγκριτικό βαθµό του επιθέτου «αρκτικός» και τους περιγράφει ως «ἀρκτικωτέρους» 81. Οφείλουµε, όµως, να σηµειώσουµε πως οι Μισιµιανοί δεν αποκαλούνται «ἀρκτικώτεροι» των Αψιλίων, αλλά «βορειότεροι» 82. Επιπλέον, για να τοποθετήσει συγκεκριµένα τους Μισιµιανούς βορειοανατολικά των Αψιλίων, ο συγγραφέας χρησιµοποιεί τη φράση «τετραµµένοι ἠρέµα ἐς ἥλιον ἀνιόντα», ακριβώς δίπλα στο επίθετο «βορειότεροι», ορίζοντας έτσι µε πολύ παραστατικό τρόπο το γεωγραφικό χώρο της Χώρας των Μισιµιανών βορειοανατολικά σε σχέση µε αυτόν των Αψιλίων. 74 Β Βλ. και Κεφ. «Πέρσαι», σ Β 18.3, Β 21.10, Πρ. 30, Ε Γ 20.2, Ε 1.2, Ε Ε Γ Ε Γ

18 Η ίδια ποικιλία έκφρασης ως προς τον προσανατολισµό των διαφόρων γεωγραφικών τοποθεσιών παρατηρείται και για τα άλλα δύο σηµεία του ορίζοντα, τη ύση και την Ανατολή µε τη χρήση κατά κύριο λόγο φράσεων που αναφέρονται στη δύση και την ανατολή του ήλιου ή στο είδος του ανέµου που φυσά προς καθεµιά από τις δύο κατευθύνσεις, όπως ακριβώς, δηλαδή, συµβαίνει και µε το Νότο. Συγκεκριµένα, για τις δυτικές περιοχές το επίθετο «ἑσπέριος» απαντά εκτός της δυτικής αψίδας του Ναού της του Θεού Σοφίας και για τη δυτική ακτή του κόλπου της Αίνου 83. Πέρα, όµως, από αυτό, βρίσκουµε και τις εκφράσεις που σχετίζονται µε τη δύση του ηλίου όπως «ἐς δυόµενον τὸν ἥλιον» 84, «ἐς ἥλιον καταδύντα» 85 και «ἐπὶ δυόµενον ἥλιον» 86. Η πιο µεγάλη ποικιλία, όµως, εµφανίζεται, όταν ο ιστορικός µιλά για τοποθεσίες ή άτοµα που βρίσκονται στην Ανατολή. Όπως είναι φυσικό, ο πιο απλός τρόπος, για να τοποθετηθεί κάποια περιοχή ανατολικά, είναι µε τη χρήση ενός εµπρόθετου προσδιορισµού µε το ουσιαστικό «Ἕως». Έτσι συναντούµε εκφράσεις, όπως «ἀνὰ τὴν ἕω» 87, «τὰ πρὸς τῆς ἕω» 88 καθώς και «κατὰ τὴν ἕω» 89. Παράλληλα, όπως συµβαίνει µε τη ύση, έτσι και για την Ανατολή ο συγγραφέας χρησιµοποιεί την ανατολή του ηλίου, για να εντάξει µια περιοχή στα ανατολικά. Συναντούµε, λοιπόν, τις εκφράσεις «πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα» 90 και «πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον» 91 σε θέση επιθετικού προσδιορισµού, προκειµένου να δηλωθεί πως αυτές βρίσκονται στην ανατολική πλευρά ενός λόφου ή µιας χερσονήσου αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, δε θα πρέπει να παραλείψουµε τον έµµεσο προσδιορισµό µιας περιοχής στα ανατολικά µέσω της ονοµασίας του ανατολικού ανέµου. Έτσι, ο στρατηγός Βαλεριανός ανέλαβε να υπερασπιστεί το τµήµα του τείχους του Φάσιδος, που βρίσκεται «πρὸς ἀπηλιώτην ἄνεµον» 92, ενώ και οι Ούννοι κατοικούσαν αρχικά «τῆς Μαιώτιδος λίµνης τὰ πρὸς ἀπηλιώτην ἄνεµον» 93. Τέλος, ο ποταµός Αθύρας, αφού περάσει στην πορεία του προς τη θάλασσα κοντά από την κώµη της Μελαντιάδας, «ἐπὶ ἄνεµον καικίαν ἠρέµα ἐκκλίνας ἐς τὴν Προποντίδα τὸν ῥοῦν ἀπερεύγεται», µε τον «καικία άνεµο» να υποδηλώνει σαφώς τη βορειοανατολική του κατεύθυνση Ε Β Γ Γ 19.9, Ε Β Β Α Ε Γ Ε Ε

19 ΙΙ) Μονάδες Μέτρησης Αποστάσεων Όπως είναι φυσικό, ο Αγαθίας έπρεπε, εκτός των άλλων, να ορίσει και τις αποστάσεις ανάµεσα στους γεωγραφικούς χώρους που περιέγραφε. Οι δύο όροι, λοιπόν, που χρησιµοποιεί κατεξοχήν κατά την εξιστόρηση των γεγονότων της ιστορίας του είναι ο «παρασάγγης» και το «στάδιον». Για τον ορισµό του «σταδίου» δε φαίνεται να υπάρχει λόγος ορισµού και περιγραφής του από το συγγραφέα του έργου. Μας τονίζει, όµως, πως ο στρατός των Βυζαντινών αποτελούνταν από πολύ γενναίους άντρες, καθώς αυτοί διάνυσαν απόσταση εκατόν πενήντα σταδίων µέσα σε µία ηµέρα 95. Αντιθέτως, για τον «παρασάγγη» φαίνεται πως ο καθορισµός του θεωρείται άκρως απαραίτητος από το συγγραφέα, καθώς, ως µονάδα µέτρησης, εννοείται διαφορετικά σε κάθε χρονική περίοδο και λαό. Ο Αγαθίας, λοιπόν, µας πληροφορεί πως, ενώ για τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα ο «παρασάγγης» ισούται µε τριάντα «στάδια», οι Πέρσες και οι Ίβηρες του Καυκάσου στην εποχή του τον θεωρούσαν ίσο µόλις µε είκοσι ένα «στάδια» 96. Το γεγονός πως δε µας παραθέτει κάποιο διαφορετικό τρόπο υπολογισµού του «παρασάγγη» από τους Βυζαντινούς µας οδηγεί στο συµπέρασµα πως η µέτρηση του «παρασάγγη» γινόταν ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο και από αυτούς. Ο Αγαθίας, όµως, µας δίνει για τον «παρασάγγη» και µία πληροφορία που δεν τη βρίσκουµε στους άλλους ιστορικούς του έκτου αιώνα. Μας ενηµερώνει, δηλαδή, πως οι Λαζοί χρησιµοποιούσαν µεν την ίδια µονάδα µέτρησης αποστάσεων, αλλά µε διαφορετική ονοµασία. Την ονόµαζαν «ἀνάπαυλα» και ισούταν ακριβώς µε έναν «παρασάγγη». Ως εξήγηση της ονοµασίας αυτής, ο Αγαθίας µας αναφέρει το γεγονός πως, κάθε φορά που ένας Λαζός αχθοφόρος συµπλήρωνε απόσταση ενός «παρασάγγη», άφηνε στο έδαφος το βάρος που µετέφερε, προκειµένου να ξεκουραστεί. Εξαιτίας µάλιστα αυτής της πραγµατικότητας, ο Αγαθίας θεωρεί πως αρµόζει πολύ καλά σε αυτούς η ονοµασία «ἀνάπαυλα», καθώς κάθε τέλος «παρασάγγη» ισοδυναµούσε µε την ανάπαυλα ενός Λαζού αχθοφόρου 97. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί πως το πλήθος αυτό των πληροφοριών δίνεται συγκεντρωµένο σε ένα µόλις σηµείο του έργου 98. Ο ιστορικός, λοιπόν, αντιλαµβανόµενος τη σύγχυση που µπορεί να προκληθεί στους αναγνώστες στο συγκεκριµένο σηµείο, αποφασίζει να περιγράψει την απόσταση µε «στάδια», ώστε να καταστεί σε αυτούς σαφές το µέγεθος της απόστασης. Στα υπόλοιπα σηµεία του έργου ο Αγαθίας χρησιµοποιεί 95 Β 21.7, Β Β Β Β

20 τόσο τον όρο «στάδιον» 99 όσο και τον όρο «παρασάγγη» 100, χωρίς να εξηγεί κάπου το λόγο της χρησιµοποίησης του ενός ή του άλλου όρου. 99 Β 20.5, Ε 12.1, Ε Γ 19.9, Γ

21 3. Ο ΤΟΤΕ ΓΝΩΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Ι) Κόσµος Ο κόσµος µε την ευρύτερη έννοια που τον ξέρουµε σήµερα εµφανίζεται στο κείµενο µε τον όρο «οἰκουµένη» 101, µε τον οποίο και εννοείται ολόκληρος ο τότε γνωστός κόσµος του πλανήτη. Η ίδια η λέξη «κόσµος» χρησιµοποιείται κατά βάση, για να δηλώσει την τάξη, µε την οποία παρατάσσονταν τα στρατεύµατα στη µάχη 102. Υπάρχει, ωστόσο, και µία περίπτωση σε ολόκληρο το κείµενο, στην οποία ο όρος χρησιµοποιείται πιθανότατα, για να δηλώσει τον υπαρκτό κόσµο που γνωρίζουµε και σήµερα µε την έννοια του πλανήτη 103. ΙΙ) «Γῆ Πάντων Μήτηρ» Ο τίτλος για το κεφάλαιο της γης προέρχεται µέσα από το κείµενο και µας δίνει την αντίληψη των Περσών ότι η «Γῆ» µε την έννοια του εδάφους, της επιφάνειας, δηλαδή, της «Γῆς», είναι η µητέρα όλων των ζωντανών οργανισµών που κατοικούν πάνω σε αυτήν 104. Την ίδια έννοια στον όρο «Γῆ» τη βρίσκουµε και στα λόγια του Αγαθία, όταν περιγράφει το έδαφος της χερσονήσου της Καλλίπολης και η «Γῆ» εκεί χαρακτηρίζεται «εὐαλδὴς ἄγαν καὶ κάρπιµος κἀν τοῖς ἀναγκαίοις διαρκεστάτη» 105. Με την έννοια αυτή ελαφρώς διευρυµένη και µε τη χρήση της «Γῆς» ως τόπου ταφής συναντούµε τον όρο και σε άλλα σηµεία του κειµένου 106. Ωστόσο, µε τη «Γῆ» ενδέχεται να εννοηθεί µέσα στο κείµενο µόνο αυτή καθ εαυτή η επιφάνεια της γης, κάτω από την οποία συγκεντρώνεται πλήθος αναθυµιάσεων από το εσωτερικό της, οι οποίες αποτελούν κατά µία άποψη την αιτία των σεισµικών δονήσεων που προκαλούνται στον κόσµο 107. Ο όρος, όµως, επιδέχεται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία ακόµα πιο διευρυµένης σηµασίας και έτσι τον βρίσκουµε να δηλώνει µία ολόκληρη χώρα, όπως τη χώρα των Λαζών, είτε µεµονωµένα 108 είτε και ως φράση 101 Πρ. 10, Ε Α 21.6, Β 1.2 κ.α. 103 Ε Β Ε Β 23.1, Β 31.6, Β Β 15.9, Ε 3.4, Ε 6.2, Ε Γ 10.7, Ε

22 µε τον όρο να συνοδεύεται από τον προσδιορισµό «Κολχίς» στην κατάλληλη πτώση 109. Επιπλέον, βρίσκουµε τη «Γῆ» να δηλώνει ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσµο, όταν οι δολοφόνοι του Γουβάζη, για να δικαιολογήσουν την πράξη τους, κατηγορούν το Λαζό βασιλιά πως διέσυρε το όνοµα της αυτοκρατορίας ως «τάς ἐσχατιὰς ἁπάσης τῆς γῆς» 110. Τέλος, µπορούµε να συναντήσουµε τον όρο «Γῆ» ακόµα και µε την πιο ευρεία σηµασία που µπορεί να έχει, αυτή του ίδιου του πλανήτη, όταν ο Αγαθίας µας αφηγείται τα όσα καταστροφικά συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη από το σεισµό του 557. Εκεί, λοιπόν, µας δηλώνει σαφώς πως τέτοια γεγονότα συνέβησαν πολλές φορές ακόµα πιο παλιά, ενώ ο ίδιος πιστεύει πως θα συνεχίσουν να συµβαίνουν και στο µέλλον, εφόσον θα υπάρχει η ίδια η «Γῆ» 111. ΙΙΙ) Ηπειρώτιδες και Νησιωτικές Περιοχές Σε αντιδιαστολή µε τις νησιωτικές περιοχές, στις οποίες η ονοµασία ήταν η ίδια µε σήµερα, οι περιοχές της ξηράς λέγονται «ἠπειρώτιδες» 112. Η λέξη «ἤπειρος», όµως, πέρα από τη σηµασία της ξηράς, µε την οποία τη βρίσκουµε και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων 113, φαίνεται να χρησιµοποιείται και µε την ευρύτερη έννοια της περιοχής, όταν ο συγγραφέας του κειµένου κάνει λόγο για την περιοχή γύρω από τον ποταµό Ρήνο, στην οποία κατοικούσαν αρχικά οι Φράγγοι 114. Τέλος, ο αναγνώστης της Ιστορίας δε θα βρει τον όρο µε τη σηµερινή του σηµασία σε καµία περίπτωση, παρότι, όπως είδαµε, γίνεται λόγος στο κείµενο τόσο για την Ευρώπη και την Αφρική όσο και για την Ασία. 109 Β 18.3, 15.5, 20.10, 30.7, Ε Ε Β Ε 12.1, Ε 14.9, Ε Α 2.1, Α

23 Ι) Ορεινοί Όγκοι α) Όρη 4. ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ Από τους ορεινούς όγκους που αναφέρονται στο κείµενο, µόνο τα όρη της Γερµανίας δεν ονοµατίζονται, ενώ τα υπόλοιπα δε θα αναφερθούν εδώ, αφού έχουν συµπεριληφθεί στο κεφάλαιο της γεωγραφικής περιοχής, στην οποία ανήκουν. Ο οργανισµός που ζει στο βουνό αποκαλείται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία «ὄρειος». Το επίθετο αποδίδεται στους βουβάλους της Γερµανίας σε συνδυασµό µε το επίθετο «ὑλονόµος», το οποίο δηλώνει τον κάτοικο των δασών, διακρίνοντας µε αυτό τον τρόπο το βούβαλο που δεν είχε εξηµερωθεί, από εκείνο που είχε εξηµερωθεί και χρησιµοποιούνταν στη γεωργία 115. Το επίθετο «ὄρειος», όµως, χρησιµοποιείται και για ανθρώπους, όταν το κείµενο περιγράφει ορισµένους από τους αξιωµατούχους της Κωνσταντινούπολης να καταφεύγουν στη βουνίσια ζωή 116, προκειµένου να αποφύγουν το ενδεχόµενο µιας ακόµη µεγαλύτερης καταστροφής από το σεισµό που έπληξε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας το Χειµώνα του Ιδιαίτερος λόγος γίνεται στο κείµενο για τις κορυφές των βουνών, τις οποίες συναντούµε τόσο µε τον όρο «ἀκρωνυχία» 118 όσο και µε τον όρο «ἀκρώρεια» 119. Παρά την ίδια σηµασία, όµως, των όρων, µπορούµε να παρατηρήσουµε µε µια πιο προσεκτική ανάγνωση πως οι δύο όροι χρησιµοποιούνται µε διαφορετικό τρόπο µέσα στο κείµενο. Έτσι, η «ἀκρωνυχία» χρησιµοποιείται, όταν ο ιστορικός µιλά για ένα συγκεκριµένο όρος, ακόµα και όταν αυτό δεν ονοµατίζεται, όπως αυτό το οποίο όριζε τα σύνορα της Χώρας των Μισιµιανών 120 ή αυτό, πάνω στο οποίο βρίσκονταν οι Κάµψες 121, ενώ η «ἀκρώρεια» εµφανίζεται, όταν ο συγγραφέας αναφέρεται αόριστα σε κορυφές βουνών, όπως αυτές που φωτίζει ο ήλιος, όταν ξηµερώνει 122, ή αυτές των βουνών της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, τις οποίες διήλθε έφιππος ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρης Α Ε Βλ. Αλεξάκης Α., Αγαθίου Σχολαστικού Ιστορίαι, Εκδ. Κανάκη, Αθήνα, 2008, σ. 637, σηµ. 7 και Σινάκος Α., ό.π., σ Β 13.2, Γ 18.11, Β Γ

24 β) Λόφοι - Γεώλοφα Όπως είναι φυσικό, έναν ορεινό χώρο τον αποτελούν εκτός από βουνά και µικρότεροι ορεινοί όγκοι, όπως οι λόφοι και οι λοφίσκοι. Η διάκριση, όµως, των δύο µεγεθών δεν είναι ξεκάθαρη σε ολόκληρο το έργο. Έτσι, ενώ η φυσική προστασία των Μισιµιανών ήταν αρχικά ένα δύσβατο «ὄρος», από όπου δύσκολα θα περνούσε κανείς µόνος του 124, στη συνέχεια γίνεται λόγος για το ίδιο σηµείο, µε τον Αγαθία να αναφέρει πως οι Μισιµιανοί παρέλειψαν να τοποθετήσουν εκεί φρουρά, µε αποτέλεσµα ο «λόφος» να καταληφθεί εύκολα από τους Βυζαντινούς 125. Η ίδια σύγχυση παρατηρείται και για τον ορεινό όγκο, πάνω στον οποίο ήταν κτισµένες οι Κάµψες. Στην αρχή της πολιορκίας του φρουρίου γίνεται λόγος για «ὄρος» µε απότοµους βράχους ολόγυρα που καθιστούν δύσκολη την πρόσβαση σε οποιονδήποτε εχθρό 126. Όταν, όµως, η πολιορκία δείχνει να τελεσφορεί για τους Βυζαντινούς, ο αρχηγός των Γότθων Ράγναρις επιστρέφει σε «λόφο» µετά από τις άκαρπες για αυτόν συνοµιλίες µε το Ναρσή 127. Κοινό στοιχείο, πάντως, όλων των περιπτώσεων είναι πως όλοι οι ορεινοί όγκοι του κειµένου χαρακτηρίζονται δύσβατοι µε εκφράσεις, όπως «προσάντη γεώλοφα» 128 και «λόφῳ δυσπροσόδῳ τε καὶ ἀνάντει» 129, ενώ κανένας δεν περιγράφεται βατός πλην εκείνου από τη Μεσοποταµία ως τη Συρία και την Καππαδοκία που τον κατέστησε βατό το πλήθος των νεκρών ανθρώπινων σωµάτων, µε τα οποία ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρης κατάφερε να γεµίσει τα κενά στα φαράγγια και ανάµεσα στους λόφους, καθιστώντας µε αυτόν τον αποτρόπαιο τρόπο τα εδάφη εκείνα «ἱππάσιµα» 130. Η πιο αναλυτική περιγραφή ενός λόφου µέσα στο έργο πραγµατοποιείται, όταν ο ιστορικός παρουσιάζει αναλυτικά το λόφο, πάνω στον οποίο ήταν κτισµένος ο οικισµός της Κύµης. Η Κύµη, λοιπόν, βρισκόταν πάνω σε ένα δύσβατο και απότοµο λόφο, ο οποίος υψωνόταν έτσι από τις ακτές ακόµη του Τυρρηνικού πελάγους. Ο Αγαθίας, µάλιστα, µας διηγείται πολύ παραστατικά σε αυτό το σηµείο πως τα θαλάσσια κύµατα έσκαγαν µε δύναµη γύρω από τους πρόποδές του. Στην κορυφή του, από την άλλη µεριά, η οχύρωση ήταν κατασκευασµένη µε δεξιοτεχνία και αποτελούνταν από πύργους και επάλξεις Β Β Γ Α Α 8.3. Βλ. και Κεφ. «Τείχος», σ

25 Επιπροσθέτως, στην ανατολική του πλευρά υπήρχε σπήλαιο βαθύτατο και πολύ καλά καλυµµένο, ώστε από τη φύση του να είναι άδυτο και το κοίλωµά του να είναι «εὐρὺ καὶ βαραθρῶδες». Είναι χαρακτηριστικό του µεγέθους και της καλής του κάλυψης πως εκεί κατοικούσε η Σίβυλλα, η οποία κατειληµµένη από τον Απόλλωνα προφήτευε το µέλλον σε όσους τη ρωτούσαν µε χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Αινεία. Πάνω, λοιπόν, από αυτό το σπήλαιο είχε κατασκευαστεί το φρούριο της Κύµης. Από εκεί, όµως, κατόρθωσαν και οι στρατιώτες του Ναρσή να το καταλάβουν 132. Ωστόσο, ούτε και εδώ είναι ξεκάθαρο το µέγεθος του ορεινού όγκου, αφού στη διάρκεια της µάχης χαρακτηρίζεται εκτός από «λόφος» και «γεώλοφον» 133, όρο, δηλαδή, που τον συναντούµε και σε άλλες περιπτώσεις λοφίσκων, όπως αυτού στην ακτή της Πισαύρου 134. Ολοκληρώνοντας την αναφορά µας στους λόφους, αξίζει να προσθέσουµε και την πληροφορία που µας δίνει ο Αγαθίας για τους Αλαµανούς και τις θυσίες που προσέφεραν εκείνοι προς τιµήν των στοιχείων της φύσης, µεταξύ των οποίων και των λόφων, λόγω της ιερότητας που απέδιδαν σε αυτά. Το παράδοξο σε αυτό το σηµείο είναι πως, ενώ αποδίδονταν ιερές τιµές στους λόφους, δεν ίσχυε το ίδιο και µε τα πολύ υψηλότερά τους όρη ή τουλάχιστον δεν παραδίδει κάτι τέτοιο η Ιστορία του Αγαθία 135. γ) Σπήλαια Είδαµε ήδη στο υποκεφάλαιο για τους λόφους την περιγραφή του σπηλαίου της Σίβυλλας στο λόφο της Κύµης 136. Εκεί ο συγγραφέας, προκειµένου να µιλήσει για το σπήλαιο, χρησιµοποιεί τους όρους «σπῆλυγξ» και «σπήλαιον» 137. Εκτός, όµως, από αυτούς τους δύο παραπλήσιους όρους, ο Αγαθίας περιλαµβάνει στο έργο του και τον όρο «ἄντρον». Ο όρος αυτός απαντά και πάλι στο σηµείο που γίνεται λόγος για το σπήλαιο της Σιβύλλας 138, αφού είναι και το µόνο σπήλαιο που περιγράφεται στο έργο και µέσω αυτού του όρου το σπήλαιο χαρακτηρίζεται «ἀµφηρεφές τε καὶ γλαφυρώτατον» 139. Ως προς τη διάκριση των τριών όρων, φαίνεται πως οι όροι «σπήλαιον» και «σπῆλυγξ» λειτουργούν στο έργο σχεδόν ταυτόσηµα. Ωστόσο, παρατηρείται διαφοροποίηση στο κείµενο µεταξύ αυτών και του 132 Β Α Β 2.6. Βλ και Κεφ. «Ακτές», σ Α 7.1. Βλ. και Κεφ. «Τὸ Τῶν Ἀλαµανῶν Ἔθνος», σ Βλ. Κεφ. «Λόφοι», σ Β Α 10.2, Α 10.3, Α Α

26 όρου «ἄντρον», καθώς ο τελευταίος εντοπίζεται στο κείµενο, µόνο όταν ο ιστορικός θέλει να µιλήσει για το εσωτερικό του σπηλαίου, ενώ, αντιστοίχως για το εξωτερικό, χρησιµοποιούνται οι όροι «σπῆλυγξ» και «σπήλαιον». Μια λεπτοµερέστερη, τέλος, ανάγνωση είναι δυνατόν να εντοπίσει διαφορά ακόµα και στη χρήση των όρων «σπήλαιον» και «σπῆλυγξ». Ο όρος «σπῆλυγξ» φαίνεται να αναφέρεται, όταν ο συγγραφέας µιλά για την εξωτερική όψη του σπηλαίου, καθώς πάνω από τη «σπήλυγγα» στηρίζεται µέρος του τείχους της Κύµης. Ο όρος «σπήλαιον», από την άλλη µεριά, λειτουργεί µάλλον ως ο γενικότερος και των τριών, καθώς φαίνεται να υποδηλώνει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική όψη του σπηλαίου. Έτσι οι στρατιώτες είναι έξω από το «σπήλαιον», όταν ο Ναρσής τους διατάζει να εισέλθουν σε αυτό, όπως δηλώνει η µετοχή «ἐµβαλών», αλλά βρίσκονται στο εσωτερικό, όταν «ὑπὸ τὰ κοῖλα τοῦ σπηλαίου» ξεκινούν την αποδόµηση του κάστρου της Κύµης. δ) «Κρηµνώδη τε καί Σηραγγώδη Χωρία» Οι ορεινοί όγκοι, όπως είναι φυσικό, περιγράφονται στην Ιστορία του Αγαθία µε χαράδρες ποικίλου µεγέθους. Ο όρος «κρηµνός» δεν απαντά στο κείµενο, αλλά τα «χωρία» µε βαθιές χαράδρες αποκαλούνται «κρηµνώδη» 140. Ο χαρακτηρισµός αυτός, φυσικά, έρχεται συνήθως σε συνδυασµό µε απότοµους βράχους 141 ή «σήραγγες» 142. Παράλληλα, όµως, µε το επίθετο «κρηµνώδης», ο ιστορικός χρησιµοποιεί και το επίθετο «σηραγγώδης» µε την ίδια ακριβώς σηµασία, προκειµένου να χαρακτηρίσει τις κοιλότητες µεγάλου βάθους, όπως στην περίπτωση της Πισαύρου 143 και των ορεινών όγκων της Συρίας και της Καππαδοκίας 144. Ο συνδυασµός, επιπλέον, των «σηράγγων» µε κάποιες από τις «ἀπορρῶγες», τα διάφορα, δηλαδή, τµήµατα τόσο των βουνών όσο και των λόφων, καθιστούσε µια τοποθεσία τόσο δύσβατη, ώστε ακόµα και όταν ο Ναρσής διέλυσε το τείχος της Κύµης, δεν κατάφερε τελικά να καταλάβει και την πόλη και αποχώρησε 145. Πέρα, όµως, από «τόν σήραγγα», ο Αγαθίας χρησιµοποιεί στο έργο του και τον όρο «φάραγξ», προκειµένου σε συνδυασµό και µε τη φράση «ἀπερρωγυῖαι πέτραι», από την οποία πάντα συνοδεύεται, να υποδηλώσει ένα «χωρίον δύσβατόν τε καὶ ἀπρόσοδον», όπως το φρούριο της 140 Α 10.8, Β Β Α Β Α Α

27 Τηλέφεως 146 ή το Σιδηρούν φρούριο των Μισιµιανών 147. Ο ίδιος όρος, συγχρόνως, χρησιµοποιείται από τον ιστορικό, και για να δηλώσει το φαράγγι, στο οποίο έγινε το δικαστήριο για το φόνο του Γουβάζη, στον Καύκασο 148. Τέλος, οι «φάραγγες» συγκαταλέγονται, όπως µας ενηµερώνει ο ιστορικός, ανάµεσα στα στοιχεία της φύσης, τα οποία οι Αλαµανοί λάτρευαν ως θεότητες και στα οποία προσέφεραν θυσίες από ίππους και βόδια 149. Το τελευταίο στοιχείο που αξίζει να αναφέρουµε σχετικά µε τους όρους αυτούς είναι η θεωρία της πρόκλησης σεισµικών δονήσεων λόγω υπόγειων σηράγγων που ήταν γεµάτες µε αναθυµιάσεις. Η άποψη αυτή εκφράστηκε και παλαιότερα από τον Αριστοτέλη 150, κάτι που φαίνεται να γνωρίζει ο Αγαθίας, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο µε το σεισµό που ταρακούνησε την Κωνσταντινούπολη το Είναι χαρακτηριστικό πως η κοινή γνώµη θεωρούσε πως η Αίγυπτος δεν υφίστατο ποτέ σεισµούς, ακριβώς επειδή ήταν χώρα επίπεδη και µε ελάχιστες κοιλότητες 152. Για αυτό, άλλωστε, και προκλήθηκε τόσο µεγάλος πανικός από τη δόνηση του σεισµού του 551, παρότι έγινε ελάχιστα αισθητή στην Αλεξάνδρεια σε σχέση µε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως την Κω και τη Βηρυτό 153. ε) υσχωρία και Ιππάσιµα Τα πιο τραχεία και «δυσπρόσοδα» εδάφη µέσα στο κείµενο παρατηρούνται στην περιοχή µεταξύ Μουχειρίσιδος και Νήσου και ιδιαίτερα στην περιοχή του φρουρίου της Τηλέφεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αγαθίας κάνει τρεις φορές λόγο για «δυσχωρία» σε εκείνη την περιοχή 154. Η «δυσχωρία» ενός τόπου φαίνεται στο κείµενο να παίζει ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ακόµα και οι Πέρσες προσπάθησαν να την περάσουν το δυνατό συντοµότερα 155, ενώ οι Μισιµιανοί βασίστηκαν σε αυτήν για την άµυνα της χώρας τους από τους Βυζαντινούς Β Γ Α 7.1. Βλ. και Κεφ. «Τὸ Τῶν Ἀλαµανῶν Ἔθνος», σ Fobes F. H., Aristotelis meteorologicorum libri quattuor, Εκδ. Olms, Hildesheim 1967, 365b- 366b. 151 Ε 6.1-2, για τη χρονολογία του σεισµού βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 637 σηµ. 7 και Σινάκος, ό.π., σ Β Για την απουσία σεισµών στο χώρο της Αιγύπτου βλ. Borthwick E. K., "Emendations and Interpretations in the Greek Anthology", The Classical Quarterly, 21.2 (1971), σ Β Β 19.1, Β 19.5, Β Β

28 Το αντίθετο ακριβώς, βεβαίως, συµβαίνει µε τα οµαλά εδάφη, τα οποία έπρεπε να προσφέρουν τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο ιππικό κάθε στρατεύµατος, προκειµένου να λάβουν αυτό το χαρακτηρισµό. Έτσι συναντούµε τον όρο «ἱππάσιµα» για τα οροπέδια της Χώρας των Μισιµιανών 157, ενώ και ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρης, παρά την κτηνωδία, στην οποία προέβη, πέτυχε «οὕτω καθιππεύειν» στους ορεινούς όγκους της Συρίας και της Καππαδοκίας 158. στ) άση Η χρησιµότητα του δάσους για οποιονδήποτε λαό σε οποιαδήποτε εποχή είναι βεβαίως δεδοµένη και ύψιστη. Στην Ιστορία, όµως, του Αγαθία το δάσος επιτελεί βασικούς σκοπούς και, εποµένως, η παρουσία του στο γεωγραφικό χώρο των γεγονότων είναι πάρα πολύ σηµαντική. Ο συγγραφέας χρησιµοποιεί δύο διαφορετικούς όρους για αυτό, την «ὕλη» και τη «νάπη», µε τον πρώτο από αυτούς να χρησιµοποιείται σε πολύ µεγαλύτερο βαθµό σε σύγκριση µε το δεύτερο. Ο Αγαθίας, περιγράφοντας την περιοχή της Γερµανίας, µας διηγείται πως την κάλυπταν «ἀµφηρεφεῖς νάπαι καὶ ὄρη λάσια», ένα από τα οποία αποτέλεσε και τον τόπο θανάτου του Φράγγου ηγεµόνα Θευδιβέρτου, όταν του επιτέθηκε εκεί ένας άγριος βούβαλος 159. Οι Αλαµανοί, µάλιστα, οι οποίοι και ήταν οι κατεξοχήν κάτοικοι της περιοχής έφταναν στο σηµείο να θεοποιούν µεταξύ άλλων στοιχείων της φύσης και κάποια από τα δέντρα της δασώδους περιοχής τους 160. Σε ό,τι αφορά στη χρηστικότητα του δασικού πλούτου στο κείµενο, η πυκνή βλάστηση των δασών ήταν αυτή που χρησιµοποιήθηκε από τους Φράγγους στη µάχη της Αριµίνου, αντί οποιασδήποτε άλλης οχύρωσης 161. Ήταν, µάλιστα, τόσο καλή η οχύρωση των Φράγγων, ώστε ο Ναρσής αναγκάστηκε να χρησιµοποιήσει ένα ειδικό τέχνασµα, για να επιτύχει την έξοδό τους από το δάσος και τον πόλεµο εναντίον τους σε ανοιχτό χώρο 162. Παραπλήσια πολεµική τακτική µε τους Φράγγους ακολούθησε, εξάλλου, λίγο αργότερα και ο Βυζαντινός στρατηγός Βελισάριος, ο οποίος έκρυψε τους ιππείς του σε δάσος παρακείµενο του πεδίου της µάχης, όπου περίµεναν την εντολή του, ώστε να Α Α Α Α Για το τέχνασµα βλ. Κεφ. «Ούννοι και Ουννικά Φύλα», σ Για την υιοθέτησή του από το Ναρσή στη µάχη της Αρίµινου βλ. Nibley Η., "The Hierocentric State", The Western Political Quarterly, 4.2 (1951), σ Για τα προσόντα του Ναρσή και γενικότερα των στρατηγών του βυζαντινού στρατού εκείνης της εποχής βλ. Ringrose K.M., "The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium (Bonds W.N.)", Journal of the History of Sexuality, 14.3 (2006), σ

29 σφυροκοπήσουν µε τα ακόντιά τους τους επιδροµείς Κοτριγούρους, στη µάχη που διεξήχθη λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη 163 µε θεαµατικά, ως γνωστό, για τους Βυζαντινούς αποτελέσµατα. Το δάσος, όµως, αποτελεί µέσα στο κείµενο όχι µόνο οχυρό, αλλά και τόπο διαφυγής για τους ηττηµένους µιας µάχης. Σε αυτό καταφεύγουν οι Φράγγοι ιππείς µετά την ήττα στην Αρίµινο, για να σωθούν 164, καθώς και οι ελάχιστοι των Σαβείρων που επέζησαν από την επιδροµή του Βυζαντινού στρατηγού Μαξέντιου στο στρατόπεδό τους 165. Με τη βοήθεια της πυκνής βλάστησής του, επιπλέον, ο συλληφθείς από τους ιλιµνίτες ανώνυµος Κόλχος καταφέρνει να τους ξεφύγει, όταν τον έβαλαν να τους οδηγήσει στους Σαβείρους, και να φτάσει πρώτος στο στρατόπεδό τους, για να τους προειδοποιήσει 166. Επίσης, ιδιαίτερη σηµασία στο κείµενο δίνεται στην ξυλεία που προσφέρουν οι πυκνόφυτες δασώδεις εκτάσεις. Οι Βυζαντινοί υπερασπιστές της πόλης του Φάσιδος κατέφυγαν σε µεγάλη πυρκαγιά όλων των αγρών και των ξύλινων καταλυµάτων γύρω από την πόλη, ώστε οι Πέρσες να µην έχουν έτοιµη την πρώτη ύλη που θα χρειάζονταν τόσο για τα δικά τους καταλύµατα όσο και για την επιχωµάτωση του φρέατος γύρω από το τείχος της πόλης 167. Ο Πέρσης στρατηγός Ναχοραγάν, από την άλλη µεριά, επειδή ήταν αναγκασµένος να προµηθεύεται την απαραίτητη σε αυτόν ξυλεία από ένα δάσος σε πολύ µακρινή απόσταση 168, είχε στις τάξεις του ειδικό σώµα υπηρετών και αχθοφόρων που φρόντιζαν για την κοπή της ξυλείας και τη µεταφορά της στην πόλη του Φάσιδος προς ενίσχυση των περσικών δυνάµεων 169. Γίνεται, κατά συνέπεια, εύκολα αντιληπτή η µεγάλη σηµασία της ξυλείας και, εποµένως, του δάσους σε όλο το µήκος του έργου και αυτό, βεβαίως, δικαιολογεί και τη συχνότατη εµφάνισή του από τον Αγαθία στην Ιστορία του Α Γ Γ Γ Γ

30 ΙΙ) Πεδινές Περιοχές α) Πεδιάδες Η πεδιάδα µέσα στο κείµενο δηλώνεται µε τον όρο «πεδίον» και, µάλιστα, χρησιµοποιούµενο κατά βάση στον πληθυντικό. Έτσι βρίσκουµε τον όρο µε αυτή την έννοια να δηλώνει την πεδιάδα γύρω από την Πάρµα 170 και την Αρίµινο 171, αλλά και τα πεδινά εδάφη γύρω από την πόλη της Καπύης 172. Επιπλέον, ο όρος χρησιµοποιείται, προκειµένου να δηλώσει πεδινά εδάφη, ακόµη και όταν πρόκειται για οροπέδια, όπως αυτά της Χώρας των Μισιµιανών 173. Ωστόσο, την ίδια ακριβώς λέξη τη βρίσκουµε και µε την ευρύτερη έννοια του χώρου ή της περιοχής, αφού τη συναντούµε να δηλώνει γενικά το χώρο έξω από τις πόλεις, στον οποίο άφηναν οι Πέρσες τους µελλοθάνατους να πεθάνουν, ώστε να αποτελέσουν στη συνέχεια τροφή για τα άγρια ζώα 174, αλλά και τη γενικότερα δύσβατη περιοχή της Τηλέφεως 175, για την οποία, µάλιστα, ο ιστορικός τονίζει µε κάθε τρόπο τη δυσκολία της διάβασής της από οποιοδήποτε στρατό. β) Ποταµοί Η παρουσία των ποταµών είναι ιδιαίτερα έντονη σε όλη την έκταση του έργου. Άλλοι από αυτούς, όπως ο Νείλος 176, ο Ορόντης 177 και ο Μαίανδρος 178, συναντώνται µε απλή ονοµαστική αναφορά και άλλοι, όπως ο Πάδος 179 και ο ούναβης 180, µε αναλυτική περιγραφή για τις εκτάσεις που διαρρέουν ή τα χαρακτηριστικά τους. ύο, τέλος, από αυτούς αποτελούν την πηγή έµπνευσης του ονόµατος των πόλεων που βρίσκονται στις εκβολές τους. Έτσι, σύµφωνα µε τον Αγαθία, η πόλη Φάσις στη Λαζική προφανώς «ἐκ τοῦ ποταµοῦ εἴληφε τὴν ἐπωνυµίαν» 181, ενώ και το επίνειο Αθύρας στην Προποντίδα έλαβε την ονοµασία του από τον οµώνυµο ποταµό που εκβάλλει εκεί Α Α Β 4.4, Β Β Β 19.4, Β 20.5, Β Β Πρ Β Βλ. Κεφ. «Περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου», σ Βλ. Κεφ. «Περιοχές της Ευρύτερης Βαλκανικής», σ Γ Ε

31 Η εκβολή του ποταµού δηλώνεται µε το ρήµα «εµβάλλω», όταν πρόκειται για τον Πυθικό ποταµό που χύνεται στον «Ἐλαΐτη κόλπον» της Μικράς Ασίας 183, αλλά και µε τη φράση «τον ρουν απερεύγεται», όταν γίνεται λόγος για τον Αθύρα που χύνεται στην Προποντίδα 184. Και στις δύο, πάντως, περιπτώσεις, αλλά και σε ολόκληρο το έργο, οι εκβολές έχουν την ίδια ονοµασία µε σήµερα 185, ενώ πουθενά δεν εµφανίζονται µε κάποιο παράγωγο του «ἐµβάλλω» ή του «ἀπερεύγοµαι», όπως ίσως θα περίµενε κανείς. Ο Κασουλίνος ποταµός στην Καπύη αποτελεί το µοναδικό ποτάµι του έργου που του αποδίδονται συγκεκριµένα χαρακτηριστικά και δεν περιγράφεται απλώς η πορεία του. Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, ως «ὑπερχειλής», επειδή ξεχείλισε από τα νεκρά ανθρώπινα σώµατα που έπεσαν σε αυτόν µετά τη µάχη της Καπύης 186. Ο ίδιος ποταµός εµφανίζεται στο έργο τόσο επικίνδυνος, ώστε, όπως λέει ο συγγραφέας, «ἀντ ἐρύµατος εἶναι ἐδόκει» για την προαναφερθείσα ιταλική πόλη, την οποία και προστάτευε 187. Τέλος, όπως θα δούµε και σε άλλο σηµείο της παρούσας µελέτης 188, ο ποταµός ούναβης αποτελούσε το βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ανάλογη πρέπει να ήταν και η σηµασία του ποταµού Πάδου στην Ιταλία, αν αναλογιστεί κάποιος πως «οἱ εἴσω τοῦ Πάδου» περιοχές ανήκαν στην αυτοκρατορία, την ίδια στιγµή που «οἱ ἐκτὸς Πάδου» κατοικούνταν κατά κύριο λόγο από τους βαρβάρους Γότθους και Φράγγους 189. Οι ποταµοί, όµως, εµφανίζονται µέσα στο έργο και µε τον όρο «ῥεῖθρα», σύµφωνα µε το σχήµα µετωνυµίας που χρησιµοποιεί ο ιστορικός 190. Αξίζει, λοιπόν, να επισηµάνουµε εδώ πως ο ποταµός µπορεί να χαρακτηριστεί και µέσω των ρείθρων του µέσα στο έργο µε τη χρήση του λογοτεχνικού σχήµατος της υπαλλαγής. Έτσι ο Κασουλίνος έχει «βεβαρηµένα ῥεῖθρα» 191, ενώ «ῥείθρων ποτίµων γῆ» περιγράφεται η περιοχή της Χερρονήσου 192. Ενώ, όµως, τα στοιχεία αυτά παρατηρούνται για τα «ῥεῖθρα» ενός ποταµού, δεν είναι ανάλογη και η χρήση του όρου «ῥοῦς», ο οποίος, όχι µόνο δεν αντικαθιστά στο έργο τους ποταµούς, αλλά χρησιµοποιείται ακόµα και για τα θαλάσσια ρεύµατα, όταν γίνεται λόγος για τον «ῥοῦν» του κόλπου της Αίνου Πρ Ε Πρ. 14, Γ 19.9, Γ 21.3, Ε Β Β Βλ. Κεφ. «Περιοχές της Ευρύτερης Βαλκανικής», σ Α 1.6, Α 5.2, όπου οι εκτός Πάδου Γότθοι πηγαίνουν στους Φράγγους για βοήθεια, ενώ οι εντός Πάδου φοβούνται την τύχη και περιµένουν. 190 Γ 21.6, Ε Β Ε Ε

32 Το τελευταίο στοιχείο που θα ενδιέφερε, ωστόσο, εξίσου για την περιγραφή των ποταµών είναι οι όχθες του και η σύνδεσή τους µε γέφυρες. Ενώ, λοιπόν, οι όχθες δε χαρακτηρίζονται µε οποιονδήποτε τρόπο στην Ιστορία, συναντούµε δύο περιπτώσεις πρόχειρης κατασκευής γέφυρας για τη διέλευση του Φάσιδος ποταµού από τους Πέρσες. Στην πρώτη από αυτές, ο Πέρσης στρατηγός Μερµερόης ενώνει τις όχθες «ξύλοις δὲ καὶ ἀκάτοις» και έτσι ολόκληρο το στράτευµά του περνά το Φάσιδα ποταµό και πορεύεται προς την Ονόγουρη 194. Αντιστοίχως στη δεύτερη, ο Πέρσης και πάλι στρατηγός Ναχοραγάν τοποθετεί µέσα στο Φάσιδα, από όχθη σε όχθη µικρά πλοιάρια και από αυτή την τεχνητή γέφυρα περνά και εκείνος ολόκληρο το στράτευµά του στην πορεία του προς την οµώνυµη πόλη 195. Παρατηρούµε, δηλαδή, στο κείµενο δύο πρόχειρες κατασκευές γέφυρας, εκ των οποίων καµιά δεν πραγµατοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς. Η γέφυρα, εξάλλου, ως κατασκευή αποκτά έναν ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο από στρατηγικής απόψεως, όταν αποτελεί τη µόνη δίοδο προς την πόλη της Καπύης. Είναι χαρακτηριστικό πως, για να προστατεύσουν οι Φράγγοι το πέρασµα του Κασουλίνου ποταµού µέσω αυτής, έχτισαν στην όχθη του ποταµού «πύργον», τον οποίο και επάνδρωσαν 196. Αυτός ο πύργος, µάλιστα, αποτέλεσε και τον πρώτο στόχο των Βυζαντινών προς την Καπύη, προκειµένου να ελέγχουν το µόνο πέρασµα διαφυγής από την πόλη. Για αυτό και ο Ναρσής έστειλε τον Αρµένιο ταξίαρχό του, το Χαναράγγη, να τον καταλάβει και µαζί µε αυτόν, φυσικά, και τη γέφυρα 197. Την ίδια σηµασία, τέλος, της µόνης διόδου προς την απέναντι πλευρά, αλλά µε σαφώς τραγικότερες διαστάσεις, παρατηρούµε και για τη γέφυρα του Καθαρού ποταµού στη Λαζική 198. Όταν, λοιπόν, οι Βυζαντινοί αποκρούστηκαν από τους πολιορκούµενους Πέρσες στο φρούριο της Ονόγουρης, έπρεπε υποχρεωτικά να διασχίσουν τη στενή γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ορµητικού ποταµού, προκειµένου να σωθούν. Ενώ, όµως, αυτό φάνηκε εύκολη υπόθεση για το ιππικό, οι πεζοί Βυζαντινοί στρατιώτες αναγκάστηκαν να στριµωχτούν πάνω στη στενή γέφυρα, µε αποτέλεσµα πολλοί από αυτούς να πέσουν στο ποτάµι και να πνιγούν. Άλλοι, πάλι, αποφάσιζαν να επιστρέψουν προς τα πίσω, µε συνέπεια να συλλαµβάνονται από τους Πέρσες ως αιχµάλωτοι. Συνεπώς, ο ρόλος της γέφυρας και σε αυτή την περίπτωση ήταν καθοριστικός, αφού, παρότι αποτέλεσε τη µοναδική οδό διαφυγής των στρατευµάτων, δεν κατέστη, ωστόσο, αρκετά ικανοποιητική, ώστε να σωθεί ολόκληρο 194 Β Γ Β Β Βλ. Κεφ. «Ἀρχαιόπολις Ὀνόγουρις», σ

33 το πεζικό σώµα του βυζαντινού στρατού που συµµετείχε στην πολιορκία της Ονόγουρης 199. γ) Λίµνες Μέσα στην ιστορία του Αγαθία δε γίνεται λόγος για καµιά κατεξοχήν λίµνη σε ηπειρωτικό έδαφος. Ο γεωγραφικός αυτός όρος χρησιµοποιείται, παρόλα αυτά, για να δηλώσει δύο λιµνοθάλασσες του Εύξεινου Πόντου, αυτήν του Φάσιδος 200 και τη Μαιώτιδα λίµνη στα βόρεια της Μαύρης θάλασσας, η οποία σύµφωνα µε την περιγραφή του κειµένου συνδεόταν µε τον υπόλοιπο Εύξεινο Πόντο µέσω ενός στενού πορθµού 201. δ) Ισθµοί Ο όρος χρησιµοποιείται, για να δηλώσει το στενό κοµµάτι της ξηράς που ενώνει τη Χερρόνησο µε την υπόλοιπη Θράκη 202. Η µεγάλη σηµασία, όµως, του όρου έγκειται στη δεύτερη χρήση του, όταν µεταξύ των ελάχιστων ελλαδικών περιοχών που αναφέρονται γενικώς στο έργο, ο «ἰσθµός» χρησιµοποιείται, για να δηλώσει τον Ισθµό της Κορίνθου που αποτέλεσε και το νοτιότερο σηµείο, στο οποίο έφτασαν οι Ούννοι µε την εισβολή τους 203. Είναι χαρακτηριστικό της διαφοράς χρήσης του όρου στις δύο περιπτώσεις πως στην έκδοση του κειµένου από τον Keydell, βρίσκουµε τον όρο µε µικρό «ι», όταν περιγράφεται ως απλός γεωγραφικός όρος, ενώ µε κεφαλαίο, όταν δηλώνει τη συγκεκριµένη ελληνική τοποθεσία, παρότι δε γίνεται καµία νύξη για την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα ή τις παρακείµενες σε αυτόν πόλεις, κάτι το οποίο παρατηρείται και στην αγγλική µετάφραση του Frendo. 199 Γ Γ Ε Ε Ε

34 5. Υ ΑΤΙΝΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ Ι) Ωκεανός - Θάλαττα - Πέλαγος - Αιγιαλός Ο Αγαθίας αναφέρεται στο έργο του µόνο στον Ατλαντικό ωκεανό, στις ακτές του οποίου απλωνόταν η Χώρα των Κανταβαρηνών 204. Ο ιστορικός, πάντως, τον αναφέρει απλώς ως ωκεανό, χωρίς να τον προσδιορίζει µε κάποιο περιγραφικό επίθετο. Από τα πελάγη της αυτοκρατορίας ο Αγαθίας ονοµατίζει το Τυρρηνικό, το οποίο, µάλιστα, το αναφέρει τόσο στον ενικό 205 όσο και στον πληθυντικό αριθµό 206, χωρίς, όµως, να περιγράφει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των υδάτων του. Αντιθέτως, το Θρακικό Πέλαγος, και ιδιαίτερα το τµήµα του δυτικά της χερσονήσου της Καλλίπολης, µπορεί να µην αποκαλείται µε κάποιο συγκεκριµένο όνοµα, αλλά πληροφορούµαστε από τη διήγηση του συγγραφέα πως κατά την επιδροµή των Ούννων τα νερά του στον κόλπο της Αίνου ήταν σχετικά ήρεµα για πλοία, αλλά ικανά, για να βουλιάξουν τις ουννικές σχεδίες 207. Επιπλέον, ο αναγνώστης του κειµένου πληροφορείται πως το αµυντικό τείχος της χερσονήσου έφτανε σε αρκετά µεγάλο βάθος µέσα στο πέλαγος, προκειµένου να παρέχει ακόµα µεγαλύτερη ασφάλεια στα εδάφη της 208. Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί πως το σηµερινό Ιόνιο Πέλαγος εµφανίζεται µέσα στο κείµενο µε τη µορφή «Ἰόνιος Κόλπος». Σε αυτό το σηµείο µπορούµε να παρατηρήσουµε και µια σαφή διαφορά στον τρόπο που διακρίνει την Αδριατική θάλασσα από το Ιόνιο πέλαγος ο Αγαθίας σε σύγκριση µε τον τρόπο που τα διακρίνουµε σήµερα. Αντί, δηλαδή, το Ιόνιο πέλαγος να αποτελεί τµήµα της Αδριατικής θάλασσας και, φυσικά, να αποτελεί πέλαγος, εµφανίζεται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία να αποτελεί κόλπο της Αδριατικής θάλασσας και σύµφωνα µε την περιγραφή να ξεκινά από την πόλη της Υδρούντος. εν υπάρχει, ωστόσο, κάποιο στοιχείο µέσα στο κείµενο, το οποίο να διακρίνει σαφώς τον «Ἰόνιον κόλπον» από την Αδριατική προσδιορίζοντας τα όριά του σε σχέση µε αυτήν. Τέλος, το Αιγαίο παρουσιάζεται χωρίς να προσδιορίζεται µε οποιονδήποτε τρόπο, αλλά έχοντας αγριεµένα ύδατα λόγω του παλιρροϊκού κύµατος µετά από το σεισµό του 551, τα οποία και συνετέλεσαν σε µεγάλο βαθµό στις καταστροφές που προκλήθηκαν στην Κω Β Α Β Ε Ε Β

35 Όσον αφορά, εξάλλου, στον όρο «αἰγιαλός», οφείλουµε να επισηµάνουµε πως χρησιµοποιείται στο σύνολο του έργου, για να δηλώσει ένα πολύ συγκεκριµένο χώρο µιας θαλάσσιας επιφάνειας, όπως του Θρακικού Πελάγους που µόλις προαναφέρθηκε 210, της Αδριατικής Θάλασσας 211, του «Ἰονικοῦ Κόλπου» 212 ή ακόµα και του Εύξεινου Πόντου 213, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στην περιγραφή του πέρα από την απλή αναφορά του όρου. Τέλος, ο όρος «θάλαττα» εµφανίζεται ως ο γενικότερος όλων µέσα στο κείµενο. Στον Αγαθία δεν υπάρχει ονοµαστική αναφορά της Μεσογείου. Ο ιστορικός αναφέρεται, όµως, στα επιµέρους τµήµατα αυτής. Η «θάλαττα», λοιπόν, χρησιµοποιείται στο κείµενο, για να υποδηλώσει όχι µόνο την Αδριατική 214 αλλά και τον ευρύτερο «Ἰονικόν Κόλπο» 215. Επιπροσθέτως, εµφανίζεται στη θέση του Τυρρηνικού Πελάγους µε τη µορφή «Τυρσηνική θάλαττα» 216 ή ακόµα και του Θρακικού Πελάγους 217. Επιπλέον, η ίδια λέξη αντικαθιστά στο κείµενο και τον Εύξεινο Πόντο 218. Ούτε και αυτός ο όρος, πάντως, δε χαρακτηρίζεται ή συνοδεύεται από κάποιο περιγραφικό επίθετο σε κάποια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις πέρα από εκείνη του Αιγαίου Πελάγους. ΙΙ) Νήσοι Ο Αγαθίας µιλά αναλυτικά για τα νησιά της Κω και της Σικελίας 219. Αξίζει, όµως, να σηµειωθεί πως τον ίδιο τον όρο «νῆσος» τον προσδιορίζει δύο φορές στο κείµενο, όχι µόνο για θαλάσσια ύδατα, αλλά και για ύδατα ποταµών. Μας λέει, δηλαδή, στο τελευταίο βιβλίο της ιστορίας του πως, αν δεν υπήρχε ένα κοµµάτι ξηράς µήκους σαράντα σταδίων, Η θρακική «Χερρόνησος» θα είχε κατασταθεί νήσος από τον Ελλήσποντο, καθώς θα καλυπτόταν ολόγυρα µε νερό 220. Μεγαλύτερη, όµως, σηµασία φαίνεται πως έχει η δεύτερη περίπτωση, αφού εκεί γίνεται σαφής λόγος για τις κατασκευές που πραγµατοποιούνταν στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο λόγος είναι για τα εδάφη της Λαζικής, όπου οι Βυζαντινοί τροποποίησαν τις κοίτες των ποταµών Φάσιδος και οκωνού και έσκαψαν έτσι την κοίτη του Φάσιδος, ώστε ένα µέρος των υδάτων 210 Ε Β Β Γ Β Β Β Ε Γ Βλ. Κεφ. «Περιοχές του Ελλαδικού Χώρου», σ. 50 και Κεφ. «Σικελία», σ Ε

36 του να καταλήγουν στο οκωνό. Έτσι το µεταξύ τους διάστηµα, το οποίο ήδη από τα δυτικά περιβαλλόταν µε φυσικό τρόπο από τα ποταµίσια ύδατα, µετατράπηκε σε νησί και η πόλη πάνω σε αυτό ονοµάστηκε, όπως αναµενόταν, «Νῆσος» 221. ΙΙΙ) Ακτές Ο Αγαθίας αναφέρεται στις ακτές είτε µε τον ίδιο τον όρο «ἀκτή» είτε µε τον αρχαιοπρεπέστερο όρο «ἠϊών», χωρίς κάποιο ιδιαίτερο κριτήριο για τη χρήση του κάθε όρου. Οι ακτές, συνήθως, δεν περιγράφονται, ενώ τις απότοµες τις διακρίνουµε έµµεσα, επειδή σε αυτές υψώνεται κάποιος «λόφος» 222 ή «γεώλοφος» 223. Η µόνη ακτή, για την οποία γίνεται εκτενής λόγος στο κείµενο είναι αυτή της «Πισαύρου» στην Ιταλία, στην οποία ουννικές και βυζαντινές δυνάµεις αντιµετώπισαν τα φραγγικά στρατεύµατα του Λεύθαρη. Η ιταλική ακτή, λοιπόν, σε εκείνο το σηµείο φαίνεται από τον Αγαθία να είναι υπερυψωµένη κατά κάποιο τρόπο και να αποτελείται από ένα λοφίσκο, ο οποίος δεν είναι βατός και εύκολος στην ανάβαση από όλες τις πλευρές του ούτε και εύκολος στην κατάβαση για αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή του. Αντιθέτως, περιγράφεται ως ένας πάρα πολύ ολισθηρός, κοίλος βράχος που έχει απότοµη κλίση προς το βυθό της θάλασσας. Εξαιτίας, µάλιστα, αυτής της µορφολογίας του χώρου, πολλοί Φράγγοι βρήκαν θάνατο από πνιγµό, καθώς, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα βυζαντινά και ουννικά ξίφη, γλιστρούσαν στο βράχο, έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν 224. Το επίθετο που χρησιµοποιείται για τις περιοχές που βρίσκονταν δίπλα στη θάλασσα 225 ή την πορεία κατά µήκος αυτής 226, πάντως, είναι µόνο το «παράκτιος», ενώ χρησιµοποιούνται και οι εµπρόθετοι «ἀνὰ τὰς Τυρσηνικὰς ἠϊόνας» 227 και «ἀµφί τάς ἠϊόνας» 228, όταν ο ιστορικός θέλει να εκφραστεί µε τον αρχαιότερο όρο. Τέλος, όταν το επίθετο «παράκτιος» χρησιµοποιείται µε το ουσιαστικό «ἀγκών», τότε µιλάµε στο κείµενο για κάποιο ακρωτήριο, όπως αυτό της Σηστού προς τον Ελλήσποντο 229. Γενικότερα, πάντως, ο όρος «ἀγκών» χρησιµοποιείται για κάποια γωνία ή καµπή στο έδαφος. Έτσι, τον συναντούµε, όταν ο συγγραφέας µιλά για το τεχνητό 221 Β Α Β Β Β 16.2, Ε 12.2, Ε Β Β Β Ε

37 ακρωτήριο που δηµιουργούνταν από το τείχος της Χερρονήσου µέσα στον Κόλπο της Αίνου 230, αλλά και για την ανατολική πλευρά του λόφου της Κύµης, όπου υπήρχε το σπήλαιο, µέσω του οποίου ο Ναρσής κατέλαβε την πόλη 231. IV) Κόλποι Πέρα από τον «Ἰόνιον Κόλπον», στον οποίο και αφορούν οι περισσότερες περιπτώσεις χρήσης του όρου 232, ο κόλπος χρησιµοποιείται και για να αναφερθούν ο κόλπος της Αίνου στη Θράκη 233 αλλά και ο «Ἐλαΐτης κόλπος» στη Μικρά Ασία 234. Στον πρώτο χρησιµοποιείται η µετοχή «περιαγνυµένου», για να περιγράψει το άνοιγµα του κόλπου προς τη θάλασσα. Ενδιαφέρον, όµως, παρουσιάζει κυρίως η δεύτερη περίπτωση, όπου ο «Ἐλαΐτης κόλπος» παρουσιάζεται µε πολλές «αὐλῶνες», στην τελευταία από τις οποίες εκβάλλει ο Πυθικός ποταµός. Ωστόσο, δε γίνεται καµία αναφορά για τους ποταµούς που εκβάλλουν από τις υπόλοιπες κοιλάδες της περιοχής. Η αναφορά, άλλωστε, ακόµα και στον Πυθικό δε γίνεται λόγω περιγραφής κάποιου ιστορικού γεγονότος στην περιοχή, αλλά επειδή απλώς στις εκβολές του βρισκόταν η γενέτειρα του Αγαθία, η Μύρινα 235. Παρόλα αυτά, ο γεωγραφικός χώρος της περιοχής δίνεται παραστατικά µε πλήθος ποταµών να «ἐµβάλουν» στον κόλπο της Μικράς Ασίας. V) Παλίρροια Το φυσικό φαινόµενο της παλίρροιας δεν περιγράφεται µέσα στο κείµενο. Ωστόσο, η «παλίρροια» των υδάτων χρησιµοποιείται ως πρώτος όρος παροµοίωσης, για να αποδοθεί µε γλαφυρό τρόπο η κατάχρηση των χρηµάτων και αγαθών που προορίζονταν προς τους Βυζαντινούς στρατιώτες από τους αξιωµατούχους τους, µε τελική συνέπεια τη σταδιακή αποδυνάµωση και αποδιοργάνωση των βυζαντινών στρατευµάτων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας 236. Ενώ, όµως, δεν περιγράφεται το φαινόµενο της παλίρροιας, αξίζει να σηµειωθεί η περιγραφή του παλιρροϊκού κύµατος που προκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το µεγάλο σεισµό του 551. Το «ῥόθιον» αυτό, όπως αποκαλείται από τον ιστορικό, «ἅπαντα ἔρριψε καὶ 230 Ε Α Β 1.3, Β 1.5, Β 2.5, Β Ε Πρ Πρ Ε

38 κατέβαλεν». Τραγικός απολογισµός αυτού του κύµατος ήταν να πληµµυρίσουν όλα τα παραθαλάσσια κτίρια και η ορµή του ήταν τέτοια που, όποιο από αυτά δεν το κάλυψε εντελώς, το γκρέµισε σκορπίζοντας το θάνατο όχι µόνο σε αυτούς που ήταν σπίτι τους, αλλά ακόµα και σε αυτούς που είχαν καταφύγει για προστασία στους ιερούς ναούς ή σε άλλα µέρη Β

39 6. ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Ι) Ορολογία Περιγραφής Οικισµών Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί από την επιστηµονική κοινότητα 238, οι όροι που χρησιµοποιούνται για το χαρακτηρισµό ενός οικισµού τον έκτο αιώνα δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα και το µέγεθός του, αφού πολύ συχνά χρησιµοποιούνται διαφορετικοί όροι µε εντελώς διαφορετική σηµασία, προκειµένου να περιγράψουν τον ίδιο οικισµό. Το ίδιο φαινόµενο παρατηρείται, φυσικά, και στον Αγαθία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα, το οποίο µπορεί κάποιος να εντοπίσει µέσα στο κείµενο είναι ο οικισµός της Κύµης, ο οποίος ανάλογα µε το χωρίο του κειµένου αποκαλείται «πόλις» 239, «πόλισµα» 240, «πολίχνιον» 241, «χωρίον» 242 ή ακόµα και «φρούριον» 243. Θα µπορούσαµε να πούµε πως ο όρος, ο οποίος είναι, ίσως, ο πιο ξεκάθαρος από τους προαναφερθέντες είναι το «πολίχνιον», αφού τόσο στη θέση της Κύµης όσο και στη θέση της Καλλίπολης 244, όπου τον ξαναβρίσκουµε, ο όρος συνοδεύεται από τον προσδιορισµό «ἐλάχιστον» και χρησιµοποιείται υποτιµητικά και απαξιωτικά για τους οικισµούς, τους οποίους περιγράφει. Η διάκριση γίνεται σαφώς δυσκολότερη ανάµεσα στους όρους «πόλις» και «πόλισµα», αφού εκτός από την Κύµη αµφότεροι οι όροι προσδιορίζουν τόσο το Φάσιδα 245 όσο και τη Ροδόπολη στην Κολχική γη 246. Η περιοικίδα, την οποία θα µπορούσε να θέσει κάποιος ως χαρακτηριστικό ενός µεγαλύτερου οικισµού, όπως η «πόλις», δε φαίνεται να αποτελεί κριτήριο µέσα στο κείµενο, καθώς και η Ροδόπολη έχει περιοικίδα 247, παρότι προσδιορίζεται και ως «πόλισµα». «Περιοικίδα», άλλωστε, χαρακτηρίζει µέσα στο κείµενο ακόµα και πολύ µικρότερους οικισµούς από τη Ροδόπολη, όπως την «κώµην Θαµανῶν» 248. Η µόνη, εποµένως, λογική εξήγηση φαίνεται να είναι πως οι οικισµοί που δέχονται αµφότερους τους χαρακτηρισµούς είχαν µέγεθος µάλλον ενδιάµεσο της «πόλεως» και του «πολίσµατος», αφού σε διαφορετική 238 Saradi H., The Byzantine City in the Sixth Century: Literary Images and Historical Reality, Εκδ. Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, Αθήνα, 2006, σ Α 20.3, Α Α 8.2, Α Α Α Α 8.4, Α 9.1, Α 10.1, Α Ε πόλις: Γ 19.8, Γ 19.9, Γ 24.4, Γ πόλισµα: Γ πόλις: πόλισµα:

40 περίπτωση θα χαρακτηρίζονταν πιθανότατα µε έναν από τους δύο όρους, όπως η «πόλις» της Σιδώνος 249 ή το «πόλισµα» της Φλωρεντίας 250. Αρκετά σαφή φαίνεται πως είναι τα πράγµατα και µε τη χρήση του όρου «ἄστυ», αφού αυτό αντικαθιστά πάντοτε τον όρο «πόλις», ακόµη και όταν πρόκειται για το Φάσιδα 251 ή τη Ροδόπολη 252 που δέχονται ως χαρακτηρισµό και τον όρο «πόλισµα». Όπως είναι φυσικό, η ίδια αντικατάσταση του όρου «πόλις» δε θα µπορούσε να µη συµβαίνει στο κείµενο, όταν πρόκειται και για ξεκάθαρες περιπτώσεις πόλεων, όπως, για παράδειγµα, η Κως 253. Ο µόνος οικισµός µέσα στο έργο, ο οποίος χαρακτηρίζεται απλώς «ἄστυ», χωρίς να εµφανίζεται πουθενά στο κείµενο µε τον όρο «πόλις» είναι η Αρχαιόπολη 254. Σε αντίθεση, όµως, µε τη λέξη «πόλις» που συνήθως συνοδεύει και το όνοµα του οικισµού, το «ἄστυ» συνοδεύει ονοµαστικά µόνο το Φάσιδα στη φράση «τὸ τοῦ Φάσιδος ἐπώνυµον ἄστυ» 255, ενώ στις άλλες περιπτώσεις χρησιµοποιείται, για να αντικαταστήσει κατά κύριο λόγο το όνοµα της πόλης και για αυτό χρησιµοποιείται πολύ µακριά από αυτό. Οι όροι φαίνεται να είναι σαφώς πιο ξεκαθαρισµένοι ως προς το µέγεθος που περιγράφουν είτε όταν πρόκειται για πολύ µικρούς οικισµούς είτε όταν πρόκειται για πολύ µεγάλες εκτάσεις. Έτσι η Μελαντιάδα, η Χέττου και η Θαµανών είναι µόνο «κῶµαι». Άλλωστε, ο όρος «χωρίον» που, επίσης, εµφανίζεται στο κείµενο 256 φαίνεται να υποδηλώνει µάλλον την περιοχή, στην οποία βρίσκονταν οι διάφοροι οικισµοί, και όχι τον ίδιο τον οικισµό µικρού µεγέθους, έννοια, δηλαδή, µε την οποία τον συναντούµε στον Προκόπιο 257. Παράλληλα, ο όρος «χώρα» περιγράφει µια µεγάλη γεωγραφική έκταση, στην οποία υπάρχουν πολλοί περισσότεροι από έναν οικισµό, όπως η χώρα της Τουσκίας 258. Με τον όρο «χώρα», επιπλέον, ο Αγαθίας µιλά τόσο για την Ασία 259 όσο και για την Αφρική 260, ενώ το ίδιο δεν παρατηρείται και για την Ευρώπη, παρότι είναι και αυτή ήπειρος. Παράλληλα, ο ίδιος όρος χρησιµοποιείται, επιπλέον, για να δηλώσει και µια πολύ συγκεκριµένη τοποθεσία µε την έννοια του υποσυνόλου µιας ευρύτερης περιοχής, όπως συµβαίνει µε το µέρος, στο οποίο πραγµατοποιήθηκε η συνέλευση των Λαζών, προκειµένου να 249 Β Α Γ 20.2, Γ 20.4, Γ 20.5, Γ 21.3, Γ 22.1, Γ 22.7, Γ 23.3, Γ άστυ: Β πόλις: Β Γ Γ Α 8.5, Β 6.6, Β 19.3, Β 20.4, Β 21.9, Γ 5.6, 17.6, Ρεβάνογλου Αικ., ό.π., σ Α 11.1, Α Β Πρ

41 αποφασιστεί η αντίδρασή τους στο φόνο του Γουβάζη 261 ή ακόµα και µε το στρατόπεδο των Σαβείρων 262. Τέλος, αξίζει να σηµειώσουµε εδώ, παρότι δεν έχει σχέση µε τη γεωγραφική χρήση του όρου, πως η «χώρα» συναντάται στο κείµενο, πέρα από τη γεωγραφική της σηµασία και µε την έννοια του µέσου, όταν ο Τζάνος στρατηγός Θεόδωρος δεν µπορεί να βρει εγκαίρως τα κατάλληλα µέσα, για να προειδοποιήσει τους Βυζαντινούς στρατηγούς που λεηλατούσαν τη Λαζική σχετικά µε την επέλαση των Περσών και του Μερµερόη µε αποτέλεσµα το θάνατο αρκετών από αυτούς 263. ΙΙ) Επίνεια Ο όρος «ἐπίνειον» δε χρησιµοποιείται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία µε τη σηµασία που του αποδίδουµε σήµερα. ηλώνει κατά βάση τα ίδια τα λιµάνια και όχι το λιµάνι µιας ηπειρωτικής πόλης. Η καλύτερη, ίσως, απόδειξη για αυτό είναι πως το Ρήγιο χαρακτηρίζεται επίνειο της Κωνσταντινούπολης, παρότι η τελευταία είναι βεβαίως παραθαλάσσια πόλη 264. Παράλληλα, φαντάζει πολύ πιο πιθανό ο Αθύρας να είναι ένα απλό πορθµείο στις εκβολές του οµώνυµου ποταµού, παρά το επίνειο ενός πολύ µικρού οικισµού, όπως η Μελαντιάδα 265. Τέλος, µε αυτή την έννοια µάλλον θα πρέπει να διαβάσουµε τον όρο και στην περίπτωση της Καλλίπολης στη Χερρόνησο, αφού και πάλι ο συγγραφέας κάνει λόγο για ένα «ἐλάχιστον πολίχνιον», χαρακτηρισµός ο οποίος δε φαίνεται να δικαιολογεί τα πολλά επίνεια της περιοχής, αν επρόκειτο µόνο για αυτή την πόλη 266. ΙΙΙ) Ο όρος «Φρούριον» Το «φρούριον» φαίνεται να υποδηλώνει µέσα στο κείµενο τη στρατιωτική εγκατάσταση, η οποία βρισκόταν στην περιοικίδα των οικισµών, προκειµένου να τους προστατεύει. Με αυτή τη σηµασία βρίσκουµε τις Κλάσσεις που αποτέλεσαν το φρούριο, στο οποίο κατέλυσε ο Ναρσής έξω από τη Ραβέννα 267, για να περάσει το χειµώνα, αλλά και το Κοτάισι στην πόλη της Μουχειρίσιδος 268. Εποµένως, το φρούριο φαίνεται να διακρίνεται από τους ίδιους τους οικισµούς και να αποτελεί άλλο ένα χώρο υπεράσπισής τους από οποιονδήποτε εχθρό. 261 Γ Γ Β Ε Ε Ε Α Β

42 Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η περίπτωση του φρουρίου της Ονόγουρης, στο οποίο και διεξήχθη η µάχη Βυζαντινών και Περσών, χωρίς να επηρεαστεί σχεδόν καθόλου η πόλη που προάσπιζε, η Αρχαιόπολη. Ο Αγαθίας διηγείται χαρακτηριστικά για την Ονόγουριν πως οι Πέρσες είχαν κατασκευάσει το φρούριο στην περιοικίδα της Αρχαιόπολης, προκειµένου να αποτελέσει αµυντικό προπύργιο των Περσών σε ενδεχόµενη επίθεση του βυζαντινού στρατού 269. Ακόµα και στην περίπτωση του «Σιδηροῦ Φρουρίου» των Μισιµιανών, τέλος, το κείµενο διευκρινίζει πως δεν αποτελούσε το ίδιο τον κυρίως οικισµό, αλλά η πλειοψηφία των κατοικιών που ήταν κτισµένες πάνω σε κάποιο γειτονικό λόφο και για τις οποίες το «Σιδηροῦν Φρούριον» αποτελούσε αµυντική εγκατάσταση, στην οποία συγκεντρώθηκε ο πληθυσµός των Μισιµιανών, όταν καταστράφηκε ο κυρίως οικισµός του στην περιοχή 270. Πέρα, όµως, από το σηµαντικό ρόλο του φρουρίου ως εγκατάστασης αµυντικής προστασίας µιας πόλης, παρατηρούµε µέσα στο κείµενο πως το φρούριο θα µπορούσε να υφίσταται ακόµη και µόνο του σε µια περιοχή, προκειµένου να αποτελέσει φράγµα σε ενδεχόµενο πέρασµα εχθρικού στρατού από ένα συγκεκριµένο πέρασµα. Με αυτή τη σηµασία περιγράφεται το φρούριο της Τηλέφεως, το οποίο ευρισκόµενο σε µια πάρα πολύ δύσβατη περιοχή, της οποίας η τραχύτητα τονίζεται εντονότατα στην Ιστορία, αποτελούσε σύνορο µεταξύ της κοιλάδας του Φάσιδος και των οικισµών της και της πόλης της Μουχειρίσιδος και της περιοικίδας της. Αυτός ήταν, άλλωστε, και ο λόγος, για τον οποίο ο Μαρτίνος και οι στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν εκεί, για να αναχαιτίσουν την περσική πορεία προς το Φάσιδα, αφού πίστευαν πως η οχύρωση του φρουρίου σε συνδυασµό µε τη µεγάλη δυσκολία που παρουσίαζε το πέρασµα ως προς τη διάβασή του, θα τους προσέδιδαν σαφές πλεονέκτηµα έναντι των Περσών 271. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται να παρουσιάζει η χρήση του όρου προκειµένου να περιγράψει την Κύµη, καθώς η τελευταία δε φαίνεται να εµπίπτει σε καµία από τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις. Το «φρούριον» της Κύµης, λοιπόν, φαίνεται να είναι «ἐχυρώτατον καὶ οἷον οὐ ῥᾷστα πολεµίοις ἁλῶναι» τόσο λόγω της µορφολογίας της περιοχής όσο και λόγω του εξαιρετικά καλά κατασκευασµένου τείχους της. Ήταν, µάλιστα, τόσο ασφαλής η πόλη που οι Γότθοι βασιλείς προστάτευαν σε αυτήν ό,τι πολυτιµότερο διέθεταν 272. Είναι, τέλος, χαρακτηριστικό πως, παρότι ο Ναρσής µε τους στρατιώτες του κατάφεραν να διαλύσουν το τείχος της, ήταν τόσο δύσβατη η περιοχή που και πάλι δεν κατάφεραν να 269 Β Β Α

43 κατακτήσουν την πόλη 273. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, το φρούριο χρησιµοποιείται προφανώς, για να υποδηλώσει µια πόλη πάρα πολύ καλά οχυρωµένη που αποτελούσε προπύργιο για το έθνος που την κατείχε και εν προκειµένω τους Γότθους. Με αυτή την έννοια, άλλωστε, συναντούµε τον όρο κατά κόρον τον έβδοµο αιώνα και, εποµένως, είναι πιθανό η χρήση του εδώ να αποτελεί κάποια από τις πρώτες περιπτώσεις, στις οποίες χρησιµοποιείται µε αυτή τη σηµασία. Είναι, λοιπόν, η πιθανότερη µάλλον εκδοχή να µη χαρακτηρίζεται φρούριο η πόλη της Κύµης, επειδή έπρεπε να προστατεύει κάποιον άλλο οικισµό ή περιοχή, αλλά επειδή η ίδια η πόλη αποτελούσε λόγω της µορφολογίας της ευρύτερης περιοχής της στρατιωτικό κέντρο των Γότθων και οικισµό µε ιδιαίτερα αυξηµένη αµυντική προστασία 274. IV) Τείχος Όπως είναι γνωστό, τα τείχη αποτελούσαν το σηµαντικότερο αµυντικό κατασκεύασµα, το οποίο προστάτευε µια πόλη ή γενικότερα έναν οικισµό 275. Τα τείχη αποτελούσαν, οπωσδήποτε, τον εξωτερικό περίβολο µιας πόλης και το πρώτο επίπεδο της άµυνάς της, αφού προστάτευαν τόσο την ίδια την πόλη όσο και την περιοικίδα της και τα φρούρια που ήταν κτισµένα σε αυτήν 276. Τα πιο ισχυρά τείχη στο κείµενο φαίνεται πως διέθεταν η Κύµη στην Ιταλία 277 και το Σιδηρούν Φρούριο στη Χώρα των Μισιµιανών 278, καθώς αυτά βρίσκονταν πάνω σε απότοµους βράχους που ήταν απροσπέλαστοι από τους εχθρούς. Αντιθέτως, το πιο αδύναµο τείχος χαρακτηρίζεται αυτό της πόλης του Φάσιδος, το οποίο ήταν βέβαια κατασκευασµένο από ξύλο, όπως η πλειοψηφία των τειχών εκείνη την εποχή, αλλά η κατασκευή του δε χαρακτηρίζεται καλή, όπως σε άλλες περιπτώσεις. Επίσης, βρισκόταν σε πεδινή περιοχή και η µόνη του επιπλέον προστασία ήταν µια βαθιά τάφρος ολόγυρά του 279. Το πιο δύσκολο τείχος, πάντως, ως προς την κατασκευή του ήταν µάλλον αυτό που ήταν κτισµένο στη Χερρόνησο και εκτεινόταν σε µήκος σαράντα 273 Α 10.9-Α Για αυτή τη χρήση του όρου «φρούριον» και το ενδεχόµενο να αποτελεί πρόδροµο για την ευρεία χρήση της λέξης µε αυτή τη σηµασία κατά τον έβδοµο αιώνα βλ. Saradi, ό.π., σ Γενικώς για την οχύρωση στα χρόνια του Ιουστινιανού βλ. Foss C.- Winfield D., Byzantine Fortifications: an Introduction, Εκδ. Πανεπιστήµιο Ν. Αφρίκης, Πρετόρια 1986, σ Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις των φρουρίων της Ονόγουρης και του Κοταϊσίου που προστατεύονταν από το ίδιο τείχος που προστάτευε και την Αρχαιόπολη και Μουχειρίσιδα αντιστοίχως. 277 Για την ακριβή γεωγραφική του θέση βλ. Α 8.3 και Α Γ και Γ

44 σταδίων από τη µια ακτή της χερονήσου ως την άλλη προστατεύοντας έτσι όλες τις νοτιότερα αυτού ευρισκόµενες πόλεις 280. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα ενός ισχυρού τείχους είναι, όπως προαναφέρθηκε, αυτό της Κύµης. Το αµυντικό τείχος της πόλης, λοιπόν, ήταν εξαιρετικά καλά κατασκευασµένο, ενώ περιβαλλόταν, επιπλέον, «πύργοις τε καὶ ἐπάλξεσι» 281. Εξάλλου, γίνεται λόγος και για τα «µεταπύργια» 282 και τους «προµαχεῶνες» 283 του τείχους, συµπεριλαµβάνοντας έτσι ο Αγαθίας σε αυτό και µόνο το τείχος όλα τα στοιχεία, τα οποία στοιχειοθετούσαν µια ισχυρότατη κατασκευή και τα οποία βρίσκουµε µοιρασµένα στις άλλες περιπτώσεις περιγραφής αµυντικών τειχών στο έργο. Αυτός, άλλωστε, είναι προφανώς και ο λόγος, για τον οποίο το τείχος ταυτίζεται σε αυτήν την περίπτωση µε το «ἔρυµα» 284 της πόλης και οι δύο έννοιες εµφανίζονται ως συνώνυµες, παρότι το «ἔρυµα» χρησιµοποιείται συνήθως µέσα στο έργο, για να δηλώσει τη γενικότερη οχύρωση µιας περιοχής και όχι κάποια µεµονωµένη κατασκευή. Από τα επιµέρους στοιχεία ενός τείχους ιδιαίτερο λόγο θα κάνουµε µόνο για τον πύργο, καθώς είναι και το µόνο που συναντούµε ακόµα και αυτόνοµο µέσα στο κείµενο, χωρίς, δηλαδή να συνοδεύεται από ολοκληρωµένη κατασκευή τείχους. Ο «πύργος», λοιπόν, εµφανίζεται ως τµήµα ενός τείχους µιας πόλης και, µάλιστα, µια καλή οχύρωση προϋπέθετε, όπως προαναφέραµε για το τείχος, όχι µόνο πύργους, αλλά και επάλξεις 285 ή προµαχώνες 286. Ο «πύργος», όµως, µπορούσε να υπάρξει και µόνος του και, επιπλέον, να αποτελέσει το κατάλυµα στρατιωτών, µε τη µορφή, δηλαδή, των σηµερινών φυλακίων του στρατού, όπως, για παράδειγµα, ο ξύλινος «πύργος» που έχτισαν οι Φράγγοι στη γέφυρα που ένωνε τις όχθες του Κασουλίνου ποταµού και οδηγούσε στην πόλη Καπύη 287. Είναι, επίσης, απαραίτητο να διακρίνουµε τους «πύργους» από τα «µεταπύργια» 288, τα οποία δεν είναι κάποια ειδική κατηγορία «πύργων», αλλά αντιστοιχούν στα παλιότερα «µεσοπύργια», στα τµήµατα, δηλαδή, του τείχους µεταξύ δύο «πύργων» που σε άλλα σηµεία του κειµένου τα συναντούµε και µε τους συνώνυµους µε αυτά όρους «προµαχῶνες» 289 ή «ἐπάλξεις» Ε Α Α Α Α Α Α Β Α 9.2, Α Α Α

45 Επιπροσθέτως, αξίζει να σηµειωθεί πως αντί του όρου «πύργος» ο Αγαθίας χρησιµοποιεί και τη λατινογενή λέξη «τύρσις» που έχει ακριβώς την ίδια σηµασία, τόσο για να προσδιορίσει τον πύργο που είχαν κτίσει οι Φράγγοι στη γέφυρα του Κασουλίνου 291 όσο και για να την τοποθετήσει στο τείχος της ιταλικής Λούκας µε τη συνοδεία των απαραίτητων «µεταπυργίων» 292. V) Έρυµα Ο όρος «ἔρυµα» χρησιµοποιείται µέσα στην Ιστορία του Αγαθία, προκειµένου να περιγράψει ο συγγραφέας τη γενικότερη οχύρωση µιας περιοχής. Μέσα από την περιγραφή, εξάλλου, της επιδροµής των Κοτριγούρων στα εδάφη της Κωνσταντινούπολης, γίνεται σαφέστατη και η διάκριση, την οποία κάνει ο ιστορικός ανάµεσα στους όρους «φρούριον», «τεῖχος» και «ἔρυµα», ώστε να µπορέσει εύκολα ακόµα και σήµερα ο αναγνώστης να αντιληφθεί τη διαφορά των τριών όρων. Ο ιστορικός, δηλαδή, περιγράφει χαρακτηριστικά πως οι Κοτρίγουροι είχαν καταφέρει να εισέλθουν πολύ εύκολα από τα Μακρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη και να επιτεθούν σε πολλά από τα φρούρια που βρίσκονταν εντός των τειχών. Επιπλέον, ο Αγαθίας µας παραδίδει και την αιτία αυτής της άνετης επέλασης των βαρβάρων, αφού η γενικότερη κατασκευή του τείχους είχε αρχίσει να καταρρέει από την αµέλεια που επιδείχθηκε από τον αυτοκράτορα, µε αποτέλεσµα να καταρρεύσει ολόκληρη η οχύρωση της Κωνσταντινούπολης 293. Μέσα, λοιπόν, από την περιγραφή γίνεται αντιληπτό πως η έννοια του «ἐρύµατος» ήταν ευρύτερη από τις έννοιες του «τείχους» και του «φρουρίου». Επιπλέον, επιβεβαιώνεται εδώ και το συµπέρασµα που εξήχθη µόλις στο προηγούµενο κεφάλαιο πως το τείχος δεν ταυτιζόταν µε το φρούριο µιας πόλης, αφού το τείχος αποτελούσε την πρώτη, ενώ το φρούριο τη δεύτερη αµυντική γραµµή για την υπεράσπιση ενός οικισµού. Είναι χαρακτηριστικό πως, πέρα από την ονοµασία των «φρουρίων», στο κείµενο ονοµατίζονται και τα «Μακρά Τείχη» της Κωνσταντινούπολης 294, ενώ πουθενά σε όλη την έκταση του έργου δεν αποδίδεται κάποια ονοµασία στο «ἔρυµα» µιας περιοχής. Όπως προαναφέρθηκε, µια πολύ καλή οχύρωση µιας τοποθεσίας προϋπέθετε τείχος µε πύργους, µεταπύργια, προµαχώνες και επάλξεις 295. Όταν, όµως, αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω των συνθηκών που ενδεχοµένως επικρατούσαν, τότε το ρόλο της οχύρωσης αναλάµβαναν ακόµη και 291 Β Α Ε Ε Βλ. Κεφ. «Τείχος», σ

46 στοιχεία της φύσης, όπως τα δέντρα ενός δάσους 296, οι ποταµοί 297 και οι ελέφαντες 298 ή ακόµα και τα ίδια τα µηχανήµατα που προορίζονταν για µια τειχοµαχία 299, ώστε να προστατεύσουν τους επιτιθέµενους. 296 Το δάσος αποτελεί την οχύρωση των Φράγγων στη µάχη της Αριµίνου. Βλ. Α Ο ποταµός Κασουλίνος αποτελεί φυσικό «έρυµα» για την ιταλική πόλη της Καπύης. Βλ. Β Οι περσικοί ελέφαντες λειτουργούν ως ασπίδα του περσικού στρατού, όταν αυτός επιτίθεται στο Φάσιδα. Βλ. Γ Ο «σπαλίων» µε την πολύ καλή του προστασία περιγράφεται από τον Αγαθία ως µηχάνηµα που παρείχε µεγάλη προστασία στους άνδρες που επέβαιναν σε αυτόν και πραγµατοποιούσαν µε τη χρήση του επιθέσεις σε τείχη λειτουργώντας «αντ ερύµατος». Βλ. Γ

47 7. ΕΥΡΩΠΗ Παρά το πλήθος των παραποµπών για τη Γηραιά Ήπειρο 300, ο Αγαθίας αναφέρεται σε αυτήν χωρίς κανένα απολύτως γεωγραφικό σχόλιο ή χαρακτηρισµό. Ι) Η «Κωνσταντίνου Πόλις» Ο Αγαθίας αναφέρεται στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας χρησιµοποιώντας κατά βάση τον όρο «Βυζάντιον», ενώ πουθενά δε γίνεται µνεία της ονοµασίας «Νέα Ρώµη», παρότι οι κάτοικοι του κράτους αποκαλούνται σε όλη την έκταση του έργου «Ρωµαίοι» και πουθενά «Βυζαντινοί». Ταυτόχρονα, όµως, η Κωνσταντινούπολη αποκαλείται «βασιλέως» ή «βασιλίς πόλις», «Κωνσταντίνου πόλις» ή ακόµα και σκέτο «πόλις» 301, ονοµασίες, δηλαδή, µε τις οποίες παρέµεινε γνωστή έως και τις ηµέρες µας µε µικρές µόνο αλλαγές. Οι πρώτες αναφορές στην πόλη γίνονται ήδη στο προοίµιο, όταν ο ιστορικός παραπέµπει για τα προγενέστερα γεγονότα της ιστορίας του στον Προκόπιο 302. Μαθαίνουµε, λοιπόν, εκεί πως κατά τη «Στάση του Νίκα» το 532 οι εχθροπραξίες στην Κωνσταντινούπολη είχαν πάρει τόσο µεγάλες διαστάσεις που προκλήθηκαν καταστροφές σε δηµόσια κτίρια και χώρους, χωρίς, όµως, να αναφέρονται κάποια συγκεκριµένα ή οι τοποθεσίες της Κωνσταντινούπολης, στις οποίες βρίσκονταν αυτά 303. Από τις επιµέρους τοποθεσίες της βασιλεύουσας, ο συγγραφέας µιλάει πρώτα για τη «βασίλειο στοά» και τα βιβλιοπωλεία που βρίσκονταν κοντά της 304, προκειµένου να περιγράψει τις φιλοσοφικές συζητήσεις που διεξάγονταν εκεί µε αφορµή έναν ιατρό του έκτου αιώνα, τον Ουράνιο 305. Από τους κατασκευαστές των µνηµείων της Κωνσταντινούπολης, ο Αγαθίας κάνει λόγο µόνο για τον Ανθέµιο και µας αναφέρει ότι ήταν ο δηµιουργός πολλών «θαυµασίων δηµιουργηµάτων», τα οποία από µόνα τους αρκούν, για να του προσδώσουν δόξα, ακόµα και χωρίς να αναφερθεί κάτι για αυτά 306. Με αφορµή, όµως, τον Ανθέµιο ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να µας δώσει µια εικόνα της καθηµερινής ζωής στην πόλη. Ο Ανθέµιος, δηλαδή, ο οποίος κατοικούσε σε µια γειτονιά της Κωνσταντινούπολης 300 ΠΡ. 14, ΠΡ. 26, Β 10.2, Ε11.3, Ε «βασιλέως πόλις» : Β 29.1, «βασιλίς πόλις» : Α 4.1, Ε 21.3, Ε «Κωνσταντίνου πόλις» : Ε «πόλις» : Ε 10.1, Ε 11.1, Ε Πρ. 26, Πρ Πρ Β Η δραστηριότητα του Ουράνιου περιγράφεται µε έντονη ειρωνεία, καθώς προσποιούνταν το φιλόσοφο και τον παντογνώστη, ενώ δεν ήταν. Βλ. Β Ε

48 µετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα 307, µάλωσε µε το γείτονά του, το Ζήνωνα, ο οποίος ως µεγάλος δικηγόρος της εποχής, έφερε το θέµα στη βασιλική αυλή παρότι δεν υπήρχε ουσιαστικά κάποιος ιδιαίτερος λόγος 308. Με τη διήγηση, µάλιστα, αυτής της διαµάχης µεταξύ Ανθεµίου και Ζήνωνα, ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να αναλύσει τις ιδέες του για την προέλευση των σεισµών. Ωστόσο, δε γίνεται καµιά ονοµαστική αναφορά στα κοµψοτεχνήµατα του Ανθεµίου πέρα από το σίγουρα σηµαντικότερό του, την Αγία Σοφία, για την οποία και πραγµατοποιείται στο έργο εκτενής λόγος όχι µόνο για την κατασκευή της από τον Ανθέµιο στην πρώτη της µορφή αλλά και για την επιδιόρθωσή της από τον Ισίδωρο µετά το σεισµό του Αντιλαµβανόµενος, επιπλέον, ο Αγαθίας πως η περιγραφή του για την Αγία Σοφία ενδέχεται να µην καλύψει πλήρως κάποιους από τους αναγνώστες του, παραπέµπει στην έµµετρη «Έκφραση» του Παύλου του γιου του Κύρου 310 που κατά τον Αγαθία είναι το καλύτερο έργο που έχει γραφεί ως τα χρόνια του για τον ιερό αυτό ναό 311. Από τις υπόλοιπες επιµέρους τοποθεσίες της Κωνσταντινούπολης, ο Αγαθίας κάνει ιδιαίτερο λόγο για τον παράκτιο χώρο «ὃς δὴ ἄρχεται µὲν ἐκ τῶν καλουµένων Βλαχερνῶν καὶ τοῦ Κέρως, µέχρι δὲ τοῦ Εὐξείνου Πόντου παρατεινόµενος τῷ Βοσπόρῳ συναπολήγει». Σε αυτή την περιοχή, λοιπόν, πληροφορούµαστε πως οι εκκλησίες είχαν ιδιαίτερο πλούτο, τον οποίο δήµευσε ο Ιουστινιανός ενόψει της εκστρατείας των Κοτριγούρων και της εµφάνισής τους στα προάστια της Κωνσταντινούπολης, προκειµένου να τους αντιµετωπίσει. Άµεση συνέπεια αυτής της αναγκαστικής απογύµνωσης των εκκλησιών από τον Ιουστινιανό υπήρξε η πλήρης έλλειψη στολισµού των εκκλησιών. Οι υπεύθυνοι που είχαν οριστεί από τον Ιουστινιανό µετέφεραν τα πλούτη αυτά µε κάθε µέσο προς το εσωτερικό της πόλης, µε αποτέλεσµα οι ιεροί ναοί να δείχνουν νεόδµητοι και σαν να µην είχαν ποτέ λειτουργήσει 312. Τέλος, απλή ονοµαστική αναφορά και χωρίς κανένα περαιτέρω περιγραφικό ή κατασκευαστικό στοιχείο πραγµατοποιείται για το λιµάνι του Ρηγίου 313, το τείχος των Συκών µε τη Χρυσή Πύλη 314 καθώς και για τα Μακρά Τείχη 315 της Κωνσταντινούπολης. 307 Ε Ε Ε Ο λόγος για τον Παύλο Σιλεντιάριο που διετέλεσε «πριµικήριος των σιλεντιαρίων» επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού Α και το έργο του «Έκφρασις» σε 900 περίπου εξάµετρους στίχους. Βλ. Fobelli M.L., Un tempio per Giustiniano : Santa Sofia de Costantinopoli e la Descrizione di Paolo Silenziario, Εκδ. Viella, Ρώµη, Ε Ε Ε Ε Ε

49 ΙΙ) Περιοχές του Ελλαδικού Χώρου Ο Αγαθίας αναφέρεται στη σηµερινή Ελλάδα ως µια από τις επιµέρους περιοχές της ενιαίας βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι, όµως, αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι την ξεχωρίζει από τη Θράκη, την οποία και διακρίνει ως περιοχή, όταν ο ηγεµόνας των Κοτριγούρων Ούννων, Ζαβεργάν, µοιράζει τα τµήµατα του στρατού του σε αυτά που θα κατευθυνθούν προς της Ελλάδα και σε αυτά που θα κινηθούν προς τη Χερρόνησο της Θράκης 316. Αυτός είναι και ο λόγος που την ευρύτερη περιοχή της Θράκης θα τη δούµε στο επόµενο κεφάλαιο 317. Αξίζει, επίσης, να σηµειωθεί πως ο Αγαθίας διακρίνει σαφώς µέσα στο έργο του τους Έλληνες από τους βαρβάρους. Αυτό γίνεται κατάδηλο, όταν, µιλώντας για τη Μασσαλία της Γαλλίας, µας πληροφορεί πως, ενώ παλιότερα ήταν ελληνική, στις ηµέρες του είναι πλέον βαρβαρική, καθώς την κατέχουν οι Φράγγοι 318. Τέλος, ο όρος Ελλάς χρησιµοποιείται και ως προσδιοριστικό της ελληνικής γλώσσας εµφανιζόµενος µε τη µορφή «Ἑλλάς φωνή» 319. Με την ίδια ακριβώς σηµασία συναντούµε µέσα στην Ιστορία του Αγαθία και τη φράση «ἡ Ἑλλήνων φωνή» 320. Όσον αφορά στο επίθετο «ἑλληνικός», δε χρησιµοποιείται µόνο, για να δηλώσει την προέλευση ενός αντικειµένου από την Ελλάδα, αλλά παρουσιάζει και δύο άλλες σηµασίες. Η πρώτη από αυτές αφορά στη µορφή της γλώσσας, καθώς γίνεται διάκριση ανάµεσα στο «ἑλληνικόν» της γλώσσας και στο «ἀττικώτερον» 321. Είναι, λοιπόν, λογικό να σκεφτεί κάποιος πως η διάκριση αυτή δηλώνει σε σηµασιολογικό επίπεδο πως η «ελληνική φωνή» δήλωνε πιθανώς µια δηµωδέστερη µορφή της ελληνικής από ότι η «αττικωτέρα φωνή», µε την οποία είναι σίγουρο πως ο συγγραφέας υποδηλώνει µια πιο εκλεπτυσµένη µορφή της γλώσσας. Η δεύτερη σηµασία του επιθέτου αφορά στην ιστορική έννοια του όρου. Συγκεκριµένα, όταν περιγράφει ο Αγαθίας τη νοοτροπία και τη θρησκεία των Μανιχαίων, αναφέρει χαρακτηριστικά πως είναι «ἑλληνικόν» να πιστεύουν σε πολλούς θεούς και να καταφεύγουν σε θυσίες και µαντείες 322. Είναι, λοιπόν, σαφές από το χωρίο πως συνδέει το πολυθεϊστικό δόγµα των Μανιχαίων µε αυτό των αρχαίων Ελλήνων και όχι των συγχρόνων του. 316 Ε Βλ. Κεφ. «Περιοχές της Ευρύτερης Βαλκανικής», σ Α 2.2. Αναλυτικότερα για την παρουσία της Μασσαλίας στο έργο του Αγαθία και την κατοχή της στα χρόνια του συγγραφέα από τους Φράγγους βλ. Loseby S. T., Marseille: A Late Antique Success Story?, The Journal of Roman Studies, 82 (1992), σ , Β 20.5, Β Β

50 Όσον αφορά στο γένος των Ελλήνων της εποχής του, ο Αγαθίας χρησιµοποιεί πέρα από τον όρο «Ῥωµαῖοι» και τον όρο «Ἕλληνες» για τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου 323, ενώ για τους υπόλοιπους ελληνόφωνους και µη κατοίκους της αυτοκρατορίας χρησιµοποιεί είτε το όνοµα του φύλου τους είτε το γενικότερο όρο «Ῥωµαῖοι» 324. Αξίζει, τέλος, εδώ να αναφερθεί πως µέσα στο κείµενο βρίσκουµε και τη σύνθετη εθνότητα του Ρούστικου, του «ταµία», δηλαδή, «τῶν βασιλέως χρηµάτων», ο οποίος αναφέρεται στο κείµενο ως Ελληνογαλάτης 325. Όσον αφορά στις επιµέρους περιοχές του ελλαδικού χώρου, παρατηρούµε ότι δε γίνεται καµιά ιδιαίτερη µνεία για την Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της Αττικής και την κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν κατά τον έκτο αιώνα. Οι µεµονωµένες αναφορές του συγγραφέα στην περιοχή γίνονται µόνο κατά την περιγραφή των Περσικών Πολέµων 326 και του Πελοποννησιακού Πολέµου 327. Το αξιοσηµείωτο είναι πως το επίθετο προέλευσης «ἀττικός», πέρα από το συγκριτικό βαθµό κατά την περιγραφή της γλώσσας, το βρίσκουµε ακόµα και σε υπερθετικό βαθµό µε τη µορφή «ἀττικώτατον», όταν ο Αγαθίας θέλει να περιγράψει το δικαστήριο που συγκροτήθηκε από τους Βυζαντινούς στην περιοχή της Κολχίδας, προκειµένου να δικαστούν οι δολοφόνοι του Γουβάζη, και να αναδείξει τις πολλές του οµοιότητες µε τα δικαστήρια της Κλασικής Αθήνας 328. Οι περισσότερες αναφορές για περιοχή του σηµερινού ελλαδικού χώρου γίνονται για την περιοχή της Μακεδονίας. Ο Αγαθίας µιλά για το ένδοξο παρελθόν των Μακεδόνων και αναφέρεται στα γεγονότα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου µε τον όρο «Μακεδονικά» 329. εν παραλείπει, ωστόσο, να εκφέρει την προσωπική του γνώµη για το τέλος της µακεδονικής κυριαρχίας επί του Περσικού κράτους και να δηλώσει ευθαρσώς πως θεωρεί πρωταρχική αιτία για την παρακµή του µακεδονικού κράτους που ίδρυσε ο Αλέξανδρος τις συνεχείς πολεµικές διαµάχες των διαδόχων του τόσο µεταξύ τους όσο και κατά των Ρωµαίων, τις οποίες οι διάδοχοί τους στην εξουσία της περιοχής Παρθυαίοι δεν άργησαν, όπως ήταν αναµενόµενο, να εκµεταλλευτούν 330. Μάλιστα, ο Αγαθίας χρησιµοποιεί το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως χρονικό σηµείο, µε βάση το οποίο υπολογίζει και τη µετέπειτα πορεία του περσικού κράτους και τα έτη εξουσίας των Περσών βασιλέων Α 7.4, Β και Β Για τη γενική χρήση του όρου «Ρωµαίος» για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ Γ Β Β Β Β

51 Οφείλουµε, όµως, και πάλι να επισηµάνουµε πως ο συγγραφέας δε µας δίνει καµιά πληροφορία για το γεωγραφικό χώρο της σύγχρονής του Μακεδονίας. Ο Αγαθίας, όµως, µας δίνει και πληροφορίες σύγχρονες µε την εποχή του για περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Έτσι πληροφορούµαστε πως κατά την εισβολή των Ούννων στην Ελλάδα έγιναν µεγάλες λεηλασίες τόσο στη Θεσσαλία, όσο και στην Ιλλυρία 332. Ενώ, όµως, αυτές περιγράφονται συνοπτικά και µε παραποµπή του ιστορικού στον Προκόπιο, οι Κοτρίγουροι Ούννοι, των οποίων η επιδροµή στα εδάφη της αυτοκρατορίας περιγράφεται σχεδόν σε όλη την έκταση του πέµπτου βιβλίου της Ιστορίας, δε φαίνεται να προξένησαν τόσο µεγάλες ζηµιές. Το κείµενο αναφέρει χαρακτηριστικά πως, όχι µόνο δεν κατάφεραν να επιτεθούν στον Ισθµό 333, όπως την προηγούµενη φορά, αλλά ούτε καν να παρακάµψουν τις Θερµοπύλες, ώστε να κατευθυνθούν νοτιότερα 334. Για τις Θερµοπύλες, βέβαια, ο ιστορικός δεν παραλείπει να αναφερθεί στη µάχη των Θερµοπυλών που έγινε στη διάρκεια των Περσικών Πολέµων, κάνοντας εκεί ιδιαίτερη µνεία στο Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες που πολέµησαν µαζί του 335. Ανάλογη αναφορά, εξάλλου, γίνεται και στο Μαραθώνα και την απόβαση των Περσών εκεί, όπου και αναµετρήθηκαν ως γνωστό µε το Μιλτιάδη 336. Επιπλέον, οφείλουµε να σηµειώσουµε εδώ και την αναφορά του Αγαθία στην Κω και τις καταστροφές που υπέστη µετά τον καταστροφικό σεισµό του 551. Ο ίδιος, µάλιστα, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όµµασι το µέγεθος της καταστροφής, καθώς επισκέφτηκε το νησί κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη λίγο µετά το σεισµό αυτό. Μας περιγράφει, λοιπόν, πως το µεγαλύτερο µέρος του νησιού καταστράφηκε όχι µόνο από την ίδια τη σεισµική δόνηση, αλλά και από τα παλιρροϊκά κύµατα που προξένησε. Αποτέλεσµα αυτών ήταν να καταστραφούν ολόκληροι οικισµοί και, φυσικά, να γκρεµιστεί η συντριπτική πλειοψηφία των παραθαλάσσιων οικηµάτων του νησιού. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο συγγραφέας στον τεράστιο αριθµό των νεκρών κατοίκων, για τους οποίους επισηµαίνει πως δεν πέθαναν µόνο εκείνοι που βρίσκονταν στα σπίτια τους ή σε άλλα κτίρια, αλλά ακόµη και εκείνοι που βρίσκονταν σε ιερούς χώρους και προσεύχονταν 337. Είναι χαρακτηριστικό της συµφοράς που έπληξε το νησί πως ο συγγραφέας νιώθει ανήµπορος να περιγράψει µε λόγια το µέγεθος της καταστροφής που αντίκρυσε φτάνοντας εκεί Πρ Για τον Ισθµό βλ. Κεφ. «Ισθµοί», σ Ε Ε Β Β Β

52 Τέλος, κατά την αναφορά µας σε θαλάσσιες περιοχές του ελλαδικού χώρου δε θα πρέπει να παραλείψουµε την περιγραφή του Ιονίου πελάγους 339 από το συγγραφέα. Ο Αγαθίας, λοιπόν, αναφέρει το Ιόνιο πέλαγος ως «Ἰονικόν» 340 ή «Ἰόνιον Κόλπον» 341, ο οποίος ξεκινά από την Αδριατική θάλασσα 342. Αντιστοίχως για το Αιγαίο πέλαγος, η µόνη αναφορά που γίνεται αφορά στη νήσο Κω, την οποία και τοποθετεί προς το τέρµα αυτού του πελάγους 343. ΙΙΙ) Περιοχές της Ευρύτερης Βαλκανικής Όταν ο Αγαθίας περιγράφει την εισβολή των Ούννων υπό το στρατηγό Ζαβεργάν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, βρίσκει την ευκαιρία να µας περιγράψει ολόκληρη την ανατολική πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου. Ο συγγραφέας, λοιπόν, περιγράφει στην Ιστορία του πως ο Ούννος ηγεµόνας Ζαβεργάν είχε στρατοπεδεύσει το χειµώνα του 558 στις βόρειες όχθες του ούναβη, µε σκοπό να εισβάλει στα εδάφη της αυτοκρατορίας, χωρίς να υπάρχει κατά τον Αγαθία κάποιος ιδιαίτερος λόγος 344. Όταν, λοιπόν, το Μάρτιο του 559 τα νερά του ποταµού πάγωσαν, οι Ούννοι βρήκαν την ευκαιρία να διανύσουν το ούναβη και να περάσουν στις βυζαντινές επαρχίες της βόρειας Βαλκανικής χερσονήσου, τη Μυσία και τη Σκυθία 345. Ο συγγραφέας, µάλιστα, δεν παραλείπει εδώ να αναφέρει πως το πάγωµα των υδάτων του ποταµού ούναβη ήταν κάτι πολύ συνηθισµένο την εποχή εκείνη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην Ιστορία του, «κατὰ τὸ εἰωθὸς ὑπὸ τοῦ κρύους ἐπήγνυτο» 346. Κατά την αναφορά του στη Μυσία και τη Σκυθία, ο Αγαθίας αναφέρει πως τα χωριά που βρίσκονταν στις βυζαντινές επαρχίες νοτίως του ούναβη ήταν έρηµα εκείνη την περίοδο, µε αποτέλεσµα ο Ζαβεργάν να διαβεί τις επαρχίες αυτές χωρίς να συναντήσει καµιά απολύτως αντίσταση. Μάλιστα, αναφερόµενος κατά σειρά στη Μυσία, τη Σκυθία και, τελικώς, στη Θράκη προσφέρει ένα σαφή γεωγραφικό προσδιορισµό των περιοχών αυτών κατά τον έκτο αιώνα. Συµπεραίνουµε, λοιπόν, πως η Μυσία βρισκόταν ακριβώς κάτω από το ούναβη, η Σκυθία στο µέσο και η Θράκη στις νοτιότερες περιοχές µέχρι και τις ακτές του Ελλησπόντου και του Αιγαίου. 339 Για αναλυτικότερα στοιχεία σχετικά µε την παρουσία του Ιονίου στο κείµενο βλ. «Υδάτινες Επιφάνειες», σ., «Ωκεανός - Θάλαττα - Πέλαγος Αιγιαλός», σ Β Β 1.5, Β Β Β Ε Ε Ε

53 Αξίζει εδώ να σηµειωθεί πως η αναφορά του για τη Σκυθία ως γεωγραφικό χώρο σε αυτό το σηµείο είναι η µοναδική µέσα στο έργο, ενώ όταν µιλά για την καταγωγή και την προέλευση των Ούννων διηγείται πως όλα τα βάρβαρα έθνη που κατοικούσαν βορειοανατολικά του Εύξεινου Πόντου και δυτικά των Ιµαλαΐων ονοµάζονταν πέρα από Ούννοι και Σκύθες 347. Ωστόσο, δεν κρίνει απαραίτητο ο συγγραφέας να συνδέσει τη σκυθική καταγωγή των ουννικών φύλων µε τη Σκυθία και, κατά συνέπεια, δεν προβαίνει, όπως σε άλλες περιπτώσεις, σε κάποια ετυµολογική ή ιστορική συσχέτιση Σκυθών και Σκυθίας. Αντιστοίχως για τη Μυσία, ο Αγαθίας την αναφέρει µια φορά ακόµα προσδιορίζοντάς την γεωγραφικά ως µια περιοχή που εκτείνεται κατά µήκος του ούναβη και νοτίως αυτού 348. Στα χωρία, εξάλλου, που γίνεται λόγος για το ούναβη 349, αυτός αναφέρεται πάντοτε ως Ίστρος και ως βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βαλκανική. Στο πιο χαρακτηριστικό από αυτά ο συγγραφέας, µιλώντας για τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β, το γιο του Γερµανού, όπως µας πληροφορεί σε άλλο σηµείο του έργου 350, και την αντιµετώπιση της επιδροµής βαρβαρικών φύλων από Βορρά, περιγράφει το ούναβη ως όριο, στο οποίο ο αυτοκράτορας ανέκοπτε τις επιθέσεις αυτές 351. Κατά την αφήγηση των γεγονότων που συνέβησαν µε την εισβολή του Ούννου ηγεµόνα Ζαβεργάν στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ο Αγαθίας βρίσκει, επίσης, την ευκαιρία να µας περιγράψει αναλυτικά τη χερσόνησο της Καλλίπολης και τις πόλεις που βρίσκονταν εκεί. Οφείλουµε, βέβαια, εδώ να σηµειώσουµε πως η χερσόνησος της Καλλίπολης, όπως είναι γνωστή σήµερα, αναφέρεται από το συγγραφέα µε την επωνυµία «Χερρόνησος». Με αυτό το όνοµα τη συναντούµε επτά φορές µέσα στο έργο και, µάλιστα, σε µια από αυτές φαίνεται να την ξεχωρίζει ο συγγραφέας από τις υπόλοιπες «Χερρονήσους», αναφέροντάς την ως «Χερρόνησον τήν Θρακίαν» 352. Περιγράφοντας, λοιπόν, το γεωγραφικό χώρο της περιοχής, ο Αγαθίας µας πληροφορεί πως οι ανατολικές όχθες της χερσονήσου βρέχονται στο σύνολό τους από τον Ελλήσποντο 353. Επιπλέον, µας διηγείται πως η «Χερρόνησος» θα µπορούσε κάλλιστα να αποτελεί νησί του Ελλησπόντου, αν δεν υπήρχε ένα πολύ µικρό κοµµάτι ξηράς περίπου σαράντα σταδίων να την ενώνει µε το υπόλοιπο τµήµα της Θράκης Ε Α Πρ. 26, Α 19.1, 22.7, Ε 11.5, Ε Β Ε Βλ. Κεφ. «Ελλήσποντος», σ Ε

54 Σχετικά µε τη σηµασία που είχε η συγκεκριµένη περιοχή για οποιονδήποτε εισβολέα, ο Αγαθίας µας αναφέρει πως την περιοικίδα περιοχή την κοσµούν αγροί και επίνεια και οι ευωδίες των διαφόρων δέντρων που ευδοκιµούν εκεί. Μας µιλά, επιπροσθέτως, για άφθονο πόσιµο νερό, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην περιοχή να είναι τόσο εύφορη που να µπορεί να καλύπτει από µόνη της τις ποσότητες που χρειαζόταν σε είδη πρώτης ανάγκης. Έτσι εξηγεί, άλλωστε, και το γεγονός πως στην περιοχή έχουν δηµιουργηθεί τόσες πολλές, µικρές και µεγάλες, πόλεις, οι οποίες θα αποτελούσαν πολύ δύσκολο στόχο λόγω του πληθυσµού τους για οποιονδήποτε εχθρό 355. Ανάµεσα στις πόλεις της «Χερρονήσου» ο Αγαθίας ασχολείται αναλυτικότερα µε τη Σηστό και την Καλλίπολη, ενώ ονοµαστικά και µόνο αναφέρονται η Αφροδισιάς, η Κίβηρις και η Θήσκος. Το µόνο στοιχείο που µας δίνει ο συγγραφέας για τις τρεις τελευταίες είναι πως περικλείονταν και αυτές από το τείχος που προστάτευε ολόκληρη τη χερσόνησο και εκτεινόταν από την ανατολική της ακτή στον Ελλήσποντο ως τη δυτική της στο Θρακικό πέλαγος και κατά µήκος του στενού σηµείου ξηράς που ένωνε τη Χερρόνησο µε την υπόλοιπη Θράκη 356. Για τη Σηστό, ο Αγαθίας µας διηγείται πως απείχε πάρα πολύ από τις προηγούµενες τρεις πόλεις και ότι βρισκόταν στο µυχό του ακρωτηρίου που σχηµατίζει η χερσόνησος µέσα στον «πορθµόν» του Ελλησπόντου. Ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή η πόλη δε θα µας ήταν πιθανώς γνωστή, αν δε γινόταν µέσα στα ποιητικά έργα εκτενής λόγος για το µυθικό έρωτα της Σηστιάδος Ηρούς και του Λεάνδρου 357. Τέλος, αναφέροντας τη Σηστό ο ιστορικός δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη γειτονικής της πόλη Καλλίπολη. Ο Αγαθίας κατατάσσει την Καλλίπολη στα πολίχνια και φαίνεται να απορεί µε το όνοµά της, καθώς, όπως λέει, είναι πάρα πολύ µικρή, άσχηµη και χωρίς κανένα ιδιαίτερο στοιχείο που θα προσέλκυε κάποιον να την επισκεφτεί 358. Πέρα, όµως, από τη χερσόνησο της Καλλίπολης, ο Αγαθίας περιγράφει στην περιοχή της Θράκης και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προσφέροντάς µας πληροφορίες για οικισµούς, για τους οποίους οι πληροφορίες µας σήµερα είναι ελάχιστες, αλλά εκείνη την περίοδο αποτέλεσαν το επίκεντρο των ιστορικών γεγονότων της περιοχής. Έτσι, µαθαίνουµε µέσα από την Ιστορία για την κωµόπολη της Μελαντιάδας, η οποία σύµφωνα µε τον ιστορικό τοποθετείται εκατόν σαράντα σταδίους έξω από την Κωνσταντινούπολη. Σε αυτήν την πόλη στρατοπέδευσαν οι Κοτρίγουροι του Σάνδιλχου κατά την εκστρατεία τους προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και αφού προηγουµένως 355 Ε Ε Ε Ε

55 δεν αντιµετώπισαν καµιά σηµαντική αντίσταση στα έρηµα χωριά της Θράκης. Τα εδάφη της περιοχής χαρακτηρίζονται από τον Αγαθία βατά και ευεπίδροµα, γεγονός που αποδεικνύει το επίπεδο ανάγλυφο της πεδινής αυτής περιοχής. Τα εδάφη αυτά διαρρέονταν από τον ποταµό Αθύρα, ο οποίος εξέβαλλε στην Προποντίδα και έδωσε µάλιστα το όνοµά του και στο µικρό επίνειο που βρισκόταν στις εκβολές του 359. Επιπροσθέτως, µέσα από τις κινήσεις του Βελισάριου για την άµυνα της πόλης έναντι των Κοτριγούρων µαθαίνουµε για την «Χέττου κώµη», για την οποία δε µας δίνεται κάποια άλλη πληροφορία για την ιστορία, το µέγεθος ή το γεωγραφικό της χώρο. Ωστόσο, φαίνεται πως ο ρόλος αυτού του µικρού οικισµού ήταν ιδιαίτερα σηµαντικός εκείνη τη χρονική στιγµή, καθώς κλήθηκε να φιλοξενήσει το στράτευµα του γηραιού πλέον βυζαντινού στρατηγού 360. Όσον αφορά στη συµπεριφορά των κατοίκων της περιοχής, αυτοί τάχθηκαν αµέσως στο πλευρό του Βελισάριου και τον βοήθησαν µε κάθε τρόπο στη µάχη κατά των Κοτριγούρων 361, ερχόµενοι, δηλαδή, σε πλήρη αντίθεση µε την ανάλογη συµπεριφορά πολλών κατοίκων της ιταλικής χερσονήσου απέναντι στο στρατηγό Ναρσή. Ολοκληρώνοντας την περιήγησή µας στη Θράκη, οφείλουµε να σηµειώσουµε και την πληροφορία που µας δίνει ο Αγαθίας στον Πρόλογο της Ιστορίας για το θρακικό πόλισµα «Μύρινα», στην προσπάθειά του να διακρίνει αυτό από την πόλη της καταγωγής του στη Μικρά Ασία 362. ε µας παρέχει, όµως, καµιά παραπάνω πληροφορία για αυτό πέρα από το όνοµά του. Εκτός, όµως, από τις ανατολικές περιοχές της ευρύτερης βαλκανικής χερσονήσου ο συγγραφέας κάνει λόγο στο έργο του και για περιοχές της δυτικής πλευράς των Βαλκανίων. Συγκεκριµένα, αναφέρεται στα ιλλυρικά πολίσµατα «Ἐπίδαµνον» και «Πρώτη». Για την «Ἐπίδαµνον» ο Αγαθίας δε µας δίνει κάποια ιδιαίτερη πληροφορία, παρά µόνο ότι αποτελούσε την πατρίδα ενός από τους αξιωµατούχους του εκστρατευτικού σώµατος του Ναρσή, του Στεφάνου 363. Για την «Πρώτη», ωστόσο, µας προσφέρονται µέσα από το κείµενο σηµαντικές ιστορικές πληροφορίες, µε πρώτη από αυτές πως πρωτύτερα ήταν γνωστή µε το όνοµα «Βεδεριανή» 364. Η «Βεδεριανή», ωστόσο, είναι πάρα πολύ σηµαντική ακόµη και σήµερα στους αναγνώστες του κειµένου και στους µελετητές της εποχής, καθώς αποτελεί τον τόπο γέννησης και κατοικίας κατά τα πρώτα έτη ζωής του 359 Ε Ε Ε Πρ Α Για την ετυµολογία και την προέλευση του τοπωνυµίου «Βεδεριανή» βλ. Bryce J. και Jirecek C., Life of Justinian by Theophilus, The English Historical Review, 2.8 (1887), σ. 663, 673 και

56 αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Μάλιστα, αφότου έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός, πραγµατοποίησε στην πόλη αυτή ποικίλα έργα και την οδήγησε από την αφάνεια, στην οποία βρισκόταν έως τότε, στην ευµάρεια και την ευδαιµονία. Τέλος, το κείµενο µας αφηγείται πως ο Ιουστινιανός βοήθησε να έρθει από την «Πρώτη» στην Κωνσταντινούπολη και ο οκταετής τότε συγγενής και συµπατριώτης του αυτοκράτορα Γερµανός, ο γιος του ωροθέου, τον οποίο, αφού ο αυτοκράτορας τον φρόντισε δεόντως, προσφέροντάς του σωστή αγωγή και εκπαίδευση, τον έστειλε πίσω στη γενέτειρά του προκειµένου να αναλάβει τη διοίκηση των βυζαντινών στρατευµάτων στην περιοχή 365. Τέλος, ο Αγαθίας µας αφηγείται και την πλήρη καταστροφή των χωριών και πόλεων της Θράκης και της Ιλλυρίας, την οποία σχεδίαζε ο Φράγγος βασιλιάς Θευδίβερτος το πρώτο µισό του έκτου αιώνα, στην προσπάθειά του να εκστρατεύσει µέσα στα εδάφη του βυζαντινού κράτους και να φτάσει ως την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, λίγα χρόνια µόλις πριν ο στρατηγός Ναρσής διεξαγάγει την εκστρατεία του στην ιταλική χερσόνησο και µε αφορµή τις προσφωνήσεις που χρησιµοποιούσε ο Ιουστινιανός ως αυτοκράτορας. Επισηµαίνει, όµως, στο ίδιο σηµείο πως κατά την προσωπική του γνώµη, ακόµη και αν γινόταν αυτή η εκστρατεία, δεν επρόκειτο να έχει κανένα αποτέλεσµα για το Φράγγο βασιλιά, καθώς οι Βυζαντινοί διατηρούσαν σε αυτές τις περιοχές πολύ ισχυρές δυνάµεις 366. IV) «Τα Ζαµόλξιδος Νόµιµα και η Γετική Παραφροσύνη» Ο Αγαθίας αναφέρεται στο θρακικό φύλο των Γετών και τα έθιµά τους προς τιµήν του θεού τους Ζαµόλξιδος 367, προκειµένου να αντιπαραβάλει την αθανασία, στην οποία πίστευαν εκείνοι, µε την πραγµατική αθανασία που µπορούν να κερδίσουν οι άνθρωποι µε τις πράξεις τους µέσω της ιστορίας. Στην επεξήγηση της φράσης «Γετική Παραφροσύνη» µας βοηθά σε µεγάλο βαθµό η περιγραφή των γετικών εθίµων προς τιµήν του Ζαµόλξιδος, όπως αυτή προκύπτει µέσα από την Ιστορία του Ηροδότου 368. Οι Γέτες, λοιπόν, περιγράφονται από τον Ηρόδοτο ως «Θρηίκων ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι», οι οποίοι, όµως, παρά τις αρετές τους αυτές παραδόθηκαν αµαχητί στο αρείο κατά την εκστρατεία του τελευταίου στην Ελλάδα. Σύµφωνα µε την παράδοσή τους οι νεκροί δεν πέθαιναν, αλλά µετέβαιναν στο Θεό «Σάλµοξι», όπως τον αναφέρει ο Ηρόδοτος. 365 Ε Α Πρ

57 Μάλιστα, ο Ηρόδοτος παραθέτει και την τοπική ονοµασία του Θεού µε τον όρο «Γεβελέιζις». Κάθε πέντε χρόνια, λοιπόν, οι Γέτες επέλεγαν µε κλήρο ένα συµπολίτη τους, ο οποίος θα αποστελλόταν εκ µέρους τους ως αγγελιοφόρος στο «Σάλµοξι», ώστε να µεσολαβήσει στο Θεό προσευχόµενος για τα θέµατα του λαού του. Ο τρόπος, όµως, µε τον οποίο θα πέθαινε ο αγγελιοφόρος τους, θα µπορούσε να χαρακτηριστεί σκληρότατος και ίσως και απάνθρωπος. Τρεις Γέτες πολίτες, λοιπόν, σύµφωνα µε «τά Ζαµόλξιδος Νόµιµα» τάσσονταν να τοποθετήσουν όρθια τα ακόντιά τους, ενώ άλλοι πολίτες αιωρούσαν τον αγγελιοφόρο πάνω από τα ακόντια, ώσπου αυτός να πέσει τελικά πάνω στις µύτες τους. Αν ο µελλοντικός αγγελιοφόρος πέθαινε ακαριαία, τότε η αποστολή της Γετικής αυτής µυσταγωγίας είχε ολοκληρωθεί µε επιτυχία. Αν, όµως, όχι, τότε ο άνθρωπος αυτός θεωρούνταν κακός και ανάξιος και κληρωνόταν άλλος, για να πάει στη θέση του. Γίνεται, εποµένως, σαφής από όλα τα παραπάνω ο λόγος, για τον οποίο επικράτησε σε πλήθος συγγραφέων και όχι µόνο των βυζαντινών χρόνων, αλλά και παλαιότερων η φράση «Γετική Παραφροσύνη», προκειµένου να εκφράσει την τρέλα και την ανοησία των ανθρώπων. Ωστόσο, αξίζει να σηµειωθεί πως το συγκεκριµένο παράδειγµα, παρότι χρησιµοποιείται από τον Αγαθία ειρωνικά, εξαίρει αυτούς που µένουν πραγµατικά αθάνατοι µε τις πράξεις τους, σε αντίθεση µε εκείνους που απλώς πιστεύουν ότι θα µείνουν αθάνατοι. V) Περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου Η ιταλική χερσόνησος καταλαµβάνει ένα µεγάλο τµήµα της Ιστορίας του Αγαθία, επειδή ο συγγραφέας περιγράφει σε αυτήν την εκστρατεία που πραγµατοποίησε στην Ιταλία ο στρατηγός Ναρσής. Εποµένως, είναι λογικό πως και οι γεωγραφικές πληροφορίες για την περιοχή θα είναι ανάλογες του όγκου των ιστορικών πληροφοριών, καθώς µέσα από τα ιστορικά γεγονότα ενηµερωνόµαστε συγχρόνως και για το χώρο, στον οποίο αυτά εκτυλίσσονται. Ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει µορφολογικά και γεωγραφικά την ιταλική χερσόνησο, όταν περιγράφει την κάθοδο των Φράγγων υπό το Βουτιλίνο προς το νότιο τµήµα της Ιταλίας. Εκεί πληροφορούµαστε από τον ιστορικό πως κατά την κάθοδό τους οι Φράγγοι είχαν στο δεξί τους χέρι «τά Τυρσηνικά πελάγη», όπως αποκαλεί εκεί το Τυρρηνικό πέλαγος 369 ή «τήν Τυρσηνικήν θάλασσαν», όπως το αποκαλεί σε άλλο σηµείο του κειµένου ο συγγραφέας 370, ενώ στα αριστερά τους βρίσκονταν οι ακτές 369 Β Β

58 του «Ἰονίου κόλπου» 371. Όσον αφορά στην ξηρά, ο Αγαθίας µας αφηγείται πως οι Φράγγοι πέρασαν πρώτα από τη «Ρώµη» και ότι έµειναν ενωµένοι µέχρι τη «Χώρα των Σαµνίων», ενώ από εκεί και πέρα χωρίστηκαν σε δυο τµήµατα 372. Το µεγαλύτερο από αυτά, µε αρχηγό τον ίδιο το Βουτιλίνο κατηφόρισε από τη δυτική πλευρά της χερσονήσου και κατά µήκος των τυρρηνικών ακτών. Πέρασε µε τη σειρά την «Καµπανία», την οποία και λεηλάτησε και αµέσως µετά εισέβαλε στις επαρχίες της «Λευκανίας» και της «Βρεττίας» 373, για να φτάσει τελικά στον πορθµό που χωρίζει την «Ἰταλίαν» από τη «Σικελία». Το δεύτερο τµήµα του φραγγικού στρατού, µε αρχηγό το «Λεύθαριν» κατέλαβε αρχικά την «Ἀπουλίαν» και στη συνέχεια προχώρησε µέχρι την «Καλαβρία» και την πόλη της «Ὑδροῦντος» που σύµφωνα µε τον Αγαθία βρίσκεται στο σηµείο «τῆς Ἀδριάδος θαλάττης, ὅθεν ὁ Ἰόνιος ἄρχεται κόλπος» 374. Ενώ, όµως, τα όρια Αδριατικής και Ιονίου δε φαίνεται να είναι τελείως ξεκάθαρα µέσα στο κείµενο 375, µπορούµε να φανταστούµε µε βάση την περιγραφή τη θέση που είχαν εκείνη την εποχή κάποιες από τις βασικές επαρχίες της Ιταλίας. Αναφερόµενοι, λοιπόν, στους κατοίκους της Ιταλίας, οφείλουµε να επισηµάνουµε πως, ενώ η σηµερινή ονοµασία «Ἰταλὴ» συναντάται και στο κείµενο ως επίθετο καταγωγής για τη «Σίβυλλα» 376, οι άνδρες της Ιταλίας ονοµάζονται από τον ιστορικό «Ἰταλιώτες» 377, όρος που χρησιµοποιείται στο κείµενο, για να δηλώσει και στο σύνολό του τον πληθυσµό της χερσονήσου, ασχέτως αν επρόκειτο για Βυζαντινούς ή άλλης εθνότητας πολίτες 378. Από τις πόλεις και τις περιοχές που προαναφέρθηκαν, µόνο η Καµπανία εµφανίζεται και σε επόµενα σηµεία του κειµένου και φυσικά η Ρώµη, την οποία θα δούµε λίγο παρακάτω σε ειδικό για αυτήν κεφάλαιο 379. Για τις υπόλοιπες, ωστόσο, δε µαθαίνουµε κανένα άλλο στοιχείο µέσα από την Ιστορία του Αγαθία πέρα από το γεωγραφικό προσδιορισµό της µιας σε σχέση µε τις άλλες ή µε τα πελάγη που περικλείουν την Ιταλία. Είµαστε σε θέση, ωστόσο, να συµπεράνουµε µε βάση τις πληροφορίες του κειµένου ότι η «Σάµνιος Χώρα» βρισκόταν πιθανότατα νοτιοανατολικά της Ρώµης και πάνω στα Απέννινα όρη, η 371 Β Β Για τις διαφορετικές ονοµασίες, µε τις οποίες εµφανίζεται η περιοχή αυτή της ιταλικής χερσονήσου στα βυζαντινά χειρόγραφα βλ. Thompson E. A., Zosimus and the Letters of Honorius, The Classical Quarterly, 32.2 (1982), σ Β Βλ. Κεφ. «Ωκεανός-Θάλαττα-Πέλαγος-Αιγιαλός», σ Α Ο χαρακτηρισµός αποδίδεται στον προγενέστερο του Αγαθία ιστορικό Ασίνιο Κουαδράτο. Βλ. Α Β Βλ. Κεφ. «Ρώµη», σ

59 Καλαβρία του κειµένου αντιστοιχεί στη σηµερινή περιοχή του Οτράντο µε την πόλη της Υδρούντος να αντιστοιχεί στη σηµερινή πόλη του Οτράντο, ενώ η Βρεττία που αναφέρεται λίγο πιο πάνω αναλογεί µάλλον στη σηµερινή περιοχή της Καλαβρίας, στο νοτιοδυτικό άκρο της Ιταλίας 380. Οι υπόλοιπες περιοχές δε φαίνεται να παρουσιάζουν αποκλίσεις από τις σηµερινές τοποθεσίες τους. Ωστόσο, οφείλει κάποιος να γνωρίζει αυτές τις πληροφορίες, προκειµένου να µην οδηγηθεί σε λάθος συµπεράσµατα από το κείµενο. Όσον αφορά στην Καµπανία, ο Αγαθίας µας δίνει µια λεπτοµερή περιγραφή της, όταν ο ηγεµόνας των Φράγγων Βουτιλίνος επέστρεψε σε αυτήν, προκειµένου να αντιµετωπίσει το στρατηγό Ναρσή. Πληροφορούµαστε, λοιπόν, µέσα από το κείµενο 381 πως ο Βουτιλίνος στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη Καπύη της Καµπανίας, δίπλα στις όχθες του ποταµού Κασουλίνου. Η πόλη της Καπύης αναφέρεται τόσο πριν όσο και µετά τη µάχη της Καµπανίας, αλλά η µόνη πληροφορία που µας δίνει ο συγγραφέας για αυτήν είναι πως την περιοικίδα της τη διέρρεε ο Κασουλίνος 382 και πως µετά τη µάχη ολόκληρη η περιοχή ήταν ποτισµένη µε πυκνό αίµα από το πλήθος των νεκρών 383. Αντιθέτως, για τον ποταµό που διέρρεε την περιοχή, τον «Κασουλίνο» οι πληροφορίες είναι σαφώς περισσότερες. Ο ποταµός πήγαζε από το «Ἀπίνναιον όρος», όπως αποκαλούνται τα Απέννινα από τον ιστορικό, και, αφού διέρρεε ολόκληρη την περιοχή της Καµπανίας» κατέληγε τελικά στο τυρρηνικό πέλαγος 384. Φαίνεται, µάλιστα, πως ήταν βαθύς και ορµητικός ποταµός, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Βουτιλίνος στρατοπέδευσε στις όχθες του, επειδή πίστευε ότι ο ποταµός θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί κάλλιστα «ἀντ ἐρύµατος» και, εποµένως, θα µπορούσε να βασιστεί σε αυτόν για την άµυνά του καθιστώντας τον στην ουσία ασπίδα προστασίας των στρατευµάτων του από ενδεχόµενη εχθρική επίθεση. Ο µόνος κίνδυνος που θα µπορούσε να υπάρξει σε εκείνο το σηµείο για το Βουτιλίνο ήταν µέσω της γέφυρας που ένωνε τις δυο όχθες του Κασουλίνου. Για αυτό το λόγο και ο Φράγγος ηγεµόνας φρόντισε να κατασκευάσει δίπλα στη γέφυρα αυτή ένα ισχυρό πύργο, τον οποίο και επάνδρωσε, προκειµένου να προστατέψει τα υπόλοιπα στρατεύµατά του στην άλλη όχθη του ποταµού 385. Τέλος, αναφορά στον Κασουλίνο ποταµό της Καµπανίας γίνεται και µετά τη λήξη της µάχης στην περιοχή, όταν ο Αγαθίας µας δίνει την εικόνα του ποταµού που είναι γεµάτος µε τα νεκρά ανθρώπινα σώµατα 380 Βλ. Frendo, ό.π., σ. 32, σηµ. 2, 3 και Β Β Β Για τις πηγές του Κασουλίνου στα Απέννινα βλ. Β 4,4. Τα Απέννινα, πάντως, ονοµάζονται έτσι από τον ιστορικό και στο υπόλοιπο έργο. Βλ. και λίγο πιο πριν, Β Β

60 της µάχης. Ο συγγραφέας προσθέτει, επίσης, πως, σύµφωνα µε τα λόγια που του µετέφερε ένας κάτοικος της περιοχής, µετά τη λήξη της µάχης στήθηκε εκεί λίθινη επιγραφή, στην οποία η εικόνα αυτή του ποταµού δινόταν και σε µορφή επιγράµµατος. Σπεύδει, όµως, να δηλώσει, κατόπιν, πως τα λόγια του κατοίκου ενδέχεται να µην αντικατοπτρίζουν την αλήθεια και το επίγραµµα ενδέχεται να έχει φτάσει στον ίδιο τον ιστορικό µε βάση την προφορική και µόνο παράδοση της περιοχής και όχι µε βάση το ακριβές κείµενο της επιγραφής 386. Οµολογεί έτσι µε πλάγιο τρόπο, δηλαδή, πως ο ίδιος δε µετέβη ποτέ στην περιοχή, για να ελέγξει την ακρίβεια της πληροφορίας. Για αυτό και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του λέγοντάς µας πως, ό,τι από τα δύο και να ισχύει τελικά, το επίγραµµα αποτελεί τεκµήριο για τη µάχη στην Καµπανία και, κατά συνέπεια, είναι χρήσιµο να συµπεριληφθεί στην Ιστορία του. Πέρα, όµως, από τις περιοχές της Καµπανίας ο Αγαθίας, περιγράφοντας την πορεία της εκστρατείας και τις µάχες του Ναρσή, µας δίνει πολλά στοιχεία και για πολλές άλλες πόλεις της Ιταλίας. Τη µεγαλύτερη έκταση ανάµεσα σε αυτές τις πόλεις καταλαµβάνει µέσα στην Ιστορία η πόλη Λούκα. Η πρώτη πληροφορία που µας παρέχεται για τη Λούκα από το κείµενο είναι πως οι Λουκανοί ήταν οι µόνοι που δε συνεργάστηκαν εξ αρχής µε το Ναρσή, αλλά έκαναν ειδική συµφωνία µαζί του ευελπιστώντας στη βοήθεια των Φράγγων, προκειµένου να αντιµετωπίσουν τα βυζαντινά στρατεύµατα 387. Ενώ, όµως, ο ιστορικός µας περιγράφει αναλυτικά τις προσπάθειες του Ναρσή, για να επανεντάξει την πόλη της Λούκας στη βυζαντινή επικράτεια, δε µας δίνει σχεδόν καµιά γεωγραφική πληροφορία για αυτήν εκτός βέβαια του ότι ανήκει στην Ιταλία 388. Αρκετές πληροφορίες λαµβάνουµε, επίσης, για την πόλη της Ραβέννας, στην οποία είχε στρατοπεδεύσει ο βυζαντινός στρατός, για να περάσει το χειµώνα του Η πρώτη, λοιπόν, πληροφορία που παίρνουµε είναι πως η Ράβεννα αποτελούσε µια από τις πόλεις, στις οποίες θα περνούσε το χειµώνα το εκστρατευτικό σώµα του Ναρσή. Επειδή οι Φράγγοι ήταν συνηθισµένοι να πολεµούν µε κρύο και βρίσκονταν σε πολύ καλή φυσική κατάσταση για τέτοιες κλιµατικές συνθήκες, ο Ναρσής προτίµησε να µοιράσει το στρατό του στις γύρω πόλεις και φρούρια, για να περάσει το χειµώνα. Μόλις, όµως, έφτανε η άνοιξη, ήταν προγραµµατισµένο να βρεθεί ολόκληρο το στράτευµα στη Ρώµη ετοιµοπόλεµο, ώστε να αντιµετωπίσει τους Φράγγους µε ζεστό 386 Β Α Για την παρουσία της Λούκας στην Ιστορία του Αγαθία βλ. Sommella P. - Cairoli F.G., La Pianta di Lucca Romana (Frederiksen, M. W.), The Journal of Roman Studies, 66 (1976), σ Για τη χρονολόγηση βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 133, σηµ

61 καιρό, στον οποίο οι πολεµικές τους επιδόσεις δεν ήταν τόσο καλές όσο στο κρύο. Αξίζει εδώ να ειπωθεί πως ο Ναρσής επισκέφτηκε πρώτη τη «Ράβεννα» από τα υπόλοιπα φρούρια και τις υπόλοιπες πόλεις, στις οποίες θα περνούσαν το χειµώνα οι στρατιώτες του 390. Συγκεκριµένα ο Ναρσής δεν παρέµεινε µέσα στην πόλη, αλλά στο φρούριο Κλάσσεις, το οποίο ήταν χτισµένο στη γύρω από την πόλη περιοχή 391. Ο νεότερος εκδότης του ιστορικού έργου του Αγαθία, ο κ. Αλεξάκης, σχολιάζοντας την άφιξη και παραµονή του Ναρσή στην πόλη της «Ραβέννης» επισηµαίνει πως η πόλη αποτελούσε το σπουδαιότερο οικισµό της Αιµιλίας στη βόρειο Ιταλία. Επιπλέον, σύµφωνα µε τον ίδιο µελετητή, αφού ο Ιουστινιανός την ανέκτησε από τους Γότθους το 540 την κατέστησε έδρα του «Εξαρχάτου της Ραβέννας» και στην ουσία ολόκληρης της βυζαντινής Ιταλίας 392. Στη συνέχεια, ο Ναρσής µετέβη µε αφορµή το θάνατο του Ουάρνου στρατηγού Ουακκάρου στην Αρίµινο, για να επιβεβαιώσει τη συµµαχία και µε το διάδοχο του Ουακκάρου, το Θευδιβάλδο 393. Παρότι η Αρίµινος, η οποία ταυτίζεται από τους µελετητές µε τη σηµερινή πόλη Ρίµινι 394, αναφέρεται µόνο σε ένα σηµείο του έργου, η περιγραφή του γεωγραφικού της χώρου είναι αρκετά αναλυτική και προκύπτει και πάλι µέσα από την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων στην περιοχή. Περιγράφοντας, λοιπόν, την επιδροµή των Φράγγων στη γύρω περιοχή της Αρίµινου κατά την παραµονή του Ναρσή στην πόλη, ο Αγαθίας κάνει λόγο για πεδιάδα µε εύφορους αγρούς γύρω από την πόλη που τους όργωναν βόδια των κατοίκων. Οι εύφοροι αυτοί αγροί λεηλατούνταν εκείνη τη στιγµή από τους δύο χιλιάδες περίπου Φράγγους που είχαν σταλεί από τον ηγεµόνα τους για αυτό το σκοπό. Μάλιστα, φαίνεται πως η πόλη διέθετε και υψηλά κτίρια, καθώς ο Ναρσής παρατηρούσε τα τεκταινόµενα στην πεδιάδα της από το υπερώο του οικήµατος, στο οποίο έµενε. Κατά τη διάρκεια, επιπλέον, της µάχης του Ναρσή µε τους Φράγγους για την υπεράσπιση της πόλης, µαθαίνουµε πως στην περιοχή υπήρχε πυκνό δάσος, τα δέντρα του οποίου χρησιµοποίησαν οι Φράγγοι µαζί µε τις ασπίδες τους ως οχυρό απέναντι στους ιππείς του Ναρσή 395. Στο κείµενο, επίσης, γίνεται ονοµαστική αναφορά στην «Πικηνοῦ Χώρα», όταν ο Λεύθαρις αποχωριζόµενος το Βουτιλίνο εγκαθίσταται σε αυτήν, προκειµένου να ελέγξει την περαιτέρω πορεία του προς τα βόρεια. Οι µόνες πληροφορίες που έχουµε για αυτή την περιοχή είναι πως ήταν παραθαλάσσια µε τις ακτές της να βρέχονται από την Αδριατική και πως 390 Α Α Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 149, σηµ Α Βλ. Frendo, ό.π., σ. 29, σηµ. 21. Αλεξάκης, ό.π., σ. 173, σηµ Α

62 σε αυτήν ανήκαν οι πόλεις Φάνος 396 και Πίσαυρος 397. Μαθαίνουµε, επίσης, πως ο Λεύθαρις έφτασε µέχρι την πόλη Φάνο της «Πικηνοῦ Χώρας», χωρίς να συναντήσει καµία αντίσταση στην πορεία του 398. Ενώ, όµως, οι πληροφορίες για τη γενικότερη εικόνα αυτής της περιοχής είναι πολύ συνοπτικές, είναι σαφώς αναλυτικότερες, όταν πρόκειται για τις επιµέρους πόλεις της Χώρας του Πικηνού, τη Φάνο και την Πίσαυρο. Η Φάνος, λοιπόν, φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα µεγάλη πόλη, καθώς αυτήν χρησιµοποίησε ο Λεύθαρις ως τόπο, για να ξεκουράσει τα στρατεύµατά του στην πορεία του προς το Βορρά. Η πόλη αναφέρεται ως παραθαλάσσια και η γύρω περιοχή της ως αµµώδης, ενώ γίνεται λόγος για δυο διαφορετικές οδούς προς τα βόρεια της ιταλικής χερσονήσου. Η πρώτη από αυτές ήταν παράκτια. Ωστόσο, ο Λεύθαρις µε τους άνδρες του φρόντισαν να την αποφύγουν, για να µην έρθουν αντιµέτωποι µε τα συµµαχικά στρατεύµατα Ούννων και Βυζαντινών. Η δεύτερη, η οποία και προτιµήθηκε, όπως θα δούµε, από τον Αλαµανό στρατηγό, περνούσε µέσα από τα Απέννινα Όρη και, αφού περνούσε τον Πάδο ποταµό, κατέληγε στις περιοχές της Αιµιλίας και της Αλπισκοτίας, για τις οποίες και θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά λίγο παρακάτω 399. Για την Πίσαυρο οι πληροφορίες είναι σαφώς περισσότερες και ο συγγραφέας αναλώνεται σε µεγάλο βαθµό στην περιγραφή της έχοντας ως βασική αφορµή την εκεί παραµονή των βυζαντινών και ουννικών στρατευµάτων. Από την Πίσαυρο ο Ναρσής µε τους συµµάχους του µπορούσε να ελέγξει πλήρως την παράκτια οδό και έτσι παρατήρησε την περίπολο που έστειλε ο Λεύθαρις, για να ελέγξει την περιοχή, όταν ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στη Φάνο. Η πληροφορία αυτή µας δηλώνει σαφώς πως και η Πίσαυρος βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, τον «Ἰονικόν Κόλπον», όπως την αναφέρει ο συγγραφέας σε αυτό το σηµείο του έργου του 400. Μαθαίνουµε, εξάλλου, στο ίδιο σηµείο του κειµένου πως οι ακτές της περιοχής ήταν ιδιαιτέρως απότοµες, καθώς πίσω από αυτές υψωνόταν ένας µεγάλος γεώλοφος µε πολύ βαθείς γκρεµούς, οι οποίοι αποδείχθηκαν θανατηφόροι για τους άνδρες του Λεύθαρη, όταν οι τελευταίοι προσπάθησαν σκαρφαλώνοντας σε αυτούς να αποφύγουν την αιφνιδιαστική επίθεση των βυζαντινών και ουννικών στρατευµάτων. Άλλωστε, το έδαφος της περιοχής και οι πλαγιές του γεώλοφου δεν ήταν επίπεδες, βατές και εύκολες, για να τις ανεβεί ή να τις κατεβεί κάποιος. Αντιθέτως, υπήρχαν βαθιές και απότοµες χαράδρες µε πολύ µεγάλη κλίση. Επιπλέον, καθώς οι άνδρες του Λεύθαρη κατέληγαν στα νερά του Ιονίου, ο Αγαθίας φροντίζει να µας ενηµερώσει πως, ακόµη και να 396 Β Β Β 2.4. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο λόγος, για τον οποίο ο στρατηγός των Φράγγων αποφάσισε να στρατοπεδεύσει µαζί µε το κυρίως σώµα των στρατιωτών του στη Φάνο. 399 Β Β

63 υπήρχε κάποια ελπίδα, για να σωθούν από την πτώση αυτή, τα θαλάσσια ρεύµατα στην περιοχή ήταν τόσο έντονα που θα τους έπνιγαν σίγουρα. Όσοι επέζησαν από την αιφνιδιαστική επίθεση των Βυζαντινών επέστρεψαν στο στρατόπεδο και ανέφεραν στο Λεύθαρη όσα είχαν συµβεί καθώς και το φόβο τους ότι οι Ούννοι µε τους Βυζαντινούς θα πραγµατοποιούσαν επίθεση στο στρατόπεδό τους 401. Ο Λεύθαρης, λοιπόν, αποφάσισε, όπως προαναφέρθηκε, να ξεφύγει µε τα στρατεύµατά του από τη χερσαία οδό, η οποία διέσχιζε τα Απέννινα και αµέσως µετά το πέρασµα του Πάδου κατέληγε στις περιοχές της Αιµιλίας και της Αλπισκοτίας. Για την τελευταία δεν έχουµε καµιά επιπρόσθετη πληροφορία από τον ιστορικό παρά µόνο την ονοµαστική της αναφορά σε αυτό το σηµείο που προσδιορίζει, παράλληλα, και την τοποθεσία της στο χώρο της ιταλικής χερσονήσου 402. Για την Αιµιλία, αντιθέτως, αντλούµε σαφώς περισσότερες πληροφορίες από το κείµενο. Η πρώτη από αυτές έχει να κάνει µε τα όρια της συγκεκριµένης επαρχίας. Ο Αγαθίας, λοιπόν, µας ενηµερώνει πως η Αιµιλία συνόρευε µε την περιοχή της Τουσκίας και, µάλιστα, πως το φυσικό τους σύνορο ήταν το όρος των Άλπεων 403, δείχνοντάς µας παράλληλα την έλλειψη των γνώσεών του για την περιοχή και τα γεωγραφικά της χαρακτηριστικά. Ο Αγαθίας, βεβαίως, φαίνεται να αγνοεί πως οι Άλπεις βρίσκονταν σαφώς βορειότερα από τις ιταλικές αυτές επαρχίες και ότι τα όρη που αποτελούσαν σύνορο ανάµεσα στις δύο επαρχίες δεν ήταν άλλα από τα Απέννινα. Ως βόρειο σύνορο της Αιµιλίας ο Αγαθίας αναφέρει στο ίδιο χωρίο, όπως και στο σηµείο της περιγραφής της µετακίνησης των στρατευµάτων του Λεύθαρη προς τον ιταλικό νότο νωρίτερα, τον ποταµό Πάδο 404. Τέλος, διευκρινίζει µέσα στο κείµενό του πως την περίοδο της εκστρατείας του Ναρσή στην Ιταλία η περιοχή βρισκόταν στην κατοχή των Γότθων 405. Ο Λεύθαρης, λοιπόν, µαζί µε τους άντρες του, αφού διέσχισαν τα Απέννινα, πέρασαν τις περιοχές της Αιµιλίας και της Αλπισκοτίας και τον ποταµό Πάδο, για να καταλήξουν τελικά στην επαρχία της Βενετίας και την πόλη Κένετα, για την οποία εδώ έχουµε και τη µοναδική αναφορά από τον ιστορικό 406. Ένα ακόµη συµπέρασµα που προκύπτει από την περιγραφή του κειµένου έχει να κάνει µε το γεγονός πως τα βασίλεια της Αιµιλίας και της Βενετίας συνόρευαν. Για το βασίλειο της Βενετίας πληροφορούµαστε ήδη από τις αρχές του κειµένου πως αποτέλεσε τη βασικότερη από τις τοποθεσίες, στις οποίες 401 Β Β Α Για την πορεία του Λεύθαρη προς τα νότια της ιταλικής χερσονήσου βλ. Α 11.2, ενώ προς Βορρά βλ. Β Α Β

64 εγκαταστάθηκαν οι Γότθοι που κατοικούσαν βορείως του Πάδου ποταµού 407 µετά τη συνθήκη ειρήνης που είχαν υπογράψει µε το Ναρσή 408, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρεται κάποιο όνοµα οικισµού της περιοχής, πέρα από το προαναφερθέν της Κένετας. Παράλληλα, όσοι κατοικούσαν και παλαιότερα νοτίως του Πάδου είτε παρέµειναν στις περιοχές τους είτε µετακινήθηκαν προς τα εδάφη της Τουσκίας και της Λιγουρίας 409. Είναι, όντως, περίεργο πως, παρότι οι αναφορές για το βασίλειο είναι αρκετές µέσα στην Ιστορία, αυτές αναλώνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία, για να περιγράψουν την κατάληξη του Λεύθαρη και την παραφροσύνη του 410. Αυτή η παρατήρηση µπορεί να µας οδηγήσει εύκολα σε δυο συµπεράσµατα. Αρχικά, ότι ο Αγαθίας βρήκε την ευκαιρία να µιλήσει για τη Θεία ίκη σε ένα βάρβαρο που εναντιώθηκε στην αυτοκρατορία και προπάντων στο Θεό λεηλατώντας πλήθος περιοχών. Ωστόσο, είναι εξίσου πιθανό πως ο ιστορικός δε γνώριζε περισσότερες πληροφορίες για το βασίλειο και για αυτό δεν είναι σε θέση να µας παράσχει αναλυτικότερη περιγραφή του γεωγραφικού χώρου του συγκεκριµένου βασιλείου, παρότι αποτέλεσε την περιοχή ενός σηµαντικού γεγονότος, όπως ήταν η παραφροσύνη και τελικά ο θάνατος του Φράγγου στρατηγού. Η άγνοια του ιστορικού, άλλωστε, για την ακριβή γεωγραφική περιγραφή της περιοχής φαίνεται, εξάλλου, και από τη σύγχυση, όπως προαναφέρθηκε, που υπάρχει στο κείµενο σε σχέση µε τις οροσειρές των Άλπεων και των Απέννινων. Όσον αφορά στον ίδιο τον Πάδο, αναφέρθηκε ήδη πως ο ιστορικός τον τοποθετεί βορείως των Άλπεων, όταν τον αναφέρει ως τόπο, στον οποίο στρατοπέδευσαν τα στρατεύµατα Αλαµανών και Φράγγων κατά την κάθοδό τους στην Ιταλία 411. Επίσης, αξίζει να σηµειωθεί σε αυτό το σηµείο η χρήση του ποταµού ως τοποθεσία ορόσηµο της ιταλικής χερσονήσου. Έτσι, ο ιστορικός διακρίνει τους Γότθους σε αυτούς που µένουν «εἴσω τοῦ ποταµοῦ» 412 και σε αυτούς που κατοικούν «ἐκτὸς τοῦ ποταµοῦ» 413, ενώ η ίδια χρήση παρατηρείται και, όταν οι Φράγγοι και οι Αλαµανοί τον διαπέρασαν, για να κατευθυνθούν νοτιότερα στην Ιταλία 414. Ο Αγαθίας, όµως, κάνει ιδιαίτερη µνεία και στους οικισµούς που υπήρχαν κατά µήκος του ποταµού και αποκαλεί την πέριξ του Πάδου περιοχή «ἀµφὶ τὸν Πάδον τὸν ποταµὸν». Οι οικισµοί αυτοί, µάλιστα, 407 Α Α Α Β Α Α Α Α

65 φαίνεται να αποτελούσαν ισχυρά οχυρά των Βυζαντινών απέναντι στην επέλαση των βαρβάρων προς το Νότο της Ιταλίας 415, γεγονός που αναβαθµίζει το ρόλο αυτής της περιοχής και των οικισµών της, αλλά, παράλληλα, δηλώνει και τη σηµασία που είχε ο Πάδος ως φυσικό όριο της αυτοκρατορία προς Βορρά στην ιταλική χερσόνησο. Αναφερόµενος ο ιστορικός στην περιοχή της Τουσκίας, µας γνωστοποιεί ότι πριν την εκστρατεία του Ναρσή βρισκόταν υπό την εξουσία των Γότθων. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η βασική αιτία, για την οποία µετακινήθηκαν προς εκείνη την περιοχή και οι Γότθοι µετά την προσωρινή τους συµφωνία µε το Ναρσή 416. Ήταν, µάλιστα, τόσο δύσκολος ο πλήρης έλεγχός της από τους Βυζαντινούς που ο Ναρσής, προκειµένου να πετύχει το στόχο του, διέταξε ένα τµήµα των στρατευµάτων του να αποτελέσουν αµυντική οχύρωση στην Πάρµα, ώστε να έχει τα νώτα του καλυµµένα και να αφιερωθεί απρόσκοπτα σε αυτόν 417. Πέρα, όµως, από τα γενικά γνωρίσµατα της ιταλικής αυτής επαρχίας, ο Αγαθίας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις επιµέρους πόλεις και κωµοπόλεις της. Ξεχωρίζει, λοιπόν, ανάµεσά τους την Κεντουκέλλα και τη Φλωρεντία κατατάσσοντας αυτές στην κατηγορία των πολισµάτων, δηλαδή των µικρότερων πόλεων, ενώ για τις υπόλοιπες αναφέρει απλώς ότι ήταν παρόµοιες µε την Κεντουκέλλα και τη Φλωρεντία 418. Για τις πόλεις αυτές η αναφορά είναι µόνο ονοµαστική, ενώ για τους κατοίκους τους αναφέρεται απλώς πως επανήλθαν στα όρια της αυτοκρατορίας µε τον ίδιο τρόπο που επανήλθαν και οι Βουλοτερραίοι, οι Λουναίοι και οι Πισαίοι κατόπιν 419. Για τους τελευταίους, µάλιστα, κατοίκους της περιοχής δεν έχουµε καµιά άλλη πληροφορία πέρα από το γεγονός ότι κατοικούσαν στην ίδια περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ιστορικός δεν αναφέρει καν τις πόλεις που ζούσαν είτε επειδή δε γνώριζε τίποτα για αυτές είτε επειδή τις θεωρούσε ασήµαντες για την περιοχή και τα τεκταινόµενα σε αυτήν τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο. Πιθανότερη εκδοχή, πάντως, φαίνεται µάλλον η δεύτερη, καθώς οι πόλεις που φαίνεται να διακρίνει αναφέροντάς τες έστω ονοµαστικά είναι η Φλωρεντία και η Κεντουκέλλα, για τις οποίες, επίσης, δεν αναφέρει κάποιο γεωγραφικό χαρακτηριστικό τους 420. Με αφορµή, όµως, την απλή ονοµαστική αναφορά σε αυτούς τους λαούς της ιταλικής χερσονήσου, δε θα πρέπει να παραλείψουµε εδώ και 415 Α Α Α Α Α Βλ. και Hardie C., "The Origin and Plan of Roman Florence", The Journal of Roman Studies, 55.1/2 (1965), σ Α 11.1, Α

66 το γερµανικό φύλο των Λαγγοβάρδων, παρά το γεγονός ότι δεν τοποθετείται στα όρια της επαρχίας της Τουσκίας. Οι Λαγγοβάρδοι κατοικούσαν πιθανότατα στα όρια της σηµερινής Λοµβαρδίας και δεν υπάρχει ούτε για αυτούς κάποιο στοιχείο για το γεωγραφικό χώρο που κατοικούσαν. Η αναφορά σε αυτό το λαό είναι και πάλι µόνο ονοµαστική και γίνεται είτε για να δηλωθούν οι Λαγγοβάρδοι ως τµήµα του βυζαντινού στρατού στη µάχη κατά των Περσών, στην πόλη Φάσιδα της Λαζικής 421 είτε στην προσπάθεια που έκανε ο Θευδίβερτος να τους πείσει, προκειµένου να εκστρατεύσουν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όσο ο Ναρσής βρισκόταν στην ιταλική χερσόνησο 422. Παρότι, όµως, πρόκειται για ολόκληρο λαό της Βόρειας Ιταλίας, ο Αγαθίας δε µας προσφέρει καµιά πληροφορία για το γεωγραφικό του χώρο. Εδώ, πάντως, θα πρέπει να αναλογιστούµε πέρα από τα παραπάνω και µια ακόµη παράµετρο. Οι Λαγγοβάρδοι, όπως και άλλοι λαοί, οι οποίοι αναφέρονται µόνο ονοµαστικά είναι πολύ πιθανό πως δεν αναλύονται ιδιαίτερα, όχι επειδή δε γνώριζε για αυτούς ο Αγαθίας, αλλά απλά επειδή δεν απασχόλησαν τη συγκεκριµένη περίοδο ιδιαίτερα την αυτοκρατορία. Εποµένως, είναι πολύ λογικό να γίνεται λόγος για αυτούς µόνο σε ονοµαστικό επίπεδο, µολονότι ο ιστορικός τους γνώριζε πάρα πολύ καλά. Ήδη, άλλωστε, έχει καταδειχθεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις πως ο ιστορικός προχωρά σε αναλυτική περιγραφή µόνο των λαών και των τοποθεσιών που διαδραµατίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της εποχής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η δεύτερη µετά την Τουσκία περιοχή, η οποία κατοικήθηκε κατεξοχήν από τους Γότθους µετά την είσοδο των τελευταίων στην Ιταλία ήταν η Λιγουρία, η οποία ήταν γειτονική επαρχία µε την Τουσκία 423 και την Αιµιλία 424. Πέρα, όµως, από αυτό το γεγονός και την πληροφορία πως και η Λιγουρία βρισκόταν «εἴσω τοῦ Πάδου» 425, ο Αγαθίας δε µας παρέχει άλλες πληροφορίες για το ανάγλυφο της περιοχής. Ωστόσο, ο ιστορικός µας δίνει αρκετές πληροφορίες για τη σπουδαιότερη πόλη της περιοχής χωρίς, όµως, να την εντάσσει ξεκάθαρα στην επαρχία της Λιγουρίας, την Πάρµα. Πληροφορούµαστε, λοιπόν, ήδη από την πρώτη αναφορά στην πόλη πως ήταν υπό την κατοχή των Φράγγων και πως είχε σίγουρα πολύ µεγάλη σηµασία για την περιοχή και την ύπαρξη των Φράγγων εκεί. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, και επιτέθηκε σε αυτήν ο αρχηγός των Ερούλων, ο Φούλκαρις 426. Η πόλη φαίνεται, επιπλέον, πως είχε αναπτυχθεί πολύ σε 421 Γ Α Α Α Α Α

67 πολιτιστικό επίπεδο, καθώς είναι η µόνη ιταλική πόλη, για την οποία γίνεται αναφορά στο θέατρο που υπήρχε στην περιοικίδα της. Σε αυτό το σηµείο, µάλιστα, γίνεται αναφορά και στον τρόπο ζωής της πόλης, καθώς ο συγγραφέας µας ενηµερώνει πως σε αυτό το θέατρο δε γίνονταν πλέον θεατρικές παραστάσεις, αλλά διαγωνισµοί κυνηγών και ανάδειξη αυτού µε τις περισσότερες ικανότητες 427. Είναι βέβαιο πως η περιοχή αποτελούσε προπύργιο των Φράγγων, επειδή ο συγγραφέας κάνει λόγο για πλήθος στρατοπέδων τους σε αυτήν, οι στρατιώτες των οποίων συγκεντρώθηκαν στην Πάρµα, για να αντιµετωπίσουν από κοινού τον ερουλικό κίνδυνο. Κατά την περιγραφή της µάχης, µάλιστα, γίνεται λόγος και για έναν τύµβο στην περιοχή, τον οποίο χρησιµοποίησε ο στρατηγός των Ερούλων ως αµυντήριο, για να αντιµετωπίσει επιτυχώς το στρατό των Φράγγων. Ο ερουλικός όµιλος, όπως αναφέρεται, στις δυνάµεις του οποίου συµµετείχαν και στρατιωτικά σώµατα της αυτοκρατορίας, ηττήθηκε τότε προσωρινά και η περιοχή έµεινε στην κατοχή των Φράγγων για λίγο ακόµη χρονικό διάστηµα 428. Φαίνεται, µάλιστα, πως ολόκληρη η περιοχή ήταν εχθρική προς τους Βυζαντινούς, καθώς όσοι στρατιώτες επέζησαν από τη µάχη αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην πόλη της Φαβεντίας, για να αποφύγουν το ενδεχόµενο µιας νέας επίδειξης δύναµης του φραγγικού στρατού. Άλλωστε, η µεγάλη πλειοψηφία των πόλεων της περιοχής, παρότι κατοικούνταν από Γότθους, συνέπραξε µε τους Φράγγους, καθώς, όπως διηγείται ο Αγαθίας, είχαν πολλά περισσότερα κοινά µε αυτούς ως βάρβαροι που ήταν αµφότεροι 429. Ωστόσο, λίγο αργότερα και µε την καταλυτική βοήθεια τόσο των δυνάµεων του Ερούλου στρατηγού Σίνδουαλ όσο και του Γότθου ηγεµόνα Αλίγερνου, ο οποίος και παραιτήθηκε του πολέµου κατά των Βυζαντινών και έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους, ο Ναρσής και το εκστρατευτικό του σώµα κατάφεραν να επαναφέρουν το σύνολο της περιοχής στα όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αξίζει να σηµειωθεί σε αυτό το σηµείο πως, ενώ η βοήθεια των Ερούλων ήταν καταλυτική για την έκβαση της µάχης και ο Ναρσής τίµησε το στρατηγό τους Σίνδουαλ µε πολύ µεγάλες τιµές, όπως περιγράφει ο ιστορικός, δε µας παρέχεται από το έργο καµιά πληροφορία για το χώρο, στον οποίο κατοικούσαν οι Έρουλοι ή έστω κάποιο όνοµα πόλης, πολίσµατος ή κώµης που κατοικούνταν αποκλειστικά από αυτούς. Οι µόνες αναφορές σε αυτούς είναι σε ονόµατα στρατηγών, συµµάχων ή εχθρών της αυτοκρατορίας ή σπουδαίων Ερούλων ανδρών ή γενικές 427 Α Α Α

68 αναφορές για τον ερουλικό στρατό και τη βοήθεια που προσέφερε στο Ναρσή κατά την εκστρατεία του στην ιταλική χερσόνησο 430. Ακόµα και για την προαναφερθείσα, όµως, πόλη της Φαβεντίας ο ιστορικός δε µας παρέχει καµιά περαιτέρω πληροφορία πέρα από το γεγονός πως αποτελούσε προπύργιο των Βυζαντινών. Από εκεί, λοιπόν, το βυζαντινό ιππικό µε ηγέτη τον Επιδάµνιο Στέφανο ξεκίνησε και πάλι για την περιφέρεια της Πάρµας, από όπου και προέβαινε σε συνεχείς νυκτερινές επιδροµές στην περιοικίδα της πόλης εναντίον των µικρών περιπόλων των Φράγγων στην περιοχή 431. Μια από τις τελευταίες πόλεις, για την οποία γίνεται εκτενής λόγος από τον ιστορικό στα πλαίσια της αφήγησης της εκστρατείας του Ναρσή στην Ιταλία είναι η πόλη της Κύµης. Η Κύµη αναφέρεται ως «πόλισµα Ἰταλικὸν, ἐχυρώτατον καὶ οἷον οὐ ῥᾷστα πολεµίοις ἁλῶναι». Η πόλη ήταν χτισµένη πάνω σε ένα δύσβατο, απότοµο λόφο, στον οποίο ήταν πολύ δύσκολο να σκαρφαλώσει κάποιος και είχε θέα προς το Τυρρηνικό πέλαγος. Ο λόφος της πόλης υψώνεται απότοµα από την ακτή, όπου χτυπούν τα κύµατα της θάλασσας, και στην κορυφή του περιβάλλεται από περίτεχνα κατασκευασµένο κάστρο µε πύργους, µεταπύργια και επάλξεις. Είναι χαρακτηριστικό της ασφάλειας που είχε η πόλη πως σε αυτήν έκρυψαν και ασφάλισαν τα σηµαντικότερα από τα υπάρχοντά τους και τους θησαυρούς τους πολλοί Γότθοι βασιλείς, από τους οποίους αναφέρονται στο κείµενο ο Τωτίλας και ο Τεΐας 432. Αντιλαµβανόµενος, λοιπόν, ο Ναρσής τη σηµασία της πόλης, του γεωγραφικού της χώρου και των θησαυρών που βρίσκονταν εκεί, έστρεψε προς αυτήν τα στρατεύµατά του, ώστε οι Γότθοι να µην έχουν ένα τόσο ισχυρό φρούριο στην κατοχή τους. Στην προσπάθεια του Ναρσή να καταλάβει την πόλη ο Αγαθίας µας προσφέρει ακόµη περισσότερες πληροφορίες για αυτήν. Έτσι η ακτή της σχηµάτιζε ακρωτήριο, ενώ στην ανατολική πλευρά του λόφου της υπήρχε σπήλαιο, στο οποίο σύµφωνα µε το µύθο κατοικούσε η Σίβυλλα η Ιταλή 433. Ο Ναρσής, λοιπόν, ο οποίος γνώριζε το ανάγλυφο της περιοχής, εισχώρησε µε τους στρατιώτες του µέσα στο σπήλαιο αυτό, µε στόχο να φτάσουν κάτω ακριβώς από τα θεµέλια της πόλης και, αφού την καταστήσουν µετέωρη, να την καταλάβουν. Όταν, στη συνέχεια, οι Βυζαντινοί έχουν σκάψει τόσο βαθιά που φτάνουν πλέον στα θεµέλια του φρουρίου, µαθαίνουµε πως αυτό ήταν χτισµένο µε ξύλα, µε αποτέλεσµα οι Βυζαντινοί να το καταστρέψουν καίγοντάς το. 430 Α 11.3, Α Α 15.8, Β Β 9-13, Γ 6.5, Γ Για το έθνος των Ερούλων βλ. Howorth H.H., "The Ethnology of Germany.- Part VI. The Varini, Varangians, and Franks.- Section I." The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 12 (1883), σ Α Α Α

69 Με την καταστροφή του φρουρίου µας παρέχεται και µια αναλυτική περιγραφή του καθώς και του τρόπου, µε τον οποίο αυτό ήταν χτισµένο, καθώς τα τµήµατά του αποσυντίθενται µέσα στο κείµενο ένα προς ένα καταλήγοντας είτε στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους είτε στα εσκαµµένα πλέον ενδότερα του λόφου. Με το άνοιγµα της σήραγγας στο εσωτερικό του λόφου είναι βέβαιο πως άλλαξε και η µορφή του γεωγραφικού χώρου της πόλης. Παρόλα αυτά, η πόλη παρέµενε πάρα πολύ δύσκολη κατάκτηση για τους Βυζαντινούς, καθώς οι σήραγγες και οι γκρεµοί της είχαν γεµίσει µε τα θεµέλια του τείχους της και οι Γότθοι από πίσω είχαν σχηµατίσει ισχυρό στρατιωτικό αµυντικό σώµα. Ήταν, µάλιστα, τόση η δυσκολία της κατάληψής της που ο Ναρσής αναγκάστηκε να παρατήσει αυτό το εγχείρηµα και να στραφεί προς άλλες πόλεις, όπως η Φλωρεντία και η Κεντουκέλλα που αναφέρθηκαν προηγουµένως. Τελικά, όµως, ο Γότθος διοικητής της πόλης, ο Αλίγερνος, αναγκάστηκε λίγο αργότερα να παραδώσει τα κλειδιά της πόλης στο Ναρσή, αντιλαµβανόµενος εγκαίρως την πραγµατική πρόθεση των Φράγγων, η οποία δεν ήταν άλλη από την κατάληψη της ιταλικής χερσονήσου και την ένταξή της στο δικό τους κράτος 434. Η Κύµη αποτελεί µια από τις πόλεις που περιγράφονται αναλυτικότατα µέσα στην Ιστορία του Αγαθία και αυτό πιθανότατα οφείλεται στη φήµη της για την ασφάλεια που είχε λόγω του γεωγραφικού της χώρου. Ο ιστορικός, λοιπόν, σε αντίθεση µε όλες τις άλλες πόλεις της Ιταλίας προβαίνει σε λεπτοµερέστατη περιγραφή τόσο της πόλης και των εγκαταστάσεών της όσο και της παράδοσης που τη συνόδευε µε την αναφορά του στη Σίβυλλα την Ιταλή που κατοικούσε στα σπήλαια του λόφου της. α) Ρώµη Η Ιστορία του Αγαθία δε µας παραδίδει σχεδόν κανένα στοιχείο για την πόλη της Ρώµης ή τη γύρω από αυτήν περιοχή. Η µόνη γεωγραφική πληροφορία που θα µπορούσε κάποιος να αντλήσει από το κείµενο είναι πως η περιοχή περιβαλλόταν από ορεινούς όγκους, τα µονοπάτια των οποίων εκµεταλλεύτηκαν οι βαρβαρικές δυνάµεις του Βουτιλίνου, για να συνεχίσουν νοτιότερα στην ιταλική χερσόνησο 435. Η συχνότερη αναφορά στην πόλη που αποτελούσε σαφώς το ισχυρότερο προπύργιο των βυζαντινών δυνάµεων στην ιταλική χερσόνησο είναι ως τόπο συγκέντρωσης των στρατευµάτων του Ναρσή 436. Η πιο αξιόλογη, ωστόσο, περίπτωση εµφάνισης της πόλης στο κείµενο θα µπορούσε να θεωρηθεί η τελευταία, η οποία 434 Α Β Α 19.3, Β 6.1, Β

70 πραγµατοποιείται στο τελευταίο βιβλίο της Ιστορίας 437. Εκεί η Ρώµη παρουσιάζεται ως ο τόπος κατοικίας του Αλεξάνδρου, ενός ιατρού από τις Τράλλεις. Το στοιχείο που προσδίδει σε αυτήν την περίπτωση ιδιαίτερη αξία στην πόλη της Ρώµης είναι ο προσδιορισµός «πρεσβύτις» που προηγείται και τη διακρίνει πιθανότατα από τη νεότερη Ρώµη, η οποία δεν αποκαλείται ποτέ µέσα στο κείµενο Ρώµη ή µε κάποια σύνθετη ονοµασία που περιλαµβάνει τον όρο αυτό. Ωστόσο, οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας αποκαλούνται «Ῥωµαῖοι» στο σύνολο του έργου 438, παρότι πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είναι πλέον η Κωνσταντινούπολη και όχι η Ρώµη. β) Σικελία Το νησί της Σικελίας κάνει την εµφάνισή του ήδη στο προοίµιο, όταν ο Αγαθίας αναφέρεται στο περιεχόµενο του ιστορικού έργου του Προκοπίου και µας λέει πως εκεί ο αναγνώστης µπορεί να πληροφορηθεί τον τρόπο, µε τον οποίο κατελήφθη η νήσος από τους Γότθους και το Θεύδατο, αλλά και αυτόν, µε τον οποίο επανήλθε στην κατοχή των Βυζαντινών µε την εκστρατεία του στρατηγού Βελισαρίου 439. Η Σικελία, φυσικά, ανήκει στα όρια της βυζαντινής επικράτειας κατά τα χρόνια που περιγράφει ο Αγαθίας και αυτό γίνεται εµφανές από το γεγονός πως αποτελεί τον τελικό στόχο της εκστρατείας του Λεύθαρη και του Βουτιλίνου στην ιταλική χερσόνησο 440. Τοποθετείται, όπως αναµένεται, νοτίως της ιταλικής χερσονήσου, ενώ γίνεται λόγος και για τον πορθµό που χωρίζει τις δύο περιοχές και τον οποίο δε διέβη τελικά ο Βουτιλίνος και οι στρατιώτες του, παρότι έφτασαν ως εκεί και κατέλαβαν όλες τις περιοχές, από τις οποίες είχαν διέλθει, όπως τη Λευκανία και τη Βρεττία 441. Τέλος, το νησί αναφέρεται και κατά τη χρήση του πελοποννησιακού πολέµου και της αθηναϊκής εκστρατείας εκεί ως παράδειγµα εκστρατειών που δεν είχαν καµιά απολύτως αιτία, για να γίνουν. Ο Αγαθίας δεν µπορεί να δικαιολογήσει την αθηναϊκή εκστρατεία, τη στιγµή που οι εχθροί των Αθηναίων Σπαρτιάτες βρίσκονταν προ των πυλών της πόλης. Εξαιτίας, µάλιστα, της έλλειψης σοβαρής αιτίας για αυτή την εκστρατεία, ο ιστορικός θεωρεί φυσιολογική και τη µετέπειτα συντριπτική τους ήττα. Το χωρίο της Ιστορίας, εξάλλου, κάνει ονοµαστική αναφορά σε αυτό το σηµείο 442 και στη σικελική πόλη 437 Ε Βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ Πρ Α Β 1.4, Β Β

71 των Συρακουσών, χωρίς, όµως, να περιλαµβάνει κάποια περιγραφή της. Άλλωστε, ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε περιγραφή ούτε του ίδιου του νησιού παρά το πλήθος των αναφορών σε αυτό, µε βασική αιτία το γεγονός πως δεν αποτέλεσε το επίκεντρο κάποιου από τα περιγραφόµενα γεγονότα της Ιστορίας του. VII) Κάνταβρις Η Κάνταβρις αποκαλείται µέσα στο κείµενο και Χώρα των Κανταβαρηνών. Πρόκειται για µια παραθαλάσσια περιοχή στη σηµερινή βορειοδυτική ιβηρική χερσόνησο που οι ακτές της βρέχονται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Η Χώρα των Κανταβαρηνών αναφέρεται στο κείµενο, όταν γίνεται λόγος για το κατόρθωµα του Χαιρήµονα από τις Τράλλεις να φτάσει ως εκεί και να πείσει µε τα λόγια του τον Οκταβιανό Αύγουστο να ανορθώσει την κατεστραµµένη από το σεισµό του 27π.Χ. πόλη των Τράλλεων 443. VIII) Ρήνος Ο Αγαθίας αναφέρεται στο Ρήνο τοποθετώντας τον στην Άνω Γερµανία 444, αλλά δε µας δίνει κανένα στοιχείο για τον ίδιο τον ποταµό, τις περιοχές που διαρρέει ή τις ακτές, στις οποίες εκβάλλει. Πληροφορούµαστε, ωστόσο, από την Ιστορία του Αγαθία πως γύρω από το Ρήνο κατοικούσαν παλαιότερα οι Γερµανοί, ενώ στα χρόνια του Αγαθία κατοικούν οι Φράγγοι, γεγονός που οδηγεί τον ιστορικό στο συµπέρασµα πως πρόκειται για τον ίδιο λαό µε διαφορετική ονοµασία 445. ΙΧ) Μελιταία Κυνίδια Τα µελιταία κυνίδια εµφανίζονται στο κείµενο µε αφορµή µια από τις θεωρίες που επικρατούσαν στα χρόνια του Αγαθία σχετικά µε την πρόκληση των σεισµών. Υπήρχε, δηλαδή, µια οµάδα ανθρώπων, οι οποίοι πίστευαν πως η αιτία των σεισµών δεν είναι άλλη από το περπάτηµα των µελιταίων κυνιδίων στις στέγες των σπιτιών. Ο Αγαθίας αντικρούει αυτή την άποψη και δηλώνει πως κατά τη γνώµη του η αιτία των σεισµικών δονήσεων δεν µπορεί να διαπιστωθεί µε τόσο απλοϊκό τρόπο. Πέρα από τα σκυλάκια της Μάλτας, ο Αγαθίας εκφέρει, επίσης, 443 Β Για τη χρονολόγηση του σεισµού και την περιγραφή του κατορθώµατος του Χαιρήµονα και της ανοικοδόµησης των Τράλλεων στην Ιστορία του Αγαθία βλ. Mitchell St., "Imperial Building in the Eastern Roman Provinces", Harvard Studies in Classical Philology, 91 (1987), σ Ειδικά για τη χρονολόγηση του σεισµού αυτού βλ. και Αλεξάκης, ό.π., σ. 263, σηµ Α Α

72 την ίδια γνώµη ακόµα και για τη θεωρία των ακολούθων του Ζήνωνα που πίστευαν πως οι αναθυµιάσεις και οι καπνοί µιας κατσαρόλας που βράζει αποδεικνύουν και τη θεωρία των αναθυµιάσεων ως αιτίας των σεισµών, δηλώνοντας έτσι εµφανέστατα τις προσωπικές του αµφιβολίες και τονίζοντας, παράλληλα, πως δε θεωρούσε τόσο απλή υπόθεση την εύρεση των αιτίων µιας σεισµικής δόνησης Ε 8.2. εν υπάρχει, πάντως, στο κείµενο οποιαδήποτε αναφορά για το νησί της Μάλτας, παρά µόνο έµµεσα µε την άποψη αυτή για τα αίτια των σεισµικών δονήσεων. 71

73 8. ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ Ι) Εύξεινος Πόντος Όπως είναι γνωστό, ο Εύξεινος Πόντος και ο Ελλήσποντος που θα δούµε στο αµέσως επόµενο κεφάλαιο αποτελούν σε µεγάλο βαθµό τα φυσικά σύνορα µεταξύ της ευρωπαϊκής και της ασιατικής ηπείρου. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο παρατίθενται και στην παρούσα εργασία µεταξύ των δύο ηπείρων. Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον Εύξεινο Πόντο και συγκεκριµένα τα ανατολικά του παράλια, οφείλουµε να τονίσουµε τη µεγάλη στρατηγική τους σηµασία, καθώς, στην περίπτωση που έπεφταν σε εχθρικά χέρια, θα προέκυπτε µεγάλο πρόβληµα για την άµυνα του βυζαντινού κράτους. Ο Αγαθίας τονίζει µέσα στο κείµενο το φόβο του Ιουστινιανού µήπως οι Πέρσες καταλάβουν τη Χώρα των Λαζών και τα παράλιά της, αφού µε µία τέτοια εξέλιξη οι Πέρσες θα µπορούσαν να κάνουν επιδροµές µε τα πλοία τους σε οποιαδήποτε πόλη της αυτοκρατορίας βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο 447. Είναι χαρακτηριστικό του φόβου αυτού πως ο Ιουστινιανός στέλνει δύο από τους εµπειρότερους στρατηγούς του µε ένα πολύ µεγάλο αριθµό άρτια εξοπλισµένων στρατιωτικών δυνάµεων, προκειµένου να υπερασπιστούν την περιοχή 448. Στο ίδιο πλαίσιο, άλλωστε, συγκαταλέγεται και η τόσο αναλυτική περιγραφή των µαχών της περιοχής και ιδιαίτερα αυτής που αφορούσε στην άµυνα της παρευξείνιας πόλης του Φάσιδος 449. Όσον αφορά στη µορφολογία των ανατολικών παραλίων, πληροφορούµαστε µέσα από την Ιστορία του Αγαθία πως δίπλα στο Φάσιδα υπήρχε µια λιµνοθάλασσα που οι εντόπιοι κάτοικοι την ονόµαζαν «σµικράν θάλατταν» και της οποίας τα καταλήγοντα στον Εύξεινο Πόντο ύδατα χρησιµοποίησαν οι Βυζαντινοί, για να γεµίσουν την τάφρο που υπήρχε γύρω από το τείχος του Φάσιδος 450. Επιπλέον, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, πέρα από τις παραλιακές πόλεις που κατοικούνταν από τους Βυζαντινούς, υπήρχαν και οι περιοχές στα ενδότερα που κατοικούνταν από άλλα έθνη, όπως αυτό των Τζάνων, µε αποτέλεσµα να παρατηρείται µια συνύπαρξη πολλών φύλων και εθνών που οδηγούσε κάθε τόσο σε πολεµικές διαµάχες µεταξύ τους ή σε επιδροµές του ενός προς τα άλλα 451.Είναι, µάλιστα, ενδιαφέρον πως ήδη 447 Β Β Γ 19.8 κ.εξ. 450 Γ Ε 1.1- Ε

74 από τότε η ηπειρωτική περιοχή στα νότιά του ονοµαζόταν απλώς Πόντος, όπως και σήµερα 452. Στα βορειοανατολικά της σηµερινής Μαύρης θάλασσας ο Αγαθίας τοποθετεί το σύνολο των ουννικών φύλων. Παράλληλα, φαίνεται πως γνωρίζει και τη Μαιώτιδα λίµνη στα βόρεια, την οποία και διέσχισαν οι Ούννοι στην πορεία τους προς τον ευρωπαϊκό χώρο, αφού η διάπλευση του Εύξεινου Πόντου φάνταζε σύµφωνα µε τον Αγαθία αδύνατη την περίοδο των µετακινήσεών τους. Ταυτόχρονα, ο ιστορικός µιλά για το µύθο του ελαφιού που οδήγησε τους Ούννους προς την Ευρώπη, αφήνοντας τον αναγνώστη να εννοήσει εύκολα πως τα ελάφια ήταν από τα ζώα που κατοικούσαν στα βόρεια παράλια της Μαύρης θάλασσας 453. Τέλος, όσον αφορά στα δυτικά του όρια, αξίζει να σηµειωθεί πως ο Αγαθίας τοποθετεί την αρχή του Εύξεινου Πόντου στο βόρειο τέλος του Βοσπόρου 454, ενώ δε γίνεται καµιά αναφορά µέσα στο κείµενο για τα θρακικά του παράλια. Πέρα, όµως, από τον κατεξοχήν γεωγραφικό χώρο του Εύξεινου Πόντου και την περιγραφή των ακτών του, ο Αγαθίας αναφέρεται µέσα στο κείµενο και στις κλιµατικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Ακολουθώντας, λοιπόν, το σύστηµα προγενεστέρων του γεωγράφων 455, ο Αγαθίας αναφέρεται στην κλιµατική ζώνη του Εύξεινου Πόντου αποκαλώντας την «ὄγδοον κλίµα» και επισηµαίνει πως οι χειµώνες στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα δριµείς και το κρύο ξεκινούσε ήδη από το φθινόπωρο 456. ΙΙ) Ελλήσποντος Ο Ελλήσποντος αναφέρεται από τον Αγαθία ήδη στο Προοίµιο του έργου του ως σύνορο µεταξύ Ευρώπης και Ασίας 457. Όσον αφορά στη χερσόνησο της Καλλίπολης που βρέχεται από τον Ελλήσποντο, δεν εισχωρεί εκείνη µέσα στο πέλαγος δηµιουργώντας έτσι το πέρασµα του Ελλησπόντου, αλλά ο Ελλήσποντος είναι εκείνος που την περιβάλλει σχεδόν ολόκληρη. Ο Αγαθίας, επιπλέον, τονίζει πως, αν δεν υπήρχε ένα πολύ µικρό τµήµα ξηράς περίπου σαράντα σταδίων, ο Ελλήσποντος θα την καθιστούσε νησί. Προκύπτει, δηλαδή, από αυτό το σηµείο του κειµένου 458 πως, σε αντιδιαστολή µε τον Ελλήσποντο που γνωρίζουµε 452 Ε Ε Ε Οι γεωγράφοι αυτοί δεν εντοπίστηκαν παρά την εκτενή έρευνα που πραγµατοποιήθηκε, ενώ η παραποµπή του κ. Αλεξάκη στον Κλαύδιο Πτολεµαίο (Αλεξάκης, ό.π., σ. 639, σηµ. 9) δε φαίνεται να ευσταθεί, καθώς εκείνος κατατάσσει τον Εύξεινο Πόντο στο δέκατο τέταρτο και όχι στο όγδοο κλίµα. Βλ. Nobbe C.F.A., Claudii Ptolemaei Geographia, Carolus Tauchnitius, Λειψία. 1843, σ Ε 3.2- Ε Πρ Ε

75 σήµερα, ο Αγαθίας φαίνεται να ορίζει µε αυτή την ονοµασία και τα θαλάσσια ύδατα δυτικά και νότια της χερσονήσου της Καλλίπολης. Τέλος, αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι ο Αγαθίας, πέρα από το όνοµα Ελλήσποντος, αναφέρεται στα στενά και µε τη χρήση των όρων πόρος 459 και πορθµός 460, χρησιµοποιώντας, δηλαδή, σύµφωνα µε το λογοτεχνικό σχήµα της µετωνυµίας τους δυο φυσικούς προσδιορισµούς του για την περιγραφή της υδάτινης αυτής επιφάνειας και όχι το όνοµά της. 459 Ε Ε

76 9. ΑΣΙΑ Ι) Μικρά Ασία Σε αυτό το κεφάλαιο θα προσπαθήσουµε να δούµε το γεωγραφικό χώρο της περιοχής που επικράτησε να λέγεται µέχρι και τις ηµέρες µας Μικρά Ασία. Ο Αγαθίας αναφέρεται σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας του στην περιοχή της Μικράς Ασίας µε το γενικότερο όρο Ασία και χωρίς να ορίζει τα όριά της. Ο ιστορικός διακρίνει σαφώς την Ασία από την Ευρώπη και τη Λιβύη 461, όπως αποκαλεί την Αφρική, και ορίζει ως δυτικό της σύνορο τον Ελλήσποντο 462 και φυσικά το Αιγαίο πέλαγος, όταν περιλαµβάνει στα εδάφη της όλες τις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας που βρέχονται από το Αιγαίο πέλαγος. Όσον αφορά στο µέγεθος της ηπείρου, ο Αγαθίας αρκείται να µιλήσει για αυτό σε ειρωνικό τόνο και αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί πόσο µεγάλη είναι. Αυτό γίνεται καταφανές, όταν µας δηλώνει πως το µέγεθός της δεν επαρκούσε για τον Πέρση βασιλιά αρείο και έτσι εκείνος κατεχόµενος από µεγάλη υπεροψία αποφάσισε να εκστρατεύσει και προς τα ευρωπαϊκά εδάφη γνωρίζοντας βεβαίως την ήττα από τους Αθηναίους του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα 463. Πάντως η Ασία αναφέρεται µέσα στο κείµενο ως «χώρα» παρά το µεγάλο της µέγεθος 464, έναν όρο δηλαδή που, όπως είδαµε σε προηγούµενο κεφάλαιο, µπορεί να αναφέρεται ακόµα και σε περιοχές πολύ µικρότερης έκτασης από αυτήν ή ακόµα και στις περιοχές µιας συγκεκριµένης πόλης 465. Ο συγγραφέας της Ιστορίας, επίσης, φαίνεται να γνωρίζει τον αρχαίο ελληνικό αποικισµό στην περιοχή, αφού µας µιλά για πολλές ιωνικές και αιολικές πόλεις σε αυτήν που υπέστησαν σοβαρές ζηµιές από το σεισµό του 27π.Χ Αναφερόµενος στην ιστορία της περιοχής, ο Αγαθίας µας πληροφορεί πως σύµφωνα µε τις πηγές του οι Ασσύριοι ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την ασιατική ήπειρο εκτός από την περιοχή πέρα από το Γάγγη, στην οποία κατοικούσαν οι Ινδοί 467, όταν ηγεµόνας τους ήταν ο Νίνος 468. Τέλος, ως προς την ταξινόµηση των πληθυσµών στην ήπειρο της Ασίας, ο Αγαθίας τοποθετεί 461 Πρ Πρ. 26. Ε 12.4, όπου γίνεται λόγος για το σχέδιο του Ζαβεργάν να περάσει τον «στενότατον πόρον» µετά την κατάληψη της Χερσονήσου της Καλλίπολης και να προχωρήσει µε τα στρατεύµατά του στη Μικρά Ασία. 463 Β Β Βλ. και Κεφ. «Ορολογία Περιγραφής Οικισµών», σ Β Η αναφορά στους Ινδούς και το Γάγγη είναι, όπως και για άλλες περιοχές, µόνο ονοµαστική και δε µας προσφέρεται καµιά περαιτέρω πληροφορία για αυτούς µέσα στην Ιστορία από το συγγραφέα. 468 Β

77 τη γενέτειρα όλων των ουννικών φύλων που κατοικούν σε αυτήν δυτικά από τους πρόποδες του όρους Ίµαιος και βορειοανατολικά του Εύξεινου Πόντου και πιστεύει πως από εκεί εξαπλώθηκαν όχι µόνο στις υπόλοιπες ασιατικές περιοχές αλλά ακόµη και στη Γηραιά ήπειρο 469. Οι Πέρσες εµφανίζονται πολύ νοτιότερα από τους Ούννους και τοποθετούνται µάλλον νοτιοανατολικά του Εύξεινου Πόντου, ενώ για τα υπόλοιπα έθνη της περιοχής θα γίνει αναλυτικότερος λόγος παρακάτω 470. Όπως είναι αναµενόµενο, η πρώτη πόλη, στην οποία θα αναφερθούµε σε αυτό το κεφάλαιο δε θα µπορούσε να είναι άλλη από τη γενέτειρα πόλη του συγγραφέα, τη Μύρινα. Ο συγγραφέας διακρίνει την ασιατική πόλη της Μύρινας από αυτή στη Θράκη ή οποιαδήποτε άλλη πόλη µε αυτό το όνοµα στην Ευρώπη ή στην Αφρική και µας δίνει µια σύντοµη περιγραφή της µόλις στο προοίµιο του έργου του και ενώ ακόµα δεν έχει ξεκινήσει την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων της περιόδου, µε την οποία ασχολείται 471. Ο Αγαθίας, λοιπόν, µας περιγράφει πως η Μύρινα ήταν αποικία των Αιολέων και ήταν τοποθετηµένη στις εκβολές του Πυθικού ποταµού, ο οποίος, αφού διαρρέει την επαρχία της Λυδίας, την πατρίδα του φιλοσόφου Πρισκιανού 472, εκβάλλει τελικώς διαµέσου των ορέων της περιοχής στον Ελαΐτη κόλπο 473. Ο Αγαθίας δε µας παρέχει καµιά πληροφορία για το µέγεθος της πόλης, αφού δεν προσάπτει σε αυτήν κανένα από τους περιγραφικούς όρους ενός οικισµού, όπως πόλις, πόλισµα, πολίχνιον ή έστω κώµη. Μας γνωστοποιεί, όµως, την αγάπη του για την πόλη αυτή και δηλώνει σαφώς πως αυτή η µεγάλη του προσπάθεια να συγγράψει την Ιστορία του αποτελεί την ανταπόδοσή του για τα όσα του έχει προσφέρει αυτή η πόλη κατά τη διάπλαση του χαρακτήρα του. Η άποψη του Frendo, όπως αυτή προκύπτει µέσα από τη µετάφρασή του, πως ο Αγαθίας είχε µελλοντικό σκοπό να περιγράψει όλα τα σηµαντικά ιστορικά γεγονότα που αφορούσαν στη γενέτειρά του 474 δε φαίνεται να ευσταθεί. Ο συγγραφέας µε τον όρο «πάτρια» δηλώνει µάλλον τα παρελθόντα γεγονότα γενικότερα του κράτους, τα οποία και περιγράφει στη συνέχεια του κειµένου του παρά τα συγκεκριµένα γεγονότα της πόλης που τον ανέθρεψε. Ο Αγαθίας, επίσης, προβαίνει, όπως προειπώθηκε 475, σε αναλυτική περιγραφή του Ελαΐτη 469 Ε Βλ. Κεφ. «Ούννοι και Ουννικά Φύλα», σ και Κεφ. «Άλλοι λαοί της Ανατολής», σ Πρ Ο Πρισκιανός ανήκε στους επτά φιλοσόφους που µετέβησαν στην Περσία λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και σύµφωνα µε το κείµενο καταγόταν από τη Λυδία. Βλ. Β Για αναλυτικότερη περιγραφή της περιοχής του Ελαΐτη κόλπου καθώς και για τη συζήτηση περί του ονόµατος του ποταµού που εξέβαλε στη Μύρινα βλ. Ramsay W.M., "Contributions to the History of Southern Aeolis", The Journal of Hellenic Studies, 2 (1881), σ Βλ. Frendo, ό.π., σ Βλ. Κεφ. «Κόλποι», σ

78 κόλπου της περιοχής και µας αναφέρει πως σε αυτόν εκβάλλει ο ποταµός Πυθικός, αφού πρώτα διαρρεύσει ολόκληρη την περιοχή της Λυδίας 476. Πολύ σύντοµη, εξάλλου, είναι και η αναφορά του συγγραφέα στο πρώτο λιµάνι που συναντούσε κάποιος, µόλις περνούσε τον Ελλήσποντο, την Άβυδο. Ο ιστορικός κάνει λόγο για αυτήν, µόνο όταν αφηγείται το σχέδιο του ηγεµόνα των Ούννων, Ζαβεργάν να περάσει από την ευρωπαϊκή στην ασιατική ήπειρο αγκυροβολώντας πρώτα στο λιµάνι της Αβύδου. Η πόλη, εποµένως, πρέπει να βρισκόταν απέναντι ακριβώς από τη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου βρισκόταν ο Ζαβεργάν και δε µας παρέχεται καµιά άλλη πληροφορία για αυτήν, πέραν του ότι ήταν σε τόσο κοµβικό σηµείο στον Ελλήσποντο που διέθετε τελωνείο, το οποίο ο Ούννος ηγεµόνας σκόπευε να καταλάβει 477. Η πόλη της Μικράς Ασίας, µε την οποία φέρεται να είχε ιδιαίτερες σχέσεις ο Αγαθίας, φαίνεται πως ήταν η πόλη των Τράλλεων, την οποία και επισκέφτηκε κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη το 551 ή ίσως λίγο αργότερα 478. Ο συγγραφέας του κειµένου, περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην Κω µετά τον καταστροφικό σεισµό του , παραθέτει και άλλα παραδείγµατα πόλεων και τοποθεσιών, οι οποίες, αφού καταστράφηκαν ολοσχερώς από φυσικές καταστροφές, όπως η Κως, αναδοµήθηκαν µε έξοδα του κράτους και απέκτησαν την πολυτελή µορφή που είχαν και πριν την καταστροφή τους. Το παράδειγµα που µας δίνει, όµως, αναλυτικά ο συγγραφέας του κειµένου είναι η πόλη των Τράλλεων. Οι «Τράλλεις», λοιπόν, οι οποίες βρίσκονται πολύ κοντά στον ποταµό «Μαίανδρο» 480 ήταν αρχαία αποικία των Πελασγών. Στα χρόνια, όµως, του Οκταβιανού Αύγουστου η πόλη υπέστη ολοσχερή καταστροφή από σεισµό που την έπληξε µε αποτέλεσµα να µην αποµείνει τίποτα από αυτήν. Βλέποντας κάποιος κάτοικος της αγροτικής εκείνης περιοχής το µέγεθος της συµφοράς αποφάσισε να πραγµατοποιήσει ένα πολύ µεγάλο στόχο και να πάει να ειδοποιήσει τον Καίσαρα, παρότι τότε έτυχε να βρίσκεται στη Χώρα των Κανταβαρηνών, ώστε να λάβει τα απαραίτητα µέτρα για την αναδόµησή της. Ο άνδρας αυτός, γνωστός µε το όνοµα «Χαιρήµων», πραγµατοποίησε το στόχο του, µίλησε στον Καίσαρα και εκείνος έστειλε επίλεκτους άνδρες του να αναδοµήσουν εκ βάθρων την πόλη των Τράλλεων, δίνοντάς της τη µορφή που είχε πριν από το σεισµό. Μετά το κτίσιµο της νέας πόλης των Τράλλεων δεν υπήρχε, βεβαίως, ο προηγούµενος πελασγικός της χαρακτήρας, καθώς τώρα και οι κάτοικοί 476 Πρ Ε Βλ. Cameron, Agathias, σ B Η αναφορά στο Μαίανδρο είναι ονοµαστική και η µόνη πληροφορία που δίνει για αυτόν ο συγγραφέας είναι πως η πορεία του περνούσε λίγο έξω από την πόλη των Τράλλεων χωρίς, όµως, κανένα επιπλέον περιγραφικό στοιχείο για αυτόν. Βλ. Β

79 της και η γλώσσα που οµιλούνταν σε αυτήν ήταν, όπως θα περίµενε κανείς, περισσότερο «ῥωµαϊκά» 481. Τέλος, µας πληροφορεί πως το ίδιο µεγάλες ζηµιές υπέστησαν εκτός των Τράλλεων και άλλες αιολικές και ιωνικές πόλεις της Ασίας, χωρίς όµως να τις κατονοµάζει καταδεικνύοντας έτσι την ιδιαίτερη επαφή του µε τις Τράλλεις 482. Έξω από την πόλη υπήρχε ένας µεγάλος αγρός, ο λεγόµενος «Σιδηροῦς Ἀγρός», στον οποίο είχε υψωθεί βωµός προς τιµήν του ήρωα για τις Τράλλεις Χαιρήµωνα µε άγαλµα του τελευταίου τοποθετηµένο πάνω σε αυτόν. Ο Αγαθίας µας διηγείται πως ήδη στα χρόνια του δεν υπήρχε κανένα ίχνος από το άγαλµα, αλλά ο ίδιος είχε διαβάσει το επίγραµµα που είχαν γράψει προς τιµήν του Χαιρήµωνα στο βωµό οι κάτοικοι των Τράλλεων και µας το µεταφέρει στην Ιστορία του. Στο επίγραµµα, µάλιστα, οι Τράλλεις αναφέρονται ως ενικός «Τράλλις», όνοµα µε το οποίο συναντάται πάρα πολύ σπάνια η συγκεκριµένη πόλη 483. Ο Αγαθίας, επιπλέον, φαίνεται πως είχε στενές σχέσεις και µε την οικογένεια του Ανθεµίου από τις Τράλλεις, του βασικού, δηλαδή, δηµιουργού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, αφού µας παραθέτει πολύ συγκεκριµένες πληροφορίες τόσο για τον ίδιο και τη µητέρα του όσο και για τα αδέρφια του και τις ενασχολήσεις τους 484. Το χωρίο της περιγραφής της πόλης των Τράλλεων είναι πάρα πολύ σηµαντικό, αφού µας παρέχει πολύτιµες πληροφορίες που έγκεινται στην πρακτική του Αγαθία κατά τη συγγραφή της ιστορίας του. Μας εξηγεί, δηλαδή, ο ιστορικός πως αντλεί τις πληροφορίες του για τις Τράλλεις από την τοπική παράδοση της πόλης και από το επίγραµµα που βρισκόταν γραµµένο στο βωµό έξω από αυτήν, χωρίς µάλιστα να θεωρεί κάποια από τις δυο πηγές καλύτερη της άλλης. Ο συγγραφέας τονίζει χαρακτηριστικά πως «οὐχ ἥκιστα» πληροφορούµαστε τα ίδια και από τις δυο πηγές. Επιπροσθέτως, µας παραθέτει ένα επίγραµµα παλαιότερο της εποχής του, το οποίο και δηµοσιεύει εδώ, πέρα από τον Κύκλο του, χάριν της σχέσης του µε τα ιστορικά γεγονότα 485. Προχωρώντας προς τα ενδότερα της Μικράς Ασίας και µιλώντας πάντα για περιοχές που ανήκαν στη βυζαντινή επικράτεια, οφείλουµε να σηµειώσουµε την Καισαρεία που αναφέρεται ως πατρίδα του Προκοπίου χωρίς κανένα γεωγραφικό χαρακτηριστικό 486 καθώς και την ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας ως γενέτειρα του στρατηγού Ιωάννη ακνά 487. Για την τελευταία, ωστόσο, µας παραδίδει ο ιστορικός το γεωγραφικό της ανάγλυφο, όταν περιγράφει την πορεία του Σαπώρη, του διαδόχου 481 Β Β Β Ε Β 17.6, Β Πρ

80 του Αρταξάρη, προς τη Μικρά Ασία και µας περιγράφει µια περιοχή ορεινή γεµάτη λόφους και βουνά, την οποία διάνυσε ο Σαπώρης µε το ιππικό του, αφού πρώτα τη µετέτρεψε σε ιππάσιµη γεµίζοντας τις χαράδρες που υπήρχαν µε τους σκοτωµένους κατοίκους της περιοχής 488. Ολοκληρώνοντας την περιδιάβασή µας στα εδάφη της Μικράς Ασίας, δε θα πρέπει να παραλείψουµε τις αναφορές του συγγραφέα στις παρευξείνιες περιοχές που ανήκαν στη βυζαντινή επικράτεια. Από τις πόλεις του Πόντου, η µόνη που αναφέρεται ονοµαστικά είναι αυτή της Τραπεζούντας. Η Τραπεζούντα φαίνεται πως αποτελούσε ήδη από τον έκτο αιώνα βασικό προπύργιο των Βυζαντινών στην προσπάθειά τους να αναχαιτίσουν τις επιδροµές των Περσών στα ανατολικά τους εδάφη. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, και ο Πέρσης στρατηγός Ναχοραγάν προτρέπει το βυζαντινό οµόλογό του Μαρτίνο να εγκαταλείψει το πεδίο της µάχης και να µεταβεί µε το στρατό του στην πόλη αυτή 489. Η Τραπεζούντα, όµως, µαζί µε τη γύρω περιοχή της χρησιµοποιούνται από το συγγραφέα και ως όριο, κάτω από το οποίο κατοικούσαν οι Τζάνοι 490. Το µόνο που οφείλουµε να αναφέρουµε εδώ σε σχέση µε το γεωγραφικό χώρο του Πόντου είναι πως οι Τζάνοι ζούσαν στα ενδότερα εδάφη του, καθώς ο Αγαθίας µας αφηγείται πλήθος ληστρικών τους επιδροµών κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού, τόσο στους ταξιδιώτες της περιοχής όσο και στα µικρότερα χωριά της 491. Για την περιοχή που έµεναν οι Τζάνοι γνωρίζουµε, µέσα από την περιγραφή της εκστρατείας του στρατηγού Θεοδώρου εναντίον τους, ονοµαστικά την πόλη της Θεοδωριάδας µε το κοντινό κάστρο Ρίζαιο καθώς και το γεγονός πως η περιοχή ήταν ορεινή µε πολλούς λόφους, γεγονός το οποίο βοήθησε τους Τζάνους να επιτεθούν αρχικά και να αµυνθούν στη συνέχεια απέναντι στο στρατό των Βυζαντινών 492.Πέρα, όµως, από αυτά τα πολύ λίγα και γενικά στοιχεία για την περιοχή, δε µας παρέχεται, δυστυχώς, καµιά άλλη πληροφορία ούτε για το µέγεθος των πόλεων του Πόντου ούτε και για τον τρόπο, µε τον οποίο αυτές ήταν χτισµένες, µολονότι εκεί έγινε µια τόσο σπουδαία µάχη. Η µάχη, µάλιστα, αυτή κατά των Τζάνων είχε τόσο µεγάλη σηµασία για τα δεδοµένα της εποχής που ο Ιουστινιανός αναφέρθηκε ιδιαιτέρως σε αυτήν κατά την απαρίθµηση των κατορθωµάτων του ρωµαϊκού έθνους στα χρόνια του Για την αποτρόπαια συµπεριφορά του βασιλιά Σαπώρη βλ. και Κεφ. «Πέρσαι», σ Γ Αναλυτικότερα για το έθνος των Τζάνων και τη γενικότερη στάση του απέναντι στο βυζαντινό πολιτισµό και τη βυζαντινή διοίκηση στην περιοχή τους κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού βλ. Pazdernik C.F., "Procopius and Thucydides on the Labors of War: Belisarius and Brasidas in the Field", Transactions of the American Philological Association, 130 (2000), σ Ε 1.2. Ο Αλεξάκης χρονολογεί την αλλαγή στάσης του υποτελούς τη βυζαντινή αυτοκρατορία έθνους το χειµώνα Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 629, σηµ Ε Ε

81 ΙΙ) Βυζαντινή Μέση Ανατολή α) Μεσοποταµία - Κιλικία - Συρία - Καππαδοκία Οι γεωγραφικές γνώσεις του ιστορικού για τις περιοχές αυτές προέρχονται από τη διήγηση της εκστρατείας του Πέρση βασιλιά Σαπώρη προς τη Μικρά Ασία, τον 3 ο αι. µ.χ. Εκεί, λοιπόν, ο συγγραφέας του κειµένου µας αφηγείται πως ο Σαπώρης διήλθε µε τη σειρά «τήν τε µέσην τῶν ποταµῶν χώραν», την οποία και λεηλάτησε, την Κιλικία, τη Συρία και έφτασε µέχρι και την Καππαδοκία, διαπράττοντας σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας «ἐξαίσιον πλῆθος φόνων». Ο Αγαθίας δεν περιγράφει την κάθε περιοχή ξεχωριστά. Πληροφορεί, όµως, τον αναγνώστη του έργου του πως οι εκτάσεις τους περιελάµβαναν φαράγγια, κοιλότητες οροσειρών και λόφους, των οποίων οι κορυφές σε συνδυασµό µε τα σφαγµένα ανθρώπινα σώµατα σχηµάτιζαν µια επίπεδη επιφάνεια σαν αυτές των πεδιάδων, αποδεικνύοντας, έτσι, µε πολύ γλαφυρό τρόπο το µέγεθος των σφαγών του Πέρση βασιλιά 494. β) Βηρυτός Η Βηρυτός χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό «τὸ τῶν Φοινίκων τέως ἐγκαλλώπισµα» και µε αφορµή το σεισµό του 551 στην Κωνσταντινούπολη ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει την πόλη, η οποία είχε καταστραφεί από το σεισµό. Πριν από το σεισµό, λοιπόν, η Βηρυτός ήταν χτισµένη µε θαυµάσια και φηµισµένα οικοδοµικά καλλιτεχνήµατα. Μετά το σεισµό, όµως, ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε, τα κτίριά της γκρεµίστηκαν και δεν απέµεινε τίποτα άλλο από την παλιά της αίγλη παρά µόνο οι θεµελιώσεις των παλαιών της κτιρίων. Από τον πληθυσµό της πόλης σκοτώθηκε δυστυχώς µε το σεισµό ένα πολύ µεγάλο µέρος. Ανάµεσα στους νεκρούς υπήρχαν πέρα από τους εντόπιους κατοίκους και πολλοί πλούσιοι νέοι από άλλα µέρη που βρίσκονταν στη Βηρυτό, για να σπουδάσουν Νοµική. Η πόλη, άλλωστε, σύµφωνα µε τον Αγαθία είχε µεγάλη παράδοση τόσο στην καλλιέργεια του ρωµαϊκού δικαίου όσο και στην ποιότητα των σπουδών που παρείχαν οι νοµικές της σχολές. Μετά τον καταστροφικό εκείνο σεισµό η πόλη ανοικοδοµήθηκε ξανά, αλλά µόνο ελάχιστα πράγµατα θύµιζαν πλέον την παλιά της αίγλη. Όπως διαπιστώνει ο Αγαθίας, η πλήρης ανοικοδόµηση της Βηρυτού και η επάνοδος των νοµικών της σχολών σε πλήρη και κανονική λειτουργία έµελλε να γίνει πολύ αργότερα Β

82 Κατά την περιγραφή της Βηρυτού έχουµε και τη µοναδική αναφορά του συγγραφέα στην πόλη της Σιδώνος, η οποία ήταν τόσο γειτονική µε τη Βηρυτό 496 που οι νοµικές σχολές µεταφέρθηκαν σε αυτήν, έως ότου ολοκληρωνόταν η ανοικοδόµηση της Βηρυτού 497. υστυχώς, όµως, ο συγγραφέας δε µας δίνει κάποια περαιτέρω πληροφορία για την εικόνα της Σιδώνος στα χρόνια του. IV) «Κολχίς Γῆ» ή «Λαζῶν Γῆ» Ο γεωγραφικός χώρος, στον οποίο κατοικούσε το έθνος των Λαζών τον έκτο αιώνα τοποθετείται στις παρευξείνιες περιοχές του Καυκάσου, βόρεια του βυζαντινού Πόντου και της Αρµενίας. Ο Αγαθίας παραπέµπει για τους προηγούµενους πολέµους του Ιουστινιανού µε τους Πέρσες στην περιοχή στον προκάτοχό του Προκόπιο. Στη δική του Ιστορία θα ασχοληθεί µόνο µε αυτές τις µάχες που έλαβαν χώρα στα χρόνια του στην περιοχή, αφού ακόµα και τότε «Ῥωµαίοις καὶ Πέρσαις µέγιστος πόλεµος ξυνειστήκει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο έργο του 498. Ο Αγαθίας πιστεύει, λοιπόν, ότι οι Λαζοί είναι απόγονοι των Κόλχων 499. Αυτή είναι και η αιτία, για την οποία µέσα στην Ιστορία του χρησιµοποιεί αµφότερες τις ονοµασίες, για να περιγράψει τόσο τους ίδιους όσο και τις κτήσεις τους. Έτσι, συναντούµε µέσα στο κείµενο τόσο τη φράση «Κολχίδα χώραν» 500 όσο και τη φράση «Λαζῶν χώραν» 501 χρησιµοποιούµενο, µάλιστα, υπερδιπλάσιες φορές τον πρώτο σε σχέση µε το δεύτερο. Για να αποδείξει, εξάλλου, τον ισχυρισµό του αυτό χρησιµοποιεί ως αποδεικτικό στοιχείο τον ίδιο γεωγραφικό χώρο, στον οποίο κατοικούν από την αρχαιότητα ως τις µέρες του και ο οποίος τοποθετείται στον Καύκασο και συγκεκριµένα γύρω από τον ποταµό Φάσιδα 502. Τα νότια σύνορα της χώρας, πάντως φαίνεται να ορίζονταν όχι από τον ίδιο τον ποταµό Φάσιδα, αλλά να τοποθετούνταν νοτιότερα χιλιόµετρα νοτιότερα µε βάση τη νεότερη έκδοση του έργου. Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ.253, σηµ Β Β Παρότι αναφέρονται στο κείµενο οι απόψεις παλαιότερων ιστορικών σχετικά µε την καταγωγή των Κόλχων από τους Αιγυπτίους, καθώς ο Αιγύπτιος βασιλιάς Σέσωστρις είχε καταλάβει όλη την περιοχή πολύ πριν από τους αργοναύτες του Ιάσονα ή τους Ασσύριους, ο Αγαθίας δεν παίρνει σαφή θέση απέναντί τους, αλλά παρουσιάζει τον εαυτό του µάλλον ουδέτερο και αδιάφορο για την πραγµατικότητα, αφού ο ίδιος δεν µπορεί να την ανακαλύψει. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η φράση του κειµένου «είτε Λαζοί είτε Κόλχοι είτε Αιγύπτιοι» που χρησιµοποιείται συµπερασµατικά από το συγγραφέα. Βλ. Β Β Β

83 από αυτόν, όπως αποκαλύπτει η πορεία του στρατηγού Θεοδώρου µέσω αυτών, για να αντιµετωπίσει το τζανικό έθνος 503. Ο Αγαθίας, επιπλέον, κάνει ιδιαίτερο λόγο για το µεγάλο πλήθος των µαχών που έχουν δοθεί για την κατάληψη της περιοχής από τους διάφορους λαούς, µεταξύ των οποίων, βέβαια, και από τους Βυζαντινούς 504. Η βασικότερη αιτία για τις πολεµικές αυτές συγκρούσεις ήταν σύµφωνα µε τον Αγαθία πως η χώρα των Λαζών βρισκόταν σε στρατηγικό σηµείο, το οποίο αν καταλαµβανόταν από τους Πέρσες, θα τους έδινε τη µεγάλη δυνατότητα να επιτίθενται µέσω του Εύξεινου Πόντου µε τα καράβια τους στις διάφορες βυζαντινές επαρχίες 505. Πληροφορούµαστε, επίσης, σε άλλο σηµείο του έργου πως η περιοχή ήταν πολύ πλούσια σε σιτηρά και άλλα δηµητριακά, γεγονός που έκανε πολλούς, ακόµα και Βυζαντινούς στρατιώτες, να κάνουν ληστρικές επιδροµές για αυτά στα χωριά των Λαζών 506. Επιπροσθέτως, οι κάτοικοι της περιοχής ήταν πέραν των άλλων πασίγνωστοι για το εµπορικό τους δαιµόνιο, για το µεγάλο τους πλούτο στα είδη πρώτης ανάγκης και, τέλος, για το µεγάλο τους πολιτισµό 507. Οι παράγοντες αυτοί, άλλωστε, ήταν που οδήγησαν τον Ιουστινιανό να στείλει εκεί µερικούς από τους καλύτερους στρατηγούς του, για να αποτρέψουν την κατάληψη της περιοχής από τους Πέρσες 508. Τα χαρακτηριστικά τους αυτά, άλλωστε, οδήγησαν ακόµα και τον Αγαθία να µιλά για αυτούς µε τα καλύτερα λόγια και, µάλιστα, να φτάνει στο σηµείο να δικαιολογήσει την εχθρότητά τους προς την αυτοκρατορία 509, αφού τη θεωρεί φυσικό επακόλουθο της αντιµετώπισης και τελικά του φόνου του βασιλιά τους Γουβάζη από τους στρατηγούς του Ιουστινιανού 510. Ο Αγαθίας φαίνεται σε αυτό το σηµείο να έχει µάλλον δίκιο, αν αναλογιστεί κανείς πως, παρότι προηγουµένως ο Γουβάζης εγκαταλείφθηκε από το βυζαντινό στρατό, δε µεταπήδησε στο πλευρό των Περσών, αλλά απλώς έστειλε διά αγγελιοφόρου τα έντονα παράπονά του στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό 511. Επίσης, όταν ο βυζαντινός στρατός βρέθηκε στα σύνορά του στο δρόµο προς την Ονόγουρη, ο ίδιος δεν κατέβασε τους στρατιώτες του για µάχη, αλλά άοπλους και µε 503 Ε Β Β Ειδικά για τις ληστρικές επιθέσεις των ίδιων των Βυζαντινών που τους ανήκαν τα εδάφη βλ. Β Για τα αίτια που οδήγησαν τους Βυζαντινούς στρατιώτες σε αυτές τις επιδροµές βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ Γ Β Ο Αγαθίας καταδικάζει απερίφραστα τη συµπεριφορά των στρατηγών Ιωάννη και Ρούστικου που έφτασαν στο σηµείο να δολοφονήσουν το Γουβάζη χαρακτηρίζοντάς την µέσα στην Ιστορία παράλογη και θεωρεί πολύ φυσιολογική, βεβαίως, την αντίδραση του κολχικού έθνους σε αυτήν. Βλ. Γ Για την περιγραφή του φόνου του Γουβάζη βλ. Γ Γ

84 σαφέστατη πρόθεση να αφήσει τους συµµάχους του «Ῥωµαίους» να κατευθυνθούν µέσα από το βασίλειό του προς το λαζικό φρούριο, χωρίς, ωστόσο, καµιά πρόθεση να τους βοηθήσει στην εκστρατεία τους αυτή 512. Αξίζει να σηµειωθεί σε αυτό το σηµείο πως στη δίκη που έγινε για τους στρατηγούς που σκότωσαν το Γουβάζη, ένα από τα επιχειρήµατα των Λαζών κατηγόρων ήταν η ανάγκη συµµαχίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας µε τη χώρα των Λαζών, ώστε η τελευταία να µπορέσει να αποτελέσει προπύργιο της αυτοκρατορίας στον πόλεµό της κατά των Περσών και βασικό ορµητήριό της για ενδεχόµενες επιθέσεις κατά των Περσών και στο µέλλον 513. Όπως µέσα στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας πέρα από τους Βυζαντινούς κατοικούσαν και άλλοι λαοί, όπως οι Τζάνοι, έτσι και στα εδάφη της χώρας των Λαζών κατοικούσαν και άλλα έθνη πέρα από τους Λαζούς. Ο Αγαθίας αναφέρει από αυτούς µόνο ονοµαστικά το γένος των Σουανών που ζει στα βόρεια όρια της Λαζικής 514 και αναλυτικότερα τους Αψιλίους και τους Μισιµιανούς. Όσον αφορά στους Αψιλίους, γνωρίζουµε ότι κατοικούσαν νοτιότερα µεταξύ των Λαζών που βρίσκονταν νοτιότερά τους και των Μισιµιανών που έµεναν βορειότερα και πιο ανατολικά 515. Ο Αγαθίας αναφέρει ως όριο των δυο διαφορετικών επαρχιών της χώρας των Λαζών το φρούριο Τιβέλεος, το οποίο, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει, «τήν τε τῶν Μισιµιανῶν χώραν καὶ Ἀψιλίων διορίζει καὶ ἀποτέµνεται» 516. Για το φρούριο αυτό είναι και η µοναδική πληροφορία που έχουµε µέσα από το κείµενο. Για την περιοχή, στην οποία έµεναν οι Αψίλιοι δε µας παρέχεται καµιά πληροφορία. Πληροφορούµαστε, όµως, πως, όταν ο βυζαντινός στρατηγός Μαρτίνος ανέλαβε την εκστρατεία εναντίον των Μισιµιανών, συνάντησε εκεί χωρίς, ωστόσο, να πολεµήσει µαζί τους, και τους Πέρσες που έφτασαν στην περιοχή 517, για να συµµετάσχουν στην προσπάθεια των Μισιµιανών να απαλλαγούν από την υποτέλεια στους Βυζαντινούς και να ταχθούν στο πλευρό τους. Αφορµή για αυτό υπήρξε η εσφαλµένη αντίληψη των Μισιµιανών πως οι Βυζαντινοί θα παραδώσουν το φρούριο Βούχλοος, το οποίο σύµφωνα µε το κείµενο αποτελούσε το όριο µεταξύ των εδαφών των Λαζών και των Μισιµιανών, στους Αλανούς 518. Για τους Μισιµιανούς οι πληροφορίες που προκύπτουν από το κείµενο σε σχέση µε το γεωγραφικό τους χώρο είναι σαφώς περισσότερες. Αναφερθήκαµε ήδη παραπάνω για τη γεωγραφική τους θέση σε σχέση µε τους Αψιλίους και τους Λαζούς καθώς και στα σύνορα 512 Γ Γ Γ Γ

85 µεταξύ των τριών επαρχιών της Κολχικής χώρας. Η περιγραφή του εδάφους της χώρας των Μισιµιανών είναι πολύ χαρακτηριστική, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να εξηγήσει την εντύπωση των Μισιµιανών πως θα µπορούσαν να αντιµετωπίσουν το βυζαντινό στρατό, ακόµα και χωρίς τη βοήθεια των Περσικών δυνάµεων. Οι Μισιµιανοί, λοιπόν, στηρίζονταν κατά βάση για την άµυνά τους στη µορφολογία του εδάφους, το οποίο περιγράφεται ως ορεινό και βραχώδες. Στα όρια της χώρας υπάρχει ένα βουνό όχι πολύ ψηλό αλλά χαρακτηριστικό για την περιοχή, καθώς είναι πολύ απότοµο και µε µυτερούς βράχους σε όλες τις πλαγιές του. Για να το διαβεί κανείς, θα έπρεπε να περάσει από ένα πολύ στενό, δύσβατο και τραχύτατο µονοπάτι, το οποίο δεν είναι εύκολο να το περάσει κατά το συγγραφέα ούτε ένας απλός περιηγητής της περιοχής. Εποµένως, θα ήταν ακατόρθωτο να το περάσει ένας ολόκληρος εχθρικός στρατός, ανεξαρτήτως του πόσο καλύτερα εξοπλισµένος θα ήταν σε σχέση µε αυτόν των Μισιµιανών 519. Σε αυτό το χώρο, λοιπόν, κατοικούσαν οι Μισιµιανοί και έλπιζαν πως θα µπορούσαν να ανακόψουν αποτελεσµατικά τις βυζαντινές στρατιωτικές δυνάµεις. Είναι ενδεικτικό της ασφάλειας που ένιωθαν οι Μισιµιανοί κατοικώντας πίσω από αυτόν τον ορεινό όγκο πως δεν έβαλαν καν φρουρά, για να αντιµετωπίσει την ενδεχόµενη προσπάθεια διάβασης αυτής της τοποθεσίας, αλλά άφησαν την περιοχή εντελώς αφρούρητη. Παρά τη σηµασία που απέδιδαν, όµως, οι Μισιµιανοί στο συγκεκριµένο όρος, ο Αγαθίας δεν το κατονοµάζει και αφήνει έτσι να εννοηθεί πως αποτελούσε τµήµα του Καυκάσου, γύρω από τον οποίο κατοικούσε ο πληθυσµός της χώρας των Λαζών, µεταξύ των οποίων, βέβαια, και οι Μισιµιανοί. Με αφορµή, όµως, την ανόσια δολοφονία των Αψιλίων πρέσβεων που απέστειλαν στη χώρα των Μισιµιανών για διαπραγµατεύσεις 520, οι Βυζαντινοί βλέποντας το βουνό αφρούρητο αποφάσισαν να το διανύσουν, ώστε να µπορέσουν να φτάσουν ανενόχλητοι στις οµαλές, αν και λοφώδεις, περιοχές που βρίσκονταν πίσω από αυτό, στις οποίες το ιππικό θα µπορούσε να λειτουργήσει σαφώς καλύτερα και αποτελεσµατικότερα 521. Στην περιοχή αυτή βρισκόταν µεταξύ άλλων και το ασφαλέστερο φρούριο των Μισιµιανών, το οποίο ονοµαζόταν παλαιότερα Τζάχαρ, τον έκτο, όµως, αιώνα αποκαλούνταν Σιδηρούν φρούριο, λόγω ακριβώς της µεγάλης του σταθερότητας και προπαντός ασφάλειας που παρείχε στους κατοίκους του από εχθρικές επιθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Μισιµιανοί, αντιλαµβανόµενοι τους λάθος υπολογισµούς τους και βλέποντας τα βυζαντινά στρατεύµατα να διασχίσουν τον αδιάβατο εκείνο ορεινό όγκο, έκαψαν τη συντριπτική πλειοψηφία των άλλων φρουρίων

86 τους στην περιοχή και συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσµό στο Σιδηρούν φρούριο και εκεί αποφάσισαν να δώσουν το σύνολο των µαχών τους κατά των Βυζαντινών 522. Τα περισσότερα οικήµατα των Μισιµιανών, όµως, δε βρίσκονταν εντός αλλά εκτός του φρουρίου, πάνω σε ένα µεγάλο βράχο, γύρω από τον οποίο βρίσκονταν βαθιές χαράδρες και απότοµοι γκρεµοί µε αποτέλεσµα να παραµένουν «δυσπρόσοδα λίαν καὶ ἄπορα τοῖς ὀθνείοις καὶ οὐκ εἰθισµένοις», σύµφωνα µε την περιγραφή του ιστορικού 523. Σε αυτή την περιοχή ακόµα και οι ίδιοι οι κάτοικοί της ανεβαίνουν και κατεβαίνουν µε πολύ µεγάλο κόπο µέσω µιας κρυφής και στενότατης οδού. Στους πρόποδες αυτού του απότοµου βραχώδους όρους, εκεί όπου το έδαφος είναι ακόµα οµαλό, αναβλύζουν πηγές πόσιµου ύδατος, από τις οποίες προµηθεύονται το νερό που πίνουν οι κάτοικοι του φρουρίου. Ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβουν εκείνο το µέρος οι Βυζαντινοί που χρειάστηκε ένας κατάσκοπος, ο Ιλλούς, ο οποίος ακολούθησε τους ανυποψίαστους κατοίκους που έπαιρναν νερό πίσω στο φρούριό τους και στη συνέχεια µετέφερε την ακριβή πορεία τους στους υπόλοιπους βυζαντινούς στρατηγούς, ώστε να επιτύχουν την άλωση αυτού του τόσο ασφαλούς φρουρίου των Μισιµιανών 524. Μέσα από τη λεηλασία του οικισµού του κάστρου µαθαίνουµε πέρα από το συνολικό γεωγραφικό χώρο, στον οποίο ανήκε το φρούριο, και στοιχεία για τον τρόπο, µε τον οποίο ήταν χτισµένος ο οικισµός στο εσωτερικό του. Οι φράχτες, για παράδειγµα, των σπιτιών ήταν κατασκευασµένοι από ξύλο και άχυρο, µε αποτέλεσµα να καούν αυτοµάτως µε µία και µόνη δάδα µιας νεκρής γυναίκας, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο ιστορικός 525. Τα εύφλεκτα και χαµηλής ποιότητας κτίρια των Μισιµιανών έγιναν εύκολα παρανάλωµα του πυρός µετά την εισβολή των Βυζαντινών στον οικισµό του φρουρίου, ενώ και οι νεκροί Μισιµιανοί ήταν τόσο πολλοί, «ὡς ὀλίγου γε δεῖν ἅπαν διαρρυῆναι τὸ φῦλον», όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά στην Ιστορία 526. α) Καύκασος Για τον Καύκασο ο Αγαθίας, όπως είναι φυσικό, κάνει ιδιαίτερο λόγο µέσα στο έργο του, αφού πρώτα από όλα µε βάση αυτόν καθορίζει και τα όρια της επικράτειας των Λαζών 527. Ο Καύκασος σύµφωνα µε τον Αγαθία αποτελεί το όρος, από το οποίο πηγάζουν οι δυο σηµαντικότεροι Β

87 ποταµοί της Χώρας των Λαζών, ο Φάσις και ο οκωνός 528. Αποτελούσε, κατά συνέπεια, ως τόπος πηγής των δυο ποταµών που όριζαν στην ουσία τα εδάφη της Κολχικής γης, και το σηµαντικότερο ορεινό όγκο για την Κολχίδα. Όπως είναι λογικό, ο Αγαθίας αναφέρεται και στις χαράδρες του Καυκάσου, κάποιες από τις οποίες ήταν τόσο µεγάλες, ώστε να µπορέσει να συγκεντρωθεί σε αυτές η µεγάλη πλειοψηφία του έθνους των Λαζών, προκειµένου να συνεδριάσουν κρυφά µετά το φόνο του βασιλιά τους Γουβάζη για το ενδεχόµενο συµµαχίας τους µε τους Πέρσες εγκαταλείποντας τους µέχρι τότε συµµάχους τους Βυζαντινούς 529. Ο Καύκασος θεωρούνταν τόσο δύσβατος που τα µέρη του χρησιµοποίησαν οι Μισιµιανοί, όπως είδαµε λίγο παραπάνω, για να αντιµετωπίσουν το µεγαλύτερο και καλύτερα εξοπλισµένο στρατό των Βυζαντινών. Επιπλέον, οι κατήγοροι αυτών που σκότωσαν το Γουβάζη τονίζουν την απάνθρωπη ζωή του τελευταίου στις πλαγιές του Καυκάσου, αντί να προτιµήσει να συµµαχήσει µε τους Πέρσες, καταδεικνύοντας µε τον τρόπο αυτό την πίστη του βασιλιά τους στη συµµαχία µε τους Βυζαντινούς 530. Τέλος, αποτελώντας ο Καύκασος κατεξοχήν σύµβολο της χώρας, ήταν απολύτως λογικό δεδοµένου και του γεωγραφικού του αναγλύφου να χρησιµοποιηθεί από τους διοργανωτές της δίκης, προκειµένου να πραγµατοποιηθεί στις κοιλότητές του το δικαστήριο για αυτούς που σκότωσαν το βασιλιά των Λαζών Γουβάζη 531. β) «Φάσις τε καί οκωνός» Οι δυο ποταµοί πηγάζουν από τον Καύκασο και διαρρέουν ολόκληρη τη Λαζική, αποτελώντας στην ουσία τα όρια των εδαφών της. Όπως και στην περίπτωση του Καυκάσου, έτσι και σε αυτήν του Φάσιδος, το όνοµά του και µόνο παραπέµπει σύµφωνα µε τον Αγαθία στους Κόλχους και µέσω αυτού αποδεικνύεται πως οι Λαζοί είναι ο ίδιος ακριβώς λαός µε τους Κόλχους, αφού κατοικούν επί τόσους αιώνες στην ίδια περιοχή 532. Ο Φάσις φαίνεται να αποτελεί το σηµείο, µε το οποίο ορίζονται πολλές από τις πόλεις της Λαζικής 533, γεγονός που του προσδίδει µέσα στην Ιστορία του Αγαθία ιδιαίτερη αξία, αν αναλογιστεί κάποιος πως οι περισσότεροι ποταµοί στο έργο αναφέρονται απλώς ονοµαστικά, χωρίς κάποιο επιπλέον στοιχείο για αυτούς. 528 Β Γ Β Η Τήλεφις βρισκόταν νότια του ποταµού, η Νήσος βρισκόταν ανάµεσα στις κοίτες του και του οκωνού και η Θεοδωριάδα βόρεια από αυτόν. Βλ. Β 19.1, Β και Ε 1.4 αντιστοίχως. 86

88 Οι Βυζαντινοί, µάλιστα, είχαν καταφέρει να διοχετεύσουν νερό από το Φάσιδα στο οκωνό µε την κατασκευή µιας διώρυγας στην περιοχή στα ανατολικά της πόλης Νήσου, µε αποτέλεσµα ολόκληρη πλέον η περιοχή να διαρρέεται από τους δυο ποταµούς. Σε αυτό, βέβαια, τους βοήθησε και το γεγονός πως, παρότι οι πηγές τους απέχουν αρκετά, όταν πηγάζουν από τον Καύκασο, οι κοίτες τους πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο, όσο εισέρχονται στην πεδιάδα. Μάλιστα, λίγο πριν την εκβολή τους στον Εύξεινο Πόντο ο Αγαθίας µας πληροφορεί πως οι δυο ποταµοί ενώνονται και εκβάλλουν τελικώς ως ένας στη θάλασσα. Σε συνδυασµό, λοιπόν, και µε τη διώρυγα που είχαν διανοίξει οι Βυζαντινοί ανατολικά της πόλης Νήσου, είχαν καταστήσει την ενδιάµεση περιοχή πραγµατική νήσο, από την οποία και έλαβε την ονοµασία της η πόλη που βρισκόταν στο ενδιάµεσο των δυο ποταµών 534. Ο Φάσις, επιπροσθέτως, φαίνεται πως ήταν πλωτός ποταµός, γεγονός που αποδεικνύεται από την παρουσία τόσο των περσικών πλοιαρίων σε αυτόν που δηµιούργησαν µια ασφαλή γέφυρα για τα περσικά στρατεύµατα, προκειµένου αυτά να τον διασχίσουν και µάλιστα δυο φορές 535 όσο και των βυζαντινών που προσπάθησαν να ανακόψουν την πορεία των Περσών προς το Φάσιδα 536. Το βάθος του, όµως, δε φαίνεται να επέτρεπε και τη διέλευση των µεγάλων πλοίων, αφού, σύµφωνα µε την Ιστορία, τα µεγάλα φορτηγά πλοία των Βυζαντινών που συνέβαλαν στην άµυνα της οµώνυµης πόλης είχαν προσαράξει στις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο και δεν έπλευσαν σε αυτόν 537. Ο ποταµός σύµφωνα µε τον Αγαθία περιγράφεται ως τόσο ορµητικός που παρά τις µεγάλες προσπάθειες των Βυζαντινών να κωπηλατήσουν αντίθετα στο ρεύµα του, για να µην πέσουν στο περσικό φράγµα, δεν τα κατάφεραν να γλιτώσουν το σύνολο του στόλου, αλλά δύο από τα πλοία τους κατέληξαν τελικά, έστω και χωρίς άνδρες, στα χέρια των Περσών 538. Ωστόσο, η πληροφορία αυτή δε φαίνεται καθόλου βέβαιη, αφού στο ίδιο σηµείο του έργου οι ναύτες των πλοίων αυτών καταφέρνουν να κολυµπήσουν ενάντια στη φορά των υδάτων και, µάλιστα, να φτάσουν ως και τις τριήρεις των υπόλοιπων συντρόφων τους. Επιπλέον, στο ίδιο σηµείο δίνονται στοιχεία και για το βάθος του σηµαντικού αυτού ποταµού, µε τον Αγαθία πέρα από την αναφορά στις βυζαντινές τριήρεις και τα περσικά πλοιάρια να κάνει λόγο για βάθος που ξεπερνούσε το ύψος ενός ελέφαντα. Όταν ο Ναχοραγάν χρησιµοποίησε τους ελέφαντες ως στήριγµα στο φράγµα που είχε δηµιουργήσει από ξύλα και βάρκες, τους έβαλε µέσα στο ποτάµι µόνο ως το σηµείο που το 534 Β Β 22.2 και Γ Γ Γ Γ

89 νερό έφτανε την κοιλιά τους, όπως ανάγλυφα περιγράφει ο Ιστορικός στο κείµενό του 539. Τέλος, οι δύο αναφορές του κειµένου στο οκωνό 540 είναι ονοµαστικές και γίνονται πάντα σε σχέση µε το Φάσιδα ποταµό. Ο Αγαθίας, δηλαδή, µεταχειρίζεται απλώς το οκωνό ως παραπόταµο του τελευταίου. Τα µόνα στοιχεία που µαθαίνουµε για το µικρό αυτό ποταµό είναι πως πηγάζει και αυτός από τον Καύκασο και, όπως προαναφέρθηκε, σε µεγάλη απόσταση από το Φάσιδα ποταµό και πως διέρρεε και αυτός ολόκληρη την πεδιάδα της Κολχικής γης. Η αναφορά µας στο οκωνό θα µπορούσε να ολοκληρωθεί µε την έµµεση πληροφορία που λαµβάνουµε από τη διοχέτευση υδάτων από το Φάσιδα σε αυτόν και όχι αντιστρόφως 541. Καθίσταται έτσι σαφές σε κάθε αναγνώστη πως ο οκωνός είχε πολύ λιγότερο νερό από το Φάσιδα και, εποµένως, ήταν πολύ πιο ρηχός από αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως, όσες φορές γίνεται λόγος για πλωτά µέσα στα νερά της περιοχής 542, αυτά βρίσκονται πάντοτε στο Φάσιδα και ποτέ στο οκωνό. γ) «Τὸ τοῦ Φάσιδος Ἐπώνυµον Ἄστυ» Ο Φάσις, ο οποίος σύµφωνα µε τη νεότερη έκδοση του κειµένου φαίνεται να ταυτίζεται µε τη σηµερινή γεωργιανή πόλη Πότι 543, αποτελεί το επίνειο της Νήσου και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αγαθίας, «ἅπασιν διαδηλότατον, ὡς ἐκ τοῦ ποταµοῦ εἴληφε τὴν ἐπωνυµίαν». Ο Φάσις σύµφωνα µε το κείµενο απέχει έξι παρασάγγες από τη Νήσο προς τα δυτικά και είναι χτισµένος κοντά στις εκβολές του οµώνυµου ποταµού στον Εύξεινο Πόντο 544. Σε σύγκριση, όµως, µε τη Νήσο, το φρούριο του Φάσιδος ήταν κατασκευασµένο µόνο µε ξύλα και το οικοδόµηµα ήταν φθαρµένο από την πάροδο των ετών 545. Ωστόσο, το τείχος περιβαλλόταν από βαθιά τάφρο, γεµάτη νερό και µε µυτερούς πασσάλους που θα µπορούσε να λειτουργήσει αναχαιτιστικά για οποιονδήποτε εχθρό και την οποία οι εντόπιοι κάτοικοι την ονόµαζαν «σµικράν θάλατταν». 546 Ταυτόχρονα, οι πεδιάδες της πόλης σε σύγκριση µε αυτές άλλων περιοχών ήταν σαφώς περισσότερο προσπελάσιµες και κατάλληλες προς στρατοπέδευση των περσικών δυνάµεων του Ναχοραγάν 547. Εποµένως, το φρούριο και η πόλη του Φάσιδος ήταν σαφώς πιο ευάλωτα από τη 539 Γ Β Β Β 22.2, Γ Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 439, σηµ Γ Γ Γ Γ

90 Νήσο και, όπως ήταν φυσικό, ο Ναχοραγάν αποφάσισε να προσπεράσει τη Νήσο µε την πολύ καλή βυζαντινή άµυνα και να κατευθυνθεί προς την πόλη του Φάσιδος 548. Η πόλη φαίνεται πως είχε ιδιαίτερη στρατηγική σηµασία και για τους δύο αντιµαχόµενους στρατούς, αφού, όπως αναφέρεται και στο κεφάλαιο για τον Φάσιδα ποταµό, το ποτάµι ήταν πλωτό και έδινε τη δυνατότητα σε όποιον κατείχε τις εκβολές του να ελέγχει και τα πλοία που θα έπλεαν σε αυτόν κατά ένα πολύ µεγάλο µέρος. Αυτός ήταν και ο λόγος, για τον οποίο οι Βυζαντινοί έτρεξαν να προλάβουν την άφιξη του Ναχοραγάν στην πόλη και την κατάληψή της από αυτόν 549. Ο Ναχοραγάν, από την άλλη µεριά, αντιλαµβανόµενος εξίσου τη σηµασία της κατάληψης του Φάσιδος έστηνε στο ποτάµι συνεχή φράγµατα κατά την πορεία του προς τα δυτικά ούτως, ώστε οι Βυζαντινοί να µην έχουν τη δυνατότητα να εκµεταλλευτούν την κοίτη του ποταµού και να µεταφέρουν έτσι γρήγορα τα πολεµοφόδιά τους στην πόλη µε τη βοήθεια των πλοίων τους. Τα φράγµατα αυτά µέσα στο ποτάµι ο Αγαθίας τα περιγράφει µε βάρκες και ξύλα, ενώ ως ένα βαθµό ο Ναχοραγάν τοποθετούσε και τους ελέφαντες που είχε στην κατοχή του, όπως προειπώθηκε, όταν τα νερά του ποταµού δεν ξεπερνούσαν το ύψος της κοιλιάς τους 550. Ο στρατός των Περσών, µάλιστα, φαίνεται να ήταν πολύ µεγαλύτερος σε αριθµό, αφού οι Βυζαντινοί στρατηγοί αποφάσισαν να µοιραστούν την υπεράσπιση του τείχους, υπολογίζοντας πως δε θα µπορούσαν να αντιµετωπίσουν τους Πέρσες σε ανοιχτή µάχη στρατιωτικών παρατάξεων 551. Οφείλουµε, τέλος, να υπενθυµίσουµε πως η έκβαση της µάχης ήταν αίσια για τους Βυζαντινούς και έτσι όχι µόνο η πόλη του Φάσιδος αλλά και ολόκληρη η γύρω περιοχή παρέµειναν µετά το τέλος της στα χέρια των Βυζαντινών, ενώ ο Πέρσης στρατηγός Ναχοραγάν τιµωρήθηκε µε βασανιστικό θάνατο από τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη για αυτή του την ήττα και τη δειλία που επέδειξε εγκαταλείποντας το πεδίο της µάχης 552. δ) Νήσος Η Νήσος αποτελεί τη λαζική πόλη µε τις περισσότερες αναφορές σε αυτήν από τον Αγαθία. Η πρώτη αναφορά στη Νήσο γίνεται κατά την περιγραφή της υποχώρησης του βυζαντινού στρατού από την Τήλεφιν προς την κοιλάδα του ποταµού Φάσιδος και την πρώτη άφιξή του εκεί. Ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει αναλυτικά την περιοχή της 548 Γ Γ 20.4, Γ Γ Γ Βλ. και Κεφ. «Πέρσαι», σ

91 πόλης, καθώς ο βυζαντινός στρατός καταφεύγει εκεί, για να βρει καταφύγιο από τους Πέρσες. Αξίζει να σηµειώσουµε εδώ πως σε κανένα σηµείο του έργου ο Αγαθίας δε χαρακτηρίζει τον οικισµό της Νήσου µε οιονδήποτε τρόπο, µε αποτέλεσµα να µην είµαστε σε θέση να γνωρίζουµε αν αυτός ήταν πόλις, πόλισµα ή ακόµη µικρότερος. Η αναφορά γίνεται στο σύνολο της περιοχής, η οποία αποκαλείται από τον Ιστορικό µε τη γενική ονοµασία Νήσος. Πληροφορούµαστε, λοιπόν, από το κείµενο πως η Νήσος απέχει από την Τήλεφιν πέντε παρασάγγες ή σύµφωνα µε το σύστηµα του Ηροδότου εκατόν πενήντα στάδια και πως η απόσταση αυτή θεωρούνταν τόσο µεγάλη που οι στρατιώτες που τη διήνυσαν χαρακτηρίζονται γενναίοι και η υποχώρησή τους ταχύτατη 553. Από τα δυτικά η πόλη απείχε έξι παρασάγγες από την παρευξείνια πόλη Φάσις 554, στοιχείο που αποκαλύπτει στον αναγνώστη και το µέγεθος της απόστασης, γεωγραφικής και χρονικής, από τον ίδιο τον Εύξεινο Πόντο για τα δεδοµένα της εποχής. Η τοποθεσία κρίνεται οχυρωµένη σε αρκετά ικανοποιητικό βαθµό, περιγραφή στην οποία συνηγορεί και η δύσκολη διάβαση της περιοχής που περιβάλλεται από τα ισχυρά ρεύµατα των ποταµών που ρέουν γύρω από την πόλη. Όπως προαναφέρθηκε και στο κεφάλαιο για τους ποταµούς Φάσιδα και οκωνό, οι Βυζαντινοί είχαν διανοίξει ανατολικά της πόλης διώρυγα, µε την οποία διοχέτευαν νερό από τον Φάσιδα στο οκωνό. Έτσι οι ποταµοί ήταν ουσιαστικά ενωµένοι σε εκείνο το σηµείο και περιέβαλλαν ολόκληρη την πόλη. Αν αναλογιστεί κανείς πως λίγο παρακάτω ο Αγαθίας µιλά για ένωση των δύο ποταµών στα δυτικά της πόλης, τότε εύκολα µπορεί να αντιληφθεί πως ολόκληρη η περιοικίδα της αποτελούσε όντως νησί και, εποµένως, η ονοµασία της πόλης εξηγείται σχεδόν αυτοµάτως. Επιπλέον, η πόλη φαίνεται να αποτελούσε προπύργιο των Βυζαντινών, αφού σε αυτήν συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του να αποκρούσει την περσική επίθεση το σύνολο των βυζαντινών στρατευµάτων της περιοχής 555. Γίνεται αντιληπτό, εξάλλου, πως ακόµα και η πέριξ περιοχή ήταν φίλα προσκείµενη στους Βυζαντινούς, γεγονός που απέτρεψε τον ηγεµόνα των Περσών Μερµερόη να επιτεθεί ή να παραµείνει σε αυτήν, αναλογιζόµενος την τροφοδοσία του στρατού του και τις προµήθειες που θα χρειαζόταν για µια τέτοια κίνηση. Μαθαίνουµε, όµως, από την Ιστορία του Αγαθία πως ο Μερµερόης κατασκεύασε στην περιοχή πρόχειρη γέφυρα, από την οποία και πέρασε όλο το περσικό στράτευµα τον ποταµό Φάσιδα, χωρίς να αντιµετωπίσει 553 Β Για τη χρονική διάρκεια των χερσαίων µετακινήσεων στο Βυζάντιο βλ. ηµητρούκας Ι., Ενδείξεις για τη διάρκεια των Χερσαίων Ταξιδιών και Μετακινήσεων στο Βυζάντιο, Βυζαντινά Σύµµεικτα, 12 (1998), σ Γ Β

92 καµιά αντίσταση. Ο ίδιος ο Μερµερόης, αφού ενθάρρυνε τους Πέρσες στρατιώτες της περιοχής, και τους ενίσχυσε µε ακόµη περισσότερους άντρες επέστρεψε τελικά στη Μουχειρίσιδα και στο Κοτάισι που βρίσκονταν στην κατοχή του 556. Η κατάσταση, όµως, στην περιοχή δεν άλλαξε ούτε όταν οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Νήσο µε αρχηγό το Ναχοραγάν. Ο Πέρσης στρατηγός βρήκε τέτοια αντίσταση που θεώρησε καλύτερο να παρακάµψει µε τις δυνάµεις του την πόλη και να κατευθυνθεί απευθείας προς την πόλη Φάσιδα που ήταν και µε πιο ευάλωτα υλικά οχυρωµένη και σε περισσότερο βατή περιοχή από τη Νήσο. Οι Βυζαντινοί, από την πλευρά τους, αντιλαµβανόµενοι τις προθέσεις του Ναχοραγάν προσπάθησαν να προλάβουν την άφιξή του στο Φάσιδα. Είναι χαρακτηριστικό πως απέδιδαν τόσο µεγάλη σηµασία στην υπεράσπιση του Φάσιδος που, όταν απέτυχαν µε την πρώτη προσπάθεια να ανακόψουν την πορεία των Περσών, δεν παράτησαν τις προσπάθειές τους, αλλά προσπέρασαν τις δυνάµεις του Ναχοραγάν από ξηράς και πρόλαβαν να εισέλθουν πρώτοι εκείνοι στην πόλη, προκειµένου να την υπερασπιστούν αποτελεσµατικά απέναντι στην περσική επίθεση. Είχαν, µάλιστα, τόση εµπιστοσύνη στο ανάγλυφο της περιοχής της Νήσου που άφησαν µόνο του το στρατηγό Βούζη να την υπερασπιστεί σε ενδεχόµενη βαρβαρική επίθεση 557, κάτι το οποίο συναντούµε και αρκετά αργότερα, όταν οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να εκστρατεύσουν κατά των Μισιµιανών 558. ε) Μουχείρισις - Κοτάισι Το Κοτάισι τοποθετείται από τον Αγαθία στη βόρεια περιοχή του ποταµού Φάσιδος και της πόλης Τηλέφεως και περιγράφεται ως φρούριο της πόλης της Μουχειρίσιδος, γεγονός το οποίο εξηγεί και την κατά κανόνα από κοινού αναφορά των δυο αυτών τοποθεσιών 559. Το Κοτάισι και η Μουχείρισις, σύµφωνα µε το κείµενο, αποτέλεσαν ορµητήριο των Περσών στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την πόλη Νήσο στον ποταµό Φάσιδα 560, αλλά και µέρη, από τα οποία εστάλησαν ενισχύσεις στην Ονόγουρη, προκειµένου να αµυνθεί η τελευταία κατά των βυζαντινών στρατευµάτων 561. Η µόνη ιδιαίτερη αναφορά στο Κοτάισι 556 Β Γ Β 19.1, Β 22.3, Γ 6.3, Γ 7.1, Γ Η Μουχείρισις ως ορµητήριο των Περσών αναφέρεται τόσο µόνη της όσο και µαζί µε το φρούριό της το Κοτάισιν. Βλ. Γ 15.1 και Β 22.3 αντιστοίχως. 561 Γ 6.3, Γ , όπου, εκτός από την αναφορά στη Μουχειρίσιδα ως ορµητήριο των Περσών, οι δολοφόνοι του Γουβάζη παραδέχονται και την άγνοιά τους για την τοπογραφία της περιοχής. Πληροφορούµαστε έτσι πως πέρα από το ανθρώπινο δυναµικό, µε το οποίο ενίσχυαν οι Λαζοί τα βυζαντινά στρατεύµατα, επιτελούσαν παράλληλα σηµαντικό έργο και σε σχέση µε την πληροφόρηση για την περιοχή και τις ιδιαιτερότητές της. 91

93 γίνεται, όταν αυτό και µαζί του φυσικά και η πόλη της Μουχειρίσιδος, την οποία προστάτευε, εντάσσεται από τον Αγαθία στα όρια της Λαζικής µε την Ιβηρία του Καυκάσου 562. Μέσα από την Ιστορία του Αγαθία δε µας παρέχεται καµιά πληροφορία για τον οικισµό της πόλης. Εκείνο που αξίζει, ίσως, να αναφερθεί είναι πως η Μουχείρισις φαίνεται να υπερείχε των γειτονικών της οικισµών σε µέγεθος καθώς αναφέρεται ως το κέντρο «τῶν ἀµφ αὐτήν πολισµάτων», όταν οι Πέρσες ξεκινούν από εκεί, για να βοηθήσουν τους Μισιµιανούς στην άµυνά τους απέναντι στα βυζαντινά στρατεύµατα 563. Ωστόσο, η παρουσία και µόνο τόσο του Κοταϊσίου όσο και της Μουχειρίσιδας, παρότι αυτή δε συνοδεύεται από συγκεκριµένες πληροφορίες για τον οικισµό, το φρούριο ή την πέριξ αυτών περιοχή, προσδίδει στο έργο του Αγαθία ιδιαίτερη αξία και αποτελεί µοναδική ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα των σύγχρονων µελετητών. Όσον αφορά στο Κοτάισι, οφείλουµε να επισηµάνουµε πως η Ιστορία του Αγαθία αποτελεί το πρώτο κείµενο, στο οποίο η πόλη απαντάται µε αυτή την ονοµασία, ονοµασία, δηλαδή, µε την οποία είναι και σήµερα γνωστή η γεωργιανή αυτή πόλη. Ήδη από την αρχαιότητα το φρούριο ήταν γνωστό µε το όνοµα Κοτιάιον καθώς και µε την ονοµασία Κυταία 564. Κατόπιν, όµως, όπως µας πληροφορεί ο πολύ προγενέστερος του Αγαθία Φλάβιος Αρριανός 565, το κείµενο του οποίου µας παραδίδει ο Προκόπιος, το φρούριο απαντά µε την ονοµασία Κόταϊς 566. Η περίπτωση της Μουχειρίσιδας δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον µόνο γλωσσικό και µορφολογικό, αλλά έχει για το σύγχρονο µελετητή της βυζαντινής γεωγραφίας εξαιρετικά µεγάλη σηµασία, καθώς δεν έχει προσδιοριστεί ακόµη από την επιστηµονική κοινότητα ο ακριβής της χώρος και είναι λογικό κάθε πληροφορία για αυτήν να αποτελεί πολύτιµο εργαλείο για την επίλυση του ζητήµατος. Πιθανότερη εκδοχή, όµως, για τη θέση της πόλης φαίνεται να είναι η τοποθέτησή της στο χώρο της σηµερινής γεωργιανής πόλης Κουτάισι, αν αναλογιστούµε πως ο οικισµός της πόλης δε θα πρέπει να απείχε πολύ από το φρούριο, του οποίου η ονοµασία τελικά παραδίδεται µέχρι τις µέρες µας Γ 19.5, Talbert R.J., Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Εκδ. Princeton University Press, Princeton, 2000, σ Ο Φλάβιος Αρριανός ζει στα τέλη του 1 ου και αρχές του 2 ου αιώνα και το έργο του σώζεται µόνο αποσπασµατικά. Βλ. Buchwald W. Hohlweg A. Prinz O., Tusculum Λεξικόν Ελλήνων και Λατίνων Συγγραφέων της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, Εκδ. Φούρλας, Αθήνα, 1993, σ Βλ. Jacoby F., Die Fragmente der Griechischen Historiker, Εκδ. Brill, τ. 2Β, Leiden- Νέα Υόρκη- Κολωνία,, 1997, σ. 872 και Προκ. VIII Για την παρουσία του φρουρίου µε την ονοµασία Κόταις βλ. Προκ. VIII.14.48, VIII.14.51, VIII.16.16, VIII

94 Η πόλη απαντά µόνο στον Αγαθία µε τη µορφή Μουχείρισις 567. Ο προκάτοχός του Προκόπιος την αναφέρει στο έργο του «Περί Πολέµων» µε το όνοµα Μοχήρησις 568, ενώ τη συναντούµε και µια φορά µε τη µορφή Μουχιρίσιν πολύ αργότερα, το 10 ο αιώνα, στο έργο «Περί Γνωµών» του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου 569. Η πόλη, όµως, αναφέρεται στις πηγές και µε τις ονοµασίες Μεχλεσσός, Μουρίσιος και Μόχορα 570, οι οποίες µόνο ελάχιστη ετυµολογική συγγένεια φαίνεται να έχουν µε το όνοµα Μουχείρισις που χρησιµοποιεί ο Αγαθίας. Η ακριβής τοποθεσία της πόλης, πάντως, παραµένει µέχρι και σήµερα άγνωστη παρά το πλήθος των αναφορών σε αυτή. Στον Προκόπιο, ωστόσο, δίνονται αναλυτικές πληροφορίες τόσο για την περιοχή, στην οποία βρισκόταν η πόλη όσο και για τις συνήθειες των κατοίκων της 571. στ) «Ἀρχαιόπολις Ὀνόγουρις» Παρότι οι αναφορές στην πόλη της Αρχαιόπολης είναι αρκετές, οι γεωγραφικές πληροφορίες που σχετίζονται µε αυτήν είναι πάρα πολύ περιορισµένες και οι περισσότερες προέρχονται έµµεσα από το κείµενο και όχι µε απευθείας αναφορά σε αυτήν. Γνωρίζουµε, πάντως, πως η πόλη ήταν κτισµένη σε κάποιο από τα οροπέδια της Κολχίδας 572. Η Αρχαιόπολη αποτέλεσε πολλές φορές το µήλον της έριδος ανάµεσα σε Πέρσες και Βυζαντινούς, γεγονός που υποδηλώνει τη στρατηγική σηµασία που είχε. Τέλος, στα περίχωρά της βρισκόταν το φρούριο της Ονόγουρης, που ήταν κατασκευασµένο από τον Πέρση στρατηγό Μερµερόη και το οποίο κατάφεραν να αποσπάσουν οι Πέρσες από τα περίχωρα της Αρχαιόπολης 573 λίγο πριν από την εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Μισιµιανών. Σαφώς περισσότερες είναι οι πληροφορίες που µας παρέχει ο Αγαθίας για το φρούριο της Ονόγουρης, ένα φρούριο περσικό στα περίχωρα της Αρχαιόπολης. Την Ονόγουρη την είχε κατασκευάσει ο Πέρσης στρατηγός Μερµερόης µέσα στα περίχωρα της Αρχαιόπολης, ως ορµητήριο εναντίον των Βυζαντινών της περιοχής 574. Οι Βυζαντινοί το 567 Η δήλωση του κ. Αλεξάκη πως ο Αγαθίας αποτελεί τη µοναδική πηγή για την πόλη είναι βέβαιο πως δεν ευσταθεί. Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 275, σηµ Προκ.: II.29.19, VIII.1.5, VIII.14.45, VIII.14.46, VIII.14.54, VIII.16.14, VIII.16.22, VIII.17.11, VIII Βλ. Boissevain U.P.H., Excerpta Historica Iussu Imp. Constantini Porphyrogeniti: Excerpta De Sententiis, Εκδ. Weidmann, Βερολίνο, 1906, σ Talbert R.J., Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Εκδ. Princeton University Press, Princeton, 2000, σ υστυχώς, η Ρεβάνογλου στο βιβλίο της για τα Γεωγραφικά και Εθνογραφικά Στοιχεία στον Προκόπιο δεν αναφέρεται καν στην πόλη. 572 Γ 17.5, Γ Β

95 θεωρούσαν µάλλον επαίσχυντο για αυτούς να υπάρχει ένα κατεξοχήν περσικό φρούριο µέσα στα δικά τους εδάφη και για αυτό ζήτησαν τη βοήθεια του Λαζού βασιλιά Γουβάζη, προκειµένου να εκστρατεύσουν εναντίον των Περσών που βρίσκονταν στην Ονόγουρη. Η συµµαχία δεν ευοδώθηκε 575 και οι Βυζαντινοί στρατηγοί κατέφυγαν, όπως είδαµε, τελικά στη δολοφονία του Λαζού βασιλιά που δε δέχτηκε να τους βοηθήσει 576. Σύµφωνα µε τον Αγαθία η ονοµασία του φρουρίου ήταν αρχαία και προέρχεται πιθανώς από τους ίδιους τους Κόλχους, για να θυµούνται τη νικηφόρο απόκρουση της ουννικής εισβολής στα εδάφη τους και µάλιστα των Ονογούρων Ούννων, όπως χαρακτηριστικά τονίζει στο κείµενό του ο ιστορικός. Μας εξηγεί, επιπλέον, πως στα χρόνια του η τοποθεσία είχε µετονοµαστεί σε παράγωγο του ονόµατος «Στέφανος» προς τιµή του πρωτοµάρτυρα της χριστιανικής πίστης Στεφάνου, αλλά ο ίδιος θα προτιµήσει τη χρήση της αρχαίας ονοµασίας στην Ιστορία του, καθώς αυτή είναι που αρµόζει περισσότερο σε ένα ιστορικό σύγγραµµα 577. Είναι γεγονός πως οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ιδιαίτερα προσβλητικό να υπάρχει στα εδάφη τους ένα περσικό φρούριο, µια εχθρική, δηλαδή, βάση, µέσα στα όρια του κράτους τους και µάλιστα στα προάστια µιας ιδιαίτερα σηµαντικής πόλης, όπως ήταν η Αρχαιόπολη, και αντίστοιχα για τους Πέρσες ήταν πάρα πολύ σηµαντικό να έχουν ένα ορµητήριο καλά εξοπλισµένο, προκειµένου να έχουν µια σταθερή βάση, από όπου θα µπορούσαν να πραγµατοποιούν επιδροµές στις γύρω βυζαντινές πόλεις. Αυτός ήταν και ο λόγος, για τον οποίο οι δυο πλευρές πολέµησαν µε τόσο πάθος για ένα και µόνο φρούριο 578. Τελικά, οι Πέρσες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο του φρουρίου και να κατατροπώσουν τους Βυζαντινούς, επιτυγχάνοντας όχι απλά µια ακόµα νίκη εναντίον των Βυζαντινών, αλλά µια νίκη που τους προσέδωσε δόξα και υπερηφάνεια και, φυσικά, πολύ µεγάλα κέρδη από την εκµετάλλευση, όχι µόνο των στρατιωτικών προµηθειών που είχαν αφήσει πίσω τους οι διωκόµενοι Βυζαντινοί, αλλά φυσικά και των επιπλέον εδαφών της περιοχής που είχαν πλέον στην κατοχή τους 579. Τέλος, µέσα από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο φρούριο της Ονόγουρης, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να µάθει πως την πεδιάδα της Αρχαιόπολης διέρρεε ο ποταµός Καθαρός, για τον οποίο δε 575 Βλ. Κεφ. «Κολχίς Γῆ ή Λαζῶν Γῆ», σ Γ Γ Για τη χρήση της αρχαιοπρεπέστερης ονοµασίας «Ονόγουρις» από τον Αγαθία, βλ. Cameron Av - Cameron Al., "Christianity and Tradition in the Historiography of the Late Empire", The Classical Quarterly, 14.2 (1964), σ Πιστεύεται πως η περιγραφή των µαχών γύρω από το φρούριο της Ονόγουρης µεταξύ Βυζαντινών και Περσών αποτελεί µίµηση του Θουκυδίδη και της περιγραφής της µάχης στις Πλαταιές από τον Αγαθία. Βλ. Cameron Av. - Cameron Al., ό.π., σ Sevcenko Ι., "The Date and Author of the So- Called Fragments of Toparcha Gothicus", Dumbarton Oaks Papers, 25 (1971), σ Για τη µάχη Βυζαντινών Περσών στο φρούριο της Ονόγουρης βλ. Γ Γ

96 γνωρίζουµε τίποτα άλλο, παρά µόνο ότι πλήθος Βυζαντινών στρατιωτών σκοτώθηκαν, όταν προσπάθησαν να διαφύγουν κατά την άτακτη υποχώρησή τους µέσω µιας στενής γέφυρας που συνέδεε τις δυο όχθες του ποταµού. Πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν πάνω στη γέφυρα από τα βέλη των Περσών, ενώ άλλοι έπεφταν στα νερά του λόγω των συνεχών απωθήσεων που δέχονταν από τους δυνατότερους και πνίγονταν. Τέλος, δηλώνεται ρητώς από τον Αγαθία πως η άλλη πλευρά του ποταµού αποτελούσε ασφαλές έδαφος για τους διωκόµενους Βυζαντινούς σε αντίθεση µε την κρατούσα κατάσταση εκείνη τη χρονική στιγµή στα εδάφη γύρω από την Αρχαιόπολη 580. ζ) «Ῥοδόπολις» Ο Αγαθίας αναφέρεται στη συγκεκριµένη πόλη της Λαζικής κατά την περιγραφή της επανάκτησής της από τους Πέρσες στα χρόνια του Ιουστίνου Β. Ο ιστορικός, λοιπόν, µας διηγείται κατά την εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου εκείνης την ιστορία ενός «πολίσµατος», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, της Ροδόπολης. Μας πληροφορεί εκεί πως η Ροδόπολη ήταν ακόµα και στην εποχή του «πόλισµα Κολχικόν», το οποίο όµως στα χρόνια του Ιουστίνου Β κατεχόταν ακόµη από τους Πέρσες. Είχε, άλλωστε, καταληφθεί πολύ νωρίτερα από τον Πέρση στρατηγό Μερµερόη, ο οποίος φρόντισε, µάλιστα, πριν φύγει, να εγκαταστήσει στην πόλη περσική φρουρά. Ο Αγαθίας, ωστόσο, δεν ασχολείται εκτεταµένα µε το γεγονός της κατάληψης της Ροδόπολης από τους Πέρσες, καθώς, όπως λέει στην Ιστορία του, τα γεγονότα αυτά περιγράφονται ήδη αναλυτικά από τον προκάτοχό του Προκόπιο και για αυτό το λόγο παραπέµπει τους αναγνώστες του σε αυτόν. Εκεί, λοιπόν, ο µέλλων τότε αυτοκράτορας Ιουστίνος Β έστειλε µε δυο χιλιάδες ιππείς έναν Ούννο ταξίαρχο του στρατού του, τον Ελµινζούρ, για να επανακαταλάβει την πόλη από τους Πέρσες. Αυτός στάθηκε πολύ τυχερός στη συγκεκριµένη περίσταση, καθώς η περσική φρουρά απουσίαζε εκείνο το χρονικό διάστηµα από την πόλη και έτσι δε δυσκολεύτηκε να εισβάλει στη γύρω από τη Ροδόπολη περιοχή και να εξολοθρεύσει τα ελάχιστα υπολείµµατα της περσικής φρουράς που είχαν παραµείνει, για να αµυνθούν στην εισβολή αυτή. Όσον αφορά στην αντιµετώπιση των εντόπιων κατοίκων της Ροδόπολης από τον Ελµινζούρ, ο Αγαθίας διηγείται πως ο Ούννος ταξίαρχος, αντιλαµβανόµενος πως οι κάτοικοι συµµάχησαν µε τους Πέρσες από φόβο και όχι από αίσθηµα προδοσίας προς το κράτος τούς επέτρεψε να παραµείνουν στα σπίτια και τα γύρω χωριά τους και να συνεχίσουν κανονικά τη ζωή τους, όπως πριν. Για να εξασφαλίσει, όµως, 580 Γ

97 την πίστη τους και την ασφάλεια της αυτοκρατορίας από ενδεχόµενη εξέγερση, πήρε κάποιους από τους κατοίκους της πόλης ως οµήρους του. Έτσι η Ροδόπολη επανήλθε στην προτεραία κατάστασή της, αποτελώντας τµήµα της αυτοκρατορίας και έχοντας πλέον ως υπέρτατο κυβερνήτη της τον εκάστοτε αυτοκράτορα 581. η) «Τήλεφις» Η «Τήλεφις» περιγράφεται από τον Αγαθία ως «φρούριον καρτερόν τε καί ἐχυρώτατον» 582, στο οποίο είχε στρατοπεδεύσει ο βυζαντινός στρατηγός Μαρτίνος µε το στρατό του. Φαίνεται πως η «Τήλεφις» ήταν γνωστή ως ένα φρούριο σε µια πολύ δύσβατη περιοχή, καθώς ο Αγαθίας µιλά επανειληµµένως για «τήν ἐς Τήλεφιν δυσχωρίαν» 583. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον ιστορικό η περιοχή γύρω από το φρούριο ήταν γεµάτη φαράγγια και απόκρηµνους βράχους που επέτρεπαν τη δίοδο προς το φρούριο µόνο µέσω ενός στενού µονοπατιού. Ο επισκέπτης της «Τηλέφεως» ή εν προκειµένω ο επιτιθέµενος σε αυτήν Μερµερόης δεν είχε άλλο τρόπο να εισέλθει στην πόλη παρά µόνο διαβαίνοντας αυτό το µονοπάτι. Σε αυτή τη λύση τον ανάγκαζε και το γεγονός πως το υπόλοιπο της περιοχής καλυπτόταν από παχιά λάσπη και έλη που δεν επέτρεπαν τη διάβαση προς το φρούριο. Στα βουνά, επιπλέον, της περιοχής υψώνονταν πολύ πυκνά δάση, στα οποία σύχναζαν άγρια θηρία και τα οποία δεν ήταν δυνατό, σύµφωνα µε τον Αγαθία, να διαβεί ούτε ένας πολύ γυµνασµένος άνδρας µόνος του. Εποµένως, θα κρινόταν, µάλλον αδύνατο να τα διαβεί ένα ολόκληρο στράτευµα και µάλιστα οπλισµένο. Τέλος, όποιο από τα σηµεία απέµενε σταθερό και βατό, το είχαν περιφράξει οι Βυζαντινοί µε ξύλα και πέτρες 584, ενώ στους γύρω αγρούς του φρουρίου υπήρχαν επαύλεις, στις οποίες και διέµεναν οι Βυζαντινοί φρουροί κατά την ανάπαυσή τους 585. Οι Λαζοί κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν φυσικά µεταξύ άλλων και µε τη γεωργία και τα προϊόντα που αποθήκευαν στα σπίτια τους ήταν κυρίως σιτηρά και δηµητριακά 586. Αυτή την πόλη προσπάθησε να καταλάβει ο Πέρσης στρατηγός Μερµερόης, προσπαθώντας µε αυτόν τον τρόπο να περάσει το Φάσιδα ποταµό και να κινηθεί νοτιότερα και µέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Και το πέτυχε τελικά, αναγκάζοντας τους Βυζαντινούς να υποχωρήσουν Β Β 19.1, Β Β Β Αυτό επιβεβαιώνεται από τις ληστρικές επιδροµές των Βυζαντινών στρατιωτών κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή και την πορεία τους προς τα Χυτροπώλια. Βλ. Β

98 αρκετά από τις θέσεις τους και να µετακινηθούν στην πόλη Νήσο που απείχε από το φρούριο της «Τηλέφεως» εκατόν πενήντα στάδια 587. θ) Χυτροπώλια Μόλις επτά στάδια πέρα από τη δύσβατη περιοχή της Τηλέφεως υπήρχε µια µεγάλη πεδιάδα, στην οποία δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά µόνο µαγαζιά, τα οποία πουλούσαν χύτρες. Αυτό το στοιχείο έδωσε και την επωνυµία στην περιοχή εκείνη πρώτα στα λατινικά ως Ολλάρια από το λατινικό «olla» και στη συνέχεια στη µεταφρασµένη του µορφή στα ελληνικά µε τον όρο Χυτροπώλια από τις χύτρες που πωλούνταν εκεί 588. Η πεδιάδα των Χυτροπωλίων, όπως, άλλωστε, και η συντριπτική πλειοψηφία των εδαφών της Λαζικής, φαίνεται πως διαρρεόταν από το Φάσιδα ποταµό, όπως µας αποκαλύπτει η προσπάθεια του Μερµερόη να συνδέσει τις δυο ακτές του ποταµού, προκειµένου να µεταβεί στην Αρχαιόπολη και να ενισχύσει τους εκεί Πέρσες 589. ι) Αψαρούς - Φρούριον Πέτρας Οι αναφορές του Αγαθία σε πόλεις και περιοχές της Κολχικής γης δε γίνεται πάντα µε λεπτοµερείς περιγραφές του γεωγραφικού χώρου των περιοχών αυτών. Πολλές φορές έχουµε απλή ονοµαστική αναφορά κάποιων τοποθεσιών. Τέτοια πόλη, στην οποία ο Αγαθίας αναφέρεται µόνο ονοµαστικά, είναι η πόλη Αψαρούς, για την οποία το µόνο στοιχείο που µας δίνεται και µάλιστα έµµεσα είναι πως διέθετε ασφαλή φυλακή, στην οποία και φυλακίστηκε ο δολοφόνος του Λαζού βασιλιά Γουβάζη, Ρούστικος 590. Ονοµαστική, επίσης, είναι η αναφορά και στο φρούριο της Πέτρας, το οποίο κατά παράβαση των εντολών του Ιουστινιανού κατέλαβε ο Βέσσας, µε αποτέλεσµα να τιµωρηθεί από τον αυτοκράτορα 591. Ο ίδιος ο Αγαθίας παραπέµπει για αναλυτική περιγραφή εκείνων των περιοχών και, εποµένως, και του φρουρίου της Πέτρας στο έργο του Προκοπίου 592 και δεν προχωρά στην παραµικρή περιγραφή του φρουρίου στο δικό του έργο. 587 Β Β Β Γ Γ Πρ

99 V) Αρµενία Σύµφωνα µε την Ιστορία του Αγαθία, η Αρµενία συνόρευε βορείως µε τη Χώρα των Λαζών 593 και νοτίως µε τις βυζαντινές παρευξείνιες περιοχές γύρω από την Τραπεζούντα 594. Τα σύνορά της αποτέλεσαν για µεγάλο χρονικό διάστηµα το πεδίο των µαχών µεταξύ Βυζαντινών και Περσών, οι οποίοι εναλλάσσονταν στη διοίκηση της περιοχής ανάλογα µε τα αποτελέσµατα των µαχών αυτών 595. Οι κάτοικοί της παρουσιάζονται µέσα στο κείµενο µάλλον ευνοϊκότερα κείµενοι προς τους Βυζαντινούς, καθώς ένα ολόκληρο τάγµα Αρµενίων µε αρχηγό το Χαναράγγη εκστράτευσε στο πλευρό του Ναρσή στην ιταλική χερσόνησο 596, ενώ, και στην εκστρατεία κατά των Μισιµιανών, ένας από τους δύο αρχηγούς που ορίστηκαν στο ξεκίνηµα της πορείας ήταν ο Αρµένιος Βαράζης 597. VΙ) Η «ἐν Καυκάσῳ Ἰβηρία» Η Ιβηρία του Καυκάσου, για την οποία και γίνεται λόγος στο κείµενο, δε θα πρέπει σε καµία περίπτωση να συγχέεται µε τη σύγχρονη ιβηρική χερσόνησο στη νοτιοδυτική Ευρώπη. Ο γεωγραφικός της χώρος τοποθετείται στη γενικότερη περιοχή του Καυκάσου, αλλά, όπως προκύπτει και από την Ιστορία του Αγαθία, δε βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο. Αντιθέτως, η Ιβηρία τοποθετείται µάλλον µεταξύ της Χώρας των Λαζών και των Περσών 598. Η περιοχή φαίνεται πως στα χρόνια του Αγαθία ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των Περσών 599, αν αναλογιστεί κανείς ότι, ακόµα και στις διαπραγµατεύσεις µεταξύ Μαρτίνου και Ναχοραγάν, ο Μαρτίνος δέχεται να µεταφέρει σε αυτήν τα στρατεύµατά του ο Πέρσης στρατηγός, την ώρα που εκείνος θα διατηρούσε την κυριαρχία της Λαζικής 600. Επιπλέον, στην Ιβηρία µεταφέρθηκε και ο βασιλιάς των Περσών Μερµερόης και εκεί τελικώς πέθανε, όχι µόνο λόγω ηλικίας, αλλά κυρίως λόγω ασθενείας, όπως τονίζει το κείµενο. Η Μεσχιθά, η µόνη από τις πόλεις της Ιβηρίας, για την οποία γίνεται λόγος στο κείµενο, αναφέρεται ονοµαστικά από τον Αγαθία στην 593 Β Ε Β Β Γ 2.6. Για τη διάκριση των ορίων Λαζικής και Ιβηρίας στην περιοχή του Καυκάσου βλ. Edwards R.W., "The Vale of Kola: A Final Preliminary Report on the Marchlands of Northeast Turkey", Dumbarton Oaks Papers, 42 (1988), σ Β22.4-5, Γ 6.2, Γ

100 Ιστορία του ως τόπος θανάτου του Μερµερόη, χωρίς, όµως, να δίνεται κάποια περαιτέρω πληροφορία για αυτήν. Η µόνη έµµεση πληροφορία που θα µπορούσαµε να αντλήσουµε είναι µέσω του προσδιοριστικού ονόµατος «πόλις» 601, το οποίο και παραπέµπει σε οικισµό µεγαλύτερου µεγέθους σε σχέση µε τους όρους «πόλισµα» και «πολίχνιον» που αναφέρονται σε άλλες περιπτώσεις. Ωστόσο, η εξαγωγή ενός τέτοιου συµπεράσµατος θα πρέπει να γίνει µάλλον µε επιφύλαξη, όπως ήδη έχει προαναφερθεί 602. Παρά το µεγάλο πλήθος των αναφορών, όµως, για την περιοχή της Ιβηρίας, ο Αγαθίας δε µας δίνει σχεδόν καµιά πληροφορία για το ανάγλυφό της, τη µορφολογία της ή τους οικισµούς της και τις συνήθειες των κατοίκων της. Περιορίζεται απλώς στον καθορισµό των συνόρων της προς ύση και Ανατολή, καθώς και στην ονοµαστική αναφορά της πόλης Μεσχιθά. VIΙ) Περσίς Χώρα α) Νίσιβις Η Νίσιβις είναι η περσική πόλη, για την οποία ο συγγραφέας µας δίνει τα περισσότερα στοιχεία. Σύµφωνα µε τον Αγαθία, ο αυτοκράτορας Ιοβιανός παρέδωσε την πόλη στους Πέρσες, όταν ο Πέρσης βασιλιάς Σαβώρης διένυε το εικοστό τέταρτο έτος της βασιλείας του, ενώ ως τότε ανήκε από παλιά ακόµα στους Ρωµαίους 603. Η παράδοση, όµως, της Νισίβεως από τον Ιοβιανό τοποθετείται από την επιστηµονική κοινότητα στο πεντηκοστό έτος της βασιλείας του Σαπώρη, το έτος 363 και, εποµένως, αυτή η πληροφορία του Αγαθία αποδεικνύεται µάλλον αναληθής Β Βλ. Κεφ. «Ορολογία Περιγραφής Οικισµών», σ Παρότι η παράδοση της πόλης στους Πέρσες έγινε από τον Ιοβιανό, ο Αγαθίας θεωρεί ηθικό αυτουργό αυτής της κατάληξης της πόλης τον Ιουλιανό. Βλ Ωστόσο, σε αντίθεση µε την εκκλησιαστική ιστορία του Θεοδώρητου που αναφέρεται στο ίδιο γεγονός, ο Αγαθίας φαίνεται να αποδίδει τη δυσµενή αυτή κατάληξη στο χαρακτήρα του Ιουλιανού και όχι στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Για το θέµα βλ. και Cameron Av., "Agathias and Cedrenus on Julian", The Journal of Roman Studies, 53.1/2 (1963), σ Το λάθος επισηµαίνεται ακόµα και από την Cameron που κατά βάση στηρίζει την αξιοπιστία των πληροφοριών του ιστορικού, µε την επισήµανση, όµως, πως δεν το πράττει µόνο ο Αγαθίας, αλλά παρατηρείται ακόµα και σε παλαιότερους συγγραφείς. Αναλυτικότερα βλ. Cameron Av., "Agathias on the Sassanians", Dumbarton Oaks Papers, 23 (1969), σ Την ίδια παρατήρηση µε βάση το ίδιο άρθρο της Cameron έχουµε και από τον κ. Αλεξάκη, ο οποίος και ταυτίζει την πόλη αυτή µε την Αντιόχεια της Μυγδονίας που έχτισε στην περιοχή ο Μ. Αλέξανδρος και τη σύγχρονη τουρκική πόλη Nusaybin. Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 593, σηµ

101 β) Κτησιφών - Σελεύκεια - Βαβυλώνα - Νίνος Πέρα από την πόλη της Νισίβεως, ο ιστορικός αναφέρεται στο έργο του και σε άλλες περσικές πόλεις, για τις οποίες, ωστόσο, µας προσφέρει ελάχιστες πληροφορίες. Οι σηµαντικότερες περσικές πόλεις που εµφανίζονται µέσα στο κείµενο είναι η Σελεύκεια και η Κτησιφών. Αποτελούν, οπωσδήποτε, τις σπουδαιότερες από αυτές, για τις οποίες γίνεται λόγος στην Ιστορία, καθώς και στις δύο ήταν κτισµένα τα ανάκτορα του Πέρση βασιλιά Χοσρόη. Επιπλέον, η Κτησιφών αποτέλεσε και την πόλη, στην οποία τελικά πέθανε ο Πέρσης βασιλιάς, γεγονός που της δίνει πρωτεύοντα ρόλο µεταξύ των υπολοίπων περσικών πόλεων 605. Τέλος, για την αρχαιότατη περσική πόλη της Βαβυλώνας και την πόλη της Νίνου ο Αγαθίας δε µας παρέχει καµιά περαιτέρω πληροφορία, πέραν του γεγονότος ότι τόσο οι τάφοι της περιοχής των δύο πόλεων όσο και γενικότερα εκείνοι της Μηδικής Χώρας είναι ίδιοι µε αυτούς των Βυζαντινών προξενώντας απορία στο συγγραφέα σχετικά µε τους παλαιότερους κατοίκους της Περσίας και της σχέσης που είχαν µε τους συγχρόνους του Πέρσες, οι οποίοι εµφανίζονται να έχουν εντελώς διαφορετικά ταφικά έθιµα Β

102 10. ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΦΡΩΝ Όπως είναι απολύτως λογικό, ο Αγαθίας κάνει ιδιαίτερη µνεία στην Αφρική και ιδιαιτέρως στην Αλεξάνδρεια, καθώς εκεί πραγµατοποίησε τις σπουδές του στη ρητορική. Ο Αγαθίας αναφέρεται µέσα στο έργο του στην Αφρική αποκαλώντας την «Λιβύη». Αυτό γίνεται σαφές ήδη από τον Πρόλογο της Ιστορίας του, όταν µεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας ως ηπείρους, στις οποίες ενδέχεται να υπάρχει πόλη µε το όνοµα «Μύρινα», ο ιστορικός, για να αποκλείσει και την περίπτωση της Αφρικής, αναφέρεται στη «Λιβύη» και όχι τη «Χώρα των Άφρων», η οποία, επίσης, εµφανίζεται στο κείµενο. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό πως ο καταγόµενος από την ήπειρο της Αφρικής αποκαλείται από τον Αγαθία «Λίβυς» 607, ενώ «Αφρικανός» ονοµάζεται ο καταγόµενος από τη «Χώρα τῶν Ἄφρων» 608. Όπως και για τις άλλες δύο ηπείρους, έτσι και για την Αφρική ο Αγαθίας παραπέµπει για τα προγενέστερα της εποχής που περιγράφει γεγονότα στον Προκόπιο. Από τα γεγονότα αυτά, ο Αγαθίας ξεχωρίζει τον πόλεµο ανάµεσα στους «Αἰθίοπες» και τους «Ὁµηρίτες», τον οποίο και παραλληλίζει µε την εµφύλια διαµάχη στη βυζαντινή αυτοκρατορία και τη Στάση του Νίκα. Μας δηλώνει, επιπλέον, πως δε θα ασχοληθεί µε τους «Βανδίλους» και τη διάδοχη κατάσταση των «Μαυρουσίων», καθώς έχει ήδη γίνει για αυτά εκτενής λόγος µέσα στο ιστορικό έργο του Προκοπίου. Επιγραµµατικά µόνο µας αναφέρει την πτώση του «Βανδίλου» ηγεµόνα «Γελίµερα» και ολόκληρης της «Χώρας τῶν Ἄφρων» µε την πρωτεύουσά της, την Καρχηδόνα, στα χέρια των Βυζαντινών, καθώς και το έθνος των «Μαυρουσίων», οι οποίοι πραγµατοποίησαν πλήθος πολεµικών συγκρούσεων κατά των βυζαντινών στρατευµάτων 609. Οι αναφορές του, µάλιστα, αυτές κρίνονται σαφώς δικαιολογηµένες, αφού το αµυντικό σχήµα των βυζαντινών στρατευµάτων για την πόλη του Φάσιδος περιελάµβανε µεταξύ άλλων «Μαυρουσίους πελταστάς καί λογχοφόρους», οι οποίοι πλαισίωναν το στρατηγό Αγγίλα στο τείχος της πόλης 610 και αποτελούσαν, κατά συνέπεια, λαό που επρόκειτο να απασχολήσει τον ιστορικό και στη Ο όρος «Αφρικανός» χρησιµοποιείται εκεί ως επίθετο του βυζαντινού αυτοκράτορα που κατέλαβε κάποια χώρα. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο αποδίδεται στον καταγόµενο από τη «Χώρα των Άφρων» και όχι από την ήπειρο της Αφρικής. Άλλωστε, δε συναντώνται πουθενά στο κείµενο τα αντίστοιχα παράγωγα της Ευρώπης και της Ασίας ως αυτοκρατορικά επίθετα, ώστε να µας παραπέµψουν στην εκδοχή ο «Αφρικανός» να δηλώνει τον καταγόµενο από την ήπειρο της Αφρικής. Για την απόκτηση τέτοιων επιθέτων από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ Πρ Για τις στρατιωτικές και τις πολιτικές εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική πλην Αιγύπτου τον έκτο αιώνα, βλ. Smith R., "What Happened to the Ancient Libyans? Chasing Sources across the Sahara from Herodotus to Ibn Khaldun", Journal of World History, 14.4 (2003), σ Γ

103 συνέχεια του έργου του. Προσπαθώντας, επιπλέον, να αναδείξει το µέγεθος του στρατηγού Βελισαρίου που υπερασπίστηκε την πρωτεύουσα κατά την επιδροµή των Κοτριγούρων Ούννων, θα σταθεί µεταξύ άλλων και στη δόξα που ήδη του αναλογούσε από τις προηγούµενες µάχες του κατά των Βανδίλων και των Γότθων 611. Οι τελευταίες δύο αναφορές που κάνει για τη «Λιβύη» ο Αγαθίας είναι αυτές, στις οποίες γίνεται λόγος για τη διανοµή του βυζαντινού στρατού σε όλες τις περιοχές που κατέκτησε ο Ιουστινιανός, ο οποίος, άλλωστε, αποκαλείται ένεκα των κατακτήσεων αυτών από τον Αγαθία µε την απολύτως δικαιολογηµένη προσφώνηση «Ῥωµαίων αὐτοκράτωρ ὀνόµατί τε καὶ πράγµατι» 612. Όπως είναι αναµενόµενο, ο Αγαθίας ασχολείται περισσότερο από όλες τις περιοχές της Αφρικής µε την Αίγυπτο και συγκεκριµένα µε την Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος ο συγγραφέας µας πληροφορεί πως βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια «παιδείας ἕνεκα τῆς πρὸς τῶν νόµων», όταν συνέβη ο µεγάλος σεισµός του 551. Μας ενηµερώνει, µάλιστα, πως ο σεισµός δεν είχε πολύ µεγάλη ένταση στην πόλη της Αλεξάνδρειας, αλλά προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους κατοίκους της, οι οποίοι δεν είχαν ξαναζήσει ποτέ αυτό το φαινόµενο. Παρά τη µικρή ένταση του σεισµού ακόµα και ο ίδιος ο συγγραφέας βγήκε έξω από το σπίτι του, επειδή φοβήθηκε, όπως µας λέει, µήπως τα µικρά και χωρίς ιδιαίτερες οικοδοµικές περγαµηνές κτίρια της πόλης, µεταξύ των οποίων και το δικό του, καταρρεύσουν ακόµα και από αυτή την τόσο µικρή δόνηση, αφού «ἐφ ἑνὶ ὑφαίνονται λίθῳ» 613. Επιπροσθέτως, στο ίδιο σηµείο του κειµένου µπορεί κανείς να παρατηρήσει και την εξήγηση του σεισµού στα χρόνια του Αγαθία. Συνοπτικά, θα αναφέρουµε πως ο σεισµός οφείλεται σε εσωτερικές αναθυµιάσεις του εδάφους που προσπαθούν να βγουν προς την επιφάνεια. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, ο Αγαθίας µας λέει ότι δεν υφίστατο συχνά σεισµούς, καθώς ήταν «χώρα χθαµαλή τε ἀτεχνῶς καὶ ὑπτία καὶ ἥκιστα σηραγγώδης ἐντεῦθέν τε οὐκ ἐµφορουµένη». Η µορφολογία αυτή του εδάφους της επέτρεπε στις αναθυµιάσεις να βρίσκουν εύκολα διέξοδο προς την επιφάνεια του εδάφους µε αποτέλεσµα να βρίσκουν εύκολα δίοδο προς την ατµόσφαιρα και να µην πιέζουν το έδαφος, για να βγουν, προκαλώντας σεισµούς Ε Ειδικά για τον πόλεµο µε τους Βανδίλους στην Αφρική και τη συµφωνία µε το βασιλιά Γεζέριχο, βλ. Pazdernik C.F., "Procopius and Thucydides on the Labors of War: Belisarius and Brasidas in the Field", Transactions of the American Philological Association, 130 (2000), σ Ε Β Β Για τις θεωρίες πρόκλησης των σεισµών βλ. και Κεφ. «Η Κωνσταντίνου Πόλις», σ Το γεγονός, πάντως, πως ο Αγαθίας επανέρχεται στη θεωρία των αναθυµιάσεων δείχνει πως, παρότι και ο ίδιος δηλώνει πως δεν µπορεί να είναι σίγουρος για την αιτία των σεισµών, µάλλον αυτή είναι η πλέον πιθανή για το συγγραφέα του έργου. 102

104 Ο ιστορικός, πάντως, δε φαίνεται να υποστηρίζει αδιαµφισβήτητα τη θεωρία των αναθυµιάσεων. Ο συγγραφέας δηλώνει ρητά πως είναι υπέρ της έρευνας των αιτίων των φυσικών φαινοµένων, αλλά κατατάσσει τους σεισµούς σε αυτά που οφείλονται στη θεία βούληση και στα οποία µόνο να πιθανολογήσει µπορεί κάποιος, αφού πρόκειται για αόρατο και όχι ορατό φυσικό φαινόµενο. Μάλιστα, δε διστάζει µέσα στο κείµενο να κατηγορήσει για αλαζονεία αυτούς που νοµίζουν ότι µπορούν να βρουν τις αρχές και τις κινήσεις και την αιτία κάθε φυσικού φαινοµένου, καθώς, όπως υποστηρίζει, παρεµβάλλονται σε ζητήµατα που αφορούν το Θεό και µόνο. Έτσι, συµπεραίνει πως οι άνθρωποι αυτοί, παρότι αποκαλούνται σοφοί, είναι στην ουσία οι αµαθέστεροι όλων και αυτοί που έχουν τη µεγαλύτερη άγνοια από όλους για αυτά τα ζητήµατα. Στην παρούσα, άλλωστε, κατάσταση η θεωρία αυτή των Αιγυπτίων σοφών δε φάνηκε να επαληθεύεται µε αποτέλεσµα οι ειδικοί να φοβηθούν µήπως, πέρα από τη φύση του Ποσειδώνα ως «γαιηόχου», όπως τον χαρακτήριζε γνωστό επίγραµµα της εποχής, τον γνωρίσουν και ως «ἐνοσίχθονα» 615. Το επίγραµµα αυτό δεν παραδίδεται µέσα στην Ιστορία και, ενώ φαίνεται να ήταν γνωστό στον Αγαθία και τους κατοίκους της περιοχής, δε µας σώζεται σήµερα ούτε από κάποια άλλη πηγή 616. Πάντως, ο Αγαθίας φαίνεται πως γνώριζε και εκτιµούσε σε πολύ µεγάλο βαθµό τη φιλοσοφία των Αιγυπτίων, αφού πέρα από την αντίληψή τους για τους σεισµούς παραθέτει µέσα στην Ιστορία του και τις απόψεις που είχαν εκείνοι και οι Πέρσες για τη ζωή και το θάνατο. Μας πληροφορεί, λοιπόν, πως σύµφωνα µε τη φιλοσοφία των δύο λαών ο κόσµος διέρχεται στη µακραίωνη πορεία του µια σειρά από αλλεπάλληλους κύκλους τύχης και ατυχίας. Ο Αγαθίας, µάλιστα, φτάνει στο πολύ δυσάρεστο συµπέρασµα πως η χρονική περίοδος, την οποία ζει, θα πρέπει να ανήκει σε έναν από τους κύκλους ατυχίας, καθώς ολόκληρος ο τότε γνωστός κόσµος µαστίζονταν από συνεχείς εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέµους και λοιµώδη νοσήµατα 617. Ο Αγαθίας µας αφηγείται στην Ιστορία του και την παράδοση της εποχής του που φέρει τους Αιγυπτίους να είναι οι πρόγονοι των Κόλχων και των Λαζών και τους φέρει ως πρώτους αποίκους της περιοχής εκείνης. Τοποθετεί, µάλιστα, την αποίκηση της περιοχής εκείνης από τους Αιγυπτίους πολύ πριν από τον Ιάσωνα και τη βασιλεία του Νίνου και της Σεµιράµιδος. Ο Αγαθίας παραπέµπει για τις πληροφορίες του αυτές στο ιόδωρο Σικελιώτη, ο οποίος υποστηρίζει πως οι Αιγύπτιοι ξεκίνησαν υπό τη βασιλεία του Σέσωστρη µε µεγάλη στρατιά και, αφού διένυσαν και κατέστρεψαν όλη την Ασία, έφτασαν και στην Κολχίδα, όπου και άφησαν µια στρατιωτική φρουρά. Από αυτή τη φρουρά 615 Β Βλ. Frendo, ό.π., σ. 48, σηµ Ε

105 σύµφωνα µε το ιόδωρο Σικελιώτη προήλθε στη συνέχεια και το γένος των Κόλχων 618. Από τις πόλεις της Αιγύπτου ο συγγραφέας, όπως αναµενόταν, αφιερώνει το µεγαλύτερο µέρος του έργου του στην Αλεξάνδρεια, την οποία, µάλιστα, αποκαλεί «µεγάλη», ενώ, όταν την προσδιορίζει γεωγραφικά, µας αναφέρει απλώς ότι βρισκόταν κοντά στον ποταµό Νείλο 619. Ο Αγαθίας αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια κυρίως κατά το χρονικό διάστηµα που έζησε το σεισµό µέχρι και την αναχώρησή του από εκεί για την Κωνσταντινούπολη και την αποκαλεί είτε «Ἀλεξάνδρεια» 620 είτε «ἡ Ἀλεξάνδρου» 621. Επιπλέον, αναφέρει τόσο την Αλεξάνδρεια όσο και τη Θήβη της Αιγύπτου, όταν περιγράφει τον τρόπο µε τον οποίο διανεµήθηκαν τα βυζαντινά στρατεύµατα στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές µετά τη λήξη των πολέµων του Ιουστινιανού 622. Με πρώτο το άρθρο, τέλος, αναφέρεται από τον Αγαθία και ο τόπος γέννησης του Αιγύπτιου ποιητή Νόννου, στον οποίο αποδίδεται κατά το συγγραφέα η συλλογή «ιονυσιακά», «ἡ Πανὸς ἡ Αἰγυπτία», για την οποία, όµως, δε δίνεται καµιά περαιτέρω πληροφορία από τον Ιστορικό µέσα στο έργο του Β Για την προέλευση του έθνους των Λαζών βλ. και Κεφ. «Κολχίς Γῆ ή Λαζῶν Γῆ», σ Β Ο χαρακτηρισµός «µεγάλη» χρησιµοποιείται πιθανότατα, για να τη διακρίνει από τις οµώνυµες πόλεις της εποχής του που βρίσκονταν σε άλλες περιοχές. 620 Β Β 16.4, Ε Ε

106 11. ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ Ι) «Ῥωµαῖοι» Όπως είναι φυσικό, οι Βυζαντινοί εµφανίζονται σε όλη την έκταση της Ιστορίας του Αγαθία και αποκαλούνται, βεβαίως, από αυτόν «Ῥωµαῖοι». Η πρώτη τους παρουσία στο έργο πραγµατοποιείται ήδη στο Προοίµιο, όταν ο Αγαθίας τους διακρίνει σαφέστατα από τους βαρβάρους στα γεγονότα, τα οποία θα περιγράψει 624. Η διάκριση, µάλιστα, αυτή φαίνεται να παρουσιάζει πολύ µεγάλη οµοιότητα µε τη διάκριση που γινόταν και στην αρχαιότητα, καθώς κάθε άλλος λαός πλην των «Ῥωµαίων» είτε φίλα είτε εχθρικά προσκείµενος προς αυτούς αποκαλείται βάρβαρος. Ο γεωγραφικός χώρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας υποδηλώνεται µέσα στο κείµενο µε τη φράση «Ῥωµαίων ἐπικράτεια» 625, ενώ πάλι στο προοίµιο και κατά τη συνοπτική περιγραφή του έργου του Προκοπίου µαθαίνουµε πως οι περιοχές της Καρχηδόνας και γενικότερα της αφρικανικής ηπείρου είχαν επανέλθει πολύ πρόσφατα στα χέρια των Βυζαντινών, επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού, και µετά από παρέλευση πολλών ετών 626. Πέρα, όµως, από «Ῥωµαίων ἐπικράτεια», η βυζαντινή αυτοκρατορία υποδηλώνεται και µε τις φράσεις «Ῥωµαίων ἀρχή» 627, «οἰκεία ἀρχή» 628 ή ακόµα και µε τη φράση «τά Ῥωµαίων πράγµατα» 629. Πρωτεύουσα, φυσικά, της αυτοκρατορίας ήταν, ως γνωστό, η Κωνσταντινούπολη, για την οποία έγινε ήδη εκτενής λόγος στο οµώνυµο κεφάλαιο 630. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να σηµειωθεί πως «Ῥωµαῖοι» δεν αποκαλούνταν απαραιτήτως όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, καθώς µέσα στα εδάφη της κατοικούσαν και άλλοι λαοί που ήταν φόρου υποτελείς στους Βυζαντινούς, όπως, για παράδειγµα, οι Γότθοι 631. Το ίδιο ίσχυε και ως προς τη γλώσσα του κράτους που, ενώ επισήµως ήταν έως τότε η λατινική, στην πραγµατικότητα διέφερε και ποίκιλλε ανάλογα µε τον πληθυσµό. Είναι χαρακτηριστικό πως όχι µόνο στον Αγαθία 632, αλλά και σε άλλους συγχρόνους του συγγραφείς, γίνεται διάκριση ανάµεσα 624 Πρ Πρ. 24. Για την ορολογία µε την οποία υποδηλώνεται η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο χώρος της και κρατική της υπόσταση µέσα στις πηγές βλ. Lounghis T.C., Some Questions Concerning the Terminology Used in Narrative Sources to Designate the Byzantine State, Βυζαντινά Σύµµεικτα, 11 (1997), σ Πρ Πρ. 26, Β 15.1, Β Β Βλ. Κεφ. «Η Κωνσταντίνου Πόλις», σ Α Β

107 στη λατινική και την ελληνική γλώσσα µέσα στην αυτοκρατορία 633. Ο Αγαθίας, όµως, προχωρά ακόµη περισσότερο τη διάκριση αυτή δείχνοντας να παραχωρεί τη ρωµαϊκή καταγωγή στους κατοίκους των Τράλλεων, επειδή η γλώσσα τους ήταν η ελληνική 634, ενώ κανονικά µπορεί ενδεχοµένως και να µην το δικαιούνταν. Άλλωστε, και σε άλλο σηµείο του έργου 635 οι «Ῥωµαῖοι» εµφανίζονται όχι µόνο διαχωριζόµενοι από τους Μακεδόνες, αλλά ακόµα και εχθροί τους, αποδεικνύοντας ακόµη µια φορά ο ιστορικός πως µε τον όρο «Ῥωµαῖοι» δεν εννοούσε τους Έλληνες, αλλά τους Λατίνους, των οποίων απόγονοι σύµφωνα µε τον ίδιο, και όπως προαναφέρθηκε, και σύµφωνα µε άλλους συγγραφείς, ήταν και οι «Ῥωµαῖοι» πολίτες της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αν διαβάσει κάποιος ολόκληρο το κείµενο, συµπεραίνει πως ο Αγαθίας κινείται µάλλον στη µέση οδό και δεν είναι απόλυτος ως προς το νόηµα της λέξης «Ῥωµαῖος», αφού µόλις λίγο παρακάτω µιλά για «παρ ἡµῖν λόγον καί φιλοσοφία», εννοώντας των «Ῥωµαίων», ενώ τα κείµενα, στα οποία αναφέρεται είναι ελληνικά 636. Όσον αφορά στα σύνορα της αυτοκρατορίας, αναφέρθηκε ήδη πως στα χρόνια του Ιουστινιανού προστέθηκε στα εδάφη της αυτοκρατορίας η Καρχηδόνα και οι γύρω από αυτήν αφρικανικές περιοχές, ενώ ήδη από παλαιότερα ήταν κοµµάτι του κράτους η Αίγυπτος. Όσον αφορά στα ανατολικά σύνορα, αυτά ήταν µάλλον απροσδιόριστα, αφού άλλαζαν κάθε τόσο ανάλογα µε την έκβαση της κάθε µάχης µε τους Πέρσες. Ο Αγαθίας µας αφηγείται χαρακτηριστικά πως για πάρα πολλά χρόνια οι «Ῥωµαῖοι» και οι Πέρσες βρίσκονταν σε εµπόλεµη κατάσταση 637. Σηµαντικότατο ρόλο, πάντως, στη διευθέτηση των ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας, έπαιξε σύµφωνα µε το συγγραφέα η δυσµενέστατη συνθήκη που υπέγραψε ο αυτοκράτορας Ιοβιανός µε τον Πέρση βασιλιά Σαβώρη και µε την οποία, όχι µόνο παραχωρούσε την πόλη Νίσιβη που ανέκαθεν ανήκε στους Βυζαντινούς 638, αλλά δεχόταν και νέα, πιο περιορισµένα σύνορα, αναλαµβάνοντας τη δέσµευση να µην επιχειρήσει εκ νέου επέκταση των συνόρων στο µέλλον 639. Οι βυζαντινοπερσικές µάχες, όµως, δε σταµάτησαν µε τη συνθήκη αυτή και, όταν τελικά αποφασίστηκε εκεχειρία µεταξύ τους, ο πόλεµος απλώς µεταφέρθηκε στην Κολχική γη 640, η οποία ήταν, βέβαια, υποτελής στο Βυζαντινό αυτοκράτορα και σύµµαχός του, αλλά δεν έπαψε ποτέ να 633 Bandy A.C., On powers, or, The magistracies of the Roman state, American Philosophical Society, Φιλαδέλφεια, 1983, σ. 20. Προκ. ΙΙΙ Β Β Β Β Β

108 αποτελεί πόθο των Περσών λόγω της µεγάλης στρατηγικής της σηµασίας 641. Τέλος, µετά την οριστική νίκη των Βυζαντινών στη Λαζική, οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη, µε την οποία η καθεµιά διατηρούσε στην περιοχή τα κεκτηµένα της µετά τις µάχες και θα τηρούνταν γενική εκεχειρία και παύση των µαχών, έως ότου οι δύο πλευρές θα κατέληγαν σε κάτι µεγαλύτερο και πιο οριστικό 642. Βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας, τουλάχιστον στη Βαλκανική, φαίνεται πως ήταν ο ποταµός ούναβης, αφού ο Αγαθίας µας λέει ρητά πως οι Κοτρίγουροι βρέθηκαν στη Ρωµαϊκή επικράτεια, αµέσως µόλις τον διέσχισαν 643. Τέλος, από την τοποθέτηση των βυζαντινών στρατευµάτων στο τελευταίο βιβλίο της Ιστορίας του Αγαθία, πέρα από όλα τα άλλα, µας δίνονται και τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας επί βασιλείας Ιουστινιανού. Το βυζαντινό, λοιπόν, κράτος σύµφωνα µε το κείµενο εκτεινόταν µέχρι την Ιταλία, ενώ στα εδάφη του συµπεριλαµβανόταν και ένα κοµµάτι της Ισπανίας 644 και, µάλιστα, ο Αγαθίας τονίζει πως ο Ιουστινιανός ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που βασίλευσε στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε κάτι τέτοιο 645. Ένα πολύ µεγάλο µέρος των πληροφοριών για το βυζαντινό πολιτισµό των χρόνων που περιγράφει ο Αγαθίας προέρχεται µέσα από την περιγραφή του βυζαντινού στρατού. «Τά τῶν Ῥωµαίων», λοιπόν, «στρατεύµατα» είχαν περιοριστεί σύµφωνα µε το κείµενο σε τόσο µεγάλο βαθµό που δεν αρκούσαν πλέον, για να προστατεύσουν µια αυτοκρατορία τέτοιου µεγέθους 646. Ενώ, δηλαδή, το ιδανικό νούµερο των Βυζαντινών στρατιωτών για µια αυτοκρατορία του µεγέθους της βυζαντινής ήταν εξακόσιες σαράντα πέντε χιλιάδες, το κράτος διέθετε µόλις εκατόν πενήντα χιλιάδες στρατιώτες. Επιπλέον, όπως ήταν φυσικό, οι στρατιώτες αυτοί ήταν διασκορπισµένοι σε όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας µε τους λιγότερους να βρίσκονται στα σύνορα µε την περσική αυτοκρατορία, επειδή είχε υπογραφεί πρόσφατα η συνθήκη ειρήνης µεταξύ των δύο κρατών και η εκεχειρία σε εκείνο το σηµείο θεωρούνταν βέβαιη. Ο Αγαθίας, εξάλλου, θεωρεί λανθασµένη την απόφαση του κατακερµατισµού του στρατού και κάνει λόγο στο έργο του για «ὀλιγωρία τῶν κρατούντων» που οδήγησε σε αυτό το διαµελισµό του στρατού σε τόσο µικρά κοµµάτια Β Για την κατάληξη των σκλάβων κάθε πλευράς µετά τον πόλεµο στη Λαζική βλ. Braund D.C. - Tsetskhladze G.R., "The Export of Slaves from Colchis", The Classical Quarterly, 39.1 (1989), σ Ε Ε Ε Αναλυτικά για τη σύνθεση, την πολυεθνικότητα και την τελική αδυναµία και παρακµή του βυζαντινού στρατού, βλ. Teall J.L, "The Barbarians in Justinian's Armies", Speculum, 40.2 (1965), σ Ε

109 Αιτιολογώντας την άποψή του αυτή, ο Αγαθίας καταλογίζει στον Ιουστινιανό πως, αντί να έχει εµπιστοσύνη στις δικές του δυνάµεις και να αντιµετωπίζει µόνος του τις εχθρικές διαθέσεις άλλων λαών, όπως παλαιότερα, προτιµούσε να διατηρεί συµµαχίες µαζί τους ακόµα και µε δωρεές ή να στρέφει τον ένα εναντίον του άλλου, προκειµένου να µην προκαλέσουν προβλήµατα στην αυτοκρατορία. Αυτή η πρακτική, όµως, οδήγησε στην πλήρη χαλαρότητα του στρατού, αφού ο αυτοκράτορας λειτουργούσε σαν να µη τον χρειαζόταν, µε αποτέλεσµα οι αµέσως επόµενοί του στη διοίκηση του στρατού να εκµεταλλευτούν προς όφελός τους την κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει τα βυζαντινά στρατεύµατα 648. Οι υψηλοί αξιωµατούχοι, λοιπόν, που είχαν αναλάβει τη συντήρηση και βελτίωση του στρατού είχαν επιφορτιστεί µε την είσπραξη φόρων από τους πολίτες, προκειµένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα για τους στρατιώτες και να τους τα διανείµουν. Εκείνοι, όµως, εφαρµόζοντας «πανοῦργον καὶ δηµώδη λογιστικὴν», όχι µόνο καθυστερούσαν να παραδώσουν τα οφειλόµενα στους στρατιώτες, αλλά, ακόµη και όταν το έπρατταν, έβρισκαν τον τρόπο να ανακαλούν τις πληρωµές, στηριζόµενοι στους κρατικούς καταλόγους. Αποτελούσε, δηλαδή, για αυτούς, σύµφωνα µε το κείµενο, µεγάλο αξίωµα και τιµή, να προσάπτουν συνεχώς νέες κατηγορίες στους στρατιώτες, προκειµένου να τους παρακρατήσουν αυτά που δικαιούνταν. Κατά συνέπεια, οι αξιωµατούχοι αυτοί φρόντιζαν συνεχώς, ώστε η φορολογία που αναλογούσε στα µέλη του στρατιωτικού σώµατος να καταλήγει πάντα στους ίδιους 649. Ο τελικός απολογισµός αυτής της τακτικής ήταν οι στρατιώτες να παραµελούν τη γενναιότητα στη µάχη και τη σωστή παράταξη στον πόλεµο και κάτω από την πίεση της έλλειψης τροφής 650 άρχισαν να εγκαταλείπουν τις µάχες και το στρατιωτικό βίο, µε τον οποίο είχαν µεγαλώσει και γαλουχηθεί, προκειµένου να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Έτσι τα χρήµατα που προορίζονταν για το στρατό κατέληγαν τελικά σε γυναίκες ελευθερίων ηθών και καλοµαθηµένους, δειλούς άντρες που ενδιαφέρονταν µόνο για τις εµφύλιες διαµάχες µεταξύ των πολιτικών παρατάξεων του κράτους ή και σε ακόµα χειρότερους από αυτούς 651. Αυτή η κατάσταση του στρατού ήταν, άλλωστε, και η αιτία, για την οποία οι Κοτρίγουροι βρήκαν 648 Ε Η συµµαχία του Ιουστινιανού µε τους Ουτιγούρους προκαλεί αρχικά δυσφορία στους ιστορικούς της εποχής του. Παρατηρείται, δηλαδή, έντονη επίδραση των Ούννων στο βυζαντινό κράτος και συνεχής υποχωρητικότητα του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος τους παρείχε συνεχώς πλούτο της αυτοκρατορίας, προκειµένου να κερδίσει τη φιλία τους. Βλ. και Nibley H., The Hierocentric State, The Western Political Quarterly, 4.2 (1951), σ Ε Για την έλλειψη τροφοδοσίας του βυζαντινού στρατού βλ. Teall J.L., "The Grain Supply of the Byzantine Empire, ", Dumbarton Oaks Papers, 13 (1959), σ Ε

110 εντελώς ανυπεράσπιστη τη Θράκη κατά την επιδροµή τους, µε αποτέλεσµα να καταφέρουν να φτάσουν µέχρι τα προάστια της Κωνσταντινουπόλεως 652. Η εικόνα, βεβαίως, που παρουσίαζε ο στρατός στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού ήταν εντελώς διαφορετική και αυτό φαίνεται όχι µόνο από την εκστρατεία του Ναρσή στην ιταλική χερσόνησο, αλλά ακόµα και από τα γεγονότα της Λαζικής στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας. «Ὁ τῶν Ῥωµαίων στρατός» 653 περιγράφεται, όπως είναι φυσικό, από τον Αγαθία ως τόσο καλά οργανωµένος που οι «βασιλεῖ τῷ Ῥωµαίων κατήκοοι» δεν αισθάνονταν καθόλου αξιόµαχοι απέναντί στους Ρωµαίους και, για να επαναστατήσουν εναντίον της βυζαντινής αρχής, ήταν υποχρεωµένοι να προβούν σε συνεργασία µε άλλους λαούς ανεξάρτητους. Αυτό το σκηνικό παρατηρείται τόσο στην περίπτωση των Γότθων, όταν αποφάσισαν να συµµαχήσουν µε τους Φράγγους 654, όσο και στην περίπτωση των Μισιµιανών που στράφηκαν προς τους Πέρσες 655. Ακόµα και οι Λαζοί θα µπορούσαν να συµπεριληφθούν στην περίπτωση αυτή, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Αιήτης προτείνει όχι την αυτόνοµη εξέγερση των Κόλχων κατά των Βυζαντινών αλλά την επανάσταση µε τη βοήθεια των ισχυρών Περσών 656, παρότι τελικά η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή. εν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός πως οι Βυζαντινοί παρά τις αρχικές ή έστω κάποιες λίγες ήττες τους φαίνονται τελικά νικητές σε όλους τους πολέµους εναντίον µεµονωµένων εχθρών, ακόµη και όταν αυτοί είναι οι Φράγγοι ή οι Πέρσες. Παράλληλα, µπορεί κανείς να εντοπίσει στο κείµενο και την τάση να αποφεύγονται τελικώς οι απευθείας συγκρούσεις µε το βυζαντινό στρατό, ιδίως όταν πρόκειται για λαούς ασθενέστερους, όπως οι Λαζοί 657, αλλά και ισχυρότερους, όπως οι Φράγγοι 658. Όσον αφορά στη στρατιωτική στολή των Βυζαντινών, αυτή αποτελούνταν, σύµφωνα µε το κείµενο, από το θώρακα, ο οποίος, µάλιστα, ήταν κατά κανόνα σιδερένιος 659. Καθώς ο Αγαθίας περιγράφει ποια εξαρτήµατα δεν περιλαµβάνονται στη στρατιωτική στολή των Φράγγων, ο αναγνώστης µπορεί να αντιληφθεί ποια επιπλέον στοιχεία συνέθεταν τη βυζαντινή στρατιωτική ενδυµασία. Έτσι γίνεται λόγος για 652 Ε Για τον εφοδιασµό του βυζαντινού στρατού στη Θράκη κατά την επιδροµή των Κοτριγούρων σε αυτήν βλ. Teall J.L., ό.π., σ Α Α Γ Γ Είναι αξιοσηµείωτο πως, παρά τη µεγάλη τους εκστρατευτική δύναµη, πέρασαν από τα περίχωρα της Ρώµης κατά την κάθοδό τους στην ιταλική χερσόνησο, προκειµένου να αποφύγουν τους Βυζαντινούς που βρίσκονταν εκεί. Βλ. Β Α

111 περικνηµίδες και περικεφαλαίες, τις οποίες µπορεί να χρησιµοποιούσε ο βυζαντινός στρατός, αλλά όχι και ο φραγγικός που χαρακτηριζόταν από τη µεγαλύτερη δυνατή λιτότητα 660. Ο Αγαθίας δεν ξεχωρίζει, πάντως, µέσα στο κείµενο τις στολές των διαφόρων σωµάτων ούτε όταν πρόκειται για διάκριση ανάµεσα στο ίδιο το πεζικό, όπως «τό ὁπλιτικόν» και «οἱ ψιλοὶ» 661 ούτε και όταν πρόκειται για διάκριση ανάµεσα στο πεζικό και το ιππικό ή στο πεζικό και το ναυτικό. Η στρατιωτική στολή, πάντως, των Βυζαντινών φαίνεται πως ήταν προσαρµοσµένη σε όλες τις καιρικές συνθήκες, αφού, σε αντίθεση µε τους Πέρσες που σύµφωνα µε τις συνήθειές τους ποτέ δεν εκστράτευαν ή πολεµούσαν στο εξωτερικό το χειµώνα, οι Βυζαντινοί δε δίστασαν να πραγµατοποιήσουν εκείνη την εποχή εκστρατεία κατά των Μισιµιανών, εκµεταλλευόµενοι, ακριβώς, αυτό τον τρόπο λειτουργίας των Περσών 662. Θυµίζουµε, ωστόσο, εδώ πως δεν ίσχυε το ίδιο και µε τους πεπειραµένους στους χειµερινούς πολέµους Φράγγους, καθώς ο Ναρσής εµφανίζεται στο κείµενο να αποφεύγει τις µάχες κατά το χειµώνα και να τις µεταφέρει προς την άνοιξη που τα πράγµατα θα ήταν σαφώς ευνοϊκότερα για το στρατό του 663. Αναφερόµενοι στον εξοπλισµό των βυζαντινών στρατευµάτων, οφείλουµε να σηµειώσουµε πως αυτός περιελάµβανε ξίφη 664, τόξα, µε τα οποία εκτόξευαν βέλη, σφενδόνες, δόρατα µικρά και µεγάλα 665, ακόµα και σάρισες σε κάποιες περιπτώσεις 666, καθώς και ειδικά µηχανήµατα για τειχοµαχίες, όπως πολιορκητικές µηχανές 667, σπαλίωνες και καταπέλτες 668. Παράλληλα, όµως, µε αυτά ο στρατός ήταν προµηθευµένος και µε σκαπτικά εργαλεία που θα µπορούσαν να σπάσουν βράχους και θεµέλια τειχών, όπως ειδικούς µοχλούς και σφυριά 669. Αυτά χρησιµοποιούνταν σε ειδικές περιπτώσεις πολύ ισχυρών φρουρίων, τα οποία βρίσκονταν πάνω σε ψηλούς βράχους και δεν ήταν δυνατό να καταληφθούν µε διαφορετικό τρόπο, όπως αυτό της Κύµης 670. Επιπλέον, ο Αγαθίας µας παρουσιάζει µέσα στο έργο του και τον τρόπο, µε τον οποίο παρατασσόταν ο βυζαντινός στρατός στη µάχη. Έτσι, µας δίνεται η δυνατότητα µέσα από τη µάχη της Καπύης να µάθουµε έναν από τους τρόπους παράταξης του βυζαντινού στρατού, 660 Β Β Α Α Α Β Α Γ Γ Α

112 όταν επρόκειτο να επιτεθεί στους εχθρούς του, και εν προκειµένω στους Φράγγους. Ο Ναρσής, λοιπόν, παρέταξε για τη νικηφόρα αυτή µάχη στα άκρα τους ιππείς του, οι οποίοι έφεραν µαζί τους µικρά δόρατα, ξίφη, τόξα και ασπίδες, ενώ κάποιοι από αυτούς είχαν στη διάθεσή τους ακόµα και σάρισες. Ο ίδιος ο Ναρσής τοποθετήθηκε στο δεξιό άκρο της πολεµικής παράταξης, έχοντας µαζί του όλο το υπηρετικό του προσωπικό, το οποίο, παρότι δεν ήταν µαθηµένο στη µάχη, ήταν, όµως, παρόν, για να συµµετάσχει σε αυτήν. Στην άλλη µεριά της στρατιωτικής παράταξης ο Βυζαντινός στρατηγός έστειλε τον Αρταβάνη και το Βαλεριανό µαζί µε τους δικούς τους ιππείς, µε την εντολή να µείνουν κρυµµένοι για λίγο χρονικό διάστηµα στη βλάστηση της περιοχής και, µόλις έβλεπαν τον εχθρό να επιτίθεται, να ορµούσαν ξαφνικά εναντίον του, ώστε να βρεθεί ο τελευταίος αντιµέτωπος µε πυρά και από τις δύο µεριές. Όλο το ενδιάµεσο διάστηµα µεταξύ των ιππέων καλυπτόταν από το πεζικό. Στην κεφαλή του µετώπου συνασπίστηκαν «οἱ πρωτοστάται», φορώντας θώρακα µακρύ ως τα πόδια και πάρα πολύ ισχυρές περικεφαλαίες, ενώ πίσω τους ακολουθούσε όλο το υπόλοιπο πεζικό µέχρι τους ουραγούς, οι οποίοι και βρίσκονταν τελευταίοι. Όλοι οι ελαφρά οπλισµένοι και οι τοξοβόλοι παρατάχθηκαν προς τα πίσω περιµένοντας τη στιγµή που θα έπρεπε να πολεµήσουν µε τα ακόντια και τα βέλη τους. Τέλος, υπήρχε και ένα διάστηµα κάπου στο µέσο της παράταξης, το οποίο παρέµεινε κενό 671, επειδή προοριζόταν για τους Ερούλους που προσήλθαν στο πεδίο της µάχης µετά από τα βυζαντινά στρατεύµατα, για να το καλύψουν και να πολεµήσουν τους Φράγγους 672. Μαθαίνουµε, επιπλέον, πως µετά από επιδροµή σε έναν οικισµό το στρατιωτικό σώµα αποχωρούσε σε µορφή φάλαγγας έχοντας πίσω του οπισθοφύλακες που του διασφάλιζαν τα νώτα. Η φάλαγγα, µάλιστα, κινούνταν σε τέτοιο σχηµατισµό που δηµιουργούνταν πλαίσιο µε τα λάφυρα της επιδροµής στο µέσο, ώστε να προστατεύονται τα τελευταία µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο 673. Επίσης, το κείµενο µας παραδίδει και µια από τις πιο επιτυχηµένες άµυνες του βυζαντινού στρατού απέναντι, µάλιστα, στον πολυπληθέστερο περσικό, όταν περιγράφει τη στρατηγική και την παράταξή του κατά την πολιορκία του Φάσιδος από το Ναχοραγάν. Πριν από τη µάχη, λοιπόν, οι Βυζαντινοί είχαν ήδη κάψει ολόκληρη την περιοχή γύρω από την πόλη και, επίσης, τα καταλύµατα και όποιο άλλο οίκηµα ήταν χτισµένο κοντά σε αυτήν και θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί από τους Πέρσες, για να τους βοηθήσει στη µάχη. Επιπροσθέτως, εφάρµοσαν αυτή την τακτική και για να µην µπορούν οι 671 Β Β Α

113 Πέρσες να κατασκευάσουν εύκολα οτιδήποτε, έχοντας ως πρώτη και πρόχειρη ύλη την ξυλεία της περιοχής και των κτισµάτων της. Πράγµατι, οι Πέρσες εξαιτίας αυτής της τακτικής των Βυζαντινών, αναγκάστηκαν να δαπανήσουν πάρα πολύ χρόνο προσπαθώντας να κλείσουν την τάφρο γύρω από το τείχος του Φάσιδος µε βράχους, χωρίς, µάλιστα, τελικά να καταφέρουν την επιχωµάτωσή της 674. Σε εκείνη, λοιπόν, την περίπτωση, οι Βυζαντινοί στρατηγοί, αντιλαµβανόµενοι πως ο στρατός που διέθεταν δεν επαρκούσε για την αµυντική λειτουργία της πόλης, µοιράστηκαν τα µέρη του τείχους. Έτσι, το τελευταίο άκρο προς τη θάλασσα το ανέλαβε ο Ιουστίνος µε τους άντρες του, ενώ ο Μαρτίνος µε τους στρατιώτες του παρατάχθηκαν λίγο πιο µακριά του. Στο µέσο της άµυνας παρατάχθηκε ο Αγγίλας, ο οποίος διέθετε ελαφρά οπλισµένους Μαυρούσιους, οπλισµένους µε λόγχες, ο Τζάνος Θεόδωρος µε τους συµπατριώτες οπλίτες του και ο Φιλοµάθιος, του οποίου το στράτευµα αποτελούνταν από στρατιώτες µε ακόντια και σφενδόνες. Από την άλλη µεριά του τείχους και προς τα ανατολικά, τοποθετήθηκε δίπλα στο Φιλοµάθιο ένα σώµα αποτελούµενο από Λαγγοβάρδους και Ερούλους µε αρχηγό το Γίβρο. Τέλος, το τελευταίο κοµµάτι προς τα ανατολικά υπερασπίζονταν ο Βαλεριανός µε τα τάγµατά του 675. Πέρα, όµως, από τα παραπάνω, όταν ο βυζαντινός στρατός βρισκόταν σε πολύ µεγάλη αµυντική ανάγκη και τα πολεµοφόδια δεν ήταν αρκετά, δε δίσταζε να χρησιµοποιεί ακόµα και φυσική ύλη, προκειµένου να νικήσει τον επιτιθέµενο εχθρό. Αυτό γίνεται εµφανές και πάλι από τη µάχη του Φάσιδος, όπου ο βυζαντινός στρατός ρίχνει τεράστιους βράχους πάνω στους σπαλίωνες των αντιπάλων, διαλύοντας τα πλέγµατά τους, ενώ άλλους µικρότερους λίθους τους έριχνε µε σφενδόνες πάνω στις περικεφαλαίες και τις ασπίδες των Περσών. Αποτέλεσµα αυτής της πρακτικής ήταν να µην µπορούν οι Πέρσες να πλησιάσουν ακάλυπτοι το τείχος, αφού οι αµυνόµενοι τους απέτρεπαν στη συνέχεια βιαίως 676. Όπως, τέλος, αναφέρεται χαρακτηριστικά µέσα στο κείµενο, η σωστή διάταξη και µέθοδος του στρατού στη µάχη καθώς και το φρόνηµα της ανδρείας των στρατιωτών απέναντι στους κινδύνους δεν ήταν τυχαία, αλλά αποτέλεσµα «χρονίας µελέτης» και εκεί είναι που αποδίδεται και η µεγάλη τους αποτελεσµατικότητα 677. Τέλος, πέρα από το πεζικό και το ιππικό, για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω, τα βυζαντινά στρατεύµατα, όπως είναι φυσικό, συνοδεύονταν και από στρατιωτικά σώµατα του ναυτικού, τα οποία στην Κολχική γη συνέθεταν, σύµφωνα µε το κείµενο, «κωπήλατες τριήρεις καί 674 Γ Γ Γ Α

114 τριακόντοροι» που ήταν έτσι κατασκευασµένες, ώστε να µπορούν να πλέουν, πέρα από τη θάλασσα, και στον ποταµό Φάσιδα 678. Εκτός, όµως, από τα µικρού µεγέθους αυτά πλοία, ο βυζαντινός στόλος αποτελούνταν και από άλλα µεγαλύτερα, φορτηγά πλοία, τα οποία κατά τη διάρκεια της ίδιας µάχης βρίσκονταν στις θαλάσσιες ακτές δίπλα στις εκβολές του Φάσιδος και προς τα δυτικά του τείχους της πόλης. Πάνω σε αυτά βρίσκονταν µετέωρες µικρές λέµβοι που κρέµονταν δεµένες γερά από τα κατάρτια τους, ξεπερνώντας µε αυτό τον τρόπο σε ύψος το µέγεθος των τειχών και των πύργων της πόλης. Πάνω σε αυτές τις λέµβους είχαν επιβιβαστεί στρατιώτες του πεζικού αλλά και του ναυτικού που διακρίνονταν για το θάρρος τους και τις πολεµικές τους ικανότητες, οι οποίοι ήταν εξοπλισµένοι µε σφενδόνες, τόξα και βαλλιστικές µηχανές που ήταν κατασκευασµένες έτσι, ώστε να είναι ανά πάσα στιγµή έτοιµες, για να χρησιµοποιηθούν στη µάχη. Από την ανατολική, εξάλλου, πλευρά της πόλης είχε εισέλθει ένας µεγάλος αριθµός παρόµοια εξοπλισµένων πλοίων µέσα στον ποταµό και τοποθετήθηκαν δίπλα στο σηµείο του τείχους, στο οποίο βρίσκονταν οι στρατιώτες του Βαλεριανού. Σκοπός και των δύο ναυτικών δυνάµεων ήταν η αποτροπή της πολιορκίας από τους εχθρούς και η παράλληλη απόκρουσή των τελευταίων. Επειδή, επιπλέον, τα πλοία αυτά αποτελούσαν πολύ σηµαντικές δυνάµεις για την υπεράσπιση της πόλης, οι Βυζαντινοί στρατηγοί ανέθεσαν στον ταξίαρχο αβραγέζα και το λοχαγό Ελµίγγειρο να επανδρώσουν δέκα αµφίπρυµνα πλοιάρια µε δικούς τους ακολούθους, τα οποία θα έπλεαν κατά τη διάρκεια της µάχης προς το εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας, προκειµένου να περιφρουρούν κάθε στιγµή την περιοχή και το πέρασµα των αντίπαλων πλοίων προς την πόλη άλλοτε πλέοντας στο µέσο του ποταµού και άλλοτε κοντά στις όχθες του 679. Πέρα, τέλος, από το προσωπικό των πλοίων αυτών και το βαρύ τους εξοπλισµό, ο Αγαθίας αφηγούµενος τη ναυµαχία στη Χερρόνησο της Καλλίπολης, κάνει λόγο και για ένα όπλο, ιδιαίτερα χρήσιµο για το ναυτικό, όταν επρόκειτο να ναυµαχήσει εναντίων των σχεδιών των Ούννων. Πρόκειται για ειδικά δόρατα που οι αιχµές τους έµοιαζαν µε δρεπάνια, µε τα οποία οι Βυζαντινοί κατάφερναν να κόβουν τα σχοινιά που κρατούσαν δεµένα τα καλάµια των σχεδιών των Κοτριγούρων και να τις καταστρέφουν πνίγοντας το πλήρωµά τους 680. ιαθέτοντας, λοιπόν, άριστο υλικό εξοπλισµό και τεχνική κατάρτιση σε όλα του τα στρατιωτικά σώµατα, ο Ρωµαϊκός στρατός κατάφερνε τελικά να κατατροπώσει οποιονδήποτε αντίπαλο, ακόµα και όταν ήταν σαφώς µικρότερος από τους εχθρούς του. Αυτό τονίζεται 678 Γ Γ Ε

115 ιδιαίτερα από τον Αγαθία τόσο κατά την περιγραφή της εκστρατείας του Ναρσή στην Ιταλία 681 όσο και κατά τη µάχη του Μαρτίνου εναντίον των Περσών στο Φάσιδα 682. Σύµφωνα, άλλωστε, µε το κείµενο, οι Ρωµαίοι στρατιώτες το θεωρούσαν ντροπιαστικό να επιτίθενται κάπου και να φεύγουν από εκεί άπρακτοι και χωρίς να υποτάξουν τους αντιπάλους τους 683 ή, αν χρειαστεί, ακόµα και να τους σκοτώσουν όλους 684. Έτσι, άλλωστε, µπορεί να δικαιολογηθεί και το γεγονός πως όλες οι µάχες δίνονταν έως εσχάτων, προκειµένου να πετυχαίνουν όσο το δυνατό µεγαλύτερες νίκες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όµως, παρουσιάζουν µέσα στο κείµενο και οι αντιλήψεις που διακατείχαν τους Ρωµαίους σχετικά µε τα θέµατα του καθηµερινού βίου. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας παρουσιάζεται στην Ιστορία ως «Ῥωµαίων βασιλεύς» 685 και, όπως είναι φυσικό, έδρευε στην πρωτεύουσα του κράτους, την Κωνσταντινούπολη 686. Ο αυτοκράτορας, όµως, έπαιρνε, επίσης, και άλλες επωνυµίες µε βάση το έθνος ή τη χώρα που υπέτασσε. Έτσι, άλλος αυτοκράτορας ονοµαζόταν Αφρικανός και άλλος Γερµανικός 687. Ο σύγχρονος του Αγαθία, για παράδειγµα, Ιουστινιανός αυτοαποκαλούνταν βάσει της ίδιας αντίληψης «Φραγγικός τε καὶ Ἀλαµανικός, ἔτι δὲ Γηπαιδικός τε καὶ Λαγγοβαρδικὸς καὶ ἑτέροις τοιοῖσδε ὀνόµασιν». Οφείλουµε, εδώ, να σηµειώσουµε πως ο τρόπος, µε τον οποίο γινόταν η απόκτηση αυτών των επωνύµων από τον αυτοκράτορα µπορεί από τη µια πλευρά να οµοιάζει µε αυτόν των Περσών βασιλέων, αλλά, όπως θα καταδειχθεί στο κεφάλαιο για τους Πέρσες, η οµοιότητα αυτή είναι επιφανειακή και όχι πραγµατική 688. Επίσης, στην Κωνσταντινούπολη έδρευε και το πολιτικό όργανο της Συγκλήτου, το οποίο, παρότι αναφέρεται ονοµαστικά, φαίνεται από το κείµενο να ασχολείται µε την κρατική νοµοθεσία, καθώς ένα από τα υψηλότερα στελέχη αυτού του πολιτικού οργάνου, ο Αθανάσιος, ορίστηκε από τον Ιουστινιανό να µεταβεί στη Χώρα των Λαζών και να προεδρεύσει εκεί στη δίκη για τη δολοφονία του Γουβάζη, εφαρµόζοντας πιστά τους ρωµαϊκούς νόµους Β Γ Γ Ε Α 1.1. Για να διακρίνεται, µάλιστα, από τους βασιλείς άλλων εθνών, όπως οι Λαζοί, οι Νεφθαλίτες, οι Γότθοι ή ακόµα και οι Φράγγοι, ο βυζαντινός αυτοκράτορας αποκαλείται στο κείµενο «µέγιστος βασιλεύς». Βλ. 9.3 και Sevcenko I., "The Date and Author of the So-Called Fragments of Toparcha Gothicus", Dumbarton Oaks Papers, 25 (1971), σ Βλ. Κεφ «Πέρσαι», σ Γ

116 Η βυζαντινή πολιτεία µε την έννοια του πολιτεύµατος αποκαλείται µέσα στο έργο «πολιτεία ῥωµαϊκή» 690, ενώ το νοµικό σύστηµα του κράτους, η ενασχόληση µε το οποίο αποτελούσε, ως γνωστό, και το βιοποριστικό επάγγελµα του ιστορικού, δηλώνεται µε τις φράσεις «τά Ῥωµαίων νόµιµα» 691 και «Ῥωµαίων νόµοι» 692. Ειδικά για το βυζαντινό νοµικό σύστηµα, µας παρέχεται µεταξύ άλλων και η πληροφορία πως, σύµφωνα µε αυτό, οι αδερφοί του πατέρα ενός παιδιού ονοµάζονταν «µέγιστοι θεῖοι» 693 αποδίδοντας έτσι µε τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τη σπουδαία σηµασία που είχε η συγγένεια πρώτου βαθµού εκείνη την εποχή. Από τα πολιτικά αξιώµατα, ο Αγαθίας µας αναφέρει πλην του συγκλητικού και του δικαστού, όπως ήταν ο Αθανάσιος, και το αξίωµα του «κουράτωρος», όπως ήταν ο Ανατόλιος, ένας άνδρας που είχε ήδη τιµηθεί µε το αξίωµα του «ὑπάτου». Ως «κουράτωρ», λοιπόν, ο Ανατόλιος ήταν ύπατος της Συγκλήτου µε βασική του αρµοδιότητα να επιµελείται τα ζητήµατα του αυτοκρατορικού οίκου και της αυτοκρατορικής περιουσίας 694. Από την πολιτική σκηνή της αυτοκρατορίας δεν έλειπαν, φυσικά, ο φθόνος προς τους επιτυχηµένους που συχνά, µάλιστα, κατέληγε και σε συκοφαντία. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αντιµετώπισης αποτελεί η συµπεριφορά των αυλικών απέναντι στο στρατηγό Βελισάριο, όταν εκείνος κατόρθωσε να κατατροπώσει τους σαφώς περισσότερους Κοτριγούρους στη Μελαντιάδα. Οι αξιωµατούχοι, λοιπόν, της Υψηλής Πύλης, κυριευµένοι από φθόνο και κακεντρέχεια, διέβαλαν σε τέτοιο βαθµό το στρατηγό, ώστε διέδιδαν ότι µετά τη νίκη του επί των Κοτριγούρων άρχισε να τρέφει ελπίδες για ακόµα µεγαλύτερα αξιώµατα. Ήταν, εξάλλου, τόσο πειστικοί, ώστε, αντί ο αυτοκράτορας να αφήσει το Βελισάριο να καταδιώξει τους εχθρούς, τον ανακάλεσε εσπευσµένα στην Κωνσταντινούπολη, για να µην αποκτήσει ακόµη µεγαλύτερη δόξα. Επιπλέον, παρά τα όσα είχε ήδη κατορθώσει, όχι µόνο δεν του απονεµήθηκαν οι τιµές που του άρµοζαν, αλλά και φρόντισαν οι συκοφάντες του να αποσιωπήσουν το κατόρθωµά του και να µην τον ανταµείψουν για αυτό 695. Περιγράφοντας τους υπαλλήλους του στρατηγού Ναρσή, γίνεται λόγος για δικό του υπηρετικό του προσωπικό και φρουρά, αλλά και για το «ἐκ τῶν κιγκλίδων σῶµα». Το δικαστικό αυτό σώµα αποτελούνταν από κρατικούς υπαλλήλους, στους οποίους είχε ανατεθεί η τάξη και η 690 Α Πρ Α Α Ε Ε

117 φροντίδα των αρχείων, αλλά και η κράτηση σειράς προτεραιότητας για αυτούς που επρόκειτο να επισκεφτούν το Βυζαντινό στρατηγό, προκειµένου να ελέγχεται ποιος θέλει να τον δει και για ποιον λόγο 696. Το προσωπικό που δούλευε για το Ναρσή ανερχόταν σε τετρακόσια άτοµα περίπου. Περιελάµβανε πέρα από τους παραπάνω «τόν πρωτοστάτην τῶν οἰκοτρίβων ὀπαδῶν», ενώ τα υπόλοιπα άτοµα ήταν ειδικοί οικιακοί υπηρέτες και ευνούχοι σκλάβοι 697. Εκτός, όµως, από τα διάφορα σώµατα αξιωµατούχων και των ακολούθων τους, στο κείµενο περιγράφονται και απλές καθηµερινές σκηνές των πολιτών της αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η νικηφόρα µάχη της Καπύης κατά των Φράγγων, η οποία µας προσφέρει µια γλαφυρή εικόνα των πανηγυρισµών του στρατού µετά από κάποια σηµαντική νίκη. Οι Βυζαντινοί, δηλαδή, περιγράφονται να αποχωρούν από το πεδίο της µάχης έχοντας µπροστά το στρατηγό, στεφανωµένοι µε δάφνες και τραγουδώντας διάφορα εµβατήρια. εν παραλείπουν, βεβαίως, µέσα στη χαρά τους να µεταφέρουν µαζί τους τη λεία που αποκόµισαν από την πόλη 698. Η ίδια µάχη, όµως, και η αίσια έκβασή της σε συνδυασµό και µε την ήττα του Λεύθαρη στη Βενετία αποτελούν ευκαιρία για τον Αγαθία, προκειµένου να περιγράψει «τάς χορείας καί πανηγύρεις» που επακολούθησαν της νίκης και µετά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο. Εκεί, λοιπόν, βλέπουµε τη µεγάλη χαρά των Βυζαντινών στρατιωτών, όχι µόνο επειδή νίκησαν, αλλά και επειδή πίστευαν πως µετά τη νίκη επί ενός τόσο σπουδαίου λαού, όπως οι Φράγγοι, κανένας εχθρός δε θα τολµούσε να επιτεθεί πλέον στο κράτος και θα ζούσαν ειρηνικά. Το κρασί, φυσικά, έρεε άφθονο από τους αµφορείς και οι βάρβιτοι έπαιζαν τραγούδια της νίκης. Η γιορτή, µάλιστα, έλαβε τόσο µεγάλες διαστάσεις που ο Αγαθίας δείχνει δυσφορία, αφού το µόνο που έλειπε ήταν να µετατρέψουν και τις περικεφαλαίες και τις ασπίδες σε αµφορείς και βαρβίτους αντίστοιχα 699. Οι Βυζαντινοί, πάντως, φαίνεται πως όντως υπερέβαλαν σε εκείνη την περίπτωση, αν αναλογιστεί κανείς πως χρειάστηκε η παρέµβαση του Ναρσή, για να επιστρέψουν στους φυσιολογικούς τους ρυθµούς 700. Εκτός, όµως, από τις γιορτές που διεξήγαγαν οι Βυζαντινοί αµέσως µετά από µια νικηφόρα µάχη, ο Αγαθίας αναφέρεται στο έργο του και στα συµπόσια που τελούνταν στην Κωνσταντινούπολη προς τιµήν των ονοµάτων των πολιτών προς το τέλος του Φθινοπώρου. Πρόκειται για τη γιορτή των Βρουµαλίων, η οποία αποτελούσε ρωµαϊκό έθιµο Α Α Β Β Β Ε

118 Σύµφωνα µε το έθιµο αυτό, πραγµατοποιούνταν στην πρωτεύουσα του κράτους δηµόσια συµπόσια που ξεκινούσαν στις 24 Νοεµβρίου και την πρώτη ηµέρα ήταν προς τιµήν των πολιτών που το όνοµά τους άρχιζε από «Α», τη δεύτερη από «Β» και έως το «Ω» 702. Παρά αυτές τις ατασθαλίες τους, πάντως, ο Αγαθίας δεν παραλείπει να παρουσιάσει στο έργο του τους «Ῥωµαίους» ως φορείς πολιτισµού, µε τη βοήθεια των οποίων οι Λαζοί δεν είναι πια βάρβαροι ούτε και ζουν βαρβαρικά, αλλά µέσα από τη συµβίωσή τους µε τους Βυζαντινούς «ἐς τὸ πολιτικόν τε καὶ ἔννοµον µεταβέβληνται». Για να δώσει, εξάλλου, ακόµα µεγαλύτερη σηµασία στην αλλαγή τους αυτή, ο Αγαθίας αναφέρει χαρακτηριστικά στο έργο του πως οι αρχαίοι Κόλχοι αγνοούσαν εντελώς τα αγαθά της θάλασσας και ανάµεσά τους δεν ακουγόταν καν η λέξη πλοίο, πριν καταπλεύσει εκεί η Αργώ του Ιάσωνα 703. Με την άφιξη του Λαζού βασιλιά Τζάθη στην Κολχική Γη, ο αναγνώστης της Ιστορίας έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τα βασιλικά εµβλήµατα που τον διέκριναν 704. Ο Αγαθίας, λοιπόν, διηγείται πως ο Λαζός βασιλιάς παρέλαβε τα εµβλήµατά του από το Βυζαντινό αυτοκράτορα, αφού πρώτα ορίστηκε ως νέος βασιλιάς των Λαζών από τον Ιουστινιανό, κάτι το οποίο είχε ήδη εφαρµοστεί και στο παρελθόν και αποτελούσε πλέον παράδοση. Τα βασιλικά εµβλήµατα ως προς το κεφάλι του βασιλιά αποτελούνταν ακόµη και για το Βυζαντινό αυτοκράτορα από ένα χρυσό στεφάνι µε πολύτιµους λίθους και µία µίτρα εξίσου στολισµένη µε χρυσό και πολύτιµους λίθους. Επιπλέον, ο βασιλιάς διακρινόταν από έναν απαστράπτοντα ποδήρη χιτώνα, ενώ στα πόδια έπρεπε να φοράει «πέδιλα κοκκοβαφῆ». Τέλος, την αυτοκρατορική στολή συµπλήρωνε «χλαµύδα ἁλουργῆ» µε πόρπη, η οποία ήταν πάντα περίτεχνη στην κατασκευή της και από την οποία κρέµονταν και πάλι πολύτιµοι λίθοι. Για να διακρίνεται, όµως, ο Λαζός βασιλιάς από το Βυζαντινό αυτοκράτορα, η χλαµύδα του βάσει νόµου δεν ήταν πορφυρή, αλλά λευκή µε χρυσό ύφασµα να λαµποκοπά στο µέσο της. Αυτή, άλλωστε, η λευκή στολή δεν ήταν συνηθισµένη ανάµεσα στους «Ῥωµαίους» ούτε να τη βλέπουν στον αυτοκράτορά τους ούτε και να τη φορούν οι ίδιοι 705. Ωστόσο, παρά το λευκό χρώµα της χλαµύδας, σύσσωµος ο βυζαντινός στρατός απέδωσε στο Τζάθη τις αρµόζουσες 702 Αναλυτικές πληροφορίες για τη γιορτή των Βρουµαλίων βλ. Κουκουλές Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισµός, Εκδ. Παπαζήση, τ. 2, Αθήνα, 1948, σ ό.π., τ. 3, Αθήνα, 1949, σ Πολίτης Ν., Μελέται περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού: Παραδόσεις, Εκδ. Σακελλαρίου, τ. 2, Αθήνα, 1904, σ Γ Για την ενδυµασία των Λαζών βασιλέων βλ. McCail R.C., "P. Gr. Vindob C: Hexameter Encomium on an Un-Named Emperor", The Journal of Hellenic Studies, 98 (1978), σ Γ

119 τιµές, προχωρώντας µπροστά από αυτόν όσο καλύτερα εξοπλισµένος µπορούσε και, µάλιστα, το µεγαλύτερο µέρος του έφιππο 706. Ο φόνος του Λαζού βασιλιά Γουβάζη, επίσης, πέρα από την ανάδειξη του Τζάθη στο λαζικό βασιλικό θρόνο, δίνει την ευκαιρία στον ιστορικό να περιγράψει πολλά από τα στοιχεία, τα οποία συνέθεταν το βυζαντινό δίκαιο του έκτου αιώνα και την άσκησή του. Πληροφορούµαστε, λοιπόν, µέσα από την Ιστορία τον τρόπο, µε τον οποίο διεξήχθη η δίκη για τη δολοφονία του Γουβάζη, και τον τρόπο, µε τον οποίο τη δέχτηκαν τόσο οι Λαζοί όσο και οι Βυζαντινοί. Κατά την προετοιµασία της δίκης, ο Αθανάσιος που είχε οριστεί πρόεδρος του δικαστηρίου από τον Ιουστινιανό, κάθισε σε έναν υψηλό θώκο µε ευπρέπεια και φορώντας τη χλαµύδα, την οποία φορούσαν οι υψηλότεροι αξιωµατούχοι της πόλης. Κοντά σε αυτόν παρευρίσκονταν οι γραµµατείς της δίκης, οι οποίοι ήταν εκπαιδευµένοι να γράφουν µε πολύ µεγάλη ταχύτητα και να διαβάζουν επιτροχάδην, όποτε υπήρχε ανάγκη, τα όσα είχαν ακουστεί προηγουµένως. Επιπλέον, στην αίθουσα του δικαστηρίου βρίσκονταν και άλλα βοηθητικά στελέχη, πάρα πολύ σοβαρά, αυστηρά και µε πάρα πολύ καλή γνώση της διεξαγωγής µιας δίκης. Τέλος, στον ίδιο χώρο υπήρχαν και κήρυκες µε πολύ δυνατή φωνή καθώς και οι υπεύθυνοι για τα µαστίγια. Όλοι τους, µάλιστα, είχαν επιλεγεί µέσα από τα δηµόσια αρχεία στην Κωνσταντινούπολη 707. εν έλειπε, βέβαια, µέσα από την αίθουσα και το ειδικό προσωπικό που ήταν επιφορτισµένο µε πιο εξειδικευµένα όργανα βασανισµού από τα µαστίγια, όπως «κλινοστρόφιά τε καί ποδοστράβας», το οποίο και κρατούσε αυτά τα όργανα στο χώρο διεξαγωγής της δίκης 708. Ο Αγαθίας επισηµαίνει πως το τυπικό που ακολουθήθηκε στη δίκη για τη δολοφονία του Γουβάζη συνηθιζόταν µόνο σε πάρα πολύ σηµαντικές υποθέσεις. Ο Ιουστινιανός, δηλαδή, έπρεπε να επιδείξει τη δέουσα προσοχή στην υπόθεση, προκειµένου από τη µια µεριά να εντυπωσιάσει τους Λαζούς µε την άσκηση «τῶν Ῥωµαϊκῶν νοµίµων», ώστε να συνηθίσουν και οι ίδιο µε την εφαρµογή τους, και από την άλλη να τους πείσει σε περίπτωση που αποδεικνυόταν δίκαιος ο φόνος του βασιλιά τους πως ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόµενες διαδικασίες για τη διερεύνηση της υπόθεσης, ώστε να µην αγανακτήσουν και αντιδράσουν 709. Αν, ωστόσο, αποδεικνυόταν πως οι δολοφόνοι του Γουβάζη έλεγαν για όλα ψέµατα και διέπραξαν χωρίς λόγο αυτό το έγκληµα, θα τιµωρούνταν µε αυστηρότατο τρόπο και, αφού θα περιφέρονταν ανάµεσα στα πλήθη διαποµπευµένοι από τον κήρυκα, θα αποκεφαλίζονταν 706 Γ

120 µπροστά σε όλους. Έτσι, ο θάνατός τους θα αποκτούσε µεγαλύτερη σηµασία και η τιµωρία τους θα ήταν διπλάσια από το έγκληµα που είχαν διαπράξει 710. Γιατί ο Ιουστινιανός ήξερε καλά πως, αν έδινε εντολή να δολοφονηθούν κρυφά ο Ρούστικος και ο Ιωάννης, οι Κόλχοι δε θα θεωρούσαν αρµόζουσα την τιµωρία τους και δε θα πίστευαν ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη για το έγκληµα 711. Αν, όµως, συνέστηνε κανονική δίκη, στην οποία θα ακούγονταν τα επιχειρήµατα και των δύο πλευρών και το βοηθητικό προσωπικό θα φρόντιζε για τη σωστή θέση και τη σωστή σειρά στις οµιλίες των διαδίκων, τότε η µεγαλοπρέπεια που θα χαρακτήριζε τη δίκη και η ρητορική δεινότητα των οµιλητών θα καθιστούσαν τη θανατική καταδίκη ως τη φρικτότερη απόφαση για αυτό το φόνο. Εποµένως, αν εφαρµοζόταν πλήρως το τυπικό µιας σοβαρής δίκης µε βάση τους νόµους της αυτοκρατορίας, η απόφαση θα φαινόταν σαφώς δικαιότερη και η ποινή θα φάνταζε η πλέον αρµόζουσα, ώστε να ικανοποιήσει ακόµα και τους πιο δύσπιστους Κόλχους 712. Είναι γεγονός πως αυτή η µεθοδολογία για την εκδίκαση σοβαρών υποθέσεων προκαλούσε κατάπληξη ακόµα και στους πολίτες της Κωνσταντινούπολης σύµφωνα µε τον ιστορικό. Εποµένως, θα ήταν πολύ λογικό να εντυπωσιάσει και τους βαρβάρους Λαζούς που δεν ήταν συνηθισµένοι σε τέτοιες διαδικασίες. Σε αυτό τον εντυπωσιασµό, άλλωστε, βασίστηκε και ο Ιουστινιανός και έδωσε εντολή να πραγµατοποιηθεί µια τόσο µεγαλόπρεπη δίκη που θα άφηνε σίγουρα ικανοποιηµένους τους Λαζούς, οποιαδήποτε και να ήταν η έκβασή της 713. Ως προς τη διεξαγωγή των δικαστικών αγώνων, επιπλέον, πληροφορούµαστε µέσα από τα λόγια των Λαζών κατηγόρων για το φόνο του Γουβάζη, πως ποτέ δεν επιβαλλόταν ποινή, ακόµα και για µεγάλα και προφανή εγκλήµατα, πριν περιγραφούν οι πράξεις µε λόγια στο δικαστήριο και κριθούν ένοχοι οι κατηγορούµενοι. Τέλος, µετά την πρώτη αγόρευση κατηγόρων και κατηγορουµένων, ακολουθούσε και δεύτερη οµιλία των δύο πλευρών και ο δικαστής διερευνούσε και εξέταζε όλα τα στοιχεία µε πολύ µεγάλη ακρίβεια, πριν βγάλει την τελική του απόφαση 714, κάτι που παρατηρείται, ακόµη και όταν πρόκειται για δολοφονία δούλου από τον κύριό του 715. Κατά την απονοµή δικαιοσύνης, το κείµενο µας µαρτυρεί πως, όταν το έγκληµα ήταν τόσο µεγάλο που θα µπορούσε να προκαλέσει τη λαϊκή αντίδραση, η τιµωρία των δραστών, όπως είδαµε και λίγο παραπάνω, ήταν παραδειγµατική, εφόσον, βέβαια, αποδεικνυόταν η ενοχή των κατηγορουµένων. Είναι ανάγλυφη η περιγραφή της τιµωρίας Β

121 του Ρούστικου και του Ιωάννη µετά την καταδικαστική για αυτούς απόφαση του δικαστηρίου. Αφού ο δικαστής εξέδωσε τη γραπτή του απόφαση για αποκεφαλισµό των ενόχων, οι δολοφόνοι του Γουβάζη αποτέλεσαν φοβερό θέαµα για τους Λαζούς, καθώς πριν φτάσουν στο δήµιο, περιφέρονταν πάνω σε µουλάρια σε όλους τους µεγάλους δρόµους της περιοχής. Το δέος των Κόλχων, όµως, σύντοµα αντικατέστησε ο φόβος, όταν ο κήρυκας φώναζε δυνατά πως θα πρέπει να τηρούν τους νόµους και να αποφεύγουν τους άδικους φόνους, για να µην έχουν την ίδια κατάληξη. Η οργή τους, µάλιστα, έφτασε να µετατραπεί σε οίκτο προς τους ενόχους, όταν αυτοί αποκεφαλίστηκαν. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως οι Κόλχοι έµειναν απολύτως ικανοποιηµένοι από τη δίκη και την έκβασή της και ανανέωσαν εξαιτίας αυτής την εύνοια που ένιωθαν και παλαιότερα για τους Βυζαντινούς 716. Το τελευταίο από τα πολιτισµικά στοιχεία, το οποίο θα µας απασχολήσει σε σχέση µε τους Βυζαντινούς, δε θα µπορούσε να είναι άλλο από τη θρησκεία τους. Οι Βυζαντινοί, όπως είναι φυσικό, παρουσιάζονται σε όλη την έκταση της Ιστορίας του Αγαθία ως απόλυτα πιστοί στο χριστιανικό δόγµα. Ο ίδιος ο Αγαθίας αναφέρει στο έργο του πως η αδικία και η ανυπακοή στο Θεό πρέπει πάντοτε να αποφεύγονται, επειδή είναι καταστροφικές 717. Είναι χαρακτηριστικό πως, πριν από τη µάχη στην Καπύη, ο Ναρσής αναγκάστηκε να διακόψει την πορεία των στρατευµάτων του, για να δικάσει δολοφονία δούλου, επειδή δεν ήταν «ὅσιον» να πορευτούν για µάχη «πρὶν ἀπολυµήνασθαι καὶ ἀφαγνίσαι τὸ µίασµα» 718. Το µέγεθος της πίστης τους, άλλωστε, φαίνεται και από τον πλούτο, τον οποίο διέθεταν οι εκκλησίες, ακόµα και όταν βρίσκονταν µακριά από την πρωτεύουσα. Από τη λεηλασία των χριστιανικών εκκλησιών από τους αλλόθρησκους Αλαµανούς, παρατηρούµε πως αυτές διέθεταν πλήθος ιερών δισκοπότηρων, ολόχρυσα θυµιατά και µεγάλο αριθµό από κύπελλα, δίσκους και ό,τι άλλο θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί στις διάφορες ιερές τελετουργίες 719. Επιπλέον, όµως, η τόσο µεγάλη πίστη τους φαίνεται πως ήταν µάλλον καταπιεστική για ανθρώπους µε πιο ελεύθερο πνεύµα ή έστω µε διαφορετικές πεποιθήσεις, όπως οι επτά σοφοί που αναγκάστηκαν, σύµφωνα µε το κείµενο, να µεταβούν στην Περσία, εξαιτίας ακριβώς των θρησκευτικών πεποιθήσεων που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια στην Β 1.9. Για τη γενικότερη αυτή αντίληψη των Βυζαντινών και ιδιαίτερα σε περιόδους µαχών, βλ. Wilson G.G., "Grotius: Law of War and Peace", The American Journal of International Law, 35.2 (1941), σ Β Β

122 αυτοκρατορία 720. Ο Αγαθίας, µάλιστα, αναφέρει χαρακτηριστικά πως στους αλλόδοξους ήταν απαγορευµένο από το νόµο να ζήσουν σύµφωνα µε το δικό τους τρόπο, χωρίς να υποστούν συνέπειες 721, γεγονός που, αν ισχύει, θα µπορούσε, βεβαίως, να προσάψει στην αυτοκρατορία το χαρακτήρα της θεοκρατίας. Θεωρήθηκε, µάλιστα, τόσο σπουδαίο αίτηµα να έχουν τις προσωπικές τους αντιλήψεις για την έννοια του «θείου», ώστε οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να δεχτούν ως όρο στη συνθήκη εκεχειρίας που υπέγραψαν µε τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη τη δηµιουργία ειδικού νόµου που θα επέτρεπε στους επτά σοφούς να εκφράζουν ελεύθερα τις αντιλήψεις τους και να ζουν σύµφωνα µε τον τρόπο ζωής που οι ίδιοι επιθυµούσαν. Είναι αξιοσηµείωτο πως ο Χοσρόης, µολονότι βάρβαρος, εξάρτησε την τήρηση της εκεχειρίας από την τήρηση αυτού του νόµου 722. Παρά, ωστόσο, τη θρησκευτική πίστη των Βυζαντινών, ο Αγαθίας δε διστάζει να προσάψει σε αυτούς τόσο υπεροψία και αλαζονεία όσο και υβριστική προς το Θεό συµπεριφορά. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η κατάληψη του Σιδηρού Φρουρίου στη «Χώρα τῶν Μισιµιανῶν», κατά την οποία οι Βυζαντινοί δεν αρκούνται στο θάνατο ανδρών και γυναικών, αλλά φτάνουν στο σηµείο να σκοτώσουν και ένα πολύ µεγάλο αριθµό παιδιών και βρεφών. Ο ίδιος ο ιστορικός χρησιµοποιεί το ρηµατικό τύπο «ἀφυβρίζειν» για τη συµπεριφορά τους δείχνοντας σαφώς το µέγεθος της υπερβολής στις πράξεις των συµπατριωτών του παρά το δικαιολογηµένο θυµό τους. είχνει, επιπλέον, να θεωρεί φυσικό επακόλουθο το µεγάλο πλήγµα που δέχτηκε ο βυζαντινός στρατός από τους εναποµείναντες Μισιµιανούς, καθώς οι νικητές της προηγούµενης µάχης είχαν φτάσει σε τέτοιο σηµείο αλαζονείας που διανυκτέρευσαν εκείνο το βράδυ αφύλακτοι. Φυσική, λοιπόν, συνέπεια αυτής της συµπεριφοράς τους ήταν η τιµωρία τους και το βαρύ πλήγµα που δέχτηκαν µε πλήθος νεκρών και τραυµατιών 723. Ο ιστορικός, άλλωστε δηλώνει ρητά στο έργο του πως πιστεύει στην «τοῦ κρείττονος δίκη» και στο ότι αυτή θα αποδοθεί σίγουρα είτε βραχυπρόθεσµα είτε µακροπρόθεσµα µε ολέθριες συνέπειες για τους υβριστές και γενικότερα τους υπερόπτες 724. Τέλος, το θρησκευτικό δόγµα των Βυζαντινών δεν τους απέτρεπε να συµπεριφερθούν εντελώς αντίθετα µε αυτό όχι µόνο κατά τη διάρκεια των µαχών, όπως είδαµε στην περίπτωση των Μισιµιανών, αλλά και µετά από τη θετική έκβαση µιας µάχης για αυτούς. Έτσι µετά τη νίκη επί των 720 Β Για τη γενικότερη αντιµετώπιση του νεοπλατωνισµού από τον Ιουστινιανό και τα αίτια της φυγής των επτά σοφών από τη βυζαντινή στην περσική αυτοκρατορία βλ. Harl K.W., "Sacrifice and Pagan Belief in Fifth- and Sixth-Century Byzantium", Past and Present, 128 (1990), σ Β Β

123 Φράγγων στην Καπύη, έθαψαν από τη µια µεριά τους δικούς τους νεκρούς, αλλά δε δίστασαν από την άλλη να σκυλεύσουν τα πτώµατα των νεκρών συγκεντρώνοντας µεγάλο αριθµό όπλων τους και καταστρέφοντας ολοσχερώς µετά από λεηλασία το αντίπαλο στρατόπεδο 725. Το ίδιο, άλλωστε, παρατηρείται και στην περίπτωση της υποχώρησής τους από την Τήλεφιν, όταν προβαίνουν σε επιδροµές και λεηλασίες των λαζικών οίκων που βρίσκονταν στο δρόµο τους 726. Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο για τους Βυζαντινούς των χρόνων που περιγράφει ο Αγαθίας, αξίζει να σηµειώσουµε πως ο ιστορικός δε διστάζει µέσα στο έργο του να παραθέσει, πέρα από την αντίληψη των ίδιων των Βυζαντινών και φυσικά του ίδιου προσωπικά για το κράτος τους, και την αντίληψη των άλλων εθνών απέναντι στη βυζαντινή αυτοκρατορία είτε αυτά ήταν ανεξάρτητα είτε ήταν υποτελή στον αυτοκράτορα και κατοικούσαν στα εδάφη του βυζαντινού κράτους 727. Απλώς δειγµατοληπτικά, διαπιστώνουµε µέσα από το κείµενο πως ο Φράγγος βασιλιάς Θευδίβερτος ήταν εξοργισµένος µε τον Ιουστινιανό και θα εκστράτευε εναντίον της αυτοκρατορίας, αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος, επειδή ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αποκαλούνταν µέσα στα κρατικά έγγραφα «Φραγγικός τε καὶ Ἀλαµανικός, ἔτι δὲ Γηπαιδικός τε καὶ Λαγγοβαρδικὸς καὶ ἑτέροις τοιοῖσδε ὀνόµασιν». Ο Φράγγος βασιλιάς φαίνεται, µάλιστα, να έχει δίκιο, αν σκεφτεί κάποιος πως τα γεωγραφικά αυτά επίθετα δήλωναν αυτοµάτως πως και οι περιοχές αυτές ήταν υποδουλωµένες στο Βυζαντινό αυτοκράτορα, κάτι το οποίο δεν προκύπτει µέσα από το κείµενο. Με πρεσβείες του, εξάλλου, προς τους ηγεµόνες και των άλλων περιοχών, τους καλούσε να συµµαχήσουν µαζί του, καθώς αυτό ήταν προσβλητικό και για τους ίδιους 728. Τέλος, ο Ούννος ηγεµόνας των Ουτιγούρων, Σάνδιλχος, φέρεται στο κείµενο να διάκειται µάλλον ευνοϊκά προς το Βυζαντινό αυτοκράτορα, αφού είχε συνάψει και συµµαχία µαζί του. Φυσικά, τα αισθήµατα ήταν αµοιβαία και ο Ιουστινιανός δεν παρέλειπε να του δείχνει και τη δική του εκτίµηση, χαρίζοντάς του ανά τακτά χρονικά διαστήµατα δώρα. Αυτή η πρακτική, όµως, προξένησε την αντίδραση των Κοτριγούρων, οι οποίοι, βλέποντας πως δεν έχουν την ίδια µεταχείριση µε τους γείτονές τους Ουτιγούρους, αποφάσισαν να 725 Β Β Άποψη Γότθων πρέσβεων προς Φράγγο βασιλιά Α Άποψη Λαζού Αιήτη, ο οποίος ήταν αντίθετος µε την υποτέλεια των Λαζών στους Βυζαντινούς, Γ 9.1-Γ Άποψη Λαζού Φαρτάζη, ο οποίος ήταν υπέρµαχος της υποτέλειας και συµµαχίας των Λαζών µε τους Βυζαντινούς, Γ 11.4-Γ Άποψη Μισιµιανών Χάδου και Θυάνη Γ Άποψη Πέρση στρατηγού Ναχοραγάν Γ Άποψη Κόλχων για ρωµαϊκή δικαιοσύνη και ρωµαϊκό κράτος και Άποψη Μισιµιανών πρέσβεων προς τον Πέρση στρατηγό Ναχοραγάν Α

124 εκστρατεύσουν κατά της αυτοκρατορίας, προκειµένου να αποδείξουν το αξιόλογο και της δικής τους δύναµης και ότι δεν ανέχονται προσβολές 729. ΙΙ) «Πέρσαι» Οι Πέρσες αποτελούν το λαό, για τον οποίο ο Αγαθίας αφιερώνει το µεγαλύτερο κοµµάτι του έργου του και είναι χαρακτηριστικό πως οι αναφορές σε αυτούς είναι οι πολυπληθέστερες µετά από αυτές των «Ῥωµαίων». Ο ιστορικός τους αποκαλεί είτε Πέρσες είτε µε την αρχαιότερη ονοµασία τους, «Μήδους». Ωστόσο, και οι δύο όροι χρησιµοποιούνται τόσο για γεγονότα της αρχαιότητας 730 όσο και για γεγονότα σύγχρονα µε το συγγραφέα 731 και, µάλιστα, εναλλακτικά, ώστε να µην επαναλαµβάνεται συνεχώς το ίδιο όνοµα. Οι αρχαίοι Πέρσες, ωστόσο, ως κοµµάτι του νεότερου περσικού πληθυσµού διακρίνονται µέσα στο κείµενο µε τη φράση «Μηδικόν ἔθνος» να χρησιµοποιείται αποκλειστικά για αυτούς και σε διάκριση από τους Βαβυλώνιους και τους Ασσυρίους που βρέθηκαν αργότερα να κατοικούν, επίσης, στα εδάφη της περσικής αυτοκρατορίας 732. Η Χώρα των Περσών αποκαλείται µέσα στην Ιστορία «Περσίς» 733 και γνωρίζουµε ότι περιελάµβανε τόσο την Αρχαία Περσία που αποκαλείται «Μηδική» 734 όσο και τις περιοχές της Αρχαίας Βαβυλωνίας και της πόλης Νίνου 735. Αυτές είναι και οι µόνες πληροφορίες που παρέχονται από το κείµενο για το γεωγραφικό χώρο, στον οποίο εκτεινόταν η περσική αυτοκρατορία, ενώ ο συγγραφέας αναλώνεται σε πολύ µεγάλο βαθµό στα περσικά ήθη και έθιµα καθώς και στη γενικότερη νοοτροπία του «Μηδικοῦ ἔθνους». Οι Πέρσες κάνουν την πρώτη τους εµφάνιση στο έργο ήδη στο Προοίµιο, όταν ο Αγαθίας µιλά συνοπτικά για το περιεχόµενο του ιστορικού έργου του Προκοπίου και αναφέρει τον Πέρση βασιλιά Ισδιγέρδη 736. Το πρώτο στοιχείο, όµως, σχετικά µε τον ίδιο το λαό το έχουµε στο πρώτο βιβλίο της Ιστορίας και συγκεκριµένα κατά την απαρίθµηση µανιασµένων θεοτήτων της ελληνικής µυθολογίας, στις οποίες ο Αγαθίας προσθέτει τον Πέρση Θεό Αρειµάνη 737, τον Πέρση, δηλαδή, Άδη σύµφωνα και µε το Λεξικό του Ησυχίου Ε Β 10.3, όπου εµφανίζονται και οι δύο όροι. 731 Γ 21.7, όπου εµφανίζονται και οι δύο όροι. 732 Β Β 25.8, Γ 12.8 και Γ Β Β Ειδικά για τις πόλεις της Περσίας που αναφέρονται στο κείµενο βλ. Κεφ. «Περσίς Χώρα», σ Πρ Α Alberti J., Hesychii Alexandrini Lexicon, Εκδ. Hakkert Α.Μ., Amsterdam, 1965, σ

125 Σχετικά µε την εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα κατά την κλασική αρχαιότητα, ο Αγαθίας καταλογίζει στους Πέρσες πως δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος, για να την πραγµατοποιήσουν. Επιπλέον, σε αυτή την έλλειψη σοβαρής αιτίας αποδίδει και τη µεγάλη τους ήττα. Σε αυτό το σηµείο ο ιστορικός βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στην περσική εκστρατεία τόσο του άτη όσο και του Ξέρξη µε ιδιαίτερη, µάλιστα, αναφορά στη µάχη του Μαραθώνα, η οποία και αποτέλεσε στην ουσία για τους Πέρσες µια πραγµατική πανωλεθρία 739. Φτάνει, επίσης, στο σηµείο να συγκρίνει την ήττα των Φράγγων από το Ναρσή µε εκείνη των Περσών 740, καταδεικνύοντας έτσι το µέγεθος της συµφοράς για τους Φράγγους, αλλά και της αδικίας που χαρακτήριζε τη δική τους εκστρατεία στην ιταλική χερσόνησο. Το µεγαλύτερο, όµως, µέρος της διήγησης του Αγαθία καταλαµβάνουν οι εχθροπραξίες Βυζαντινών και Περσών στην περιοχή της Λαζικής και γενικότερα στα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όπως περιγράφει ανάγλυφα ο ιστορικός µέσα στο έργο του, οι Βυζαντινοί και οι Πέρσες βρίσκονταν σε πολύ µεγάλη διαµάχη και συχνά οι πρώτοι λεηλατούσαν και ερήµωναν τα εδάφη των δεύτερων και αντιστρόφως είτε πραγµατοποιώντας απροειδοποίητες επιδροµές είτε επιχειρώντας σχεδιασµένες εκστρατείες µε πολυάριθµο στρατό 741. Στα χρόνια που περιγράφει ο Αγαθίας είχε συµφωνηθεί εκεχειρία από τις δύο πλευρές, κατά την οποία, ωστόσο, δε σταµάτησαν οι εχθροπραξίες, αλλά απλώς µεταφέρθηκαν από την ευρύτερη Ανατολή και την Αρµενία στη Χώρα των Κόλχων 742. Μέσα, λοιπόν, από τις µάχες στη Λαζική και ιδιαίτερα από τη µάχη του Φάσιδα, ο αναγνώστης µπορεί να περισυλλέξει στοιχεία για τον τρόπο, µε τον οποίο πολεµούσαν και ήταν ντυµένοι οι Πέρσες στη µάχη. Οι Μήδοι, λοιπόν, προκειµένου να τροµοκρατήσουν τον αντίπαλό τους, χτυπούσαν δυνατά τα τύµπανά τους και φώναζαν τόσο δυνατά που οι φωνές τους, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Αγαθίας έφταναν στα ύψη. Ταυτόχρονα, το χλιµίντρισµα των αλόγων του ιππικού τους µαζί µε το χτύπηµα των ασπίδων και τη «σύντριψιν» των θωράκων που φορούσαν «παµµιγῆ τινα καὶ ἄγριον ἀνέπλεκον ἦχον» 743. Μιλώντας, επιπλέον, για την περσική παράταξη για µάχη, αξίζει να συµπεριλάβουµε στο στρατιωτικό τους σώµα τις πολιορκητικές χελώνες ως προς τα µηχανήµατα και τους ελέφαντες µεταξύ των ζώων που συµµετείχαν στη µάχη. Ωστόσο, οι τελευταίοι δε φαίνεται να αποτελούσαν και τόσο ασφαλές πολεµικό µέσο, αφού, όπως αποδεικνύεται από την ίδια τη µάχη 739 Β Β Β Β Γ

126 του Φάσιδος, όταν πληγώνονταν, αποτελούσαν πολύ µεγάλο κίνδυνο ακόµα και για τους ίδιους τους Πέρσες που τους χρησιµοποιούσαν 744 Ολοκληρώνοντας την αναφορά µας στον περσικό εξοπλισµό, οφείλουµε να σηµειώσουµε και το στοιχείο που µας παραδίδει ο Αγαθίας σχετικά µε την κατά κόρον χρήση από µέρους τους της περικεφαλαίας για την προστασία της κεφαλής και των τόξων και σφενδονών για τη µάχη, σε αντίθεση µε τους συµµάχους τους ιλιµνίτες που, όπως θα δούµε λίγο παρακάτω 745, χρησιµοποιούσαν κατά βάση τα δόρατα 746. Τέλος, δε θα πρέπει να παραλείψουµε πως µέσα στο εκστρατευτικό σώµα των Περσών συµµετείχαν πέρα από τα σύµµαχα προς αυτούς έθνη, όπως οι προαναφερθέντες ιλιµνίτες, και σώµατα υπηρετών και αχθοφόρων που ήταν άπειρα µεν στον πόλεµο, αλλά βοηθούσαν σε µεγάλο βαθµό σε όσες ασχολίες δε σχετίζονταν µε τις ίδιες τις µάχες, αλλά την προετοιµασία τους ή τη µεταφορά υλικού και πρώτης ύλης για αυτές, όπως συνέβη µε την κοπή και τη µεταφορά ξυλείας στη µάχη του Φάσιδος 747. Πέρα, όµως, από το στρατιωτικό εξοπλισµό τους, οι Πέρσες δεν παρέλειπαν να παίρνουν µαζί τους και τα χρυσά, κατά κανόνα, κοσµήµατά τους, όπως περιδέραια και σκουλαρίκια, προκειµένου να διακρίνει κάποιος µέσα στο πλήθος ποιοι είναι οι επιφανείς πολίτες και ποιοι από αυτούς ανήκουν σε κάποια κατώτερη κοινωνική τάξη. Ο Αγαθίας, πάντως, δε φαίνεται να είναι υπέρµαχος αυτών των κοσµηµάτων για τους άνδρες, αν αναλογιστεί κανείς πως τα χαρακτηρίζει «θηλυπρεπῆ ποικίλµατα καὶ περίεργα» 748. Η ένδυση, όµως, µε κοσµήµατα στη µάχη δεν αποτελεί το µοναδικό στοιχείο που µας δίνεται µέσα στο κείµενο για τον πολιτισµό και τον τρόπο λειτουργίας των Περσών. Ο συγγραφέας της Ιστορίας πραγµατοποιεί µέσα στο έργο του δύο εκτεταµένες παρεκβάσεις, στις οποίες περιγράφει πολύ αναλυτικά τόσο τα περσικά ήθη και έθιµα σε διάφορους τοµείς της ζωής τους όσο και τα στοιχεία που αφορούν στην εναλλαγή των κυρίαρχων λαών στην Περσία και την εναλλαγή των Περσών βασιλέων στη διοίκηση της αυτοκρατορίας τους. Η ενδελεχής µελέτη αυτών των δυο παρεκβάσεων έχει ήδη πραγµατοποιηθεί από την Cameron 749. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο εδώ θα προβούµε σε απλή περιγραφή των στοιχείων αυτών, όπως προκύπτουν από το κείµενο, 744 Γ Βλ. Κεφ. «ιλιµνῖται», σ Γ Γ Γ Οι λαοί της Ανατολής συνήθιζαν ήδη από την αρχαιότητα να φορούν σκουλαρίκια και άλλα κοσµήµατα. Η αντίδραση των Ελλήνων ιστοριογράφων προέρχεται, επίσης, από εκείνη την εποχή. Σχετικά µε το θέµα βλ. Slane K.W. - Dickie M.W., "A Knidian Phallic Vase from Corinth", Hesperia, 62.4 (1993), σ Cameron Av., Agathias on the Sassanians, Dumbarton Oaks Papers, 23 (1969), σ

127 µε αναφορά στη µελέτη της Cameron, µόνο για πολύ συγκεκριµένα θέµατα. Η πρώτη, λοιπόν, από τις δύο αυτές παρεκβάσεις βρίσκεται στο δεύτερο µισό του δεύτερου βιβλίου της Ιστορίας του Αγαθία και ξεκινά µε τα περσικά έθιµα ταφής και την αντίληψη των Περσών για το θάνατο και την επαναφορά του ανθρώπου στη ζωή. Αφορµή για αυτήν αποτελεί ο θάνατος του Πέρση στρατηγού στη Λαζική Μερµερόη. Μετά, λοιπόν, από το θάνατό του οι ακόλουθοι του στρατηγού παρέλαβαν το σώµα του και το µετέφεραν σε κάποια τοποθεσία εκτός πόλεως, αφήνοντάς το εκτεθειµένο σύµφωνα µε τα πατροπαράδοτα έθιµά τους, προκειµένου να αποτελέσει τροφή για τα σκυλιά και τα όρνια που θα το έβρισκαν 750. Ο Αγαθίας τονίζει αµέσως παρακάτω πως αυτό ήταν το περσικό έθιµο για την αντιµετώπιση των νεκρών Περσών και τα οστά τους παρέµεναν στο τέλος γυµνά και διασκορπισµένα στις διάφορες περιοχές. Σε αντίθεση µε τους Βυζαντινούς και µε άλλους λαούς η στάση απέναντι στο νεκρό δεν περιελάµβανε τοποθέτηση του σκηνώµατος µέσα σε κάποιο τάφο ή λάρνακα ούτε, όµως, καν την ταφή του στο έδαφος 751. Επιπλέον, ο χαρακτηρισµός ενός νεκρού ως βέβηλου ή όσιου διαµορφώνεται ανάλογα µε την τύχη της σωρού του. Εφόσον, δηλαδή, κάποιον δεν τον καταβροχθίσουν γρήγορα τα όρνια ή τα σκυλιά, οι Πέρσες τον θεωρούν βέβηλο ως προς τους τρόπους και άδικο και υποχθόνιο στην ψυχή, η οποία σύµφωνα µε τις αντιλήψεις τους είχε µεταφερθεί «τῷ κακῷ δαίµονι». Τότε, λοιπόν, οι συγγενείς έκλαιγαν ακόµη περισσότερο το νεκρό τους, επειδή είχε πεθάνει ολοκληρωτικά και δεν αξιώθηκε µετά θάνατον «τῆς κρείττονος µοίρας» 752. Απεναντίας, όποιος καταβροχθιζόταν από τα όρνια και τα σκυλιά σχεδόν αµέσως, τον µακάριζαν για την ευδαιµονία του και θαύµαζαν σε µεγάλο βαθµό την ψυχή του, επειδή ήταν πάρα πολύ καλή και σύµφωνη µε τους θεούς τους, µε αποτέλεσµα να µεταφερθεί µετά θάνατον «ἐς τὸν τοῦ ἀγαθοῦ χῶρον» 753. Όσον αφορά στους κοινούς θνητούς και στους πιο άσηµους που συνέβαινε να αρρωστήσουν βαριά µέσα στο στρατόπεδο σε κάποια εκστρατεία, αυτοί οδηγούνταν σε κάποια αποµακρυσµένη τοποθεσία, όταν ακόµη ήταν ζωντανοί και νηφάλιοι. Όταν, όµως, άφηναν κάποιον να πεθάνει µόνος του µε αυτό τον τρόπο, τον προµήθευαν µε ψωµί, νερό και µια ράβδο. Όσο, λοιπόν, αυτό το άτοµο είναι ακόµη αρκετά υγιές, για να γεύεται την τροφή του, χωρίς να τον έχουν εγκαταλείψει οι δυνάµεις του, αµύνεται απέναντι στα ζώα που του επιτίθενται µε τη ράβδο του και γλιτώνει από το να γίνει γεύµα τους. Εάν, όµως, δεν έχει φτάσει µεν ως 750 Β Β Β Β

128 το θάνατο, αλλά η νόσος τον έχει καταβάλει σε τέτοιο βαθµό, ώστε δεν µπορεί να κινήσει ούτε τα χέρια του, τότε αυτόν τον άµοιρο τον κατασπαράζουν τα ζώα όσο ακόµα είναι ετοιµοθάνατος, οδηγώντας τον στο θάνατο και αφαιρώντας του έτσι και την τελευταία ελπίδα να αναρρώσει 754. Υπήρξαν, βέβαια, πολλοί, οι οποίοι τελικά ανάρρωσαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους και έφτασαν εκεί αδύνατοι, χλωµοί και τέτοιοι που προκαλούσαν το φόβο σε όποιους τους συναντούσαν. Αν, όµως, επιστρέψει κάποιος µε αυτό τον τρόπο, όλοι τον αποφεύγουν και αλλάζουν δρόµο, επειδή θεωρείται πως ανήκει ακόµα στους νεκρούς του Κάτω Κόσµου. Και δεν µπορεί να επανέλθει στους συνήθεις ρυθµούς της καθηµερινής ζωής, αν δεν εξαγνιστεί το µίασµα του δήθεν επικείµενου θανάτου του από τους µάγους και δεν αποκτήσει µε αυτόν τον τρόπο και πάλι το δικαίωµα στη ζωή 755. Οι Πέρσες, µάλιστα, προσπαθούσαν σύµφωνα µε το κείµενο να παρουσιάσουν τα έθιµά τους ως τα καλύτερα όλων. Ο Αγαθίας φαίνεται να αποδέχεται τη στάση τους αυτή, αλλά του προξενεί απορία το γεγονός πως οι παλαιότεροι κάτοικοι της περσικής αυτοκρατορίας, είτε, δηλαδή, οι Ασσύριοι είτε οι Χαλδαίοι είτε ακόµα και οι ίδιοι οι Μήδοι δεν είχαν τα ίδια έθιµα µε τους Πέρσες της εποχής του. Αιτιολογώντας την απορία του αυτή, µας πληροφορεί πως οι κάτοικοι γύρω από την πόλη Νίνο, οι κάτοικοι της Χώρας των Βαβυλωνίων, αλλά ακόµα και αυτοί της Μηδικής είχαν κατασκευάσει τύµβους και τάφους για τους νεκρούς της εποχής τους, λειτουργώντας, δηλαδή, µε τον ίδιο τρόπο που θα λειτουργούσαν σε ανάλογη περίπτωση και οι συµπατριώτες του στα χρόνια του. Παρά το γεγονός, τέλος, πως οι τύµβοι και οι τάφοι αυτοί µπορεί να περιελάµβαναν µέσα τους σκόνη, επειδή οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να αποτεφρώνουν τα πτώµατα των νεκρών τους, δεν είναι δυνατό να παρατηρηθεί καµία οµοιότητα µε τα περσικά έθιµα που επικρατούσαν κατά τον έκτο αιώνα 756. Πέρα, όµως, από τα διαφορετικά ταφικά έθιµα, οι σύγχρονοι του Αγαθία Πέρσες διέφεραν από τους προγόνους τους και στο σεβασµό της συζύγου τους, τον οποίο καλλιεργούσαν δεόντως οι αρχαίοι Πέρσες σε αντιδιαστολή µε τους νεότερους. Οι Πέρσες του έκτου αιώνα φαίνεται πως δεν υπολόγιζαν καθόλου την ύπαρξη συγγένειας ανάµεσα σε δύο άτοµα που ήθελαν να συνευρεθούν. Έτσι πληροφορούµαστε από το κείµενο πως οι άντρες συνευρίσκονται µε την ίδια ευκολία που θα συνευρίσκονταν και µε ξένες τόσο µε τις αδερφές και τις ανιψιές τους όσο και µε τις κόρες τους ή τις µητέρες τους οι νεότεροι. Αξίζει εδώ να τονίσουµε πως, παρότι σήµερα όλοι οι παραπάνω τρόποι προκαλούν 754 Β Β Β

129 αποτροπιασµό, ο Αγαθίας θεωρεί το χειρότερο από όλα να συνευρίσκονται οι γιοι µε τις µητέρες τους, ενώ µέσα από το ύφος του φαίνεται πως θα µπορούσε ίσως να αποδεχτεί τα υπόλοιπα 757. Ο συγγραφέας, επιπλέον, αποδίδει την προέλευση αυτού του τρόπου λειτουργίας στους ίδιους τους Πέρσες παραπέµποντας στην ιστορία της Ασσύριας βασίλισσας Σεµιράµιδος που ποθούσε τόσο έντονα τον ίδιο της το γιο, το Νινύα, ώστε κατέβαλε προσπάθειες να τον κατακτήσει ερωτικά, µολονότι ήταν παιδί της. Ο Νινύας, µάλιστα, θεώρησε πολύ µικρότερο το µίασµα της µητροκτονίας και, όταν η Σεµίραµις έφτασε να τον πιέζει υπερβολικά, την σκότωσε. Φαίνεται, όµως, πως το περιστατικό της Σεµιράµιδος δεν ήταν µεµονωµένο, αφού και η µητέρα του αρείου Παρύσατις πόθησε ερωτικά το γιο της, µε αποτέλεσµα εκείνος να την απορρίψει από µητέρα του και να τη διώξει µακριά του, επειδή, όπως πίστευε, αυτό ήταν µιαρό και δεν είχε σχέση µε τον πατροπαράδοτο περσικό τρόπο ζωής 758. Ωστόσο, ο αρείος δεν τη σκότωσε και δεν επωµίστηκε ένα αµάρτηµα, του οποίου τη σηµασία τονίζει ιδιαίτερα ο Αγαθίας µε το περιστατικό του νεκρού άνδρα που συνάντησαν έκθετο οι επτά σοφοί κατά την επιστροφή τους από το περσικό κράτος και το συµβολικό όνειρο που είδε ένας από αυτούς. Αφού, δηλαδή, οι φιλόσοφοι έθαψαν το έκθετο νεκρό σώµα, ένας από αυτούς είδε στον ύπνο του ένα γέρο άντρα να τον συµβουλεύει να µη θάψουν το νεκρό, γιατί είχε υποπέσει σε µητροκτονία και ήταν αδύνατο για τη γη, τη µητέρα όλων, να τον δεχτεί µέσα της. Μάλιστα, όταν ξύπνησε, διηγήθηκε στους άλλους το όνειρο και συνέχισαν την πορεία τους προς το βυζαντινό κράτος, είδαν εκ νέου τον ίδιο νεκρό άταφο και τον άφησαν κατόπιν του ονείρου που είδαν, όπως ακριβώς τον βρήκαν 759. Οι Πέρσες του έκτου αιώνα, πάντως, φαίνεται να έχουν παραµελήσει όλα σχεδόν τα προγενέστερα ήθη τους και να τα έχουν ανατρέψει. ιάγουν, λοιπόν, το βίο τους µε βάση διαφορετικά και νοθευµένα έθιµα που προήλθαν από τα διδάγµατα του Ζωρόαστρου, ιδρυτή του Ζωροαστρισµού 760 και γιο του Οραµάσδη 761. Ο Αγαθίας παραδέχεται πως δεν του ήταν δυνατό να εξακριβώσει την ακριβή χρονολογία, κατά την οποία έζησε ο Ζωρόαστρος 762, αλλά είναι βέβαιο 757 Β Σχετικά µε το περσικό έθιµο, όχι απλά να συνευρίσκονται, αλλά ακόµα και να παντρεύονται οι γονείς τα παιδιά τους βλ. Littman R.J, "The Loves of Alcibiades", Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 101 (1970), σ Β Β Για την πίστη των Περσών στο Ζωροαστρισµό βλ. Irfan Shahid, "Byzantium and the Arabs in the Sixth Century. Volume II, Part 1: Toponomy, Monuments, Historical Geography, and Frontier Studies (Bosworth, C. Edmund)", Journal of Semitic Studies, 49.2 (2004), σ. 370 και Αλεξάκης, ό.π., σ. 299, σηµ Β Β Για την ακριβή χρονολόγηση του Ζωρόαστρου βλ. Williams Jackson A.V., "On the Date of Zoroaster", Journal of the American Oriental Society, 17 (1896), σ και Shahbazi A.S., "The 'Traditional Date of Zoroaster' Explained", Bulletin of the School of Oriental and African Studies, 128

130 πως υπήρξε αυτός που τους µύησε στις µαγικές ιεροτελεστίες 763. Έτσι, αφού αλλοίωσε τις παλαιότερες τελετουργίες, κατάφερε στη συνέχεια να εντάξει µέσα στις αντιλήψεις του νέες συγκεχυµένες δοξασίες που διακρίνονταν για την ποικιλία του περιεχοµένου τους 764. Πριν από το Ζωρόαστρο, οι Πέρσες πίστευαν στους ίδιους Θεούς που πίστευαν και οι αρχαίοι Έλληνες, όπως το ία και τον Κρόνο. Η µόνη τους διαφοροποίηση ήταν πως τους ονόµαζαν µε διαφορετικό τρόπο. Έτσι ονόµαζαν το ία Βήλο, τον Ηρακλή Σάνδη και την Αφροδίτη Αναΐτιδα, ενώ και για τους υπόλοιπους υπήρχαν παρόµοιες διαφοροποιήσεις. Ο Αγαθίας σε αυτό το σηµείο παραπέµπει στους προγενέστερούς του ιστορικούς Βηρωσσό το Βαβυλώνιο, Αθηνοκλή 765 και Σιµακό, οι οποίοι κατέγραψαν την ασσυριακή και τη µηδική ιστορία, σε περίπτωση που κάποιος θέλει να µάθει ακόµα περισσότερα για αυτά τα θέµατα 766. Στα χρόνια, όµως, του Αγαθία οι Πέρσες φαίνεται να αποδέχονται, όπως µαθαίνουµε από το κείµενο, τις απόψεις των Μανιχαίων, σύµφωνα µε τις οποίες υπάρχουν στον κόσµο δύο αρχές. Η πρώτη από αυτές είναι η αγαθή και είναι αυτή που δηµιούργησε στον κόσµο τα καλύτερα των όντων του, ενώ η δεύτερη είναι η κακή που έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Την αγαθή αρχή οι Πέρσες την προσωποποίησαν και ως θεό την ονοµάζουν πλέον Ορµισδάτη, ενώ ο Θεός που εκφράζει την κακή αρχή του κόσµου ονοµάζεται Αρειµάνης. Με βάση το ίδιο δόγµα, η µεγαλύτερη γιορτή τους είναι η τελετουργία της λεγόµενης κατάργησης του κακού, κατά την οποία σφάζουν ένα µεγάλο πλήθος από ερπετά, από άγρια ζώα και από ζώα που ζουν στην έρηµο και τα προσφέρουν στους µάγους τους, προκειµένου να επιβεβαιώσουν την ευσέβειά τους. Οι Πέρσες, φυσικά πραγµατοποιούν αυτήν την προσφορά, επειδή πιστεύουν πως µε αυτό τον τρόπο κουράζονται, για να χαρίσουν κάτι στο Θεό του καλού, ενώ από την άλλη µεριά στενοχωρούν και βλάπτουν το Θεό του κακού. Τέλος, τιµούν σε τόσο µεγάλο βαθµό το νερό, ώστε δεν πλένουν καν το πρόσωπό τους ούτε και έρχονται σε επαφή µε αυτό για οποιονδήποτε άλλο λόγο πέρα από την πόση του ή το πότισµα των φυτών τους 767. University of London, 40.1 (1977), σ Ο Williams, µάλιστα, χρησιµοποιεί την ιστορία του Αγαθία ως βάση της άποψης πως η χρονολόγηση αυτή δεν µπορεί να είναι βέβαιη. Βλ. ό.π., σ Για το ρόλο των µάγων µέσα στο δόγµα του Ζωροαστρισµού βλ. Cameron Av., "Agathias and Cedrenus on Julian", The Journal of Roman Studies, 53.1/2 (1963), σ Β Η ονοµαστική έστω αναφορά για αυτόν τον ιστορικό είναι µοναδική στον Αγαθία και δεν υπάρχει καµιά περαιτέρω πληροφορία από άλλες πηγές. Βλ. και Jacoby F, Die Fragmente der griechischen Historiker, Εκδ. Brill, τ. 3C, Leiden, 1958, σ Β Β Για την αντιµετώπιση των απόψεων των Μανιχαίων και άλλων θρησκευτικών και αιρετικών δογµάτων πλην του ορθόδοξου χριστιανικού δόγµατος στην πρώιµη βυζαντινή περίοδο βλ. Cameron Av., "How to Read Heresiology", Journal of Medieval and Early Modern Studies, 33.3 (2003), σ

131 Όπως, όµως, και οι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και οι Πέρσες πιστεύουν σε πολλούς περισσότερους θεούς από τους προαναφερθέντες ενώ η οµοιότητά τους µε τους αρχαίους Έλληνες εντοπίζεται και σε άλλους τοµείς της θρησκείας, όπως την πραγµατοποίηση θυσιών, τους εξαγνισµούς και την πίστη στις µαντείες 768. Ταυτόχρονα, οι δοξασίες των µάγων του περσικού κράτους φαίνεται, όµως, να παρουσιάζουν οµοιότητες και µε αυτές που είχαν αναπτυχθεί στη γειτονική τους Αίγυπτο. Οι Πέρσες αστρολόγοι, λοιπόν, εµφανίζονται να συµφωνούν µε τις παλαιότερες αιγυπτιακές δοξασίες πως κατά τη διάρκεια των αιώνων υπάρχουν περίοδοι που είναι καλές και ευτυχισµένες, αλλά και άλλες που είναι πάρα πολύ άσχηµες και µοχθηρές. Πιστεύουν, µάλιστα, πως ο κύκλος που διανυόταν κατά τα χρόνια που περιγράφει ο Αγαθίας ανήκει στις χειρότερες περιόδους που πέρασαν ποτέ. Σε αυτό, εξάλλου, αποδίδουν οι ίδιες δοξασίες το πλήθος των πολέµων και των εµφυλίων συγκρούσεων, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι τα λοιµώδη νοσήµατα ευδοκιµούσαν εκείνη την εποχή και διαδέχονταν το ένα το άλλο 769. Ο Αγαθίας, πάντως, δε φαίνεται να τοποθετείται µέσα στο έργο ούτε υπέρ ούτε κατά αυτής της αντίληψης, αλλά διατηρεί µάλλον ουδέτερη στάση απέναντί της. Επιπλέον, σύµφωνα µε τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις µεταξύ των αγιότατων και ιερών πραγµάτων τοποθετείται και η φωτιά. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο οι µάγοι διατηρούν άσβεστο το πυρ σε µικρούς, αποµακρυσµένους, ιερούς για τους Πέρσες ναούς και πραγµατοποιούν τις τελετουργικές τους ιεροτελεστίες κοιτάζοντας προς αυτό, προκειµένου να πληροφορηθούν µε αυτόν τον τρόπο όσα πρόκειται να συµβούν στο µέλλον 770. Ο ιστορικός, εξάλλου, θεωρεί πως τη χρήση του πυρός στις µυστικές τους θρησκευτικές τελετές την προσέλαβαν είτε από τους Χαλδαίους είτε από κάποιο άλλο έθνος, καθώς αυτό το εθιµοτυπικό δεν ταιριάζει µε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που προέρχονται από τους Μανιχαίους. Εποµένως, οι αντιλήψεις τους είναι δανεισµένες από ένα µεγάλο αριθµό διαφορετικών λαών και χαρακτηρίζονται ακριβώς από αυτή την πολύ µεγάλη ποικιλία τους. Την πραγµατικότητα αυτή ως προς τα πιστεύω του περσικού λαού ο συγγραφέας της Ιστορίας τη θεωρεί µάλλον φυσιολογική, αφού, όπως λέει χαρακτηριστικά, δε γνωρίζει ο ίδιος κάποια άλλη κοινωνία στα χρόνια του, η οποία, αφού µεταβλήθηκε τόσες πολλές φορές ως προς το σχήµα και τη µορφή της, να καταφέρει να παραµείνει οµοιογενής στη διάρκεια του χρόνου, παρά το πλήθος των εθνών που ανέλαβαν την εξουσία της Β Ε Β Β

132 Στα πλαίσια της ίδιας παρέκβασης ο Αγαθίας βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει όλες τις εναλλαγές στην εξουσία των περσικών εδαφών 772, αιτιολογώντας έτσι και τα όσα ανέφερε παραπάνω σχετικά µε τις πολυποίκιλες επιδράσεις που δέχθηκαν οι Πέρσες από τους λαούς αυτούς που κυριάρχησαν στη γη τους. Συνοψίζοντας τα όσα λέει ο ιστορικός στο κείµενό του, αξίζει να σηµειώσουµε πως ο πρώτος λαός που υπέταξε όλη την Ασία πλην των Ινδών ήταν οι Ασσύριοι µε πρώτο τους βασιλιά το Νίνο που τον διαδέχτηκε αργότερα η Σεµίραµις και κατόπιν όλη «ἡ τοῦ Σεµιραµείου φύλου διαδοχή» 773. Η ασσυριακή κυριαρχία στην περιοχή ολοκληρώνεται µε το Σαρδανάπαλο µετά από τουλάχιστον χίλια τριακόσια έξι χρόνια 774, ενώ αµέσως µετά ο Μήδος Αρβάκης και ο Βαβυλώνιος Βέλεσυς σκοτώνουν τον Ασσύριο βασιλιά και µεταβιβάζουν τη διακυβέρνηση της περιοχής στο Μηδικό έθνος. Ως προς την ασσυριακή κυριαρχία στην περιοχή, ο Αγαθίας παραπέµπει στους προγενέστερούς του Βίωνα και Αλέξανδρο Πολυΐστωρα, ενώ για τη µεταβίβασή της στο Μηδικό έθνος ο συγγραφέας της Ιστορίας βασίζεται σε όσα γράφουν ο Κτησίας ο Κνίδιος και ο ιόδωρος ο Σικελιώτης 775. Στη συνέχεια, ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος που άλλαξε και πάλι τα δεδοµένα στη διακυβέρνηση της περιοχής και «ἐς Μακεδονικήν τα πράγµατα µετέθηκε πολιτείαν» 776. Οι εµφύλιες, όµως, διαµάχες καθώς και η αντιπαλότητα µε τους Ρωµαίους αποδυνάµωσε τη µακεδονική κυριαρχία και αποτέλεσε την αιτία, για να αναλάβουν τα ηνία της περιοχής µετά από περίπου χίλια τριακόσια χρόνια οι Παρθυαίοι µε κορυφαίο τους ηγεµόνα το Μιθριδάτη 777, οι οποίοι σύµφωνα µε το κείµενο υπήρξαν προηγουµένως υποτελείς των Μακεδόνων 778. Οι Παρθυαίοι διατήρησαν τον έλεγχο της περιοχής για διακόσια εβδοµήντα χρόνια και, στη συνέχεια, η εξουσία κατελήφθη και πάλι από τους Πέρσες και, µάλιστα, από τη δυναστεία, στην οποία ανήκε και ο σύγχρονος του Αγαθία Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης. Τότε, εξάλλου, ήταν που η περσική αυτοκρατορία µε πρώτο της βασιλιά στη νέα της εποχή τον Αρταξάρη έλαβε για πρώτη φορά και τη µορφή, µε την οποία τη συναντούµε και τον έκτο αιώνα Αναλυτικά για τους αρχαίους Πέρσες και τη χρονολόγηση των δυναστειών που άσκησαν την εξουσία στο περσικό κράτος βλ. Taqizadeh S.H., "The Early Sasanians: Some Chronological Points Which Possibly Call for Revision", Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London 11.1 (1943), σ Β Για το ζήτηµα της χρονολόγησης βλ. Cameron, Για την προσωπικότητα του Σαρδανάπαλου και τη σύγχυση στο κείµενο σχετικά µε την ασσυριακή ή την περσική κυριαρχία στην περιοχή, µετά από την κατάληψη της Μεσοποταµίας από τον Κύρο, βλ. και Krappe A.H., "The Anatolian Lion God", Journal of the American Oriental Society, 65.3 (1945), σ Β Β Β Β Β

133 Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι µάγοι έπαιζαν ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο µέσα στην περσική κοινωνία. Αυτό έγινε, άλλωστε, απόλυτα σαφές από τα ζώα που προσέφεραν ως αναθήµατα σε αυτούς οι πολίτες. Μετά, όµως, από την ανάληψη της εξουσίας από τον Αρτάβανο οι µάγοι απέκτησαν ακόµη µεγαλύτερη δύναµη, καθώς ο ίδιος ο Πέρσης βασιλιάς ανήκε στις τάξεις τους και γνώριζε όλα τα µυστικά τους. Έφτασε, µάλιστα, σε τόσο µεγάλο βαθµό η τιµή προς τα πρόσωπά τους και η ελευθερία του λόγου τους που έµοιαζαν να αποτελούσαν πλέον κοµµάτι της ίδιας της εξουσίας 780. Το ίδιο συµπέρασµα, ωστόσο, προκύπτει ακόµα και από παραδείγµατα που προέρχονται από την αρχαιότητα. Έτσι, ο µάγος Σµέρδιος έφτασε στο σηµείο να καταλάβει την εξουσία από τον Καµβύση. Η πράξη αυτή προξένησε την αντίδραση µιας µεγάλης µερίδας Περσών, οι οποίοι θεωρούσαν πως δεν ήταν δυνατό να κατέχει την εξουσία ένας µάγος, όπως ο Σµέρδιος. Οι Πέρσες αυτοί, λοιπόν, συντάχθηκαν γύρω από το αρείο και δολοφόνησαν µε αυτό το σκεπτικό τόσο το Σµέρδιο όσο και µια οµάδα οπαδών του. Η δολοφονία, επιπλέον, αυτή, όχι µόνο δε θεωρήθηκε πράξη ιεροσυλίας για αυτούς που τη διέπραξαν, αλλά οι δολοφόνοι λογίστηκαν και µεταξύ των αξιοµνηµόνευτων περσικών προσωπικοτήτων και οι Πέρσες καθιέρωσαν γιορτή προς τιµήν τους που την ονόµασαν «Μαγοφόνια», κατά την οποία τελούσαν θυσίες, µε τις οποίες ευχαριστούσαν τους δολοφόνους για την πράξη τους ακόµη και οι µεταγενέστερες περσικές γενιές 781. Στα χρόνια, όµως, του Αγαθία οι µάγοι είχαν ανακτήσει την παλαιότερη προς αυτούς τιµή και δόξα και όλες οι κρατικές αποφάσεις λαµβάνονταν µε βάση τις επιθυµίες και τις προφητείες τους. Επίσης, συµµετείχαν στις ιδιωτικές συµφωνίες και αποφαίνονταν ακόµα και σε δίκες, µε αποτέλεσµα να µη θεωρείται τίποτα δίκαιο ή νόµιµο µέσα στην περσική κοινωνία, αν δεν είχε επικυρωθεί πρώτα από κάποιο µάγο 782. Η σύνδεση της βασιλικής εξουσίας µε τις µαντικές ικανότητες κάποιων ανθρώπων φαίνεται ακόµα και από την ανάρρηση στο θρόνο του πρώτου Πέρση βασιλιά µετά τους Παρθυαίους, του Αρταξάρη. Στη δική του περίπτωση, επιπλέον, µπορεί κάποιος να παρατηρήσει και την έλλειψη σεβασµού µέσα σε οικογενειακό επίπεδο και µεταξύ των συζύγων, για την οποία έγινε λόγος και λίγο παραπάνω. Ο Αρταξάρης, λοιπόν, σύµφωνα µε τα περσικά έγγραφα ήταν γιος του Πάβεκου, ο οποίος, ωστόσο, γεννήθηκε από το σπέρµα του Σάσσανου. Ο Σάσσανος, δηλαδή, τεκνοποίησε τη γυναίκα του Πάβεκου µε δόλο του τελευταίου, 780 Β Για το σηµαντικό ρόλο των µάγων στην περσική κοινωνία, όπως αυτός περιγράφεται στο έργο του Αγαθία βλ. Neusner J., "Rabbi and Magus in Third-Century Sasanian Babylonia", History of Religions, 6.2 (1966), σ Β Β

134 όταν κατάλαβε µε τις µαντικές του ικανότητες πως ο απόγονος του Σάσσανου, ενός απλού στρατιώτη που έτυχε να φιλοξενήσει στο σπίτι του, επρόκειτο να καταλάβει υψηλά αξιώµατα µέσα στο περσικό κράτος. Όταν, λοιπόν, η θεωρία αυτή του Πάβεκου βγήκε αληθινή, οι δύο άντρες ήρθαν σε έντονη αντιπαράθεση για την κηδεµονία του νεαρού Πέρση βασιλιά, του Αρταξάρη και κατέληξαν στο συµπέρασµα «υἱὸν µὲν αὐτὸν Παβέκου καλεῖσθαι, ἐκ σπέρµατος δὲ ὅµως Σασάνου τεχθέντα» 783. Ο Αγαθίας θεωρεί τον εαυτό του πολύ επιτυχηµένο ιστορικό, επειδή είναι ο µόνος από τους Βυζαντινούς ιστορικούς, ο οποίος ασχολήθηκε µε τη γενεαλογία των Περσών βασιλέων και τον τρόπο της ενθρόνισής τους. Όλοι οι υπόλοιποι, όπως µας αναφέρει, απαριθµούν απλώς τους Ρωµαίους βασιλείς ξεκινώντας από το Ρωµύλο ή ίσως και ακόµα παλαιότερα, από τον Αινεία το γιο του Αγχίση, και καταλήγουν στον Αναστάσιο και τον Ιουστίνο τον πρεσβύτερο, ενώ κανείς τους δεν έχει µελετήσει ενδελεχώς τους Πέρσες βασιλείς και τις χρονολογίες που εκείνοι βασίλεψαν, ιδίως όταν πρόκειται για αυτούς που ανέλαβαν την εξουσία µετά από την διακυβέρνηση της περιοχής από τους Παρθυαίους 784. Επιθυµώντας να προσδώσει στο έργο του ακόµη µεγαλύτερο κύρος και αξία, ο ιστορικός τονίζει πως τις πληροφορίες του για τους Πέρσες βασιλείς τις αντλεί από τα επίσηµα περσικά δηµόσια έγγραφα και πως εξαιτίας αυτού είναι υποχρεωµένος να παραθέσει όλα τα αναφερόµενα ονόµατα των Περσών βασιλέων που περιλαµβάνονται σε αυτά, παρότι πολλοί από τους βασιλείς αυτούς δεν πραγµατοποίησαν «οὐδέν τι ἀξιαφήγητον» 785. Ο Αγαθίας διακρίνει µεταξύ των Περσών βασιλέων το Χοσρόη, ο οποίος σύµφωνα µε το κείµενο ανέβηκε στον περσικό θρόνο 294 χρόνια µετά την ενθρόνιση του Αρταξάρη, αλλά την περίοδο που περιγράφεται στην Ιστορία διένυε ήδη τον εικοστό πέµπτο του χρόνο 786. Ο βασικός λόγος, για τον οποίο ο Χοσρόης ήταν πρόσωπο κοινής αποδοχής από τους Πέρσες και τους Βυζαντινούς, είναι η αγάπη που επεδείκνυε τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για τη φιλοσοφία, µε αποκορύφωµα αυτής της αγάπης τη µετάφραση στα περσικά αρχαίων ελληνικών έργων, όπως του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα και την πλήρη εκ µέρους του εκµάθησή τους 787. Ωστόσο, οι µεγάλες προσπάθειες του Πέρση βασιλιά δε φαίνεται να πείθουν τον Αγαθία για τη βαθιά του µόρφωση και παιδεία. Τα βασικά επιχειρήµατα του συγγραφέα είναι πως τα έργα χάνουν οπωσδήποτε ένα µέρος της σηµασίας τους κατά τη µετάφραση, αλλά ακόµη και αν αυτό 783 Β Β Β Β Β

135 αποφευχθεί, δεν είναι δυνατό να προσληφθούν µε τον ίδιο τρόπο που τα προσλάµβαναν οι αρχαίοι Έλληνες από τον Χοσρόη, καθώς ο τελευταίος µεγάλωσε από µικρό παιδί στα πλαίσια της βασιλικής αλαζονείας και της κολακείας που αποδιδόταν στο αξίωµα του βασιλιά, και ενός τρόπου ζωής που ήταν βαρβαρικός σε µέγιστο βαθµό και χαρακτηριζόταν για τους πολέµους του και τις στρατιωτικές εκστρατείες 788. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του περιβάλλοντος, στο οποίο ανατράφηκε και έζησε ο Χοσρόης, ο συγγραφέας του κειµένου έχει πολλές αµφιβολίες για την κατανόηση των κειµένων αυτών από τον Πέρση βασιλιά 789. Πάντως, είναι βέβαιο πως η προσπάθεια αυτή του Χοσρόη να εντάξει τα αρχαία ελληνικά κείµενα µέσα στην παιδεία του και να ορίσει τη µετάφρασή τους, ώστε να µπορούν να τα διαβάσουν και άλλοι Πέρσες, είναι οπωσδήποτε αξιοµνηµόνευτη και δηλώνει σαφώς το υψηλό πνευµατικό επίπεδο που επιδίωκε ο Χοσρόης όχι µόνο για τον ίδιο, αλλά και γενικότερα για την περσική αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο. Αυτό, όµως, το επίπεδο αποδεικνύεται στη συνέχεια του έργου πως ήταν πολύ δύσκολο να το αποκτήσει, αν αναλογιστεί κανείς πως έπεσε θύµα ενός απλού ανθρώπου που απλώς προσποιούνταν το σοφό και τον χαρακτήριζε ως το σοφότερο του κόσµου, παρότι είχαν προηγουµένως επισκεφτεί το περσικό κράτος οι επτά σοφοί που αυτοεξορίστηκαν από τη βυζαντινή αυτοκρατορία λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων 790. Με αφορµή την επίσκεψη των επτά σοφών στην Περσία, µπορούµε να µάθουµε από το κείµενο τόσο τις φήµες που κυκλοφορούσαν για το περσικό κράτος όσο και την πραγµατική κατάσταση που επικρατούσε σε αυτό. Οι Βυζαντινοί, λοιπόν, φιλόσοφοι επισκέφτηκαν τη γειτονική τους Περσία, επειδή είχαν πειστεί από τις φήµες πως η περσική αυτοκρατορία ήταν ένα κράτος δικαίου ως προς τη µορφή της διακυβέρνησής του και µε δοµή, όπως αυτή που περιγράφει ο Πλάτωνας στα έργα του, µία συνύπαρξη, δηλαδή, της βασιλείας µε τη φιλοσοφία. Είχαν ακούσει, επίσης, πως οι υπήκοοι του κράτους διακρίνονταν για τη µεγάλη τους σωφροσύνη και κοσµιότητα και δε γεννιούνταν εκεί ούτε κλέφτες περιουσιακών στοιχείων ούτε άρπαγες, αλλά και δεν επιζητούσαν οποιουδήποτε είδους αδικία. Έφτανε, µάλιστα, το αίσθηµα δικαίου σε τόσο µεγάλο βαθµό, ώστε, όπως ανάγλυφα περιγράφει ο Αγαθίας, ακόµα και αν συνέβαινε να ξεχάσει κάποιος ένα πολύτιµο αντικείµενο σε ένα έρηµο µέρος, δε θα το έπαιρνε κανείς από όσους περνούσαν από εκεί, αλλά θα το άφηναν σε εκείνο το σηµείο, 788 Για το ζήτηµα της αξίας των µεταφράσεων αυτών και τη διαφορετική άποψη Θεοδώρητου και Αγαθία στα ιστορικά τους έργα βλ. Sevcenko I., "Three Paradoxes of the Cyrillo-Methodian Mission", Slavic Review, 23.2 (1964), σ Β Β

136 µέχρι να επιστρέψει ο κάτοχός του να το πάρει. Αυτές οι φήµες, λοιπόν, διαδίδονταν για το περσικό κράτος και φαίνεται πως ήταν πάρα πολύ πειστικές για την εποχή, καθώς οι επτά φιλόσοφοι πείστηκαν από αυτές και ξεκίνησαν να πάνε να ζήσουν σε αυτό 791. Η πραγµατικότητα, όµως, την οποία συνάντησαν εκεί, ήταν εντελώς διαφορετική και δεν είχε καµία απολύτως σχέση µε όσα είχαν ακούσει, πριν ξεκινήσουν. Ανακάλυψαν, δηλαδή, πως οι Πέρσες ηγεµόνες ήταν υπερβολικά αλαζόνες και υπερόπτες, µε αποτέλεσµα να τους προκαλούν απέχθεια και τάση να τους κακολογούν συνεχώς. Επιπροσθέτως, διαπίστωσαν πως η χώρα κατοικούνταν από ένα µεγάλο αριθµό κλεφτών και λωποδυτών, κάποιοι από τους οποίους συλλαµβάνονταν, τη στιγµή που κάποιοι άλλοι κατόρθωναν να διαφύγουν της σύλληψης, ενώ ήταν δεδοµένο πως διαπραττόταν κάθε είδους αδικία και παρανοµία στο κράτος 792. Επιπλέον, οδηγήθηκαν στο συµπέρασµα πως µέσα στα πλαίσια αυτά οι δυνατοί έβρισκαν την ευκαιρία να βλάψουν τους αδυνάτους χρησιµοποιώντας προς εκείνους µεγάλες δόσεις όχι µόνο ωµότητας αλλά και απανθρωπιάς. Τέλος, αυτό που τους προξένησε τη µεγαλύτερη εντύπωση από όλα ήταν το γεγονός πως, ενώ όλοι οι άντρες είχαν το δικαίωµα να παντρευτούν όσες γυναίκες ήθελαν και το πραγµατοποιούσαν, στην περσική αυτοκρατορία λάµβανε χώρα ένα µεγάλο πλήθος µοιχειών 793. Όταν έχασαν και την τελευταία τους ελπίδα να βρουν τουλάχιστον ένα βασιλιά, ο οποίος θα ήταν όντως γνώστης της φιλοσοφίας και αντί αυτού γνώρισαν ένα βασιλιά που υπερηφανευόταν για τις γνώσεις του, αλλά στην ουσία δε γνώριζε τίποτα, άρχισαν να κατηγορούν τους εαυτούς τους για την απόφασή τους να µεταβούν εκεί και, σε συνδυασµό και µε τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των Περσών και το πλήθος των µοιχειών, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο βυζαντινό κράτος, παρά να µείνουν στους Πέρσες και να αποκοµίσουν απλώς µεγάλο υλικό πλούτο 794. Στο τρίτο βιβλίο της Ιστορίας του ο Αγαθίας µας δίνει, εξάλλου, και τις διιστάµενες απόψεις των Κόλχων για τους Πέρσες, διά στόµατος τόσο ενός φίλα προς τους Πέρσες προσκείµενου, του Αιήτη, όσο και ενός Κόλχου µε εντελώς αντίθετη άποψη, του Φαρτάζη. Ο Αιήτης, λοιπόν, εκµεταλλευόµενος το φόνο του Γουβάζη χαρακτηρίζει τους Πέρσες πιο ηθικούς από τους Βυζαντινούς, επειδή πάντοτε, κατά τη γνώµη του, δείχνουν τη στοργή τους προς τους συµµάχους τους, ενώ φέρονται 791 Β Β Ας υπενθυµιστεί εδώ πως, όπως έχει ήδη σηµειωθεί, ακόµα και ο πρώτος Πέρσης βασιλιάς µετά την κατάλυση της δυναστείας των Παρθυαίων, ο Αρταξάρης, ήταν γεννηµένος µετά από µοιχεία του Σάσσανου µε τη σύζυγο του Πέρση Πάβεκου, παρότι αυτή ήταν προσυµφωνηµένη µεταξύ των δύο ανδρών. 794 Β

137 ευθέως εχθρικά προς τους αντιπάλους τους. Απεναντίας, οι Βυζαντινοί, ενώ ήταν σύµµαχοι των Λαζών, δε δίστασαν να δολοφονήσουν το βασιλιά των συµµάχων τους 795. Οι Πέρσες, εξάλλου, χαρακτηρίζονται από τον Αιήτη «χρηστοί καί µεγαλόφρονες καί δεινοί», ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται και από τον ίδιο η µεγάλη τους επιθυµία να καταλάβουν ή έστω να έχουν σύµµαχο µια χώρα µε τόσο µεγάλη στρατηγική σηµασία όσο των Λαζών 796. Τη µεγάλη, άλλωστε, περσική επιθυµία για ενσωµάτωση της Λαζικής στις συµµαχικές τους δυνάµεις επιβεβαιώνουν και οι Λαζοί κατήγοροι για το φόνο του Γουβάζη, γεγονός που αποδεικνύει το µέγεθος της σηµασίας που είχε η περιοχή για τους Πέρσες, προκειµένου να αποκτήσουν στρατηγικό πλεονέκτηµα έναντι των Βυζαντινών. Ο αντίλογος για αυτούς, όπως προαναφέρθηκε, προέρχεται από έναν άλλο Κόλχο, το Φαρτάζη, ο οποίος, µιλώντας αµέσως µετά τον Αιήτη, φαίνεται µάλλον αντίθετος στη συµµαχία Λαζών Περσών, καθώς αυτό θα σήµαινε ύβρη προς τους κοινούς τους νόµους µε τους Βυζαντινούς και αποποίηση όλου του µέχρι τότε τρόπου ζωής τους. Επιπλέον, ο Φαρτάζης τονίζει πως οι Πέρσες πολύ δύσκολα θα επέτρεπαν στους συµµάχους τους να πιστεύουν σε κάποια διαφορετική θρησκεία από εκείνους, όπως οι Λαζοί στο Χριστιανισµό, αλλά, ακόµα και αν αυτό συνέβαινε, η ανοχή τους δε θα ήταν αβέβαιη αλλά «ὕπουλος µᾶλλον καὶ σφαλερὰ καὶ µόνῃ τῇ χρείᾳ συµµετρουµένη» 797. Η συµπεριφορά προς τους λαούς, τους οποίους υπέτασσαν οι Πέρσες, φαίνεται, πάντως, να δικαιώνει το Φαρτάζη, όπως προκύπτει από το τέταρτο βιβλίο της ιστορίας. Όταν, δηλαδή, οι Πέρσες βασιλείς καταλάµβαναν ένα γειτονικό τους λαό, δεν τον εξολόθρευαν τελείως, αλλά απλώς καθιστούσαν τους κατοίκους του φόρου υποτελείς του περσικού κράτους, στο οποίο πλέον ανήκαν, αφήνοντάς τους, όµως, να παραµείνουν στα εδάφη τους και να τα καλλιεργήσουν. Ωστόσο, συνήθιζαν να σκοτώνουν µε οικτρό τρόπο τους προγενέστερους ηγεµόνες του κράτους που είχαν καταλάβει και να αποδίδουν την εξουσία στα δικά τους παιδιά τόσο σε ανάµνηση των όσων είχαν συµβεί όσο και για να µπορούν να υπερηφανευτούν σε ακόµα µεγαλύτερο βαθµό για το κατόρθωµά τους. Επειδή, για παράδειγµα, ο πατέρας του τρίτου Πέρση βασιλιά µε το όνοµα Ουαραράνης κατέλαβε το έθνος των Σεγεστανών, αποκλήθηκε και ο ίδιος ο Ουαραράνης Γ Σεγανσαά, βασιλιάς, δηλαδή, των Σεγεστανών, ως ο νέος διοικητής του υπόδουλου στους Πέρσες έθνος 798. Ο Αγαθίας, εξάλλου, προκειµένου να καταστήσει απολύτως κατανοητό στους αναγνώστες του τον τρόπο πρόσληψης από τους 795 Γ Γ Γ Β

138 βασιλείς των επωνυµιών τους, παραθέτει πέρα από το παράδειγµα του Ουαραράνη Σεγανσαά που µόλις είδαµε και το παράδειγµα του Ουαραράνη Κερµασαά, του γιου του Σαβώρη 799. Σε αυτό το σηµείο αξίζει να σηµειώσουµε πως η προσωνυµία που λάµβανε το παιδί του Πέρση βασιλιά ούτε ήταν ίδια µε αυτή που λάµβαναν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες µετά από την κατάληψη ενός άλλου κράτους ούτε και ήταν ίδιος ο τρόπος, µε τον οποίο γίνονταν. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, δηλαδή, µπορεί να αποκαλούσαν τον εαυτό τους Αφρικανό ή Γερµανικό, επειδή απλώς είχαν κερδίσει στη µάχη τους αντιπάλους τους και τους είχαν εντάξει στο βυζαντινό κράτος 800. Ωστόσο, τον τίτλο τον έπαιρνε ο ίδιος ο νικητής αυτοκράτορας και όχι τα παιδιά του και, επιπλέον, χωρίς να φαίνεται πουθενά µέσα στο κείµενο πως έπρεπε απαραιτήτως να έχει προηγουµένως σκοτώσει τους αντίπαλους ηγεµόνες του κράτους, απλώς και µόνο για λόγους υπερηφάνειας. Εποµένως, η άποψη του Αγαθία για οµοιότητα των δύο τρόπων απόκτησης επωνύµων από τους ηγεµόνες των δύο κρατών 801 φαίνεται να ευσταθεί µόνο υπό περιορισµούς και όχι απολύτως. Όσον αφορά στην περσική βασιλεία, µπορούµε να παρατηρήσουµε µέσα στο κείµενο πως το βασικό κριτήριο για την ενθρόνιση ενός νέου βασιλιά ήταν η κληρονοµικότητα 802, ενώ, όπου αυτή δεν ισχύει, γίνεται λόγος για κάποια συνωµοσία, όπως αυτή του Αρταξάρη 803. Ως προς την κληρονοµικότητα, είναι χαρακτηριστική η ενθρόνιση του βασιλιά Σαβώρη, τον οποίο τον ενθρόνισαν ήδη από την κοιλιά της µητέρας του τοποθετώντας επάνω σε αυτήν την «κίδαριν», επειδή απλώς οι µάγοι είχαν προβλέψει πως θα γεννηθεί αγόρι. Η «κίδαρις», λοιπόν, σύµβολο της περσικής εξουσίας, τοποθετήθηκε πάνω στην κοιλιά της µητέρας και έτσι αναγορεύτηκε Πέρσης βασιλιάς ένας άνθρωπος, ο οποίος ακόµη δεν είχε γεννηθεί, επειδή απλώς το υπαγόρευε ο κανόνας της κληρονοµικότητας 804. Ο Σαβώρης, µάλιστα, αποτέλεσε και το µακροβιότερο Πέρση βασιλιά µε αυτό τον τρόπο, αφού υπήρξε βασιλιάς ήδη από τη γέννησή του και παρέµεινε έτσι ως το τέλος της ζωής του στα εβδοµήντα του χρόνια 805. Τέλος, είναι χαρακτηριστική η ενθρόνιση του Πέρση βασιλιά Ζαµάσφη, η οποία προήλθε, βέβαια, από συνωµοσία των αυλικών της περιόδου εκείνης κατά του βασιλιά Καβάδη, αλλά δικαιολογήθηκε πλήρως, επειδή και ο Ζαµάσφης, όπως και ο Καβάδης, ήταν γιος του προηγούµενου βασιλιά Περόζη Βλ. ενδεικτικά τη διαδοχή από Ουαραράνη σε Ουαραράνη επί τρεις γενιές, Γ Β

139 Το τελευταίο στοιχείο του περσικού πολιτισµού που προκαλεί ιδιαίτερη απέχθεια µέσα στο κείµενο είναι η τιµωρία που υπέστη ο Πέρσης στρατηγός Ναχοραγάν µετά την ήττα του στη µάχη του Φάσιδος. Μετά, λοιπόν, την ήττα του Ναχοραγάν στο Φάσιδα, µαθαίνουµε από το κείµενο τον απάνθρωπο τρόπο, µε τον οποίο οι Πέρσες βασιλείς τιµωρούσαν τους στρατηγούς τους σε περίπτωση ήττας και, µάλιστα, τηρώντας τα δικά τους πατροπαράδοτα έθιµα. Η τιµωρία για το Ναχοραγάν ήταν η αυστηρότερη δυνατή, επειδή ο τελευταίος είχε τραπεί σε φυγή κατά τη διάρκεια της µάχης στο Φάσιδα, και, ως εκ τούτου, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης δεν θεωρούσε αρκετή για το στρατηγό του µια απλή θανατική καταδίκη. Χάραξε, λοιπόν, το δέρµα του Ναχοραγάν από τον αυχένα και, στη συνέχεια, το έγδαρε ολόκληρο µέχρι τα πόδια και, αφού αφαίρεσε τα εντόσθιά του, τα γύρισε ανάποδα προς τα µέσα έτσι, ώστε η µορφή των µελών του σώµατός του να είναι αντεστραµµένη. Τέλος, φούσκωσε απαλά το σώµα του σαν να ήταν τσουβάλι και το κρέµασε από έναν πάσσαλο. Το θέαµα, βεβαίως, αυτό ήταν «οἰκτρόν καί µιαρώτατον», αλλά ο Αγαθίας επισηµαίνει ότι πολύ παλαιότερα ακόµα από το Χοσρόη η ποινή είχε ήδη εφαρµοστεί από το βασιλιά Σαπώρη 807 και από τότε καθιερώθηκε ως ανώτατη ποινή και για τους επόµενους Πέρσες βασιλείς 808. Επιπλέον, ο Σαπώρης δε δίστασε, σύµφωνα µε ανώνυµες µαρτυρίες που επικαλείται ο Αγαθίας, να εφαρµόσει την απάνθρωπη αυτή ποινή του ακόµα και στον αυτοκράτορα Βαλεριανό, όταν τον συνέλαβε ζωντανό µετά από νίκη του Πέρση βασιλιά σε µεταξύ τους µάχη 809. III) Ούννοι και Ουννικά Φύλα 810 Ο Αγαθίας, αναφερόµενος στους Ούννους, µας δίνει µεταξύ άλλων την ιστορία τους, αλλά και περιγραφή του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο κατοικούσαν αρχικά και από τον οποίο ξεκίνησαν την πορεία τους προς τα δυτικότερα της Ευρώπης. Σύµφωνα, λοιπόν, µε το κείµενο 811, το γένος των Ούννων κατοικούσε σε παλαιότερες εποχές στα ανατολικά της Για το σύνολο των ουννικών φύλων, τις µεταξύ τους διαφορές και το γεωγραφικό χώρο καθενός από αυτά στα βυζαντινά χρόνια βλ. Howorth H.H., "The Westerly Drifting of Nomades, from the Fifth to the Nineteenth Century. Part XII. The Huns", The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 3 (1874), σ και Setton K.M., The Bulgars in the Balkans and the Occupation of Corinth in the Seventh Century, Speculum, 25.4 (1950), σ Για την ιστορική τους εξέλιξη, την προέλευση των ονοµάτων τους και την ενδεχόµενη συγγένειά τους µε τους Τούρκους βλ. Flinders P.W.M., Migrations (The Huxley Lecture for 1906, The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 36 (1906), σ Ε

140 Μαιώτιδας λίµνης και ήταν εγκατεστηµένο βορειότερα του Τανάιδος ποταµού, όπως ακριβώς, δηλαδή, και τα υπόλοιπα βαρβαρικά έθνη που βρίσκονταν στις ασιατικές περιοχές και δυτικά των Ιµαλαΐων 812. Όλα αυτά τα έθνη ονοµάζονταν κοινώς Σκύθες και Ούννοι, ενώ ανάλογα µε την ιδιαίτερη καταγωγή του καθενός, άλλοι από αυτούς αποκαλούνταν Κοτρίγουροι, άλλοι Ουτίγουροι 813, «ἄλλοι δὲ Οὐλτίζουροι καὶ ἄλλοι Βουρούγουνδοι» και γενικότερα όλοι αποκαλούνταν, όπως ήταν καθιερωµένο από την παράδοσή τους. Μετά το πέρασµα πολλών γενεών, τα ουννικά φύλα µετακινήθηκαν µε οδηγό ένα ελάφι, σύµφωνα µε την παράδοσή τους 814, προς την Ευρώπη, αφού, βέβαια, πρώτα πέρασαν τον πορθµό µεταξύ της Μαιώτιδας λίµνης και του Εύξεινου Πόντου, ο οποίος ως τότε θεωρούνταν αδιάβατος. Καθώς, όµως, περιπλανιόνταν σε ξένες για αυτούς περιοχές, προξένησαν πολύ µεγάλες καταστροφές στους ιθαγενείς κατοίκους τους, πραγµατοποιώντας απροσδόκητες επιδροµές και, αφού έδιωξαν από εκεί τους παλαιότερους κατοίκους τους, κατέλαβαν οι ίδιοι την περιοχή τους. εν επρόκειτο, ωστόσο, να παραµείνουν εκεί για πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα, αλλά, πριν ακόµα εδραιωθούν σε εκείνα τα εδάφη, έµελλε να χαθούν. Οι Ουλτίζουροι και οι Βουρούγουνδοι, για παράδειγµα, ήταν γνωστοί και θεωρούνταν δυνατοί ως τα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος Α ( ) 815 και τους Βυζαντινούς της εποχής του. Στα χρόνια του Αγαθία, αντιθέτως, δε γνώριζαν τίποτα για αυτούς και ο ίδιος ο Αγαθίας δηλώνει πως δεν πιστεύει ότι θα ξανακούσουν πλέον για αυτούς, καθώς είτε έχουν πλέον εξαφανιστεί από το χάρτη είτε έχουν µεταναστεύσει πάρα πολύ µακριά από την αυτοκρατορία, χωρίς, όµως, να παίρνει σαφή θέση για την τύχη τους, όπως, άλλωστε, δηλώνει και το επίρρηµα «τυχόν» που χρησιµοποιείται και στις δύο περιπτώσεις 816. Σε αντιδιαστολή µε τους προαναφερθέντες λαούς, οι Κοτρίγουροι και οι Ουτίγουροι ήταν σίγουρα ακόµη γνωστοί στο βυζαντινό κράτος και, µάλιστα, απασχολούσαν έντονα τη ζωή του, αν 812 Για τον ακριβή γεωγραφικό προσδιορισµό του όρους Ίµαιος, όπως αναφέρεται στο κείµενο, και την ταύτισή του µε τη σηµερινή οροσειρά των Ιµαλαΐων βλ. Hewsen R.H., "The Geography of Pappus of Alexandria: A Translation of the Armenian Fragments", Isis, 62.2 (1971), σ Για τα ονόµατα των ουννικών φύλων που περιέχουν στο θέµα τους το επίθηµα -γουρ- βλ. Boodberg P.A., "Marginalia to The Histories of The Northern Dynasties", Harvard Journal of Asiatic Studies, 4.3/4 (1939), σ Για τον ουννικό µύθο, σύµφωνα µε τον οποίο οι Ούννοι µετακινήθηκαν προς την Ευρώπη µε οδηγό ένα ελάφι, βλ. Krappe A.H., "Guiding Animals", The Journal of American Folklore, (1942), σ Θεωρείται εντελώς απίθανη η περίπτωση της αναφοράς του Αγαθία στον αυτοκράτορα Λέοντα Β, επειδή εκείνος πέθανε σε πολύ µικρή ηλικία, ενώ και η βασιλεία του διήρκεσε µόλις λίγους µήνες και, µάλιστα, µε το διάδοχό του Ζήνωνα να συµβασιλεύει καθόλο της το διάστηµα. Βλ. Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Εκδ. Βασιλόπουλος, τ. 1, Αθήνα, 2002, σ και Αλεξάκης, ό.π., σ. 679, σηµ E

141 υπολογίσει κανείς πως οι µεν πρώτοι εκστράτευσαν εναντίον του, ενώ οι δεύτεροι το αποµυζούσαν για µεγάλο χρονικό διάστηµα οικονοµικά, µε τις δωρεές που τους κατέβαλλε ο Ιουστινιανός, προκειµένου να κερδίσει τη συµµαχία τους. Ο όρος Ούννος, επιπλέον, χρησιµοποιείται από τον Αγαθία και για να αντικαταστήσει κάποιον από τους επιµέρους λαούς, όπως τους Ουτίγουρους 817, τους Κοτρίγουρους 818 ή τους Σαβείρους 819. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε το επιµέρους φύλο, όπως «Κοτρίγουροι Οὖννοι» 820, «Ὀνόγουροι Οὖννοι» 821 ή «Οὖννοι Σάβειροι» 822. Ο πόλεµος που κατάφερε να προκαλέσει ο Ιουστινιανός ανάµεσα σε Κοτριγούρους και Ουτιγούρους ήταν και το τελικό χτύπηµα για την επιβίωση των δύο λαών. Τους οδήγησε, δηλαδή, σε τέτοιο σηµείο, ώστε ακόµα και αν είχε αποµείνει κάποιο µέρος τους µετά τη λήξη του, αυτό ήταν πλέον διασκορπισµένο και υπόδουλο σε άλλους λαούς, από τους οποίους λάµβαναν πλέον στα χρόνια που γράφεται η Ιστορία το όνοµά τους. Ο Αγαθίας θεωρεί πως «ἡ παντελής ἀνατροπὴ καί κατάλυσις» αυτών αποτελεί Θεία ίκη για τις αδικίες που είχαν διαπράξει σε βάρος της αυτοκρατορίας, καθώς, όπως αναφέρεται πολύ συνοπτικά στο προοίµιο και αναλυτικότερα στον Προκόπιο, στον οποίο και παραπέµπει ο Αγαθίας, οι Ούννοι είχαν πραγµατοποιήσει στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού επιδροµές και λεηλάτησαν όχι µόνο ένα µεγάλο µέρος της ευρωπαϊκής βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως τις περιοχές των Ιλλυριών και των Θεσσαλών, αλλά και ένα τµήµα της ασιατικής ηπείρου, αφού κατάφεραν να διαβούν τον Ελλήσποντο 823. Η τελευταία πληροφορία για τους Ούννους είναι πως τα δύο φύλα των Κοτριγούρων και των Ουτιγούρων είχαν ήδη εκλείψει πριν από τα χρόνια, στα οποία ο Αγαθίας έγραψε την Ιστορία του, και είχαν και αυτά υποδουλωθεί σε άλλους λαούς 824. Ως προς την πολεµική τους τέχνη, οι Ούννοι εφάρµοζαν µε το ιππικό τους ένα στρατηγικό σχέδιο, το οποίο, µάλιστα, ήταν τόσο αποτελεσµατικό που το εφάρµοσε και ο Ναρσής στη µάχη κατά των Φράγγων που το αγνοούσαν, στην Αρίµινο 825. Σύµφωνα µε την πολεµική τους τακτική, λοιπόν, η οποία αναλύεται από τον Αγαθία στο τελευταίο βιβλίο της Ιστορίας του, οι Ούννοι, παρότι πολλές φορές έδειχναν να 817 Ε E 20.1, E 20.8, E 21.5, E Γ 18.2, Γ Ε Γ Προκ., ΙΙ ΙΙ Ε Α

142 υποχωρούν στη µάχη, έβρισκαν τον τρόπο και αµύνονταν πολύ καλύτερα τρεπόµενοι σε φυγή, παρά κατά τη διεξαγωγή της. Έτρεχαν, λοιπόν, µε το ιππικό τους έξω από το πεδίο της µάχης, για να νιώσει ο εχθρός τους πως υποχωρούν και έχουν χάσει, και, στη συνέχεια, γυρνούσαν απότοµα προς τα πίσω και έριχναν πλήθος βελών κατά των αντιπάλων τους. Έτσι, καθώς οι τελευταίοι τους κυνηγούσαν µε µεγάλη ταχύτητα, έπεφταν µε ορµή πάνω στα βέλη και ένα πολύ µεγάλο µέρος τους έβρισκε το θάνατο. Ο Αγαθίας παρουσιάζει αυτό το σχέδιο στην περίπτωση της ήττας των Κοτριγούρων από το στρατηγό Βελισάριο στη Μελαντιάδα, καταδεικνύοντας µε αυτό τον τρόπο το µέγεθος του τρόµου των ηττηµένων, αφού δεν εφάρµοσαν το µόνο πολεµικό τέχνασµα, στο οποίο, κατά τον Αγαθία, ήταν ικανότατοι 826. Η αµυντική τους τακτική, όµως, µπορούσε να περιλαµβάνει και απλούς λάκκους και τάφρους, καλυµµένα αµφότερα µε επιδεξιότητα. Με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, το ουννικό φύλο των Νεφθαλιτών αντιµετώπισε µε µεγάλη επιτυχία την επίθεση του Πέρση βασιλιά Περόζη, εξολοθρεύοντας τον ίδιο και το στρατό του 827. Τέλος, αξίζει να σηµειώσουµε πως µέσα από την Ιστορία του Αγαθία οι Βυζαντινοί δε φαίνονται να απορρίπτουν το ενδεχόµενο συνεργασίας µε τους Ούννους, παρά τις µεγάλες διαφορές τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα των συµµάχων του Ιουστινιανού Ουτιγούρων 828, στους οποίους προσέφερε τακτικά χρηµατικές δωρεές ή και της µάχης στην Πίσαυρο της Ιταλίας, όπου ο Ούννος Ουλδάχ συµµάχησε έστω και τυχαία µε τον Αρταβάνη και πολέµησαν από κοινού και, µάλιστα, επιτυχώς τους Φράγγους 829. α) Κοτρίγουροι Οι Κοτρίγουροι ήταν ένα από τα ουννικά έθνη που µαζί µε τα υπόλοιπα κατοικούσε ανατολικά της Μαιώτιδας λίµνης και βορειότερα από τον Τανάιδα ποταµό 830. Ο Αγαθίας αναλώνεται περισσότερο στην περιγραφή της εκστρατείας των Κοτριγούρων κατά της αυτοκρατορίας και πολύ λιγότερο στο γεωγραφικό χώρο, τον οποίο κατοικούσαν και τα έθιµά τους. Ο ιστορικός αποδίδει εξ ολοκλήρου αυτή την εκστρατεία στην αδικία και την πλεονεξία που χαρακτηρίζει γενικά τους βαρβάρους και θεωρεί απλή πρόφαση τις καλές σχέσεις Βυζαντινών και Ουτιγούρων 826 Ε Ε Β Ε Ε Για την ιστορική εξέλιξη της ονοµασίας τους βλ. Borlase W.C., The Dolmens of Ireland: Their Distribution, Structural Characteristics, and Affinities in Other Countries; Together with the Folklore Attaching to Them; Supplemented by Considerations on the Anthropology, Ethnology, and Traditions of the Irish People (Nutt, A.), Folklore, 9.1 (1898), σ

143 που σύµφωνα µε το Ζαβεργάν, τον Κοτρίγουρο ηγεµόνα, αποτέλεσαν την αιτία της εκστρατείας του 831. Ο συγγραφέας του κειµένου αναλύει λίγο παρακάτω το συλλογισµό του και ισχυρίζεται πως οι Κοτρίγουροι είχαν ως µόνο στόχο να αποδείξουν µε την εκστρατεία τους πως ήταν και οι ίδιοι «φοβεροί τε καί λόγου ἄξιοι» 832 και πως δε θα επέτρεπαν σε κανέναν να τους περιφρονήσει και να τους προσβάλει 833. Οι Κοτρίγουροι, τελικά, εξολοθρεύονται από το στρατηγό Βελισάριο και µε την ευκαιρία του θρήνου τους για τους συµπολεµιστές τους που σκοτώθηκαν ο Αγαθίας µας περιγράφει τον τρόπο, µε τον οποίο το βαρβαρικό αυτό έθνος θρηνούσε τους νεκρούς του. Ο Αγαθίας διηγείται χαρακτηριστικά πως, όπως γενικότερα οι Ούννοι, έτσι και οι Κοτρίγουροι, κατά το θρήνο των νεκρών χάραζαν τα µάγουλά τους µε µικρά ξίφη 834. Λίγο αργότερα, επιπλέον, στη συγκεκριµένη περίπτωση, αντιλαµβανόµενοι πως δεν υπήρχε πια καµιά ελπίδα για αυτούς, άρχισαν να αποχωρούν από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, όπου είχαν κατορθώσει να φτάσουν 835. Πάντως, ο Αγαθίας πέρα από αυτά τα πολύ λίγα στοιχεία για το χαρακτήρα και τα έθιµά τους, δε µας παραδίδει καµιά περαιτέρω πληροφορία για το γεωγραφικό τους χώρο, ακόµα και όταν στο κείµενό του περιγράφει αναλυτικά τις µάχες των Κοτριγούρων µε τους Ουτιγούρους 836. β) Ουτίγουροι Οι Ουτίγουροι εµφανίζονται στον Αγαθία ως ένα από τα επιµέρους ουννικά και σκυθικά έθνη που ήταν, επίσης, εγκατεστηµένα ανατολικά της Μαιώτιδας λίµνης, βορειότερα του Τανάιδος ποταµού και στα ασιατικά εδάφη πριν από το όρος Ίµαιον 837. Οι Ουτίγουροι παρουσιάζονται στο κείµενο ως σύµµαχοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας, γεγονός που προκάλεσε την έχθρα των όµορών τους Κοτριγούρων τόσο εναντίον τους όσο και εναντίον της αυτοκρατορίας 838. Ο συνεχής τους πόλεµος µε τους Κοτριγούρους αποτέλεσε, σύµφωνα µε τον Αγαθία, και 831 Ε Ως παράδειγµα του πολιτισµού τους και σε σχέση µε τη στρατιωτική τεχνολογία των Κοτριγούρων και την επίδρασή της στους Αβαροσλάβους της εποχής βλ. Vryonis S.Jr., "The Evolution of Slavic Society and the Slavic Invasions in Greece. The First Major Slavic Attack on Thessaloniki, A. D. 597", Hesperia, 50.4, Greek Towns and Cities: A Symposium (1981), σ Ε Ε Ο Helfen χρησιµοποιεί το έθιµο των Κοτριγούρων να χαράζουν τα πρόσωπά τους κατά το θρήνο ως παράδειγµα λαών που πληγώνουν τους εαυτούς τους, για να εκφράσουν τη θλίψη τους. Βλ. Maenchen-Helfen O.J., "The Date of Ammianus Marcellinus' Last Books", The American Journal of Philology, 76.4 (1955), σ Ε Ε Ε Ε Ε Ε 12.7, Ε

144 την κύρια αιτία, από την οποία εξαφανίστηκαν εντελώς και τα δύο ουννικά φύλα, ακόµη και ως απλά εθνικά ονόµατα, χωρίς, βέβαια, να καταφέρουν να απειλήσουν ουσιαστικά το βυζαντινό κράτος 839. γ) Νεφθαλίτες Οι Νεφθαλίτες αποτελούν ένα ακόµη ουννικό φύλο, για το οποίο γίνεται λόγος στην Ιστορία του Αγαθία. Οι Νεφθαλίτες απέκρουσαν την επίθεση του Πέρση βασιλιά Περόζη 840, αλλά και φιλοξένησαν το βασιλιά Καβάδη, σύµφωνα µε όλα τα πρότυπα της φιλοξενίας τους. Ο βασιλιάς τους, µάλιστα, του οποίου το όνοµα δεν αναφέρεται στο κείµενο, έφτασε στο σηµείο να παντρέψει την κόρη του µε τον Πέρση βασιλιά που είχε πέσει θύµα συνοµωσίας στη χώρα του και να του παράσχει ακόµα και στρατιωτική δύναµη, για να καταφέρει να κερδίσει και πάλι το βασιλικό θρόνο που είχε στερηθεί 841. δ) «Οὐλτίζουροί τε καί Βουρούγουνδοι» Οι Ουλτίζουροι και οι Βουρούγουνδοι είναι δυο ουννικά φύλα, γειτονικά των Ουτιγούρων και των Κοτριγούρων 842, για τα οποία, όµως, σύµφωνα µε το κείµενο οι πληροφορίες σταµατούν στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος Α ( ) 843 και τους περιγράφουν ως πολύ δυνατούς πολεµιστές. Στα χρόνια, όµως, του Αγαθία τα φύλα αυτά είναι ήδη άγνωστα στον κόσµο. Ο ίδιος ο ιστορικός, άλλωστε, δηλώνει κατηγορηµατικά πως πιθανότατα ούτε θα τα αναγνωρίσει κανείς στα χρόνια του ούτε και αργότερα, αφού είτε έχουν ήδη εξοντωθεί είτε µετανάστευσαν πάρα πολύ µακριά από την περιοχή, στην οποία πρωτοεµφανίστηκαν 844. Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, πως ο συγγραφέας του κειµένου χρησιµοποιεί τα δυο αυτά φύλα, προκειµένου να στηρίξει τη θέση του πως η µοίρα των ουννικών φύλων ήταν να παύσουν να υπάρχουν µετά από κάποιο χρονικό διάστηµα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τότε γνωστού κόσµου. 839 Ε Ε Ε Για την ταύτιση του Λέοντα του κειµένου µε τον αυτοκράτορα Λέοντα Α βλ. Κεφ. «Ούννοι και Ουννικά Φύλα», σ Ε

145 ε) Σάβειροι Οι Σάβειροι φέρονται να είναι ένα ουννικό έθνος, το οποίο ζούσε στην περιοχή νοτίως του Καυκάσου 845. Ο Αγαθίας στο έργο του χαρακτηρίζει το λαό των Σαβείρων πολυάνθρωπο, φιλοπόλεµο σε µέγιστο βαθµό και, επιπλέον, «ἁρπαλέον». Τους περιγράφει, επίσης, ως ανθρώπους που τους αρέσει να µετακινούνται συνεχώς σε νέα µέρη µόνο και µόνο για χάρη της χρηµατικής αµοιβής και της ελπίδας τους για λάφυρα. Είναι, µάλιστα, τόσο µεγάλος ο πόθος τους για τα χρήµατα και γενικότερα για τα υλικά αγαθά που κάθε τόσο αλλάζουν συµµάχους και πολεµούν στο πλευρό διαφορετικών λαών 846. Είναι χαρακτηριστικό πως µέσα στην αφήγηση των γεγονότων από τον Αγαθία, αρχικά βρίσκονται στο πλευρό των Βυζαντινών και πολεµούν τους ιλιµνίτες στην περιοχή της Αρχαιόπολης 847, ενώ στη συνέχεια αλλάζουν στρατόπεδο και πολεµούν στο πλευρό των Περσών κατά των Βυζαντινών στα σύνορα Αψιλίων και Μισιµιανών 848 και, αφού, βέβαια, είχαν πρώτα πληρωθεί από τους Βυζαντινούς για τις υπηρεσίες τους 849. Κρίνεται, κατά συνέπεια, µάλλον φυσικό να µην υπάρχει καµιά περιγραφή µέσα στο κείµενο για τον κατεξοχήν γεωγραφικό τους χώρο, παρά µόνο για τις περιοχές των δύο στρατοπέδων τους, στην Αρχαιόπολη και στα σύνορα Μισιµιανών και Αψιλίων. ΙV) Άλλοι Λαοί της Ανατολής α) «ιλιµνῖται» Οι ιλιµνίτες ήταν ένας από τους λαούς που κατοικούσαν στα όρια της περσικής επικράτειας. Όπως ήταν φυσικό, όταν οι Πέρσες εκστράτευσαν στην Κολχική γη, οι ιλιµνίτες συµµάχησαν και εκστράτευσαν µαζί τους. Μολονότι, όµως, πολεµούσαν συνήθως στο πλευρό των Περσών, ούτε ήταν υποτελείς τους ούτε υπήρχε κάποιος εξαναγκασµός προς τους ιλιµνίτες, για να το πράξουν. Ο Αγαθίας ερµηνεύει αυτή τη συµπεριφορά των ιλιµνιτών ως αποτέλεσµα της υπερηφάνειας τους ως λαού. Οι ιλιµνίτες, δηλαδή, ήταν αυτόνοµοι και ελεύθεροι από τη φύση τους και, εποµένως, δε θα µπορούσαν να ακολουθήσουν κάποιον άλλο λαό µε τη βία σε εκστρατεία. Ο Αγαθίας τους περιγράφει ως ένα µεγάλο έθνος µεταξύ αυτών που κατοικούν µέσα στο περσικό κράτος και πέρα από τον Τίγρη ποταµό. 845 Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 427, σηµ Γ Γ

146 Ως λαό, τους χαρακτηρίζει υπερβολικά πολεµοχαρείς. Μαθαίνουµε, όµως, πως δεν είναι κατά βάση «τοξόται» και «ἑκηβόλοι», όπως η πλειοψηφία των Μήδων, αλλά χρησιµοποιούν «ξυστούς τε καί σάρισας», ενώ από τον ώµο τους κρέµεται συνήθως ξίφος. Στο αριστερό τους χέρι δένουν συνήθως ένα µικρό µαχαίρι και για την άµυνά τους χρησιµοποιούν «ἀσπίδας καί πέλτας». Συνεχίζοντας την απαρίθµηση των στρατιωτικών τους ικανοτήτων, ο Αγαθίας τους τοποθετεί ως στρατιωτικό σώµα κάπου ανάµεσα στους ελαφρούς οπλίτες και τους βαριά οπλισµένους στρατιώτες. Στηρίζοντας την άποψή του αυτή, ο Αγαθίας αναφέρει πως οι ιλιµνίτες έχουν την ικανότητα όχι µόνο να ρίχνουν ακόντιο από απόσταση, αλλά και να πολεµούν σώµα µε σώµα, ανάλογα µε τις απαιτήσεις της µάχης. Χαρακτηρίζονται ικανότατοι να συγκρούονται από κοντά µε εχθρικές φάλαγγες, καθώς µπορούν να τις διασπούν «ὠθισµῷ χρώµενοι» και στη συνέχεια να ανασυντάσσονται αυτοµάτως σε στρατιωτική παράταξη ανεξαρτήτως αντιξοότητας. Επιπροσθέτως, είναι σε θέση να ανεβαίνουν τρέχοντας πάνω σε απότοµους λόφους και να καταλαµβάνουν εκεί, πριν ακόµα από τη µάχη, στρατηγικές θέσεις ενόψει αυτής. Σε περίπτωση, τέλος, που χάσουν τη µάχη, υποχωρούν διαφεύγοντας µε µεγάλη ταχύτητα, ενώ, όταν πραγµατοποιούν επίθεση από διαφορετικά σηµεία, είναι πάρα πολύ επίµονοι στην καταδίωξη των εχθρών τους. Συνεπώς, µε τη µεγάλη τους εµπειρία και ικανότητα σε οποιαδήποτε µορφή πολέµου είναι πάντοτε σε θέση να προξενήσουν τεράστια ζηµιά στους αντιπάλους τους 850. β) Τζάνοι Το έθνος των Τζανών περιγράφεται ως έθνος, το οποίο κατοικεί νοτίως του Εύξεινου Πόντου και στην ενδότερη περιοχή της Τραπεζούντας 851. Παρότι είναι βεβαίως βαρβαρικός λαός, παρουσιάζονται µέσα στο κείµενο τόσο ως σύµµαχοι όσο και ως εχθροί του βυζαντινού κράτους. Έτσι κατά την υπεράσπιση της πόλης του Φάσιδος, συµµετείχαν και Τζάνοι οπλίτες µε αρχηγό τον οµοεθνή τους Θεόδωρο 852. Ίδια στάση, επίσης, φαίνεται να τηρούν και κατά την εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Μισιµιανών, όπου και πάλι µε αρχηγό το Θεόδωρο εκστράτευσαν µαζί µε τα υπόλοιπα τάγµατα του 850 Γ Ε Γ Ο Θεόδωρος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αγαθίας, είχε αποβάλει τις βαρβαρικές συνήθειες του τζανικού έθνους και είχε αποδεχτεί πλήρως τον τρόπο ζωής των Βυζαντινών. Βλ. Β

147 βυζαντινού στρατού κατά της Χώρας των Μισιµιανών και συγκεκριµένα του Σιδηρού Φρουρίου 853. Μετά, όµως, από την κατάκτηση του Σιδηρού φρουρίου και την εκεχειρία µεταξύ Περσών και Βυζαντινών, ένα τµήµα του τζανικού έθνους άρχισε να µην τηρεί τους νόµους της αυτοκρατορίας και να ζει πραγµατοποιώντας επιδροµές γύρω από την περιοχή του Πόντου, λεηλατώντας τους αγρούς και ληστεύοντας τους οδοιπόρους της περιοχής. Άρχισαν, επιπλέον, να µη διαφέρουν καθόλου από τους υπόλοιπους γνωστούς εχθρούς του βυζαντινού κράτους και να φτάνουν µε τις επιδροµές τους ακόµα και µέσα στα εδάφη της Αρµενίας 854. Ο Αγαθίας ονοµατίζει από τα εδάφη που κατοικούσαν οι Τζάνοι την πόλη της Θεοδωριάδας και το φρούριό της, το Ρίζαιον, καθώς εκεί στρατοπέδευσε ο Τζάνος αρχηγός των βυζαντινών δυνάµεων Θεόδωρος και καλούσε όλους τους Τζάνους που δεν είχαν αλλάξει τις διαθέσεις τους, προκειµένου να τους επαινέσει για τα φιλικά τους αισθήµατα προς το κράτος ανταµείβοντάς τους µε δώρα. Παράλληλα, βέβαια, προετοιµαζόταν σε εκείνο το χαράκωµα, όπως αποκαλείται στο κείµενο, προκειµένου να πολεµήσει εναντίον εκείνων που είχαν σταµατήσει πλέον να τηρούν τους νόµους της αυτοκρατορίας 855. Μέσα από την πρώτη επίθεση των Τζανών στο Ρίζαιον µαθαίνουµε και τον οπλισµό που διέθεταν, για να αντιµετωπίσουν τον σαφώς ισχυρότερο βυζαντινό στρατό. Κατά την αιφνιδιαστική, λοιπόν, επίθεσή τους στο χαράκωµα από ένα κοντινό στο χαράκωµα λόφο, οι Τζάνοι χρησιµοποιούν τόξα και ακόντια. Η επίθεσή τους, µάλιστα, θα µπορούσε να κριθεί µάλλον επιτυχηµένη, καθώς κατάφεραν να αναστατώσουν ολόκληρο το στράτευµα του Θεόδωρου που αιφνιδιάστηκε σε πολύ µεγάλο βαθµό, καθώς δεν περίµενε τόσο µεγάλη τόλµη από τους αντιπάλους του. Η αναστάτωση αυτή προκάλεσε και τη λάθος αντίδραση πολλών από τους στρατιώτες, καθώς κυριευµένοι από οργή βγήκαν από το στρατόπεδο, για να αντεπιτεθούν αλλά χωρίς τάξη και σχέδιο. Αντί, δηλαδή, να προσπαθήσουν να κατεβάσουν τους εχθρούς τους σε πεδινό έδαφος, όπου θα αποκτούσαν σαφές πλεονέκτηµα λόγω µεγαλύτερου µεγέθους και καλύτερου εξοπλισµού, αυτοί προτίµησαν να καλύψουν τα κεφάλια τους µε τις ασπίδες και να προσπαθήσουν να ανεβούν στο λόφο, από τον οποίο τους είχαν επιτεθεί οι Τζάνοι. Η έκβαση της µάχης ήταν σαφώς αρνητική για τα βυζαντινά στρατεύµατα, καθώς οι Τζάνοι τους απέκρουσαν εύκολα, εκτοξεύοντας δόρατα και βράχους από το λόφο, µε αποτέλεσµα να σκοτώσουν σαράντα στρατιώτες από τους Βυζαντινούς και να τρέψουν τους υπόλοιπους σε φυγή , Ε Ε

148 Ωστόσο, η αρχική αυτή επιτυχία οδήγησε τους αδύναµους και υποδεέστερους ουσιαστικά Τζάνους στην έπαρση και την αλαζονεία, µε αποτέλεσµα να µην αρκεστούν στην αρχική τους νίκη, αλλά να επιχειρήσουν στη συνέχεια επίθεση ακόµα και στο ίδιο το βυζαντινό στρατόπεδο. Έτσι, παρά την πολύ µεγάλη προσπάθεια που κατέβαλαν για την τελική τους νίκη, οι Βυζαντινοί εφαρµόζοντας σαφώς καλύτερη τακτική και περικυκλώνοντας στο τέλος τους αντιπάλους τους, κατάφεραν να πετύχουν µια τόσο σπουδαία νίκη για εκείνη τη χρονική συγκυρία που ο Ιουστινιανός την ενέταξε στις νίκες που αναφέρονταν στις «Νεαρές» του και µε την οποία οι Τζάνοι ήταν πλέον υποχρεωµένοι να καταβάλουν ετήσιο φόρο στην αυτοκρατορία, αφού πλέον θεωρούνταν υπόδουλοι των Βυζαντινών και, εποµένως, φόρου υποτελείς τους 856. γ) Σεγεστανοί Οι Σεγεστανοί ήταν ένας λαός που γειτόνευε µε τους Πέρσες και τελικά υποτάχθηκε σε αυτούς 857, όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Ουαραράνης ο Β. Ο συνωνόµατος γιος του, Ουαραράνης Γ, πήρε, όπως είδαµε και στο κεφάλαιο για τους Πέρσες 858, τον τίτλο «Σεγανσαά» που στα ελληνικά σηµαίνει «Σεγεστανῶν βασιλεύς» 859. δ) Χαλδαίοι Οι Χαλδαίοι κατοικούσαν στα εδάφη που τον έκτο αιώνα κατείχαν οι Πέρσες, αλλά είχαν εντελώς διαφορετικά ταφικά έθιµα από τους Πέρσες 860. Πιθανώς, σύµφωνα µε την Ιστορία του Αγαθία, να µετέδωσαν στους Πέρσες και την αντίληψη για την ιερότητα του πυρός, το οποίο οι Πέρσες διατηρούσαν άσβεστο σε αποµακρυσµένα ιερά, και την πραγµατοποίηση ιερών µαντικών τελετών µε βλέµµα προς τη φωτιά, προκειµένου µε αυτό τον τρόπο να προβλέψουν το µέλλον 861. ε) Αλανοί Με βάση την περιγραφή του Αγαθία οι Αλανοί φέρονται να είναι ένας λαός, ο οποίος βρισκόταν βορείως της Χώρας των Μισιµιανών και των Λαζών, µε τις οποίες και συνόρευε. Μάλιστα, η παρανόηση των 856 Ε Ε Αναλυτικά για το έθνος των Σεγεστανών και την προέλευσή τους, βλ. Rawlinson H.C., "Notes on Seistan", Journal of the Royal Geographical Society of London, 43 (1873), σ Βλ. Κεφ. «Πέρσαι», σ Β Β

149 Μισιµιανών για τις προθέσεις του Σωτηρίχου να παραδώσει στους Αλανούς το φρούριο Βούχλοος, στα σύνορά τους µε τους Λαζούς, φαίνεται πως αποτέλεσε την αφορµή, για να εναντιωθούν στη βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή, καθώς η παράδοση αυτή δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ 862. Ωστόσο, δεν αναφέρεται στο κείµενο καµιά πληροφορία ούτε για το γεωγραφικό χώρο και τις πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν, ούτε και για τα ήθη και τα έθιµά τους. στ) Τούρκοι - Άβαροι Η παρουσία των Τούρκων και των Αβάρων στο έργο 863 συνδυάζεται µε την περιγραφή του παρουσιαστικού των Φράγγων. Σε αντίθεση, δηλαδή, µε τους Φράγγους της εποχής του Αγαθία, οι οποίοι βάζουν στα µαλλιά τους διάφορα σαπούνια και τα χτενίζουν µε µεγάλη επιµέλεια, οι Τούρκοι και οι Άβαροι εµφανίζονται µε αχτένιστες, ξερές, βρώµικες και πρόχειρα πλεγµένες µπούκλες 864. Οφείλουµε να σηµειώσουµε εδώ πως, παρότι οι δύο αυτοί λαοί δε συµµετέχουν σε κανένα από τα αναφερόµενα ιστορικά γεγονότα του έργου, ο Αγαθίας φαίνεται να έχει µια πολύ συγκεκριµένη εικόνα για αυτούς και το παρουσιαστικό τους. ζ) Παρθυαίοι Σύµφωνα µε το Λεξικό του Σουΐδα, οι Πάρθοι ήταν λαός σκυθικής καταγωγής που µετέφερε µε τη βία ο Φαραώ Σέσωστρης και τους εγκατέστησε στην περιοχή του Πόντου, όταν υπέταξε τους Ασσυρίους. Το ίδιο Λεξικό µάλιστα τους διακρίνει από τους Παρθυαίους, τους οποίους συναντούµε και στην Ιστορία του Αγαθία, τους οποίους περιγράφει ως κατοίκους της αρχαίας Παφλαγονίας 865. Ο Αγαθίας τοποθετεί τους Παρθυαίους στο χώρο της Μικράς Ασίας και ξεκινά την αναφορά του σε αυτούς λέγοντας πως αρχικά ήταν ένα εντελώς άγνωστο έθνος που υπέταξε ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Όταν η αυτοκρατορία των Μακεδόνων άρχισε να παρακµάζει, οι Παρθυαίοι, όπως αναφέρονται στο κείµενο, ανέλαβαν την εξουσία όλων των µακεδονικών κτήσεων πέρα από τον Ελλήσποντο εκτός από την Αίγυπτο µε πρώτο τους ηγεµόνα τον Αρσάκη και µε τελευταίο τους µετά από 270 χρόνια τον Αρτάβανο. Το 862 Γ Για τη γενικότερη παρουσία Τούρκων και Αβάρων µέσα στα βυζαντινά κείµενα βλ. Macartney C.A., "On the Greek Sources for the History of the Turks in the Sixth Century", Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, 11.2 (1944), σ Α Πάρθοι Παρθυαίοι, «Βυζαντινόν Λεξικόν Σουΐδα», Εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2002, σ

150 βασίλειό τους κατελύθη από τον Πέρση βασιλιά Αρταξάρη και έτσι τα παρθικά εδάφη περιήλθαν τελικώς στο περσικό κράτος ως και τα χρόνια του Αγαθία 866. Ωστόσο, πέρα από αυτά τα ιστορικά στοιχεία και το γεγονός πως η κατάλυση του παρθικού βασιλείου αποτελεί για τον Αγαθία γεγονός ορόσηµο 867, επειδή έκτοτε οι Πέρσες ανέλαβαν και πάλι την εξουσία των εδαφών τους, το κείµενο δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο χώρο, τον οποίο κατοικούσε ο λαός αυτός. V) Αρχαιότερα Ελληνικά Φύλα της Μικράς Ασίας α) Ίωνες Η Ιωνία γειτονεύει µε την περιοικίδα των Τράλλεων 868 και οι πόλεις της έπαθαν µεγάλες ζηµιές από το σεισµό που έπληξε την περιοχή το 27π.Χ Οι Φωκαείς από την Ιωνία, για τους οποίους έχουµε σε αυτό το σηµείο και τη µοναδική περίπτωση που αναφέρονται στο κείµενο, ίδρυσαν σύµφωνα µε το συγγραφέα την πόλη της Μασσαλίας στη σηµερινή Γαλλία, όταν οι Πέρσες µε βασιλιά το αρείο τους εκτόπισαν από την περιοχή τους 870. Ωστόσο, το κείµενο σε αυτό το σηµείο αποδεικνύεται µάλλον ανακριβές, καθώς οι Φωκαείς είχαν ιδρύσει τη Μασσαλία ήδη από το 600 π.χ. 871, ενώ από τη Φώκαια τους εκδίωξε ο Άρπαγας το δεύτερο µισό του 6 ου αι. π.χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Κύρος και όχι ο αρείος 872, γεγονός που αποδεικνύεται και από την Ιστορία του Ηροδότου που αποτελεί τη βασική µας πηγή για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου 873. β) Αιολείς Ως προς τους Αιολείς, οι µόνες πληροφορίες που µας παραδίδονται µέσα από την ιστορία του Αγαθία είναι πως αυτοί ήταν οι πρώτοι άποικοι της περιοχής της Μύρινας 874, καθώς και το γεγονός πως η πλειοψηφία των αιολικών πόλεων, όπως, βέβαια, και των ιωνικών, δεινοπάθησαν από το σεισµό του 27π.Χ Β Β Β 27.7, Β Β Α 2.1- Α Wilcken U., Αρχαία Ελληνική ιστορία, Eκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1976, σ Wilcken, ό.π., σ Πρ Β

151 γ) Πελασγοί Παράλληλα, έχουµε µια πολύ σηµαντική πληροφορία για τους Πελασγούς, οι οποίοι αναφέρονται µόνο στο συγκεκριµένο σηµείο του έργου. Ο Αγαθίας δε φαίνεται από τα λεγόµενά του να τους θεωρεί ελληνικό φύλο, καθώς τονίζει πως οι κάτοικοι των Τράλλεων µετά την καταστροφή που υπέστη η πόλη δε θα ήταν δίκαιο να ονοµάζονται πλέον Πελασγοί, καθώς όχι µόνο δεν είχαν σχέση µε τους πρώτους αποίκους της πόλης, αλλά και η γλώσσα τους είχε γίνει πλέον ελληνική και σίγουρα «αττικώτερη» από αυτή που οµιλούνταν προηγουµένως 876. Παρά τις αµφιβολίες που υπάρχουν σχετικά µε την ακρίβεια του περιεχοµένου της Ιστορίας του Αγαθία, είναι βέβαιο πως εδώ διαθέτουµε µια πολύ χρήσιµη πληροφορία για το πώς εννοούνταν η έννοια ελληνικός στα χρόνια του ιστορικού και για το κατά πόσο τα αρχαία φύλα που κατοικούσαν στον ελληνικό χώρο, µεταξύ των οποίων και οι Πελασγοί, µπορούν να θεωρηθούν στο σύνολό τους ελληνικά για τα δεδοµένα της εποχής. Το σίγουρο πάντως είναι, µε βάση τον Αγαθία, πως οι Ρωµαίοι κάτοικοι της πόλης από το σεισµό που υπέστη και µετά µετέτρεψαν τη γλώσσα της πόλης σε ελληνική και µιλούσαν σαφώς «αττικώτερα» από τους πρώτους αποίκους της, τους Πελασγούς. δ) Φρύγες Ο Αγαθίας δεν περιγράφει καθόλου το γεωγραφικό χώρο της περιοχής της Φρυγίας ούτε τον αρχαίο λαό των Φρύγων. Το µόνο στοιχείο που µας παρέχεται από το κείµενο είναι πως η περιοχή αποτελούσε την πατρίδα του φιλοσόφου Ευλαµίου 877, καθώς και του αυλητή Μαρσύα, ο οποίος τόλµησε να συναγωνιστεί τον Απόλλωνα στην αυλητική ικανότητα, χάνοντας, φυσικά, κατά κράτος 878. VI) Λαοί της ύσης α) Φράγγοι Ο Αγαθίας ορίζει ως Γερµανία το γεωγραφικό χώρο που εκτεινόταν κατά µήκος του ποταµού Ρήνου και στη γύρω από αυτόν περιοχή. Με βάση αυτό το συλλογισµό, φτάνει, επιπλέον, στο σηµείο να ταυτίσει τους Φράγγους της εποχής του µε τους Γερµανούς, επειδή κατοικούσαν στην ίδια περιοχή, παρότι είχαν πλέον στα χρόνια του 876 Β Β

152 συγγραφέα στην κατοχή τους το µεγαλύτερο µέρος της Γαλλίας, µε αποτέλεσµα να συνορεύουν νοτιοανατολικά µε την Ιταλία 879. Ο ι Γότθοι, µάλιστα, χρησιµοποιούν αυτό το γεωγραφικό χώρο καταγωγής των Φράγγων, για να τους πείσουν να τους βοηθήσουν κατά των Βυζαντινών, επειδή, διαφορετικά, οι Βυζαντινοί θα πραγµατοποιούσαν επίθεση και εναντίον των Φράγγων, µε το πρόσχηµα πως η παλιά ρωµαϊκή αυτοκρατορία εκτεινόταν µέχρι εκείνα τα µέρη 880. Ο Αγαθίας παραπέµπει για αναλυτικές πληροφορίες σχετικά µε τα γοτθικά πράγµατα στον Ασίνιο Κουαδράτο 881, έναν ιστορικό του τρίτου αιώνα, ο οποίος έγραψε το έργο «Ῥωµαϊκὴ Χιλιάς», περιγράφοντας τα γεγονότα από την ίδρυση της Ρώµης ως τον αυτοκράτορα του τρίτου αιώνα Αλέξανδρο Σεβήρο 882. Επιπλέον, η ταύτιση αυτή των Γερµανών µε τους Φράγγους γίνεται σαφής και στη µάχη της Καπύης µεταξύ Ναρσή και Βουτιλίνου, όταν ο ιστορικός µας λέει πως κανένας Γερµανός δεν επέστρεψε στην πατρίδα του, αφού ούτε πέντε άνδρες δεν κατάφεραν να ξεφύγουν ζωντανοί από το πεδίο της µάχης 883. Τέλος, ο ιστορικός δεν παραλείπει να εντάξει και τη Γερµανία στα παραδείγµατά του για την προσφώνηση ενός αυτοκράτορα, αποκαλώντας «Γερµανικό» εκείνον, ο οποίος κατέκτησε εκείνη την περιοχή 884, κατά τα «Γηπαιδικός», δηλαδή, και «Λαγγοβαρδικός». Ωστόσο, ενώ τα δύο τελευταία αφορούν σαφέστατα στον Ιουστινιανό, τα «Ἀφρικανὸς» και «Γερµανικός» αναφέρονται γενικότερα σε παλαιότερους Ρωµαίους αυτοκράτορες, χωρίς αυτοί να ονοµατίζονται µέσα στο κείµενο, ενώ, όταν µιλά για την κατάκτηση της ίδιας περιοχής από τον Ιουστινιανό, καταφεύγει στην προσφώνηση «Φραγγικός», αφού οι σύγχρονοί του κάτοικοι της περιοχής ονοµάζονταν πλέον Φράγγοι και όχι Γερµανοί. Το ανάγλυφο του γεωγραφικού χώρου των Φράγγων περιγράφεται µε δασώδη οροπέδια που τα κάλυπταν θαµνώδη όρη, ενώ η περιοχή χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία της διαβίωσης σε αυτήν κατά τη χειµερινή περίοδο 885. Τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή ήταν κατά βάση τα άλογα, τα βόδια και οι βούβαλοι 886. Τις πληροφορίες αυτές τις αντλούµε ακριβώς από το κυνήγι ενός βούβαλου, στο οποίο επιδόθηκε ανεπιτυχώς ο Φράγγος βασιλιάς Θευδίβερτος σε αυτή την περιοχή µε 879 Α 2.1. Γενικότερα για την προέλευση των Γερµανών και την ιστορική εξέλιξη των γερµανικών φύλων βλ. Howorth H.H., The Ethnology of Germany.- Part VI. The Varini, Varangians, and Franks.- Section I., The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 12 (1883), σ Ειδικότερα για τη σχέση των γερµανικών φύλων µε τους Φράγγους βλ. ό.π., σ Α Α Degani E., Asinius Quadratus, Der Neue Pauly, τ. 2, Στουτγκάρδη, Β Α Α

153 τραγική για τον ίδιο κατάληξη, αφού οδηγήθηκε µέσω αυτού στο θάνατο 887. Κρίνεται, εποµένως, φυσιολογικό, µε βάση το γεωγραφικό χώρο που ζούσαν, το γεγονός πως οι Φράγγοι θεωρούσαν εχθρό τους τη µεγάλη ζέστη και ότι τους προκαλούσε πολύ µεγάλη δυσφορία. Για αυτό, άλλωστε, και δε θα πολεµούσαν ποτέ εκούσια το καλοκαίρι. Αντίθετα, µε το κρύο αισθάνονται πολύ πιο δυνατοί και υγιείς και τότε µπορεί µεν να κουράζονται, αλλά µε πολύ µεγάλη ευχαρίστηση. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Ναρσής, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τα παραπάνω στοιχεία, φρόντιζε, όσο µπορούσε, να αποφεύγει τις µάχες κατά τη χειµερινή περίοδο και να τις µεταφέρει προς την άνοιξη που τα πράγµατα θα ήταν σαφώς ευνοϊκότερα για το στρατό του 888. Στην καθηµερινή τους ζωή, οι Φράγγοι δεν είναι νοµάδες, όπως άλλα βαρβαρικά έθνη, αλλά χρησιµοποιούν στη διοίκησή τους πολλά στοιχεία από το πολίτευµα και τους νόµους της βυζαντινής αυτοκρατορίας 889. Για παράδειγµα, πραγµατοποιούν µε παρόµοιο τρόπο συµβόλαια και γάµους, ενώ και στο θρήσκευµά τους παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία µε το δόγµα των Βυζαντινών. Είναι, δηλαδή, και αυτοί Χριστιανοί και, µάλιστα, πιστεύουν στο ίδιο ορθόδοξο δόγµα που πιστεύουν και οι Βυζαντινοί. Επίσης, έχουν άρχοντες στις πόλεις τους και ιερείς, όπως οι Βυζαντινοί, και, επιπλέον, πραγµατοποιούν µε τον ίδιο τρόπο τις θρησκευτικές τους εορτές. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόµα και στον Αγαθία που είναι Βυζαντινός ιστορικός, οι Φράγγοι φαίνονται πάρα πολύ ευγενείς και καλλιεργηµένοι και δε διαφέρουν σε µεγάλο βαθµό από τους Βυζαντινούς, αν εξαιρέσει κάποιος τις διαφορετικές τους ενδυµασίες και το διαφορετικό τρόπο οµιλίας τους 890. Ο Αγαθίας δε διστάζει να παραδεχτεί στο έργο του πως τους θαυµάζει πάρα πολύ, επειδή, µεταξύ όλων των άλλων στοιχείων που τους διέπουν, είναι χαρακτηριστική η µεταξύ τους δικαιοσύνη και οµόνοια. Ο ιστορικός αιτιολογεί την άποψή του εξηγώντας πως, τόσο τους προηγούµενους αιώνες όσο και στα χρόνια του, δε µόλυναν ποτέ την πατρίδα τους µε εµφύλιους πολέµους, ακόµα και όταν αυτή έπρεπε µε βάση το νόµο τους να είναι µοιρασµένη σε τρεις ή και περισσότερους ηγεµόνες 891. Αυτό, βέβαια, δε σηµαίνει πως δεν αναπτύσσονται ανάµεσά τους µεγάλες και αντίρροπες δυνάµεις, κατά τις οποίες είναι φυσικό να δηµιουργούνται αλαζονικά και σκληρά φρονήµατα, όπως, επίσης, φιλονικίες, µε στόχο την κατάκτηση των πρωτείων έναντι των 887 Α Α Για τις οµοιότητες µεταξύ φραγγικού και βυζαντινού νοµικού συστήµατος βλ. Barnwell P.S., "Emperors, Jurists and Kings: Law and Custom in the Late Roman and Early Medieval West", Past and Present, 168 (2000), σ Α Α

154 υπολοίπων, ή και άλλα παραπλήσια συναισθήµατα και συµπεριφορές που οδηγούν πολύ εύκολα σε ταραχές και εµφύλιες διαµάχες. Σε αντίθεση, όµως, µε άλλους λαούς, δεν παρατηρήθηκαν τέτοια φαινόµενα στο κράτος τους, ακόµη και όταν έτυχε η εξουσία σε αυτό να είναι διανεµηµένη σε πολλούς ηγεµόνες 892, υπονοώντας σαφώς τη διαφορά τους από Ρωµαίους ηγέτες του παρελθόντος που κατέφυγαν στις εµφύλιες συγκρούσεις, προκειµένου να κερδίσουν την εξουσία. Όπως, βέβαια, είναι φυσικό, έτυχε ακόµα και στους Φράγγους βασιλείς να επέλθει διχόνοια. Σε µια τέτοια περίπτωση συγκεντρώνονται όλοι στο πεδίο της µάχης µε τα όπλα τους, προκειµένου να πολεµήσουν. Μόλις, όµως, αντικρύσουν το ένα στράτευµα το άλλο, αµέσως η µεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών αποβάλλει τα δυσµενή συναισθήµατα για τους συµπατριώτες της, τα µετατρέπει σε συναισθήµατα οµόνοιας και ειρήνης και αµφότερα τα στρατιωτικά σώµατα παρακινούν τους ηγέτες τους να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά υπάρχει µεταξύ τους µε δίκη. Σε περίπτωση, µάλιστα, κατά την οποία η παρότρυνση αυτή δε γίνει αποδεκτή, τους αφήνουν να πολεµήσουν µόνοι τους, ώστε να κινδυνεύσει µόνο ο εαυτός τους, αφού δεν το θεωρούσαν συνετό να θέσουν σε κίνδυνο όλο το κράτος εξαιτίας της συγκεκριµένης έχθρας του ενός προς τον άλλο. Αποτέλεσµα αυτής της στάσης τους είναι να διαλύουν αµέσως τις παρατάξεις που ήταν έτοιµες για µάχη, να καταθέτουν τα όπλα τους και, αφού επιστρέψουν στην ειρήνη και την ηρεµία στο εσωτερικό τους, να επανέλθουν στις ελεύθερες συναναστροφές µεταξύ τους, χωρίς να λαµβάνουν πλέον προφυλάξεις, αποδεικνύοντας ψεύτικα όλα τα ενδεχόµενα ενός εµφύλιου σπαραγµού τους 893. Εποµένως, οι Φράγγοι πολίτες αποδεικνύονται µε αυτό τον τρόπο σκέψης δίκαιοι και φιλοπάτριδες, ενώ οι άρχοντές τους φέρονται µε τη δέουσα ευµένεια προς αυτούς και ακούν τη γνώµη τους. Λειτουργώντας, λοιπόν, µε αυτό τον τρόπο οι Φράγγοι και εφαρµόζοντας τους νόµους τους, πετυχαίνουν να διατηρούν σίγουρη τη δύναµή τους και, όχι µόνο δεν έχουν χάσει κάποια περιοχή από αυτές που τους ανήκαν, αλλά και έχουν αποκτήσει πολλά περισσότερα από όσα κατείχαν στην αρχή. Με βάση, λοιπόν, την ιστορική πορεία των Φράγγων ο Αγαθίας επιβεβαιώνει την άποψη πως, όσοι λαοί έχουν αναπτύξει ανάµεσά τους τη δικαιοσύνη και τη σύµπνοια, αυτοί απολαµβάνουν ένα κράτος σταθερό και ευτυχισµένο, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να κατακτηθεί από οποιονδήποτε εχθρό 894. Το κείµενο µας παρέχει, εξάλλου, την πληροφορία πως και στο φραγγικό πολίτευµα ίσχυε η κληρονοµικότητα και τα παιδιά διαδέχονταν στην εξουσία τους γονείς τους. Όταν, µάλιστα, ένας πατέρας είχε 892 Α Α Α

155 περισσότερα από ένα παιδιά, τότε η εξουσία του διανεµόταν ισόποσα σε όλα τα παιδιά του, όπως, δηλαδή, συνέβη µε το Χλωθοαίο, ο οποίος έχοντας τέσσερα παιδιά µοίρασε την εξουσία του σε τέσσερα ίσα περίπου τµήµατα εθνών και πόλεων 895. Τέλος, όταν ένας ηγεµόνας δεν είχε αποκτήσει ακόµα παιδιά, την εξουσία αναλάµβαναν στη θέση τους οι αδερφοί του 896. Επιπλέον, ο συγγραφέας της Ιστορίας µας διηγείται και τον τρόπο, µε τον οποίο οι Φράγγοι ηγεµόνες περιποιούνταν τους εαυτούς τους και διακρίνονταν από τους υπόλοιπους υπηκόους τους. Υπήρχε, λοιπόν, έθιµο στους βασιλείς των Φράγγων να µην κουρεύονται ποτέ, αλλά να παραµένουν ακούρευτοι από την παιδική τους ακόµη ηλικία και να πέφτουν οι πλεξούδες των µαλλιών τους στους ώµους τους, ενώ εκείνες που βρίσκονταν µπροστά και κρέµονταν από το µέτωπο να τοποθετούνται και στις δύο µεριές της κεφαλής, αφού πρώτα τις είχαν πλύνει µε πολλά και διάφορα σαπούνια και, στη συνέχεια, τις είχαν χτενίσει µε ακρίβεια. Φαίνεται, δηλαδή, από το κείµενο πως ήταν πατροπαράδοτο έθιµο στους Φράγγους ο βασιλιάς να διακρίνεται από τη µεγάλη τιµή να µην κουρεύεται 897, την ώρα που στο υπόλοιπο έθνος ήταν άγραφος κανόνας η κυκλική κόµµωση της κεφαλής και η στέρηση της δυνατότητας να αφήσουν µακρύ το µαλλί τους 898. Όπως, βέβαια, στα εδάφη της βυζαντινής και της περσικής αυτοκρατορίας, έτσι και στο κράτος των Φράγγων κατοικούσαν και άλλοι λαοί, όπως οι Αλαµανοί 899, οι οποίοι, βέβαια, είχαν το δικαίωµα να πιστεύουν σε άλλους θεούς, αλλά ήταν υποχρεωµένοι να ακολουθούν στη διοίκηση το φραγγικό πολίτευµα 900. Παρά την περιγραφή αυτή του Αγαθία περί ανεκτικότητας του φραγγικού λαού, ο Γότθος ηγεµόνας Αλίγερνος, όταν πρόκειται για το λαό του, τους Γότθους, φοβάται πως οι Φράγγοι, παρότι παρουσιάζονταν ως σύµµαχοι των Γότθων, θα τους επέβαλαν πιθανότατα τις δικές τους συνήθειες µετά τη λήξη του πολέµου 901. Οι ίδιοι οι Φράγγοι, πάντως, πίστευαν στην ίδια θρησκεία, όπως προαναφέρθηκε, µε τους Βυζαντινούς και είχαν παραπλήσια θρησκευτικά έθιµα. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ είχαν την ευκαιρία, δεν κατέστρεψαν τις χριστιανικές εκκλησίες της Ιταλίας, αλλά τις αντιµετώπισαν µε ευλάβεια και αυτοσυγκράτηση. Σε αντίθεση, όµως, µε 895 Α Α Για την κόµµωση των Φράγγων βασιλέων βλ. Nicolson F.W., "Greek and Roman Barbers", Harvard Studies in Classical Philology, 2 (1891), σ. 48. Γενικότερα για το στερεότυπο της εποχής που αφορούσε στην εµφάνιση ενός Φράγγου πρίγκηπα βλ. Terras V., "Leo Diaconus and the Ethnology of Kievan Rus", Slavic Review, 24.3 (1965), σ Α Α Α Α

156 αυτούς, οι σύµµαχοί τους Αλαµανοί προχώρησαν σε εκτενείς λεηλασίες, παρότι κατοικούσαν και εκείνοι στα εδάφη του κράτους των Φράγγων 902. Πιστεύοντας, µάλιστα, ακράδαντα στη Θεία ίκη, ο Αγαθίας αποδίδει τη µεταγενέστερη σφαγή τους στην Καπύη σε αυτό το γεγονός και την παραλληλίζει µε την «ἀνὰ κράτος» ήττα του άτη στο Μαραθώνα από το Μιλτιάδη, επειδή και εκείνη η εκστρατεία ήταν το ίδιο άδικη µε αυτή των Φράγγων 903. Λίγο πριν από τη µάχη στην Καπύη, ο συγγραφέας του κειµένου µας αφηγείται τις προετοιµασίες των Φράγγων τόσο ηθικά, µέσα από τα λόγια του στρατηγού τους Βουτιλίνου, όσο κυρίως εξοπλιστικά 904. Μαθαίνουµε, λοιπόν, πως ο εξοπλισµός των Φράγγων είναι λιτός και τέτοιος που δεν είναι απαραίτητο να συµµετέχουν στο στράτευµα ειδικοί τεχνίτες για τα όπλα, αφού οι ίδιοι οι φορείς τους µπορούν να τα επιδιορθώσουν, σε περίπτωση που αυτά πάθουν κάτι 905. Είναι χαρακτηριστικό της κατασκευαστικής τους ικανότητας πως οι Φράγγοι στρατιώτες κατασκεύασαν µόνοι τους ξύλινο «πύργο» 906 και «χαράκωµα» 907 στη γέφυρα που ένωνε τις όχθες του Κασουλίνου ποταµού για την καλύτερη άµυνά τους. Οι Φράγγοι, λοιπόν, δε φορούν κνηµίδες και θώρακες, όπως οι Βυζαντινοί. Επιπλέον, στο κεφάλι οι περισσότεροι δε φορούν περικεφαλαία και το αφήνουν ακάλυπτο, ενώ πολύ λίγοι είναι αυτοί που χρησιµοποιούν αυτό το στρατιωτικό εξάρτηµα. Το στέρνο του σώµατός τους, όπως και η πλάτη τους, ως τη µέση περίπου είναι γυµνά. Από εκεί και κάτω ντύνονται συνήθως µε βράκες είτε λινές είτε δερµάτινες και µε αυτές καλύπτουν τα πόδια τους 908. Στην παράταξη της µάχης, το ιππικό τους αποτελείται από πολύ λίγους ιππείς 909, επειδή οι περισσότεροι είναι εξασκηµένοι στην πεζοµαχία, την οποία και προτιµούν. Από την αριστερή τους πλευρά κρέµεται ασπίδα, ενώ από το µηρό τους ξίφος. Σε αντίθεση µε τους Βυζαντινούς, δε χρησιµοποιούν στη µάχη σφενδόνες, τόξα ή άλλα όπλα, µε τα οποία θα µπορούσαν να πλήξουν τον εχθρό από απόσταση, αλλά χρησιµοποιούν κατά βάση δίκοπα τσεκούρια, τους «ἄγγωνας», τα οποία και κατασκευάζουν και επιδιορθώνουν οι ίδιοι. Οι «ἄγγωνες» των Φράγγων είναι δόρατα τέτοιου µεγέθους, ώστε να µπορούν να 902 Β Βλ. και Κεφ. «Τὸ Τῶν Ἀλαµανῶν Ἔθνος», σ Β Για το στρατό των Φράγγων βλ. Bachrace B.S, Merovingian Military Organization, (Gaier C.), Speculum, 49.3 (1974), σ Β Β Β Β Για την αδυναµία του ιππικού των Φράγγων στο πεδίο της µάχης, µε αφορµή τη µάχη της Καπύης, όπως αυτή περιγράφεται από τον Αγαθία, βλ. Kaegi W.E.Jr., "The Contribution of Archery to the Turkish Conquest of Anatolia", Speculum, 39.1 (1964), σ

157 εκτοξευθούν σε απόσταση από τον κάτοχό τους, εφόσον χρειαστεί, αλλά και να χρησιµοποιηθούν µε αποτελεσµατικότητα σε µάχες που διεξάγονται σώµα µε σώµα. Το µεγαλύτερό τους µέρος αποτελούνταν από σίδηρο, ενώ το ξύλο ήταν ελάχιστο και κατά βάση σχηµάτιζε το «σαυρωτῆρα», την ξύλινη, δηλαδή, αιχµή, στο πίσω µέρος του δόρατος, προκειµένου αυτό να µπορεί να καρφωθεί στο έδαφος. Στο πάνω µέρος του δόρατος, από την άλλη µεριά, υπάρχουν δύο αντίρροπες, καµπύλες ακίδες, σαν γαµψά αγκίστρια που είναι στραµµένα προς τα κάτω 910. Ο Αγαθίας, για να κάνει ακόµα πιο κατανοητή τη χρήση ενός τέτοιου όπλου, µας αφηγείται το παράδειγµα ενός Φράγγου άνδρα, ο οποίος το χρησιµοποιεί στη µάχη. Αν, λοιπόν, ο «ἄγγων» πέσει πάνω σε ανθρώπινο σώµα, τότε µπαίνει σε αυτό, όπως είναι φυσικό, η µεταλλική αιχµή του όπλου. Εφόσον συµβεί αυτό, τότε δεν είναι δυνατό να το βγάλουν εύκολα ούτε ο πληγωµένος από τον «ἄγγωνα» ούτε και κάποιος άλλος από τους συµπολεµιστές του, επειδή οι ακίδες του δόρατος που έχουν καρφωθεί στην ανθρώπινη σάρκα προκαλούν ακόµη µεγαλύτερους πόνους. Συνεπώς, ακόµη και όταν ο εχθρός δεν έχει πεθάνει ακαριαία, πεθαίνει σταδιακά από το τραύµα του 911. Ακόµη, όµως, και στην περίπτωση που το δίκοπο αυτό δόρυ δε βρει το αντίπαλο ανθρώπινο σώµα αλλά την ασπίδα του αντιπάλου, ο κίνδυνος για τον τελευταίο είναι εξίσου µεγάλος. Καθώς το δόρυ καρφώνεται επάνω στην ασπίδα, κρέµεται αµέσως από αυτήν και τη ρίχνει στο έδαφος, αφού στο έδαφος θα σέρνεται και η απόληξη του «ἄγγωνος». Εκείνος που χτυπήθηκε, από την άλλη µεριά, ούτε έχει τη δυνατότητα να βγάλει τον «ἄγγωνα» από την ασπίδα λόγω του καµπύλου σχήµατος των ακίδων, αλλά ούτε και να τον κόψει µε το ξίφος του, επειδή το µεγαλύτερο µέρος του καλύπτεται από σίδηρο. Μόλις, κατά συνέπεια, ο Φράγγος πολεµιστής βρεθεί σε µία τέτοια περίπτωση, πατάει την ξύλινη απόληξη του δόρατος, ρίχνει κάτω την ασπίδα του αντιπάλου του και τον αφήνει ουσιαστικά ακάλυπτο. Εποµένως, είναι πολύ εύκολο τότε είτε να χτυπήσει τον αντίπαλό του µε το τσεκούρι στο µέτωπο σκοτώνοντάς τον ακαριαία είτε να του διαπεράσει το λαιµό µε ένα άλλο ακόντιο ή ξίφος του 912. Οι Βυζαντινοί φαίνεται πως σέβονταν τόσο τη µαχητικότητα όσο και την ευρεσιτεχνία των Φράγγων. Ο ίδιος ο Ναρσής, προσπαθώντας να συνεφέρει το στρατό του από την υπερβολική αλαζονεία που του προκάλεσε η νίκη στην Καπύη, χαρακτηρίζει τους Φράγγους «πολυάνθρωπόν τι γένος καὶ µέγιστον καὶ λίαν ὀρθῶς τὰ πολέµια ἠσκηµένον». Επιπλέον, παρότι ήταν αρχηγός της βυζαντινής εκστρατείας 910 Β Β Β

158 στην ιταλική χερσόνησο, δείχνει πολύ µεγάλο σεβασµό προς τον αντίπαλό του, καθώς θεωρεί πως οι Βυζαντινοί αντιµετώπισαν στην Καπύη µόνο ένα µικρό τµήµα του εχθρού. Επιπροσθέτως, τονίζει στους στρατιώτες του πως η νίκη αυτή πιθανότατα δε θα αποτρέψει, αλλά µάλλον θα εξοργίσει σε µέγιστο βαθµό τον εχθρό, από τον οποίο περίµενε ότι πολύ σύντοµα θα επανερχόταν δριµύτερος και µε πολύ µεγαλύτερο στρατιωτικό σώµα 913. β) Γότθοι 914 Η αναφορά του Αγαθία στους Γότθους ξεκινά µε τα όσα περιγράφει για αυτούς στο ιστορικό του έργο ο Προκόπιος. Ο Αγαθίας, όµως, αναφέρει τα γεγονότα αυτά εντελώς συνοπτικά και χωρίς καµία νύξη για το γεωγραφικό χώρο, στον οποίο κατοικούσε το «γοτθικόν γένος» 915. Οι περισσότερες πληροφορίες για το χώρο, στον οποίο κατοικούσαν οι Γότθοι, µας δίνονται από τον Αγαθία στην αρχή του πρώτου βιβλίου της Ιστορίας του. Εκεί περιγράφεται η κατά κράτος ήττα του Γότθου ηγεµόνα Τεΐα από το Ναρσή και η συµφωνία που συνήψαν οι Γότθοι που επέζησαν της µάχης µε το βυζαντινό στρατηγό 916. Σύµφωνα µε αυτήν, οι Γότθοι θα παρέµεναν τελικά στο γεωγραφικό χώρο που κατοικούσαν και πριν, µε την προϋπόθεση να είναι υποτελείς του βυζαντινού αυτοκράτορα. Μαθαίνουµε, λοιπόν, από το κείµενο πως µια οµάδα Γότθων που ζούσαν στη δυτική ιταλική χερσόνησο και νοτιότερα του ποταµού Πάδου εγκαταστάθηκαν τελικά στην Τοσκάνη 917, τη Λιγουρία και την Αιµιλία 918, στη βορειοδυτική, δηλαδή, παράκτια περιοχή της σηµερινής Ιταλίας, αλλά και σε άλλες παραπλήσιες περιοχές που είχαν συνηθίσει να ζουν στο παρελθόν, όπως στην πόλη της Κύµης στην Καµπανία 919, όπου, λόγω της µεγάλης ασφάλειας που προσέφερε, οι Γότθοι ηγεµόνες Τωτίλας και Τεΐας έκρυβαν εκεί ό,τι πολυτιµότερο είχαν. Ταυτόχρονα, ένα άλλο µέρος του γοτθικού πληθυσµού που κατοικούσε βορείως του Πάδου, στην ανατολική πλευρά της ιταλικής χερσονήσου, µετακινήθηκε προς την πόλη της Βενετίας και 913 Β Το ζεύγος Cameron υποστηρίζει πως η ονοµασία «Γότθοι» στον Προκόπιο και τον Αγαθία αποτελούν εξαίρεση, καθώς η κύρια ονοµασία τους στην ελληνική γραµµατεία είναι «Γέτες». Βλ. Cameron Av. Cameron Al., "Christianity and Tradition in the Historiography of the Late Empire", The Classical Quarterly, 14.2 (1964), σ Ωστόσο, στην παρούσα εργασία χρησιµοποιείται αποκλειστικά ο όρος «Γότθοι», καθώς αυτόν συναντούµε στο κείµενο. 915 Πρ Α Α Α Α 8.2, Α

159 διασκορπίστηκε στους οικισµούς της ευρύτερης περιοχής 920. Παρά τη συµφωνία, όµως, που υπογράφηκε µε τους Βυζαντινούς, οι Γότθοι αποδεικνύονται ανήσυχος λαός που επιζητά συνεχώς κάτι καλύτερο, από όσα έχει την κάθε στιγµή. Έτσι, λίγο καιρό µετά την υπογραφή της συµφωνίας, αποφασίζουν να προβούν σε νέες επιθέσεις κατά των Βυζαντινών. Επειδή, εξάλλου, καταλάβαιναν την αδυναµία τους να κερδίσουν µόνοι τους µια τέτοια µάχη, στράφηκαν προς το γειτονικό σε αυτούς έθνος των Φράγγων, προκειµένου να δράσουν από κοινού κατά της αυτοκρατορίας 921. Άλλωστε, µε εκείνους ήταν και πιο κοντά ως προς το φρόνηµα, καθώς αµφότεροι ήταν βάρβαροι και εχθροί της αυτοκρατορίας 922. Η προηγούµενη γεωγραφική διάκριση ανάµεσα στους Γότθους της δυτικής και αυτούς της ανατολικής πλευράς της ιταλικής χερσονήσου λαµβάνει σε αυτό το σηµείο και πολιτική χροιά. Έτσι, η πρεσβεία των Γότθων που επισκέφτηκε το Φράγγο ηγεµόνα Θευδίβαλδο δεν ήταν από όλο το γοτθικό έθνος, αλλά µόνο από εκείνους που είχαν εγκατασταθεί νοτιότερα του Πάδου. Απεναντίας, οι Γότθοι της βορειοανατολικής Ιταλίας φέρονται µάλλον καιροσκοπικά, αφού, παρότι έβλεπαν θετικά αυτήν την κίνηση, δεν έπραξαν τίποτα άλλο από το να περιµένουν την τελική έκβαση του πολέµου, ώστε να στραφούν προς την πλευρά των νικητών 923. Τα επιχειρήµατα των Γότθων πρέσβεων προς τους Φράγγους είναι πάρα πολύ σηµαντικά για τον αναγνώστη της Ιστορίας, επειδή µέσα από αυτά αποκαλύπτεται η επιχειρηµατολογία των Βυζαντινών για την πραγµατοποίηση των πολέµων τους, τον τρόπο που έβλεπε τους πολέµους αυτούς η αντίθετη πλευρά και, τέλος, τον τρόπο και το χρόνο, κατά τον οποίο οι Γότθοι έφτασαν να κατοικούν στα σηµερινά ιταλικά εδάφη. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τους Γότθους πρέσβεις οι Βυζαντινοί φέρονται να πραγµατοποιούν την εκστρατεία στην Ιταλία, για να απελευθερώσουν εδάφη που είχαν ως Ρωµαίοι κάποτε στην κατοχή τους, αλλά όχι και στα χρόνια που περιγράφει ο Αγαθίας. Η λογική αυτή, όµως, εγκυµονούσε σαφείς κινδύνους όχι µόνο για τους Γότθους, αλλά και για οποιοδήποτε άλλο λαό κατοικούσε σε εδάφη που ανήκαν παλαιότερα στη µεγάλη ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Η ιδεολογία αυτή των Βυζαντινών χαρακτηρίζεται από τους Γότθους «εὐπρόσωπος αἰτία ἐς προκάλυµµα τῆς πλεονεξίας» Α Α 1.7, Α Α Α Για την αντίληψη των Βυζαντινών πως η πραγµατοποίηση των εκστρατειών τόσο στην ιταλική χερσόνησο όσο και στην Αφρική στόχευε στην επανάκτηση των περιοχών που ανήκαν στο παρελθόν στη βυζαντινή αυτοκρατορία βλ. Pazdernik C.F., "Procopius and Thucydides on the Labors of War: 158

160 Εστιάζοντας την επιχειρηµατολογία τους στο γοτθικό έθνος, οι πρέσβεις αφηγούνται πως ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ζήνων επέτρεψε στο Γότθο ηγεµόνα Θευδέριχο να προσαρτήσει τα ιταλικά εδάφη, αφού τα είχε ήδη χάσει. Παραδέχονται, βέβαια, πως ο Θευδέριχος κατέσχεσε ό,τι ανήκε στον τύραννο, όπως τον αποκαλούν, Οδόακρο, αφού πρώτα τον σκότωσε. Ωστόσο, ακόµα και την ενέργειά του αυτή την αποδίδουν στο λεγόµενο «πολεµικό δίκαιο», θεωρώντας την έτσι απολύτως δικαιολογηµένη 925. Σε αντίθεση µε τους ίδιους, οι Γότθοι πρέσβεις θεωρούν εντελώς άδικους τους Βυζαντινούς και πιστεύουν πως, λόγω της δυνατότητάς τους να επιβάλλονται βίαια, βρίσκουν συνεχώς προφάσεις για κήρυξη πολέµου προς τους γειτονικούς τους λαούς. Ειρωνευόµενοι, µάλιστα, τη στάση τους, αναφέρονται στον αυτοχαρακτηρισµό των Βυζαντινών ως σοφών και θεοσεβούµενων που πάντοτε ενεργούν µε πνεύµα δικαιοσύνης 926. Για τους Γότθους, όµως, και το γεωγραφικό τους χώρο οι πληροφορίες δε σταµατούν εδώ, αλλά µαθαίνουµε µέσα από την Ιστορία πως επί βασιλείας του Γότθου ηγεµόνα Θευδερίχου οι Γότθοι κατείχαν όλη την ιταλική χερσόνησο και, µάλιστα, είχαν καταστήσει υποτελές τους και το αλαµανικό έθνος που ήδη κατοικούσε εκεί. Μόλις, όµως, ξεκίνησε ο πόλεµος µε τις βυζαντινές δυνάµεις, αποφάσισαν να ελευθερώσουν τους Αλαµανούς και να κρατήσουν υπό την κατοχή τους µόνο περιοχές µε µεγάλη για αυτούς στρατηγική σηµασία, ώστε να µην κινδυνεύσει ακόµα και η ίδια τους η ύπαρξη 927. Επιπροσθέτως, η υπερηφάνεια του γοτθικού έθνους καθώς και η διάθεσή του για πλήρη αυτονοµία από τους Βυζαντινούς δε φαίνεται µόνο από την πρεσβεία τους στους Φράγγους. Αποδεικνύεται, συγχρόνως, και από την άρνησή τους να παραδώσουν την Κύµη στους πολυπληθέστερους και καλύτερα οπλισµένους Βυζαντινούς του Ναρσή, δείχνοντας απόλυτη εµπιστοσύνη τόσο στην ισχυρότατη οχύρωση της πόλης όσο, φυσικά, και στις δικές τους δυνάµεις να αντιµετωπίσουν την εχθρική επίθεση 928. Τέλος, το φρόνηµά τους αυτό φαίνεται να συνοδεύεται, παρόλα αυτά, και από αίσθηµα δικαίου, κάτι το οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν κατανοούν πως µόνος στόχος των Φράγγων δεν είναι να τους βοηθήσουν, αλλά να καταλάβουν οι ίδιοι την ιταλική χερσόνησο µε αφορµή την καταπίεση των Γότθων από τους Βυζαντινούς. Ο ίδιος ο Belisarius and Brasidas in the Field", Transactions of the American Philological Association, 130 (2000), σ Αναλυτικά για την παραχώρηση της ιταλικής χερσονήσου από το Ζήνωνα στους Γότθους βλ. Ostrogorsky, ό.π., σ Α 5.4- Α Α 6.4- Α Α

161 ηγεµόνας Αλίγερνος, αντιλαµβανόµενος ότι η Ιταλία δεν πρόκειται να επανέλθει στα χέρια των Γότθων, παραδίδει τα κλειδιά της Κύµης στο Ναρσή και τίθεται στις υπηρεσίες του, µε όποιον τρόπο έκρινε σωστό ο Βυζαντινός στρατηγός. Και, όπως ήταν φυσικό, ο Ναρσής, όχι µόνο τον αντάµειψε πλουσιοπάροχα, αλλά και παρέλαβε την πόλη διαφυλάσσοντας ό,τι πολύτιµο είχαν µεταφέρει σε αυτήν οι Γότθοι 929. Ωστόσο, υπήρξε και πάλι µία µερίδα του γοτθικού πληθυσµού που πολέµησε στο πλευρό των Φράγγων σε πολλές περιστάσεις και, επειδή, ακόµα και όταν έχασαν οι Φράγγοι από το Ναρσή, δεν ήθελαν να υποταχθούν στους Βυζαντινούς, συγκεντρώθηκαν στο φρούριο Κάµψες, προκειµένου µε ηγέτη το Γότθο Ράγναρη να αντιµετωπίσουν τις βυζαντινές δυνάµεις 930. Η προσπάθειά τους, όµως, αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσµα και, µόλις ο Ράγναρης σκοτώθηκε από τους ακολούθους του Ναρσή, οι υπόλοιποι Γότθοι παραδόθηκαν στον τελευταίο χωρίς περαιτέρω µάχες, αφού ήταν σχεδόν σίγουρο πια πως δε θα µπορούσαν να αντέξουν στην πολιορκία 931. γ) «Τὸ Τῶν Ἀλαµανῶν Ἔθνος» Οι Αλαµανοί, σύµφωνα µε τον Αγαθία, ήταν ένα έθνος, το οποίο υπέταξε και κατέστησε υποτελές του ο Φράγγος ηγεµόνας Θευδίβερτος 932. Περιγράφοντάς τους, ο Αγαθίας παραπέµπει στον «Ἰταλιώτη» συγγραφέα Ασίνιο Κουαδράτο, ο οποίος και έχει ασχοληθεί ενδελεχώς µε τα «Γερµανικά πράγµατα» 933, εντάσσοντας έτσι µέσα στα γερµανικά φύλα και τους Αλαµανούς. Σύµφωνα µε το κείµενο, οι Αλαµανοί είναι ένας µιγαδικός λαός από ανάµιξη διαφόρων ανθρώπων και αυτό, άλλωστε, δηλώνει και η ονοµασία τους. Στα προηγούµενα χρόνια, ο βασιλιάς των Γότθων Θευδέριχος τους είχε υποτάξει και τους είχε καταστήσει φόρου υποτελείς του. Στην περίοδο, όµως, του πολέµου µεταξύ Βυζαντινών και Γότθων, οι Γότθοι εγκατέλειψαν πολλές περιοχές, για να κερδίσουν την υποστήριξη των Φράγγων και, µεταξύ άλλων, άφησαν ελεύθερους και τους Αλαµανούς. Έτσι, οι Αλαµανοί κατακτήθηκαν από το Θευδίβερτο και, όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε, προσχώρησαν στο γιο του Θευδίβαλδο ως υπήκοοί του Α Α Β Β Β Β Α 4.1. Ο κ. Αλεξάκης θέτει σε αυτό το σηµείο τον προβληµατισµό του για την περιγραφή αυτού του γεγονότος και της έννοιας του αλαµανικού έθνους που εννοεί ο Αγαθίας, καθώς το έθνος αυτό το είχε ήδη υποτάξει νωρίτερα για λογαριασµό των Φράγγων ο παππούς του Θευδίβερτου Κλόβι, το 496 µ.χ. Είναι πιθανό, λοιπόν, σύµφωνα µε τον κ. Αλεξάκη, ο Αγαθίας να εννοεί µόνο ένα ανυπότακτο τµήµα του αλαµανικού έθνους και όχι το σύνολό του. Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 85, σηµ Για αναλυτικότερες πληροφορίες σχετικά µε τον ιστορικό Ασίνιο Κουαδράτο βλ. Baldwin Β., "Zosimus and Asinius Quadratus", Classical Philology, 74.1 (1979), σ Α

162 Ως προς τον τρόπο της ζωής τους, ο Αγαθίας µας διηγείται πως οι Αλαµανοί ακολουθούν το φραγγικό πρότυπο στη διοίκηση των περιοχών τους, αλλά όχι και στη θρησκεία τους, καθώς οι Αλαµανοί προσκυνούν τα διάφορα στοιχεία της φύσης, όπως δέντρα, ποταµούς, λόφους και φαράγγια, πραγµατοποιώντας συχνά, σε ένδειξη ευσέβειας, θυσίες βοδιών, αλόγων και άλλων ζώων. Στα χρόνια, όµως, του Αγαθία οι πεποιθήσεις τους αυτές φαίνεται στο κείµενο πως άρχισαν να αλλάζουν και η επαφή τους µε τους Φράγγους οδήγησε ολοένα περισσότερους Αλαµανούς προς το Χριστιανισµό 935 ή τουλάχιστον σε µεγαλύτερη σύµπνοια µε τους Φράγγους, µε τους οποίους και συστρατεύονταν σε κάθε ευκαιρία κατά των Βυζαντινών 936. Παράλληλα, όµως, ένα µεγάλο µέρος του αλαµανικού έθνους παρέµενε πιστό στις πεποιθήσεις του και, καθώς ακολουθούσε τους Φράγγους στις εκστρατείες τους κατά των Βυζαντινών, κατέστρεφαν ολοσχερώς κάθε ιερό ναό που έβρισκαν στο πέρασµά τους 937. δ) Λαγγοβάρδοι Οι Λαγγοβάρδοι αποτελούν ακόµη ένα ανεξάρτητο γερµανικό έθνος από αυτά που αναφέρονται στο κείµενο, το οποίο συνορεύει τόσο µε τους Γήπαιδες όσο και µε τους Φράγγους 938. Οι Λαγγοβάρδοι, όµως, εµφανίζονται και σε µεταγενέστερη φάση µέσα στο κείµενο ως σύµµαχοι των Βυζαντινών στην υπεράσπιση της πόλης του Φάσιδος, έχοντας κοινό αρχηγό µε τους Ερούλους, το Γίβρο 939. Ως προς το γεωγραφικό τους χώρο, ο Αλεξάκης τους τοποθετεί εκείνη την εποχή βορειότερα από τους Γήπαιδες, στην περιοχή της σηµερινής υτικής Ουγγαρίας και της Τσεχίας 940. ε) Γήπαιδες Οι Γήπαιδες αποτελούν ένα ανεξάρτητο γερµανικό έθνος, το οποίο γειτόνευε, όπως προειπώθηκε λίγο παραπάνω, µε τους Φράγγους και τους Λαγγοβάρδους και για τους οποίους δε µας παρέχεται καµιά άλλη γεωγραφική πληροφορία από το κείµενο 941. Ο κ. Αλεξάκης, πάντως, τους τοποθετεί εκείνη την περίοδο στην περιοχή του Βελιγραδίου Α Α 11.2, Β 1.7, Β Β Α Γ Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 87, σηµ Α Βλ. Αλεξάκης, ό.π., σ. 87, σηµ

163 12. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ανάµεσα στους συγγραφείς της πρώιµης βυζαντινής περιόδου, ο Αγαθίας καταλαµβάνει σαφώς µια ιδιαίτερα σηµαντική θέση τόσο για το ποιητικό όσο και για το ιστορικό του έργο. Ενώ, όµως, για το ποιητικό του έργο η µεγάλη πλειοψηφία των µελετητών του έχουν εκφραστεί µε τα καλύτερα λόγια, δε συµβαίνει το ίδιο και µε την Ιστορία του. Τόσο το περιεχόµενό της όσο και η γενικότερη αξία της προκάλεσαν µεγάλες συζητήσεις µεταξύ των ερευνητών του συγγραφέα και της εποχής παρά το µεγάλο πλούτο πληροφοριών που προσφέρει στους αναγνώστες της. Ο Αγαθίας είναι γνωστός σήµερα κατά βάση ως ιστορικός, έναν τίτλο, τον οποίο αποκόµισε από την ιστορική διήγηση των γεγονότων της δεκαετίας , η οποία αποτελείται σε µεγάλο βαθµό από πολύτιµες εθνογραφικές παρεκβάσεις τόσο για τους Πέρσες όσο και για τους Φράγγους. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο ούτε καν αν ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρούσε τον εαυτό του κατεξοχήν ιστορικό και πιθανότατα είναι αυτός και ο λόγος, για τον οποίο δεν έδρασε, όπως άλλοι ιστορικοί της εποχής του 943. Προκύπτει, δηλαδή, από τη µελέτη του έργου πως σε αντίθεση µε τον προκάτοχό του Προκόπιο, ο οποίος συµµετείχε σε πολλές από τις εκστρατείες που περιλαµβάνονται στο έργο του, ο Αγαθίας µιλάει για τα δρώµενα των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Ιουστινιανού µε βάση τα όσα του παραδίδονταν από µαρτυρίες τόσο γραπτές όσο και προφορικές 944. Είναι, εποµένως, λογικό για την πλειοψηφία των σύγχρονων µελετητών του έργου να έχουν βάσιµες αµφιβολίες για το περιεχόµενο και την αξιοπιστία του. Επειδή, επιπλέον, ο Αγαθίας αποσκοπεί µέσα από τα γεγονότα που περιγράφει να εξαγάγει κάποιο ηθικό δίδαγµα για τους αναγνώστες του, καταλήγει συχνά σε πλήρη παραποίηση της πραγµατικότητας Kaldellis Α., "Things are not what they are: Agathias Mythistoricus and the last laugh of classical culture", Classical Quarterly, 53.1 (2003), σ Το άρθρο αυτό του Α. Kaldellis αποτέλεσε και τη βάση αυτού του κεφαλαίου, αφού οι απόψεις του περί αξιολόγησης του Αγαθία και του ιστορικού του έργου φαίνονται µάλλον ορθότερες, καθώς συνδυάζουν τις δύο αντίθετες απόψεις περί αποδοχής του περιεχοµένου του ή µη µε πρωτότυπο τρόπο. Για τον τρόπο σκέψης του Αγαθία κατά τη συγγραφή της ιστορίας του και την προσπάθειά του να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες του βλ. την αντιµετώπιση του έργου από τον Müller. Müller E.K., Geschichte der Antiken Ethnographie und Ethnologischen Theoriebildung, Εκδ. Steiner, τ. 2, Wiesbaden, 1980, σ Cameron Av., "Agathias (McCail, R.C.)", The Classical Review 22.2 (1972), σ Ο Ites, µάλιστα, φτάνει στο σηµείο να µιλήσει στο σύνολο του άρθρου του για την αξιοπιστία της Ιστορίας του Αγαθία για βασικό κορµό γεγονότων που αποτέλεσαν τη βάση του έργου, χωρίς, όµως, να αποτυπώνονται µε τρόπο που να µπορούµε να βασιστούµε στην περιγραφή τους, καθώς αποσκοπούν απλώς στην εξαγωγή ηθικών διδαγµάτων, ενώ παράλληλα στερούνται κάθε τοπογραφικής, ιστορικής, γεωγραφικής και χρονολογικής αξιοπιστίας. Βλ. Ites M., Zur Bewertung des Agathias, Byzantinische Zeitschrift, 26 (1926), σ Την άποψη αυτή, βεβαίως, η Cameron δεν την αποδέχεται ούτε εν µέρει, αλλά, ενώ παραδέχεται πολλές από τις ελλείψεις του έργου, πιστεύει στην πραγµατική υπόσταση της πλειοψηφίας των όσων περιγράφονται σε αυτό. Βλ. Cameron Av., Agathias, Εκδ. Clarendon P., Οξφόρδη, 1970, σ. 35,

164 Ο Αγαθίας εµφανίζεται ως µια σύνθετη λογοτεχνική προσωπικότητα που η πολυπλοκότητά της ξεπερνά πολλούς από τους αρχαίους Έλληνες ιστορικούς αλλά και αυτούς των πρώιµων βυζαντινών χρόνων. Κάθε οπτική αυτής της προσωπικότητας συµβάλλει εξίσου στη δοµή και το στόχο της διήγησής του. Στο τρίτο βιβλίο της Ιστορίας του, για παράδειγµα, περιγράφει τον εαυτό του ως ένα εργασιοµανή δικηγόρο στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος δεν µπορεί να βρει ελεύθερο χρόνο, προκειµένου να ασχοληθεί επισταµένως µε τη συγγραφή της Ιστορίας του. Κατά συνέπεια, οι αναγνώστες του θα πρέπει να περιοριστούν σε όσα προλαβαίνει να γράψει στον ελεύθερό του χρόνο 946. Η ιδιότητα του δικηγόρου, άλλωστε, γίνεται κατάδηλη από την αφήγηση των όσων διεξήχθησαν στη δίκη των δύο Βυζαντινών αξιωµατούχων για το φόνο του Γουβάζη, µε τη µεταφορά στο έργο των ρητορικών αγορεύσεων των διαδίκων καθώς και τις συνεχείς αναφορές του στο µεγαλείο του ρωµαϊκού δικαίου 947. Η άποψη, επιπλέον, του Αγαθία για δικαιοσύνη και ηθική εµπερικλείει σαφώς µέσα της και το νοµικό στοιχείο. Πέρα, όµως, από τη µορφή του Αγαθία ως «σχολαστικού», ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο στην ιστορική εξιστόρηση των γεγονότων φαίνεται πως παίζει η ποιητική ιδιότητα του συγγραφέα. Ο ίδιος, µάλιστα, ο ιστορικός δε συστήνεται στον πρόλογο του έργου ως «σχολαστικός», αλλά ως ποιητής και εκδότης ανθολογιών, ο οποίος στράφηκε στη συγγραφή της Ιστορίας του µετά από την παρότρυνση των φίλων του και ιδιαίτερα του Ευτυχιανού 948. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος συµφωνεί µε την άποψη του Ευτυχιανού πως η ιστορία και η ποίηση είναι πανοµοιότυπα λογοτεχνικά είδη και διαφέρουν κατά βάση στη µετρική που υπάρχει στην ποίηση αλλά όχι και στην ιστορία. Τα ποιητικά στοιχεία του χαρακτήρα του Αγαθία διαφαίνονται σε όλη την έκταση της Ιστορίας του, καθώς προσπαθεί να συνδυάσει την αρµονία και τη χάρη της ποίησης µε τους σοβαρούς σκοπούς που καλείται να επιτελέσει η ιστορία. Είναι αξιοσηµείωτο πως ο ίδιος κάνει εκτενή χρήση ποιητικού λεξιλογίου, ενώ πολύ συχνά είτε αναφέρεται ρητά είτε πλαγίως σε προγενέστερα ή και αρχαία επιγράµµατα και ποιήµατα εντάσσοντάς τα έτσι µέσα στο κείµενό του. Η προσπάθεια, ωστόσο, αυτής της συνύπαρξης ποίησης και ιστορίας αφιερώνεται σε έναν υψηλότερο σκοπό, σύµφωνα µε τον οποίο οδηγούµαστε στον Αγαθία φιλόσοφο. Ο ίδιος ο ιστορικός δηλώνει στον Πρόλογο του έργου του πως απώτερος σκοπός της Ιστορίας του είναι να προωθήσει µέσω αυτής τα ιδεώδη της πολιτικής φιλοσοφίας µε την εκλεπτυσµένη γλωσσική µορφή, στην οποία είναι κατά κόρον η ιστορική 946 Γ Πρ

165 αφήγηση και τα παραδείγµατα συµπεριφοράς που αυτή εµπερικλείει 949. Η άποψη αυτή, εξάλλου, φαίνεται µάλλον να αποδεικνύεται µέσα στο έργο, αφού ο ηθικός κατά βάση σκοπός του βρίσκει το πρότυπό του στον Πλάτωνα, στον οποίο και βασίζεται για την αφήγησή του ο Αγαθίας. Είναι ανάλογος, άλλωστε, της εκτίµησης που έτρεφε στον αρχαίο φιλόσοφο ο ιστορικός ο χαρακτηρισµός των επτά νεοπλατωνικών φιλοσόφων της εποχής του ως «ἀρίστων ἀληθῶς» 950. Τέλος, δε θα πρέπει να παραλείψουµε την αναφορά στη λογιότητα και την επιστηµονική πρακτική που χαρακτηρίζει το συγγραφέα. Σε αυτό το στοιχείο θα πρέπει να αναχθεί και η αποστολή του διπλωµάτη Σεργίου στο περσικό κράτος, προκειµένου να αποκοµίσει τα κρατικά έγγραφα µε τη γενεαλογία των Περσών βασιλέων. Έτσι, όπως ο ίδιος δηλώνει, το έργο του αποκτά σαφώς ανώτερη αξία από το έργο του Προκοπίου που, επίσης, αναφέρεται στον Καβάδη, αλλά δε βασίζεται στις ίδιες τις περσικές πηγές 951. Κατά συνέπεια, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε καθεµιά από τις ιδιότητες της πολυσχιδούς προσωπικότητας του Αγαθία, προκειµένου να επιτευχθεί µια σωστή ανάγνωση της Ιστορίας του Αγαθία. Άλλωστε, αυτός πρέπει να ήταν και ο µεγάλος στόχος του συγγραφέα, να διηγηθεί, δηλαδή, µε τέτοιο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονής του περιόδου, ώστε να αναδείξει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του. υστυχώς, όµως, αυτή η προσπάθεια του συγγραφέα δεν είναι εύκολα αντιληπτή από τους σύγχρονους αναγνώστες του. Ο Αγαθίας θεωρείται απλώς ένας µέτριος συγγραφέας, ενώ προκαλεί δυσαρέσκεια στον αναγνώστη το γεγονός πως η ιστορική του δεξιοτεχνία είναι αρκετά περιορισµένη. Κάθε πτυχή του έργου του που δε συνάδει µε τα σύγχρονα δεδοµένα εξιστόρησης ιστορικών γεγονότων προσάπτεται στο συγγραφέα ως ανικανότητα ή λογοτεχνική επιτήδευση 952. Ωστόσο, αυτό είναι σε µεγάλο βαθµό φυσιολογικό, καθώς το κείµενο δεν προορίζεται στο σηµερινό αλλά στον αναγνώστη της εποχής του. Θα µπορούσαµε πιθανότατα να επαναπροσδιορίσουµε τη γνώµη µας για το κείµενο, αν προσπαθούσαµε να υπεισέλθουµε στους λογοτεχνικούς υπαινιγµούς του συγγραφέα. Για να φτάσουµε, όµως, σε αυτό το σηµείο, κρίνεται άκρως απαραίτητη η άριστη γνώση των προηγούµενών του ιστορικών και ποιητών, αφού αυτή ήταν το βασικότερο περιγραφικό στοιχείο των µεγάλων λογίων του έκτου αιώνα. Όσον αφορά στις φιλοσοφικές νύξεις του ιστορικού, απαιτείται η πολύ καλή γνώση των φιλοσοφικών αντιλήψεων του Πλάτωνα. Αυτοί οι δύο περιορισµοί είναι πιθανό να οδήγησαν σε µια πολύ περιορισµένη οµάδα 949 Πρ Β Kaldellis Α., ό.π., σ

166 ανθρώπων, η οποία θα είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το ιστορικό έργο του Αγαθία. Θα πρέπει να παραδεχτούµε σε αυτό το σηµείο πως κατά πάσα πιθανότητα ένα σύνολο γεγονότων και προσώπων είναι φανταστικά µέσα στην Ιστορία του Αγαθία. Ο λόγος, φυσικά, δεν είναι για το σύνολο των στοιχείων του έργου, όπως υποστήριξε ο Ites 953, αλλά για µια οµάδα στοιχείων του έργου. Είναι, όµως, σίγουρο πως κάποια στοιχεία του κειµένου δεν ευσταθούν. Ενδεικτικά, θα µπορούσε να αναφερθεί η διήγηση της κατάληξης του ενός από τους δύο ηγέτες του φραγγικού στρατού στην ιταλική χερσόνησο, του Λεύθαρη. Αξίζει να υπενθυµίσουµε εδώ πως το 553 οι Αλαµανοί αδερφοί Βουτιλίνος και Λεύθαρης εισέβαλαν στην ιταλική χερσόνησο ηγούµενοι ενός στρατεύµατος αποτελούµενου από Φράγγους και Αλαµανούς. Ο Αγαθίας, όπως είδαµε, περιγράφει ιδιαιτέρως αναλυτικά την εισβολή αυτή, προσδίδοντας ιδιαίτερη έµφαση στη λεηλασία των εκκλησιών της Ιταλίας από τους Αλαµανούς 954. Αυτές οι ενέργειες ήταν κατά τον Αγαθία και η βασικότερη αιτία, η οποία προκάλεσε τη Θεία ίκη και την καταστροφή του στρατεύµατός τους στη συνέχεια. Το βασικό θέµα εδώ, όµως, δεν είναι η Θεία ίκη που αποδόθηκε στο στράτευµα Φράγγων και Αλαµανών, αλλά ο τρόπος, µε τον οποίο καταλήγει τελικώς ο Λεύθαρης στο θάνατο. Το 554, λοιπόν, η συµπεριφορά του αλλάζει άρδην και αυτό αποδίδεται στο λοιµό που έκανε την εµφάνισή του εκείνη τη χρονιά σε ολόκληρο τον κόσµο. Η Ιστορία του Αγαθία αφηγείται χαρακτηριστικά πως τα σηµάδια της Θείας ίκης ήταν ολοφάνερα στο στρατηγό Λεύθαρη. Είχε εξελιχθεί σε ένα παράφρον άτοµο και φερόταν λυσσασµένα, όπως όλοι όσοι έχουν χάσει τα λογικά τους και έχουν γίνει µανιακοί. Ο Λεύθαρης βρισκόταν γενικότερα σε πολύ µεγάλη σύγχυση και συχνά ξεστόµιζε βαριές άναρχες κραυγές. Πότε έπεφτε στο έδαφος µπρούµυτα και πότε ανάσκελα βγάζοντας από το στόµα του αφρούς, ενώ και τα µάτια του άλλαζαν και γίνονταν βλοσυρά. Είχε φτάσει, µάλιστα, σε τέτοιο σηµείο µανίας, ώστε δε δίστασε να αρχίσει να τρώει το ίδιο του το σώµα δαγκώνοντάς το βαθιά µε τα δόντια του στους βραχίονες. Ο Αγαθίας, επιπλέον, αποδίδει ακόµα και το θάνατο του Λεύθαρη στο γεγονός ότι έφαγε πολλή µεγάλη ποσότητα από το σώµα του και αδυνάτισε υπερβολικά 955. Είναι προφανές πως ο ιστορικός σε αυτό το σηµείο είναι πολύ πιθανό να υπερβάλει. Αν θυµηθούµε, εξάλλου, την αρχαία ελληνική µυθολογία, θα διαπιστώσουµε ότι η κατάληξη του Λεύθαρη παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία µε αυτήν του Ερυσίχθονα. Ο Ερυσίχθων ήταν ένας 953 Βλ. Ites Μ., ό.π. 954 Β Β

167 σκληρός άντρας, ο οποίος δε δίστασε να κόψει από το άλσος της ήµητρας ένα δέντρο και να το ρίξει κάτω. Η θεά, για να τον τιµωρήσει, του επέβαλε ακόρεστη πείνα και εκείνος άρχισε λόγω αυτής να τρώει ακόµα και τον ίδιο του τον εαυτό 956. Οι οµοιότητες µε το µύθο είναι βεβαίως πολλές. Μπορούµε, ωστόσο, να µιλήσουµε απλώς για συνδυασµό ιστορίας και µύθου στην Ιστορία, αφού ο Λεύθαρης δεν τρώει το σώµα του από πείνα, αλλά επειδή τόσο εκείνος όσο και το υπόλοιπο στράτευµά του κυριεύτηκε από το λοιµό που µάστιζε εκείνη τη χρονιά την περιοχή. Είναι λογικό, άλλωστε, ο Αγαθίας να µην έφτανε ποτέ στο σηµείο να αποδώσει το θάνατο του Λεύθαρη σε πείνα αλλά σε αρρώστια της περιόδου 957. Παρατηρούµε, εποµένως, πως το ιστορικό κείµενο εµπλουτίζεται µε µυθολογικούς υπαινιγµούς. Είναι γεγονός πως ο Λεύθαρης πέθανε από το λοιµό εκείνης της χρονιάς και ο θάνατός του από µόνος του θα αποτελούσε οπωσδήποτε Θεία ίκη για τη συµπεριφορά του. Είναι αµφίβολο από την άλλη πως ο Αγαθίας θα ήθελε να ξεγελάσει το κοινό του. εδοµένων των παραπάνω, θα µπορούσαµε κάλλιστα να καταλήξουµε στο συµπέρασµα πως ο Αγαθίας κάνει µια προσπάθεια άσκησης του κοινού του σε θέµατα της αρχαίας ελληνικής µυθολογίας, κάτι το οποίο ενδεχοµένως συµβαίνει λόγω και της προσωπικής του µεγάλης αγάπης για την κλασική αρχαιότητα. Είναι, όµως, σίγουρο πως δε θα µπορούσαν όλοι οι ακροατές του έργου του να αντιληφθούν αυτόν τον υπαινιγµό. Εποµένως, διαπιστώνουµε στα ίδια τα λεγόµενα του ιστορικού µια διάκριση επιπέδων ως προς την κατανόηση του έργου. Ανάλογες σκέψεις µε αυτές θα µπορούσαν να προκύψουν και από άλλα σηµεία του έργου µε πιο χαρακτηριστικό από αυτά το περιστατικό της σύναξης των Λαζών, προκειµένου να συζητήσουν το ενδεχόµενο µεταπήδησής τους στο πλευρό των Περσών 958. Ήδη ο Αγαθίας από την αρχή της αναφοράς του στους Λαζούς τους περιγράφει ως απογόνους των Κόλχων. Και τα ονόµατα, ωστόσο, των οµιλητών της περίστασης δε φαίνεται να είναι τυχαία. Αξίζει να σηµειώσουµε εδώ πως ο Αιήτης ήταν ο βασιλιάς της Κολχικής Γης, όταν έφτασε σε αυτήν ο Ιάσωνας µε τους Αργοναύτες του και ήταν αυτός που τους εµπόδισε να αποβιβαστούν εκεί. Παροµοίως και ο Λαζός οµιλητής του έργου αντιτίθεται στην πιθανή συµµαχία των Λαζών µε τους Βυζαντινούς µε αφορµή το θάνατο του Γουβάζη 959. Υποψία, επίσης, προκαλεί και το γεγονός πως σε κανένα άλλο έργο δεν εµφανίζονται τα δύο ονόµατα των Λαζών οµιλητών Οβιδ., VIII Kaldellis Α., ό.π., σ Kaldellis Α., ό.π., σ Βλ. Martindale J.R. - Morris J., The prosopography of the later Roman Empire, Εκδ. Cambridge University P., τ. 3, Cambridge, 1992, σ Kaldellis Α., ό.π., σ

168 Με βάση όλα τα παραπάνω, θα µπορούσαµε να καταλήξουµε στο συµπέρασµα πως όλα όσα περιγράφονται µέσα στο έργο δεν είναι απαραίτητο να είναι πραγµατικά, παρότι αυτό δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν πολλοί από τους αναγνώστες του έργου. Θα ήταν, κατά συνέπεια, εσφαλµένη τόσο µια ανάγνωση που θα αποδεχόταν ως πραγµατικό σχεδόν κάθε περιστατικό που περιγράφεται στο έργο 961 όσο, όµως, και µια ανάγνωση που θα απέρριπτε το σύνολό του περιεχοµένου του ως αναξιόπιστου και ανακριβούς 962. Ας µην ξεχνούµε εδώ πως ο έκτος αιώνας αποτελεί το µεταβατικό στάδιο µεταξύ κλασικού και χριστιανικού πνεύµατος µέσα στη λογοτεχνία και ο Αγαθίας είναι πολύ πιθανό να θέλει να συνδυάσει τη Θεία ίκη του Χριστιανισµού µε τα παραδείγµατα της αρχαίας ελληνικής µυθολογίας από την κλασική παράδοση 963. Αυτός είναι, εποµένως, και ο βασικότερος λόγος, για τον οποίο το ιστορικό του έργο σε αντιδιαστολή µε τα υπόλοιπα του είδους του εκείνη την εποχή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή κατά την ανάγνωση και µελέτη του, προκειµένου να διαπιστωθεί ποια από τα στοιχεία του είναι όντως πραγµατικά και ποια όχι. Σε αυτό το πλάνο σκέψης επιχειρήθηκε και η µελέτη των γεωγραφικών πληροφοριών του. Σε αντίθεση µε τα πρόσωπα και τα περιστατικά του έργου, τα οποία έχουν σαφώς περισσότερες πιθανότητες να µην αντικατοπτρίζουν την πλήρη πραγµατικότητα, οι γεωγραφικές πληροφορίες φέρονται από όλους τους µελετητές του έργου να είναι οι πλέον βάσιµες 964. Από αυτές οφείλουµε, βεβαίως, να ξεχωρίσουµε τις περιγραφές των πόλεων και γενικότερα των τόπων που επισκέφτηκε ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως αυτές των Τράλλεων και της Κω. Επιπλέον, ιδιαίτερα σηµαντικές θα µπορούσαν να κριθούν και οι αναφορές του ιστορικού σε οικισµούς και φρούρια, για τα οποία είτε αποτελεί τη µοναδική πηγή 965 είτε µία από τις ελάχιστες πηγές που έχουµε σήµερα στη διάθεσή µας, όπως συµβαίνει µε την πόλη της Μουχειρίσιδας. Στην πρώτη κατηγορία θα µπορούσαν να ενταχθούν οι θρακικές πόλεις Θήσκος και Κίβηρις, η ιταλική πόλη Κένετα καθώς και η λαζική πόλη Ονόγουρις, παρότι οι Ονόγουροι ως έθνος εµφανίζονται και σε µεταγενέστερες πηγές, όπως ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, οι οποίες δεν απαντούν σε καµιά άλλη 961 Βλ. Cameron Av., Agathias, σ. 35, Βλ. Ites M., ό.π. 963 Kaldellis, 295, σ Η µόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι ο Ites, ο οποίος, όµως, αµφισβητεί κατά βάση τα γεγονότα που συνέβησαν στις διάφορες περιοχές και όχι τις ίδιες τις πληροφορίες για τις περιοχές αυτές. Η µόνη ουσιαστική παρατήρηση πάνω στις γεωγραφικές πληροφορίες του έργου είναι πως δεν ορίζεται ο χώρος της Ετρουρίας στην ιταλική χερσόνησο. Ακόµα και εκεί, ωστόσο, δεν αναιρούνται κάποια από τα στοιχεία µιας περιοχής, αλλά επισηµαίνεται σαφώς η παράλειψή της. Βλ. Ites M., ό.π. 965 Η έρευνα πραγµατοποιήθηκε στις ελληνικές πηγές που περιλαµβάνονται στον Ηλεκτρονικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας σε συνδυασµό µε τις πληροφορίες που προσέφερε κάθε φορά ο Barrington Atlas για τις διαφορετικές ονοµασίες κάθε τοποθεσίας. 167

169 πηγή παρά µόνο στην Ιστορία του Αγαθία. Σε αυτή την κατηγορία θα µπορούσαν να ενταχθούν, επίσης, τα Χυτροπώλια της Λαζικής, τα οποία ακόµα και µε τη λατινική τους ονοµασία τα βρίσκουµε µόνο στο Λεξικό του Ψευδο-Ζωναρά το 13 ο αιώνα και, µάλιστα, χωρίς να υπάρχει εκεί καµιά πληροφορία για τη συγκεκριµένη τοποθεσία της Κολχικής γης, όπως στον Αγαθία, παρά µόνο για τη σηµασία του όρου 966. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν βεβαίως περιοχές και τοποθεσίες, όπως η πόλη Μουχείρισις και το φρούριό της Κοτάισι 967. Εξάλλου, από τα στοιχεία των εθνογραφικών πληροφοριών είναι σαφές πως πρωτεύουσα θέση κατέχει η γενεαλογία των Περσών και Φράγγων βασιλέων, γεγονός που αναγνωρίζεται από όλους τους µελετητές του. Επιπροσθέτως, είναι ιδιαίτερα σηµαντικά τα όσα αναφέρονται στο έργο σχετικά µε τα ήθη και έθιµα όχι µόνο των Περσών και των Φράγγων, αλλά ακόµα και των ίδιων των Βυζαντινών σε όλους τους τοµείς της καθηµερινής ζωής 968. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το έργο ως προς την άντληση πληροφοριών για λαούς, τους οποίους δε γνωρίζουµε από άλλες πηγές ή οι γνώσεις µας για αυτούς είναι πάρα πολύ περιορισµένες. Στους πρώτους από αυτούς ανήκουν οι Ουλτίζουροι, οι Βίτγορες και οι Βουρούγουνδοι, οι οποίοι δεν εµφανίζονται σε καµιά άλλη πηγή ούτε καν ονοµαστικά. Το έθνος Κερµά, το οποίο φαίνεται στο κείµενο να το υποδουλώνουν οι Πέρσες, δεν εµφανίζεται, επίσης, ούτε ονοµαστικά σε κάποιον άλλο ιστορικό, ενώ και γενικότερα βρίσκουµε το όνοµα µόνο ως τοπωνύµιο στο αστρολογικό κείµενο «Περὶ κλιµάτων τῶν ἀνακειµένων ἑνὶ ἑκάστῳ ζῳδίῳ» 969. Θα µπορούσαν, τέλος, στη δεύτερη κατηγορία να ενταχθούν ενδεικτικά οι Κοτρίγουροι, οι οποίοι εµφανίζονται και λίγο αργότερα στο Μένανδρο Προτήκτωρα και την ιστορία του, όπως αυτή µας παραδίδεται από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, αλλά τις περισσότερες πληροφορίες για αυτούς τις παίρνουµε από τον Αγαθία, ο οποίος αποτελεί και την παλαιότερη πηγή, στην οποία τους συναντούµε Βλ. Tittmann J.A.H., Ioannis Zonarae Lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, Εκδ. Hakkert A.M., τ. 2, Άµστερνταµ, 1967, σ Βλ. Κεφ. «Μουχείρισις Κοτάισι», σ Υπενθυµίζεται ενδεικτικά η γιορτή των Βρουµαλίων (Βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ. 117) και η καθηµερινή ζωή στη Βασίλειο Στοά (Βλ. Κεφ. «Η Κωνσταντίνου Πόλις», σ. 46), οι περσικές αντιλήψεις για την ταφή των νεκρών και τη δικαιοσύνη (Βλ. Κεφ. «Πέρσαι», σ και αντίστοιχα), η οµόνοια των Φράγγων, ακόµα και όταν οι άρχοντές τους βρίσκονταν σε διαµάχη (Βλ. Κεφ. «Φράγγοι», σ ) καθώς και η παράλληλη αναφορά στις προσωνυµίες που λάµβαναν Πέρσες βασιλείς και Βυζαντινοί αυτοκράτορες (Βλ. Κεφ. «Ῥωµαῖοι», σ. 114 και «Πέρσαι», σ ). 969 Βλ. Lamertin H., Codicum Romanorum: Partem Tertiam, Catalogus Codicum Astrologorum Graecorum, τ. 5.3, Βρυξέλλες 1910, σ Βλ. De Boor, Excerpta Historica Iussu Imp. Constantini Porphyrogeniti Confecta: De Legationibus, Εκδ. Weidmann, Βερολίνο, 1903, σ

170 α) Πηγές 13. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξάκης Α., Αγαθίου Σχολαστικού Ιστορίαι, Εκδ. Κανάκη, Αθήνα, Alberti J., Hesychii Alexandrini Lexicon, Εκδ. Hakkert Α.Μ., Amsterdam, Bandy A.C., On powers, or, The magistracies of the Roman state, American Philosophical Society, Φιλαδέλφεια, Boissevain U.P.H., Excerpta Historica Iussu Imp. Constantini Porphyrogeniti: Excerpta De Sententiis, Εκδ. Weidmann, Βερολίνο, De Boor, Excerpta Historica Iussu Imp. Constantini Porphyrogeniti Confecta: De Legationibus, Εκδ. Weidmann, Βερολίνο, Fobelli M.L., Un tempio per Giustiniano : Santa Sofia de Costantinopoli e la Descrizione di Paolo Silenziario, Εκδ. Viella, Ρώµη, Fobes F.H., Aristotelis Meteorologicorum Libri Quattuor, Εκδ. Olms, Hildesheim, Heinemann W., Ovid Metamorphoses, Εκδ. Harvard University P., τ. 1, Cambridge, Hude C., Herodoti Historiae, Oxford University P., τ. 1, Οξφόρδη, Jacoby F., Die Fragmente Der Griechischen Historiker, Εκδ. Brill, τ. 2Β, Leiden Νέα Υόρκη Λειψία, Keydell R., Agathiae Myrinaei Historiarum Libri Quinque, Εκδ. De Gruyter, Βερολίνο, Lamertin H., Codicum Romanorum: Partem Tertiam, Catalogus Codicum Astrologorum Graecorum, τ. 5.3, Βρυξέλλες Roos A.G. - Wirth G., Flavii Arriani quae exstant omnia, Εκδ. Teubner, τ. 2, Λειψία, Tittmann J.A.H., Ioannis Zonarae Lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, Εκδ. Hakkert A.M., τ. 2, Άµστερνταµ, β) Βοηθήµατα Βλαχάκος Π., Στοιχεία Φυσικής Γεωγραφίας και Ανθρωπογεωγραφίας στο Έργο του Νικηφόρου Γρηγορά, Α.Π.Θ. - Τοµέας Αρχαίας, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας ( ιδακτορική ιατριβή) Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, ηµητρούκας Ι., Ενδείξεις για τη διάρκεια των Χερσαίων Ταξιδιών και Μετακινήσεων στο Βυζάντιο, Βυζαντινά Σύµµεικτα, 12 (1998), σ

171 Καρπόζηλος Α., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, Εκδ. Κανάκη, τ. 1, Αθήνα Κουκουλές Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισµός, Εκδ. Παπαζήση, τ. 2, Αθήνα, Κουκουλές Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισµός, Εκδ. Παπαζήση, τ. 3, Αθήνα, Πολίτης Ν., Μελέται περί του Βίου και της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού: Παραδόσεις, Εκδ. Σακελλαρίου, τ. 2, Αθήνα, Ρεβάνογλου Αικ., Γεωγραφικά και Εθνογραφικά Στοιχεία στο έργο του Προκοπίου Καισαρείας, Εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, Bachrace B.S, Merovingian Military Organization, (Gaier C.), Speculum, 49.3 (1974), σ Baldwin Β., Zosimus and Asinius Quadratus, Classical Philology, 74.1 (1979), σ Barnwell P.S., Emperors, Jurists and Kings: Law and Custom in the Late Roman and Early Medieval West, Past and Present, 168 (2000), σ Boodberg P.A., Marginalia to The Histories of The Northern Dynasties, Harvard Journal of Asiatic Studies, 4.3/4 (1939), σ Borlase W.C., The Dolmens of Ireland: Their Distribution, Structural Characteristics, and Affinities in Other Countries; Together with the Folklore Attaching to Them; Supplemented by Considerations on the Anthropology, Ethnology, and Traditions of the Irish People (Nutt, A.), Folklore, 9.1 (1898), σ Borthwick E. K., Emendations and Interpretations in the Greek Anthology, The Classical Quarterly, 21.2 (1971), σ Braund D.C. - Tsetskhladze G.R., The Export of Slaves from Colchis, The Classical Quarterly, 39.1 (1989), σ Bryce J. και Jirecek C., Life of Justinian by Theophilus, The English Historical Review, 2.8 (1887), σ Buchwald W. Hohlweg A. Prinz O., Tusculum Λεξικόν Ελλήνων και Λατίνων Συγγραφέων της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, Εκδ. Φούρλας, Αθήνα, Cameron Av., Agathias, Εκδ. Clarendon Press, Οξφόρδη, Cameron Av., Agathias and Cedrenus on Julian, The Journal of Roman Studies, 53.Parts 1 and 2 (1963), σ Cameron Av., Agathias (McCail, R.C.), The Classical Review 22.2 (1972), σ Cameron Av., Agathias on the Sassanians, Dumbarton Oaks Papers, 23 (1969), σ

172 Cameron Av - Cameron Al., Christianity and Tradition in the Historiography of the Late Empire, The Classical Quarterly, 14.2 (1964), σ Cameron Av., How to Read Heresiology, Journal of Medieval and Early Modern Studies, 33.3 (2003), σ Clarke Κ., In Search of the Author of Strabo's Geography, The Journal of Roman Studies, 87 (1997), σ Edwards R.W., The Vale of Kola: A Final Preliminary Report on the Marchlands of Northeast Turkey, Dumbarton Oaks Papers, 42 (1988), σ Flinders P.W.M., Migrations (The Huxley Lecture for 1906, The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 36 (1906), σ Fobelli M.L., Un tempio per Giustiniano : Santa Sofia de Costantinopoli e la Descrizione di Paolo Silenziario, Εκδ. Viella, Ρώµη, Foss C. - Winfield D., Byzantine Fortifications: An Introduction, Εκδ. University of South Africa, Πρετόρια, Hardie C., The Origin and Plan of Roman Florence, The Journal of Roman Studies, 55.1/2, Parts 1 and 2 (1965), σ Harl K.W., Sacrifice and Pagan Belief in Fifth- and Sixth-Century Byzantium, Past and Present, 128 (1990), σ Hewsen R.H., The Geography of Pappus of Alexandria: A Translation of the Armenian Fragments, Isis, 62.2 (1971), σ Howorth H.H., The Westerly Drifting of Nomades, from the Fifth to the Nineteenth Century. Part XII. The Huns, The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 3 (1874), σ Howorth H.H., The Ethnology of Germany.- Part VI. The Varini, Varangians, and Franks.- Section I., The Journal of the Anthropological Institute of Great Britain and Ireland, 12 (1883), σ Hunger Η., Βυζαντινή λογοτεχνία : η λόγια κοσµική γραµµατεία των Βυζαντινών, Εκδ. Μορφωτικό Ιδρυµα Εθνικής Τραπέζης (2η έκδ. διορθωµένη), τ. 2, Αθήνα, Irfan Shahid, Byzantium and the Arabs in the Sixth Century. Volume II, Part 1: Toponomy, Monuments, Historical Geography, and Frontier Studies (Bosworth, C. Edmund), Journal of Semitic Studies, 49.2 (2004), σ Jacoby F., Die Fragmente Der Griechischen Historiker, Εκδ. Brill, τ. 3C, Leiden, Kaegi W.E.Jr., The Contribution of Archery to the Turkish Conquest of Anatolia, Speculum, 39.1 (1964), σ

173 Kaldellis A., Agathias on history and poetry, Greek, Roman and Byzantine Studies, 38.3 (1997), σ Kaldellis Α., Things are not what they are: Agathias Mythistoricus and the last laugh of classical culture, Classical Quarterly, 53.1 (2003), σ Krappe A.H., The Anatolian Lion God, Journal of the American Oriental Society, 65.3 (1945), σ Krappe A.H., Guiding Animals, The Journal of American Folklore, (1942), σ Littman R.J, The Loves of Alcibiades, Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 101 (1970), σ Loseby S. T., Marseille: A Late Antique Success Story?, The Journal of Roman Studies, 82 (1992), σ Lounghis T.C., Some Questions Concerning the Terminology Used in Narrative Sources to Designate the Byzantine State, Βυζαντινά Σύµµεικτα, 11 (1997), σ Macartney C.A., On the Greek Sources for the History of the Turks in the Sixth Century, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, 11.2 (1944), σ Maenchen-Helfen O.J., The Date of Ammianus Marcellinus' Last Books, The American Journal of Philology, 76.4 (1955), σ Martindale J.R., The prosopography of the later Roman Empire, Εκδ. Cambridge University P., τ. 3, Cambridge, McCail R.C., P. Gr. Vindob C: Hexameter Encomium on an Un- Named Emperor, The Journal of Hellenic Studies, 98 (1978), σ Mitchell St., Imperial Building in the Eastern Roman Provinces, Harvard Studies in Classical Philology, 91 (1987), σ Müller E.K., Geschichte der Antiken Ethnographie und Ethnologischen Theoriebildung, Εκδ. Steiner, τ. 2, Wiesbaden, Neusner J., Rabbi and Magus in Third-Century Sasanian Babylonia, History of Religions, 6.2 (1966), σ Nibley Η., The Hierocentric State, The Western Political Quarterly, 4.2 (1951), σ Nicolson F.W., Greek and Roman Barbers, Harvard Studies in Classical Philology, 2 (1891), σ Pazdernik C.F., Procopius and Thucydides on the Labors of War: Belisarius and Brasidas in the Field, Transactions of the American Philological Association, 130 (2000), σ Ramsay W.M., Contributions to the History of Southern Aeolis, The Journal of Hellenic Studies, 2 (1881), σ Rawlinson H.C., Notes on Seistan, Journal of the Royal Geographical Society of London, 43 (1873), σ

174 Ringrose K.M., The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium (Bonds W.N.), Journal of the History of Sexuality, 14.3 (2006), σ Saradi H., The Byzantine City in the Sixth Century: Literary Images and Historical Reality, Εκδ. Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, Αθήνα, Setton K.M., The Bulgars in the Balkans and the Occupation of Corinth in the Seventh Century, Speculum, 25.4 (1950), σ Sevcenko Ι., The Date and Author of the So-Called Fragments of Toparcha Gothicus, Dumbarton Oaks Papers, 25 (1971), σ Sevcenko I., Three Paradoxes of the Cyrillo-Methodian Mission, Slavic Review, 23.2 (1964), σ Shahbazi A.S., The 'Traditional Date of Zoroaster' Explained, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London, 40.1 (1977), σ Slane K.W. - Dickie M.W., A Knidian Phallic Vase from Corinth, Hesperia, 62.4 (1993), σ Smith R., What Happened to the Ancient Libyans? Chasing Sources across the Sahara from Herodotus to Ibn Khaldun, Journal of World History, 14.4 (2003), σ Sommella P. - Cairoli F.G., La Pianta di Lucca Romana (Frederiksen, M. W.), The Journal of Roman Studies, 66 (1976), σ Taqizadeh S.H., The Early Sasanians: Some Chronological Points Which Possibly Call for Revision, Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London 11.1 (1943), σ Teall J.L, The Barbarians in Justinian's Armies, Speculum, 40.2 (1965), σ Teall J.L., The Grain Supply of the Byzantine Empire, , Dumbarton Oaks Papers, 13 (1959), σ Terras V., Leo Diaconus and the Ethnology of Kievan Rus, Slavic Review, 24.3 (1965), σ Thompson E. A., Zosimus and the Letters of Honorius, The Classical Quarterly, 32.2 (1982), σ Vryonis S.Jr., The Evolution of Slavic Society and the Slavic Invasions in Greece. The First Major Slavic Attack on Thessaloniki, A. D. 597, Hesperia, 50.4, Greek Towns and Cities: A Symposium (1981), σ Wilcken U., Αρχαία Ελληνική ιστορία, Eκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, Williams Jackson A.V., On the Date of Zoroaster, Journal of the American Oriental Society, 17 (1896), σ Wilson G.G., Grotius: Law of War and Peace, The American Journal of International Law, 35.2 (1941), σ

175 γ) Ιστοσελίδες 1. aps istory.jpg

176 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος...σ Εισαγωγή σ. 4 Ι) Βίος και Έργο.....σ. 4 ΙΙ) Αγαθίας και Ιστορία... σ. 10 ΙΙΙ) Αγαθίας και Γεωγραφία...σ Η Έννοια του Χώρου...σ. 15 Ι) Τα Τέσσερα Σηµεία του Ορίζοντα σ. 16 ΙΙ) Μονάδες Μέτρησης Αποστάσεων...σ Ο Τότε Γνωστός Κόσµος...σ. 20 Ι) Κόσµος...σ. 20 ΙΙ) «Γῆ Πάντων Μήτηρ»...σ. 20 ΙΙΙ) Ηπειρώτιδες και Νησιωτικές Περιοχές...σ Χερσαίες Επιφάνειες...σ. 22 Ι) Ορεινοί Όγκοι...σ. 22 α) Όρη...σ. 22 β) Λόφοι Γεώλοφα...σ. 23 γ) Σπήλαια...σ. 24 δ) «Κρηµνώδη τε καί Σηραγγώδη Χωρία»...σ. 25 ε) υσχωρία και Ιππάσιµα....σ. 26 στ) άση.σ. 27 ΙΙ) Πεδινές Περιοχές σ. 29 α) Πεδιάδες σ. 29 β) Ποταµοί...σ. 29 γ) Λίµνες...σ. 32 δ) Ισθµοί...σ Υδάτινες Επιφάνειες....σ. 33 Ι) Ωκεανός - Θάλαττα - Πέλαγος Αιγιαλός. σ. 33 ΙΙ) Νήσοι....σ. 34 ΙΙΙ) Ακτές...σ. 35 IV) Κόλποι σ. 36 V) Παλίρροια σ Οικιστική Γεωγραφία σ. 38 Ι) Ορολογία Περιγραφής Οικισµών...σ. 38 ΙΙ) Επίνεια...σ. 40 ΙΙΙ) Ο όρος «Φρούριον»...σ. 40 IV) Τείχος σ. 42 V) Έρυµα.σ Ευρώπη σ. 46 Ι) Η «Κωνσταντίνου Πόλις» σ. 46 ΙΙ) Περιοχές του Ελλαδικού Χώρου...σ. 48 ΙΙΙ) Περιοχές της Ευρύτερης Βαλκανικής...σ

177 IV) «Τα Ζαµόλξιδος Νόµιµα και η Γετική Παραφροσύνη» σ. 55 V) Περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου.. σ. 56 α) Ρώµη...σ. 68 β) Σικελία σ. 69 VII) Κάνταβρις.σ. 70 VIII) Ρήνος σ. 70 ΙΧ) Μελιταία Κυνίδια..σ Εύξεινος Πόντος και Ελλήσποντος...σ. 72 Ι) Εύξεινος Πόντος...σ. 72 ΙΙ) Ελλήσποντος σ Ασία.σ. 75 Ι) Μικρά Ασία... σ. 75 ΙΙ) Βυζαντινή Μέση Ανατολή..σ. 80 α) Μεσοποταµία - Κιλικία - Συρία Καππαδοκία σ. 80 β) Βηρυτός..σ. 80 IV) «Κολχίς Γῆ» ή «Λαζῶν Γῆ»..σ. 81 α) Καύκασος...σ. 85 β) «Φάσις τε και οκωνός»...σ. 86 γ) «Τὸ τοῦ Φάσιδος Ἐπώνυµον Ἄστυ» σ. 88 δ) Νήσος..σ. 89 ε) Μουχείρισις Κοτάισι..σ. 91 στ) «Ἀρχαιόπολις Ὀνόγουρις» σ. 93 ζ) «Ῥοδόπολις»...σ. 95 η) «Τήλεφις»...σ. 96 θ) Χυτροπώλια...σ. 97 ι) Αψαρούς - Φρούριο Πέτρας..σ. 97 V) Αρµενία σ. 98 VΙ) Η «ἐν Καυκάσῳ Ἰβηρία».σ. 98 VIΙ) Περσίς Χώρα....σ. 99 α) Νίσιβις...σ. 99 β) Κτησιφών - Σελεύκεια - Βαβυλώνα Νίνος.σ Χώρα Των Άφρων...σ Εθνότητες....σ. 105 Ι) «Ῥωµαῖοι»...σ. 105 ΙΙ) «Πέρσαι» σ. 123 III) Ούννοι και Ουννικά Φύλα σ. 138 α) Κοτρίγουροι.σ. 141 β) Ουτίγουροι...σ. 142 γ) Νεφθαλίτες...σ. 143 δ) «Οὐλτίζουροί τε καί Βουρούγουνδοι»....σ.143 ε) Σάβειροι....σ. 144 ΙV) Άλλοι Λαοί της Ανατολής...σ

178 α) «ιλιµνῖται».σ. 144 β) Τζάνοι...σ. 145 γ) Σεγεστανοί σ. 147 δ) Χαλδαίοι...σ. 147 ε) Αλανοί...σ. 147 στ) Τούρκοι Άβαροι..σ. 148 ζ) Παρθυαίοι.σ. 148 V) Αρχαιότερα Ελληνικά Φύλα της Μικράς Ασίας σ. 149 α) Ίωνες.σ. 149 β) Αιολείς..σ. 149 γ) Πελασγοί...σ. 150 δ) Φρύγες..σ. 150 VI) Λαοί της ύσης σ. 150 α) Φράγγοι σ. 150 β) Γότθοι...σ. 157 γ) «Τὸ Τῶν Ἀλαµανῶν Ἔθνος»..σ. 160 δ) Λαγγοβάρδοι σ. 161 ε) Γήπαιδες...σ Συµπεράσµατα σ Βιβλιογραφία...σ. 169 Περιεχόµενα.. σ. 175 Παράρτηµα σ

179 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. Χάρτης των ανατολικών περιοχών του Εύξεινου Πόντου κατά την ύστερη αρχαιότητα και την πρώιµη βυζαντινή περίοδο. ΠΗΓΗ: 178

180 ΙΙ. Χάρτης των περιοχών της Μικράς Ασίας και Μέσης Ανατολής ΠΗΓΗ:

181 ΙΙΙ. Χάρτης των επιµέρους περιοχών της Μικράς Ασίας ΠΗΓΗ:

182 IV. Χάρτης της Λαζικής ΠΗΓΗ: 181

183

184 Στην προηγούµενη σελίδα: V. Χάρτης: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία µετά τις κατακτήσεις του Ιουστινιανού Α (565) ΠΗΓΗ: Ρεβάνογλου Αικ., Γεωγραφικά και Εθνογραφικά Στοιχεία στο έργο του Προκοπίου Καισαρείας, Εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, Στις επόµενες τέσσερις σελίδες: VI. Χάρτης: Classical Lands of the Mediterranean Map ΠΗΓΗ: The National Geographic Magazine, 46.6 (1949). ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Λόγω µεγέθους ο χάρτης είναι χωρισµένος σε τέσσερα µέρη.

185

186

187

188

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία Ενδεικτικοί διδακτικοί στόχοι Οι διδακτικοί στόχοι για τη διδασκαλία της εισαγωγής προσδιορίζονται στο βιβλίο για τον καθηγητή, Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι,

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Ενότητα 4: Ιστορικό πλαίσιο 6 ου αιώνα. Βυζαντινή Ιστοριογραφία: είδη - χαρακτηριστικά. Προκόπιος και Μαλάλας: Βίος και Έργο. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί

Διαβάστε περισσότερα

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗ: http //blgs.sch.gr/anianiuris ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Νιανιούρης Αντώνης (email: anianiuris@sch.gr) Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε Διηγούμαστε ή αφηγούμαστε ένα γεγονότος, πραγματικό

Διαβάστε περισσότερα

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11 Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017-11:11 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Επανάληψη Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ο Κωνσταντίνος Βυζάντιο 1. Αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή κοντά στο αρχαίο Βυζάντιο: νέο διοικητικό κέντρο η Κωνσταντινούπολη 2. 313

Διαβάστε περισσότερα

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο Τα όρια του βυζαντινού κράτους από τα μέσα του 7ου ως τον 9ο αιώνα. Επεξεργασία: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. ΙΜΕ http://www.ime.gr/chronos/09/gr/gallery/main/others/o2p 2.html I. Ο ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

Ανάγλυφα σε βράχους και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οικισμοί που χρονολογούνται από το π.χ., υπάρχουν στα παραδοσιακά εδάφη των Σάμι.

Ανάγλυφα σε βράχους και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οικισμοί που χρονολογούνται από το π.χ., υπάρχουν στα παραδοσιακά εδάφη των Σάμι. Οι Σάμι είναι αυτόχθονες πληθυσμοί, που κατοικούν στη βόρεια Ευρώπη-σε τμήματα της Σουηδίας, στη Νορβηγία, στη Φινλανδία και στη χερσόνησο Kola της Ρωσίας. Είναι οι μοναδικοί αυτόχθονες πληθυσμοί της βόρειας

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟ GOOGLE EARTH: Η ΕΥΡΩΠΗ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟ GOOGLE EARTH: Η ΕΥΡΩΠΗ 1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΟ GOOGLE EARTH: Η ΕΥΡΩΠΗ ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΘΗΤΗ Κώστας Κύρος ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 1. Ανοίξτε το λογισμικό Google Earth και προσπαθήστε να εντοπίσετε τη θέση της Ευρώπης στη Γη. Κατόπιν για να

Διαβάστε περισσότερα

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Π Ρ Ο Τ Υ Π Ο Γ Ε Ν Ι Κ Ο Λ Υ Κ Ε Ι Ο Α Ν Α Β Ρ Υ Τ Ω Ν Σ Χ Ο Λ Ι Κ Ο Ε Τ Ο Σ : 2 0 1 7-2 0 1 8 Υ Π Ε Υ Θ Υ Ν Η Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ρ Ι Α : Β. Δ Η Μ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ Τ Α

Διαβάστε περισσότερα

13. Ο Ιουστινιανός μεταρρυθμίζει τη διοίκηση και τη νομοθεσία

13. Ο Ιουστινιανός μεταρρυθμίζει τη διοίκηση και τη νομοθεσία 13. Ο Ιουστινιανός μεταρρυθμίζει τη διοίκηση και τη νομοθεσία 1. Αντιστοιχίστε τα πρόσωπα με τις ιδιότητές τους: Ιουστινιανός Θεοδώρα Τριβωνιανός Καππαδόκης Ανθέμιος Ισίδωρος Βελισάριος Ναρσής Στρατηγός

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες. ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ Μάθημα: Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία Τάξη: Β Γυμνασίου Ενότητα: Οι πρώτοι αιώνες του Βυζαντίου Χρόνος εξέτασης: 45 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη Το παρόν ηλεκτρονικό εγχειρίδιο έχει ως στόχο του να παρακολουθήσει τις πολύπλοκες σχέσεις που συνδέουν τον

Διαβάστε περισσότερα

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια Δευτέρα, Ιουνίου 16, 2014 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΙΑΣ ΚΡΑΛΛΗ Η Μεταξία Κράλλη είναι ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου της βιβλίου, "Μια φορά

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι Ενότητα #2: Βασικές Γνώσεις I Εισαγωγή Νικόλαος Καραπιδάκης Τμήμα Ιστορίας Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία 29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία Οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι Νορμανδοί απειλούν την αυτοκρατορία και την Πόλη. Η Ανατολική και η Δυτική εκκλησία χωρίζονται οριστικά.

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΟΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ Το Δίον ήταν μια αρχαιότατη πόλη στρατηγικής σημασίας και μια από τις πιο φημισμένες μακεδονικές πολιτείες. Η γεωγραφική θέση

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους

Διαβάστε περισσότερα

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας H ιστορία του κάστρου της Πάτρας Από την Αρχαιότητα μέχρι την Α' περίοδο Τουρκοκρατίας Μία εργασία της ομάδας Γ (Αβούρης Ε, Γεωργίου Ν, Καρατζιάς Γ, Παπατρέχας Ι) Το κάστρο βρίσκεται στα νότια της Ελλάδας,

Διαβάστε περισσότερα

Μαθήματα Feng Shui - Η Φύση και τα Στοιχεία των Άστρων. Συντάχθηκε απο τον/την Τάκης Καραγιαννόπουλος

Μαθήματα Feng Shui - Η Φύση και τα Στοιχεία των Άστρων. Συντάχθηκε απο τον/την Τάκης Καραγιαννόπουλος Τα Άστρα μπορεί να είναι εκ φύσεως καλά ή κακά. Η φύση τους όμως εξαρτάται από τον παράγοντα Χρόνο. Έτσι ένα καλό άστρο μπορεί να γίνει δυσμενές και να προκαλεί κακοτυχία σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος Το Φρούριο της Καντάρας Κατεχόμενη Κύπρος Εισαγωγή Το φρούριο της Καντάρας αποτελεί ένα από τα τρία σημαντικά κάστρα κτισμένα πάνω στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου στην επαρχία Αμμοχώστου στην κατεχόμενη

Διαβάστε περισσότερα

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου] Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου] Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας: Σεμίραμις Αμπατζόγλου Τάξη: Γ'1 Γυμνασίου

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια 18 ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια χαρακτηριστικά αποδίδουμε σε ένα πρόσωπο το οποίο λέμε

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγικά κείμενα 2. Βαθμοί επιθέτων και επιρρημάτων Η σύγκριση 3. Το β συνθετικό Λεξιλόγιο 4. Οργάνωση και συνοχή της περιγραφής και της αφήγησης 5. Δραστηριότητες παραγωγής

Διαβάστε περισσότερα

ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ

ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ 3 o ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ Σ.Χ. ΕΤΟΣ 2011-2012 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΑΣ» ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ Εργασία του μαθητή: Μαγγιώρου

Διαβάστε περισσότερα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών 4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα

Διαβάστε περισσότερα

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ (976-1025) 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του ήταν η Ελένη,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1. Ύστερη Μεσαιωνική Περίοδος - Η Ύστερη Μεσαιωνική περίοδος ξεκινάει από τον 11 ο αι., ο οποίος σηματοδοτεί την έναρξη μίας διαφορετικής

Διαβάστε περισσότερα

Ο συγγραφέας Θάνος Κονδύλης και το «Έγκλημα στην αρχαία Αμφίπολη Σάββατο, 10 Οκτωβρίου 2015-10:2

Ο συγγραφέας Θάνος Κονδύλης και το «Έγκλημα στην αρχαία Αμφίπολη Σάββατο, 10 Οκτωβρίου 2015-10:2 Ο συγγραφέας Θάνος Κονδύλης και το «Έγκλημα στην αρχαία Αμφίπολη Σάββατο, 10 Οκτωβρίου 2015-10:2 Συνέντευξη στη Μαίρη Γκαζιάνη «Τελικά οι σύγχρονοι Έλληνες φέρουμε στο αίμα μας το dna των αρχαίων προγόνων

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο 16: Ποιοτικές ερμηνευτικές μέθοδοι έρευνας στη φυσική αγωγή (σελ.341-364) του βιβλίου «Για μία καλύτερη φυσική αγωγή» (Παπαιωάννου, Α., Θεοδωράκης Ι.,

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή

Διαβάστε περισσότερα

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα.

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα. Η τροφή της Αρχαϊκής οικογένειας ήταν αποτελούνταν από λαχανικά, ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα. Η ενδυμασία των Αρχαίων Ελλήνων ήταν κομψή, αλλά όχι εξεζητημένη. Το βασικό

Διαβάστε περισσότερα

Α Ι Ν Ο Σ ``ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ. έτος ίδρυσης 1976

Α Ι Ν Ο Σ ``ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ. έτος ίδρυσης 1976 Α Ι Ν Ο Σ ``ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΙΝΟΥ`` ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ έτος ίδρυσης 1976 ΣΥΛΛΟΓΟΣ ``ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ ΑΙΝΟΥ`` ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ Εικόνες από την Αίνο Χάρτης ΓΥΣ 1945 Αίνος Ιστορική πόλη Αλησμόνητη πατρίδα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΒΔΟΜΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΒΔΟΜΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΒΔΟΜΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 1. Εισαγωγή - Η πιο παραμελημένη περίοδος της ιστορίας της Ελληνικής είναι η μεσαιωνική. Για λόγους καθαρά ιδεολογικούς και πολιτικούς, το

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές.

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές. Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 2: Βυζαντινή Ιστοριογραφία: κείμενα, συγγραφείς, στόχοι και συγγραφικές αρχές. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Μια πρώτη επαφή με τη

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος 2015-2016 ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Διαβάστε περισσότερα

Αν και η πρώτη αντίδραση από πολλούς είναι η γελοιοποίηση για τη ανάλυση τέτοιων θεμάτων, παρόλα αυτά τα ερωτηματικά υπάρχουν.

Αν και η πρώτη αντίδραση από πολλούς είναι η γελοιοποίηση για τη ανάλυση τέτοιων θεμάτων, παρόλα αυτά τα ερωτηματικά υπάρχουν. Είναι γνωστή σε όλους η σειρά επιστημονικής φαντασίας Star Trek η οποία έχει φανατικούς θαυμαστές σε όλο τον κόσμο. Οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι «φανταστικές» τεχνολογίες που είχε συμπεριλάβει στο

Διαβάστε περισσότερα

Διαγώνισµα 81. Νέοι και Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων

Διαγώνισµα 81. Νέοι και Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων Διαγώνισµα 81 Νέοι και Οικογένεια ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων Μελετώντας κανείς τις σχέσεις των εφήβων και των γονέων µέσα από το πρίσµα της επικράτησης ενός γενικότερου πνεύµατος ελευθερίας, αντιλαµβάνεται

Διαβάστε περισσότερα

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες Μιχάλης Κοκοντίνης 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη 2017-18 1. Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες Πρώτη φροντίδα των Ρωμαίων ήταν να κρατήσουν τους Έλληνες διχασμένους και να τους εμποδίσουν

Διαβάστε περισσότερα

ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας»

ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας» ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας» Εξοπλισµός: Εργαστήριο Η/Υ Στόχοι: Οι µαθητές να µπορούν να: -εντοπίζουν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ) 11 0 ΓΕΛ ΠΑΤΡΑΣ Σχ.2014-15 Τμήμα Α1 ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ) 1.Κριτήρια επιλογής θέματος Ενδιαφέρον περιεχόμενο Μας αρέσει αυτό το θέμα Είχαμε συνεργαστεί τα προηγούμενα χρόνια γι αυτό

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ α. η αραβική εξάπλωση με την καθοδήγηση των δύο πρώτων χαλιφών οι Άραβες εισέβαλαν και κατέκτησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τις πλούσιες χώρες της Εγγύς

Διαβάστε περισσότερα

Με τους τρόπους της Φυσικής

Με τους τρόπους της Φυσικής ΦΥΣΙΚΗ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Με τους τρόπους της Φυσικής Η Φυσική όπως και οι άλλες επιστήμες ασχολείται και μελετά τα Φαινόμενα. Φαινόμενα είναι οι αλλαγές που συμβαίνουν στον Κόσμο που ζεις, π.χ. η συνεχής εναλλαγή

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων Στη Νότια Εύβοια, ανάμεσα στην Κάρυστο και τα Στύρα, υπάρχουν κάτι ιδιόμορφα κτίσματα, τα "Δρακόσπιτα" όπως τα αποκαλούν οι κάτοικοι. Μυστηριώδη και εντυπωσιακά

Διαβάστε περισσότερα

Κριτικη της Maria Kleanthous Kouzapa για το βιβλίο : " ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ " του Γιώργου Παπαδόπουλου-Κυπραίου

Κριτικη της Maria Kleanthous Kouzapa για το βιβλίο :  ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ  του Γιώργου Παπαδόπουλου-Κυπραίου Ημερομηνία 13/07/2015 Μέσο Συντάκτης Link http://vivliopareas.blogspot.gr/ Μαρία Κλεάνθους Κουζάπα http://vivliopareas.blogspot.gr/2015/07/maria-kleanthous-kouzapa_40.html Δευτέρα, 13 Ιουλίου 2015 Κριτικη

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ 1.1 Εισαγωγή Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνεται και αλλάζει. Τον Μάιο του 2004, δέκα νέες χώρες εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διεύρυνση αποτελεί µια ζωτικής σηµασίας

Διαβάστε περισσότερα

Tοπογραφικά Σύμβολα. Περιγραφή Χάρτη. Συνήθως στους χάρτες υπάρχει υπόμνημα με τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα εξής:

Tοπογραφικά Σύμβολα. Περιγραφή Χάρτη. Συνήθως στους χάρτες υπάρχει υπόμνημα με τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα εξής: Tοπογραφικά Σύμβολα Συνήθως στους χάρτες υπάρχει υπόμνημα με τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα εξής: Κεντρική Αρτηρία Ρέμα Δευτερεύουσα Αρτηρία Πηγάδι Χωματόδρομος Πηγή Μονοπάτι

Διαβάστε περισσότερα

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5 άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη γερμανική εφημερίδα Die Welt, στο οποίο εξηγεί στους Γερμανούς Το συγκλονιστικό άρθρο του Γλέζου στη Welt Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5 γερμανική

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή

Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή Αρχαίοι Έλληνες Ιστοριογράφοι Εισαγωγή ΘΟΥΚΥ Ι ΗΣ ΟΛΟΡΟΥ ΑΛΙΜΟΥΣΙΟΣ Η ΖΩΗ ΤΟΥ Α. Ελεύθερης ανάπτυξης 1. Να γράψετε ένα κατατοπιστικό βιογραφικό σηµείωµα για το Θουκυδίδη, που θα µπορούσε να αποτελέσει

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ Η έκθεση ακαδημαϊκών ενδιαφερόντων συνοδεύει σχεδόν πάντα την αίτηση για την είσοδο σε οποιοδήποτε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών. Την έκθεση ακαδημαϊκών ενδιαφερόντων

Διαβάστε περισσότερα

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός του παρόντος είναι να παρουσιάσει τον τρόπο δημιουργία και λειτουργίας Γραφείου Επαγγελματικού Προσανατολισμού

Διαβάστε περισσότερα

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 4 Οκτωβρίου 2014 Τμήμα Α Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ 7 ΑΙΩΝΕΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διαβάστε περισσότερα

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»; Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»; Ο όρος«βυζαντινόν» αναφέρεται στο Μεσαιωνικό κράτος που εδιοικείτο από την Κωνσταντινούπολη, τη μεγάλη πόλη των ακτών του Βοσπόρου. Οι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν

Διαβάστε περισσότερα

Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και

Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και Το 1766, το Ναυαρχείο προσέλαβε τον Cook για να διοικήσει ένα επιστημονικό ταξίδι στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο σκοπός του ταξιδιού ήταν να παρατηρήσει και να καταγράψει τη διαμετακόμιση της Αφροδίτης κατά μήκος

Διαβάστε περισσότερα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Διάλεξη 6 Ιουστινιανός Α (β μέρος: 548-565) Διάδοχοι Ιουστινιανού: Ιουστίνος Β (565-578) Τιβέριος (578-582) Μαυρίκιος (582-602) - Φωκάς (602-610) Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Διαβάστε περισσότερα

Σπίτι μας είναι η γη

Σπίτι μας είναι η γη Σπίτι μας είναι η γη 1.α. Ο αρχηγός των Ινδιάνων λέει ότι η φύση είναι το σπίτι τους. Τι εννοεί; β. Πώς βλέπει ο λευκός τη φύση, σύμφωνα με τον Ινδιάνο; α. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς

Διαβάστε περισσότερα

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων Τίτλος βιβλίου: «Μέχρι το άπειρο κι ακόμα παραπέρα» Συγγραφέας: Άννα Κοντολέων Εκδόσεις: Πατάκη ΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1. Ένας έφηβος, όπως είσαι εσύ, προσπαθεί

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά):

Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ. Σήμερα (αρνητικά): Ενότητα 3 η - ΦΥΣΗ Θετικά: μας ηρεμεί μας χαλαρώνει μας ψυχαγωγεί (ταξίδια, εκδρομές, συναντήσεις) μας παρέχει τα βασικά είδη διατροφής και επιβίωσης (αέρας, νερό, τροφή) Σήμερα (αρνητικά): Ο άνθρωπος:

Διαβάστε περισσότερα

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ Ε ΤΑΞΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Σελίδα 1 Κωνσταντινούπολη Η ξακουστή και δοξασµένη πολιτεία, µε τη λαµπρή, χιλιόχρονη ιστορία, που για δέκα αιώνες δέσποζε πρωτεύουσα της

Διαβάστε περισσότερα

Με τον Αιγυπτιακό

Με τον Αιγυπτιακό Με ποιον πολιτισμό θα ασχοληθούμε; Με τον Αιγυπτιακό Η θέση της Αιγύπτου Τι βλέπετε; Αίγυπτος και Νείλος Η Αίγυπτος οφείλει την ύπαρξη της στον Νείλο. Το άγονο έδαφος κατέστη εύφορο χάρη στις πλημμύρες,

Διαβάστε περισσότερα

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου!!

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου!! JOSTEIN GAARDER «Αφότου γεννήθηκες, ανυπομονώ να σου διηγηθώ την ιστορία του κοριτσιού με τα πορτοκάλια. Σήμερα - δηλαδή τώρα που σου γράφω- είσαι ακόμα πολύ μικρός για να την καταλάβεις. Γι αυτό θα στην

Διαβάστε περισσότερα

Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου

Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου Πώς γράφω µία σωστή περίληψη; Για όλες τις τάξεις Γυµνασίου και Λυκείου Για να γράψω μία περίληψη πρέπει να ακολουθήσω συγκεκριμένα βήματα! Δεν είναι δύσκολο, απλά θέλει εξάσκηση! Καταρχάς τι είναι µία

Διαβάστε περισσότερα

Σταμούλου Αναστασία-Διονυσία 7ο Λύκειο Καλλιθέας Α4

Σταμούλου Αναστασία-Διονυσία 7ο Λύκειο Καλλιθέας Α4 Σταμούλου Αναστασία-Διονυσία 7ο Λύκειο Καλλιθέας Α4 Ευχαριστίες Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αποδώσω τις ευχαριστίες μου σε όσους βοήθησαν με τον τρόπο τους στην εκπόνηση αυτής της εργασίας. Αρχικά, θα

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία Ενότητα 6: Ιστορικό Πλαίσιο 8ου-9ου αιώνα: Σκοτεινοί αιώνες-εικονομαχία. Θεοφάνης: Βίος και Έργο. Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές θα

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Η πολυπόθητη μέρα για την εκδρομή μας στην Κωνσταντινούπολη είχε φτάσει! Βαλίτσες, φωτογραφικές μηχανές, τα λόγια που είχε να μάθει ο καθένας από όσους συμμετέχουμε

Διαβάστε περισσότερα

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20 Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2015-22:20 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη «Μέσω της μυθοπλασίας, αποδίδω τη δικαιοσύνη που θα ήθελα να υπάρχει» μας αποκαλύπτει η συγγραφέας

Διαβάστε περισσότερα

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ Αρχαία Νικόπολη Νικόπολη Στη σημερινή χερσόνησο της Πρέβεζας, στη νοτιοδυτική Ήπειρο, σε απόσταση μόλις 6 χλμ. από την ομώνυμη πόλη, βρίσκεται η αρχαία Νικόπολη. Ίδρυση Νικόπολης Κλεοπάτρα

Διαβάστε περισσότερα

«Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο»

«Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο» ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΥΡΤΖΗ «Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο» Ημερομηνία: 13 Μαρτίου 2019, 20:33 Κατηγορία: Βιβλίο, Συνεντεύξεις ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1 Στο σημείο αυτό του οδοιπορικού γνωριμίας με τις διάφορες μεθόδους αυτογνωσίας θα συναντήσουμε την Αστρολογία και θα μιλήσουμε για αυτή. Θα ερευνήσουμε δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

Φίλες και φίλοι, Αγαπημένε μου Γιαννάκη Μάτση,

Φίλες και φίλοι, Αγαπημένε μου Γιαννάκη Μάτση, Χαιρετισμός Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την παρουσίαση του βιβλίου της Δόξας Κωμοδρόμου «Κυριάκος Μάτσης Η φυσιογνωμία ενός στοχαστή που τάχθηκε στον αγώνα της ΕΟΚΑ 16 Νοεμβρίου 2017 Φίλες και φίλοι,

Διαβάστε περισσότερα

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος (http://www.apan.gr) Απρίλιος 2014

Ψηφιοποίηση, επεξεργασία, προσθήκες, χαρτογραφικό υλικό: Αρχείο Πανοράματος (http://www.apan.gr) Απρίλιος 2014 Από τα Θρακικά τ. 25 (1956) σσ. 149-158 Άρθρο του Γεώργιου Μαμέλη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ξαμίλι ή Εξαμίλιον, ένα μικρό ελληνικό χωριό της Ανατολικής Θράκης / Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ψηφιοποίηση,

Διαβάστε περισσότερα

Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου

Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου Σόφη Θεοδωρίδου, μια κουβέντα με την Τίνα Πανώριου Ιούλιος 24, 2018 Τίνα Πανώριου panoriout@gmail.com «Υ π ά ρ χ ο υ ν ό μ ω ς π ά ν τ α π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς μ ε μ ο ν ω μ έ ν ε ς, π ο υ οι γ υ ν α ί

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο

Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο Κεφάλαιο 5. Το Συμπτωτικό Πολυώνυμο Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η ιδέα του συμπτωτικού πολυωνύμου, του πολυωνύμου, δηλαδή, που είναι του μικρότερου δυνατού βαθμού και που, για συγκεκριμένες,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Αγόρι 390 (51.25%) 360 (43.11%) 750 Κορίτσι 371 (48.75%) 475 (56.89%) (100%) 835 (100%) 1596

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Αγόρι 390 (51.25%) 360 (43.11%) 750 Κορίτσι 371 (48.75%) 475 (56.89%) (100%) 835 (100%) 1596 ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Α. Γενικά στοιχεία. Όπως φαίνεται παραπάνω, το 4.55% των ερωτηθέντων μαθητών πηγαίνουν στο Γυμνάσιο ενώ 47.48% αυτών φοιτούν στο Λύκειο ( για το 11.97% των μαθητών του δείγματος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ) Μεσόγειος:Η λίµνη του Βυζαντίου

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ) Μεσόγειος:Η λίµνη του Βυζαντίου ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ) Μεσόγειος:Η λίµνη του Βυζαντίου Μετά τα τη βάφτιση του Ανθέµιου-Ισίδωρου, ο Θεόκλητος αποφάσισε να αποτραβηχτεί λιγάκι από ιππόδροµους και έντονες συγκινήσεις,

Διαβάστε περισσότερα

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΟΡΔΑΝΗΣ Λ. ΚΟΥΖHΝΟΠΟΥΛΟΣ Δημοτικό Τραγούδι O AΠΟΗΧΟΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ Εκδόσεις Κολοκοτρώνη 49, Αθήνα 105 60 Τηλ.: 210 3226343 - Fax: 210 3221238 e-mail: info@enploeditions.gr www.enploeditions.gr

Διαβάστε περισσότερα

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ. Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ. Διαπιστώσεις Α. Δεν εντοπίζονται άμεσοι φιλολογικοί δεσμοί με τους

Διαβάστε περισσότερα

ΈΝΑ ΤΑΞΊΔΗ ΣΤΟΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΌΣΜΟ The World is flat

ΈΝΑ ΤΑΞΊΔΗ ΣΤΟΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΌΣΜΟ The World is flat ΈΝΑ ΤΑΞΊΔΗ ΣΤΟΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΌΣΜΟ The World is flat O Φρίντμαν είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος συγγραφέας, δημοσιογράφος, αρθογράφος κα -ο αποδέκτης τριών βραβείων Πούλιτζερ και συγγραφέας έξι βιβλίων με

Διαβάστε περισσότερα

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ Â Αφηγηματική τεχνική είναι η προοικονομία. Με όσα αναφέρει ο ποιητής σε κάποιους στίχ ους, μας προϊδεάζει (μας δίνει μια ιδέα) τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, ώστε να είμαστε λίγο πολύ προετοιμασμένοι

Διαβάστε περισσότερα

Λένα Μαντά : «Προσπαθώ να μην πονέσω κάποιον, παρά να του οφείλω μια συγνώμη»

Λένα Μαντά : «Προσπαθώ να μην πονέσω κάποιον, παρά να του οφείλω μια συγνώμη» Λένα Μαντά : «Προσπαθώ να μην πονέσω κάποιον, παρά να του οφείλω μια συγνώμη» Συνέντευξη στην Ελευθερία Καμπούρογλου Το «Μια συγνώμη για το τέλος» είναι η νέα συγγραφική δουλειά της Λένας Μαντά, που μόλις

Διαβάστε περισσότερα

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους Αιτιολογική έκθεση Η Επιτροπή Κρατικών Bραβείων Λογοτεχνικής Μετάφρασης εργάστηκε για τα βραβεία του 2013, όπως και την προηγούµενη χρονιά, έχοντας επίγνωση α. των µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει

Διαβάστε περισσότερα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 1 Έρωτας στην Κασπία θάλασσα 3 Mona Perises ISBN: Email: monaperises@yahoo.com 4 Mona Perises Έρωτας στην Κασπία θάλασσα Μυθιστόρημα - Μέρος δεύτερο Mona Perises Ελλάδα Ιράν/Περσία Ελλάδα 5 Τι είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγός για Εκπαιδευτικούς

Οδηγός για Εκπαιδευτικούς Οδηγός για Εκπαιδευτικούς Οδηγός για Εκπαιδευτικούς Λίγα λόγια για το βιβλίο Ένας κανόνας μόνο υπάρχει στον αγώνα για τα 39 στοιχεία, που είναι κρυμμένα σε διάφορες γωνιές του κόσμου: ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ. Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ. Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ Στοιχεία τοπογραφικών χαρτών ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Τοπογραφικοί χάρτες Βασικό στοιχείο του χάρτη αποτελεί : το τοπογραφικό υπόβαθρο, που αναπαριστά µε τη βοήθεια γραµµών (ισοϋψών)

Διαβάστε περισσότερα

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ ) Ιστορία ΣΤ τάξης 5 η ενότητα «Η Ελλάδα στον 20 ο αιώνα» 1 Κεφάλαιο 3 Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ. 186 189) Οι προσδοκίες, που καλλιέργησε στους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς το κίνηµα των Νεοτούρκων το

Διαβάστε περισσότερα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΝΑΒΡΥΤΩΝ ΣΧ. ΕΤΟΣ 2010 2011 ΤΑΞΗ Β ΤΜΗΜΑ 1 Ο ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ Α- ΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα. Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα. Μέσα από τα πολύχρωµα σύννεφα του ουρανού της Μυθοχώρας ξεπροβάλλει ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που χάρισε ο θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, στο γιο του τον Βελλερεφόντη.

Διαβάστε περισσότερα

Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956)

Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956) Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956) Μελετώντας κανείς τις σχέσεις των εφήβων και των γονέων μέσα από το πρίσμα της επικράτησης ενός γενικότερου πνεύματος ελευθερίας αντιλαμβάνεται ότι ο διάλογος αποτελεί

Διαβάστε περισσότερα

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 7: Μέση βυζαντινή περίοδος: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Ιωσήφ Γενέσιος: Βίος και Έργο Κιαπίδου

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 7: Μέση βυζαντινή περίοδος: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Ιωσήφ Γενέσιος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 7: Μέση βυζαντινή περίοδος: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Ιωσήφ Γενέσιος: Βίος και Έργο Κιαπίδου Ειρήνη-Σοφία Τμήμα Φιλολογίας Σκοποί ενότητας Οι φοιτητές

Διαβάστε περισσότερα

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843)

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843) μεγάλες εδαφικές απώλειες ενίσχυση ελληνικότητας νέοι θεσμοί πλαίσιο μέσα στο οποίον το Βυζάντιο

Διαβάστε περισσότερα

Κύρια σημεία για Αξιολόγηση Διαιτητών και συζήτηση μετά την ολοκλήρωση αγώνος. Μερικές συμβουλές για Παρατηρητές Διαιτησίας

Κύρια σημεία για Αξιολόγηση Διαιτητών και συζήτηση μετά την ολοκλήρωση αγώνος. Μερικές συμβουλές για Παρατηρητές Διαιτησίας Κύρια σημεία για Αξιολόγηση Διαιτητών και συζήτηση μετά την ολοκλήρωση αγώνος Μερικές συμβουλές για Παρατηρητές Διαιτησίας ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΝ. ΑΝΤΩΝΟΥΛΗΣ BY JAIME ANDREU FIVB MAGAZINE Συμβουλή 1:

Διαβάστε περισσότερα

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Το μάθημα συνδυάζει τη διδασκαλία δύο κειμένων διαφορετικής εποχής που διδάσκονται στη Γ Γυμνασίου. (Αυτοβιογραφία, Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου, Η μεταμφίεση, Ρέα Γαλανάκη)

Διαβάστε περισσότερα

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές Ενότητα 1 Σελίδα 1 Διάλογος 1: Αρχική επικοινωνία με την οικογένεια για πρόσληψη Διάλογος 2: Προετοιμασία υποδοχής ασθενούς Διάλογος 3: Η επικοινωνία με τον ασθενή Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Διαβάστε περισσότερα

επιστήμεσ ελισάβετ άρσενιου Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ Η αξία της ποίησης

επιστήμεσ ελισάβετ άρσενιου Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ Η αξία της ποίησης επιστήμεσ ελισάβετ άρσενιου Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ Η αξία της ποίησης ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Προλογικό σημείωμα 7 Πρόλογος 9 Ο Καβάφης, ο χρόνος και η Ιστορία 11 ΜΕΡΟΣ Α Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 25 Η χρηστική αξία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER 1 Α Ομάδα «Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας ελληνιστικός ονομάστηκε o πολιτισμός που προήλθε από τη σύνθεση ελληνικών και ανατολικών στοιχείων κατά τους τρεις

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Οι βυζαντινοί ήταν καλά πληροφορημένοι για τις γειτονικές χώρες από δικούς τους ανθρώπους. Όταν έφταναν επισκέπτες, έμποροι, μισθοφόροι ή στρατιωτικοί φυγάδες, ή ακόμα κρατικές

Διαβάστε περισσότερα

Πατήρ Αβραάμ Μάθημα - Τρία Η ζωή του Αβραάμ: Σύγχρονη εφαρμογή. Οδηγός μελέτης

Πατήρ Αβραάμ Μάθημα - Τρία Η ζωή του Αβραάμ: Σύγχρονη εφαρμογή. Οδηγός μελέτης Πατήρ Αβραάμ Μάθημα - Τρία Η ζωή του Αβραάμ: Σύγχρονη εφαρμογή Οδηγός μελέτης Περιεχόμενα Περίγραμμα Ένα περίγραμμα του μαθήματος, Σημειώσεις Το περίγραμμα το μαθήματος; με αποσπάσματα και περιλήψεις του

Διαβάστε περισσότερα