ΕΤΟΣ ΚΣΤ' ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ
|
|
- Σπύρος Ζερβός
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΒΡΑΒΕΙΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ \ ί 1 \ ΕΤΟΣ ΚΣΤ' ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΤΕΥ Χ Ο Σ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1977
2 t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ET. A. ΦΑΚΑΤΣΕΛΗΣ ΙΔ ΙΟ ΚΤΗ ΣΙΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣ I Σ f MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ t MIX. ΧΑΡ. ΜΑΝΟΣ ΔΗΜ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ j u i M i u j M f i e w i A ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΔΗΜΟΣΘ. Γ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Επιτροπή 'Επιμέλειας ϋλ ΑΡΣΕΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ ΤΑΚΗΣ ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΙ ΝΙΚΟΣ ΤΕΝΤΑΣ ΚΩΝ. ΦΟΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΝΔΡΟΜΑΙ (έτήσιαι) Ε σ ω τερ ικ ο ύ Δ ρχ. 400 Νομ. Π ρ ο σ ώ π ω ν, Οργανισμών, Τ ρ α π εζώ ν» 600 Κ οινοτήτω ν και Σ χο λ εά ο ν» 400 Ε ξ ω τε ρ ικ ο ύ Δολλ. 20 Τ ιμ ή τεύχους Δ ρχ. 100 F E D E R A T IO N IN T E R N A T IO N A L E de Ια Presse Perlodlquo Λ1ΕΘΝΗΙ Ο Μ Ο ΙΠ Ο Ν Μ Λ ΠΕΜΟΔΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ Ά ντεπ ισ τέλ λ ο ντα Μ έλη τή ς Έ π ιτροπτ Λ. I. Β Ρ Λ Ν Ο Τ Σ Η Σ (Α θ ή ν α Χ Ρ Τ Σ. Ζ ΙΤ Σ Α ΙΑ (Θεσ/νίκ* Γ ΙΩ Ρ Γ. Μ. Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ Ο Τ ( Αθήνα M IX. Π Ε Ρ Α Ν Θ Η Σ ( Αθήνα Τ Α Κ Η Σ Τ Σ Ι Α Κ Ο Σ Εμβάσματα: «ΗΠ. ΕΣΤΙΑΝ» Ό δός Σμύρνης άριθ. Π, Ιωάννινα, Τηλέφ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ήπειρώται άττοκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν εις την Λαμίαν (ιστορ. στοιχεία) Ζώτος, Απόστολος και Στέφανος Τσιγαράδες (ιστορική πραγματεία) Δάσκαλοι από τό Μονοδέντρι (ιστορ. στοιχεία) Κτηματολόγιον των μονών τής περιοχής Κουρέντων Ί - ωαννίνων (ιστορ. στοιχεία) Βιογραφική συλλογή λογίων Ελλήνων τής Τουρκοκρατία ς (ιστορ. στοιχεία) Χαλκευτική και χάλκινα σφυρήλατα σκεύη (λαογρ. μελέτη) «Πανάρατος» (λαογραφικά σύμμεικτα) Ή παραδοσιακή φορεσιά άπ τό Φατήρι Θεσπρωτίας (λαογρ. στοιχεία) Ή κοινωνική καί θρησκευτική κατάστασις των Ελλήνων φοιτητών (μελέτη) Ή εργασία κατά την χριστιανικήν άντίληψιν (πραγματεία) Ε πιδόρπιο (ποίημα) Φλέγόμενη βάτος (ποίημα) Μήν απομακρύνεσαι άλλο (ποίημα) Δημ. Θ. Νάτσιου Στεφ. Μπέττη Σάββα Θεοδώρου Κώστα Π. Βλάχου Δημ. Τρ. Παπαζήση Ευδοκ. Ίωάννου - Μηλιατζίδου Κων. I. Φωτοπουλου "Αννας Γουήλ - Μπαδιεριτάκη Παύλου Α. Κυριακίδου Θεμ. Παπαθανασίου Κώστα Μάνθ. Οικονόμου Τίνου Άλασάκη Ρίτας Μπούμη - Παππά Αισχύλου (εισαγωγή - σχόλια - μετάφραση: Ήλ. Βασιλά) Paskal Gilevski Vincenzo Mascaro Νίνας Κοκκαλίδου - Ναχμία Θανάση Παπαθανασόπουλου Αντιγόνης Γαλανάκη - Βουρλέκη Jrving Stettner (μετάφραση Φοίβου Δέλφη) Πάνου Καραγιώργου Νίκου Α. Τέντα Λευκής Σαράτση 'Ισπανικό ( Ανωνύμου) (μετάφραση: Μάγιας - Μαρίας Ρούσσου) Franz Kafka (μετάφραση: Νίκου Σπάνια) Χρυσάνθης Ζιτσαίας Πέρσαι (τραγωδία) Ανάμνηση από μιά αυλή Κάποια φύλλα τρέμουν στήν συνείδησή μου (ποιήματα) Ελληνικό καλοκαίρι Πόρος (ποιήματα) Τά γκρίζα κάγκελα (διήγημα) Τό άρχαίο σώμα 'Ελένη (ποιήματα) Δύναμη (ποίημα) Τούτο τό πρωΐ (ποίημα) Ό ελληνικός κόσμος στήν ποίηση τού Shelley (δοκίμιο) Τά χέρια (ποίημα) 'Οδοιπορικά ( Ά ρτα - Καρπενήσι) (οδοιπορικό) Λο:ζαρίγιο ντέ Τόρμες (πεζογραφία) Συνομιλία μέ τον ικέτη (πεζογραφία) Πάργα (ποίημα) ( Αθήνα Σελ.» 1» 2» 2» 2» 3» C» ;» ε» 9» 10» 1C» κ» 1C» ι :» 12» 12» 12» U» U» 12» 12» 1*» Ι-'» Η» Η Άθηνί Α Π Ο Μ Η Ν Α Σ Ε Μ Η Ν Α : Σ η μ ε ι ώ μ α τ α : Το Β ραβείο ϋ υ ρ α ν η τη ς Ά κ α όη μ ι στον Δημοσθένη Κόκκινο (Σ υ ν τ ά ξ ε ω ς ) - Τ ά 50 χρόνια τή ς «Ν έας Ε στίας»^ (Δημ. Σ ιω μ πούλου) Β ρα β είο Α καδημίας Α θηνών στον Σ τέφ α νο Μ πέττη Τιμητικής διάκριση γ τήν «Η.Ε.» Τ ιμητική διάκριση στήν Χ ρυσάνθη Ζιτσαία (Σ υντάξεω ς) *Η Ακαδημ Α θηνώ ν εβράβρυσε (Λ. Κ όκκινος) Τ ά βραβεία τή ς Η π ειρ ω τικ ή ς Σ τ έ γ η ς Γ ρ α μ μ ά τ ω ν ^ Τ εχν ώ ν ΙΙροσ φ ορά στήν «Ή πειρονπκή 'Εστία» (Σ υ ντά ξεω ς). Κ ρ ιτ ικ ή τού β λ ί ο ν. X ρ ο ν ι κ ό. Ά ν α κ ο ί ν ω σ η. Δ)ΝΣΕΙΣ: Συντάξεως: Δ. Κόκκινος Μελετίου Γεωγράφου 51 - Ιωάννινα Τυπογραφείου: Φ. Β. Μπαμπούσης Γ. Διβολή 15 (Α. Τούμπα) - Θεσ)νι Έ κτύπω σις: Τυπογραψειον «Η ΔΩΔΩΝΗ», Κονίτσης 195, τηλ Θεσ)νίκη
3 ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΓΉΘΕΩΡΗΣΙΣ^ΕΝ ΙΩΑΝΝΙΝΟΙΣ Β f λ Β 6 I Ο Ν Α Κ λα Η Η ΙΚ Ο XQHNCJDN Ε Τ Ο Σ Κ Σ Τ ' ΙΑ Ν Ο Υ Α Ρ ΙΟ Σ Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ ΙΟ Σ Τ Ε Υ Χ Ο Σ ΔΗΜ. Θ. ΝΑΤΣΙΟΥ Δ)ντοϋ τού Ιστορικού Α ρχείου Λαμίας Η Π Ε I Ρ Ω Τ A I ΑΠΟΚΤΗΣΑΝΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΑΜΙΑΝ (Έξ αγνώστου καί ανεκδότου χειρογράφου) Α ' ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ Μεταξύ του άξιολόγου ιστορικού ύλικοϋ, του εύρισκομένου έντός τού «'Ιστορικού Αρχείου Λαμίας», συγκαταλέγεται και ένα χειρόγραφον (άγνωστον και ανέκδοτον), άναφερόμενον είς την έλληνικήν ιθαγένειαν, των έτών , την όποιαν απέκτησαν 'Έλληνες έξ Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας και λοιπών ελληνικών περιοχών, εύριοκομένων τότε ύπό τόν τουρκικόν ζυγόν. α. Π εριγραφ ή του Χειρογράφου Τό χφς> (κώδιξ) είναι χαρτώον, έσταχωμένον, άκέφαλον, κυανού χρώματος, έχον διαστάσεις 0,29 χ 0,20. Άποτελείται άπό εκατόν τριάντα οκτώ (138) φύλλα και καταγράφοντα έντός αύτοϋ διακόσιαι σαράντα δύο (242) «πράξεις περί ελληνικής ιθαγένειας». Ελλείπουν είς την αρχήν δύο (2) φύλλα, άκέφαλον άλλοιστε το xqxp, όπου είχον καταχωρισθή τέσοερες (4) «πράξεις». Τα τελευταία δέκα έξ (16) φύλλα είναι κενά περιεχομένου, είς τήν β' σελίδα τού τελευταίου φύλλου αναγράφονται τά έξης: «ΘειυρηΟέν καί μονογραφηθέν τό παρόν βιβλίον περιέχει φύλλα εκατόν τριάκοντα όκτό), άριθ Λαμία τη 9 Δεκεμβρίου Ό Νομάρχης καί ά.α. ό Γραμματεύς Κ. Θ. Λεούλλας. Νομαρχία ΦΟιώτιδος και Φιοκίδος». Έντός τού χειρογράφου εύρέθησαν πρόσθετα δύο (2) φύλλα, δπου καταγράφεται ά «αϋξων αριθμός και τό όνοματεπώνυμον» ιών άποκτησάντων ιθαγένειαν, σταματςί όμως άποτόμως είς τον άριθμόν «161», είναι τρόπον τινά εύ- \
4 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ * ρετήριον ίου χφφ. Ίοιουτοτρόπως πληροφορούμεθα μόνον χά όνόματα, δυστυχώς, έκείνων των τεσσάρων (4) εις την αρχήν, όπου ελλείπουν τά δύο (2) φύλλα. Πλην τής ελλειψεως είς την αρχήν, τό χφφ, εύρίσκεται είς άρίστην κατάστασιν και είναι, σχετικώς, εύανάγνωστον. β. Η άξια του χψφ.1 Αναμφιβολως είναι μεγίστη ή ιστορική αξία του χφφ, διότι δύνανται νά 7 S'*,* / ' / C i > ry /t > ira -r ^ χ. Γ / J / " o 1 -Ζ**S**-7CT-χ ' ^ r? /. ' fj/ * * ~ - *.. J., r - - ' J - ' / i i ' * / V Po y Γ-*, XL', ^ V?- l ^ ^ ' ΛΤ V*. ^ t x ' " ' - ' w i S T i? ' 8 v os -i c-t / V <aea*«l. Π~Λ Ss*»,.. ~~ i, ^ < r ~ * ' Z? ^ + ^ y ' ^ p j / s / ' * ' ελ> 1 > T " - y * - y - y y a ^,ί- r ' ^ - 2 C - y.*<r Τ ' 7 ^ >.. ^ V a i 7 ' 7 * 7 y r f ' ^ A?. O S ' <. c^cjl Ζ ' Γ ' 7 " y c V ^ r - A i r Z y ^ csz/cs f'<? Ψ Μ ία σελίδα τον χφφ. 1) Π«06Γ Τ ΧΦ»»c» ίλιτ.»% ίβ«,εν«ί»5> «, j, Μ. ριξιό αν ευοισκεται άλλο εις άλλην πόλιν, 1
5 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» άπορρεύοουν πολλά επί μέρους θέματα τοπικού, άλλα και γενικωτέρου ενδιαφέροντος, (όπως κοινωνική σύνθεσις τής Λαμίας και τής περιοχής, διακίνησις πληθυσμού από περιοχής εις περιοχήν τα έτη εκείνα, προσωπογραφία τής περιοχής, ένθα εγκαθίστανται, και των περιοχών έξ ών προέρχονται, στατιστική προελεύσεως έξ έκάστης περιοχής, μέσος δρος τής ηλικίας τοίν διακινουμένων, ή επαγγελματική, οικογενειακή και πνευματική κατάστασις αύτών κ.ά.2 Ώ ς γνωστόν, ή Φθιώτις επί σειράν ετών ( ) ήτο παραμεθόριος περιοχή και ή Λαμία άκριτική πόλις, έδώ έλειτούργει τό Τουρκικόν Προξενεΐον3, λοιμοκαθαρτήριον, τελωνεΐον, Γυμνάοιον, ένθα έφοίτων μαθηταί έξ Ηπείρου, Θεσσαλίας κ.λ.π. Έδώ λοιπόν κατήρχοντο οι ομογενείς "Ελληνες και άπέκτων ελληνικήν ιθαγένειαν. y. Ή παρούσα άποδελτίώσις Είς τά φύλλα τού χφφ γίνεται αισθητή ήπαρουοία πολλών Ήπειρωτών, οί όποιοι κατήλθον εις τήν Λαμίαν κατά τά έτη και άπέκτησαν ελληνικήν ιθαγένειαν. Ή έδώ έγκατάοτασίς τοιν είναι άλλο θέμα εύρύτερον και ή ένεργός συμμετοχή τοιν είς τήν ζωήν τής πόλεως και τής περιοχής προσλαμβάνει μεγαλυτέραν διάστασιν, οι δέ έν Λαμία Ήπειρώται δύνανται νά άποτελέσουν ειδικόν θέμα ιστορικής έρεύνης. Έκ διασταυρουμένων πληροφοριών (τοπικών έφημερίδων, ληξιαρχικών κωδίκων κ.λ.π.) γνωρίζομεν δτι οι έν Λαμίςι πολιτογραφηθέντες Ήπειρώται λαμβάνουν ένεργόν συμμετοχήν εις τά κοινά τής πόλεως. Π.χ. (ό Αναστάσιος Πυκαίος έκ Λέκλης τής Βορείου Η πείρου 6ά έκδώση είς τήν Λαμίαν τό περιοδικόν «Πελασγός» ( ), θά γίνη καθηγητής τής Γαλλικής είς τό Γυμνάοιον τής Λαμίας. Οι συγχωριανοί του Αφοί Παπαβαοιλείου θά ιδρύσουν είς τήν Λαμίαν τό περίφημον Τυπογραφεϊον «Έλληνοπελασγός», ό δέ Δήμος Παπαβαοιλείου θά γίνη δήμαρχος Λαμιέων ( ) κ.λ.π. κ.λ.π.)4. Έκ τού χφφ. άποδελτιώνομε τούς Ήπειρώτας έκείνους, τούς αποκτήσαντας έλλ. ιθαγένειαν έδώ είς τήν Λαμίαν καί τούς φέρομεν είς φώς χάριν τών ιστορικών έρευνητών καί τών άναγνωστών τής άγαπητής «Ήπειροιτικής Εστίας». δ. Δείγμα γραφής τού χφφ. Ώς άνωτέρω παρουσιάζομεν ένα δείγμα γραφής τού χφφ, διά νά λάδωμεν μίαν εικόνα αύτοϋ. Κατά τήν άποδελτίοισιν, ή οποία άκολουθεϊ, άναφέρεται μόνον τό όνοματεπώνυμον τού άποκτήοαντος ελληνικήν ιθαγένειαν, ή ιδιαιτέρα του πατρίς, ή ηλικία, τό έπάγγελμά του, ή οικογενειακή του κατάστασις, καί τούτο έπειδή ολαι αί «πράξεις περί ελληνικής ίθογενείας» είναι δμοιαι. Ά - ποδελτιώνεται ιιέρος έξ ολοκλήρου τού κειμένου, τό όποιον άναφέρεται είς τον ομογενή μας. Είς τό τέλος αναγράφεται ό αύξιον άριθμός τής «πράξεως» καί ή χρονολογία, καθ ήν άπεκτήθη ή ελληνική ιθαγένεια. 2 ) 3) 4) Εις φαν Ερμηνευτικήν κριτικήν έκδοσιν ολοκλήρου του χφφ ελπίζω νά έξετασθοΰν ο λα αυτά τά επί μέρους θέματα. Ορα σχετικώς: Δημ. Θ. Νάτσιου: «Τό τουρκικόν προξενεΐον τής Λαμίας », έφημ. «Εθνικός 9Αγών», Λαμία ί) Σεπτεμβρίου Σήμερον είς τήν Λαμίαν ευρίσκονται πολλοί Ήπειρώτες, εχοντες μάλιστα «Σύλλογον Ήπειριοτών», είς δέ τον "Αγιον Νικόλαον (ναός τής Λαμίας) εύρίσκεται ό άγιος μέ φουστανέλλαν καί τσαρούχια, ό άγιος Γειόργιος ό έξ Ίωαννίνων, τήν μνήμην του δέ τιμούν ιδιαιτέρως οί έδώ Ήπειρώται.
6 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ» Ί ο δείγμα γραφής: «Άριθ. 45. Έν Λαμία σήμερον την τριακοστήν 8βρίου 1852, πεντηκοστού δευτέρου έτους, ημέραν Πέμπτην, έμφανισθείς ενώπιον ημών του Δημάρχου του Δήμου Λαμίας τής επαρχίας Φθιώτιδος του νομού Φθιωτιδοφωκίδος δ Κύριος Σπυρίδων Κ. Τσαλακώνστα έδήλωσεν είς ήμας επί παρουσία των προσυπογεγραμμένων ενηλίκων μαρτύρων κυρίων Δημ. Δασκαλοπούλου καί Σ. Κυριάκου δτι θέλων ν άποκτήση τδ δικαίωμα τής ελληνικής ιθαγένειας καί συμμορφούαενος μέ τά άρθρα 5 καί 7 του από 15 Μαΐου Νόμου κατώκησε καί άποκατεστάθη έν τη πόλει Λαμίας τού ήμετέρου Δήμου καί εκφράζει διά τής παρούσης δηλώσεώς του την περί άποκαταστάσεως εντός τής Ελλάδος καί προσκτήσεως τής ελληνικής ιθαγένειας πρόθεσίν του. Μας επέδωκε δε έγγραφον περί τούτου αΐτησιν καταχωρισθεΐσαν είς τό πρωτόκολλον τής Δημαρχίας ύπ άρ καί από 28 Οκτωβρίου 1852 μας προσέθηκεν δτι ονομάζεται Σπυρίδων Κωνσταντίνου Τσαλακώνστα, έκ πατρίδος Συράκου τής Ηπείρου, ετών 22, επαγγέλματος μαθητου καί οτι είναι άγαμος. Είς βεβαίωσιν δθεν τούτων συνετάξαμεν την παρούσαν δήλωσιν. καταχωρισθεΐσαν είς τό πρωτόκολλον των δηλώσεων ύπ αριθμόν τεσ 5) Ό νόμος εκείνος προβλέπει τά έξης: «Νόμος περί ελληνικής ιθαγένειας. ΟΘΩΝ ΕΛΕΩι ΘΕΟΤ Βασιλεύς τής Ελλάδος Κεφ. Β ' Περί πολιτογραφήσεως "Αρθρον 5. Τό δικαίωμα τής πολιτογραφήσεως προσκτάται ό μετά τριετή άδιάκοπον διατριβήν έντός τής Ελλάδος, έν τφ μέσο) ενός των δήμων τοΰ βασιλείου πανοικί κατοικήσας καί άποκατασταθείς, άφ* ής ημέρας κηρύξη την περί άποκαταστάσεως έντός τής Έλλαδος καί προσκτήσειος τής ελληνικής ιθαγένειας πρόθεσίν του. Απαιτείται ό πολιτογραφησόμενος νά μην έτιμωρήθη ποτέ, καθ δλον τό διάστημα τής τριετίας, ένεκα πλημμελήματος ή κακουργήματος, οθεν καί θέλει καθυποβληθή μετ αύτήν είς έξέτασιν και άπολυθείς θέλει πολιτογραφηθή. Άρθρον 7ον. 'Έκαστος ξένος ενήλικος δύναται νά καθυποβαλη την περί πολιτογραφήσεως αιτησίν τον είς την δημοτικήν αρχήν τοΰ δήμου έντός τοΰ όποιου επιθυμεί να κατοίκηση. Έ ν Άθήναις τή 15 (27) Μαίου Έ ν όνόματι τοΰ βασιλέως ή άντιβασιλεία ό κώμης ΑΡΜ Α Ν ΣΠ ΕΡΓ πρόεδρος, ΚΟΒΕΛ ΕΤΔΕΚ ο! Γραμματείς τής Επικράτειας I. Κωλέττης Ν. Γ. Θεοχάρης I. Ρΐζος, Γ. Πραίδης, Λεσούϊρος». (έφημερίς Κυβερνήσεως άρ. 20/1835, σελ. 42 και 49).
7 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ σαρακοστόν πέμπτον καί ύπεγράψαμεν ταύτην μετά του δηλώσαντος καί των παρευρεθέντων μαρτύρων. Ό Δηλώσας Ό Δήμαρχος Σπυρίδων Κ. Τζαλακώνστα Γ. Π. Χαλμουκόπουλος Οί μάρτυρες Λ. Δασκαλόπουλος - Σ. Κυριάκου». Β ' Κ Α Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ Τ Ω Ν Ο Ν Ο Μ Α Τ Ω Ν (κατά άλφαδητική σειρά) 1. Άναστασιάδης Δημήτριος (γεννηθείς 1828 )6...Δημήτριος Αναστασιάδης, έτών 28, το έπάγγελμα έμπορος, έκ πατρίδας Άργυροκάστρου τής Ηπείρου, άγαμος καί χριστιανός /27 Δεκεμβρίου Αναστασίου Πέτρος (γ. 1828)... Πέτρος Αναστασίου, έκ πατρίδος Άργυροκάστρου τής Ηπείρου του Οθωμανικού κράτους, έτών 30, έ- πιστάτης, έγγαμος καί χριστιανός, έλθών εν Έλλάδι κατά τό έτος /26 Ιουνίου Αποστόλου Γεώργιος (γ. 1821)...Γεώργιος Αποστόλου, έκ πατρίδος Μετσόβου, έτών 32, έπαγγέλματος σαμαράς...67/2 Οκτωβρίου Αποστόλου Δημήτριος (γ. 1818)...Δημήτριος Αποστόλου, έκ πατρίδος Μετσόβου, έτών 35, έπαγγέλματος σαμαρτζής...66/1 Οκτωβρίου Αποστόλου Ιωάννης (γ. ;)... Ιωάννης Αποστόλου έξ Ηπείρου, έγγαμος, έλθών έν Έλλάδι προ τριών έτώ ν /8 Σεπτεμβρίου Αύταλέτης Στέργιος (γ. 1824)... Στέργιος Αύταλέτης έκ τής Ηπείρου τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών 35, έγγαμος, κάτοικος Ί - μίρπεης, χριστιανός, έπιστάτης τό έπάγγελμα, έλθών έν Έλλάδι πρό δέκα έ τών...208/14 Μαΐου Βαλούμης Γεώργιος (γ. 1829)...Γεώργιος Βαλούμης έκ Μετσόβου του Οθωμανικού κράτους, έτών 30, ύπηρέτης, άγαμος, χριστιανός καί κάτοικος ενταύθα, έλθών έν Έλλάδι πρό πέντε έτών /19 Οκτωβρίου Β α ρ ο ά μ η ς Ν ι κ. Γεώργιος (γ. 1830)...Γεώργιος Νικ. Βαρσάμης, έκ πατρίδος Μετσόβου τής έπαρχίας Ίωαννίνων του Οθωμανικού κράτους, έτών 28, ύπηρέτης, άγαμος καί χριστιανός...179/19 Αύγουστου Βασιλείου Δημήτριος (γ. 1821)...Δημήτριος Βασιλείου, είναι ήλικίας έτών 30, έκ πατρίδος Καστοριάς τής Ηπείρου του Οθωμανικού, έπαγγέλματος ράπτης...29/13 Δεκεμβρίου (5) Τό έτος γεννήαεος υπολογίζεται άπό την δηλοιθετσαν ηλικίαν του πολιτογραφηθέντος. 7) Ό αΰξ. άριθμός τής «πράξεως» άποκτήσας έλλ. ιθαγένειαν. 8) Ή χρονολογία άποκτήσεως τής ιθαγένειας.
8 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 10. Βασιλείου 'Ιάκωβος (γ. 1824)... Ιάκωβος Βασιλείου, έκ πατρίδος Κορυτζα9 της Ηπείρου, έτών 30, επαγγέλματος ράπτης, άγαμος... 93/26 Απριλίου Βασιλείου Σ ί μ ο ς (γ. 1827)... Σίμος Βασιλείου, έκ πατρίδος Χόρμοβα τού Τεπελενιοΰ, έτών 28, τό επάγγελμα ράπτης, άγαμος...93/26 Απριλίου Β λ α χ ο γ ε ώ ρ γ ο ς Δ η μ. Γεώργιος (γ. 1812).,.Γεώργιος Δημητρίου Βλαχογεώργος, έκ πατρίδος Κσυτσούφλιανηί0 του Μετσόβου της Ηπείρου, άγαμος, έτών 45, τό έπάγγελμα αρτοποιός και χριστιανός...157/ 3 Μαί'ου Βλαχογιαννόπουλος Ίωάννου Σπόρος (γ. 1825)...Σπυρος Ιωάννου Βλαχογιαννόπουλος, έκ πατρίδος Ηπείρου τού Οθωμανικού κράτους, τό έπάγγελμα ύπηρέτης, έτών 30, άγαμος...110/11 Ιουνίου Β ρ έ τ ο ς Μ ί λ τ ο ς (γ. 1816)...Μίλτος Βρέτος, είναι ηλικίας έ τών 35, έκ πατρίδος Χείμαρρος τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρατιωτικός καί άγαμος...22/27 Φεβρουάριου Γιάννη Α ά μ π ρ ο ς (γ. 1824)...Λάμπρος Γιάννη, είναι ήλικίας έτών 27, έκ πατρίδος Χειμάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος άγροφόλαξ καί είναι άγαμος...10/4 Ιανουάριου Γ κ ί κ α ς Αναστάσιος (γ. 1823)... Αναστάσιος Γκίκας, είναι ηλικίας έτών 28, έκ πατρίδος Χειμάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρατιωτικός και είναι άγαμος...19/27 Φεβρουάριου Γκιόνης Μιχαήλ (γ. 1796)...Μιχαήλ Γκιόνης, ηλικίας έ τών 56, έκ πατρίδος Χειμάρρας, επαγγέλματος στρατιωτικός καί είναι άγαμος... 6/14 Δεκεμβρίου Δημητρίου θεοδόσης (γ. 1819)...θεοδόσης Δημητρίου, έκ τού χωρίου "Αγιος Νικόλαος τής Ηπείρου τού Οθωμανικού, έτών 40, ύπηρέτης, έγγαμος καί χριστιανός, κάτοικος ενταύθα, έλθών έν Έλλάδι πρό έξ έτών...237/1 Δεκεμβρίου Δημητρίου Γεώργιος (γ. 1823)...Γεώργιος Δημητρίου, έκ πατρίδος Ιωάννινα τού Οθωμανικού, τό έπάγγελμα άρτοποιός, έτών 35, άγαμος...102/28 Ιουλίου Δ η μ ο ύ τ ζ ο ς Ιωάννης (γ. 1815)... Ιωάννης Δημούτζος, ήλικίας έτών 35, έκ πατρίδος Χειμάρρας, έπαγγέλματος στρατιωτικός καί είναι άγαμος...7/14 Δεκεμβρίου Διαμαντίδης παπα - Αναστασίου Γεώργιος (γ. 1826)...Γεώργιος παπα - Αναστασίου Διαμαντίδης, έκ πατρίδος Πρεμετή τής Αλβανίας τού Οθωμανικού κράτους, έτών 32, τσαγγάρης, έγγαμος καί χριστιανός, έλθών έν Έλλάδι κατά τό έτος /23 Οκτωβρίου *10 ί)) Τό (τζ) είναι γνώρισμα τής εποχής εκείνης, αντί (τσ). 10) Πρόκειται περί τής παλαιας'κουτσούφλιανης.
9 22. Εύαγγέλη Βασίλειος (γ. 1825)...Βασίλειος Εύαγγέλη, έκ πατρίδος Πάργας της Ηπείρου, έτών 28, επαγγέλματος υπηρέτου, άγαμος...63/23 Ιουλίου Ζώης Γεώργιος (γ. 1831)...Γεώργιος Ζώης, έκ πατρίδος Ι ωάννινα του Οθωμανικού, άγαμος, έτών 28, έμπορος και χριστιανός /8 Φεβρουάριου θ ά ν ο ς Αναστασίου Δ η μ ή- τ ρ ι ο ς (γ. 1812)...Δημήτριος Αναστασίου θάνου, έκ πατρίδος Μετσόβου τής έπαρχίας Ίωαννίνων του Οθωμανικού κράτους, έγγαμος, έτών 46, τό έπάγγελμα έπιστάτης εις Μεγάλην Βρύσην και Χριστιανός...163/16 Απριλίου θεοδώρου Λάζαρος (γ. 1822)...Λάζαρος θεοδώρου, είναι ηλικίας έτών 30, έκ πατρίδος Μουκοπάλεως τής Ηπείρου, έπαγγέλματος ύπηρέτου, άγαμος...39/1 Αύγούστου θεοχαρόπουλος Άνασ. Σωτήριος (γ. 1829)... Σω τήριος Αναστασίου θεοχαρόπουλος, έκ πατρίδος Άρτας, έτών 24, έπαγγέλματος υπηρέτης, άγαμος...64/15 Αύγούστου Ί ω ά ν ν ο υ Αναστάσιος (γ. 1796)... Αναστάσιος Ίωάννου, έτών 60, έκ Πρεμετής τής Ηπείρου, ίερεύς, έγγαμος...146/23 Νοεμβρίου Ί ω ά ν ν ο υ Βασίλειος (ν. 1818)...Βασίλειος Ίωάννου, έκ πατρίδος Βοστίνα τής έπαρχίας Παλαιοπωγώνης του νομού Ίωαννίνων τού Οθωμανικού κράτους, έτών 40, περιβολάρης, έγγαμος και χριστιανός, έλθών έν Έλλάδι κατά τό έτος Ί5 Σεπτεμβρίου Ίωάννου θωμάς' (γ. 1801)... θωμάς Ίωάννου, είναι ηλικίας έτών 50, έκ πατρίδος Χεηιάρρας της Τουρκίας, έπαγγέλματος χωροφύλαξ, είναι έγγαμος και ή σύζυγός του άπεβίωσεν, έχει δέ τέκνα θήλεα τρία, ονομαζόμενα Αναστασία έτών 9, τό δέ Σωσάννα έτών 6, τό δέ δέν γνωρίζει, εύ ρίσκο - μένα είς τό Οθωμανικόν...24/6 Μαΐου Ίωάννου Κωνσταντίνος (γ. 1832)... Κωνσταντίνος Ί ωάννου, έκ πατρίδος Σιάτιστα τής έπαρχίας Καστοριάς11 τού Οθωμανικού κράτους, έτών 26, καροτόέρης, άγαμος και χριστιανός, έλθουν έν Έλλάδι κατά τό έτος /26 Σεπτεμβρίου Κ α ρ ό π ο υ λ ο ς Δ η μ. Λ ί τ η ς (γ. 1828)...Λίτης Δημ. Καρόπουλος, έκ πατρίδος Άργυροκάσιρου της Αλβανίας τού Οθωμανικού κράτους, έτών 30, οινοπώλης, άγαμος και χριστιανός, έλθών έν Έλλάδι κατά τό έτος /18 Αύγούστου ΚΊτζοπανίδης Γεώργιος (γ. 1829)...Γεώργιος Κιτζοπανίδης, έκ πατρίδος Κράτζι τής Ηπείρου, έπαγγέλματος ράπτης, έτών 26, άγαμος...92/24 Απριλίου Κ ο λ ί ά κ η ς Π ο ύ λ ι ο ς (γ. 1818)...Πούλιος Κολιάκης, είναι ηλικίας έτών 32, έκ πατρίδος Χεηιάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρα 11) Τότε ή Καστοριά ίιπήγετο εις την Ήπειρον.
10 ΕΣΤΙΑ» τιωτικός, είναι έγγαμος και ή σύζυγός του καλείται Βασίλω...5/14 Δεκεμβρίου Καραβέλης Αριστείδης (γ. 1822).. /Αριστείδης Καραβέλης έκ πατρίδος Ίωαννίνων της Ηπείρου του Οθωμανικού, έτών 23, άγαμος, τό επάγγελμα ύπηρέτης...105/1 Οκτωβρίου Κολόνιας Ί ω ά ν. Ζήσης (γ. 1827)...Ζήσης Ίωάννου Κολόνιας, έκ Καστοριάς τής Ηπείρου, τό επάγγελμα ράπτης, έτών 28, άγαμος...89/4 Απριλίου Κωνσταντίνου Βασίλειος (γ. 1828)...Βασίλειος Κωνσταντίνου, έκ πατρίδος Ίωαννίνων τής Ηπείρου, τό έπάγγελμα ράπτης κτί είναι άγαμος, έτών /5 Ιουνίου Κωνσταντίνου Δημήτριος (γ. 1825)...Δημήτριος Κωνσταντίνου, έκ πατρίδος Ίωαννίνων, ηλικίας έτών 27, έπαγγέλματος κρεοπώλης και είναι άγαμος...46/20 Νοεμβρίου Κωνσταντίνου Ιωάννης (γ. 1825).. /Ιωάν. Κωνσταντίνου, έκ πατρίδος Άργυροκάστρου, έτών 28, έπαγγέλματος έπιστάτης καί είναι άγαμος...62)30 Ιουνίου Κωνσταντίνου Νέστορας (γ. 1833)...Νέστορας Κωνσταντίνου έξ Ίωαννίνων τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών 26, άγαμος, ράπτης τό έπάγγελμα, χριστιανός και κάτοικος ένταΰθα, έλθών έν Έλλάδι πρό καιρού...214/17 Ιουνίου Λιμπόχοβας Σϊμος (γ. 1819)... Σίμος Αιμπόχοβας, έκ πατρίδος Λιμπόχοβας τής έπαρχίας Άργυροκάστρου του Οθωμανικού κράτους, έτών 35, άγαμος, έπαγγέλματος στρατιωτικός...77/30 Ίουλοίυ Μ α κ ρ ή ς Κώστας (γ. 1811)...Κώστας Μακρής, έκ πατρίδος Κόρτζια τής Τουρκαλβανίας του Οθωμανικού, έτών 45, τό έπάγγελμα γεωργός, έγγαμος και χριστιανός...135)23 Αύγουστου Μαλλιόπουλος Κώστας (γ. 1829)... Κώστας Μαλλιόπουλος, έκ τής Ηπείρου τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών τριάκοντα, έγγαμος, κάτοικος ήδη ένταϋθα, χριστιανός, έλθών έν Έλλάδι πρό είκοσι έτώ ν...207/ 20 Απριλίου Μ ά ν τ ζ ι κ ο ς Παύλος (γ. 1814)...Παύλος Μάντζικος, έκ πατρίδος Ηπείρου, έτών 40, έπάγγελμα έμπορος, έγγαμος, οάσης τής οικογένειας του έν Σμύρνη τού Οθωμανικού...87/8 Δεκεμβρίου Μάρκου Παύλος12 (γ. 1827)...Παύλος Μάρκου, έκ πατρίδος Άργυροκάστρου τής Ηπείρου, έπαγγέλματος έμπορου, έτών 28, άγαμος... 91/Άπριλίου Μήτζου Κώστα Ευθύμιος (γ. 1826)... Ευθύμιος Κώστα Μήτζου, έκ πατρίδος Άργυροκάστρου, έτών 30, ράπτης και χριστιανός.,. 141/10 Οκτωβρίου ) Ηδρυσεν ένταΰθα Τυπογρας^ϊον άργότερον και σήμερον ακόμη οι Α φοί Μάρκου διατηρούν τυπογραφεΐον εις τήν Λαμίαν.
11 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 46. Μ π ε κ ή ρ η ς Σ ο ύ λ ι ο ς (γ. 1821)... Σούλιος Μπεκήρης, είναι ηλικίας έτών 29, έπαγγέλματος έπιστάτης, έκ πατρίδος Χειμάρρας και ά γαμος...9/2 Δεκεμβρίου Μ π ί σ σ ι α ς Λ. Βασίλειος. (γ.' )...Βασίλειος Λ. Μπίσσιας, έκ πατρίδος Δρυϊνοπόλεως τής Ηπείρου, έτών 28, έμποροκτηματίας, είναι έγγαμος, διαμενούσης τής συζύγου του εις τό τουρκικόν...72/4 Ιανουάριου Μ π ί σ σ ι α ς Ν ι κ ο λ. Σάββας (γ. 1828)... Σάββας Νικ. Μπίσσιας, έκ πατρίδος Αργυροκάστρου τής Ηπείρου, ηλικίας έτών 27, έπάγγελμα έμπορος, άγαμος...46/30 Ιανουάριου Μ π ό τ η ς Σ τ έ ρ γ ι ο ς (γ. 1834)... Στέργιος Μπότης, έκ πα- τρίδος Μετσόβου τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών 25, άγαμος, χριστιανός, ξενοδόχος και κάτοικος Μεγάλης Βρύσης, έλθών έν Έλλάδι προ έξ έτών περίπου...215/13 Ιουλίου Μπότα Δ η μ. Γεώργιος (γ. 1838)...Γεώργιος Δ. Μπότα, έκ πατρίδος Μετσόβου τής Ηπείρου του Οθωμανικού κράτους, τό έπάγγελμα φλεβοτόμος, έτών 17, άγαμος...99/17 Μαΐου Μ π ρ ά φ α ς Ιωάννης (γ. 1830)... Ιωάννης Μπράφας, έκ πατρίδος Κράτζι τής Ηπείρου τού Οθωμανικού, έτών 25, τό έπάγγελμα ράπτης... 94/26 Απριλίου Μ π ί κ ο υ Μ. Αντώνιος (γ. 1829)... Αντώνιος Μ. Μπίκου, έκ πατρίδος Ηπείρου τού Τουρκικού κράτους, έλθών έν Έλλάδι προ όκτώ μηνών, ηλικίας έτών 30, έμπορος τό έπάγγελμα και άγαμος...242/31 Δεκεμβρίου Μ π υ κ α ί ο ς Μ ή τ ρ ο υ Ιωάννης (γ. 1789)... Ιωάννης Μήτρου Μπυκαιος, έκ πατρίδος Λέκλης τής Ηπείρου, έλθών έν Έλλάδι προ ενός έτους, έγγαμος και έτών έβδομήκοντα (7 0 )...241/31 Δεκεμβρίου ] Νέστορος Μιχάλης (γ. 1818)...Μιχάλης Νέστορος, είναι ηλικίας έτών 33, έκ πατρίδος Χεηιάρρας τής Ηπείρου, έπάγγελμα στρατιωτικός, άγαμος...17/27 Φεβρουάριου Νικολάου Ιωάννης (γ. 1823)... Ιωάννης Νικολάου, είναι ηλικίας έτών 28, έκ πατρίδος Χειμάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρατιωτικός και άγαμος...18/27 Φεβρουάριου Νικολάου Χαράλαμπος (γ. 1826)...Χαράλαμπος Νικολάου, έκ πατρίδος Ίωαννίνων, έτών 27, έπαγγέλματος ράπτης και άγαμος... 70/30 Δεκεμβρίου Ν ί ν ο ς Γ ι α ν ν ά κ η ς (γ. 1824)...Γιαννάκης Νίνος, είναι ήλικίας έτών 27, έκ πατρίδος.χεηιάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρατιωτικός και άγαμος...20/27 Φεβρουάριου Νίνος Χρήστος (γ. 1819)...Χρήστος Νίνος, είναι ήλικίας έ τών 32, έκ πατρίδος Χεηαάρρας τής Τουρκίας, έπαγγέλματος στρατιωτικός καί άγαμος...21/27 Φεβρουάριου Ντίτσικας Αθανάσιος (γ. 1830)... Αθανάσιος Ντίτσικας,
12 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» έκ ηατρίδος Αργυρόκαστρου της Αλβανίας του Οθωμανικού κράτους, ετών 28, επαγγέλματος επιστάτης, έγγαμος καί χριστιανός...166/29 Απριλίου Ξ ί ν η ς Νικ. Αναστάσιος (γ. 1832).. /Αναστάσιος Ν. Ξίνης, έκ πατρίδος Ίωαννίνων, έτών είκοσι δύο, έπάγγελμα μαθητής και είναι άγαμος...85/4 Νοεμβρίου Οικονόμου Αθανάσιος (γ. 1821).. /Αθανάσιος Οικονόμου, έξ Ηπείρου τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών 38, μαραγκός, έγγαμος, έλθών έν Έλλάδι προ τριών έτών...223/7 Σεπτεμβρίου Παντελή Μ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ς (γ. 1831)...Δημήτριος Ν. Παντελή, είναι ηλικίας έτών 21, έκ πατρίδος Σιάτιστα, έπαγγέλματος μαθητου του ένταϋθα άλληλοδιδακτικοϋ σχολείου καί άγαμος...35/8 Ιουλίου Παπα βασιλείου Κ. Νικόλαος (γ. 1834)...Νικόλαος Κ. Παπαβασιλείου, έκ πατρίδος Λέκλης τής Ηπείρου, έλθών έν Έλλάδι πρό 16 έτών, άγαμος καί έτών εϊκοοι πέντε...240/30 Δεκεμβρίου 1859, 64. Π υ κ α ϊ ο ς Ί ο> ά ν ν ο υ Αναστάσιος13 (γ. 1827)... Αναστάσιος Ίωάννου Πυκαϊος, έκ πατρίδος Λέκλης τής Ηπείρου, έτών 32, έγγαμος καί κάτοικος Λαμίας, έλθών έν Έλλάδι πρό τοιών μηνών...206/15 Απριλίου Σ κ ο υ μ π ο υ ρ δ ή X ρ. Μάρθα (γ. 1836)...Μάρθα Χρ. Σκουμπουρδή, έκ πατρίδος Ιωάννινα τής Οθωμανικής έπικρατείας, άγαμος, έτών 22, μετερχομένη έργα οικιακά καί χριστιανή...162/26 Φεβρουάριου Τ ζ ά λ η Νικ. Γ ε ώ ρ γ ι ο ς (γ. 1828)14...Γεώργιος Νικολάου Τζάλη, έκ Κόζιαν τής Οθωμανικής έπικρατείας, έτών τριάκοντα, υπηρέτης, έγγαμος καί χριστιανός, έλθών έν Έλλάδι κατά τό τρέχον έτ ο ς /3 Οκτωβρίου Τόλιας Δημήτριος (γ. 1819)...Δημήτριος Τόλιας, είναι ηλικίας 24 έτών, έκ πατρίδος Γρεβενιτίου, έπαγγέλματος έμπορος καί άγαμος...53/4 Φεβρουάριου Τ ο ύ σ ι α ς Γ ε ώ ρ γιος (γ. 1823)...Γεώργιος Τούσιας, είναι ηλικίας έτών 28, έκ πατρίδος Βερατίου τής Τουρκίας, τό έπάγγελμα πολιτοφύλαξ καί άγαμος... 16/21 Φεβρουάριου Τριγκόπουλος Γεώργιος (γ. 1826)... Γεώργιος Τριγκόπουλος, είναι ηλικίας έτών 26, έκ πατρίδος Ίωαννίνων, έπαγγέλματος ράπτου καί άγαμος...33/28 Ιουνίου Τ σ α λ α κ ώ ν σ τ α Κ ω ν. Σπυρίδων (γ. 1830)... Σπυρίδων Κωνσταντίνου Τσαλακώνατα, έκ πατρίδος Συράκου τής Ηπείρου, έτών 22, έπαγγέλματος μαθητου καί άγαμος...45/30 Οκτωβρίου ϊ) Πρόκειται πεοι τού Άλόανολόγου Τ. Πυκαίου, όστις ήσχολήθη μέ την σ κ η π έ τ α ο ι X ή τ δ ι ά λ έκτο ν, τό εργον του παραμένει άγνωστον. Εκδότης περιοδικού, καθηγητής τής Γαλλικής κ.λ.π. 14) *Τπό τό όνομα Τζ(σ>άλη έγκατεστάθησαν εδω πλούσιοι ομογενείς, καταγόμενοι έκ Κορυτσάς, άλλα πλουτίσαντες εις Βιέννην καί Μοναστήριον.
13 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Τσουτσόπουλος Βασίλειοσ (γ. 1827)...Βασίλειος Τσουτσόπουλος είναι ηλικίας ετών 25, εκ παιρίδος Αργυροκάστρου, έπαγγέλματος ράπτου και άγαμος...34/28 Ιουνίου Χρήστου Γεώργιος (γ. 1815),..Γεώργιος Χρήστου, έκ πατρίδος Σιάτιστα τής Ηπείρου, έτών 40, τό έπάγγελμα χασάπης, άγαμος...90/ 4 Απριλίου Χορμόβας Πέτρος (γ. 1814)...Πέτρος Χορμόβας, έκ πατρίδος Χορμόβου τής Ηπείρου του Οθωμανικού, έτών τεσσαράκοντα, τό έπάγγελμα έπιστάτης καί είναι άγαμος...79/31 Αύγούστου Χρήστου Κώστας (γ. 1833)...Κώστας Χρήστου έξ Ίωαννίνων τής Τουρκίας, έτών 26, άγαμος χριστιανός και ράπτης, κάτοικος ένταΰ- Θα, έλθών έν Έλλάδι κατά τό έ'τος /17 Δεκεμβρίου Χρυσοχόπουλος Δη μ. Κωνσταντίνος (γ. 1823)... Κωνσταντίνος Δημ. Χρυσοχόπουλος, έκ πατρίδος Κονίτζης του Οθωμανικού, η λικίας έτών 29, έπαγγέλματος παντοπώλης και άγαμος...47/24 Σεπτεμβρίου Ταϋτα διά την Ιστορίαν.
14 ΣΤΕΦ. ΜΠΕΤΤΗ ΖΩΤΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΖΙΓΑΡΑΔΕΣ γ Α φ ορμή στήν παρούσα γιά τήν παλιά γιαννιώτικη οίκογένεια των Τζιγαράδων έρευνα στάθηκε τυχαίο συναπάντημα, καθώς άναδιφοϋσα τους τόμους τής Ε λληνικής Βιβλιογραφίας τοϋ διαπρεπή Γάλλου ελληνιστή και φιλέλληνα Αίμ. Λεγκράν, μ έ τρία επιφανή μέλη της, τό Ζώτο, τον Απόστολο καί τό Στέφανο, πού άκμασαν περί τά τέλη τής ΙΣ τ ' καί σ δλη τή διάρκεια τής ΙΖ ' έκατονταετηρίδας. Ιδιαίτερα μ εντυπώσιασε Λ ύψηλή διαφαινόμενη από παρατιθέμενα έκεί κείμενα παιδεία τους καί τούς πήρα άπό κοντά γιά πληρέστερη κατά τό δυνατό γνωριμία μαζί τους. Ή παρουσίαση στή συνέχεια, μέ 6άση τις συναχθεΐσες σχετικές ειδήσεις, τής οικογένειας, και ξεχωριστά αυτών των τριών έξεχόντω ν μελών της καί ή διερεόνηση συναφών προς αύτούς προβλημάτων, πιστεύω ότι θά ρίξη όλίγο φώς στή μακρινή καί τόσο σκοτεινή άλλωστε αύτή περίοδο τής ιστορίας του τόπου μας. Τ ζ ι γ α ρ ά δ ε ς. Ή οικογένεια τών Τζιγαράδων έμφανίζεται έγκαταστημένη στήν πόλη μας άπό τά τέλη τουλάχιστον τής ΙΕ ' έκατονταετηρίδας, καθώς άπ τίς γνωστές, πού δημοσίεψε παλιότερα στά «Ηπειρωτικά Χρονικά» ό αείμνηστος Κ. Μέρτζιος, διαθήκες των άδελφών Ζώτου καί Αποστόλου Τζιγαράι άλλά κι άπό άλλα στοιχεία φαίνεται. Στις διαθήκες αύτές Ιδίως, γιά τίς περιεχόμ ενες έ κ ε ί ένδιαφέρουσες σχετικές ειδήσεις, θά καταφεύγουμε στό έξης συχνά. "Ας σημειωθή, πώς ό Ά ραβαντινός στό είδικό κεφάλαιο τοϋ Β ' τόμου τής Χρονογραφίας του τό πραγματευόμενο «περί οικογενειώ ν ευπατριδών των Ίω - α ννίνω ν χρηματισασών άπό τής κατακτήσεως καί άκολούθως», ούδέ κάν μνημονεύει, καθώς βλέπω, τήν οικογένεια Τζιγαρά. Ό δ έ Λαμπρίδης ερμηνεύοντας τά ονόματα συνοικιών τής πόλης, άνάμεσα στίς όποιες καί εκείνη τοϋ Τζιγαρά, α να φ έρ ει δτι αύτά οφείλονται σε όνόματα «παλαιών 'Ε λλή νω ν χριστιανώ ν πρό τής κατακτήσεως άκμασάντων». Πόσο δέ άσαφεΐς και ξένες προς τήν πραγματικότητα είνα ι οί σχετικές παρεχόμενες στή συνέχεια άπό τόν Ιδιον ειδήσεις, δ ε ίχ νει τό γραφ όμενο περί τοϋ Ζώτου Τζιγαρά, πού «διήγεν, λέει, έν Βενετία κατά τόν 15ον αίώνα, φέρων τόν τίτλον πρωτοσπαθαρίου καί εύεργετών»2 π ρ ά γμ α τοποθετούμενο Ιστορικά στό τέλος τοϋ 16ου αίώνα. Στή διαθήκη του, λοιπόν, ό Ζώτος, πού συντάχτηκε στή Βενετία τό 1599, π α ρ α γγέλλει κοντά στ άλλα ν ά τόν θάψουν στό μοναστήρι Ά γ. Νικολάου τών I ι) 2 ) IIt>6A. Ή π. Χοον σελ. 5 κ.κ. Π<?6λ. Ί. Λαμποίδου: Ή πειο. Μελετ. Λ' σελ. 21.
15 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑΝ Φϊλανθρωπηνών στο νησί στά Γιάννινα, «οπού είναι θαμμένοι καί οί π ρ ο π ά το ρ ές μου» καθώς γρ ά φ ει. Κι ό Απόστολος στήν Ιδιόχειρη δική του, γρ α μ μ ένη τό 1625 στή Β ενετιά έπίσης, «άφήνω, λέει, εις τήν πατρίδα μου τά Γιάννινα ε ις τό Μ οναστήριον τοϋ Ά γ. Νικολάου Παπα - Γιαννούσου Τουρμπανά (έπω νυμία τρίτη τή ς μ ονής, κοντά σ έκείνη των Φϊλανθρωπηνών και του Σπανού, πρώτη φορά σ υναντώ μ ενη), όπου είναι θαμμένοι οί σ υ γ γ ε ν ε ίς μου δου » Σ έ πιστοποιητικό δ έ μ έ τό όποιο εφόδιασαν τό 1655 ό μητροπολίτης τή ς π ό λης καί οί ά ρ χ ο ν τες το ν Στέφανο Τζιγαρά μέλλοντα νά είσαχθή στο έλληνικό Κολλέγιο τή ς Ρώμης, τό όποιο στόν οικείο τόπο θά π α ραθέσ ουμε αυτούσιο, ά- > ναφέρεται πώς ό Σ τέφ ανος αυτός είναι «νόμιμος υιός Κωνσταντά Τ ζιγαρά καί Α λεξάνδρας - Αίμιλίας τής αυτού γυνα ικ ό ς Ίω α ν ν ίτη ς έκπαλαι ευ σ εβ ή ς τή ν πίστιν τήν τύχη ν εύ γ ενή ς...» "Ηταν μ άλλα λόγια οί Τ ζιγα ρ ά δες Γ ιαννιώ τες άπό καταβολής τους, όρθοδοζοι καί ε ύ γ ε ν ε ίς συνάμα. Πού όμως κατοικούσαν οί Τ ζιγ α ρ ά δ ες; Στό νησί, στο Κάστρο ή στή φερώ νυμη συνοικία τή ς π ό λ η ς; Ό Ζώτος, καθώς είδα μ ε, έπιθυμεί στή διαθήκη του νά το ν θάψουν στόν "Αγιο Νικόλαο των Φϊλανθρωπηνών στό νησί κοντά στούς τάφους των π ρ ο γό νω ν του, παηούδω ν δηλ. καί γο ν έω ν. Καί τό ότι άκόμα ή μάνα τους Παγώνα, κατά μιά άλλη π α ρ ε χ ό μ εν η άπό τή διαθήκη τού Ζώτου είδηση, ήταν άπό τούς Ά ψ α ράδες, έπίσημη τό ίδιο ο ικ ο γένεια τού νησιού, σ υ γ γ εν ή ς των γνωστών μοναχώ ν Ά ψ αράδω ν Ν εκτάριου καί Θεοφάνη ιδρυτών άρχικά τής έκ εΐ μονής 'Αγίου Ιω άννη τού Π ροδρόμου (1507) καί τής τού Βαρλαάμ κατόπι στά Μετέωρα (1518), μάς ά να γκ ά ζει νά τοποθετή σουμε μάλλον στό νησί τό πατρικό σπίτι τών Τζιγαράδω ν, χω ρίς ν* άποκλείσ ουμ ε καί ταυτόχρονη διαμονή τών ίδιων ή άλλων τή ς π άτριάς το υ ς στό Κάστρο. "Ας σημειωθή έδώ, πώς ό συνοικισμός τού νησιού ύ π ή ρ χε άπό τά τέλη τού ΙΕ ' αίώνα τούλάχιστον, καθώς αύτοί οί άδελφοί Ά ψ α ρ ά δ ες μ νη μ ο ν εύ ο υ ν3. / Στή διαθήκη του όμως ό Απόστολος ν εώ τερ ο ς άμφιθαλλής ά δ ρ εφ ό ς τού Ζώτου (γιατί είχ α ν καί έτεροθα λλή άδελφ ό άπό έ ν α ν δηλ. π α τέρ α καί μ άλλη μάνα τό ν Πάνο), γρ α μ μ ένη, καθώς ε ίδ α μ ε 26 χρόνια ά ρ γό τερ α, ά να φ έρ ει πρώ τη φορά τήν ομώνυμη τή ς ο ίκ ο γένεια ς γιαννιώ τικη συνοικία, όπου κατοικούν π λ έο ν οί Τ ζιγα ρ ά δες καί στήν όποία θέλει «ν ά ν ε γ ε ίρ ο υ ν, καθώς γράφει, μίαν έκκλησίαν καί νά τήν άφιερώσουν είς τό ν Π αντοκράτορα». Ή μετατόπιση αύτή τού ένδια φ έρ ο ντο ς τών Τζιγαράδω ν τή ς Β ενετιά ς άπό τό νησί στήν έκ τό ς του Κάστρου συνοικία (περί τή σημερινή καί τή ν παλιά Κ απλάνειο Σ χολή) όφείλεται στήν κατά τό ένδιά μ εσ ο αύτό χρονικό διάστημα έπισυμθάσα (1611) έπανά - σταση τού Σκυλόσοφου, τήν έ ζ αίτίας τη ς έξω ση τών χριστιανώ ν άπό τό Κάστρο ( ) καί τό σχηματισμό τών έκ τό ς αύτού συνοικιών, ά νά μ εσ α στίς όποιε ς καί αύτή τών Τζιγαράδω ν4. Σ χετικά ό Ά ρ α β α ντινός ά να φ ρ έει τά άκόλουθα: «...ο ί έκ τού φρουρίου δ ιω χθ έντες χριστιανοί ώ κοδόμησαν τά οίκήματά των είς τήν παραλίμνιον θέσιν Σ αράβαν χο ρηγη θεΐσ α ν είς το ύ ς έ ν δ ε ε ίς τών χρστιανών, είς δ έ τά ς λοιπάς συνοικίας Τ ζιγαράν, Π λάτανον, Σ ερ ά γ ιο ν, Λιάμ Μ ετζήλ καί Ά ρ χιμ α νδρείο ν, ή γειρ α ν οικήματα εύρύχω ρα οί εύκατάστατοι έκ τών Ίω - αννιτών έπί τών έδαφώ ν όπου έκαστος ε ίχ ε ν ά μ π ελον Ιδιόκτητον καί ώς έκ τού- 3) Π ρ 6 λ. Ν έ ο ς Έ λ λ η ν ο μ ν ή μ ιο ν ΓΓ σ ελ ) Ή Γ ια ν ν ιώ τ ικ η σ υ νοικ ία Τ ζ ιγ α ρ ά, λ ε γ ό μ ε ν η καί Ό μ έ ρ Μ π έ η, τ ο π ο θ ε τ ε ίτ α ι π ε ρ ί τ ο ύ ς σ η μ ερ ινούς δ ρ ό μ ο υ ς \\ρ α (> α ν τ ιν ο ύ, όπου κ α ί η π α λ ιά Κ α π λ ά ν ε ιο ς Σ χ ο λ ή ( σ π ίτ ι κ. Κ α - τσ α ο ύ νη σ ή μ ε ρ α ) κ α ί ΙΙα π α ξ ο γ λ ο υ, όπου π α λ α ιό τ ε ρ α τό τ ζ α μ ί Ό μ έ ρ Μ π έ η σ τή θ έ σ η τ ή ς σ η μ ε ρ ιν ή ς Κ α π λ α ν ε ίο υ. (Π ρ 6 λ. κ α ί Λ α μ π ρ ίδ η ο.π. σ ελ. 47 κ α ί 7 2 ).
16 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» του αί έ ν τα ΐς ανω τέρω θ έσ εο ιν οΐκίαι ύ π ή ρ χο ν και φαίνονται εΐσέτι περιεκτικοί π ο λ λ ή ς έκ τά σ εω ς...» 5. Σ αύτή λοιπόν τή νεοσύστατη τό τε συνοικία Τζιγαρά παρ α γ γ έ λ λ ε ι ό Α πόσ το λος, ά ντα π ο κ ρ ινόμενος ο έ αίτηση ίσως σ υ γγενώ ν κατοίκων τη ς, ν ά κτισθή καί εκκλησία «εις όνομα του Παντοκράτορος)). Κατά τη ν επ ο χ ή ακριβώς, πού γράφ ει στη Β ενετιά τή διαθήκη του ό Απόσ το λος Τ ζιγα ράς, δ ια μ έν ει στά Γιάννινα, καθώς άπό το ϊδιο αύτό κείμ ενο μαθα ίνο μ ε, ό π ρ ω τεξά δελ φ ό ς του Σ εβαστια νός Τ ζιγα ρας μ έ τά παιδιά του, ατό ο νο μ α ζό μ εν ο Λ άμπρο άπό τά όποια άφήνει έν α χρηματικό ποσό, «εις τή ν κόρην δ έ του π ο τέ Ί ω ά ν ν ο υ Τζιγαρά» επίσης πρω τεξαδέλφου του 20 δουκάτα. Ά πό δ έ το υ ς Ά ψ α ρ ά δες, τό οόϊ δηλ. τή ς μ ά νας του, άναφ έρει διαμένοντα έδώ τό Στάμο Ά ψ αρά, πρω τεζά δελφ ο κι αυτόν, μέ τά παιδιά του, στά όποια άφήνει έπ'- σης διάφορα μικροποσά. Λίγο ά ρ γό τερ α περί τά μέσα δηλ. τή ς ΙΖ ' έκατοντα ετη ρίδας είναι έγκατεσ τη μ ένοι έδώ οί γ ο ν ε ίς τοϋ Στεφ. Τζιγαρά Κ ωνσταντάς, καθώς είπαμε, καί Α λ εξά ν δ ρ α κι έ ν α ς άκόμα Τ ζιγαράς, Γ εώ ργιος τόνομά του, ΰπογράφω ν μέ τό δεσ π ό τη Καλλίνικο καί το ύ ς Γ ιαννιώ τες π ρ ο εσ το ύ ς γράμμα πληρεξούσιο π ρ ο ς τή ν Κ οινότητα Β εν ετία ς μ έ ήμερομηνία 12)8) 1658, πού παρουσίασε έκεί «ό Χ ριστόδουλος Ά λοκα ϊτη ς έ ξ 1Ιω αννίνω ν»6. Πιο π έρ α έ ν α ν περίπου αιώνα κατόπι σ υ να ν τά μ ε στά Γ ιά ννινα τό Θ εοδόσιο Τζιγαρά α να γραφ όμενο σ έ κατάλογο φ ερ ε γ γ ύ ω ν οφ ειλετώ ν τώ ν Μ αρουτσαίων «διαμενόντω ν έ ν Ίω α ννίνο ις» και π έ ρ ά π α ύτόν, γιά τή ν παρουσία τή ς ο ικ ο γ ένεια ς στήν πόλη μας, άπ όσα τούλάχισ το ν έχω ύ π όψι μου, σ χ ε δ ό ν κ α ν ένα ν. Μόνο στις α ρ χ έ ς τοϋ π ερ α σ μ έν ο υ αιώνα (1806) έ ν α ς Κ ωνσταντίνος Τζιγ α ρ ά ς, ά π ό γ ο ν ο ς ίσως τοϋ κλάδου τή ς ο ικ ο γένεια ς, πού έγκαταστάθηκε παλιότερ α στή Β ενετιά, έκ δ ίδ ει στήν ίδια πόλη κατά μετάφρασή του άπό τό Γαλλικό «εις τή ν καθομιλουμένη ν τώ ν Γραικών γλώσσαν» καί άπό τό τυπογραφείο τοϋ Π άνου Θ εοδοσίου τή ν Ισ τ ο ρ ία τοϋ Κ αρόλου ΙΒ ' βασιλέω ς τής Σουηδίας7. Σ χ έ ση τέλος όποια δή ποτε μ εταξύ τή ς παλιάς γιαννιώ τικης ο ικ ο γένεια ς τών Τζιγαράδω ν καί εκ ε ίν η ς τών Τσιγαράδω ν άπό τό Β ραδέτο Ζαγορίου, τό ίδιο έπίσημης, π ρ ο ς επιφ ανή μ έλη τή ς όποιας, το ύ ς α ύτα δέλφ ους Γεώργιο Τσιγαρά γιατρό και Νικόλαο άπόφοιτο τή ς Ρ ιζα ρείου καί τή ς Φιλοσοφικής Σ χο λή ς τοϋ «Άθήνησι» Π ανεπιστημίου, ό λαμπρίδη ς άφιερώ νει (1889) τό Β ' μ έρ ο ς τών Ζαγοριακών του, δ έ ν διεπίστωσα. II Ζώτος Τζιγαράς. Ό Ζώτος Τ ζιγαράς, ό επ ιφ α νέσ τερος άπό τούς Τ ζιγ α ρ ά δ ες καί γιά τά ύψηλά αξιώματα καί τιμ ές πού έλ α β ε στήν ήγεμ ονική αύλή τή ς Μ ολδαυίας και γιά τις π ρ ο ς τό Γ ένο ς ε ύ ε ρ γ ε σ ίε ς του, γ ιο ς τοϋ Γεωργίου Τ ζιγαρά καί τή ς Π α γώ νας τό γ έ ν ο ς Ά ψαρά, γ ε ν ν ή θ η κ ε στά Γιάννινα κατά γο Ή σ χ ε δ ό ν βέβαιη αύτή χρονολογία γ έ ν ν η σ η ς τοϋ Ζώτου βγα ίνει άπό π ρ ο σωπογραφία του φ ιλ ο τεχνη μ ένη σ τήν αυλή προφανώ ς τής Μ ολδαυίας κατά τό έτο ς ίσως τή ς έκ εΐ π α ντο δυνα μ ία ς του (1587), όπου ό Γιαννιώτης εύπα τρίδης «πρω τοσπαθάριος καί γ α μ β ρ ό ς τοϋ γαληνοτάτου ή γ ε μ ό ν ο ς πάσης Μ ολδοβλαχίας» παρισ τά νεται μ έ στολή πρω τοβεστιάρη και σ έ ήλικία τριάντα έψτά χρονώ ν. Τά κοινά κα ίτά έλληνικά γράμματα έσ π ο ύδασε ό Ζώτος στή Σχολή τή ς μον ή ς τών Φ ιλανθρωπηνών μ έ τή ν οποία τόσο σ τενά, καθώς είδα μ ε, φαίνεται συν 5) Π ο ()λ. Ά ρ α δ α ν τ ιν ο ΰ Χ ρ ο ν ο γ ρ α φ ία Β ' σ ελ (ί) Πρ6λ. Ή π. Χ ρ ο ν. δ.π. σ ελ ) Πρ6λ. Α. Βρεττοΰ Ν. Φ.λ. Β ' σελ. 340.
17 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 15 δ εμ ένος, όντα ς κατά πάσα πιθανότητα έ ν α ς από τους «φοιτητάς» Ίω άσαφ τοΰ Φιλανθρωπηνου, που κατά τις σ ω ζόμενες στο καθολικό τη ς επ ιγρ α φ ές άνακαίνισε λίγο προτύτερα (1542) γιά δεύ τερ η φορά «καί λαμπρώ ς έπιμελώ ς καί καλλίστως» έκόσμησε τό ναό, λίγο δ ε αργότερα (1560) έχτισ ε καί ιστόρησε τούς τρεις πού τόν περιβάλλουν καί σήμερα ιδιόρρυθμους νά ρθη κ ες. Μέ τά έφόδια πού άποκόμισε άπό τή Σ χολή του καί μέ ά ρ κ ετές γνώ σ εις τή ς τουρκικής γλώσσας ξενιτεύ τη κ ε ν έ ο ς πολύ ό Ζώτος στις π α ρ α δ ο υ νά β ειες χώ ρ ες. «Είναι πασίδηλον, λ έει ό ίδιος στη διαθήκη του, πώς εγώ άνεχώ ρησα άπό τό σπίτι των προπατόρω ν μου πτωχό παιδί καί έπ ή γα καί έκοπίασα έω ς ότου κύριος ό Θ εός μ έ έβοήθησε καί ήλθον καί οι άδελφοί μου καί οί σ υ γ γ ε ν ε ίς μου καί τούς έβοήθησα μέ ο,τι ήμπόρεσα». Ό Θ εός μέ έβοήθησε, λέει, έννο ώ ντα ς τήν μετά σκληρούς κατά τά πρώτα χρόνια τής έκ εί π α ρ α μ ο νή ς του α γώ νες πρόσληψής του στήν ύπηρεσία του ή γεμ όνα τής Μ ολδαυίας, του οποίου πολύ γλή- Ύορα Υ ά τά σπάνια σωματικά καί ψυχικά του χαρίσματα κ έρ δισ ε τήν άπόλυτη έκτίμηση καί άπό τόν όποιο στή σ υ νέχεια τόσο εύνοήθηκε. Γιά τό Ζώτο Τζιγαρά έ ν τούτοις καί τήν καταπληκτική στήν ή γεμ ονική αύλη τής Μολδαυίας σταδιοδρομία του γράφει όλίγα άλλά χαρακτηριστικά ό ψευδοδω ρόθεος Μ ονεμβασίας στον πασίγνωστο χρονογρ ά φ ο του έκ δ ο μ έν ο ά ρκετά άργότερα (1631) στή Β ενετιά άπό τόν άδελφό τού Ζώτου Αποστόλη. «Ε ιχεν εις τό παλάτι του ό πρίγκηψ Π έτρος Μ ιχνέστος, λέει, έ ν α ν ν έ ο ν θαυμάσιον Ζώτον όνόματι εις πρόσω πον εύ ειδ ή ς, λ επ τό ς εις τό κορμί εις το ύ ς λ ό γο υ ς επ ιτή δειος καί γλυκύς σώφρων καί τετιμ η μ ένο ς π α ρ θ ένο ς εις τή ν ζω ήν του πισ τός ε ις τά πράγματα τής Βασιλείας διότι π ο λ λές φ ο ρ ές τό ν έδ ο κ ίμ α σ εν άμή π ο τέ δ έ ν τόν εύ ρ ε ν ώς τίποτε δόλιον. "Η τον γ ο ϋ ν άπό τά Ιω άννινα άπό γ ο ν ε ίς ε ύ γ ε ν ε ϊς καί χρησίμους τοΰ τόπου καί ή τον έκ π α τρός Τ ζιγα ράς καί έκ μητρός Ά ψ αρας ε ύ γ ε ν ε ίς άμφοτέρους. Καί διά νά είναι σώφρων καί ε ύ γ ε ν ή ς εις όλα καί διά νά ήξεύρη γράμματα τουρκικά καί ρωμαϊκά έτίμ η σ έν το ν σπαθάριον καί μετά ταϋτα βεστιάριον καί έδω κέ τον καί τήν αυτού σωφρω νεστάτην καί φρονιμω τάτην θυγα τέρα ώς γυναίκα καί έστεφανώ θη την καί έκ α μ α ν γά μ ο ν καί χ α ρ ές. Καί έτίμησεν ό κ υ ρ -Ζ ώ το ς πολλούς καί πατρίδα καί σ υ γ γ ε ν ε ίς καί φίλους. ^Ητον γ ο ΰ ν τό όνομά της Μαρία κατά δ έ τήν σ υνήθειαν λ έγετα ι Δόμνα Μαρία. Καί έπ έρ α - σαν άγαπημένοι μ έ τά τέκ να αύτώ ν...»8. Πρώτα λοιπόν ό Ζώτος ύψώθκηε άπό τό ν ή γεμ ό να στο βαθμό τού μ εγά λου Σπαθάρη ή πρωτοσπαθάριου «γενικού δηλ. άρχιστρατήγου εις όλα τά τού τόπου στρατεύματα» καί κατόπι τού μεγάλου Β εστιάρη9, γενικ ο ύ δηλ. θησαυροφύλακα, άξιώματα πού ά π έφ ερ α ν στόν κάτοχό το υ ς τεράστια εισοδήματα, εύ θ ύ ς δ έ κατόπι ά ή γ ε μ ό ν α ς «έδω κέν του καί τή ν αύτού σωφρω νεστάτην καί φρονιμωτάτην θυγατέρα ώς γυναίκα...» Τό γ ε γ ο ν ό ς τού γάμου τού Ή πειρώ τη εύπατρίδη μ έ τή ν ε α ρ ή Μολδαυή ή- γεμ ονίδα π ρ έπ ει νά τοποθετηθή μεταξύ τών έτώ ν καί όχι στό 1589 που άναφέρει ό Σάθας, γιατί ή πρώτη κόρη το υ ς Π αγώ να, πού π έ θ α ν ε τό 1612 στή Β ενετιά, ήταν έξακριβω μένη 23 χρονώ ν. "Ας σημειωθή πώς άπό τό γάμο του αύτόν μ έ τή Μολδαυή πριγκίπισσα 6 Ζώτος άπόχτησε τέσ σ ερ ες κ ό ρ ες, τή ν Π αγώνα, Ζαφείρα, Ρω ξάνη καί Ισαβέλλα. 8) IIρ6λ. Ή π. Χοον. ΰ.π. σελ. Γ> ση.μ. 1 καί Λίμ. Λεγκοάν Ε.Η. Ι Ζ ' αιών τόμ. I I I σ ελ ί») Γ ιά τ ά ά ξ ιώ μ α τ α α υ τ ά κ α ί τ ις α π ο λ α β έ ς τ ο υ ς π ο 6 λ. Δ. Φ ω τεινοί» : 'Ι σ τ ο ο. τ η ς π ά λ α ι Δ α κ ία ς Γ ' σ ελ κ α ί
18 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Δ ια μ ένοντα ς στη Μ ολδαυική πρω τεύουσα καί ό ντα ς στις δ ό ξ ες του ό Ζώτος, Η γεμονικά έδ ο ή θ η σ ε πατρίδα καί ό μ ο γ ενείς. «Καί έτίμ ησεν πολλούς καί πατρίδα καί σ υ γ γ ε ν ε ίς καί φίλους» καθώ ς λ έ ε ι κι ό Χ ρονογράφος. Π ερί τό 1588 φθάνει σ τή ν αύλή τή ς Μ ολδαυίας ό μητροπολίτης Μονεμβασίαο Ι ε ρ ό θ ε ο ς μαζί μ έ τό διω κόμενο πατριάρχη 'Ιε ρ ε μ ία Β ' τόν Τρανό, δπου γίνονται δεκτοί «εύ μ ενώ ς ύπό Π έτρου Π έρκλου τού ή γ ε μ ό ν ο ς καί τοϋ γαμόροϋ αύτοΰ Ί ω ά ν ν ο υ ( s ic ) Ζώτου τούπίκλην Τ ζιγαρά... κ ελεύ σ ει δ έ του ή γεμ ό νο ς Π έ τρου σ υ ν έγ ρ α ψ ε ν ό 'Ι ε ρ ό θ ε ο ς τό ν πασίγνω στον Χ ρνογράφον ά ρ χόμενον άπό κτίσεω ς κόσμου καί τελευτα ώ ντα τφ 1629 μ έχρι τή ς θ α νή ς Ίω ά ν ν ο υ Κ ορνάρου δ ο υ κ ό ς τω ν Ε ν ετώ ν...» Ή σ υγγραφ ή τοϋ Δωροθέου ( Ι ε ρ ο θ έ ο υ ), σ υνεχίζει ό Σ ά θας, ε ις ά π λ ο ϋ ν έ κ τ ε θ ε ψ έ ν η ϋ φ ο ς έχρ η σ ίμ ευ σ εν έπ ί 200 έτη ώς τό μόνον ιστορικόν βιβλίον ε ις χ ε ΐρ α ς τοϋ έλληνικοϋ λαοϋ, διό καί πολλάκις άνετυπώθη μ ετά μ ετα γ ε ν εσ τέρ ω ν προσθηκώ ν...» Τό χειρ ό γρ α φ ο τοϋ Χ ρονογράφου έ μ ε ιν ε τό τε στά χέρ ια τοϋ Ζώτου μετά δ έ τό θά να τό του (1599) τό π ή ρ ε ό 'Α πόστολος ά δερ φ ό ς του, ό οποίος άρκετά ά ρ γ ό τερ α (1631) καί τό τύπωσε, Κατ άτό 1591 ό Η γεμ ό να ς τή ς Μ ολδαυίας καί π ε θ ε ρ ό ς τοϋ Ζώτου Π έτρος «διά τά ς π α ρ α νόμους άπαιτήσεις τή ς π ό ρ τα ς παρητήθη τοϋ θρόνου καί άπήλθεν ε ίς Πολωνίαν**» ό δ έ Ζωτος κ α τέφ υ γε μ έ τή ν ο ΐκ ο γένειά ν του στήν πόλη τοϋ Α γίου Μ άρκου, δπου εγκατα σ τά θη κ ε οριστικά. Τό 1595, ό Τ ζιγα ρδς αύτός έκλέται π ρ ό ε δ ρ ο ς τη ς Ε λληνικής Κ οινότητας Β εν ετία ς τή ν όποια σάν τέτοιος ύπηρ ε τ ε ι γιά έ ν α μ ό νο χ ρ ό ν ο ήτοι, καθώς έξη γ εί ό μακαρίτης Μ έρτζιος, άπό 1)3) )2)1596. Ά π ό τή ν έπ ο χ ή αύτή δ έ ν φαίνεται ν άνα μ είχτη κε π λ έο ν στά κοινά ό Ζωτος, γιατί Θαρειά άρρώστια τό ν έρ ρ ιξ ε παράλυτον στό στρώμα άπό τή ν όποια ν τελικά καί π έ θ α ν ε προτοϋ καλά - καλά κλείσει τά π ενή ντα του χρόνια. Σ τίς 2)4 ) , στή Β ενετία π ά ντο τε, έσ ύ ντα ξ ε τή διαθήκη του12, ή όποία κατά τά κύρια καί πιό εν δ ια φ έρ ο ν τα σημεία τη ς έ χ ε ι ώς έ ξ ή ς : «Έ γώ ό Ζωτος Τ ζιγ α ρ δ ς τοϋ π ο τέ Γεω ργίου, ά ρχίζει, καί πρώ ην σπαθάριος τοϋ π ο τέ κυρίου Π έτρου Β οεβόδα π ρ ίγκ η π ο ς τή ς Μ ολδαυίας, διατελώ ν παράλυτος έδώ έ ν Β ενε τίςι, ή θέλη σα πρώ τον ν ά κυβερνήσω τή ν ψ υχήν μου καί δ εύ τερ ο ν τή ν γυναίκα μου καί τά παιδιά μου, καθώ ς σ υ νη θίζο υ ν οίτε πλούσιοι καί πτωχοί...» Μέ τή διαθήκη του αύτή άφήνει πρώτα «διά τή ν ψ υχήν του», καθώς γράφει, 1200 δουκάτα «ϊνα ά γορα σθρ, εί δυνα τό ν, ή οίκία τοϋ Κόκκινη καί γ ίν ρ έκ εϊ έ ν μοναστήριον διά τή ν κατοικίαν τώ ν Έ λληνίδω ν μ οναχώ ν καί ν ά τεθρ επί τή ς πύλης τοϋ ρ η θ έ ν το ς μοναστηριού τό όνομά μου καί τό οϊκόσημον καί νά λ έ γ ρ : Ζωτος Τζιγ α ρ α ς έκ τή ς π ό λ εω ς Ίω α ν ν ίν ω ν καί πρώ τος πρω τοσπαθάριος τοϋ π ο τέ Μολδαυοϋ π ρ ίγκ η π ο ς, όμοίω ς έπ ί τή ς Τ ραπέζη ς, δπου θά τρώ γουν αί μοναχαί, νά ζω γραφισθρ ή είκώ ν τή ς μακαρίας Π αρθένου Μαρίας καί έγώ γ ο ν υ π ετή ς έμ π ρ ο σ θ ε ν ταύτης, ϊνα βλέπουσαί μ ε π ά ν το τε αϊ μοναχαί νά ήμποροϋν νά λ έγο υ ν : «ό Θ εός ν ά τό ν συγχω ρήση». Στή σ υ ν έχεια ο ρίζει ότι ά ν δ έ ν γίνη τό μοναστήρι νά δοθοϋν άπό τά χρήματα αύτά 1000 δουκάτα καί ν ά μοιραστούν στά 20 μοναστήρια τοϋ Α γίου "0-1012* 1 0 ) Π ρ 6 λ. Κ. Σ ά θ α Ν ε ο λ. Φ ιλ. σ ελ ) Π ρ 6 λ. Δ. Φ ω τειν ο ύ δ.π., σ ελ ) Τ ή δ ια θ ή κ η το υ Ζ. Τ ζ. δ η μ ο σ ίε ψ ε π ρ ώ τ ο ς κ α! σ το Ιτα λ ικ ό τ η ς μ όνο π ρ ω τ ό τ υ π ο ό Σ ά θ α ς (Μ. Βι6λ. Γ ' σελ. κ ε - ρ α ') κ α ι μ ε τ α υ το ΰ ό Λ ε γ κ ρ ά ν ( Ε. Βι6λ. ΙΖ ' α ιώ ν τό μ. Γ ' σελ ). Τ ρ ίτ ο ς δ έ ό Μ έ ρ τ ζ ιο ς, π ο ύ π α ρ α θ έ τ ε ι κ α ι ελλη ν ικ ή μ ε τ ά φ ρ α σ ή τ η ς ( Ή π. Χ ρ σ ελ ).
19 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 7 ρους άνά 50 στδ καθένα ύ π ο χρεο ύ μ ενα νά τοϋ κάνουν μιά φορά τό χ ρ ό ν ο καί τήν ήμέρα του θανάτου του έν α μνημόσυνο. «Είς αυτά τά είκοσι μοναστήρια τοίς έχω στείλει, καθώς λέει, μ έ τδ ν π α π ά -κ υ ρ Ίω α ν ά ν ή γ ο ύ μ ενο ν τοϋ Α γίο υ Διονυσίου, άσπρα δυό χιλιά δες δγ έκαστον καί έν εγρ ά φ η ν μ έ το ύ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς μου)). Αφήνει στή σ υ νέχεια δουκ. 600 στήν έκκλησιά τών Γραικών τή ς Β ενετία ς "Αγιος Γεώργιος μέ τό ν όρο ό π ρ ό εδ ρ ο ς τή ς Κ οινότητας τή ς έλληνικής νά τά τοκίση καί τό είσπραττόμενο κάθε χρόνο διάφορο νά δίδεται κατά τό ήμισυ υπέρ τής ίδιας έκκλησίας καί κατά τό άλλο ήμισυ υ π έρ των Ιερέω ν τη ς έφ* ά ρ ο ν έπιτρέψ ουν τήν ταφή του μέσα στήν έκκλησία καί τοϋ ψ έλνουν κάθε Σάββατο έν α τρισάγιο στόν τάφο του. «Καί ά ν δ έ ν θελήσουν, γράφ ει, νά μοϋ κάμουν τόν τάφον είς τό όνομασθέν μ έρος, νά σ υλλεχθοϋν τά όστά μου και τά είρ η μ ένα δουκάτα νά σταλούν είς τό ή μ έτερ ο ν μοναοτήριον έπ ο ν ο μ α ζό μ ενο ν τοϋ Αγίου Νικολάου είς Ιω ά ν ν ιν α όποϋ είναι θαμμένοι καί οί π ρ ο π ά το ρ ές μου καί ά ς μ έ θάψουν μαζί μέ αυτούς καί ά ς κάμουν έν α τάφον καί ά ς ζω γραφίσουν ά νω θεν τόν Κύριον ήμων Ί η σ ο ϋ ν Χριστόν καί τήν έν δ ο ξ ο ν μητέρα αύτοϋ Π α ρ θένο ν Μαρίαν καί έμ έ μέ τούς σ υ γ γ εν είς μου έμ π ρ ο σ θεν αύτών προσπίπτοντας πρό των ποδώ ν των καί ά ς τεθή κανδήλα ή όποία π ο τέ νά μή σβήνει όπω ς μοϋ ύποσχέθηκαν τότε όταν τοίς είχα χαρίσει τό ν κήπον έκ είν ο ν πού ήτο τή ς μητρός μου στοϋ Γιάν καί ά ν παραλείψουν νά κάμουν έκ είνο πού έγραψ α άνω νά ή μ ποροϋν οί έπίτροποί μου νά διαθέτουν τά είρη μ ένα χρήματα καί τό ν κήπον όπω ς αύτοί έγκρίνουν καί ά ν θελήσουν ά ς κάμουν αύτοί έν α τάφον δμ οιον μ έ τοϋ παπά κυρ,ιωάσαφ δστις ά ν ή γειρ ε τό ρ η θ έν μοναστήριον καί μ έ τά είρ η μ ένα χρήματα ά ς έζο δ εύ σ ο υ ν οί έπίτροποί μου Δουκάτα τρικόσια ΐνα κάμουν έ ν Ν οσοκομείον καί τά άλλα τριακόσια δουκάτα ά ς δια τεθοϋν ύ π έρ τών έ ξ μοναστηρίω ν άτινα εύρίσκονται έπί τής αύτής νη σϊδος άνά πεντή κοντα έκάστω καί νά ώσιν υ π ο χρεω μ ένα καί τά έζ μοναστάρια νά σ υ νέρ χο ντα ι κατ έτο ς είς τό μοναστήριον τοϋ Αγίου Νικολάου τό έπ ο νομαζό μ ενο ν Φ ιλανθρωπινόν όπου είναι θαμμένοι οί προπάτορ ές μου καί νά μοϋ κάνουν μ νη μ ό σ υ νο ν... 'Ομοίως άφήνω είς τό ν Σ ταμάτην Τ ζιγαράν δουκάτα β ενέτικα δέκα...)). Αφήνει σέ σ υ νέχεια σ έ διάφορους διάφορα μικροποσά καί στις θ υ γ α τέ ρ ε ς του κατά σειρά Παγώνα, Ζαφείρα, Ρω ξάνη καί Ισαβέλλα ά νά 4000 δουκ. σ τήν κάθε μιά, τά όποια θά μ ένουν στά χέρ ια τή ς γυναίκ α ς του Μαρίας, πού «δ έο ν ν ά τάς κυβερνήση καί νά τά ς ύπανδρεύσ η μ έ Έ λ λ η ν α ς καί όχι μ έ ά λ λ ο ε θ ν ε ίς...)>. «Είναι πασίδηλον, γράφ ει παρακάτω ό Ζώτος, πώς έγώ ά νεχώ ρ η σ ε άπό τό σπίτι τών προπατόρω ν μου πτωχό παιδί καί έπ ή γα καί έκοπίασα έω ς δτου Κ ύριος ό Θ εός μ έ έθοήθησε καί ήλθαν καί οί άδελφοί μου καί οί σ υ γ γ ε ν ε ίς μου καί το ύ ς έθοήθησα μ έ δ,τι ήμπόρεσα. Δηλώ όμως δτι μ έ τούς ά δελφ ο ύ ς μου έξεκαθαρίσαμε τούς λογαριασμούς τών πατρικών άγαθώ ν καί τά δια νείμ α μ ε όπω ς τοϋτο καταφαίνεται έκ τών συμβολαιογραφικών πράξεω ν καί μέ δ λον τοϋτο άφήνω είς τό ν Ά ποστόλην άδελφ όν μου δουκάτα τετρακόσια καί είς ά λλον όνόματι Π άνον, πού είναι άδελφ ός μου άλλά άπό άλλη μητέρα, δουκ. διακόσια μ έ τό ν ό ρ ο ν όμως δτι δ έ ν θά ένοχλή σ ο υ ν ούτε τά παιδιά μου οϋτε τή ν γυναίκα μ ο υ... Καί ά ν τυ χ ό ν ή σ υ ζυ γό ς μου κυρία Μαρία δ έ ν δυνηθή νά ύπομείνη τά ς κοσμικάς τριβόλους οϋσα ν έ α καί θελήση νά ύ π α νδρ ευθή νά ήμποροϋν οί έπίτροποί μου νά χω ρίσουν ά π αύτήν τά παιδιά μ ο υ...)). Είς τόν έπίσκοπον Φ ιλαδελφείας Γαβριήλ^ άφήνει δουκ. 60 «ϊνα δέηται ύ π έρ 18 18) Πρόκειται για τ ό Γαβριήλ Σε6ήρο ( ) «πρώτον μετά πραγματικής δικαιοδοσ ία ς χρηματίσαντα Άρχιποιμενα» τής έλληνικής Κοινότητας Βενετίας. (Πρ6λ. Μ. Β ε λούδου: Ελλήνων όρθοδύξων άποικίι* έν Βενετίφ, σ ελ ).
20 4 I ί 18 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» έμ ο ϋ ε ις τά ς π ρ ο σ ευ χά ς του». Ε κ τ ε λ ε σ τ έ ς τέλος αύτής τη ς διαθήκης του ώριζε ό Ζώτος τη ν γυνα ίκα του, το ν αδελφ ό του Αποστόλη καί τόν κυρ Κωνσταντίν Π αλαιολόγον, σ έ περίπτω ση δ έ δ ευ τέρ ο υ γάμου τής πρώ της στούς δύο τελευ τα ίους. Ή διαθήκη δη μ οσιεύθη κε στις 21 Ιο υ ν ίο υ Στά παραπάνω καταχωρισ θέντα άποσπάσματά τη ς τά π λ έο ν, καθώς είπαμε, αξιόλογα κάνουμε α ύτές εδώ τϊς παρατηρήσεις. Β αθειά θρησκευτικότητα πρώτα και πατριωτισμός υψηλός χα ρ α κ τη ρ ίζει τό κ είμ ενο τή ς διαθήκης του Ή πειρώτη εύπατρίδη άπ ά ρ χή ς μέχρ ι τέλους. Πόσο δ έ ζωηρά ε ίχ ε χα ραχθή στή μνήμη του νεα ρ ο ύ Ζώτου, όταν ά- κόμα βρίσ κοντα ν στή γ ε ν έ τ ε ιρ α, ή γνω στή τοιχογραφία τή ς μ ονής των Φιλανθρωπηνω ν, που παραστα ίνει το ύ ς έξο χώ τερους τή ς ο ικ ο γένεια ς ν ά δέω νται γονατιστοί μπροστά σ το ν "Αγιο Νικόλαο, φαίνεται από τις δ ια τυπ ο ύμ ενες στή διαθήκη τε λ ε υ τα ίε ς θ ελή σ εις του, νά ζωγραφισθή δηλ. στο ίδρυθησόμενο μ έ δ α π ά ν ες του μοναστήρι των Έ λληνίδω ν καλογραιώ ν τής Β ενετία ς και στην τραπεζαρία του «ή εικώ ν τή ς μακαρίας Π α ρθένου Μαρίας καί έγώ γονα τιστός έμ προσθεν ταύτης)) ή ά ν μ ετα φ έρ ο υ ν τά κόκκαλά του στά Γιάννινα καί στή μονή οηου ήταν θαμμένοι οί γ ο ν ε ίς του, «άς μου κάνουν, λ έει, έν α τάφον καί ά ς ζω γραφίσουν άνω θεν τόν κ ύ ρ ιο ν ήμών Ί η σ ο ϋ ν Χριστόν και τη ν έ ν δ ο ξ ο ν μητέρα αύτοϋ Π αρθένον Μαρίαν καί έ μ έ μ έ το ύ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς μου έμ π ρ ο σ θ εν αύτών προσπίπτοντας πρό των ποδώ ν τω ν.. Γιά τό ν ά ν α φ ερ ό μ ενο στή διαθήκη «κήπον» έκ είν ο ν «πού ήτο τή ς μητρ ό ς μου» καθώς γράφει, καί τό ν όποιον ό Ζωτος ε ίχ ε χαρίσει στούς μονα χούς τή ς ίδιας μ ο νή ς ο ύ τε ό Λ εγκ ρ ά ν ούτε περισσότερο ό Μ έρτζιος σάν Ή πειρώ της έδ ιά β α σ α ν σωστά τη ν τοποθεσία του. Καί ό μ έν πρώ τος διάβασε στό πρωτότυπο in Ostida (σ τή ν Ό στιδα) «ήμεϊς δ έ, σημειώ νει ό δ εύ τε ρ ο ς, άνεγνώ σ α μ ε lostian ίσω ς ε ις του Γιάν καί π ιθ α νό ν ν ά ήτο τοποθεσία τις έ ν τρ πόλει ή επί τή ς νησίδος τω ν Ίω α ννίνω ν». Π ρόκειται έ ν τούτοις γιά τή ν Ό σ δίνα (σήμ. Π έντε Έ κκλησιές) χω ριό θεσπρω τικό παρά τό ν Καλαμά, οπού ή ο ικ ο γένεια των Άψαράδων, τό σόϊ δηλ. τή ς μ ά νας τοϋ Ζώτου, ε ίχ ε στήν κυριότητά τη ς κήπους (περιβόλια) καί άλλα κτήματα, καθώς τουλάχισ τον μαθαίνουμε α π αύτούς τούς μ ονα χούς Άψαράδ ε ς Ν εκτάριο καί Θ εοφάνη. Σ υ γκ εκ ρ ιμ ένα σ έ διαθηκώο γράμμα το υ ς οί δυό παραπάνω γρ ά φ ο υ ν : «Π ρος το ίς δ ε κατεπλουτίσ αμεν αυτήν (τή ν μ ονή ν δηλ. Βαρλαάμ των Μ ετεώρων τή ς οποία ς ύ π ή ρ ξα ν κτίτορες) καί κτήματα παντοία, άμπελ ώ να ς τ ε καί ά γρ ο ύ ς, κ ή π ο υ ς τ ε καί παραδείσ ους καί μετόχια καί μύλωνας καί ελαιώ νας διαφ όρους εις τή ν Ό σ δ ίν α...». Σ τήν Ό σ δίνα λοιπόν ήταν «ό κήπος» πού χά ρ ισ ε στό μοναστήρι του ό Ζωτος, προικειό, φαίνεται, τής μ άνας του τ ό.γ έ ν ο ς Ά ψαρά. Από τή δια τυπ ούμ ενη ακόμα στή διαθήκη επιθυμία του Ζώτου «νά κάμουν αύτοί (οί επίτροποί του) έ ν α τάφον δμοιον μ έ τού παπά - κύρ Ίω άσαφ, όστις άνήγ ε ιρ ε τό ρ η θ έ ν μοναστήριον» μπορούμε νά π ρ ο σ εγγίσ ο υ μ ε κάπως τό ν άγνω στο ώ ς σ ή μ ερα άκριθή χ ρ ό ν ο τού θανάτου τοϋ Φιλανθρωπηνοϋ αύτοϋ, ό όποιος, καθώ ς φαίνεται, ε ίχ ε π εθ ά ν ει π ροτού ό Ζώτος μεισέψει γιά τή Βλαχιά, πρό δηλ., κατά το ύ ς ύηολογισ μ ούς μας, τού Λ έει άκόμα στή διαθήκη του ό Ζώτος πώς άφήνει 300 δουκ. ν ά «διατεθούν ύ π έρ των έξ μοναστηρίω ν, άτινα εύρίσκονται έπι τή ς αύτής νησίδος». Γ εννιέται τό έρώ τημα: Ποιό άπό τά έφτά σω ζόμενα μ έχρι σήμερα μοναστήρια τού νησιού δ έ ν ύ π ή ρ χε ό τα ν έγ ρ ά φ ο ντα ν (1599) ή διαθήκη τού Ζώτου; Ά πό σ ω ζό μ ενες σ* αύτά έπ ιγ ρ α φ ές καί ά λ λ ες σ χετικ ές ειδή σ εις γνω ρίζουμ ε θετικά πώ ς τά π έ ν τ ε άπό τά έφτά σ η μ ερινά μοναστήρια, δηλ. τών ^ιλανθρω πηνώ ν, τοϋ Ντήλιου (Στρατη γ ό π ο υ λ ο υ ), των Γκιωμάτων ( Ε λεο ύ σ α ς), τού Αγίου Ιω άννη καί τού Π αντελεή μ ονα, ή τα ν ή δη γνω στά. Ποιό τώρα άπό τά δυό ά π ο μ ένοντα τού Σωτήρα, δηλ. καί τού Π ροφήτη Ή λιού είνα ι τό έκτο πού αναφ έρει ό Ζώτος δ έ ν έμ πόρεσα νά
21 έξακριβώσω. Θά υπογραμμίσουμε τέλος, τήν επιθυμία του Ζώτου νά π α ντρ ευ το ύ ν oi θ υ γα τέρ ες του «μέ "Ελληνας καί όχι με ά λλοεθνέΐς», καθώς γράφ ει. Πράγματι, κατά πώς πληροφορεί πάλι ό Μ έρτζιος, «Λ πρωτότοκη Π αγώνα Ο πανδρεύθη τά ν διάσημον ε ν Β ενετίφ Κ ερκυραίον δικηγόρον Θωμάν Φ λαγγίνην τά ν μ έγ α ν εύ ερ - γ έτη ν τής Ε λλη νικ ή ς Κ οινότητος και Ιδρυτήν τοϋ Φ λαγγινιανου Φροντιστηρίου*4, ή νεω τέρα τάν "Ελληνα Ά ν δ ρ έα ν Καβλήν καί χηρεύσασα συνήψε δ εύ τε ρ ο ν γ ά μον μετά τοϋ Ίτα λ ο ϋ Angelo Dardani». Αλλά καί ή δ εύ τερ η Ζαφείρα π α ντρ εύ τη κε, καθώς θά ίδοϋμε, άγνω στο ποιόν καί μόνο ή τριτότοκη Ρω ξάνη, γιά τή ν όποία θά ξαναμιλήσουμε, έ μ ε ιν ε άγαμη περιβληθείσα τό μοναχικό σχήμα. Μετά τή σύνταξη τή ς διαθήκης του ό Ζώτος Τ ξιγαρας καί σ έ διάστημα όλιγώ τερο τοϋ μηνάς π έθ α ν ε ( ). Θάφτηκε κατά τή ν έπιθυμία του στήν έκκλησία τοϋ 'Αγίου Γεωργίου των Γραικών τής Β ενετία ς ά π ένα ντι άπά τά εικ ο νοστάσι. Στον τάφο του, πού έ γ ιν ε μέ φροντίδα τοϋ άδελφ οϋ Αποστόλη, χά ρ α ξα ν αύτά τά έπιτύμβιο: «Ζώτος ό Τ ξιγαρας ό έξ Ίω α ννίνω ν ό επί τοϋ ά ρ χοντο ς καί α ύ θ εντό ς πάσης Μ ολδοβλαχίας Π έτρου τοϋ Μιχνέστου Π ρωτοσπαθάριος καί γα μ β ρ ό ς αύτοϋ άξίως έκ λ εχθείς, ό λαμπρώς καί όρθοδόξω ς βιώσας ε ν τφ δ ε τφ μνημείφ τφ ύπά τοϋ ά δελφοϋ Αποστόλου κατασκευασθέντι αύτφ τε καί τοίς κληρονόμοις ηροσδοκώ ν τή ν έκ νεκ ρ ώ ν άνάστασιν ή ρ εμ εί ςκρηθ' άπριλίου ι α '1415. Συνεχίζεται 14) Ή. Π α γ ώ ν α α υ τ ή ή έ ξ ο χ ιο τ ά τ η Π α ο λ ίν α το ϋ έ ξ ο χ. Θ ω μ ά Φ λ α γ γ ίν η, κ α θ ώ ς π λ η ρ ο φ ο ρ ε ί σ ' ά λ λ ο έ ρ γ ο το υ 6 Μ έ ρ τ ζ ιο ς ( Θ ω μ ά ς Φ λ α γ γ ίν η ς κ α ι ό μ ικ ρ ό ς Έ λ λ η ν ο μ ν ή μ ω ν Ά θ σ ελ ), π έ θ α ν ε ν ε ώ τ α τ η «ε τ ώ ν 24 έκ το κ ε το ύ» ή τ ο ι τ ή ν 12 Ι ο υ ν ίο υ ) Ή τ α φ ό π ε τ ρ α το ύ Τ ζ. μ έ τό ε π ιτύ μ β ιο σ ώ ζ ε τ α ι σ ή μ ε ρ α μ α ζ ί μ έ ά λ λ ω ν ε π ιφ α ν ώ ν Ή π ε ι- ρ ω τ ώ ν τ ή ς Β ε ν ε τ ιά ς π ίσ ω ά π ό τό ''Α γ ιο Β ή μ α τ ο ϋ να ο ύ το ύ 'Α γ ίο υ Γ ε ω ρ γ ίο υ τ ω ν Γραικώ ν. ( Ι Ι ρ β λ. Ή π. Χ ρ ο ν. ό.π. σ ελ. 185 κ α ί Ί. Β ε λ ο ύ δ ο υ ό.π. σ ελ ).
22 ΣΑΒΒΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟΑΕΝΤΡΙ "Οπως στο υπόλοιπο Ζαγόρι, έτσι καί στο χωριό μου στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας τά γράμματα γνώρισαν ξεχωριστή άνθηση καί σέ κάθε χωριό λειτουργούσε καί σχολειό μέ δαπάνη, πού προέρχονταν από προαιρετικές εισφορές των κατοίκων και κυρίως των ξενιτεμένων* "Οπου δέν υπήρχαν τέτοιες εισφορές, επιβάλλονταν υποχρεωτικές. Τό ζήτημα αυτό τό κανόνιζαν ανάλογα μέ την οικονομική κατάσταση του κάθε νοικοκύρη (κάθε οικογένειας), οί Σχολικοί "Έφοροι, επιτροπή από 2 ως 5 πρόσωπα τής Κοινότητας, πού εκλέγονταν απ όλους τούς χωριανούς καί πού έργο τους ήταν νά ενδιαφέρωντα ι για τά ζητήματα τής μορφώσεως καί αγωγής των παιδιών. Φρόντιζαν νά διορίζουν δασκάλους, γιά τά σχολικά κτίρια καί διαχειρίζονταν τή σχολική περιουσία. Τά χρήματα γιά τούς δασκάλους τάλεγαν «δασκαλιάτικα» καί αποτελούσαν ξεχωριστό λογαριασμό στο κοινό ταμείο τής Κοινότητας. Την έποπτεία γενικά και τον έλεγχο των Έφοροεπιτρόπων είχε ή Εκκλησία, δ Μητροπολίτης. Οι δάσκαλοι διακρίνονταν σέ καλούς ή όχι από τις δημόσιες εξετάσεις, πού έ καναν όταν τελείωναν τά σχολεία. Μαζεύονταν ολοι ο! χωριανοί στην αυλή τού Σχολείου καί δ δάσκαλος μέ τούς μαθητές του έκαναν τις εξετάσεις. "Έκανε επανάληψη σ όλα τά μαθήματα μ έρωτήσεις κι* άν οι μαθητές απαντούσαν σωστά καί καλά τότε οι Έφοροεπίτροποι αποφάσιζαν νά κρατήσουν ξανά τό δάσκαλο γιά ένα ακόμα χρόνο. Δηλαδή μέ τις εξετάσεις αυτές δοκιμάζονταν περισσότερο οι δάσκαλοι καί σέ δεύτερη μοίρα οί μαθητές. Ή αμοιβή των δασκάλων κυμαίνονταν από λίρες τό χρόνο ή καί περισσότερες πού έφταναν ώς τις 70 λίρες. Ή συμφωνία γίνονταν γραπτή καί λέγονταν κοντράτο. «Έκλεισα κοντράτο γιά ένα χρόνο». Από τό χωριό μου βγήκαν πολλοί δάσκαλοι, πού διακρίθηκαν γιά τήν κατάρτισή τους καί τήν έργατικότητά τους καί πού δίδαξαν σ ολόκληρη τήν έλληνική έπικράτεια. Στήν παρούσα, μικρή μου, αυτή έρευνα, θά παραθέσω μερικά στοιχεία, πού βρίσκονται σκόρπια μέσα σ έπιστολές τής εποχής έκείνης καί σ άλλα παλαιογραφικά έγγραφα, γιά νά γνωρίσουν οί σημερινοί δάσκαλοι πόσες δυσκολίες πέρασαν, όσοι στους ζοφερούς εκείνους χρόνους τής σκλαβιάς, θέλησαν νά δδηγήσουν τά Ελληνόπουλα στη μεγαλειώδικη πορεία τής φυλής μας. I. ΕΚΛΟΓΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΦΟΡΩΝ α ) Π α λ α ιο γ ρ α φ ικ ό έ γ γ ρ α φ ο έτους 1874 «Διά τού παρόντος εγγράφου δήλον έστί ότι ή Κοινότης ημών φροντίζουσα ύ- πέρ τής βελτιώσεως καί καλής καταστάσεως τών σχολείων μας κοινή καί δμοφώνφ ψήφω διορίζει εφόρους τούς κυρίους Χρ. Κόνιαρην, Κων. Κοντοδήμον καί Ιωάννην
23 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Κουτλήν έχοντας ώς συνέφορον καί ταμίαν τον μέχρι τοΰδε εύγενέστατον κύριον Ί- ωάννην Μίσιον με τάς ακολούθους υποχρεώσεις: Α' Οί κύριοι Έφοροι θέλουσι φροντίζει Τνα διορίζωσιν εγκαίρως καταλλήλους διδασκάλους, δπως γίνηται ή επιθυμητή πρόοδος εν τοις σχολείοις χωρίς νά κωλύωνται ύπ ούδενός κατά την έκτέλεσιν των καθηκόντων των. Β' Θέλουσι φροντίζει δπως σιάζωσιν εγκαίρως τούς έξ Αθηνών εκ των Ριζαρείων χρημάτων τόκους καί τούς έκ τού κληροδοτήματος των αειμνήστων Χριστοδούλου Κόνιαρη καί Διονυσίου Παπαρούση συνεποιούντες μετά τού εν Ίασίω κυρίου Χρ. Μίσιου πληρεξουσίου των κτημάτων τής Σχολής. Γ' Διά των άνωτέρων χρηματικών πόρων θέλουσι πληροδσει τούς διδασκαλικούς μισθούς καί βοηθώσιν εάν είναι ανάγκη πωχάς οίκογενεας. Δ' Έν τέλει έκάστου έτους κατά Ιούλιον θέλουσι δίδει λογαριασμόν τής διαχειρίσεως αυτού καί τότε τή έγκρίσει τής Ινοινότητος θέλουσι έξακολουθεΐ καί πράττωσι ή θέλη παύεσθαι ύπ αυτής. Εις ένδειξιν δε κατεδέχθη τό παρόν έγγραφον καί έδόθη αύτοΐς. Μονοδένδρι 1874». 'Τπογραφαί: Μάνθος Κ. Τζάντης Δημήτριος Κατζαδήμας Ιωάννης Πανταζής Κωνσταντής Δάνος Δημήτριος Κόνιαρης Ιωάννης Κ. Βάλλας Γεώργιος Κοντοδήμος β) Παλαιονραφικό έγγραφο 1882 «Διά τού παρόντος εγγράφου δήλον καθίσταται, δτι οί υποφαινόμενοι άπαρτίζοντες σήμερον την Κοινότητα Σωποτσελίου, συσκεψάμενοι δτι ώς σκάφος άνευ κυβερνήτου υπό τών κυμάτων είκή φερόμενον έπί τέλους συντρίβεται καί αύτανδρον καταποντίζεται, ούτω καί ή Κοινότης διατελούσα ανευ προϊσταμένης αρχής, συνελθόντες μια φωνή καί γνώμη άποφασίζομεν τά εξής: Α' Επειδή ό καιρός τής Εφορίας τών εκπαιδευτικών καταστημάτων τής Κοινότητάς μας έτ,ηξε κατά τον παρελθόντα Αύγουστον ένεστώτος έτους καί επειδή ά- νανέωσις ή διορισμός νέας εφορίας δέν έγένετο εισέτι, διά ταύτα διορίζομεν ομοφώνους τούς κ. Θ. Ίωαννίδην, I. Οικονόμου, Ά. Δαρδανίδην, Βασ. Νάνου, Π. Μίσιον καί Εύστάθ. Τσάτσον έφορους τών έκπαιδευτικών καταστημάτων τής πατρίδος μας καί έκτελεστάς τών διατάξεων τού αειμνήστου ευεργέτου ήμών Δημ. Αναγνοστοπούλου, έπί τοις εξής δροις. Β' Επειδή ό φωτισμός καί ή ευδαιμονία έκ τών Σχολείων προσδοκάται, δέον νά έκλέγωσι διδασκάλους άμφοτέρων τών Σχολών, οΐτινες νά ώσι κατά Πλούταρχον «καί τοίς βίοις αδιάβλητοι καί ταίς έμπειρίαις αριστοι» καί πάσης τάς τών Σχολείων άνάγκας έν τάχει νά θεραπεύωσιν, ίνα μή προσκόπτη ή διδασκαλία. Γ' Επειδή τήν μόρφωσιν τής κοινωνίας πριυτιστα έπαγγέλλεται ή οικογένεια, ής πρώτος μορφωτής ή γυνή, διά ταύτα δέον νά προβώσι καί εις συμφωνίαν διδασκαλίσσης καταλλήλου, κατόχου παιδείας καί χειροτεχνημάτων, διά τά κοράσια τής πατρίδος μας, έάν τούτο κριθή άναγκαίον νύν, δτε στερείται ή πατρίς παρθεναγωγείου, δπερ σύν Θεώ έν τάχει γενήσηται. Δ' Έν γένει άνατίθεται αύτοΐς ή φροντίς περί τής διανοητικής υγείας τής Κοινότητος, ή έπίβλεψις καί έπαγρύπνησις αυτών έπί τών ανωτέρω κοινών πραγμάτων, έν αλλοις λόγοις υπούργημα βαρύ μεν καί δυσβάστακτο ν, ά λ λ εύγενές καί μέγα, οπερ πεποίθαμεν έκ τών προτέρων 8τι θέλουσιν άνταποκριθή εις τάς προσδοκίας τής Κοινότητος.
24 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ε' Ή συμφωνία αΰτη ισχύει μέχρι της τελείας άποπερατώσειος του διαληφθέντος συμβιβασμού, οτε οί κύριοι ούτοι Έφοροι απαλλάσσονται της υπηρεσίας ταύτης, ή δέ Κοινότης έσται ελεύθερα εις άντικατάστασιν αυτών προβήναι. Έγένετο έν Σωποτσελίω την 7 Ν/6ρίου 1882 (δύο) επονται ύπογραφαί»., Θαυμαστή άλήθεια οργανωμένη Κοινοτική ανάπτυξη σέ χρόνους δύσκολους για τον τόπο μας καί αποφάσεις σπουδαίες, πού δείχνουν υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Α ξίζει ακόμα νά σημειώσουμε πώς στο Μονοδένδρι λειτούργησε από τό έτος 1846 Π αρθεναγωγείο' τό πρώτο Παρθεναγωγείο τής περιοχής. Οι Ζαγορίσιοι πρώτο καί κύριο μέλημά τους είχαν τά γράμματα καί δεν υπάρχει σχεδόν κανένα χωριό στο Ζαγόρι πού νά μήν εχη καλλιμάρμαρο σχολικό κτίριο, διορεά κάποιου φιλοπρόοδου κατοίκου του. I I. Δ Ι Ο Ρ Ι Σ Μ Ο Σ Δ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν α ) Σ χ έ δ ι ο έ π ι σ τ ο λ ή ς γ ι α π ρ ό σ κ λ η σ η δ α σ κ ά λ ο υ ν ά ν α λ ά β η υ π η ρ ε σ ί α. ( " Ε τ ο ς ) «Έλλογιμότατε κύριε, Έπιθυμούντες ν άντικαταστήσωμεν τον διδάσκαλον τού σχολείου μας δι άλλου επίσης πεπαιδευμένου καί σεβασμίου άνδρός, σάς παρακαλοϋμεν έκ μέρους των συμπολιτών μας, εί δυνατόν νά δεχθήτε τήν χηρεύουσαν ταύτην Οέσιν λαμβάνοντος παρά τής Κοινότητος μισθόν 300 φράγκων κατά μήνα, κατοικίαν δωρεάν καί τά α ναγκαία καυσόξυλα. Εάν λοιπόν σάς ευχάριστή ή πρότασίς μας εύαρεστηθήτε νά μάς ειδοποιήσετε μέ πρώτον ταχυδρομείον, αν δέχησθε τήν θέσιν ταύτην από 1ης Σεπτεμβρίου διότι, ό καιρός τής ένάρξεως των μαθημάτων πλησιάζει καί πρέπει εγκαίρως νά γνωρίζωμεν. 'Τποσημειούμεθα μεθ δλης τής προς υμάς ιδιαιτέρας ΰπολήιρεως» 'Τπογραφή δυσανάγνωστος. Μονοδένδρι 23 Αύγ συνέχεια παραθέτω λεπτομέρειες γιά τό διορισμό δασκάλων, πού μαθαί- νουμε από επιστολές παλιών Μονοδενδριτών προς ξενιτεμένους στή Ρωσσία (Κισνόβιό').' orεφοροεπίτροποι Κανόνιζαν τούς δασκάλους όπως αυτοί ήθελαν καί πολλές φορές συμφωνούσαν δάσκαλους πού θά εξυπηρετούσαν καί τά δικά τους συμφέροντα, δηλαδή τήν'προβολή τους στους άνθριόπους τής δικής τους κομματικής παρά- ξ ί '. ' «. ί,. <>5 ' >: *. I r : '! / Π?..., n.t. V,, V, Λ, :, ' -Vfvr ΜΓ Ό,. β ) Α π ό σ π α σ μ α έ π ι σ τ ο λ ή ς 2 Ί ο υ λ / Μ ο ν ο δ έ ν ρ ι. ' h ο, II;.*r, 1 Ί < (Μ,.,.οι νεοεκλεγέντες έφοροι Έλευθ. Σπ.,Τσάντης καί, ΑΘ* Κουρκούτας έκλεγεντες διά κλήρου έν τή Μητροπόλετ Έφοροι, Ταμίας ό Ελευθέριος Πανταζής, άπεφάσισαν ΐνα οί χο)ριανοί μή είναι -τού; λοιπού--διδάσκαλοι,, αν καί εις ημάς -δένοέφα-*, νέρωσαν πίποτε.. *δθεν πρόκειται,μετά δύο μήνας ν άποχωρχσοώ.τής προσφιλεστά :» της μοι οικογένειας...».. π,π<ν. ω/ί rpτ :>'.τ ;.ΐ: ίΐΐιυκ.,η»γ7.ι, πο
25 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ y ) Α π ό σ π α σ μ α έ π ι σ τ ο λ ή ς 2 3 Α ύ γ Μ ο ν ο δ έ ν δ ρ ι. «...ό πατήρ μου καί εφέτος συνεηκονήοη διδάσκαλος εις Άνω Σουδενά, δ δέ ίδικός σου ακόμη. Εύρέθη Οέσις 8?α>ς 10 ώρας μακρυά απ εδώ άλλα δεν έκρινε καλόν νά ύπάγη. "Ίσως εύρεθή καμμία πλησίον». δ ) Α π ό σ π α σ μ α έ π ι σ τ ο λ ή ς 2 2 Σ / 6 ρ ί ο υ Μ ο ν ο δ έ ν δ ρ ι. «... Έγώ δέ λίαν κλονισοείσης τής υγείας μου εν Σουδενοίς άπεσύρθην εντεύθεν ών βέβαιος δτι θά συμηκυνηθώ ενταύθα κατά διαβεβαίωσιν του ήμετέρου Σπόρου. Αλλά πάσαν προσδοκίαν καί εμού καί αυτού ό καλός σου «Στραβοπατέρας» (παρατσούκλι Έφοροεπιτρόπου) έματαίωσε τάς ένεργείας τού Σπόρου καί των άλλων καί. ούτω διωρίσθην διδάσκαλος, ώς δημοδιδάσκαλος μεν είς έκ Μετσόβου δ ι δ α- * σκαλιστής (αληθές παιδάριον) ώς Ελληνοδιδάσκαλος δέ είς έκ Καπεσόβου Φίλ. Δούκας, ώς διδασκάλισσα δέ καί πάλιν ή αυτή, δλως αγράμματος». Αφού γράφει κι αλλα, ουδόλως έγκα)μιαστικά, γιά τους παραπόνου δασκάλους, καταλήγει με την ακόλουθη παράγραφο: «.. ούδέν δέ τό παράδοξον, αγαπητέ μου, διότι οίοι οι Έφοροι, τοιούτοι καί οι διδάσκαλοι». / ε ) Π α λ α ι ο γ ρ α φ ι κ ό έ γ γ ρ α φ ο, α ν α φ ο ρ ά κ α τ ο ί κ ω ν π ρ ο ς τ ο ν Μ η τ ρ ο π ο λ ί τ η Ι ω α ν ν ώ ν γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η τ ω ν Σ χ ο λ ε ί ω ν τ ο Ο χ ω ρ ι ο Ο τ ο υ ς. «Σεβασμιώτατε, Γνωστά τή 'Ύμ. Σεβασμιότητι έκ των αλλεπαλλήλων προς την 'Ιεράν Μητρόπολιν τού παρελθόντος έτους αναφορών ημών, ή έλεεινή καί έκκρυθμος κατάστασις των'σχολείων τής Κοινότητάς μας μετά την παραίτησιν τού προ δεκαπενταετίας Σχολαρχήσαντος εόδοκίμως 'Ελληνοδιδασκάλου κ. Αναστασίου Ζωμαρίδου έκ Μαναδενδρίου προελθοόσης ένεκα βαναόσου έπιθέσεως άνοήτοχν τινών συγχωριανών ημών άντικαταστησάντιον αυτού τού Ξενοφώντος Χριστοδούλου τού καί μέχρι τούδε αυθαιρέτους καί παρ αξίαν κατέχοντος την ύι τηλήν ταότην Οέσιν τού Σχολάρχου παραλαβόντος καί δημοδιδάσκαλον κάποιον Γεώργιον ΙΤαπα - Ζιάκα έκ Μπάγιας ανευ τών άπαιτουμένων προσόντιυν καί διότι ή 'Τμ. Σεβασμιότης έξ όλιγοχρείας ή έξ άλλης τίνος αιτίας, άγνοοΰμεν, δέν ηύηοεστήθη νά παύση αυτόν έγκαίρως καί έπειδή έν τω μεταξύ άναφυέντος τού προνομιακού ζητήματος, δπερ έφερε τό κλείσιμον τών έκκλησιών καί τήν ευτελή απεργίαν τών Μητροπολιτών καί παντός τού ιερατικού κλήρου, έπαόσαμεν καί ημείς πλέον νά ένοχλώμεν τήν 'Ύμ. Σεβασμιότητα. Ήδη δέ λυθέντος κατ ευχήν τού προνομιακού ζητήματος δι ΰι τηλού Αύτοκρατορικού «ίζαντέ» καί δια, τής κατ άρθρα έπικυυώσεως αυτών καί δι έγκυκλίου τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, έν οίς έμπεριέχονταί ό διορισμός καταλλήλων δ ι δ α σ κ ά λ ιο ν έ ν τ ο ΐ ς σ χ ο λ ε ί ο ι ς έ χ ό ν τ ω ν τ ά ά π α ι τ ο ό μ ε ν α π ρ ο σ ό ν τ α κ α ί διά τακτικών στοιχείων έφωδιασμένω ν, άναφερόμεθα καί πάλιν διά τής ταπεινής μας ταότης, όπως εύαρεστηθή καί κοινοποιήση έπισήμοκ τήν παύσιν τών μνησθένπον διδασκάλου τού τε αύτοχειροτονήτου ώς Ελληνοδιδασκάλου Ξενοφώντος καί τού έπίσης δημοδιδασκάλου έκ Μπάγιας, νά διατάξη δέ συνάμα καί τόν ταμίαν τών ελεών Λ. Άναγνωστοπουλου κ. Ευστάθιον Τζάτζον, ΐνα μή πληριυση μισθούς αυτών ο>ς [ΐή αναγνωρισμένους άνευ διαταγής τής Κοινότητος τού /μορίου ημών. *Έάν δέ καί ή 'Ύμ. Σεβασμιότης ήθελεν αύτοπροσώπιυς ώς καί πρότερον νά κοινοποίηση τήν παύσιν τών είρημένων διδασκάλων καί δέν λάβη τήν δέουσαν πρόνοιαν
26 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» νά τακτοποιήση τά σχολεία μας συμφώνως των κανονικών καί προνομίων των παραχωρηθέντων παρά τής Σέβ. Κυδερνήσεως καί τής εγκυκλίου τής Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας, μετά λύπης μας ζητήσωμεν την παύσιν αυτών καί την τακτοποίησιν τών σχολείων μας δθεν δει». Τής *Τμ. Σεβασμιότητος τέκνα του Κυρίου πειθήνια Έν Σιυποτσελίω τή 'Έπονται ύπογραφαί: Θ. Ίωαννίδης I. Οικονόμου κ.ά. I I I. Μ Ι Σ Θ Ο Δ Ο Σ Ι Α Δ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν Πολλές φορές ό μισθός τών δασκάλων ήταν πενιχρός καί έτσι οί δάσκαλοι μέ μεγάλη δυσκολία κατάφερναν νά τά βγάζουν πέρα μέ τά οικονομικά τους. Ανέκαθεν φαίνεται ή προσφορά του δασκάλου δέν έκτιμόνταν σέ χρήμα. ΤΗταν δ Ιεραπόστολος μά δέν έπαυε νά είναι άνθρωπος μέ «γαστέρα» καί βιοτικές ανάγκες. Παρακάτω τά διάφορα αποσπάσματα από επιστολές δασκάλων, από τό χωριό μου, μαρτυρούν τις δυσκολίες, πού άντιμετοόπιζαν γιά την είσπραξη τών μισθών τους. ί ji { α ) Α π ό σ π α σ μ α ε π ι σ τ ο λ ή ς / β ρ ί ο υ Μ ο ν ο δ έ ν δ ρ ι. «..,ύποφέρομεν δέ καί ημείς ένταύθα, διότι παρά τού κ. Έφοροταμίου δέν ά- κούομεν άλλο, είμή δτι τό Ταμεΐον δέν έχει χρήματα, καί δ Θεός δέν ήξεύρει εάν θά πάρωμεν καί δταν θά έλθουν τον Ιανουάριον, επειδή οί πάντες ώς τους έννόησας, δουλεύουν την χαμερπή ιδιοτέλειαν καί τό άθλιον συμφέρον των χωρίς νά τούς μέλλη διά τίποτε περισσότερον*..». β ) Α π ό σ π α σ μ α έ π ι σ τ ο λ ή ς 1 0 Μ α ρ τ ί ο υ Μ ο ν ο δ έ ν δ ρ ι. «...τά έξ Αθηνών Ριζάρεια χρήματα είσέτι δέν έστάλησαν, τά δέ Κονιάρεια ώς γινώσκεις, είναι κατεσχημένα υπό τού Έλ. Πανταζή. Καί διωρίσθη μέν πληρεξούσιος δ Σπύρος Τσάντης ΐνα κινήση αγωγήν κατά τών κρατούντων κοινά χρήματα, άλλα δυστυχώς μέχρι τούδε ούδέν έπραξε καί οί διδάσκαλοι ώς έπαιται ζητοΰντες τον μισθόν άπαντώσιν άρνησιν ώς άμφίστομον μάχαιραν θερίζουσαν αυτούς...». y ) Α π ό σ π α σ μ α έ π ι σ τ ο λ ή ς 2 2 Σ / β ρ ί ο υ Μ ο ν ο δ έ ν δ ρ ι. «...δ πατήρ σου συνεφωνήθη τή ένεργεία τού Νώνδα μας διδ/λος εις Μανασή επί έτησίω μισθω 30 είκοσόφραγκα...» Ακόμα πιο γλαφυρή εικόνα μάς δίνει ό κ. Άλ. Μαμμόπουλος στο βιβλίο του «Σχολεία καί διδάσκαλοι τού αλυτρώτου Ελληνισμού», σελίδα 25: «...Παρ δλα αυτά οί καθημερινές ανάγκες τών πολυμελών οικογενειών τών δασκάλων δέν έθεραπεύοντο καί οί ταλαίπιοροι εκείνοι διδάσκαλοι, τών μικρών ιδίως κοινοτήτων, «πενιχρόν τριβώνιον φέροντες» επί δεκαετηρίδας μετήρχοντο τό έργον τού διδασκάλου, πού μέ δλη την πρόοδο τής σοφίας δέν τούς έξησφάλιζε από τον μαρτυρικόν δι άσιτείας θάνατον»., I V. Τ Ο Ε Ρ Γ Ο Τ Ω Ν Δ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν Ανάμεσα στις τόσες δυσκολίες οί παλιοί δάσκαλοι έπιτελοΰσαν μέ συνέπεια, συνείδηση, αυταπάρνηση, τό επίπονο έργο τους από τή μια άκρη τής χώρας μας ώς τήν άλλη καί πέρα από τά σημερινά μας σύνορα στη «γλυκειά» Ιωνία, δπου άλλοτε ανθούσαν τά ελληνικά γράμματα.
27 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Απόδειξη για τούτο είναι τά παρακάτω δικ) παλαιογραφικά έγγραφα «έπαινοι» για την ευσυνειδησία των δασκάλων. α ) Π ι σ τ ο π ο ι η τ ι κ ό ν κ α τ ο ί κ ω ν Κ ο ι ν ό τ η τ α ς Κ ά τ ω Σ ο υ δ ε ν ώ ν, έ τ ο ς «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι του χωρίου Κάτω Σουδενά του Ζαγορίου τής Ηπείρου, δηλοποιοΰμεν δτι ό από χωρίον Μονοδένδρι Ελλόγιμος κ. Γεώργιος Άστερινός διδασκαλείσας ένταύθα, άνεδείχθη ευδόκιμος κατά την ηθικήν αύτοΰ διαγωγήν καί τά μάλιστα ωφέλιμος εις την Νεολαίαν μας, διά την ικανότητα, τό εύμετάδοτον των έγκυκλίων μαθημάτων, τον δέ ένθερμον καί άοκνον ζήλον καί την άκόρεστον έπιθυμίαν του προς άνάπτυξιν καί ήθικήν τής παρ αύτω φοιτώσης Νεολαίας. Εύαρεστηθέντες δθεν καθ ολοκληρίαν διά την εις την Κοινότητά μας υπηρεσίαν του, καί όφείλοντες αύτω εύγνιομοσΰνην διά τούς άτρύτους καί άκαμάτους κόπους του καί μόχθους τούς οποίους εις τό διάστημα τής διδασκαλίας του κατέβαλε προς έκπαίδευσιν των παρ αύτω μαθητευσάντων, έπαφίεμεν αύτφ τό παρόν πιστοποιητικόν έγγραφον, έν ώ καί ύποφαινόμεθα». Κάτω Σουδενά, 10 Ιανουάριου 1864 Χαράλαμπος Παρτάλης Μιχαήλ Δ. Γκράτσιος Αθανάσιος Κ. Οικονόμου Χριστόδουλος Παρτσάλης Μιχαήλ Ίωάννου Δημήτριος Μ. Γκράτσιος Χαράλαμπος Αλεξίου Χριστόδουλος Μάντζος Οί έφοροι (Τ.Σ.) Γεώργιος Θεοδώρου Γ. Φιλίδης Γεώργιος Άποστ. Στάρας Νικόλαος Χαρίσης Χαρίσης Α. Βλαδίκας Ρ ) Έ γ γ ρ α φ ο ε ύ χ α ρ ι σ τ ή ρ ι ο τ ή ς Ε φ ο ρ ε ί α ς Ε κ π α ι δ ε υ τ η ρ ί ω ν Σ ω κ ί ω ν Μ. Α σ ί α ς, έ τ ο ς «Εύχαριστήριον. Καθήκον έαυτής έκπληρούσα ή Εφορεία των Εκπαιδευτικών καταστημάτων εκφράζει τάς εύχαριστίας αύτής προς τον κύριον Γεώργιον Άστερινόν Ήπειρώτην, δι ούς κατέβαλε κόπους καί έξήσκησεν επιμέλειαν ως διευθυντής καί ώς διδάσκαλος έργασθείς μετά πολλού ζήλου καί δραστηριότητος εις τό ήμέτερον Σχολεΐον, άρίστας άφήσας εις τήν ήμετέραν Κοινότητα εντυπώσεις διά τούτο τε καί δι ήν έπεδείξατο άμεμπτον διαγωγήν επί δύο όλόκληρα έτη». Έν Σωκίοις τή 2 Αύγ ΟΙ δημογέροντες Οι Έφοροι Δ. Βορνας Απόστολος Καλέντζιος Ιωάν. Καλέντζιος Άρ. Κωνσταντινίδης Μιχαήλ Π. Μάνθος Κ. Πακτσεβάνης V. Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Τ Α Λ Ο Γ Ω Ν Δ Ι Δ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν α ) : Ό τ ρ ό π ο ς π ο υ γ ί ν ο ν τ α ν ο ί έ ξ ε τ ά σ ε ι ς. «...Κατά τήν έπίσημον ταύτην ημέραν, καθ ήν διδάσκαλος καί μαθηταί θαρραλέως προβαίνουσιν έν μέσο) τού παρόντος των ήθικών καί διανοητικών αγώνων
28 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ * σταδίου, οϋτινος τους θρόνους περικοσμούσι διάφοροι θρησκευτικά! και πολίτικα! έ- πισημότητες... καθ ήν τέλος ημέραν ασμενοι διδάσκαλος κα! μαθητα! παρουσιαζόμεθα ενώπιον τοΰ λαμπρού τούτου και πεποικιλμένου συλλόγου δίκην έλλανοδίκων παρακαθημένων ϊνα εγώ μέν ώς εισηγητής κα! διδάσκαλος των ήθικών τούτων άγων ιαμάτων, αφού εν ολίγους εκθέσω τά κατά τό έξάμηνον τούτο χρονικόν διάστημα ύπ εμού διδαχθέντων μαθημάτων δώσω τής ένάρξεως τό σύνθημα ούτοι δέ ώς ά- θλητα! καλώς άπαλεη[)άμενοι εις α μέλλουσι φιλοτίμως άγωνισθήναι τον ύφ υμών ήτοιμασμένον τής νίκης στέφανον ν άξιωθώσιν. Προς τούς μαθητάς άπευθύνο) τον λόγον μου. Μή λησμονείτε φίλοι μου την ευθύνην εις ήν και σήμερον ύπόκεισθε μέλλοντες νά δώσητε λόγον των έν τώ Σχολείο) πράξεων υμών, εξετάσεις έπι τών οποίων έδιδάχθητε μαθημάτων. Άλλα μή δειλιάσθε,,μή συστέλλεσθε. Θαρρείτε λοιπόν κα! προσέλθητε μετ αιδοΰς κα! σεβασμού. Δείξατε τέλος πάντων διά τών προφορικών υμών εξετάσεων, δτι δέν άπέβησαν εις μάτην και εμού οι πόνοι». $>) : «.. Μετά την όφειλομένην ευγνωμοσύνην μου προς πάντας υμάς τούς φιλομούσους κατοίκους τής κώμης ταύτης, τούς συνελθόντας εις την τής Σχολής επέτειον ταχάην εορτήν, όπως θεωρήσο)σι έκ τού σύνεγγυς την εύγενή άμιλλαν κα! τον προς έκπαίδευσιν οργασμόν τής τρυφεράς αυτών νεολαίας έρχομαι, ΐνα δώσω πανδήμως λόγον τών διδακτικών μου έργων ενώπιον υμών κατά τάς νενομισμένας εξετάσεις». Απο τη σύντομη αυτή αναδρομή στά πραγματα τής Παιδείας τού περασμένου αιώνα, βλέπουμε την προσφορά τού Ήπειρώτη δασκάλου γιά τό πολιτιστικό άνέβασμα τού λαού μας. Τελειώνοντας εδώ αξίζει νά μνημονεύσουμε δλους τούς δασκάλους τοΰ χωριού μου, δσους θυμούνται οι παλιότεροι. Άκολ,ουθεΙ κατάλογος μέ τά ονόματα δασκάλων: 1. Αλέξιος Σεμιτέλος (αδελφός τού καθηγητού τοΰ Πανεπιστημίου Δ. Σεμιτέλου) 2. Μ. Φαλίδας 3. Κωνσταντίνος Ζέρβας 4. Κωνσταντίνος Ν όσος 5. Αλκιβιάδης Σκόκας (1897) 6. Ν ικόλαος I Ιαπίας 7. Αναστάσιος Γκόλας ή Οικονόμου (1880) 8. Άλέξ. Βουρνάκης (1883) 9. Χριστόδουλος Σεμιτέλος 10. Διονύσιος ό Ιερομόναχος (.1811) 11. Παπαναστάσιος Δημητρίου (1850) 12. Ιωάννης Στέας 13. Ματθαίος Πανταζής 14. Δημήτριος Άστερινός 15. Κωνσταντίνος Άστερινός 16. Γεώργιος Άστερινός ( ) 17. Αναστάσιος Ζωμαρίδης (1864) 18. Απόστολος Τσάντης 19. Δημήτριος Κόνιαρης 20. Βασίλειος Κόνιορης 21. Αθανάσιος Κόνιαρης 22. Πανταζής Σακελάρ ιος 23. Μ. Μπέλλος 24. Χρυσόστομος Θεμελής. Άλλα τόσα ονόματα τού περασμένου αιώνα είναι καθηγητές από τό Μονοδένδρι πού δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο, στη Μεγάλη τού Γένους Σχολή, στη Ζωσιμαία Σχολή, στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και άλλου. Οι σημερινοί δάσκαλοι πού είναι συνταξιούχοι ή υπηρετούν, φτάνουν τον αριθμό 30 κα! ο! καθηγητές δέκα.
29 ΚΩΣΤΑ Π. ΒΛΑΧΟΥ ΚΪΗΜΑΤΟΛΟΙΙΑ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΟΥΡΕΝΤΟΝ - ΙΟΑΝΝΙΝΟΝ 5. Τ ό Ι ε ρ ό ν Μ ο ν α σ τ ή ρ ι ο ν τ ή Κ ο ι μ ή σ ε ω ς τ ή ς Π α ν α γ ί α ς ( Ρ α ϊ δ ι ό τ η σ α ς ). Φ 79 Το 'Ιερόν Μοναστήριον τής κοιμήσεως τής Παναγίας ραϊδιότησας είς τό χωρίον Βουρσύνα (Καζας 1 παραμιθείας έπάγεται είς την επισκοπήν του άγί (ου) Βελλάς κ (αί) Κονίτζης). χωράφια σ τρέμ. αύλ. πιχ. όνομασίαι το π ο θεσ ιώ ν ποτηστικά 120 ντράζανη. μία πλασιά είς πολλά κομάτια, από τό εν μέρος λάκκος, από το άλλο τό ποτάμι Καλαμάς, καί άπό τα έπάνο) μέρος σύνορα μέ τά άμπέλια τού χορίου Βλαχόρι Καζά παραμυθίας. ξερικά 80 ά'ίλιάς. μπατάλικα, μέσα είς τό ίδιον σύνορο ούς άνο) είς τον τόπον τού χωρίου Βλαχόρι. (μέσα είς αυτά τά συνόρατα υπάρχουν καί δύο παρακλήσια του είρημένου Μοναστήρι (ου), τιμόμενα τό έν τής 'Αγίας Παρασκευής, καί τό άλλο του προφήτου Τίλιού). 3 άμπέλια 5 ένας Μύλος αλευρόμυλος χειμωνιάτικος μ* εν λυθάρι ύποκάτο) άπό τό χωρίον βουρούνα. 205 Τ άνωθεν διακόσια πέντε στρέμματα χωράφια ποτηστικά κ (αί) ξερικά όμοϋ μέ τά άμπέλια ώς φαίνιονται μά τά συνόρατα των, καθώς καί ό Αλευρόμυλος. είναι κτήματα του είρημένου Μοναστηριού τής κοιμήσεως τής Παναγίας ραϊόιώτησας του χιορίου Βουρσύνας έξ άμνιμονεύτο) χρόνων, κανένα σενέτι δέν υπάρχει ένεκα των περιστάσεο>ν, μήτε μέ κανέναν έχη λογοτρυβήν, πριν του Ταντζηματιού έδίδετο το δέκατον είς τούς κατά κερόν σπαχίδες τού Τόπου μας κατά τά βασιλικά Μπεράτια το)ν, άφού δέ συστήθη τό Βασιληκόν Ταντζημάτι δίδεται τό δέκατον είς τον Βασιληκόν Χανζέν άπ όσα στρέματα δουλεύοντε. τοιουτοτρόπο>ς τά εύρον άπό τούς προκατόχους μου, καί τοιαύτα τά γνιορίζο) μέχρι την σήμερον καί όμολογώ καί μαρτυρώ έν θεοφοβία καί ύποφαίνομαι 1866 άπριλλίου 21 Μοναστήριον ραϊδιότησας Βουρσύνας Τ.Σ.*12 ηγνάτηοσ ηερωμόναχος ηγούμενος το άνοθεν μαναστιριου Συνέχεια εκ του τόμου Κ Ε', σελ Κάτι ) άοιστεοά άπό τή λέξη καζας αημεκυνεται η λέξη, άϊδοινάτη. 2. Τύπος τής ηγουμενικής (3) σφοαγί^ας του ηγουμένου Ιγνατίου <Ηαμ. 150 χιλ. ΤΙ επιγραφή : f /ΗΓΝΑΤΙΟΣ/ΒίΟΤ)ΡΟΤΙΝΛ/Μ ΛNCTIT/lΚ( ;)4.
30 ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΡ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΛΟΓΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ" Η) Ή π ίτη ς Πέτρος ( ) Πάργα Έμαθήτευσεν υπό τον Λ. Φωτιάδην είς Βουκουρέστιον, έσπούδασεν ιατρικήν έν Βιέννη, διετέλεσε μέλος τοΰ Ιατροσυνεδρίου και έβοήθησε τον αγώνα. Έλθών τό 1830 είς τάς Αθήνας, δεν έδέχθη καθηγητικήν έδραν. Συνέγραψεν ιατρικόν εργον, έκδοθέν έν Βιέννη τό 1816, καθώς καί αλλα. (Βρεττός Β 267 Κιγάλας 38 Ηπειρωτική Εταιρία 38 Έγκυκλ.) Η) Ή π ίτη ς Θεόδωρος ( ) Πάργα Τίός τοΰ Πέτρου. Έσπούδασεν είς Ελβετίαν καί είς ρωσσικήν στρατιωτικήν σχολήν. Έλθών είς τήν 'Ελλάδα τό 1848 κατετάγη είς τό Μηχανικόν. Συνέγραψε πολλά επί στρατιωτικών καί τεχνικών θεμάτων. (Έγκυκλοπαιδείαι) Η) Ή π ίτη ς Α ντώνιος ( ) Τίός τοΰ Θεόδωρου. 'Τπηρέτησεν είς τον στρατόν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους καί συνέγραψε στρατιωτικά καί επιστημονικά θέματα. ( Έγκυκλοπαιδείαι) Η) Ή π ίτη ς Λημήτριος (1863 ) 'Τποναύαρχος, συνεργάτης τοΰ αδελφού του Αντωνίου είς έπιστημονικάς εργασίας του. (Έγκυκλοπαιδείαι) Η) Ή π ίτη ς Ιωάννης (1867 Αδελφός τοΰ Αντωνίου καί τοΰ Δημητρίου, ύπηρέτησεν είς δλας τάς βαθμίδας τοΰ Πολεμικοΰ ναυτικού καί διετέλεσεν αρχηγός τοΰ στόλου. Εστάλη δι υπηρεσίαν είς Ευρώπην καί συνέγραψεν αρκετά τοΰ κλάδου του. (Έγκυκλοπαιδείαι) Συνέχεια έκ τοΰ τόμου Κ Ε ', σελ. 901.
31 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 29 Θ) "Ηφαιστος Ιωάννης Ραψάνη Έξεπαιδευθη έν Κοζάνη τό 1760 υπό Κυρίλλου του έξ Άγραφων. Έδίδαξεν έν τη πατρίδι του. (Μεϊδάνης Άραβαντινός) Θ) Θέμελης 'Αθανάσιος Τσαριτσανη Λόγιος, έχρημάτισε οχολάρχης εις την πατρίδα του περί τά μέσα του ΙΗ' αίώνος. (Άραβαντινός) * Θ) Θεοδοσιάδης Ζήσης ( ) "Ay. Λαυρέντιος (Πήλιον) Περιελθών την Βλαχίαν ήλθεν εις Κων)λιν, όπόθεν τό 1821 εφυγεν εις Οδησσόν, έκεΐθεν έπέστρεψεν εις την πατρίδα του οπού έδίδαξε. Συνέγραψεν ηθικά στιχουργήματα και ιστορίαν τής έπαναστάσεως των Γενιτσάρων. (Ζωσιμας Φήμη 1886 σ. 43, 1888 β. 86 Μ. Έγκυκλοπαιδεία) Η) Θεοδοσίου Δημήτριος (1715 ) *Ιωάννινα Λόγιος, συνέστησεν έν Βενετίςι τό 1762 τυπογραφειον, συναγωνιζόμενον τόν Γλυκόν. Θανόντος αυτου άνέλαβε την διεύθυνσιν ό υιός του Πάνος, δστις τό διετήρησε μέχρι τής έπαναστάσεως. (Βρεττός A 197 ΙΙαν. Λεύκωμα ΤΕ σ. 105 Άραβαντινός) Η) Θεοδώρητος 'Αθανάσιος *Ιωάννινα *Όρα Αθανασίου Θεοδώρητος. Η) Θεοδώρητος Λαυριώτης Ιω άννινα Εφοίτησεν εις Ιωάννινα περί τά μέσα του ΙΗ' αίωνος, διετέλεσεν Ηγούμενος τής μονής Έσφιγμένου του Άγιου Όρους καί έμελέτησε παλαιά έγγραφα μονών. Έγραψε τό 1776 «Περίοδον Αγίου Όρους». Μετέσχε συνόδου κολλυβάδων καί έ- πεστάτησεν έν Λειψίφ τής έκδόσεως του «Πηδαλίου» του Νικοδήμου του Αγιορείτου καί άλλων βιβλίων. (Μ. Έγκυκλοπαιδεία) Μ) Θεοδωρίδης Μάρκος (1872 ) Σέρραι Δικηγόρος καί πολιτικός, υπηρέτησε τόν Μακεδονικόν αγώνα καί διετέλεσε κατ έπανάληψιν βουλευτής καί 'Υπουργός. ("Ηλιος) Μ) Θεοδωρίδης 'Ιωάννης Σέρραι Ιατρός μεγάλης έγκυκλοπαιδικής μορφώσεως, Ιδρυτής εις Σέρρας Μακεδονικού έκπαιδευτικοΰ συλλόγου. (Μακεδ. Ήμερολόγιον 1911 σ. 75) I
32 Μ) Θεοδωρίδης Φρίξος (1892 ) Σέρραι Έσπούδασεν εις Αθήνας καί Ζυρίχην. Καθηγητής εις τό Πανεπιστήμιον Χάρβαρντ καί από τό 1923 καθηγητής μηχανολογίας εις τό Πολυτεχνεΐον Αθηνών. Συνέγραψε διάφορα έργα τής έπιστήμης του. ( Έ γ κ υ κ λ ο π α ιδ ε ΐα ι) Η) Θεόκλητος Αθηνών (1848 ) Σούλι Έγεννήθη έν Τριπόλει. Έσπούδασεν Θεολογίαν έν Γερμανία. Διετέλεσέν επίσκοπος Σπάρτης καί Μητροπολίτης Αθηνών τό Άνήρ αρετής, χρηστότητος καί χριστιανικής αγάπης. (Π αν. Λεύκωμα Σ τ' 203 Μ. Έγκυκλοπαιδε(α) Η) Θεόληπτος Α' Κων)λεως Πογδοριανη Μητροπολίτης Ίωαννίνων. Άνελθών εις τον θρόνον Κων)λεως τό Έρρωμένως άντέδρασε κατά του Σελήμ Α \ Διώκησε καλώς την εκκλησίαν. (Λαμπρίδης Ιερ ά Σ κ η ν ώ μ α τ α σ. 14 Ή π. Χ ρ ο ν ικ ά 1928 σ. 23 Β ιτ ά λ η ς 11) Μ) Θεολόγητος η Θεολογίτης Ιωάννης Καστοριά Έζησε περί τά μέσα τού ΙΗ' αιώνος. Συνέγραψε περί αναγωγής νομισμάτων, τιμολόγιον εμπορικόν καί ποιήματα νουθετικά έμπορευομένων, έκδοθέντα εν Βενετία καί Λειψία. ~ (Ζαΰίρας 346 Σάθας 608 Μ. Ήμερολόγιον 1911 σ. 175 Μ. Έγκυκλ.) Μ) Θεοφάνης έκ Ναουσης Νάουσα 'Ιερομόναχος, μαθητής του Μπαλάνου. Έγραψε μεγαλυνάρια εις "Αγιον Θεοφάνην, έκδοθέντα έν Βενετία παρά του Γλυκή τό (Βρεττός A 200 Σάθας 605 Παοανίκας 51 Μακεδ. Ήμερολ σ. 175 Άραβαντινός Μ. Έγκυκλοπ.) Μ) Θεοφάνης ό Θεσσαλονικεύς ( Σ ά θ α ς 229 Μ α κ ε δ. Ή μ ε ρ ο λ ό γ σ. 169) Μ) Θεοφάνης 6 Σιατιστεύς ( 1867) Σελίτσα (Σιατίστης) Μετέσχεν έπαναστάσεως τής Χαλκιδικής υπό τον Έμμ. Παπάν. Διετέλεσε γραμματείς τής Ί. Συνόδου καί τό 1854 άνήλθεν εις τον θρόνον τής Μαντινείας - Κυνουρίας, διαπρέψας. (Π αρανίκας 55 Μακ. Ή μ ε ρ σ. 68, 245 Έγκυκλοπαιδειαι) Θ) Θεοφάνης έξ Άγράφων ( 1784) Βραγγιανά Μαθητής των Γορδίου καί Μπαλάνου, έμόνασεν εις μονύδριον Ζωοδόχου Πηγής
33 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Φουρνά. Ό μαθητής του Σέργιος ΜακραΤος εξαιρεί την σοφίαν του.' Έγραψε λόγορς πανηγυρικούς εις την Θεοτόκον καί την Άνάστασιν τού Χριστού. (Σ άθας 496 Ζαβιρας "Αραβαντινδς Μ. Εγκυκλοπαίδεια) Η) Θεοφάνης ό Ήπειρώτης "Ήπειρος Λόγιος τού ΙΗ' αίώνος. Έδίδαξεν έν Ίωαννίνοις. Μαθητής του ύπήρξεν δ Κ. Οικονόμος ό έξ Οικονόμων. Διαδοθείσης φήμης περί τής σοφίας του, διετάχθη υπό τού Άλή νά κατασκευάση χρυσόν. Μή δυνηθείς τούτο έθανατώθη. (Ευαγγελίδης A 166 Μ. Εγκυκλοπαίδεια) :; r» Η) Θεοφιλάς Ίακωβάκης "Ήπειρος Έγεννήθη τά μέσα τού ΙΗ' αίώνος έν Ήπείρω, άγνωστου πατρίδος, λογιόιτατος, έσχολάρχησεν έν Άχρίδι μέχρι το ("Αραβαντινός) Η) Θεόφιλος ό Κομπανίας "Ιωάννινα Έγεννήθη τάς άρχάς τού ΙΗ' αίώνος. Έμαθήτευσεν υπό τον Ευγένιον. Ίερωθείς τό 1746 προήχθη εις επίσκοπον Καμπανίας (Θεσσαλονίκης). 'Τπήρξεν εθνικός αγωνιστής, ένάρετος, βοηθός παντός ε'χοντος ανάγκην. Συνέγραψε «Ταμείον Ορθοδοξίας» και ά'λλα πολλά, έπαινεθείς υπό έξεχόντων. (Κιγάλας 39 "Αναστασίου 216 Καλλινδέρης 154 Μελετίου Δ 223 Βρεττός A 200 Ευαγγελίδης A 109, 122, Σάθας 611 Ήπ. Χρονικά 1927 σ "Αραβαντινός Μ. Έγκυκλοπαιδεϊαι) Μ) Θεόφιλος ό Βερροιεύς (Σερβιών Κοζάνης) Βέρροια Εύγενής την καταγιογήν, έξεπαιδεύθη έν Κοζάνη. 'Ιερωθείς ύπηρέτησεν υπό τον πολυμαθή Μητροπολίτην Μελέτιον (Σερβίων Κοζάνης) ον διεδέχθη εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον, άναδειχθείς προστάτης τής παιδείας. (Μεϊδάνης 49, 84 Λιούφης 64 Χριστοδούλου 61 "Αραόαντινός) Μ) Θεοχάρης Γεώργιος ( ) Καστοριά Λόγο) τουρκικών πιέσεων κατέφυγεν εις Βιέννην, οπού συνεδέθη μετά τού Ρήγα. Διέφυγε την έκδοσίν του λόγο) ξένης υπηκοότητάς του. Συνεισέφερε διά τον α γώνα. (Έγκυκλοπαιδεϊαι) Μ) Θεοχάρης Νικόλαος τοΰ Γεωργίου ( ) Καστοριά Έγεννήθη έν Βιέννη, έσπούδασε Νομικά, ύπηρέτησεν έπί Καποδιστρίου καί Όθωνος εις έμπιστευτικάς θέσεις, διετέλεσε σύμβουλος έπικρατείας καί πολλάκις Υπουργός, ώς καί έκτελεστής διαθήκης Ριζάρη. (Έλευθερουδάκης)
34 Θ) Θεοχάρης Αθανάσιος Λάρισσα Αγωνιστής, έχρημάτισε Γραμματεύς τού Λράμαλη. (Μ. Εγκυκλοπαίδεια) Η ) Θ ε σ π ρ ω τ ό ς Κ ο σ μ ά ς ( ' ) Γ εω ρ γο ι/τσ ά τες (Θ ε σ π ρ ω τ ία ς ) Ίεροδιάκονος, μαθητής του Ψαλίδα, κάτοχος φιλολογίας και επιστημονικών γνώσεων. Έδίδαξεν εις Καρπενήσιον, Κόνιτσαν καί αλλαχού. Συνέγραψε τραγωδίαν του Άλή καί γεωγραφικά Αλβανίας - Ηπείρου καί αλλα. (Παρανίκας 72 Εύαγγελίδης A 178 Ήπειρ. Ήμερολ σ. 136 Ά ρ α β α ν τ ιν ό ς 'Ή λιος) Μ ) Θ εω νά ς 6 Θ εσ σ α λ ο ν ικ εύ ς Μ ακεδών Μαθητής-όσιομάρτυρος Ιακώβου (t 1520), ηγούμενος μονών. Τό 1560 διετέλεσεν Αρχιεπίσκοπος Παροναξίας καί ε!τα Θεσσαλονίκης. Κατετάγη υπό τής εκκλησίας μεταξύ των 'Αγίων. (Ν. Μαρτυρολόγιον Μακ. Ήμερολ σ. 169 Μ. Εγκυκλοπαίδεια) Μ ) Θ ω μ ά ς Ο ικ ο ν ό μ ο ς Κ α σ τ ο ρ ιά Αξιόλογος κληρικός, έκπαιδευθείς έν Κοζάνη υπό τον Άμφιλόχιον Παρασκευαν. Έσχολάρχησεν έν τή πατρίδι του περί τά τέλη τού ΙΗ' αίώνος. (Μεϊδάνης 69 Παρανίκας 54 Άραβαντινός) Η ) Θ ω μ ά ς Π ο λ ύ κ α ρ π ο ς (Τ ρ ίκ κ η ς Σ τ ά ν ώ ν ) Π ρεμετή Θεολόγος καί διδάκτωρ τής Φιλοσοφίας τοΐί Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγών τάς άρχάς του Κ' αίώνος. (Πανελ. Λεύκωμα Σ Τ ' 209) Η ) Ιά κ ω β ο ς μ ο ν ά χ ο ς (Μ π α λ ιο ύ λ κ χ ς) Ιω ά ν ν ιν α Μοναχός πεπαιδευμένος των μέσων του ΙΗ' αίώνος, τής σχολής Γκιούνμα, φίλος τού Τρύφωνος ίερομονάχου, υποτακτικός τού Παϊσίου τού Μικρού, ουτινος την βιογραφίαν εγραψεν. (Άραβαντινός) Θ ) Ιά κ ω β ο ς Τ ρ ικ κ εύ ς Τ ρ ίκ κ α λ α Μαθητής τού Σταμκίδου. Διεβίωσε θεαρέστως διδάσκων είς Θεσσαλίαν. (Άραβαντινός) Θ ) Ι γ ν ά τ ιο ς Ά ρ δ α μ ε ρ ίο υ ( ) Ά μ π ε λ ά κ ια Φιλικός, έλαβε μέρος είς την έπανάστασιν τής Χαλκιδικής, μέ δαπάναις του συντηροΰμενον σώμα. Κατήλθεν είς Μονεμβασίαν, περιέτρεχε στρατόπεδα ένθουσιάζων
35 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ πολεμιστάς, παρέδιδε μαθήματα αμισθί. Έπί Άντιβασιλείας έγένετο έπίσκοπος Γορτυνος καί είτα Άρδαμερίου (Θεσσαλονίκης). (Εύαγγελίδης A 219 Αναστασίου 217 Έγκυκλοπαιδεΐαι) Η ) Ιγ ν ά τ ιο ς Μ οναχός " Η π ε ιρ ο ς Έξέδωκε διατριβήν εις Αθήνας τό 1837, εις άπάντησιν Αρχιμανδρίτου Ά - ποστολίδου. (Κιγάλας 40) Η ) Ί δ ρ ω μ έ ν ο ς Ά ν δ ρ έ α ς ( ) Π ά ρ γ α Λόγιος φιλόθρησκος καί νάρετος. Εδίδαξεν εις την πατρίδα του καί εις Κέρκυραν. Συνέγραψεν αρκετά ποιήματα, πεζά καί έμμετρα. Έμαθήτευσαν παρ αύτφ δ Καποδίστριας, δ Μουστοξύδης καί άλλοι. (Παρανίκας 76 Εύαγγελίδης Λ 172 Έγκυκλοπαιδεΐαι Άραβαντινός Βιογραφίαι και Χρον. Ηπείρου Β 207) Η ) Ί δ ρ ω μ έ ν ο ς Ά ν δ ρ έ α ς ( ) Π ά ρ γ α Δισέγγονος άνωτέρου, νομικός. Συνέγραιμεν ίστοσικά, νομικά καί αλλα. (Έγκυκλοπαιδεΐαι) Η ) Ι ε ρ ε μ ία ς Α ' Κ ω ν)λ εω ς ( ) Ζ ίτ σ α 'Ιεράρχης δημοφιλής καί πολιτικο'ιτατος. Επατριάρχευσε τρις ( ), απεσόβησε κίνδυνον κατεδαφίσεως εκκλησιών υπό των Τούρκων. (Ζαέίρας 330 Γηδεών Πατρ. Πίνακες 501 Μελετίου Γ 367 Ήπ. Εστία 1963 σ. 785 Έλευθερουδάκης) Η) Ιε ρ ό θ ε ο ς (Μ π ά λ κ ο ς) Ά ρ τ η ς Π ρεβέζη ς ( ) Π ρ έβ εζα Ευπατρίδης λόγιος πολυμαθής, έφοίτησεν εις σχολεία Πρεβέζης, Ίωαννίνων, Κων)λεως. Τό 1841 διετέλεσε Μητροπολίτης Άρτης καί Πρεβέζης. (Ή π. Εστία Άραβαντινός Βιογραφ, καί Χρονογρ. Ηπείρου A 24) Θ ) Ιε ρ ό θ ε ο ς Π α ρ ο ν α ξ ία ς ( ) Ζ α γ ο ρ ά Π η λίου V Επίσκοπος Βονδενίτσης καί τό 1820 Επίδαυρου, Λιμηράς καί είτα Ακαρνανίας. Μετέσχεν άγώνος καί συνελεύσεων Έπιδαύρου καί Άργους. (Έγκυκλοπαιδεΐαι) Θ ) Ιε ρ ό θ ε ο ς Α ' Α λ εξά ν δ ρ ειά ς ( ) Κ λ ειν ο β ό ς (Κ α λ α μ π ά κ α ς ) Δραστήριος Τεράρχης. Τό 1802 άνήλθεν εις τον έπισκοπικόν θρόνον Ζητουνίου (Λαμίας), είτά Παροναξίας, Νικαίας, τό δέ 1826 είς τον λαμπρόν τής Αλεξάνδρειάς θρόνον, δν έπί είκοσαετίαν ήγλάϊσε: Ένδιαφέρθη διά τήν παιδείαν, ανακαίνισε
36 ΕΣΤΙΑ» Ναούς και Μονάς, έπολέμησεν έπιτυχώς τούς Ούνίτας τής Συρίας και ΐδρυσεν έπισκοπήν εις τό Χαλέπιον. ( Έ γ κ υ κ λ ο π α ιδ ε ΐα ι) Η ) Ιερ ο μ νή μ ω ν Π σ νος ( ) Ιω ά ννινα Εύπατρίδης, πολύγλωσσος, πολυμαθής, πρόκριτος πόλεως Ίωαννίνων καί περί τό 1690 διερμηνεύς τού μεγάλου Βεζύρη. Διέθεσε χρηματικά ποσά προς φοίτησιν Ι εροσπουδαστών εις σχολήν Έπιφανίου. ( Ε ιια γ γ ε λ ίδ η ς A 156 Β ε λ ο ύ δ ο υ 115 Ά ρ α β α ν τ ιν ό ς ) Θ ) Ί ε ρ ό π α ις Π α ν α γ ιώ τ η ς Τ ρίκκη Μαθητής των Κ. Οικονόμου καί Κ. Κούμα, έδίδαξε τό 1814 εις Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης ως βοηθός διδασκάλων του. Τό 1825 έδίδαξεν εις Κίεβον καί είτα εις Νίζναν. Έγραψεν ιστορικήν περιγραφήν τού Κίεβου. (Μ. Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ια ) Θ ) Μ ε ρ ό π α ις Χ ρ ισ τ ό δ ο υ λ ο ς Τ ρ ίκ κη Έδίδαξε μετά τού αδελφού του Παναγιώτου εις Σμύρνην. Τό 1820 έδίδαξεν εις Ελληνικήν σχολήν τής Τεργέστης καί τό 1825 εις Νίζναν μετά τού αδελφού του. (Μ. Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ια ) Θ ) * Ιε ρ ό π α ις Ν ικ λ α ο ς Β ελ ισ δ ό νιο ν ( Α γρ α φ ω ν ) Λόγιος τού ΙΗ' αίώνος. Συνέγραψε λεξικόν Βοτάνων εις 4 διαλέκτους, βι 6λίον Φαρμακοποιίας καί περί αμβλυωπίας. (Σ ά θας 597 Ζαβίρας 484 Μ. Έγκυκλοπαδιεία) Η ) Ί ο υ λ ια ν ό ς (Α ν δ ρ έ α ς Ιω ά ννινα Αξιόλογος φιλόλογος, ήκμασε τάς άρχάς τού ΙΖ' αίώνος. Διετήρει τυπογραφείον έν Βενετίςι διατηρηθέν έπί αιώνα. Έξέδωκε πολλά εκκλησιαστικά καί φιλολογικά βιβλία. (Βρεττός Β 268) Η ) Ι σ ίδ ω ρ ο ς Π ρ ω το ψ ά λ τη ς Ιω ά ν ν ιν α Λόγιος, κληρικός, απόφοιτος Μπαλαναίας εις ήν καί έδίδαξε. Διετέλεσε πρωτο\[)άλτης τής πόλειυς των Ίωαννίνων. ( Ά ρ α δ α ν τ ιν ό ς ) Μ ) Ιω α κ είμ Γ. ( ) Κ ω ν)λ εω ς Κ ρούσ οβον Έφοίτησεν εις Βουκουρέστιον καί ύπηρέτησεν ώς διάκονος εις την Βιέννην (1854 G0) ώς Πρωτοσύγκελλος. Τό 1864 ήλθεν εις Κωνσταντινούπολή καί άνήλ-
37 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Οεν εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον Βάρνης, τό 1874 εις τον της Θεσσαλονίκης καί τό 1878 πανηγυρικώς άνήλθεν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τής Κωσταντιουπόλεως Μετά δετίαν παρητήθη καί μετέβη εις τούς 'Αγίους Τόπους. Έμόνασεν καί εις τό "Άγιον Όρος. Τό 1912 άνήλθεν έκ νέου εις τον Πατριαρχικόν θρόνον άγλαίσας αυτόν. (Θρησκευτική Έγκνκλ. Έγκυκλοπαιδεϊαι) Μ) Ι ω α κ ε ίμ Α ' Κ ω ν)λ εω ς Δ ρ ά μ α Έπατριάρχηοεν εις νεαράν ηλικίαν ( ) διακριθείς διά χρηστότητα. Διαβληθείς ύπέπεσεν εις την δυσμένειαν τ(7)ν Τούρκων καί παρητήθη. (Θρησκευτική Έγκυκλ. 'Ήλιος) Μ) Ιω α κ ε ίμ ό Ί ω α ν ν ίν ω ν ( ) Μ ελένικον Ελλόγιμος καί ευσεβέστατος, τό 1822 άνεδείχθη Μητροπολίτης Σόφιας καί από τό Ίωαννίνων. (Ήπ. Χρονικά 1928 σ. 43 ΙΤαρανίκας 52) Μ) Ιω ά ν ν η ς ό Θ εσ σ α λ ο νικεύ ς Θ εσ σ α λ ο νίκ η Διαπρεπής κληρικός, φιλόσοφος καί Θεολόγος ήκμασε περί τά τέλη του IF' αίώνος. Διετέλεσε σχολάρχης Θεσσαλονίκης έπί πολλά ετη. (Μελετίου Δ 142) Θ ) Ιω ά ν ν η ς ό έκ Τ υρνάβου Τ ύ ρ ν α β ο ς Ίερεύς λόγιος έπιστημονικώτατος, άριστος καθηγητής μαθηματικών, έδίδαξεν εν τή πατρίδι του, άναδείξας έξαιρέτους μαθητάς. (Κιγάλας 108 Αναστασίου 217) Η) Ί ω α ν ν ίκ ιο ς Σ τα υ ρ ο υ π ό λ εω ς ( ) Μ ο να σ τή ρ ιο ν (Π ω γ ω ν ια ν ή ς ) Έχειροτονήθη Αρχιμανδρίτης εις Ρουμανίαν. Πλουτίσας, ανήγειρεν εκκλησίαν διατηρουμένην ώς Ιστορικόν μνημεΐον. Προήχθη εις Επίσκοπον. (Μάνθου Β 38) Η ) Ί ω α ν ν ίκ ιο ς (Ζ ά γ κ ο ς ) Μ ακρύνου Έμαθήτευσεν εις Νεγαδες Ηπείρου, ύστερον εις Αίγιναν παρά τω Γενναδίφ. (Ήπ. Χρονικά 1928 σ. 44 Λαμπρίδης Άγαθοερ. 120) Θ ) Ίω ά ν ν ο ο Φ ίλ ιπ π ο ς Ζ α γ ο ρ ά Τιός τού Ίωάννου Ρήγα Πάντου, συμμαθητής τού Ρήγα εις σχολειον Ζαγοράς. Διετέλεσε καθηγητής Φιλοσοφίας καί Φιλολογίας. (Έπετηρίς Φ. Σχ )
38 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Μ) Ίωάννου Παύλος Μακεδών Καθηγητής τής Ιατρικής. Θ) 'Ιωάννης 'Αγραφιώτης "Αγραφα Έδίδαξεν έν Ήπείρφ, Θεσσαλίφ, Βουκουρεστίω, μετέφρασεν έκ τής Λατινικής τήν λογικήν του Αϊνεκίου και τό διεξοδικώτατον λεξικόν Ερρίκου Στεφάνου. (Σάθας 597 Πέννα 141) Λ S Η) Ιωάννης μονάχος "Ηπειρος Λόγιος κληρικός έδίδαξεν είς Κων)λιν, ένθερμος φιλικός. (Άρααβντινός) Θ) 'Ιωάννης ίερεύς Τυρναδος Ά ρ ιστός καθηγητής, έπιστημονικο>τατος καί μαθηματικώτατος, έδίδαξεν εις τήν πατρίδα του καί σνέδειξε πολλούς μαθητάς. (Αναστασίου 217) Μ) Ιωάννης ό Θεσσαλονικεύς Θεσσαλονίκη Κλεινός κληρικός διαπρέψας μεταξύ συγχρόνων Θεολόγων καί φιλοσόφων, έσχολάρχησεν επί έτει ( ) φροντιστηρίου Θεσσαλονίκης. Συνέγραψε τετράγλωσσον λεξικόν. (Μελετίου Δ 142 Εύαγγελίδης A 114) Η) Μωαννίδης Νικόλαος ( ) Ζαγόριον Έσπούδασε Νομικά εις Ίόνιον Ακαδημίαν, διετέλεσεν Αντιπρόεδρος τού Ά - ρείου Πάγου, προσφέρας ύψίστας υπηρεσίες είς τήν έπιστήμην καί δικαιοσύνην. Συνέγραψε καί έξέδωκεν "Ελληνικήν νομολογίαν καί εύρετήριον νομολογίας είς 25 τόμους. (Λαμπρίδης Ζαγοριακά A 58 Έγκυκλοπαιδεϊαι) Η) Μωαννίδης Βασίλειος ( ) Πρεμετή Έσπούδασεν είς Χάλκην, Όξφόρδην, Βερολινον. Κατέλαβεν τήν έδραν έρμηνείας Κ. Διαθήκης. Συνέγραψεν αρκετά. (Ή λιος) Η) Ίωαννίκειος Πάπιγγον "Ιδρυτής τής έκκλησίας Σταυρουπόλεως (Βουκουρεστίου). (Μάνθου A 27)
39 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Η) Ίωαννίκειος Μακρύνου (Ζαγορίου) Έξεπαιδεύθη έν Αΐγίνη παρά Γενναδίω. Αρχιερατέυσε τής πόλεως των Ίωαννίνων και υπήρξε πολέμιος τής βλαχικής γλώσσης. (Λαμπρίδης Ζαγοριακά A 59) Μ) Ίωάννου Παύλος ( 1897) Καστοριά Έσποΰδασεν ιατρικήν εις Αθήνας, Γερμανίαν, Γαλλίαν. 'Τπήρξε το 1862 έ κτακτος καθηγητής τής Χειρουργικής, το 1877 τακτικός. Συνέγραψε μελέτας καί διατριβάς. (Μακεδ. Ήμερολόγιον 1909 σ. 290 Έγκυκλοπαιδεΐαι) \ Μ) Ίωάννου Σέργιος ; Μακεδών Ιατρός, συνέταξε πραγματείαν Ιατρικής έν Κων)λει τό (Κιγάλας 41) Θ) Ίωάννου Φίλιππος Ζαγοραιος ( ) Ζαγορά Πηλίου Διαπρεπής λόγιος, γραμματεύς του ναυάρχου Μιαούλη. Μετά τήν άπελευθέρωσιν έστάλη εις τό Μονάχον, έπιδοθείς εις κλασσικάς σπουδάς. Έδίδαξε τήν έλληνικήν εις τήν μνηστήν του Όθωνος Αμαλίαν. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών έπί 40 έτη. Έξελέγη βουλευτής καί αργότερα Γερουσιαστής, διακριθείς εις τά έπιγράμματα καί μεταφράσεις. (Έπετηρίς Φιλ. σχολής Έγκυκλοπαιδεΐαι) Η) Ίωάσαψ Κων)λεως 6 Μεγαλοπρεπής Κράψη Έφοίτησεν εις τήν σχολήν Φιλανθρωπινών, έδίδαξεν εις Ζωσιμαίαν καί άνεδείχθη Μητροπολίτης Ίωαννίνων, Άδριανουπόλεως καί είτα άνήλθεν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τής Κων)λεως, τον όποιον έλάμπρυνε. Ήτο κάτοχος τής Αραβικής, Περσικής καί Τουρκικής γλώσσης, καθώς καί τής Εκκλησιαστικής Μουσικής. Έκτισε ναούς καί γέφυρας. (Βιδάλης 32 Εύαγγελίδης Λ 166 Βελούδου 129 Γεδεών ΙΊατρ. πίνακες 510 Άθηναγόρας * Ή π. Χρονικά 1928 ο. 24 Λαμπρίδης Άγαθοεργήματα σ. 119 Κραψί* της 55 Έγκυκλοπαιδεΐαι) Μ) Ίωάσαψ Αρχιεπίσκοπος Αχριδών Μοσχόπολις Έξεπαιδεύθη έν Μοσχοπόλει καλώς. Τό 1713 άνήλθεν εις Αρχιεπισκοπικόν θρόνον αύτοκεφάλου Μητροπόλεως Αχριδών, ήν θεαρέστως καί έθνοπρεπώς έποίμανε μέχρι τό Άπεβίωσε τά μέσα τού αίώνος. 'Τπήρξεν 6 προτελευταίος Αρχιεπίσκοπος Αχριδών. (Σκεντέρης Ιωακείμ Ξάνθης A 61 Ηπειρωτική Εστία 1958 σ. 184 Λαμπρίδης Άγαθοεργ. 104, 122, Άραδαντινός) Θ) Ίωάσαψ Σταγών Καλογριανά Γόνος θρησκευούσης οικογένειας, πρεσβύτερος αδελφός τού Αρσενίου τής Έ- λασσόνος. Έγεννήθη τά μέσα τού ΙΣΤ' αίώνος. Η) Ίώ6 μοναχός Ά ρ τα Πεπαιδευμένος, ήκμασε τον ΙΖ' αιώνα. Έγραψε βίον καί ακολουθίαν Όσιας Χ
40 ΔΙΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» θεοδώρας, έκδοοέντων τοϋ βίου έν Βονωνιψ τό 1784 καί τής ακολουθίας έν ΆΟήναιό τό * (Σάθας 414 Ή π. Ε σ τία 1001 σ. 100 Άραδαντινός) θ ) Ιω νάς Σπαρμιώνης Βλαχολείβαδον ΈμαΟήτευσεν υπό τον Πέζαρον εις την πατρίδα του ( ). Διακεκριμένος κληρικός, ιερομόναχος της μονής Σπαρμοΰ. Έδίδαξεν έν Βελβενδώ, Άμπελάκια, Ραψάνην καί έσχολάρχησεν ει ςτήν πατρίδα του καί εις τό Έλληνομουσείον Θεσσαλονίκης. Μετέφρασε καί έξέδωκεν έν Βενετία την Άλγεβραν Καΐλου τό 1797, καθώς καί στοιχεία αριθμητικής. (Αναστασίου 217 Ζαδίρας 370 Παρανίκας 59, 8G, 87 Βρεττός Β 337 Κύαγγελίδης Λ 103, 217, 222 Μεϊδάνης 61 ΆραΟαντινός) Η) Ιωσήφ Ρωγών και Κοζύλης ( ) Άμττελάκια ΈμαΟήτευσεν εις Άμπελάκια, Τσαρίτσανην. ΈχειροτονήΟη διάκονος. Λόγφ τής έονικής του δράσεως άπάγεται εις Ιωάννινα. Ελευθερωθείς καταφεύγει εις τον Άρτης Πορφύριον, παρ ού χειροτονείται Επίσκοπος Ρωγών τό Έρχεται εις τό Μεσολόγγι, όπου υποδέχεται τον λόρδον Βύροινα, κηδεύει τον Μάρκον Μπότσαρην καί τον Βύρωνα στό Μεσολόγγι, έμψυχόινει τούς πολεμιστές καί μετέχει τής Ε ξόδου. Μάχεται εις τον Ανεμόμυλον καί ημιθανής άπαγχονίζεται την 'Υπήρξε σοφός, σώφρων, άφιλάργυρος, φιλάνθρωπος. ΓΛραδαντινός ΈγκυκλοπαιδεΙαι) Μ) Ιωσήφ Θεσσαλονικεύς Θεσσαλονίκη νηκμασε μετά την 'Άλωσιν. Υπήρξε φίλος τού Γενναδίου Σχολαρίου μεθ ου αλληλογραφεί. ( Σ ά θ α ς 108 Μακ. Ήμερολόγιον 1911 σ. 368) Θ) *Ιωσήφ μοναχός Ά γραφα Λογιώτατος αδελφός του Κυρίλλου έξ Άγράφων, έδίδαξεν έν Χίφ. Διασώζονται πολλά χειρόγραφά του εις βιβλιοθήκας τού Άγιου Όρους. ( Σ ά θ α ς 108 Μακ. Ήμερολόγιον 1911 σ. 168) Η) Ιωσήφ ό Σάλωνων ( 1810) 'Ιωάννινα Λόγιος καί ένάρετος κληρικός των μέσων τού ΙΡΓ αίώνος, αδελφός του Γαβριήλ Γκάγκα, έδίδαξεν έν Βουυτίρ, άνεδείχθη πραγματικός ποιμήν ώς Επίσκοπος Σαλώνοιν. ( ΛραΟαντινός) Θ) Ιωσήφ Τρικκεύς Τρίκκαλα Επίσκοπος Τρίκκης. (ΓΙαν. Λεύκωμα Σ τ 91) Συνεχίζεται
41 ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ I ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΜΗΛΙΑΤΖΙΔΟΥ - ΙΟΑΝΝΟΥ ΧΑΛΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΝΑ ΣΦΥΡΗΛΑΤΑ ΣΚΕΥΗ Κατά tic πληροφορίες ενός παλιού χαλκώματα, άπό τά Σούρμενα τού Πόντου, πού ζε\ και δουλεύει στη Θεσ)νίι<η ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οί πληροφορίες γιά τα χάλκινα καί τή ν τέχνη τους π ρ ο έρ χο ντα ι άπό τό στόμα του γέρ ο υ Παναγιώτη Κ αζαντζίδη 94 χρονώ σήμερα. Είναι ό π α λαιότερος χα λκουργός τώρα στή Θεσσαλονίκη καί δουλεύει άκόμα πάνω στα μπακίρια μέ όρεξη καί μεράκι. Χ ρειάστηκαν α λλεπάλληλες επισκέψ εις καί συζητήσεις, πού έγ ιν α ν στο εργαστήρι το υ κυρίως τό καλοκαίρι του Ά λλα καί ώς σήμερα διατηρώ τήν επαφή μαζί του, άφοϋ έ ν τώ μεταξύ συγκέντρω σα καί άπό ά λ λ ες π η γ έ ς στοιχεία, πού ένίσ χυ α ν τήν άξιοπιστία του. Έ κ των ύστέρω ν έ γ ιν α ν διασταυρώσεις καί έλ έγχθ η σ α ν σ χ ε δ ό ν ό λ ες οί πληροφ ορίες, εκ τό ς άπό ε κ ε ίν ε ς πού άναφ έρονταν σέ τελείω ς ύποκειμ ενικ ές εμ π ειρ ίες ή άτομικά βιώματα στην ίδιαίτερή του πατρίδα 12. Γενικά, τά στοιχεία πού μου έδω σε γιά τά χάλκινα ό Κ αζαντζίδης έφ τιαξαν κατά κάποιο τρόπο τό στημόνι τής όλης έ ρ ε υ ν ά ς μου γ ι ά τ ή ν χαλκέ υ- τι,κή στον Βορειοελλαδικό χώρο καί κυρίως στή Μ > κ ε δ ο ν ί α. Απ εκ εί ξεκινώ ντας άπλώθηκα π ρ ο ς ό λ ες τις κ α τευ θύνσ εις καί επί έξι χρόνια τώρα έξετά ζω σχολαστικά τά πράγματα, στις λ επ το μ έ ρ ειέ ς τους, χωρίς ώστόσο νά μπορώ νά πώ 6 π ολοκληρώ θηκε ή έρ ευ ν α. Επιδίωξή μου είναι ή δημοσίευση όλης αύτής τής δούλε.ά ς3, πού βγήκε μέσα άπό το ν κόσμο τών χα λ κουργώ ν, οί όποιοι ζο ύ ν καί δροϋν τώρα στή Θεσσαλονίκη. 1. Β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τη ν οδό Κ λ ε ισ ο ύ ρ α ς, κ ά θ ε τ η π ρ ο ς τ η ν Χ α λ κ έ ω ν κ α ι α π έ ν α ν τ ι ά π ό τ ή ν όμιυνυ μ η εκκλησία. 2. Ο ί α ν α μ ν ή σ ε ις το ΰ Π α ν α γ. Κ α ζ α ν τ ζ ίδ η ά π ο τ ή ν π α τ ρ ίδ α το υ, τ ά Σ ο ύ ρ μ ε ν α το υ Π ό ν τοι», που δ εν έχο υ ν σ χ έ σ η με τ ά χ ά λ κ ιν α (δ η μ ο σ ιε ύ τη κ α ν σ το π ερ ιο δ ικ ό «ΙΙο ν τ ια κ ή Ε σ τία», τ ε ύ χ ο ς ί)ον, Μ ά ιο ς - Ι ο ύ ν ιο ς 1 ί*7π. 3. Έ 6 ώ θ ά ή θ ε λ α ν ά δ ώ σ ω μ όνο τό δ ιά γ ρ α μ μ α τ ή ς γ εν ικ υ ό τερ η ς α υ τ ή ς ε ρ ε υ ν ά ς : α ) Π ο υ, ε κ τ ό ς ά π ό τ ο ν Π ό ν τ ο, σ το ν έ λ λ α δ ικ ό χ ώ ρ ο (κ υ ρ ίω ς Β. Ε λ λ ά δ α ) υ π ή ρ χ α ν μ ε τ α λ λ ε ία κ α ί ε σ τ ίε ς ε π ε ξ ε ρ γ α σ ία ς χ α λ κ ο ύ, β ) Μ έ ποιό τρ ό π ο τ ό ν δ ο ύ λ εα ν. γ ) Π ώ ς ή τ α ν ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ά ο ρ γ α ν ω μ έ ν ο ι οί χ α λ κ ο υ ρ γ ο ί. δ ) Π ώ ς ή ρ θ α ν οί π ρ ό σ φ υ γ ε ς τ ε χ ν ίτ ε ς κ α ί ά π ό π ο υ, ποιοι ή τ α ν, π ό α ς ε ιδ ικ ό τ η τ ε ς ε ίχ α ν, που ε γ κ α τ α σ τ ά θ η κ α ν. ε) Ι ίο ιά σ κευή έ φ τ ια χ ν α ν (σ χ ή μ α τ α, ο ν ό μ α τ α, δ ια κ ό σ μ η σ η, χ ρ ή σ ε ις, σ υ ν τ ή ρ η σ η ) καί π ώ ς ( ε ρ γ α λ ε ία, τ ε χ ν ικ ή κ τ λ.). σ τ) Π ο ιά ά π α υ τ ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τα ι ά κ ό μ α ή μέ τί ά ν τ ικ α τ α σ τ ά Ο η κ α ν. ζ) Π ο ιά ή θ έσ η τ ώ ν ά ν τ ικ ε ιμ έ ν ω ν α υ τ ώ ν σ τή Λ α ο γ ρ α φ ία ( έ θ ιμ α, π ρ ο ικ ο σ ύ μ φ ω ν α κ τ λ.). η) Τ ί χ ά θ η κ ε ά π ό τ ή ν τ έ χ ν η κ α ί τ ί μ ένει.
42 ΕΣΤΙΑ» Α. Μ Ε Τ Α Λ Λ Ε Ι Α Π ρ ώ τ η φ ά σ η έ π ε ξ ε ρ γ α σ ί α ς τ ο υ Ο λ ι κ ο ύ. Άφηγεΐται «δ παππούς», δπως τον λένε δλοι οί μπακιρτζήδες, δτι στά γύρω άπδ τά Σούρμενα βουνά, πού άπείχαν κάπου πέντ έξι ώρες, υπήρχαν μεταλλεία χαλκού. Για νά λειτουργήσει ένα μεταλλείο πρέπει νά έχει νερδ σέ άπόσταση μικρότερη των 20 χλμ. δηλ. γύρω στις 4 ώρες μέ τά πόδια. Οί μεταλλωρύχοι έσπαζαν στό βουνό τις πέτρες, πού σ αυτές ήταν κολλημένος καί Ανακατεμένος μέ άλλα μέταλλα δ χαλκός. Τό σπάσιμο συνεχιζόταν, ώσπου οί πέτρες νά μεταβληθοΰν σέ χαλίκι. Στη συνέχεια τό έπλυναν, τό περνούσαν από κυλίνδρους, γιά νά γίνει ψιλό - ψιλό, τό ξέπλυναν καί τό έρριχναν στό καμίνι, μεταφέροντάς το από τόν χώρο έξορύξεως μέ έναέριο βαγόνι (τελεφερίκ). Τά καμίνια τά έφτιαχναν επί τόπου σχεδόν. Έκεϊ έλυωνε καί καθάριζε ό χαλκός, ενώ ή λάσπη έβγαινε άπό μια τρύπα τού καμινιού. Μέ τό συνεχές λυώσιμο καί καθάρισμα τό μέταλλο γινόταν δμοιόρρευστο ύγρό, πού τό αδέιαζαν μέ κουτάλες μέσα σέ γούβες άπό χώμα ή καλούπια. 'Έτσι, έπαιρνε ενα β ρισμένο σχήμα περίπου σαν τούβλο, πού τό έλεγαν χελώνα (γκιουστέ μπακίρ). Αύτές λοιπόν τις χελώνες οί μπακιρτζήδες τις αγόραζαν άπό τό έμπόριο καί τις δούλεβαν στό έργαστήριό τους. Στό Κααρσχάν, περιφέρεια Βατούμ, έβγαινε χαλκός πού είχε μέσα του μιά ουσία καταστροφική γιά τό ίδιο τό μέταλλο. Δηλαδή, δταν γινόταν χελώνα καί έπαιρναν νά τό δουλέψουν, μέ τά πρώτα κτυπήματα άνοιγαν τρύπες στό σώμα του καί πεταγόταν, σαν άπό βρύση, αυτή ή ουσία. Έτσι, ήταν άδύνατο νά δουλέψει.κανείς αύτό τό χαλκό. Τό παράξενο αύτό φαινόμενο τό είδε δ Καζαντζίδης μέ τά μάτια του, δταν ήταν μικρός. Βρέθηκαν, λέει, κάποτε στά χέρια τους χελώνες άπό κααρσχάν (τό όνομα τό πήρε ό χαλκός αυτός άπό τόν τόπο) καί προσπάθησαν νά τις Ανακατέψουν μέ τόν δικό τους καθαρό χαλκό, γιά νά έχουν περισσότερο κέρδος. Τό Αποτέλεσμα ήταν νά χαλάσει καί τό δικό τους μίγμα. Τό Μπουργούλ είναι ένα άλλο μεταλλείο στά σύνορα Τουρκίας - Ρωσίας στην περιφέρεια του Βατούμ στη Λαδία. Τό έκμεταλλεύονταν Άγγλοι καί Γάλλοι καί έστελναν τόν χαλκό στην Αγγλία. Άνοιγαν μιά μεγάλη τρύπα πάνω στό βουνό καί έρριχναν τό μετάλλευμα κάτω καί κατευθείαν μέσα στά βαγόνια πού πηγαινοέρχονταν. Τό όξείδιο δμως του χαλκού πού δημιουργοϋνταν άπό τις καύσεις, κατέστρεφε τά δέντρα καί τά χωράφια τής περιοχής, γιατί τά φύλλα κιτρίνιζαν καί έπεφταν. Οί κάτοικοι τών περιοχών αυτών διαμαρτύρονταν καί έτσι οι ιδιοκτήτες τών μεταλλείων αναγκάστηκαν ν άγοράσουν ολη την περιοχή, αποζημιώνοντας τούς κατοίκους. Κατόπιν έφτιαξαν ψηλές καμινάδες, γιά ν ανακατεύεται τό όξείδιο του χαλκού μέ τόν αέρα, ώσπου κι αύτό τό σταμάτησαν. Έστελναν λοιπόν τό ακατέργαστο μέταλλο στην Εύρώπη καί απ έκεϊ, κατεργασμένο πλέον, τό έφερναν σέ πλάκες (χελώνες) ή φύλλα γιά τούς μπακιρτζήδες. Στό λιμάνι τοΰ Βατούμ έρχόταν τό έτοιμο μέταλλο μέ τά καράβια, καί απ έκεϊ διοχετευόταν στό έσωτερικό είτε μέ τόν δρόμο του καθαρού εμπορίου είτε μέ άλλους "Γστερα άπό χρόνια, άρχισαν νά λυώνουν σέ μεγάλα καμίνια τά παλιά πλέον σκεύη. Στό Μ π α ϊ μ π ο ύ τ υπήρχε μιά πηγή μέ νερό πού είχε ειδικές ούσίες (μπακίρι πηγή) καί έκεϊ μέσα έρριχναν κάθε είδους σίδερα, ανακατεμένα μέ τις σκουριές. Τό νερό τής πηγής, πού βέβαια δέν πινόταν, γιατί καταντούσε κίτρινο, τά έ τρωγε, τά έλυωνε καί τά έκανε πολτό. Γιά νά μην σκορπάει τό νερό, έκαναν λάκκους δπου έμεναν τά σίδερα' στόν πρώτο λάκκο μιά βδομάδα, στόν δεύτερο περισσότερο διάστημα καί στόν τρίτο ακόμη πιο πολύ, γιατί τό νερό αδυνάτιζε καί αργούσε
43 «ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ να τά λυώσει. Μ αυτόν τον τρόπο, δέν άφηναν καθόλου νερό νά πάει χαμένο. 'Ύστερα, με μεγάλες κουτάλες, άδειαζαν τον πολτό πάνο) στο καμίνι, πού τό έφτιαχναν έπί τόπου. νανοιγαν δηλαδή ένα λάκκο, τόν φ ο 0 ρ ν ο, τόν γέμιζαν μέ κάρβουνα καί άναβαν φωτιά, πού την διατηρούσαν μέ μια φυσούνα (μοχάνι). Πάνω στό λάκκο έβαζαν μια σχάρα καί μετά μια σειρά κάρβουνα (ειδικά καστανιάς, πού είναι έλαφρά καί κάνουν καλή φλόγα). Πάνω στά κάρβουνα άπλωναν τόν πολτό, πάλι κάρβουνα καί πάλι πολτό μέχρι νά εξαντληθεί. Μέ τήν θερμότητα, 6 πολτός, πού ήταν κράμα μετάλλων, Ιλυωνε καί διαχωριζόταν. Τό μπακίρι κατέβαινε κάτω στόν λάκκο μέ τά λυωμένα πιά κάρβουνα, ενώ οί άλλες ουσίες, σίδερο, καλάι, μολύβι, έλυωναν καί καίγονταν ή έμεναν πάνω, ανάλογα μέ τόν βαθμό τήξεως. Τέλος, άφού έρριχναν αλάτι καί καρβουνόσκονη, γιά ν ά ν έ β ο υ ν, δπως έλεγαν, οί βρωμιές καί οί διάφορες ούσίες, πού τις μάζευαν μετά μέ μεγάλες κουτάλες, έπαιρναν τό μπακίρι καί τό ξαναέλυωναν. "Ενα δείγμα από τό χαλκό τό άφηναν καί τό κτυποΰσαν, γιά νά δοΰν άν είναι κατάλληλο, ώσότου πετύχαιναν τό κανονικό. Τέλος, έμενε καθαρό τό μπακίρι καί τό έκαναν χελώνα4. Β. Τ Ο Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Τ Ο Υ Χ Α Λ Κ Ω Μ Α Τ Α Π ε ρ ι γ ρ α φ ή - Β ο η θ η τ ι κ ά υ λ ι κ ά - Ε ρ γ α λ ε ί α - Π ρ ο σ ω π ι κ ό. Άς πάμε τώρα στό έργαστήρι τού χαλκοίματά, του μπακιρτζή. Τό πρώτο πού θά δούμε έκεΐ μέσα είναι τό κ α μ ί ν ι. Είναι κτιστό, στό βάθος τού έργαστηρίου, σέ ύψος δπιυς ένας πάγκος κουζίνας καί έχει μιά εστία βαθιά, γεμάτη μέ κάρβουνο. Πιο σπάνια, θά δεί κανείς καμίνια σκαμμένα στή γή, α>στε ή σχάρα νά είναι στό ίδιο μ9 αυτήν έπίπεδο. Τό κάρβουνο παίζει σπουδαίο ρόλο στή δουλειά τού μπακιρτζή. Τό χρησιμοποιούν, δπως είδαμε καί στά καμίνια πού είναι κοντά στά μεταλλεία, γιά τήν διαλογή τού χαλκού, στόν καθαρισμό του καί τέλος, στό καμίνι τού έργαστηρίου. Εκεί πυρώνεται τό μπακίρι, γιά νά μαλακώνει καί νά δουλεύεται πιο εύκολα. Τό ήθελαν ξυλοκάρβουνο καί μάλιστα καστανιάς, γιατί είναι έλαφρύ καί δίνει γερή φωτιά καί όμοιόμορφη πού άπλώνει. Έπαιρναν κούτσουρα καστανιάς, τά μάζευαν σ ένα λάκκο καί τά έδιναν φιυτιά. Μόλις άναβαν καί γίνονταν κάρβουνα, πριν άκόμα χωνέψουν τά έσβησαν μέ χώμα (ποτέ μέ νερό). Τά ξέθαβαν αργότερα καί τά έβγαζαν στό έμπόριο 5 *. Άλλο κάρβουνο είναι τό πετροκάρβουνο, τό κόκ, πού ερχόταν τότε κυρίως άπό τό έξωτερικό. Ήταν γνωστό από καιρό στους μπακιρτζήδες, πού δμως οέν τό προτιμούσαν καί πολύ. 'Όταν άναβαν τήν εστία μέ τό κάρβουνο, διατηρούσαν τήν φυηιά διοχετεύοντας άέρα μέ τό μ α χ ά ν (μοχάνι) ή φυσούνα ή φυσερό. Αυτό ήταν μονόφτερο ή δίφτερο, καί υπήρχε σέ διάφορα μεγέθη. Τό μονόφτερο, πού είναι καί τό πιο συνηθισμένο, άποτελείται άπό δυο τάβλες ξύλο σέ σχήμα αχλαδιού τοποθετημένες παράλληλα 4. Ό καλός χύτης προσέχει, έόστε ό χαλκός νά πάρει τό καλό χρώμα. Ά ν δεν άνακατευθεί καλά, σχηματίζει μερικές φορές ραβδώσεις, πού λέγονται στή γλώσσα των χαλκουργών κ α τ μέρια καί δέν φεύγουν μέ τό κτύπημα. (Ή πληροφορία αυτή προέρχεται άπό τόν σκαλιστή Ά π. Καλομενίδη). 5. Τέτοιο ξυλοκάρβουνο χρησιμοποιούσαν καί οί ορειχαλκουργοί τής Θεσσαλονίκης. Τό έ φερναν άπό τή Βέροια. Ερεύνησα τήν πιθανότητα νά ήταν τό κάρβουνο λόγος μετακομίσεως όρισμένιον χα?υιουργών στή Βέροια. Άπεδείχθη όμως πώς άλλα ήταν τά κίνητρα γι* αυτήν. Τώρα φέρνουν ξύλο καστανιάς άπό τόν Χορτιάτη.
44 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» μεταξύ τους. Λυτές ένιύνονται γύρω γύρω με δέρμα που σχηματίζει διπλές σαν ΐοΟ άκκορντεόν. Στή μια τάβλα προς το φαρδύ μέρος υπάρχει ένα άνοιγμα, για νά μπαίνει δ άέρας. Τδ τσουνί, ας πούμε, τοΰ αχλαδιού καταλήγει σ ενα τενεκεδένιο χωνί καί βγάζει τον άέρα, πού μέ ένα κοντό σωλήνα φτάνει ώς τή φωτιά, καθώς δ μάστορας ή τό τσιράκι ανοιγοκλείνει ρυθμικά τά χερούλια πού βρίσκονται αντίθετα άπό τό χωνί. "Οταν τό μοχάνι είναι μεγάλο, τό κρεμουν ψηλά πάνω άπό τό καμίνι από ένα ικρίωμα σέ σχήμα Π. Αντί γιά χερούλια έχει ενα τσεγκελι απ δπου περνά τό σχοινί. Ή άκρη αύτοϋ του σχοινιού φτάνει μπρός τα ποδιά τοϋ μαστορα και δένεται μέ ένα σανίδι, την π α τ ή θ ρ α, ή καταλήγει σέ θηλιά πού περνά άπό τό πόδι τοϋ τεχνίτη. Ετσι, καθώς πατά ρυθμικά την πατήθρα κουνώντας τό πόδι του, ή κίνηση μεταφέρεται στο μοχάνι πού βγάζει τόν άέρα, ενώ τα χέρια του μαστορα μένουν έλεύθερα, νά πυρώνουν τόν χαλκό. Μικρά μοχάνια υπάρχουν ώς έκ. καί μεγαλα 1 μέτρο και πλέον6. Κοντά στο καμίνι καί πάνω στή γη βρισκόταν ή ξύλινη τετράγωνη βάση τό κ ο υ- ρ ί, άπό ειδικό πολύ σκληρό ξύλο. Αυτή, άπό την μιά πλευρά, την πάνω, έχει στρογγυλεμένη κάπως την έπιφάνεια με μιά έλαφριά κοιλότητα γιά νά στρώνουν οί χαλκουργοί τά φύλλα ή τά μεγάλα απλωτά σκεύη, σινιά, πιάτα, δίσκους κτλ. Στις άλλες πλευρές έχει διάφορα βαθουλώματα, γιά νά πετύχουν τις καμπυλότητες σε άλλα μικρότερα καί βαθύτερα σκεύη, π.χ. κουτάλες, μαστραπάδες, μπακράτσια κτλ. Τις περισσότερες δμως ώρες, χρησιμοποιούν τή βάση αύτή σάν κάθισμα. Τό ά μ ό ν ι των χαλκουργών διαφέρει άπό των σιδηρουργών. Είναι μονοκόμματο άπό χυτοσίδερο, σχεδόν τετράγωνο καί σχετικά μικρό μέ πόδι στό κέντρο. Σ αύτό επάνω τοποθετούσαν την χελώνα του χαλκού και την άνοιγαν σέ φύλλο χτυπώντας μέ τις β α ρ ι έ ς, πού είναι μεγάλα βαριά σφυριά 3-3,5 κιλά. Παραδίπλα είναι τό κοράκι. Αύτό είναι ανάλογο μέ τό άμόνι των σιδηρουργών φτιαγμένο κι αύτό άπό χυτοσίδερο, πιο στενό καί πιό μικρό, αλλά σχετικά μακρύ. Έχει πόδι πού σχηματίζει μέ τό πάνω μέρος Γ καί βυθίζεται μέσα σέ ξύλινη βάση"" (κούτσουρο). Στό πλάϊ υπάρχουν χοντρά λοστάρια, μέ διαφορετικό σχηματισμό στό πάνω τους μέρος, πού βοηθούν στην μορφοποίηση τού χαλκού. Γιά νά στηριχθοΰν μπήγονται σ ένα ξύλο. Καθένα έχει καί τ δνομά του: σιναλοΰ κοράκ, τσιτσί, σ ι β ρ ί μ α κ έ ρ τ, τ ί κ μ α κ έ ρ τ κ.ά. Στον τοίχο συνήθως κρέμονται: ή μασιά πού μ αυτήν πιάνουν τόν πυρωμένο χαλκό' τά κοπίδια καί τά ψαλίδια γιά νά κόβουν τόν συμπαγή χαλκό ή τό φύλλο, καθώς καί οί διαβήτες (περγιέλια ή κόμπασα), γιά νά φτιάχνουν τά στρογγυλά σκεύη, ή δ,τι κυκλικά σχήματα χρειάζονται. Μ ένα σχοινάκι κρέμεται άπό τό καρφί τού τοίχου τό κ ο υ π ά λ (ι) (τοκμάκ (ι) ή ματσόλα) δηλ. τό ξυλόσφυρο πού είναι χοντρό ξύλινο σφυρί μέ έπίσης ξύλινο χερούλι συνήθως διακοσμημένο γύρω - γύρω μέ παράλληλες γραμμές ή ζιγκζακωτά. Τέτοια ξυλόσφυρα έχει κάθε μάστορας άπό δύο - τρία ή καί περισσότερα σε διάφορα μεγέθη. Χρησιμεύει γιά νά βαθαίνει τό σκεύος, άν μπει στό κοράκι ή ακόμη καί νά τό στρώνει δταν πάει στην ξύλινη βάση. "Ενα τέτοιο κουπάλ (ι) άπό πυξάρι έχει δ παππούς, άπό τόν δικό του παππού, πού τού έμαθε την τέχνη. 0. Τέτοια μικρά καί μεγάλα μοχάνια εχω δει πολλά στα διάφορα έργαστήρια κυρίως των ορειχαλκουργών, άλλα καί των χαλκουργών καί γανωτζήδων πού δουλεύουν στις επαρχίες, γιατί οί άλλοι τής αγοράς στή Θεσσαλονίκη, δεν τά χρησιμοποιούν καί τόσο. Σέ μερικές περιπτώσεις τά εχει αντικαταστήσει ή χειροκίνητη γαργάρα ή τό ήλεκτρικό ρεύμα.
45 'Ύστερα έρχονται ένα πλήθος σφυριά σέ διάφορα σχήματα καί μεγέθη. 'Ένας καλός χαλκωματάς έχει πάνιο από 20. Μερικά απ αυτά είναι: Τόχερόσφυρό, γιά τό δούλεμα του σκεύους. Τό ν α ρ ί, γιά νά μαζεύει τό μπακίρι, νά τό στενεύει δηλ. δπου χρειάζεται, νά φτιάχνει τό λαιμό κτλ. Τό μπερντάχ σφυρί γιά τό τελευταίο κτύπημα. Τό σφυρί πού ά π ό τ ή μ ι ά μεριά έ χ ε ι λεπτή μ ύ τ η, γιά νά κάνει τις κοψιές ή νυχιές, καί άπό την άλλη είναι στρογγυλό, γιά νά κάνει τά διακοσμητικά κτυπήματα πού είναι σάν βουλές. Άλλα έργαλεία είναι τό κ α ρ φ ί κ α λ ο ύ π ι7, ένα σιδερένιο τετράγωνο κοντόχοντρο ραβδί μέ τρύπες πέρα ώς πέρα στη σειρά, γιά νά κάνουν τά καρφιά πού χρειάζονταν στα καρφωτά σκεύη π.χ. στά μεγάλα καζάνια. Αυτά τά έλεγαν ανάλογα μέ τό είδος τού καρφιού, καρφωτά ή περτσινωτά. "Όλα τά εργαλεία τά έφτιαχναν μόνοι τους οί χαλκουργοί π.χ. Τό άμόνι γίνεται άπό κομμάτια σίδερου. Μέ τον χρόνο φαίνονται οί ένώσεις σάν γραμμές. Τά σφυριά τους τά έφτιαχναν έπίσης κομμάτι, κομμάτι καί τά κολλούσαν μέ άμμο (δπιος τώρα στό όξυγόνο μέ βόρακα). Βουτούσαν την σιδερένια βέργα πού ήθε λαν νά κολλήσουν ζεστή μέσα στήν άμμο καί μετά τήν πλησίαζαν καί τήν άκουμποΰσαν στο άλλο έπίσης ζεστό σίδερο, ώσπου γινόταν ένα σώμα, σάν τζάμι. Γιά νά φτιάξουν τό ά κ μ ό ν ι, δπως τδλεγαν οί Πόντιοι, έπρεπε νά έχουν τό κύριο σώμα άπό σίδερο καί άλλα τρία - τέσσερα κομμάτια άπό τό ίδιο μέταλλο γιά τις μύτες. Έτσι, άντίστοιχα 3-4 μαστόροι, πύρωναν δ καθένας τό δικό του κομμάτι καί 6 ένας ρωτούσε τον άλλο, άν είναι έτοιμος. «Περίμενε άκόμη λίγο» άπαντούσε ό άλλος. ΚΓ όταν όλοι ήταν έτοιμοι πλησίαζαν σ ένα σημείο καί κολλούσαν τά κομμάτια τους τό ένα δίπλα στό άλλο ή πάνω στό άλλο. Τό μέρος δμως δπου κτυπούσαν μέ τά σφυριά'έπρεπε νά είναι σκληρότερο καί γι αυτό τό περνούσαν μέ μια άτσάλινη έπένδυση. Τό άτσάλι τό μάζευαν άπό τά άποτροχίδια καί τά τά κομματάκια πού έπεφταν καθώς τρόχιζαν τά μαχαίρια τους: τά έλυωναν καί τά έκαμαν μια μάζα. Αυτήν τήν μάζα τήν πύριονε καλά ένας τεχνίτης μέχρι νάρθει στ ή βράση της. 'Ένας άλλος πύρωνε τό κύριο σώμα τού εργαλείου καί όταν και τά δύο ήταν έτοιμα άπό τό πόρωμα, τά κολλούσαν π ά ν ω σ τ η βράση τους, δπιος λένε, καί γίνονταν ένα. Αυτή ή έπένδυση άπό άτσάλι ήθελε άρκετές ώρες γιά νά γίνει. Μισή μέ μια μέρα χρειάζονταν γιά νά κάνουν ένα τέτοιο μεγάλο εργαλείο8. Σήμερα, οί νεώτεροι χαλκουργοί τά παραγγέλουν σέ σιδεράδες. Τό προσιοπικό ενός καλού έργαστηριού είναι ένας άρχιμάστορας, έξι μαστόροι, οί καλφάδες (βοηθοί) καί τά τσιράκια (παιδιά). Έτσι μπορούσαν νά συγκεντριοθούν μέχρι καί 40 άτομα πού τήν φροντίδα τους είχε 6 άρχιμάστορας9. 7. 'Όλα αυτά τά εργαλεία έχουν άλλα ονόματα οτά Κοζανίτικα ή στά Βορειοηπειρώτικα. 8. Τά περισσότερα άπό τά εργαλεία τού Παναγιώτη Καζαντξίδη είναι κληρονομικά από τόν παππού του, πού ήταν κι εκείνος μπακιρτζής καί τού έμαθε τήν τέχνη, γιατί ό πατέρας του μόνο εμπορευόταν τά χάλκινα καί δεν ήξερε νά τά δουλεύει. Ά πό αύτά, δσα δεν πούλησε ό πατέρας του, άλλα τά διόρθωσε καί άπό μεγαλ,ύτερα έβγαλε μικρότερα καί άλλα τά κρατά, δπιος ήταν. Έχει λοιπόν κληρονομικά ένα κοράκι καί άρκετά σφυριά. Άλλα εργαλεία πού έφτιαξε μόνος του, μέ τόν τρόπο πού άναφέραμε, είναι τό σιγαλού κοράκ, τό σιβρί, τό μακέρτ καί άλλα. 0. "Οταν ό παππούς ήρθε τό 1030 στη Θεσσαλονίκη, δούλευε μάστορας στό εργαστήριο τού ΙΙανίδη. Μετά γιά 20 χρόνια είχε άγελάδες καί πουλούσε γάλα. Άπό τότε μιλούν γιά τήν τιμιότητά του. Τό γάλα του, λένε, είχε δυο δάχτυλα βούτυρο.
46 Υ πήρχαν όμως καί πολλά μικρότερα εργαστήρια μέ έναν μάστορα, έναν κάλφα καί ένα τσιράκι, άλλα στις βαριές δουλειές τό ένα εργαστήρι βοηθούσε τό άλλο. Γ. Π Λ Σ Δ Ο Υ Λ Ε Υ Ε Τ Α Ι Τ Ο Μ Π Α Κ Ι Ρ Ι Δ ε ύ τ ε ρ η φ ά σ η έ π ε ξ ε ρ γ α σ ι α ς τ ο υ ύ λ ι κ ο υ. Έ παιρναν τήν χελώνα καί τήν ζέσταιναν. Οί χελώνες ήταν συνήθως 12 ή 24 κιλά. Υπολόγιζαν δ,τι ήθελαν νά φτιάξουν, π.χ. ένα καζάνι 6 κιλά, μια μπακίρα 3 κιλά καί δυό γκιούμια άπδ 1,5 κιλό. Αφού πύρο>ναν τήν χελώνα νά μαλακώσει, τήν έβαζαν πάνω στο άμόνι καί τήν έκοβαν μέ μεγάλα κοπίδια σ τ η μ έ σ η καί μετά ξανά, ανάλογα μέ τά σκεύη. Τά κομμάτια αυτά πού τά έλεγαν τ α σ λ ά κ ι α, τά ξαναπύρωναν καί τά κτυποΰσαν, ώστε ν5 άπλώσουν λίγο. Τά άνοιγαν μετά δλα μαζί τό ένα πάνω στο άλλο κι5 αύτό α) γιατί συμφέρει περισσότερο από άποψη χρόνου καί β) γιατί έτσι τό άνοιγμα τοΰ φύλλου γίνεται καλύτερα. Κάθε τόσο πύρωναν τάτασλάκια μαζεμένα καί τά ξανακτυπούσαν δλα μαζί κυκλικά καί μέ φορά από τό κέντρο π ρ ο ς τά έξω, για νά είναι όμοιόμορφο τό άνοιγμα10. Στο τέλος, κάθε τεχνίτης έπαιρνε τό τασλάκι πού τού αναλογούσε, γιά νά κάνει τό σκεύος πού ήθελε. ΤΗταν ένα μικρό χοντρό φύλλο συνήθως κυκλικό, ζυγισμένο, μέ σημειωμένο πάνω τό βάρος καί τό νούμερο, πού ανεβαίνει κάθε 2% πόντους, ανάλογα βέβαια καί μέ τό πάχος. Π.χ. τασλάκι 50 γρ. είναι 10 No κτλ. Τέτοια χρησιμοποιούν καί οι σημερινοί τεχνίτες, μόνο πού οί δίσκοι τους είναι έτοιμοι και περασμένοι από τον ειδικό κύλινδρο πού καθορίζει καί τό πάχος. 'Ένας άλλος τρόπος επεξεργασίας ήταν ν ανοίγουν τό φύλλο μέχρι τέλους, δταν ήθελαν νά φτιάξουν ένα σινί, ένα ταψί, ένα μεγάλο ά- πλωτό σκεύος. Δηλ. έπαιρναν τό κομμάτι τού χαλκού, τό τασλάκι, τό έβαζαν στο ά μόνι καί τό κτυποΰσαν μέ τις βαριές πολλοί μαστόροι, συνήθως έξι, καθισμένοι κυκλικά γύρω του, ενώ ένας, δ αρχιμάστορας, τό κρατούσε σταθερά μέ τή μασιά καί κάθε τόσο τό πύρωνε. Αυτός έδινε καί τήν κλίση πού ήθελε γιά τό σκεύος. Τό πύρωμα καί τό κτύπημα συνεχιζόταν μέχρι ό χαλκός νά γίνει φύλλο λεπτό, στο πάχος π.χ. τοΰ σινιού κ.ο.κ. 'Ό ταν ένα τασλάκι πήγαινε ατό 'μάστορα από κεϊ καί πέρα εκείνος τό έκοβε μέ ειδικό ψαλίδι στο σχήμα πού ήθελε γιά νά τό δουλέψει καλύτερα11. "Αν πάλι άπό ένα φύλλο έπρεπε νά βγάλει πολλά κομμάτια, τό έκοβε μέ προσοχή καί τέχνη, ώστε νά βγουν δσο τό δυνατόν περισσότερα καί νά μήν πάει τίποτα χαμένο. Τά περισσεύματα καί τά ρινίσματα τά μάζευαν προσεκτικά, γιά νά τά ξαναλυώσουν. Κάθε σκεύος πήγαινε στο άνάλογο εργαλείο καί σφυρί. Π.χ. τό γκιούμι έ πρεπε νά πάει όπωσδήποτε στό κοράκι. Α λλά, ύπήρχε καί ό μπακιρτζής πού έφτιαχνε πιό μαστορικά ένα όρισμένο είδος, ή μέσα άπό τό ίδιο έργαστήρι ένα κάλφας πετύχαινε περισσότερο π.χ. τά χερούλια. Έτσι, σιγά - σιγά δημιουργήθηκαν ειδικοί τεχντίες ή καί ειδικά έργαστήρια. Ακόμη καί τώρα υπάρχουν μπακιρτζήδες πού είναι γνωστοί, άλλος γιά τά γκιούμια πού φτιάχνει, άλλος γιά τούς μαστραπάδες, άλλος γιά τά χερούλια ή τά καπάκια κ.τ.λ Ό τρόπος πού τά κτυποΰσαν θυμίζει τό άνοιγμα τής Βεροιώτικης πίττας μέ φύλλα. Έκεΐ, κόβουν στό κέντρο τοΰ φύλλου εναν κύκλο καί γύρω του χαράζουν ακτίνες. Τά κομμάτια πού σχηματίζονται απ αυτές τά βγάζουν καί τά τοποθετούν πάνω στον κεντρικό κύκλο καί μετά τά ανοίγουν όλα μαζί. Καί στό μπακίρι συμβαίνει τό ίδιο. Μερικές φορές, τό μπακίρι κατά τό κτύπημα έσπαζε και τότε τό έλεγαν αρσενικό, ενώ αύτό πού δεν έσπαζε ήταν τό θηλυκό μπακίρι. Έτσι οί τεχνίτες άλληλοκοροϊδεύονταν.
47 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Δ. ΣΚΕΥΗ* Ό νόματα κ α ί χρήσεις (κατάταξη σκευών ά νάλογα μέ τήν χρήση τους) Τά χάλκινα σκεύη πού κατασκεύαζαν οϊ χαλκουργοί, χωρισμένα σέ κατηγορίες άνάλογα μέ τή χρήση τους είναι τά έξης, μέ τις ονομασίες*12 πού μοΰ έδωσε «6 παππούς» : Σινί. Τά σινιά είναι μεγάλοι στρογγυλοί δίσκοι μέ χείλος 1-11/2 έκ. πού σπάει άλλο τόσο όριζόντια προς τά έξω. Χρησιμοποιούνταν, γιά νά φτιάχνουν σ αύτά τις πίττες καί τά σιροπιαστά γλυκά ή τά κουλουράκια, δηλ. γιά νά μπαίνουν στό φούρνο, κι ήταν συνήθως χιυρίς διακοσμήσεις. Υπήρχαν δμως καί σκαλισμένα. Αύτά χρησιμοποιούνταν γιά τραπέζι - σοφρά, τοποθετημένα πάνω σέ ειδική ξύλινη διπλωτή βάση. Συνήθως κάθε οικογένεια πού είχε ξύλινο σοφρά γιά καθημερινό τραπέζι, διέθετε ένα καλό σινί γιά ξένους μουσαφίρηδες ή γιά τις έπίσημες γιορτές, σκαλισμένο άνάλογα μέ τήν οικονομική της κατάσταση. Αυτό ήταν τό καύχημα τού νοικοκύρη καί δταν δέν τό χρησιμοποιούσαν, τό κρεμούσαν σέ περίοπτη θέση, σάν στόλισμα. Τά ίδια αύτά σινιά μεταχειρίζονταν, γιά νά μεταφέρουν δώρα καί προικιά στούς γάμους καί σέ άλλες έπίσημες έκδηλώσεις σέ χαρές ή λύπες (π.χ. γιά κόλλυβα στήν έκκλησιά). Μερικοί συνήθως πλούσιοι, πού καμάρωναν γιά τό σινδ τους, ζητούσαν νά σκαλιστεί ή χρονολογία αγοράς καί τό όνομά τους. Γενικά, σ δποιο σκεύος έμπαινε τό όνομα ή τά αρχικά, αυτό γινόταν, γιά νά δηλώσει σέ ποιόν άνήκει, καί γιά νά μήν χαθεί, δταν το δάνειζαν στις χαρές ή στις άνάγκες των γειτόνων13. Ταψί. Είναι στρογγυλός δίσκος μέ κάθετο υπερυψωμένο χείλος 4-5 έκ. καί τό χρησιμοποιούσαν γιά νά ψήνουν τά φαγητά τους, τά ψωμιά, τις πίττες. Τό ταψί μπαίνει αποκλειστικά στό φούρνο ή στή γ ά σ τ ρ α, μπορεί νά κρατάει ζουμί ή νά είναι στεγνό, μπορεί νά είναι μικρό ή μεγάλο, άνάλογα μέ τό νούμερο. Συνήθως είναι ασκάλιστο, αλλά καί άν έχει σκαλίσματα είναι περιωρισμένα, στήν περιφέρεια, πριν από τήν καμπή τού χείλους. Τά σχέδια είναι πολύ απλά, κοφτές γραμμές πού σχηματίζουν μονό, διπλό ή τριπλό ψαροκόκκαλο, ή ακόμη καί σκέτες γραμμές, δηλ. έπάλληλοι κύκλοι φτιαγμένοι στό τσάρκι, μέ τά μαχαίρια. Δίσκος. Είναι στρογγυλός, ωοειδής ή όρθογώνιος, συνήθως μέ χερούλια καί χρησιμοποιείται γιά τό κέρασμα. Είναι διακοσμημένος μέ άπλά μικρά κτυπητά σχέδια, άνθάκια, αστράκια κτλ. ή μέ πλούσια διακόσμηση σ όλη τήν έπιφάνεια. Τόν βρίσκουμε καί έπαργυρωμένο. Λεγγέρ(ι) πιλάφι - μεγάλο (μπερεκετλίολσουν). Μεγάλο ώς 35 έκ. καί πολύ ανοιχτό πιάτο (άπλάδα) πού έμπαινε στή μέση τού τραπεζιού, δταν είχαν νά σερβίρουν στεγνό φαγητό, γιά νά τό φτάνουν όλοι καί νά παίρνουν τήν μερίδα τους. Συχνά τό χρησιμοποιούσαν καί σάν δίσκο, γιά κόλλυβα κτ. Στά πλατιά του χείλη έμπαινε συνήθως διακόσμηση. Λεγγέρ(ι) πιλάφι μικρό. Είναι ανοιχτό μικρό πιάτο μέ άπλωτά χείλη. 'Ένα τέτοιο μπορεί νά αντιστοιχεί καί στόν κάθε ένα πού κάθεται στό τραπέζι. Τό ακόμη μικρότερο ανοιχτό πιάτο λέγεται λεγγεράκι ή λεγγερ ί κ α. Σ α χ ά ν ( ι) ή σ α γ ά ν ( ι ). Τό λίγο βαθύ κανονικό πιάτο πού έμπαινε * Τ ά π ε ρ ισ σ ό τερ α ά π ό τ ά σ κεύη πού π ε ρ ιγ ρ ά φ ο ν τ α ι β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ τό Λ α ο γ ρ α φ ικ ό κ α ί Ε θ ν ο λ ογικό Μ ουσείο Μ α κ ε δ ο ν ία ς σ τή Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η. 12. Τ ά ό ν ό μ α τα τ ω ν σ κ ευ ώ ν δ ια φ έ ρ ο υ ν ά κ ό μ η κ α ί μ ε τ α ξ ύ τ ω ν Π ο ν τ ίω ν, γ ια τ ί κ α ί δ Π ό ν το ς ε χ ε ι π ε ρ ιο χ έ ς μέ τ ο π ικ έ ς ο ν ο μ α σ ίες. 13. Σ τ ό Λ α ο γ ρ α φ ικ ό κ α ί Ε θ ν ο λ ο γ ικ ό Μ ουσ είο Μ α κ ε δ ο ν ία ς, σ τή Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η, υ π ά ρ χ ε ι μ ε γ ά λ η σ υ λ λ ο γή ά π ό σ κ α λ ισ μ έ ν α σ ιν ιά.
48 μπροστά στό κάθε άτομο. Είχε, συνήθως, ποοαράκι μισό εκ., στενά χείλη καί καπάκι. Τό μικρότερο όμοιο πιάτο τό έλεγαν σ α χ α ν ί κ α. Τ σ α ν ά κ ( ι ). Είναι τό κουπάκι πού έχει λοξά τά τοιχώματα πρός τά έξω καί ίσια στενή βάση. Τό έλεγαν καί τρελλό τάσι γιατί διαφέρει άπό τό κανονικό. Τ ά σ ι πού τά τοιχοιματά του είναι κυρτά. Σχηματίζει ημισφαίριο μέ βάση καί μέ πολύ χαμηλό ποοαράκι. Σ' αυτά τά δύο σκεύη έτρωγαν την σούπα ή την παπάρα μέ τό γάλα14. Τό τσανάκ (ι) έχει πάρει τό σχήμα του από το αντίστοιχο πήλινο. Γι αυτό χρησιμοποιείται περισσότερο γιά φαγητό. Ενώ τό τάσ(ι) τό χρησιμοποιούσαν καί γιά νά βγάζουν νερό από ένα βαθύ ανοιχτό σκεύος καί νά πίνουν μετά κατευθείαν άπ αύτό. Λ ο υ τ ρ ο τ ά σ ( ι ). Γιά χρήση έξω άπό την κουζίνα είναι τό τάσι (κουπάκι) του μπάνιου. Μοιάζει περισσότερο μέ βαθύ σαχάνι χιυρίς ποοαράκι, μέ κυρτά ίσια ή λοξά τοιχούματα. Στό κέντρο του πιάτου έχει ένα μικρό ήμισφαιρικό βαθούλωμα άπό έξο) πρός τά μέσα (όμφαλό) όπου μπαίνει τό δάκτυλο γιά νά κρατά καλά κανείς τό καπάκι όταν λούζεται. Τέτοια λουτροτάσια υπήρχαν καί σκαλισμένα. Σ ε φ έ ρ - τ α σ ( ί ) ή καστανιά. Άποτελεΐται άπό έπάλληλα τάσια μέ κάθετα ή στρογγυλεμένα τοιχώματα πού τό ένα κάθεται πάνω στό άλλο καί σφίγγουν μεταξύ τους μέ χάλκινο, όρειχάλκινο ή σιδερένιο έλασμα, γιά νά μεταφέρουν άφοβα τό φαγητό στό χωράφι. Τό πάνω τάσι έχει καπάκι μέ χερούλι. *Αν έχουν σκάλισμα, αύτό μπαίνει σέ κάθε τάσι όμοιο ή διαφορετικό άπό τά άλλα. Τ η γ ά ν (ι) ή ταβάς μέ μακρύ χερούλι χάλκινο ή σιδερένιο πού έχει συνήθως κάποια υποτυπώδη όιακόσμηση. Γιά νά στερεώνεται καλύτερα τό χερούλι δένεται κάπο)ς μ ένα στριφτό χάλκινο οιακοσμητικό κορδόνι πού πλαισιώνει έν μέρει καί τό τηγάνι. Τ η γ α ν ά κ ι ή σ α χ α ν ά κ ι γιά μικρές ή ατομικές ποσότητες. Λ ύ γ ο τ ή γ α ν ο. Τηγάνι πού στόν πάτο έχει ήμισφαιρικά βαθουλώματα γιά νά μπαίνουν μέσα τά αύγά όταν τηγανίζονται γιά μάτια. Τό ίδιο χρησιμοποιούσαν καί γιά τούς κεφτέδες. Μ π ο υ ρ έ κ τ α σ ί ή χ α μ σ ί ταβάς. Είναι τό τηγάνι πού μέ τή βοήθεια τού καπακιού του (τό οποίο είναι τελείως, έπίπεδο μέ πιάσιμο στό κέντρο καί μπαίνει μέσα στό τηγάνι, δη. δέν επικάθεται στά χείλη) άναποδογυρίζει τό φαγητό κυρίους ψάρια ή μπουρέκια. Λυτό χρειάζεται έπιοέξια καί γρήγορη κίνηση, χωρίς νά στάξει σταγόνα. Ταβάς ή γιουβέτσι. Λίγο βαθύ καί πλατύ κυκλικό σκεύος, κάτι α νάμεσα σέ μικρό πολύ βαθύ ταψί καί ρηχή κατσαρόλα, μέ καπάκι καί δύο χερούλια. Είναι γνωστό σάν π λ α κ ε ρ ό καί μπαίνει στό φούρνο. Τό ίδιο σκεύος βρισμένοι τού προσθέτουν ένα μακρύ χερούλι καί τό χρησιμοποιούν σάν τηγάνι, πού τό λένε κγ κι αύτό ταβά. Τ ε ν τ ζ ε ρ έ ς ή κατσαρόλα. Είναι σέ διάφορα μεγέθη καί τό σχήμα της έχει ορισμένες παραλλαγές, όπως έξ άλλου όλα τά σκεύη. Είναι τό μπακιρικό πού εξακολουθεί νά βασιλεύει σέ πολλά σπίτια κυρίως στις μικρές πόλεις καί τά χωριά, γιατί είναι γνιοστό, πώς τό φαγητό στόν μπακιρένιο τεντζερέ πάνω σέ φωτιά άπό ξύλα ή κάρβουνα είναι τό πιό καλομαγειρεμένο. Γαβάθα. Είναι ή βαθειά κούπα, τό μεγάλο τάσι, μέ πολύ χαμηλό πόδι πού μόλις φαίνεται. Σ αύτήν βάζουν τή σούπα ή άκόμη διατηρούν λίγα τρόφιμα ή φρούτα. 14. Τ ά σ α χ ά ν ια, τ ά τ σ α ν ά κ ια, οί γ α β ά θ ε ς κ α ί τ ά ά λ λ α σκεΰτ> πού έ μ π α ιν α ν σ τό τ ρ α π έ ζ ι, ε ίχ α ν κ α π ά κ ια, γ ιά ν ά μ η ν κ ρ υ ώ ν ει τ ό φ α γ η τ ό κ α ί ν ά μ η ν π έ φ τ ο υ ν μ έ σ α σ κ ό νες Γσ α χ ά ν ( ι) κ α π α κ λ ί, λ ε γ γ έ ρ ί ι ) κ α π α κ λ ί κ τ λ. ].
49 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Τ ά σ ( ι) μ έ πόδι. 'Έχει τήν ίδια χρήση μέ τήν γαβάθα, άλλα έπειδή είναι πώ έμφανήσιμο σκεύος (ή ομορφιά του βρίσκεται στο ψηλό πόδι) έχει μικρό χείλος κουλεδάτο συνήθιος καί καπάκι, τό τοποθετούν στο κέντρο του τραπέζιου όταν σερβίρουν ζουμερό φαγητό, ή τό έχουν για φρουτιέρα. Μπακράτς ή μπαχράτς (μπακίρα κακάβι). Είναι βαθύ σκεύος μέ κάθετα, λοξά μέ ελαφρά κλίση προς τά μέσα, ή κυρτά τοιχώματα καί χερούλι από πάνω πού αγκιστριόνεται σέ θηλειές από χαλκό. Τό χρησιμοποιούν γιά νά βάζουν νερό, γάλα ή άλλα υγρά καί νά τά μεταφέρουν σέ πολύ μικρές αποστάσεις, π.χ. στο μαντρί, σάν καρδάρι γιά άρμεγμα ή γιά νά τά βράσουν. ' Μ π α κ ρ α τ σ ο ύ δ ή χ α λ κ ί τ σ α ή χ α λ κ ο π ο ύ λ (μικρόν χαλκόν). Μικρό μπακρατσάκι πού τό έχει συνήθως 6 παπάς γιά ν αγιάζει κάθε πρώτη του μήνα καί τό κουβαλάει ένα παιδί. Λύτά είναι μέ ή χιορίς καπάκι, ανάλογα άν έχουν πατούρα. Είναι πιό εύχρηστα στά άγροτικά σπίτια καί μ αυτά μεταφέρουν άκόμα καί φαγητό, γάλα ή βούτυρο κτλ. Σ ι τ ί λ ( ι ) άλιμεχτάρ (ι). Ψηλό είδος μπακρατσιού μέ καπάκι. Χρησιμεύει γιά νά μεταφέρουν γάλα ή φαγητό στο χιοράφι καί γενικότερα στη δουλειά. Χαλκοτζούκ (ι) γιά νά βράζουν τά όσπρια καί ειδικά τά φασόλια. Μέ τό ίδιο μπορούν καί νά τά μεταφέρουν. Είναι στενό καί ψηλό καί τό ειδικό σχήμα του πού στενεύει στη βάση, τό βοηθά νά βυθίζεται μέσα στη χόβολη (ζεστή στάχτη)15. Έτσι βράζει τό φαγητό σιγά - σιγά καί γίνεται πολύ νόστιμο. Έχει καπάκι μέ τρύπες (ή χωρίς τρύπες) γιά νά βγαίνει ό άτμός. Τό χερούλι είναι συνήθους στο πλάϊ. Γενικά μοιάζει περισσότερο μέ κανάτι, παρά μέ μπακράτσι. Συχνά θυμίζει πήλινο άγγείο. Ζ γ ά ρ α. Μικρό κλειστό σκεύος, σάν στρογγυλό κουτί, μέ καπάκι πολύ έ- φαρμοστό. Μέσα σ αυτό βάζουν κρέας, τό κλείνουν καί τό βυθίζουν σ ένα μεγαλύτερο σκεύος γιά νά βράσει μέ τον ατμό. Κ,α ζ ά ν ι. Είναι ένα πολύ μεγάλο μπακράτσι μέ 2 χερούλια, χάλκινα ή σιδερένια γιά νά ζεσταίνουν νερό γιά τήν πλύση ή άκόμη καί γιά νά βράζουν μεγάλες ποσότητες από ρετσέλια, πετμέζια, σάλτσες κτλ. Από αύτό, τό τόσο γνιοστό καί απαραίτητο σκεύος γιά κάθε σπίτι, πήραν τό όνομα οι περισσότεροι χαλκουργοί καί λέγονται καζαντζήδες. Τό ρακοκάζανο είναι καζάνι μέ άλλο τόσο μεγάλο καί υψηλό καπάκι, άπόλυτα έφαρμοσμένο πού ή κορυφή του στρίβει σέ οριζόντιο σωλήνα. Χρησιμεύει γιά τό βράσιμο καί τήν άπόσταξη τού τσίπουρου (ούζου). Συνήθιος είναι κοινό γιά όλο τό χωριό. Κουβά ς. Βοηθητικό σκεύος στήν πλύση, γιά τήν μεταφορά τού νερού άπό τό καζάνι κτλ. Τό σχήμα του είναι πολύ γνιοστό, άλλα τό υλικό του πολύ γρήγορα άντικαταστάθηκε μέ άλλα φτηνότερα. Μ π α σ ί ν α. Αυτή είναι μιά στρογγυλή, ήμισφαιρική ή αύγόσχημη τεράστια λεκάνη γιά τήν πλύση, στήν θέση τής γνιοστής μας σκάφης. Γ κ ι ο ύ μ ι (κουκούμ (ι)). ΙΙολύ βαθύ καί ψηλό σκεύος μέ στενό λαιμό πού έχει έλαφρά ή τονισμένη έκκροή. Πάνο) έχει καπάκι καί στο πλάϊ χερούλι. Είναι γιά τήν μεταφορά νερού καί τό χρησιμοποιούν πολύ, καί τοόρα άκόμη, στή Δυτική Μακεδονία, δπου κυκλοφορούν δύο τύποι. Ό ποντιακός μέ καμπύλες καί 6 κοζανίτικος 15. * Τ π ή ρ χ α ν χ α λ κ ο τ ζ ο ύ κ ια κ α ί σέ άλλα σ χ ή μ α τ α. Τ ά έ β α ζ α ν μ έσ α ή δ ίπ λ α σ τή χ ό β ο λ η τ ο ύ τζα κ ιο ύ. Χ ρ η σ ίμ ευ α ν π ε ρ ισ σ ό τερ ο γ ιά ν ά ζ ε σ τα ίν ο υ ν ν ε ρ ό, που τ ό ε ίχ α ν έ τ σ ι έ το ιμ ο γ ιά κ ά θ ε χρήση., κ υ ρ ίο ς δμ ιος γ ιά τό φ α γ η τ ό, (όστε ν ά μ η ν κόβει ή β ρ ά σ η το υ μ έ τό κρύο.
50 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» μέ ϊσιες γραμμές. Υπάρχει καί δ τύπος Καισαρείας πού όμως δέν κυκλοφορεί παρά μόνο στά παλαιοπωλεία. Τδ βάζουν καί στή φωτιά για νά ζεσταίνουν νερό, άλλά σ αύτή τήν περίπτωση δ πάτος είναι τελείως επίπεδος, ώστε νά στέκεται καλά. Ό Τεπές είναι λίγο παρόμοιο σκεος. Έχει φουσκωτή κοιλιά πού ξεκινά άπδ στενή βάση, πολύ ψηλό λαιμό καί κωνικό καπάκι. Χρησιμοποιείται έπίσης γιά τήν μεταφορά νερού. Στάμνα. Είναι μεγάλο κλειστό δοχείο ύψους 60 έκ. περίπου, μέ χοντρό σκαλιστό χερούλι στο πλάϊ ή δυο χαλκάδες - σκουλαρίκια γιά πιασίματα. Μ αυτήν κουβαλούσαν νερό οι νύφες (νέες κοπέλλες) τοποθετώντας την στον ώμο γιατί ήταν βαριά καί όγκώδης. Ή ποντιακή στάμνα είναι χαρακτηριστική γιά τό μέγεθος καί τό σχήμα της16. Στάμνα γιά κρασί. Λέγεται καί νταμιντζάνα. Είναι σχεδόν σφαιρική μέ στενό ψηλό λαιμό. Δέν θέλει γάνωμα, γιατί τό κρασί δέν εχει φόβο. Μόνο σέ χάλκινο καί ξύλινο σκεύος, διατηρείται καλά. Χ α λ αστάρι. Στάμνα μικρότερη από τήν ποντιακή γιά τά χέρια. Κουκουμάκι. Είναι τό πολύ μικρό σταμνάκι σαν γκιουμάκι. "Οταν φέρνουν νερό \ι αυτά, περνούν δυό τρία από το χέρι καί πολλές φορές πίνουν κατευθείαν. Κανάτι, συνήθως μέ καπάκι, γιά τό άδειασμα τού νερού άπό τή μεγάλη στάμνα ή χωρίς καπάκι γιά τήν πλύση. Βρίσκεται κοντά ή πάνω στό τραπέζι γιά νά βάζουν νερό στά κύπελλά τους. Μαστραπάς. Είναι μικρό δοχείο μέ φουσκωμένη, κοιλιά καί χερούλι στό πλάι, γιά νά πίνουν νερό στό τραπέζι. Τό χαρακτηριστικό του σχήμα, λένε, δτι βοηθά νά έρχεται λίγο λίγο τό νερό στό στόμα. Μ αστραπαδάκι ή κύπελλο. Γιά τήν ίδια χρήση άλλά μικρότερο καί μέ τοιχώματα κάθετα ή μέ Ιλαφρά κλίση πρός τά μέσα. Στις πηγές ή κοινές βρύσες είχαν δεμένο μέ αλυσίδα ένα μικρό κύπελλο ή τάσι μέ χερούλι στό πλάϊ γιά τούς περαστικούς διαβάτες. Καφέμπρικο ή τζεζβές καί τ ζ ε β ζ έ ς γιά νά ψήνουν τόν καφέ. Έχει πολλές φορές σκαλίσματα καί περίτεχνο χερούλι. Τ ζ ε ζ β έ λένε καί τό κοντό κυλινδρικό κουτί μέ ύποτυπώδη έκροή καί δριζόνκινεΐται δεξιά καά αριστερά γλύφοντας τάται ή λαβή του καπακιού Ιτσι, ώστε νά τιο χερούλι. Στό χερούλι αύτό προσαρμόζε χείλη του τζεζβέ. Είναι γιά μικρές ποσότητες γάλακτος ή φαγητού γιά μωρά. Τσότρα. Τό παγούρι πού χρησίμευε γιά νά βάζουν κυρίως ούζο, κρασί άλλά καί νερό γιά τό χωράφι. Είναι μια πλακουδερή σφαίρα μέ δυό στόμια, Ινα στό πάνω μέρος γιά νά βάζουν τό υγρό καί ένα λίγο πιο πλάι μικρότερο γιά νά πίνουν. Τήν κρεμούν μέ αλυσίδα άπό τόν ώμο ή στό ζώο. Τό γάνωμα έξωτερικά είναι προαιρετικό, γιατί αότά τά υγρά δέν όξειδώνουν τό σκεύος. Μερικές φορές βρίσκουμε στήν έπιφάνειά της περίτεχνα σκαλίσματα, πού γίνονται συνήθως πριν ένωθοϋν τά δύο μισά πού τήν άποτελοΰν. Τρυπητό. Κούπα μέ πόδι χαμηλό ή καί χωρίς αυτό καί μέ δύο χερούλια. 'Όλη ή έπιφάνειά της είναι διάτρητη κανονικά άπό μικρές δμοιες τρύπες. Τ σ α ε ρ ό. Χαμηλό κλειστό σκεύος μέ πλατεία βάση, γιά νά τοποθετείται στή φωτιά, μικρό άνοιγμα μέ καπάκι και ιδιαίτερη έκροή. Σ αύτό έβραζαν τό τσάϊ καί δλα τά χειμωνιάτικα μαλακτικά Αφεψήματα καί απ αύτό Αδέιαζαν στά φλυτζάνια Τ ή σ τ ή ρ ιζ α ν α κ ό μ η σ τό γ ο φ ό ή τ ή ν π ερ ν ο ύ σ α ν σ το χ έ ρ ι κ α ί τ ή ν ά κ ο υ μ π ο ΰ σ α ν π λ α γ ια σ τ ά σ τή μέση. Γι' α ύ τό καί ή καμπυλότητα σ τό σχήμα τ η ς, γιά ν ά έ φ ά π τ ε τ α ι σ τό γ υ ν α ικ ε ίο σ ώ μ α.
51 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Λεγενόμπρικο ή χ ε ρ ι έ λ ε ν ο. Ήταν ένα σύνθετο σκεύος καί. άποτελοΰνταν από τρία ανεξάρτητα κομμάτια, πού έδεναν δλα σέ ένα σύνολο: Τό λεγένι (ή λ ι έ ν (ι) ), τ ό κ α φ ά σ ι και τό μπρίκι. Τό λεγένι ήταν ή λεκάνη μέ μικρό άνοιγμα καί πλατεία χείλη. Τό άνοιγμα αυτό σκεπαζόταν από τό καφάσι, ένα διάτρητο καπάκι καί πάνο) του έμπαινε τό μπρίκι. Λυτό πάλι έμοιαζε λίγο μέ τό γκιούμι, μόνο πού είχε στενή βάση, φουσκωτή κοιλιά, πού κατέληγε χωρίς ώμους σέ λαιμό ψηλό καί λεπτό μέ καπάκι. Είχε χερούλι καί Ιδιαίτερη έκροή τόν λ ο υ λ ά, για νά χύνεται τό νερό λίγο - λίγο. Αυτό τό σκεύος ήταν άπαραίτητο σέ κάθε νοικοκυρεμένο σπίτι17, για νά πλένουν τα χέρια τους, όσοι κάθονταν στό τραπέζι, πριν καί μετά τό φαγητό. Ή κοπέλλα τού σπιτιού, ερριχνε τό νερό από τό μπρίκι στά χέρια των συνδαιτημόνων πού τά κρατούσαν πάνω από την λεκάνη. "Οποιος πλυνόταν, έπαιρνε τό σαπούνι πού υπήρχε στό κοίλωμα τού καφασιοΰ. Τά σαπουνόνερα περνούσαν από τό διάτρητο καφάσι καί χύνονταν μέσα στη λεκάνη, χωρίς νά φαίνονται. Ή λεκάνη χωρούσε τόσο νερό δσο έπαιρνε τό μπρίκι. Αυτό τό σύνολο είναι τό όμηρικό χ έ ρ ν ι β ο ν. Υπάρχει καί σκέτη άνοιχτή λ ι έ ν η (λεκάνη) γιά τό πλύσιμο των ποδιών ή των μικρορούχων, Τό νερόμπρικο βρίσκεται καί μόνο του σέ άλλους χώρους, άλλά πάντα γιά πλύσιμο των χεριών π.χ. σέ δημόσια αποχωρητήρια, σέ καφενεία κτλ. Λαδερό. Μπορεί νά είναι καί τό,μπρίκι, άλλά πιό πολύ χρησιμοποιείται- άλλο σκεύος μέ λοξά τοιχώματα πού στενεύουν προς τά πάνο) γιά νά σχηματίσουν τό στόμιο. Έχει λουλά καί χερούλι. Τό λαδερό τό χρησιμοποιούν έκτός άπό τά σπίτια, στά καφενεία, στά μαγειρεία καί στις έκκλησιές, δπως καί τό νερόμπρικο. Ντουρβάνι. Κυλινδρικό σκεύος μέ φουσκωτή κοιλιά. Μέ κατάλληλες όριζόντιες κινήσεις δεξιά - αριστερά κτυπιέται τό γάλα πού έχει μέσα καί γίνεται βούτυρο/ Στή μέση τής κοιλιάς υπάρχει μιά τρύπα, γιά νά βλέπουν αν έγινε. Τ ζ ε τ ζ έ μ - κ α π ί. Σκεύος κλειστό σάν σταμνί, μέ ένα χερούλι στό καπάκι, γιά νά μεταφέρουν λάδι ή κρασί ή άκόμη καί αγιασμό οί ταξιδιώτες (έμποροι, προσκυνητές κτλ.) πού ταξίδευαν μακριά μέ τά καραβάνια. Στή βάση τού χοντρού κοντού λαιμού έχει δύο χαλκάδες. Ά π αυτούς μέ αλυσίδες κρεμούν τό δοχείο άπό τό ζώο. Μύλος τού καφέ ή τού πιπεριού. Είναι 6 γνωστός μικρός, χάλκινος ή καί όρειχάλκινος κύλινδρος, πού χωρίζεται στά δύο. Μέσα έχει σιδερένιο μηχανισμό γιά τό άλεσμα. Έχει σιδερένιο ή ορειχάλκινο χερούλι πού γυρίζει τό μηχάνημα. Διακοσμείται μέ γραμμές ή μικρά κτυπητά σχέδια. Ταπιοθήκη. Κυλινδρικό ψηλό κουτί μέ καπάκι. Μέσα τοποθετούσαν τυλιγμένα σέ ρολά τά τ α π ί α δηλ. τά συμβόλαια. Γιά τή θέρμανση Μαγκάλι. Αυτό βρισκόταν συνήθιος καί σέ δλα τά άστικά σπίτια. Τό απλό άποτελείται άπό δύο κώνους πού ένώνονται μέ τις κορυφές τους. Ό κάτω κώνος χρησιμεύει γιά πόδι, ένώ 6 πάνο), πού είναι άνεστραμμένος, χρησιμεύει γιά βάση δπου μπαίνουν τά κάρβουνα. Υπάρχουν βέβαια περισσότερο πολυτελή μαγκάλια καί άποτελούνται άπό μιά λεκάνη χάλκινη μέ χερούλια, γιά τά κάρβουνα, πού τήν τοποθετούν μέσα σέ τετράγο>νο σκαλιστό χαμηλό τραπεζάκι μέ κυκλικό άνοιγμα στό κέντρο. Άλλες φορές ή λεκάνη αυτή έχει πολυτελή όρειχάλκινα χερούια, στηρίζεται 17. Τ ό λ ε γ ε ν ό μ π ρ ικ ο σ υ νόδευ ε ο π ω σ δ ή π ο τ ε τ ή ν π ρ ο ίκ α κ ά θ ε κ ο π ε λ λ α ς κ α ί χ ρ η σ ίμ ε υ ε σ α ν ν ιπ τ ή ρ α ς.
52 '«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» σέ τρία πόδια, πάλι ορειχάλκινα, με ωραία οχήματα καί σκεπάζεται άπό διάτρητο κωνικό ή ήμισφαιρικό καπάκι μέ ένα πουλί στην κορυφή. Τό σύνολο συμπληρώνει ένας δίσκος κάτω άπό τά πόδια γιά προφύλαξη άπό τις στάχτες καί τα κάρβουνα. Υπάρχουν καί μαγκάλια πού είναι ολόκληρα από ορείχαλκο. Είδη φωτισμού Τ ό σαμντάνι. Είναι κηροπήγιο ή λυχνάρι πού στέκεται σέ ψηλό πόδι, μέ μία ώς τέσσερις θέσεις για φυτίλια. Τό βρίσκουμε καί χυτό άπό όρείχαλκο. Τ ό λυχνάρι. Απλό ρηχό κουπάκι με ίσια βάση καί ράμφος σάν έκροή, οπού άκουμπά καί καίει τό φυτίλι. Για νά στερεώνεται δμως καλύτερα υπάρχει στην προέκταση τοΰ ράμφους έσωτερικά μια μικρή ύποδοχή απ δπου καί περνά. 3Απέναντι είναι τό χερούλι, μια κάθετη δηλ. λάμα διακοσμημένη συχνά μέ χαράγματα. Στό πάνω της μέρος περνά ένα σιδερένιο άγγιστρο άπό στριμμένο διπλό σύρμα, για νά σκαλώνει στό καρφί ή στόν λυχνοστάτη. Μέσα στό κουπάκι τοποθετούσαν τό φυτίλι άπό καλοστριμμένο βαμβάκι περνώντας το άπό την ύποδοχή. Τό λάδι πού χρησιμοποιούσαν ήταν ψαρόλαδο πού τό έβγαζαν στην πατρίδα τού Καζαντζίοη, άπό ένα ψάρι τής Μαύρης Θάλασσας, δ ίδιος τό θέλει δελφίνι. Γιά τό λυχνάρι έλεγαν καί τό παρακάτω αίνιγμα: «Μέσα στην Μαύρη θάλασσα όφίδι κάν καί λάδι καί στοϋ φιδιού τήν κεφαλή, δ ήλιος μαρμαρίζει». Τ δ παραύτε ήταν ένας στήλος (ξύλινος ή σιδερένιος) μέ βάση (λυχνοστάτης). Είχε καρφιά γύρω - γύρο) σέ διαφορετικά υψη, δπου τοποθετούσαν τά λυχνάρια. Τό παραύτε τό χρησιμοποιούσαν πιό πολύ στα μαγαζιά καί έργαστήρια, γιατί κάθονταν πολλοί γύρω του νά δουλεύουν καί καθένας κανόνιζε τό ύψος καί τήν κατεύθυνση τού λυχναριού του. Ή λ α μ π ί τ σ α έμοιαζε πολύ μέ τό λυχνάρι, μόνο πού τό λάδι ήταν μέσα σέ κυλινδρικό χάλκινο δοχείο. Στό κέντρο του ΰψο>νε ένα μικρό λαιμό πού καπάκωνε. Τό καπάκι είχε μια σχισμή, γιά νά βγαίνει τό φυτίλι. Τό δοχείο αύτό τό τοποθετούσαν στην οριζόντια βάση τού λυχναριού καί τό κρεμούσαν στόν τοίχο άπό τό κάθετο έλασμά του. Τό μειονέκτημα τής λαμπίτσας ήταν δτι κάπνιζε, δπως καί δλα τά λυχνάρια. Μετά τό ψαρόλαδο ήρθε τό πετρέλαιο. Αύτό θεωρήθηκε μεγάλη πρόοδος, δ,τι ήταν λίγο άργότερα δ ήλεκτρισμός. 'Έτσι καθιερώθηκαν οί γκαζόλαμπες, δηλ. οί λάμπες πετρελαίου πού ήταν εξέλιξη τής λαμπίτσας. Τό χάλκινο κυλινδρικό της κουτάκι έγινε άπό λαμαρίνα ή γυαλί, τό περιεχόμενο ήταν άντί ψαρόλαδο, πετρέλαιο καί γιά νά μην καπνίζει μπήκε τό κυλινδρικό γυαλί μέ τήν φουσκωτή κοιλιά. Ή έξεληκτική, λοιπόν, σειρά φωτισμού είναι: δαδί, λυχνάρι, λαμπίτσα, λάμπα πετρελαίου, ήλεκτρισμός. Έκτος άπό τά οικιακά υπάρχουν βέβαια καί άλλα σκεύη γιά έπαγγελματ ι κ έ ς χρήσεις. Τέτοια είναι τό σ α λ έ π γ κ ι ο υ μ ί. Πολύ μεγάλο φουσκωτό γκιούμι μέ έντονη έκροή καί καπάκι, μέ τή φουφού προσαρμοσμένη άπό κάτω, γιά νά κρατά πάντα ζεστό τό σαλέπι. Αύτό είναι ένα πυκνόρευστο υγρό μέ κανέλλα πού ζεσταίνει τούς εργαζόμενους, κυρίως στά χειμωνιάτικα πρωινά. Τό ξέρει δ σαλεπτζής καί γυρνά τις γειτονιές καί τά μαγαζιά διαλαλώντας τδ ζεστό σαλέπι του. * Ο μποζάς ή λεμονιέρα. Είναι τό σύνθετο δοχείο άναψυκτικών. Άποτελείται άπό δύο κομμάτια πού έφαρμόζουν τό ένα μέσα στό άλλο. Τό κάτω μέρος μοιάζει μέ ένα τεράστιο μπρίκι μέ πόδι καί περιέχει τή λεμονάδα, πορτο
53 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ καλάδα, άριανι ή άλλο αναψυκτικό. Τό πάνω μέρος πού άποτελεϊται από κυπελλόσχημα δοχεία τό ένα κολλημένο πάνω στο άλλο καί δημιουργεί ένα παράξενο πυργωτό σχήμα, περιέχει τό σφιγμένο χιόνι (τον πάγο)18καί δλο μαζί στερεώνεται μέσα στο μπρίκι. Έτσι, στάζει λίγο - λίγο ό πάγος στό αναψυκτικό. Απαραίτητο συμπλήρωμα είναι μια μπακιρένια ποτηροθήκη σε ήμικυκλικό σχήμα περασμένη στη μέση του λεμονατζή. Στό χέρι του κρατούσε ένα μικρότερο μπρίκι μέ νερό για νά ξεπλένει τά ποτήρια. Τό μεγάλο σύνθετο δοχείο έδενε στην πλάτη τού πωλητή μέ έναν ιμάντα, πού έτσι φορτωμένος γυρνούσετίς γειτονιές φωνάζοντας «μπούζι είναι»19. Λυτός ό γραφικός πλανόδιος πουλητής έχει χαθεί από την αγορά καί τά σοκάκια. 'Αλλο σκεύος είναι τό μ α λ ε μ π ί ταψί, πού τό είχε στό κεφάλι του πάνω σέ κουλούρα ό πλανόδιος πωλητής τού μαλεμπί. 'Όταν ήθελε νά σταθεί, τό άκουμ ποΰσε σέ πτυσσόμενο στήριγμα πού κρατούσε στό χέρι. Τό γανωμένο μεγάλο αυτό ταψί περιείχε τό μαλεμπί, κρέμα πού τή ράντιζε «ό μαλεμπής» μέ σιρόπι καί κανέλλα. ΤΗταν τό άγαπημένο γλύκισμα των παιδιών, δταν έβγαιναν περίπατο μέ τούς γονείς τους στό πάρκο τής μικρής πόλης. 'Ένα μεγάλο παράξενο ταψί είχε καί έκείνος πού πουλούσε «τής γριάς τό μαλλί», μόνο πού ήταν προσαρμοσμένο σ ένα καρροτσάκι, τό κινητό δηλ. μαγαζί. Τό ταψί ήταν πολύ βαθύ, έκατοστά, μέ ένα κωνοειδές κουτί στό κέντρο του, πού είχε μικρό άνοιγμα στην κορυφή20. Μέσα σ αυτό έρριχναν τή ζάχαρη καί άπό τό ταψί μάζευαν σέ σχισμένο καλάμι τό γλυκό ρόζ μαλλί. Υπήρχαν καί άλλα χάλκινα επαγγελματικά σκεύη, δπως ο ί ζυγαριές μέ δυό δίσκους ή ένα (καντάρι), ή λεκάνι του κουρέα καί έκείνα πού χρησιμοποιούσαν στά καφενεία (ναργιλές μουσλούκι) ή άλλου. Όπωσδήποτε κάτι θά παραλήφτηκε. Γενικά οί χαλκουργοί συναλλάσσονταν περισσότερο μέ τούρκικα νοικοκυριά πού είχαν περισσότρα είδη μπακιρίκών. Αυτά οί Ρωμιοί δέν τά χρησιμοποιούσαν καί γγ αυτό δέν τά ήξεραν. Άλλη χρήση τού χαλκού ήταν γιά διακοσμητικές έπενδύσεις, δπιυς στά καπελάκια των λούστριυν, στά δπλα κτλ. Αλλά καί στην έ κ κ λ η σ ί α πολλά σκεύη ήταν χάλκινα, δπως ή κολυμβήθρα, οί καντήλες, τά έξαπτέρυγα, οί δίσκοι κτλ. ή έπάργυρα σκεύη τής Αγίας Τράπεζας, τά τάματα κ.ά. Τά περισσότερα δμιυς έκκλησιαστικά άντικείμενα ήταν δρειχάλκινα, δπως τά μανουάλια οί καμπάνες κτλ. Μπορούμε μέ δσα ξέρουμε ώς τώρα νά κατατάξουμε τά χάλκινα σκεύη ανάλογα μέ τή χρήση τους σέ κατηγορίες Τ ο ν χ ε ιμ ώ ν α ά ν ο ιγ α ν σ τ ά β ο υ νά μ ε γ ά λ ο υ ς λ ά κ κ ο υ ς π ού γ έ μ ιζ α ν μ έ χ ιό ν ι. Τ ο ύ ς σ κ έ π α ζ α ν μ έ κ λ α δ ιά κ α ί φ ύ λ λ α κ α ί τό κ α λ ο κ α ίρ ι ε ίχ α ν έτο ιμ ο σ φ ιγ μ έ ν ο τ ό χ ιό ν ι, π ο ύ τ ό χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α ν σ ά ν π ά γ ο. 19. Ά π ό τ η χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ή α υ τή φ ρ ά σ η, π ή ρ ε τό ό ν ο μ α μ π ο υ ζά ς ή μ π ο ζ ά ς, ό π ω λ η τ ή ς, τό σ κ εύ ο ς κ α ί τό π ο τό. 20. Λ υ τά π ο ύ κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν τ ιό ο α, ά π ό τ ά λ ίγ α π α ρ α δ ο σ ια κ ά κ ιν η τ ά μ α γ α ζ ά κ ια, δ έν μ ο ιά ζο υ ν ά π ό λ υ τ α μ έ τ ά π α λ ιά. 21. α ) τ α ψ ί, τ η γ ά ν ι - τ η γ α ν ά κ ι ή σ α γ α ν ά κ ι, α ύ γ ο τ ή γ α ν ο, μ π ο υ ρ έ κ τ α σ ί, τ α β ά ς, τ ε ν τ ζ ε ρ έ ς ή κ α τ σ α ρ ό λ α (σ έ μ ε γ έ θ η ) μ π α κ ρ ά τ ς (μ π α κ ίρ α ) - μ π α κ ρ α τ σ ο ύ δ, χ α λ κ ο τ ζ ο ύ κ ι, ζ γ ά - ρα* κ α ζ ά ν ι, ρ α κ ο κ ά ζα ν ο, κ α φ έ μ π ρ ιχ ο ( τ σ ε β ζ έ ), τ σ α ε ρ ό. β ) σ ιν ί, δ ίσ κ ο ς, ά π λ ά δ α, σ α χ ά ν ι, τ σ α ν ά κ ι, τ ά σ ι, γ α β ά θ α, λ ιγ γ έ ρ ι μ έ π ό δ ι, γ ) σ έ φ ε ρ - τ ά σ, μ π α κ ρ α τ σ ο ύ δ, σ ιτ ίλ ι, τ σ ό τ ρ α, τ ζ ε τ ζ έ μ κ α π ί. δ ) γ κ ιο ύ μ ( ι), ( κ ο υ κ ο ύ μ ( ι) ), τ ε π έ ς, σ τ ά μ ν α μ ε γ ά λ η, χ α λ α σ τ ά ρ ( ι ), κ ο υ κ ο υ μ ά κ ( ι), σ τ ά μ ν α
54 ΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 1. Σκεύη για την ετοιμασία ειδών διατροφής: για μαγείρεμα, βράσιμο γάλατος, πιάσιμο τυριού, για σάλτσες, μαρμελάδες, ρετσέλια κλπ. για νά βράζουν ρακί, τσάι, καφέ. 2. Για τό σερβίρισμα στο τραπέζι κλπ. 3. Για μεταφορά φαγητού ή ποτών σέ χωράφι, ταξίδι κλπ. 4. Σκεύη για τή χρήση νερού: για τή μεταφορά του από τη βρύση ή τό πηγάδι, για αποθήκευση για τό βράσιμό του στή φιυτιά, γιά τό άδειασμά του από τό ένα δοχείο στό άλλο, γιά πόση. 5. Σκεύη πλύσης. 6. Γιά διάφορες χρήσεις. 7. Αντικείμενα γιά θέρμανση. 8. "Αντικείμενα γιά φωτισμό. 9. Επαγγελματικά σκεύη (ποιμενικά κτλ.). 10. Εκκλησιαστικά σκεύη. Ε. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΕΥΩΝ Τ ρ ίτη φάση επ εξερ γ α σ ία ς του ύλικο υ (τεχνικές λεπτομέρειες). "Ολα τά σκεύη δέν ϊχουν τόν ίδιο τρόπο κατασκευής. Ένώ τό πιάτο, ό δίσκος, τό ταψί, τό σινί, τό τηγάνι, συχνά καί ή κατσαρόλα, θέλουν ένα στρογγυλό φύλλο άπό μπακίρι, τά βαθιά σκεύη, δπως τό μπακράτσι, ή κανάτα, δ μαστραπάς, θέλουν δυό, τό γκιούμι, ή στάμνα, τό νερόμπρικο, πού είναι βαθιά καί κλειστά, θέλουν τρία φύλλα εκτός άπό τό καπάκι, τό χερούλι ή καί τόν λουλά, δηλ. την πρόσθετη εκροή του μπρικιού. Τό κάθε κομμάτι κόβεται στά μέτρα καί στό σχήμα πού πρέπει. Δουλεύεται ύστερα μέ τά κατάλληλα σφυριά, γιά νά απλώσει ή νά μαζέψει ανάλογα, νά γίνει τό φούσκωμα της κοιλιάς ή τό στένεμα τοΰ λαιμού, ή ακμή τής βάσης κλπ. Μετά ενώνεται τό ένα κομμάτι μέ τό άλλο. Τά σημεία πού γίνονται τά ένώ ματα είναι καθορισμένα καί σ" αυτά φαίνεται ό καλός μάστορας. Βάζει τή μιά ένωση λίγο πάνω άπό τήν ακμή τής βάσης. Τή δεύτερη στήν κοιλιά, λίγο πριν άπό τήν κάμψη του λαιμού, καί τήν κάθετη ν" άκολουθεΐ τήν φορά τού χεριού. Τις ραφές τις κάνει μέ δόντια ή νύχια, δπως τά λένε. Τά δόντια είναι μικρά παράλληλα κοψίματα καί στά δύο κομμάτια πού θά ενωθούν. Τά μικρά ελάσματα, πού δημιουργοϋνται άπό τις κοψιές, τά δόντια, τά πλέκουν μέ τέτοιο τρόπο, ώστε τό ένα νά είναι άπό τήν πάνω έπιφάνεια, τό άλλο άπό τήν κάτω, κάπως σάν τό πλέξιμο των δακτύλων. "Έτσι, μέ τά γερά κτυπήματα πού άκολουθοΰν, γίνεται ένα σφιχτό δέσιμο. Γιά νά μήν ανοίξουν δμως καί νά μήν φαίνονται οΐ δοντιές, τις σβήνουν μέ τή βράση. Δηλαδή πυρώνει ό μάστορας τό μέρος έκεΐνο καλά καί τό σφυκ ρ α σ ιο ΰ, μ π α κ ρ ά τ σ ( ι), μ π ρ ικ ( ι ), ν ε ρ ό μ π ρ ικ ο, φ ιά λ η, κ α ν ά τ ( ι), μ α σ τ ρ α π ά ς, μ α σ τρ α - π α δ ά κ ι. ε ) κ α ζ ά ν ι, μ π α σ ίν α, κ ο υ β ά ς, κ α ν ά τ ι. σ τ ) τ ρ υ π η τ ό, ρ ε ν τ έ ς, λ ε γ ε ν ό μ π ρ ικ ο, λ α δ ε ρ ό, λ ο ν τρ ο τά σ ι, μ ΰ λος το ΰ κ α φ έ, τα π ιο θ ή κ η. ζ ) μ α γ κ ά λ ι. η ) σ α μ ν τ ά ν ι, λ υ χ ν ά ρ ι, π α ρ α ΰ τ ε ( ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ό ), λ α μ π ίτ σ α. θ ) μ π α κ ρ ά τ σ ( ι) γ ιά ά ρ μ ε γ μ α, ν τ ο υ ρ β ά ν ( ι), σ α λ έ π - γ κ ιο υ μ ί, μ π ο ζ ά ς, μ α λ ε μ π ί τ α ψ ί, τ α ίρι γ ιά τ η ς γ ρ ιά ς τ ό μ α λ λ ί, ζ υ γ α ρ ιά, ν α ρ γ ιλ έ ς, μ ο υ σ λ ο ΰ κ (ι). ι) κ ο?,υ μ β ή θ ρ α, κ α ν τ ή λ ε ς, έ ξ α π τ έ ρ υ γ α, δ ίσ κ ο ι, ιε ρ ά σ κ ευή α γ ία ς τ ρ ά π ε ζ α ς, τ ά μ α τ α (ε π ά ρ γ υ ρ α )* τ ά π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α ε κ κ λ η σ ια σ τ ικ ά α ν τ ικ ε ίμ ε ν α σέ ο ρ είχ α λ κ ο. * Έ ν α ό ν ο μ α π ο ύ ε π α ν α λ α μ β ά ν ε τ α ι δ ε ίχ ν ε ι ό τι τ ό σ κ εύ ο ς β ρ ίσ κ ε τ α ι σέ δ ιά φ ο ρ ε ς χ ρ ή σ ε ις.
55 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ρηλατει ώστε νά γίνει ένα σώμα22. Ό καλός μάστορας κρίνεται από τό άν ένα σκεοος τό κάνει μέ λιγότερες ραφές πού νά μή φαίνονται. Ή τέχνη μετριέται μέ τις σφυριές. Αυτονόητο είναι, ότι τά σκεύη μέ τά πολλά κομμάτια καί τις κλειστές φόρμες είναι δυσκολότερα και έχουν περισσότερη δουλειά, γι αυτό φυσικά είναι καί ακριβότερα. Γενικά τά ποντιακά σκεύη έχουν βρισμένες διαφορές από τά άντίστοιχα μακεδονίτικα ηπειρώτικα κλπ. Προτιμούν περισσότερο τις καμπύλες γραμμές στα σχήματά τους άπό τίς ευθείες πού έχουν τά μακεδονικά' έχουν λιγότερες διακοσμήσεις από τά ηπειρώτικα, πού είναι κυριολεκτικά φορτωμένα. Τά ποντιακά ρίχνουν δλο του τό βάρος στη φόρμα καί στις παραλλαγές. α ) Πώς γίνεται ένα άπλό άνοιχτό σκεοος (σ ιν ί - π ιά τ ο ). Γιά νά φτιάξουν τό σινί π.χ., έπαιρναν ένα φύλλο (μιά φέτα) χαλκού, τό σημάδευαν μέ τό περγιέλι (διαβήτη), τό έκοβαν μέ τά ψαλίδια στρογγυλό καί τό τοποθετούσαν πάνιο στό άμόνι. Τό πύρωναν καλά κγ ένας μάστορας μέ μιά μασιά, ή μέ δυο άν ήταν πολύ μεγάλο, τό γυρνοΰσε αργά καί συνέχεια πάνο) στη βάση, ενώ άλλοι μαστόροι γύρω - γύρο), συνήθως έξι, κτυπουσαν κυκλικά μέ μεγάλα σφυριά, τίς βαριές, (πού ή καθεμιά ζύγιζε 3,5 κιλά) μέχρι νά δώσουν τό πάχος καί τό μέγεθος πού ήθελαν στό δίσκο. 'Ύστερα μέ τό διαβήτη πάλι, σημείο>ναν άκριβώς την περιφέρεια. Τά κυκλικά κτυπήματα, καί μέ κίνηση άπό μέσα πρός τά έξω, έδιναν στόν περίγυρο μεγαλύτερο πάχος άπό τό κέντρο' έπρεπε όμως νά είναι τεχνικά καί μετρημένα γιά νά {'.ή γίνει πολύ άδύνατο τό σινί στη μέση καί τρυπήσει εύκολα23. Γιά νά φτιάξουν τό χείλος, άκουμπουσαν λοξά την περιφέρεια του σινιού στήν άκρη του κορακιού (πολύ στενό είδος άμονιού) καί δίναν έτσι μέ κατάλληλο κτύπημα τό βάθος του. Λυτό τό χείλος σέ μερικά σινιά, συνήθιος ποντιακά είναι ύπε: ρυψωμένο καί κουλεδάτο οάν φεστόνι, πράγμα πού δίνει μιά αίσθηση χάρης καί πολυτέλειας στό σινί. Στοιχίζει δμιυς έτσι άκριβότερα, μιά καί έχει περισσότερη δουλειά. Αλλά καί σέ ηπειρώτικα σινιά βρέθηκε αυτή ή μορφή του χείλους, πού δείχνει δτι ή ιδιαίτερη διαμόρφωσή του είναι ζήτημα παραγγελίας καί γούστου. ' Τέλος, έβαζαν τό σινί πάνω σέ μιά ξύλινη βάση (κουρί) καί τό έδιναν ένα τελευταίο μ π ε ρ ν τ ά χ24 μέ τό ξυλόσφυρο, γιά νά στρώσει καί νά πάρει ή έπιφάνεια τήν έλαφριά καμπυλότητα πού χρειάζεται5. Γιά νά φτιάξουν ένα πιάτο έφτανε ένας μικρός στρογγυλός δίσκος. Μέ κατάλληλα κτυπήματα σχημάτιζαν, μέ αναδίπλωση, τό μικρό χαμηλό πόδι γύρω γύρω (0,005 μ.) καί μετά τήν καμπύλη τού βάθους καί τό άνοιγμα τών χειλιών (άπλωτά καί μεγάλα, στενά κλπ.). *Α.ν τό πιάτο ήταν βαθύ, δημιουργούσαν στήν καμπή τών χειλιών μιά πατούρα, γιά νά πατάει τό καπάκι πού καί κείνο γινόταν 22. Σ τ α μ ε γ ά λ α β α ρ ιά σ κ εύη, κ α ζ ά ν ια κ.ά., σ υ χ ν ά πάνιο σ τη ρ α φ ή, ό μ ά σ τ ο ρ α ς κ ά ν ε ι τ ή ν μ π ρ ο υ ν τ ζ ο κ ό λ λ η σ η. Δ η λ. ρ ίχ ν ε ι σ κ ό νη μ π ρ ο ύ ν τζο υ πού μ έ τ ό π ύ ρ ιο μ α λειοόνει, γ ίν ε τ α ι έ ν α σ ώ μ α μέ τό χ α λ κ ό καί σ φ ίγ γ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο τ ή ν ένω σ η ό τα ν κ ρ υ ώ ν ει. Γι* α υ τό β λ έπ ο υ μ ε μ ιά κ ίτ ρ ιν η γ ρ α μ μ ή, τ ό ν μ π ρ ο ύ ν τ ζ ο, π ά νιο σ τή ν κ ό λ λ η σ η τ ο ύ κ ό κ κ ινο υ χ ά λ κ ι νου σ κεύους. 2a. Α π ό α υ τ έ ς τ ίς λ ε π τ ο μ έ ρ ε ιε ς τ ο ύ π ά χ ο υ ς κ α ί τ ώ ν κ τ υ π η μ ά τ ιο ν κ α τ α λ α β α ίν ε τ α ι κ α ί τό π α λ ιό χ ε ιρ ο π ο ίη τ ο ' σ ινί. 21. Μ π ε ρ ν τ ά χ ή μ π ε ρ ν τ ά κ (ι) λένε κ α ί τό ξύ λ ο π ο ύ δ ίν ο υ ν σέ κ ά π ο ιο. «Θ ά σού δ ώ σ ω έ ν α μ π ε ρ ν τ ά κ (ι) ν ά σ τρ ιό σ εις». 2 Γι. " Ο τ α ν ε ίπ α σ τό ν π α π π ο ύ, ότι μέ τό σ ο υ ς ά ν θ ρ ιο π ο υ ς ν ά δουλεύ ο υ ν γ ιά έ ν α σ ιν ί α υ τ ό Οά κ ό σ τιζ ε π α ν ά κ ρ ιβ α, μού Α π ά ντη σ ε π ώ ς δ ε ν ή τα ν κ α θ ό λ ο υ έ τ σ ι, γ ια τ ί τ ό μ ε ρ ο κ ά μ α τ ο τ ό τ ε ή τ α ν π ο λ ύ χ α μ η λ ό.
56 ΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» άπό ένα κυκλικό φύλλο. Τό χείλος μπορούσε νά κοπεί μετά σαν φεντόνι ή δαντέλα για όμορφιά. Μέ τον καιρό τό πόδι του πιάτου φαγωνόταν καί τρυπούσε στό σημείο της αναδίπλωσης. Τότε, το πήγαιναν στό μάστορα* αυτός τό έκοβε καί τό ένωνε ξανά μέ δόντια καί μέ τή βράση ή άλλαζε πάτο πού τον προσάρμοζε στη θέση τοΰ παλιού πάλι μέ τον ίδιο τρόπο. β) Π ώς γ ίνετα ι ενα άπλό κλειστό σκεύος (μπακράτσ ι - γ κ ιο ύ μ ι). Γιά νά φτιάξουν ένα μπακράτσι, πού είναι τό άπλούστερο άπό τά βαθιά σκεύη, χρειάζονται ένα δίσκο στρογγυλό γιά τον πάτο καί ένα όρθογώνιο φύλλο χαλκού γιά τά κάθετα τοιχούματα. Ή ένωση γίνεται λίγο πιο πάνω άπό την καμπή τοϋ πάτου, μέ τον γνωστό τρόπο. Άριστος μάστορας είναι εκείνος πού θά καταφέρει μ5 ένα μόνο στρογγυλό φύλλο νά φτιάξει ένα μπακράτσι. Σ' αυτήν τήν περίπτωση ή μετάβαση άπό τόν πάτο στά τοιχώματα γίνεται μέ καμπύλη γραμμή πού δίνει πλαστικότητα καί ιδιαίτερη χάρη στή φόρμα καί βοηθά ώστε ή διακόσμηση νάναι περίτεχνη καί συνεχής, χωρίς νά σκοντάφτει σέ ενώσεις. Τέτοιοι μαστόροι συναντιούνται περισσότερο στά Γιάννινα, δπου οι φόρμες στά σκεύη είναι καμπύλες, οι ένώσεις - άν υπάρχουν - σχεδόν αόρατες καί ή διασκόσμηση πλούσια. Μιά άλλη ένωση γίνεται έκεί πού τό όρθογώνιο φύλλο κολλά τις στενές πλευρές του. Αυτή τή ραφή τή βάζουν συνήθιυς κάτω άπό τό χερούλι ή πολύ κοντά του. Μέ τό κατάλληλο κτύπημα ή- ένωση πρέπει νά χαθεί. Συνήθως, στην οριζόντια ένωση κάνουν μικρά κτυπήματα μέ ένα μυτερό σφυράκι ή κοπίδι, πού είναι μικρές διακεκομμένες γ ρ άμμου λες σέ παράλληλη διάταξη, γιά νά πιάνουν τό πάνω καί τό κάτω μέρος τοΰ δοντιού, ώστε νά φαίνεται σάν διακόσμηση μέ γραμμές καί νά χάνεται ή ραφή. Τό χείλος γίνεται ίσιο μέ άναδίπλωση, ή λίγο οριζόντιο ή σάν κορδόνι. Σ αυτήν τήν περίπτωση, στά μεγάλα μπακράτσια βάζουν άπό τήν εξωτερική μεριά τοϋ χείλους μιά βέργα σ δλη τήν περιφέρεια καί πάνω της στρίβουν τό χείλος γιά νά πάρει τό σχήμα τού κορδονιού. Τ ό χερούλι πού είναι άπό πάνω σάν ήμικυκλικό στεφάνι, έχει τά άκρα του δμοια μέ ά γ κ ι- σ τ ρ α πρός τά έξω. Αυτά, περνούν μέσα άπό τις θ η λ ε ι έ ς πού είναι καρφωμένες πάνο) στό σκεύος σέ δυο αντίθετα σημεία. Είναι απλές βέργες πού σχηματίζουν ημικύκλιο ή κεφαλαίο ωμέγα, μέ τις αποφύσεις τεχνικά φτιαγμένες σάν περισπιομένες. "Όπως καί νάναι, τά χερούλια καί οι θηλειές θέλουν ιδιαίτερη τέχνη, γι αύτό δημιουργήθηκαν καί ορισμένοι ιδιαίτεροι τεχνίτες οι χ ε ρ ο υ λ ά δ ε ς. Μερικές φορές δλη ή ομορφιά ενός μπακρατσιοΰ βρίσκεται σ αυτά τά σημεία. Έχουμε, κυρίως στά πολύ μεγάλα καί βαριά σκεύη, χερούλια καί θηλειές άπό μπρούντζο ή σίδερο. Τά πρώτα είναι χυτά, τά δεύτερα σφυρήλατα, γιά νά στοιχίζουν φτηνότερα καί νάναι πιο στερεά. Μέ τόν ίδιο περίπου τρόπο γίνεται καί ένα κανάτι ή ένας μ α σ τ ρ α- % ά ς. Μόνο πού σ αυτά τό χερούλι εναι κάθετο στό πλάι καί ακριβώς πάνω στή ραφή ή λίγο δίπλα της. Στό γκιούμι ή τό μπρίκι ή κατασκευή είναι πιό δύσκολη. Τό επόμενο μετά τόν πάτο φύλλο πρέπει νά στενεύει στό πάνω μέρος, δηλαδή νάναι τραπέζιο, γιά νά δώσει τό στενό άνοιγμα του λαιμού. Συνήθως, στήν καμπή των ώμων μπαίνει άλλη ραφή, ώστε ό λαιμός νά γίνει άπό ξέχωρο μικρό ορθογώνιο κομμάτι. Στό ποντιακό γκιούμι, δταν είναι γιά νά μπαίνει στή φωτιά, ό πάτος είναι τελείο>ς επίπεδος καί μαύρος καί ή ένωσή του μέ τό ύπόλοιπο σώμα είναι αλλιώτικη. Δηλαδή ό δίσκος τοϋ πάτου κάνει ένα χείλος 0,005 ή 0,01 μ. Τό ορθογώνιο ή τραπέζιο φύλλο πού σχηματίζει τό σώμα, πατά μέσα στό δίσκο καί έφάπτεται μέ τά χείλη του πού τό αγκαλιάζουν εξωτερικά. Μέ κατάλληλο πύρωμα καί σφυρηλάτημα τά δυό φύλλα δένουν χωρίς δόντια.
57 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Έξ άλλου, ή γραμμή του σώματος στο ποντιακό γκιούμι είναι καμπύλη πρός τά μέσα πού ξαναφουσκώνει καί δημιουργεί κορδόνι στους ώμους. Απ έκεί στενεύει για νά κάνει άλλο ενα κορδόνι στο λαιμό. Λυτός, ανεβαίνοντας σχηματίζει έντονο ράμφος (εκροή) πού διαγράφεται έξωτεοικά. Αντίθετα, τά λεγάμενα «κοζανίτικα» γκιούμια πού τά χρησιμοποιεί ολη ή Δυτική Μακεδονία και κυρίιος οι γηγενείς, έ χουν ίσια τοιχώματα, γωνία στούς ώμους καί ίσιο λαιμό μέ μικρή ή χωρίς καθόλου έκροή. Τό καπάκι, δπου υπάρχει, είναι σέ σκαφοειδές ή κωνικό σχήμα καί γίνεται από ένα μικρό, στρογγυλό δίσκο. Τό χερούλι, στήν αρχή απομακρύνεται άπό τό λαιμό καί κυρτό) νεται πρός τά έξω, μετά ξαναγυρνά καί παρακολουθεί τήν καμπύλη τοϋ σώματος του σκεύους. Σταματά λίγα δάκτυλα πιο ψηλά άπό τον πάτο, πάνω στήν ένωση. Γιά νά ενωθεί τό χερούλι μέ τό λαιμό, διχαλώνεται καί δημιουργεί δύο αποφύσεις (δ ε σ ί μ α τ α), πού συχνά είναι πολύ διακοσμητικές. Στό σημείο πού κόβεται ατά δυό, κάνει ένα μικρό έξαρμα μέ τρυπούλα, δπου δένει τό,χερούλι τοϋ καπακιού κι έτσι μοιάζει σά νά τριχοτομείται. Αυτό τό χερουλάκ ι, σύνδεσμος μάλλον μέ τό καπάκι, εφάπτεται μαζί του, γιά νά καταλήξει στήν κορυφή σέ μιά σπείρα ή ένα τ σ ο υ ν ά κ ι. Στά σκεύη πού υπάρχει λουλάς, (σο)ληνοειοής έξιυτερική έκροή) προσαρμόζεται στήν κοιλιά, πριν αυτή ένωθεί μέ τον πάτο καί κολλιέται άπό τήν εσωτερική πλευρά κυρίως, δπου καί δένεται μέ κτυπήματα. Αυτή είναι μιά δύσκολη δουλειά καί θέλει ιδιαίτερη προσοχή. Εκείνο πού έχει σημασία στά βαθιά κλειστά σκεύη είναι τά δεσίματα, οί ραφές (πού πρέπει νά βρίσκονται στήν ίδια ευθεία) οί λεπτομέρειες στά χερούλια, θηλειές, καί καπάκια, ή προσεγμένη φόρμα καί ή καλή δουλειά. Γιατί μιά καί συνήθως είναι τά πιο αστόλιστα σκεύη, ή καλή δουλειά καί οί λεπτομέρειες είναι τά μόνα τους στολίδια. Γιά τά δεσίματα, τά χερούλια, μερικές ενώσεις κ.ά., χρησιμοποιούσαν κ α ρ - φ ι ά πού ήταν πολύ διαφορετικά άπό τά σημερινά, τά ευρωπαϊκά, δπιυς τά λέει «ό παππούς» χαρακτηριστικά. ΤΙ1ταν τυλιχτά καί χυτά. Τά τυλιχτά ήταν περτσί via πού γίνονται πάλι άπό χαλκό. Φτάνει γγ αυτή τή δουλειά ένα μικρό κομματάκι άπό φύλλο χαλκού. Τό τύλιγαν σάν τσιγάρο καί τό περνούσαν άπό τήν τρύπα πού είχαν φτιάξει στο σκεύος. Τό κτυπούσαν καί άπό τις δυό μεριές καί σχημάτιζε κεφά λι πού έδενε πάρα πολύ γερά. Τέτοια καρφιά μαρτυρούν γιά τήν παλαιότητα ένός σκεύους. Τά κεφάλια μέ τό κτύπημα έπαιρναν συνήθως μορφές τριγωνικές, κυκλικές ή διχαλωτές. Τά χ υ τ ά γίνονταν άπό μιά λεπτή στρογγυλή βέργα χαλκού, πού τήν περνούσαν σέ μιά τρύπα, τήν ανάλογη μέ τό πάχος τής βέργας, πού είχε τό κ α ρ φ ι κ α λ ο ύ π ι (τό σιδερένιο τετράπλευρο λοστάρι μέ τις τρύπες στή σειρά). Κτυπούσαν άπό τή μιά μεριά τή βέργα μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά κάνει κεφάλι, δηλ. νά γίνει καρφί, καί ύστερα τήν έβγαζαν καί τήν έκοβαν στό μήκος πού ήθελαν. Τό καρφί αυτό μπορούσε τώρα νά καρφωθεί στο σκεύος καί μέ κτύπημα πάλι, άπό τήν άλλη μεριά, νά π ε ρ τ σ ι ν ω 0 ε ί, δηλαδή νά κάνει δυό κεφάλια (πάνω - κάτω) πού Οά σφίγγουν γερά τά μέρη τού σκεύους πού ενώνονται. Αυτά τά δεύτερα καρφιά τά χρησιμοποιοΰ ;αν περισσότερο γιά τά μεγάλα καί βαριά σκεύη, π.χ. γιά τά καζάνια, πού τά έλεγαν κ α ρ φ ο) τ ά* Λ ύ τη τ ή δ ο υ λ ειά ό π α π π ο ύ ς τ ή ν έ κ α νε μ π ρ ο σ τ ά μ ου, γ ιά ν ά κ α τ α λ ά β ω κ α λ ύ τ ε ρ α. Μ ου έ δ ε ιξ ε α κ ό μ η κ α ί π α λ ιά σ κεύη μέ τ έ τ ο ια κ α ρ φ ιά. 27. Ά λ λ ο ς τ ρ ό π ο ς ν ά δ έσ ο υ ν δυο κ ο μ μ ά τ ια, ή τ α ν ν ά κ τυ π ή σ ο υ ν τ ό σ η μ είο π ο ύ ή θ ε λ α ν μέ κ α ρ φ ί χ ω ρ ίς ν ά τό τρ υ π ή σ ο υ ν. Μ έ τ ή ν π ίε σ η ό χ α λ κ ό ς β α θ ο ύ λ ω ν ε κ α ί δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ σ ε ά π ό τ ή ν ά λ λ η έ ν α μ ικ ρ ό ε ξ ό γ κ ω μ α π ο ύ ε μ π ό δ ιζ ε ν ά ξ ε κ ο λ λ ή σ ο υ ν τ ά δύο μ έρ η.
58 ΕΣΤΙΑ» Tea νά κρατήσουν οι ενώσεις στα σκεύη μεταφοράς καί άποθηκεύσεως υγρών καί νά μή διαρρέει τό ύγρδ πού περιέχουν, τά κ έ ρ ω ν α ν μέ άγνδ μελισσοκέρι. (Φυσικά, δσα σκεύη δέν έμπαιναν στη φωτιά). ΣΤ. Γ Υ Α Λ ΙΣ Μ Α Π α ρ α δοσια κό τσάρκι. Τελευταία φάση τής δλης δουλειάς ήταν τό γυάλισμα. Αυτό γινόταν, μέ πολύ διαφορετικό τρόπο άπ δ,τι γίνεται σήμερα (βούρτσα, κετσές κλπ.)στό τσάρκι μ έ τ ά μ α χ α ί ρ ι α. Σ αύτό γινόταν έπίσης καί ή διακόσμηση μέ παράλληλες γραμμές στην περιφέρεια του σκεύους. Ή χρήση τοϋ τσάρκι σταμάτησε μετά τόν πόλεμο του 40, γιατί εν τώ μεταξύ μπήκαν οί ευρωπαϊκοί τόρνοι πού δούλευαν μέ έτοιμα φύλλα άπό τόν κύλινδρο καί εφεραν την πτώση στά χειροποίητα χάλκινα Αντικείμενα καί τις άντίστοχες μηχανές καί εργαλεία. Από τόν παππού καί άλλους χαλκωματάδες έχουμε την έξής περιγραφή γιά το τσάρκι: Τό τσάρκι άποτελεΐται άπό έ'να μεγάλο ξύλινο Π. Στό μέσο περίπου τής κάθετης πλευράς του καί σέ οριζόντια θέση, στερεώνεται μέ τη βοήθεια ενός καντρονιοϋ, ένας ξύλινος κύλινδρος, ό μ α κ α ρ ά ς. Άπό την άλλη πλευρά καί στην ίδια εύθεία μέ τόν μακαρά, στερεώνεται ένας συσφιγκτήρας2829. Ανάμεσα σ αύτούς τούς δυό έμενε ένα κενό οπού τοποθετούσαν τό σκεύος μέ τον πάτο του νά άκουμπά στην κυκλική έπιφάνεια τοϋ μακαρά, καί μέ τό άνοιγμά του πρός τόν συσφιγκτήρα. Ά ν υπήρχε πάλι κενό, τό συμπλήρωναν μέ τάκους, τάπες κλπ., ώσπου νά στερεωθεί γερά άνάμεσά τους. Στον μακαρά10 ήταν τυλιγμένο ένα σχοινί11 πού την έλεύθερη άκρη του κρατούσε ένας τεχνίτης30' δταν έπαιρνε τό σχήμα άρχιζε νά ξετυλίγει δυνατά καί ρυθμικά. Ένας μάστορας, μέ ατσάλινο καί καλά ακονισμένο μαχαίρι31, πού τό έλεγαν γ λ ύ- φ τ η γιατί Ιγλυφε, άκουμποΰσε τή λεπίδα του πάνω στό σκεύος πού γυρνοϋσε γρήγορα παρασυρμένο άπό την κίνηση τοϋ μακαρά. Τό μαχαίρι έβγαζε μιά λεπτή φλούδα άπό τό μπακίρι καί έτσι το ίσιωνε άπό τις τυχόν ανωμαλίες καί συγχρόνως 2 8. Κ ε τ σ έ ς ε ίν α ι μ ά λ λ ιν ο χ ο ν τ ρ ό π α ν ί ά π ό γ ιδ ό μ α λ λ ο. Ρ ά β ο υ ν μ α ζ ί π ο λ λ ά τ έ τ ο ια σ τ ρ ο γ γ υ λ ά κ ο μ μ ά τ ια, ν ά γ ίν ο υ ν μ ιά κ υ λ ιν δ ρ ικ ή φ έ τ α π ο ύ τ η ν π ερ ν ο ύ ν μ ε ψ α ρ ο κ ό κ κ α λ ο κ α ι σ μ ιρ ίλ ι. Σ α υ τ ό ν, κ α θ ώ ς γ υ ρ ν ά μ έ τ α χ ύ τ η τ α ά π ό τ ό ν μ η χ α ν ισ μ ό, ά κ ο υ μ π ο ΰ ν τ ό σ κ εύ ο ς π ο ύ τ ό κ α θ α ρ ίζ ε ι ά π ό τ ό γ ά ν ω μ α κ α ι τ ι ς β ρ ω μ ιέ ς. * Β ο ύ ρ τ σ α. Ε ίν α ι ά π ό κ α ρ α β ό π α ν ο φ τ ια γ μ έ ν η μ έ τ ό ν ίδ ιο τ ρ ό π ο τ ο ύ κ ε τ σ έ. Ε ίν α ι α λ ε ιμ μ έ ν η μ έ σ α π ο ύ ν ι κ α ί μ έ τ ό γ ύ ρ ισ μ ά τ η ς γ υ α λ ίζε ι τ ό σ κ εύ ο ς σ υ σ φ υ κ τ ή ρ ε ς ε ίν α ι ξ ύ λ ιν ε ς σ φ ή ν ε ς πού σ τενεύ ο υ ν σ τη μ ιά ά κ ρ η. Α ύ το ί μ π ή γ ο ν τ α ν σ τό ξ ύ λ ο τ ο ύ Π ί π ο ύ ή τ α ν κ ά θ ε τ ο κ α ί κ ρ α το ύ σ ε τ ό κ ό ν τρ α. Τ ά τ υ χ ό ν κ εν ά π ο ύ δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ σ α ν κ α θ ώ ς έ μ π α ιν ε ή σ φ ή ν α σ τό ξύλο, γ έ μ ιζ α ν μ έ μ ικ ρ ά π ελ εκ ο ύ δ ια. Α ρ σ ενικ ό λ ε γ ό τ α ν ή σ φ ή ν α κ α ι θη λ υ κ ό τό κ ό ν τ ρ α ξύλο. Έ τ σ ι, τ ό κ ά θ ε τ ι έ σ φ ιγ γ ε γ ε ρ ά κ α ί α υ τ ό ς 6 τ ρ ό π ο ς α ν τ ικ α θ ισ τ ο ύ σ ε τ ή β ίδ α. 30. Έ ν α ς τ έ τ ο ιο ς κ ύ λ ιν δ ρ ο ς μ έ σ χο ιν ί κ α ί δ λ α τ ο υ τ ά ε ξ α ρ τ ή μ α τ α, υ π ά ρ χ ε ι δ ια λ υ μ έ ν ο ς κ α ί κ α τ α χ ω ν ια σ μ έ ν ο ς σ έ μ ιά ά π ο θ ή κ η σ τό σ π ίτ ι το ϋ π α π π ο ύ. Τ ό ν έ χ ε ι φ έ ρ ε ι ά π ό τ ή ν π α τ ρ ίδ α τ ο υ, τ ά Σ ο ύ ρ μ ε ν α, κ α ί ε ίν α ι π ερ ίπ ο υ 150 χ ρ ο ν ώ. Δ υ σ τ υ χ ώ ς, π α ρ β λ ες μου τ ις π ρ ο σ π ά θ ε ιε ς, ά π ε δ ε ίχ θ η π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο, γ ιά τ ε χ ν ικ ο ύ ς λ ό γ ο υ ς, μ έ χ ρ ι τ ώ ρ α ν ά τ ό ν β γ ά λ ο υ ν ά π ό κ ε ΐ π ο ύ β ρ ίσ κ ε τ α ι, ν ά τ ό ν σ υ ν α ρ μ ο λ ο γ ή σ ο υ ν, ώ σ τ ε ν ά φ ιο τ ο γ ρ α φ η θ ε ϊ κ α ί ν ά έ χ ο υ μ ε έ τ σ ι μ ιά σ ω σ τ ή ε ικ ό ν α τ ο ϋ π α λ ιο ύ α υ τ ο ύ ε ρ γ α λ ε ίο υ. 'Έ ν α μ α κ α ρ ά μ όνο β ρ ή κ α σ τό ε ρ γ α σ τ ή ρ ι τ ο ύ, Π ό ν τ ιο υ έ π ίσ η ς, χ α λ κ ο υ ρ γ ο ύ Α θ α ν α σ ιά δ η. Α κ ό μ η, σ τή Β έ ρ ο ια π ου π ή γ α, μ ο ϋ ε ίπ α ν ο τ ι υ π ά ρ χ ο υ ν κ ά π ο υ τ μ ή μ α τ α ε ν ό ς τ σ ά ρ κ ι Τ ό ά κ ό ν ι γ ιά τ ά μ α χ α ίρ ια π ο ύ ε ίχ ε δ π α π π ο ύ ς τ ό έ φ ε ρ α ν π α λ ιά ά π ό τ ή ν Τ ο υ ρ κ ία.
59 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ τδ γ υ ά λ ι ζ ε32. Άν δ μάστορας «δ τσαρκίς» ήταν μερακλής καί ήθελε νά βάλει καί καναδυδ - τρεις γραμμές παράλληλες για ομορφιά (αυτή ήταν ή πιδ άπλή διακόσμηση) άκουμπούσε τή μύτη του μαχαιριού στδ μπακίρι καί με τδ γύρισμα έγραφε πάνω του ή γραμμή ένα κύκλο. "Οταν δ κύκλος δέν έκλεινε κανονικά, ήταν αποτυχημένος καί αύτδ ήταν κάτι τδ πολύ σπάνιο33. Μετά τα μαχαίρια, για νά διατηρήσουν την γυαλάδα στδ μπακιρένιο σκεύος, τά κάπνιζαν. Δηλαδή έκαιγαν μάλλινα πανιά καί ακριβώς πάνω τους, άπδ ένα δοκάρι κρεμούσαν τά μπακίρια34. Μέ τή φλόγα καί τδν καπνδ έπαιρναν αύτά ένα μ ε ν ε β ί ς, ένα βερνίκι δηλαδή, πού τά διατηρούσε κόκκινα καί γυαλιστερά. Φυσικά, δσα σκεύη θά τά γάνωναν καί έξωτερικά, δέν τά βερνίκωναν. Έτσι, κόκκινα καί λαμπερά, τά κρεμούσαν έξω στδ μαγαζί, γιά νά προκαλούν. Ζ. ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ Εϊδη διακόσμησης κ α ί θέση της πάνω στό σκεύος. Μέθοδοι διακόσμησης. Δ ια κοσμητικά θέματα Κέντρα δπου γινόταν ή διακόσμηση. Τά χάλκινα σκεύη διακοσμούνται μέ γραμμωτά χαράγματα, κυρίως πάνω στις πιδ πλατιές τους έπιφάνειες. Ή διακόσμηση είναι άπλή ή πιδ σύνθετη. Άλλοτε καλύπτει ένα μικρδ μέρος τού σκεύους καί άλλοτε δλόκληρη σχεδδν την έπιφάνειά του (μερική, δλική). Πολλές φορές τδ ίδιο τδ σκεύος έχει τόσο όμορφη καί καλοδουλεμένη φόρμα, μέ προσεγμένες τις λεπτομέρειες, πού είναι χαρά στά μάτια. Υ πάρχουν μπακίρια, δπως τά πιάτα, οι άπλάδες, οί κούπες κλπ., μέ μικρά δαντελωτά κοψίματα στά χείλη, πού δημιουργούν φεστόνι. Στδ υπόλοιπο σώμα κτυπήματα μικρά, κανονικά καί δμοιόμορφα άπδ τήν ανάστροφη στρογγυλεμένη κάπως έπιφάνειά τού σφυριού, δημιουργούν μέ τά άνεπαίσθητα κυκλικά βαθουλώματα αντανακλάσεις τού φωτδς καί γενικά μιά πιδ λαμπερή, άλλά όχι μονότονη έπιφάνειά. Ακόμη καί τά μικρά μπρούντζινα ανάγλυφα έξαρτήματα, δπως χερούλια σέ κατσαρόλες πού μοιάζουν μέ ανθέμιο ή κοχύλι, άπολήξεις σέ καπάκια, σάν μικρά κουμπάκια, ή πουλάκια ή αστράκια κτλ., πού βάζει δ τεχνίτης στά σκεύη του, τά δίνουν μιά χάρη Ιδιαίτερη. Ή διακόσμηση μπαίνει στις μεγάλες κυρίως έπιφάνειες τών σκευών. Στά βαθιά σκεύη, μπρίκια, γκιούμια, κανάτια, όταν έχουν σκάλισμα, αύτδ βρίσκεται στήν κοιλιά καί πολύ σπάνια στδ λαιμό. Στά μικρά μπακράτσια, τά σέφερ τάσια, κούπες κτλ., δλη ή έπιφάνειά είναι βολική καί κατάλληλη. Τά πιδ διακοσμημένα δμως είδη ήταν τά ρηχά σκεύη, πιάτα, δίσκοι, σινιά. Σ αύτά ή διακόσμηση απλωνόταν γιά τά πιάτα στά χείλη καί τά καπάκια καί σπανιότερα στδ εσωτερικό, στους δίσκους, ταψιά καί σινιά στήν περιφέρεια ή σ δλη τήν έπιφάνειά. Συνεχίζεται 32. Σ τ ό τ σ ά ρ κ ι π ή γ α ιν α ν κ α ί τ ά μ ε τ α χ ε ιρ ισ μ έ ν α σ κ εύ η, γ ιά ν ά κ α θ α ρ ίσ ο υ ν ά π ό τ ό π α λ ιό χ α λ α σ μ έ ν ο γ ά ν ο μ α και ν ά γ υ α λ ίσ ο υ ν π ά λ ι. 33. Μ οΰ έ δ ε ιξ ε ό π α π π ο ύ ς α π ο τ υ χ η μ έ ν ο υ ς κ ύ κ λ ο υ ς - γ ρ α μ μ έ ς σέ ά ρ κ ε τ ά σ κ εύ η. 34. Ο ρ ισ μ έ ν ο ι χ α λ κ ο υ ρ γ ο ί δ ια φ ω ν ο ύ ν μ α υ τό τ ο ν τ ρ ό π ο γ υ α λ ίσ μ α τ ο ς κ α ί μ οΰ υ π ο δ ε ικ ν ύ ουν ά λ λ ο υ ς.
60 -3* -«s» ΚΩΝ. I. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ "ΠΑΝΑΡΑΤΟΣ,, Επιτομή τής «Έρωφίλης» του Γεωργίου Χορτάτζη όπως παίζονταν στα Γιάννινα τό 1887 Τά Γιάννινα, όπως και τόσες άλλες πόλεις του άλύτρωτου ελληνισμού στά χρόνια της τουρκοκρατίας ευρισκαν τρόπο νά ποικίλλουν τή ζωή τους μέ λογιών - λογιών γιορτές* βαφτίσια και πανηγύρια στά μοναστήρια. Οί εδραίοι κλεισμένοι τότε στον εαυτό τους, δέ θυμάμαι, νά παρουσίαζαν τίποτε τό αξιόλογο άπό τέτοιας λογής κοινωνικής εμφάνισης, έκτος άπό οικογενειακές γιορτές κλπ. Μονάχα στο «Πρείμ» δηλ. τό «Πουρείμ», γιορτή σ' ανάμνηση τής σωτηρίας τής φυλής τους από τή ραδιουργία καί τή διαβολή του «'Αχρείου Αμάν» πρωθυπουργού τού βασιληά των 'Ασσυριών Άσσουήρου μέ σκοπό τό γενικό έξολοθρεμό τους έβγαιναν λιγοστές παρέες μασκαρεμένων στην «Όβριακή», όπως λέγονταν ή εβραϊκή συνοικία τους μέσα στο κάστρο κι' άπ εξώ άπ' αυτό. Τά τραγούδια τους, έλληνικά φυσικά, γιατί μητρική τους γλώσσα ήταν ή ελληνική,περιστρέφονταν στο συγκλονιστικό αυτό γεγονός μέ κατάρες κατά τής κεφαλής τού Αμάν. «Τούν Αμάν, τούν άρούρ τούν μπικουτσιργιανείμ...»1. κγ επαίνους γιά την άμορφη όβραιοπούλα, την ήρωΐδα Έσθήρ, πού μέ τις παρακλήσεις της στο φοβερό βασιληά σύζυγό της Άσσουήρη ανέτρεφε τό μεγάλο τούτο κίνδυνο: «Ή Στέρ ή π η νιμ έν τρεις μέρις νη σ τιμ έν» 1. "Όσο γιά τούς Τούρκους δέ γίνεται συζήτησις. Στή νηστεία μόνο τού Ραμαζανιου ξενυχτούσαν ατούς καφενέδες καί στά σπίτια τους τρωγοπίνοντας «άπ τ' άξιάμ» (Δύση τού ήλιου κι' έσπερινή προσευχή) πού τό σύνθημα έδινε τό «τόπ» (κανόνι) από τά μπιντόνια τού κάστρου μέχρι τήν άνατολή τού ήλιου. Τήν ήμέρα τήν περνούσαν νηστεύοντας άπό ψωμί, νερό, τσιγάρο, χωρίς ν άφήνουν τις δουλειές τους. Στους δρόμους χαιρετιώνταν μέ μια κίνηση τού κεφαλιού... τελεμένοι άπό τή νηστεία, Οι χανούμισσες έκαναν «μάζα» (6πα*ς λέγονταν ή γυναικοσυγκέντρωση γιά διασκέδαση) στά χαρεμλήκια (γυναικωνίτες), δπου περνούσαν τις ώρες τους μέ σερμπέτια καί γλυκίσματα τραγουδώντας μέ συνοδεία τό οϋτ (έγχορδο όργανό σαν το λαβούτο). 1) "Α ρούρ = : κ α τ α ρ α μ έ ν ο ς, Μ π ικ ο υ τ σ ιρ γ ια ν ε ίμ λ ιγ ό η μ ε ρ ο ς.
61 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Οι άντρες, έκτος άπό τούς καφενέδες2, είχαν τα γλέντια τους ατά σελιαμλήκια (άνδρώνες). Είχαν άκόμα καί κάτι άλλες γιορτές του κορμπάν - μπαϊραμιού (κορμπάν = θυσία) με ψητά άρνιά και την «καλή βραδυά», δπως την έλεγαν έλληνικά, πού γιόρταζαν τη γέννηση του Προφήτη Μωάμεθ. Τό βράδυ έκεϊνο έβγαινε κι ό Κουτσο - Έλμάζης μέ τό νταούλι στους τουρκομαχαλάδες άπό πόρτα σέ πόρτα καί μάζευε «μπαχτεμειια» (φιλοδωρήματα) καί χρωματιστά μαντήλια, πού τά κρεμούσε ατό «όργανό» του. 'Όμως σπουδαιότερες ήταν οι όποκρηάτικες διασκεδάσεις των Χριστιανών, πού άρχιζαν άπό την άρχή τού τριωδίου (Τελώνου καί Φαρισαίου) καί συνεχίζονταν τις ύπόλοιπες Κυριακές* του 'Ασώτου, την Κρηατ'νή, την Τσικνουπέφτ', την Τυρ'νή καί την Καθαροδεφτέρα. 'Από τό πρώτο κι' άλας σάββατο τού Τριωδίου κατά τό άπογευματάκι έκαναν δειλά - δειλά την έμφάνισή τους στο παζάρι καί στών μαχαλάδων τά κρασοπλειά οί «προυσουπίδις» παρέες - παρέες μέ δυο - τρεις πρωσοπιδοφόρους φούστανελλάδες* γυλέκο κεντητό μέ μαύρο μπριςβμ (μεταξωτή κλωστή), σελιάχι, τσαρούχια κόκκινα μέ παχειά μαύρη φούντα καί φέσι κόκκινο στραβοβαλμένο μέ ριγμένη τή φούντα μ' άνοιχτά τά κρόσια στον ώμο. 'Απαραίτητη ή «νύφη», ένα 18 ως 20 χρονών παλληκαράκι, ντυμένο γυ ναικεία δίχως προσωπίδα, μέ τ'μάνι (βράκα γυναικεία) καί φέσι μέ φλωριά, γιά νά κρατάη τό μαντήλι τού κορυφαίου τού χορού. Κάθε παρέα συνοδεύονταν όποίσδήποτε άπό ένα «τακίμ (συγκρότημα) βιολιά», (κλαρίνο - λαβούτο - ντέφι καί βιολί). Στήν κάθε ταβέρνα πού περνούσαν, θά στέκωνταν νά πάρουν καναδυό χορούς δείχνοντας τή σβελτάδα καί τήν τέχνη τους στούς θαμώνες καί τούς περίεργους, πού «έφκιαναν άλώνι» ολόγυρα, καθώς καί τις γυναίκες καί τά κορίτσια τής παντρειάς, πού έκαναν σεργιάνι άπό τά καφασωτά παραθύρια τών γύρω σπιτιών. Ό κρασοπούλος πηγαινοέρχονταν άσταμάτητα μέ τό νταμπάκι γεμάτο κρασοπότηρα, γιά νά «φχαριστήσ' τά πιδιά» (τούς φουστανελλοφόρους) πού χόρευαν. 'Αλλά κι' οί βιουλτζήδες «βάραγαν» μέ τήν ψυχή τους, σάν έβλεπαν πώς τά «κολλήματα» στή μπάλλα, άπό γρόσι, ώς κάρτο (τέταρτο τού μετζητιού; 5 γροθιά), «πάηναν βρουχή».,ναν βρήσκανε πολλές παρέες τώστρωναν γιά πολλήν ώρα μέ χορούς καί τραγούδια τού τραπεζιού, κλέφτικα καί «μοιρολόγια», καί πάλι δρόμο γιά άλλη γειτονιά. 2) Ο Ι το ύ ρ κ ικ ο ι κ α φ ε ν έ δ ε ς ή τ α ν, π ο λ ύ π α λ η ό τ ε ρ α, κ ά τ ι χ α μ η λ ο τ ά β α ν ε ς χ α μ ο κ έ λ λ ε ς σ τ ρ ω μ έ ν ε ς μ έ ψ άθες* σ τή μ έσ η τ ό μ α γ κ ά λ ι τ ό χ ε ιμ ώ ν α κ α ι ο λ ό γ υ ρ α σ τ α υ ρ ο π ό δ ι ο ΐ ά γ ά δ ε ς μ έ τ ο ύ ς ν τ ο υ λ α μ ά δ ε ς μ έ ν α ρ γ κ ιλ έ ή τ σ ιγ ά ρ ο «σ τ ρ ιφ τ ό». Ό κ α φ ε τ ζ ή ς, ν τ ο υ λ α μ α δ ο φ ό - ρ ο ς κι* α υ τ ό ς, κ ά θ ο ν τ α ν κ α τ ά χ α μ α κ ο ν τ ά α τό ό τ ζ ιά κ ι, οπού έ β ρ α ζ ε τ ό ν ε ρ ό σ υ ν έ χ ε ια μ έ σ α σ το ν «Κ α ρ ά - μ π α μ π ά, έ ν α τ ε ν ε κ ε δ έ ν ιο δ ο χ ε ίο κ α τ ά μ α υ ρ ο ά π ό τ ή ν κ α π ν ιά τ ο ύ ό- τζικ ιο ύ. Ό κ α φ έ ς σ ε ρ β ίρ ο ν τ α ν μ έσ α σέ ζ ά ρ φ ια (κ ύ π ε λ λ α χ ιυ ρ ίς χ ε ρ ο ύ λ ια ), ά π ό τ ο ν σ τ ρ ο γ γ υ λ ο κ α θ ισ μ έ ν ο κ α φ ε τ ζ ή, μ έ ν α σό.ν φ ο υ ο ν ό φ κ ια ρ ο, π ο ύ τ ό κ α τ η ύ θ υ ν ε π ρ ο ς τ ό «μ ο υ είιτερ ή» (π ε λ ά τ η ) π ά ν ω ά π ό τ ά κ ε φ ά λ ια τ ώ ν ά λ λ ω ν 0 α μ ώ νο)ν το υ κ α φ ε ν έ. Γ ιά ν ά μ ή κ α ίω ν τ α ι κ ρ α το ύ σ α ν τ ά ζ ά ρ φ ια μέ τ ο ύ ς τ σ ιο β ρ έ δ ε ς, κ ά τ ι π λ ο υ μ ισ τ ά κ ό κ κ ιν α μ ε γ ά λ α μ α ν τ ή λ ια, π ού τ ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α ν ά κ ό μ α ν ά σ φ ο υ γ γ ίζ ο υ ν μ ο υ σ τ ά κ ια κ α ι γ έ ν ια ά π ό τ ή ν τα μ π ά κ ο. Β ά λ τ ε μ έ τ ό νού σ α ς τ ί γ ίν ο ν τ α ν ε κ ε ί μ έ σ α ά π ό τ ό «ν το υ μ ά ν» π ο ύ σ η κ ώ ν ο ν τ α ν ά π ό τ ή β ό χ α κ α ί τ ή ν κ α π ν ίλ α...
62 60 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Oi προσωπιδοφόροι φουστανελλάδες ήταν «ν κουκυραίοι άνθρώπ κϊ δουλευτάρδις». 'Έβγαιναν «άπό φ χαρίστ ς. Κι για νταϊλίκ(ι) κι* δχ(ι) γιά παραδουδ λειές», καϊ οι βιολ τζήδες... για «δ,τ' κουλλήσ». 'Έτσι οίκονομιώνταν δλοι αυτές τις μέρες τής χαράς καϊ του ξεφαντώματος. Στις άρχές του αιώνα μας κυριαρχούσαν ό τσαρουχάς Γιάννης Κοτσιάναμας (παραγκώμι μέ τό όποιο ήταν γνωστός) άπό τό Ζαβαντιέ μαχαλά (οδό Κομνηνών, κοντά στο Γηροκομείο)* είχε τσαρουχάδικο «μέ τ δνουμα» στο Μπάϊράμ Πασιά (τώρα Ελευθερίου Βενιζέλου). ΤΗταν ροδομάγουλος και ψυχωμένος μέ παχειά μαύρα μουστάκια ό Κοτσιάναγας3. - Ά λλος ήταν ό Σιαμούτας άπό την Καραβατιά (οδό Βλαχάβα) κι ό Γούσια Νιάρος ό χασάπης άπό τό Ζαβανζιέ. "Ολοι τους λεβέντες, όμορφοντυμένοι μέ κυπαρισσένιο κορμί καϊ χορευταράδες δίχως ταίρι. Ό κόσμος τούς καμάρωνε βλέποντάς τους νά πηδάν ψηλά, νά λυγίζουν σαν φίδια, νά χτυπάν τήν παλάμη στη γή ενώ ή νύφη άγωνίζονταν νά τούς συγκρατάη μέ τό μαντήλι και μ ένα σάλτο πάλι σάν σαΐτες νά βρίσκίυνται στον άέρα. Ή φουστανέλλα κι ή φούντα του φεσιού άνέμιζαν μέ χάρη... '.Ηταν ή παρουσία τής Ρωμέϊκης λεβεντιάς σ ένα ειρηνικό ξέσπασμα έ- θνικό στά δύσκολα έκεϊνα χρόνια. Αυτό ήταν τό ξεκίνημα. Άπό τήν Κρηατ νή δμως ξεκίναγαν μασκαρεμένοι oi γύφτοι άπό τήν Καλούτσια καϊ τά ζευγάρια μέ τζουρνάδες (πίπιζες) καϊ νταούλια μέ αρκουδοτόμαρα καϊ τούς άρκουδιαρέους μέ τό ντέφι. Παιδιά μέ λογιών - λογιών ντυμασιές, ανάλογα μέ τό «έχει» τους, άλλα γανωμένα καϊ τ άρχοντόπ λα μ άτλάζια καϊ μετάξια. Δέν έ'λειπαν ούτε οί «ξυλοπόδαροι» πού περπατούσαν πατώντας σέ ψηλά ξύλα, οι πιερότοι κ.ά. Πολύ κόσμο τραβούσε τό «γαϊτανάκι», δταν έκανε τήν εμφάνισή του μέ τό ρυθμικό χορό, πού τύλιγαν καϊ ξετύλιγαν πάνω στο κοντάρι τις πολύχρωμες μακρυές κορδέλλες οί χορευτές ύπό τούς ήχους του ομώνυμου τραγουδιού των βιολ τζήδων. Αρκετοί είναι εκείνοι, πού μάς άφησαν τέτοιες περιγραφές μά περσότερο ό άλησμόνητος γιαννινολάτρης Τάκης Σαλαμάγκας4. 3) Α υ τ ό ς κ ρ α τ ο ύ σ ε τ ή ν ελ λ η ν ικ ή σ η μ α ία, ό τα ν ό λ α τ ά Γ ιά ν ν ιν α σ τ ά 1908 β γ ή κ α ν σ τον " Α η - Γ ιά ν ν η Μ π ο υ ν ίλ α ( Ν έ α Α ν α το λ ή τ ώ ρ α ) μέ ο λ α τ ά σ χ ο λ ε ία ν ά υ π ο δ ε χ τ ο ύ ν τ ο ν " Ε λ λ η ν α υ π ο υ ρ γ ό Δ η μ. Ρ ά λ λ η κ α τ ά τή ν ε π ίσ η μ η ε π ίσ κ εψ ή το υ σ τή ν π ό λ η μ α ς. Ό γ ε ν ικ ό ς σ υ ν α γ ε ρ μ ό ς τ ό τ ε κ α ι ό ε νθουσ ια σ μ ό ς το υ χ ρ ισ τ ια ν ικ ο ύ σ το ιχ είο υ ή τ α ν τ έ τ ο ιο ς, πού ο ί Τ ο ύ ρ κ ο ι δ έ ν τό ε ίδ α ν μέ κ α λ ό μ ά τ ι. «Β α λ λ α ί! ίτοΰτ* οι κ ια φ ίρ δ ις τ ο ύ φ ιρ α ν κ ι ό λ α ς τ ο υ ρ ο υ μ έϊκ ο υ» κ α ι γ ιά ν ά δ η μ ιο υ ρ γ ή σ ο υ ν φ α σ α ρ ία γ ιά ν ά έπ έμ β ο υ ν οί «π ο υ λ ιτσ ά ν» (οί α σ τ υ ν ό μ ο ι) φ ώ ν α ζ α ν : «Ζ ή το υ ού Γ ιώ ρ γ ο υ ς» (δ η λ. ό Γ ε ώ ρ γ ιο ς Α'). Α υ τό κ ι ε γ ιν ε. Π ο - λ ιτ σ ά ν, τ ζ ιο ν τ α ρ μ ά δ ε ς (χ ω ρ ο φ ύ λ α κ ε ς ) καί σ ο υ φ α ρ ίδ ε ς (έ φ ιπ π ο ι χ ω ρ ο φ ύ λ α κ ε ς ) ρ ίχ τ η κ α ν π ά ν ω σ το π λ ή θ ο ς σ τή ν Κ α λ ο ύ τσ ια (ο δό 21 Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο υ ). Τ ό π λ ή θ ο ς σ κ ό ρ π ισ ε εδώ κ ι ε κ ε ί, α κ ό μ α κ α ί σ τ ά μ π ο σ τ ά ν ια τ ή ς Κ α λ ο ύ τσ ια ς. Τ ά π α ιδ ιά τ ω ν σ χ ό λ ιώ ν τσ α λ α π α - τ ή θ η κ α ν κ α ί τ ά μ ικ ρ ά έσ κ ο υ ζα ν. Χ α λ α σ μ ό ς κ α ί κακό. Π α ρ δ λ 3 α ύ τ ά ή υ π ο δ ο χ ή ε γ ιν ε μ έ μ ε γ ά λ η ε π ιτ υ χ ία, γ ια τ ί σ το μ ε τ α ξ ύ ό λ α ό ς ά ν α σ υ ν τ ά χ τ η κ ε. Σ τ ο τ έ λ ο ς ό Κ ο τσ ιά ν α - γ α ς β ρ έ θ η κ ε σ τ ή «Χ ά ψ η» (φ υ λ α κ ή ) μ α ζ ί μέ ά λ λ ο υ ς, πού π ιά σ τ η κ α ν ά π ό τ ή ν Α στυνομ ία. Μ ό λ ις τ ή γ λ ύ τ ω σ ε τ ή ν ε ξ ο ρ ία σ τή ν Ο ύ ρ φ α τ ή ς Σ υ ρ ία ς, κ ι α ν θ ά έ φ τ α ν ε ώ ς Ικ ε ΐ. Τ ο ύ ς έ σ τ ε λ ν α ν π ε ζ ο π ο ρ ε ία, ε κ τ ό ς ά ν ε ίχ α ν ν ά πληουννουν α μ ά ξ ι γ ιά λ ό γ ο υ τ ο υ ς κ α ί τ ο ύ ς φ ρ ο υ ρ ο ύ ς τ ο υ ς... 4 ) Τ ό Γ ια ν ν ιώ τ ικ ο σ τ ιχ ο π λ ά κ ι. Ζ ' Ά π ο κ ρ η έ ς. ( Ή π. Ε σ τ ί α σ. 4 4, 144, 2 3 5, 3 3 3, 3 3 9, 427 κ.ε.
63 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 61 Ilpiv νά ηροχιυρήοουμε, θά οιαθοϋμε εδώ ακόμα Λίγο ιήν τελευταία Κυριακή, την «Τυρ'νή», όπου ή κίνηση έφτανε οτύ άποκορύφ(ομα, γιατί συνέπιπταν και οί εκλογές γιο την έφοροεππροπεία τή Δημογεροντία και τούς έ πη ρύπους τών έκκληοιών τής πόλεως για τά «Αάοοα, τό κόκκαλο δηλ. τής διαχείριοης ιών τεράσικον κληροδοτημάτων τών μεγάλων εύεργετών τής Η πείρου και του 'Έθνους. Οί έτήοιοι τόκοι των, πού συνέρρεαν οτά ταμεία τών Ελεών έφταναν τό 1853, κατά ιόν ΓΙαν. Άραβα ντινό, ογκ; πεντακόσιες χιλιάδες γρόοια, ποσό ά οτρονομικό γιά την εποχή εκείνη. Εύλογος λοιπόν ό ςτανατιομός τών άντιμαχομένων μερίδων, πού είχαν σάν ούνθημα «Κόοοα» το Άρχοστολόϊ και «Βλιώρα» ή φτωχολογιά. Σάν επίκεντρο τού ξεφαντώματος τών Γιαννιωτών ήταν τά «μνήματα» ένα παμπάλαιο έγκαταλειμμένο έβραίϊκο νεκροταφείο, του οποίου οι ταφόπετρες οώζονταν ώς τώρα πού χτίστηκε ή Νέα Ζωσιμαία πού χρησητοποιουνταν για πλατεία. Εκεί ύπήρχαν και οί πιο γνωστές ταβέρνες του Τζαμίχα, του Τζαλμακλή, τοϋ Δήμου στο «Χηιαντρειό» καί του Μάτα οτά γειτονικά «Γάλατα», όπου καταστάλαζαν οί παρέες τών γλεντζέδων. ΤΗταν ό «όμφαλός» τών Γιαννίνων μέ τις όνομαατότερες ςκοτιές (Τζιαμάλες). "Από τις Τζιαμάλες αυτές τής Καραβαπάς ήταν μιά άπό τις καλύτερες, όπου τά τελευταία χρόνια τής Τουρκοκρατίας συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος γιά νά καμαρώοη τό Γέρο - Τσ κέλ(η), πού άνοιγε πρώτος τό χορό τής βραδυάς. Ό Τςή κ έλ(η),ς ήταν ένας λεδεντόγερος χορευταράς, Καβάζης τοϋ ελ ληνικού προξενείου (αν δέν κάνω λάθος) μέ τις χρυσοκεντημένες φέρμελες από τούς περίφημους Συρμακέσηδες (χρυοοκεντητάδες) τών Γιαννίνων μέ «τίρ - τιρ» (χρυσή κλωστή), τό οελιάχι μέ την έπιδειχτικά βαλμένη φλωροκαπνιαμένη καμπούρα του, τή γυρτή πάλλα, τό τσακιστό κόκκινο φέσι μέ τό διακριτικό οήμα τοϋ προξενείου και την πλούσια μακρυά γαλάζια φιούντα, την κάτασπρη φουοτανέλλα5σαν τοϋ "Οθωνα, τά κεντητά τουλζούκια καί τις κουντοΰρες6 του, τά «Ελληνικά», όπως χαρακτηριστικά λέγονταν τό είδος αύτό τών παπουτσιών. 'Όταν άρχιζε ό χορός φιλοτηπώνταν ποιό από τά παλληκάρια νά τοϋ πρωτοπιάοη το μαντήλι, θεοτρόνταν μεγάλη τητή... Οί βιολιτζήδες συντόνιζαν τά όργανά τους ένώ ό Γέρο - Το κ έλ(η)ς καμαρωτός λάβαινε τη θέση τοϋ κορυφαίου κγ άρχιζε τό χορό μέ ρυθμό σιγανό καί μεγαλόπρεπο... «στον τόπο τά βιολιά»... Όλωνών τά μάτια ήταν καρςκυμένα πάνω σ αύτόν πού εκπροσωπούσε κείνη τή μεγάλη ώρα, την ήρωϊκή καί λεβέντικη γενηά, πού έσβυνε καί χάνον 5) /Οί πολύ π α λ η έ ς κ α ρ α ύ α τ ια ν έ ς γ υ ν α ίκ ε ς q/η μ ίζ ο ν τα ν σ α ν οί κ α λ ύ τ ε ρ ε ς φ ο υ σ τ α ν ε λ λ ο ρ ά - (ίτ ρ ε ς. Κ ά θ ο ν τ α ν τ α π ο γ ε υ μ α τ ιν ά α ρ ά δ α - α ρ ά δα, σ τ α π ε ζ ο ύ λ ια τ ή ς ό ξ ό π ο ρ τ ά ς τ ο υ ς κ ι ε ρ ρ α ύ α ν τά λ α γ γ ιό λ ια μ έ γ έ λ ια κ α ι (.Τ ιακάδες (ά σ τ ε ΐα ) ή τ α ν α γ α π η μ έ ν ε ς α ν α μ ε τ α ξύ το υ ς κ ε ίν α τ ά χ ρ ό ν ια, τό σ ο π ο ύ ά ν ά ρ ρ υ ισ τ α ιν ε κ α μ μ ιά κ ό σ ιε ά α ν ό λ ( η ) * ή γ ε ιτ ο ν ιά κι* ά ν α λ ά ύ α ιν ε τ ό νοικ οκυριό τ η ς, «σ ά ν μ ιά φ α μ π λ ιά», ό π ω ς έ λ ε γ α ν. Π α σ ίγ ν ω σ τ α ώ ς τ ι ς μ έ ρ ε ς μου τ ά ο μ α δ ικ ά γ υ ν α ικ ο γ λ έ ν τ ια τ ο υ ς σ τ ά έ ξ ω κ κ λ ή σ ια τ ώ ν Γ ια ν ν ίν ω ν, οπού ύ σ τ ε ρ α ά π ό τ ή λ ε ιτ ο υ ρ γ ία τ ο υ ς ρ ε φ ε ν ά δ α β έ ύ α ια π ρ ο ε ξ ά ρ χ ο υ σ α ς π ά ν τ α τ ή ς «ο ΐιια κ α - τζιο ΰ ς» τ ή ς Κ υ ρ α - ΙΙα ν α γ ιο ύ λ α ς μέ τ ή Λ ένη τ ή ς ΐιίν τ ρ ο ό α, π ε ρ ν ο ύ σ α ν τ ή μ έ ρ α τ ο υ ς μ έ φ α γ ο π ό τ ι, ή κ ά θ ε μ ιά ά π ό το ν «κοΰμ πο» ττ;.ς, μέ γ έ λ ια κ α ί χ α ρ έ ς. (») Τ έ τ ο ιε ς φ ο ρ ο ύ σ ε κ α ί ό ν ε ο μ ά ο τ υ ρ α ς Γ ε ιό ρ γ ιο ς, ό π ω ς ε ίν α ι ζ ω γ ρ α φ ισ μ έ ν ο ς ά π ό τ ό σ ύ γ χρ ο νό το υ ζ ω γ ρ ά φ ο Γ ε ω ρ γ ιά δ η, π ρ ω τ ο ψ ά λ τ η τ ή ς Μ η τ ρ ό π ο λ η ς Γ ια ν ν ίν ιο ν, π ο ύ 8 ψ α λ ε κ α ί σ τη ν κ η δ ε ία το ύ ά γ ιο υ τ η ν η μ έ ρ α τ ή ς τ α φ ή ς το υ.
64 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ταν αίγα - σιγά.. Τό μάτι του ραγιά θόλωνε από τό δάκρυ. Μ αύτά οί παππούδες μας γλύκαιναν τήν πίκρα τής σκλαβιάς καί συντηρούσαν στά τρίσβαθα τής πονεμένης ψυχής τους άσβυσχη την ελπίδα του λυτρωμοΰ, ώς την ώρα πού «ήρθαν τά γραμμένα»... Ά λλα και ή Τζιαμάλα του «Χιμαντρειοΰ» (άρχηαανδρείου) δεν ήταν κατώτερη. Κάτω άπό τον «θελέσπιο» πλάτανο τής αυλής τής εκκλησίας, δίπλα στο πηγάδι, συγκέντρωνε πολύ κόσμο, καθώς και την «άρχοντχά», την άρχουσα δηλ. τάξη. Έκεϊ κι' ό περίφημος λουτσ νός ό Ζήκας μέ την αυτοσχέδια πιπεράτη έμμετρη σάτιρά του εΰρισκε την εύκαιρία πάνω στο χορό νά τήν περνάη άπό τό ψιλό κόσκινό του (Ήπ. Εστία 1957, σ, 359, σ. 428). Άτυχώς κοντά στις έθνικές καϊ κοινωνικές έξάρσεχς δέ λείπουν και κάποχες μεμονωμένες έστω πράξεις ίδχοτέλεχας, δπως σ δλα τά άνθρώπχνα πράγματα! «Τί έπαθ φέτους τά Ε λ έ η π μέρα - νύχτα σκούζ* κ ι κλα ιίει;» Αμέσως έρχονταν έν χορω ή απάντηση; «Μπήκαν μέσα οί άρχουντάδις μί τσαπιά κί μι κασμάδις κγ άφοΰ έσπασαν τήν κάσσα έφ α γα ν δλα τά λάσσα! Και κατέληγε στο πικρόχολο συμπέρασμα; «Οί άρχοντ τρων τά Λάσσα κγ οί φτουχοΐ νο υ ρ ές πού πράσσα Αξίζει άκόμα νά σημειωθή, πώς στις εκδηλώσεις αυτές άνακατεύονταν μαζί μέ τούς χριστιανούς καϊ τοϋρκοι κι έβραϊοι συμπολίτες,- μά άκόμα καϊ πασιάδες μέ τή στρατιωτχκή μουσική πού παχάνχζε τό άπόγευμα αυτό στον κήπο τοϋ Mnach * Καρακόλ(ι)7, ένα μεγάλο στρατιωτχκό φυλάκιο τής πλατείας «μνημάτων» (έβραίχκων), γιά νά κάνουν σεργιάνχ άπό τό κχόσκι του τά ξεφαντώματα των ρωμηών. Έ νας άπ αυτούς, ό πολύς Όσμάν Πασιάς ραχμέτ κι χουζούρ νάχ(ει), ή ψυχή τ (ό θεός ν άναπάψη τήν ψυχή του) πού μέ τήν καλωσύνη του, τήν πλατεχά αντίληψη, τή χρηστή διοίκηση καϊ τήν άμεροληψία του έμεινε α λησμόνητος στούς χριστιανούς γχαννιώτες και ιδιαίτερα στον άπλό λαό. Έ - 7 ) Έκεϊ στρατωνίζονταν, δπως θυμάμαι, τό καλοκαίρι του 1912 «Ντζάμηδες» (ταχτικός στρατός) κι* έκαναν βολή μέ βαρεία πολυβόλα Μαξιμ μέ κυλίΰαντα σ ένα ορθογώνιο σκάμμα μ* ένα τεχνητό υψωματάκι γιά βληματόδοχο. Τ όσκάμμα αυτό ήταν φκιασμένο πλάι κάι κατά μήκος τής ανατολικής (προς τά μνήματα) πλευράς κήπου καί κτιρίου. ΤΗταν προετοιμασίες γιά πόλεμο πού ζύγωνε. Ε μ είς παιδάκια, τελειώνοντας τό σκολειό τό Βαλάνειο, τώρα Έλισσαδέτειο παρακολουθούσαμε μέ περιέργεια άπό κοντά αυτή τή βολή. Μιά πολύ παληά παράδοση άναφέρει, πώς κι* 6 *Αλή Πασιάς παρακολουθούσε τά γλέντια των ρωμηών άπό τό μπαλκονωτό σπίτι (σαχνισια), ιδιοκτησία τώρα τοΰ Κ. Τριδλή τής οδού Βαλαωρίτου κοντά στήν 'Αγ. Αικατερίνη. Τώρα άλλαξε ή φάτσα τοϋ σπιτιού εδώ κι* ένα χρόνο. Τήν πήρε κι αύτή ή νεροσυρμή των καιρών...
65 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ρίχνε λιμούργιά γρόοια και μεταλλίκια (χάλκινα νομίσματα) για να κάνει «χάζτ» τό λεφούσι του παιδολογιοϋ, πού ρίχνονταν για ν άρπάξουν δ,τι μπορέρουν. Ή συνήθεια αύτή ήταν γνώριμη στα βαφτίσια και τούς γόμους, δπου πεινούσαν πεντάρες και ζαχαρικά στο παιδολόϊ. ί Στό άκουσμα κάποτε των συνθημάτων Κόοσα - Βλιώρα, πού φώναζαν οί άνττμαχόμενες μερίδες κατά τις εκλογές αυτές, σαν έμ α θε τή σημασία τους πώς «Κόοσα» είναι τό σύνθημα τής αρχοντιάς και Βλιώρα τής φτωχολογιάς, ρίπε έμφαντικά: «Κι* εγώ με τή Βλιώρα είμαι!» Πολιτικώτατη ή εκδήλωση αύτή, για τούτο και 6 γιαννιώτικος λαός τόν λάτρευε όλλά και για ένα άκόμα λόγο* δίαν πρωτοήρθε στά Γιάννινα θέλησε νά δη τί γίνονταν τά οικονομικά τού πασιαλικιοϋ του. Κάλεσε τόν έφορο καί τόν ταμία. Σαν έμαθε πώς ήταν καθυστερημένα πολλά, έδωκε έντολή νά γίνη σύντονη προσπάθεια για την είσπραξή τους. Οι Ζαπτιέδες λοιπόν κουβαλούσαν αράδα στά κρατητήρια τού Διοικητηρίου (δπου τώρα τό Δημαρχείο και ή Ζωσηιαία Βιβλιοθήκη) κόσμο καί κοσμάκη, γιά τό τίποτε. Πηγαίνοντας ό Όσμάν Πασάς την άλλη μέρα στο Διοικητήριο ακούσε φωνές καί χαλασμό στά κρατητήρια, πού ήταν στό ισόγειο. Πλησιάζει καί ρωτάει τί γίνεται- τού είπαν είναι χρεωφειλέτες τού Δημοσίου. Πλησιάζει τό καγκελωτό παράθυρο ενός κρατητηρίου καί ρωτάει μερικούς πού στέκονταν έκεϊ τί ποσά χρεωστούν. Μαθαίνοντας πώς γιά λίγες δεκάδες γρόοια φυλακίστηκαν, όργισμένος λέει: «Ντροπή στό Ντουβλέτ πού έφτασε ώς αύτού γιά ψιλοπράμματα» καί τούς άπόλυσε δλους. Καλεί τόν ταμία πάλι καί τόν έφορο νά φέρουν καί τά βιβλία. Άνοίγοντάς τα τί νά ίδή- ό Μουσταφά Πασάς χιλιάδες γρόσια άπό χρόνια, ό Χαϊρεντίν καί άλλοι μπέηδες τό ίδιο δλοι τους μεγαλοτστφλτκάδες. Έντολή «Τέζ» νά ειδοποιηθούν δλοι νά παρουσιαστούν στον Παστά. Στις έρωτήσεις τού Παστά γιά τά χρέη έρρτξαν τό βάρος στούς ραγτόδες. Δε δέχθηκε καμμτά δτκατολογία καί δτέταξε νά τά καταβάλουν εκείνη την ώρα. Βγαίνοντας προς τήν πύλη τού Δτοικητηρίου τούς σταμάτησε ό σκοπός: «Γτασάκ!» άπαγορεύετατ ή έξοδος, έντολή τού Παστά. «Μά νά πάμε στά σπίττα νά φέρουμε τσ" παράδις». Ή απάντηση: «Σάς βρίσκουν στ δτκοί σας καί τά φέρνουν!» τού θαύματος τήν τδτα μέρα γέμτσε ό «Χαζνές» (τό ταμείο) τού Ντουβλεττού άπό σωρό λίρες... Μτά παρασταττκότατη εικόνα των γλενττών αύτών τής άποκρηάς μάς δίνετ μέ τό χαρακτηρτσττκό γταννιώτικο ιδίωμα ό Όρ. Αύδής στό ήθογραφτκό σττχούργημά του «Άποκρηές στά Γιάννινα»: «Ά ντέτ (συνήθεια) νά δίνουν στά ηιδιά ήταν παληά στά σπίτια σιούφαρα, τσάκνα, κί δαδιά ξύλα, σανίδις chnipta Τριώδ, Τ υρν νή κΐ Κρηατ νή νά τάχουν γιά Τζιαμάλα γιατ χόριβαν γύρα οί viol ά π σόρχουνταν άντράλλα». Στά μνήματα, τού Χ (ι)μ α ν τ ρ ε ιό τσ άπουκρηάς τήν Κυργιακή μι γάλου γένουνταν κακό.
66 Βάβις, γιρόντ, σιρ κοί, θηλ κοΐ στού γα ίτα νά κ(ι) πάϊναν γιά χάζ* κΐ στ ς προυσουπίδις κΐ στ ς παληάτοΐι άπουχουν ά λ λ (ο ι) τά σκτιάτ ς π άτλάζ* κΐ ά λ λ (ο ι) άνάπουδα τά θ κά τς... «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Εκεί ήταν ή γενική συγκέντρωση άπό όλους τούς μαχαλάδες των πάσης τάξεως, φυλής, γλώσσας καί θρησκεύματος, όπως ό ίδιος σπχουργός προσθέτει : Ί κ ε ϊ θά πάίνι κι* ού μπαρμπέρ ς, χασάπ'ς τριζης «, άφέντ ς, μ π α κ ά λ (η ) ς, σΐιΐμτζή^ κΐ γύφτους, κΐ σηπιτσέρ ς10 δ έ ν έ λ λ ε ιπ άκόμα κι* ού χ α ά λ (η )ς. Ά ρ χ ο ν τ καλφάδις κΐ μαστόρ1 άντραλιμέν στού ζιαφέτ π ά λ λ (ο ι) τρίκλιζαν σάν τού παμπόρ κα νένα ς itch δ έ ν εϊχι σ1 κλέτ» (στενοχώρια). "Ας γυρίσουμε τώρα στα «Όβραίϊκα μνήματα» νά παρακολουθήσουμε τά άποκρηάτικα ξεφαντώματα καί περσότερο μια δραματική παράσταση. Τό δραματάκι λοιπόν αύτό δέν ήταν παρά μιά πολύ σύντομη διασκευή τής «Έρωφίλης» του γνωστού κρητικού δράματος «τού λογιωτάτου έν σπουδαίοις» κυρού Γεωργίου Χορτάτζη άπό τό Ρέθυμνο, δπως τόν τιτλοφορεί ό Κύπριος 'Ιερέας Ματθαίος Κιγάλας, πρώτος έκδοτης τής Έρωφίλης στά ^Ηταν τόσο άγαπητός ό «Πανάρατος» στο κοινό των Γιαννίνων, πού όχι μόνο ρωμηοί, μά άκόμα τοΰρκοι κι' έβραϊοι «έπαιρναν άπ τό κοντό» τό θίασο γιά νά τόν απολαύσουν. Κατά τούς αύτόπτες μάρτυρες έκεινοϋ τού καιρού πολλά μάτια ό μορφα ύγραίνονταν από τά «ΓΙάθια» των ηρώων τού δράματος, ή δέ συμπάθεια προς τήν άτυχη γλυκειά βασιλοπούλα, τήν Έρωφίλη, ήταν τόσο μεγάλη, πού πολλές οικογένειες είχαν δώσει τό όνομά της στά κορίτσια τους. Άκόμα καί σήμερα, πού καί πού, άκούγεται στά Γιάννινα τό όνομα Έ ρωφίλη, σάν κληρονομιά απ τις γιαγιάδες τής μακρινής έκείνης έποχής. Εκτός απ αύτό καί πολλοί στίχοι είχαν μείνει στό στόμα τού λαού, θυμάμαι πολύ καλά τούς γονηούς μου κι άλλους γνωστούς13 ν' άναφέρουν, κατά τήν περίσταση, άνάλογους στίχους τού «ΓΙανάρατου» οάν γνωμικά* σημείο πώς έξακολουθουσε νά μένη ζωντανή ή άνάμνηση του μονόπρακτου αυτού δράματος ώς τίς μέρες μας. \ Τό τί ήταν, πότε καί πώς καί άπό ποιούς παίζονταν, έκτός άπ τις πληροφορίες πού μάς κληροδότησε ή ζωντανή παράδοση, έρχεται κι* ένα παληό χει ) Ρ ά φ τ η ς. 9) Ψοϊμας. 10) Φαρμακοποιός. 1 1 ) Δ ια σ κ έ δ α σ η. 12) Καθόλου στενοχώρια. Τό παχύ σίγμα αναγκαστικά τό σημειώνουμε με τό γαλλικό ch. Σημ. Χάριτες όφείλω στό φίλο Βασο Μπαμπασίκα φαρμακοποιό, πού θεσε στη διάθεσή μου τη συλλογή «Έμμετρα Ποικίλα» τοϋ Ό ρ. Αύδή. 13) Ό γνωστός Γιαννιώτης λαογράφος Γεώρ. Ά θ. Οικονόμου, Θεολόγος καθηγητής, μέ βεβαίωσε πώς θυμώνταν τούς γονείς του νά λένε: «Πανάρατε, Πανάρατε παιδί μου...».
67 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ρόγραφο πού ή μητέρα μου διαιηροΰοε ο ένα «παράκλι» τής κασσετίνας της, να τό επιβεβαίωση. Θά πρέπει άκόμα ν' άναφερθούμε καί οέ μερικές άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες. Ό Κώστας Κρυοτάλλης14 γράφει ότι «ίν παλαιοτεροις καιροίς νεανίαι. των α ρίστων οικογενειών δαπανώντας αφειδώς έ.νεδύοντο με πολντιμοτάτας ένδυμασίας χρυσοπαρύφους τών αρχαίων, ώς επί το πλεϊστον, χρόνων καί παρίστανον τό δράμα της Πολυξένης15η τον Έρωτόκριτον η τον Τρωικόν Πόλεμον» χωρίς νά κάμη λόγο για τον «Πανάρετο» και την «Έρωφίλη». Απ' αύτά δμως βγαίνει το συμπέρασμα, πώς στα Γιάννινα παίζονταν πολλά τέτοια δράματα κι* άνάμεοα οέ τούτα ήταν, το δίχως άλλο, κγ ό «Πανάρα τος». Ό Τάκης Σαλαμάγκας μάς δίνει τις επόμενες ειδήσεις:16. «"Ένα έπίσης από τα περιεργότερα θεάματα τής άποκρηάς ήταν και ό «Πανάρατος», όπως λεγαμε τότε άλλου, Ξυλοπόδαρο ή Καρνάβαλο.»Ένας πανύψηλος εκεί μασκαράς, στηριγμένος σε μακρυά ξύλα, πού τον έκαναν, νά φτάνη ίσαμε τά ύψη τών παραθύρων τού επάνω δεύτερου πατώματος τών σπ ιτιών. «Κρατούσε στα χέρια του ενα από ξύλο φκιασμενο σύνεργο, πού δέ θυμάμαι πιά, πώς τό ελεγαν, ούτε καί τώρα μπορώ νά τό ονοματίσω. Φανταστήτε πολλά X, πού τά σκέλη τους ένωμένα κατά τά άκρα τους τό ενα μέ τό άλλο, νά μπορούν ν ανοιγοκλείνουν γύρω στο μεσιανό τους σύνδεσμο..». Τέτοια ψαλλιδωτά σύνεργα έιρταοαν <υς τά παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι πώς μέ τό άνοιγμα τών σκελών τού σύνεργου αύτού ξεκαπακώνονταν ένα κουτάκι, κατάλληλα προσαρμοσμένο οτά άκρα τού τελευταίου X και χύνονταν τό περιεχόμενο κομφετί ή χαρτοπόλεμος, όπως λέγονταν, πάνω οτά παράθυρα πού οτέκον,ταν κορίτσια. Παρακάτω ό ίδιος προσθέτει, ότι τις Άιτόκρεω οτά χωριά τής "Αρτας17 γίνονταν από τούς κατοίκους τους υπαίθριες παραστάσεις, πού ονομάζονταν «Πανάρατος». Προφανώς πρόκειται γιά την «Έρωφίλη» καί τό συμπρωταγωνιστή της «Πανάρετο». Στά παραπάνω κανένας λόγος δέ γίνεται, πώς καί οτά Γιάννινα ήταν αυτή ή συνήθεια, πού κατά φυσικό λόγο θά έπρεπε νά είχε ξεκινήσει άπύ τήν πόλη ιού τη, ή όποια άλλωστε ανέκαθεν (φημίζονταν γιά τή λογία παράδοση κγ υστέρα νά ξαπλώθηκε οτά χωριά του Ζαγοριοϋ κγ άλλες περιφέρειες. Από άλλες πηγές πληροτρορούμαοτε πώς ό «Πανάρατος» παίζονταν καί οτούς Μελισσουργούς18 τής Άρτας οτά 1888, οτά Τρίκαλα (Θεσσαλίας), τήν Άρτα, τό Μεσολόγγι (1912) καί στην Αμφιλοχία (1957). 14) Λί ά π ό κ ρ ε ο εν Ί ο α ν ν ίν ο ις «" Α π α ν τ α Κ ρ υ σ τ ά λ λ η», ε κ δ. ΙΙερ ά ν Ο η, Ά Ο ή ν α ι. 15) 'Τ π ή ρ χ ε πολύ γ ν ιυ σ τό ς σ τη ν π ό λ η μ α ς ό Κο>ν. Ξ α νο ό π ο υ λ ο ς, μ ε τό π α ρ α γ κ ώ μ ι «Π ο λ υ ξένη ς» κ λ η ρ ο ν ο μ η μ έ ν ο ά π ό τ ή ν ή ρ υ ιίδ α το ύ ο μ ώ νυ μ ο υ δ ρ ά μ α τ ο ς τ ή ς ο π ο ία ς τ ό ρ ό λ ο υ π ο δ ύ ο ν τα ν. Τ ό δ ρ ά μ α το ύ το ή τ α ν σ ύ ν το μ η δ ια σ κ ευ ή τ ή ς «Ε κ ά β η ς» τ ο ύ Ε υ ρ ιπ ίδ η. Πί) «Λ α ο γ ρ α φ ικ ά σ ύ μ μ ε ικ τα. Τ ό Γ ια ν ν κ ό τ ικ ο σ τ ιχ ο π λ ά κ ι κ α ί οί π α ρ ά γ ο ν τ ε ς το υ κ λ π.», «Ή π. Ε σ τ ία» 1957, σε λ. 555 κ.έ. 17) Ό φ ίλ ο ς Δ η μ ο σ θ έν η ς Χ α ό ε λ α ς με π λ η ρ ο ιμ ο ρ εϊ, π ώ ς κ α ί σ το Κ ο μ π ύ τ ι - Ά ρ τ η ς σ τ ά π α ίζ ο ν τ α ν π α ρ ό μ ο ια λ α ϊκ ή δ ια σ κ ευ ή το ύ «Ι Ι α ν ά ρ α τ ο υ», όπου κι* ό ίδ ιο ς υ π ο δ ύ ο ν τ α ν τό ρόλο το ΰ «Χ ά ρ ο ν τα». IX) «Τ ό κ α ρ να β ά λ ι σ το Σ ο ύ λ ι», Ν. Ιία π α κ ιό σ τ α, «Τ Ι π. Ε σ τ ί α» 1947, σ ε λ ίς
68 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Για τις εκδηλώσεις αύτές τής Αμφιλοχίας υπάρχει μιά λεπτομερέστατη περιγραφή με άρκετές φωτογραφίες των λαϊκών αύτών παραστάσεων19, καθώς και ολόκληρο τό έκεΐ παίζόμενο μονόπρακτο αυτό δραμα, πού στις γενικές του γραμμές μοιάζει μέ τό δικό μας μέ άρκετές παραλλαγές. Ίο χειρόγραφο πού παρουσιάζουμε είναι ένα άπό κείνα πού χρησιμοποιούσαν οι ύποδυόμενοι τούς ήρωες τού δράματος στά 'Έχει σελ. 13, διαστάσεων 0,45X0,20 μ. και στήν πρώτη σελ. τού έξωφύλλου φέρει τήν επιγραφή: Ιωάννης Γ(;) Μπίτσιος 'Ιστορία τού Πανάρετου. Επιτομή. Ιωάννινα Μαρτίου 15) Ακολουθούν τά πρόσωπα τού δράματος δώδεκα τον άριθμόν. Ή έπιτομή αυτή είναι γραμμένη σέ δίστιχα 15σύλλα0α ομοιοκατάληκτα, δπως τής «Έρωφίλης», εκτός εξαιρέσεων, όπου μερικοί στίχοι είναι χωλοί ή μέ περσότερες συλλαβές. Έναντι των 3354 στίχων τού κειμένου τού Χορτάτζη ή διασκευή περιορίζεται σέ 144 μονάχα στίχους, έκ των οποίων οί 26 είναι τού διασκευαστή (νόθοι). Τούτους τούς συναρμολόγησε, τροποποίησε και μετέπλασε ατό πιό μεγάλο μέρος φραστικά και λεκτικά μέ παλινδρομήσεις και υπερπηδήσεις. Μερικά δίστιχα συμπτύχθηκαν σ ένα στίχο. Γιά τήν κατανόηση τής δλης δομής άναγράψαμε στά δεξιά τού κειμένου της τούς άριθμούς των άντίστοιχων στίχων τής «Έρωφίλης», ώς καί τις Σκηνές καϊ Πράξεις. Κατά τά λοιπά ή υπόθεση τής «Έρωφίλης» παραμένει κι εδώ στις κύριες γραμμές της ή ίδια, δπως ό ποιητής της στήν άρχή τού έργου έκθέτει και τήν οποία παραθέτουμε πιό κάτω όλόκληρη. Κρητικές λέξεις ελάχιστες διατηρήθηκαν στο κείμενο τής «Επιτομής» και τούτο άσφαλώς για νά γίνη καταληπτό στο πολύ κοινό, άψηφώντας τούς άφορισμούς του παληού έκδοτη τής «Έρωφίλης» και «πολυμαθούς βιβλιοφύλακος» Άλοϊσίου Γραδενίγου τού Κρητός; «Και αν κανείς δεν εύχαριστάται εις κάποια?.όγια καί λέξες Κρητικαίς, ωσάν όπου δεν είναι τού κανόνος ή τής εγχωρίου του ομιλίας, ας πασχίση νά σύνθεση καί αυτός ποίημα μερικόν τής όοέξεως καί δχι νά νοθεύση τό φυσικόν καί γνήσιον ιδίωμα τού παρόντος ποιήματος μέ ατιμίαν τού ποιητού, όπου έστάθη εις τούτο τό γένος κορυφαίος των ποιητών... "Οθεν κανείς ας μην άποκοτά ποτέ προπετώς νά συγχίζη τάς γλιόσσας («Έρωφίλη», Κρητικόν Θέατρον σ. ξγ' Κ. Ν. Σάθα, Βενετία 1879). Τέλος στοΰ Καρποφόρου τό στόμα βάζει ό άγνωστός μας διασκευαστής, τις άρές τού Μαντατοφόρου (στίχ. 1, 2, 3, 5 και 6 τής Πρώτης Σκηνής τής Ε' Πράξης), πού δέν ύπάρχει στο χ)φ, μέ τήν προσθήκη τριών νόθων γιά τήν οικονομία τής όλης επιτομής. Στού ίδιου επίσης τά χέρια άποθέτει καί τό φόνο τού βασιληα, άντί τής Νένας, τού χορού καί τών κορασίδων κατά τό πρωτότυπο μέ τούς τρεις άκροτελεύτιους νόθους στίχους, ώς προανεφέρθη: 142, 143 και 144 του χ)φου μας. «Αύθέντη βα σ ιλέα μου, άφέντπ βασιληα μου, )>τί ε ίν ' τό κακό πού έκαμες σήμερα, συμφορά μου,»λά βε καί σύ τόν θάνατον μαζί μ έ τήν κυρά μ ο υ!); 19) «Πανάρατος μονόπρακτος λαϊκή διασκευή τής Έρωφίλης», Γ. Θ. Ζώρα - Π. Κ ρ έ σ τ η - Λ ε ο ν τ σ ίν η. Ά θ ή ν α ι
69 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Πρέπει ακόμα νά πούμε, πώς και οι ή λαϊκή διαοκευή ΐής «Έρωφίλης» πού παίζονταν στην Αμφιλοχία, υπάρχουν τρεις στίχοι, πού κλείνουν το δράμα ( ), όμοιοι περίπου με τούς ισάριθμους ακροτελεύτιους του δικού μας Αφέντη βασιλέα μου, κγ άφέντη βασιληα μου ))τί ε ίν το κακό πού έκαμες σήμερα στήν κυρά μου; ))λάβε καί συ τον θάνατο μαζί μ ε τήν κυρά μου!)) Ή ομοιότητα αυτή οτό σημείο ιούτο, όπως και οέ πολλά άλλα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, πώς τα δυύ αύτά λαϊκά περιληπτικά δραματάκια προέρχονταν άπό κάποια κοινή διαοκευή, ή οποία ύπέστη άλλοιώσεις στις διάφορες πόλεις, όπου παίχτηκε, γιά πολλούς καί ποικίλους λόγους. Ό περιορισμός των προσώπων και ή όλη οικονομία τής διασκευής αύτής είναι τέτοια, πού νά μπορεί, νά προσαρμόζεται στήν περίπτωση κινητών θεατρικών παραστάσεων δίχως σκηνικά έστω και υποτυπώδη γιατί γίνονταν στις πλατείες και τά κεντρικά σταυροδρόμια τών χριστιανομαχαλάδων τών Γιαννίνων εξ ολοκλήρου ή και τμηματικά. Έτσι παραλείπονται και άρκετά πρόσωπα, όπως ό Χορός, ή Σκιά τού ά- δελφού τού βασιληα, οί Δαίμονες, οί Κορασίδες, ή Άρμίντα, ό Ρινάλδος, οι Καβαλλιέροι, ή Φορτουνα, οί Φούργιες, ό Σολιμάνος, ό Γοφρέδος και οι δυό Τούρκοι. Οι στολές τους, κατά τήν περιγραφή και τών γονέων μου, ήταν άρχαιόπρεπες, όπως κι ό Κρυστάλλης μάς το βεβαιώνει* χλαμίδες, περικεφαλαίες, θώρακες, περικνημίδες, σανδάλια καί δόρατα γιά τούς στρατιωτικούς. Γιά τό βασιληα και τήν «Έρωφίλη» φορέματα μεταξωτά, άνασυρμένα άπό τά άδυτα τού σεπετιού προγονικής κληρονομιάς, μεταποιημένα κατά τήν περίπτωση. Ή προετοιμασία τού θιάσου γίνονταν πολύ πριν τής Άποκρηάς σ όλες τις λεπτομέρειες γιά τήν άρτιώτερη εμφάνιση και άπόδοση. Ή,άπαγγελία, οί χειρονομίες και οί βηματισμοί με τάξη καί ακρίβεια20. Έπαιρναν σ αύτό μέρος εγγράμματοι21 κι εύποροι, κατά τό μεγαλύτερο μέρος, νέοι τών Γιαννίνων, οί οποίοι επωμίζονταν καί όλα τά έξοδα τού θιάσου με σκοπό τήν τέρψη κγ όχι τήν άργυρολογία. Φυσικά γιά κορίτσια μέλη τού θιάσου ούτε λόγος νά γίνεται. Τό βαθύτερο κίνητρο τών νέων αύτών ήταν τό εθνικό φιλότιμο καί ή εθνική προβολή εμπρός στ άλλα τά «Μιλλέτια», τούς Τούρκους δηλ. καί τούς Ε βραίους μά τό περσότερο τούς ρουμανίζοντες22, τούς «ρουμούνους» όπως τούς 20) Ή μητέρα μου μαθήτρια τότε της Έλλ. Αστικής Σχολής καί γειτόνισσα τού «Θιασάρχη» παρακολουθούσε πολλές φορές, μαζί με τήν κόρη του, τή φίλη της Αλεξάνδρα, τέτοιες πρόβες. 21) Έ νας άπ αυτούς ήταν καί ό έκ μητρΰς θείος μου Γεώρ. ΙΙαπαξήσης, ελληνοδιδάσκαλος τότε τής Ζωσιμαίας Σχολής καί πολύ μεταγενέστερα καθηγητής Αργοστολιού, οπού καί άπεβίωσε ύπέργηρος καί άπό τον όποιο προέρχονται τό χ)φο αύτό καί οί περσύτερες πληροφορίες. 22) *Θ φανατισμός μεταξύ Ελλήνων καί ρουμανιζόντων είχε μεταδοθή ακόμα καί στα παιδιά τό>ν Δημ. Σχολείων. Ενθυμούμαι πολύ καλά πό)ς συχνά καί στις μέρες μου έρχονταν στά χέρια ή καί μέ πέτρες ακόμα οί μεγαλύτεροι φυσικά μέ τούς μαθητές τού γειτονικού μας ρουμανικού Αημ. Σχολείου, λίγο πιο κάτω άπό τό δικό μας τό Βαλάνειο (τώρα Έλισσαβέτειο). Οί συμπλοκές αυτές γίνονταν τήν ώρα πού σκολνούσαν τά σχολεία καί φεύγαν γιά τά σπίτια τους, κάτι*» άπό τά βλέμματα «Ντζάμηδιον» τών στρατωνισμένων στο «Μπαοΐτ - Καρακόλ(ι)» ή Κλούκι, όπως συνηθίζονταν νά λέγεται πού μάς έκαναν «χάζι» γελώντας καί παροτρύνοντας μέ τις φωνές τους.
70 \ ΕΣΤΙΑ» λέγανε τότες, πού δειλά - δειλά άρχισαν, νά εμφανίζονται στον ηπειρωτικό ο ρίζοντα. Έ να τέτοιο γεγονός την εποχή πού άναφερόμαστε δείχνει τή ζωντάνια του ελληνικού στοιχείου των Γιαννίνων και την πνευματική ύπεροχή του, μέ την οποία ήξερε πάντα νά έπιβάλλεται στά γύρω του ξένα στοιχεία, σέ κάθε εύκαιρία και ο" αύτές άκόμα τις διασκεδάσεις του, τις όποιες έποίκιλλε μέ θεάματα και ακροάματα τέτοιας λογής ψυχαγωγώντας έτσι όλους τούς συμπολί τες του πάσης έθνικότητος αδερφωμένους μέ μιά κοινή μητρική γλώσσα, τήν έλληνική23. Δίκηο είναι νά πούμε καί δυο λόγια γιά τό θιασάρχη καί άρχηγό του όμίλου τής περιόδου πού άναφερόμαστε, γιατί ήταν ή ψυχή τής όλης κίνησης, ό πως ακριβώς μας τον ζωγράφισαν σύγχρονοί του, πού έζησαν κοντά του καί συνεργάστηκαν μ5 αυτόν, καθώς καί άλλοι παληοί μαχαλιώτες. Ό όργανωτής καί θιασάρχης ήταν ένας εύχάριστος, άπλός καί καλόκαρδος νοικοκύρης. Κάθονταν στο Ζαβαντιέ μαχαλά στή συμβολή των δρόμων Κιάφας καί Χειμάρας, πίσω άκριβώς από τό Γηροκομείο Ζωσιμάδων. Ό ίδιος ήταν καί εκπαιδευτής τού ερασιτεχνικού ομίλου πάνω στόν ο ποίο ασκούσε μεγάλη επιβολή. Πολύ ύπολόγιζαν τό «κατσάρωμα» των παχειών φρυδιών του. νακρα πειθαρχία καί σοβαρότητα διέκρινε τό συγκρότημα αύτό, γιά τούτο άπολάμβανε τήν έκτίμηοη τής γιαννιώτικης κοινωνίας, σέ σημείο πού οί άρχοντικές οικογένειες θεωρούσαν τιμή τους νά στέλλουν τά παιδιά τους στόν όμιλο, άλλά καί νά γίνωνται παραστάσεις στήν αυλή τους. «Χάρος» ήταν τό παραγκώμι του, γιατί τό ρόλο τού χάροντα υποδύονταν πάντα καί μ" αύτό τό άνομα ήταν γνωστός στο πολύ κοινό των Γιαννίνων. Άτυχώς ή μνήμη μου δέ συγκρότησε οϋτ αύτό τό μικρό του όνομα, μά ούτε κι' άν τό όνομα τής προμετωπίδας τού χειρόγραφου «Ιωάννης Μπίτσιος» άνήκε στο «Χάρο». Τούτο λοιπόν τό παραγκώμι κατάντησε οικογενειακό του όνομα, τόσο πού καί τή γυναίκα του τήν Κυρα - Νίτσα, «Χάροβα» τήν ονομάτιζαν, όπως καί τό γυιό τους τό Λεωνίδα μέχρι τά τελευταία τους ) Φ ίλ ο ς Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο υ π ο λ ίτ η ς μού δ ιά β α ζ ε σ τ ά 1930 μ ιά δ ια μ α ρ τ υ ρ ία τ ω ν Τ ο υ ρ κ ο για ν- ν ιω τ ώ ν τ ο υ Ι Ι α ν χ ε ιχ ιο ΰ τ η ς Π ρ ο π ο ν τ ίδ α ς, δ η μ ο σ ιευ ό μ ενη σ τ ή ν Ε φ η μ ε ρ ίδ α «Τ ζιο υ μ - χ ο υ ρ ιέ τ» τ ή ς Π ό λ η ς. Ή α σ τ υ ν ο μ ία τ ο υ ς π ίε ζ ε ν ά μ ιλ ο ύ ν το ύ ρ κ ικ α ε ν ώ α υ τ ο ί, ό π ω ς τό τ ό ν ιζ α ν, δ ε ν ή ξ ε ρ α ν π α ρ ά μ ό νο τ ά ελ λ η ν ικ ά κ α ι ζ η το ύ σ α ν τ ή ν έ π έ μ β α σ η το υ Κ ε μ ά λ. Εύλ ο γ η λ ο ιπ ό ν ή τ α ν ή ά π ο ρ ία κ α ί το ύ α π λ ο ϊκ ο ύ Τ ο ύ ρ κ ο υ κ α π ε τ ά ν ιο υ, ό τα ν κ α τ ά τ ή ν άν- τ α λ λ α γ ή τ ω ν π λ η θ υ σ μ ώ ν ξ ε μ π ά ρ κ α ρ ε σ τή ν Π ρ έ β ε ζ α 'Έ λ λ η ν ε ς π ρ ό σ φ υ γ ε ς το υ ρ κ ό φ ω ν ο υ ς κι* ε π α ιρ ν ε Τ ο ύ ρ κ ο υ ς έ λ λ η ν ό φ ιο ν ο υ ς :...«Β α λ λ α ί τ ζ ιά ν ε μ κ ά π ο ω λ ά θ ο ς γ ίν ε τ α ι. Τ ο ύ ρ κ ο υ ς β γ ά ζ ω, Ρ ω μ η ο ύ ς μ π ά ζ ω!...». («Χρονικό τού Μεγάλου Σηκωμού τού Γένους» Κ. Τ. Φ ω το π ο ύλου^ «Ή π. Χ ρ ο ν ικ ά» ). 2 4 ) Ή γρηά ή Κυρα - Νίτσα ή Χάροβα καί ό γυιός της ό Λεωνίδας, τρελλοί στις ήμερες μου, περιφέρανε τά κουρέλια τους στους δρόμους ζώντας άπό τήν ελεημοσύνη τής γειτονιάς. 'Ό σες πενταροδεκάρες μάζευε τήν Κυριακή έξω στόν 'Άη - Νικόλα Κόπανων είχε τήν πετριά νά τις ξοδεύη στο άναμμα κεριών σ δλες τις εικόνες τοΰ προσκυνηταριού καί τού τέμπλου, ύστερα άπό τή λειτουργία, μέ σταυροκοπήματα καί ίκετήριο μουρμουρητό: «Πιχώρνα, Θέ μ, τ ς μπακακαίους, τ ς γκουοήτιρίτσις... κί τούν Παπασπύρου Xchte μ... κι ολα τά ζονζουλ κ ά...!». 'Έτσι θέλοντας καί μή έμπαινε στή χορεία των «ζουζουλ κών» τής Χάροβας, κι5 ό καϋμένος ο Παπασπύρος Κατσίκας ό άγα-
71 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Τό νόστιμο είναι, πώς και οί «ηθοποιοί» δεν τή γλύτωσαν, γιατί μέ τόν καιρό οί Γιαννιώτες τούς κόλλησαν, σαν παραγκώμι, τό όνομα του ηρώα, «σιρ'- κό η θηλ κό», πού χρόνια ύποδύονταν ό καθένας, όπως μέ τόν Ξανθόπουλο Με τόν καιρό πέθανε ό «Χάρος» σκόρπισαν κι οί άλλοι... 'Έτσι εσβησε κι' ό «Πανάρατος» από τα Γιάννινα, για νά μεταφυτευτή ύστερα, όπως προαναφέραμε, στο Ζαγόρι κγ άλλου. Μονάχα λίγα δίστιχά του σαν γνωμικα καί σαν μακρυνός όπόηχος άπόμειναν στο στόμα των παληών, καθώς καί τ όνομα τής άμοιρης ήρωΐδος, τής Έρωφίλης25. Τό χειρόγραφο πού ακολουθεί τό παρουσιάζομε όπως εϊναι, μόνο πού ά-, ριθμήθηκαν οί στίχοι του καί στα δεξιά σημειώθηκαν οί αριθμοί των αντίστοιχων στίχων τού κειμένου τής «Έρωφίλης», ώς προαναφέραμε. Ύ πόθεσις τη ς τραγω δίας καλούμενης Έρωψίλη «Άφότις έσκοτώθη εις τόν πόλεμον Θρασύμαχος ό Βασιλεύς τής Τζέοτζας, ε- τυχεν εις τά χέρια Φιλογόνου τού βασιλέως τής Μέμφιδος, ήγουν τής Αίγυπτου κάποιον ανήλικον παιδί τ όνομα Πανάρετος, όπου μονογενές καί Ορφανόν έμεινε μετά τόν σκοτωμόν τού πατρός του.»καί ό μ ολον οπού δεν τό έγνώριζεν ό Φιλόγονος διά παιδί τού Θρασυμάχου, όμως έπρόσταξε, νά συναναστρέφεται όμάδι μέ την κορασίδα Έρωφίλην την θυγατέρα του, μονογενής καί αυτή.»ούτος δ Πανάρετος μέ την αύξησιν τής ηλικίας ηύξανε κατά πολλά εις φρόνησιν, εις βασιλικά ήθη καί εις ανδρείαν, ώστε από ταύτα βλέποντας προς τόν νέον δ Φιλόγονος βασιλεύς όχι μόνον τόν έτίμησεν, αλλά καί στρατηγόν τόν έγκατέστεσεν εις όλα του τά φουσάτα.»ό έρως όμως τής Έρωφίλης έσυρε τόν Πανάρετον νά την άγαπήση τόσον διά τά περισσά της κάλ?νη, όίστε κρυφίως από τόν πατέρα της νά ένεργήση τά τού γάμου καί νά κοιμηθή μέ τού λόγου της. θός έκεΐνος εφημέριος του "Λη - Νικόλαου, ό καλόκαρδος καί «ντιβικέλης» (ανοιχτοχέρης). Άξιζε αυτόν τόν τίτλο, γιατί δεν κρατούσε δεκάρα στη τζέπη του. Τά μοίραζε δλα στη φτωχολογιά, από την οποία ποτέ δεν έπαιρνε δεκάρα για τά τρισάγια καί τ άλλα «διαβάσματα». ΕΓχεν εφαρμόσει από τότε τή «δωρεάν θρησκεία!...». ΑΙωνία του ή μνήμη! 'Όσο γιά τή Χάροβα κόντεψε κάποτε, άθελα της, νά κάψη την εκκλησία μέ τά κεριά της. Πήρε φωτιά ό μπερντές τής γοινιακής εικόνας του 'Ά η - Νικολάου στο τέμπλο, την οποία μόλις πρόλαβε νά τή σβύση ο Νικόλα - Βατσ νιάς ό Κράχτης (νεοκόρος). Λέγονταν Κράχτες, γιατί τις νύχτες Χριστουγέννων καί Πάσχα περνούσαν τούς μαχαλάδες καί χτυπούσαν τις χριστιανικές πόρτες τρεις φορές γιά τόν εκκλησιασμό. Δέν ήθελαν οί Τούρκοι ν άκοΰν τή νύχτα καμπάνες χριστιανικές. 25) Τ ό ό νο μ α «Έ ρ ω φ ίλ η» κ α τ ά τ ό ν Κ. Ν. Σ ά θ α, «φ α ίν ε τ α ι ά γ ν ω σ τ ο ν ε ις τ ο ύ ς ά ρ χ α ίο υ ς, δ ιό τ ι μ όνον ά π α ξ Α π ά ν τω ν ό>ς έπιό νυ μ ο ν μ ια ς τ ω ν Σ ιβ υ λ λ ώ ν δ ιο ρ θ ο ΰ τ α ι υπό τ ιν ω ν ε ις Ή ρ ω φ ίλ η ν... είτε, ό Χ ο ο τ ά κ η ς π ρ ώ τ ο ς έ π λ α σ ε ν α υ τ ό, ε ίτε έ ξ ά γ ν ιό σ το υ π η γ ή ς π α ρ έ - λ «6 ε ν α υ τό, τ ό β έβ α ιο ν ε ίν α ι, ό τι π ο λ λ ή έ γ έ ν ε τ ο χ ρ ή σ ις το υ ο ν ό μ α τ ο ς έν τ ή Ι Σ Τ ' έκ α - τ ο ν τ α ε τ η ρ ίδ ι. Ο ύ τιυ ς ό Λ ο ιό σ το ς «Έ ρ ω φ ίλ η ν» ο ν ο μ ά ζ ει τ ή ν ή ρ ιο ίδ α μ ια ς τ ώ ν κ ιο μ ω δ ι- ώ ν αυτού, ο δε S F O R Z A Τ) O D D O έ π έ γ ο α ψ ε ν E R O P H I L O M A G I I I A τό έν έ τ ε ι 1572 π ο ίη μ ά το υ, ώ ς π ε ρ ιγ ρ α φ ή ν τ ή ν π ο ό ς τ ό ν έ ρ υ ιτα π ά λ η ν τ ή ς φ ιλ ία ς...». (Κρητικόν Θέατρον. ΙΊρολεγόμενα Κ. Ν. Σάθα)
72 ΕΣΤΙΑ»»Τοΰτο έγίνη αιτία μεγάλου κακού* επειδή κάνοντας δ βασιλεύς νά αποκεφαλίσουν τον Πανάρετον, δχι μόνον την κεφαλήν, άλλα καί την καρδίαν καί τά χέρια βάνοντας εις ενα βατσέλι τά ε'δωκε τής θυγατρός του διά κανίσκι* τά οποία θεωρούσα μέ μεγάλον τρόμον ή Έρωφίλη καί κρουνηδόν καταφιλοΰσα έλειποψύχησεν από τον μενον, δ χορός των κορασίδων προς έκδίκησιν των άδικοσκοτωμένων τον ήρπασεν ευχαριστήσεως διά ταύτην την δικαιοτάτην έκδίκησιν». Ιω ά ν ν η ς Γ(;) Μπίτσιος 'Ιστορία Παναρέτου. Επιτομή. Ιω άννινα Μαρτίου 15) ΠΡΟΣΟΠΑ ΔΡΑΜΑΤΟΣ 1. Δαίμων άφαρπάζων τάς ψυχάς1. 1. Πανάρετος εραστής τής Έρωφίλης. 1. Καρπόφορος φίλος του Παναρέτου. 1. Βασιλεύς πατήρ τής Έρωφίλης. 1. Έρωφίλη θυγάτηρ τού βασιλέως τής Αίγυπτου. 1. Νίνα2 Λούλα τής Έρωφίλης. 1. Σύμβουλος του βασιλέως. 5. Στρατηγοί τού βασιλέως. 12. 'Άπαντες. Χάρων 1 «Ή άγρια καί άνελύπητη καί σκοτεινή θεωρία μου, καί τό δρεπάν οπού βαστώ καί τούτα τά γυμνά μου,»κόκκαλα, κόκκαλα, άστραπάς, βροντάς δμάδι, την γην καταταράζουσι καί βγαίν5 από τον Άδη. 5»Μ δλον τούτο επιθυμώ για πλειά θεράπευσή μου, ποιος είμαι νά σάς διηγηθώ καί ποιά ναι ή μπόρεσή μου.»έγώ μαι κείνος τό λοιπόν άπ δλοι μέ μισούνε, σκληρόκαρδον καί ασπλαχνον καί άπονον μέ λαλούνε.»παίρνω τούς νιούς άπ τά μαλλιά, τούς γέρους άπ τά γένια, 10 Παίρνω καί τά μικρά παιδιά στη σέλα άρμαθιασμένα ) Π ρ ό κ ε ιτ α ι ν ιά τ ό Χ ά ρ ο ν τ α, ό ο π ο ίο ς π ρ ο?,ο γίξει. 2 ) Ή Ν έ ν α σ το δ ρ ά μ α τ ο ν Χ ο ρ τ ά τ ξ η. Σ η μ. : Δ ε ξ ιά ε ίν α ι ο ί α ρ ιθ μ ο ί τ ω ν α ν τ ίσ τ ο ιχ ω ν σ τ ίχ ω ν τ ο ν κ είμ ενο ν τ η ς «Έ ρ ω φ ίλ η ς» το υ Γ. Χ ο ρ τ ά τ σ η. ( Έ κ δ ο σ η «Σ τ ο χ α σ τ ή», Ά θ ή ν α ι 1928) Ν = Ν ό θ ο ς σ τ ίχ ο ς.
73 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ»Γιαμά, Γιαμά1, 8ταν μ φαν η, ρίχνιο καί Οανατόνω, 15 καί εις τό άνθος της νιότης πον τούς χρόνους τελειώνω. 16»είς εν άνοιγοσφάλισμα των όμματιών πού σώνο*2, 77 καί δίχως λύπαις κάθε μια πάσ άνθρωπον σκοτόνω* 78 15»Τούς φέγουν, φθάνω γρήγορα, τούς με ζητούν, μακραίνω, 81 καί δίχως νά μέ κράζουνε, συχνά στούς γάμους μπαίνω. 82»Έγώ είμ από τούς βασιλείς τούς μπορεμενους δλους, 11 τούς πλούσιους και τούς άνέμπορους αύθέντας καί τούς δούλους 12»Παίρνω νυφάδες καί γαμβρούς, γυναίκες καί κοπέλες, καί κάνω ξόδια σταίς χαραΐς καί κλάματα στα γέλια. 84»Παίρνσ) ταις δόξαις καί τιμαΐς, τά ονόματα μαυρίζω, 17 ταΐς αγριαις καρδιαις καταπονώ καί ταΐς φιλιαΐς χωρίζιο. 19»Πού των Ελλήνων αί βασιλειαις, πού των Ροχιιαίων3 αί τόσαις 23 χώραις καί μπορεζάμεναις, πού τόσαις γλώσσαις4; 24 25»Πού ν τού Αλεξάνδρου ή ανδρείά, πού ή δόξα του ή Πλείσσα; 29 Πού των καισάριον αί τιμαί, οπού τον κόσμον όρίσα; 30»ολ άπ έμέ έχάλασαν, όλ άπ έμέ έχαθήκαν, - 31 χώμα γενήκαν άφήφιστον καί σ άλησμονιάν έμβήκαν. 32»ΧαραΙς έλπίζει ό βασιλεύς καί γάμους λογαριάζει, δεν βλέπει καί τον χάρον, έπάνω τ πλησιάζει. Ν»Τέλος σήμερα άπ τό πρωί προτού περάση ή μέρα 101 θά θανατώσω τον βασιλιά, τον Πανάρετον καί την μόνην 102 του θυγατέρα5»νά παύσουνε ή δόξαις του καί ή επαρσίς του ή τόση, 103 καί τά πολλά του χρήματα, σ άλνού χεργιά νά δώση. 104 Β ασιλεύς Πράξη Β' Σκ. 7 35»Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε παιδί μου, έ'6γα έμπρός μου νά σε ίδώ, δυο?ιόγια νά σού κρίνω.»νά πας στη θυγατέρα μου, νά βρής νά τής μιλήσης, κ δσο μπορέσης σπλαχνικά, νά την παρακινήσης.»νά σεβασθή6, νά πανδρευθή, νά κάμουμε ν τό γάμο, 40 καί άν δέν Οελήση είπε της στανιώ της θά τον κάμο). Ν Ν Πανάρετος»*Όπο^ς ορίζεις βασιλεύ, θά πά νά μεσιτεύσου, καί δσο μπορέσου σπ?^αχνικά Οενά τήν συμβουλεύσω. στόν Καρπόφορον λέγει»μέ τον Καρπόφορον θαρρώ τον συνανάστροφόν μου, 429 Ν Πρ. Α ' Σκ ) Στο πρωτότυπο τής «Έοο>φίλης»: Γιαμιά, γιαμιά, όντε (ρανή ρίχνω καί θανατόνω. 2) Στο πρωτότυπο:...των άμματ άποσώνο). 3) Στο πρωτότυπο: Που των Ελλήνων ή βασιλειαις; Ιίου τώ Ρωμηών ή τόσαις; 4) Στο πρωτότυπο: πλούσιαις καί μπορεζάμεναις χυιραις; που τόσαις γνιόσαις; 5) Πλεονάζουν όχτώ συλλαβές. (ΐ) Στο κείμενο γράφει: συοαστή ίασυμβίβαστη).
74 ΕΣΤΙΑ* τον φίλον μου τον μυστικόν τον ίδιον αδελφόν μου. 36 Καρπόφορος Πρ. Α' Σκ «Φίλτατε Πανάρετε καλησμερήματά σου7. 71 Πανάρετος»Καλώς όρισες και ή αφεντιά σου8. 72 Καρπόφορος»Φίλε τό σφάλμα π9εγινε όπίσω δεν γυρίζει, καί αν γυρίζει ποιος τ5 έκαμε δεν θά κα?,οκαρδίζει9. «Παρακαλώ σας φίλε μου καί δουλευτής πιστός σου 50 για πες μου ξεμολογήσε μου τό σφάλμα τό δικό σου Πανάρετος»Καρποφόρε άδελφάκι μου πεντέ χρόνων δέν ήμουν, για νά γροικήσης απ αρχής τήν τύχην την δικήν μου.»μ άγάπησεν ό βασλεύς για χάριν έδική του, καί μέ τήν Έρωφίλην του μ έκαμεν ώς παιδί του Καρπόφορος 55»Δέν τό ζητώ δι άλ?νθ τί φιλά10 νά τό γροικήσω, παρά νά βρώ τρόπον* τινα γιά νά σέ βοηθήσω.»πήγαινε κι έρχομαι καί εγώ υπάγω νά οπλίσω μέ σκουργιασμένα σιδηρά τό σώμα μου νά ένδύσω Ν Π ανάρετος πρός τά Βασιλοπούλα Πρ. Γ Σκ. 2»Βασιλοπούλα καί κυρά θάρρος καί παντοχή μου, 60 πολλαΐς πικράδες πλάκωσαν σήμερα τό κορμί μου.»τρεΐςη προξενειές έστείλανε γιά λόγου σου κυρά μου, τρία μαχαίρια κοπτερά μου μπήκαν στην καρδιά μου.»προξενητήν άλλον ό πατήρ σου δέν ηδρε νά σου πέμψη, παρά εμέ τον δυστυχή, διά νά μέ έξολοθρεύση. 65»Τουτο ποτέ δέ γίνηκε, ποτέ σου μην τό κάνης, μόν βάστα τήν αγάπην μου, όσο πού νά ποθάνης Ν Ν Ν Ν Ν 7) Σ τ ο πρωτότυπο γράφ ει:, Έ ντον* έπ ά!.,. Πανάρετε καλημερίσματά σου (Σ τιχ. 7 1'. 8) Ή απάντηση τοΰ Πανάρετου είναι: Χ ίλια καλώς άποσιοσε, φίλε μου ήγ* ευγενεια σου (Σ τ. 72). * 0 46ος στίχος τής διασκευής είναι χωλός. 9) Σ τ ο κείμενο γράφ ει: Κακοκαρδίζει. 10) Σ το κείμενο: φελά ( όφελεί), στη διασκευή ίσως από άντιγραφικό σφάλμα γράφηκε φιλά, πού δέ βγαίνει νόημα. 11) Σ τ ο κείμενο: δυο προξενειές.
75 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ» Βασιλοπούλα»Τ είν τούτο το ξαφνικό μαντάτο πού μού δόσαν καί μην παραπικραίνεσαι, Πανάρετέ μου, τόσον.»καθώς μάς έπλασεν ό Θεός καί σμίξαμεν όμάδι, 70 οΰτω έλπίζω στον Θεόν, νά γίνωμε ζευγάρι.»νέ όμορφη ή άσχημη Πανάρετε ψυχή μου, για σένα έγεννήθηκε στον κόσμο τό κορμί μου. Βασιλεύς»Σύμβουλε, αγαπημένε μου καί συνανάστροφέ μου, την πίκραν μου είναι βο?.ετόν νά μάθης φαίνεται μου.. 75»Δέν είναι πίκρα ή σημερινή σαν ταΐς άλλαις σύμβουλέ λόγιασε μεγαλύτερη δεν μ εύρηκε ποτέ μου. Σύμβουλος την πίκραν δπ άρχίνησες καί πριν την τελειώσης [βάνω] στον νουν αύθέντη μου, διά νά μού φανερόσης. ου, Ν Πρ. Δ' Σκ Βασιλεύς Πρ. Δ ' Σκ. 5»Σΰμ6ουλε πώς σού φαίνεται, είδες ποτέ σου τόση; 443 Σύμβουλος 80»Σ ά?λον νέον άποκοτιά, δεν είδα τόσην γνώση. 444 (Π ηγαίνει ό Σύμβουλος καί παρατηρεί τόν Π ανάρετον καί τύν Β α σ ιλοπούλα ν). Ό Βασιλεύς θυμω μένος λ έ γ ε ι των στρατιωτών.»στρατιώται πιάστε τον σιδηροδέστε τον τόν άπιστον 607 τόν σκύλον, 608 καί φέρτε τον έδώ έμπρός δυο λόγια νά τού κρίνω. Ν Ό Π ανάρετος μέ τό σπαθί στό χέρι.»δέν θά τ άφήσω νά χαθώ προτού νά δοκιμάσω, οσο μπορώ μέ τό σπαθί, πριν την ζιυήν μου χάσω. Ν Ν Β ασιλεύς Πρ. Δ ' Σκ. 7 85»Καλώς τόν άξιον μου γαμβρόν καλώς τόνε νά κάμω 647 καθώς τού πρέπει σήμερον τόν δμορφόν του γάμο 648 *47 12) Στό προιτότυπο: Βασιλέας*. Στ. 443 «Σύμβουλε πώς σου (ραίνεται; είδες ποτέ σου τόση 447 σ άλλη γυναίκ άποκοτιά! Σύμβουλος: 444 Τόση δεν είδα γνώση». Δηλ. ό 444 στίχ. τού βασιλέα συμπληρώνεται άπό τό Σύμβουλο.
76 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» «Γιά ίδέτε τον Πανάρετον τον είχα άναθρεμένον Ν και ατό καλό πού τδκαμα, μ έβγαλε έντροπιασμένον. Ν»νΑνθρο>πε και απάνθρωπε ενδεχόμενα σπηλαία13, Ν 90 δεν έστοχάσθης εντροπήν σύ1415μέ τον βασιλέα; Ν»Σέ έκαμα μεγαλύτερον εις όλους μου τους τόπους 654 σ έκαμα και αρχιστράτηγον είς ολονς τούς ανθρώπους. 655 Πανάρετος «*Ήξευρε ώ βασιλεύ δτι είμαι γυιός τού βασιλιά τού Πλούσου, 675 τής Τζέρτζας τού θοασύμαχου τού φίλου τού δικού σου. 676 Βασιλεύς 95»Αύτό ποτέ σου μην τό πής, ποτέ σου μην τό λέγης, ν9 εσέ ποτέ δέν ήτονα βασιλική γενιά σου Πανάρετος»Τοΰτο δέν είναι ψέμματα κι αν θέλεις και σημάδι, πώς είμαι τού θρασύμαχου, και μαρτυριαίς δμάδι. Β ασιλεύς Πρ. Ε' Σκ. 1η»ί5Σκύλε δοξάζω τον Θεόν σ ήφερε μπροστά μου, σπαθί θά βάλ απάνω σου, ως πιθυμεΐ ή καρδιά μου. 72 Πρ. Δ ' Σκ. 7η»Κρατεΐτε τον ώ στρατηγοί κ ελάτε μέ τ - έμενα, 705 νά ανταμείψω σήμερον, τί μώχει καμωμένα. 706»Παρήτε του την κεφαλήν καί άναπασθήτε16 φίλοι Ν καί τό κορμί μου ας δοθή καί ας τό φαν οι σκύλοι. Ν Πρ. Ε' Σκ »Βάλτε την στοΰτο τό θρονί γυρίστε ολοι πίσω, 227 γιατί τής θυγατέρας μου μόνος θά τής μιλήσω. 228 (Β άνουν τήν κεφ αλήν εις τό θ ρ ο ν ί). Σ ύ μβουλος προς τ ι\ν Β ασιλοπούλαν. 13) Ακατανόητες όί δυο αυτές λέξεις, πιθανόν από άντιγραφικό σφάλμα. Στη διασκευή Γ. Θ. Ζ ώ ρ α Π. Κρέστη Λεοντσίνη, ό στίχος έχει: Βρε άνθρωπε καί απάνθριυπε καί τυχωμένε Ήρακλέα, δέν έστοχάσθης εντροπήν σε με τον γηραλέα; 'Τποθέτω πώς ίσως νά χρησιμοποιείται αντί «τυφωμένε» (=τετυφωμένε) δηλ. φαντασμένε. 14) Προφανώς σέ καί όχι σύ από άντιγραφικό σφάλμα. 15) Ο ί στίχ. 99, 100 κατά τό προ>τότυπο ανήκουν στο Μαντατοφόρο. Ε ίνα ι ελαφρά διασκευασμένοι. 1 ίΐ) Ακατανόητη. Μάλλον «άνασπασθήτε» ( άναμεράτε ή άναμετρήστε, φύγετε, άποχωρήστε, άποχωρισθήτε). Δες καί στίχ. 488, Π ράξη Ε ' Σ κηνή 4η τής «ΈροΚρίλης»: «Κ είς τάστεο' άνασπάστηκες κ έκ τό κορμί σ έ6γήκες».
77 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ»Βασιλοπούλα και κυρά σ Ανατολή καί Λύση, ό βασιλεύς πατέρας σου Οέ?.ει νά σου μιλήση. Β ασιλοπούλα προς τόν Β ασιλέα. Πρ. Ε ' Σκ. 3»Τόν ορισμόν σαν ήκουσα της υψηλότητα σου, καί ήρθα νά μάθ αφέντη μου, τ είν τό πρόσταγμά σου. 328 Βασιλεύς»Καλώς την θυγατέρα μου την πολυαγαπημένη 329 όπου ποτέ άπ τό πρόσταγμα τού πατρός της δεν έδγαίνει. 330»Άλλά διατί τά μάτια σου ταχείς χαμηλωμένα, Ν καί νά κυττάξης ντρέπεσαι μέ θάρρος προς εμένα; Ν 115 «fαπλώσου στούτο τό θρονί καί πιάσε τό βουτσέλι, 369 ίδές το καί χαΐρε το καλά, ώς ή καρδιά σου θέλει. 370 ' Β ασιλοπούλα»να χ! τρέμει ή καρδία μου καί κτυπά, τά χείλη μου δειλιούσι, καί ή χέρα μου δεν δύναται, επάνω του ν άπλώση.»τίνος είναι τό λοιπόν ή κεφαλή κομμένη 120 καί πώς επάνω στο θρονί νά κείτ αίματωμένη; Ν Βασιλεύς»Τού Παναρέτου έσφάγηκεν μέ τή δική μου χέρα, κομμένη πως εύρίσκεται άπονη θυγατέρα. «Αλλά πιάστο καί μήν φοβάσαι Β ασιλοπούλα Πράξ. Ε ' σκ. 4 «Πού ν ή πολλή σου εύμοοφιά πού ν τά πολ?αχ σου κάλλη18 19, πού V ή μεγάλη σου ανδρεία ώραΐο μου κεφάλι 419»πού είν τό σώμα του?,οιπόν, πού ν τό καμαρωμένο, 420 γιά νά τό κλαύσω θλιβερά, κι ας είν κι αποθαμένο; Ν Βασιλεύς»Τροφή έγίνη τών σκυλιών, τών λιονταριών μου βρώση, 421 γιατί δέν ήτονε πρεπόν, χώμα νά τόν πλάκωση. 422 Έ ρωφίλπ 130 «ναχ! Πανάρετε, Πανάρετε ψυχή μου, ) *0 στίχ. 123 είναι χωλός. Στο κείμενο έχει (ΙΙρ ά ξ. Ε ' Σ κ. 3, στ. 385): Τ ί στέκεις θυγατέρα μου... ΙΤιάσ τα καί μή φοβάσαι. 18) Οί στίχ του πρωτότυπου συγχωνεύτηκαν στον 124 της διασκευής. 19) Στα προηγούμενα άναφέρεται απλώς ώς βασιλοπούλα καί μονάχα εδώ μέ τό όνομά της «Έριοφίλη».
78 βοήθα τής βαργιόμοιρης και δεξου τό κορμί μου Δούλα Πράξ. Ε ' Σκ. 5»ΜΑς πάμε νά γροικήσωμε τί γίνη ή κυρά μας 527 άποθαμμένη βρίσκεται καί κείτεται μπροστά μας. 528»*Αχ καημένη βασίλισσα κυρά μ αγαπημένη, τ έχεις καί κείτεσαι στην γην ωσάν άποθαμμένη. 530»Βασίλισσά μου ομίλησε, βασίλισσά μ σηκώσου, 531 γύρισ ολίγον προς ημάς τ άργυροπρόσωπόν σου. 532 Καρπόφορος20 Πρ. Ε ' Σκ. 1η»ΤΩ σπίτι τρισκατάρατο, σπίτι κατηραμένο! - 1 Πώς εις τά βάθη,του γιαλιοΰ δεν είσαι βουλιασμένο »Πώς δέν θυμώνει ουρανός καί γης πώς δεν τρομάζει, 5 κ ή αστραπή δέν έρχεται διά νά σε χαλάση. 6»Αυθέντη βασιλέα μου, αφέντη βασιλιά μου, \ Ν τί είν τό κακό πού έκαμες σήμερα συμφορά μου! Ν»Λάβε καί σύ τον θάνατον μαζί με την κυρά μου. Ν Τέλος του δράματος». 20) Στό πρωτότυπο είναι ό «Μαντατοφόρο;» καί όχι ό Καρποφόρος.
79 τ Α Ν Ν ΑΣ ΓΟΥΗΛ - Μ ΠΑΔΙΕΡΙΤΑΚΗ (Βοηθού 'Έδρας Λαογραφίας Πανβπιστηρίου Α θ η νώ ν) Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΤΗΡΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Τό Φατήρι η Κερασοχώρι, όνομαστό για τα πολλά και ώραια του κεράσια, είναι ένα μικρό όρεινό χωριό, πού στα χρόνια τά παλιά, επειδή ήταν κλεισμένο στή δική του μικρή κοινωνία, ξεχώριζε από τά άλλα γειτονικά χωριά τόσο στά ήθη δσο και στά έθιμά του. Οι κάτοικοί του, οί Γ κ ρ έ κ ο ι, ήταν κυρίως κηνοτρόφοι, δεν έλειπαν δμως και έκείνοι, πού άναγκάζονταν νά ξενιτευτούν γιά νά μπορέσουν νά ζήσουν τις οίκογένειές τους. Στή σημερινή μας μελέτη θά παρουσιάσουμε τή ξεχωριστή σε ομορφιά παλαιότερη παραδοσιακή φορεσιά των γυναικών του γνωστή μέ τήν ονομασία «τ ά τ σ ά μ ι κ α», ενδυμασία πού φορούσαν και στά χωριά Αίμποβο, Κωστάνα,, Κεραμίτσα, Κούτσι κλπ. Τή φορεσιά τους αύτή, άνάλογα μέ τά υλικά και τά κεντήματά της, τήν διέκριναν σε νυφιάτικη, σέ δεύτερη και σε καθημερινή. Ή πρώτη, ή νυφιάτικη δηλαδή, ήταν και ή πλουοιώτερη σέ κεντήματα, ένώ ή δεύτερη φορεσιά, άπό καφετι βελούδο, φοριόταν στις επίσημες μέρες, σέ γόμους, άρραβωνιάσματα, τό Πάσχα, τις Κυριακές στήν έκκλησία. Ή τρίτη, ή καθημερινή, φτειαγμένη άπό φτηνότερα ύλικά, ήταν ή φορεσιά πού έξυπηρετούσε τή γυναίκα τις ύπόλοιπες μέρες τού χρόνου. Τ ό π ο υ κ ά μ ι σ ο Τό πουκάμισο ή τό ρ ο υ τ ί, δπως τό έλεγαν, τό φορούσαν τόσο σάν ρούχο εξωτερικό δσο και γιά έσώρουχο, γιατί φουστάνι δέν έβαζαν. Τό καθημερινό, άπό χοντρό χασέ, στό χρώμα έρχονταν προς τό κρέμ, γιά νά μή λερώνη και τό όνόμαζαν «χ ω μ α τ έ ν ι ο»' 'Αντίθετα, τό πουκάμισο τής δεύτερης και τής νυφιάτικης φορεσιάς ήταν από «κ α μ π ρ i» άπό άσπρο ψιλό, πού άγόραζαν στό Φιλιάτι (Φιλιάτες). Στό μήκος έφτανε λίγο πιο κάτω από τό γόνατο. Στή μέση ήταν ραμμένο και ή φούστα του, μέ πολλές πιέτες, έμοιαζε στό κόψηιο και οτό ράψητα μέ τήν άντική φουστανέλλα. Τά φαρδειά του τά μανίκια έφταναν λίγο πιο κάτω άπό τον άγκώνα και έτσι άπό μέσα φαίνονταν τά κεντημένα μανίκια τής μάλλινης κορμοφανέλλας. Μικρά κουμπιά, πού έφταναν ώς τή μέση, έκλειναν τό κεντημένο άνοιγμα τού λαηιού τόσο στό καλό δσο και στό καθημερινό πουκάμισο. Ά π ό τ ή θ έσ η α υ τ ή ε υ χ α ρ ισ τ ώ θ ε ρ μ ά τό σ ο τ ο ν κ. Σ π. Μ ε λ ε ν τ ζ ή, πού έ π ιμ ε λ ή θ η κ ε τ ις φ ω τ ο γ ρ α φ ίε ς, οσο κ α ι τ ο ύ ς π λ η ρ ο φ ο ρ ιο δ ό τ ε ς μ ου κ. Κ < υν)νο ΙΙα π α δ ό π ο υ λ ο κ α ί κ. Κ α λ λ ιό π η Π α - π α δοπούλου - Σ ο υ τ η, σ τή ν ο π ο ία κ α ί α ν ή κ ο υ ν τ ά κ ο μ μ ά τ ια τ ή ς φ ο ρ ε σ ιά ς.
80 Η π ρ ο σ τ έ λ α «Η Π Ε Ι Ρ Ω Τ Ι Κ Η Ε Σ Τ Ι Α» $ι. Ή προοτέλα ήταν ένα μεγάλο άσπρο τετράγωνο ύφασμα άπό λεπτό χασέ πού είχε άνοιγμά στο λαιμό καί έδενε μέ κορδέλλα πίσω. Ή προστέλα, πού φοριόταν πάνω άπό τό πουκάμισο, δεν έλειπε από καμμιά νυφιάτικη ή δεύτερη φορεσιά καί ήταν κεντημένη μέ κόκκινα καί μπλέ σχέδια φτειαγμένα στη μηχανή. Ό ά λ α τ ζ ά ς Ό άλατζάς, άπό μάλλινο βυσσινϊ ύφασμα, ήταν μια εφαρμοστή ζακέτα, πού έφτανε ώς τή μέση καί είχε μακριά καί εφαρμοστά μανίκια. Κούμπωνε πολύ χαμηλά, γιά νά φαίνονται τά λεπτά κεντήματα τής προστέλας. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν τά πολύχρωμα μπρισιμένια κεντήματα, πού μέ τέχνη ιδιαίτερη κεντούσε ό ειδικός τεχνίτης, ό τ ε ρ ζ ή ς, πού ήταν καί ό ύπεύθυνος γιά τά περισσότερα κομμάτια τής φατηριώτικης φορεσιάς. Τ ό γ ε λ έ κ ι Πάνω άπό τον άλατζά, φορούσαν τό γελέκι φτειαγμένο άπό «ρ ο ΰ X ο» δηλαδή άπό τσόχα. Τό χρώμα τής τσόχας ήταν μπλέ, πού ήταν καί τό πιο κατάλλη χρώμα γιά νά άναδειχτοϋν τά πολύ όμορφα κεντητικά του σχέδια, πού ήσαν γνωστά μέ τήν ονομασία κυπαρίσια. Απαραίτητα τό κάθε γελέκι είχε τρία κεντήματα κυπαρίσια, άπό τά όποια τό πιο μικρό κεντιόταν στή μέση, ένώ δεξιά καί άριστερά τό πλαισίωναν αλλα δύο κυπαρίσια πολύ μεγαλύτερα καί πού έδιναν τήν εντύπωση, μέ τον τρόπο πού ήσαν βαλμένα, ότι «τό προστάτευαν». Ό κεντητικές διάκοσμο ς έκλεινε μέ σπειροειδή μοτίβα, τις π λ ε ξ ά- ν ε ς καί τις κ ο τ σ ί δ ε ς. Αύτές ήσαν γαϊτάνια πλεγμένα μέ τέτοιο τρόπο, πού έδιναν τήν εντύπωση γυναικείας κοτσίδας. * Η π ο δ ι ά Ή ποδιά ή καλή καί ή νυφιάτικη ήταν άπό κόκκινο ύφασμα πού τήν έρρα- Τ ό γελ έκ ι
81 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 6ε καί αύτήν ό τερζής, ό όποιος πρόσθετε για όμορίριά τέσσερις κεντημένες ταινίες μηχανής, ένώ τον γύρο της τον κεντούσαν οι γυναίκες μέ πολύ ψιλή δαντέλλα τήν μπηιπίλα, γνωστή καί από άλλες ελληνικές ένδυμασίες. Την ίδια δαντέλλα έβαζαν καί οτήν τσέπη τής ποδιάς, στοιχείο πού σπάνια άπαντά σέ άλλες ποδιές παραδοσιακής φορεσιάς. ί Τ ό ζ ο υ ν ά ρ ι Πάνω από τήν ποδιά έβαζαν τό ζουνάρι, πού ήταν ύφασμένο από τις ίδιες σέ χρώματα άσπρο καί μαύρο ή οέ άλλους σκουρόχρωμους συνδυασμούς. / Τ ό σ ι γ κ ο ύ ν ι ' Τό σιγκούνι, όπως ονόμαζαν τύν μακρύ εξωτερικό αμανίκωτο έπενδύτη, ήταν φτειαγμένο άπο ύφασμα μάλλινο τής νεροτριβής καί σέ χρώμα μαύρο. Τά κεντήματά του, όπου σαν κύριο κεντητικο μοτίβο είχε τό γνωστό μας κυπαρίσι έπρεπε άπαραίτητα νά είναι έπτά χρωμάτων, δηλαδή άσπρο, κόκκινο, πράσινο, μπλέ, γεράνιο (ανοιχτό μπλε) μαύρο καί κίτρινο. Ή τεχνική τού κεντήματος άπαιτοϋσε μεγάλη έπιδεξιότητα καί όνομαστός είχε μείνει προπολεμικά ό Παπασταύρου άπο τή Σίδερη *. Ό ά λ α τ ζ ά ς Τ ό σ ιγ κ ο ύ ν ι Τ ά τ σ ο υ ρ ά π ι α Στά πόδια φορούσαν τσουράπια, κάλτσες δηλαδή πού είχαν άσπρη μπαμπακερή κλωστή γιά φόντο στά πολύχρωμα τους κεντήματα, πού ήταν πλεγμένα μέ μάλλινες κλωστές χρωματιστές, γνεσμένες καί βαμμένες άπο τις ίδιες τις γυναίκες. Τά παπούτσια των ήσαν τσαρούχια μέ φούντες, αγοραστά άπό τό Φιλιάτι. 1) Χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό μου έ λ ε γ α ν οί π λ η ρ ο φ ο ρ ιο δ ό τ ε ς μ ου, οτι το κ έ ν τ η μ α α υ τό ή τ α ν τό σ ο ά κ ρ ιβ ό πού κ ό σ τιζε τό 1935 ό κ τα κ ό σ ιες δ ρ α χ μ έ ς!!!
82 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΧΤΙΑ» Ό κεφαλόδεσμος \ Τά μακριά τους τά μαλλιά τά έκαναν χωρίστρα στή μέση και τά έπλεκαν δυά κοτσίδες, πού στις άκρες τους κρέμαγαν άσημένια χαϊμαλιά άπό δπου άρχιζαν τρεις άλυσίδες δλο χάντρες πού τις όνόμαζαν «φ λ έ τ ο υ ρ ε ς». Τά μαλλιά τά σκέπαζαν μέ μιά μεγάλη μαντήλα μαύρη ή βυσσινιά δπου ξεχώριζαν ρόζ τριαντάφυλλα μέ πράσινα φύλλατ ί i Τ ά κ ο σ μ ή μ α τ α Τη νυφιάτικη και δεύτερη φορεσιά συμπλήρωναν οι ζ ά 6 ε ς, πού ήσαν δύο μεγάλες άσημένιες πόρπες, πού έβαζαν στη μέση. Στό στήθος «γάντζωναν» τρεϊς άλυσίδες πού είχαν κατά διαστήματα χάντρες, τάγκρέπια πού χτυπούσαν πάνω στις βάζες, δταν περπατούσε ή γυναίκα καϊ έκαναν ένα θόρυβο πού άκουγόταν σάν γκρού - γκρούπ, άπό δπου πήραν καί τήν χαρακτηριστική όνομασία τους.
83 ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΠΑΥΛΟΥ Α. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ Διδάκτορος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Tubingen Έ πιμελητοϋ του Πανεπιστημίου Ίω α ν ν ίν ω ν Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ Κ Α Τ Α ΙΤ Α ΙΙΣ ΤΩΝ ΕΛΑΗΝΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ' (ΕΡΕΥΝΑ) *6. Ή π ρ ο σ ω τπ κ ό τη ς το υ Ί η σ ο υ Χ ρ ίσ το υ κ α τ ά τη ν ά π ο ψ ιν τω ν φ ο ιτη τώ ν α. 1. Ό Ίησοΰς Χριστός εις τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν θεωρείται τό β' πρόσωπον τής fαγίας Τριάδος καί ώς τοιουτος διδάσκεται114. Τό πρόσιοπον του Ιησού είς τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν πιστεύεται ώς Θεανθρώπινον καί τιμαται ώς τοι οΰτον. Ενταύθα δεν θέλομεν νά έμβαθύνοηχεν είς τόν χώρον τής Δογματικής, άλλα νά άναλύσωμεν τήν θέσιν των Ελλήνων φοιτητών έναντι του Ίησου Χρίστου καί νά έρευνήσωμεν τάς θρησκευτικοκοινωνιολογικάς σχέσεις. Ό G. Kehrer είναι τής γνώμης115, δτι ή πίστις είς. τήν θεότητα του Ίησοϋ Χρίστου «είναι τό καλύτερον μεθοδολογικόν κριτήριον άναφορικώς μέ τήν έκπλήρωσιν τών θεσμών τής πίστεως. Όχι μό νον μεθοδολογικώς τό θέμα αύτό είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν, άλλα καί πραγματικώς πρόκειται ένταΰθα περί τής πεμπτουσίας τής Χριστιανικής πίστεως».'κατά τήν Ορθόδοξον άποψιν είναι άοιανόητον νά είναι κανείς Χριστιανός καί νά άμφιβάλλη διά τό Θεανθρώπινον του Ίησου Χρίστου. Τούτο είναι θέμα τής Δογματικής τής Εκκλησίας. Πώς έμφανίζεται δμως είς τήν πραγματικότητα καί είδικώτερον μεταξύ τών νεαρών Ακαδημαϊκών πολιτών: Ό πίναξ 19 παρουσιάζει τάς άπόψεις τών φοιτητών περί του προσώπου του Ίησοϋ Χρίστου. Πίναξ 19. Τί είναι 6 Ίησοϋς Χριστός κατά τήν γνώμην τών φοιτητών. Άρρενες Θήλεις Σύνολον Πός θεοϋ... 60,8 82,0 66,8 Μεγάλος Φιλόσοφος... 5,9 2,6 4,9 Μεγάλος κοινιονικός άναμορφωτής.. 8,8-6,4 Ένας μεγάλος άνδρας... 12,8 2,6 9,9 Τέλειος άνθρωπος... 1,0 5,1 2,1 Ούδεμία άπάντησις... 10,8 7,7 9,9 Σ ύ ν ο λ ο ν: 100%=Ν %=Ν %=Ν 141 Αί φοιτήτριαι πιστεύουν είς τήν Θεότητα του Ίησοϋ περισσότερον παρά οί φοιτηταί. Οί παλαιότεροι δέ φοιτηταί πιστεύουν όλιγώτερον είς τήν Θεότητα του Ίη σοϋ Χρισοΰ. 2. Διά τήν Ελληνικήν σπουδάζουσαν νεολαίαν δεν είναι άοιάφορον, έάν ό Ί- ησοΰς Χριστός είναι μία ιστορική φυσιογνιομία ή όχι116. Μόνον ένας φοιτητής άμφέ- * * Σ υ ν έ χ ε ια έκ το υ π ρ ο η γ ο υ μ έ ν ο υ τό μ ο υ, σ ελ. 076.
84 ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» βαλλεν διά τήν ιστορικήν πραγματικότητα τής ύπάρξεως τοΰ Ιησού μέ ένδοιασμούς όμως. Λέγουν: «Δεν πιστεύω δτι υπήρξε Ιησούς Χριστός, δμιος καί άν υπήρξε θά πρέπη νά ήταν άνθρωπος* δ,τι είναι γραμμένο στά Ευαγγέλια στηρίζεται στην Ικανότητα των συγγραφέων νά διαφημίζουν τήν προσωπικότητά του» (συν. 139). Κανείς από τούς υπολοίπους φοιτητάς δέν αμφιβάλλει διά τήν ιστορικήν προσωπικότητα του Ιησού Χρίστου. Ήμπορεΐ κανείς κατά τήν γνώμην των φοιτητών νά άμφιβάλλη διά πολλάς των Ιδιοτήτων αί οποιαι αποδίδονται εις αυτόν. Αμφιβολία δμως περί τής ύ- πάρξεώς του δέν δύναται νά έγερθή (συνς 51, 55, 118) έπί πλέον ή Ιμφάνισίς του ήτο «κοσμοϊστορικόν γεγονός» (συν. 97), ή «εγώ είμαι 100% βέβαιος δτι ύπήρξε καί τούτο δχι μόνον διότι τό λέγουν Χριστιανικαί πηγαί, αλλά καί διότι στηρίζεται σέ είδωλολάτρας ιστορικούς» (συν. 23). β. Τπήρξε κάποιος ό όποιος ώνομάζετο Ιησούς, τί ήτο δμως αύτός; *Ητο, δ- πως άκριβώς τόν περιγράφει ή Εκκλησία, μία υπερφυσική φυσιογνωμία ή ένας άνθρωπος χωρίς θεϊκάς ιδιότητας; 'Όπως παρουσιάζεται εις τόν πίνακα 19 66,8% δλων των φοιτητών τόν θεωρούν ώς υιόν τοΰ ΘεοΟ. Εις τήν Δ. Γερμανίαν τόν πιστεύουν ώς τοιουτον 62% των Ευαγγελικών νέων καί 78% των Καθολικών117. *Λς ίδωμεν κατ άρχάς τί πιστεύουν οί φοιτηταί, οί όποιοι άρνοϋνται εις αύτόν υπερφυσικήν ιδιότητα. Άναμφιβόλως αύτός ήτο «ένας τέλειος άνθρωπος» (συν. 24), «ένα πρότυπο» (συν 36), «ένας άγιος άνθρωπος» (συν. 49), ακόμη περισσότερον: «Δέν ήταν βέβαια υπεράνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος φιλόσοφος μέ δικές του θεωρίες» (συν. 44), «ένας άνθρωπιστής σάν τό Σωκράτη» (συν. 46), «ένας σημαντικός φιλόσοφος πραγματικά καλός» (συν. 36) μπορεί κανείς αύτόν «νά μή τόν παραδεχθή ώς Θεό, ώς φιλόσοφο δμως μάλιστα» (συν. 84). Ή δμάς αυτή των φοιτητών βλέπει τόν Χριστιανισμόν δχι ώς θρησκείαν αλλά ώς μίαν φιλοσοφίαν. Ούδείς τής δμάδος αυτής παραδέχεται τήν Καινήν Διαθήκην ώς σύνολον, έν άντιθέσει μέ εκείνους οί όποιοι παραδέχονται τόν Ίησοϋν Χριστόν ώς υιόν του Θεού (74,2%). Συμφώνως πρός δσα οί ίδιοι άνέφερον ή άποψίς των έπηρεάσθη άπό βιβλία (57,1%) καί τόν Κινηματογράφον (28,6%). Έξ αυτών 42,9% ουδέποτε είχον θρησκευτικά βιώματα, 57,1% θεωρούν τό μάθημά των θρησκευτικών άνευ σημασίας. Οί 71,4% προέρχονται άπό οικογένειας των όποιων άμφότεροι οί γονείς δέν εκκλησιάζονται. 'Ως έκ τούτου τό γεγονός δτι 42,9% έξ αυτών είναι τής γνώμης, δτι ή πίστις εις τόν Θεόν δέν προσφέρει τίποτε εις τόν άνθρωπον, δέν είναι περίεργον. Συμφώνως πρός τήν γνώμην μιας δμάδος 9 φοιτητών, ό Ιησούς Χριστός ήτο μία επαναστατική φιλοσοφική φυσιογνωμία. «"Ηταν ένας μεγάλος φιλόσοφος δ όποιος έδημιούργησε τήν μεγαλύτερη αναίμακτη έπανάστασι» (συν. 77), «ήταν ένας έπαναστάτης μέ καθαρό μυαλό καί μέ μια νέα Ιδεολογία» (συν. 99) «ήταν ένας Λένιν τής εποχής του, διέκρινε δτι ή άνθρωπότης χρειάζεται αγάπη καί ισότητα. ΤΗταν ένας κοινωνικός έπαναστάτης, άλλά μερικοί αντιπρόσωποί του αργότερα τόν παρεξήγησαν» (συν. 16). «Έπιασε τόν σφυγμό των ανθρώπων μιας δμάδος τής έποχής του οΐ όποιοι είχον ανάγκες καί μέ τόν δικό του τρόπο έδο>σε μιά πίστη, αργότερα θεοποιήθηκε» (συν. 109). «Θεάνθρωπος δέν ήταν* εγώ πιστεύω δτι ήταν ένας άνθρωπος, μία ισχυρά προσωπικότης μέ τάσεις φιλοδοξίας νά γινη αρχηγός μιας φυλής» (συν. 48), «τό έπαναστατικώτερο στοιχείο τοΰ Ιησού ήταν ή αγάπη» (συν. 91). Σχεδόν οί μισοί έξ αυτών των φοιτητών διά τήν διαμόρφωσιν τής γνιόμης των έπηρεάσθησαν.άπό βιβλία. Είναι ένδιαφέρον δτι έκ τής δμάδος των 9 φοιτητών οί τρεις άνέφερον δτι στόχον τής ζωής των έχουν νά βοηθήσουν τήν πατρίδα, τέσσαρες πηγαίνουν σπανίως είς τήν Εκκλησίαν καί πέντε ούδέποτε, ούδείς δέ έξ αύτών πιστεύει είς τήν μεταθάνατον ζωήν. Μόνον οί τρεις πιστεύουν εις τήν υπαρξιν τοΰ Θεού.
85 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ούδεμίαν υπερφυσικήν ιδιότητα, ελάχιστα μόνον σκέπτονται έάν ήτο Θεός ή άνθρο) πος. 4. Μία αρκετά μεγάλη ομάδα έκφράζει τον θαυμασμόν της ποικιλοτρόπως διά τό πρόσο>πον τοϋ Τησού. Λϋτη δύναται νά διακρίνη το άνθριυπινον από το ύπερανθριυπινον. Ενταύθα εμφανίζεται τό πρόβλημα τής Άναστάσεως μαζί μέ άλλα πολύπλοκα προβλήματα περί του Ιησού Χριστού. «ΤΗταν πραγματικά ένας έξυπνος άνθριοπος, προσέφερε πολλά, άλλοι τον παρεξήγησαν, άλλοι έκαναν κατάθέμα τής Άναστάσειος εγώ επιφυλάσσομαι» (συν. 47), «ήταν μία γιγάντια φυσιογνωμία, οί θεωρίες καί τά έργα του ήταν πρωτάκουστα, αυτός διακρίνεται από τό έπίπεδον τού κοινού ανθρώπου. Σχετικά μέ την Άνάστασί του δέν μπορώ νά δώσο) καμμία άπάντησι» (συν. 69). Τό δτι δέν υπάρχει σαφήνεια εις τάς άπαντήσεις τούν φοιτητών αυτών περί Ιησού Χριστού είναι ευκόλως κατανοητόν. Ή παράθεσις τής γνώμης ενός άλλου φοιτητού ακόμη δεικνύει επίσης μίαν σύγχυσιν καί μίαν άντίφασιν: «τά θαύματα τού Ιησού Χριστού είναι μία ιστορική πραγματικότητα καί έχουν πάντα κάποια συγγένεια μέ το φακιρισμό» (συν. 28). Ό αγών είς τον έσοηερικόν κόσμον τού άνθρώπου καί είς τήν περίπτωσίν μας τού φοιτητού είς τό νά άναγνο)ρίσουν τον Μησούν Χριστόν ώς μίαν ύπεράνθρωπον φυσιογνο)μίαν, φαίνεται καί έκ τής έκφράσειυς ενός φοιτητού τών Μαθηματικών: «άν ήμουν τελείως βέβαιος δτι 6 Ιησούς Χριστός ήταν παιδί τού Θεού, τότε θά ήμουν έπίσης βέβαιος καί γιά τήν υπαρξι τού Ιησού Χριστού. Αισθάνομαι αναγκασμένος νά πιστέψο) στην θεότητά του, διότι δέν μπορώ διαφορετικά νά ερμηνεύσω τις υπερφυσικές του ικανότητες» (συν. 130). Άξιοσημείο>τον διά τήν έξέχουσα θέσιν τήν οποίαν κατέχει β Τησούς Χριστός είς τήν ψυχήν τών φοιτητών είναι αυτό τό όποιον εκφράζει ή άποψις ενός φοιτητού, ό οποίος διά τήν υπαρξιν μέν τού Θεού δέν είναι άπολύτο>ς βέβαιος καί αμφιταλαντεύεται, προβάλλει όμως τήν αγάπην τού Τησού διά τον άνθρο>πον τόσον έντονον, ώστε νά τον παραδέχεται ούς Γιον τού Θεού καί νά δέχεται άναντιρρήτο)ς τήν Άνάστασίν του (συν. 38). "Ένας φοιτητής τής Οικονομίας: «ήταν ένα φαινόμενο, πού δέν μπορεί νά έπαναλγ^φθή ήταν Θεός. Σχετικά μέ τήν 'Λνάστασίν του δέν κάθησα νά σκεφθώ, ομιυς σύμφο)να μέ όσα έχω διαβάσει, πρέπει νά έχη άναστηθή» (συν. 57). Μία φοιτήτρια ή οποία πιστεύει είς τήν Άνάστασιν τού Χριστού θέλει νά τον βλέπη περισσότερον ώς άνθριυπον παρά ώς θεόν, «θέλιο νά πιστεύο) ότι ήταν από τήν ίδια ανθρώπινη ουσία δπο>ς καί μεΐς, έτσι ή Χριστιανική Θρησκεία γίνεται περισσότερο άνθριόπινη. Έάν β Τησούς Χριστός ώς άνθρωπος κατώρθιοσε τέτοια πράγματα, γιατί νά μήν κατορθιοθούν αυτά από μάς; Έγώ αμφιβάλλω γιά τήν τελειότητά μου, διότι, έάν κανείς έχη γεννηθή τέλειος, δέν χρειάζεται νά γίνη τέλειος» (συν. 86). Ακόμη μία γνώμη ενός φοιτητού δεικνύει πώς 6 Τησούς θεο>ρείται ούς Θεός ένεκα τής διδασκαλίας του: «'Από τήν διδασκαλία του συμπεραίνω δτι αυτός ήταν
86 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» κάτι τό τέλειο, γι'* αυτό τον παραδέχομαι σαν Θεό, αδιάφορο άν πιστεύω στην μυθική του σύλληψη καί γέννηση ή δχι. Δυστυχώς δέν μπορώ νά πώ ναι στην Ανάστασή του» (συν. 119). δ. "Οπως προηγουμένως έμνημονεύθη, ή πειονότης των έρωτηθέντο>ν πιστεύει, δτι δ Ιησούς Χριστός είναι Θεοΰ Γίός. Γενικώς προσπαθούν οί φοιτηταί νά θεμελειώσουν την πίστιν των αυτήν. Οί περισσότεροι περιορίζονται εις την εκφρασιν «Γιος του Θεού» καί συμφωνούν δτι άνεστήθη. Ενταύθα ταξινομουμεν τάς αιτιολογήσεις ταύτας. 1. Μία ομάς περιορίζεται εις τό δτι τούτο είναι δόγμα τής Εκκλησίας και αποφεύγει παν προσωπικόν σχόλιον: «τον θεωρώ ώς Γιον του Θεού, ώς τούτο άναφέρεται εις τό σύμβολον τής πίστεως» (συνς 14, 100), «δ Ιησούς Χριστός είναι για μένα δπως τόν παρουσιάζουν τά Εύαγγέλια: Θεός καί άνθρωπος» (συνς 8, 25, 101), «αύτός έφερε τόν Θεόν πλησιέστερα στον άνθρωπο. Αότός είναι τό πρότυπον τής Χριστιανικής τελειότητος για τόν άνθρωπο. ΤΗταν μία φυσιογνωμία τού Θεοΰ, ήταν δ Θεός δ όποιος ήλθε έπάνο) στην γή» (συν. 119), «είναι τό πνεύμα τού Θεοΰ μέ ανθρώπινη μορφή» (συν. 82) «είναι ό Γιος* του Θεού, δπως τόν παραδέχεται ή Δογματική, θείας καί ανθρώπινης φύσεω»» (συν. 27), «είναι Θεός στον όποιο εμείς πιστεύομε, τό πνεύμα πού έγινε άνθρωπος για νά μάς λυτρώση από τις αμαρτίες καί την ήθική κατάρρευση» (συν. 33), 9. Παρομοίως δέχεται καί ένας φοιτητής τής Γεωπονοδασολογικής: «είναι ο ένανθρωπίσας Θεός, δ οποίος διά τού θανάτου του έπί τού Σταυρού έλύτρωσε τούς συνανθρώπους του» (συν. 125). 2. Μία σειρά έκφράσεων των φοιτητών δεικνύει δχι μόνον την παραδοχήν τής Δογματικής τής Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως μίαν προσωπικήν συμφωνίαν. Τούτο γίνεται σαφές διά των επομένων: «έγώ πιστεύω εις αυτόν, δπως τόν διδάσκει ή Εκκλησία: Θεάνθρωπο» (συν. 121), «πιστεύω εις αυτόν, δπως τόν παρουσιάζει ή Καινή Διαθήκη, δέν μπορώ άλλοιώς νά έξηγήσω τά θαύματά του. Ταχυδακτυλουργία έκεΐ δέν έχει καμμία θέση» (συν. 132). Μόνον εις δίδει τήν έξής άπάντησιν: «Θεάνθρωπος, δπιυς τόν παραδέχεται ή Ορθόδοξος Εκκλησία» (συν. 43). 3. Μερικαί απαντήσεις ήχουν μέ πολύν συναισθηματισμόν: «Ίησοΰς: Θεάνθρωπος.?Ηταν, είναι καί θά είναι δ μοναδικός πού είδε ποτέ ή άνθρωπότης» (συν. 37), «είναι ό αιώνιος λυτρωτής, δ άληθινός υιός τού Θεού, δ μοναδικός Αρχηγός.,..» (συν. 134) «Ιησούς* δ Θεός μου» (συν. 7). "Οπως βλέπομεν, χαρίζουν άπόλυτον έμπιστοσύνην εις αύτόν, γεγονός τό οποίον συμβαίνει καί είς τήν Γερμανίαν720. Άποφεύγομεν νά παραθέσωμεν παρόμοιας εκφράσεις, αί δποίαι έχουν τήν αυτήν σημασίαν. Σχεδόν πάντες ούτοι παραδέχονται άνευ περιορισμού καί τήν σωματικήν Άνάστασιν τού Ιησού Χριστού. ε. Τό χαρακτηριστικόν είς τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι δ τονισμός τής Άναστάσεως, ώστε αύτή νά ονομάζεται Εκκλησία τής Άναστάσεως. Ή πίστις είς τόν Έσταυρωμένον Ίησοΰν ανήκει είς τά βασικά δόγματα τής Χριστιανικής Πίστεως121. e Η Άνάστασις κατ αυτήν δέν είναι έν άπλούν μεμονωμένον γεγονός122, αλλά ή κορωνίς των θαυμάτων τού Ιησού123. Ποιαν δμως στάσιν τηρούν οί φοιτηταί έναντι τής διδασκαλίας αυτής τής Εκκλησίας; Ό πίναξ 20 δεικνύει τήν γνώμην των φοιτητών περί τού προσώπου τού Ιησού καί τήν σχέσιν τής γνώμης αύτής μέ τήν Άνάστασιν του. Οί πλεϊστοι εκείνων, οί οποίοι δέν πιστεύουν είς τήν Άνάστασιν τού Ιησού, δέν πιστεύουν επίσης καί είς τό Θεανθρώπινον αύτού. Η θεμελιωσις των απόψεων των είναι εντελώς απλή: «Δέν πιστεύω, διότι τούτο άντιστρατεύεται είς τους νόμους τής φύσεως» (συν. 90). Ούτοι αποτελούν τό 16,3% τού συνόλου των έρωτηθέντων, 2% είναι τό ποσοστόν έκείνων των φοιτητών οί όποιοι δέν είναι βέβαιοι
87 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ περί τής Λναστάσεο>ς. Ή πλειονότης βέβαια πιστεύει εις την Αναστασιν του Χρίστου. Πίναξ 20. Άνάστασις του αυτού. Ιησού Χριστού έν σχέσει μέ τό θεανθρώπινον Ό Ιησούς: Πός τού θεού... Ό Ιησούς: Μόνον άνθρωπος. Ούδεμία άπάντησις... Σύνολον: Λνάστασις τού Ιησού ΝαΙ "Οχι Έπιφυλάσ- Ούδεμία σομαι άπάντησις στ. 1. "Οπως έξάγεται έκ των δεδομένιον των φοιτητών, ούτοι έκτιμούν τόν Ίησούν είτε ως θεόν είτε ώς άνθρωπον. ΙΙοίας αξίας όμως βλέπουν ούτοι νά ένσαρκώνωνται είς τό πρόσιοπον τού Ιησού; Άναμφιβόλως ή άγάπη είναι τό πρώτον τό όποιον προσελκύει την προσοχήν τών φοιτητών* αύτη αποτελεί τό κεντρικόν σημεΐον όλης τής συμπεριφοράς του. Στενά συνδεδεμένα μέ αυτήν είναι ή θεμελίωσις μιας έξευγενισμένης Θρησκείας, ή διδασκαλία του περί κοινιονικής δικαιοσύνης καί ό θάνατός του έπί του Σταυρού. Ούτοι βλέπουν τήν σημασίαν τού Χριστιανισμού διά τήν Παγκόσμιον 'Ιστορίαν124 καί είδικώς διά τήν καλλιέργειαν καί καλυτέρευσιν τής θέσεως τής γυναικός καί τού παιδιού, διά τήν πνευματικήν αξίαν τής Θρησκείας, διά τήν άξίαν τού άνθρώπου (κατάργησις τής δουλείας), καθώς επίσης καί οιά τήν έπί νέας βάσεο>ς τοποθέτησίν τού γάμου. Διά τούτο οί φοιτηταί εκφράζονται ώς έξής: «Είτε ώς Θεός είτε ώς άνθρο>πος αξίζει αιωνίου έκτιμήσεοκ» (συν. 9) καί «...ήταν ό τελειότερος όλιον από όσους έζησαν πάνω στήν γή» (συν. 90). Τήν σπουοαιότητα τού Ιησού Χριστού βλέπει έκ τής ίδικής του σκοπιάς ένας τελειόφοιτος τού Πολυτεχνείου: «"Ισιος νά ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, έν πάση περιπτώσει κατα'>ρθθ)σε νά έπιδράση τόσο πολύ στους άνθρούπους, (οστε νά τελειοποιήσουν τον εαυτόν τους καί νά παρουσιάσουν αριστοτεχνικά έργα» (ήτο φίλος τής Βυζαντινής τέχνης) (συν. 103). 2. Έκ τών φοιτητών οί όποιοι θεωρούν τον Ίησούν Χριστόν ώς Γιον τού θεού, 6,4% ουδέποτε είχον θρησκευτικά βιούματα, ένώ 42,4% έκείνων οί όποιοι θεωρούν τόν Ίησούν Χριστόν ούς άπλούν άνθρο>πον, ουδέποτε είχον θρησκευτικά βιώματα. Ή πλειονότης έκείνιον οί όποιοι άρνούνται τήν θεότητα τού Ιησού Χριστού, έπηρεάσθησαν από βιβλία καί κινηματογραφικά έργα. Είναι χαρακτηριστικόν εις τάς περιπτούσεις αύτάς ότι ή οικογένεια έχει άπολέσει μέγα μέρος τής έπιρροής της. 78,7 έκείνιον οί όποιοι αποδίδουν είς τόν Ίησούν ύπερφυσικάς ιδιότητας ευρίσκουν τό μάθημα τών θρησκευτικών τού Γυμνασίου, χρήσιμον. 21,3% έξ αυτών ευρίσκουν τούτο άσημάντου αξίας. Τουναντίον έκ τής ομάοος έκείνων οί όποιοι θεο>ρούν τόν Ίησούν ιός κοινόν άνθριοπον, νομίζουν 45,5% έξ αυτών ότι τό μάθημα τών θρησκευτικών είναι χρήσιμον, 42,4% ώς άσήμαντον καί 12,1% ώς άνιοφελές. Έκ τών τέκνιον έκείνων τών γονέων οί οποίοι άμφότεροι πηγαίνουν είς τήν Εκκλησίαν, πιστεύουν είς τήν θεότητα διπλάσιοι καθώς καί τήν Λνάστασιν τού Ιησού άπό ότι τά τέκνα τών μή έκκλησιαζομένιυν ή έκκλησιαζομένιον έκ συνήθειας (73,5% 39,3%). Είς τήν τετάρτην παράγραφον είόομεν ότι 12% τών φοιτητών έπαρουσίασαν ώς έπιχείρημα διά τήν ύπαρξιν τού θεού μόνον τήν ύπαρξιν τού κόσμου. Τό ότι τό έπιχείρημα αυτό όέν είναι είδικώς Χριστιανικόν αλλά γενικώς θεϊστικόν,
88 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» δεικνύει ή πραγματικότης δτι μόνον 52,9% τούτων πιστεύουν δτι ο Ίησοϋς Χριστός είναι Θεού Πός. Ac υποθέσεις μας, δτι ό Καζαντζάκης ήσκησεν μιαν έπίδρασιν επί των φοιτητών, δικαιώνονται έκ των άποτελεσμάτιον τα όποια παρουσιάζονται είς τόν πίνακα 21. Είς τόν πίνακα αύτόν φαίνεται σαφώς ή διαφορά γνώμης μεταξύ τής δμάδος έκείνων οί όποιοι έμελέτησαν τόν Καζαντζάκην καί έκείνων οί όποιοι δεν έμελέτησαν αύτόν έν σχέσει μέ την άποψίν των περί Ίησοΰ. Ή διαφορά τών άριθμών μεταξύ τών άναγνωστών του Καζαντζάκη καί τών μη αναγνωστών του δεν δύναται νά παραβλεφθή, Έάν συγκρίνωμεν τά δεδομένα του μέσου δρου τών φοιτητών μέ τά στοιχεία παρομοίων έρευνών τών Δυτικό - Ευρωπαϊκών κρατών, θά ίδωμεν δτι αί διαφοραί δεν είναι μεγάλαι. Έάν κανείς θέλη νά χαρακτηρίση τούς άναγνώστας τού Καζαντζάκη ώς όμάδα μέ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είναι αναγκασμένος νά χαρακτηρίση τούς μη άναγνώστας του Καζαντζάκη ώς εύσεβεΐς. Ενταύθα δέν δυνάμεθα νά κάμνωμεν ύποθέσεις περί του φαινομένου τούτου περισσότερον, διότι τ όθέμα χρήζει δλως ιδιαιτέρας έρεύνης. Έν πάση περιπτώσει τό θέμα δέν πρέπει νά έξετασθή μεμονωμένον αλλά ώς σύνδρομον περισσοτέρων συντελεστών. Πίναξ 21. Άναγνώσται καί μή άναγνώσται τού Καζαντζάκη - γνώμη περί Ί- ησού. Άναγνώ- Μή άναγνώ- ναγνωστον Μέσος δρος σται σται έάν άνέγν. δλων τών φοιτ. Ν % Ν % Ν % Ν % Ό Ίησοϋς είναι: 22 15, , , ,0 Πός τού Θεού , , , ,8 Μόνον άνθρωπος ,0 1 2, , ,3 Ούδεμία άπάντησις ,6 3 7,7 8 10,2 14 9,9 Άνάστασις τού Ί σου: JJal , , , ,2 "Οχο ,9 1 2, , ,3 Ούδεμία άπάντησις ,1 3 7, , ,4 Τό 71,4% τών φοιτητών οί όποιοι δέν άπήντησαν είς την έρώτησιν τ ήτο ό Ιησούς Χριστός, δέν είναι βέβαιοι καί περί τής άπαντήσεως είς την έρώτησιν, ποιος είναι δ προορισμός τού ανθρώπου επί τής γης. Τό δτι τά δεδομένα τών φοιτητών περί τού Ιησού Χριστού είναι ή λυδία λίθος καί διά την έκκλησιαστικήν ζωήν τό άποδεικνύουν δύο άποτελέσματα άναφορικώς μέ τόν έκκλησιασμόν καί την έξομολόγησιν. 24,4% έξ έκείνων οι όποιοι θεωρούν τόν Τησούν Χριστόν ώς Γίόν τού Θεού πηγαίνουν τακτικά είς τήν έξομολόγησιν, τούναντίον ουδείς έξ έκείνων οί όποιοι θεωρούν τόν Τησούν Χριστόν ώς άπλοΰν άνθρωπον. 30% τής τελευταίας όμάδος έχουν προσέλθει είς έξομολόγησιν πρό εξ έτών καί πλέον ώς μαθηται, 63,6% ουδέποτε προσήλθον εις έξομολόγησιν. Ό πίναξ 22 καθιστά σαφές ποια σχέσις όπάρχει μεταξύ της περί Ιησού Χριστού άπόψεως τών φοιτητών καί τού έκκλησιασμού των.
89 Πίναξ 22. Ή γνώμη των φοιτητών περί Ίησου Χρίστου έν σχέσει με την συχνότητα έκκλησιασμοΰ των. Εκκλησιασμός Πός Θεού Ιησούς άνθρωπος Ούδεμία άπάντήσις Σύνολον. * Ν. % 1-4 φορές τόν μήν α ,7 1-4 φορές είς 3 μήνες ,7 Μέχρι 3 φοράς τό έτος ,4 Ούδέποτε ,0 Ν % Ν % 3 9,1 3 21,4 4 12,1 3 21, ,5 7 49, ,3 1 7,1 Ν % 65 46, , ,2 13 9,2 Σύνολον: 94 66, ,4 14 9, ,9 Είναι αρκετοί δύο παραλληλισμοί νά δείξουν πόσον κτυπηταί είναι μερικαί διαφοραί. Έκ τής πρώτης όμάδος 62,7% έκκλησιάζονται τακτικά, εκ τής δευτέρας δμάδος 9,1%. Τουναντίον 33,3% τής δευτέρας όμάδος ούδέποτε πηγαίνουν εις τήν Εκκλησίαν. Ένώ έκ τής πρώτης 1,0%. 7. Προσεύχονται οί φοιτηταί; 1. α. Μέ τήν έρώτησιν άν προσεύχωνται οί φοιτηταά διεισδύομεν εις τήν προσιοπικήν σφαίραν των φοιτητών. Είναι χαρακτηριστικόν τής δυσκολίας έρεύνης τοιούτων προβλημάτιον τό γεγονός, δτι τό 1) 3 τών Γερμανών νέων, εις μίαν παρομοίαν έρευναν δέν ήοέλησεν να δώση ούδεμίαν άπάντησιν125. Είς τήν ερευνάν μας άφοο έδημιουργήθη έν κλίμα οίκειότητος μέ τον φοιτητήν κατόπιν 44 έρωτήσεων, ήριοτήθη ούτος: έάν προσεύχεται, εάν ναι, τί ευρίσκει είς τήν προσευχήν. Μόνον δύο φοιτηταί άπέφυγον νά δώσουν άπάντησιν, όλοι οί υπόλοιποι άπήντησαν μέ ναι ή δχι ή μέ περισσοτέρας λέξεις. «Ή προσευχή γράφει δ Spranger126 ανήκει είς τήν περιποίησιν τής ψυχής». Ό Η. Hunger θέλει νά τήν χαρακτηρίζη ώς «τήν βάσιν τής πίστεώς μας μέ τήν έννοιαν μιας ζιοντανής καί συνδεδεμένης μέ τήν ζωήν εύσεβείας»127. Δυνάμεθα βεβαίιος τάς απαντήσεις ναι ή δχι νά τάς έπεξεργασθώμεν καθαρώς έκ κοινιονιολογικής σκοπιάς, δμιος δέν έπιτρέπεται νά ίσχυριζώμεθα, δτι γνο)ρίζομεν δλα, δσα έχουν σχέσιν μέ αυτήν. «Δέν άρνούμεθα καί δέν άπορρίπτομεν τήν στατιστικήν μέθοδον «ώς μηχανικήν» καί άψυχον» αλλά χρησιμοποιοϋμεν τήν τεχνικήν αυτήν, δσον τούτο είναι δυνατόν, χωρίς νά παραμελουμεν έν έκαστον πρόσιοπον»128. β. Είς τδ σχεδιάγραμμα 10 βλέπομεν, δτι 14,8% δλο>ν τών έρωτηθέντων προσεύχονται δίς τής ήμέρας καί 30,5% τούλάχιστον μίαν φοράν τήν ημέραν. Έάν προσθέσιομεν τάς δύο αοτάς ομάδας θά ίδωμεν, δτι 45,3% δλοκλήρου τής σπουοαζούσης Ελληνικής νεολαίας προσεύχεται καθημερινώς. Ό G. Allport129 εύρεν είς έρευνάν του δτι 35% δλο>ν τών φοιτητριών καί 15% τών φοιτητών τής Αμερικής προσεύχονται καθημερινώς, ένώ 40% τών φοιτητριών καί 50% τών φοιτητών κατ αραιά διαστήματα.
90 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» APPCNO M A C i l H C lo l OpOl Σχεδ. 10. Συχνότης προσευχής των φοιτητών. Διά την Γερμανικήν νεολαίαν γράφει δ Η. Hunger «περίπου τό ήμισυ τών έρωτηθέντων Εύαγγελικών νεαρών δεν έχει καμμίαν σχέσιν μέ την προσευχήν»130. Έκ του σχεδιαγράμματος 10 γίνεται κατανοητόν δτι 7,7% των φοιτητριών καί 37,2% των φοιτητών δεν έχουν σχέσιν μέ την προσευχήν. Οπως είς την Αμερικήν ουτω καί είς την Ελλάδα προσεύχονται περισσότερον φοιτήτριαι παρά φοιτηταί. Τούτο άνεμένετο διότι δπως γράφει δ Τ. Thuhn 131 ή θρησκευτικότης των νεανίδων είναι μεγαλυτέρα τής τών νέων. γ. Διατί δέν προσεύχεται ή διατί δέν προσεύχεται πλέον ένα μεγάλο μέρος τών φοιτητών; Έάν έξετάσωμεν αύτούς, οί όποιοι δέν πιστεύουν είς τον Θεόν, θά ίδωμεν, δτι «δέν προσεύχεται κανείς απλώς διότι δέν πιστεύει» (συν. 117). Οδτοι δέν δίδουν ιδιαιτέραν αιτιολογίαν, λέγουν απλώς: «Δέν τό βρίσκω άναγκαιον» (3 συνς), ή «δέν συνήθισα άπό παιδί» (συν. 127). Μερικοί οί όποιοι εντελώς επιφανειακά έδιδάχθησαν νά προσεύχονται, μέ τό πέρασμα του χρόνου έπαυσαν νά προσεύχονται. Έκ τών 41 έρωτηθέντων οί όποιοι δέν προσεύχονται πλέον, οί 26 έδωσαν τον χρόνον κατά τον όποιον οδτοι έπαυσαν νά προσεύχονται. Πρό του 13ου έτους... 2 Άπό τό 17ον έτος Από τό 14ον έτος.... 4»» 18ον»... 5»» 15ον».... 2»» 19ον»,.... 5»» 16ον.».... 3»» 20όν» Έάν έξαιρέσωμεν τό 18ον καί 19ον έτος, αί διαφοραί μεταξύ τών άλλων ετών δέν είναι μεγάλαι. Καθ δλας τάς ένδείξεις αί δύο περιπτώσεις τών 20 έτών δέν είναι σημαντικαί. Κατά την περίοδον αύτήν δηλαδή οι υποψήφιοι φοιτηταί μεταβαίνουν έκ μικρών τόπων ζο>ής των είς τάς Αθήνας και την Θεσσαλονίκην διά νά προετοιμασθοΰν διά τάς είσαγωγικάς εξετάσεις τών Άνωτάτων Σχολών. Ή άλλαγή Ικ τής οικογενειακής ζωής είς την ασυνήθη έλευθέραν ζωήν του φοιτητοϋ μειώνει τήν συνήθειαν τής προσευχής. Ή διάρθρωσις τής οικογενειακής ζωής διαφέρει άπό τήν τής φοιτητικής ζωής. «Μέ τήν έγκατάλειψιν του πατρικοϋ σπιτιού καί μέ μίαν ανεξάρτητον ζωήν μετατίθεται ό νέος άπό τον ρόλον τοΰ νεαροϋ καί εγκαταλείπει πολλά τών δσων έπραγματοποίει είς τήν ενορίαν του»132 κατά συνέπειαν έγκαταλείπει μερικάς συνήθειας, αί όποΐαι ήσαν συνδεδεμέναι μέ τήν θρησκευτικήν του ζωήν.
91 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ο. Τόν ισχυρισμόν αυτόν πιστοποιεί ή κατερχομένη αναλογία έκείνων οί όποιοι προσεύχονται δίς τής ήμέρας εις τό Λ/ έτος καί ή συνεχώς αύθανομένη αναλογία έκείνων οί όποιοι προσεύχονται άπαξ τής ήμέρας. 'Έξ έκ των 18 φοιτητών τής Φιλολογίας προσεύχονται δίς τής ήμέρας ένώ 7 άπαξ. Επίσης φοιτηταί τής Ιατρικής υπολογίζονται μεταξύ τών περισσότερον προσευχόμενων φοιτητών. 59,1% τών φοιτητών τής Σχολής ταύτης προσεύχονται (άπαξ τής ήμέρας 45,5% καί δίς τής ήμέρας η,α%) Οί φοιτηταί του Πολυτεχνείου καί τής Κτηνιατρικής προσεύχονται όλιγώτερον δλων τών άλλιον φοιτητών. Τα τέκνα σχεδόν όλων τών Δημοσίων Υπαλλήλων όλων τών ειδικοτήτων, αντιπροσωπεύονται μέ μεγάλην αναλογίαν μεταξύ τών προσευχομένων φοιτητών. Μία σαφής παρέκλισις του μέσου όρου τών τέκνων διαφόρο)ν έπαγγελμάτων δεν παρουσιάζεται. Μεταξύ τών φοιτητών οί όποιοι έγεννήθησαν είς χωρία καί είς πόλεις κάτο) τών κατοίκων 0έν ύφίσταται σαφής διαφορά. Οί φοιτηταί οί όοπίοι έγεννήθησαν εις πόλεις άνω τών κατοίκιον, είναι σχεδόν κατά τό ήμισυ όλιγιύτεροι έκείνων οί όποιοι προσεύχονται κατά μέσον όρον δίς τής ή; έρας καί είναι τό 10% περισσότεροι έκείνων οί όποιοι προσεύχονται άπαξ τής ήμέρας. Αποφασιστικήν σημασίαν διά την θρησκευτικήν συμπεριφοράν τών φοιτητών παίζει ή συμπεριφορά τών γονέιυν. Τέκνα ευσεβών καί έκκλησιαζομένων γονέων προσεύχονται διπλάσια είς αριθμόν δίς τής ήμέρας έν συγκρίσει μέ τά τέκνα μή έκκλησιαζομένων γονέιον. Μία χαρακτηριστική συσχέτισις μεταξύ προσευχομένιον καί έκκλησιαζομένιον καί ένδιαφερομένων διά τόν άθλητισμόν δεικνύει ότι ή ένεργητικώς ή παθητικώς ένδιαφερόμενοι τών άρρένων εύρίσκονται περισσότερον μεταξύ τών προσευχομένων από όσον οί μή φίλαθλοι. Ύποθέτομεν ότι τό φαινόμενον αυτό έχει Κοινωνικό - Ψυχολογικάς ρίζας. Έάν σκεφθώμεν την θέσιν τοΰ Durkheim, ότι ή θρησκεία είναι μία κοινωνική ύπόθεσις, τότε αυτή δεν πρέπει νά διαχιορισθή άπό τόν αθλητισμόν, γεγονός τό όποιον σχεδόν πάντοτε είναι μία ατομική καί κοινωνική ένέργεια. 2. Ό τρόπος καί ό τόπος προσευχής τών φοιτητών είναι έντελώς διάφορος. ΙΙροσεύχεται κανείς είς κάθε στιγμήν τής ζιοής του καί παντού άνευ ώρισμένου τύπου ή κάμνει κανείς τό σημεϊον τοΰ σταυροΰ ώς έπίκλησιν τοΰ Θεού. Μερικοί άπήντησαν ότι δέν προσεύχονται τυπικά αλλά έσωτερικά, διότι τό περιβάλλον δέν είναι ευνοϊκόν. ΙΤολλαί φοιτήτριαι είπον ότι πηγαίνουν είς τήν Εκκλησίαν όταν δέν τελείται ή Θεία Λειτουργία καί έκεί προσεύχονται ήρέμιος. Ή προσευχή ανάγκης απαντάται συνεχώς είς φοιτητάς. Άλλοι φοιτηταί πάλιν προσεύχονται κατά τήν διάρκειαν τής θείας Λειτουργίας καί όχι είς τό σπίτι τιον. "Οπως εϊδομεν ήδη προσεύχονται 14,8% τών φοιτητών δίς τής ήμέρας (πρωϊ καί βράδυ). Τό μεγαλύτερου μέρος όμως προσεύχεται μόνον τό βράδυ. 3. Διατί προσεύχεται τις; Τί ευρίσκει είς τήν προσευχήν; Τά βαθύτερα αίτια τής προσευχής είναι ύπόθεσις τοΰ έσοηερικοΰ κόσμου τοΰ ανθρώπου καί ώς έκ τούτου είναι άδύνατος μία ορθή έρμηνεία καί έξήγησις αύτοΰ. Ένταΰθα θά προσπαθήσωμεν νά οο)σο)μεν μίαν έρμηνείαν βάσει τών όσο)ν οί φοιτηταί είπον. Τό ότι ή προσευχή είναι ένας χώρος τής ανθρώπινης ψυχής δεικνύουν τά ακόλουθα: «Αισθάνομαι τήν έπείγουσα άνάγκη νά φιονάξω προς τό Θεό» (συν. 5). «Αισθάνομαι μία συγκίνησι* μιλάο) μέ τό Θεό καί αυτό μοΰ δίνει μεγάλη χαρά» (συν. 23). «Προσεύχομαι κάθε βράδυ καί στήν Εκκλησία. Αισθάνομαι ψυχική γαλήνην, τήν παρουσία καί ένίσχυσι τοΰ Θεοΰ» (συν. 37), «κάτι γεμίζει μέσα μου, αισθάνομαι τεραστία όύναμι καί παίρνω ένίσχυσι καί θάρρος γιά τή ζωή» (συν. 42). Μερικοί φοιτηταί είπον ότι προσεύχονται όταν εύρίσκωνται είς στιγμάς μεγάλης χαράς ή μεγάλου πόνου ή πρό μεγάλων προβλημάτιον* τήν σημασίαν τής προσευχής ώς πηγής 0υνάμεο)ς δεικνύουν μερικά άπό όσα αυτοί λέγουν: «Κάθε βράδυ καί
92 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ σέ στιγμές δυσκολίας προσεύχομαι. Συνδέομαι μέ τόν Θεδν και παίρνω δύναμι» (συν. 26), «αισθάνομαι ένα ξαλάφρωμα, παίρνω δύναμι καί νοιώθο) δτι δεν είμαι μόνος στην ζωή» (συν. 40). «Προσεύχομαι καθημερινώς καί άντλώ δυνάμεις. Αισθάνομαι μία πνευματική τόνωσι, παίρνω θάρρος για νά συνεχίσω τόν άγώνα τής ζωής πού μοϋ φαίνεται δτι είναι μεγάλος για τις δικές μου δυνάμεις» (συν. 111). Διά τής προσευχής ένισχύεται ή πίστις* διά τής προσευχής λαμβάνει κανείς γαλήνην, ήρεμίαν, ασφάλειαν, βεβαιότητα, παρηγοριάν καί χαράν. Τό αύτό έπαναλαμβάνουν πολλοί φοιτηταί. «Βρίσκω στήν προσευχή γαλήνην, παρηγοριά, Ανακούφιση, βοήθεια καί ασφάλεια» (συν. 80), «προσεύχομαι δύο φορές τήν ήμερα, αισθάνομαι μία ψυχική ανακούφιση υστέρα από αύτδν τόν άγώνα γιά τήν ζωή καί μέ τήν ζωή» (συν. 105), «προσεύχομαι τουλάχιστον μία φορά τήν ήμερα, δπως καί κάθε φορά πού σκέπτομαι τον Θεό. 5Έτσι αναθέτω τά βάρη καί τις φροντίδες μου στον Θεό» (συν. 52). Διά τής προσευχής ήμπορεΐ τις νά έπιτύχη μίαν αύτοκριτικήν καί ένα αυτοέλεγχον (3 συνς). Είναι αδύνατο νά διατυπώση τις δ,τι αισθάνεται κατά τήν στιγμήν τής προσευχής. Τοΰτο γίνεται σαφές έξ δσων λέγουν οί φοιτηταί Ακολούθως: «Προσεύχομαι καθημερινώς. Μ αύτό θέλω νά πώ δτι σέ κάθε λεπτό πού βρίσκομαι σέ μιά τέτοια κατάστασι ηρεμίας, ώστε νά τά ξεχνάω δλαν δσα μέ Απασχολούν καί άφοσιώνομαι στο Θεό» (συν. 82), «ζητώ μιά λύτρωσι από τά γήϊνα καί μιά συγχώρησι» (συν. 10). 4. Έν κατακλεϊδι άναφέρομεν μερικάς περιπτώσεις προσευχής. *Ως έλέχθη, μία όμάς έπαυσε νά προσεύχεται133, ενώ περιέργως μία φοιτήτρια ήρχισεν νά προσεύεται Από τό 26ον έτος τής ηλικίας της (συν. 65). "Ενας φοιτητής Απήντησεν δτι δεν έγνώριζε, διατί προσεύχεται: «δέν ξέρω* λέγω τό «Πάτερ ήμών» κάθε βράδυ» (συν. 129). "Ενας 2ετής φοιτητής των Οικονομικών Επιστημών έπαυσε νά προσεύχεται διότι, ώς άνέφερεν έ'νω έγνώριζεν τό περιεχόμενον των έξετάσεων καί προσευχήθη έχασε Πανεπιστημιακόν έτος, «καί τούτο έπειδή δ καθηγητής μου ήταν στις κακές του» (συν. 55). "Ενας άλλος φοιτητής δέν προσεύχεται βεβαίως παραδοσιακώς, δπως είπεν, αλλά δι* αυτόν προσευχή είναι «κάθε φορά πού έχει ηθικήν έπιτυχίαν» (συν. 89). 5. Παρά τό γεγονός δτι τον τρόπον προσευχής πολλών φοιτητών δέν μπορεί κανείς νά χαρακτηρίση ώς καθαρώς θρησκευτικόν έν τούτοις ή προσευχή έχει^ θεσιν εις τήν ζωήν πολλών συγχρόνων φοιτητών. Αί κοινωνικαί συνθήκαι, δπως οί ίδιοι οί φοιτηταί λέγουν, δέν έπιτρέπουν τήν αότοσυγκέντρωσιν διά προσευχήν, έν τούτοις ή τάσις του ανθρώπου είτε διά παραδοσιακήν είτε αυθόρμητον προσευχήν παραμένει αρκετά υψηλή. Συνεχίζεται
93 ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ Β. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Θεολόγου Καθηγητοΰ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΝ ΑΝΤΙΛΗΦΙΝ* 2. Α π ο κ α λ υ π τ t κ ή Γ ρ α μ μ α τ ε ί α. Εις τήν ζωήν του Ιουδαϊκοί) καί του Χριστιανικού κόσμου εμφανίζεται από του Β' π.χ. μέχρι καί του τέλους τοϋ Α' μ.χ. αίώνος εν ίδιόμορφον φιλολογικόν είδος τό όποιον περιέχει κεκρυμμένας θείας αποκαλύψεις. Λί άποκαλύψεις αύταί γίνονται εις διάφορα ιερά πρόσωπα, κυρίως δι άγγέλιυν, καί άναφέρονται ιδίως είς τά έσχατα, δηλαδή είς τά μέλλοντα να συμβοΰν είς τό τέλος των αιώνων*109. Τό ίδιόμορφον αύτό φιλολογικόν είδος ονομάζομεν «Αποκαλυπτικήν Γραμματείαν». Είς αυτήν, έκτος των βασικών καί λίαν ένδιαφερόντων έσχατολογικών θεμάτων, διακρίνομεν καί θέματα άναφερόμενα είς όνειρα, οράματα, εκστάσεις, μεταστάσεις είς ουρανούς καί υπέροχους καί λίαν παραστατικάς συνομιλίας μέ τον Θεόν ή τούς άγγέλους Είς αυτήν" επίσης ανήκει καί σειρά ιουδαϊκών άποκρύφιον, τά όποια άνεφάνησαν από του Β' π.χ. μέχρι του Ε' μ.χ. αίώνος καί είς τά όποϊα διά σειράς πλαστογραφιών προσεπάθησαν οί συγγραφείς το>ν νά έξασφαλίσουν κανονικόν κύρος. ΙΙαρ όλον ότι τό είδος αύτό τής Αποκαλυπτικής Γραμματείας στερείται του κανονικού κύρους, τό δέ περιεχόμενόν της δεν είναι γνήσιον, εν τούτοις δύναται νά άντλήση τις έκ τών άποκρύφων τής Παλαιάς Διαθήκης ίκανάς καί λίαν άξιολόγους περί τής, εργασίας μαρτυρίας, αί όποΐαι αντικατοπτρίζουν πλήρως τήν άντίληψιν τού Ιουδαϊσμού κατά τούς χρόνους αυτούς επί τού κεφαλαιώδους τούτου κοινωνικού θεσμού. Ή Απόκρυφος Γραμματεία τής ΙΙαλαιάς Διαθήκης, εχουσα σαφώς ο>ς βάσιν «> / ί. <> - w - T W /» * i <?. ' 1 ' * w ν ' ' Γ» ι ^ I ' I 1 Έκει ο Άδάμ μετ άτής Εύας παρέμειναν επί επτά έτη, τά όποια συμπίπτουν μέ τό πρώτον Ίωβηλαΐον, οπού έδιδάχθησαν υπό τών άγγέλων νά εργάζονται καί νά πράττουν «ο,τι έχει άποκαλυφθή διά τήν καλλιέργειαν»113. Ούτιο τό πρώτον ανθρώπινον ζεύγος είς τήν Έδέμ δεν έργάζεται απλώς, άλλά μανθάνει τρόπους μεθοδικής * Συνέχεια έκ τού προηγουμένου τόμου^ σελ ΙΤαν. Ί. Μπρατσκυτου - Αποκαλυπτική Γραμματεία. Έ ν Ορησκευτ. καί ήθική εγκυκλοπαίδεια, Ά θή να ι 1903, τόμος Β ' στήλ Γεωργ. I I. Πατριόνου - Μεσσιανικά! και έσχατολογικαί προσδοκίαι της μεσοδιαθηκικής περιόδου (200 π.χ. 100 μ.χ.) - ΙΙερ ιο δ. «θεολογία», τόμος M B ' (1971), σελ Σάββα Άγουρίδου - Τά Απόκρυφα τής Παλαιάς ΛιαΟήκης, ΛΟήναι 1974, τόμος Λ ', Ίο θ η λ. 2, Αυτόθι 3, Αυτόθι, 3, 15.
94 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» καλλιέργειας τής γής, προφυλάσσει τον κήπον «άπό τά πτηνά καί τά ζώα καί τά κτήνη»114, συλλέγει τον καρπόν του, από τον όποιον λαμβάνει τό άναγκαΐον διά την τροφήν του, τό δέ υπόλοιπον θέτει κατά μέρος πρός άποθήκευσιν. Παρουσιάζει λοιπόν ή Απόκρυφος Γραμματεία τον Άδάμ, όχι απλώς εργαζόμενον, αλλά καί θέτοντα τάς πρώτας βάσεις τής οικονομίας, ή όποια κρίνεται άργότερον θεμελιώδης διά την εύημερίαν των κοινωνιών, των λαών καί των έθνών. Ούτως άργότερον τό πρώτον ανθρώπινον ζεύγος, όταν έξήλθε τής Έδέμ καί κατώκησεν «εις την γήν Έλδά, εις τήν γήν τής δημιουργίας»115, έγνώριζε καλώς τόν τρόπον καί τάς μεθόδους καλλιέργειας τής γής, «όπως είχε διδαχθή έν τω κήπω τής Έδέμ»116. Τόν τρόπον καλλιέργειας τής γής, κατά τήν Άπόκρυφον Γραμματείαν τής Π. Δ., έγνόιριζον καί οί άπόγονοι του Άδάμ καί τής Εδας. Ό Νώε καί οί άπόγονοί του έγνώριζον τόν τρόπον τής σποράς καί του θερισμού 117 καί τής καλλιέργειας τής άμπέλου, έκ των καρπών τής όποιας ό Νώε «έποίησεν οίνον' καί εθεσεν αύτόν είς δοχεΐον»118. Γνωστός ήτο δ οίνος καί εξ άλλων σημείων τών Απόκρυφων τής Π.Δ., όπου πολλάκις γίνεται λόγος περί μέθης δγ οίνου Γνωστή επίσης ήτο καί ή καλλιέργεια τής ελαίας, ώς καί ή έξ αυτής παρασκευή τοϋ έλαίου!2. Χαρακτηριστικοί τέλος του σεβασμού τοΰ Νώε καί τών άπογόνων πρός τήν εργασίαν ήσαν καί οί λόγοι πρός τούς υιούς καί έγγόνους του, ότι είς τόν τόπον όπου θά εγκατασταθούν θά ιδρύσουν διά τούς έαυτούς των πόλεις καί θά φυτεύσουν είς αύτάς «πάντα τά έπί τής γής φυτά καί έπί πλέον παν δένδρον φέρον καρπόν»121. Πληρεστέραν γνώσιν περί τού τρόπου καλλιέργειας τής γής μάς δίδουν οι χρόνοι του Αβραάμ, όπου ή μέν σπορά έγίνετο είς ώρισμένον χρόνον, οί δέ γεωργοί κατ αύτήν έβοηθοΰντο υπό τού αρότρου καί άλλων έργαλείων 122, τά όποια κατεσκευάσθησαν κατά τάς υποδείξεις τοϋ Αβραάμ. Εκείνος «έδίδαξε τούς κατασκευάζοντας τά έργαλεία διά βόας, τούς τεχνίτας τού ξύλου, καί κατεσκεύασαν δοχειον όπεράνω τού έδάφους έναντι τού πλαισίου τού αρότρου, διά νά θέσουν τόν σπόρον έκεΐ, καί ό σπόρος επιπτεν από έκεΐ είς το τέλος τού άροτρου καί έκρύπτετο είς τήν γήν. Καί κατ αυτόν τόν τρόπον κατεσκεύασαν (δοχεία) ύπεράνω του έδάφους, έφ Ιλών τών πλαισίιυν τών άρότρων καί έσπειραν καί έκαλλιέργουν όλην τήν γήν, καθώς δ Αβραάμ διέταξεν αυτούς»123. Παρ όλον ότι δέν εΐμεθα βέβαιοι περί τής γνησιότητος καί απολύτου άκριβείας τών άνωτέρο) πληροφοριών, έν τούτοις δύνανται νά θεωρηθούν αδται πολύ σημαντικαί, διά νά μάς δείξουν τήν άγάπην τών άνθραιπων έκείνων πρός τήν έργασίαν καί τήν προσπάθειαν έςευρέσεως τρόπων καί μεθόδων καί έπινοήσεως μέσων διά τήν καλυτέραν άσκησιν αύτής καί τήν βελτίωσή τών συνθηκών της. Ή είδησις περί υπάρξεως τεχνιτών ξύλου, ώς καί τεχνιτών, οί όποιοι έπενόησαν τό άροτρον καί άλλα βοηθητικά μέσα καί έργαλεία, καθιστώντα άνετωτέραν κατά τό δυνατόν τήν σποράν, μαρτυρεί όπιοσδήποτε τό δημιουργικόν πνεύμα τών άνθρώπων, τόσον τής έποχής έκείνης, όσον καί τής έποχής τών Απόκρυφων Ίωβηλ. 3, Αυτόθι 3, Αυτόθι 3, Αυτόθι 6, Αυτόθι 7, Διαθήκαι X II Πατριάρχων Τίών Ιακώβ Ιούδα περί ανδρεία ςκλπ., κεφ Ίω όηλ. 7, Αυτόθι 7, Αυτόθι 11, 11 καί 11, Αυτόθι 11,
95 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» αναφέρει δτι ό Αβραάμ, δταν μετέβη εις την γης τής επαγγελίας «είδεν ότι ή γή ήτο εύρεϊα καί αγαθή ίγαθή καί δτι τά πάντα έβλάστανον έν αυτή' άμπελοι και σϋκα, και ρόδια, καί δρϋς καί βάλανοι καί τερέβυνθοι καί έλαιόοενδρα καί κέοροι^ και κυπάρισσοι καί 3tl δένδρ.. δένδρα του Λιβάνου καί πάντα τά δένδρα του αγρού»124. ΙΙολύ συνετέ- λεσαν είς τούτο καί τά άφθονα ϋβατα, τά οποία είχον τάς πηγάς εις τά όρη. Αλλαχού έπίσης τά Ιωβηλαία μάς πληροφορούν καί περί άλλων καρπών καί δένδρων, ως ή άρκενθος, ή άμυγδαλέα, ή έλάτη, τά πεύκα, ή δάφνη, ή μυρσίνη, 6 ά- σπάλατος κ.ά.125. Ακόμη μεταξύ των καλλιεργειών μνημονεύεται καί η καλλιέργεια της κριθής 126 είς την περιοχήν των Φιλισταίων. Σημαντικαί δύνανται νά θεωρηθούν καί αί πληροφορίαι αύταί, διότι μάς πληροφορούν, άφ ένός μεν περί της φυσικής καταστάσεως τής περιοχής καί τών παραγομένιον προϊόντων, άφ έτέρου δέ περί τών ευνοϊκών συνθηκών καί προϋποθέσεων τής έργασίας των. Εις τήν όλην δμο)ς αυτήν ευδαιμονίαν ή παρουσία τού Θεού ήτο άναμφισβήτητος. Έπίστευον οί Ίσραηλίται δτι είς τήν δλην έργασίαν των, «εν τε τφ άγρφ καί έν τφ οίκψ»127 τούς ήκολούθει ή χάρις Του. Τά Ιωβηλαία δμιλούν περί σποράς καί άρόσεως τών αγρών καί είς τήν Αίγυπτον, δτε τήν διαχείρισιν τών οικονομικών είχεν άναλάβει ο Ιωσήφ, ως δεύτερος άρχων αυτής. Ούτως ό Ίοισήφ, μετά τήν λήξιν τού έπταετους λιμού έν Λίγύπτψ, παρακινεί τούς Αιγυπτίους είς καλλιέργειαν τής γής δίδουν είς αύτούς «σπόρους καί τροφήν διά νά σπείρουν (τήν γήν) έν τώ όγδόψ έτει»128. Οί Αιγύπτιοι, εύνοούσης καί τής πλημμύρας τού Νείλου κατά τό έτος έκείνο, «έσπειραν τήν γήν, καί έφερε πολύ σίτον»129. Πάντοις καί αυτή ή πληροφορία τής Άποκρύφου Γραμματείας μαρτυρεί τήν υψηλήν περί έργασίας άντίληψιν τών γεναρχών τών Ισραηλιτών, οί δποϊοι δέν παρέλειπον νά διδάσκουν τό καθήκον τούτο καί είς άλλους λαούς. Ή άσκησις τής γεοιργίας παρ Ίουόαίοις ήτο κληρονομική καί μετεδίβετο άπό τού πατρός είς τά τέκνα καί από τών αδελφών είς τούς αδελφούς, οί δέ γεωργοί ήσαν οί πράοι, οί ειρηνικοί, οί αγαθοί καί απλοί άνθρωποι. Χαρακτηριστική είναι έν προκειμένω καί ή μαρτυρία τής διαθήκης τού Ίσάχαρ, οπού λέγει: «"Οτε ούν ήνδρώθην, τέκνα μου, έπορευόμην έν εύθύτητι καρδίας καί έγενόμην γεωργός τών πατέρων μου καί τών αδελφών μου, καί έφερεν καρπούς έξ αγρών κατά καιρούς αυτών, καί εύλόγει με ό πατήρ μου, βλέπω ν δτι έν άπλότητι πορεύομαι»130. Αλλαχού τής διαθήκης ό Ιακώβ παροτρύνει τον Ίσάχαρ καί τούς υιούς του νά ασχολούνται μέ τήν γεωργίαν καί νά έργάζοινται «έν έργοις τής γής»131. Όνομαστή ήτο ή φιλοπονία τών γεοιργών έν ΙΙαλαιστίνη, ή όποια συνέβαλε κατά πολύ, όμού μετά τής ευφορίας τής γής, είς τήν πλουσίαν παραγο)γήν τής χώρας, ώστε άφθονα νά είναι τά δημητριακά, τά όσπρια καί τό μέλι της, κατάφυτος δέ νά είναι αύτη έξ έλαιοδένδρο)ν καί άμπέλων. Καί τά καρποφόρα δένδρα καί τά Ίωβηλ. 13, G. Αυτόθι, 21, 12. Αυτόθι 24, 15. Διαθήκη τών X II Πατριάρχων - *Ένθ* άνιοτέρω ( Ιούδα, περί ανδρείας κλπ.), κεφ. 2. Ίωδηλ. 45, 9. Αυτόθι, 45, 10. Διαθήκη τών XII Πατριάρχων κλπ. *Ένθ* άνοιτέρω (Ίσάχαρ, περί άγαθότητος) 3, 1-3. Αυτόθι, 5, 3.
96 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» φοινικόδενδρα ήσαν αναρίθμητα «έλαϊκοΐς πλήθεσι σύνδενδρός έστι καί σιτικοΐς καρποΐς αυτών ή χώρα καί όσπρίοις, Ιτι δέ άμπέλιρ καί μέλιτι πολλφ, Τά μέν των άλλων άκροδρύων καί φοινίκων, ούδ άριθμεΐται παρ αύτοις»132. "Ετερον σημαντικόν στοιχεΐον της άσκήσεως της γεωργίας ήτο καί δ χαρακτηρισμός μιας έποχής του έτους ώς εποχής «Αρόσεως καί θερισμού»133. Λίαν σημαντική τέλος δύναται νά θεωρηθή καί ή πληροφορία έκ τοΰ βιβλίου του Ένώχ, περί κατεργασίας των έλαιών εις ελαιοτριβεία καί εξαγωγής έξ αυτών του ελαίου 134. Έκτος δμως τής γεωργίας, ή όποια, ώς Αναφέρουν τα Απόκρυφα τής Π.Δ., ήσκείτο υπό των Ιουδαίων εις μεγάλον βαθμόν, ή δέ επιτυχία τής εργασίας αυτής άπεδίδετο εις την θείαν Ιπέμβασιν καί ένίσχυσιν, Ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη ήτο καί ή κτηνοτροφία. Δύναται μάλιστα νά λεχθή δτι ή γεωργία καί ή κτηνοτροφία* κατά τούς πρώτους χρόνους από τής δημιουργίας των πρωτοπλάστων καί έν συνεχεία ά- πετέλουν τάς μόνας ένασχολήσεις των ανθρώπων. Οδτο) την βάσιν των εισοδημάτων του Αβραάμ άπετέλει ή κτηνοτροφία, διότι έξ αύτής «έπλούτισεν εις πρόβατα καί κριούς καί δνους καί ίππους καί καμήλους»135. Τά τελευταία άπετέλουν δπωσδήποτε τά μεταφορικά μέσα τής έποχής. Πρόβατα, βόας, καμήλους καί δνους ειχεν αποκτήσει καί δ Ισαάκ136, τά οποία φαίνεται δτι ήσαν θεμελιώδες περιουσιακόν του στοιχεΐον. Κτήνη πολλά είχε καί δ Ιακώβ, διά τήν φύλαξιν των δποίων είχε ποιμένας, άρχιποίμενα 137 καί τούς υιούς του. Ούτως, δταν συνέλαβον- οί υιοί του Ιακώβ τόν Ιωσήφ καί τόν έπώλησαν, εύρίσκοντο πλησίον των ποιμνίων των. Πάντως δ Ιακώβ Ιδιαιτέρως ήσχολεΐτο μέ. τήν κτηνοτροφίαν, «τά δέ ποίμνια καί τά βουκόλια»138 διαρκώς ηύξάνοντο. 'Ότι δέ εις αυτήν άπησχόλει καί ήσκει καί τούς υιούς του, δύναται νά βεβαιωθή έκ τής διαθήκης Γάδ, δπου έκεΐ οδτος έθεωρεΐτο ανδρείος επί των ποιμνίων καί διά τούτο έφύλασσεν αυτά από τούς κινδύνους των διαφόρων θηρίων. Τούτα διηγείται δ ίδιος δ υιός τού Ιακώβ, λέγων' «ένατος υιός έγεννήθη τω Ιακώβ, καί ήμην ανδρείος επί των ποιμνίων. Έγώ έφύλαττον έν νυκτί τό ποίμνιον, καί δταν ήρχετο λέων, ή λύκος, ή πάρδαλις, ή άρκτος, ή παν θηρίον έπί τήν ποίμνην κατεδίωκον αύτό»139. Γνωστά ήσαν επίσης επί τής έποχής τού Ιακώβ καί πολλά κτηνοτροφικά προϊόντα, ώς τό κρέας, τό γάλα, τό βούτυρον καί δ τυρός 14. Τέλος πολυάριθμα καί παντός είδους κτήνη έτρεφον καί οί κάτοικοι τής Παλαιστίνης, παραλλήλως πρός τήν καλλιέργειαν τής γής, ή δέ βοσκή των, λόγφ τής γονιμότητος τού έδάφους, ήτο άφθονος 141. Εκτενής λόγος περί ποιμένων, ποιμνίων καί Αγρίων ζώων γίνεται καί εις τό αποκαλυπτικόν βιβλίον τοΰ Ένούχ. Λί άλληγορικαί σκηναί τουτου αναφερονται εις τά δεινά τού Ίσραηλιτικοϋ λαού, δταν οδτος ήτο υπόδουλος είς τούς Αιγυπτίους, καί τήν πορείαν του διά μέσου τής ερήμου. Είλημμέναι αί είκόνες εκ τού ποιμενικού βίου, παριστοΰν τούς Αιγυπτίους μέ λύκους, οι όποιοι ζητούν νά κατασπαράξουν τα ποίμνια, τόν Ίσραηλιτικόν λαόν, άλλ δ Κύριος τών ποιμνίων, ο Θεός, προστατεύει αύτά καί τά. σώζει έκ τού στόματος τών λύκων. Τά πρόβατα, διασωθέντα έκ τών Επιστολή Άριστεα, VII, 112. Ιωβηλ. 29, 16. Ενώχ, 10, 19. Ιωβηλ. 13, 14. νύτόθι, 24, 14. διαθήκη τών X II 'Πατριάρχων κλπ. Έ ν θ 3Ανωτέρω νύτόθι (Διαθήκη Ζαβουλών κλπ.) 1, 3. \.ύτόθι (διαθήκη Γάδ, περί μίσους), 1, 2. Ιωβηλ. 29, 15. Επιστολή, Ά ριστέα V II, 112. (Ιούδα, περί ανδρείας κλπ.) κεφ. 8./
97 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ λύκων, ποιμαίνονται υπό τού Κυρίου των κατά τήν πορείαν των διά μέσου της έ ρημου, ό όποιος ήρχισε «νά δίδη εις αυτόν ύδωρ καί χόρτον»142. ΙΙαρ δλον δτι, έλέχθη, αί εικόνες είναι άλληγορικαί, έν τούτοις ζωντανεύουν παραστατικώτατα τήν ποιμενικήν ζωήν, τούς κινδύνους πού διατρέχουν τα ποίμνια έκ των άγριων θηρίων, των λύκων ή καί άλλων ζώιυν, τήν τροφήν των προβάτων, ώς καί τήν σχέσιν αυτών μέ τον ποιμένα. Οϋτω δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν δγ αυτών άριστα δτι ή πλήρης γνώσις μέχρι καί τών λεπτομερειών τής ποιμενικής ζωής μαρτυρεί τήν ένασχόλησιν τών ανθρώπων τής έποχής μέ τήν διαφύλαξιν τών ποιμνίων, ώς καί τήν είς μεγάλον βαθμόν άνάπτυξιν τής κτηνοτροφίας 143. Εκτός δμως τής κτηνοτροφίας, γνωστόν είς τούς Ιουδαίους ήτο καί τό κυνήγιον, έκ του όποιου προσεπορίζοντο τήν άναγκαίαν διά τήν συντήρησίν των τροφήν. Τούτο δεν πληροφορούμε θα μόνον έκ τής Άποκρύφου Γραμματείας, άλλά καί έκ τών κανονικών κειμένων τής Παλαιάς Διαθήκης. Ούτως ό Ήσαΰ π.χ. δέν είναι μόνον ένταύθα γνωστός «ώς άγροικος καί κυνηγός»144, άλλά καί έν τή Γενέσει. Ά - πήτει δμως τό κυνήγιον καί δύναμιν καί άνδρείαν. Τούτο διαπιστούται έκ τής διαθήκης του Ιούδα, όπου ούτος, ύπερηφανευόμενος διά τήν άνδρείαν του, άναφέρει δτι έτρεχε μαζί μέ τήν ελαφον καί άφοϋ τήν έπιασε τήν προσέφερεν ώς τροφήν είς τόν πατέρα του, ένφ άλλαχου καυχάται δτι: «βουν άγριον έν χώρψ νεμόμενον έκράτησα έκ τών κεράτων»145. Έξόχως σημαντικαί πρέπει νά θεωρηθούν καί αί πληροφορίαι τών Άποκρύφων, αί άναφερόμεναι είς τήν έξειόίκευσιν τής έργασίας υπό τών Ιουδαίων. Ούτως είς τήν χώραν τών Πτολεμαίον, όπου ήσαν έγκατεστημένοι Ιουδαίοι, παρατηρείται ύπ αυτών τόσον άξιόλογος άνάπτυξις τού έμπορίου, ώστε ή χώρα αυτή νά διακρίνεται διά τήν έπίδοσίν της είς τούτο* «έργάσιμος γάρ καί πρός τήν έμπορίαν έστί κατεσκευασμένη ή χώρα»146. Είς τούτο βεβαίως συνετέλεσε καί ή θέσις καί διαμόρφωσίς της, όπότε διά τών Αράβων ήρχοντο είς τήν χώραν μεγάλαι ποσότητες άρωμάτων, πολυτίμων λίθων καί χρυσού, καί οί είς έπικαίρους θέσεις ευρισκόμενοι λιμένες 147. 'Ικανή τέλος ήτο καί ή βιομηχανία είς τήν χώραν. Γνωστά ήσαν έπίσης άπό τής έποχής τού Νώε καί διάφορα προϊόντα δρυκτοΰ πλούτου, μέ τά οποία κατεσκεύαζον άγάλματα καί, άλλα μετάλλινα άντικείμενα, ώς π.χ. ό άργυρος, παραγόμενος «άπό τήν κόνιν τής γής», τό μαλακόν μέταλλον, γεννώμενον έντός τής γής, 6 μόλυβδος, 6 κασσίτερος 148, ό χρυσός. Ακόμη λόγος γίνεται καί περί χημικών προϊόντων, όπως π.χ. τού θείου 149. Ή δλη κατεργασία αύτών άπήτει έργασίαν έντατικήν καί έξειόικευμένην. *Ως καί άνωτέρω έλέχθη, οί Ίσραηλίται ήσθάνοντο κατά τήν άσκησιν τής έργασίας των τήν παρουσίαν τού θεού πραγματικήν, ή δέ ευλογία καί χάρις Του ήκολούθει αυτούς καθ δλα τά στάδιά της. Ή πίστις αυτή θεωρείται θεμελιώδης καί κατά τήν έποχήν τών Άποκρύφων τής II.Δ. Διά τούτο καί διακρίνομεν είς τά κείμενα αυτά, δχι μόνον τόν σεβασμόν είς τήν 4ην έντολήν τού Δεκαλόγου, δπου μία ήμέρα άφιερούται είς τόν Κύριον, άλλά καί πολλάς γεωργικάς κυρίως έορτάς, κατά τάς όποιας προσφέρεται θυσία μέρους τών καρπών, ώς έκδήλωσις ευχαριστίας καί ευγνωμοσύνης διά τάς εύνοϊκάς συνθήκας, τάς οποίας προσέφερεν ό Θεός, οιστε ή 142. Ένώχ, 89, Αυτόθι, 89, Ίωβηλ. 15, Διαθήκη των X II ΙΙατριαοχών κλπ. - Ένθ* Ανωτέρω (διαθήκη Ιούδα κ?λτ.), κεφ Επιστολή Άριστεα V I I, Αυτόθι V II, Έ ν ώ χ 65, Αυτόθι 67, 5.
98 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙAs έργασία των να έχη πλουσίαν ανταμοιβήν. Ουτω πρώτος ό Κύριος δ Θεός «έτήρησε τό Σάββατον, τήν έβδόμην ημέραν και ήγίασεν αύτδ δγ ολους τούς αιώνας καί ώ- ρισεν αυτό δι όλα τα έργα» , διά νά διδάξη τούς ανθρώπους δτι «οφείλουν νά φυλάττουν τό Σάββατον... καί νά ευλογούν τον ποιήσαντα πάντα, καθώς έκεΐνος ηύλόγησε καί ήγίασε δι έαυτόν τόν λαόν, τόν όποιον έκαμε περιουσίαν έξ δλων των λαών»1:>1. Διά νά δώση δέ μεγαλυτέραν έμφασιν δ συγγραφεύς των Ιωβηλαίων εις τήν σημασίαν τής αργίας τοΰ Σαββάτου, προεξαγγέλλει τήν έκ μέρους τοΰ Θεοϋ τιμωρίαν διά τοϋ θανάτου έκείνων, οί όποιοι δεν θά θελήσουν νά φυλάξουν τήν ήμέραν αυτήν καθαράν 152. Επομένως «πας δ βεβηλών αυτό... καί πας δ ποιων οίανδήποτε έργασίαν κατ αυτήν βεβαίως θά άποθάνη αιωνίως»153, ένφ «πας δ τηρών αυτήν καί φυλάττων Σάββατον κατ αύτήν από πάσης εργασίας αυτού, θά είναι άγιος καί ευλογημένος καθ δλας τάς ήμέρας»154. Εις τήν Γένεσιν τοϋ Μωϋσέως ούδαμοϋ γίνεται λόγος περί έξαγγελίας τοΰ θανάτου υπό τοϋ Θεοϋ εις τούς μή τηροΰντας τήν αργίαν τοϋ Σαββάτου. Ό συγγραφεύς δμως τών "Ιωβηλαίων άναφέρει τούτο, διότι θέλει νά τονίση ιδιαιτέρως τήν ύποχρέωσιν τών ανθρώπων τής έποχής του, όπως άφιερώσουν μίαν ημέραν εις τόν Κύριον εις Ινδειξιν ελάχιστης ευγνωμοσύνης διά τάς εύνοϊκάς συνθήκας πού προσέφερεν εις τήν έργασίαν των. "Άρνησις τηρήσεως τής αργίας τοϋ Σαββάτου σημαίνει άρνησιν τοΰ Θεοϋ. ^Αρνησις δέ τοΰ Θεοϋ μοιραίως έχει ώς φυσικόν έπακόλουθον τόν αιώνιον πνευματικόν θάνατον. Είναι λοιπόν διά τόν "Ισραήλ ή ημέρα αυτή «ή πλέον άγία καί εύλογημένη»155. Φαίνεται δμως δτι τήν άργίαν τοΰ Σαββάτου δέν άπήτει 6 Θεός μόνον ώς άπόδοσιν τιμής πρός Αυτόν, αλλά καί διά τήν ώφέλειαν αύτών τών ιδίων τών άνθρώπων, άφοϋ από τά Ιωβηλαία θεωρείται καί πάλιν τό Σάββατον ώς ήμερα άγία, ώς «ήμέρα τοΰ ιερού βασιλείου δι* δλον τόν Ίσραή»156, ώς ήμερα διά «νά άναπαύωνται κατ αύτήν έκ πάσης εργασίας άνηκούσης εις τήν έργασίαν τών τέκνων τών ανθρώπων, έκτός τής άφής θυμιάματος καί τής προσαγωγής αφιερωμάτων καί θυσιών ένώπιον τοϋ Κυρίου δι ήμέρας καί διά Σάββατα. Μόνη ή έργασία αυτή θά γίνεται κατά τάς σαββατιαίας ήμέρας έν τφ άγίω Κυρίου τοΰ Θεοϋ υμών, ώστε συνεχώς άπό ήμέρας εις ήμέραν νά προσφέρουν θυσίαν εξιλασμού διά τόν Ισραήλ εις μνημόσυνον εύπρόσδεκτον ένώπιον τοΰ Θεού καί (διά νά) δέχεται Οδτος αότάς άπό ήμέρας εις ήμέραν»157. "Οπως λοιπόν έκ τής διηγήσεως τής Γενέσεως, ουτω καί έκ τής ανωτέρω μαρτυρίας τής Άποκρύφου Γραμματείας τής Π.Δ. προκύπτει δτι ή άνάπαυσις έκ τής καθημερινής έργασίας δεν έπεβλήθη μόνον διά σκοπούς καθαρώς θρησκευτικούς («Σάββατα Κυρίω τώ Θεώ σου»)158, αλλά καί διά τήν λύτρωσιν τοϋ ανθρώπου άπό τό καταθλιπτικόν βάρος τής συνεχοΰς έργασίας. Άπόδειξιν τούτου αποτελεί τό γεγονός δτι ή άνάπαυσις δέν έπιβάλλεται μόνον εις τούς έλευθέρους Ιουδαίους, άλλα καί είς τούς έλευθέρους δούλους καί εις αυτά ακόμη τά ζώα, τά όποια βοηθούν τόν άνθριοπον εις τήν έργασίαν του 159. Είναι έπομένως ή άνάπαυσις ή πη 150. Ίωβη,λ. 22, Αυτόθι, 22, Αυτόθι 22, Αυτόθι 22, Αυτόθι 22, Αυτόθι 22, Αυτόθι 50, Αυτόθι 50, Έ ξόδ. κ, Θεοδ. Ν. Ψυχάρη - Χριστιανική Ηθική - *Αθήναι 1961, σελ. 92 κ.αί Ίωόηλ. 50, 12,
99 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ γή χαράς τής εργασίας, ή τροφή του ανθρωπίνου οργανισμού, το μέσον, τό όποιον οδηγεί τόν άνθρωπον εις τήν δημιουργίαν. Δεν αρκεί όμως ή τήρησις απλώς τής αργίας του Σαββάτου, άλλα καί ό αγιασμός αυτής. Ούτος δέ έπιτυγχάνεται, όχι μόνον διά τής αποχής άπό πάσης εργασίας, άλλα διά τής άποφυγής βεβηλώσεώς της μέ πράξεις άσυμβιβάστους προς τήν ηθικήν καί προσφοράς θυσιών θυμιάματος, αφιερωμάτων κλπ. προς τόν θεόν. Ταΰτα είναι σύμφωνα καί μέ τήν νεωτέραν^ άντίληψιν του Χριστιανισμού, όπου τόν αγιασμόν τοΰ Σαββάτου άντικατέστησεν ό α γιασμός τής «πρώτης σαββάτου»160, ή όποια άργότερον ώνομάσθη Κυριακ ή. Τόν σεβασμόν καί τήν τιμήν τών Ισραηλιτών προς τό όνομα τοΰ Θεού, εκτός τής άργίας του Σαββάτου, άποδεικνύουν καί πλήθος άλλων έορτών καί έκδηλώσεων, ιδία γεωργικών, τάς όποιας άφιέρωνον εις Αυτόν, άφου ό Θεός ήτο ό αίτιος τής ευημερίας καί τής πλούσιας άποδόσειος τής εργασίας των. Ούτως ό Νώε διατάσσει τό τέκνα τοΰ Ισραήλ κατ έτος νά έορτάζουν τήν έορτήν τών πρώτων καρπών 161 ή τών άπαρχών, όπου θά προσφέρουν «έν άφθονία τόν πρώτον οίνον καί τό έλαιον ώς άπαρχήν έπί τοΰ θυσιαστηρίου τοΰ Κυρίου»162, ό δέ προσφερόμενος καρπός έθεωρείτο άγιος. Ό Αβραάμ ορίζει νά δίδεται εις τόν Θεόν ή δεκάτη έκ τοΰ σπόρου, τοΰ οίνου, τοΰ έλαίου, τών κριών, τών προβάτων καί όλων τών άλλων προϊόντων, διότι τοΰτο έλεγεν ό νόμος τοΰ Κυρίου163. Οδτος μάλιστα έώρταζε καί «τήν έορτήν τών άπαρχών τοΰ θερισμοΰ τών σπόρων»164, κατά τήν όποιαν προσέφερεν εις τό θυσιαστήριον τοΰ Κυρίου τούς πρώτους καρπούς τών προϊόντων. Τήν προσφοράν τής δεκάτης βλέπομεν νά έπιβάλη καί ό Ιακώβ, ό οποίος άπαιτεί νά τηρήται ή τάξις αυτή άπαρεγκλίτως καί «ούδέν πρέπει νά άπαλειφθή έξ αυτής έκ τούτου τοΰ Ιτους είς τό έπόμενον έτος»165. Ό ίδιος ό Τακώβ μετά τών άπογόνων του φαίνεται ότι κατά τήν μετάβασίν του είς Αίγυπτον «έοιρτασε τήν έορτήν τοΰ θερισμοΰ τών πρώτων καρπών μέ παλαιά δημητριακά, διότι έν όλη τή γή Χαναάν δέν ύπήρχεν ούτε ένός κοίλου τής χειρός σπόρος, διότι ό λιμός ήτο έφ όλοιν τών ζώων καί τών κτηνών καί τών πτηνών καί έπίσης έπί τών άνθρώπων»166. Είναι πολύ σημαντική ή μαρτυρία αυτή, διότι όχι μόνον άποδεικνύει τήν πίστιν τών Ισραηλιτών ότι ό Θεός ήτο ό μόνος αίτιος τής εύνοϊκής άποδόσεως τής έργασίας των, άλλά φανερώνει καί τήν άντίληψιν τής έποχής τοΰ συγγραφέως τών Ίυιβηλαίων ότι ή έργασία είναι άγαθόν, τό όποιον προσέφερεν ο Θεός. Τοΰτο πιστοΰται καί έξ άλλης μαρτυρίας τών Άποκρύφων τής Π.Δ., όπου «πάσα όπιυρα καί παν προ>τογέννημα»167 προσεφέρετο πρώτον είς τόν Θεόν, ύστερον είς τόν πατέρα καί κατόπιν έλάμβανεν έξ αυτών δ κοπιάσας διά τήν παραγωγήν τώ καρπών. Τοΰτο δέ είχεν ώς συνέπειαν ό Κύριος νά διπλασιάση τά άγαθά είς αυτόν, νά εύλογήση αυτά «καθώς εύλόγησεν πάντας τούς άγιους άπό να6ελ έως τοΰ νΰν»168. Στενώτατα συνδεδεμένη μέ τήν εργασίαν είναι έν τή Αποκαλυπτική Γραμματεία καί ή έννοια τής δικαιοσύνης, ή οποία άποτελεί βασικόν αίτημα τοΰ Ούρανοΰ, άφοΰ ό Δημιουργός «έποίησε δγ όλα τά έργα αύτοΰ νέαν δικαίαν φύσιν, ώστε νά μή αμαρτάνουν έν όλη τή φύσει διά παντός, άλλά νά είναι δίκαιος έκαστος είς τό 160. Μάρκ. 15, Τωβηλ. 6, Αυτόθι, σ. 3G Αυτόθι, σ Αυτόθι 15, Αυτόθι, 32, Αυτόθι 44, Διαθήκαι τών X II Ιίατριαρχών κλπ. Ένθ* άνοντέρι» ΓΙσάαρ) 3, Αυτόθι, 5, 4-6.
100 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» είδος του πάσας τάς ημέρας»169. Επομένως ή προτροπή «ποιήσατε δικαιοσύνην έπί τής γης, ίνα εδρητε έν τοΐς ούρανοις»170, φανερώνει διά μίαν Ακόμη φοράν δτι ή δικαιοσύνη είναι Αρετή, δχι μόνον βασική, θεμελιώδης και άναγκαιοτάτη κατά την έπιτέλεσιν υπό τοΰ Ανθρόιπου παντός έργου, άλλ είναι αρετή έχουσα τάς ρίζας της εις τόν Ούρανόν, Αφού «ό Θεός φιλοδίκαιός έστιν»171. Είναι λοιπόν θειον αίτημα, ό οέ έργαζόμενος έν δικαιοσύνη Ακολουθείται πάντοτε υπό τής εύλογίας του ΘεοΟ καί επομένως ο,τι έν δικαισύνη θά φυτεύση έπί τής γης, θά εύδοκιμήση 172. Άντιθέτως δμως οί εργαζόμενοι τήν Ανομίαν στερούνται τής εύλογίας καί συμπαραστάσεως τοΰ Θεοΰ. Τοΰτο Ακριβώς Αποτελεί καί τήν βασικήν αιτίαν τής έκδηλώσεως τής όργής Του πρός αύτούς, Αφοΰ «έκαστος έπράθη εις τό νά έργάζεται Αδικίαν καί εις τό νά χέη πολύ αίμα»173. Πρόκειται ενταύθα περί των Απογόνων τοΰ Νώε, διά τούτο καί δ Νώε συνιστα είς τούς υιούς του «νά φυλάττουν δικαιοσύνην» , ένω ό Ιακώβ προτρέπει τήν άπομάκρυνσιν Από πάσαν Αδικίαν καί τήν προσκόλλησιν είς τήν δικαιοσύνην τού νόμου τού Θεοΰ ι75. Τήν έντολήν «νά έργάζωνται δικαιοσύνην»176 δίδει καί ό Αβραάμ πρός τούς Απογόνους του, είναι δέ καί αυτή «ή όδός τοΰ Κυρίου» καί συνδέεται στενώτατα μέ τήν έργασίαν. Αυτή, τονίζει πρός τούς υίούς καί έγγονούς του, θά έχη ώς Αποτέλεσμα τήν χάριν τού Θεού έπ αύτούς, ή οποία «θά εύλογήση τά έργα... τά είργασμένα έπί τής γής... τόν άρτον... τό ύδωρ... τόν καρπόν τής γη ς... καί τάς άγέλας των κτηνών.., καί τά ποίμνια τώ νπροβάτων»177 των. Καθίστατο έπομένως ή δικαιοσύνη διά τήν εποχήν των Άποκρύφων τής Π.Δ. Αρετή θεμελιώδης πρός εύόδωσιν των έργων των Ανθρώπων καί έπιτυχίαν είς τήν έργασίαν των. Ά λλ ή χάρις τού Θεοΰ δεν θά Ακόλουθή τούς δικαίους μόνον είς τήν παρούσαν ζωήν. Οΰτοι θά έχουν πραγματικήν αίωνίαν καί άναφαίρετον Αμοιβήν κατά τήν ζωήν των είς τόν Ούρανόν. Εκεί «έργασθήσεται πάσα ή γή έν δικαιοσύνη»178, έκεΐ άφθονα τά δένδρα πού θά φυτευθοΰν, έκεί ή άμπελος θά δώση άφθονον οίνον, έκεί τέλος πάν έσπαρμένον σπέρμα θά Αποδώση χιλιάδας άλλων σπερμάτων 179. Διά τούτο χρέος των δικαίων είναι ό καθαρισμός τής γής «Από πάσης Ακαθαρσίας καί Αδικίας»180. Έν Αντιθέσει δμοις μέ τούς έργαζομένους δικαιοσύνην, οί Αμαρτωλοί θά δοκιμάσουν τήν πλήρη έγκατάλειψιν τοΰ Θεοΰ είς τήν έργασίαν τιον. Ούτως δ Ένώχ, περιγραφών τήν τύχην των αμαρτωλών, λέγει δτι «έν ταΐς ήμέραις των αμαρτωλών τά έτη θά βραχυνθοΰν, δ σπόρος τα>ν θά είναι Αργός είς τάς γαίας καί είς τούς Αγρούς τιυν, δλα τά πράγματα έπί τής γής θά Αλλάξουν καί δέν θά έμφανίζωνται είς τόν καιρόν τιυν»181. Τέλος «οί αμαρτωλοί θά άφανισθουν διά ξίφους»182. Ωστε ή φυσις θά έπαναστατήση έναντίον των αμαρτωλών, των έργαζομένιον τήν Ανομίαν καί κα Ίω βηλ. 5, Διαθήκαι κλπ. Έ ν θ άνοϊτέριο (Λευί, περί 'ϊερωσυνης κλπ.), στ Επιστολή Ά ριστεα X, Ίω θηλ. 7, Αυτόθι 7, Αυτόθι 7, Διαθήκη των X II Πατριάρχων κλπ. (Δάν, περί θυμοΰ και ψευδους), 6, 'Ιωβηλ. 20, Αυτόθι 20, Έ νώχ 10, Αυτόθι 10, Αυτόθι 10, Αυτόθι 80, Αυτόθι 91? 11.
101 «Η Π Ε ΙΡ Ω Τ ΙΚ Η Ε Σ Τ ΙΑ» ριζών της θά αποκοπή καί τό δλον της οικοδόμημα θά άφανισθήχ Μέ την δικαιοσύνην ατενώς συνδέεται καί τό λεγόμενον κοινωνικόν πρόβλημα, τό όποιον δεν φαίνεται νά άπουσιάζη καί από την εποχήν των συγγραφέων τής Αποκαλυπτικής Γραμματείας τής Π.Δ. Την ϋπαρξιν τούτου μαρτυρεί ή επικρατούσα καί κατά την έποχήν αυτήν κοινωνική άδικία, ή όποια μοιραίως όδηγεί εις τήν διάκρισιν των ανθρώπων εις πλουσίους καί πτωχούς. Τό πνεύμα τής άδικίας έδόθη «κατά τού ανθρώπου από τον Βελίαρ» Έπακόλουθον αυτής είναι αί κλοπαί, αί άρπαγαί, ή δωροληψία186 καί πολλά άλλα, τά οποία όξύνουν οπωσδήποτε τό κοινωνικόν πρόβλημα. Αιτία βασική επομένως τής ύπάρξεως τής κοινωνικής αδικίας καί άπληστίας είναι ή αμαρτία. 'Ένεκα αυτής οί άνθρωποι έχουν διαφθαρή, ώστε «παν στόμα λαλεί άδικίαν καί πάντα τά έργα αυτών είναι ακαθαρσία καί βδέλυγμα, καί πάσαι αί όδοί αυτών μολυσμός, ακαθαρσία καί άπώλεια»187. Διαπιστοΰμεν ένταύθα τήν θεμελιώλη καί άναμφισβήτητον άλήθειαν δτι ή ρίζα τής κοινωνικής άνισότητος καί άδικίας εύρίσκεται είς τήν υπό τού ανθρώπου άρνησιν, άθέτησιν ή καί καταπάτησιν τού Νόμου τού Θεού. Ούτω παρατηρούμεν νά κυρίαρχη είς τήν έκ τού Θεού άποστατήσασαν κοινωνίαν μία διαρκής καί σκληρά πάλη μεταξύ τών ανθρώπων καί ιδίως τών πλουσίων μετά τών πτωχών, καί τών επαιτών μετά τών ισχυρών, ένεκα τού νόμου τού Θεού* «διότι έλησμόνησαν έντολήν καί διαθήκην καί έορτάς καί. μήνας καί Σάββατα καί ιωβηλαία καί πάντα τά κρίματα»188. Ή αλήθεια αυτή περιλαμβάνεται καί είς τήν Παλαιάν καί είς τήν Καινήν Διαθήκην καί αποτελεί ακόμη καί σήμερον τήν βάσιν, από τήν όποιαν έκκινεί ή χριστιανική κοσμοθεωρία καί κοινωνιολογία διά τήν λύσιν τού μεγάλου κοινωνικού προβλήματος τών ατόμων καί τών λαών. Τήν διαπίστωσή τέλος αυτήν κάμνει καί ό Ιακώβ προς τούς υιούς του, είς τούς όποιους προλέγει δτι οί απόγονοί των «καταλείψουσι τήν απλότητα καί κολληθήσονται τή άπληστία... καί αφέντες τό γεωργείν έξακολουθήσωσιν τοίς πονηροίς διαβουλίοις αυτών»189. Έκκινούντες λοιπόν οί συγγραφείς τών Άποκρύφων τής Π.Δ. από τήν άλήθειαν δτι ή αμαρτία είναι ή ρίζα τής κοινωνικής άδικίας τών ανθρώπων, μάς δίδουν επαρκή στοιχεία τής κοινωνικής καταστάσεως τής εποχής, είς τήν όποιαν άναφέρονται. Ό θεσμός τής ιδιοκτησίας, ως καί ή διάκρισις τών άνθρώπων είς πλουσίους καί πτωχούς ήσαν δύο βασικά στοιχεία, τά όποια έθεμελίοινον τό κοινωνικόν πρόβλημα. Οί πλείστοι τών Πατριαρχών τού Ισραήλ είχον μεγάλας περιουσίας, δπως π.χ. ή περιουσία τού Ιακώβ, ή οποία «έπολλαπλασιάσθη σφόδρα, καί έγένοντο είς αυτόν βόες καί πρόβατα καί δνοι καί κάμηλοι»190, ένφ είς τάς σχέσεις τών άνθρώπων έπεκράτει πολλάκις τό δόγμα: «6 σκοπός αγιάζει τά μέσα», οπότε «άλλος κλέπτει, άδικεί, αρπάζει, πλεονεκτεί καί έλεεί τούς πτιοχούς»191. Τούτο δμως ήτο τό 183. Ένώχ 91, Αυτόθι 91, Διαθήκη τών X II Πατριάρχων κλπ. (Ρουθήμ, περί εννοιών), στ Αυτόθι στ Ίωθηλ. 23, Αυτόθι 23, Διαθήκη κλπ. - Έ νθ ανωτέρω Πσάχαρ κλπ.) G, Ίωθηλ. 28, Διαθήκη τών X II Πατριαρχών - Έ νθ ανωτέρω ΡΑσήρ, περί δυο προσώπων κακίας καί αρετής) 2, 5. -*!
102 100 pflj 1K Η ΕΣΤΙΑ» αντίθετον προς τήν διαθήκην του νόμου, έθεωρεΐτο βαρεία αμαρτία καί έχαρακτηρίζετο ώς διπροσωπία καί πονηριά, διότι «δ πλεονεκτών τον πλησίον παροργίζει τδν Θεόν, και τδν υψιστον έπιορκεί καί τον πτωχόν ελεεί' τδν έντολέα του νόμου Κύριον αθετεί καί παροξύνει, καί τδν πένητα αναπαύει»192. Ή "Απόκρυφος Γραμματεία τής Π.Δ. δεν προβάλλει μόνον τδ κοινωνικόν πρόβλημα, άλλα διά τών παραινέσεων, προτροπών καί υποσχέσεων πρδς τούς πτωχούς καί τούς δικαίους, περί άνταμείψεως υπό τού Θεού τής εύσεβείας καί δικαιοσύνης των, ώς καί δ αναγγελίας τής τιμωρίας καί αίωνίας καταδίκης τών άδικων καί άσεβών δεικνύει τδν τρόπον καί τά μέσα, μέ τά οποία είναι δυνατή ή λύσις του. Καί ή άφετηρία τής λύσεώς του είναι ή δικαιοσύνη, τής οποίας αί δδοί «άξίζουν νά γίνουν άποδεκταί», ένψ αί οδοί τής άσεβείας «αίφνιδίως θά παρέλθουν καί θά άφανισθοΰν»193. Επομένως πάσα οίκοδόμησις τής κοινωνίας έπί τής άδικίας, τής καταπιέσεως καί τής άπατης θά άνατραπή, διότι στηρίζεται έπί τής αμαρτίας καί δέν Ιχει θεμέλιον τήν ειρήνην. Ματαίως λοιπόν οί Ισχυροί άγωνίζονται καί μετά δυνάμεως καταπιέζουν τδ δίκαιον 194, διότι ούτε ή δύναμις, ούτε δ πλούτος είναι Ικανά νά άντισταθοΰν πρδ τής δυνάμεως του Δημιουργού. Ή άπόλυτος έμπιστοσύνη μάλιστα τών πλουσίων είς τά πλούτη των θά άποδειχθή άπάτη, άφου άπδ αυτά θά χωρισθούν, διότι δέν ένεθυμήθησαν τδν 'Τψιστον195. 'Ως προκύπτει εκ τών κειμένων τών "Άποκρύφων τής Π.Δ., δ πλούτος ήτο εκείνος δ όποιος έδημιούργει οπωσδήποτε δυσχερείας είς τήν λύσιν τού κοινωνικού προβλήματος. Οί πλούσιοι διά τής έπιφανειακής των φιλανθρωπίας ή διαφόρων πομπωδών άλλων εκδηλώσεων φιλαλληλίας ένεφανίζοντο ώς δίκαιοι ένώπιον τών άνθρώπων, ώς συνέβαινε καί κατά τούς χρόνους τού Κυρίου μέ τάς τάξεις τών Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων. Είς τήν πραγματικότητα δμως ήσαν οί δυνάσται καί καταπιεσταί τών άδυνάτων, τούς όποιους έξεμεταλλεύοντο είς τήν έργασίαν καί, ένφ διά τής φιλότιμου συμβολής καί εργασίας των κατεσκεύαζον έργα μεγάλα καί ώραΐα, είτε ήμειβον αυτούς εύτελώς, είτε τούς έξηνάγκαζαν νά προσφέρουν άμισθί τήν έργασίαν των. Ό εξαναγκασμός δμως τής άμισθί προσφοράς έργασίας καταδικάζεται καί είναι άντίθετος πρδς πάσαν έννοιαν δικαιοσύνης, «διότι άναμένουν έκείνα τά έργα, τά όποια έκτελούνται μέ πνεύμα δικαιοσύνης»196. Έπίστευον άκόμη είς τήν σταθερότητα καί μονιμότητα τού πλούτου, λέγοντες: «Έγίναμεν πολύ πλούσιοι καί έχομεν θησαυρούς' άπεκτήσαμεν δ,τι είχομεν έπιθυμήσει. Καί τώρα δς προσέξωμεν δ,τι έσκοπεύσαμεν: διότι συνελέξαμεν άργυρον, καί αί σιταπο&ήκαι μας είναι πλήρεις ώς δγ ΰδατος, καί πολυάριθμοι είναι οί γεωργοί είς τάς οικίας μας!»197. Τούτο δμως δέν είναι δυνατόν νά συμβή, λέγει δ Ένώχ, πρδς τούς πλουσίους, «διότι τά πλούτη σας δέν θά μείνουν, αλλά ταχέως θά άπέλθουν άφ δμών' διότι άπεκτήσατε δλα αύτά έν αδικία, καί θά παραδοθήτε είς μεγάλην καταδίκην»198. Διά τών άνωτέρω βεβαίως δέν θεωρείται κακός δ πλούτος, ούτε καταδικάζονται οί έχοντες πλούτη, άλλ έλέγχονται οί δγ άνόμων μέσων καί άδικιών άποκτήσαντες αύτά. Επομένως δύναταί τις νά παραμείνη πλούσιος, δταν ούδέν άσελγές ένεκα τούτου πράττη, «ούτε έξοδεύη τδ χρήμα διά σκοπούς κενούς καί μάταιους, προσελκύη δέ τήν εύνοιαν τών υπηκόων του δγ εύεργεσιών»199. Πλουσίους μνημο Διαθήκη τών X II Πατριάρχων - Έ ν θ 5 ανωτέρω 2, Έ νώχ 94, Αυτόθι 96, Αυτόθι 94, Επιστολή Άριστέα XI, Έ νώχ 97, Αυτόθι 97, Επιστολή Ά ριστέα X, 205.
103 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ * νεύει άλλωστε πολλούς ή Παλαιά Διαθήκη, ώς τον Αβραάμ, τον Λώτ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ καί τούς απογόνους αυτών, οί οποίοι «πένησι καί θλίβομενψ παρείχον τής γης τα αγαθά»200. Άρκετάς πληροφορίας έχομε ν έκ των Απόκρυφων τής Π.Δ. καί περί του θεσμού τής δουλείας, αί όποίαι φαίνονται σύμφωνοι καί μέ τά υπό τής Βίβλου άναφερόμενα. Ύπό την λέξιν δούλος ένόουχ τούς ύπηρέτας, τούς όποιους έχρησιμοποίουν δι δλας τάς έργασίας καί ήσαν στενώς συνδεδεμένοι μετά τού κυρίου το>ν, άλλα καί τούς άνθρώπους, οί όποιοι ειχον έπιφορτισθή μέ την άσφάλειαν τού οίκου καί ειχον πλήρη άφοσίωσιν εις αυτούς, ώς π.χ. ό Αβραάμ «ώπλισε τούς δούλους τού οίκου αυτού»201, διά να άποκρούση έπιτιθέμενον έχθρόν. Δουλεία έθεωρείτο καί ή προσφερομένη εις τούς έργοδότας έργασία ύπό έργατών ή καί άλλων προσώπων επ αμοιβή ή άλλιυ άνταλλάγματι. Ούτως ό Ιακώβ, έλθών εις την Χαράν εις τον θειον του Λάβαν, διωκόμενος ύπό τού αδελφού του, «έδούλευσεν εις αυτόν διά τήν Ραχήλ, τήν θυγατέρα του, μίαν εβδομάδα ετών...»202. Μαρτυρία έπίσης τών Ιωβηλαίου, σύμφωνος ούσα καί μέ τήν ΙΙαλαιάν Διαθήκην, μάς όμιλεί καί περί αγοράς δούλων έκ τών ξένων* «Ό Ισαάκ έγένετο μέγας μεταξύ τών Φιλισταίων, καί άπέκτησε κτήματα πολλά καί πολλούς δούλους»203. Έξ αυτής σαφώς καταφαίνεται ή χρήσις τών δούλων εις τάς διαφόρους γεωργικάς, οίκιακάς καί άλλας χειρωνακτικάς έργασίας. Τέλος ή Απόκρυφος Γραμματεία τής Π.Δ. μάς πληροφορεί καί περί πολέμων τών διαφόρων φυλών ή πατριών τών Ισραηλιτών μεταξύ των, οπότε οί νικώντες καθίστων δούλους καί φόρου ύποτελείς τούς άλλους. Άλλοτε καί οί ίδιοι ύπετάσσοντο συνεπεία πολέμου είς διαφόρους λαούς καί περιήρχοντο εις κατάστασιν δουλείας, ή όποια εν πολλοίς ήτο σκληροτάτη. Ούτως ό Ιακώβ καί οί υιοί του συγκρούονται μέ τούς υιούς Έδώμ. Κατά τήν σύγκρουσιν ένίκησαν οί υιοί τού Ιακώβ τούς υίούς τού Έδώμ «καί εθηκαν τον ζυγόν τής δουλείας έπ αυτών, ώστε νά πληρώνουν φόρον είς τον Ιακώβ καί τούς υίούς του πάντοτε»204, ένψ οί Εβραίοι είς τήν' Αίγυπτον εύρίσκοντο ύπό βαρύτατον ζυγόν δουλείας τού Φαραώ, ό δποίος «έθεσεν έπ αυτούς έπιστάτας έργων διά νά καταπιέζουν αυτούς έν δουλεία* καί έκτισαν ίσχυράς πόλεις διά τον Φαραώ... καί κατεδυνάστευον αύτούς»205. Είς κατάστασιν δουλείας εύρίσκοντο άκόμη οί Ιουδαίοι, δταν ώδηγήθησαν έκ τής χώρας των αιχμάλωτοι είς Αίγυπτον έπί τής έποχής τών Πτολεμαίων, έκ τής οποίας άργότερον άπηλευθερώθησαν 2 6. Συνοψίζοντες πάντα τά άνωτέρω δυνάμεθα έν συμπεράσματι νά έπαναλάβωμεν ότι είς τήν Αποκαλυπτικήν Γραμματείαν τής Π.Δ., παρ δλον δτι αυτή στερείται τού κύρους τής γνησιότητος, ή έργασία χαρακτηρίζεται ώς θεσμός θείος καί Ιερός, ώς ευλογία Θεού, παρεχομένη πάντοτε μέ πνεύμα δικαιοσύνης καί αγάπης πρός τόν συνάνθρωπον. Τυχόν άπόκλισις τής έργασίας έκ τού πνεύματος τούτου όδηγεί είς τήν αμαρτίαν, ή οποία είναι καί ή ρίζα δλων τών αδικιών. 3. Ί ώ σ η π ο ς Φίλων Χειρόγραφα Νέκρας θαλάσσης, α) Ίώσηπος Μετά τήν Αποκαλυπτικήν Γραμματείαν τής ΙΙαλαιάς Διαθήκης, σημαντικάς 200. Διαθήκη τών XII IIατοιαοχών κλπ. (Ίσάχαο κλπ.) - Έ ν θ av o rre o to 3, Ί ω θ η λ. 13, Α υ τό θ ι 28, Α υ τό θ ι 24, Α υ τό θ ι 38, Α υ τό θ ι 4 0, Επιστολή Άριστέα I,
104 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» καί λίαν διαφωτιστικάς πληροφορίας περί της σημασίας της έργασίας είς τόν Ιουδαϊκόν κόσμον μας παρέχει διά των έργων του δ Ίώσηπος. Ούτος, γόνος ών Ιουδαίων, έγεννήθη έν 'Ιερουσαλήμ τό μ.χ. Καταγόμενος έξ ιερατικού γένους, έτυχεν επιμελούς ραββινικής μορφώσεως 207. Δράσας δέ είς έποχήγ χριστιανικήν, καί ζηλωτής τής θρησκείας των πατέρων του, προσεπάθησε μέ χαρακτήρα άπολογητικόν νά ύπερασπισθή αυτήν. Φαίνεται δμως δτι δέν έκλεισε τήν θύραν καί είς τόν έλληνικόν πολιτισμόν, έκ του όποιου ύπέστη μεγάλην επίδρασιν 208 καί κατά συνέπειαν καί έκ του χριστιανικού τοιούτου. Τά συγγράμματα ^ου, άποτελοΰντα τήν κυριωτάτην πηγήν τής τελευταίας π.χ. και τής πρώτης μ.χ. εκατονταετίας, έχρησιμοποιήθησαν καί από χριστιανούς Πατέρας,καί έκκλησιαστικούς συγγραφείς. Διά τούς λόγους αυτούς καί αί περί τής θέσεως τής έργασίας είς τόν Ιουδαϊσμόν μαρτυρίαι του θεωρούνται λίαν άξιόλογοι διά τήν θεμελίωσιν τής χριστιανικής θέσεως έπί του έν λόγψ αντικειμένου. Οί Ιουδαίοι, πιστοί τηρηταί του Μωσαϊκού Νόμου καί κατά τήν παρούσαν έποχήν, έχουν έδραιώσει τήν πεποίθησιν δτι ή έργασία έχει θείαν τήν καταγωγήν καί είναι διά τόν άνθρωπον εύλογία Θεού. Ούτως δ Ίώσηπος, έκκινών έκ τής Μωσαϊκής Κοσμογονίας, όμιλε! περί έξαημέρου έργασίας καί έβδομαδιαίας άναπαύσεως κατά τήν έβδόμην ήμέραν 209. Αλλαχού, τονίζων τήν άναγκαιότητα αύτής είς τήν ζωήν τού άνθρώπου, υπενθυμίζει δτι καί οί πρωτόπλαστοι δέν έμειναν άργοί μετά τήν πλάσιν των υπό τού Θεού, άλλ έτέθησαν είς τόν Παράδεισον μέ τήν έντολήν «των φυτών έπιμελεισθαι»210. Αύτής τής έντολής πιστοί τηρηταί ήσαν μετά ταΰτα δλοι οί γενάρχαι τού Ιουδαϊκού λαού καί τά τέκνα των. Συνεχίζεται 207. Βασ. Μ. Βέλλα - Ίοσήπου κατ Άπιωτος - Λόγος Α ' (Εισαγωγή) Εν Αθηναις 1953, σελ Αυτόθι, σελ Ίωσήπου Ίουδ. Ά<>χ. A, Αυτόθι Α, 3-5.
105 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ Φεύγω σάν άλλο τε: Μ ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο στήν τσέπη. Στάθηκα στή γωνιά του φούρναρη Καί σ αύτη τή μυρουδιά τοϋ ψωμιού και τοϋ βρώμικου άλατιού, θά θελα, άν ποτέ μεγαλώσω, νά πεθάνω ά νά μεσ ά της. Φ εύγουν τ άδέρφια, σ α ν ά λλο τε: Ή Μαρία, νά συναντήσει τον έραστή ό Πέτρος, μ ένα εικόνισμα στόν παλιοπώλη* καί ό μικρός, στους ύπονόμους τής γειτονιάς. Γυρίζω σ ά ν άλλοτε, ά νεβ α ίνοντα ς τά σκαλοπάτια μ έ τά χέρια. Κι άν, κάποτε, μ έ ρωτήσουν τί θέλω: Μιά φέτα ψωμί καί βούτυρο ή έ ν α ποτήρι κρασί. Θά τούς πω: Μιά μ ά ννα μικρότερη άπό μένα. Μιά εύχή π έ ρ α σ ε... Οί λέξεις χορεύουν στόν άνεμο. Κι άκόμη, ε ίν α ι άργά γιά πορεία. Μόνο μέ χίλιους καί πάνω, άρχίζει αύτή ή παρτίδα. Καί μέ τό κέρδος: "Ενα κράνος άνθρακωρύχου. Ό τρελός μαζεύει, τώρα, τούς δρόμους* ξεριζώ νει τόν πλάτανο τής πλατείας, νά τόν προσφέρει στήν άγαπημένη του γειτονιά. Κι άλλος. ρίχνει στή χύτρα, γιά καρφιά, τά χάλκινα μνημεία. ' Γνωρίζω άτι μάς είδ ε ό ήλιος* μά, κάνε άτι δ έ ν καταλαβαίνεις. Πώς νά τοϋ πεις συλλυπητήρια, γιά τήν κόρ η του τή γ ή! "Α! πώς άστράφτει, πέρα, μακριά, κι ολόισια κοντάρια πέφτουν οί κερ α υ νοί. Δ έν ξέρω, όμως, ά ν μπορεί μιά κόκκινη πέτρα, νά πεί, γιά τή φωτιά, περισσότερα άπ τή βροχή καί τόν άνεμο* κι άν, άκόμα, ή ούλή τής πέτρας ματώνει στό δ έρ μ α τής γής.
106 10 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 'Ωστόσο, τρέχει ένα δικό της αίμα* κάτι άνάμεσα. στή μ νή μ η καί τό σπέρμα. Μακριά, κομματιάζεται, σά γυαλί, ή σκέψη κι ό δρόμος γεμίζει μέ ΰπουλες παγίδες κ α ί σ τολίδια οί τοίχοι, άπό φ τεροϋγες άετών. "Οταν μάθεις, φύλαξε τό μυστικό κι άσε νά μιλήσουν τά μάτια στίς ρίζες, γιά κάπιο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ή άζίνα καρφώθηκε στό βράχο κι άλλου, στό πόδι του. Φτάνει, λοιπόν, γιά τό βιβλίο των φίλων, γιά τά καρφωμένα στους τοίχους αύτιά οου. Πάντα, ύπάρχει ένα παραμύθι, δυο παραμύθια πολλές ίστορίες. "Οπως τά δ έντρ α πού δίπλω σαν τίς κορφές' καί δ έ ν ξέρεις, ξεθάβοντας τις ρίζες, ά ν ψ άχνουν γιά νερό ή προσπαθούν ν* άποδημήσουν. Έ δώ πού τά λέμ ε, δ έ λησμονούμε τό λίγο χώμα, πο ύ μοιραστήκαμε ε μ ε ίς οί νέο ι. Φυτρώσαμε σέ θερμοκήπιο μεγαλώ σαμε σ έ θερμοκήπιο. Κι δταν έρθει ή ώρα μας στό τραπέζι, άπό πηρούνι θά πεθάνουμε. Έ δώ πού τά λέμ ε, οποία μ ά ννα καί ν ά μας γεννούσε, άπό πηρούνι θά πηγαίναμε στήν καρδιά. ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΘ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ Ή "Ανοιξη μέ σημαδεύει μέ τό τόξο της τά βέλη της άπό πυρωμένο πόθο τρυποΰν την καρδιά μου τό αίμα βάφει κόκκινο τό λιοβασιλεμα δ πυρετός ανεβάζει τον υδράργυρο μυστικές φωνές μέ καλούν στό συμπόσιο των θεών. ********* Τό Καλοκαίρι θά μέ βρή φλέγόμενη βάτο στήν αυλή σου. ΤΙΝΟΣ ΑΛΑΣΑΚΗΣ
107 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΡΙΤΑΣ ΜΠΟΥΜΗ ΠΑΠΠΑ ΜΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΣΑΙ ΑΑΑΟ Μην απομακρύνεσαι άλλο. χάνεσαι δεν είσαι δώδεκα χρόνων για νά λησμονηθείς οΰτε δεκάξη είσαι χιλιόχρονος έρωτας όνειρο αιώνων πόθος ακοίμητος σαν τό ρόχθο του κύματος τής Ιστορίας μας μοναδική αστραπή γλυκοχάραμα αλάνθαστο πίσω από κάθε νύχτα, σε σένα ελπίζομε Μήν απομακρύνεσαι άλλο χάνεσαι σπάζοντας άλυσες πατάσσοντας θηριωδίες θά σ ενθρονίσομε ρήγισσα στή χώρα πού θά χτίσομε αύριο στις άχτές των άνεμων τις ασυμβίβαστες _\ λαφίνα θά ξανατρέξεις γυμνόστηθη μέ χαίτη λυτή πλανταγμένη στις αμμουδιές πού γυμνάστηκαν οί πρώτοι μας κούροι ή θεσπέσια στιγμή νά χορτάσει τήν δράσή μας. Φωλιά κιόλας σου πλέκομε μέ βέργες ζεστές κρυφά σου στρώνομε φύκια ασημένια θά σέ μεθύσομε μέ λαγούτα καί λύρες μέ άκαμπτα δόρατα μέ δυναμίτη γιά σένα οί έπίλεκτοι θ άνοίξουνε βίαια τις βαρειές κλειστές θύρες (Α νέκ δοτο) Τό φως μας θά δώσομε τό αίμα μας δλο γιά νά σέ δούμε χωρίς χειροπέδες στ άσπρα ντυμένη ανάερη. νά βαδίζεις στή χώρα μας Ελευθερία! ( Α ϊτό τ ά Δ Ω Δ Ε Κ Α Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α Γ ΙΑ Τ Η Ν Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ ΙΑ )
108 ΑΙΣΧΥΛΟΥ Μ ετάφραση - Σχόλια Η Λ ΙΑ ΒΑΣΙΑΑ "ΠΕΡΣΑΙ.,* Στρ. 2 στίχ Κι άλλοι, πού ή μοίρα τους τβγραφε νάναι τά πρώτα θύματα του χάρου, πώ, πώ, στην Κυχρειώτικη ακτή, αλλοίμονο τους, τώρα τά κουφάρια τους βολοδέρνουν!*42 *Αχ! Στέναζε καί την καρδιά σου ξέσχιζε, καί τά ξεφωνητά του πόνου σου ώς τά οόράνια άς φτάσουν! 5Ώχ - ώχ! Μ δλα σου τά δυνατά βγάλε φωνή μοιρολογιού άγρια καί δυνατή. ; ι Ά ντιστρ. Β στιχ Στα κύματα μέσα τ άγρια τά κουφάρια τους παραδέρνουν κι από τής άγνής τής θάλασσας τά παιδιά τά αμίλητα τώρα κατασπαράσσονται, αλλοίμονο! Και κάθε σπίτι πένθος φέρνει, γιατί κάποιο παλικάρι του στερήθηκε. Κι οί γέροι γονιοί δίχως παιδιά μαθαίνοντας δλη την συμφορά, ξεσπουνε τώρα σέ θρήνο τρανό ώς τά ουράνια43. Στρ, 3 στιχ ΚΓ άπό καιρό πια δσοι κατοικούνε την Ασιατική γή δέν θέλουνε άλλο νά ύπακούουν στον Περσικό νόμο. Κι ούτε δασμούς πληρώνουνε πιά άναγκαζόμενοι άπό τούς αφέντες μας. Κι ούτε πέφτουνε ώς τη γή νά τούς προσκυνάνε καί τήν έξουσίαν των άρχόντων νά δέχωνται. Γιατί χάθηκε δλότελα ή βασιλική Ισχύς. 14 Ά ντιστρ. 3 στιχ ΚΓ ή γλώσσα τώρα των ανθρώπων δέν είναι πιά φυλακισμένη. Γιατί λυτρώθηκεν δ λαός καί λεύθερα τώρα φωνάζει άφου Ισπασε τό ζυγό τής τυραννίας. Ή ματοβαμμένη νήσος τοϋ Αίαντα, ή κυματόζωστη, τάφος γίνηκε τής περσικής δύναμης. Συνέχεια έκ το ΰ π ρ ο υ,γο υ μ έ τ ό μ ο υ, σ ελ κ α ί τ έ λ ο ς Ό Παυσανίας 1, 30, 1 μάς γνωρίζει δ τι ό Κυχοεός ήταν όνομαστός ήρως τής Σαλαμϊνος, πού εμφανίσθηκε στους Αθηναίους στο μέσον τής μάχης μέ τήν μορφήν φιδιού. *Τπεράσπισε τό έδαφος οπού ήταν ό τάφος του. 'Τπαινιγμός στην παράδοση αυτή είναι η περίφραση Κυχρειαί άκταί Ή θ ά λ α σ σ α ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι α μ ία ν τ ο ς. Τ ό έ π ΐθ ε τ ο ν ε ίν α ι σ υ ν η θ ισ μ έν ο σ το υ ς χ ρ η σ μ ο ύ ς κ α ί σ τ η ν λ α ϊκ ή γ λ ώ σ σ α. Κ α ί τ ό θ ρ η σ κ ευ τικ ό β ιβ λ ίο τ ω ν Π ε ρ σ ώ ν, ή Ά β έ σ τ α, ά π ο κ α λ ε ΐ τ η ν θ ά λ α σ σ α α γ ν ή. Κ ι οί μ ά γ ο ι τ ω ν ΙΓ ερ σ ώ ν έ δ ίδ α σ κ α ν δ τ ι α π α γ ο ρ ε υ ό τ α ν η μ ό λ υ νσ η τ ω ν σ τ ο ιχ ε ίω ν τ ή ς ζ ω ή ς, το ΰ π υ ρ ό ς ; τ ή ς γ η ς κ α ί τ ο ΰ ΰ δ α τ ο ς. Τ α Π ε ρ σ ικ ά π τ ώ μ α τ α μ ο λ ύ ν ο υ ν τ ή ν κ α θ α ρ ό τ η τ α τ ω ν κ υ μ ά τ ω ν. Α υ τή τ ή ν ιδ έ α π ά ε ι ο Α ισ χ ύ λ ο ς ν α β α λ η σ το σ τό μ α τ ώ ν γ ε ρ ό ν τ ω ν π ισ τ ώ ν τ ο ύ χ ο ρ ο ΰ. Ο ί ά ν α υ δ ο ι π α ΐδ ε ς τ ή ς θ α λ α σ σ α ς ε ίν α ι τ α σ κ υ λ ό ψ α ρ α.
109 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Η Β Α Σ ΙΛ ΙΣ Σ Α ΑΤΟΣΣΑ Εισέρχεται πεζή, ντυμένη μέ σεμνοηρέπεια. Ακολουθείται άπό σκλάβες που φέρουν προσφορές. Βασίλισσα Φίλοι μου, έκειός πού ξέρει καλά πόσα ό βιος των ανθρώπων κακά περιέχει, ξέρει καί πώς όταν τό κύμα των κακών πέση πάνω του, τότες πρέπει δλα, συνεχώς, νά τά φοβάται. Καί τ αντίθετο* σ όποιον φυσήξη πάνω του ή τύχη αεράκι πρίμο, αυτός έχει πεποίθηση πώς ή ίδια καλή τύχη, άνεμο θά στέλνη στό πλοίο τής ζωής του πάντα ευνοϊκό. 'Όσο γιά μένα δλα μου τώρα, γύρω, είναι γεμάτα άπό φόβο. Τά μάτια μου βλέπουν καθαρά, σημάδια τών θεών δυσμενή. Καί τ αυτιά μου βουίζουν όλοένα άπό βουητό, πού δεν είναι προμήνυμα καλωσύνης* τόσο μεγάλος γίνηκε ό φόβος μου άπό τις συμφορές, πού κάνει τά μυαλά μου νά σαλεύουν. ΪΥ αύτό έκαμα πάλι τον δρόμο τούτον δώ άπό τό παλάτι χωρίς αμάξια καί δίχως την προ)τύτερη λαμπρή άκολουθία μου γιά νά φέρω στόν πατέρα του παιδιού μου χοές, πού τών νεκρών τις ψυχές έξευμενίζουν. Νά* καλόπιοτο γάλα πρωτόγεννης γελάδας, άσπρο, καί τής άνθοδουλεύτρας μέλισσας άκόμα τό στάλαγμα, διάφανο μέλι καί νεράκι καθάριο άπό πηγή άπάτητη καί άκόμα πιοτό άνόθευτο βγαλμένο άπό άγριο άμπέλι παλιό, δροσιά του λαρυγγιού44, καί τόν εύθ)διαστό καρπό ξανθής ελιάς, πού μέ τά φύλλα της αίο>νόβια τήν κάνουν νά θάλη, φέρνω δώ καί στεφάνια πλεγμένα άπό άνθια, τέκνα τής πάμφορης τής γής. Ελάτε, φίλοι μου, ύμνους στούς νεκρούς μέ τούτες τές σπονδές ψέλνετε ευλαβικά καί τόν θεϊκό Δαρεϊο καλέστε τον στή γή νάρθή τήν ώρα πού έγώ στούς θεούς τού 'Άδη τούτες δώ τις χωματόπιοτες τιμές θά στέλνω. Μελοδραματικά Στιχ Κορυφαίος Σεβαστή βασίλισσα τών Περσών, σύ στέλνε τές σπονδές στόν κάτω κόσμο καί μείς θά παρακαλέσουμε μέ ύμνους τούς νεκροπομπούς καλόγνωμοι νά φανούν σ αύτούς πού μένουν κάτω στή γή (καί τούς έπιτρέψουν ν άνέλθουν σέ μάς). Ελάτε άγνές θεότητες τών Τατάρων, ώ Ερμή καί Γή καί σύ βασιλιά τών νεκρών, στείλετ έπάνο) δώ, στό φώς, τήν ψυχή τού Δαρείου. Γιατί, άν αυτός, πιό καλύτερα άπό μάς, ξέρει κάνα φάρμακο τών συμφορών, αυτός μονάχα μές στούς άνθρώπους μπορεί νά μάς τό δείξη καί νά πή τέλος (τών συμφορών). Ό Χορός άρχίζει τές δεήσεις του, πού είναι άνακάτωμα άπό κραυγές καί χ ε ι ρονομίες βίαιες. Σκούζει καί χτυπάει τό στήθος του ή κά νει σπαραχτικές έπικλήσεις στόν νεκρ ό ν χτυπώντας τις παλάμες Οί προσφορές συνίστανται, σύμφιονα μέ τό κείμενο, από κράμα γάλατος καί μέλιτος, καλουμενον άλλως μ ε λ ί κ ρ η τ ο ν, έν συνεχεία άπό χοές νερού, κρασιού καί τέλος άπό κλαδιά ελιάς καί γιρλάντες άνθέων. Σ άλλους ποιητές έχουμε άνάλογες θυσίες προς τιμήν τών νεκρών ή τών Θεών τού Κάτω Κόσμου. Στην Όδύσσεια 11, 27 δ Όδυσσεύς προσφέρει στους νεκρούς χοές άπό μαλίκρητον, κρασί καί νερό. Στόν ΟΙδίποδα επί Κολωνφ (στιχ. 481) ό ΟΙδίπους προσφέρει στις Ευμενίδες χοές άπό μέλι καί νερό. Στην Ιφιγένεια έν Ταυροις (στιχ. 102) ή Ιφιγένεια χύνει προς τιμήν τού άδελφού της, πού τόν νομίζει νεκρό, σπονδές στόν τύμβο άπό γάλα, κρασί καί μέλι. 45. Στούς Βατράχους (στιχ. 1027) ό Αριστοφάνης διακωμωδεί αυτές τές έξαλλες χειρονομίες τού Χορού. «Έχάρην γούν ήνίκ* ήκουσα περί Δαρείου τεθνεώτος. Ό Χορός δ* ευθύς τή χειρ ώδί συγκρούσας είπεν «ίαυοΐ». }
110 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Σ τάσιμον Δ ' Στρ. 1 στιχ Χορός Αλήθεια, άραγες, ν άκούη δ μακαρίτης Ισόθεος βασιλιάς αυτά μου τά γοερά, θρηνητικά, ποικιλόμελα ξεφωνητά, πού τά στέλνω σέ βάρβαρη καί καταληπτή στ αυτιά του γλώσσα; Τδν άτέλειωτο πόνο μου ώς τά οόράνια θά φωνάξω. Νά μ ά- κουη τά χα άπό τό σκοτάδι κάτο);46 Ά ντιστρ. 1 οτιχ "Ομως, ώ σό Γή μου καί σεις οΐ άλλοι άρχοντες τοϋ κάτω Κόσμου, στρέξετε τώρα νά άνεβή άπό τά βασίλεια του Αδη, δ θεϊκός καί δοξασμένος άρχοντας πού τόν έγέννησαν τά Σοΰσα κι ήτανε των Περσών θεός. Τόν άντρα πού δμοιόν του ποτέ δέν σκέπασε τό Περσικό χώμα. Στρ. 2 στιχ Αλήθεια, τί αγαπητός ήρωας ήταν έκεΐνος! Καί τό μνήμα του πολυσέβαστο γιατί αγαπημένο πρόσωπο κρύβει μέσα. ΤΩ Αιδωνέα, κάνε νά φανή στό φώς τής ήμέρας δ βασιλιάς Δαρεΐος, πού δμοιόν του δέν εϊδεν ή γ ή! Έ! Έ!47 ι Στρ. 3 στιχ t Α ρχαίε Μ ονάρχη, μονάρχη μας, σήκω, ελα, πρόβαλε πάνω στην κορυφή τούτου δώ τοϋ δχθου, την χρυσοβαμμένη, υψώνοντας την ποδεμή σου καί τό λοφίο τής βασιλικής σου τιάρας δείχνοντας. Πρόβαλλε, άκακε πατέρα Δαρεϊε, έδώ, γιά νά μάθης τά νέα μας καί κακά ν άκούσης καινούργια48. Ά ντιστρ. Β '. στιχ Γιατί ποτέ δέν χάλασεν αότός σέ άνδροφόνες του πολέμου συμφορές τούς στρατιώτες του. Θεοφώτιστον τόν δνομάτιζαν οί Πέρσες καί θεοφώτιστος ήταν, άλήθεια, καί τόν στρατό του άξια τόν κυβερνούσε. Ά ντιστρ. 3 στιχ Κύριε τοϋ Κυρίου μου, φανερώσου. Μιά απαίσια τοϋ "Αδη καταχνιά έχει σκε- 46. Μιά επίκληση στους νεκρούς γιά νά εχη επιτυχία χρειάζεται νά γίνεται σέ γλώσσα άντι?^ηπτή καί σαφή καί άπό τόν Ικέτη, καί τόν ίκετευύμενον. Ή έπίκληση τοϋ Χοροϋ των πιστών προς τόν ήσκιο τοϋ Δαρείου γίνεται στή βάρβαρη γλώσσα, δηλ. την Περσική. Είναι άντιληπτή άπό τόν Δαρείο. (Ίδέ καί Τκέτιδες στιχ. 117, 118). Ακούεις καλά, ώ Γή, τις επικλήσεις μου μ* ολη την βαρβαρική μου γλώσσα; 47. Ό Άϊδονεύς είναι ο Ά δη ς. Τό όνομα χρησιμοποιείται ήδη στον "Ομηρο. 48. Έπίκληση προς τόν Δαρείο νά φανερωθή. Βαλήν έσήμαινε Βασιλιάς στην Φρυγική γλώσσα. Στον Σοφοκλή λέγονται οί ποιμένες. Ή λέξη σώζεται στην Τουρκική γλώσσα. Ή τιάρα ήταν τό εθνικό κάλυμμα τής κεφαλής τών ΙΙερσών βασιλέων* είχε σχήμα κωνικόν άπό πίλημα. Ή εύμαρίς είναι ύπόδημα περσικόν άνδρών καί γυναικών.
111 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 09 πάσει τή ζωή μας γιατί δλα τα νειάτα χάθηκαν όλότελα. Έλα, πατέρα Δαρείε, εύεργέτη μας. ναχ! Ά χ!49 t Ε πω δή στιχ Αλλοίμονο καί τρις άλλοίμονοί έσύ, πού τήν θανή σου τόσο πολύ δικοί σου τήν κλάψανε. Αφέντη, αφέντη, πές μας γιατί οί διπλές τούτες συμφορές στην δική σου χώρα, σ δλη τή γη τούτη πλακώσανε; Τα καράβια μας δλα τα τρίσκαρμα χαθήκανε, καράβια πού δέν είνι πια καράβια, δέν είναι50. Του Δαρείου δ ήσκιος έμφάνίζεται πάνω στόν τύμβο. Δαρείου είδω λον ΤΩ πιστοί μου εσείς, άνάμεσα στους πιστούς, τής νειότης μου σύτνροφοι, γερόντοι Πέρσαι, ποιόν πόνο ή πολιτεία μου πονάει; θρηνολογάει, χτυπιέται στό στέρνο, καί σκίζει τή γη μέ τό μέτωπο51. Κοιτάζοντας τή γυναίκα μου κοντά στόν τάφο μου τρέμω, άν καί μ δλη μου τήν καρδιά δέχθηκα τις χοές της. Σείς δμως θρήνο στήνετε κοντά στνό τάφο μου καί όλόγυρα καί μέ ψυχοκαλέστρες φωνές όξεΐες ικετευτικά μέ κράζετε άν καί βολετό δέν είναι νά βγής άπό τά τίρταρα, γιατί οί θεοί τοϋ κάτω κόσμου πιό πρόθυμα ξέρουν ν αρπάζουν παρά ν αφήνουν. Έπειδής δμως άπόχτησα μεγάλην υπόληψη κοντά σέ κείνους, νάμε, ήρθα. Πήτε τα γρήγορα γιατί δ χρόνος γιά μένα δέν είναι χωρίς συνέπειες. Ποιά συμφορά καινούργια βαραίνει τώρα τούς Πέρσες; Χορός μ έ τό νο ν φωνής σύρτης Ντρέπομαι νά σέ κοιτάξω κατάματα. Δέν τολμάω νά σου μιλήσω αγνάντια έξ αίτίας τής παλιάς μου πρός σένα συστολής. Δορείος Αλλά μιά πού άπό τόν κάτω κόσμο, εισακούοντας τις οίμωγές σου ανέβηκα δω, κοίταξε μή μου έκφωνήσης κάνα άπέραντο λόγο, μά μίλησε σύντομα, καί τελείωνε γρήγορα δ,τι έχεις, άφήνοντας κατά μέρος τήν εύλάβειά σου γιά μένα. Χορός. Μέ σ υγκίνηση. Φοβάμαι μέν νά σου κάμω αυτή τή χάρη. Φοβάμαι δμως καί νά μιλήσο) κατά πρόσωπον καί λόγια νά πώ δυσάρεστα σέ άγαπητούς φίλους Ό Χορός θέλει νά δηλώση πώς του Δαρείου ή βασιλεία ήταν ευεργετική, ένφ του Ξέρξη είναι γεμάτη άπό κακά. Τό κείμενο δλου τοΰ χορικού είναι αρκετά άμφίβολον. Τό κείμενο των στίχιον τής επωδής είναι πολύ φθαρμένο. Ακολουθώ τήν γραφή τής γαλλικής έκδόσεως τοΰ Ρ. MAJON 19(55. Χαράσσεται πέδον. Καθώς οί γέροντες τοΰ Χοροΰ; ή πόλις, χτυπάνε τό μέτιοπο μέ τές Ικεσίες στό έδαφος, τοΰτο σχίζεται καί άπό μέσα έξήλθε ό ήσκιος τοΰ Δαρείου.
112 11 ΗΣΤΙΑ» Δαρείος Καλά λοιπόν. Μιά πού ό παλιός σεβασμός στις σκέψεις σου άμποδάει, σύ ώ εύγενικιά μου γυναίκα, τής κλίνης μου παλιά συντρόφισσα, σταματώντας τές κλάψες καί τούς θρήνους, μίλησέ μου ξεκάθαρα. Οί δυστυχίες οί ανθρώπινες, τό ξέρουμε, είναι δ κλήρος των θνητών. Βέβαια άνθρώπινα δυστυχήματα τυχαίνουν στούς ανθρώπους πολλά μέν άπό τη θάλασσα, χιλιάδες άλλα άπό τη στεριά βαραίνουν τούς θνητούς σάν ή ζωή τού άνθρώπου περισσότερο παραταθή52. Βασίλισσα ΤΩ έσύ, πού εύτύχησες ν άπολαύσης τ άγαθά τού βίου πιό πολύ άπ δλους τούς θνητούς, γιατί δσον καιρό του ήλιου τό φως έβλεπες, ζηλεμένος άπ τούς θεούς καλότυχη ζωή, ανάμεσα στούς Πέρσες, σάν θεός περνούσες, καί τώρα σέ' ζη λεύω πού πέθανες, δίχως πρωτύτερα νά δής των συμφορών τό βάθος. 'Όλα αύτά πού γίνανε, Δαρεΐε, μέ συντομία θά τάκούσης. "Ολη των Περσών ή δύναμη συντρίμμια Ιχει γίνει. Νά, μέ λίγα λόγια. Εϊδωλον Δ αρείου "Α τοσσα Μέ ποιό τρόπο; Έ π εσ ε στην πολιτεία καμμιά έπανάσταση; Κανέν άπό τά δυό. Αλλά, κοντά στάς Αθήνας, καταστράφηκε δλος ό στρατός μας. Εϊδωλον Δαρείου "Α τ οσσα Καί ποιος άπό τούς γιους μου εκεί στρατηγουσε; Λέγε. Ό άρειμάνιος Ξέρξης, αδειάζοντας δλη την Περσική γη άπό παλικάρια καί καράβια53. Δαρείος Στη στεριά ή στό πέλαγος δοκίμασε τό άνόητο αύτό πάθημα; Ά τοσσα Καί στα δυό μαζύ. Διπλό μέτωπο πολέμου κι οί δυό στρατοί του είχαν. ι Δ αρείος Καί πώς τόσο πολύς στρατός πεζός κατώρθωσε τή θάλασσα νά περάση; 52. ΓΓρομηθ. στιχ Ουδέποτε ή θέληση των θνητών Οά παραβίαση την τάξη την εγκατεστημένη άπό τον Δία. 53. *Απ* όλες τές επαρχίες τής αυτοκρατορίας μάζεψε στρατό, δπλα καί πλοία.
113 "Ατοσοα Δαρειος Ατοσσα Μέ τό μηχανικό τους έζεψε τόν πορθμόν της 'Έλλης καί έκαμε πέραμα. Καί τα κατάφερε τόσο καλά ώστε να κλείση τό μέγα Βόσπορο; Έ τσ ι άκριβώς. Ασφαλώς κάποιος μέγας δαίμονας τά μυαλά του συντρόφεψε54. * Δαρείος "Ατοσσα Δαρείος "Ατοσσα # Δαρείος Αλλοίμονο! Κάποιος τρομερός δαίμονας ήρθε πού τά μυαλά του σκότισε. Ναί, κι έτσι μπόρεσε έν τέλει νά δη σε ποιό κακό κατάντημα έφτασε. Καί τί λοιπόν συνέβηκε στους στρατιώτες μας, πού τόσο τούς κλαιτε; Τό κακό πάθημα του ναυτικού μας έφερε καί στό πεζικό τόν όλεθρο. "Ατοσσα Κ ι ήταν τόσος ό όλεθρος, ώστε χάθηκε στόν πόλεμο ένας όλόκληρος λαός; I Τόσος, πού άπ την αιτία τούτη, όλόκληρη ή πολιτεία τών Σούσων θρηνεί τώρα την έρήμωσή της άπ τούς άντρες. Δαρείος "Ατοσσα Αλλοίμονο στοΰ στρατού μας την τόση δύναμη καί την έτοιμασία! Καί τών Βακτρίων ό λαός έπαθε πανωλεθρία καί δέν είναι τίποτε γερόντια αύτοί (μά δλοι τους νέοι). 54. Τ ι ς δαιμόνων συνήψατο γνώμη, ς. Διφορούμενη σημασία καί για τό σχέδιον τής ζεύξεως του Ελλησπόντου καί για τήν καταστροφή τού Εέρξου.
114 11 Δαρείος «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ό δόλιος δ λαός! Τι παλικάρια Αλήθεια, σύμμαχούς μας, έχασεν έτσι! "Α τοσσα KC 6 Ξέρξης, λένε, μόνος του, έρμος καί μέ λίγους συντρόφους,.,55 - Δ αρείος Πώς λοιπδν καί που κατάντησε; Είδε κάποια σωτηρία; "Α τοσσα Δ αρείος Τυχερός! Τ ά κατάφερε νά φθάση στδ γιοφύρι πού ζώνει τές δυδ στεριές. Ά τοσοα Δ αρείος Καί πώς στην χώρα μας έδώ εφθασε καί σώθηκε, αύτδ είναι άληθινό; Ναι, Υ πάρχει πληροφορία άκριβής, δσο για τούτο, δέν υπάρχει Αμφιβολία. Αλλοίμονο! Πολύ γλήγορα ήρθε επαλήθευση των χρησμών (πού άπέτρεπαν την έκστρατεία στην Ε λ λ ά δ α ). Καί πάνω στη ράχη του παιδιού μου δ Δίας ξέσπασε τούς κεραυνούς του, πραγματοποιώντας τές προφητείες του. Κ ι έγώ, δ Ανόητος, θαρρούσα πώς θά περνούσαν χρόνια, ώσπου οϊ θεοί νά τές έκτελέσουν. Μά, δταν κάποιος άπδ μόνος του τρέχη στδν χαμό του κι δ θεδς τόν συνοδεύει56. Τώρα πηγή κακών άέναη φαίνεται πώς Ανάβρυσε γιά δλους τούς δικούς μας. Ό γιός μου δίχως νά προαισθάνεται τίποτε κακό Ικανέ αυτό τό κατόρθωμα μέ τό θράσος τής νειότης του! Αύτός, πού ήλπισε δούλο του σαν μέσα σέ δεσμό νά κρατήση τόν Ιερόν Ελλήσποντο, τοΰ θεϊκού Βοσπόρου τό ρέμμα, καί κοίταζε νά φτιάξη διάβα, καί μέ αλυσίδες σφυροκοπημένες δένοντας τό στενό, δρόμο πολύ στόν άπειρο στρατό του έτοίμασε! Θνητός αύτός, φαντάσθηκε μέ την ύπεροψία του, πώς θά νικήση δλους τούς θεούς καί τόν Ποσειδώνα Ακόμη. Μπορεί ν άρνηθή πώς τό παιδί μου μ αυτά τά έργα δέν είχε Αρρώστεια στά μυαλά του; Φοβάμαι, Αλήθεια, μήπως δ τόσος πλούτος, πού μέ δικά μου κόπια τόν Απόχτησα, εόκολοάρπαχτος γίνη τού πρώτου τυχόντος. "Α τοσσα Αύτά τά γράμματα έμαθε δ πολεμόχαρος Ξέρξης κάνοντας συντροφιά μ5 έπί- 55. Ό άγγελος παραλείπει νά πη οτι εφθασε μετά άπό κόπους στην γέφυρα του Ε λλη σπόντου. Τόν στίχον αύτόν τόν συμπληρώνει μετά την διακοπήν τοΰ Δαρειου. 56. 'Τπήρχε χρησμός πού άπέτρεπε την εκστρατείαν στην Ελλάδα. (Ή ροδ. 9, 42). Παρόμοια παροιμία προς τήν τοΰ Αισχύλου είς άπόσπ. Εύριπ, (τφ γαρ πονοΰντι καί Θεός συλλαμβάνει).
115 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 13 βουλους άνθριυπους* τού λέγανε πώς ενώ έσύ μέ τές λόγχες σου απόχτησες μέγα πλούτο για τά παιδιά σου, αυτός κάνει πόλεμο στο σπίτι του κλεισμένος, άπραχτος, άπό ανανδρία, δίχως νά κοιτάζη την πατρική εύημερία νά την αύγατίση. Τέτοιες προσβολές ακούοντας πολλές φορές από άνδρες κακόπιστους έπήρε τέτοια απόφαση για το ξεκίνημα καί την έκστρατεία ένάντια στην Ε λλάδα. Δαρείος Ά πό τούτους, αλήθεια, γίνηκε τό μεγαλώτατο αυτό κακό, τό αλησμόνητο, τέτοιο πού ουδέποτε μέχρι τιυρα έπεσε στην πολιτεία των Σούσων και τόσο τη ρήμαξε, άφ δτου 6 βασιλιάς Δίας αυτό τό προνόμιο έδωκε, νά κυβερνάη όηλ. ένας άντρας δλη την Ασία τήν πολυπρόβατη, κρατώντας στο χέρι του σκήπτρο κραταιό. Ό Μήδος, δπως ξέρετε, ήταν 6 πρώτος πολέμαρχος και τό έργο του μετά απ αυτόν ό γιός του συμπλήρο^σε, γιατί τά αίσθήματά του ή φρόνηση τά κυβερνούσε. Τρίτος μετά άπό τούτον ό Κύρος, πανευτυχής άνθρωπος έπήρε τήν άρχή καί τήν ειρήνην χάρισε στά αδελφικά έθνη, κατόπιν κατάχτησε τούς λαούς των Λυδών καί των Φρύγων καί μέ τή δύναμή του σάρωσε δλη τήν Ιωνία, κι ό Θεός ποτέ δέν τόν έχθρεύθηκε, τί ήταν πολύ μυαλυιμένος. Κι* 6 γιός τού Κύρου, τέταρτος αυτός, τόν στρατό έπιδέξια κυβέρνησε. Πέμπτος βασιλιάς ήταν ό Σμέρδις, αίσχος γιά τήν πατρίδα καί τόν άρχαιο θρόνο των Περσών. Μά τούτον μέ δόλο 6 γενναίος Άρταφέρνης μές στό παλάτι σκότωσε μαζί μέ άλλους άντρες φίλους του, πού είχαν όρκισθή τό χρέος τούτο νά έκτελέσουν57. Καί σέ μένα, στό τέλος, έπεσεν ό κλήρος τής αυτοκρατορίας, ακριβώς δπως τό έπιθυμούσα καί έκστρατεΐες πολλές έπιχείρησα μέ στρατό πολύ, πότες μου δμως δέν έκαμα τόσο μεγάλο κακό στό ντόπο μου. Μά ό γιός μου Ξέρξης, νέος' όντας, νέες ιδέες έχει καί τές δικές μου έντολές δέν θυμάται. Εσείς, τό ξέρετε καλά, χα>ρίς αμφιβολία, συνομήλικοί μου, πώς δλοι έμείς πού είχαμε στά χέρια μας τούτη τήν αύτοκρατορία δέν φανήκαμε ποτέ νά πράξαμε στήν χώρα μας τόσα κακά. Κορυφαίος.Καί. λοιπόν τί; Σέ ποιό συμπέρασμα, βασιλιά Δαρείε, θέλεις νά καταλήξης μέ τά λόγια σου; Πώς υστέρα άπό τούτα θά μπορέσουμε στό έξής νά κάνουμε τόν Περσικόν λαόν νά βρή τήν εύτυχία του; Δαρείος *Αν δέν έκστρατεύσετε άλλη φορά στήν γή τών Ελλήνων, κι άν άκόμα δ στρατός τών Μήδων είναι πλειότερος, γιατί ή ίδια ή γή είναι συμμαχητής έκείνιυν. 57. Ή χρονολογική σειρά, χονδρικώς, τών Μήδον καί Περσών βασιλείαν είναι ή ακόλουθη: Αστυάγης Μήδος είναι ό τελευταίος βασιλιάς τών Μήδον. Τούτον έξεθρόνισε Κύρος ό Λ' Καμθρύσης Λ' Κύρος Η ' ό μέγας βασιλεύς τοΰ Έλάμ, Π ε ρ σίας, Μηδίας κ.λ.π. Καμθύσης Β ' , ό καταχτητής τής Αίγύπτου. Σμέρδις ό μάγος Γαουμάτα. Δαρείος ό 'Τστάσπης Δυναστεία *Αχαιμενιδών. Τόν άρπαγα τοΰ Περσικού θρόνου ό Ήρόδ. 3, 61 ονομάζει Σμέοδιν, Μάρδον ό Αισχύλος. ΤΗταν μάγος άπό τήν Μηδίαν Γαυμάτας ή Κομήτης, ό όποιος εμφανίσθηκε σαν αδελφός τάχα τοΰ φονευθέντος Καμθύσου Β ' (Ίουστ. \ } 9). Τά σχετικά μέ τήν συνομοσίαν τών επτά εύγενών καί τής άναλήψεος τοΰ Περσικού θρόνου άπό τόν Δαρείον, ιδρυτήν τής Δυναστείας τών Άχαιμενιδών (Χαχαμανίχ) άναφέρει ό 'Ηρόδοτος 3, 7.
116 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Κορυφαίος Δαρείος Πώς τβπες αυτό; Μέ ποιό δηλαδή τρόπο συμπολεμάει; Σκοτώνοντας μέ πείνα, τά ατέλειωτα πλήθη των στρατιωτών μας. Κορυφαίος Δαρείος Τότε θά κινήσουμε από δώ στρατό διαλεχτό καί Ιλαφρά ώπλισμένο58. Κ ι δμως ούτε κι ό στρατός αυτός ποδμεινε στά έλληνικά έδάφη θά τά καταφέρη νά γλυτώση καί νά γυρίση στην πατρίδα. Κορυφαίος Πώς είπες; Δεν άφησε, λοιπόν, δλος ό στρατός των βαρβάρων την Εύρώπη περνώντας τόν πορθμόν τής "Ελλης; Δαρείος Ό χ ι, από τές χιλιάδες λίγοι γλύτωσαν, άν πρέπει νά πιστεύσουμε στές προφητείες τών Θεών, ρίχνοτας τη ματιά μας σ αύτά πού ώς τώρα βγήκαν άληθινά. Γιατί δέν πραγματοποιήθηκεν από τών Θεών τά λόγια μόνον ένα μέρος καί άλλο όχι. ΚΓ άν έχουν έτσι τά πράγματα, βέβαια δ Ξέρξης, άφησεν έκεί πλήθος διαλεχτό στρατού, πιστεύοντας σέ κούφιες έλπίδες. Καί μένουν οι στρατιώτες μας έκεί, δπου δ Ασωπός ποτίζει μέ τά τρεχούμενα νερά του τόν κάμπο, έκτακτο λίπασμα στη χώρα τών Βοιωτών. Καί τούς περιμένουν αύτοϋ νά πάθουν χειρότερα κακά, γιά τήν περηφάνεια τους ποινή καί τά άθεα φρονήματά τους, αύτοί πού φθάνοντας στήν Ελλάδα δέν ντράπηκαν καθόλου καί τά άγάλματα τών Θεών νά συλήσουν καί τούς ναούς νά κάψουν, αύτοί καί τούς βωμούς αφάνισαν καί τών Θεών τά προσκυνητάρια άπό τά θεμέλια κατάστρεψαν καί άναποδογύρισαν. Γιά δλα τους αύτά τά άνοσιουργήματα παθαίνουν δχι λιγώτερα κακά κι άλλα άκόμα τούς περιμένουν καί δέν φθάσανε άκόμα στον πάτο του καζανιού, μά κι άλλα άκόμη κακά τούς μαγειρεύονται59. Γιατί τό ματοζυμωμένο πρόσφορο, πού θά δοκιμάση δ στρατός-μας στήν Πλαταϊκή γή άπ τή Δωρική λόγχη, θάναι πολύ πικρό. Καί τών νεκρών οΐ θημωνιές μέχρι τρίτης γενεάς θά μένουν άφωνα σημάδια στά μάτια τών θνητών, πώς δέν πρέπει ποτέ δ άνθρωπος πάρα πολύ ν αλαζονεύεται Ά λ λ ε υ σ τ α λ ή τοιλεπτόν ά ρ ο ΰ μ ε ν στόλον. Δέν χρειάζεται στρατός πολυάριθμος γιά τήν νέαν εκστρατείαν, λέγει ό Κορυφαίος, πού θά κινδύνευε άπό λιμόν στήν πορείαν του, αλλά ολιγάριθμος καλός γυμνασμένος καί ευκίνητος. 59. Τό οικοδόμημα τών δεινών του έν Πλαταιαίς Περσικού στρατού δέν φθάνει μόνον ώς τό κρηπίδο>μα αλλά διαρκώς υψώνεται. Ή Γαλλική άπόδοσις. Ή δίκιά μου εικόνα. Τό πιθάρι τών δεινών του Περσικού στρατού δέν εξαντλήθηκε άκόμα, κι* άλλα τού μαγειρεύονται.
117 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 115 ]\ατί ή ύβρις πετάει άνθη καί τοοτα. υστέρα δίνουν ώς καρπό τό στάχυ της δυστυχίας καί μετά απ' αυτόν πολυδάκρυτος θερισμός ακολουθεί. Βλέποντας ποιά είναι τα έπιτίμια αυτών των έργων, μη ξεχνάτε ποτέ τάς Αθήνας καί την Ε λ λ ά δα καί κανένας σας μή περιφρόνηση την τωρινή του τύχη καί άλλα άγαθά κοιτάξη να βρή, γιατί δλη του, τότες, ή τρανή καλοπέραση θά χυθή στην θάλασσα. Ό Δίας βαρύς καί άλύγιστος τιμωρός κάθε άμετρης άλαζονείας θά πέση πάνω του. Γιά τούτο πρέπει σείς, τόν γιό μου, νά τόν νουθετήτε γιατί είναι άμυαλος μέ σοφές συμβουλές καί νά πάψη μέ άναίδεια καί θράσος νά τά βάζη μέ τούς θεούς61. Καί σύ προσφιλής, σεβαστή μητέρα του Ξέρξη, γύρισε στά δωμάτιά σου καί κεί νά πάρης τές πιο φανταχτερές φορεσιές καί νά πας σέ άντάμωση τοΰ παιδιού σου. Γιατί δλα του τά δμορφοβαμμένα φορέματα του κορμιού του γίνηκαν ξεφτίδια καί κλωστές από τήν μεγάλη του λύπη62. Καί τόν ίδιον κοίταξε νά του γλυκάνης τή λύπη μέ τά καλά σου λόγια. Γιατί, ξέρω, σένα μονάχα θά δεχθή ν άκούση. Καί γώ τώρα ξαναγυρνάω στά σκοτάδια κάτο) τής γης. Καί σείς, σεβάσμιοι γέροντες, χαίρετε καί κοιτάζετε νά δίνετε στήν ψυχή σας καί μέσα στές δυστυχίες άκόμα, κάθε μέρα μιά χαρά, γιατί γιά τούς πεθαμένους σέ τίποτε τά πλούτη δέν φελάνε. Τό εΐδωλον τοϋ Δαρείου έζαφανίζεται. Ακολουθεί μακρά σιωπή. Κορυφαίος Ά χ! Πόσο ή ψυχή μου πόνεσε άκούοντας πόσα παθήματα οί βάρβαροι τράβηξαν ώς τώρα κγ άκόμα θά περάσουν. Ά τοσσα 7Ω τύχη μου! Τι πόνοι, άπό τά τόσα μου δεινά, τήν ψυχή μου βάρεσαν! Μά άπ ολα μέ δαγκάνει πιο πολύ τούτ ή συμφορά, άκούοντας τοΰ γιου μου τήν ντροπή, δπου τό κορμί του κουρέλια φορεσιάς σκεπάζουν. "Ομως φεύγω καί στολήν ωραία άπό τό παλάτι παίρνοντας θά τρέξω τό γιό μου ν άνταμώσω. Τό πιό άγα- πημένο πρόσωπο μές στές άτυχίες του δέν θά τό προδώσω. ΕΞ ΕΡΧ ΕΤΑ Ι. Στρ. α ' Χορός ΣΤΑΣΙΜΩΝ Ε. ναχ! Πο>, πώ, άλήθεια τί μεγάλη ευτυχισμένη, εύνομουμένη ζο)ή έμείς άπολαύσαμε δσο καιρό ό γερό βασιλιάς Δαρείος, 6 πανίσχυρος, ό άγαθός μαζί κγ άνδρείος, είχε τήν άρχή τής χώρας, πού όμοιος ήταν μέ τούς θεούς ΙΊέλανος ζύμη, άρτος θρησκευτικός, τελετουργικός, θυσία στους Θεούς. Ανάλογη θυ σία είναι τά προσφόρια, οί λειτουργίες, πού στέλνουμε στον ιερέα στήν ονομαστική μας γιορτή οί Χριστιανοί ή στά μνημόσυνα των νεκρών. Τά άζυμα, οί ματσές των Έθραύον στήν γιορτή τους τό ΙΤάσχα, λένε ανόητα πώς ζυμώνονταν μέ αίμα παιδιού.
118 11 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε ΣΤΙΑ * Ά ντιστρ. α ' Καί πρώτα μέν έμείς εκστρατείες ένδοξες κάναμε καί τές πόλεις κυριεύαμε χρησιμοποιώντας πάντα πολιορκητικούς πύργους. Κι* Απ τούς πολέμους χωρίς Α πώλειες καί ζημιές ευτυχισμένοι πάλι στα σπίτια μας γυρνούσαμε Στρ. β ' στιχ Καί πόσες πόλεις κυρίευσε χωρίς κάν νά διαβή τό ρέμμα του "Αλυος ποταμού, χωρίς ούτε νά κουνηθη άπ3 τόν τόπο του! Νά, έτσι, πήρε δσες πόλεις βρίσκονται κοντά στόν κόλπο τού Στρυμόνα καί γειτονιά είναι στά χωριά της ΘράκηςΜ. Ά ντιστρ. 2 στιχ Καί πόσες άλλες, έξω άπό τό πέλαγος τούτο, άπ3 τη στεριά μέ τείχη ώχυρωμένες, προσκυνούσαν, σάν υπήκοοι, τόν βασιλιά μας κείνον! Kt* δσες στής "Ελλης τόν πλατύ πορθμό λέγονται καί στό βαθύ τής Προποντίδας κόλπο καί στδ στόμα τού Πόντου, κ ι9 αύτές σ αύτόν ύπάκουαν 65. Στρ. 3 στιχ Καί κείνα τά νησιά πού κοντά στό Ακρωτήριο κυματόζωστα βρίσκονται καί στην Ασιατική γή τη δική μας άκουμπάνε, δπως ή Λέσβος, ή λιόφυτη Σάμος, ή Χίος, ή Πάρος, ή Νάξος, ή Μύκονος καί τέλος ή "Ανδρος κι ή γειτόνισσά της ή Τήνος, (δλα του Βασιλιά μας ήταν κτήσεις). Ά ντιστρ. 3 στιχ Κύριος έγινεν Ακόμη πάνω στά νησιά πού μεσοπέλαγα κι Ανάμεσα στές δύο στεριές βρίσκονται, στη Λήμνο, τήν Ίκαρο, τή Ρόδο, τήν~ Κίδνο καί στές πόλεις 61. *0 Δαρεΐος είχε δώσει διαταγή στό κάθε του γιόμα ένας δούλος νά τού επαναλαμβάνω τρεις φορές: «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων». (Ήρόδ. V, 105). 62. 'Ο Σχολ. υπό τής θλίψεως διέρρηξε τά ίμάτια αύτοΰ. 63. Τό κείμενο καί ή μετάφραση του χωρίου πολύ Αμφίβολον. "Αλλη γραφή «Π ο λ ί σ μ α- τ α π ύ ρ γ ι ν α π ά ν τ έ π έ ρ θ ο μ ε ν». *0 καθηγητής κ. I. Κακριδής δέχεται - τό κείμενον «νομίσματα πύργινα πάντ έπέρθομεν» τής Γαλλικής έκδόσεως. *0 Γάλλος έκδοτης M AJON σημειώνει: 01 Πέρσαι ήσαν συνηθισμένοι νά κάμουν πάντοτε εκστρατείες στεριανές με πολιορκητικές μηχανές, πύργους, παίρνανε τές πόλεις. Και οί έπιτυχίες των Περσών ήσαν πάντα βέβαιες. *0 ίδιος ό Δαρεΐος τές διηύθυνε. Ή πλάνη τού Ξέρξου είναι οτι άρνήθηκε νά χρησιμοποίηση τά παλαιά μέσα τού πολέμου, διηύθυνε δ ίδιος τούς στρατούς του πέραν των θαλασσών καί έπαιξε τήν τύχην του σ ένα ναυτικό αγώνα στην Σαλαμίνα. 64. Ό Ά λ υ ς ποταμός είναι τό φυσικό σύνορο μεταξύ τοϋ κράτους των Μήδων καί τής Λυδίας. Στις εκβολές τού Στρυμόνος είχαν έγκατασταθή οί Αθηναίοι μέ τις νίκες του Κίμωνος. 65. Τό Βυζάντιον, ή Χαλκηδών κγ όλες οί Ελληνικές πόλεις καί Αποικίες πού έκειντο μέχρι των έκβολών του Ελλησπόντου ήσαν στά 500 π.χ. υπήκοοι του Μεγάλου Βασίλειος.
119 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 17 τές Κυπριακές, τήν Πάφο, τούς Σόλους καί τήν Κυπριώτικη Σαλαμίνα, της δποίας ή σημερινή μητρόπολις στάθηκε yta μιας αίτια τόσων συμφορών66.» Ε πω δός Καί μέ τη σύνεσή του πάλι τές πλούσιες στην Ιωνία πόλεις, τές πολυάνθρωπες κτήσεις των Ελλήνων, έπήρε στην έξουσία του. Κι* άδάμαστη είχαν άνδρεία οί πολεμόχαροί του άνδρες καί τά σώματα των βοηθητικών, πού μάζεψε από κάθε γωνιά τής γης. Μά τώρα, δίχως άλλο, ό Θεός μάς γύρισε τές πλάτες καί του πολέμου τά δεινά ύποφέρουμε τσακισμένοι άπό τές μεγάλες του πελάου χτυπησιές 67. "Ενα τετράτροχον άρμα, φέροντας τήν βασιλικό σημαία, χρυσό άετό άνάγλυφον πάνω σέ πέλτη, μπαίνει στήν Ορχήστρα, ό Ξέρξης άργό κατε- βαίνει άπ αύτό καί κλονιζόμενος, κάμνει μερικά βήματα πρός τόν Χορόν. "Εξοδος α ' μέρος στισ Μελοδραματικά ( Χορός νωχ! ώ δύστυχος, έγώ! Τί μαύρη τύχη ήταν αύτή, κι* άναπάντεχη, πού στό κεφάλι μοδπεσε! Πόσο σκληρά ό κακός δαίμονας ρίχτηκε πάνω στό Περσικό γένος! Τί θ άπογίνω ό ταλαίπωρος; Νοιώθω πώς μου κόπηκαν τά γόνατα καθώς άντικρύζω τούτους δώ τούς ήλικιωμένους γέρους. *Άχ! άμποτε κι* έμένα μαζί μέ τούς άντρες μου τούς χαμένους ή μοίρα του θανάτου νά μ* είχε σκεπάσει. Κορυφαίος * Αλλοίμονο, βασιλιά μου, τοΰ ανδρείου μας στρατού! Κι* αλλοίμονο τής τσακισμένης μεγάλης Περσικής δύναμης! Άλλοι καί του άνθους τών πολεμιστών, πού σήμερα τό δρεπάνι τής μαύρης τύχης θέρισε! Μέ άργό καί βαρύ τόνο. Χορός. Εξόδου β ' μέρος Κι* ή Γή μοιρολογάει του τόπου μας τά νειάτα πού έξ αιτίας τού Ξέρξη χάθηκαν, γεμίζοντας τή βάρκα του Χάρου Πέρσες. Τη στράτα πήρανε του 'Ά δη άντρες πολλοί, ό άνθός τής χώρας, του τόξου αριστοτέχνες, χιλιάδες καί μυριάδες είν* οί σκοτωμένοι. Ά λιά κι* αλλοίμονο στα γενναία' παλικάρια. Καί ή Άσία, βασιλιά τής χώρας τούτης, γονάτι, οίκτρά κάτο) στό χώμα. 66. Γ>7. Ή Μικρά 'Ασία παριστάνεται άπό τον Αισχύλον σαν ένα γιγάντων Ακρωτήριο, δπου κοντά του Ακουμβάνε, Λέσβος, Σάμος κλπ. Ανάμεσα άπό τές δύο άκτές, Ασίας καί Εύρώπης κεΐνται τά νησιά Λήμνος, Κνίδος, Ικαρία, Ρόδος, Πάφος, Σόλοι καί Κυπριώτι κη Σαλαμίς. Ή Σαλαμίς αύτή, κατά τήν παράδοσιν, κτίσθηκε άπό τόν Τεύκρον, τόν Αδελφό τού ΑΤαντος. Ή πολιτική τού Δαρείου απέναντι τών Ίιυνων ήταν εύκαμπτη καί συνετή. Γι αύτό τό φιλοπερσικό κόμμα είχε πιάσει ρίζες γερές. Πλοία πολεμικά τών Ίώνιυν συνεπολέμησοιν στήν Σαλαμίνα στό πλευρό τών Περσών.
120 1 1 8 Α Λ Λ Α Α Λ Λ Λ Λ Λ Λ ^ ν \ Λ ^ ν ν \ ^ ν ν ν ν ν ν ν Ν Λ Α Λ / «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ξ έρξης στρ. 1 στιχ Νά, έγώ δ ίδιος, άλλοίμονο, γιά κλάμματα καί θρήνους γεννήθηκα, γιά δυστυχία τής γενιάς μου καί τής πατρίδας. Χορός Τού γυρισμού σου χαιρετισμό, κακόφωνη βουή κι άχλαλοή θρηνητική θά πω, καί σαν τόν Μαρυανδό, τόν μοιρολόγο, πολυδάκρυτο θά άπευθύνο) θρήνο68 *. Ξ έρξης Άντιστρ. 1 στιχ Μπήξετε θρήνο Απελπισίας ως τά ούράνια, στρίγγλικα φιονάξτε. Ή τύχη μου πιά στράφηκε σκληρή έναντίον μου. Χορός Μέ τή σειρά μου κ ι' έγώ πάγκλαυστο θρήνο θά σηκώσο) τιμώντας έτσι, καθώς τούς πρέπει, τά Ανήκουστα παθήματα των πληροηιάτων των καραβιών, δπου τό πέλαγος βαρεία τά χτύπησε. Μοιρολογίστρα θά γενώ τής πόλεως καί μιας γενιάς. Καί πολύκλαυστο Αλλη μιά φορά βογγητδ θά σηκώσω. Στρ. 2 στιχ Γιατί δ Ά ρης των Ίώνων μας τούς Αρπαξε, ό ναυμάχος των Ίώνων *Αρης έκρινε γιά τό πεπρωμένο τους, σύμμαχός τους ατά καράβια Ισχυρός, θερίζοντας τους πάνω στήν θάλασσα τήν θεοσκότεινη καί στή καταραμένη Ακτή ω. Χορός Ώ ϊμέ, Αλλοίμονο! Φώναξε καί πές τα μου δλα νά τά μάθω. Κείνο τό πλήθος τό Αλλο των δικών μας πού βρίσκεται; καί πού είναι οί στενώτεροί σου βοηθοί; νά δπο>ς δ Φαρανδάκης, δ Σούσας, δ Πελάγων, δ Δοτάμας, κι' δ Άγδαβάτας, δ Ψάμμις, δ Σουσισκάνης Από τά Έ κβάτανα;70 Ξ έρξης Έ κεΐ τούς παράτησα, χάθηκαν. Γκρεμισμένοι Από Τυριακό πλοίο σιμά στις Ακτές τής Σαλαμίνας, χτυπάνε τά κορμιά τους πάνο) στά αιχμηρά βράχια ΜαρυανδηνοΙ ήσαν φυλή τής Βιθυνίας.,0 Θεός προς τιμήν του όποιου Απευθύνονταν οί παράφοροι θρήνοι των Μαρυανδηνών όνομαζόταν Βόρμος. *0 άρχαΐος Σχολιαστής γράφει : «Μ αρυανδηνο! άκμή θέρους έθρήνουν τόν 6έ Μ α- ρυανδηνόν αύξήσαι μάλιστα τήν θρηνητικήν α υ λ (» δ Cαν». 09. Ή όρμητικότης ή πολεμική των Αθηναίων ναυτών εδώσε τήν νίκην στους ^Έλληνας στήν Σαλαμίνα. Τοΰτο επαναλαμβάνεται καί στους στίχους 1026 κ.έ. 70. Τά όνόματα των ΙΤερσών πολεμάρχων φαίνεται πώς είναι πλαστά. Τό σημειώνει ό Αρχαίος Σχολιαστής. Ισως δμως μερικά από αυτά νάναι δηλωτικά εθνικότατος. Ασφαλώς τά όνόματα των κυριωτερων πολεμάρχων τοϋ ΙΓερσικοϋ στρατού θά ήσαν γνιοστά στους Αθηναίους στά 480, 479, 478 από Τωνες λιποτάκτες* είναι όμως μεταπλασμένα επί τό Έλληνικώτερον.?
121 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 19 Χορός Ώϊμέ! Καί που είναι δ φίλος σου δ Φαρνούχος κι δ πολύτιμος Άριόμαρδος; Καί ποΰ είναι δ Βασιλιάς Σευάκης κι δ Αίλαιος δ ευπατρίδης, δ Μέμφις, δ Θάρυβις κι δ Μασίστρας κι δ Άρτεμβάρης κγ δ Τσταίχμας; Γ ι αυτούς.σε ρυιτάω, απάντησε μου. Ξέρζης νωχ, ώχ, δυστυχία μου! Μια ματιά μόνο ρίξανε στις πανάρχαιες, στις μισητές Άθηνες, κι δλοι τους, ύστερα, μονομιάς, με Ινα χτύπημα δχού, δχού! νά τους οί δύστυχοι σπαρταρούν πάνω στην στεριά 71. Χορός Λύτου άραγε άφησες, τον πιστόν σου έπόπτην, πού τόσο άγαπητός σου ήταν, τον ναλπιστον, τον γιο τού Βοτανώχου, πού κατά μυριάδες τδν Περσικό στρατό λογάριαζε καί τούς γιούς τού Σησάμα καί του Μεγαβάτη καί τόν Πάρθον καί τόν μέγα Όϊβάρη τούς άφησες, τούς άφησες έκει έρμους72. Ώ χ! Ώ χ! Κακόμοιροι! Τί μεγάλα κακά καί ύπέρκακα γιά τούς περήφανους ΙΙέρσες λες! Άντιστ. 3 Στιχ Ξέρζης Μαύρο πουλί συμφορών στην μνήμη μου φέρνεις συντρόφων γενναίοιν μέ λόγια φριχτά, φριχτά κγ αλησμόνητα. Φωνάζει, φωνάζει δυνατά μέσ τά σο)θικά ή μαύρη καρδιά μου Χορός "Ομως κγ άλλους ακόμα άποζητάμε, τόν Ξάνθιν αρχηγό μυριάδος καβαλλάρηδων Μάρδοιν καί τόν πολεμόχαρο Ά γχά ρη ν, τόν Διάϊξη καί τόν Άρσάμην, τούς 71. Έ π ί π ι τ ύ λ ο κυρίως όσο κρατάει μια μόνη κιοπηλασια. Έ ν ριπή όφθαλμού. Πίτυλος - κιοπηλασία καί ό ήχος τοΰ πληττομένου νερού από τό κουπί. 72. *0 Αισχύλος κάνει υπαινιγμόν στην άοίθμηση πού ό Ξέρξης έκαμε τοΰ στρατού του στην Θράκη καί πού έβγαζε σύνολον 170 μυριάδες ή άνδρών. (Ήρόδ. 7, 60). *0 Άλπιστος μάζε\με άνδρες πού τούς έκλεισε μέ μια τριχιά. Έπειτα έφτιαξε ένα ξύλινο κλοιό στα ίχνη τού τετραγώνου τής τριχιάς. Μέσα σ αυτόν έμπαζε κατά συνέχεια άλλη μια μυριάδα, την δεύτερη* έβγαζε αυτήν, έμπαζε άλλη μυριάδα, την τρίτη κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν ό πρωτόγονος αυτός υπολογιστής βρήκε τό σύνολον τοΰ Περσικού στρατού, μέσα στον όποιον λογαριάζονται καί τά βοηθητικά σοιματα. II ι σ τ ό ς ό φ 0 α λ- μ ό ς. Έτσι ονομάζει ό Ξενοφών (Κύοου Παιδεία, 8, 2, 11) τούς εμπίστους απεσταλμένους τού Μεγάλου Βασιλέως προς τές επαρχίες, οί όποιοι άπό κεί ύπέβαλλον τές εκθέσεις των. 71). 'Ί ν γ γ α μ ο ι έ σ 0 λ ώ ν έ τ ά ρ οι ν ύ π ο μ ι μ ν ή σ κ ε ι ς. Ίυγξ είναι ή σεισοπυγίς, ή σεισουράδα. Οί αρχαίοι έπίστευαν ότι έξ αιτίας των συνεχών κινήσεων τού λαιμού καί τής ούράς της ήταν μαγικό πουλί, πού προεμήνυε δυστυχήματα.
122 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» άρχηγούς του ιππικού. Καί τόν Δαδάκην καί τόν Λυθίμναν χαί τόν Τόλμον, άφθαστο στό νά ρίχνη τό κοντάρι. Πάνε, πάνε, τούς Ιθαψα καί δέν άκολουθοΰσαν τιμητικά στην ταφή τους άμαξες με σκηνές μέ τούς πολέμαρχους πάνω τους74. \ Στρ. 5 Στιχ Ζωηρά καί πολύ έντονα. - Πάνε δλοι τους, χαθήκαν του στρατού οΐ ήγέτες.. V ; Ε ξοδος Γ ' Μέρος Κομμός ". ι» Στρ. Α ' Στιχ Χορός.. Ξ έρζης Ω ιμ έ! Χαθήκαν καί τό όνομά τους Ισβησε. Χορός Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!. Πώ, Πώ! Αλλοίμονο. Άνεπάντεχο κακό οί Θεοί μας δώσανε. Ή *Ατη ποτέ της δέν Ιχει δή τόσο βαρύ κακό. Ά ντιστρ. 5 Στιχ Ξ έρζης Χορός Τό πλήγμα τής τύχης τούτο αιώνια θά νοιώθουμε. Ξ έρζης Π λήγμα βαρύ δεχτήκαμε είναι δλ.οφάνερο. Χορός Ναι, πλήγμα μέ νέα, νέα, δεινή συμφορά. Γιατί δώσαμε μάχη μέ τό ναυτικό τών Ίώνων κακότυχη. Κι έτσι λοιπόν τό έθνος των Περσών Ιχασε τόν πόλεμον. 74. ΟΙ Μάοδοι ήσαν μια φυλή περσική νομαδική (Ήροδ. 1, 125). Πίσω από την ταξειδιωτική άρμάμαξα των μεγιστάνων Περσων ακολουθούσε μια δλλη αμαξα ^ιέ σκηνή, τό χαρέμι καί κλίνη καί τούς υπηρέτες, οπού 6 ΓΤέρσης κλεινόταν, διεσχέδαζε ή κοιμόταν, όταν διέκοπτε τό ταξίδι του για νά ξαποστάση.,
123 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΧ ΤΙ A* 121 Χτρ. B' Χτιχ Ξέρξης ν Μήπως τό άρνοομαι; Χτυπιέμαι καί θρηνώ, πού' τόσο στρατό, ό άμοιρος, στε- Ρ ρήθηκα. Χορός Καί τί δέν χάθηκε; Κ ι9 ήταν μεγάλη ή Περσική δύναμη. Ξέρξης. '..Βλέπεις τούτα-τά λείψανα τού στρατού μου; (Δείχνει βωβά πρόσωπα, στρα- Ι τιώτες Πέρσες κουρελιασμένους).. Χορός Μ Βλέπω, Βλέπω! ' : Ξέρξης ' ' / - ; ; I! f Τούτη δώ τήν θήκην τών βελών. Χορός. " J : ψ ί Ξέρξης Τί λές; Τ ί είναι αύτό πού σώθηκε; ' Μ Να αύτύς ό θησαυρός τών βελών! (ειρωνικά) (Κρατάει τήν θήκη κι* Ινα, I f βέλος)... I f Χορός Πολύ έλάχιστά άπό τά τόσο πολλά έφόδιά σου. *ης Δέν είχαμε άπό κανένα βοήθεια. < Χορός IW Ό λαός τών Ίώνων δέν είναι φυγοπόλεμος. ί Ι Αντιστρ. Β' Χτιχ Είναι στήν μάχη όρμητικός. Τ ά μάτια μου άντίκρυσαν κακό άνέλπιστο.
124 / 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Χορός Ξέρξης Χορός Ξ έρξης Χορός Θέλεις νά πής για τήν υποχώρηση καί τδ τσάκισμα τοΰ στόλου σου; Κ ι Απδ τήν τόση συμφορά ξέσχισα τη στολή μου. Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Ναί άλλοίμονο καί τρις άλλοίμονό μου! Γιατί διπλή καί τριπλή είναι ή καταστροφή. Ξ έρξης Λύπες γιά μάς, μά των Ιχθρών μας χαρές. Χορός Ξ έρξης Χορός Καί τώρα οι δυνάμεις μας κολοβώθηκαν 75. Είμαι Απογοητευμένος κγ άπό τούς Ακολούθους μου. ΚΓ ούτε φίλους δέν εχεις. Τούς πήρε τού πελάγου ή συμφορά. Στρ. 3 Στιχ: Ξ έρξης Χορός Ξ έρξης Χορός Κλάψτε, κλάψτε γοερά γιά τό Ατύχημά μου καί δρόμο στά σπίτια σας. Άλλοίμονό μας! Άλλοίμονό μας! Τ ί καταστροφή! Τ ί καταστροφή! Μπήξετε τις φωνές στους πόνους μου ν Αντιλαλήσουν. Δώρο κακό (μοϋ ζητάς) γιά πράγματα κακά πάνω σ άλλα κακά. 75. Φιλέει γά<? δ Θεός τά ύπερέχοντα πάντα καλόνειν». (Ήροδ. 7, 10).
125 «ΗΠΕίΡίέΤΡΚΗ 'festlas Λ Λ Λ Α Λ Α ^ ν ν \ Λ Λ Λ Λ Λ Λ Λ / ν > Λ Λ Λ Λ Α Α Λ Λ Α Λ Α Λ ΐ 23 Ξέρξης θρηνήστε %αί τό δικό σας μοιρολόγι μέ τό δικό μου άνταμώστε το. Πωπώ, πωπώ, πωπώ! Χορός Πωπώ, πωπώ, πωπώ! Βαρεία είν ή συμφορά πού μάς βρήκε. Μά, ναί, τό άλ: λοίμονό σου στόν πόνο μου τό σμίγω. Στρ. Δ ' ;Στιχ ( Ξέρξης Χορός Τά στήθια χτυπάτε, χτυπάτε καί στενάξτε για χάρη μου. 1.. Πλημμύρισα* στα* δάκρυα καί βογγάω. Ξέρξης. *' Μπήξετε τις φωνές στό νπόνο μου ν άντιλαλήσουν. Χορός * Ξ έ ρ ξ η ς ^Βασιλιά *μοο,^άύτό^' βλέπεις φροντίζω. "» * -.! Θρηνήσετε καί τις φωνές σηκώστε. Πιόπώ, πωπώ, πωπώ! } Χορός Η- ί.%.' m Πωπώ, πωπώ, πωπώ!. -* Μ5 αύτό μου τό θρήνο θά σμίξη τό πλήγμα στή μαύρη μου σάρκα76. ]ΪΣ τ ρ. Δ ' Στιχ / ί?ξ έρζης i tr Καί σέ Μύσιο μοιρολόγι βαράτε τά στήθια σας77.!>χ ορός & "Αχ. Τ ί πόνος, τί πόνος! 7fi. Στις θρησκευτικές τελετές και στίς επιτάφιες οί Μουσουλμάνοι Πέρσες χτυπάνε τό κορ- 1 ί μί τους (όσπου νά μελάνιάση. Κάτι παρόμοιον είναι ό θρησκευτικός χορός των Δερβίσηδων. Χτυπάνε τά στήθεια τους, έκβάλλουν άναρθρες κραυγές καί πέφτουν λιπόθυμοι κάτω. j j ί β \ '77. 4t Οί Μυσοί καί οί Φρυγες είσί μάλιστα θρηνητικοί. Σχολ.
126 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΖΤ ΙΛ» Καή τ άσπρα σας γένεια για μένα ξερριζώστε. Χορός Δυνατά, δυνατά καί θρηνώντας τό πράττουμε. Ξέρξης Μπήξετε δυνατό βογγητό.. Χορός Κι αυτό θά τό κάνουμε. Ξέρξης Δυνατά μέ τά χέρια κομματιάστε τό ροοχο πάνω στόν κόρφο σας. Χορός * Τί καϋμός! Ή καϋμός! Ξέρξης Τά μαλλιά τής κεφαλής σας τραβώντας μοιρολόγι όψώστε πικρό τοο στρατοδ. Χορός Δυνατά καί μέ βιά τά μαδάμε θρηνώντας. Ξέρξης Τά μάτια σας νά μουσκέψουν στά δάκρυα. Χορός Βροχή τά δάκρυά μου τρέχουν. Ξέρξης Βαριά τώρα βογγάτε, στά σωθικά μου νά γίνη άντίλαλος. Χορός Αλιά κι άλλοίμονο!! Ξέρξης Μ όδυρμοός στά σπίτια γυρίστε.
127 Χορός Ηέρζης Χορός "Ωχ! "Ωχ! > Αλλοίμονο τώρα στην πολιτεία μας! Αλλοίμονο! Ναί, ναί, Αλλοίμονο! Εέρζης 3 * Αργά καί σεμνά περπατώντας θρηνείτε7β. Χορός Ξέρζης Χορός Αλλοίμονο, Περσία πατρίδα μου. Τδ χώμα σου πικραμένος πατώ. "Αχ! "Αχ! σείς πού στά τρίσκαρμα πλοία χαθήκατε! Μέ μοιρολόγια καί βογγητά σέ ξεπροβοδαμε. # *0 Χορός έξέρχεται ξωπίσω Από τόν Βασιλέα. ΤΕΛΟΣ «Ο θρήνος τοθ έξερχόμενου χορού των γερόντων συνοδεύεται μέ κινήσεις χορευτικές &- 0ρές, πένθιμες, δχι πολεμικές καί βήμα έπίσημο Αργούς Ανάπαιστους.
128 PASKAL GILEVSKI* ΑΝΑΜ ΝΗΣΗ ΑΠΟ M IA AYAH Ή αυλή ήταν φωτισμένη και ήσυχη καί τά παράθυρα του χτιρίου, δπου μπήκα τυχαία καί κατά λάθος, μονάχος, σκεπτικός, σά νά ύπόφερα. *** "Ηταν κα?ωκαιριάτικο απόγευμα, ή ηλιοβασίλεμα, στιγμή ανάπαυσης καί κάποιου κουρασμου, δταν δλα είναι σαν ανάμνηση μακρινή, πού γυρίζει κάποτε μονάχη. ** * Στεκόμουν εκεί κοκκαλιασμένος, ξαφνισμένος, καί για μια τέτοια αυλή θυμήθηκα πού τήν είδα κάποτε. Καί αλαφιάστηκα. *** Ή ξερα πώς κανένας δεν μ είχε νιώσει, μά πάλι αλαφιάστηκα. Γιατί είδα, κατάλαβα: πώς κάτι παλιό, πού έφυγε, ξαναγύρισε. * 'Έ νας άνεμος από.κάπου μπήκε, κρυφά, μονάχος, αλλά κινητός καί αλαφρός, φύλλο χαρτιού έσκυψε νά σηκώσει καί σκόνη. Σ ά ν τό φθινόπωρο. ** * Πετάχτηκε τό φύλλο, πετάχτηκε σάν φτερό, άντιλαμπή πέταξε παντού, φέγγισε, λάμπρυσε, σάν λευκός καθρέφτης. Φύλλο μου, δικό μου, ξένο. Ανάμνησή μου, τραγούδι μου. *** Παντοτεινή τρεμούλα, πτήση καί πόνος παντοτεινός, δεν θά καείς καμιά φορά, δεν θά σβήσεις; Τ ί δύναμη σέ κρατάει, τί χέρι; * Έβλεπα: πετάει, κυματίζει, μεγαλώνει. Καί, ώ, αλαφιάστηκα. Γιατί ένιωσα, κατάλαβα πώς κάτι παλιό, πού έφυγε, ξαναγύρισε. Κ Α Π Ο ΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΡΕΜΟΥΝ Σ Τ Η ΣΥ Ν ΕΙΛ Η ΣΗ ΜΟΥ 5. i -». ό ;: Κάποια φύλλα τρέμουν στη συνείδησή μου, φύλλα φωτισμένα, φύλλα τρυφερά, απάνω τους ό ουρανός κι* από κάτω τά.. χ ο ρ τ ά ρ ι α, t μια εικόνα χλωμή, μοναδική καί συχνή.. ft ί :*! $1. β' ί ΐ 4 'Α:
129 Ή μια μεριά είναι φωτισμένη, ή άλλη σκοτεινή, ή μια είναι νύχτα, ή άλλη μέρα είναι, καί γυροβολεί τό φύλλο κοντά μου, σιγά σιγά σάν μιά μικρή γή. Ανάμεσα στά φύλλα ένα μικρό παιδί, στέκεται σαστισμένο καί χλωμό, πάνω από τό κεφάλι του κρέμεται ό αέρας. Ό αέρας ανακατεύει τής ανάμνησης τή σειρά καί σφουγγίζει δλους τούς παλιούς τούς τόπους, κάποια φύλλα τρέμουν στη συνείδησή μου. * Τά ποιήματα του GILEVS ΚΙ είναι γραμμένα, άπ* τον ίδιον, στά ελληνικά. VINCENZO MASCARO Μετάφραση: ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΦΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Κατεβαίνει τό καλοκαίρι απ την Πάρνηθα πάνω στις άκρες καί κοκκινίζει τά χωράφια. Χρυσός είναι τό στάχυ κοράλλια τά δόντια των όροπέδιων πού περιβάλλονται από όρεινές αλυσίδες. Πρόσωπο τού έλληικού καλοκαιριού μέ την πλατιά χλαμύδα σέ γκρεμνούς συνεστραμμένο ή σέ αγριελιές γυμνή γλύκα τής εξορίας τό βράδυ. Μέσ στό φως σου έλευθερώνονται οί θλίψεις. ΠΟΡΟΣ Πόρε, παρηγοριά μας είσαι πενιχρής Κυριακής, καί μάς είσαι ακόμα ειρήνη (πού είναι πιο γλυκό νά έπωάζεις σέ κλειστή γωνιά τού πλοίου) τυλιγμένη μέσ στό χρυσό τού ήλιου σου.
130 ΝΙΝΑΣ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ - ΝΑΧΜΙΑ ΤΑ ΓΚΡΙΖΑ ΚΑΓΚΕΑΑΑ (Διήγημα) Παλεύω, καιρό τιάρα, να στυλώσω εκείνα τά γκρίζα κάγκελλα τού μικρού νεκροταφείου, ατό χωριό πού ξεχάστηκε. Ίσω ς ναναι ή μόνη βοήθεια πού μπορώ ν αντλήσω, αν αρπαχτώ απ τά σαρακοφαγωμένα κάγκελ?αχ κι5 ανάψω τά καντήλια. Θά ξαναβρώ ένα ένα, όλα εκείνα πούχααα στις τρανές πολιτείες. Ε κεί πόύ πάσχισα νά μάθω τά σοφά τά γράμματα, πληρώνοντας μέ γή, μέ δέντρα, μέ λόγγους και λαγκαδιές. Μ δλα, έκεΐνα πού αφήσατε πίσω σας, αφού τά σφιχτοδέσατε στις πλατείες σας αγκάλες, χρόνους έννενήντα, χρόνους εκατό, παππούδες, νόνες και μπαρμπάδες. Τιμημένοι κι ακέραιοι, σκαλίσατε, ποτίσατε, αλωνίσατε και ξαπλώσατε νά ξαποστάστε... "Απ τον άμβωνα τ "Αη-Βασίλη, στο πανηγύρι τού χωριού σάς είπα τά λόγια τής παρηγοριάς μου καί σάς έδωσα την πρωτοκαθεδρία, μέσα στ άνύπαρχτο πιά εκκλησίασμα. Κι* ύστερα θάπαιρνα τ αυτοκίνητο νά φύγω, νά φ ύ γ ω.. Δέν τό μπόρεσα. Δέ βοήθηγαν τά λόγια καί τά όνειρα. Τά κάγκελλα ήταν εκεί. "Ενας ολόκληρος αυλόγυρος πούκλεινε τον κόσμο τής παρηγοριάς. Ό στερνός απ τούς μπαρμπάδες, τόπε έτσι στεγνά, δίχως νά τον ένοιαζε, αν θ αγκύλωνε τό στήθος μου μέ τ αγκάθια τής άγριαπιδιάς. Καί θάτρεχαν τ άπομεινάρια τρυφεράδας, χ αποθέματα θύμησης. Καί Οάμενα στεγνή. «...δέ ντρεπόσαστε, λέω, νάχετε τούς τάφους των παππούληδών σας, πνιγμένους στ αγριόχορτα, σάπιους τούς σταυρούς, σβησμένα τά ονόματα. Τόσο βιος σάς άφησαν... Κ ι εσύ, εσύ πού σ αγάπαγαν τό πιότερο...». Κ ι εγώ, λέω, ξεκούτιανες δόλιε μπάρμπα. Λησμόνησες τούς πολέμους, την έρμη φτώχεια, τον άνθό μας πού κορφολόγησε ό Δεινόσαυρος. Εκείνος πού άναστή- Οηκε στους ξανθούς πλοκάμους τού Βορρά. Δούλεψα παραπόνου, μπάρμπα, γιά ν αγοράσω τό σκαλιστήρι, τή μπογιά, τό φόρτωμα ξύλα. Καί γιά τό δρόμο δούλεψα, μέ σκέψη καθημερινή, μέ παλούκια πούμπηγα στα διάσελα γιά νά μή χάσω τό δρόμο. Καί Οά τούς τά πώ δλα, καθώς Οά φυτεύω καινούριες ιδέες ατά παλιά χώματα. Θά τά πώ σέ σένα πρώτα, παππού, πού μ έδεσες στις χαίτες των αλόγων πού καλπάζουν προς τά πίσω. Πού δέν μ άφηκαν νά κραυγάσω, από την κορφή τού ουρανοξύστη, πώς έγιο είμαι παιδί τής πολιτείας, κι απ τά ψηλά μου παραθύρια αδειάζω τήν περιφρόνησή μου στά κάτασπρα κεφάλια σας, παλιοχωριάτες... Τούς χρόνους τούτους δμως τούς κουκούλωσε τό καφέ κεφαλομάντηλο τής ψυχοκόρης σου, πού πιά κι εκείνη, πεύκα χιλιόχρονη θαρρείς, φούντωσε νειούτσικα κλαριά σάν γνώρισε τή φωνή μου. Εκείνη τή φωνή ποόχα αφήσει ατούς κόρφους τής ώριμης γυνακας, ένα πρωτολάλητο πουλί. Πριν ακόμα πετάξει μέ τά δικά του τά φτερά. Πριν λησμονήσει τό γκιώνη στους μπρατσωμένους κλώνους τά βράδυα πού άναβαν οι φούρνοι. Και σκούπισε, παππού, μέ τή σκούρα ποδιά της, τον ιδρώτα των ματιών μου σάν άπάγγιασα στην αγκαλιά της. «Τόσα χρόνια, κυρά μου, περπάταγες γιά νάρθης. Κι είχες βάλει σημάδια στά διάσελα. "Ιδρωσες, παιδάκι μου».
131 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ψ%. ' ΐ *» IX f t I t - ί ΐ* Η; u Κοίταζα γύριυ. Μέ τά μάτια πού ήξερες παππού. Τ άλλα τ άφησα νά καθρεφτίζωνται στους μεγάλους καθρέφτες της γνιυσης. Εκείνα τά μάτια μέ τούς κύκλους της έγνοιας, μέ τη συνταγή τού καοενός για τά πράματα της ζωής μας. Μέ τά πανωτά γραψίματα άπ άλλους κι άλλους. Μέ την αντανάκλαση των αιώνων. Μέ τό τίμημα τούτης της σπουδής χαραγμένο βαθειά βαθειά... Γραμμένο τό πιστεύω τού κάθε σοφού. Μόνο ή τιμή τού μικρού ροζ λουκουμιού δέν είναι γραμμένη. Εκείνου πού μάς κερνάει, ό μαγαζάτορας κάτω άπ τον πλάτανο, πλάϊ στο πηγάδι. Προχτές, πού λες, πέρασα απ τό ξωκκλήσι τού "Άγιου. ΤΙ πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τό κλειδί δέν τόχει πιά ή Χρήσταινα. Ό χ ι επειδή πέοανε. Τής τό πήρε ό χωροφύλακας πριν πεθάνη, γιατί ή Χρήσταινα έκρυβε αντάρτες μέσα στο ξωκκλήσι. Έσύ βέβαια τούς αντάρτες δέν τούς πρόλαβες. Τούς άκουσες δμιυς πού περνούσαν τό κοιμητήρι γιά νάμπουν στο χιοριό. Θ άκουσες καί τό ντουφεκίδι, εκείνα τά χαράματα, πού τούς έκτελέσανε πάνωθέ σας, κοντά στο λόφο μέ τις πεύκες, εκεί πού κουβαλούσα τό προσφάι στούς εργάτες, όταν μαζεύανε τά ρετσίνια. Ε κεί κάτω ξαπόσταινε κι5 ή Μ αργαρίτα μέ τά γαλανά μάτια. Σχεδιάζαμε στιχάκια καί ταιριάζαμε τον ήχο, έτσι όπως μάς τον τραγουδούσαν τά νεραϊδικά τού μεσημεριού, τά πουλιά τής αυγής. Τήν είχες βαφτίσει τού?ώγου σου τήν κοπέλλα κι αγάπαγε τό γείτονα, μας τον Άλέξη. Ή ταν πολλά τά τραγούδια καί πολλοί οι σκοποί. Τά μουρμουρητά τού λαγκαδιού, τό σούρσιμο τού φιδιού. Ή φωνή τής Βασίλως πούρχονταν άπ τό πλάτωμα, σάν έβοσκε τά γαλιά, τό άλύχτισμα τού μπέη τού σκύλου μας κι ή φλογέρα τού Ά λέξη. Ή Μαργαρίτα παντρεύτηκε τον Άλέξη κι έκαναν δυο σερνικά. Τούς τά σκότωσαν τήν αυγή, κάψανε καί τό σπιτικό τους κι έγιναν όλες οι φλογέρες σταυροί πού λαλάνε τή νύχτα τού γκιώνη τούς καϋμούς. Σ ά νά σάς ακούω, τό μπάρμπα - Γιωργήκο καί σένα, νά τά κουβεντιάζετε, στο χαγιάτι, βραδάκι βραδάκι, καί νά φτύνετε σ δλα τά σημεία τού ορίζοντα, γιατί νδέ βρίσκατε άκρη πού άκριβώς νά φτύσετε. «Φτού στον πολιτισμό σας». Πές στο μπάρμπα - Γιιοργήκο πέος σήμερα καμιά γυναίκα δέν κάθεται σπίτι της νά περιμένη τό νοικοκύρη καί νάχει έτοιμο τό φαΐ στο καλοστρωμένο τραπέζι μέ τή φαμελιά ό?ώγυρα. Δέν είναι κατηγόριο. Άλλαξαν οΐ καιροί. Δουλεύει δλη ή φαμελιά στά γραφεία καί στά εργοστάσια. Τά χτήματα δέν τά θέλει κανείς πιά. Τή γή τήν ξεχερσώσανε γιά νά χτίσουν σπίτια καί τάφους, γιατί, παππού, έτσι πού χτίζουν τά σπίτια δέν ξεχωρίζουν άπό τάφοι. ΚΓ εγώ άπελπίστηκα καί δούλε\(κχ γιά νά μαζέψω τά λεφτά πού χρειάζονταν ν άγοράσω πάλι τή γή. Ναχείς κι εσύ τήν άπλα σου κι δλοι οΐ δικοί μας. Κι εμείς μέ τήν άράδα μας. Θυμάσαι τό μπάρμπα - Γιωργήκο, πού δταν είχε μουσαφίρη παράγγελνε στή θεία Γιωργήκαινα νά σφάξη τήν καλύτερη κότα καί νδναι δλα έτοιμα μέ τήν... ακρίβεια τής ντουφεκιάς; "Όλο τό χιοριό τδξερε πώς ό Γιωργήκος είχε σπουδαίο μουσαφίρη. Πάντα σπουδαίους τούς ελεγε τούς μουσαφιραίους του κι άς ήταν καί διακονιάρης. Σάν έφτανε στή γκρεμίλα, στο λόφο μέ τις πεύκες, έρριχνε τήν τουφεκιά κι άκουγε ή θεία Γιωργήκαινα ποδχε στημένο τ αυτί της ή τήν ειδοποιούσαν τά παιδύπουλα. Καί άμέσως άρχιζε νά χτυπάη τ αύγολέμονο, μήν τύχη καί μείνη παραπάνω άπ τό πρεπούμενο στή σούπα καί πήξη... Κι έβγαιναν τά κορίτσια στις πόρτες καί τά παραθύρια, νά ίδούν τό Γιωργήκο τό λεβέντη μέ τό μουσαφίρη... Τί σπουδαΐά πράματα, μά τήν αλήθεια, παππού! Τό βράδυ στο καφενείο, τον πείραζες, σάν μετρούσατε τις χάντρες στά κεχριμπαρένια κομπολόγια σας. «...ερέ, ξάδερφε, σκλάβα τή θέλεις τήν κοιλιά σου, σκλάβα καί τή γυναίκα. Κρίμα πού πήγες καί στήν Αμερική, στον ξένο κόσμο...». «Άκου νά σού πώ, Λιονυσάκη, γι αυτό τά παράτησα καί γύρισα πίσω. Μούτζωξα καί τά λεφτά τους καί τά καλά τους. Νά προλάβω νά ζήσω σάν άνθρωπος κι ό'χι σά μηχανή. Πριν μέ πλακώση τό ξένο σύστημα, πριν μέ κάνη χαπάκι, πριν μού
132 1 30 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» βγάλη τή γυναίκα πτό κλαρί καί χάση κι5 αυτή την ομορφάδα της κι εγώ την άντριά μου. Είδαν τα μάτια μου πολλά σου λέω». Έ τσ ι σ απάνταγε, κι5 άρχιζε τις ιστορίες πού τελειωμό δεν είχαν. Καί ό πατέρας τής Μαργαρίτας σ έφερνε παράδειγμα πού παράτησες την καριέρα σου στην πολιτεία κι ήρθες νά κάνης την ιατρική σου στο χωριό σου, νά ώφελήσης τον τόπο σου πού σ έθρεψε καί σούδωσε τή γνώση κάτω από τρανούς ίσκιους των δέντρων. «Νά» έλεγε, «τούτη είναι γενιά. Ή ρθαν καί τά δυο ξαδέρφια στα χώματά τους ν ανθρωπέψουνε κι εμάς, νά'προκόψουνε τον τόπο τους κι όχι τούς ξένους τόπους». Σήμερα δεν πάνε στα χωριά τους οι γιατροί. Θέλουν τις μεγάλες πολιτείες. Καί τις μάκρυνες. Μαθαίνουνε, λένε, πολλά πράματα κι ανοίγει ό νους του. Τί σόϊ άνοιγμα κάνει, ό νους τους, δταν ό άνθρωπος δέ μετριέται σάν άνθρωπος, αλλά σάν πλούσια φορεσιά. Έ γώ πάντως, έμαθα από σένα την ιατρική παππού. Θέλω νά πώ, τον τρόπο πού μιλούσες μέ τούς ανθρώπους, μέ τά ζωντανά, μέ τά λουλούδια. Εκείνη πού μου δίδαξες δταν πηγαίναμε μαζί επισκέψεις στους άρριυστους, μακρυά στα κατσάβραχα, στις στάνες, στά χωράφια. Δη?,αδή δέ μ έ παιρνες, μ εύρίσκες καθισμένη στά καπούλια τού αλόγου πούφερνε ό συγγενής τού αρρώστου νά χαϊδεύω τά χράμια τά κεντημένα, πουστρωναν γιά σένα, βγαλμένα απ τήν προίκα τής νοικοκυράς. Μούχεις μάθει τά βοτάνια καί τά μυριστικά, τή λαλιά των ζωντανών, τά τραγούδια των πουλιών, τις καλημέρες τής εργατιάς. Ούτε τά σκυλιά δέ μάς άλυχτούσαν. Σ έ γνώριζαν δλα. Ιναί στις πιο μάκρυνες στάνες. Π η γαίναμε καί τις νύχτες παρέα. Ξεγεννούσαμε κιόλας. Ακόμα καί γελάδες. Περνούσαμε τά λαγκάδια, μπαίναμε στά νερά καί μέ χούγιαζες νά παίρνω πρώτη τά δύσκολα περάσματα γιά νά μή σκιάζουμαι. Ή ζωή, μούλεγες, έχει πολλά δύσκολα περάσματα καί πιο άγρια, πού θέ?*ουν κουράγιο καί δύναμη. νετσι μπόρεσα καί πέρασα τήν αγριάδα τού θανάτου σου, πού τήν έκανα μια όμορφη στιγμή, καθώς μάς άποχαιρέτησες, λαλώντας τή φλογέρα. «Ξύπνα καϋμένη Άναστασά, ξύπνα καϋμένη κόρη». Αυτό έλεγες πάντα καί κοίταζες τό παραθύρι τής κάμερης πού στέκονταν συνήθως ή γιαγιά, σάν σέ καρτερούσε απ τις επισκέψεις. Πότιζε τά βασιλικά καί σέ προσκαλοΰσε. «Έλα νά ξαποστάσης Αιονυσάκη». Ό καϋμός της δέ σ άφηνε νά τραγουδήσης χαρούμενο τραγούδι. Πρώτη πρώτη έπιασε θέση στο κοιμητήρι. Έφυγα κι έγώ γιά τήν.πολιτεία. Ε κεί πού πάντρεψες τούς γιούς καί τις θυγατέρες. Μά μ έσερνε τούτη ή θύμηση. Τούτη ή ζωή. Τά χώματα πού φύτρωναν οί πεύκες καί δεν άντεχα. Λαχτάραγε ή θυγατέρα σου ή μεγάλη, ή μάνα μου, πού σούμοιαζα τόσο πολύ. Μού τά συγχώραγες δλα., παππού, ακόμα κι εκείνο τό φευγιό μου μέ τούς διακονιάρηδες. Θυμάσαι; Πήρα τό καλύτερο υφαντό μας τράστο καί τό καλάμι πούχες ξεχωρίσει γιά τή φλογέρα σου καί τούς ακολούθησα γιά νά γνωρίσω τή μαγεία τής... ζητιανιάς, από χωριό σέ χωριό. Νόμιζα πέος ήταν μεγάλοι εξερευνητές οί ζητιάνοι καί πίσω άπ τούς λόφους, πέρα άπ τά ποτάμια, ζοΰσε άλλος κόσμος. Μέ βρήκες στο σκαλοπάτι κάποιου μακρυνού μας συγγενή, νά τρώω μέ τούς ζητιάνους. Μέ μάλλχοσε ό συγγενής κι ήθελε νά μέ πάρη μέσα στο σπίτι. Ό χ ι, είπα, έκανα τόσο δρόμο μέ τούς συντρόφους μου, θά μάς φιλέψης δλους εδώ, στά σκαλιά. Ηρθες πάνω ατό κανελλί μας άλογο μέ τό γκρίζο μουστάκι σου πεσμένο άπ τήν αγωνία καί μ έρώτησες. «Λοιπόν; Πώς σοΰ φάνηκε τό ταξίδι;» Μέ πήρες στήν αγκαλιά σου, μ ανέβασες στο άλογο, ένοιωσα τό μπράτσο σου νά μέ τυλίγη ζεστά κι άρχισα νά κλαίω. Ήθελα νά μέ μαλλώσης, παππού, γιά τις σταγόνες τού ιδρώτα πού είδα στο μουστάκι σου. Γιά τά κολλημένα μαλλιά στο κούτελο, γιά τή βρεγμένη χαίτη τού αλόγου. Μού είπες, όμως, γιά τή διαφορά των ζητιάνων εκείνων καί των άλλων, πού ζοΰν ανάμεσα μας καί μάς ρουφάνε τό έχει μας καί μάς σκορπάνε τά καλά στοιχεία τού νού μας. Μού είπες πιο; γιά κάθε ταξίδι χρειάζεται νά θυμάμαι πώς πλάϊ μου
133 ζεί ένας άλλος άνθρωπος, πού δέ μπορώ να τον αγνοήσω, αν βέβαια δέ χρειάζομαι καί κάποιο εισιτήριο. Κατάλαβα αργότερα τί ήθελες νά πής. Καί τό θυμάμαι. Μείνε ήσυχος. -Κάθε φορά πού θελιό νά ταξιδέψυ) καί δέ μπορώ, μπαίνω μέσα στους κάμπους, στα βουνά, στα λαγκάδια καί τις θάλασσες καί πάω καί πάω. Εκείνο τό ταξίδι με τούς ζητιάνους, θαρρείς καί μ άνοιξε τά σύνορα τής γης. Μή νομίσης πώς δέ νοιάστηκα τόσα χρόνια νά ισιώσω τούς πεσμένους σταυρούς καί νά βάψω τά κάγκελλα. "Όλο στο νοΰ μου τόχα, αλλά ήταν δλα εκείνα τά δίσεχτα χρόνια πού σούλεγα. Τώρα είναι άνοιξη. Τά χαμομήλια, τά μολοχάνθια κι οί τσιτσιμίδες είναι πάνω σε σάς ολάνθιστα. Κρίμα νά καθαρίσω τή γή, νά πετάξιο τούς σπόρους της καί τούς σπόρους σας. Είναι σά νά μου χτυπάη τό τζάμι τής τελαρίας ή μεγάλη νόνα καί νά μέ μαλώνη γιατί Οά σάς στερήσω την αιώνια άνοιξη. Πού φροντίζει ν άναπληρώνη τά άπόντα χέρια μας. Τής άρεσε τόσο, τής μεγάλης νόνας, νά μαζεύη χαμομήλια καί μολοχάνθια. Καί θύμιονε, σάν μέ τ άπραγα χέρια μας, τραβούσαμε τις ρίζες τους. «Πονάνε κι αυτά», έλεγε κι έκανε πώς τραβούσε τά μαλλιά μας γιά νά μάς πείση, «πονάνε, μάλιστα. Καί δέ Οά ξανάρθουνε στην αυλή μας. Θά πετάξη ό σπόρος τους από τή γή. Κι αν χαθούν οι σπόροι απ τή γή τί θά γίνουμε, ε; Πώς θά χαίρουνται τά μάτια μας, τί θά τρώμε;» Είχα διαβάσει στήν εφημερίδα πώς κάψανε τις πεύκες μας. Δέν έπιασαν φωτιά άπ τή ζέστα τού καλοκαιριού, ούτε κατά λάθος. Τις κάψανε γιά νά κάνουν οικόπεδα. Ακου πού σού λέιο, παππού. Χιλιάδες πεύκες. Έκλαιγα στο δρόμο καί δέν τολμούσα νά πώ τήν αίτια, σάν μέ ρωτούσαν οι γνωστοί. Ε ίχα πείρα, γιατί οι άνθρωποι τούτοι νομίζουν πέος μόνο ένας θάνατος υπάρχει καί μιά άξια, ή ζωή. Κι δχι ή ζιυή τής ζωής... Μ άκούς, παππού; Ή ζωή τής ζωής. Πονάς βαθειά σου γιά τούτο τον πόλεμο πού γίνεται μέ μπαμπεσιά, επιστήμη, βασανιστήριά. Καί θεριεύσει τον άλλο πόλεμο. Πόλεμος είναι, σού λέω, όταν σωριάζουνται δλα τά δέντρα τής γη ς.-γ ι αυτό έκλαψα. Κάψανε τις πεύκες γιά νά πλουτίσουνε. Πάντα ήταν ό πλ,ούτος στη μέση. Μά τούτα τά χρόνια παράγινε. Θά χαθούμε δλωι στήν πάλνη γιά τά λεφτά καί θά σκάσουμε, δίχως νά υπάρχει μιά κορφή δέντρου ν αρπαχτούμε καί νά λευτερώσουμε τήν ανάσα μας. Τις προάλλες, πήγα στά περιβόλια πού πλημμύριζαν τά νερά άλλοτε. Τριάντα στρέμματα πεύκες καμένες. Καθεμιά κι ένας γονιός. Κι ένας θρήνος. Ή γή στεγνή. Τά περιβόλια ξερά. Ή σταφίδα ξεκουρβουλωμένη. Στή μέση τούτης τής ερημιάς ένας άντρας ορθός, μέ μιά άξίνα στον ώμο, κοίταζε γύρω. «Ποιά είσαι καί κλαίς γιά τούτη τήν κατακαϋμένη γή;». Μ έρώτησε. Μπορούσα νά τού πώ. Καί τού είπα. Ημουν ή γή πού μοιρολογούσε τήν ομορφάδα της, τό ξεκλ^ήρισμά της, τήν εγκατάλειψη τών παιδιών της. Τού είπα καί τ όνομά μου. Μ αγκάλιασε. Μέ θυμόταν σάν είχα οργανώσει εκείνη τή συμμορία καί κλέβαμε φρούτα τά μεσημέρια. Θυμόταν εσένα, παππού, πού έστελνες τον αγροφύλακα δήθεν νά μέ «συλλάβη» καί νά μέ φέρη δεμένη στο χωριό μέ τή συμμορία τών πιτσιρικάδων ξιυπίσω μου. Εκείνος ή ταν μεγαλύτερος μας καί δέν έπαιρνε μέρος σέ τέτοια παιχνίδια. "Ύστερα πήγε στήν πολιτεία νά σπουδάση. Ό αγροφύλακας δμως ποτέ δέ μ έπιανε. Μιά φορά μόνο παραλίγο Οά τά κατάφερνε, αλλά προτίμησε νά κοιμηθή κάτω άπ τήν απιδιά, σ εκείνο τ αμπέλι μας μέ τις χλώρες. Έβγαζαν ένα ωραίο ξανθό κρασί οί χλώρες κι άν έμπαινε μέσα ή συμμορία Οά τό τρυγούσε πριν τής ώρας... Έτσι κρύφτηκα στήν απιδιά κι ή συμμορία είχε δυόσει τό λόγο της πέος μόνο Οά δοκίμαζε από ένα τσαμπί. Ετσι γιά νά μέ τιμήση. Μέ φοβόταν καί κρατούσαν τό λόγο τους. Στήν κατάλληλη στιγμή πήδησα άπ τήν άπιδιά στ άμπέλι, μά δέ χάρηκα καί μιά νίκη. Μπήκε ένα μυτερό κλαδί στο πόδι μου. Μ έφερε ό άγροφύλακας ματωμένη στο
134 132 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» χωριό μέ τη συμμορία ξοπίσω μας δίχως κανένα άλλο τρόπαιο, έκτος από τό σημάδι πού έχω ακόμα. Κοιταχτήκαμε. Σά ν ανακαλύψαμε εκείνη τή στιγμή τά μάτια μας. Σά νά γιγαντώθηκαν τά μπράτσα μας καί φύτεψαν ξανά τις πεύκες. Κι άνοιξαν οι πηγές τού μεγάλου αμπούλα καί πλημμύρισε δ τόπος νερά. "Ηρθαν καί τά κορίτσια νά πλύνουν τά προικιά τους ατά λαγκάδια. Καί τότε μοΰδειξε τή Μαργαρίτα, ακόμα μέ τή μαύρη μαντήλα, πού έσκαφτε στο χωράφι. Τή φώναξα κι ή φωνή μου άντιβούησε στήν ερημιά, σάν τήν παιδιάτικη κραυγή μου. Λαφιάστηκε ή γυναίκα. Έ ψαχνε τις μορφές των παλιών ημερών. Καί μέ γνώρισε. Μ αγκάλιασε κλαίγοντας. «Ά δερφούλα μου», είπε, «άδερφούλα μου, συχώρεσέ με κι δ Θεός νά σέ συχώρεση». «Γιατί νά συχωρεθούμε, Μ αργαρίτα; Τ ί κάναμε;» τή ρώτησα. «Μπορεί νά μήν ξανασμίξουμε ποτέ. Έσύ θά πας στήν πολιτεία». «Ό χ ι, δέ θά πάω στήν πολιτεία. Θά μείνω εδώ». Γέλασε πικρά. Δεν τό πίστευε. Κοίταζε τον άντρα πού μέ κρατούσε άπ τούς ώμους. «Ταιριάζετε» είπε κι έφυγε μέ τό κεφάλι κάτω, ντροπαλά ντροπαλά, γιά τό λόγο πού τόλμησε νά φανερώση. Ό άντρας κατέβασε τό χέρι απ τούς ώμους μου κι έτρεξε στο περιβόλι μέ τις πορτοκαλιές. Μούκοψε πορτοκάλια μέ τις κλάρες του κι ύστερα μούδειξε τό περιβόλι μας, ακαλλιέργητο, γεμάτο καλαμιές. Μού ζήτησε νά τού τό πουλήσω. «Δέν ξέρω άν τό πουλάμε», είπα, «πρέπει νά ρωτήσω τον παππού μου». Δέν απόρησε. «Ρώτα τον» μού είπε «καί σέ καρτερώ εδώ γιά τήν απάντηση, αύριο, μεθαύριο. Γι αυτή τήν απάντηση εδώ θά είμαι. Καί δώσε μερικά πορτοκάλια στον παππούλη σου. Τού άρεσαν...» 'Ό λο τό δρόμο γελούσα. Δέν ξέρω ακριβώς γιατί γελούσα. Ίσως θυμόμουν τή μεγάλη νόνα πού φύλαγε τά πορτοκάλια στα δέντρα τής αυλής μας μήν τά κλέψουν τά παιδιά. Δέν είχε πια τί νά κάνη στά 96 της χρόνια καί αύτοδιορίστηκε δραγάτης. Μέτραγε καί τις «στράτες» πούκανε ή κάθε γειτόνισσα γιά νά πάρη νερό απ τή βρύση μας πού ήταν πολύ κρύο. Φοβόταν μή στερέψη ή βρύση, μή φαγωθή τό πετσάκι της πού κόστιζε μια πεντάρα. Κι ή πεντάρα είχε μεγάλη αξία γιά τή νόνα. Καί σάν τή στενοχωρούσαν, διάταζε τήν ψυχοκόρη νά τής φέρη μισή όκά κρασί άπ τό «σώσμα» ή άπ τό γιοματάρι νά ξεδώσει. Τό κατέβαζε, έτσι μέ τή μισή όκά, σκούπιζε τά χείλη της μέ τή μαύρη της μπόλια κι έλεγε: «Στήν πέτρα νά φυτρώνη». Στήν πέτρα, λοιπόν, παππού, νά φυτρώνη δ άνθος πού σχεδιάζουμε νά σπείρουμε ό άντρας κι ή γυναίκα. Φτοΰ κι απ τήν αρχή. Κατάλαβες τί θέλω νά σού πώ. Πριν μιλήσω, έσύ τδξερες. Ό χ ι, όχι, δέν είναι δύσκολο. Τό περιβόλι είμαι έγώ, παππού. 'Ό λο καλαμιές κι άγριόχορτα. Ά ς μήν τό πουλήσουμε. Θά τό κρατήσουμε καί θά τό ένώσουμε μ εκείνο πούχει τις πορτοκαλιές. Μέ τή θέλησή μας, έ παππού; Καί μή νομίσης πώς θά λησμονήσω τά κάγκελλα. Δέ βιαζόμαστε πιά. Τόσα κορμιά από πεύκες είναι σωριασμένα στή γή μας.
135 Η Π Ε ΙΡ Ω Τ ΙΚ Η ΕΣΤΙΑ» ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΔΥΟ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΣΩΜΑ "Ολα σου ήταν πέτρινα, λιθώδη. καθώς θάλεγε κι* δ Ιωάννης τής κλίμακος πού σίγουρα δέ θά γινόταν άσκητής αν δέ σέ γνώριζε. "Ολα σου ήταν πέτρινα, κατάκλειστα μέσα στα άσπρα φώτα κάποιου φεγγαριού έπιδέξιου σκηνοθέτη άπελπισμένων χοροεσπερίδων τής Σαλώμης. Μόνο ή κερκόπορτα στην παραλία σου ήταν ανοιχτή καθώς όφείλουν οί κερκόπορτες νάναι άνοιχτές στις κρίσιμες ώρες τής μυθολογίας. 5Από κεί μπήκα' μέ πήρες στδ κορμί σου. Μου είπες: άπδ σένα έξαρτάται ή άπόδοσή μου καί ή δική σου έξαφάνιση. Και τότε έξαφανίστηκα. Καί ήταν ή πρώτη φορά πού έξαφανιζόμουνα δλόκληρος μέσα στις δυσκολίες τής πραγματικότητας. ΕΛΕΝΗ Κάθε φορά πού πάω νά σ άγκαλιάσω ένας τόπος έρχεται καί σέ παίρνει. Έ πειτα φεύγει πάει νά προστεθεί σέ μιά αιωνιότητα άπδ τόπους. Τότε έγώ γίνομαι χρόνος καί σέ κυνηγάω. **>. "Οταν όλα μου σέ σκέπτονται καί ή αφή μου σκοντάφτει πάνω στδν πιδ άδειο έρωτικδν άγέρα τότε έγώ γίνομαι μνήμη καί σέ θάβω στην καρδιά του άπαγωγέα σου. Κι όταν τελικά σέ κυριεύο) άιιφιβολίες τσουκνίδες βλασταίνουν μέσα μου. Ώ, σίγουρα δέν άξιζες τον τριοϊκό μου πόλεμο τη θαλλερή μου σάρκα καί τδν εύωδάτο χρόνο της. Έσύ, μιά άτμογεννημένη μορφή στή φλωροζυγαριά του πόνου. "Ενα εύκολόφκιαστο, εύκολόσβηστο ηλεκτρικό άστέρι στδ πλανητάριο του παλατιού τής Σπάρτης.
136 1 ^ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ΔΥΝΑΜΗ 'Ό λα ταχτοποιήθηκαν στη σκέψη μέ τη σειρά πού έπεθΰμησα. Μια ομορφη χρωματιστή κορδέλλα, πού θά ξετυλιχτή χαρούμενα μπροστά στά μάτια των ανθρώπων. Είμαι γαλήνια γιά δλα τώρα. Θά δώσω αυτούσια την καρδιά μου. Κ ι δμως, τώρα πού είναι ή επιούσα κι δλα γίνανε όχι δπως εγώ ήθελα, μά δπως ή φορά των στιγμών τά σημάδειμε, μέ πίκρα άναλογίζομαι τ δμορφο χτίσμα μου, πού έτσι βέβαια κι εύκολα, σαρώθηκε απ τή δύναμη των στιγμών κι έμεινε πάλι νά ονειρεύεται ή καρδιά, μέ πιότερην ένταση τώρα, δλες έκεΐνες τις ταχτοποιημένες στη σκέτ[>η μου επιθυμίες, έτοιμη πάλι γιά μιά νέα έπανάληψη! Α Ν Τ ΙΓ Ο Ν Η ΓΑΛΑΝΑΚΗ Β Ο ΤΡΛ ΕΚ Η IR VIN G STETTNER * ΤΟΥΤΟ ΤΟ Π Ρ 3 Τ Τούτο τδ πρωί ξεσπώ σ ένα μόριο ηλιαχτίδας, χορος πάνα) σ ασφόδελο σύγνεφο. 9Ώ σωπασμένα ουράνια τόξα κρίκοι, τού θαύματος! Ή μεγάλη μαγική λέξη τής ζωής είναι.. Αγάπη! Μετάφραση: Φ Ο ΙΒΟ Τ ΔΕΛΦΗ * Τό ποίημα τούτο, από λάθος, αναγράφεται πώς είναι δημοσιευμένο ατό τεύχος της «Ήπειρ. Εστίας». Παρακαλοΰνται οι Αναγνώστες γιά την σχετική διόρθωση, τόσο στο έν λόγιο τεύχος (πίνακας περιεχομένου), οσο κα'ι στο ευρετήριο τον ΚΕ' τόμου (τεύχος , σελ καί 1071).
137 π α ν : υ καραγιωργου 0 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟϊ SHEU Ef (Δοκίμιο) Στην πλειάδα των Άγγλων ρομαντικών ποιητών, που έχουν έμπνευσθεί από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ξεχιυριστή θέση κατέχει τό όνομα του μεγάλου Σέλί^εϋ. Πολλά από τα ποιήματά του είναι τόσο διαποτισμένα από τή μυθολογία καί τη φ ι λοσοφία τών προγόνιυν μας, (υστε τό νά ασχοληθούμε μέ αυτά όχι μόνο δέν Οά ήταν άσκοπο, άλλα καί Οά έπιθαλλόταν. Ό Percy Bysshe Shelley ( ) είχε βαθειά κλασική μόρφο^ση καί είχε μελετήσει από τό πριυτότυπο τήν αρχαία ελληνική ποίηση και φιλοσοφία* είχε μάλιστα μεταφράσει τους «Κυκλιοπες» του Ευριπίδη καί τό «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Άπό τά παιδικά του ακόμα χρόνια ό Σέλλεϋ ζοΰσε μέσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους: στύν κόσμο τών πικρών καθημερινών εμπειριών, μέ την κοινωνική αδικία, τήν καταπίεση καί τήν τυραννία, καί στον ιδεατό κόσμο τής απόλυτης δικαιοσύνης, τής αγάπης καί του ωραίου. "Ενα άπό τά νεανικά ποιήματά του, ό «"Τμνος στήν πνευματική ομορφιά» είναι βαθειά επηρεασμένο άπό τή μελέτη του ΙΡ,άτιυνα καί τών νεοπλατιυνικών. Ή πνευματική ομορφιά είναι γιά τον ποιητή ή «άόρατη δύναμη» που δεν είναι απτή στις αισθήσεις. Στο ποίημά του ό Σέλλεϋ δίνει ί'πόσχεση νά άφιερώσει τις δυνάμεις του στήν υπηρεσία τής άνέκφραστης αυτής πνευματικής ύποστάσειυς, μιά υπόσχεση που μέ συνέπεια τήν κράτησε στις κατοπινέ ςδημιουργίες του. Ό θαυμασμός του Σέλλεϋ καί ή εκτίμησή του γιά τήν αρχαία ελληνική ποίηση είναι φανερός καί στο ημιτελές δοκίμιό του «Υπεράσπιση τής ποιήσεως», πού γράφτηκε μέ άφορμή εϊριονικοΰ δοκιμίου φίλου του όπου υποστηριζόταν ή στάση μερικών ωφελιμιστικών φιλοσόφων τής εποχής πού περιφρονοϋσαν ή άγνοούσαν τήν άξια τής ποιήσεως. Ό ποιητής, υπερασπιζόμενος τήν μούσα Ουρανία, στής οποίας τήν υπηρεσία είχε ταχθεί, πλέκει τό εγκώμιο τής ποιήσεως τού 'Ομήρου μέ τά παρακάτω λόγια: «Τά ποιήματα τού Όμήρου καί τών συγκαιριανών του υπήρξαν ή τέρψη τής νεαρής Ελλάδας* υπήρξαν τά στοιχεία τού κοινοτικού εκείνου συστήματος πού άποτελεί τήν κολόνα πάνο) στήν όποια έχει βασιστεί όλος ό κατοπινός πολιτισμός. Ό "Ομηρος ένσιομάτιοσε τήν ιδανική τελειότητα τής εποχής του στον άνθροόπινο χαρακτήρα* ούτε μπορούμε νά άμφιβάλουμε ότι όσοι διάβαζαν τά ποιήματά του δέν Οά ένιωθαν μέσα τους τή φιλοδοξία νά γίνουν όμοιοι μέ τον Ά - χιλλέα, τον "Εκτορα καί τον Όδυσσέα* ή άλήθεια καί ή ομορφιά τής φιλίας, ό πατριωτισμός, καί ή επίμονη άφοσιωση σ ένα αντικείμενο άποκαλύφθηκαν μέχρι βά- Οριον στά άθάνατα αύτά δημιουργήματα». Ά πό τήν άρχαία ελληνική μυθολογία είνα.ι εμπνευσμένα καί άλλα δύο ποιήματα τού Σέλλεϋ, ό «"Τμνος τού Άπόλλίυνα» καί ό «"Τμνος τού Πάνα», πού γράφτηκαν γιά νά μπούν στο έμμετρο δράμι/, τής γυναίκας του «Μίδας» πού κι αυτού ή υπό-
138 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» θέση είναι παρμένη από τή μυθολογία μας. Σύμφωνα μέ την υπόθεση του δράματος, ό Άπόλλωνας και δ Πάνας διαγίονίζονται ψάλλοντας ό καθένας τό άσμα του. Στο τέλος ό κριτής απονέμει τό βραβείο στον Άπόλλεονα, άλλα δ Μίδας, ένας θνητός, φέρνει αντίρρηση και προτιμά τό άσμα του Πάνα, πού τό χαρακτηρίζουν οι * πόθοι κα'ι τά πάθη. Ό Άπόλλωνας θυμώνει και τιμωρεί τον Μίδα προσκολλώντας του αφτιά γαϊδάρου! Νά μια στροφή από τον «"Ύμνο του Απόλλωνα», δπου δ θεός ήλιος περιγράφει δ ίδιος τήν ανατολή του: Τ ό τ ε π ρ ο β ά λ λ ω σ τ ο ν γ λ α υ κ ό τ ο υ ο ύ ρ α ν ο Ο τ ό ν θ ό λ ο κ α ί δ ρ α σ κ ε λ ί ζ ω τ ά β ο υ ν ά, τ ή θ ά λ α σ σ α χ ρ υ σ ώ ν ω ρ ί χ ν ο ν τ α ς τ ό ν μ α ν δ ύ α μ ο υ π ά ν ω σ τ ο π έ λ α ο ό λ ο ' ε ν ώ μ έ τ Ι ς ά χ τ ί δ ε ς μ ο υ τ ά ν έ φ ι α π υ ρ α κ τ ώ ν ω τ ά σ π ή λ α ι α φ ω τ ί ζ ο ν τ α ι ά π * τ ή λ α μ π ρ ή θ ω ρ ι ά μ ο υ κ α ί π α ρ α δ ί ν ε τ α ι ή Γ ή μ έ σ α σ τ ή ν ά γ κ α λ ι ά μ ο υ. Ή ικανότητα πού είχε δ Σέλλεϋ, σαν πραγματικός δημιουργός, νά παίρνει μιά ιδέα ξένη, νά τήν αφομοιώνει, και νά τήν μεταπλάθει σέ δική του προσωπική δημιουργία, φαίνεται από τό λυρικό, τραγούδι του «Ή φιλοσοφία τής αγάπης», πού είναι βασισμένο στο παρακάτω ψευδοανακρεοντικό άσμα: Ή γ ή μ έ λ α ι ν α π ί ν ε ι, / π ί ν ε ι δ έ δ έ ν δ ρ ε * α Ο γ η ν, π ί ν ε ι θ ά λ α σ σ α δ * α ύ ρ α ς, / ό δ ή λ ι ο ς, θ ά λ α σ σ α ν, τ ό ν δ ή λ ι ο ν σ ε λ ή ν η. / Τ ί μ ο ι μ ά χ ε σ θ, έ τ α ϊ ρ ο ι, κ α ύ τ ω θ έ λ ο ν τ ι π ί ν ε ι ν ; Ή φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα μέ τήν οποία τό σύμπαν αποτελεί μία ενότητα και τό ένα φαινόμενο είναι επακόλουθο του άλλου, υιοθετείται από τόν Σέλλεϋ και χρησιμοποιείται για νά στηρίξει τόν συλλογισμό του για τήν φιλοσοφία τής αγάπης. Καί νά πώς αναπτύσσει δ ποιητής τό. θέμα του. Ο ι β ρ ύ σ ε ς σ μ ί γ ο υ ν σ τ α π ο τ ά μ ι α κ ι α υ τ ά π α ν σ τ ο ν ω κ ε α ν ό * κ ι ο ί ά ν ε μ ο ι α ι ώ ν ι α σ μ ί γ ο υ ν έ κ ε ΐ ψ η λ ά σ τ ο ν ο υ ρ α ν ό μ ό ν ο τ ο υ τ ί π ο τ ε σ τ ο ν κ ό σ μ ο δ έ ν ε ί ν α ι, κ α τ ά θ ε ί ο ν ό μ ο * κ ι ά φ ο υ τ ά π ά ν τ α ε ί ν α ι έ ν α, γ ι α τ ί δ χ ι κ ι έ γ ώ μ έ σ έ ν α ; Δ ε ς τ ά β ο υ ν ά, φ ι λ ο ύ ν τ ά ο ύ ρ ά ν ι α τ ό μ ι κ ρ ό κ ύ μ α τ ό μ ε γ ά λ ο, κ α ι θ ά τ α ν κ ρ ί μ α ά ν τ ά λ ο υ λ ο ύ δ ι α π ε ρ ί φ ρ ο ν ο Ο σ α ν τ ό ν α τ ά λ λ ο. Ά φ ο ϋ κ ι ό ή λ ι ο ς α γ κ α λ ι ά ζ ε ι ό λ η τ ή γ ή, τ ό τ ε γ ι α τ ί, π ε ς μ ο υ σ τ ο τ ί θ ά ώ φ ε λ ε ΐ τ ό ν ά μ ή μ έ φ ι λ ά ς κ ι έ σ ύ ; Τόσο μακριά απ τό πρωτότυπο δμως βρίσκεται ή «μίμηση» αυτή τού Σέλλεϋ, ώστε δύσκολα τό δεύτερο ποίημα θά θύμιζε τό πρώτο, αν δ ίδιος δ ποιητής δέν χαρακτήριζε τό δικό του «άνακρεοντικό». Ά πό τήν πλατωνική φιλοσοφία είναι επηρεασμένο καί τό «Έπιψυχίδιον», στο όποιο δ ποιητής δραματίζεται τόν ιδανικό έρωτα, τήν ένωση δυο ψυχών ώσπου
139 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ»( 137 νά σνγχωνευθούν και ν άποτελέσουν μία ενότητα. Στο ποίημα αυτό ό Σέλλεϋ άναζητά τό ιδανικό κάλλος, ενώ στην περίφημη ωδή «Σ έναν κορυδαλό» συμβολικά απεικονίζει τό φιλελεύθερο πνεύμα. Ό κορυδαλός αδέσμευτος από τά γήινα δεσμά, μπορεί νά απολαμβάνει τή γνήσια χαρά πετώντας στον αιθέρα. Γιά νά θρηνήση τό χαμό του φίλου του Τζών Κήτς δ Σέλλεϋ έγραφε τήν ελεγεία «Άδωναΐς», που μαζί μέ τον «Λυκίδα» του Μίλτον καί τον «Θυρση» του Μάθιου Άρνολντ θεωρούνται οί περιφημότερες στήν αγγλική λογοτεχνία. Έχοντας ως πρότυπα τις έλεγεΐες τού Μόσχου καί τού Βίιονα, πού ό ίδιος τις είχε μεταφράσει, δ Σέλλεϋ έπλεξε τό λυρικό αυτό στεφάνι καί τό απίθωσε ευλαβικά στή μνήμη τού φίλου του. Στον πρό?^ογο τής έλεγείας δ ποιητής άποκαλει τον Κήτς έναν από τούς ποιητές «υψηλού πνεύματος πού έχει στολίσει τήν εποχή μας». Ό Κήτς είχε ήδη χρησιμοποιήσει τον μύθο τού Άδωνη στύ ποίημά του «Ένδυμίων». Ό Ένδυμίωνας, σύμφωνα μέ τή μυθολογία, ήταν ένα έφηβος μέ σπάνιο κάλλος πού τον είχε έρωτενθει ή Αφροδίτη, αλλά ενώ μιά μέρα βρισκόταν σέ κυνήγι, σκοτώθηκε από έναν άγριο κάπρο. Τού επιτρεπόταν, όμιος, νά επανέρχεται στή ζωή μόνον τον μισό χ ρ ό νο, ενώ τον ά?λον μισό τον περνούσε στόν "Άδη. Ό Σέλλεϋ, χρησιμοποιώντας συμβολικά τον μύθο λέει στήν «Άδωναΐδα» οτι δ Κήτς ήταν δ ωραίος έφηβος πού τον είχε έτωτευθεΐ ή Ποίηση, ενώ δ άγριος κάπρος υπήρξε κάποιος κριτικός πού μέ τήν άδικη επίθεσή του εναντίον τών ποιημάτων τού φίλου του συντέλεσε στο νά πε- Οάνει δ ποιητής. Αλλά, όπως δ Ένδυμίων δεν ήταν παρά τον μισό χρόνο νεκρός, έτσι κι δ Κήτς δέν πέθανε παρά κατά τό ήμισυ, γιατί τό έργο του μένει αθάνατο. Ή επίδραση τού Πλάτιονα είναι παρούσα από τήν αρχή ο)ζ τό τέλος τής έλεγείας. Ώ ς μότο τού ποιήματος δ Σέλλεϋ προτάσσει ένα επίγραμμα πού αποδίδεται στόν Πλάτωνα, καί ή ελεγεία κλείνει μέ τούς εξής στίχους, πού θυμίζουν τήν πλατωνική θεωρία περί τής αθανασίας τής ψυχής: Ά λ λ α ή ψ υ χ ή τ ο υ Ά δ ω ν η σ α ν τ ό ά σ τ έ ρ ι. φ ε γ γ ο β ο λ ε ΐ ά π * τ ώ ν Α ι ώ ν ι ω ν τ ά μ έ ρ η. Καί φτάνουμε σέ μία από τις σημαντικότερες ποιητικές δημιουργίες τού Σέλλεϋ, στόν «Προμηθέα λυόμενο», πού είναι βασισμένη πάνσ> στόν «Προμηθέα δεσμώτη» τού ΑΙσχύλου. Θέμα του έχει τον γνωστό μύθο τού τιτάνα πού καρτερεί τό λυτριομό του ενώ βρίσκεται ά?.υσσοδεμένος στά βράχια τού Καυκάσου, αλλά Σ έλ λεϋ, θέλοντας νά δείξει ότι δ άνθρωπος μπορεί νά θριαμβεύσει, αν άρνηθεΐ ν ανέχεται τήν τυραννία, τροποποιεί καί επεκτείνει τον μύθο. Ό Προμηθέας εδώ παραμένει ατρόμητος στις φοβέρες τού Δία, τού πνεύματος τού κακού καί τού μίσους. Τον υποστηρίζουν ή μάνα του ή Γή καί ή αγαπημένη του Ασία, τό πνεύμα τής φύσης. Ή Δημογοργόνα, ή προπσρχική δύναμη τού κόσμου εκθρονίζει τον τύραννο Δία καί τότε δ Ηρακλής έλευθερώνει τον Προμηθέα. Έ τσι εγκαθιδρύεται μιά ιδεατή κοινωνία, όπου επικρατεί ή αγάπη καί οπού δέν υπάρχουν θ ρ ό ν ο ι, β ω μ ο ί, δ ι κ α σ τ ή ρ ι α κ α ι φ υ λ α κ έ ς, καί όπου υπάρχει μιά νέα τάξη πραγμάτων καί δ άνθρωπος ζεί Χ ω ρ ί ς σ κ ή π τ ρ α, έ λ ε ύ θ ε ρ ο ς, ά π ε ρ ι ό ρ ι σ τ ο ς, μ ά ά ν θ ρ ω π ο ς * ί σ ο ς, ά δ ι α β ά θ μ η τ ο ς, χ ω ρ ί ς φ υ λ ή κ α ί έ θ ν ο ς, α π α λ λ α γ μ έ ν ο ς ά π ό τ ό δ έ ο ς, τ ή λ α τ ρ ε ί α, τ ο ύ ς β α θ μ ο ύ ς, ό ί δ ι ο ς β α σ ι λ ι ά ς * δ ί κ α ι ο ς, ε υ γ ε ν ι κ ό ς, σ ο φ ό ς, μ ά ά ν θ ρ ω π ο ς. Ή ανθρώπινη κοινωνία πού είχε κατατεμαχισοεί σέ άπομονιυμένα άτομα, δέ
140 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» νεται τώρα μέ τά δεσμά της αγάπης καί της κοινής σκέψης σ έναν ένιαΐο Άνθρωπο. Ή δυνατότητα για μια μεταρρύθμιση και αλλαγή τής καταστάσεως (κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής)'αποτελούν την ηθική υποχρέωση τού ίδιου τού ανθρώπου. Εκείνο πού προκαλεΐ την κοινωνική αδικία και τήν καταπίεση είναι ή έλλειψη ήθικής τάξεως. 01 τύραννοι δεν είναι παρά τά κακά στοιχεία τού ανθρώπου πού επικρατούν καί καταδυναστεύουν τά αγαθά στοιχεία του. Τό κακό δηλαδή δεν είναι συμφυές προς τήν ανθρώπινη φύση. Αλλά ή μεγαλύτερη απόδειξη γιά τά φιλελεύθερα καί ιδιαίτερα γιά τά φιλελληνικά αισθήματα τού Σέλλεϋ βρίσκεται στο λυρικό του δράμα «'Ελλάς» πού γράφτηκε τό 1821 μέ αφορμή τήν έκρηξη τής Ελληνικής Έπαναστάσεως. Τόσο ενθουσίασαν τον ποιητή τά νέα γιά τήν εξέγερση των Ελλήνων, ώστε μέσα σέ λίγους μήνες τό ποίημα ήταν έτοιμο. Ή άγωνιζόμενη Ελλάδα εύρισκε έτσι στο πρόσωπο τού Σέλλεϋ τον ύπέρμαχο τής δικαιοσύνης καί τον πιο αρμόδιο εκπρόσωπο νά μιλήσει γιά τά καταπατημένα δίκαιά της. Στον πρόλογό του ό ποιητής δηλώνει πώς τό ποίημά του είναι «μια αυθόρμητη έκδήλωση θαυμασμού πού τό μόνο της ένδιαφέρον (αν βρεθεί νά έχει καθόλου ένδιαφέρον) προέρχεται αποκλειστικά καί μόνο από τήν βαθειά συμπάθεια πού αισθάνεται ό συγγραφέας του γιά τό θέμα πού εξυμνεί». Ό ίδιος ό Σέλλεϋ ομολογεί on οί «Πέρσαι» τού Αισχύλου υπήρξαν τό πρώτυπο τού ποιήματος του. Καί πραγματικά, δπως ό μεγάλος Έ λληνας τραγικός αρχίζει τήν τραγωδία του μέ Χορό αιχμαλώτων γυναικών, έτσι καί ό Σέλλεϋ εισάγει έναν Χορό από Έλληνίδες σκλάβες πού μέ τό νοσταλγικό τραγούδι τους ταράζουν τον ύπνο τού σουλτάνου Μαχμοΰτ, προλέγοντας τον ερχομό τού πνεύματος τής Ε λευθερίας: Κ ι έ τ σ ι ή λ ε υ τ ε ρ ι ά ξ α ν α γ υ ρ ί ζ ε ι σ δ, τ ι ά τ τ * τ ή ν Ε λ λ ά δ α έ χ ε ι ά π ο μ ε ί ν ε ι. Ό σουλτάνος ξυπνά τρομαγμένος γιατί στον ύπνο του βλέπει τήν κατάρρευση τής αυτοκρατορίας του. Ακολουθεί ή απαγγελία τής πρώτης από τις δύο λυρικότατες ωδές πού περιγράφει τήν ανακύκληση των αιώνων καί τήν έλευση τού Χριστού. Τ ό μ ι σ ο φ έ γ γ α ρ ο τ ο Ο Μ ω ά μ ε θ ά ν έ τ ε ι λ ε κ α ί θ ά δ ύ σ ε ι, έ ν ώ λ ά μ π ο ν τ α ς σ τ ό κ α τ α μ ε σ ή μ ε ρ ο τ ο υ Ο υ ρ α ν ο ύ ό σ τ α υ ρ ό ς δ δ η γ ε ί τ ι ς γ ε ν ι έ ς. "Οπως ό Ά γγελος ατούς «Πέρσες», έτσι καί ό Χασάν στήν «Ελλάδα» εμφανίζεται στή σκηνή γιά νά φέρει στον σουλτάνο τις ειδήσεις γιά τήν έκρηξη τής Έ π α ναστάσεως. Τό πνεύμα του Μωάμεθ πού καλείται από τον τάφο μέ τή βοήθεια ένός Ε βραίου γέρο - φιλόσοφου προλέγει τήν πτώση τής αυτοκρατορίας, γιατί είναι φυσική συνέπεια δ,τι είναι υλικό νά έρχεται καί νά παρέρχεται, έκτος από τήν Ελλάδα, τής οποίας τά θεμέλια δέν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, άρα αθάνατα. Μ ά ή Ε λ λ ά δ α τ ό γ ι γ ά ν τ ι ο θ έ μ ε λ ό τ η ς β α θ ε ι ά, κ ά τ ο υ ά π τ ο υ Π ό λ ε μ ο υ τ ό ρ έ μ α θ ε μ έ λ ι ω σ ε σ τ ό ν κ ρ υ σ τ α λ λ ο β υ θ ό τ η ς, ο π ο ύ ε ί ν * ό Λ ό γ ο ς ρ ή γ α ς μ α ι ώ ν ι ο σ τ έ μ μ α, ά π ό τ ά π ε ρ α σ μ έ ν α τ ά π α ι δ ι ά τ η ς, ά θ ά ν α τ α κ ι ν ο ύ ν τ ά τ ω ρ ι ν ά. ( Μ τ φ. Α. Μ ι λ ά ν ο υ - Σ τ ρ α τ η γ ό π ο υ λ ο υ )
141 ί Ό Σέλλεϋ στον αγώνα θρίαμβο της δικαιοσύνης και της καταπιέσεως. των Ελλήνων έναντίον των Τούρκων διαβλέπει τον τού πνεύματος τού πολιτισμού έναντίον τής βίας καί Καί τόσο προφητικός ήταν ό στίχος τού Σοφοκλή «Μάντις είμ έσθλών άγώνων», πού δ Σέλλεϋ είχε βάλει ώς προμετωπίδα στο ποίημά του, άποδείχτηκε από την επιτυχία τής Ελληνικής Έπαναστάσεως. ΤΑ Χ ΕΡΙΑ Πέρα απ τα κυπαρίσσια ό ήλιος πότιζε μέ τό αίμα του την μήτρα των χρωμάτων. Ή ταν τότε πού στη γραμμή των χεριών σου τά περιστέρια προσανατολίστηκαν στη μουσική τού όνείρου. Πέρα απ τά κυπαρίσσια ήρθε καί κούρνιασε στή χούφτα σου ή πίκρα των αγγέλων καί φέξανε τά δάχτυλα τής μοναξιάς μαγνήτης. Ψηλά στά κυπαρίσσια II άκούμπησε τό φωτοστέφανο τής σελήνης τήν ανατριχίλα των άστρων. Χλώμιασε ή γής στήν παγωμένη τού Θεού ανάσα καθώς σεργιάνιζε τον πόνο τού ερημίτη κάτω από τά πέπλα των κρίνων. Άδραξες μέσ τήν παλάμη τήν οδύνη γιά νά τήν πλάσεις ελπίδα των καιρών. Μά στών δαχτύλων τον χορό άνέμισε ρυθμός ή σιωπή. Κάτο) απ τά κυπαρίσσια τό ρίγος τής ζωής σπόρος τής μνήμης στά χέρια σου γαρύφαλο θ ανθίσει γιά νά μεθά στήν ευωδιά ή αιωνιότητα τήν αυγή τής απουσίας! Ν ΙΚ Ο Σ Α. ΤΕΝ ΤΑ Σ
142 ΛΕΥΚΗΣ ΣΑΡΑΤΣΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ I. ΑΡΤΑ (όπου σμίγ ΐ ή ιστορία μέ μόν θρύλο) 'Ή τ α ν μια ολόφω τη φθινοπω ριάτικη μέρα, πού έμοιαζε καλοκαιρινή. Ε ί χ ε μια γλύκα τ αγέρι, καθώς σέ κτυποϋσε στο πρόσωπο, κι ή γή, ποτισμένη άπό μια χλιαρή ύγρασία, άνάσαινε βαθιά, κάτω άπό τις ζεστές άχτίδες του ήλιου. Τ ρέχαμε, πάνω στα γνώ ριμα ηπειρώτικα βουνά, άνάμεσα άπό αύστηρά, άγρια και ορεινά τοπία, για νά άνταμώσουμε έκείνη τή μικρή πολιτεία, μέ τις άπειρες φυσικές ομορφιές, τις ιστορικές μνήμες, τις βυζαντινές έκκλησίες, τούς πύργους και τά κάστρα, τις πορτοκαλιές καί τά τρεχούμενα νερά. Τ ή ν Ά ρ τα. Τ ή ν μικρή αυτή πολιτεία, πού τή ζώ νει τό μ εγάλο ποτάμι, ό Ά ραχθος, μέ τό άπλω τό του κορμί, τό μαύρο και δυνατό, πού τρ έχ ει και κ υ λιέται και σέρνεται, καί γονιμοποιεϊ τον πλούσιο κάμπο, και χαϊδεύει τήν πόλη, κ ι ύστερα τραβα, και χά ν ετα ι μέσα στή θάλασσα τού Ά μβρακικοϋ. Τό ταξείδι για τήν Ά ρτα, έμοιαζε τώρα μέ φωτιά, πού έκαιγε, μέ μιά μυστική φ ω νή, δυνατή οάν τό κρασί. Μιά φω νή πού έβ γα ιν ε από χρόνια μακρινά, πολύ μακρινά, άπό τότε πού ή Ά ρ τα δέν είχε αύτό τό άνομα, και πού ή τα ν πολύ κοντά στήν θάλασσα, χτισμένη στις όχθες τού Ά ρ α χθ ο υ ποταμού. 'Η τ α ν τότε ή πιο σπουδαία πόλη των Μολοσσών, τήν έλεγα ν Ά βρακία κι ό π αυτήν πήρε τό ονομά του ό Ά μβρακικός κόλπος. Οί Κορίνθιοι, οι μεγάλοι άποικιστές εκείνου τού καιρού, δέν άργησαν νά τήν άνακαλύψουν, κι δταν ό Μ ελανεύς, ό βασιλιάς τής Ά μβρακίας, τούς ζήτησε βοήθεια, γιά νά εξασφάλιση τήν ησυχία του, άπό τούς γείτονές του, βρήκαν τήν ευκαιρία νά τή ν κά νουν άποικία τους, τοποθετώ ντας γιά άρχοντα τό γιο τού Τ ύρ α ν νου τής Κορίνθου, τον Γόρδο, καί νά μεταφέρουν άκόμη και Κορίνθιους, πού εγκαταστάθηκαν στον πλούσιο κάμπο της., μόνιμα. Γιά νά κάνουν τήν θέση τους πιο σταθερή, τήν οχύρωσαν. Έ χτισ α ν, στον πιο ψηλό λόφο τής πόλης, τήν Α κρόπολη, καί τήν προστάτεψαν γ ύ ρ ω -γ ύ ρ ω μέ δυνατά τείχη. Άκόμη καί στο λιμάνι, έχτισαν τείχη. «Έ σ τι δέ καί επί θαλάσσης τείχος καί λιμήν» μας λ έ γ ε ι άρχαϊος ιστορικός. Ή Ά μβρακία έδωσε τό παρών καί στις Πλαταιές καί στήν Σαλαμίνα. Ό μ ω ς ξέπ εσ ε άπό κακία διοίκηση. Π ολύ αργότερα, ό βασιλιάς τής Μ ακεδονίας, ό Φ ίλιππος, παντρεύτηκε τήν Μ υρτάλη, τήν βασιλοπούλα τής Ά μβρακίας, καί τής άλλαξε τό άνομα. Τ ήν ονόμασε Ολυμπιάδα. Καί είναι αύτή πού γέννη σ ε τον Μ έγα Α λέξανδρο. ΚΓ ό Πύρρος, άπό τήν ίδια γενιά ήταν. Έ κανε κγ αυτός τήν Ά μβρακία τό 307 π.χ. πρωτεύουσα τής Ηπείρου, έχτισε μάλιστα καί μ εγα λ ό π ρ επ ο ναό, στήν Ά μβρακία, τήν κόρη τού πρώτου οικιστή της. Μά εκείνο, λένε, πού έκανε υπέρλαμπρο, ήταν τό βασιλικό άνάκτορο πάνω στήν Α κρόπολη, πού το ονόμασε Πυρρειον. Π νεύμα ανήσυχο καί φιλόδοξο, πολέμησε στήν Μακεδονία, στήν Ιταλία, στις Συρακούσες, καί τελικά σκοτώθηκε τυ χα ία στο Ά ρ γ ο ς τής Π ελοπόννησου.
143 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 41 Ή Άμβρακία ερήμωσε μέ τον καιρό, μά ιό τελειωτικό της κτύπημα, τό πήρε μετά την νίκη στό Άκτιον, πού ό Όκτάβιος - Αύγουστος κατετρόπωσε τον Μάρκο 'Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, και γιά νά θυμάται την νίκη του αύτή, έχτισε την Νικόπολη, και την στόλισε μέ υπέρλαμπρα δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα. Σ' αύτήν ήλθαν νά μείνουν οί κάτοικοι τής Άμβρακίας. Κι' άπό τότε κούρνιαζαν τά νυχτοπούλια οτά γκρεμισμένα κάστρα της κι' οι κουκουβάγιες οτά χαλάσματα, πού έμειναν βουβά και έρημα. Πόσα χρόνια πέρασαν άπό τότε, κανείς μέ άκρίβεια δέν μπορεί νά ύπολογίση. Ή κοιμισμένη πόλη ξύπνησε ένα πρωϊνό πιο όμορφη, μά τώρα την έλεγαν 'Άρτα. Ποιός τής έδωσε αύτό τό όνομα; Κανείς δέν ξέρει, ύποθέσεις πολλές υπάρχουν. Άρχισε σιγά-σιγά νά γεννιέται ένα νέο κράτος, πάνω ατά χνάρια τά παλιά. Έ να κράτος πλούσιο, πού τό διάλεξαν οι Βυζαντινοί πρίγκιπες γιά νά κτίσουν χριστιανικές έκκλησιές, παλάτια άρχιεπισκοπικά, ν' άνοίξουν δρόμους και νά δώσουν ζωή στό 'έμπόριο. Ό πρώτος πρίγκιπας, ό Μιχαήλ 'Αγγελος Κομνηνός, ίδρυσε τό άνεξάρτητο Δεεσποτάτο τής 'Ηπείρου και έκανε την Άρτα πρωτεύουσά του. Έχτισε, λοιπόν, πάνω στην παλιά άκρόπολη ένα δυνατό κάστρο, οτά ίδια χνάρια πού ό Πύρρος είχε τό παλάτι του, και τό κάστρο γέμισε ζωή και λάμψη! «Πορτοκαλιές! Πορτοκαλιές! Άνοίξτε τά παράθυρα του αυτοκινήτου! Τί όμορφες πού είναι!...» Οί ξαφνικές φωνές έσβησαν άπό μπροστά μου τό όραμα... 'Αναπήδησα στό κάθισμα κι άνοιξα τά μάτια διάπλατα. Είχαμε μπή σ' ένα ύπέροχο δάσος άπό πορτοκαλιές. Έ ξοχες εικόνες, πού σφιχτοδένουν τήν εντύπωση καί τις άπολαμβάνεις μέ όλες σου τις αισθήσεις. 'Όμορφα χωριά, φυτρωμένα σάν μανιτάρια, δροσολογοϋν στον πορτοκαλανθό, μά πνίγονται στή λάσπη τό χειμώνα. Οί βάτοι, θεριεμένοι άπλωναν κλαδιά κι' άγκαλιάζονταν σφιχτά κι' έκανα φράχτη άπέραστο καί πάϊ τους έβλεπες νά κατεβαίνουν τή δημοσιά βλάχοι μέ δισάκια καί τσαρούχια, σέρνοντας άπ' τό καπίστρι τό μουλάρι φορτωμένο. Ό δρόμος έσώθηκε καί πλησιάσαμε στήν Άρτα. Τό θρυλικό γεφύρι μας ύποδέχθηκε στήν είσοδο. Σταθήκαμε κοντά του. "Υστερα περπατήσαμε στή ράχη του. 'Έργο τεράστιο γιά τήν εποχή εκείνη. Τό λυγερό τούτο γεφύρι πετροδένει ζεύοντας τον Άραχθο, μέ τις οκτώ άρμονικές καμάρες του. Δυνατό, άγέρωχο, μεγαλόπρεπο, τράνεψε καί θέριεψε στήν φαντασία τού λαού κι' έγινε δράκος πού κατάπινε τούς μάστορες καί τούς μαθητάδες, καί π λ έ χτηκαν θρύλοι καί τραγούδια γιά τό στέργιωμά του: «Σαρανταπέντε μάστοροι κι' έξήντα μαθητάδες, όλημερίς τό χτίζαμε, τό βράδυ γκρεμιζόταν». Πόση συγκίνηση χαρίζει στούς άνθρώπους ή θυσία τής όμορφης γυναίκας τού πρωτομάστορα, πού τό στέριωσε, έτσι όπως τό θέλει ό παλιός, ό πολυτραγουδισμένος λαϊκός μας θρύλος. Ό Καζαντζάκης έγραψε οτά χρόνια τά τωρινά τήν τραγωδία του «Ό πρωτομάστορας» κι ό Καλομοίρης τήν τόνισε... 'Ανεβήκαμε στό κάστρο της. θεόρατο, λές κι' ό ίδιος ό θεός τόχτισε καί τό πύργωσε, πανύψηλο καί ολόρθο, άνάμεοα γής κι' ούρανοϋ, άπαρτο κι' α πάτητο, χτισμένο άπό γκρίζα πέτρα, μόχθος καί αίμα εκατοντάδων άνθρώπων. Ή ψυχή σου ξεκολλάει γιά μιά στιγμή καί χύνεται μαζί του στό άπειρο. "Ενας όγκος γυμνός, τραχύς, όλόϊδιος γρανίτης, όρμάει προς τον ούρανό, χωρίς φόβο, χωρίς μετάνοια. Αρπαγμένοι άπό μύριες σκέψεις ακολουθούμε τά μονοπάτια πού φέρνουν στ άπόκρυ(μα τού κάστρου... Σάν απόηχος έρχεται στ' αυτιά μου τ' άλαφροπάτημα τής αρχόντισσας, πού βγήκε οάν αιθέρια όπτασία στή φεγγαράδα ν' άπολαύοη, άθέατη, τήν εύωδιά τού κήπου. Τής είπε ό Αγγελιοφόρος πούς ό Άγγελώνυμος Κομνηνός νίκησε κι αύριο θά γυρίση. "Ολο τό παλάτι έτοιμάζει τήν ύποδοχή τού μεγάλου άρχοντα. Τί
144 142 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» δόξα! Τί πλούτος! Τί1 άλήθεια, ιί όμορφη εποχή! Είχα άκουμπήοει ο ένα μικρό προπύργιο κι* είχα μεταμορφώσει τούς συνταξιδιώτες μου σέ άρχοντες τού Κάστρου. Μια σαύρα πού τρύπωσε στά χαμόχορτα, κι' ένα κοράκι άρπαχτικό πού κρώζει πάνω άπ τό κεφάλι μου, μ έπανέφερε στήν πραγματικότητα. Έτρεξα τότε βιαστικά κοντά τους, θ ε έ μου! Τί έρείπια χορταριασμένα! Ά ψ υχα! Σιωπηλά! Σκυθρωπά! Ρημαγμένοι τοίχοι, ξεραμμένες στέρνες, ανήλιαγες φυλακές... Πόσοι άραγε νάχουν άφήσει έδώ έπάνω τ ά- χνάρια τους...τώρα τό κάστρο στέκει σιωπηλός μάρτυρας, μιας παλιάς λαμπρής έποχής. Για πόσα χρόνια άραγε; Έπειτα θά γίνουν άνασκαφές γιά νά βρουν τά σημάδια. 'Όμως, στην καρδιά μας ζή πανώριο, ύπέρλαμπρο. Ό ταν μπαίνωμε μέσα, από την καστρόπορτα μέ τις άμπάρες και τά βαριά κλειδιά, ξαναζωντανεύει ή κουρσεμένη άπό τά πάθη τής ζωής καρδιά μας και βρίσκει νέα νάματα, μπροστά στο συγκλονιστικό μεγαλείο πού τής άποκαλύπτεχαχ... Πήγαμε καϊ στήν Μητρόπολη τής Βυζαντινής Άρτας. «Την Σεβασμιωτάτη καί Βασιλική, και Πατριαρχική, Μεγάλη Εκκλησία» πού σέ άφήνει ά φωνο μέ την κομψότητα, την άσύγκριτη κεραμοπλαστική, τά ψηφιδωτά καϊ την μεγαλοφυϊα τής αρχιτεκτονικής της. Είναι ή Παρηγορίτισσα, αυτό τό επίγειο θαύμα. Ό τρούλλος μέ τον Παντοκράτορα, θαυμάσιο ψηφιδωτό, καθώς τό κοιτάς σού ζεσταίνει την καρδιά, και γύρω οί προφήτες καϊ τ Α γγελούδια. Στο τέμπλο μέ τό Χριστό στήν άγκαλιά, ή Παντάνασσα, ή Αειπάρθενη, ή Πλατυτέρα των Ουρανών, ή Παναγία, ή Παρηγορίτισσα, ή Κυρά τών Αγγέλων, μέ τά γελαστά μάτια, πού γεμίζει την καρδιά σου παρηγοριά, γλυκύτητα κγ ελπίδα. Είδαμε καϊ τήν πανέμορφη έκκλησιά τού Άγιου Γεωργίου, πού την έ χτισε ή βασίλισσα θεοδώρα, όπως καϊ τό μοναστήρι τών Βλαχερνών, καϊ σ αύτή ζήτησε νά τήν θάψουν. Σήμερα ονομάζεται Άγια θεοδώρα. Ό τάφος τής Βασίλισσας, μέ τά μαρμάρινα σκαλίσματα, είναι προσκύνημα γιά τούς πιστούς, άφού ή εκκλησία μας τήν κατέταξε άνάμεσα στους Άγιους. Τό βράδυ τ άγκάλιαζε όλα σιγαλά μέ τή γλύκα του κι εμείς, μπλεγμένοι στά γραφικά της σοκάκια, γυρεύαμε τήν έκκλησιά τού Άγιου Βασιλείου. Τα κλαδιά ένα γύρω έκρυβαν τήν κεραμόπλαστη πανώρια έκκλησιά μέ τά ώραϊα γεωμετρικά σχήματα, φτιαγμένα άπό κόκκινο κεραμίδι. Τούτη ή πόλη, κάθε βράδυ πού πέφτει τό σούροοπυ, σέρνει πάνω της μια βαθιά μυστηριακή γοητεία. Ό ουρανός παίρει ένα χρώμα ξεθωριασμένης βασιλικής πορφύρας κι όλα σκουραίνουν σιγά-σιγά* έκκλησιές, κυπαρίσσια, ποτάμια, γιοφύρια, κάστρα, χαλάσματα, στοιχειωμένα άπό τις ματωμένες ιστορίες τους... II. ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ (ττοιμβνική έλάτινη βίγλα) Άπό καιρό έσερνα μέσα μου τ όραμα τού Καρπενησιού. Τό σχέδιαζα στη φαντασία μου χτισμένο σ έναν γιγαντόβραχο σαν άητοφωλιά, άνάμεεσα οέ λεβεντόκορμες πλαγιές κι άκατάδεχτες χιονοσκέπαστες όλοχρονϊς βουνοκορφές. Είχα τήν τήν αίσθηση μιας τραχείας κγ αγέρωχης τοποθεσίας δυνατής σά νιό κρασί, πού σέ μεθά ή άθωότητά του. Παλιότερες αισθητικές εικόνες άπό τα Φουρνα τής Ευρυτανίας είχαν πλέξει μιά άλυσίδα άνόθευτης ομορφιάς κι είχαν δημιουργήσει τήν επιθυμία γιά ένα ταξίδι στο διπλανό ορεινό Καρπενήσι. Κόντευε νά τελειώαη ή Άνοιξη. Τό καλοκαίρι ήταν πρώϊμο, οί μέρες ζεστές καϊ λιόλουοτες,καϊ τ όραμα είχε γίνει φωτιά, μυστική φωνή,
145 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 143 προσδοκία. Προσδοκία καί δέος για ιό άντίκρυομα μιας ιιιανικής συμφωνίας μυθικών βουνών, σ ένα γιγαντοπάλεμα μέ τούς άέρηδες, τις χιονοθύελλες, τ άνεμόβροχα, τά σύννεφα, τις καταιγίδες. Μια ετοιμασία ψυχική περισσότερο για νά μπορέσης νά δεχθής την άποπνευμάτωση τής ύλης σέ μια σύνθεση όπό φώς, μεγαλοπρέπεια, δύναμη, ηρωικό αγέρα και γαλάζια απεραντοσύνη. Ή μέρα πού είχαμε καθορίσει για τό ταξίδι άρχιζε μ' ένα ρόδινο γλυκοχάραμα, κι ή χαρούμενη συντροφιά ξεκίνησε με κέφι κι εύχάριστη διάθεση. Τά σιωπηλά σπίτια μέ τά σφαλιστά παράθυρα, οί αγουροξυπνημένοι λιγοστοί διαβάτες μέ τά βαριά βήματα, τά νυσταγμένα φανάρια στούς έρημους δρόμους, τυλιγμένα δλα σέ μιά διάφανη γκρίζα αύγινή ομίχλη έμοιαζαν μέ φιγούρες μιας μακρινής έποχής πού την είχε σπεπάσει ή γαλήνη και ή μοναξιά. ΤΗταν άλήθεια μικρολεπτομέρειες πού κανείς δέν τις πρόσεξε στο ξεκίνημα. Αφήσαμε τό Βόλο πίσω μας και άνεβαίναμέ στούς άνάλαφρους κυματιστούς λόφους. Τό θαλασσινό άγέρι τό νοιώσαμε οάν εύλογία πού δρμησε άπό τό όνοιχτό παράθυρο τού αύτοκινήτου. Στη Λαμία φτάσαμε νωρίς και σταθήκαμε γιά λίγο στην παλιά πλατανοοκέπαστη πλατεία. Τό πρωϊνό ήταν καθάριο κι* ό άγέρας ήταν άκόμα άνόθευτος από τις λογιών λογιών μυρωδιές. Την προσοχή μου τράβηξε ώστόσο μιά συντροφιά βλάχων μέ φουντωτά τσαρούχια. ΤΗταν όρθιοι πλάϊ στη βρύση και συζητούσαν φωναχτά μεταξύ τους. Τό θέμα πρέπει νάταν καυτό γιατί όλοι έδειχναν σεβασμό, σωπαίνοντας όταν μιλούσαν οί δυο γεροντότεροι. Ποιος ξέρει άν έλυσαν τό πρόβλημά τους. Πήραμε τό δρόμο τού Καρπενησιού, πού ξετυλίγονταν πλάϊ στις δροσερές όχθες τού Σπερχειού. Χιλιάδες πλατάνια καί λεύκες άσημόφυλλες βεργολυγοσύαν τά δροσερά κλαδιά τους στ άπαλοφύσημα τ άγέρα. Φτάσαμε στη Μακρακώμη κι ύστερα άνηφορίσαμε. Άνεεβαίναμε σπς κοντινές βουνοπλαγιές, κατηφορίζαμε καί πάλι άνεβαίναμε ώσπου ορθώθηκε κοφτά, μεγαλόπρεπα, μπροστά μας τό χωριό Τυμφρηστός. ~Ηταν μιά αμφιθεατρική φαντασμαγορία. Άπό τούς πρόποδες ώς τήν κορφή έμοιαζε κρεμασμένο στ άκρόχερο τού ομώνυμου βουνού. Στήν κορφή φάνταζε ή μικρή του έκκλησία καί καθώς τή χάιδευαν οί ήλιαχτίδες λαμπύριζε οάν ολόχρυσο στέμμα. Τό αύτοκίνητο άνέβαινε μ ένα ζίκ - ζάκ τήν πλαγιά, άνάμεσα από σπίτια κρεμαστά, μέ μπαλκόνια καί αύλές πνιγμένα οτύ λουλούδι. Χαρουπιές καί κερασιές ολάνθιστες, καταπράσινες καστανιές καί στήν κορυφή λαμπαδιαστά έλατα, έξοχοι πολυέλαιοι στο ναό τής φύσης, έκαναν τό μάτι νά ξεκόβη καί νά βυθίζεται στο γαλανό άπειρο. Τό κρύο είναι αισθητό σ αύτό τό ύψόμετρο πού φτάνει τά χίλια εξήντα μέτρα, γι αύτό σέ πολλά σπίτια τά τζάκια κάπνιζαν. Στις πλαϊνές βουνοκρφές τό χιόνι ήταν άλειωτο ακόμη. Στο όροπέδιο μάς κύκλωσαν τά σύννεφα καί ή ομίχλη. Έπειτα ό δρόμος κατηφορίζει μέσα σέ μιά έξαίσια έλάτινη θάλασσα καί κάπου έκεϊ στό πλάι, χωμένο σ ένα φαράγγι ανήλιαγο κγ άφώτιστο τούτη τή μέρα, τό ομορφότερο χωριό τής Εύρυταίας, ό "Αη Νικόλας. Τό τοπίο μοιάζει άλπεικό καί οί κεκλιμένες στέγες θυμίζουν έλβετικά σαλέ. Τό χιόνι φωλιάζει στά σωθικά του καί τά πλατάνια δέν άνοιξαν άκόμη τά μάτια τους. 'Όμως τό πράσινο έλατο βασιλεύει παντού. Οί βουνοκορφές ένα γύροι, κοφτές, απότομες, ήρωϊκές, όσο κατεβαίνεις τόσο αύτές γιγαντώνουν καί γιά λίγες στιγμές νοκοθεις εκμηδενισμένος, μπροστά σιόν τιτανικό τους όγκο. Κι άξαφνα, πάνο> στό τραχύ οροπέδιο, ξεπετιέται ένα μπρατσόκλαδο τού Βελουχιού σφιχταγκαλιάζοντας τό Καρπενήσι. Σωστή άητοφωλιά. Τούτη ή κορφή, γυμνή, κοφτή, κοτνική, μοιάζει μέ τεράστια άψίδα γοτθικού ναού, πού δρομίζει τις ψυχές στή λευτεριά τής απεραντοσύνης. Μας ύποδέχονται οί εργατικές κατοικίες, μίσος)παγμένες, γκρίζες, παν
146 ΕΣΤΙΑ» ομοιότυπες μέσα ο' ένα λασπώδες ίσιωμα. Φτάσαμε στην κατηφορική πλατεία του Καρπενησιού και σταματήσαμε κοντά στο μεγάλο κεντρικό καφενείο. "Από τούς πρώτους πού έρχονται νά ο άνταμώσουν είναι τό βουνίσιο αγέρι πού κατεβαίνει άνεμπόδιστο άπό τό Βελούχι, κι ό Μάρκος Μπότσαρης σοβαρός κι αλύγιστος μέσα στην μαρμαρένια του στολή. Φέρνεις ένα γύρω τό μάτι και νοιώθεις κλεισμένος, φυλακισμένος μέσα σέ ηρωικά τιτάνια τείχη. Δρόμοι και σπίτια είναι σκαρφαλωμένα στην πλαγιά μέ τα μάτια άνοιχτά στον ήλιο, σφιγμένα οτητά, σεμνά σάν τά γύρω βράχια. Οί πλαγιές δασωμένες δίνουν τό χέρι ή μιά στην άλλη λες κι άρχίζουν έναν ατέλειωτο λεβέντικο χορό μέ πρώτη την άγέρωχη Πίνδο. Κατηφορίσαμε γιά τό Μεγάλο Χωριό. Σέ μικρή άπόσταση μιά φτωχή πινακίδα μέ τή λέξη «Κεφαλόβρυσο» σέ συγιανεϊ γιατί ζωντανεύουν στή μνήμη σου ιστορία καϊ θρύλος. Στρίψαμε, και σέ λίγο βρεθήκαμε σέ μιά ειδυλλιακή τοποθεσία γεμάτη γοητεία και δόξα. Πανύψηλα χιλιόχρονα πλατάνια, λεύκες αρχόντισσες των νερών, κερασιές και μηλιές ντυμένες στ* άσπρορόδινα, άμέτρητα πουλιά κι* ένα ποτάμι ολόδροσο, ό Καρπενησιώτης παραπόταμος τού "Αχελώου, πού τον ζώνει μιά πανέμορφη γέφυρα άπό χοντρά δοκάρια, ολοκληρώνουν' ένα πλαίσιο ομορφιάς μέ φόντο τό δοξασμένο τάφο τού Μάρκου Μπότσαρη. Έ ν α φτωχό απέριττο μνημείο κι" έπνάω καρφωμένη μία πλάκα: «Ενταύθα έπεσε ό ήρωας τού Σουλίου Μάρκος Μπότσαρης την 9ην Αύγούστου 1823 μαχόμενος κατά των Τούρκων». Γιά τό μνημείο μερίμνησε ό σύλλογος των Τεχνοεργαχών τό Λίγο πιο πέρα, στήν πανέμορφη αυτή τοποθεοία, πού τό καλοκαίρι γεμίζει κόσμο, είναι οί πηγές, πού άναβλύζουν αθόρυβα νερά πεντακάθαρα καί κρουσταλένια. Γιά τον λ ίόρκο Μπότσαρη καί τήν ήρωϊκή μάχη τού Καρπενησιού μάς μίλησε ό ιστορικός τής συντροφιάς κ. Δ.Μ., πού είχε καί κάποια συγγένεια μέ τήν περιοχή. Συγκινητικό ήταν μας είπε δτα ή τότε κυβέρνηση τον διώρισε αρχιστράτηγο τής Δ. Στερεάς καί βλέποντας ό Μάρκος τούς άλλους οπλαρχηγούς νά δυσανασχετούν, έσχισε τό δίπλωμα μπροστά τους καί είπε: «'Όποιος είναι άξιος παίρνειε τό δίπλωμα μέ τό σπαθί του μπροστά στον ε χθρό». Τούς άφησε καί ήλθε στο Καρπενήσι μέ τούς 350 Σουλιώτες του νά συνάντηση τούς "Αλβανούς τού Μουσταφά Πασά. Τήν ίδια μέρα έφτασε καί ή εμπροσθοφυλακή μέ άρχηγό τό Τζελαλεδίν μπέη καί Τουρκαλβανούς, πού κατάλαβα ντο Καρπενήσι και στρατοπέδευσαν κοντά στο Κεφαλόβρυσο. "Εκεί mo κάτω ήταν κρυμμένος κγ ό Μάρκος Μπότσαρης. Τήν ίδια νύχτα τής 9ης Αύγούστου, τό 1823, κγ ενώ οί Τούρκοι κοιμόντουσαν, τούς έπετέθηκε ό Μάρκος μέ τούς Σουλτώτες του καί τούς έκαμε μεγάλη καταστροφή. Μάλιστα λίγο έλειψε νά αίχμαλωτίση ό ίδιος τον Τζελαλεδίν μπέη. Ό ταν σήκωσε τό κεφάλι άπό τήν μάντρα νά δή τί γίνεται μέσα στην σκηνή τού Τούρκου, μία οφαίρα τον χτύπησε στο μέτωπο καί τον άφηοε νερό. Τό δειλινό κοντοζύγωνε. Στο Καρπενήσι ό ήλιος χάνεται γρήγορα γιατί τον καταπίνουν τά βουνά, όμως μιά φωτεινή άνχαύγεια κρατα γιά πολλή ώρα ακόμη. Ό δρόμος άρκετά καλός μάς άνέβαζε στο Μεγάλο Χωριό. ΤΗταν έναρμονισμένο μέσα σέ μιά ποιμενική ελάτινη συμφωνία, πλαισιωμένο άπό ολάνθιστες πετροκερασιές, μηλιές, άχλαδιές καί χαρουπιές. Ό λ α έλαμπαν μέσα σέ μία χρυσαφένια φαντασμαγορία άνεπανάληπτης όνειερικής ο μορφιάς. Τό Μεγάλο Χωριό, χτισμένο στήν πλαγιά τής Καλιακούδας, είχε στο πλάι τή Χελιδόνα (1975 μ. ύψος) καί μπροστά ίου ένα τεράστιο άνοιγμα ώς τό άπέναντι βουνό, πού ήτα νχτιαμένο τό Μικρό Χωριό, σχεδόν έρημο τώρα, ύστερα άπό τήν τρομερή κατολίσθηση πού έθαψε τό μισό χωριό καί
147 χάθηκαν 13 άτομα. To κακό θά ήταν μεγαλύτερεο άν οί περισσότεροι χωρικοί εκείνη την Κυριακή δεν ήταν στήν εκκλησία, τό μέρος τής οποίας δεν κατολίσθησε. Στην «Αντιγόνη», το ξενοδοχείο του Χωρίου, βρήκαμε η>αγητό, σπεσιαλιτέ οί άγριες ποταμίσιες πέστροφες ήταν ένα άξέχαοτο τρικούβερτο γλέντι καί ύπνο κάτω από άρκετές κουβέρτες. Τό πρωί έπισκεφθήκαμε την "Αγία Παρακευή, μια πολύ κομψή καί χαριτωμένη εκκλησία, καί τό βυζαντινό εκκλησάκι τοϋ 'Αγίου Αθανασίου. Στήν άκρη του ναού, σέ μια λιθόκτιστη λειψανοθήκη, φυλάγονται τα οστά των Μεγαλοχωριτών πού έκτελέστηαν όπό τούς Γερμανούς τό Κατεβήκαμε πεζή τή ρεματιά, ενώ τά αυτοκίνητα έκαναν τό γύρο και μάς περίμεναν. θέλαμε νά πάμε στον Γϊρουσσό. Έδώ μέσα στήν άρρενωπή ομορφιά γίνεσαι ένα μέ τό περιβάλλον κι άφομοιώνεσαι μαζί του. Πρώτος σταθμός ό Γαύρος, τό μικρό χάνι πλάϊ στο ποτάμι, μέ τό πρωτόγονο καφενεδάκι, κγ ύστερα άρχιζε ένας χωματόδρομος πού οδηγούσε σέ άγρια βουνά, έλατοσκέπαστα καί κρυφόπαιζε μέ τον Καρπενησιώτη πού σερνόταν πλάϊ του. Σέ μεριές - μεριές νόμιζες πώς θά κατρακυλήσης στήν άβυσσαλέα χαράδρα πού σχημάτιζε έπιβλητικούς μικροκαταρράχτες καί άνάβρες, κι άλλοτε πάλι σ έπιανε τρόμος όταν βρισκόσουν κάτω από γιγαντόβραχους, ιδίως σ ένα στενό πού τό σχημάτισαν δυο κατακόρυφοι μαύροι βράχοι πάνω από 500 μέτρα ύψος, άπότομοι, τρομαχτικοί καί άγριοι, σταματούσε ή άναπνοή σου μπροστά στο θαυμαστό μεγαλείο τής φύσης. Στού βράχου τά στήθια, μιά μικροσπηλιά μ ένα πέτρινο χτιστό προσκυνητάρι καί τό αποτύποφα τού χεριού τής Παναγίας καί πλάι χαραγμένα γράμματα. Ό δρόμος δσο πάει καί γίνεται δυσκολώτερος. Μικρά αύτοκίνητα μέ κόπο κινούνται. Σέ μιά στιγμή είδαμε πώς ήταν άδύνατο νά προχωρήσουμε. Αφήσαμε τά αύτοκίνητα καί περπατήσαμε κανένα δεκάλεπτο μέχρι τά «Τριπόταμα» οχι δμως καί γιά τον Προυσσό πού τ άφήσαμε γιά άλλη φορά μέ τό «σαραβαλάκι» τής συγκοινωνίας. Τριπόταμα λέγονται γιατί έδώ σέ μιά επική συνάντηση ενώνεται ό Καρπενησιώτης μέ τον Κρικελιώτη μέσα σ ένα δυνατό βουητό, σάν δυο τεράστιοι δράκοντες ορμητικοί καί βίαιοι, κατρακυλώντας από άγριες χαράδρες, ό ένας άπό τήν Ανατολή κι ό άλλος άπό τό Βοριά, γιά νά κατεβούν στή Δύση σχίζοντας δυο άπόκρημνα βουνά καί νά σχηματίσουν έναν νεροδράκοντα, τον Μέγδοβα, σέ μιά μεγαλειώδη πράξη ανδρείας καί λεβεντιάς. Έ να γεφύρι πετροδένει τις δυο όχθες, κγ ένα φτωχό προσκυνητάρι στήν άκρη του, σημείο άνάγκης γιά μιά συμφιλίωση ή καλύτερα ένας κρίκος γιά μιά σύνδεση γής κι ούρανού. Γυρίσαμε στήν Καρύτσα. Σ ένα εύγενικύ νοικοκυρόσπιτο μας περίμενε ή ελληνική ή καλύτερεα ή άγνή χωριάτικη φιλοξενία. Ό ιστορικός δέν κρατήθηκε πού ή θειά του τον κατέπληξε κγ άρχισε νά τής άπαγγέλλη στίχους άπό τό «θαλερό» τού Σικελιανού. Αύτή, πανευτυχής, πίστεψε πώς ό άνηψιός της «γραμματιζούμενος» τδγραψε ό ίδιος γι αυτήν... Κι δμως τής πήγαινε τόσο πολύ. Τό Καρπενήσι ήταν μιά λύτροίση άπό τον ίδιο τυραννικό εαυτό μας. Ή άπλωσύνη τού κορμιού καί τής ψυχής, τό ξέσφιγμα άπό τούς πλοκάμους τής καθημερινής πεζότητας καί τής φτηνής συμβατικότητας, σέ κάνουν νά νοιώθης προ)τόγονα λεύτερος κγ απόλυτα ευτυχισμένος.
148 Α Ν Ω Ν Τ Μ Ο Τ Μ ε τ ά φ ρ α σ η α π ό τ ά ισ π α ν ικ ά Μ Α Γ Ι Α Σ Μ Α Ρ ΙΑ Σ Ρ Ο Τ Σ Σ Ο Τ ΑΑΖΑΡΙΓΙΟ ΝΤΕ ΤΟΡΜΕΣ (ΟΙ π ε ρ ιπ έ τ ε ιε ς καί οί ά ν α π ο δ ιέ ς το υ ) Ό Λαζαρίγιο άπό τον Τόρμες είναι ένα λιγοσέλιδο βιβλιαράκι. Αληθινό βιβλίο τσέπης. Και κυκλοφορεί παντού. Τό 1554 έκδίδεται για πρώτη φορά στο Μποΰργκος άπό τον Χουάν ντε Χούντα, μετά στο Αλκαλά, μετά στην Αμβέρσα άπό τον Μαρτϊν Νούσιο. Άπό την τελευταία αύτή έκδοση είναι και τούτη ή μετάφραση. Τό 1559 συμπεριλαμβάνεται στον κώδικα του Βαλντές χωρίς όμως ή καταδίκη του αύτή νά τον βλάψη Ιδιαίτερα. Ό Φίλιππος Β' διατάζει νά λογοκριθή. "Όπως και νάναι πάντως τό βιβλίο έξακολουθεϊ νά διαβάζεται και νά τυπώνεται. Τό 1573 βγαίνει στη Μαδρίτη «ό Λαζαρίγιο τιμωρημένος». Άπό τότε διαβάζεται συνεχώς δίχως νά ξεχνιέται. Ανήκει στην κλασσική λογοτεχνία τής Ισπανίας και ή άναφορά των διάσημων θαυμαστών του θά γέμιζε ένα βιβλίο πολύ μεγαλύτερο άπ αύτό του καημένου του Λαζαρίγιο. Οι μελετητές αιώνες σπαζοκεφαλιάζουν νά βρουν τον συγγραφέα του και τυραννοϋνται νά πείσουν ό καθένας δλους τούς άλλους πώς άνακάλυψε τον πραγματικό. 'Όποιος καϊ νδναι τούτος ό «Δον Ανώνυμος» πού μάς μαρτυράει τή ζωή του καϊ τδνομά του μέσα άπό τό βιβλίο του, ήταν ένας έξοχος συγγραφέας καϊ βέβαια πρωτοποριακός, άφοϋ έγραψε τή πρώτη κατά πάσα πιθανότητα νοβέλα, μιά νοβέλα σε σπέρμα, προγιαγιά τής άληθινής νοβέλας πού ύπήρξε ό Δον Κιχώτης. Πότε άκριβώς γράφτηκε τό άγέραστο αύτό βιβλίο; * Ό Λαζαρίγιο τελειώνοντας τήν άφήγηση τής ζωής του λέει: «Αύτό συνέβη τον ίδιο χρόνο πού ό νικηφόρος Αύτοκράτοράς μας σ' αύτή τήν ξακουστή πόλη του Τολέδο μπήκε κι έκανε σ αύτή τήν αύλή του, κι έγιναν χαρές μεγάλες και γιορτές καθώς ή Χάρη Σας θάχει άκούσει». Είναι γνωστό πώς στις 27 Απριλίου τού 1525, μετά άπό τή νίκη τής Παβίας ό Κάρολος V μπήκε στο Τολέδο. Πρέπει λοιπόν νά γράφτηκε άνάμεσα στό 1524 καϊ στό Σ αύτά τά χρόνια πού ή Ισπανία ήταν άνοιχτή στον κόσμο νά δώση καϊ νά δοθή: σ αύτά τά χρόνια μπορούσε νά γραφτή ό Λαζαρίγιο. Είναι ένα πικρότατο βιβλίο κι άναρωτιέμαι πώς μπορεί κανείς νά τό χαράκτη ρίση διασκεδαστικό. Είναι μιά σκληρή κριτική ενάντια στον κλήρο πού τον χαρακτηρίζει ή μόνιμη άπουσία άγάπης για τον συνάνθρωπο, καϊ κατ έπέκταση είναι μιά κριτική γιά ολόκληρη τήν κοινωνία τού Πολλά άπό τά επεισόδιά του δέν είναι καινούρια όπως άλλωστε και ή σατυρική κριτική άντιμετώπιση τής κοινωνίας. Τό πρώτο κιόλας επεισόδιο τό συναντάμε στόν X III αιώνα σ έναν γαλλικό μύθο Le garcon et f aveugle, ένα θέμα πού άπό πολύ παλιά έκανε τό γύρω τής Εύρώπης. Στόν Novellino του Μασούτσιο Σαλερνιτάνο 1476 υπάρχει ένα έπεισόδιο σάν αύτό μέ τον Μπουλντέρο στήν πέμπτη φυλλάδα. Υπάρχουν πλήθος προγενέστερα σατιρικά κείμενα πού θά μπορούσε νά άναφέρη κανείς, γιά τον κλήρο, τον έρωτα, τή γυναίκα, άρχίζοντας άπό τά Carmina Burana και φτάνοντας ώς τήν Celestina πού σ
149 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 47 αυτήν πια ή κραυγή διαμαρτυρίας αγγίζει ιά όρια τής έπανάοκιοης. "Ολοι τυλίγονται άπό μια κοινωνία άγρια και πνιγηρή. Κάθε καιρός εχει τή δική του άγριότητα, τό δικό του σκληρό πρόσωπο. Εκείνος ό καιρός εσφιγγε τον άνθρωπο μέχρι ασφυξίας και άσταμάτητα τον σφυροκοποϋσε. Με οφυροκοπήματα και οί τολμηροί προσπαθούσαν ν' ανοίξουν περάσματα. Κι έρχεται ό Λαζαρίγιο, άοήμαντος και τυραννισμένος να μάς περιγράψη τήν πικρή ζωή μες ατούς πικρούς καιρούς του. Τούς επόμενους αιώνες πολλοί επώνυμοι πια συγγραφείς θέλησαν νά δώοουνστήν ιστορία του τή συνέχεια πού ό ίδιος ό Λαζαρίγιο ύποσχέθηκε δίχως ποτέ νά τή δώση. "Ομως τα έργα αύτά ήταν έγκεφαλικά. 'Έργα υιοθετημένα και φτιαχτά. Ό χι πια γνήσια. ΜΑΓΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΣΣΟΥ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σωστό είναι θαρρώ πράγματα τόσο άζιοπρόσεχτα, πού από σύμπτωση μήτε ακούστηκανε ποτέ, μήτε κανείς τά είδε, νά μαθευτουνε ατούς παλλούς, κι έτσι νά μή θαφτούνε στο μνημούρι τής λησμονιάς. Κι ϊσω ςθά μπορούσε νά γ ίνη καί κάποιος πού θά τά διάβαζε νάβρισκε κάτι πού νά τον εύχαριστήση, καί κείνο ι πού δ ε ν πολυβαθαίνουν καί τόσο νά τούς διασκεδάση. Καί μ έ τήν εύ κα ιρ ία τούτη θυμάμαι αύτό πού λέει ό Πλίνιος, πώς δεν ύπάρχει βιβλίο όσο κακό καί νάναι πού νά μήν κρύβει μέσα του κάτι καλό1. Βέβαια στήν πλειοψηφία τά γούστα δεν ταιριάζουν άφού γιά τό ίδιο πράγμα ένας άνθρωπος μπορεί νά πεθαίνη άπό επιθυμία, κι άλλος νά μή τό βάζη στό στόμα του. Κι έτσι β λ έ π ο υ μ ε τά ίδια π ρ ά γ ματα άλλοι νά τά περ ιφ ρ ονούν κι άλλοι όχι. Κι αύτό γιά ν ά μή σκορπιστή τίποτα, ούτε νά πάη χαμένο, άφού όλότελα μισητό δέ θάναι, δίχως όλοι νά τό κοινωνήσουν, πολύ περισσότερο άφού θάχη γραφτή δίχως υστεροβουλία, καί θά μπορή νά βγή άπ αύτό κάποιο όφελος. Γιατί ά ν δ έν ήταν έτσι, πολύ λίγοι θά έγραφαν γιά έ να ν άνθρωπο μονάχα, μιά κι αύτό δέ γίνεται δίχως μόχθο καί θέλουν, μιά καί τό κάνουν, νά άνταμειφθούν, όχι μέ λεφτά, άλλά ό κόσμος νά δή καί νά διαβάση τά έργα τους, κι άν άξίζουν νά τά χειροκροτήση. Γιά τούτη τήν άφορμή γράφει ό Τούλιο: «Ή τιμή γ ε ν ν ά τίς τέχνες))2. Ποιός πιστεύει πώς ό στρατιώτης πού τρ έχει πρώτος, β α ρ έ θ η κ ε ν ά ζή ; Σ ί γουρα δέν είναι έτσι. Ά λ λ ά ό πόθος γιά έπαινο τον κά νει νά ρίχνεται στόν κίνδυνο, κι έτσι καί στίς τέχνες καί τά γράμματα γίνεται τό ίδιο. Τούτο τά λέει όλα, κι είναι άνθρωπος αύτός πού γράφει πού έπιθυμεί πολύ τήν ωφέλεια των ψυχών. Πολλές φορές ρωτούν τή χάρη του άν τον ένοχλή όταν λ έ ν ε : «^0 τί θαυμάσια πού τό έκα νε ή σεβασμιότητά σας!)) Λ όγχισε πολύ άτυχα ό Κύριος Δον Τάδε κι έδω σε τό ζ ιπ ο ύ ν ι3 του στό γ ε λωτοποιό γιατί τον εξυμνούσε γιά τίς πολύ πετυχημένες ριξιές πού ε ίχ ε κά νει. Σκεφτήτε τί θά κα νε ά ν ήταν άλήθεια. Κι όλα προχωρούν μέ τόν ίδιο τρόπο: Κι άφού κι έγώ εξομολογούμαι πώς δέν είμαι πιο άγιος άπό τούς γείτονές μου, μ αύτό εδώ τό τιποτένιο γραφτό μου καί μέ τούτο τό χοντροκομμένο γράψιμο πού κάνω, καθόλου δέ θά μέ πειράξη νά πάρουν μέρος καί νά γλεντήσουν μ αύτό, όσοι σ αύτό θά βρούνε κάποιο γούστο, καί νά δούν πώς ζή ένας άνθρωπος μέ τόσες περιπέτειες, κ ιν δύνους καί άναποδιές. Τκετεύω τή,χ άρη Σας νά δεχτή τή φτωχή προσφορά άπό τό χέρι εκείνου 1. Ε π ισ τ ο λ έ ς Γ>, β ιβ λ ίο Κ ιχ έ ρ ω ν : 1, 2. T u s c u la n a s. 3. Γ τλ έκ ο πού φ ο ρ ιό τ α ν κ ά τ ω ά π ό τ ή ν π α ν ο π λ ία.
150 1 4 ^ΗΠΕΙ ΡΩΤΙ ΚΗ ΕΣΤΙΑ» που θά γινότα νε πιό πλούσιος ά ν ή δύναμη μέ τούς πόθους του νά συνταιριαστή μπορούσε. Κι ά ν ή Χάρη Σας βρίσκει πώς έγραφα κι ιστόρησα τιην ύπόθεση σ έ μάκρος, θάρρεψα πώς δ ε ν έπρεπε νά πιάσω άπό τά μέση, άλλά άπό τήν άρχή, γιά νά χ ετε μιά όλοκληρω μένη ιδέα γιά τό πρόσωπό μου, κι άκόμη γιά ν ά καταλάβουν δσοι κληρονόμησαν τίτλους εύγενικούς, πόσο λίγο τούς άνήκουν, αφού ή τύχη ο* εκείνους στάθηκε μεροληπτικά, κα\ πόσα περισσότερα έκα να ν αύτοί πού έχοντάς την ένάντια μέ δυναμικό κι επιδέξιο χειρισμό κατάφεραν νά φτάσουν σ' άπάνεμο λιμάνι. V ΦΥΛΛΑΔΑ I Ιστορεί ό Λάζαρος τή ζωή του καί τίνος γιος ήταν Λοιπόν ας μάθη ή Χάρη Σας πριν απ δλα πώς έμενα μέ φωνάζουν Λάζαρο νχέ Τόρμες, κι είμαι γιος του Θωμά Γκονσάλες και τής Άντόνας Περές πού γεννήθηκαν στο Τεχάρες, χωριό τής Σαλαμάνκας. Γεννήθηκα μές στο ποτάμι του Τόρμες, και γι αυτό πήρα καί τούτο τό προσωνύμι, καί γινήκανε δλα μέ τον παρακάτω τρόπο: Τού πατέρα μου, κι ό Θεός άς τον συχώρεση, δουλειά του ήταν νά φροντίζη ένα νερόμυλο σιμά στην όχθη τού ποταμού, δπου καί δούλεψε μυλωνάς πιότερο άπό δεκαπέντε χρόνια. Καί μιά νύχτα ετυχε νάναι ή μάνα μου στο μύλο, όντας έγκυος σέ μένα. Την έπιασαν οι πόνοι καί μέ γέννησε έκειδά. 'Ώστε αλήθεια μπορώ νά πώ πά)ς γεννήθηκα μές στο ποτάμι. 'Όταν ήμουν λοιπόν εγώ παιδάκι οχτώ χρόνων κατηγορήθηκε ό πατέρας μου γιά κάποιες μικροκ?νοπές πού γίνανε στά σακιά εκείνων πού εκεί γιά ν άλέσουν έρχονταν, γιά τούτο καί τον πιάσανε καί μαρτύρησε καί δέν άρνήθηκε4 καί καταδικάστηκε. Πιστεύω, στο Θεό, πώς συχωρέθηκε κι είναι στον Παράδεισο αφού τό Ευαγγέλιο τούς όμοιους του τούς άποκαλεΐ μακάριους5 6. Εκείνο τον καιρό ξεκίνησε κάποια αρμάδα, ενάντια στους Σαρακηνούς, κι εκεί βρέθηκε κι5 ό πατέρας μου, σάν εκτοπισμένος πού ήταν έξ αιτίας τού κακού πού κιόλας είπα, Ιπποκόμος σέ κάποιο αλογο πού υπήρχε έκεΐ. Καί* μαζί μέ τον κύριό του σάν πιστός υπηρέτης τελείωσε τή ζωή του. Ή χήρα μάνα μου, καθώς βρέθηκε δίχως άντρα καί προστάτη, αποφάσισε νά μπή στον κύκλο εκείνων πού ζούν μιά ζωή καθώς πρέπει ώστε νά γίνη κι αυτή άπ αυτούς, καί πήγε νά ζήση στην πόλη. Νοίκιασε ένα σπιτάκι καί βάλθηκε νά έτοιμάζη φαγητό σέ σπουδαστές καί νά φροντίζη τά ρούχα των ιπποκόμων τού Κομενταδώρου τής Μαγδαληνής7. Έτσι σύχναζαν σέ μας οι καβαλλάρηδες. Αυτή κι ένας άνδρας μελαψός, άπό κείνους πού περιποιόντουσαν τά ζώα, γνωρίστηκαν. Αυτός μερικές φορές ερχόταν σπίτι μας, κι έφευγε τό πρωί. "Άλλες ώρες τής ημέρας ερχόταν στην πόρτα, μέ τό πρόσχημα πώς θ άγοράση αυγά, κι έμπαινε στο σπίτι. Έγώ στην αρχή αγρίευα καί τον φοβόμουν βλέποντας τό χρώμα καί τό άσχημο πρόσωπο' πού είχε. 'Όταν δμως είδα πώς μέ τον ερχομό του καλυτέρευε τό φαΐ μας, τον αγάπησα, γιατί πάντα έφερνε ψωμί, κομμάτια κρέας, καί τό χειμώνα ρούχα γιά νά ζεσταινόμαστε. Μ αυτό τον τρόπο, καθώς συνεχιζόταν ή συντροφιά καί ή κουβέντα, ή μάνα ( ί I 4. Ά π ό τ ό κ α τ ά Ι ω ά ν ν η I, Ά π ό τ ό κ α τ ά Μ α τ θ α ίο V, 1 0.' 6. Ή π α ρ ο ιμ ία λ έ ε ι: «Π ή γ α ιν ε μ έ τ ο ύ ς κ α λ ο ύ ς γ ιά ν ά γ ίν η ς α π α υ τ ο ύ ς». Σ τ ο τ έ λ ο ς του β ιβ λ ίο υ ε ίν α ι π ια κ ι ό Λ α ξ α ρ ίγ ιο έ ν α ς «κ α θ ώ ς π ρ έ π ε ι» ά ν θ ρ ω π ο ς. 7. Ή ε κ κ λ η σ ία τ ή ς Μ α γ δ α λ η ν ή ς α ν ή κ ε σ τ ο τ ά γ μ α τ ή ς Ά λ κ α ν τ ά ρ α.
151 \ «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ >149 μου έφτασε νά μου χαρίση ένα νεγράκι πολύ δμορφο πού εγώ τό κανάκευα και βοήθαγα έτσι νά σωπάση. Και θυμάμαι πώς όταν ό νέγρος πατρυιός μου έπαιζε μέ τό μωρό, καθώς αυτό έβλεπε τή μάνα μου καί μένα λευκούς, καί κείνον οχι, τραβιόταν άπ αυτόν μέ φόβο καί ριχνόταν στη μάνα μου, καί δείχνοντας μέ τό δάχτυλο έλεγε: «μαμά μπαμπούλας!» Κι αυτός γελώντας απαντούσε: «Έ! πουτάνας γιε!» Έγώ αν και μικρός ακόμα, πρόσεξα έκείνη την κουβέντα τού άδερφοίίλη μου κι είπα μέσα μου: «Πόσοι Οά πρέπει νά υπάρχουν στον κόσμο πού αποφεύγουν τούς άλλους γιατί δέ βλέπουν τά μούτρα τους!» Τόφερε ή τύχη μας καί ή σχέση τού Ζαϊντέ έτσι τον έλεγαν έφτασε στ αυτιά τού άρχιοικονόμου καί όταν έγινε ή έρευνα βρέθηκε πώς τό μισό από την ποσότητα τού κριθαριού πού τού παράδιναν γιά τά ζώα έλειπε. Καί τά πίτουρα, τά ξύλα, τά ξύστρα, οί ποδιές, οί κουβέρτες καί τά σεντόνια τών άλογων είχαν χαοή. Κι όταν τίποτ άλλο δέν είχε, ξεπετάλωνε τά ζώα καί μ δλα αυτά βοηθούσε τή μάνα μου νά μεγαλώση τό άδερφάκι μου. Λέ Οά θαυμάζαμε τόσο κάποιον κληρικό ούτε καλόγερο γιατί 6 πρώτος κλέβει τούς φτωχούς κι ό άλλος από παράδοση είναι Οεοσεβούμενος καί ταγμένος στην ελεημοσύνη άλλο τόσο. Περισσότερο θαυμάζουμε τό φτωχό σκλάβο πού ό έρωτας τον σπρώχνει σ αυτό. Κι άποδείχτηκαν δσα είπα κι ακόμη περισσότερα, γιατί κι εμένα μέ φοβέρες μέ ρωτούσαν καί σαν παιδί απαντούσα καί φανέρωνα ο,τι ήξερα από φόβο, ακόμα καί γιά κάποια πέταλα πού μέ είχε ή μάνα μου στείλει νά πουλήσω σέ κάποιο χωριάτη είπα. Τον έρημο τον πατρυιό μου τον μαστίγωσαν καί τον βασάνισαν μέ καυτό λάδι8, καί τή μάνα μου την καταδίκασαν μέ τις συνηθισμένες εκατό βουρδουλιές, κι ακόμη νά μην μπορή νά μπή στον οίκο τού παραπάνο} Ινομενταδώρου κι ούτε ό τιμωρημένος Ζαϊντέ νά μπορή νά καταλύση στο δικό της σπίτι. Έτσι ή έρημη γιά νά μή ρίξη λάδι στη φωτιά, έσφιξε τά δόντια καί ύπόμεινε την ποινή. Καί γιά νά άποφύγη τον κίνδυνο καί νά κλείση τις κακές γλώσσες, πήγε νά ίπηρετήσει αυτούς πού εκείνο τον καιρό ζούσαν στο άσυλο τής Σολάνα, καί κεί ύποφέροντας χίλια - δυο μαρτύρια κατάφερε νά μεγαλιόση τον ά- δερφούλη μου ιυσπου έμαθε νά περπατά, κι εμένα μέχρι πού έγινα ένα καλό παλληκαράκι πού πήγαινα στους Οαμώνες κρασί καί κεριά κι 8,τι άλλο μού ζητούσαν. Εκείνο τον καιρό ήρθε νά μείνη στο άσυλο ένας τυφλός πού καθέος τού φάνηκε πώς έγώ Οά μπορούσα νά τον οδηγώ μέ ζήτησε από τή μάνα μου, κι αυτή μέ παράδιοσε καλοστήνοντάς με, λέγοντας πέος ήμουνα γιος καλού ανθρώπου πού γιά νά (περασπιστή τήν πίστη είχε σκοτιοοή στις Gelves9, καί πώς αυτή είχε εμπιστοσύνη στο Θεό πώς δέ Οάβγαινα άνθρωπος ανάξιος τού γονιού μου καί τον παρακαλούσε νά μέ μεταμειρίζεται καλά καί νά μέ φροντίζη μια καί ήμουνα ορφανό. Αυτός απάντησε πέος έτσι Οά έκανε καί πέος Οά μέ είχε οχι σαν υπηρέτη αλλά σάν γιο του. Κι έτσι άρχισα νά ίιπηρετώ καί νά οδηγώ τον νέο καί γέρο αφέντη μου. ΚαΟέος μείναμε λίγες μέρες στή Σαλαμάνκα καί φάνηκε στον αφέντη μου πέος οί εισπράξεις μας δέν ήταν ικανοποιητικές, αποφάσισε νά φύγη από κεί, κι όταν έπρόκειτο νά φύγουμε, έγέο πήγα vrx δώ τή μάνα μου κι ενώ κλαίγαμε κι οι δυό, μού έδωσε τήν εύνή της καί μού είπε: «Γιέ μου, ξέοιο πέος δέ θά σέ ξαναδώ πιά. Κοίταξε νάσαι καλός κι ό Θεός άς σέ καοοδηγή. Σέ μεγάλωσα καί σ έδιυσασέ καλόν αφέντη. Φρόντισε νά έπωφεληοής». 8. Ή τιμιορία εκείνης τής περίπτωσης ήταν ν ά αλείφουν τό μαστιγωμένο κορμί μέ βραστό λ ά δ ι. Π. G e lv e s : ισ π α ν ικ ό ό νο μ α τ η ς νή σ ου Τ σ έ ρ μ π α σ τη ν Τ υ ν η σ ία. *Η ν α υ μ α χ ία έ γ ιν ε τό 1510, 2C Α ύ γ ο υ σ το υ κι* έ μ ε ιν ε σ ά ν π λ ή γ μ α κ α ί σ τ ίγ μ α ή κ α τ α σ τ ρ ο φ ή π ο ύ έ π α θ α ν ε κ ε ί οί Ι σ π α ν ο ί.
152 150 «ΗΠΕΙΡΠΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Κι έτσι ξεκίνησα για τον αφέντη μου πού μέ περίμενε. Φύγαμε άπό τη Σαλαμάνκα και φοάνοντας στο γεφύρι, πού υπάρχει στην είσοδό του ένα ζώο πέτρινο10 πού έχει σχεδόν τό σχήμα ενός ταύρου, 6 τυφλός μου ζήτησε νά καθήση κοντά στο ζώο, κι δταν κάθησε εκεί μοΰ είπε: «Λάζαρε, βάλε τ αυτί σου πάνω σ αυτόν τον ταύρο καί θ άκούσης μεγάλο θόρυβο μέσα του. Έγό) απονήρευτος πλησίασα, πιστεύοντας πώς έτσι ήταν. Κι αυτός καθό>ς ένιωσε πώς είχα τό κεφάλι κολλητά στην πέτρα, ζύγιασε βαρύ τό χέρι καί μού έδιυσε μια γερή κατακεφαλιά πάνω σ αυτόν τον σατανά τον ταύρο πού πιότερο άπό τρεις μέρες κράτησε δ πόνος άπό την κουτουλιά, καί μού είπε: Μάθε, βλάκα, πώς ό οδηγός ενός τυφλού πρέπει νά ξέρη ακόμα περισσότερα κι άπό τό διάβολο. Καί γέλασε πλατιά μέ τό άστειο. Μού φάνηκε πό>ς εκείνη τή στιγμή ξύπνησα άπό τήν αγαθοσύνη πού μέσα της σαν κοιμισμένο παιδί βρισκόμουν. Είπα μέσα μου: «Αλήθεια λέει αυτός, πώς πρέπει νά φροντίσω ν ακονίσω τό μάτι καί νά αποκτήσω πείρα, άφοΰ μοναχός είμαι, καί νά μάθω νά σκέπτωμαι όπως πρέπει». Αρχίσαμε τό δρόμο μας καί σέ πολύ λίγες μέρες μοΰ έδειξε ένα σωρό σοφιστείες. Κι όπως μ έβλεπε έξυπνο, χαιρότανε πολύ κι έλεγε: «Έγώ ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι μπορώ νά σοΰ δώσω. Αλλά συμβουλές για νά ζήσης πολλές θά σου δώσο)». Κι έγινε έτσι, καί μετά τό Θεό, αυτός μοΰ έδωσε τή ζωή, κι όντας τυφλός μέ φώτισε καί μέ δδήγησε στον αγώνα τής ζωής. Χασομερώ διηγούμενος στη Χάρη Σας αυτές τις μακρολογίες για νά δείξω πόση αρετή χρειάζεται γιά νά μπορέσουν οί άνθρωποι ν ανέβουν δταν είναι χαμηλά, καί γιά νά άφήνοτνται νά πέφτουν, όντας ψηλά, πόση διαφθορά. Γυρνώντας?;θΐπόν στον καλό μου τον τυφλό, γιά νά διηγηθώ τά δικά του. ή Χάρη Σας άς μάθη πώς άπ δταν ό Θεός εφτιασε τον κόσμο κανέναν δεν έπλασε άλλον πιο πανούργο καί τετραπέρατο. Στη δουλειά του ήτανε αητός. Εκατόν τόσες προσευχές ήξερε νά ψάλη. Σ ένα τόνο μπάσσο, γαληνό καί μέ πολύ ωραίο ήχο πού έκανε την έκκλησιά δπου προσευχόταν ν άντηχή ολόκληρη. Είχε μιά έκφραση γεμάτη ταπεινοσύνη καί εύλάβεια καί μιά πολύ ώραία όψη δταν προσευχόταν δίχ(ος νά κάνη μορφασμούς ούτε γ,κριμάτσες μέ τό στόμα ή τά μάτια δπως συνηθίζουν οί άλλοι. Πέρα απ αυτό είχε χίλιους δυο άλλους τρόπους καί κόλπα γιά νά βγάζη χρήματα. Ήξερε νά λέη ευχές καί ξόρκια γιά πολλές καί διάφορες περιπτώσεις: Γιά γυναίκες πού δέ γεννούσαν, γιά τις?ιεχώνες, γιά τις κακοπαντρεμένες ώστε νά τις αγαπήσουν οί άντρες τους. Έκανε προγνώσεις γιά τις εγκύους: άν θά έκαναν γιο ή κόρη. νε! λοιπόν στον τομέα τής ιατρικής, έλεγε πώς δ Γαληνός δέν ήξερε ούτε τά μισά άπ αυτόν γιά τά μυλόδοντα, τις λιποθυμίες καί τούς μητρόπονους. Τελικά δέν υπήρχε περίπτιοση νά τού πή κάποιος πώς έπασχε άπό κάτι καί νά μην τού πή αμέσως: Κάνε αυτό ή κάνε τ άλλο, ψήσε αυτό τό χόρτο ή πάρε εκείνη τή ρίζα. Έτσι έτρεχε άπό πίσω του ολος δ κόσμος, ιδιαίτερα οί γυναίκες καί δ,τι τούς έλεγε τό πίστευαν. Απ αυτές έβγαζε τά μεγάλα κέρδη αυτός, μέ τά τεχνάσματα πού λέγω καί κέρδιζε σ ένα μήνα περισσότερα απ δσα εκατό τυφλοί σ ένα χρόνο. Κυρίως δμως θέλω νά ξέρη ή Χάρη Σας πώς μ5 δλα δσα κέρδιζε καί μάζευε, ποτέ τόσο σπαγγοραμένο καί τσιγκούνη άνθρωπο δέν είδα. Τόσο, πού μέ σκότωνε μένα άπό τήν πείνα κι ούτε τό μισό δέ μούδινε άπό τό αναγκαίο. Λέω αλήθεια: άν μέ τήν πονηριά μου καί μέ έξυπνα κόλπα δέν τά βόλευα, Οάχα τελειώσει άπό τήν πείνα. Έν τούτοις, μέ δλη του τή σοφία καί τήν πείρα, τού σκάροννα κάτι νίλες, μέ τέτοια επιτυχία πού, πάντα ή τουλάχιστον τις πείο. Α υ τ ό τ ό ζ ώ ο υ π ά ρ χ ε ι Α κόμη.
153 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 51 ρισσότερες φορές, έβγαινα πολύ περισσότερό κερδισμένος. Για τούτο του έφτιαχνα κάτι διαβολεμένες κοροϊδίες που μερικές Οά διηγηοώ, κιάς ήταν και κάποιες σέ βάρος μου. Αυτός κουβαλούσε τό ψωμί, κι όλα τ άλλα πράγματα σ ένα δισάκι λιναρένιο, πού τό άνοιγμά του έκλεινε μ ένα σιδερένιο πέταλο μέ λουκέτο και κλειδί. Κι όταν έβαζε τά πράγματα ή τάβγαζε τό έκανε μέ τόση προφύλαξη καί προσοχή πού ό?ώκ?α]ρυς ό κόσμος δέ Οά μπορούσε νά τού πάρη ούτε ψίχου?^ο. Έγώ έ παιρνα έκεΐνο τ άθλιο ξεροκόμματο πού μου έδινε και τό πολύ σέ δυο μπουκιές τελείωνε. Μετά πού έκλεινε τό δισάκι και ξενόιαζε, νομίζοντας πώς έγώ καταγινόμουνα σέ άλλα πράγματα, από μιά ραφή πού πολλές φορές σέ κάποια άκρη τού δισακιού ξήλιονα και τήν ξανάραβα μετά, έκανα τό τσιγκούνικο δισάκι νά αίμορραγή βγάζοντας από μέσα όχι μόνο μιά μερίδα ψωμί αλλά γερά κομμάτια κρέας, φέτες ψαχνό χοιρινό καί λουκάνικα. Κι έτσι κοιτούσα νά βρω ευκαιρία νά τό ξανακάνω όχι τόσο γιά χόρταση όσο γιά νά πάρα) άπ τον ανάποδο εκείνο τυφλό αυτό πού μού χρωστούσε. "Όλο κι όλο πού μπορούσα νά σουφρώσω καί ν αρπάξω από χρήματα ήταν κάτι μισά άσπρα. Κι όταν τού ζητούσαν νά ψάλη καί τού έδιναν άσπρα, καθώς τού έλειπε ή όραση δέν είχα παρά νά τού κρύψω αυτό πού τού έδιναν, ενώ φανέρωνα τό μισό νόμισμα πού είχα κρυμμένο μές στο στόμα καί γρήγορα τό πετούσα στο χέρι του αλλάζοντας έτσι προς όφελος μου τό μισό άπ τό πραγματικό του κέρ- δος. Μού παραπονιόταν ό κακορρίζικος τυφλός γιατί μετά αναγνώριζε κι ένιωθε πώς δέν ήταν άσπρο ολόκληρο κι έλεγε: «Τί διάολος είναι αυτός, άπ όταν ήρθες μαζί μου, δέ μού δίνουν παρά μισά άσπρα ενώ παλιά μέ άσπρα ολόκληρα καί μέ μαραβέδια συχνά μέ πλήρωναν. Έσύ Οά φταις γιά τούτη τήν αναποδιά». Έτσι κι αυτός συντόμευε τήν προσευχή στή μέση καί τήν ευχή δέν τελείωνε, γιατί μού είχε πή, άμα βλέπω νά φεύγη εκείνος πού τού τή ζήτησε νά τού τραβώ τήν άκρη τού πανωφοριού του. Κι έτσι έκανα. Κι αυτός άρχισε πάλι νά φωνάζη λέγοντας: «Τί προσευχή προστάζετε νά πώ καί γιά ποιά αιτία;». Κι οί άνθροοποι έτρεχαν καί τού ζητούσαν. Συνήθιζε νά βάζη κολλητά του ένα σταμνάκι κρασί όταν τρώγαμε. Έγώ, α στραπή, τάρπαζα καί τού τράβαγα ένα ζευγάρι σιωπηλά φιλιά καί τό γύριζα στή θέση του. Άλλα αυτό λίγο κράτησε, γιατί εκείνος από τις γουλιές κατάλαβε τό λιγόστεμα καί γιά νάχη τό κρασί του ανέπαφο, ποτέ πιά δέν ξεβούλωνε τό σταμνί δίχως νά τό κρατά άπ τό χέρι. Κι όμιυς δέν ξέρω νά υπήρχε μαγνήτης πού νά τραβούσε έτσι καλά όσο έγώ μ ένα μακρύ καλαμάκι άπό κριθάρι, πού γι αυτό τό σκοπό είχα φτιάξει. Τό έβαζα στο στόμα τής στάμνας, ρουφούσα τό κρασί καί τον άφηνα νά κοιμάται. Καθώς όμως ό μάγκας ήταν τόσο πονηρός, θαρρώ πό)ς μέ κα- *τάλαβε. Κι άπό τότε τού άλλαζε θέση καί άπάγκιαζε τό σταμνί άνάμεσα στά πόδια του κρατώντας τό άνοιγμα κλεισμένο μέ τό χέρι κι έτσι ήταν όλότελα σίγουρος. Έγώ καθώς ήμουν μαθημένος στο κρασί, ψοφούσα γιά δαύτο. Καί βλέποντας πώς εκείνο τό κόλπο μέ τό καλάμι δέ μέ βοηθούσε, ούτε άξιζε, άποφάσισα στον πάτο τής στάμνας ν άνοίξιο μιά τρυπούλα μέ μιά ψιλή βελόνα κι απαλά μέ μιά πολύ λεπτή στρώση άπό κερί νά τήν κλείσω. Τήν ώρα τού φαγητού, κάνοντας πώς κρυώνω, χωνόμουνα άνάμεσα στά πόδια τού κακομοίρη τού γέρου νά ζεσταθώ στή φτωχική φωτίτσα που είχαμε. Μέ τή ζέστη, τό κερί γιά νάναι λιγοστό, έλειωνε κι άρχιζε ή τρυπούλα νά στάζη στο στόμα μου πού έγώ τόβαζα μέ τέτοιο τρόπο πού άνάθεμα κι αν μπορούσε νά χαθή έστω καί μιά σταγόνα. 'Όταν ό καημένοι»-, λης πήγαινε νά πιή, δέν έβρισκε τίποτα. Ξαφνιαζότανε, βλαστημούσε, έστελνε στο διάβολο σταμνί και κρασί μή ξέροντας τί νά σκεφτή. Μή λές, θείε, πέος φταύο έγώ έλεγα άφού δέν τό άφήνεις άπ τά χέρια σου. Τόσους γύρους καί ψαχουλέματα έκανε στο σταμνί πού βρήκε τήν τρύπα καί
154 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» κατάλαβε το κόλπο. Άλλα καμώθηκε πώς δεν κατάλαβε τίποτα. Κι υστέρα μιαν άλλη μέρα, καθώς είχα και ξεζούμιζα τό σταμνί, όπως συνήθιζα, χωρίς νά υποψιάζομαι τή συμφορά πού θά μ έβρισκε, ούτε οτι ό κακορρίζικος τυφλός μέ είχε καταλάβει, απολάμβανα εκείνες τις γλυκιές γουλιές μέ τό πρόσωπο κατά τον ουρανό καί μέ τά μάτια μισόκλειστα γιά νά γλεντώ καλύτερα τό νόστιμο πιοτό, τδνιωσε δ απελπισμένος τυφλός. Καί μάντειμε πώς ήρθε ή ό)ρα νά μ έκδικηθή. Καί μ ολη του τή δύναμη σηκώνοντας μέ τά δυο του χέρια εκείνο τό γλυκό καί τό πικρό σταμνί, τάφησε νά πέση πάνω στο στόμα μου, βοηθώντας το καθώς λέω, μ5 δλη του τή δύναμη, μέ τέτοιο τρόπο πού δ φτωχός Λάζαρος, πού από τίποτα απ αυτά δέ φυλαγόταν πιο πριν, καί σαν τίς άλλες φορές, ήμουν ξένοιαστος καί εκστατικός, στ αληθινά μου φάνηκε πώς δ ουρανός μέ δ,τι μέσα σ αυτόν υπάρχει, είχε πέσει πάνω μου. Τέτοια ήταν ή τρομάρα πού κουβαριάστηκα κι έχασα τίς αισθήσεις μου. Καί τό χτύπημα από τό σταμνί τόσο σφοδρό πού τά κομμάτια τοϋ μπήκαν στο πρόσωπό μου σχίζοντάς το σέ πολλά μέρη, καί μου έσπασε καί τά δόντια πού δίχως αυτά ακόμη μέχρι σήμερα βρίσκομαι. Άπό κείνη την ώρα μίσησα τον κακό τυφλό. Καί αν ακόμη μ αγαπούσε καί μέ περιποιόταν καί μέ γιατροπόρευε είδα καλά πέος είχε εύχαριστηθή μέ τή σκληρή τιμωρία. Μου έπλυνε μέ κρασί τίς κοψιές πού μέ τά κομμάτια τής στάμνας μου είχε κάνει καί χαμογελώντας έλεγε: «Τί θαρρείς, Λάζαρε; Αυτό πού σ άρριοστησε σέ γιατρεύει καί σού δίνει την ύγειά σου». Κι έλεγε κι άλλα τέτοια πού δέ μ άρεσαν. 'Όταν μισογιατρεύτηκα άπ τό μαύρο μου χτύπημα καί τίς ουλές, καταλαβαίνοντας πώς μέ μερικά τέτοια χτυπήματα δ βάναυσος τυφλός θά μέ ξέκανε, αποφάσισα νά τον ξεκάνω εγώ. 'Όμως δέν τό έκανα πολύ γρήγορα ώστε νά ωφεληθώ άπό αυτόν δσο γινόταν περισσότερο. Ακόμα κι αν ήθελα νά καταπραΰνω την καρδιά μου καί νά τού συχωρέσω τό χτύπημα μέ τή στάμνα, δέ μοΰ άφηνε περιθώριο ή κακομεταχείριση πού δ κακός τυφλός άπό κεΐ καί ύστερα μού έκανε, πού δίχως λόγο κι αφορμή μέ πλήγωνε δίνοντάς μου κατακεφαλιές καί ξεμαλλιάζοντάς με. Κι όταν κανείς τον ρωτούσε γιατί μέ κακομεταχειρίζεται τόσο, τού διηγόταν την ιστορία μέ τό σταμνί, λέγοντας: «Τί θαρρείς, πώς αυτός είναι κανένας άγιος; Γιά νά δούμε αν ό δαίμονας θά σκαρώση άλλο τέτοιο κατόρθωμα!» Σταυροκοπιόντουσαν δσοι τον άκουγαν κι έλεγαν: «Γιά δές, ποιος θά περίμενε άπό ένα παιδί τόσο μικρό τέτοια κακοήθεια!» Καί γελούσαν πο?λ μέ τό κόλπο καί τού έλεγαν: «Νά τον τιμωρής, νά τον τιμωρής κι απ τό Θεό θά τό βρής». Κι αυτός πέρα άπ αυτό τίποτα άλλο δέν έκανε. Ινι εγώ γι αυτό πάντα τον πήγαινα απ τούς χειρότερους δρόμους, επίτηδες γιά νά τον ταλαιπωρώ καί νά τού κάνω κακό. 'Όπου είχε πέτρες, άπό κεϊ, δπου λάσπη άπό τήν περισσότερη καί μ δλο πού εγώ δέν πήγαινα άπό τά πίό στεγνά, χαιρόμουνα μέσα μου πού θά μού έβγαινε τό ένα μάτι γιά νά τού βγούν εκείνου καί τά δυο, νά μην εχη κανένα11. Έτσι αυτός πάντα μέ σηκωμένο τό ραβδί μού καταχέριζε τό ίνίο πού τό είχα πάντα γεμάτο καρούμπαλα καί μαδημένο άπό τά χέρια του. Καί μ* δλο πού εγώ τού όρκιζόμουνα πώς δέν τό έκανα άπό κακία, άλλα γιατί δέν έβρισκα άλλο δρόμο καλύτερο, δέ μοΰ τις χάριζε, ούτε μέ πίστευε πια. Τόση ήταν ή διαίσθηση και ή τρομερή εξυπνάδα τού προδότη. Κι επειδή βλέπει ή Χάρη Σας ώς πού έφτανε ή εξυπνάδα αυτού τού πανούργου τυφλού, θά διηγηθώ ένα κάζο άπ τά πολλά πού μού συμβήκανε μαζί του, πού σ αυτό θαρρώ φαίνεται καθαρά ή μεγάλη του πανουργία. "Οταν φύγαμε άπό τή Σαλαμάνκα ή πρόθεσή του ήταν νά πάμε στο Τολέδο, γιατί έλεγε εκεί ό κό- 11. Σ έ ν α μ ε σ α ιω ν ικ ό θ ο ί'λ ο ό δ ιά β ο λ ο ς υ π ό σ χ ε τ α ι σε κ ά π ο ιο ν ν ά το ϋ κ ά ν η ο π ο ία χ ά ρ η θ έ λ ε ι χ ω ρ ίς ά λ λ ο ο ρ ο α π α υ τ ό ν ; ν ά κ ά ν η τ ά δ ιπ λ ά σ το γ ε ίτ ο ν α π ο ύ ζ ή λ ε υ ε. Κι* α ύ τ ό ς χ ω ρ ίς κ α θ ό λ ο υ ν ά δ ισ τ ά σ η ζ ή τ η σ ε ά π τ ό δ ιά β ο λ ο ν ά το ϋ β γ ή τ ό ένα μ ά τ ι.
155 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τίλ» *153 σμος είναι πιο πλούσιος αν καί όχι τόσο έλεήμων. Συμφωνούσε μέ την παροιμία «προτιμώ τό σκληρό απ τον γυμνό». Καί περνούσαμε από τά καλύτερα μέρη. "Όπου είχαμε καλή είσπραξη καί κέρδη, μέναμε, δπου όχι, την τρίτη μέρα γινόμαστε 'Αιγιάννηδες12. Έτυχε, φτάνοντας σ ένα μέρος πού τό λέγανε Άλμορόξ, σ εποχή πού μάζευαν τά σταφύλια, ένας τρυγητής νά τού δώση ενα τσαμπί άπ αυτά σάν ελεημοσύνη. Καί καθώς συνέβαινε τά καλάθια νά είναι παλιά, κι ακόμη επειδή τά σταφύλια εκείνο τον καιρό ήταν πολύ ώριμα, μαδούσαν μες στά χέρια. Νά τά ρίξη ατό μανδύα του αποκλειότανε γιατί θά έλειωναν καί θά γινόταν μούστος καί τό σταφύλι καί δ ίδιος. Αποφάσισε νά κάνη ενα συμπόσιο έτσι, επειδή δεν μπορούσε νά τό μεταφέρη, κι ακόμη γιά νά μέ καλοπιάση πού εκείνη τήν ημέρα μού είχε δώσει πολλές κλωτσιές καί χτυπήματα. Καθήσαμε σ ενα άπάγκειο μέρος καί είπε: «Τώρα θέλω νά σού φερθώ μέ γενναιοδωρία καί νά φάμε κι οί δυο άπ αυτό τό τσαμπί, τά σταφύλια, κι ακόμα νά φας τόσο δσο κι εγώ. Θά τό μοιράσουμε μ αυτό τον τρόπο: Θά τσιμπάς μιά εσύ καί μιά εγώ. Αλλά θά μού ύποσχεθής πώς κάθε φορά δέ θά παίρνης παρά μιά ρόγα. Θά κάνω κι εγώ τό ίδιο ώσπου νά τό τελειώσουμε καί μ αυτό τον τρόπο δέν θά ύπάρξη απάτη». Αφού τέτοια συμφωνία έγινε, αρχίσαμε. "Όμως μέ τό δεύτερο τσίμπημα, ό προδότης άλλαξε γνώμη κι άρχισε νά παίρνη δυο - δυο εικάζοντας πώς κι εγώ θά είχα κάνει τό ίδιο. Σάν είδα πέος αυτός έσπασε τή συμφωνία, δέ μού έφτανε νά κάνω δ,τι κι αυτός, αλλά τον ξεπέρασα: δυο - δυο καί τρεις - τρεις, κι δσες μπορούσα έτρωγα. Σάν τελείωσε τό τσαμπί έμεινε λίγο μέ τό τσάμπουρο στο χέρι καί κουνώντας τό κεφάλι είπε: «Αάζαρε, μέ γέλασες. Παίρνω δρκο πέος εσύ έτρωγες τά σταφύλια τρία - τρία». «Όχι, είπα εγώ. Αλλά πώς σού πέρασε από τό μυαλό τέτοιο πράγμα;» Απάντησε ό τετραπέρατος τυφλός: «Ξέρεις πού κατάλαβα πώς τάφαγες τρία-τρία; Γιατί δταν τατρωγα εγώ δυο - δυο, εσύ σώπαινες». Γέλασα μέσα μου. καί μ δλο πού ήμουνα παιδί μού έκανε εντύπωση ό διακριτικός λόγος τού τυφλού. Όμως γιά νά μή μακρυγορήσοι, δέν ιστορώ κι άλλα περιστατικά, αρκετά χαριτωμένα γιά νά τά θυμάμαι, πού μ αυτόν τον πρώτο μου αφέντη μού συμβήκανε, καί θέλω νά πώ ένα τελευταίο καί νά τελειώνω μ αυτόν. Βρισκόμαστε στήν Έσκαλόνα, πόλη τού Δούκα μέ τό ίδιο όνομα, σ ένα πανδοχείο, καί μού έδωσε ένα κομμάτι λουκάνικο νά τού τό \ >ήσω. "Όταν πιά τό?ωυκάνικο άρχισε νά λειώνη κι έφαγε τις παπάρες μέ τό λίπος, έβγαλε ένα μαραβέδι από τήν τσέπη καί μού ζήτησε νά πάω νά τού φέρω κρασί από τήν ταβέρνα. Μού μπήκε τό δαιμόνιο μπροστά στά μάτια, πού καθέος λένε κάνει τον κλέφτη, κι είδα πώς υπήρχε στήν άκρη τής φωτιάς ένα μικρό γογγύλι μακρουλό καί χαλασμένο καί τέτοιο πού γιά νά μήν είναι γιά τήν κατσαρόλα, πρέπει νά είχε πεταχτή εκειδά. Καί καθόις εκείνη τή στιγμή δέν υπήρχε κανείς άλλος εκεί, έκτος από μένα κι άπ αυτόν, κι δπως είχα μιά όρεξη διαβολεμένη, έχοντας μπροστά στή μύτη μου τή θαυμάσια μυρωδιά τού λουκάνικου, πού ήξερα καλά πέος μονάχα μπορούσα νά τό βλέπω, δίχως νά άναλ,ογιστώ τί μπορούσε νά μού συμβή, ρίχνοντας πίσω δλο τό φόβο, προκειμένου νά "ικανοποιήσω τήν επιθυμία, δσο δ τυφλός έβγαζε από τήν τσέπη τό χρήμα βούτηξα τό λουκάνικο καί πολύ γρήγορος έβαλα τό παραπάνω γογγύλι στο σουβλί τό οποίο 6 αφέντης μου δίνοντάς μου τά λεπτά τό έπιασε κι άρχισε νά τό γυρίζη στή φωτιά, θέλοντας νά ψήση αυτό πού ενώ προοριζόταν γιά μαγείρεμα, γιά νάναι σέ κακή κατάσταση είχε πεταχτή. Έγώ πήγα γιά κρασί, όπου καί δέν άργησα νά έξαφανίσιο τό λουκάνικο, κι δταν γύρισα βρήκα τον άμαρπολό τυφλό πού κρατούσε ανάμεσα σέ δυο φέτες πατηκωμένος τό γογγύλι δίχοκ ακόμη νάχη καταλαβει, τίποτα αφού δέν τό είχε. 12. Έ φ ε υ γ α ν. Τ ο υ 'Α ϊγ ια ν ν ιο ϋ έ λ η γ α ν κ α ί ά ν α ν έ ω ν α ν τ ά σ υ μ β ό λ α ια.
156 Ί 54^SA^ A A ^ y ^ v v w s A ^ s ^ v s ^ w v s / w w w ««H n E IΡΩΤIK Η ΕΣΤΙΑ» αγγίξει μέ τό χέρι. Καθώς πήρε τις φέτες καί τις δάγκωσε νομίζοντας πώς μαζί θά έπιανε καί κάποιο κομμάτι λουκάνικο, έμεινε στα κρύα μέ τό κρύο γογγύλι. Σηκώθηκε καί είπε: Τί είναι αυτό, Λαζαρίγιο; "Ασε με μένα! είπα γώ. Θές νά τά ρίξης σέ μένα! Έγώ τώρα μόλις δά γύρισα από την ταβέρνα. Κάποιος άλλος θά ητανε δώ, θά τδκανε γι αστείο. "Οχι, όχι! είπε αυτός. Γιατί έγώ δέν άφησα τό σουβλί απ τά χέρια. Δέν είναι δυνατόν. Έγώ άρχισα νά όρκίζωμαι καί νά ξαναορκίζωμαι πώς δέν ήξερα τίποτα για τούτη την απάτη καί την αλλαγή, αλλά αυτό λίγο μέ ωφέλησε, γιατί από την εξυπνάδα τού καταραμένου τού τυφλού τίποτα δέν κρυβόταν. Σηκώθηκε καί μέ βούτηξε από τό κεφάλι καί μέ μύρισε. Καί καθώς θά νιώσε φαίνεται κάτι, σαν κυνηγόσκυλο, γιά νά βεβαιωθή καλύτερα, καί μέ τή μεγάλη αγωνία πού είχε, μέ τά χέρια μού άνοιξε τό στόμα όσο περισσότερο μπορούσε, κι απρόσεχτα έχωνε τή μύτη του πού ήταν μακριά καί σουβλερή, καί πού εκείνη τή στιγμή μέ τήν οργή είχε μακρύνει ακόμη μια σπιθαμή, καί μέ τήν άκρη της μου έφτασε ώς τό σταφυλίτη. Τότε έξαιτίας του μεγάλου φόβου πού είχα κι ακόμη επειδή ήταν πολύ πρόσφατο τό φαγητό, τό μαύρο λουκάνικο πού δέν είχε προλάβει νά τό χωνέψη τό στομάχι μου, καί κυρίως μέ τήν τεράστια μύτη νά μέ μισοπνίγη, δλα αυτά μαζεύτηκαν κι έγιναν αιτία ή πράξη καί ή νοστιμιά νά φανερωθούν καί τό δικό γύρισε στο δικαιούχο. Μέ τρόπο πού πριν δ κακορίζικος τυφλός βγάλη τή μυτάρα του από τό στόμα, τέτοιο άνακάτωμα ένιωσε τό στομάχι μου πού έβγαλε τό κλεμμένο πάνω της, ώστε ή μύτη του καί τό κακομασημένο λουκάνικο βγήκαν συγχρόνως άπ τό στόμα μου.?ω μεγάλε Θεέ, νά ήμουνα εκείνη τήν ώρα θαμμένος, ώ πεθαμένος κιόλας νά ήμουν! Τόσο ήταν τό κουράγιο τού διεστραμμένου γέρου, πού άν τό θόρυβο δέν άκουγαν, θαρρώ δέ θά μέ είχε αφήσει ζωντανό. Μ έβγαλαν από τά χέρια του, άφήνοντάς τα γεμάτα μ εκείνα τά λίγα μαλλιά πού είχα, μέ γρατσουνισμένο τό πρόσωπο καί ξεσκισμένο τό. λαιμό καί τό λαρύγγι. Κι αυτό βέβαια τάξιζε δλα αυτά, αφού έξαιτίας τής λαιμαργίας του μ* έβρισκαν τόσες συμφορές. Διηγόταν ό κακορίζικος τυφλός σ δλους δσους έφταναν εκεί τις κατατροφές πού τού είχα φτιάξει καί τούς έλεγε ξανά καί ξανά, πότε γιά τή στάμνα, πότε γιά τό τσαμπί καί τώρα γιά τό τελευταίο. Γέλαγαν οί άλλοι τόσο πολύ, πού όλος δ κόσμος πού άπ τό δρόμο περνούσε, έμπαινε νά δη τή γιορτή. Καί τά διηγόταν μέ τόση χάρη καί τόσο πνεύμα πού ακόμα κι έγώ πού ήμουνα τόσο κακοπαθημένος κι έκλαιγα, μου φαινόταν πώς έκανα αδικία νά μή γελώ μ αυτά. Στο μεταξύ άναλογιζόμουνα τήν α νανδρία μου καί τήν αδυναμία πού έδειξα, γιά τήν δποία μεμφόμουνα τον εαυτό μου πού δέν τού έκοψα τή μύτη, ενώ τέτοια σπουδαία ευκαιρία μου δόθηκε αφού δ ίδιος είχε κάνει τό μισό δρόμο, καί δέν θά είχα παρά νά σφίξω τά δόντια μου καί Οά μου έμενε ατό στόμα. Τό στομάχι μου θά τήν κρατούσε πολύ καλύτερα τούτη τήν καταραμένη μύτη απ δ,τι κράτησε τό λουκάνικο. Κι άν αυτή πάλι δέν είχε παρουσιαστή θά μπορούσα ν άρνηθώ τον πειρασμό. Παρακαλοΰσα τό Θεό νά τό είχα κάνει, αυτό νά είχε γίνει μέ κάθε τρόπο. Μάς συμφιλίωσαν ή γυναίκα τού πανδοχείου καί όσοι βρίσκονταν έκεΐ, καί μέ τό κρασί πού είχα φέρει γιά νά τό πιή δ τυφλός μου έπλυναν τό πρόσωπο καί τό λαρύγγι. Γιά τούτο έκανε ό κακορίζικος άκαιρα αστεία λέγοντας: Σ τ αλήθεια, πιο πολύ κρασί μού ξοδεύει αυτός δ υπηρέτης γιά πλύσιμο κάθε χρόνο απ δ,τι θέλω έγώ γιά πιόσιμο σέ δυό. Τουλάχιστον, Λάζαρε, χρωστάς πιο πολλά στο κρασί, άπ δ,τι στον Πατέρα σου, γιατί εκείνος μιά φορά σου έδωσε τή ζωή ενώ τδ κρασί χίλιες. Καί ύστερα -διηγόταν πόσες φορές μού είχε σπάσει καί σκίσει τό κεφάλι καί
157 μου τό γιάτρεψε μετά μέ κρασί. Έγώ σου λέιο, έλεγε, πώς αν ύπάρχη άνθρωπος στον κόσμο πού θά υόφελη- Οή από τό κρασί αυτός θά είσαι σΰ. Καί γελούσαν πολύ αυτοί πού μ έπλεναν μ αυτό, παρ όλο πού έγώ νεύριαζα. Και όμως ή πρόγνωση τού τυφλού δεν βγήκε ψεύτρα, κι από τότε πολλές φορές θυμάμαι εκείνον τον άνθρωπο πού δίχως αμφιβολία ήταν προφήτης καί μέ βασανίζουν τύψεις γι αυτά πού τού έκανα, αν καί ακριβά τά πλήρωσα, καθώς σκέπτομαι πόσο αληθινό βγήκε αυτό πού εκείνη την ήμερα μού είπε, δπως ή Χάρη Σας θά δή παρακάτω. Σάν τά είδα αυτά καί τις άσχημες κοροϊδίες πού μού έκανε αποφάσισα μιά καί καλή νά τον παρατήσω, κι όσο τό σκεπτόμουνα τόσο πιο πολύ τό ήθελα κυρίως μετά απ τό τελευταίο παιχνίδι πού μού έκανε. Κι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα βγήκαμε στην πόλη γιά νά ζητιανέψουμε. Είχε βρέξει πολύ την προηγούμενη νύχτα. Κι επειδή κι έκείνη τήν ήμερα έβρεχε επίσης,, προχωρούσε ψάλλοντας κάτω από κάτι καμάρες πού σ αυτό τό μέρος υπήρχαν γιά νά μή βρεχόμαστε. 'Όμως καθώς νύχτωνε καί ή βροχή δέ σταματούσε, μού είπε ό τυφλός: Λάζαρε, αυτό τό νερό είναι πολύ επίμονο κι δσο κατεβαίνει ή νύχτα τόσο περισσότερο δυναμώνει. *Ας πάμε εγκαίρως νά καταλύσουμε. Γιά νά πάμε στο πανδοχείο έπρεπε νά περάσουμε ένα ρέμα πού από τήν πολλή βροχή δλο φούσκωνε. Έγώ τού είπα: Θείε, τό ρέμα πλαταίνει πολύ. 'Όμο^ς αν Οέλης, έγό) βλέπω από πού μπορούμε νά περάσουμε πιο εύκο?.α δίχως νά βραχούμε, γιατί παρακεΐ στενεύει αρκετά καί πηδώντας θά περάσουμε μέ τά πόδια άβρεχτα. Ή συμβουλή μου τού φάνηκε καλή καί είπε: Προσεκτικός είσαι γι αυτό σ αγαπώ. Όδήγησέ με λοιπόν στο σημείο πού τό ρέμα στενεύει γιατί τώρα είναι χειμώνας καί τό νερό δέν είναι ευχάριστο κι ακόμα λιγότερο νάχης βρεμένα πόδια. Έγώ πού είδα νά πραγματοποιούνται τά όνειρά μου, τον έβγαλα από τις καμάρες κάί τον έφερα κατευθείαν μπροστά σ ένα στύλο ή κολώνα από πέτρα πού στην πλατεία βρισκόταν. Πάνω της, καθώς καί σ άλλες, κρεμούσαν καί τή γέμιζαν κα?νάθια από τά γύρω σπίτια καί τού είπα: Θείε, αυτό είναι τό πέρασμα τό πιο στενό πού υπάρχει στο ρέμα. Καθώς έβρεχε δυνατά καί ό κακομοίρης βρεχόταν, καί μέ τή βιάση πού είχαμε νά γλυτώσουμε από τό νερό πού πάνω μας έπεφτε, καί τό κυριότερο επειδή ό Θεός τού θόλωσε έκείνη τήν ό>ρα τό νού ήταν γιά νά μού δώση τήν ευκαιρία νά εκδικηθώ μέ πίστεψε καί είπε: Βάλε με ακριβώς εκεί πού πρέπει καί σύ πήδα τό ρέμα. Έγώ τον έβαλα ακριβώς μπροστά στο στύλο καί δίνω ένα πήδο καί μπαίνω πίσω από τήν κολώνα οπο)ζ κάποιος πού περιμένει επίθεση από ταύρο, καί τού είπα: Εμπρός! Πήδα δσο μακρύτερα μπορείς, γιατί από κεΐ φτάνεις στήν άκρη τού νερού. Λεν είχα ακόμη τελεκόσει τό λόγο μου, όταν ζυγιάζεται ό φτωχός τυφλός σάν κατσίκι καί μ δλη του τή δύναμη τινάζεται, κάνοντας πρώτα ένα βήμα πίσω γιά νά μπόρεση νά πηδήση μακρύτερα. Καί χτυπάει μέ τό κεφάλι στήν κολώνα πού αντήχησε τόσο σφοδρά λες καί χτύπησε ένα μεγάλο φλασκί καί μετά έπεσε πίσω μισοπεθαμένος καί μέ σκισμένο τό κεφάλι. Καί πώς μυρίστηκες τό λουκάνικο καί όχι τήν κολώνα; Νά τή μύριζες! τού είπα γώ. Καί τον άφησα στά χέρια τού πλήθους πού έτρεξε νά τον βοηθήση, καί τράβηξα κατά τήν πύλη τής πόλης καλπάζοντας, καί πριν ή νύχτα φτάσει, έφτασα μέ τον εαυτό μου στούς Τορίχος!. Δέν έμαθα περισσότερα γιά ο,τι 6 Θεός τού φύλαγε ούτε προσπάθησα νά μάθω.
158 F R A N Z KAFKA Μ ετά φ ρ, Ν ΙΚ Ο Υ Σ Π Α Ν ΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΚΕΤΗ Κάποτε πήγαινα στην έκκλησία κάθε μέρα γιατί τό κορίτσι πού άγαποϋσα προσεύχονταν εκεί γονατιστό γιά μίση ώρα κάθε βράδυ κ έτσι μπορούσα νά τό περγάζομαι μέ την ησυχία μου. Μια φορά πού δέν ήρθε και μέ τό στανιό κυτούσα τούς άλλους ικέτες, πήρε τό μάτι μου ένα νεαρό πού είχε ξαπλώσει δλο τό μάκρος του λιγνού κορμιού του στο πάτωμα. Πότε - πότε έσφιγγε δυνατά τό κεφάλι του και 6αθειαναστέναζε καί τό χτυπούσε κόντρα στις άνάστροφες παλάμες του στά πέτρινα σκαλιά. Μόνο μερικές γρηές γυναίκες ήσαν στην έκκλησιά, και γύριζαν τά μαντηλοφορεμένα κεφάλια τους νά παρατηρήσουνε τό νεαρό, δομένον στή λατρεία του. Φαίνεται τον εύχαριστούσε ή προσοχή τους, γιατί πρίν άπό κάθε μία άπό τις εκρήξεις εύλαβείας του έρριχνε ματιές νά δεί πόσοι τον παρακολουθούσαν. Αυτό τό βρήκα ανάρμοστο καϊ άποφάσισα νά τον πλησιάσω καθώς θά έβγαινε άπ την έκκλησία και νά τον ρωτήσω γιατί προσευχόταν μ ένα τέτοιο τρόπο. Μάλιστα! Ήμουν ενοχλημένος γιατί δέν είχε φανεί τό κορίτσι μου. Μά πέρασε μιά ολόκληρη ώρα πριν σηκωθεί καί, σταυροκοπούμενος, μέ κουνιστές δρασκελιές ζύγωσε τη λεκάνη τού άγιασμου. Στήθηκα σ' ευθεία γραμμή μεταξύ θύρας και λεκάνης, άποφασισμένος νά μην τον άφήσω νά φ ύγει χωρίς μιά εξήγηση. Σούφρωσα τό στόμα μου όπως πάντα σάν είναι νά μιλήσω άποφασιστικά, πρόβαλα τό δεξί πόδι μου ζυγίζοντας δλο τό βάρος μου άπάνω του, ισορροπώντας τ άριστερό μου πόδι στ' άκροδάχτυλά μου: αυτή ή στάση μοΰ δίνει αίσθηση σιγουριάς. Τώρα μπορεί νά μ είχε πάρει τό μάτι τού νεαρού κιόλας δπως ραντιζόταν μέ τον άγιασμό, ή πάλι, μπορεί νά μ είχε άντιληφθεϊ άπό ώρα μέσα στην ταραχή μου, γιατί μ* ένα σάλτο αιφνιδιαστικό ξέκοψε κ έξααφνίστηκε. Ή γυάλινη πόρτα έκλεισε μ ένα βρόντο. Κι δταν αμέσως πήρα τό κατόπι του δέν μπόρεσα πουθενά νά τόν πετύχω γιατί ήσαν πολλά στενά σοκάκια κι* ή κυκλοφορία πυκνή. Δέν παρουσιάστηκε τις επόμενες ημέρες, μά παρουσιάστηκε τό κορίτσι μου. Φορούσε τό μαύρο της φουστάνι μέ τήν διάφανη δαντελένια μαντήλα χυτή πάνω άπό τούς ώμους της μέ τό μισοφέγγαρο τού μεσοφοριού της νά δείχνει καί κάτω κρεμόταν ένας ώραϊος μεταξωτός πλισσές. Καί μιά κι ήρθε ξέχασα τό νεαρό κι ούτε κάν άπασχολήθηκα μαζύ του όταν ξανάρχισε νάρχεται συχνά καί νά προσεύχεται μέ τόν ιδιότυπο τρόπο του. "Ομως κάθε πού μέ προσπερνούσε, έδειχνε νά βιάζεται καί γύριζε άλλοΰ τό πρόσωπό του. Ίσ ω ς νά μήν μπορούσα να τόν φανταστώ άλλοιώς παρά μόνο σέ κίνηση κ* έτσι κι όταν δέν σάλευε μου φαινόταν πώς ξεγλυστρούσε. "Ενα βράδυ κάθηοα πάρα πολύ στήν κάμαρά μου. λίά καί πάλι σηκώθηκα καί πήγα στήν έκκλησία. Δέν ήΐ*αν εκεί τό κορίτσι μου καί σκέφτηκα νά ξαναγυρίσω σπίτι. ^Ηταν δμως εκεί ό νεαρός ξαπλωτός στά δάπεδο, θυ- Λ, i f ' 1 'i ; τ'!
159 μήθηκα την πρώτη μου κρούοη μαζύ του κι ή περιέργειά μου άναζωπυρώθηκε. Πήγα άκροποδητχ στην πόρτα, έδοσα 2να νόμισμα στον τυφλό ζητιάνο και στριμώχτηκα δίπλα του στο άνοιχτό μισό ςιύλλο τής πόρτας* και γιά μια ώρα ολόκληρη κάθησα εκεί, μ έκφραση, μπορεί, σκευωρίας οτό πρόσωπό μου. Μ άρεσε κεί πού βρισκόμουν κι αποφάσισα νά έρχομαι συχνότερα. Τή δεύτερη ώρα άρχισα νά σκέφτομαι πώς είναι κουτό νά κάθομαι ετοι έκεϊ ε πειδή ένας άνθρωπος έκανε την προσευχή του. Κι όμως γιά τρεις ώρες με φούρκα άφηνα τις άράχνες νά σέρνονται πάνω στά ρούχα μου ενόσω οι τελευταίοι πιστοί έβγαιναν με βαθειές άνάσες, άπ την έκκλησία πού σκοτείνιαζε. Και τότε βγήκε κι αύτός. Περπατούσε μέ προφυλάξεις, δοκιμάζοντας έλαφρά τό έδαφος μέ τό κάθε πόδι του πριν τό πατήσει χάμω. Σηκώθηκα, πήρα μιά μεγάλη δρασκελιά και τον άρπαξα. Καλησπέρα, είπα κι άδράχνοντάς τον άπό τον γιακά τον έσπρωξα άπ τά σκαλιά στη φωτισμένη πλατεία.. Σάν κατεβήκαμε στο πεζοδρόμιο, είπε μέ φωνή παλλόμενη: «Καλησπέρα κύριε, κύριε άγαπητέ, μή θυμώνετε μαζύ μου, δούλος σας άφωσιωμένος.» «Καλώς» είπα εγώ. «Επιθυμώ νά σάς άπευθύνω μερικές ερωτήσεις τήν περασμένη φορά γλίστρησες μέσ* άπ' τά δάχτυλά μου τώρα δμως όχι, όχι άπόψε». «Κύριε, εΐσθε συμπονετικός άνθρωπος και θά μ άφήσετε νά πάω σπίτι μου. Είμαι, μά τήν αλήθεια, ένα άνυπεράσπιστο πλάσμα.» «Όχι», φώναξα πάνω άπ τό θόρυβο ενός τραίνου, «δ ε ν θά σ άφήσω νά φύγεις. Μ άρέσουν τέτοιες κρούσεις. Σέ γράπωσα καί χαίρομαι. Είμαι άξιος συγχαρητηρίων.» Τότε είπε: «θεέ και Κύριε, είναι ζωντανή ή καρδιά σας μά τό κεφάλι σας είν ένα κούτσουρο. Μέ γραπώσατε καί χαρήκατε, νά σάς λείπει τέτοια χαρά! Σάς τό λέω, μά τήν άλήθεια. Φέρνω γρουσουζιά σάν σπαθί κρεμάμενο καί έτοιμο νά πέσει στο κεφάλι όποιου άμφιβάλλει γιά τά λεγόμενό μου. Καλή σας νύχτα, κύριε.» «Έν τάξει», είπα καί τοϋσφιξα δυνατά τό δεξί χέρι, «άν δ ε ν μού δόσεις μιάν άπάντηση θά βάλω τις φωνές εδώ στή μέση τού δρόμου. Καί όλες οί πωλήτριες καθώς βγαίνουν έξω τώρα, μαζύ μέ τούς άγαπητικούς τους πού μέ τέτοια εύτυχία τις περιμένουν, θάρθουν τρέχοντας, νομίζοντας πώς έπεσε τό άλογο μιάς άμαξας ή άτι συνέβη κάποιο δυστύχημα. Καί μετά θά σέ δείξω μέ τό δάχτυλό μου στον κόσμο.» Μόλις τ άκουσε μού φίλησε μέ δάκρυα τονα χέρι κι ύστερα τ άλλο, «θά σάς πώ δ,τι επιθυμείτε νά μάθετε, μά, σάς παρακαλώ, άς πάμε καλύτερα σέ κείνο κεί τό σοκάκι.» Κούνησα μέ κατάφαση τό κεφάλι μου καί πήγαμε. Μά δέν ήταν άρκετό γι αύτόν νά βρίσκεται στο μιοόφωτο τού δρομίσκου μέ τ άραιά, φυματικά φανάρια του, μέ τράβηξε στή μπασιά κάποιου χαμηλού σπιτιού, παληού, μ ένα μικρό φανάρι ρίχνοντας άχτίδες άμυδρές κάτω άπό μιά ξύλινη σκάλα. Ε κεί έβαλε μ επισημότητα τό μαντήλι του, τ άπλωσε σ ένα σκαλί, λέγοντας. «Αγαπητέ μου κύριε, καθιστός θά μπορείτε νά ύποβάλετε καλύτερα τις έρωτήσεις σας, κ έγώ ορθός θά μπορώ νά σάς άπαντώ καλύτερα. Μόνο μή μέ βασανίζετε.» Κάθησα καί γώ, καί κοιτάζοντάς τον μέ τούς κανθούς των ματιών, είπα: «Είσαι σεληνιασμένος, νά τί είσαι! Διαγωγή ήταν αύτή στήν έκκλησία; Τί έξοργισακή, τί άνυπόφορη γιά τούς παρισταμένους. Πώς μπορεί κανείς νά κλειστεί στόν εαυτό του καί νά προσευχηθεί σάν έχει νά κοιτάει έσένα.»
160 ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Me το κορμί του κολλημένο στον τοίχο, μόνο τό κεφάλι μπορούσε νά κουνά έλεύθερα, δώθε - κείθε. «Μή θυμώνετε ποιος ό λόγος νά θυμώνετε γιά πράγματα πού δέν σας άφοροϋν. θυμώ νω με τον εαυτό μου δταν δέν φέρομαι καλά μά δταν κάποιος άλλος παραφέρετατ τότε ευχαριστιέμαι. Ά ρα, μη θυμώσετε αν σάς πώ δτι σκοπός τής ζωής μου είναι νά μέ κοιτάζει ό κόσμος.» «Ά κου πράμματα» φώναξα κι ή φωνή μου άντιλάλησε οτόν χαμηλοτάβανο διάδρομο, μά φοβήθηκα νά την άφήσω νά σβήσει, «Ακοϋς έκεϊ πράμματα. Μπορώ, βέβαια, νά μαντέψω, βέβαια μάντεψα μέ την πρώτη φορά σέ d κατάσταση βρίσκεται. Είχα κάποτε μιά τέτοιαν εμπειρία και δέν άστειύομαι δταν σου λέγω δτι είναι σά ναχεις ναυτία στη στεριά. Είναι μιά κατάσταση πού δέν μπορείς νά θυμηθείς τις σωστές ονομασίες των πραγμάτων καί. στη βιασύνη σου πετάς πρόχειρα όνόματα. Το κάνεις δσο γρήγορα μπορείς. Μά καλά-καλά δέν τούς έχεις γυρίσει την πλάτη και ξεχνάς χί όνόματα τούς έδωσες., Μιά λεύκα στο χωράφι πού την ονόμασες ό πύργος τής Βαβέλ, μιά και δέν ήξερες ή δέν είχες ιδέα δτι ήταν λεύκα, στέκει καί γνέφει άνώνυμα, πάλι, κ έτσι πρέπει νά τήν πεις 'ό Νώε είναι τύφλα στο μεθύσι.» Πειράχτηκα λιγάκι οάν μοϋ είπε: «Μ ευγνωμοσύνη σάς πληροφορώ πώς δέν καταλαβαίνω τί μου λέτε.» " Ενοχλημένος άπάντησα γρήγορα: «'Όταν μοϋ λές δτι μ ευγνωμονείς δείχνει πώς δέν κατάλαβες τί είπα.» «Καί βέβαια τό δείχνει, άγαπητέ μου κύριε, μ αύτό πού ήταν είπες καί λίγο παράξενο». "Αγγιξα μέ τά χέρια μου ένα σκαλοπάτι πάνωθέ μου, έγειρα πίσω, καί σ αυτή τήν σχεδόν άήττητη στάση πού είναι ή τελευταία καταφυγή του παλαιστή, τον ρώτησα: «Δέ νομίζεις δτι έχεις κωμικό τρόπο νά ξεφεύγεις άπ τήν πραγματικότητα, έπιρρίπτοντας τήν κατάσταση του μυαλοϋ σου στούς άλλους;» Αύτό τον έκανε νά ξεθαρρέψει. Έ δεσε τά χέρια του γιά νά δώσει ενότητα στο σώμα του, καί πρόβαλε κάποια άντίσταση, λέγοντας: «Ό χι, δέν τό κάνω αύτό μέ τον καθένα, άκόμη καί μέ σάς, λόγου χάρη, γιατί δέν τό μπορώ. Μά θά χαιρόμουν δν μπορούσα, γιατί τότε δέν θά είχα άνάγκη νά κάνω τον κόσμο νά μέ κ ο ιτ ά στήν εκκλησία. Ξέρετε γιατί έχω άνάγκη;» Ή ερώτηση μ άφησε εμβρόντητο. Δέν ήξερα Καί πιστεύω δέν ήθελα νά ξέρω. Δέν ήθελα ποτέ μου νάρθω έδώ, είπα μέσα μου, μ αύτό τό ύποκείμενο μ έξανάγκασε νά του δώσω άκρόαση. Έτσι, δέν είχα άλλα παρά νά κουνήσω τό κεφάλι μου. Ό νεαρός, ορθός άπέναντί μου, χαμογελούσε. Έ πειτα πέφτει στα γόνατά του καί μέ βλέμμα όνειροπόλο, λέει: «Μιά εποχή είχα πείσει τον έαυτό μου πώς είμαι ζωντανός. Βλέπετε έχω μιά φευγαλέα άντίληψη πραγμάτων γύρω μου καί νοιώθω πάντοτε πώς ήσαν κάποτε άληθινά μά τώρα φεύγουν άπό κοντά μου. Έ χω έναν άσίγαστο πόθο νά δώ, άγαπητέ μου κύριε, τ άντικείμενα όπως θά ήσαν πριν μου φανερωθοϋν. Νοιώθω πώς ήσαν γαλήνια κι ώραϊα, πριν. Έτσι πρέπει νά είναι γιατί συχνά άκούω τον κόσμο νά μιλά γι αύτά σά νά ήταν...». Μιά καί δέν άποκρίθηκα κ έδειξα μόνο μέ νευρικές συσπάσεις τοϋ προσώπου μου τήν ταραχή μου, ρώτησε: «Δέν πιστεύετε πώς ό κόσμος μιλάει έτσι;» Ή ξαιρα πώς έπρεπε νά κάνω ένα νεϋμα καταφατικό μά δέν μπόρεσα.
161 «Αλήθεια, δεν ιό πιστεύετε; Ακούσιε! Κάποτε δίαν ήμουν παιδί κι* είχα μόλις ξυπνήσει από τό μεσημεριανό μου ύπνο, ακόυσα τή μητέρα μου νά φωνάζει άπ τό μπαλκόνι μέ την πιο φυσική της φωνή: «Τί κάνεις, καλέ; Κάνει τόση ζέστη.» Και μια γυναίκα απάντησε άπ τον κήπο: «Απολαμβάνω τό γρασίδι.» Τό είπε εντελώς άπλά, δίχως έπηιονή, σάν κάτι παραδεδεγμένο. Νόσιμα πώς περίμενε νά του άπαντήσω, κ έχωσα τό χέρι μου στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου τάχα πώς κάτι ζητούσα. Μά δεν ζητούσα τίποτα, ήθελα μονάχα ν αλλάξω στάση για νά δείξω πώς έδινα προσοχή. "Υστερα είπα πώς τό περιστατικό ήταν άξιοσημείωτο μά μού ήταν ακατανόητο. Πρόσθεσα άκόμη πώς δεν πίστευα πώς ήταν άληθινό κ ι ότι είχε εφευρεθεί γιά κάποιον ειδικό σκοπό πού δεν μπορούσα νά βολιδοσκοπήσω. Μετά σφάλιξα τά μάτια μου γιατί μέ πονούσαν. «*Ώ! Πόσο χαίρομαι πού συμφωνείτε μαζύ μου κι ή έλλειψη φιλαυτίας εκ μέρους σας δεν έχει όρια γιατί μέ διακόψατε γιά νά μού τό κάνετε γνωστό. Γιατί, μά την άλήθεια, νά αισθάνομαι ντροπή ή, γιατί νά αισθανόμαστε ντροπή επειδή δέν περπατώ μέ τό κεφάλι ψηλά καί μ έμβρίθεια, βροντώντας τό μπαστούνι μου στ οδόστρωμα κι άγγίζοντας τά ρούχα τού κόσμου πού προσπέρνα μέ θόρυβο. Μάλλον δέν θάπρεπε νά κάνω καί μέ τό δίκηο μου παράπονο πού γλιστρώ σάν σκιά στούς τοίχους τών σπιτιών, μέ σκυφτούς ώμους, αναγκασμένος πολλές φορές νά γίνομαι άφαντος στις γυάλινες βιτρίνες.»τί φρικτές μέρες έχω ζήσει! Γιατί τά χτίριά μας είναι τόσο κακοβαλμένα ώστε νά γκρεμίζονται καμμιά φορά τά ψηλά σπίτια χωρίς λόγο καί ά- φορμή; Σκαρφαλώνω τά χαλάσματα ρωτώντας όποιον συναντήσω: «Πώς έ γινε ένα τέτοιο πράγμα! Στήν πόλη μας! 'Ολοκαίνουργιο σπίτι! τό πέμπτο σήμερα σκέψου!» Καί κανείς δέν μπορεί νά μού δώσει μιάν άπάντηση. «Κι* άνθρωποι συχνά πέφτουν στο δρόμο καί πεθαίνουν. Τότε όλοι οι μαγαζάτορες άνοίγουν τις πόρτες τους, φορτωμένες πραμάτεια, βγαίνουν έξω τρέχοντας, φέρνουν τό νεκρό μέσα, καί ξαναβγαίνουν μέ χαμόγελο καί μάτια λαμπερά, λέγοντας: «Καλημέρα ό ούρανύς είναι συννεφιασμένος Πουλώ ένα σωρό μανδήλια ναί, ό πόλεμος». Τρυπώνω μές στο σπίτι κγ άφού δειλά πολλές φορές ύψώσω τό χέρι μου μέ τά δάχτυλα κουλουριασμένα κ έτοητα κτυπώ τό μικρό γυάλινο παράθυρο τού θυρωρού. «Καλέ μου άνθρωπε, τού λέω φιλικά τώρα μόλις έφεραν ένα νεκρό. Άφησέ με νά τον δω, σέ παρακαλώ». Καί κείνος όταν κουνήσει, σάν άναποφάσιστος τό κεφάλι του, λέω μ έμφαση: «Άνθρωπέ μου, είμαι τής μυστικής άστυνομίας. Δείξε μου άμέσως τον πεθαμένο». «Πεθαμένος;» ρωτά σχεδόν πληγωμένα. «Ό χι, δέν έχουμε έδώ πεθαμένο. Αύτό τό σπίτι είναι καθώς πρέπει». Κάνιπ μεταβολή καί φεύγοτ.»κι ακόμη σάν είναι νά διασχίσω μιά μεγάλη έκταση, ανοιχτή, ξεχνώ τά πάντα. Ή δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος μού προκαλεϊ σόγχιση, καί δέν μπορώ νά μην σκεφτώ: 'άν οί άνθρωποι, άπό καθαρή ακολασία, φτιάνουν τόσο μεγάλες πλατείες γιατί δέν προσθέτουν καί πέτρινα κιγκλιδώματα γιά νά μπορούν νά περνούν. Πνέει σφοδρός άνεμος άπό νοτιοδυτικά, t σήμερα. Ό άνεμος στροβιλίζεται στήν πλατεία. Ή κορυφή τού Δημαρχείου φέρνει μικρές στροφές σάν σβούρα. Πρέπει όλη αύτή ή ταραχή νά έντοπιστεϊ.. Κάθε παραθυρόφυλλο κάνει πάταγο κι οί φανοστάτες γέρνουν οάν καλά- I μια. Ό χιτώνας τής Παναγίας Παρθένου φτεροκοπά οτή μάνητα τού άνέμου. ιδέν τό πρόσεξε κανείς; Οί κυρίες κγ οί κύριοι πού θάπρεπε, κανονικά, νά ιπερπατούνε στο λιθόστρωτο άνυψώθηκαν άπό τον άνεμο. "Οταν κοπάσει ό ίάέρας άκινητούν, άνταλλάσσουν μερικές λέξεις κι* ύποκλίνονται ό ένας
162 160 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» στον άλλον άλλά σαν φυσήξει ό άνεμος, δεν είναι βολετό ν άντισταθοΰν και τά πόδια τους, εγκαταλείπουν τό έδαφος διαμιάς. Βέβαια, πρέπει νά κρατουν τά καπέλα τους σφιχτά, μά τά μάτια τους λάμπουν εΰθυμα λες κ ι ήταν αΰρα. Κανείς άλλος δέν φοβάται έκτος άπό μένα.» Κάνοντάς του τον έξυπνο, λέω: «Ή ιστορία για τή μητέρα σου και την γυναιίκα στον κήπο, δέν μου φαίνεται καθόλου άξιόλογη. νοχι μόνο έχω άκούσει πολλές σαν και αύτή μά έχω παίξει και ρόλο σέ μερικές απ αυτές. 'Ή ταν κάτι τό πολύ φυσικό, θαρρείς πώς άν ήμουν έγώ στό μπαλκόνι δέν μπορούσα νά είχα πεϊ τό ϊδιο πράγμα καί νά πάρω την ίδια άπάντηση απ τόν κήπο; Ε ίν άπλούστατο.» "Οταν τό είπα αυτό φάνηκε κατευχαριστημένος. Παρατήρησε πώς ήμουν καλοντυμένος καί του άρεσε εξαιρετικά ή γραβάτα μου. Και τί ωραία επιδερμίδα είχα. Κι* ο ι συγκατανεύσεις γίνονταν άδιαμφισβήτητες και διαυγέστατες δταν πήγαινε κανείς νά τις άποσύρει. Π ΑΡΓΑ Χαμήλωσε 6 Θεός και τή ζωγράφισε Σέ λυρική στιγμή, συμπαντική ευφορία. Μια πινελιά στό θαλασσί καί μια στό πράσινο. Καί στό μενεξελί τό τρυφερό τής ποίησης. Διαμάντι βράχο εδώ, διαμάντι εκεί, επάνω σέ κρυστάλλινο καθρέφτη. Καί μια κορώνα αχτιδωτή, μέ του φωτός τή μέθη, πάνω στό Κάστρο σμίλεψεν ό Μέγας Καλλιτέχνης. 'Ό λα αλαργεύουν τούτη τή στιγμή τής Ιστορίας τά σύννεφα. Στής μνήμης τόν απόηχο κελαδεΐ τραγούδι τής ακρογιαλιάς τό «Παργινό ντουφέκι». 'Όλα, μ αρμονικό κι ανάλαφρο ρυθμό, τής όμορφιάς τήν αποθέωση λειτουργούν, εδώ στής Ήπειρος τόν μαγεμένο κόρφο. Κι ή ζωγραφιά λικνίζεται σέ σμαραγδένιο φόντο. ΧΡΤΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ *-
163 ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΟΥΡΑΝΗ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟ Ό Π ρόεδρος τή ς Α κ α δ η μ ία ς Α θη νώ ν κ. Ν ικ. Λ ούρος ενώ δίδε» το ν τ ίτ λ ο τού Β ρ α β είο ν Ο ύράνη σ το ν Δ η μοσθένη Κ όκκινο. 'Η Ακαδημία Αθηνών, στην πανηγυρική της συνεδρία τής , άπένειμε τό μεγάλο Βραβείο Ούράνη για την Πεζογραφία, στον Διευθυντή μας Δημοσθ. Γ. Κόκκινο (τα αντίστοιχα βραβεία για τήν ποίηση καί τό δοκίμιο δόθηκαν στον Νικηφόρο Βρετάκο καί στην Ούράνα Διοματάρη) για τό βιβλίο του: «Ή πεδιάδα μέ τήν τέφρα». Ή βράβευση αυτή, δεν είναι μονάχα ένα γεγονός, πού καταξιώνει τό έργο τού Δηφιοσθ. Κόκκινου, αλλά, έξ ίσου καί μια κατάχτηση τής πνευματικής επαρχίας. Γιατί, τό βραβείο τούτο, πού είναι τό μεγαλύτερο πού έχει ή Ακαδημία Αθηνών για τά Γράμματα, δίνεται γιά πρώτη φορά σε λογοτέχνη τής έλληνικης
164 ΕΣΤΙΑ» ίας πού ζεΐ καί πού έργάζετοα σ αυτήν. ΓC αύτό, πέρ άπ την ικανοποίηση πού προκάλεσε στον πνευματικό κόσμο γενικώτερα, θεωρήθηκε κα'ι ώς αναγνώριση τής μεγάλης προσφοράς της πνευματικής επαρχίας στον σύγχρονο εθνικό μας πολιτισυό. ^Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί πώς, μέ την βράβευση του βιβλίου τοο Δημοσθ. Κόκκινου, ή Ακαδημία Αθηνών δίνει την ανώτατη αύτή τιμητική διάκριση σ ένα έργο μέ έντονο προσωπικό ύφος στον )^ώρο τής μοντέρνας γραφής, αναγνωρίζοντας πώς «ανανεώνει την άντιπολεμική πεζογραφία μέ μια προσωπική στάση απέναντι στη μοίρα και μέ ένα είδος λόγου, στον όποιον, ένώ έχει πολλά ποιητικά στοιχεία, παραμένει γνησίως πεζογραφία ώς προς την δομή του-». Καί άν ληφθεΐ ύπ δψει, πώς τά θέματα του βιβλίου αυτου αντιπροσωπεύουν βιώματα τής αδικαίωτης γενεάς του συγγραφέα, δικαιώνονται ή αντίσταση, τά οράματα καί οί θυσίες του λαού μας στα χρόνια τής κατοχής, κάτω άπ τό φώς μιάς έσωτερικής δράσης καί σ ένα ευρύτερο υπαρξιακό υπόστρωμα ψυχικής θεώρησης καί πνευματικής μέθεξης. Έτσι, ή βράβευση του Δημοσθ. Κόκκινου, έκτος άπ την τιμή πού προσέφερε στην λαμπρή παράδοση των Ίωαννίνων, χαιρετίστηκε ιδιαίτερα άπ τον τύπο τής επαρχίας καί τονίστηκε μέ ικανοποίηση ή πράξη αύτή τής Ακαδημίας Αθηνών, ένώ ό Δήμος Ί- ωαννιτών άποφάσισε νά άπονείμει, σέ ειδική συνεδρία, τιμητική συγχαρητήρια περγαμηνή στον βραβευθέντα. ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ,, Τ ο ν Α π ρ ίλ η το ύ κ λ είνει π ε ν ή ν τ α χ ρ ό ν ια ζω ή ς τό καλό π ε ρ ιο δ ικ ό τ ή ς Α θήν α ς «Ν έα Ε σ τ ί α». " Ο μ ω ς ό ε κ α τ ο σ τ ό ς τ ό μ ο ς τη ς έ κ λ εισ ε το ν π ερ α σ μ έν ο Δ εκ έμ β ρ ιο. Ε π ε ι δ ή ε ίν α ι δ εκ α π εν θ ή μ ερ η κ α ί π ο λ υ σ έ λ ιδ η, κάθε χρόνο σ υ μ π λ η ρ ώ ν ει δύο τό μ ο υ ς. *0 π ρ ώ τ ο ς τ ό μ ο ς β γ ή κ ε κ ο λ ο β ό ς, ώ σ τ ε ν ά σ υ μ β α δ ίζ ο υ ν μέ τ ό π ο λ ιτ ικ ό έ τ ο ς. Π ενήντα χρ ό ν ια ε ίν α ι έ ν α ς ά θ λ ο ς! Δ εν ά νθεξα ν ο ύ τε σ τ η ν Ε υ ρ ώ π η μ ε γ ά λ α π ε ρ ιο δ ικ ά μέ κυκλοφορία π ο λ ύ ευ ρ ύ τερ η ά π ό ό,τ ι μ π ο ρ ε ί ν ά έχη έν α έλ λ η νικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό κ α ί μέ ά ν α γ ν ω σ τ ικ ό κοινό καλλ ιε ρ γ η μ έ ν ο σ τ ά ε υ ρ ω π α ϊκ ά π λ α ίσ ια. Μέ π ρ ώ τ ο δ ιευ θ υ ντή (ε ω ς τ ά ) το ν Γ ρ η γ ό ρ ιο Ξ ενόπουλο, τ ό π ρ ώ τ ο φ ύλλο τη ς έ δ ε ιξ ε κ α ί τή ν π ο ιό τ η τ α κ α ί τ ι ς σ κ ο π ε ύ σ ε ις τ η ς. Υ π ο γ ρ α φ έ ς ο ί π ρ ώ τ ε ς σ τ ή ν Ε λ λ ά δ α, χ α ρ τ ί κ α λ ό, χ ω ρ ίς ν ά ε ίν α ι ιδ ια ίτ ε ρ α εκ λεκ τό, μέ γ λ ώ σ σ α π ο ύ π ο ρ εύ ο ν τα ν ά π ό τή ν κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α εω ς τή ν π λ έ ρ ι α δ η μ ο τικ ή, μέ κ α λ λ ιτ ε χ ν ικ έ ς εικόνες μ εγά λ ω ν ζ ω γ ρ ά φ ω ν. Κ α ιν ο τ ο μ ο ΰ σ ε σ έ π ο ιό τ η τ α ύ λ η ς, σ έ δ ια φ ώ τ ισ η, σ έ κ α τ α τ ο π ισ μ ό π ά ν ω σ έ θ έ μ α τ α Σ τ ο χ α σ μ ο ύ, Λ ό γο υ κ α ί Τ έ χ ν η ς, χ ω ρ ίς σ υ ν θ ή μ α τ α κ α ί π ο λ ε μ ικ έ ς κ ρ α υ γ έ ς. Κ α ί ώ ς π ρ ο ς τ ό ύψ ος μ π ο ρ ο ύ μ ε νά ε ΐπ ο ύ μ ε ο τ ι ή τ α ν λ ίγ ο ά ρ σ α κ ε ιά δ α, μ ο λ ο νό τι δέν τ ή ς έ λ ε ιπ α ν κ ά π ο ια ξ ε σ π ά σ μ α τ α κ α ί κ ά π ο ιε ς π α ρ α χ ω ρ ή σ ε ις σ τ ο νεώ τερο «ρ εμ π ελ ιό». Ν ο μ ίζ ο μ ε δ τ ι ή π ρ ο σ ω π ικ ό τ η ς κ α ί τό νοικοκυριό τω ν διευ θυντώ ν τ η ς, το υ μ α κ α ρ ίτη Ξ ενό π ο υλου π ρ ώ τ α κ α ί το υ κ. Π έτρου Χ άρη έ π ε ιτ α καί μ έχρ ι σ ή μ ερ α, μ α ζί μέ τ ο π ε ρ ιε χό μ ενό τ η ς μ έσ α σ τ α π λ α ίσ ια π ο ύ π ε ρ ιγ ρ ά ψ α μ ε, έξη γο ύ ν ώ ς ένα σ η μ είο τη ν έ π ιτ υ χ ίσ τ η ς. Γ ια τ ί χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι νά ίδρώ σ η κ α ν είς π ο λ ύ, νά π α λ α ίψ η μέ χ ίλ ιε ς δυο ά ν τ ιξ ο ό τη τ ε?, γ ι α ν ά κ α το ρ θ ώ σ η νά κ ρ α τή σ η σ τη ζωή ένα π ε ρ ιο δ ικ ό ε π ί 5 0 χ ρ ό ν ια. Κ α ί τ ί ά ν τιξ ο ό τη - τ ε ς! Δ ικ τ α τ ο ρ ία το υ Μ ετα ξά, π ό λ ε μ ο ς, κ α το χή, π ε ίν α! Κ α ι π ά ν ω ά π ό λ α ε λ ε γ χ ο ς τή ς ύ λ η ς ά π ό έναν ά δ ίσ τ α κ τ ο κ α τ α κ τ η τ ή, κ λ υ δω νισ μ ο ί το ύ έλληνικου σ κ ά φ ο υ ς ά ρ γ ο τ ε ρ α μέ ό ξ ύ τ α τ ο κ α ί π ο λ ύ χ ρ ο ν ο δ ιχ α σ μ ό! Τ έλ ο ς, νέα δ ικ τ α τ ο ρ ία. Τ ά κ είμ εν α π ρ ε π ε ι να είνα ι π ρ ο σ ε κ τ ικ ά, ν ά κ α τ α τ ο π ίζ ο υ ν, ν ά ο δ η γο ύ ν. Κ α ί θ υ μ ο ύ μ α σ τε π ώ ς μ έσ α σ τ ή ν κ α το χή, μέ
165 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ') 163 δλη την τρομερή Γ κ εσ τά π ο π ά ν ω ά π ό το κεφάλι μ α ς, ή «Ν έα 'Ε σ τ ία» κ α τό ρ θ ω ν ε νά δημοσίευσ η κείμενο ή κ είμ ενα του Πώλ Έ λ υ ά ρ γ ια τη ν «έ λ ε υ θ ε ρ ία». Κ ά π ο ια κ είμενα τ ά ά ντιλήφ θηκε ή ιτα λ ικ ή λ ο γ ο κ ρ ισ ία, ά λ λ α τ ά φ η σ ε νά π ε ρ ά σ ο υ ν σ τ ις ή μ έρ ες π ο υ ήταν έτο ιμ η ή Ι τ α λ ί α νά κ α τά ρ ρ ευ σ η. Τ ά ω ρ α ιό τ ε ρ α κ είμ εν α του Σ ικελια νοο, ό π ο υ, μ α κριά ά π ό μ ετα φ υ σ ικ ά νεφ ελώ μ α τα, έκφ ράζει ό π ο ιη τ ή ς το ν ό ρ α μ α τ ισ μ ό μ ια ς έ π ο χ ή ς π ο υ θά βασ ιλεύη ή π α γ κ ό σ μ ια ά γ ά π η ή σ α λ π ίζ ε ι το ν ά γ ώ ν α, γ ιά νά λάμψη ό ή λ ιο ς τ ή ς λ ε υ τ ε ρ ιά ς καί τή ς ά γ ά π η ς, δημοσιεύ τη κ α ν τ ις σ κ ο τ ειν έ ς έκεΐνες ή μ έρ ες σ τη «Ν έα Ε σ τ ία». Κ οντά σ τ ά λ λ α π ρ έ π ε ι νά τή ς ά ν α γ ν ω ρ ισ τ ή καί α υτή ή π λ ευ ρ ά το υ ά ν τ ισ τ α σ ια κ ο ΰ ά γ ώ να τη ς. Κ αί σε ά λλες π ε ρ ισ τ ά σ ε ις ά ρ γ ό τ ε ρ α έ γ ιν ε τό 'ίδιο. Ν ο ικ ο κ υ ρ ίσ τικ ο ά λ λ ά κ α ί π ρ ο οδευτικό καί φ ιλελεύθερο μέ τέχνη ή τα ν π ά ν τ ο τ ε τ ό π ε ρ ιεχ ό μ εν ο τ ή ς «Ν έα ς Ε σ τ ί α ς» κ α ί σ α ύτό ίσ ω ς ό φ είλ ετα ι ή δ ιά ρ κ ε ιά τ η ς, ό ά θ λ ο ς τ ή ς έ π ιτ υ χ ία ς τ η ς. Έ τ σ ι καθιερώ θηκαν υ π ο γ ρ α φ έ ς καί π ρ ω το φ ά ν η κ α ν κ είμ εν α, π ο υ έ μ ειν α ν σ ε β α σ τ ά στή σ υνείδηση τω ν Ε λ λ ή ν ω ν. Α υτόν το ν άθλο καί α ύτή ν τή ν υ π η ρ ε σ ία σ τ ά νεοελληνικά Γ ρ ά μ μ α τ α ό φ είλ ο μ ε νά έξά ρω μ ε τήν ώ ρα το ύ τη, π ο υ κλείνει τ ά π ε ν ή ν τα τ η ς χ ρ ό ν ια ή «Ν έα Ε σ τ ί α» το υ δ ό κ ιμ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α καί ά κα δη μ α ϊκ ο υ κ. Π έτρου Χ άρη. Δ Η Μ. Σ ΙΩ Μ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ ΒΡΑΒΕΙΟ Α ΚΑΔΗ Μ ΙΑ Σ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΜπΕΤΤΗ Απ τον στενό κύκλο των συνεργατών τής «Ηπειρωτικής Εστίας», μεταξύ των βρα βευθέντων απ τήν Ακαδημίαν Αθηνών στην πανηγυρική συνεδρία της τής , είναι καί ό Στέφανος Μπέττης, πού τιμήθηκε μέ τό Βραβείο του 'Τπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, γιά τήν ανέκδοτη ιστορική πραγματεία του: «Οι Ζωσιμάδες». Πρόκειται γιά μιά δίκαιη αναγνώριση καί γιά μιά επάξια βράβευση, πού προκάλεσε τήν ικανοποίηση καί τον έπαινο τού πνευματικού κόσμου καί πού, επίσης, τιμάει ξεχο>ριστά τήν παράδοση των λογίων καί των δασκάλιον τής Ηπείρου. Γιατί, ό Στέφανος Μπέττης, επί δεκαετίες ολόκληρες, προσέφερε καί προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες, ιδίως στον χώρο τής ιστορικής έρευνας, τής ίστοριοδιφίας καί τής λαογραφίας. Ειδικότερα, τό έργο τού βραβευθέντος λογίου καί έρευνητού, πού κινείται κυρίως στον χώρο τής νεότερης ήπειρωτικής ιστορίας, εκτεταμένο καί επιστημονικά τεκμηριωμένο, άνοίγεται μέ παρρησία καί άντικειμενικότητα σ ευρύτερες διαστάσεις καί δίνει μιά προσπέλαση, από πολύ κοντά, στά γεγονότα, τά πρόσιοπα καί τήν εποχή τους. Έτσι, καί μέ τήν μονογραφία γιά τούς ευεργέτες Ζιοσιμάδες, ό Στ. Μπέττης πλουτίζει τήν σοβαρή επιστημονική έρευνα μέ νέα στοιχεία, μέ μαρτυρίες καί μέ τήν θερμότητα ένός καλλιεργημένου λόγου, πού διαποτίζεται άπ τήν άγάπη γιά τήν άλήθεια καί απ τον όφειλόμενο σεβασμό στον ιερόν δρώτα των Ζιοσιμάδων γιά τά σχολεία καί τήν πνευματική οντότητα των Ίωαννίνιυν. Γι αύτό, ή βράβευση τού Σ τ. Μπέττη, έκτος άπ τήν καταξίωση τού μόχθου καί τής μεγάλης θητείας του στήν ιστορία καί τήν ίστοριοδιφία, άποτελεί καί μιά δικαίωση πού δέν μπορεί, παρά νά κάνει υπερήφανο τον εκπαιδευτικό κλάδο, άπ τον όποιον προέρχεται καί όπου υπηρέτησε τριάντα πέντε όλόκληρα χρόνια, ως πέρυσι. Ή «Ηπειρωτική Εστία», μέ ξεχωριστή χαρά, εκτιμάει πολύ αύτήν τήν διάκρισή του καί τον συγχαίρει. ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ " Η.Ε. ρ η φ ά νεια, γ ια τ ί, έκ το ς ά π τ ις β ρ α β εύ σ ε ις τ ή ς Α κ α δ η μ ία ς Α θηνώ ν, ό π ο υ έ λ α β ε τή ν μεα \1 'Η «Η π ε ιρ ω τ ικ ή 'Ε σ τ ία» έχει κάθε λ ό γ ο νά νοιώ θει ίδ ια ίτ ε ρ η ν Ικ α ν ο π ο ίη σ η κ α ί υ π ε
166 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» γαλύτερη μερίδα άπό όποιαδήποτε άλλη πνευματική δραστηριότητα, τιμήθηκαν άκόμα έφέτος και άλλα τρία πρόσωπα, ά π * την Συντακτική της Επιτροπή, μέ την άπο νομή συντάξεως λογοτεχνών άπ* τό Υπουργείο Πολιτισμού. Μεταξύ τών λογοτεχνών που συνταξιοδοτοϋνται, περιλαμβάνονται ό Άρσένης Γεροντικός, πού μάλιστα είναι και 6 πρώτος λογοτέχνης ά π την έπαρχία πού παίρνει αυτήν τήν σύνταξη, ό Τάκης Τσιάκος καί ή Χρυσάνθη Ζιτσαία. Και οι τρεις αυτοί πνευματικοί άνθρωποι, πού είναι γνωστοί στην πανελλήνια πνευματική ζωή, ξεχωρίζουν για τήν ποιότητα του λόγου τους, για τήν εύρύτερη σκέψη τους και για τό άδαμάντινο ήθος τους, που έδωσαν στα γράμματά μας. Σέ μια έποχή πού έχει άνάγκη, προ παντός, άπό καινούργια όραση, άπσ έλληνική μνήμη καί άπό οικουμενικούς ορίζοντες, ή προσφορά τους πιάνει πολύν καί κρίσιμο χώρο, δίνει στηρίγματα καί όνειρο για τούς ταραγμένους τούτους χρόνους του αιώνα μας. Γι' αύτό, ή τιμητική σύνταξη, κοντά στην οικονομική τους επικουρία, συνιστά καί μια δίκαιην ήθική άναγνώριση, πού τούς όφείλονταν. ν, Τ ΙΜ Η Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Κ Ρ ΙΣ Η Σ Τ Η Ν Χ Ρ Υ Σ Α Ν Θ Η ΖΙΤΣΑΙΑ Ό κ. Π. Στυλιανού άπονέμει στην κ. Ζιτσαία τ ι μητικό δίπλωμα. Στα τέλη, Φεβρουάριου, ή ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία, πού λευκάνθηκε στην διακονία τών γραμμάτων μιά ολόκληρη ζωή, μέ άγάπη; μέ άφοσίιυση καί μέ άδαμάντινο χαρακτήρα πνευ ματικοΰ ανθρώπου πρώτης κλάσης, τιμήθηκε ιδιαίτερα στην Κύπρο, σέ τελετή πού όργανόιθηκε στην Λευκωσία απ' τό περιοδικό «Κυπριακός Λόγος» καί άπό τά σοιματεϊα «Ελεύθερη Κυθρέα» καί «ΙΙαγκύπρια Επιτροπή Έγκλυ>6ισμένων». ΙΙροσφωνώντας τήν κ. Ζιτσία, έκ μέρους τοΰ περιοδικού καί τών σωματείων, ό κ. Πέτρος Στυλιανού, τόνισε τήν πνευματική προσωπικότητα καί τήν αγωνιστική δράση της, μέ τά έξης λόγια: «Ή Κύπρος εύτύχησε, τούτες τις πικρές καί τις τραγικές ώρες πού διέρχεται, νά βρει στο πρόσωπο τής κ. Ζιτσαίας τόν ειλικρινή, τόν πιο ενθουσιώδη διαπρύσιο κήρυκα τού δίκαιου τού αγώνα της: Μέ ομιλίες, μέ ραδιοφαινικές εκπομπές, μέ συμμετοχή στην συγκλονιστική πορεία γυναικών στην Αμμόχωστο, μέ άρθοογραφία στον τύπο, μέ υπομνήματα καί τελικά με τήν ίδρυση τού Συνδέσμου; «Ελλάς Κύπρος», τού οποίου είναι πρόεδρος, δόθηκε ολόψυχα στόν άγώνα τού λαού μας»., Ή «'Ηπειρωτική Εστία» εκφράξει τήν ικανοποίηση, τήν εκτίμηση καί τήν χαρά της,
167 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ 165 γιατί το εκλεκτό αυτό μέλος της Επιτροπής της δίνει στα γράμματά μας, όχι μόνο ένα λαμπρό ταλέντο, άλλα και ενα εξαίρετο ήθος. Η Α Κ Α Δ Η Μ ΙΑ ΑΘ Η ΝΩ Ν Ε Β Ρ Α Β Ε Υ Σ Ε 1. Τ ό περιοδικό: «Κρητική 'Εστία» Η «Ηπειρωτική Εστία», πού Αγωνίζεται για τήν πνευματική ζωής τής έπαρχίας και γνωρίζει τις θυσίες πού χρειάζονται, έπϊ πλέον άτι τήν άγάπη και τήν Αφοσίωση, για νά δημιουργηθοΰν και για νά κρατηθούν οί φωτεινές έττάλξεις στον χώρο της, χαιρετίζει τήν βράβευση ά π τήν Άκαδημίά Αθηνών του περιοδικού «Κρητική Ε στία», πού έγινε στις Και θυμάται, μέ πολλή συγκίνηση, τον άγώνα καί τήν φροντίδα τού άείμνηστου Ίδομ. Παπαγρηγοράκη καί των πρώτων συνιδρυτών τού περιοδικού, ενώ συγχαίρει τον σημερινό διευθυντή τής «Κρητικής Ε σ τία ς» κ. Εμμ. Ί δ. Παπαγρηγοράκη, πού ευτύχησε νά κρατήσει τήν πατρική κληρονομιά καί νά Αξιωθεί αυτής τής τιμής. * i i i'-! i S' 2. Τ ο ν Εκδρομικό καί Μορφωτικό " Ομιλο Τρικάλων Γιά τον Εκδρομικό Μορφωτικό - -Ομιλο - Τρικάλων (ΕΜΟΤ) καί τον κ. Ά χιλ. Καρανάσιο, πού γράφαμε καί στο προηγούμενο τεύχος τής «Η. Ε.», ή βράβευσή του, γιά τά τριάντα χρόνια τής προσφοράς του, πού εγινε μέ έπαινο τής Ακαδημίας Αθηνών στις , άποτελεϊ γενικώτερα τήν δίκαιη αναγνώριση 'τοΰ έργου τού ΕΜΟΤ στά Τρίκαλα. Αλλά, καί γιά τήν πνευματική έπαρχία, πού οί παρόμοιες προσπάθειες δίνουν τήν υποδομή καί τήν φωτεινή έστία γιά τήν έθνική πνευματική μας φυσιογνωμία, τό γεγονός αύτό πρέπει νά θεωρείται μιά σημαντική κατάκτηση, πού τιμάει τόσο τούς πρω τεργάτες, όσο καί τον τόπο τους. Γι αυτό, πρέπει νά γίνει συνείδηση, πώς ή έπαρχία, πού διαθέτει δικές της δυνάμεις καί πού παίρνει κάθε τόσο καί περισσότερο χώρο στήν πανελλήνια σύγχρονη κουλτούρα, είναι άνάγκη νά όργανωθεϊ.καλύτερα, γιά νά δυνηθεί νά δώσει καί νά κερδίσει την κρίσιμη μάχη μέ τον ταραγμένον τούτον αιώνα μας. Γιατί, σ αυτήν, πού κρατάει άκόμα χλωρές τις ρίζες καί ζωντανές τις μνήμες τής φυλής, πέφτει ό μεγάλος κλήρος γιά τήν οντότητα τού σύγχρονου "Ελληνα άναμέσον τών λαών. Καί ή διάκρισή της στον χώρο τοΰ έθνικοΰ μας πολιτισμού, είναγ πάντα μια νέα κατάκτηση. Μέ αυτό τό πνεύμα, ή «Η. Ε.» θέλει νά συγχαρεί τον ΕΜΟΤ καί νά τοΰ ευχηθεί πάντα άνοδική πνευματική πορεία. Δ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ,, %* 1 ΤΑ Β Ρ Α Β Ε ΙΑ ΤΗΣ Η Π Ε ΙΡΩ Τ ΙΚ Η Σ ΣΤΕΓΗΣ ΓΡΑ Μ Μ ΑΤΩ Ν Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ω Ν W- 'f- ; *? Στις 27 Φεβρουάριου, ή Ηπειρωτική Στέγη Γραμμάτων καί Τεχνών, οργάνωσε τήν προιτη δημόσια πνευματική της εκδήλωση,πού έγινε στην αίθουσα, τής Ζωσιμαίας Π α ιδ α γωγικής Ακαδημίας Ίωαννίνων, μέ τήν ευκαιρία τής απονομής τών βραβείων, πού προκήρυξε γιά τό διήγημα, τήν ποίηση, τήν καλλιτεχνική φωτογραφία καί τήν ζωγραφική. Στήν τελετή, πού άποτέλεσε σημαντικό πνευματικό καί καλλιτεχνικό γεγονός γιά τήν Ή πειρο, παραβρέθηκαν όλες οί αρχές, τά μέλη τής Στέγης και πυκνό Ακροατήριο άπό επιστήμονες, διανοουμένους καί γενικά άπό ανθρώπους ύφηλής μορφωτικής στάθμης καί Αναπτύχθηκαν οί στόχοι, οί επιτεύξεις καί ή προοπτική τοΰ σωματείου. Ό πρόεδρος της Στέγης κ. Δτ\μ. Σκυμόπουλος, πού, γιά /.άγους εκτάκτου ανάγκης, άπουσίαζε στήν Αθήνα, δεν δυνηθηκε νά παραστεί αυτοπροσώπως. Έτσι, τήν εισήγηση καί τήν παρουσίαση τής δραστηριότητας αυτής, τήν έκαμε ό γενικός γραμματέας κ. Νικ. -Τέντας. Επίσης, τήν εισηγηση, άπο μέρους τών Κριτικών Επιτροπών τοΰ διαγωνισμού, γιά τήν ποίηση και τό διήγημα, την έκα
168 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» με ό κ. Δημοσθ. Κόκκινος καί, για την φωτογραφία και την ζωγραφική, ό κ. Γεώργιος Καζάκος. Κριτικές Επιτροπές, με απόφαση του Δ.Σ. τής Στέγης, συγκροτήθηκαν άπ τά έξης πρόσωπα, πού εναι καί μέλη τής Στέγης: Ποίηση καί διήγημα; Δημοσθ. Κόκκινος, Κίμων Τζάλλας καί Κώστας Τσέτης (άπ* την Ά ρτα). Καλλιτεχνική Φωτογραφ ία καί Ζο> γραφική : Άρσένης Γεροντικός, Παύλος Βρέλλης, Κώστας Ματθ. Οικονόμου, Γεώργιος Καζάκος καί Μ. Παπαγεωργίου (δ πρώτος είναι θεωρητικός λογοτέχνης καί γνοαστός κρτικός τής Τέχνης, οί δυο έπόμενοι γλύπτες καί ζωγράφοι, οί άλλοι δυο ζωγράφοι καί δλοι τους καθηγητές). Τά βραδεία, πού είναι καί τά πρώτα πού καθιερώνουν τον θεσμό αυτόν τής Στέγης, δόθηκαν ώς εξής: Γ ι α τ η ν ποίηση: Πρώτο Βραβείο στον Κώστα Ν. Νικολαίδη, γιά τό ποίημά του: «Γιά τον Ανδρόνικο», Δεύτερο Βραβείο στον Άπόστ. Παπαϊωάννου, γιά τό ποίημά του: «Μνήμες» καί στον Στ. Κωλέτα, γιά τό ποίημά του: «Αισθήματα καί αισθήσεις», Τρίτο Βραβείο, στον Βασ. Παπαγιάννη, γιά τό ποίημά του: «Εσπερινός». Ε πίσης, δόθηκαν καί τρεις έπαινοι, χωρίς διάκριση σειράς, στους: Δηιι. Ζιώγα, γιά τό ποίημα του: «Φίλησε μου την πατρική γη», στον Γ. Δρόσο, γιά τό ποίημά του: «Μέ φρυκτο>ρίες» καί στον Γρ. Μαρτίινη, γιά τό ποίημά του: «Αναβαθμός άντιχρόνιος». Σ τ ο δ ι ήγημα, άπονεμήθηε μονάχα ένα Βραβείο (τό Τρίτο), πού δόθηκε στον Χαρ. Πέτσο, γιά τό διήγημά του «Τό φάντασμα τού Άουσβιτς», καί τρεις έπαινοι, χωρίς σειρά διάκρισης, πού δόθηκαν στούς Μιχάλη Οίκονομίδη, γιά τό διήγημά του: «ΟΙ πόρτες», Δέσπω Καρβέλη, γιά τό διήγημά της: «Κίτσιρ ζεστά, ό Καραγκιόζης» καί στον Άναστ. Ευθυμίου, γιά τό διήγημά του: «Τοΰ άξιζε γιά καπετάνιος». Γιά την ζ ω γ ρ α φ ι κ ή, δόθηκαν μονάχα έπαινοι (όχι βραβεία) στούς ζωγράφους: Μαίρη Κολιού (Π ρώ τος Έ παινος), Ά θηνά Μάντζιου (Δεύτερος Έ παινος) καί Βασίλειο Δρόσο (Τρίτος Έπαινος). Στην Καλλιτεχνική Φωτογραφία, τό Πρώτο Βραβείο δόθηκε στον Κώστα Μπαλάφα, τό Δεύτερο Βραβείο στον Γ. Τσουλφανίδη καί τό Τρίτο Βραβείο στον Χρ. Εύτυχιάδη. Ακόμα, στον Γ. Μπούκα, δόθηκε Έπαινος Φωτογραφίας. Ό διαγωνισμός αύτός τής Στέγης, θεμελιώνει έναν θεσμό μεγάλης σημασίας γιά την πνευματική καί καλλιτεχνική γενικώτερα ζωή στην Ήπειρο. Γι αυτό, άλλωστε, καί τό Δ.Σ. αποφάσισε νά μην λάβουν μέρος τά μέλη του, τόσο στις Κριτικές Επιτροπές, δσο και στούς διαγωνιζομένους, ώστε νά μην άφήνεται καμμιά λαβή γιά παρεξηγήσεις. ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ,, Ό κ. Π έτρ ο ς Π α π α π έ τ ρ ο υ, έ κ τ ιμ ώ ν τ α ς τη ν π ρ ο σ φ ο ρ ά τ ή ς «Η π ε ιρ ω τ ικ ή ς Ε σ τ ία ς» κ α ί θ έ λ ο ν τ α ς νά έ ν ισ χ ύ σ ε ι τ ό έ ρ γ ο τ η ς, π ρ ο σ έ φ ερ ε γ ι ά τ ά γ ρ α φ ε ία τ η ς μ ιά εύρύχωρη και κ α τ ά λ λ η λ η α ίθ ο υ σ α σ τ η ν μ ε γ ά λ η π ο λ υ κ α τ ο ικ ία τ ή ς όδοΰ Β α σ ιλ. Γ εω ρ γίο υ Β, ά ρ Τ η ν δ ω ρ εά το υ α υ τή, π ο ύ τ ιμ ά ε ι κ α ί τη ν π α ρ ά δ ο σ η τ ή ς π ό λ η ς τ ο ύ τ η ς κ α ι το ν ίδ ιο ν π ρ ο σ ω π ικ ά, μ ά ς τη ν έ κ ο ιν ο π ο ίη σ ε μ έ τή ν π α ρ α κ ά τ ω ε π ισ τ ο λ ή το υ : Έ ν Ίιοαννίνοις τή 28η Ιανουάριου, 1977 Προς Τον κ. Δημοσθένην Κόκκινον Λογοτέχνην Κύριε Κόκκινε, Ά πό ικανού ήδη χρόνου παρακολουθώ τήν λίαν άξιόλογον λογοτεχνικήν προσπάθειαν *Τμών, έκδηλουμένην κυρίως διά τής πανελλήνιος άνεγνωρισμενης, ώς μοναδικής και ε ξαίρετου, μηνιαίας έπιθειορήσειυς «ΗΙΙΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ», προ πολλοΰ βραβευθείσης παρά τού Άνιοτάτου Πνευματικού Άούματος τής χωράς, καί αισθάνομαι Ιδιαιτέραν ύπερη-
169 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ ;/ φάνειαν διότι κατάγεσθε εκ τής αγόνου περιοχής τών Τζουμέρκων, Από την όποιαν καί έγώ ελκιο την καταγιογήν μου. Επειδή, πέραν των ανωτέρω, έπληροφορήθην ότι, εις τον ώραιότατον, Αδιάλειπτον και ανιδιοτελή αυτόν πνευματικόν αγώνα τον όποιον διεξάγετε, αντιμετωπίζετε οίκονομικάς δυσχερείας καί έπιθυμών ίνα, άπειρος ελάχιστα, συμβάλλω εις την έξακολούθησιν τούτο υ, πιστεύων δ5 άμα άκραδάντιος ότι, συντελεί σπουδαιότατα εις την πνευματικήν του τόπου άνέλιξιν, άπεφάσισα όπως παραχωρήσω προς *Τμάς, λόγω χρησιδανείου, μέχρι τής. 11ης Δεκεμβρίου 1081, μίαν αίθουσαν τής ενταύθα καί κατά την λεωφόρον Γεωργίου Β' άρ. 21 πολυκατοικίας, προς στέγασιν τής «Η Π ΕΙΡΩ Τ ΙΚ Η Σ ΕΣΤΙΑΣ». Συγχαίροιν 'Τμάς θερμότατα δια τό, εσχάτως υπό τής Ακαδημίας Αθηνών βραβευθέν, άριστον πνευματικόν ύμέτερον επίτευγμα καί ευχόμενος διακαώς νέα τοιαύτα, ευελπιστώ ότι θά άποδεχθήτε την άσήμαντον ταύτην προσφοράν μου. «Μετ ιδιαιτέρας έκτιμήσειος Π Ε Τ Ρ Ο Σ ΚΩΝ. ΙΙΑΠΑΠΕΤΡ,ΟΤ Ή «Ή ττειρ ω τικ ή Ε σ τ ία», Α ποδεχόμενη τη ν π ρ ο σ φ ο ρ ά το υ κ. Π α π α π έ τ ρ ο υ, Α π ά ν τη - σ ε μέ την έξη ς έ π ισ τ ο λ ή το ύ Δ ιευθυντο υ τ η ς κ. Α η μοσθ. Κ όκκινου: Ιωάννινα, Αγαπητέ κ. Παπαπέτρο, Πολύ συγκινημένος, άπ την Αναγνώριση καί τον έπαινο, πού δίνετε μέ την έπιστολή Σας, για τό έργο καί την προσφορά μου, δέν ξέρω πώς νά Σ άς ευχαριστήσω. Έ ξ άλλου, ή δωρεάν παροχή στέγης για τά γραφεία καί τήν βιβλιοθήκη τής «Ηπειρωτικής Εστίας», τήν οποία κάνετε, όχι μέ Αδάπανα χειροκροτήματα, αποτελεί ηθική επί στέψη, σημαντική συμβολή καί αποφασιστική ενθάρρυνση στήν προσπάθεια τών πνευματικών Ανθρώπων νά μήν μείνει ό τόπος μας χωρίς μνήμη καί νά μήν φτάσουμε στήν έσιοτερική πτοόχευση. Πιστέψτε, ότι ή ευγενική αυτή χειρονομία Σας, πού κάνετε δίχως τον θόρυβο τής Αγο ράς, συνιστά μια πράξη σπάνιας γενναιότηταςf πού καταξιιόνει τήν πίστη προς τον άνθρωπο καί τήν Αντοχή του νά μήν ύποκύψει στις Αντανακλάσεις τών ειδώλων Απ τούς Αντικατοπτρισμούς'τής καταναλωτικής κοινωνίας. Καί, Ακόμα, κρατεί τό βάρος Απ τήν λαμπρή παράδοση τών Ήπειρωτών εκείνων πού, μέ τον ίδριότα καί τήν στέρηση, διαφύλαξαν τήν συνείδηση του Γένους καί διέστρωσαν, μέ τις Αξίες τού τόπου μας, τον νεώτερο εθνικό μας πολιτισμό. Για τούς παραπάνω λόγους, ή συμπαράσταση, πού μάς προσφέρετε, αυθόρμητα καί από μόνος, στήν εποχή τούτη τής άμβλυνσης καί τής εξάρτησης Απ τήν τυφλή στίλβη τής μηχανής, γιά μάς) είναι ή καλύτερη δυνατή ενίσχυση. Γιατί, έκτος Απ τήν υλική έπικουρία, ενέχει τό μήνυμα πώς ό σύγχρονος άνθρωπος πασχίζει νά Ανοίξει εναν εύρυτερον όρίζοντα καί νά διόσει ενα ουσιαστικό περιεχσμενο στήν ζωή του. Βαθύτατα υπόχρεος, Αγαπητέ κ. Παπαπέτρου, Σ ά ς γνωρίζω πιός, μέ αισθήματα ξεχωριστής εκτίμησης καί θερμής ευχαριστίας. Αποδέχομαι τήν προσφορά Σ ας καί πώς θεωρώ τά καλά Σας λόγια ώς τιμητική περγαμηνή. Τέλος, κρίνο» περιττό νά Σάς διαβεβαίώσω, πώς, στις ήμέρες μας, πού ή λευκή άβυσσος μιας ουδέτερης κοινωνίας Απειλεί μέ Αλλοτρίωση τον πάσχοντα άνθρωπο τού αιώνα μας, ή προσφορά Σας τούτη, δέν μπορεί, παρά να βοηθήσει γιά νά μείνει Αναμμένη μιά πολύτιμη πνευματική εστία στήν πόλη μας. Καί τιμάει καί Σάς καί τον τύπο καί την Αρρενωπή γενέτειρά μας, τέι Τζουμέρκα. Μέ πολλή φιλία κι εκτίμηση ΔΗΜ ΟΣΘ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Δ)ντής τής «Ηπειρωτικής Εστίας»
170 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΝΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ ΣΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΙΣΤΟ ΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ Σ έ π α λ η ό τ ε ρ η ο μ ιλ ία μ α ς για τ ο ύ ς Ή - π ε ιρ ώ τ ε ς τ ή ς Ρ ο υ μ α ν ία ς, π ο ύ κ α τ έ λ α β α ν α ν ώ τ ε ρ α α ξ ιώ μ α τ α κ α ί δ ια κ ρ ίθ η κ α ν, ε ίχ α μ ε τ η ν ε υ κ α ιρ ία ν ά σ κ ια γ ρ α φ ή σ ο υ μ ε κ α ί τ ο ν Γ ιά ν ν η Γ κ ιό ρ μ α, α π ό τ ή Δ ιπ α λ ίτ σ α τ ή ς Κ ό ν ιτ σ α ς, π ο ύ τ ο ν X V α ιώ ν α ε ίχ ε ό ν ο μ α σ θ ε ΐ Μ έ γ α ς Μ π ά ν ο ς, δ η λ α δ ή κ υ β ε ρ ν ή τ η ς τ ή ς Μ ικ ρ ή ς Β λ α χ ία ς, ό π ω ς λ ε γ ό τ α ν τ ό τ ε ή ε π α ρ χ ία τ ή ς Ό λ τ έ ν ι α ς. Ό φ ω τ ισ μ έ ν ο ς δ ά σ κ α λ ο ς, ισ τ ο ρ ικ ό ς, βυ ζ α ν τ ιν ο λ ό γ ο ς κ α ί π ο λ ιτ ικ ό ς Ν ικ ό λ α ε Γ ιό ρ - γ κ α, α ν α γ ν ω ρ ίζ ο ν τ α ς τ η ν ε λ λ η ν ικ ή π ρ ο έ λ ευ σ η το ϋ Γ κ ιό ρ μ α, π ρ ό σ θ ε τ ε ό τ ι, ά π ό τ ή ς π λ ε ΐ'ρ ά ς τ ή ς μ η τ έ ρ α ς τ ο υ ή τ α ν σ υ γ γ ε ν ή ς μ α κ α ί π ρ ο σ τ ά τ η ς το ΰ M I H A I V I T E A - Z U L, δ η λ α δ ή τ ο υ Μ ιχ α ή λ το ϋ Γ ε ν ν α ίο υ, τ ο ύ Ρ ο υ μ ά ν ο υ 'ί ί γ ε μ ό ν α π ο ύ π ρ ώ τ ο ς σ τ α 1600 μ π ό ρ ε σ ε, γ ια μ ικ ρ ό χ ρ ο ν ικ ό δ ιά σ τ η μ α, ν ά π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ε ι τ ή ν π ο λ ιτ ικ ή έ ν ω σ η τ ω ν ρ ο υ μ α ν ικ ώ ν χ ω ρ ώ ν (Μ ο υ ν τ έ ν ια ς, Μ ο λ δ α β ία ς κ α ί Τ ρ α ν σ υ λ β α ν ία ς ). Χ α ρ α κ τ η ρ ίσ α μ ε τ ό τ ε τ ή ν π λ η ρ ο φ ο ρ ία σ ά μ ια ν ε π ίσ η μ η μ α ρ τ υ ρ ία γ ια κ ά π ο ια ε λ λ η ν ικ ή κ α ί μ ά λ ισ τ α ή π ε ιρ ιο τ ικ ή γ ε ν ν ε α λ ο γ ικ ή ρ ίζ α τ ο ΰ θ ρ υ λ ικ ο ύ Ρ ο υ μ ά ν ο υ Η γ ε μ ό ν α. Ι Ι ο ίν ά π ό λ ίγ ο κ α ιρ ό, μ ια ν ε ώ τ ε ρ η δ ε ύ τ ε ρ η μ α ρ τ υ ρ ία έ ρ χ ε τ α ι ν ά έ ν ισ χ ύ σ ε ι τ ή ν π ρ ώ τ η γ ια τ ό σ τ ε ν ό δ ε σ μ ό τ ο ύ Ή π ε ιρ ώ τ η Γ ιά ν ν η Γ κ ιό ρ μ α, μ έ τ ο ν Η γ ε μ ό ν α Μ ιχ ά ϊ Β ιτ ε ά - ζ ο υ λ. Σ τ ο τ ε ύ χ ο ς τ ή ς 4 η ς Ν ο ε μ β ρ ίο υ 1976 το ϋ π ε ρ ιο δ ικ ο ύ «R O M A N I A L I T E R A R A», ο ρ γ ά ν ο υ τ ω ν Ρ ο υ μ ά ν ω ν σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν, δη - μ ο σ ιε ύ τ η κ ε ν έ ν α δ ισ έ λ ιδ ο έ μ μ ε τ ρ ο χ ρ ο ν ικ ό μ ε τ ο ν τ ί τ λ ο : «Ή δίκη, (κ ρ ίσ η ) το ϋ Μ ιχ ά ϊ Β ιτ ε ά ζ ο υ λ». Ε ίν α ι γ ρ α μ μ έ ν ο ά π ό τ ο ν γ ν ιο σ τ ό π ο ιη τ ή I O N B R A D (π ρ ε σ β ε υ τ ή τ ή ς Ρ ο υ μ α ν ία ς σ τ ή χ ώ ρ α μ α ς ). Φ έ ρ ε ι τ ο ν έ π ίτ ιτ λ ο «Σε-. λ ίδ ε ς γ ια τ ό θ ο ύ ρ ιο τ ή ς Ρ ο υ μ α ν ία ς». ( 'Ο δ ρ ο ς «Θ ο ύ ρ ιο», σ α ν α ν τ ίσ τ ο ιχ ο τ ο ϋ ρ ο υ μ α ν ι κ ο ύ «Κ ιν τ ά ρ ε α» θ ά μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ά μ ε τ α φ ρ α σο εΐ κ α ί «'Τ μ ν ω δ ία», μ α μ έ τ ή ν ε ρ μ η ν ε ία π ο υ τ ο υ δ ίν α ν ε σ τ η ν *Α ρ χ α ιό τ η τ α ). Α π ό τ ο ν έ π ίτ ιτ λ ο κ α τ α λ α β α ίν ο υ μ ε ο τ ι ε ί ναι. ά φ ιε ρ ω μ έ ν ο σ τή ν ε π ικ ε ίμ ε ν η μ ε γ ά λ η γ ιο ρ τ ή τ ω ν εκ α τό χ ρ ό νιο ν τ ή ς Ρ ο υ μ α ν ικ ή ς ^ Α ν ε ξ α ρ τ η σ ία ς (Μ ά ϊο ς ). Τ ό έ μ μ ε τ ρ ο χ ρ ο ν ικ ό χ ιο ρ ίζ ε τ α ι σ έ μ ικ ρ ό τ ε ρ ε ς ε ν ό τ η τ ε ς, π ο ύ κ ά θ ε μ ιά α ν τιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι κ α ί μ ια φ ρ ά ση ά π ό τ ή ζ ω ή το ϋ Ρ ο υ μ ά ν ο υ Η γ ε μ ό ν α. Στή θέση: «Καταθέσεις μαρτύρων» καί κάτω άπό τον τίτλο: «Ό Ήπειοώτης Γιάννης» 6 Ίο ν Μπράντ, παραθέτει τούς στίχους πού ακολουθούν, σ ελεύθερη μετάφραση: Σ* άνέβασα στή θέση Μικρού Μπάνου Στο Μεχεντίντσι1, μά δίχως πονηριά, Ό χ ι για τά χρυσόστομα πουγγιά Πού μοο κρεμούσε στήν ψυχή όλ ή Άνα* (τολή Μά μόνο γιατί πίστευα πώς θά ξέρεις Μονάχος σου ν άνέβε«ς τά σκαλιά τής έ- (ξουσίας Του Στόλινικ, του Ποστέλνικ, του Μεγά- (λου Αγά2 Καί Μπάνου τής Ό λτένιας - που μόνο ά π (τή ματιά σου Ξέφυγε το τσεκούρι α π τά χέρια τού δη* (μίου. Ό χ ι τά πουγγιά πού πρόσφερα στήν Ύ- (ψυλή Πύλη, Θλιμμένε Πρεσβευτή τής Πατρίδας σου, Σ άνέβασαν στο θρόνο που σου ειταν Γολγοθάς, μά έκεΐνες οί ματιές Πού χτύπησαν καρφιά στών ταπεινών τό (σώμα. 'Όλο τό χρονικό κλείνει μέ τήν υποθήκη πού Αφήνει τό άσώματο κεφάλι τοϋ Μιχάϊ Βιτεάζουλ, γιά νά τονισθεΐ στούς τέσσερες τελευταίους στίχους: Τό κεφάλι, έγώ, στεριώνω Μοναστήρι Μέ τις καμπάνες πού χτυπούν άπό αιώνες Σ Λ ένότητα καλώντας όλους τούς Ρουμάνους Τις ψυχές των νά στολίσουν μέ σημαίες. Μέ αυτή τήν ευκαιρία δεν κρίνουμε άσκοπο νά θυμίσουμε κι ένα άλλο έμμετρο χρο- 1. Ορεινή τοποθεσία τής Όλτένιας. 2. Τ ίτ λ ο ι δ ιο ικ η τικ ώ ν κ α ί σ τ ρ α τ ιω τ ικ ώ ν ά- ξκοματο\>χο>ν τ ή ς ε π ο χ ή ς.
171 «ΗΠΕΙΡΩ ΤΙΚΗ 69 ί νικο τοΰ Ίον Μπράντ, που δημοσιεύτηκε στο τεΰχος τής 30 Σεπτεμβρίου 1070, τοΰ ί διου περιοδικού, με τον τίτλο: «Παληό καί : νέο Χρονικό τοΰ Όρους Άθω'». Είναι μια περιδιάβαση στα διάφορα Μολ ναστήρια τοΰ 'Α γίου. Όρους καί ή γνιοριύ μία με τις πλούσιες δωρεές τών Ρουμάνων ϊ- 'Ηγεμόνων προς αυτά. Μια ακόμα Ενδειξη f τών στενών δεσμών που ανέκαθεν καλλιεργήθηκαν ανάμεσα στους δυο λαούς άπό * πολλούς αιώνες, σαν μυστηριακή επιταγή μιας κοινής Μοίρας. Μιας επιταγής πού Ί (ραίνεται νά ισχύει καί σήμερα. f Με τή διπλή του ιδιότητα, τοΰ πρεσβευτή καί τοΰ ποιητή, ό κ. Ίον Μπράντ φαίνε- ' ται δτι συ/έλαβε τό νόημα τούτης τής επι- * ταγής καί δείχνει τή διάθεση νά συμβάλει στο στέριωμα τών δεσμών τών δύο φίλων ' I λαών. $. ΑΛΚΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΜΑΝΘΟΣ ΠΡΙΟΝΙΑ», Αθήνα, 1976, ΐ Ό Κακαβελάκης έχει τό δικό του, προσωπικό ύφος καί τή σημασιολογική του, i τό λεκτικό του, τον συμβολισμό του. Σύντομη, δύσκολη διάρθρωση του λόγου. > 'Ο ποιητής μιλάει μέ λέξεις κι έκφράζει τον τερατώδη τεχνολογικό πολιτισμό τού. Νέου Κόσμου πού δημιούργησε τις δλέθριες αυταπάτες καί τό χάος. Τις διαβο- $ λικές συνέργειες. Είπαμε πώς ό Δ.Κ. μιλάει μέ λέξεις, άλλα σήμερα οι λέξεις χάσανε όλα τους τά νοήματα. Τήν ποίησή του διακρίνει μεγάλη ευαισθησία, φαντασία κι επιγραμματική έκφραση. Τό κλειδί τής ποιητικής του είναι οί λέξεις, φορτισμένες μέ νοήματα. Τό ίδιο μπορούμε νά πούμε καί για τό πεζό του έργο, τά διηγήματα καί τό θέατρο. Διήγημα μέ τή νέα δομή του, προχωρημένο, πέρ άπ* τά γνωστά παραδοσιακά ή λεγάμενα μοντέρνα όρια, πού άνοίγει νέους ορίζοντες. Ό Κ. ζωντανεει τ άψυχα: δέντρα, νερά, βράχια. Μιλάει μέ τή γλώσσα τους πού σέ λίγους δόθηκε ώς χάρη. Ό άληθινός συγγραφέας είναι ένας δημιουργός, πού δεν μπαίνει σέ συνηθισμένα καλούπια, είναι έγκέφαλος καί καρδιά, θαυματουργό χέρι, πού δ,τι άγγίζει τό κάνει έργο ζωής. Στόχος του ή τυραννία κι ό άγώνας για τήν άνεκτίμητη έλευθερία. Μιλάει μέ σύμβολα, σκληρός κάποτε ό λόγος (δπως καί στά ποιήματά του πού έχουν τον προσωπικό του τόνο πού τον ξεχωρίζουν), έχει τις λάμψεις τής νυχτερινής θύελλας, τό γοργό άπλωμα, τό κοφτό στίχο. Πάει σέ βάθος καί σέ προέκταση, άπογυμνωμένος άπό δλα τά περιττά στολίδια. Πασχίζει νά έλευθερωθεί άπ* δλα καί νά μάς έλευθερώσει. Χρέη λυτρωτή κάνει. Μάς δείχνει έκεινο πού είμαστε τό δισυπόστατο καί τό άναλλοίωτο. Τό τέρας τών τεράτων είναι ό έσωτερικός ζόφος κι έμείς κάτω ά π τήν κυριαρχία του. Εμείς είμαστε τό κράτος τού ζόφου πού βρίσκεται σ αιώνια πάλη μέ τό κράτος τού φωτός. «Ταύρος ιερός καί ταύρος άντεροβγάλτης». Τήν άλήθεια τήν είδε, δπως τήν είδα κι έγώ, σ ένα μου ποίημα, σάν άναδυόμενη όμορφιά - Αφροδίτη, άλλά πού δέν παύει νά είναι τρομερή. Τήν ιστορία άποκαλεί πόρνη, πόρνη φτιασιδωμένη, θάλεγα. Έχει κι έδώ τό δικό του λεξιλόγιο, τις λέξεις του σύνθετες ή απλές, άσυνήθιστες, άρχαϊκές πού τό κάνουν ιδιότυπο. Λακωνική έκφραση, δχι φλυαρίες κι έπαναλήψεις ή ώραιολογίες, κάθε λέξη μέ τό βάρος της, τό νόημα, κι ένα σύμβολο φανερό ή κρυφό. «Ταύρος ιερός, ταύρος άντεροβγάλτης». Έ τσι πιάνει στήν θαυμάσια ποίησή του τό πανάρχαιο νόημα τής Κρήτης πού σέ προέκταση γίνεται τό Νησί Κόσμος. Ή τραγική άτμόσφαιρα πού δλη ζήσαμε στά έ- φτάχρονα τής δικτατορίας, μάς δίνεται μέ λίγους λιτούς στίχους: Είμαστε λεύτεροι μ* ενα στομάχι γεμάτο δηλητήρια καί μαΰρα τριαντάφυλλα. Γράφει σάν νά ονειρεύεται ή νά όραματίζεται τό μέλλον, πηγαίνοντας πέρ* άπ*
172 1 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» την έποχή μας, άκέφαλη και χωρίς χέρια. Καταγράφει την έποχή μας, την πραγματικότητα των ονείρων. "Ο,τι είναι νοητό εϊναι και ύπαρκτό. Ζεΐ την έποχή του, στό νέο αυτό είδος τής πρόζας πού βαθαίνει και προεκτείνεται σέ παράλογες, άλλα τόσο πραγματικές σφαίρες. Άλλα τί είναι παράλογο καί τί είναι λογική; Που τελειώνει καί που αρχίζει τό άλλο; Πιστεύω πώς υπάρχει καί τό ένα καί τό άλλο καί πώς στο δισυπόστατο αυτό έγκειται ή ουσία τής τραγικής μας ύπαρξης. Ε π ί θεση κι άντίσταση. Προσβολή (ϋβρις) καί δίκη. "Οπως στο «Νησί» του κι έδώ, ό πλανήτης του είναι δλος ό άνθρώπινος. καί παράδοξος κόσμος, όπως τον συνέλαβε ή ιδιοφυία του δημιουργού, τό πνεύμα αύτό τής μυστηριώδικης ύλης. Τά «Πριόνια» δίνουν την πρώτη θέση στον έ- ξαίρετο τούτο διηγηματογράφο. Δεν θ* ά- σχοληθούμε μέ τις λέξεις, όπως «έντροπία», ποσότητα θερμοδυναμικής που χ α ρακτηρίζει την ένεργειακή κατάσταση σώματος, κι άλλες τέτοιες λέξεις που μεταχειρίζεται ό συγγραφέας. Ό Δ.Κ. έχει τό προσόν νά λέει πολλά σέ λίγες σελίδες, αυτή ή συμπύκνωση τού λόγου είναι πολύ δύσκολη καί πολλές φορές άπρόσιτη. Τά Πριόνια είναι ένα έργο τρομερό, ουσίας καί ονείρου, λογικής καί παράλογυο. Ά ν κι έδώ ισχύει «"Ο,τι είναι νοητό είναι καί δυνατό...». Τά πριόνια ροκανίζουν τά πάντα ως τήν συντέλεια. Δέν άκολουθείται ή γραμμική, προκαθορισμένη άνέλιξη τοΰ συμβατικού άφηγηματικού «μύθου». Ή κίνηση είναι άξονική. «"Εγινε μια προσπάθεια, μέσα ά π τά πράγματα νά ιδωθούν τά μή πράγματα κι άντίστροφα. Μέσα άπό τά μή πράγματα νά είδωθούν τά πράγματα». Διευρνεται ό νους καί τενεώνεται οάν τό λάστιχο πού δέν σπάει ώς τις πιο άπομακρυσμένες περιοχές. Ή μοίρα τού άνθρώπου είναι πάντα ή ερημιά καί τό τρομερό, τό καθεστώς μιας όποιασδήποτε τυραννίας κάτω ά π τό προσωπείο τής δημοκρατίας κι ή ζωή έχει ή παίρνει τό Ιερό της νόημα μέ την άντίσταση κι οχι τήν άνευ δρων παράδοση. Αγώνας τρομερός, ταύρος ιερός καί ταύρος Αντεροβγάλτης. ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΦΗΣ Ξάνθου Αυσιώτη: «ΔΩΔΕΚΑ ΧΑΝΤΡΕΣ ΣΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΙ* ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΟΧΗΣ», ποιήματα, Λευκωσία, 1976 Ό Ξ ά ν θ ο ς Λ υ σ ιώ τη ς υ π ο λ ο γ ίζ ε τ α ι σ α ν έ ν α ς ά π ό τ ο υ ς π ιο ά ξ ιο υ ς Κ ύ π ρ ιο υ ς ά ν τ ι π ρ ο σ ώ π ο υ ς τ ο ΰ π ο ιη τικ ο ύ λ ό γου, μ έ π α ν ε λ λ ή ν ια α ν α γ ν ώ ρ ισ η. Ή π α ρ ο υ σ ία το υ άπό τό 1937 ώ ς τ ώ ρ α δ ια ρ κ ή ς κι ό ά π ο λ ο γ ισ μ ό ς π λ ο ύ σ ιο ς κ ι έ κ λ ε κ τ ό ς. Έ ξ έ δ ιο σ ε ώ ς τιο ρ α 16 α υ τ ο τ ε λ ή β ιβ λ ία, π ο ιη τ ικ ά τ ά π ερ ισ σ ό τ ε ρ α κ α ί β ρ α β ε υ μ έ ν α σέ λ ο γ ο τεχνικ ο ύ ς δ ια γ ω ν ισ μ ο ύ ς τ ή ς Κ ύ π ρ ο υ κ α ί το ΰ Έ λ λ α δ ικ ο ΰ χ ώ ρ ο υ. Ή π ο ίη σ ή τ ο υ δ ια κ ρ ίν ε τ α ι γ ια τ ο ν π η γ α ίο λ υ ρ ισ μ ό, τό λ εκ τικ ό π λ ο ύ το, τ ή ν ε ύ γ έ ν ε ια τ ω ν α ισ θ η μ ά τ ω ν, π α ρ ά λ λ η λ α μέ τ ή ν α ρ τ ιό τ η τ α το ΰ ω ρ α ίο υ σ μ ιλεμ ένο υ σ τί χ ο υ σ ό π ο ια δ ή π ο τ ε ιιο ρ φ ή κι ά ν ε κ φ ρ ά ζ ε τ α ι. Ε ίν α ι μ ία π ο ίη σ η υ ψ η λ ή ς π ν ο ή ς κ α ί ά- ν ά τ α σ η ς. Ή συλλογή πού κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι ή δεύτερη μετά τή βάρβαρη εισβολή τοΰ Αττίλα στο πανέμορφο νησί του. Ή προηγούμενη έφερε τον τίτλο «Ά ν θη τής πίκρας». Κι δταν πραγματικά τά ποιητικά άνθη πού φύτριοσαν άνάμεσα στα φαρμακερά άγκάθια πού τρυποΰν τον τόπο καί τούς άνθρώπους. Ή δεύτερη τιτλοφορείται καί πάλι χαρακτηριστικά καί συμβολικά «Δώδεκα χάντρες στο κομπολόι τής άπαντοχής». Περιέχει δώδεκα ποιήματα, κι δλα κλιμακώνονται γύρω άπό τό ίδιο θέμα, πολύτροπα, μέ τήν ίδια ένταση τοΰ πόνου για τήν τραγωδία τής πατρίδας του καί τήν ίδια άγοινιστική διάθεση. Δώδεκα κεχριμπαρένιες χάντρες, ήχοΰν μία μία, στίχο τό στίχο, λέξη τή λέξη, άνάσα τήν ανάσα καί συνθέτουν τή συλλογή, πού μάς ήρθε άπό τή μαρτυρική Κύπρο. «Πόνε πλατειέ σαν θάλασσα, πόνε σκληρέ σαν πέτρα...». 'Ο δεκαπεντασύλλαβος σφιχτοδεμένος ε πιγραμματικός, Σολωμικής ύφής, συγχωνεύεται μέ στοιχεία τή ςνέας τεχνοτροπίας κι άποκτάει μια πνευματική μεγαλοσύνη καί γοητευτική ενόραση. «Βαρεία καρδιά, βαρεία λαλιά, βαθειά (τού πόνου ή στέρνα
173 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» 171 Σεισμός τά στήθια έτράνταξε κι ή Α- (παντοχή λουφάζει Μα στη θολούρα τής άχτής λευκό κα- (τάρτι Ασπρίζει και ξεδιπλώνει τον άχό τής παλληκαρο- (σύνης». Τελειώνουμε τον ήριοϊκό, γεμάτον έλληνική λεβεντιά καί πίστη στίχο. Είναι αυτό πού *κοατάει ορθή πάντα την ψυχή κι έπιτελεϊ θαύματα. «Βάστα καρδιά κι όσο βαστάς ό τόπος (δεν πεθαίνει...». Δ. Β. Παναγόπουλου: «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ A' ΔΕΛΦΟΙ Λυρική Θεώρηση», ποιήματα, πεζά τραγούδια, όδοιπορικό, 1975, Κυπαρισσία - Μεσσηνίας Τούτο τό βιβλίο, πού τό περιεχόμενό του έναλλάσσεται πότε σέ πεζό πότε σέ στίχο, είναι γραμμένο όλόκληρο μέ τού «Θεού Φοίβου» τό φώς. Μέ λυρική μέθη, τονισμένο σέ μιά άρχαιόπρεπη λύρα, δον ισμένη βαθειά, άπό τό μεγαλείο τού ιερού χώρου των Δελφών καί τό άθάνατο Ελληνικό πνεύμα. Έδώ στον όμφαλό τής γης, «στον άφθαρτο ναό» πού έχτισε ό ίδιος ό Δελφίνιος Απόλλων, «ό νέος προσκυνητής» γεμάτος έκσταση καί θαμβός, τραγουδάει τό έλληνικό μεγαλείο, φθάνοντας ως τις ρίζες τού μύθου καί στής άλήθειας τό φώς. "Ολα υμνούνται κι έρμηνεύονται, μέ τή μαγεία τού λυρικού λόγου, κι ό συγγραφεύς, αισθάνεται τήν ψυχή του μαζί κι ό άναγνώστης στον όποιον ή συγκίνηση είναι άμεση σάν «ψηλόκορμο έλάτι». Ή ιστορία κι ή μυθολογία, ξετυλίγονται πάνω στά μάρμαρα, καί μέλπονται σέ άρμονικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους. «... Λγέρας πνέει μουσικός στά έλιύφυλ- (λα τό Πνεύμα, τ άτοεμο φώς μέ τή Μορφή Αντάμωσαν, (κι Αγνάντια ή πεπλοσκέπαστη Σιγή θωρεΐ τό α κόνιο (κάλλος. Γαλήνη έγίνη των Θεών τό πέρασμα, (μαρμάρου 6 λευκοθώρητος ρυθμός κι ή Ομορφιά...» Τό Μουσείο, τ* Αγάλματα, ό Ηνίοχος, οί Φαιδριάδες, τό Γυμνάσιο, ή Κασταλία, τό Στάδιο, τό Νεκροταφείο, κεντρίζουν τήν έμπνευση τού ποιητή, πού ξέρει πώς νά γευτή τήν όμορφιά, νά πιάση τήν ουσία, καί χωρίς φόρτο, μέ λίγες πινελιές, νά μάς δώση Ανάγλυφα κι ολοκληρωμένα τήν είκόνα, μ δλο τό πανανθρώπινο μήνυμα. Καί γίνεται τό θαύμα. "Ολα γύρω Ανασταίνονται, Ανακυκλώνονται μέσα στο χρόνο, χωρίς τίποτε τό στατικό, τό μουσειακό, Αλλά πάντα μέ τό φτέρωμα τής «*- δέας» τής Ακατάλυτης, καί τήν αίσθηση τού Ανθρώπου. Πολύ περισσότερο, δταν έσύ είσαι "Ελληνας. «Βαθιά περηφάνεια καί πνοή φλόγινη αύτογνωσίας, πλαντάζει, σάν κύμα τά στήθια μου, καθώς προβαίνω στήν έξώσκαλα τού Μουσείου, καί τό μάτι Αναπαύεται στον έλαιώνα ή Ανυψώνεται στούς πολύανθους βράχους...». Αυτά γράφει ό κ. Παναγόπουλος, καί μ* αύτά τά συναισθήματα πλημμυρίζει κι ή δική μας ψυχή. ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ Γ ι ά ν ν η Καραβίδα: «ΗΜΕ ΡΕΣ ΤΗΣ ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ Σ ΜΑΣ», ποιήματα, σελ. 46 Ό Γ. Καραβίδας ζεί στά Μέγαρα. Καί θυμούμαι πάντοτε δτι οί μαθητές τού Συ)- κράτη, έπειτα άπό τον θάνατό του, στά Μέγαρα καταφύγανε, άπό φόβον Αντιποίνων άπό μέρους τού Αθηναϊκού όχλου, τού καταδημαγιογημένου άπό φωτοσβέστες δημοκόπους. Ή συλλογή «Ημέρες τής ιστορίας μας» (γιατί νά κολοβώνομε τόσο ζωντανές, φωτεινές λέξεις; Ημέρα οχι «μέρα»!) άναφέρεται στήν περίοδο τής δικτατορίας, τήν «Ελλάδα Ελλήνων χριστιανών». Είναι κάτι σάν ξέσπασμα, ξέσπασμα δικαιολ,ογημένο. Αλίμονο εάν ό κάθε φιλό
174 1 δοξος πολίτης σηκώνεται κάποια νύχτα και καταλύει τις νόμιμες αρχές καί φυλακίζει καί αυθαιρετεί καί ανεβάζει στα ανώτατα άξκόματα τον εαυτό του. ΟΙ στίχοι έχουν οίστρο, άγανάχτηση, οργή καί περιέχουν κάμποσες αδρές, χτυπητές εικόνες καί τελειώνει μέ τούς καλούς στίχους: «Νά οι βασανιστές μου, άδερφέ! / "Ο λοι τους δίχως πρόσωπο. / Έ συ τουλάχιστο / εΐχες σιμά σου ένα πρόσωπο / νά φτύσεις». Καί τό τετράστιχο: Τον ήλιο στον ορίζοντα τά τάνκς εΐχαν σκεπάσει. Έψτά φορές τον σκέπασαν κ έκεΐνος πάλι βγήκε. Δυο ποιήματα είναι εμπνευσμένα άπό τις φρικαλεότητες των Τούρκων στην Κύπρο («Αγοραπωλησία μαχαιριών» καί τό επιτυχημένο «Ό θάνατος, αυτός ό Τούρκος»). Άπό τό βίωμα τού Γ. Καραβίδα άναδίνετα*, ανθρωπιά καί φιλοπατρία δίχως την τόσο αντιπαθητική υπόκρουση οχλοκρατικών τά σεων. Μ η ν ά Λημάκη: «ΚΑΖΑΝΤΖΑ- ΚΗΣ (έπιστολές - σχόλια)», Αθήνα, 1975, σελ. 107 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Διαβάζοντας τό (μου έρχεται νά τό είπώ έτσι) καταπληχτικό αύτό βιβλίο, διερωτώμαι πώς νά μην έχει γράφει ένωρίτερα. Εικάζω δτι, άπασχολημένος μέ την συγκέντρωση καί έκδοση τών στίχων του, ό Μ. Δημάκης άφηνε την συγκρότηση του βιβλίου «Καζαντζάκης» γιά επιδόρπιο, pur la bone bouche, καθώς λέγουν οί Γάλλοι. Καί είναι τωόντι γευστικότατο έ- πιδόρπιο, νά διαβάζεις μέ άνεση, νά σέ τραβάει καθώς επικοινωνείς μέ τον Κρητικό βάρδο Καζαντζάκη, τον άγρυπνον αυτόν νου, άκούεις τά λόγια του τά καφτερά, μαθαίνεις τά κίνητρα, τά πάθη του, τούς πόθους του, τις αγωνίες του, την πυρετική του ζωή. Καί εκεί όπου παραθέτει ό Δημάκης άποσπάσματα άπό χειρόγραφα καί βιβλία του, σέ συναρπάζει αύτό τό χοχλσκιστό ύφος πού δέν τό είδαμε ίσαμε σήμερα σέ κανένα άλλον νεοέλληνα λογοτέχνη. Ο Καζαντζάκης υπήρξε, όπως τά είπα, ό Νίτσε τής Ελλάδας μέ κρατημένες βέβαια τις άναλογίες. Ομοιάζουν στις εκρήξεις του ήφαιστειακού στοχασμού, ό Καζαντζάκης περισσότερο λογοτέχνης, ποιητής, πλάστης άνθρώπων* ό Φρειδερίκος Νίτσε περισσότερο άνατόμος του δυτικού άνθρώπου καί προφήτης τής μοίρας τυο. "Οπως ποδηλώνει ό τίτλος, ό τόμος περιλαμβάνει 1) έπιστολές τού Καζαντζάκη προς τον Μηνά Λημάκη (21 σελίδες συν 8 σελίδες φωτοτυπίες χειρογράφων καί επιστολών τού Κ.), 2) Σχόλια - Χρονικά (46 σελίδες), σπαρταριστές μνήμες άπό συναντήσεις καί συνομιλίες μέ την Κ., άπό την φιλολογική δράση τού Δημάκη στο προπολεμικό Η ράκλειο Κρήτης, άπό την στάση τής Γαλάτειας Καζαντζάκη αντίκρυ στον Καζαντζάκη καί στο έργο του κ.ά. καί 3) Σχόλιο στην Οδύσσεια τού Καζαντζάκη που πιάνει 28 σελίδες. Συγχαρητήρια αξίζουν του Μηνά Δημάκη γ ιά την έκδοση τού βιβλίου του αυτού που θά σταθεί πολύτιμο βοήθημα γιά τον γραμματολόγο. Θά άποτελέσει τεκμή' ριο γύρω άπό σημαντική προσωπικότητα τής έλληνικής γραμματείας. Π α ν α γ ι ώ τ ο υ Κυριάκού, πρωτοπρεσβυτέρου: «ΑΝΑΜΝΗ Σ ΕΙΣ», Αθήνα 1974, σελ. 109 Ό δισέλιδος πρόλογος δείχνει ειλικρίνεια. Ό συγγραφέας ξεΐ στο Πέραμα. Αφιερώνει τό βιβλιαράκι στη μνήμη τής μητέρας του. Έ χει συγκεντρώσει σ αύτό στίχους («Τό μεγάλο δράμα ή Θλιβερές Ανεμώνες») πού άναφέρονται σέ στιγμές περισυλλογής καί θρησκευτικής κατάνυξης, «Τό τραγούδι τής ποταμιάς Αλληγορία» καί «Αναμνήσεις», βιώματα συνειδησιακής
175 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ Ε Σ Τ ΙΑ * 173 διεργασίας καί θρησκευτικότητας. 'Τπάρχει θέρμη καί πίστη^ μέσα στα διάφορα κείμενα πού θά εύρει, πιστεύω, μέ τον καιρό τον δρόμο της. Καλό θά είταν νά μή ακολουθεί ό πρωτοπρεσβιητερος Παν. Κυριάκου τούς δογματικούς λογοτέχνες πού κολοθιονουν τις λέξεις (φέτο: γιατί όχι ε φέτος;) καί νά αποφεύγει τον απαράδεκτο τύπο «μέχρι την τελευταία σταλαματιά...». Έ, λ ε μ θ. Θ. Κ α σ ι ά ν η: «Η Α Ι- Α Σ Τ Α Ν Τ Α Α ΙΔ Η Σ, π ο ιη τ ή ς κ α ί δ ιδ ά σ κ α λος το ΰ Γένους », Ά - θήναι , σ ελ Το β ιβ λ ίο έβράβευ σ ε τό ή Α καδ η μ ία Α θηνών. Τ υπω μ ένη μέ ε π ιμ έ λ ε ια καί κ α λ α ισ θ η σ ία, «έκ δοσις υ π ό τη ν α ι γ ί δ α του Σ υ λ λ ό γο υ Κ ω ν σ τα ν τιν ο ύ π ο λ ιτώ ν», ή μ ο ν ο γ ρ α φ ία αυτή π ρ ο σ θ έ τει ά κ ό μ α μ ία μορφή σ τή σ ε ιρ ά τω ν «δ ιδα σ κ ά λ ω ν τοο Γ ένους», τή ν ά ρ κ ετά σ ε β α σ τή. Π ερ ιέχει καί κ ά μ π ο σ ες φ ω τ ο γ ρ α φ ίε ς οικοδομώ ν τή ς Π όλης β υ ζα ν τιν ο ύ ρυθμού π α ρ μ έ ν ε ς ά- π ό τό β ιβ λ ίο τού Γ άλλου Α. ντέ Μ πεϋλιέ «Η β υ ζα ντινή κ α τ ο ικ ία», Π α ρ ίσ ι , τω ό ντι ιδ ια ίτ ε ρ α εν δια φ έρ ο υ σ ες. Γ ενικά ό τό μ ο ς είν α ι π λ ο ύ σ ια εικ ο νο γρα φ η μ ένο ς. *0 Τ α ν τ α λ ίδ η ς έγεννήθηκε σ τ ο Φ ανά ρι (ω ρ α ία π ο λ ύ χρ ω μ η εικόνα το ύ τ ο π ίο υ έ χει σ υ μ π ερ ιλ η φ θ εϊ σ τ ο β ιβ λ ίο ), έ φ ο ίτη σ ε σ τή ν Μ εγάλη το ύ Γένους Σ χο λ ή κ α ί έ δ ί- δ α ξε κ ά π ο υ τ ρ ιά ν τ α χ ρ ό ν ια σ τή ν Θ εο λ ο γι- κή Σ χο λή τή ς Χ ά λκης, ά π ό τό έω ς τον θ ά να τό το υ. Ή μ π ο ρ ε ΐ νά ε ίπ ε ΐ κ α ν είς δ τ ι ό σ υ γ γ ρ α φ έα ς εξά ν τλ η σ ε τό θ έμ α, δ π ω ς θά φ α νεί ά π ό τήν δ ια ίρ ε σ η τού π ρ α γ μ α τ ικ ά τεκ μ η ριω μένου κειμ ένου το υ : Ή ζωή καί τό έρ γο τοΰ Ή λ ία Τ α ν τ α λ ίδ η, γύ ρ ω ά π ό το ν θ ά να το το ύ Ή λ ία Τ α ν τ α λ ίδ η, ή ελ λ η ν ι κή π ο ίη σ η θρηνεί το ν μ εγά λ ο τ η ς ιερ ο φ άντη, μ ιά ά λλη σ υ γ κ ιν η τικ ή π ρ ο σ φ ο ρ ά σ το ν Ή λ ία Τ α ν τ α λ ίδ η, ε π ιτ ύ μ β ια, ή νέα γενεά ψ άλλει κ α ί α υτή τον γλυκύφ θ ο γ γ ο ν ά ο ιδό, τ ά π ο ιη τ ικ ά καί τ ά π ε ζ ά έ ρ γ α το ύ Ή λ ία Τ α ν τ α λ ίδ η. 1) Τ ά π ο ιη τ ικ ά. 2 ) Τ ά π ε ζ ά - π α ρ ά ρ τ η μ α : Π ο ιή μ α τα π ο ύ δέν σ υ μ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι σ τ ις σ υ λ λ ο γ ές. Κ α ί κ λ είνει το ν τό μ ο π λ ο ύ σ ια β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία π ο ύ π ιά ν ε ι τρ ε ις ολόκληρες σ ε λ ίδ ε ς καί κ ά τ ι. Ο Κ α σ ιά ν η ς τελ ειώ ν ει έ τ σ ι τό δ ι- ;λ :δ ο π ρ ο ο ίμ ιο : «Ό Ή λ ία ς Τ α ν τ α λ ίδ η ς < είναι π ο ιη τ ή ς σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς γ ιά νά κ ρι θή μέ τ ά σ η μ ερ ιν ά μ έτρ α, π ο υ φ υ σ ικ ά θά π α λ ιώ σ ο υ ν καί α υ τ ά α ύ ρ ιο μέ τή σ ε ιρ ά τω ν καί θά ξεθω ριά σ ο υ ν. Κ ά θε π ο ιη τ ή ς κ ρ ίν ε τ α ι μέ τή ν έπ ο χ ή το υ καί ό Τ α ν τ α λ ί δ η ς σ υ γ κ ίν η σ ε, ά π α γ γ έ λ θ η κ ε, τρ α γ ο υ δ ή θ η κε μέ έγκαρδιω σ ύ ν η καί κ α τα νό η σ η σ τή ν έπ ο χ ή το υ. Κ α ί α υ τό είν α ι ή μ εγα λ ύ τερ ή το υ δόξα». Σ η μ ειώ ν ω ά κ ό μ α ό τ ι ό Τ α ν τ α λ ίδ η ς έτυφ λώ θηκε καί ά π έ θ α ν ε τυ φ λ ό ς, γ ι α υ τό ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς τον χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ε ι «π ο λ υ β α σ α ν ισ μ έν ο τέκνο τ ή ς Π όλης». Σ τ ο χ α ζ ό μ ε ν ο ς έπ ά ν ω σ το ν χ α ρ α κ τ ή ρ α καί σ τή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή κ α ί π ο λ ιτ ισ τ ικ ή δ ρ ά σ η φ υ σ ιο γ ν ω μ ιώ ν, ό π ω ς ό Ή λ ία ς Τ α ν τ α λ ίδ η ς, θ ά κ α τ α λ ή ξ ε ις σ τ ο σ υ μ π έ ρ α σ μ α ό τι κ ά π ο ια ά γ ν ω σ τ η, καλόβολη π ρ ό ν ο ια χ α ρ ίζ ε ι τ έ τ ο ιε ς μ ορφές σ τ ο έθνο ς, γ ι ά νά ά ν τ ιζ υ γ ίσ ε ι τό ό λέθ ρ ιο έ ρ γ ο ά λλω ν ομ ο ε θνών π ο ύ δέν π ρ ο ξενο ύ ν π α ρ ά δ ε ιν ά σ τή ν ο λ ό τη τα. Μού κάνει ζω ηρή έν τύ π ω σ η, τ ό ό τ ι τ ό υ π ή ρ χ ε ά κ ό μ α σ τή ν Πόλη τό μ έ γ α ρο το ύ βενετού β α ΐλ ο υ, δ ε ίγ μ α β υ ζα ν τιν ή ς ιδ ιω τ ικ ή ς ά ρ χ ιτ ε κ τ ο ν ικ ή ς, το ΰ ο π ο ίο υ φ ω τ ο γ ρ α φ ία π α ρ α θ έ τ ε ι ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς. Τ ελ ειώ ν ο ν τα ς θεω ρώ χ ρ ή σ ιμ ο νά το ύ σ υ σ τ ή σ ω θ ερ μ ά, το ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α, νά μή μ ι μ ε ίτ α ι τ ά κ α κ ά λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ά π ρ ό τ υ π α κ α ί νά γ ρ ά φ ε ι θ α ρ ρ ε τά «Γ ύρω ά π ό τ ό ν θ ά ν α το τ ο ΰ...» καί ό χ ι «γύ ρ ω ά π ό τ ό θ ά ν α το». Ν ά γ ρ ά φ ε ι «η μ έρ α» κ α ί ό χ ι «μ έρ α» κ.ο.κ. κ α λ λ ιερ γ η θ εί. Ή νεοελληνική γ λ ώ σ σ α π ρ έ π ε ι νά Π Α Υ Α Ο Σ Φ Α Ω Ρ Ο Σ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Ά ρ. Χ ρ η σ τ ί δ η * «Η Π Ε ΙΡ Ω Τ ΙΚ Α», Γ ιά ν ν ιν α, Μέ πολλή νοσταλγία καί μέ θέρμη, διαποτισμένη άπό ποίηση γιά μιά εποχή καί γιά έναν κόσμο, πού έγιναν ακοίμητα βιιόματα, ό Δρ. Γ. Χρηστίδυ,ς, ένας απ τούς
176 174 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ή π ειρ ω τες ξενητεμένους, μΰς δίνει τό παραπάνω βιβλίο. Συνθέτει έναν πίνακα, μέ χρονικά καί ηθογραφίες, οπού άποθησαυρίζονται πρόσωπα, περιστατικά καί άναμνήσεις άπόναν τόπο μέ υπαρκτή τοπογραφία καί ζωντανή παράδοση, που κρατεί την α τμόσφαιρα καί την φυσιογνιομία τής ζωής απ τά Γιάννινα πριν απ τήν θεομηνία των τελευταίων συνταρακτικών χρόνων. *Έτσι, φτάνει σέ μια σιωπηλή περιήγηση, πού γ ί νεται ένδοθεν, μέ διαχυμένη συγκίνηση καί αγάπη για ο,τι έζησε καί για δ,τι έμεινε α π τά εφηβικά εκείνα χρόνια, πού δημιούργησαν στην ψυχή του τήν αίσθηση τής πατρίδας. Κ αί τό κατορθώνει μέ τήν απλότητα τή ς αφήγησης καί μέ τον καλλιεργημένο του λόγο, πού άνταποκρίνεται στήν εσώτερη ανάγκη νά έκφάσει, στά άνθρώπινα μέτρα καί δίχιος ακροβατισμούς, αυτό τό πολύτιμο καί άναπαλλοτρίωτο κεφάλαιο. Γ ι αύτό, στις μέρες μας, οπού οί άνθρωποι κινούνται σέ άλλες διαστάσεις, ίσως πο λύ πέρ άπ τήν ανθρώπινη σχέση μέ τον τόπο καί τήν καταβολή τους, αυτές οί σύντομες καί λιτές άναφορές, πού περιέχουν τήν υποκειμενική μαρτυρία μέσα σέ δεδομένα χρόνο καί τόπο, αποτελούν άναγκαΐες σταθμεύσεις στήν δύσκολη καί αγωνιώδη πορεία του ταραγμένου αιώνα μας. Είδικώτερα, για τούς Ή πειρω τες εκείνους, πού έζησαν τήν εποχή καί τά γεγονότα τής προηγούμενης γενεάς, τό βιβλίο τούτο τού Γ. Χρηστίδη είναι περισσότερο δικό τους. Λ ε ω ν ί δ α Κ ο υ τ σ ο μ π ί ν α : «Ν Ε Κ Ρ Ε Σ Π Ο Λ Ι Τ Ε Ι Ε Σ Τ Ο Υ ΠΩ- Γ Ω Ν ΙΟ Υ», Γ ιά ν ν ιν α, Μ ια σ υ ν ο μ ιλ ία μέ τ ο ν τ ό π ο, τή ν π α ρ ά δ ο σ η, τ ο ν χρόνο κ α ί τή ν ισ τ ο ρ ία, π ο ύ γ ί ν ε τ α ι άπ* τή ν ό χθη τ ή ς σ ύ γ χ ρ ο ν η ς ζω ή ς, π ε ρ ιέ χ ε τ α ι σ τ ο β ιβ λ ίο το ύ π α λ α ίμ α χ ο υ λ ο γ ίο υ τ υ π ο γ ρ ά φ ο υ Λ. Κ ο υ τ σ ο μ π ίν α. Κ α ί ή ιδ ιό τ υ π η α υ τή μ ελ έτη, π ο υ ε ΐν α ι γ ρ α μ μ ένη μέ π ό ν ο κ α ί φ α ν τ α σ ία, ξ ε χ ω ρ ίζει γ ι α τή ν θ έρ μ η κ α ί γ ι α τή ν ά ν ο ιχ τ ή π ρ ο ο π τ ικ ή, π ο υ τ ή ς δ ίν ε ι ή σ υ μ μ ε το χ ή το υ σ υ γ γ ρ α φ έα. Γ ια τ ί, έ κ τ ο ς άπ* τή ν π λ η ρ ό τ η τ α τ ή ς ερ ευ ν ά ς μέ τήν α ύ το ψ ία, μέ τήν ισ το ρ ικ ή ά ν α φ ο ρ ά κ α ί τή ν εισ φ ο ρ ά π ρ ο σ ω π ικ ή ς γ ν ώ μ η ς ά π ό π ο λ ύ κ ο ντά, έδώ έ π ιχ ε ιρ ε ί- τ α ι μ ια σ ύζευξη τ ή ς φ υ σ ιο γ ν ω μ ία ς τή ς ζω ή ς, π ά ν ω ά π τ ά κενά κ α ί το ν ά φ ώ τι- σ τ ο χώ ρο τό σ ω ν α ιώ νω ν, μ έ β ά σ η τή ν π α ρ ά δ ο σ η κ α ί τή ν μορφή τ ή ς ζω ή ς, άπ* το υ ς ά ρ χ α ίο υ ς χρ ό νο υ ς ώ ς τ ι ς ή μ έρ ες μ α ς. Έ τ σ ι, πέρ* άπ* τ ά δ εδ ο μ έν α τ ή ς ισ το ρ ικ ή ς μ α ρ τ υ ρ ία ς, υ π ά ρ χ ο υ ν ο ί εκ φ ά ν σ εις του λα ϊκοΰ β ίο υ, π ο υ, μέ τή ν α ίσ θ η σ η τή ς άν- θ ρ ώ π ιν η ς μ ο ίρ α ς κ α ί τ ις ε π ιβ ιώ σ ε ις σ τ ά έ'θιμ α, σ τ ις ά ν τ ιλ ή ψ ε ις κ α ί σ τ ις δ ο ξ α σ ί ες έν ό ς τ ό π ο υ, π ρ ο σ φ έρ ο υ ν ένα νέο φω ς κ α ί δ ίνο υ ν κ ά π ο ιε ς ά λ λ ε ς δ ια σ τ ά σ ε ις. Σ τ έ κ ο ν τ α ι π ιο κ ο ν τά σ τ ά μ έ τρ α τ ή ς άν- θ ρ ώ π ιν η ς δ υ ν α τ ό τ η τ α ς κ α ί κρατούν τή ν σ υ γ κ ίν η σ η, π ο ύ δέν έχο υ ν τ ά κ είμ εν α τω ν ειδικ ώ ν έρευνη τώ ν. Γ Γ α ύ τό, τ ό β ιβ λ ίο το ύ τ ο, μ α ζ ί μέ τή ν έ π ισ τ η μ ο ν ικ ή γνώ σ η κ α ί τή ν ευρύτερη ά ν α φ ο ρ ά σ τ ις δ ια π ισ τ ώ σ ε ις άπ* τή ν π ρ ο σ ω π ικ ή ά ν α γ ν ώ ρ ισ η το υ χώ ρου, έ χ ε ι ά κ ό μ α κ α ί τή ν δύναμη τ ή ς ά ν- θ ρ ώ π ιν η ς ψ υχή ς το υ σ υ γ γ ρ α φ έ α, π ο ύ τ ό χ ν ω τ ίζ ε ι μέ τ ό π ά θ ο ς γ ι α τή ν ά λ ή θ εια κ α ί γ ι α τή ν μ ο ίρ α τ ή ς γ ε ν έ θ λ ια ς γ ή ς το υ. Κ α ί α υ τ ό τ ό π ρ ο σ ό ν, π ο ύ δέν σ υ ν α ν τά ει κ α ν είς σ υ χ ν ά σ έ π α ρ ό μ ο ια κ είμ εν α, π ι σ τεύ ο υ μ ε π ώ ς κάνει τή ν έ ρ γ α σ ία το ύ τη νά δ ιο χ ε τ ε ύ ε τ α ι σ τή ν κ α θη μ ερινή μ α ς ζω ή. Μ ά λ ισ τ α, τ ώ ρ α π ο ύ ό ά ν θ ρ ω π ο ς χ ρ ε ιά ζετ α ι, π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ά π ό κάθε ά λλη φ ο ρά, τ ό ό ν ειρ ο κ α ί τ ις π α τ ρ ώ ε ς ρ ίζ ε ς το υ γ ι ά ν ά ε π ιβ ιώ σ ε ι, ν ο μ ίζ ο υ μ ε π ώ ς ή π ρ ο σ φ ο ρ ά το ύ Λ.Κ. κ α λ ύ π τ ε ι μ ιά π ρ α γ μ α τ ικ ή ά νά γκ η. Ε ίν α ι ά ξ ιέ π α ιν ο ς π ο ύ, ά ν τ ί ν ά σ π α τ α λ ή - λήσει το ν χρ ό νο τ ή ς σ ύ ν τ α ξ η ς, ά ν ο ίγ ε τ α ι σ ένα ν ω ρ α ίο π ν ε υ μ α τ ικ ό ν ά γ ώ ν α, π ο ύ ευρύνει τή ν ό ρ α σ η κ α ί τ ά έν δ ια φ έρ ο ν τά το υ. Λ. Κ Ο Κ Κ ΙΝ Ο Σ ΑΠ* Τ Ι Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ «Α Σ Τ Ε Ρ Ο Σ» Μ ΝΗΜ Η ΚΟΝΤΟΓΛΟΤ Μέ τήν συμπλήριοση εφέτος δέκα χρόνων άπό τον θάνατο τού μεγάλου νεοέλληνα λογοτέχνου καί κορυφαίου βυζαντινού άγιογράφου Φώτη Κόντογλου, ό Ε κ δο τικός Οίκος «Α Σ ΊΉ Ρ» των Ά λ. καί Ε. Παπαδημητρίου συνέθεσε καί κυκλοφόρησε τις
177 «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» ημέρες αυτές έναν ογκώδη τόμο αφιερωμένο στην μνήμη του. *0 τόμος αυτός κοσμημένος μέ εικόνες ιστορημένες από το χέρι του Κόντογλου, σπάνιες φιοτογραφίες τής ζωής του και χειρόγραφά του, περιλαμβάνει πρωτότυπα κριτικά κείμενα για τον λογοτέχνη καί τον άγιογράφο, καθώς καί κείμενα μέ Αναμνήσεις, γραμμένα άπό γνιοστούς λογοτέχνες, ζωγράφους, άρχαιολόγους, τεχνοκρίτες δικούς μας καί ξένους, καθώς καί άλλους δια- λεχτούς ανθρώπους, πού τον γνώρισαν α πό κοντά καί έξετίμησαν σωστά τή δημιουργία του. Ό τόμος αυτός συμπληρώνεται άπό μια θαυμαστή άναπαραγωγή του χειρογράφου «Αστρολάβου» τού Κόντογλου, πού Αποτελεί μια πολύτιμη κλείδα για την κατανόηση μιας σπουδαίας μορφής τού.νεοελληνικού Πολιτισμού καί γιά τήν Αποτίμηση τής προσφοράς του προς τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν καί τό Έ θνος μας. λ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ TOT ΚΟΤΖΙΟΥΑΑ τηταν Απαρηγόρητος. Τούφεραν τό μαντάτο πώς Αντάρτες Απ τήν άλλη παραταξη μπήκαν στο σπίτι του στήν ΓΙλατανούσα καί τάκαναν γής Μαδιάμ. Κοντά στ άλλα, πάνε καί τά δικά του χειρόγραφα, λογοτεχνική δουλειά δυο χρόνιον. Μέρες καί μέρες δέν μπορούσε vet τό χωνέψει. Κάθε βράδυ Ανηφόριζε στο μικρομάγαζο τού γέρο - Μιχάλα, κι εκεί, κάτω Από μια λάμπα μέ γανωμένο λαμπόγιαλο, έλεγε στους ίδιους καί τούς ίδιους τά ίδια καί τά ίδια. «Καλά, μωρέ παιδιά, όλα τ άλλα... Ά μ τά έρμα τά χαρτιά τί τάθελαν;» Τό είπε, τό ξανάπε, άκουσε γνώμες, ζύγιασε κι Αποφάσισε: «Θά περάσω τό ποτάμι, παιδιά. Θά πάιο ν Ανταμώσω τον καπετάνιο τους, θά τον παρακαλέσω, έ, άνθρωπος γνωστός είναι, θά μέ βοηθήσει νά μάσω τά χαρτιά, πού θά τά πήγαν, σέ κανένα μπακάλη θά τάδιοκαν». Τόμαθε ή Αδερφή του κι έτρεξε: «Γιώργο, άστα τά παλιόχαρτα, τά ξαναγράψεις». Καί πέρασε τό ποτάμι. Από δώ, στ Ανατολικά τό ένα τ Αντάρτικο, άπό κει, στα δυτικά, τό άλλο τ Αντάρτικο. Μέρα τό πέρασε τό ποτάμι, γιά νά τον 6?^έπουν κι* οι άπό δώ, νά τον βλέπουν κι ο άπό κεϊ πώς είναι άοπλος καί νά μή τού ρίξουν. Έφτασε στήν ΓΙλατανούσα, στό χωριό πού γεννήθηκε καί μεγάλο)σε, στο πατρικό του σπίτι. Ερημιά, οί πόρτες ανοιχτές, τά παράθυρα Ανοιχτά. Αντάμωσε καί τον καπετάνιο, λ «Καλά όρέ Γιώργο, πώς τόπαθες γραμματιζούμενος κι άκακος άνθρωπος εσύ, νάσαι λ μ έκεινούς;» τον ρώτησε ό καπετάνιος κγ έδειξε κατά τά πέρα Απ τό ποτάμι βουνά. «Άστα, άστα τιόρα αυτά, καπετάνιε. Ά ν μ* Αγαπάς,'βόηθα νά βρεθούν τά χαρτιά πού πήραν Απ τό σπίτι μου». > «Αυτό θά γίνει» Απάντησε μέ σιγουριά ό καπετάνιος.. > Σφύριξε δυνατά κγ Αμέσο>ς μαζώχτηκαν καμμιά δεκαριά Αντάρτες. «ΓΓ Ακούστε δώ τούς πρόσταξε μ Αγριάδα όσοι μπήκαν στό σπίτι τού Γιώρ- :,γου Κοτζιούλα τού ποιητή καί πήραν χαρτιά, νά τρέξουν νά τά βρούν καί νά τά φέρουν λέδώ. Είναι διαταγή». Γ-. Σ έ μισή ώρα μαζεύτηκαν σο>ρός τά χαρτιά. Έ φερναν κι έφερναν κγ έφερναν. I «Δέν είχα τόσα πολλά» σκέφτηκε. Τ "Οταν σταμάτησαν νά φέρνουν, τού λέει ό καπετάνιος: U «Ά ντε, μήν έχεις παράπονο. Τάφεραν όλα. ΙΙάοτα καί φεύγα. Έγό) είμαι σπαθί. ί νκγ αν καμμιά φορά μετανοιώσεις πού πήγες μ έκεινούς, έλα νά μέ βρεις». ψ «Φχαριστώ, φχαριστώ πολύ καπετάνιε, θά ταχιό ύπ όψη» Απάντησε καί χώθηκε στό ι^σωρό κγ Αρχίνησε νά ψάχνει. I; Λέν βρήκε τίποτα. Ούτε ένα φύλλο Απ τά δικά του γραψίματα. "Ολος ό σωρός ήταν
178 1 ΕΣΤΙΑ» παιδικά τετράδια καί μπακαλοτέφτερα, 'Έ φυγε πικραμένος. ΙΙέρασε πάλι μέρα το ποτάμι, γιά νά τον βλέπουν κι οί Από δω, νά τον βλέπουν κι οί άπό κεΐ πώς είναι άοπλος καί νά μή τοϋ ρίξουν. Ή Αδερφή του σαν έμαθε τον γυρισμό του, τσακίστηκε νά τον βρει. «Έ αδερφέ, βρέθηκε τίποτες;» «Σκίστηκε ό δόλιος ό καπετάνιος ψάχνοντας σ όλο τό χωριό, άλλα δεν βρέθηκε τίποτες, αδερφή». Μέ τά γυρίσματα πού είχε τότες ό Ανταρτοπόλεμος, ξαναβρέθηκε τό Αλλο Αντάρτικο στιλ δυτικά τοΰ ποταμιού. Ξαναβρέθηκε κι* ό Κοτζιούλας στην Πλατανοΰσα. "Αραξε στό σπίτι του κι άρχισε νά γράφει φτοΰ κι* άπ την αρχή. Σιγά - σιγά τά γραψίματα άβγάταιναν, γίνηκαν τετράδια πολλά. Ποιήματα*καί διηγήματα καί θεατρικά. Κι* ήταν εύχαριστημένος. Έ λ εγε στους φίλους του: «Π αιδιά, σά νά μή χάθηκε τίποτα. Καί τούτο τό κολοκύθι κι έδειχνε τό κεφάλι του όλο γεννοβολάει». Πέρασαν μήνες. Κι' ένα πρωί, νύχτα Ακόμα, ξύπνησε ό Γιώργος απ τον σαματά πού γίνονταν στό δρόμο. "Αλογα πέρναγαν, άνθριοποι έτρεχαν, διαταγές Ακούγονταν. Κάποιος τού χτύπησε την πόρτα. «Κάνε γρήγορα, φεύγομε, έρχονται». Δεν σκύφτηκε τίποτε άλλο, παρά μονάχα τά τετράδια, τά χειρόγραφα. «νε, μωρέ παλιόχαρτα, αυτή τή φορά δεν σάς Αφήνω, θά ρθήτε κι εσείς από κοντά». β Ξάπλωσε κάτω μια κουβέρτα, ερριξε μέσα ολα τά χαρτιά του, δίπλωσε τήν κουβέρτα, έδεσε κόμπους τις άκρες τους. "Ετοιμος ό μπόγος μέ τά χειρόγραφα. Τον σήκωσε, τον έβαλε στό κεφάλι κι' έφυγε προς τά εκεί πού έφρυγαν όλοι. Έφτασε στό ποτάμι τελευταίος. Μπήκε στό νερό κρατώντας τον μπόγο γερά Απάνω στό κεφάλι. Ά π Απέναντι οί δικοί το ν,το ΰ φώναζαν: «Κάνε γρήγορα, κάνε γρήγορα, φάνηκαν οί άλλοι». Κι έκανε γρήγορα κατά δύναμη. Αλλά τά χαλίκια στήν στρώση τού ποταμιού τ\\> εμπόδιζαν νά κάνει γρηγορυπερα. Καθώς προχιυρούσε, τό νερό όλο ανέβαινε, πέρασε τά γόνατα, έφτασε στόν Αφαλό. Δεν έβλεπε πιά πού νά πατήσει, προχωρούσε στα τυφλά κι* οί δικοί του όλο τού φώναζαν: «Γρήγορα, γρήγορα, κοντεύουν στό ποτάμι, θά σού ρίξουν». Τότε ήταν πού σκόνταψε*σ ένα χοντροχάλικο παραπάτησε, έπεσε στό νερό, τοΰφυγε ό μπόγος Απ τό κεφαλ.ι "Εκανε καναδυό όργιες μπας καί τον πιάσει, δεν τά κατάφερε. Ό μπόγος ταξίδεψε λίγα μέτρα πάνω στό νερό κι έστερα τον ρούφηξε τό ποτάμι. Είδε κι' έπαθε νά φτάσει στήν οχτη. Τόν τράβηξαν σέρνοντας Απ τό νρεό καί τον α πίθωσαν πίσω Από κάτι κλάρες, νά ξελαχανιάσει. "Ο ταν συνήλθε τούς ρώτησε: «'Ο μπόγος παιδιά, τί απογίνε ό μπόγος μέ τά χαρτιά;» Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ Τ Σ Ο Υ Τ Σ Ι Ν Ο Σ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Κ ά τ ω ά π τή ν π ίε σ η τ ή ς α ύ ξή σ εω ς γ ε ν ικ ώ ς τώ ν έκ δ ο τικ ώ ν δ α π α ν ώ ν, ε ίμ α σ τ ε υ π ο χ ρ ε ω μ έν ο ι νά α υ ξή σ ο υ μ ε κ ι έ μ εϊς τή ν σ υνδρομή το υ π ε ρ ιο δ ικ ο ύ κ α τ ά δ ρ χ. (ά π ό σέ δ ρ χ.) ά π τ ό τεύ χ ο ς τ ο ύ τ ο {Τ όμος Κ Σ Τ ). Π ισ τεύ ο υ μ ε π ώ ς, ο ί φ ίλ ο ι σ υ ν δ ρ ο μ η τές, γ ν ω ρ ίζ ο ν τ ε ς π ώ ς οί π ε ρ ίπ ο υ σ ε λ ίδ ε ς τοο ε τ ή σ ιο υ τό μ ο υ τ ή ς «Η. Ε.» ε ίν α ι π ά ν ω ά π τ ά ε π ίπ ε δ α α ύ τ ή ς τ ή ς σ υ ν δ ρ ο μ ή ς, θ ά κατανοήσ ουν τή ν ά ν ά γ κ η π ο ύ, π α ρ ά τή ν θέληση μ α ς, μ ά ς υ π ο χρ εώ ν ει γ Γ α υ τή ν τή ν Α να τίμ η σ η. Κ α ί τούς π α ρ α κ α λ ο υ μ ε νά βοηθήσουν τή ν π ρ ο σ π ά θ ε ια μ α ς κ α λ ύ τερα, έ γ γ ρ ά ψ ο ν τ α ς, ό κ α θένα ς τους, ενα ν ή π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο υ ς νέο υ ς σ υ ν δ ρ ο μ η τές.
179 hi ΕΘΝΙΚΗ,,Ι Ή πρώτη καί μεγαλύτερη Ελληνική Ασφαλιστική Εταιρία, ίδρυδεισα τό 1891, μέ καταβεβλημένον κεφάλαιον Δρχ μέ άποδεματικά Δρχ μέ έπενδύσεις σέ άκίνητα καί χρεώγραφα Δρχ μέ πελάτες σέ όλους τούς Κλάδους Άσφαλίσεως, μέ πλήρες δίκτυον 269 Υποκαταστημάτων καί Πρακτορείων σ όλες τις πόλεις τής Ελλάδος, ασφαλίζει κάβε κίνδ^υ και προσφέρει πβάρη KaAuyi Ή Ε Θ Ν Ι Κ Η,, ό η μ α ί ν α ό ι γ ο ν ρ ι ά Διεύθυνσις : Καράγεώργη Σερβίας θ, Ά θ ή ν α ι (Τ.Τ. 125)
180 ι ΐ φτερό m s O lp n iiig στύν Αρορικό Ηΰσρο ΒΕΓΓΑΖΗ ΚΑΙΡΟ*ΝΤΑΧΡΑΝ ΚΟΥΒΕΪΤ-ΝΤΟΥΜΠΑΪ Τά Ε λληνικά φτερά συνδέουν πέντε πόλεις-κλειδιά μέ τήν Ά δ ή να μέ συχνές πτήσεις τήν έβδομάδα Στά πολυτελή ΜΓΊ01ΤΚ θά χαρήτε τή μοναδική έξυπηρέτηση. τήν άνεση, τά γευστικά φαγητά, καί φυσικά, τήν Ε λλη νική φ ιλοξενία σέ διεθνές περιβάλλον. Γιά δουλειές ή γιά τουρισμό ή Ο ΛΥΜ Π ΙΑ Κ Η προσφέρει πάντα τά πιό ευχάρ ιστο ταξίδι. o ^ r * f W M K» i
181 i - u li. Γ l>oaa3[j Z ON OIA9dD>IOJAJ t Ofsj oia od)o>noj/\j OIOXIXDJOU Y 0 I O lj X " :. J
182
183
184 ϊ Ί ϊ! ;π *f,tύ. A i Μέ καταθέσεις στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ κερδίζετε περισσότερα * Απόλυτη εξασφάλιση τοΰ μόχθου σας. Μέ τήν εγγύηση τοΰ κράτους. I \
Ε Π Ι Μ Ε Λ Η Τ Η Ρ Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ω Ν
Ε ρ μ ο ύ π ο λ η, 0 9 Μ α ρ τ ί ο υ 2 0 1 2 Π ρ ο ς : Π ε ρ ιφ ε ρ ε ι ά ρ χ η Ν ο τ ίο υ Α ιγ α ί ο υ Α ρ ι θ. Π ρ ω τ. 3 4 2 2 κ. Ι ω ά ν ν η Μ α χ α ι ρ ί δ η F a x : 2 1 0 4 1 0 4 4 4 3 2, 2 2 8 1
JEAN-CHARLES BLATZ 02XD34455 01RE52755
ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΝ Ι ΑΜ ΕΣ ΩΝ ΟΙ Κ ΟΝΟΜ Ι Κ ΩΝ Κ ΑΤΑΣ ΤΑΣ ΕΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙ ΡΙ ΑΣ Κ ΑΙ ΤΟΥ ΟΜ Ι ΛΟΥ Α Τρίµηνο 2005 ΑΝΩΝΥΜΟΣ Γ ΕΝΙ Κ Η ΕΤ ΑΙ Ρ Ι Α Τ ΣΙ ΜΕΝΤ ΩΝ Η Ρ ΑΚ Λ Η Σ ΑΡ. ΜΗ Τ Ρ. Α.Ε. : 13576/06/Β/86/096
ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ, ΑΚΤΙΝΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΑΝ - Τ.Ε.Ι. ΗΠΕΙΡΟΥ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΤΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΓΡΟΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ, ΑΚΤΙΝΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
τ. Ε. I. Ν-λ ε λ λ λ ς : ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ; MIX. ΠΙΠΙΛΙΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε
Ἦχος Νη α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε στη η και ε πι κα α θε ε ε ε δρα α λοι οι µων ου ουκ ε ε κα θι ι σε ε ε
Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.
Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη. Κυ ρι ε ε λε η σον Ἦχος Πα Α µην Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι ον Ἕτερον. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον Κυ υ ρι ι ον 1 ΙΩΑΝΝΟΥ Α. ΝΕΓΡΗ
έτησκόττηοη της εξέλιξης της επαγγελματικής εκπαίδευσης των Μαιών-Μαιευτών ( )
Ε Π ΙΣ Κ Ο Π Η Σ Η Τ Η Σ Ε Ξ Ε Λ ΙΞ Η Σ Τ Η Σ ΕΠΑΓΓΕ ΛΜ. Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η Σ Μ Α ΙΩ Ν -Μ Α ΙΕ Υ Τ Ω Ν 151 έτησκόττηοη της εξέλιξης της επαγγελματικής εκπαίδευσης των Μαιών-Μαιευτών (1833-1983) (Εισήγηση
Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
18/05/2019 Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου / Ιερές Μονές Η μο νή του Με γά λου Με τε ώ ρου δι α μόρ φω σε μί α σει ρά α πό πε ρι κα λείς μου σεια κούς χώ ρους, για την α
ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο
Ἐκλογή ἀργοσύντοµος εἰς τὴν Ἁγίν Κυρικήν, κὶ εἰς ἑτέρς Γυνίκς Μάρτυρς. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη. Ἦχος Νη ε Κ ι δυ υ υ υ ν µι ις Α λ λη λου ου ου ι ι ι ι ο Θε ος η η µων κ τ φυ γη η κι δυ υ υ ν µις βο η θο
FAX : 210.34.42.241 spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / 55875 /Γ1
Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Υ ΠΟΥ ΡΓΕΙΟ ΕΘΝ. ΠΑ Ι ΕΙΑ Σ & ΘΡΗΣ Κ/Τ Ω ΕΝΙΑ ΙΟΣ ΙΟΙΚΗΤ ΙΚΟΣ Τ ΟΜ ΕΑ Σ Σ ΠΟΥ Ω Ν ΕΠΙΜ ΟΡΦΩ Σ ΗΣ ΚΑ Ι ΚΑ ΙΝΟΤ ΟΜ ΙΩ Ν /ΝΣ Η Σ ΠΟΥ Ω Τ µ ή µ α Α Α. Πα π α δ ρ έ ο υ 37
Π Τ Υ Χ 1 A κ Η. ΘΕΜΑ; Πως επ η ρ ε ά ζο υ ν ο ι π ρ ο τ ιμ ή σ ε ις (σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά ) TJ I. Κ ΑΒ Α Λ. Εισηγητής
ΤΕ Χ Ν Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Τ ΙΚ Ο ΙΔ Ρ Υ Μ Α Σ Χ Ο Λ Η Δ ΙΟ ΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΙΚΟ Ν Ο Μ ΙΑΣ ΤΜ Η Μ Α Λ Ο Γ ΙΣ Τ ΙΚ Η Σ TJ I. Κ ΑΒ Α Λ 4ρ)0. Ποκη. Μο«ρ. Π Τ Υ Χ 1 A κ Η ΘΕΜΑ; Πως επ η ρ ε ά ζο υ ν ο
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΑΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ Ν.2238/1994.
I Fl ΚΑΒΑΛΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ & ΟΙΚΟΝνΟΜΙΑ ΠΣΕ: ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΜΟΝ \Δ Ω \ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ; ΕΠΑΓΩΓΙΚΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΕΙΣΗΓΉΤΡΙΑ; κ" Αναγ\ ώστου Δήμτ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΑΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΜΗΝΩΝ ΝΕΟΓΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΕΟΓΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΩΡΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΜΗΝΩΝ ΝΕΟΓΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΥΘΑΛΙΑ ΧΟΤΟΥΡΑ
ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟΥ MANAGEMENT ( ).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ (MARKETING) ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟΥ MANAGEMENT (2000-2007).
ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ 09.00 -.00 5 ZE MI WA 0 0 0 9 0,95 9 ΑΓ ΓΕ ΠΑ 0 0 0 0 0 0 95 ΑΔ ΡΟ ΙΩ 0 0 0 0 0 0 97 ΑΙ ΚΩ ΠΑ 0 0 0 0 0 0 5 507 ΑΛ ΕΥ ΤΖ 0 0 0 0 0 0 6 99 ΑΝ ΟΡ ΚΩ 7 5 0 0 0,65 7 95 ΑΝ ΙΩ ΟΡ 9 9 9 6
ΒΙΒΛΙΟΘ ΗΚΗ Π Α Ν Ε Π ΙΣΤΗ Μ ΙΟ Υ ΙΩ Α Ν Ν Μ Ο Ν
Λ» ΒΙΒΛΙΟΘ ΗΚΗ Π Α Ν Ε Π ΙΣΤΗ Μ ΙΟ Υ ΙΩ Α Ν Ν Μ Ο Ν 026088265529 1e?4t Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Ι Ω Α Ν Ν Ι Ν Ω Ν ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΠΚΗΣ-ΨΥΧΟΛΟΠΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜ ΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠ
Ό λοι οι κα νό νες πε ρί με λέ της συ νο ψί ζο νται στον ε ξής έ να: Μά θε, μό νο προκει μέ νου. Friedrich Schelling. σελ. 13. σελ. 17. σελ.
σελ. 13 σελ. 17 σελ. 21 σελ. 49 σελ. 79 σελ. 185 σελ. 263 σελ. 323 σελ. 393 σελ. 453 σελ. 483 σελ. 509 σελ. 517 Ό λοι οι κα νό νες πε ρί με λέ της συ νο ψί ζο νται στον ε ξής έ να: Μά θε, μό νο προκει
---------------------------------------------------------------------------------------- 1.1. --------------
ΕΚΘΕΣΗ Τ Ο Υ Ι Ο Ι ΚΗΤ Ι ΚΟ Υ ΣΥ Μ Β Ο Υ Λ Ι Ο Υ Π Ρ Ο Σ Τ ΗΝ Τ Α ΚΤ Ι ΚΗ Γ ΕΝ Ι ΚΗ ΣΥ Ν ΕΛ ΕΥ ΣΗ Τ Ω Ν Μ ΕΤ Ο Χ Ω Ν Kύριοι Μ έ τ οχοι, Σ ύµ φ ω ν α µ ε τ ο Ν όµ ο κ α ι τ ο Κα τ α σ τ α τ ικ ό τ ης ε
Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο
ΧΕΡΟΥΒΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΟΙΝΩΝΙΟ Λ. Β Χερουβικόν σε ἦχο πλ. β. Ἐπιλογές Ἦχος Μ Α µη η η η ην Οι τ Χε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο
Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Α, Β, Γ Δύ Τός 16ς (Φ, Χ, (ό)) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 16ς (Φ, Χ, (ό))
οξαστικὸν Ἀποστίχων Ὄρθρου Μ. Τετάρτης z 8 a A
οξαστικὸν Ἀποστίχων Ὄρθρου Μ. Τετάρτης z 8 a A δ ` 3kς 3qz 3{9 ` ]l 3 # ~-?1 [ve 3 3*~ /[ [ ` ο `` ο ~ ο ```` ξα ~ ``` Πα```` α ` τρι ```ι ``` ι ` ι ~ και ``αι [D # ` 4K / [ [D`3k δδ 13` 4K[ \v~-?3[ve
ΗΛΙΑΣ Γ. ΚΑΡΚΑΝΙΑΣ - ΕΦΗ Ι. ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. τ... μαθητ... ΤΑΞΗ Α ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ... Β Τεύχος
ΗΛΙΑΣ Γ. ΚΑΡΚΑΝΙΑΣ - ΕΦΗ Ι. ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΠΡΩΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ τ... μαθητ...... ΤΑΞΗ Α ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ... Β Τεύχος Çëßáò Ã. ÊáñêáíéÜò - Έφη Ι. Σουλιώτου Τετράδιο Πρώτης Γραφής Α Δημοτικού Β ΤΕΥΧΟΣ Απαγορεύεται
Πα κ έ τ ο Ε ρ γ α σ ί α ς 4 Α ν ά π τ υ ξ η κ α ι π ρ ο σ α ρ µ ο γ ή έ ν τ υ π ο υ κ α ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ο ύ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ υ λ ι κ ο
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Θ ΕΣΣΑΛ ΙΑΣ ΠΟΛ Υ ΤΕΧ ΝΙΚ Η ΣΧ ΟΛ Η ΤΜΗΜΑ ΜΗΧ ΑΝΟΛ ΟΓ Ω Ν ΜΗΧ ΑΝΙΚ Ω Ν Β ΙΟΜΗΧ ΑΝΙΑΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ Π Π Σ ΣΥ ΝΟΠ Τ Ι Κ Η Ε Κ Θ Ε ΣΗ ΠΕ 4 Α Ν Α ΠΤ Υ Ξ Η Κ Α Ι ΠΡ Ο Σ Α Ρ Μ Ο Γ Η ΕΝ Τ Υ ΠΟ Υ Κ Α
ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ ΠΛΑΙ ΣΙΟ ΧΡΗ ΜΑ ΤΟ ΔΟ ΤΗ ΣΗΣ
ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ Στό χος του Ο λο κλη ρω μέ νου Προ γράμ μα τος για τη βιώ σι μη α νά πτυ ξη της Πίν δου εί ναι η δια μόρ φω ση συν θη κών α ει φό ρου α νά πτυ ξης της ο ρει νής πε ριο χής, με τη δη
ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την αποστολή στοιχείων απλήρωτων υποχρεώσεων & ληξιπρόθεσµων οφειλών του Προγράµµατος ηµοσίων Επενδύσεων
Αθήνα, 27/11/2012 Αρ.Πρ:50858/ Ε6152 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟ ΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ & ΙΚΤΥΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝ ΥΣΕΩΝ - ΕΣΠΑ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΣΛΗΠΤΕΩΝ ΚΩΔ.ΘΕΣΗΣ: 238 ΚΑΤΗ ΓΟΡΙΑ-ΚΛΑΔΟΣ-ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΕ ΙΑΤΡΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ - ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ ΥΠΕ:
ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΣΛΗΠΤΕΩΝ ΚΩΔ.ΘΕΣΗΣ: 238 ΚΑΤΗ ΓΟΡΙΑ-ΚΛΑΔΟΣ-ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΕ ΙΑΤΡΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ: ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΩΝ - ΜΕΝΕΜΕΝΗΣ ΥΠΕ: 3η Α/Α Α.Π. Αίτησης Επώνυμο Όνομα Πατρώνυμο Μόρια Εντοπιότητα
Tη λ.: +30 (210) Fax: +30 (210)
ΕΠΕΝ ΥΣΗ ΣΙ Λ Ο ΠΟ Ρ Τ ΣΑΪ Α.Ε. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑ Τ Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ Γ ΙΑ Τ Η Ν Π Ρ Ω Τ Η Π ΕΡ ΙΟ Ο Α ΝΑ Β ΙΩ ΣΗ Σ Π ΟΥ ΕΛ Η Ξ Ε Τ Η Ν 31.12.005 30.11.2005 έ ω ς 31.12.2005 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Έ κ θ η γ χ ο υ Ο ρ κ ω
Προσοµοίωση Ανάλυση Απ ο τ ε λε σµ άτ ω ν ιδάσκων: Ν ικό λ α ο ς Α µ π α ζ ή ς Ανάλυση Απ ο τ ε λε σµ άτ ω ν Τα απ ο τ ε λ έ σ µ ατ α απ ό τ η ν π αρ αγ ω γ ή κ αι τ η χ ρ ή σ η τ υ χ αί ω ν δ ε ι γ µ
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΟΦΕΙΛΕΣ ΕΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ. Ληξιπρόθεσµες οφειλές (τιµολόγιο>90 ηµερών) Εγκεκριµένη πίστωση. Χωρις κατανοµή πίστωσης
ΦΟΡΕΑΣ: Υπουργείο / Αποκεντρωµένη ιοίκηση..... ΕΙ ΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ: Γενική γραµµατεία... / Περιφέρεια..... Αναφορά για το µήνα: Ετος: 2012 ΣΑ έργου (Π Ε) Υποχρεώσεις πιστοποιηµένων εργασιών χωρίς τιµολόγιο
20/5/ /5/ /5/ /5/2005
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΠ ΙΧ ΕΙΡΗ ΣΕΙΣ FINDA Α.Ε. ΥΠΟ Ε Κ Κ Α Θ Α Ρ Ι Σ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑ Τ Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ Γ ΙΑ Τ Η Ν Χ Ρ Η ΣΗ Π ΟΥ ΕΛ Η Ξ Ε Τ Η Ν 19.5.2006 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Έ κ θ εσ η Eλέ γ χ ο υ Ε λεγ κ τ ώ ν 3 Κ α τ ά
Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 12ς (Π, (ίς- )) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 12ς (Π, (ίς- )) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ υ υ Π ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ζο ο ο ει ει κο ο
Χερουβικό σε ἦχο πλ.. Ε ΑΣΗ ΤΟ ΩΣΤΑΤΙΟΥ ΡΙΓΓΟΥ ΑΡΧΟΤΟΣ ΡΩΤΟΨΑΛΤΟΥ ΤΗΣ.Τ.Χ.Ε. Ἦχος Nε Οι τ Χε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ
ΛΙΣΤΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΝΑ ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ
ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΔΗΜΟΥ ΑΙΓΑΛΕΩ Σελίδα : 1 10ος ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΡΕΦΙΚΟ ΕΠΙΤΥΧΟΝΤΕΣ 1 14789 Μ. Κ. ΑΝΤΩΝΗΣ 290 2 14790 Μ. Ι. ΑΝΤΩΝΗΣ 290 3 15087 Τ. Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ 280 ΕΠΙΛΑΧΟΝΤΕΣ 1 14350 Μ. Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Α θ ή ν α, 7 Α π ρ ι λ ί ο υ
Α θ ή ν α, 7 Α π ρ ι λ ί ο υ 2 0 1 6 Τ ε ύ χ ο ς Δ ι α κ ή ρ υ ξ η ς Α ν ο ι κ τ ο ύ Δ ι ε θ ν ο ύ ς Δ ι α γ ω ν ι σ μ ο ύ 0 1 / 2 0 1 6 μ ε κ ρ ι τ ή ρ ι ο κ α τ α κ ύ ρ ω σ η ς τ η ν π λ έ ο ν σ υ μ
ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ
ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ Ει σα γω γή 1 ου Μέ ρους...16 1 ο Κε φά λαιο: Ε ΛΕΥ ΘΕ ΡΟΣ ΧΡΟ ΝΟΣ & Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ 1.1 Οι έν νοιες του ε λεύ θε ρου χρό νου και της ανα ψυ χής...17
Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 11ς (Π, (-ά) ) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 11ς (Π, (-ά) ) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αή
Η λίστα τω ν υποψη φίω ν στα ψη φοδέλτια τη ς Ενω ση ς Κ εντρώω ν:
Με πρόσωπα από το Ελληνικό Κοινωνικό Κίνημα και τον Θεσμό (πολιτικό κόμμα), κατεβαίνει στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Η λίστα τω ν υποψη φίω ν στα ψη φοδέλτια τη
1. ΦΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ, ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΕΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ (κιλά/στρ.η τεμάχια/στρ.
1. ΦΥΤΙΚΗ - ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ, ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΕΤΟΣ Η λό) 7 i Τ 5 ( / 2 ( /ατρ.) ( ( Α ΒΡΩΣΙΜΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΑ Α01 Ό ρ υ ζ α ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ 900 0,25 225 9,00 180 7,20 270 10,80 Α02 Σ ίτο ς ΑΡΚΑΔΙΑΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ & ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ. ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: ΔΕ Βοηθητικό Προσωπικό. ΚΩΔΙΚΟΣ ΘΕΣΗΣ : 102 Ειδικότητα : ΔΕ Βοηθητικό Προσωπικό ΚΡΙΤΗΡΙΑ
ΠΑΤΡΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ sort ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ & Σ ΣΟΧ12/25/22/5/2017 ΖΩΤΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΑΖ737052 Ναι 1 12 0 Οχι Οχι 20 300 0 0 0 300 1 Ναι 600,00 1 ΣΟΧ12/4/16/5/2017 ΜΩΫΣΙΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΙ814214 Ναι
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ. ΘΕΜΑ: «Προκήρυξη πλήρωσης θέσεων Προϊσταμένων Νηπιαγωγείων και Προϊσταμένων Δημοτικών Σχολείων Π.Ε. Καρδίτσας»
ΛΛΗ Ι Η ΔΗΜΟ Ρ Ι ΥΠΟΥΡ ΙΟ Π ΙΔ Ι Σ Ρ Υ Σ Ι ΘΡΗΣ ΥΜ Ω Π ΡΙ Ρ Ι Η ΔΙ ΥΘΥ ΣΗ Π/ΘΜΙ Σ & Δ ΘΜΙ Σ Π ΙΔ ΥΣΗΣ Θ ΣΣ ΛΙ Σ ΔΙ ΥΘΥ ΣΗ Π ΘΜΙ Σ Π ΙΔ ΥΣΗΣ ΡΔΙ Σ Σ ΜΗΜ Π ΙΔ Υ Ι Ω Θ Μ Ω χ Δ νση : Πλ σ ή Πόλη : 43132 ί
Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Ι.Τ.Υ.Ε. «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» Αή Εί Ηίς Δής Μί Μά Ιί Αύ Εέ Λό Τ Πώ Λό Τός 9ς (Μ, (έ) Ν,) Εέ Λό Α, Β, Γ Δύ Τ Πώ Λό Τός 9ς (Μ, (έ) Ν,) ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Αή
ΤΟ ΕΛΑΦΟΧΏΡΙ ΚΑΒΑΛΑΣ στις
ΤΟ ΕΛΑΦΟΧΏΡΙ ΚΑΒΑΛΑΣ στις 9-6-1944 Την ημέρα του καψίματος του χωριού,από τους Βούλγαρους στρατιώτες,υπήρχαν 62 κτίσματα: εκκλησία,σχολείο,καφενεία και κατοικίες. Από αυτά διασώθηκαν 11. 1 ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
Πρι τ αρακτηρ οτικ λαπλ ουοτηματα μικρ ετ εξεργατ δ π υ τ
ι ε α τ Τ εγνα α α ετ κ λε τ υργικ ο τημα Η οτ ρ α τ υ αρ Γ ζε τ τη Φ λα δ α απ τ α φ ιτητ τ υ Πα ετ τημ υ τ υ λ νκ ξεκ νη ε αν μ α τ ρ τ Θε α να δημ υργηθε ακαλ τερ Ενα τ υ αμτ ρε ααντατ κρ ετα καλ τερα
14/5/ /12/ /5/ /5/2007
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΠ ΙΧ ΕΙΡΗ ΣΕΙΣ FINDA Α.Ε. ΕΤΗΣΙΕΣ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ ΕΣ Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΕΙΣ ΣΥ Μ Φ Ω Ν Α Μ Ε ΤΑ ΙΕΘ Ν Η Π Ρ Ο ΤΥ Π Α Χ Ρ ΗΜ Α ΤΟ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ ΗΣ Π Λ ΗΡ Ο Φ Ο Ρ ΗΣΗΣ ΤΗΣ Χ Ρ ΗΣΗΣ Π Ο Υ ΕΛ ΗΞ Ε
ΕΠΩΝΥΜΟ ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ ΑΣΓ ΑΣΜ ΚΛ. ΕΣΣΟ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ
ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ Β4( ΣΛ)/2 ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΕΡΑΡΙΘΜΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΟΒΑ ΟΠΛΩΝ-ΣΩΜΑΤΩΝ (ΠΛΗΝ ΕΙ ΙΚΩΝ ΥΝΑΜΕΩΝ) ΣΧΕΤ.: α. Ν. 1911/90 (ΦΕΚ 116/11 εκ 90, τ. Α ), όπως ισχύει β. Φ.415/3/507868/Σ.5447/5 Οκτ 17/Απ.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Α/Α Υποψηφίων προς. Βαθμός Απολυτηρίου Μόρια Απολυτηρίου Μόρια Γνώσης Ξένης Γλώσσας ΗΜΕΡ/ΝIA: 15.09.2016 ΥΠΗΡΕΣΙΑ: ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: ΘΕΣΕΙΣ: ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ
Οδηγίες για τη συμπλήρωση του παρόντος
7910 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) Π Α Ρ ΑΡΤΗ Μ Α III (ΠΕΕ 82/8.3.2016) Α π α ιτή σ ε ις π λ η ρ ο φ ό ρ η σ η ς π ο υ σ υ νδ έο ντα ι με το ύψ ος α π ό κ τη σ η ς σ υ μ μ ετο χ ή ς α π ό
Ξ^ΕΣΠΑ ΚΟΖΑΝΗΣ « ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΣΛΗΠΤΕΩΝ ΚΩΔ.ΘΕΣΗΣ: 233 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ-ΚΛΑΔΟΣ-ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΕ ΙΑΤΡΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ: ΥΠΕ:
ΚΩΔ.ΘΕΣΗΣ: 233 ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ-ΚΛΑΔΟΣ-ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΕ ΙΑΤΡΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣ: ΚΟΖΑΝΗΣ ΥΠΕ: Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ Υ π ο υ ρ γ είο Υ γ εία ς Ξ^ΕΣΠΑ «2014-2020 ΚΩΔ.ΘΕΣΗΣ: 233
www.alambra.org.cy ΧΟΡΗΓΟΣ: ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΥΜΠΙΩΝ - ΑΛΑΜΠΡΑΣ
www.alambra.org.cy Ειρήνης 4, 2563 Αλάμπρα, Λευκωσία, Τηλ: 22522457, Φαξ: 22526402 E-mail: koin.symalambras@cytanet.com.cy, Αρχαιολογικός Οικισμός Αλάμπρας Αιωνόβιο δέντρο, Φραγκοελιά Ειρήνης 4, 2563 Αλάμπρα,
ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΧΑΤΣΙΟΥΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΧΑΤΣΙΟΥΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΒΕΡΟΙΑ 2008 Φ2 Μιχαήλ Γεωργίου Χατσιούλης ( Α.2 ) Αικατερίνη Κωνσταντίνου Γιώβου ( Γ.2 ) Γεώργιος Μιχαήλ Χατσιούλης (Α.2.1)
ΝΕΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΙΑ ΒΡΕΦΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΝΕΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΙΑ ΒΡΕΦΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016-17 A/A ΑΡ. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΡΧΙΚΑ ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ ΜΟΡΙΑ 1 10733 Γ. Α. 110 2 10659
ΤΕΛΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ
ΤΕΛΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ 1ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Α. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ- Β. ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ 158847 ΓΚΙΚΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΕ01 3,5 13 16,5 ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ - 170732 ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΕ05 3,5 12,875 16,375
ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΜΕ ΕΜΠΕΙΡΙΑ 6 ΜΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ (60%) (Τέκνο Πολυτ.Οικογεν.) Μόρια Πολυτεκνίας. Αριθµός Ανήλικων. Αριθµός Αίτησης.
ΗΜΕΡ/Ν 24/10/2016 ΠΡΩΤ.: ΥΠΗΡΕΣΙΑ: ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: ΘΕΣΕΙΣ 30 ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΥΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΝΗΣΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΠΡΟΣΩΠ. ΟΡΙΣΜ. ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ.ΦΑΛΗΡΟΥ ΒΑΣΕΙ
Ο Απ λλων αλαμαρι αν ρ εται στην εθνικ κατηυ ρ α γυναικι ν
Ω α μ Ξ Π ΦΑ ΡΚΩ Ν Ξ Π Γ Τ κνκ Γ μ Ν ψ ο Ω Ω κ ρ Θ Κ ΓΩ Γ Μ ΡΥ χ κ φ Θ Γ Α Ν Ω Γ Π Βθ Ω Π Ν Ω Ν Κ γρ Π Ρ Ρ γ γ Γ Ρ Π Π Φ ΠΡ Φ Γ ΠΕΡ ν ν α Ε μο αν ρ ετα σ ν Γ εθνκ κατγορ α νρ ν ΔΡΩ ΡΔ Τ Μ Γ ΥΡ Χ Ρ Τθ Ρ
ΘΕΜΑ: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΧΑ ΡΑ ΚΤ ΗΡ ΙΣ ΤΙ ΚΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ - ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑ ΣΙ Α - ΚΑΡΑ ΣΑ ΒΒ ΟΓ ΠΟ Υ ΑΝ ΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΤΕΧΝ Οη ΟΓ ΙΚ Ο Ε Κ ΠΟ ΙΔ ΕΥ ΤΙ ΚΟ ΙΔΡΥΜΟ ΚΟΒΟΠΑΕ ΕΧΟΠΗ ΔΙϋΙ ΚΗ ΕΗ Σ ΚΑΙ Ο Ι ΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ηο ΓΙ ΣΤ ΙΚ ΗΣ ΘΕΜΑ: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΑ ΧΑ ΡΑ ΚΤ ΗΡ ΙΣ ΤΙ ΚΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ - ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑ ΣΙ Α - Καθηγητή ΚΑΡΑ ΣΑ ΒΒ
ΚΑΝΟΝΙΣ ΜΟ Ι ΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΓΩΝΩΝ 1 / 8 SCALE IC TRA CK ΕΛ. Μ. Ε
ΚΑΝΟΝΙΣ ΜΟ Ι ΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΓΩΝΩΝ 1 / 8 SCALE IC TRA CK ΕΛ. Μ. Ε. 2 0 1 9 Κλ ά δο ς θερ µ ι κώ ν τη λ εκα τ ευθυ νό µ εν ω ν α υ το κι νή τω ν. Υπ εύ θυνο ς Κ λ ά δ ο υ Ζωτιαδης Κωστας bo d @ e l - m e. gr
ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ. 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων
ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1. ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων 1.1.1. Ικανότητα επισήμανσης της ομοιότητας στη συλλαβή. 1. γάλα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΗΛΩΣΗΣ-ΑΙΤΗΣΗΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΥΝΗΜΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΔΗΛΩΣΗΣ-ΑΙΤΗΣΗΣ 1. Ανήλικο τέκνο αλλοδαπών που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα από την 9η-7-2015 και φοιτά σε ελληνικό σχολείο στην Ελλάδα - παρ. 1 του άρθ ΙΑ του
Διεύθυνση Νεολαίας & Δια Βίου Μάθησης
Τμήμα Διαχείρησης Ελεύθερου Χρόνου Τηλ: 210-5284865 & 210-5284866 email: xronos@opanda.gr Διεύθυνση Νεολαίας & Δια Βίου Μάθησης Τμήμα Δια Βίου Μάθησης Τηλ: 210-52848618 email: mathisi@opanda.gr Τηλ: 210-5284861
Περιεχόµ εν α. Εισαγω γή. Επ ισκόπ ηση υπ ο βο λής φακέλω ν (IUCLID 5) Επ ισκόπ ηση υπ ο βο λής φακέλω ν (Reach-IT) Ερω τήσεις καιαπ αν τήσεις
Περιεχόµ εν α Εισαγω γή Επ ισκόπ ηση υπ ο βο λής φακέλω ν (IUCLID 5) Επ ισκόπ ηση υπ ο βο λής φακέλω ν (Reach-IT) Ερω τήσεις καιαπ αν τήσεις Συµ π εράσµ ατα καιµ ελλο ν τικά διαδικτυακά σεµ ιν άρια http://echa.europa.eu
Β' έτους - Τμήματα ΒΑ1
Τελευταία ενημέρωση: Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017 Β' έτους - Τμήματα ΒΑ1 Α.Μ. Επώνυμο Όνομα Πατρώνυμο 10757 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 10859 ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ 10780 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ 10879 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων
ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1. ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ 1.1. Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων 1.1.1. Ικανότητα επισήμανσης της ομοιότητας στη συλλαβή. 1. γάλα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ. (Τύπος Β) Για έργα που δεν εμπίπτουν οτο πεδίο εφαpμογής των Οδηγιών 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (Τύπος Β) Για έργα που δεν εμπίπτουν οτο πεδίο εφαpμογής των Οδηγιών 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ ΥΠΟΔΕΙΓΜ Α ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΥΠ Ο Σ Β Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ
Π Α Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ ΙΟ ΙΩ Α Ν Ν ΙΝ Ω Ν Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Η Σ Χ Ο Λ Η Τ Μ Η Μ Α ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ Κ Α Ι Α Ρ Χ Α ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ
Π Α Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ ΙΟ ΙΩ Α Ν Ν ΙΝ Ω Ν Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΚ Η Σ Χ Ο Λ Η Τ Μ Η Μ Α ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Σ Κ Α Ι Α Ρ Χ Α ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Σ Π Ρ Ο Ε Δ Ρ ΙΑ Β Α Σ ΙΛ ΙΚ Η Σ Ρ Ο Κ Ο Υ Α Ν Α Π Λ. Π Ρ Ο Ε Δ Ρ Ο Σ Α ΙΚ Α Τ Ε Ρ ΙΝ
0a1qqW+1a1`qÁlw n εν σοί Κύ ρι ε τρο πού μαι τού τον.
n 00211000Aqq11j1w Εκ νε ό τη τός μου ο εχ θρό ός με πει ρά ζει, 00qaj-1`q`qq+0)q11l1 ταίς η δο ναίς φλέ γει με ε γώ δέ πε ποι θώς, 0a1qqW+1a1`qÁlw n εν σοί Κύ ρι ε τρο πού μαι τού τον. 211`w1l1+000 0wl1
ΣΩΣΤΟ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ(1) / ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ (αρ. ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΜΟΝΟΓΟΝΕΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ. (αριθμ. ανήλικων ΑΝΗΛΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΠΟΛΥΤΕΚΝΗΣ
ΠΟΛΥΣ (αριθμ. (αριθμ. Υπηρεσία: ΤΜΗΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ & Σ Υπ αριθμ. Σ.Ο.Χ : 1/2015 1 ΑΛΗΜΠΑΛΗ ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ρ035678 Οχι Οχι 1 12 0 6 1 0 0 60 800 0 300 30 0 0 420,00 Οχι 1 Οχι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ (τόπος) (ημερομηνία) ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ Δ.Ο.Υ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ (τόπος) (ημερομηνία) Δ.Ο.Υ. ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. αφού έλαβε υπόψη του: 1. Τη με αριθ. εκπρόθεσμη ιροποποιηιική δήλωση χου/χης με Α Φ Μ. 2.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΕΚΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Ν. ΠΡΕΒΕΖΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π/ΘΜΙΑΣ & Δ/ΘΜΙΑΣ Πρέβεζα, 16-06-2015 Α.Π.: 4064 ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΕΚΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ
ΔΗΜΗΤΡΙ ΚΩΝΣΤΑΝ 911 Χωρίς Εξειδικευμένη εμπειρία τουλάχιστον έξι (6) μηνών σε εργασίες συναρμολόγησης ή επισκευής δομικών
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΣΟΧ 134/29.03.2018 ΤΕΥΧΟΥΣ ΑΣΕΠ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ 104 'ΔΕ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΔΟΜΗΣ Α/Φ' ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΥΠΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ Α/Α Επώνυμο Ονομα Πατρός Μητρός Πρωτόκολλο
HM: 06/10/ :55:56.
HM: 06/10/2015 12:55:56. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Δ Η Μ Ο Σ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ - ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΩΝ Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ Από το πρακτικό τακτικής συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου αριθ. 17º της 23 ης
ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 1094 ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΙΙ
ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 1094 ΕΔΑΦΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΙΙ Δελτίο βαθμολογίας Κανονικής Περιόδου για το Θερινό εξάμηνο του 2008 Διδάσκοντες: ΓΚΑΖΕΤΑΣ Γ., ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ Ι., ΓΕΩΡΓΙΑΝΝΟΥ Β., ΓΕΡΟΛΥΜΟΣ Ν., ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΙΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜ ΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Εργαστήριο Μικροβιολογίας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΣΙΤΟΛΟΓΙΑΣ Δ ρ. Χ ρ υ σ ά νθ η Π α π α δ ο κ ο ν λ ο υ ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2001 .... ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜ ΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΑΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Εργαστήριο
ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου
ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Μ. Γκιόλιας, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, Αθήνα 1972 Ιωάννης Μενούνος, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, Αθήνα 1979 Αρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Ο
2006 (20/5/06 31/12/06)
ΤΣΙΜΕΝΤΑ Χ ΑΛ Κ Ι Ο Σ ΙΕΘ ΝΗ Σ Α.Ε. ΥΠΟ Ε Κ Κ Α Θ Α Ρ Ι Σ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑ Τ Α ΣΤ Α ΣΕΙΣ ΜΕΤ Α ΣΧ Η ΜΑ Τ ΙΣΜΟΥ ΣΥ ΜΦ Ω ΝΑ ΜΕ Τ Α ΙΕΘ ΝΗ Π Ρ ΟΤ Υ Π Α Χ Ρ Η ΜΑ Τ ΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Σ Π Λ Η Ρ ΟΦ ΟΡ Η ΣΗ Σ Γ ΙΑ Τ
Π Ρ Ο Σ Ω Ρ ΙΝ Ο Σ Π ΙΝ Α Κ Α Σ Π Ρ Ο ΣΛ Η Π ΤΕΩ Ν Κ Ω Δ.Θ ΕΣ Η Σ:
Π ΡΟ ΣΩ Ρ ΙΝ Ο Σ Π ΙΝ Α Κ Α Σ Π ΡΟ ΣΛ Η Π ΤΕΩ Ν ΚΩ Δ.Θ ΕΣΗ Σ: 238 ΚΑΤΗ ΓΟ ΡΙΑ -ΚΛΑ ΔΟ Σ-ΕΙΔΙΚΟ ΤΗΤΑ : ΠΕ ΙΑΤΡΩ Ν ΓΕΝΙΚΗ Σ ΙΑ ΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜ ΟΣ: ΑΜ ΠΕΛΟΚΗΠΩΝ - Μ ΕΝΕΜ ΕΝΗΣ ΥΠ Ε: 3η Α /Α Α.Π. Αίτησης Επώ νυμο
Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης
Επώνυµο Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης Όνοµα Υπογραφή Μανώλης Σφραγίδα Υπογραφές Αγωνιστών της Ελληνικής Επαναστάσεως, ΙΕΕΕ, Αθήνα, 1984 Σφραγίδες Ελευθερίας, ΙΕΕΕ, Αθήνα, 1983 Ιδιότητα Γέννησης Χρόνος
Ο Αετός της Μάνης - Σας βλέπω πάρα πολύ ζωντανό και πολύ φιλόξενο. Έτσι είναι πάντα ο Ανδρέας Μαστοράκος;
Ο Αετός της Μάνης - Σας βλέπω πάρα πολύ ζωντανό και πολύ φιλόξενο. Έτσι είναι πάντα ο Ανδρέας Μαστοράκος; Πρώτα, πρώτα είμαι άνθρωπος. Γεννήθηκα από φτωχή οικογένεια. Υπέφερα πολύ. Από 10 χρονών εργαζόμουν
* * } t. / f. i ^ . «-'. -*.. ;> * ' ί ' ,ΐ:-- ΙΣ Τ Ο Λ Ο Γ ΙΑ Τ Α ΣΥΣΤΗ Μ Α ΤΑ ΟΡΓΑΝΟΝ. Ο.Β.Κ δτο ΥΛΑΣ
% r,r,»v: ' $ & '"- -.,.. -., * *» # t -..* ' T. < - 'ί" : ', *».- 7 Λ CV';y * ' f y \ '. :.-ή ; / ' w, * * } t ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΠΑΝΝΙΝΠΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ V* ι Λ-Α..;. «* '. ft A 1^>>,- 7 - ^Λ' :.-.. ν -»V-
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ & ΘΕΟΤΟΚΙΑ ΕΣΠΕΡΑΣ 1-15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. Παρασκευή 1/08/2014 Ἑσπέρας Ψάλλοµεν τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς 2/8/2014. Ἦχος.
ΑΟΛΥΤΙΚΙΑ & ΘΕΟΤΟΚΙΑ ΕΣΕΡΑΣ 1-15 ΑΥΟΥΣΤΟΥ αρασκευή 1/08/2014 Ἑσπέρας Ψάλλοµεν τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς 2/8/2014 δ Ταχὺ προκατάλαβε ι α σι λει ον δι α δη µα ε στε φθη ση κο ρυ φη εξ α θλων ων υ πε µει νας υ περ
2 (4! ((2 (5 /! / Β ;! + %ΧΑ + ((5 % # &
!! # % & # () %# + (, # &,. /01 2 23 () 0 &. 04 3 23 (5 6787%.9 : ; 3!.&6< # (5 2!.& 6 < # ( )!.&+ < # 0= 1 # (= 2 23 0( >? / #.Α( 2= 0( 4 /
Τ I Μ Ο Κ A Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΚΟΥΦΩΜΑΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑ TROCAL 88+ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ιο χιλ. Αρτας -Ιωαννίνων 47100 Αρτα web: www.nfantis.gr em ail:tameio@nfantis.gr Τ I Μ Ο Κ A Τ Α Λ Ο Γ Ο Σ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ ΚΟΥΦΩΜΑΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑ TROCAL 88+ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΔΑ TROCAL 88+ ΛΕΥΚΟ ΜΟΝΟΦΥΛΛΟ 2-3 TROCAL
ΗΜΕΡ/ΝIA: ΑΡ. ΠΡΩΤ.: 1920 ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΗΜΕΡ/ΝIA: 19.07.2012 ΑΡ. ΠΡΩΤ.: 1920 ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑ: ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ: ΘΕΣΕΙΣ: ΛΒ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
αναλυτικός απλός 1 Ο αναλυτικός βλέπει τον κόσμο σαν να αποτελείται από πολλά μικρά κομμάτια.
αναλυτικός απλός 1 Ο αναλυτικός βλέπει τον κόσμο σαν να αποτελείται από πολλά μικρά κομμάτια. Σπάν άνια δέχ εται τα πράγ μα τα όπω πως είνα ναι. Θεω εωρε ρεί ότι όλα πρέπ έπει να τα ανα ναλύ ουμε εξο ξονυ
ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ & ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΔΕ ΚΩΔΙΚΟΣ ΘΕΣΗΣ : 102
Α.Μ Μ. ΕΠΩΝΥ ΥΜΟ ΟΝΟΜ ΜΑ ΑΡΙΘΜ Μ. ΤΑΥΤΟ ΟΤ. ΕΝΤΟΠΙΟ ΟΤΗΤΑ ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ / Σ Σ ΑΝΕΡΓΙΑΣ μήνες) ΧΡΟΝΟΣ (σε μ ΑΝΗΛΙΚΑ Α ή ΕΝΗΛΙΚΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟ ΟΜΕΝΑ ΤΕΚΝΑ (αριθμ.. τέκνων) ΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΣ ΧΗΡΕΙΑ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΟΝΔΥΛΙΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ
ANAΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΟΝΔΥΛΙΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΕΡΓΟΥ Αριθμ.
Κ Α Τ Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Ο
Κ Α Τ Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Α Α. Σ Υ Σ Τ Α Σ Η - Ε Π Ω Ν Υ Μ Ι Α - Ε Δ Ρ Α - Δ Ι Α Ρ Κ Ε Ι Α Β. Μ Ε Λ Η Τ Ο Υ Σ Υ Ν Δ Ε Σ Μ Ο Υ Γ. Ο Ρ Γ Α Ν Α Δ Ι Ο Ι Κ Η Σ Η Σ Δ. Π Ο Ρ Ο Ι Τ Ο Υ Σ Υ Ν Δ Ε Σ Μ
των ερ γα το τε χνι τών εργοστασίων Τσιµεντολίθων, ό λης της χώρας O41R09
των ερ γα το τε χνι τών εργοστασίων Τσιµεντολίθων, ό λης της χώρας O41R09 ΚΩΩ Δ Ι ΚO ΠOΙ Η ΣΗ ΣYΛ ΛO ΓΙ ΚΩΩΝ ΡYΘ ΜΙ ΣΕ ΩΩΝ (ΣΣΕ & Δ Α) ΤΩΩΝ ΕΡ ΓΑ ΤO ΤΕ ΧΝΙ ΤΩΩΝ ΕΡ ΓO ΣΤΑ ΣΙ ΩΩΝ ΤΣΙ ΜΕ ΝΤO ΛΙ ΘΩΩΝ, ΤΣΙ
40 ΚΩΝΣΤΑΝΤΒΑΣΙΛΕΙΟΣ 15 ΔΗΜΗΤΡΙΟΛΕΩΝΙΔΑΣ 16 ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙ ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΙΚΟΛΑΟΣ 19 ΣΑΒΒΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ 20 ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΑΠΟΣΤΟΛ 2 21 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ 10 1
ΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝΜΑΘΗΜΑ 909 ΓΡΑΜΜΙ Δελτίο βαθμολογίας Επαναληπτικής Περιόδου για το Θερινό εξάμηνο του 0 Διδάσκοντες: ΜΑΡΟΥΛΑΣ Ι., ΦΕΛΛΟΥΡΗΣ Α. AA Ονομα Πατρ Εξάμηνο
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Κατάρτιση, πιστοποίηση και συμβουλευτική με στόχο την ενδυνάμωση των δεξιοτήτων άνεργων νέων 18-24 ετών σε ειδικότητες του
ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ
ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ Ει σα γω γή 1 ου Μέ ρους...16 1 ο Κε φά λαιο: Ε ΛΕΥ ΘΕ ΡΟΣ ΧΡΟ ΝΟΣ & Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ 1.1 Οι έν νοιες του ε λεύ θε ρου χρό νου και της ανα ψυ χής...17
ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία
ΔΕ 5. Ο Ευαγγελισμός της Μαρίας για τη γέννηση του Μεσσία Ευαγγελισμός Ευαγγελισμός είναι η ανακοίνωση στην Παναγία της καλής είδησης ότι θα γεννήσει τον Μεσσία, αυτόν που υποσχέθηκε ο Θεός και περίμενε
Ιωάννινα, 07 Σεπτεμβρίου 2016 Aριθμ. Πρωτ. : οικ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΠΕΙΡΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Ταχ. Δ/νση Βορείου Ηπείρου 20 454 45 Ιωάννινα Τηλεφ.
ΚΥΑ 69269/5387/90 DIR 97/11/EK
ιαδικασίες Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης Εργων και ραστηριοτήτων Υ ΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ Επαµεινώνδας Τολέρης ιευθυντής ΕΥΠΕ/ΥΠΕΧΩ Ε Περιεχόµενα Παρουσίασης Ο θεσµός των ΜΠΕ στην Ελλάδα - Ιστορική Αναδροµή Κοινοτική
Ιανουάριος. Κτήριο του Κοινοτικού Συμβουλίου. 1 Βασίλης 6 Θεοφάνης, Φώτης 7 Ιωάννης, Πρόδρομος 11 Θεοδόσης 17 Αντώνης
Τερσεφάνου 2014 ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΕΡΣΕΦΑΝΟΥ, Ιανουάριος Κτήριο του Κοινοτικού Συμβουλίου 1 Βασίλης 6 Θεοφάνης, Φώτης 7 Ιωάννης, Πρόδρομος 11 Θεοδόσης 17 Αντώνης 18 Θανάσης, Κύριλλος 19 Μακάριος 20 Ευθύμιος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ 99. Παρ ότι η δεύτερη ευχή είναι συγκροτημένη με το προοίμιό της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με άλλα προοίμια, ιδιαίτερα με εκείνα που σε περίληψη περιγράφουν το Μυστήριο της Σωτηρίας,
Θ έ λ ω ξ ε κ ι ν ώ ν τ α ς ν α σ α ς μ ε τ α φ έ ρ ω α υ τ ό π ο υ μ ο υ ε ί π ε π ρ ι ν α π ό μ ε ρ ι κ ά χ ρ ό ν ι α ο Μ ι χ ά λ η ς
9. 3. 2 0 1 6 A t h e n a e u m I n t e r C o Ο μ ι λ ί α κ υ ρ ί ο υ Τ ά σ ο υ Τ ζ ή κ α, Π ρ ο έ δ ρ ο υ Δ Σ Σ Ε Π Ε σ τ ο ε π ί σ η μ η δ ε ί π ν ο τ ο υ d i g i t a l e c o n o m y f o r u m 2 0 1
1.2.3 ιαρ θρω τι κές πο λι τι κές...35 1.2.4 Σύ στη μα έ λεγ χου της κοι νής α λιευ τι κής πο λι τι κής...37
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕ Φ Α Λ ΑΙΟ ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ... 21 ΚΕ Φ Α Λ ΑΙΟ 1 o Η ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1.1 Η Α λιεί α ως Οι κο νο μι κή ρα στη ριό τη τα...25 1.2 Η Κοι νο τι κή Α λιευ τι κή Πο λι τι κή...28
ΔΗΜΟΣ ΔΩΔΩΝΗΣ Από το με αριθμό 14/30 Οκτωβρίου Συμβουλίου του Δήμου Δωδώνης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΝΟΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α ΔΗΜΟΣ ΔΩΔΩΝΗΣ Από το με αριθμό 14/30 Οκτωβρίου 2013 ΕΔΡΑ : ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Πρακτικό Συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ------- ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
ΗΜΕΡ/ΝIA: ΣΕΛΙΔΑ 1 Α.Π.: 1733
ΗΜΕΡ/ΝIA: 20.5.2014 ΣΕΛΙΔΑ 1 Α.Π.: 1733 ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΔΑ: ΥΠΗΡΕΣΙΑ: 24Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ 24Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ