ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια) της 12ης Οκτωβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,
|
|
- Σωτήριος Δουρέντης
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΤΠΟΘΕΣΗ C-222/02 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ολομέλεια) της 12ης Οκτωβρίου 2004 * Στην υπόθεση C-222/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία), με απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte, Christel Mörkens κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική. Ι-9460
2 PAUL κ.λιτ. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ολομέλεια), συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, Ρ. Jann, C. W. Α. Timmermans, Α. Rosas, προέδρους τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), J.-P. Puissochet, R. Schintgen, F. Macken, N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: ο P. Paul, η C Sonnen-Lütte και η C. Mörkens, εκπροσωπούμενοι από τον Κ. Hasse, Rechtsanwalt, η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους W.-D. Plessing και Α. Tiemann, η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Braquehais Conesa, Ι
3 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. J. O'Hagan, επικουρούμενο από τον Α. Μ. Collins, BL, η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Μ. Braguglia, επικουρούμενο από την Ρ. Palmieri, avvocatessa dello Stato, η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Ι. Fernandes και L. Máximo dos Santos, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Manji, επικουρούμενο από τον Μ. Hoskins, barrister, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Ζαββό, επικουρούμενο από τον Β. Wägenbaur, Rechtsanwalt, αψού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 2003, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 7, της οδηγίας 94/19/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 135, σ. 5), καθώς και διαφόρων διατάξεων της πρώτης οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, Ι
4 PAUL κ.λπ. της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ ειδ. έκδ., 06/002, σ. 3), της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989, σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 124, σ. 16), καθώς και της δεύτερης οδηγίας 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (ΕΕ L 386, σ. 1). 2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, των Peter Paul, Cornelia Sonnen-Lütte και Christel Mörkens (στο εξής: Paul κ.λπ.) και, αφετέρου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την οποία οι πρώτοι ζητούν αποζημίωση λόγω καθυστερημένης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 94/19 και λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας σε τράπεζα εκ μέρους της Bundesaufsichtsamt für das Kreditwesen (ομοσπονδιακή υπηρεσία εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων, στο εξής: Bundesaufsichtsamt). Το νομικό πλαίσιο Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση 3 Σύμφωνα με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19: «[...] η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να προβλέπει ευθύνη των κρατών μελών ή των αρμόδιων αρχών τους έναντι των καταθετών, εφόσον έχουν μεριμνήσει για τη θέσπιση ή την επίσημη αναγνώριση ενός ή περισσοτέρων συστημάτων εγγύησης Ι
5 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΤΠΟΘΕΙΗ C-222/02 των καταθέσεων ή των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία». 4 Το άρθρο 3 της οδηγίας 94/19 ορίζει: «1. Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφος του ένα ή περισσότερα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. [...] [...] 2. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει ως μέλος συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, απευθύνεται κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας, οι οποίες, σε συνεργασία με το σύστημα εγγύησης, λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων, για να εξασφαλίσουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα τηρεί τις υποχρεώσεις του. 3. Εάν, παρά τα μέτρα αυτά, το πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, το σύστημα μπορεί, εφόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τον αποκλεισμό μέλους, και με τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών, να ειδοποιεί εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών τουλάχιστον ότι προτίθεται να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα από τη συμμετοχή του στο σύστημα. Οι καταθέσεις που έγιναν πριν από τη λήξη της προθεσμίας εξακολουθούν να καλύπτονται πλήρως από το σύστημα. Εάν, μετά την πάροδο της προθεσμίας, το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του, το σύστημα εγγύησης μπορεί, πάντα με τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών, να προβεί σε αποκλεισμό του. Ι
6 PAUL κ.λπ. 4. Εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, και με τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας, ένα πιστωτικό ίδρυμα που αποκλείσθηκε από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να συνεχίσει να δέχεται καταθέσεις εάν, πριν από τον αποκλεισμό του, έχει συστήσει εναλλακτική εγγύηση που εξασφαλίζει στους καταθέτες ύφος και πεδίο προστασίας τουλάχιστον ίσο με εκείνο που προσφέρει το επίσημα αναγνωρισμένο σύστημα. 5. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο υπάρχει πρόθεση αποκλεισμού δυνάμει της παραγράφου 3 αδυνατεί να συστήσει εναλλακτική εγγύηση σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται στην παράγραφο 4, οι αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας του την ανακαλούν αμέσως.» 5 Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 94/19: «1. Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων καθορίζουν ότι το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη πρέπει να καλύπτεται μέχρι ποσού ECU σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες. [...] 3. Το παρόν άρθρο δεν παρεμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση διατάξεων, οι οποίες παρέχουν υψηλότερη ή ευρύτερη κάλυψη των καταθέσεων. Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων μπορούν, ιδίως, να καλύπτουν πλήρως ορισμένα είδη καταθέσεων για κοινωνικούς λόγους. [...] Ι
7 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 6. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο έχων δικαίωμα αποζημίωσης καταθέτης να δικαιούται να στραφεί κατά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων». 6 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία μέχρι την 1η Ιουλίου Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά». Η εθνική κανονιστική ρύθμιση 7 Το άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, του Gesetz über das Kreditwesen (νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, στο εξής: KWG), ως είχε κατά την εφαρμογή του στην κύρια δίκη (μετά την τροποποίηση της 9ης Σεπτεμβρίου 1998, BGBl Ι, σ. 2776) ορίζει: «3. Το Bundesaufsichtsamt μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του, να υποχρεώνει το πιστωτικό ίδρυμα και τους διαχειριστές του να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα και κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την εξάλειψη προβλημάτων του πιστωτικού ιδρύματος που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των περιουσιακών στοιχείων που έχουν εμπιστευθεί στο πιστωτικό ίδρυμα οι πελάτες του ή παρακωλύουν τη νομότυπη διεξαγωγή των τραπεζικών εργασιών ή παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. 4. Το Bundesaufsichtsamt ασκεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί με τον παρόντα νόμο και με άλλους νόμους αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.» Ι-9466
8 PAUL κ.λπ. 8 Στη διάταξη αυτή αντιστοιχεί σήμερα το άρθρο 4, παράγραφος 4, του Gesetz über die Bundesanstalt für Finanzdienstleitungsaufsicht (νόμου περί ομοσπονδιακού οργανισμού εποπτείας της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) της 22ας Απριλίου 2002 (BGBl Ι, σ. 1310). 9 Το άρθρο 839, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) ορίζει: «Κάθε δημόσιος υπάλληλος που παραβαίνει εκ δόλου ή εξ αμελείας το υπηρεσιακό του καθήκον έναντι τρίτου υποχρεούται να του αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία.» 10 Το άρθρο 34, πρώτη περίοδος, του Grundgesetz (θεμελιώδους νόμου, στο εξής: GG) ορίζει: «Αν ένα πρόσωπο, κατά την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος που του έχει ανατεθεί, παραβεί το υπηρεσιακό του καθήκον έναντι τρίτου, γεννάται κατ' αρχήν ευθύνη του Δημοσίου ή του οργανισμού στον οποίον υπηρετεί το πρόσωπο αυτό». Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα 11 Οι Paul κ.λπ. ήταν πελάτες της τράπεζας BVH Bank für Vermögensanlagen und Handel AG (στο εξής: τράπεζα BVH). Η τράπεζα είχε λάβει το 1987 από την Bundesaufsichtsamt άδεια λειτουργίας, αλλά δεν μετείχε σε κανένα σύστημα Ι
9 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΤΠΟΘΕΣΗ C-222/02 εγγυήσεως των καταθέσεων. Μεταξύ 1987 και 1992 η εν λόγω τράπεζα επιδίωξε χωρίς αποτέλεσμα να γίνει δεκτή στον μηχανισμό εγγυήσεως καταθέσεων της Bundesverband deutscher Banken ev (ομοσπονδιακής ενώσεως γερμανικών τραπεζών), αλλά εγκατέλειψε τη διαδικασία λόγω μη εκπληρώσεως των απαιτούμενων προϋποθέσεων. 12 Το 1991, 1995 και 1997, η Bundesaufsichtsamt διεξήγαγε ελέγχους στις δραστηριότητες της τράπεζας BVH, λόγω της προβληματικής περιουσιακής καταστάσεως της. Κατόπιν του τρίτου ειδικού ελέγχου, στις 14 Νοεμβρίου 1997, η Bundesaufsichtsamt υπέβαλε αίτηση κηρύξεως της τράπεζας σε πτώχευση και ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας. 13 Οι Paul κ.λπ. άνοιξαν προθεσμιακούς λογαριασμούς καταθέσεων στην τράπεζα BVH στις 7 Ιουνίου 1995, στις 28 Φεβρουαρίου 1994 και στις 17 Ιουνίου 1993 αντιστοίχως. Κατά την πτωχευτική διαδικασία, η οποία άρχισε τον Δεκέμβριο του 1997, δήλωσαν αντιστοίχως απαιτήσεις ύψους ,80 γερμανικών μάρκων (DEM), ,51 DEM και ,20 DEM. 14 Οι Paul κ.λπ. άσκησαν ενώπιον του Landgericht Bonn (Γερμανία) αγωγές αποζημιώσεως κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, λόγω απωλειών στις καταθέσεις τους. Ισχυρίστηκαν ότι οι απώλειες αυτές δεν θα είχαν επέλθει αν οδηγία 94/19 είχε μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 14 αυτής, ήτοι πριν την 1η Ιουλίου Πράγματι, η Bundesaufsichtsamt θα μπορούσε τότε να λάβει μέτρα εποπτείας έναντι της τράπεζας BVH, πριν ακόμη οι ενάγοντες προβούν σε οποιαδήποτε καταβολή σε αυτήν. 15 Ωστόσο, η οδηγία 94/19 μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με τον νόμο περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας ΕΚ περί εγγυήσεως των καταθέσεων και της οδηγίας ΕΚ περί αποζημιώσεως των επενδυτών, της 16ης Ιουλίου 1998 (BGBL 1998 Ι, σ. 1842), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου Ι
10 PAUL κ.λπ. 16 Πρωτοδίκως, ΤΟ Landgericht Bonn έκρινε ότι η εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας 94/19 στο εσωτερικό δίκαιο συνιστά κατ' εξοχήν παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει εντόκως DEM, σε καθέναν από τους ενάγοντες, το αντίστοιχο των ευρώ που ορίζει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/ Όσον αφορά το ύφος της ζημίας που υπερβαίνει το ποσό αυτό, το Landgericht Bonn, καθώς και το Oberlandesgericht Köln (Γερμανία) απέρριψαν τους ισχυρισμούς των Paul κ.λπ. Κατά τα δύο αυτά δικαστήρια, η επίκληση διοικητικής ευθύνης δυνάμει του άρθρου 839 BGB, σε συνδυασμό με το άρθρο 34 GG, προϋποθέτει παράβαση «υπηρεσιακού καθήκοντος έναντι τρίτου», δηλαδή καθήκοντος το οποίο υφίσταται οπωσδήποτε και έναντι του ζημιωθέντος. Έκριναν ότι δεν συντρέχει κάτι τέτοιο για την Bundesaufsichtsamt, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, KWG. 18 Οι Paul κ.λπ. άσκησαν αναίρεση (Revision) ενώπιον του Bundesgerichtshof και ζήτησαν να υποχρεωθεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να καταβάλει αποζημίωση λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου. 19 Το Bundesgerichtshof παρατηρεί, αφενός, ότι οι Paul κ.λπ. δεν προσδιόρισαν επακριβώς ποια είναι τα απαραίτητα μέτρα εποπτείας που η Bundesaufsichtsamt δεν έθεσε σε εφαρμογή. Αφετέρου, υπογραμμίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αμφισβήτησε ρητώς την αιτίαση περί πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους της Bundesaufsichtsamt, αρνήθηκε όμως τη σχετική ευθύνη, διότι η υπηρεσία αυτή ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του Ι
11 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΙΗ C-222/02 δημοσίου συμφέροντος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesgerichtshof φρονεί ότι, κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να λάβει ως δεδομένο ότι η Bundesaufsichtsamt δεν εφάρμοσε τα επιβαλλόμενα μέτρα εποπτείας ή ότι έπραξε τούτο με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα οι Paul κ.λπ. να υποστούν ζημία η οποία υπερβαίνει το ποσό που τους επιδικάστηκε πρωτοδίκως. 20 Το Bundesgerichtshof θεωρεί ότι κρίσιμο ζήτημα για τη νομική εκτίμηση στο πλαίσιο της ενώπιον του διαδικασίας αποτελεί το αν είναι νόμιμος ο περιορισμός, δυνάμει διατάξεως όπως το άρθρο 6, παράγραφος 4, KWG, της διοικητικής ευθύνης της Bundesaufsichtsamt αποκλειστικά σε αυτή που απορρέει από τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος οπότε τα δικαστήρια των προηγούμενων βαθμών ορθώς δεν δέχθηκαν ευθύνη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας βάσει των άρθρων 839 BGB και 34 GG ή αν η διάταξη αυτή δεν πρέπει να εφαρμοστεί λόγω υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. 21 Το Bundesgerichtshof εξηγεί ότι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι καταθέτες δύνανται, δυνάμει της οδηγίας 94/19 ή των άλλων οδηγιών περί πιστωτικών ιδρυμάτων, να αξιώσουν, προς το συμφέρον τους, από τις αρμόδιες αρχές τη θέσπιση μέτρων εποπτείας, το άρθρο 6, παράγραφος 4, KWG είναι αντίθετο στο κοινοτικό δίκαιο. 22 Όσον αφορά τις διάφορες οδηγίες συντονισμού στον τραπεζικό τομέα τις οποίες μνημονεύει, το Bundesgerichtshof επισημαίνει ότι οι Paul κ.λπ. υποστηρίζουν, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι από το σύνολο των εν λόγω οδηγιών συνάγεται ότι τα μέτρα εποπτείας αποσκοπούν στην προστασία των καταθετών. Αν αυτές οι εφαρμοστέες από πλευράς νομοθεσίας περί τραπεζικής εποπτείας οδηγίες δεν περιέχουν καμία ρητή ένδειξη περί προστασίας των καταθετών, το σύστημα συνολικής ρυθμίσεως της εποπτείας των τραπεζών στερείται, όπως υποστηρίζουν οι Paul κ.λπ., κάθε πρακτικής σημασίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, KWG, η Bundesaufsichtsamt ασκεί τα καθήκοντά της προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά του δημοσίου συμφέροντος. Ι
12 PAUL κ.λπ. 23 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: «1) α) Παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 3 και 7 της οδηγίας 94/19 [...] στον καταθέτη, εκτός από το δικαίωμα να αποζημιώνεται, σε περίπτωση που οι καταθέσεις του δεν είναι πλέον διαθέσιμες, κατ' εφαρμογή ενός συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων μέχρι το ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, το δικαίωμα επιπλέον να αξιώνει από τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5, μέτρα, εν ανάγκη μάλιστα να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος; β) Εφόσον στον καταθέτη απονέμεται τέτοιο δικαίωμα, περιλαμβάνει το δικαίωμα αυτό τη δυνατότητα προβολής απαιτήσεως αποζημιώσεως λόγω πταίσματος των αρμόδιων αρχών η οποία να υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [94/19]; 2) α) Παρέχουν οι κατωτέρω απαριθμούμενες διατάξεις των οδηγιών περί εναρμονίσεως των κανόνων σχετικά με την εποπτεία των τραπεζών είτε κατ' ιδίαν είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους και, αν ναι, από ποιο χρονικό σημείο στον αποταμιευτή και επενδυτή δικαιώματα που συνεπάγονται ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να λαμβάνουν προς το συμφέρον των αποταμιευτών και επενδυτών αυτών τα μέτρα εποπτείας για τα οποία έχουν εξουσιοδοτηθεί με τις εν λόγω οδηγίες και ότι ευθύνονται συναφώς σε περίπτωση πταίσματος τους, ή περιέχει η οδηγία [94/19] ειδική και πλήρη ρύθμιση για όλες τις περιπτώσεις μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων; πρώτη οδηγία 77/780 [...], άρθρο 6, παράγραφος 1, και αιτιολογικές σκέψεις 4 και 12 Ι
13 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 δεύτερη οδηγία 89/646 [...], άρθρα 3, 4 έως 7 και 10 έως 17, και αιτιολογική σκέψη 11 οδηγία 89/299 [...], άρθρο 7, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 έως 6 οδηγία 95/26/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, [για την τροποποίηση των οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας] (ΕΕ L 168, σ. 7), αιτιολογική σκέψη 15. β) Αποτελούν ερμηνευτικό βοήθημα για την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα ανεξάρτητα από το αν περιέχουν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση διατάξεις οι οδηγίες: 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 1992, σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση (ΕΕ L 110, σ. 52), αιτιολογική σκέψη 11 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 141, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 8 Ι /22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141, σ. 27), αιτιολογικές σκέψεις 2, 5, 29, 32, 41 και 42;
14 PAUL κ.λπ. 3) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί ότι οι ανωτέρω παρατεθείσες οδηγίες ή ορισμένες από αυτές παρέχουν στους αποταμιευτές ή επενδυτές το δικαίωμα να απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν προς το συμφέρον τους μέτρα εποπτείας, υποβάλλονται επιπλέον τα εξής ερωτήματα: α) Παράγει το δικαίωμα του αποταμιευτή ή επενδυτή να αξιώνει τη λήψη μέτρων εποπτείας προς το συμφέρον του άμεσα αποτελέσματα στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του κράτους μέλους, με συνέπεια να πρέπει να μην εφαρμοστούν οι εθνικές διατάξεις στις οποίες προσκρούει το δικαίωμα αυτό, ή β) ευθύνεται το κράτος μέλος, το οποίο δεν έχει σεβαστεί το δικαίωμα αυτό των αποταμιευτών ή επενδυτών κατά τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιό του, μόνο σύμφωνα με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου; γ) Αποτελεί, στην τελευταία περίπτωση, η εκ μέρους του κράτους μέλους μη παροχή του δικαιώματος σχετικά με τη λήψη των μέτρων εποπτείας κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου;» Ι
15 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 24 Παρά τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν, με ορισμένες από τις υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, ως προς το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τη λεπτομερή αιτιολογία που παρέθεσε στις σκέψεις 19 έως 22 της παρούσας αποφάσεως, το Bundesgerichtshof εξήγησε για ποιον λόγο η ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων στους οποίους αναφέρεται είναι απαραίτητη για να εκδώσει την απόφαση του στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Περαιτέρω, εξέθεσε επαρκώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό, παρέχοντας τη δυνατότητα αφενός στο Δικαστήριο να του απαντήσει λυσιτελώς και αφετέρου στους διαδίκους της κύριας δίκης, στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή να υποβάλουν παρατηρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Επί του πρώτου ερωτήματος 25 Με το πρώτο ερώτημα του, το Bundesgerichtshof ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία 94/19, καθόσον επιβάλλει, με το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5, τη λήψη μέτρων εποπτείας και την υποχρέωση αφαιρέσεως της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, απαγορεύει εθνικό κανόνα δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. 26 Επιβάλλεται συναφώς να υπομνηστεί ότι σκοπός της οδηγίας 94/19, ανεξαρτήτως του πού βρίσκονται οι καταθέσεις στο εσωτερικό της Κοινότητας, είναι η θέσπιση συστήματος προστασίας των καταθετών σε περίπτωση που καταστούν μη διαθέσιμες οι καταθέσεις τους σε πιστωτικό ίδρυμα που μετέχει σε σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων. Ι
16 PAUL κ.λπ. 27 Το δικαίωμα αποζημιώσεως των καταθετών σε τέτοια περίπτωση διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 6, της οδηγίας αυτής. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει το μέγιστο ποσό αποζημιώσεως που μπορεί να αξιώσει ο καταθέτης, ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δύνανται, με διάταξη του εθνικού δικαίου, να παράσχουν στους καταθέτες αυξημένη και πληρέστερη προστασία των καταθέσεων. Το άρθρο 7, παράγραφος 6, της οδηγίας 94/19 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες, για να ασκήσουν το δικαίωμα τους αποζημιώσεως, όπως αυτό ορίζεται ιδίως στις παραγράφους 1 και 3, μπορούν να στραφούν δικαστικώς κατά του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων. 28 Κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5, της ίδιας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές που έχουν εκδώσει την άδεια λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων οφείλουν, αφενός, να μεριμνούν, σε συνεργασία με το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, ώστε τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως μέλη του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, και, αφετέρου, να ανακαλούν, ενδεχομένως, την άδεια λειτουργίας του οικείου πιστωτικού ιδρύματος, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου Σκοπός του άρθρου 3, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 94/19 είναι να διασφαλιστεί στους καταθέτες ότι το πιστωτικό ίδρυμα όπου έχουν την κατάθεση τους ανήκει σε σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, ώστε να διαφυλαχθεί το δικαίωμα αποζημιώσεως τους σε περίπτωση που η κατάθεση τους καταστεί μη διαθέσιμη, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στην οδηγία αυτή κανόνες και, ιδίως, στο άρθρο 7. Επομένως, οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν μόνο στη θέσπιση και την καλή λειτουργία ενός συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, όπως αυτό προβλέπεται στην οδηγία 94/ Όπως επισημαίνεται με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο οι κυβερνήσεις και η Επιτροπή, υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον προβλέπεται αποζημίωση των καταθετών σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες, κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 94/19, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής δεν παρέχει στους καταθέτες δικαίωμα να αξιώσουν από τις αρμόδιες αρχές να θεσπίσουν μέτρα εποπτείας προς το συμφέρον των καταθετών. Ι
17 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 31 Η ερμηνεία αυτή της οδηγίας 94/19 συνάδει με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη αυτής, κατά την οποία, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη αποζημιώσεως ή προστασίας των καταθετών υπό τις συνθήκες που ορίζει η οδηγία, αποκλείεται ευθύνη των κρατών μελών ή των αρμοδίων αρχών έναντι των καταθετών. 32 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εφόσον διασφαλίζεται το προβλεπόμενο από την οδηγία 94/19 δικαίωμα αποζημιώσεως, δεν μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5, αυτής απαγορεύει εθνικό κανόνα δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντα της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. Επί του δεύτερου ερωτήματος 33 Με το δεύτερο ερώτημα, το Bundesgerichtshof ερωτά κατ' ουσίαν αν οι οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646, καθόσον περιέχουν κανόνες περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, απαγορεύουν εθνικό κανόνα δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντα της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να μην παρέχει στους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. 34 Επιβάλλεται, συναφώς, η παρατήρηση ότι οι διατάξεις των οδηγιών 77/780, 89/299 και 89/646 ενσωματώθηκαν στην οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126, σ. 1), μετά την κωδικοποίηση στην οποία προέβη ο κοινοτικός νομοθέτης, λόγω των πολλών ουσιαστικών τροποποιήσεων που αυτές είχαν υποστεί. Ι
18 PAUL κ.λπ. 35 Οι τρεις αυτές οδηγίες εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (το οποίο, μετά την τροποποίηση, κατέστη άρθρο 47, παράγραφος 2, ΕΚ), κατά το οποίο το Συμβούλιο εκδίδει οδηγίες για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων. 36 Από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/646, όπως αυτή επαναλαμβάνεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/12, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αποτελεί το κύριο μέσο εγκαθιδρύσεως της εσωτερικής αγοράς, τόσον όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων. 37 Από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/646, όπως αυτή επαναλαμβάνεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/12, προκύπτει ότι η μεθόδευση που επέλεξε ο κοινοτικός νομοθέτης συνίσταται στην πραγματοποίηση της ουσιαστικής, αναγκαίας και επαρκούς εναρμονίσεως για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου, ώστε να καταστεί δυνατή η εφ' άπαξ χορήγηση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε όλη την Κοινότητα και η εφαρμογή της αρχής του ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής. 38 Σε ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις των οδηγιών, οι οποίες μνημονεύονται στο δεύτερο ερώτημα, υπό τα στοιχεία α' και β', διακηρύσσεται κατά γενικό τρόπο ότι σκοπός της εναρμονίσεως είναι μεταξύ άλλων η προστασία των καταθετών. 39 Εξάλλου, οι οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646 επιβάλλουν στις εθνικές αρχές ορισμένες υποχρεώσεις εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ι
19 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 40 Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι Paul κ.λπ., από τις υποχρεώσεις αυτές και από το ότι σκοπός των ως άνω οδηγιών είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία των καταθετών, δεν συνάγεται οπωσδήποτε ότι οι οδηγίες αυτές αποσκοπούν στη δημιουργία δικαιωμάτων υπέρ των καταθετών σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών. 41 Κατ' αρχάς, επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι οι οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646 δεν περιέχουν κανένα ρητό κανόνα που να χορηγεί τέτοια δικαιώματα στους καταθέτες. 42 Περαιτέρω, η εναρμόνιση που προβλέπουν οι οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646, θεμέλιο των οποίων είναι το άρθρο 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης, περιορίζεται σε ό,τι είναι ουσιώδες, απαραίτητο και επαρκές για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου, ώστε να καταστεί δυνατή η εφ' άπαξ χορήγηση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε όλη την Κοινότητα και η εφαρμογή της αρχής του ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής. 43 Ωστόσο, η εναρμόνιση των εθνικών κανόνων περί ευθύνης των εθνικών αρχών έναντι των καταθετών σε περίπτωση πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας δεν θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη. 44 Εξάλλου, όπως και το γερμανικό δίκαιο, το δίκαιο ορισμένων κρατών μελών δεν αναγνωρίζει ευθύνη, έναντι των ιδιωτών, των εθνικών αρχών εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε περίπτωση πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας. Υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση στηρίζεται σε εκτιμήσεις σχετικές με την πολυπλοκότητα της τραπεζικής εποπτείας, στο πλαίσιο της οποίας οι αρχές υποχρεούνται να προστατεύουν πληθώρα συμφερόντων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται ιδίως η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ι
20 PAUL κ.λπ. 45 Τέλος, ο κοινοτικός νομοθέτης όρισε, με την οδηγία 94/19, το ελάχιστο επίπεδο προστασίας των καταθετών, το οποίο είναι εγγυημένο και στην περίπτωση που οι καταθέσεις καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμοδίων αρχών. 46 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμαναν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να δοθεί στις οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646 η ερμηνεία ότι παρέχουν στους καταθέτες δικαιώματα σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών. 47 Κατόπιν των σκέψεων που προηγήθηκαν, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 77/780, 89/299 και 89/646 δεν απαγορεύουν εθνικό κανόνα δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. Επί του τρίτου ερωτήματος 48 Το τρίτο ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται υπό την αίρεση ότι θα δοθεί θετική, ή εν μέρει θετική, απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, αφορά ενδεχόμενη ευθύνη του κράτους, κατ' εφαρμογή των αρχών του κοινοτικού δικαίου, λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών. Ι
21 ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-222/02 49 Από τη νομολογία προκύπτει ότι ευθύνη του κράτους λόγω παραβάσεως κανόνα του κοινοτικού δικαίου υφίσταται ιδίως όταν σκοπός του κανόνα που παραβιάστηκε είναι η απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 51 αποφάσεις της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178/94, C-179/94 και C-188/94 έως C-190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4845, σκέψη 21, και της 4ης Δεκεμβρίου 2003, C-63/01, Evans, Συλλογή 2003, σ. Ι-14447, σκέψη 83). 50 Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα δύο πρώτα ερωτήματα προκύπτει ότι οι οδηγίες 94/19, 77/80, 89/299 και 89/646 δεν απονέμουν δικαιώματα στους καταθέτες σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών, εφόσον διασφαλίζεται η προβλεπόμενη στην οδηγία 94/19 αποζημίωση των καταθετών. 51 Υπό τις συνθήκες αυτές και για τους ίδιους λόγους για τους οποίους δόθηκαν οι εν λόγω απαντήσεις, οι προπαρατεθείσες οδηγίες δεν θεωρείται ότι απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα απορρέοντα από την ευθύνη του κράτους λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, σε περίπτωση που οι καταθέσεις τους καταστούν μη διαθέσιμες λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών. Επί των δικαστικών εξόδων 52 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει έναντι των διαδίκων στο πλαίσιο της κύριας δίκης χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι λοιποί, πλην των προαναφερθέντων, διάδικοι, για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Ι
22 PAUL κ.λπ. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ολομέλεια) αποφασίζει: 1) Εφόσον διασφαλίζεται η αποζημίωση των καταθετών, σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, δεν μπορεί να δοθεί στις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής η ερμηνεία ότι απαγορεύει εθνικό κανόνα, δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. 2) Η πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, η οδηγία 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989, σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η δεύτερη οδηγία 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780, δεν απαγορεύουν εθνικό κανόνα, δυνάμει του οποίου η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της εποπτείας εκ μέρους της αρχής αυτής. (υπογραφές) Ι
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 6ης Ιουνίου 2002 (1) «Διάρκεια προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας - Εφαρμογή σε δικαίωμα δημιουργού
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 * Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-541/99 και C-542/99, που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Giudice di pace di Viadana (Ιταλία) προς το
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 * Στην υπόθεση C-85/03, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 11. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/89 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 * Στην υπόθεση C-106/89, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción
Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 1ης Ιουνίου 2006 (*) «Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα Οδηγία 93/83/ΕΟΚ Άρθρο 9, παράγραφος 2 Έκταση των εξουσιών μιας εταιρείας συλλογικής διαχειρίσεως
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Μαρτίου 2002 (1) «Παράβαση κράτους μέλους - Μη προσχώρηση εμπροθέσμως στη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Πράξη των Παρισίων
Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 1973 * Στην υπόθεση 120/73, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Φραγκφούρτης επί του Μάιν προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 25. 5. 1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-193/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 * Στην υπόθεση C-193/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *
CLUB-TOUR ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 * Στην υπόθεση C-400/00, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal Judicial da Comarca do Porto (Πορτογαλία) προς το Δικαστήριο,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 12. 11. 1992 ΥΠΟΘΕΣΗ C-123/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 * Στην υπόθεση C-123/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία
«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 28ης Απριλίου 2005 (*) «Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα» Στην υπόθεση C-104/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 14. 4. 1994 ΥΠΟΘΕΣΗ C-389/92 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 * Στην υπόθεση C-389/92, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State von België προς το Δικαστήριο,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 * Στην υπόθεση C-231/94, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 30. 3. 1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-168/91 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 * Στην υπόθεση C-168/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Amtsgericht Tübingen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *
HANSA FLEISCH ERNST MUNDT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 * Στην υπόθεση C-156/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Schleswig-Holsteinisches Verwaltungsgericht (Ομοσπονδιακή
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *
NUSSBAUMER ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 * Στην υπόθεση C-224/09, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunale
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 * Στην υπόθεση C-442/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το
Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
17.12.2016 L 344/83 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/2295 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 16ης Δεκεμβρίου 2016 για την τροποποίηση των αποφάσεων 2000/518/ΕΚ, 2002/2/ΕΚ, 2003/490/ΕΚ, 2003/821/ΕΚ, 2004/411/ΕΚ,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *
UNITRON SCANDINAVIA και 3-S ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 * Στην υπόθεση C-275/98, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Klagenævnet for Udbud (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ'
προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ * της 7ης Ιουλίου 1976 Στην υπόθεση, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του PRETORE του Μιλάνου προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 21.7.2005 ΥΠΟΘΕΣΗ C-231/03 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 * Στην υπόθεση C-231/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του
Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
28.8.2019 L 224/1 II (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/1376 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 23ης Ιουλίου 2019 σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν τη
Συλλογή της Νομολογίας
Συλλογή της Νομολογίας ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 31ης Μαΐου 2018 * «Προδικαστική παραπομπή Αεροπορικές μεταφορές Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 Άρθρο 3, παράγραφος 1 Πεδίο εφαρμογής Έννοια της
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *
ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 * Στην υπόθεση 45/86, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Peter Gilsdorf, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο
τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3,
Οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 228
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *
SKATTEMINISTERIET/ HENRIKSEN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 * Στην υπόθεση 173/88, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του δανικού Højesteret προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή
Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ --------------------- Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. 2. Ερμηνεία. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 2001 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 4. 10. 2001 ΥΠΟΘΕΣΗ C-517/99 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 2001 * Στην υπόθεση C-517/99, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundespatentgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ'
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*) «Οδηγία 92/51/ΕΟΚ Αναγνώριση διπλωμάτων Σπουδές σε εργαστήριο ελευθέρων σπουδών που δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα από το κράτος
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 204-209 ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝ P8_TA(206)0260 Επικύρωση και προσχώρηση στο πρωτόκολλο του 200 της σύμβασης επικινδύνων και επιβλαβών ουσιών με εξαίρεση τις πτυχές δικαστικής συνεργασίας
THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Απριλίου 1977* Στην υπόθεση 71/76, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'appel de Paris προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 *
SINTESI ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 * Στην υπόθεση C-247/02, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Tribunale
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 12. 2. 1987 - ΥΠΟΘΕΣΗ 221/85 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 * Στην υπόθεση 221/85, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jacques Delmoly, μέλος της νομικής
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *
ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΙΤΑΛΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 * Στην υπόθεση 118/85, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sergio Fabro, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 * Στην υπόθεση C-333/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του γαλλικού Conseil d'état προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 * Στην υπόθεση C-518/99, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d'appel de Bruxelles (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, βάσει του Πρωτοκόλλου της 3ης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 (1)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 (1) Οδηγία 93/37/ΕΟΚ Συμβάσεις κατασκευής δημοσίων έργων Σύναψη συμβάσεων Δικαίωμα της αναθέτουσας αρχής να επιλέξει μεταξύ του κριτηρίου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 13. 12. 1989 ΥΠΟΘΕΣΗ C-322/88 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 * Στην υπόθεση C-322/88, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal du travail των Βρυξελλών
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 23.10.2003 ΥΠΟΘΕΣΗ C-408/01 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 * Στην υπόθεση C-408/01, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) προς
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2008 (OR. fr) 10010/08 225 COUR 25 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Θέμα: Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου 10010/08 DE/ap ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 30.01.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 835/2002, του Χρήστου Πετράκου, ελληνικής ιθαγένειας, η οποία συνοδεύεται από 1 ακόμη υπογραφή, σχετικά
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *
ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 * Στην υπόθεση C-340/89, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 *
LEITNER ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 * Στην υπόθεση C-168/00, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landesgericht Linz (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 3ης Οκτωβρίου 2006 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 3.10.2006 ΥΠΟΘΕΣΗ C-452/04 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 3ης Οκτωβρίου 2006 * Στην υπόθεση C-452/04, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *
HUMBLOT / DIRECTEUR DES SERVICES FISCAUX ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 * Στην υπόθεση 112/84, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance του Belfort, κατ' εφαρμογή του άρθρου
ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
L 306/32 ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) 2016/1993 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 4ης Νοεμβρίου 2016 για τον καθορισμό των αρχών που πρέπει να διέπουν τον συντονισμό της αξιολόγησης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *
METALSA ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 * Στην υπόθεση C-312/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του giudice per le indagini preliminari του Tribunale di Milano προς το Δικαστήριο,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Μαρτίου 2003 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 11.3.2003 ΥΠΟΘΕΣΗ C-186/01 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Μαρτίου 2003 * Στην υπόθεση C-186/01, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Stuttgart (Γερμανία) προς το Δικαστήριο,
ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 13.7.2018 C(2018) 4427 final ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 13.7.2018 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 2009 Ενιαίο νομοθετικό κείμενο 17.12.2008 EP-PE_TC2-COD(2004)0209 ***II ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 17 Δεκεμβρίου 2008 εν όψει της
Superior Fruiticola SA
ΑΠΟΦΑΣΗ της 17. 9. 2002 ΥΠΟΘΕΣΗ C-253/00 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 * Στην υπόθεση C-253/00, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division)
'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική
Ν. 2522/8-9-97 (ΦΕΚ-178 Α') : Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665 ΕΟΚ 'Αρθρο 1 : Πεδίο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 * Στην υπόθεση C-5/97, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State van België προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *
BJÖRNEKULLA FRUKTINDUSTRIER ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 * Στην υπόθεση C-371/02, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Svea hovrätt (Σουηδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 17.12.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0930/2005, του Marc Stahl, γερμανικής ιθαγένειας, σχετικά με την αναγνώριση ολλανδικών διπλωμάτων φυσικοθεραπείας
Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα
Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα Εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας κατά των Διακρίσεων Σεμινάριο για Δικαστές και Εισαγγελείς Θεσσαλονίκη, 09 Νοεμβρίου
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 20.02.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0951/2004, του Jan Dolezal, πολωνικής ιθαγένειας, εξ ονόματος της «Wielkopolskie Zrzeszenie Handlu i Usług
ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Αριθ. L 329/34 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων 30. 12. 93 ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 6ης Δεκεμβρίου 1993 για τις λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ,
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ Βρυξέλλες, 8 Φεβρουαρίου 2018 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ
(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
7.11.2014 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 324/1 II (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1187/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 2ας Οκτωβρίου 2014 για τη συμπλήρωση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *
TOLSMA ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 * Στην υπόθεση C-16/93, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Gerechtshof te Leeuwarden (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *
ΑΠΟΦΑΣΗ της 9. 10. 1997 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/95 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 * Στην υπόθεση C-152/95, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal administratif d'amiens (Γαλλία)
BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Ιουνίου 1978 * Στην υπόθεση 150/77, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation της Γαλλίας (πρώτο πολιτικό τμήμα) προς το
Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,
κατ' HAEGEMAN ΚΑΤΑ ΒΕΛΓΙΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ * της 30ής Απριλίου 1974 Στην υπόθεση 181/73, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de première instance των Βρυξελλών προς το Δικαστήριο, εφαρμογή
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 *
WALDERDORFF ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 * Στην υπόθεση C-451/06, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Unabhängiger
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Απριλίου 2008,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Ιανουαρίου 2009 (*) «Συγγενικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας Δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων Δικαίωμα αναπαραγωγής Δικαίωμα διανομής
Η άποψη του Δικαστηρίου
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 228 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ Η άποψη του Δικαστηρίου Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως 1 Η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2014-2019 ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝ P8_TA(2016)0253 Σύσταση, καθορισμός αρμοδιοτήτων, αριθμητική σύνθεση και διάρκεια θητείας εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 18.7.2016 COM(2016) 460 final 2016/0218 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)
Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173) Ψηφίστηκε προ ολίγων ημερών από τη Βουλή ο νέος νόμος 3886/2010 σε σχέση με την
31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important
Avis juridique important 31987L0344 Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2005 *
KRANEMANN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2005 * Στην υπόθεση C-109/04, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, την οποία υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *
BUSSENI ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 * Στην υπόθεση C-221/88, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του πτωχευτικού τμήματος του Tribunale της Brescia προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του
Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ
3.2.2015 L 27/1 II (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/159 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Ιανουαρίου 2015 που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από
την την PLAUMANN ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΟΚ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 15ης Ιουλίου 1963* Στην υπόθεση 25/62, Plaumann & Co., Αμβούργο, εκπροσωπούμενη από την Harald Ditges, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 1.9.2009 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Αναφορά 0586/2005, του Ιωάννη Βουτινόπουλου, ελληνικής ιθαγένειας, σχετικά με εικαζόμενες παράνομες χρηματιστηριακές συναλλαγές
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *
FRANCO VICH ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 * Στην υπόθεση C-479/93, που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Pretura circondariale di Vicenza (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου
GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1973 * Στην υπόθεση 131/73, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale του Τρέντο προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177
της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 8ης Ιουνίου 1971* Στην υπόθεση 78/70, η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hanseatisches Oberlandesgericht του Αμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή
ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2003 *
ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2003 * Στην υπόθεση C-185/01, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesfinanzhof (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2003 (1) «Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 92/100/ΕΟΚ - Δικαιώματα του δημιουργού - Αμοιβή των δημιουργών σε περίπτωση δημόσιου δανεισμού των λογοτεχνικών
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2014-2019 Επιτροπή Αναφορών 27.5.2014 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0194/2003, του D. G., γερμανικής ιθαγένειας, σχετικά με την έλλειψη ομοιομορφίας όσον αφορά την εκπαίδευση
Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002
ΠολΠρωτΑθ 528/2002 Προστασία καταναλωτή. Προστασία προσωπικών δεδομένων. Τράπεζες. Συλλογική αγωγή. Ενώσεις καταναλωτών. Νομιμοποίηση. (..) Ι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των αρ. 4 παρ. 2, 6, 12 παρ.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
26.2.2011 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 62/1 Ι (Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις) ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ EΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 28ης Ιανουαρίου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 * Στην υπόθεση C-336/03, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *
BARRA /ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 * Στην υπόθεση 309/85, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του προέδρου του Tribunal de première instance της Λιέγης, δικάζοντος κατά
AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Μαρτίου 1978 * Στην υπόθεση 106/77, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Pretore di Susa (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης
δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,
κατ' DUYN ΚΑΤΑ HOME OFFICE ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ * της 4ης Δεκεμβρίου 1974 Στην υπόθεση 41/74, που έχει ως αντικείμενο αίτηση προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, από την Chancery
Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ΠΗΓΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, LL.M., Υπ. Δ.Ν. Η ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΕ Η έννομη προστασία
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ο διαγωνισμός της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης προϋποθέτει, ως γνωστόν, συνδυασμό συνδυαστικής γνώσης της εξεταστέας ύλης και θεμάτων πολιτικής και οικονομικής επικαιρότητας. Tα Πανεπιστημιακά Φροντιστήρια
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 *
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 * Στην υπόθεση C-306/97, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court (Ιρλανδία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *
PRETORE DI SALÒ / X ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 * Στην υπόθεση 14/86, που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Pretura του Salò προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 28ης Οκτωβρίου 1999 *
ALCATEL AUSTRIA κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 28ης Οκτωβρίου 1999 * Στην υπόθεση C-81/98, που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Bundesvergabeamt (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *
ÉGLISE DE SCIENTOLOGIE ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 * Στην υπόθεση C-54/99, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d'état (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*
VΕRΕIN FÜR K0NSUMΕNTEN1NIORMATI0N ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998* Στην υπόθεση C-364/96, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bezirksgericht für Handelssachen Wien προς το Δικαστήριο,
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 1.8.2018 COM(2018) 567 final 2018/0298 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 391/2009 όσον
Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 10.1.2012 COM(2011) 938 τελικό 2011/0465 (COD)C7-0010/12 Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για ορισμένες διαδικασίες εφαρμογής της Συμφωνίας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: Ανακοινώνεται ότι για τις πληροφορίες στον ηλεκτρονικό αυτό χώρο ισχύει παραίτηση από ευθύνη και δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *
P. κατά S. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 * Στην υπόθεση C-13/94, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Industrial Tribunal, Truro (Ηνωμένο Βασίλειο), προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1985 ΜΕΧΡΙ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2012
ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1985 ΜΕΧΡΙ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2012 Συνοπτικός τίτλος. 22 του 1985 68 του 1987 190 του 1989 8 του 1992 22(Ι) του 1992 140(Ι) του 1999 140(Ι) του