ΧΡΟΝΟΣ, ΑΠΟΨΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αμαλία Μόζερ & Ελένη Παναρέτου Πανεπιστήμιο Αθηνών amoser@phil.uoa.gr, epanar@phil.uoa.gr Abstract It is a well-established fact that genre affects text structure and vocabulary. In this paper we test the possibility that it affects grammatical categories as well. Specifically, we claim that the text of laws displays uses of tense, aspect and modality which diverge widely from everyday use. Our analysis is based on a comparison of their use in laws and 'real' conditionals. It shows that items which would be ambiguous in normal speech admit a single interpretation in law texts; all tenses are interpreted as futures, all aspects as habituals and all modal forms as deontics. Laws also display uses ungrammatical in normal speech, even in the same type of speech act. We consider these findings a very strong indication that at least certain genres can have such a powerful impact on language use as to allow speakers to bend the rules of grammar. 1. Εισαγωγή Η αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια μελέτη των κειμενικών ειδών έχει δείξει ότι το κειμενικό είδος συνδέεται όχι μόνο με τη διαφορετική δομή και οργάνωση κειμένων με διαφορετικούς επικοινωνιακούς στόχους, αλλά και με τη διαφορετική λειτουργία των γραμματικών φαινομένων που εμφανίζονται σε αυτά. Το κειμενικό είδος ορίζεται, σύμφωνα με τους Swales (1990) και Bhatia (2004), ως μία κατηγορία κειμένων τα οποία παρουσιάζουν κατά κανόνα τυποποιημένη, σταθερή και αναγνωρίσιμη κειμενική δομή, η οποία σε συνδυασμό με τις γλωσσικές επιλογές εξυπηρετεί τους επικοινωνιακούς στόχους της κοινότητας λόγου που τα χρησιμοποιεί. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να ερευνηθεί αν η παράμετρος του κειμενικού είδους επηρεάζει τις ίδιες τις γραμματικές κατηγορίες μεταβάλλοντας τη χρήση ή ακόμα και τη σημασία τους. Επιλέξαμε το νομικό κείμενο επειδή είναι προφανής η ιδιαιτερότητά του και μάλιστα σε βαθμό ώστε να γίνεται ευρύτατα λόγος για «νομική γλώσσα». Η κειμενική μελέτη των νόμων (Παναρέτου 2005) έδειξε ότι η χρήση των γραμματικών κατηγοριών του χρόνου, της άποψης και της τροπικότητας συμβάλλει αποφασιστικά στην αναγνωρισιμότητα του κειμενικού είδους. Εδώ ερευνούμε πιο συστηματικά τη χρήση τους και δείχνουμε ότι η παράμετρος του κειμενικού είδους είναι τόσο ισχυρή, ώστε να οδηγεί σε αποκλίσεις από την κοινή χρήση. 1013
2. Το κειμενικό είδος των νόμων Ο επικοινωνιακός στόχος των νόμων είναι η ρύθμιση εκ μέρους της Πολιτείας της συμπεριφοράς των πολιτών. Από τον στόχο αυτό απορρέουν δύο ιδιότητες συναφείς με το αντικείμενο της έρευνάς μας: η επιτακτικότητα, δηλαδή ο υποχρεωτικός τους χαρακτήρας και η γενικότητα, δηλαδή το γεγονός ότι δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του πραγματικού τους. 1 Σύμφωνα με τους θεωρητικούς του δικαίου, οι νόμοι περιέχουν κανόνες δικαίου, οι οποίοι «από πλευράς μορφής είναι διατυπωμένοι ως υποθετικοί κανόνες, δηλαδή είναι σύνθετες προτάσεις αποτελούμενες από δύο μέρη: το πραγματικό και την έννομη συνέπεια, τα οποία τελούν μεταξύ τους σε σχέση υποθέσεως προς απόδοση» (Γεωργιάδης 1997 2 : 38-39). Αποτελούν επομένως επί της ουσίας υποθετικούς λόγους, ακόμη και όταν η υπόθεση δεν εμφανίζεται με τη γραμματικά τυπική μορφή της. Πραγματικό είναι «το σύνολο των προϋποθέσεων που θέτει ο κανόνας δικαίου ώστε να ενεργοποιηθεί, δηλαδή να εφαρμοστεί» και έννομη συνέπεια «τα νομικά αποτελέσματα που συνεπάγεται η πλήρωση των προϋποθέσεων του πραγματικού» (Γεωργιάδης ό.π.). Πραγματικό και έννομη συνέπεια από κοινού ονομάζονται κυρία πρόταση, η οποία επομένως ως νομικός όρος περιλαμβάνει τόσο την κύρια όσο και την υποθετική πρόταση του υποθετικού λόγου. Συχνά περιβάλλεται από προσδιορισμούς (qualifications) που εξειδικεύουν διάφορους όρους της. 2 Οι ιδιότητες της επιτακτικότητας και της γενικότητας συνδέονται με τις τρεις γραμματικές κατηγορίες που μας απασχολούν ο υποθετικός χαρακτήρας μάς οδηγεί στη σύγκριση της χρήσης τους στους νόμους με τη χρήση τους στους υποθετικούς λόγους στην κοινή γλώσσα. 3 Γραμματικές κατηγορίες και υποθετικοί λόγοι 3.1 Χρόνος Η γραμματική κατηγορία του χρόνου είναι η με γραμματικά μέσα τοποθέτηση ενός γεγονότος στον άξονα του χρόνου σε σχέση είτε με το παρόν του ομιλητή (απόλυτος χρόνος) είτε με άλλο γεγονός (σχετικός χρόνος βλ. π.χ. Comrie 1985). Η Ελληνική ανήκει στις γλώσσες που πραγματώνουν την κατηγορία αυτή και μέσω του ρήματος. Διακρίνει τρεις χρονικές βαθμίδες (παρελθόν παρόν μέλλον) και δηλώνει επιπλέον μία από τις υποδιαιρέσεις του σχετικού χρόνου, το προτερόχρονο στο παρελθόν ή στο μέλλον. 3 Προτυπικά οι χρονικές αυτές σχέσεις 1 Ο Γεωργιάδης (1997: 3-4) αναφέρει δύο ακόμη σημαντικές ιδιότητες των νόμων, οι οποίες όμως δεν επηρεάζουν τα φαινόμενα που εξετάζονται εδώ: α) ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των πολιτών και β) είναι ετερόνομοι. 2 Οι προσδιορισμοί δεν μας απασχολούν, γιατί, λόγω της λειτουργίας τους στο κείμενο των νόμων (βλ. Παναρέτου 2005: 51-60, 122-139) δεν παρουσιάζουν αποκλίσεις από την κοινή χρήση. 3 Πρόκειται ακριβέστερα για ψευδοσχετικό (απόλυτο-σχετικό) χρόνο (Comrie 1985: 64-82), επειδή η χρονική συσχέτιση γίνεται στα πλαίσια καθορισμένης χρονικής βαθμίδας. Υπάρχει και η δυνατότητα δήλωσης του γνήσιου σχετικού χρόνου μέσω του τύπου σε οντας (γράφοντας, έχοντας γράψει), ο οποίος όμως δεν θα μας απασχολήσει εδώ. 1014
δηλώνονται από τους τύπους του ρήματος με τον τρόπο που περιγράφεται στους Πίνακες 1 και 2 υπάρχει όμως μεγάλη ελευθερία στη χρήση, με συνηθέστερες αποκλίσεις τον «Ιστορικό Ενεστώτα» και τις άχρονες ή παγχρονικές χρήσεις Ενεστώτα και Αορίστου (ενδεικτικά βλ. Κλαίρη & Μπαμπινιώτη 2005: 447-450, Holton et al. 1998: 223-233). Πίνακας 1: Απόλυτος χρόνος Χρονική Βαθμίδα Ρηματικός Τύπος Παρόν Ενεστώτας τρέχω Παρελθόν Αόριστος έτρεξα Παρατατικός έτρεχα Μέλλον Συνοπτικός (απλός) Μέλλοντας θα τρέξω Μη συνοπτικός (συνεχής) Μέλλοντας θα τρέχω Πίνακας 2: Σχετικός χρόνος Χρονική Βαθμίδα Ρηματικός Τύπος Παρελθόν Υπερσυντέλικος είχα τρέξει Μέλλον Συντελεσμένος Μέλλοντας θα τρέξω Ο Παρακείμενος δεν εμφανίζεται στους πίνακες λόγω της μεγάλης ποικιλίας απόψεων ως προς τη σχέση του με τον χρόνο, την άποψη και την τροπικότητα (βλ. π.χ. Veloudis 2003, Μόζερ & Μπέλλα 2003, Ξυδόπουλος & Τσαγγαλίδης 2007), αλλά κυρίως επειδή η χρήση του στους νόμους δεν παρουσιάζει ενδιαφέρουσες αποκλίσεις. 3.2 Άποψη Η γραμματική κατηγορία της άποψης (aspect) έχει αναλυθεί με ποικίλους τρόπους στην εκτενή σχετική βιβλιογραφία, όπου διατυπώνονται διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες θέσεις (βλ. ενδεικτικά Comrie 1976, Verkuyl 1993, Lee 2001). Η θέση που υιοθετούμε, η οποία βασίζεται στη Μόζερ (2007α), είναι ότι πρόκειται για υποκειμενική κατηγορία, με την έννοια ότι δεν εκφράζει την αντικειμενική χρονική σύσταση του γεγονότος, αλλά τον τρόπο θέασης τον οποίο επιλέγει ο ομιλητής, αν δηλαδή βλέπει το γεγονός συνοπτικά, χωρίς να ενδιαφέρεται για την εσωτερική χρονική του σύσταση ή αν το βλέπει στην εξέλιξή του, «μπαίνοντας» νοερά στο εσωτερικό του γεγονότος, κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Comrie (1976: 4). Το σχήμα (1) αποτυπώνει τη βασική υποκατηγοριοποίηση σε συνοπτικό και μη συνοπτικό [±ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ], η οποία στα Ελληνικά εκφράζεται από το θέμα του αορίστου και του ενεστώτα αντίστοιχα, καθώς και τις υποδιαιρέσεις του μη συνοπτικού σε σύνηθες και συνεχές και του συνεχούς σε [±ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ]. Η τελευταία αυτή διάκριση δεν έχει ουσιαστική γραμματική παρουσία στην Ελληνική. Αντίθετα, η διάκριση σε συνεχές και σύνηθες είναι 1015
σημαντική. Ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο σχεδόν πάντα παραβλέπεται, είναι ότι η διάκριση αυτή είναι διαφορετική σε ποιότητα από τη βασική αποψιακή διάκριση [±ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ], επειδή δεν είναι υποκειμενική, αλλά απαιτεί την ύπαρξη αντικειμενικών συνθηκών κανονικής επανάληψης. Σημαντική για την έρευνά μας είναι και η ιδιότυπη σχέση του συνήθους με την τελικότητα, η οποία επίσης κατά κανόνα αγνοείται: η διάκριση [±ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ] αντιστοιχεί αδρομερώς στη διάκριση [±ΤΕΛΙΚΟΤΗΤΑ] αλλά, ενώ το συνεχές συνδέεται πράγματι με την απουσία τελικότητας, το σύνηθες αντίθετα την προϋποθέτει, αφού αποτελείται από μία σειρά ολοκληρωμένων γεγονότων. Σχήμα 1: Η κατηγορία της άποψης (βάσει του Comrie 1976) Aspect (άποψη) perfective imperfective [+ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ] [- ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ] habitual σύνηθες continuous συνεχές non-progressive progressive [- ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ] [+ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ] 3.3 Τροπικότητα Η γραμματική κατηγορία της τροπικότητας εκφράζει τη στάση του ομιλητή είτε ως προς το λογικό περιεχόμενο του εκφωνήματος και συγκεκριμένα τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή για την αλήθεια που εμπεριέχει (επιστημική τροπικότητα) είτε ως προς την αναγκαιότητα πραγματοποίησής του (δεοντική τροπικότητα). Και τα δύο είδη εκφράζονται με γραμματικά μέσα (έγκλιση, χρόνο, τροπικούς δείκτες) και με λεξικά (τα τροπικά ρήματα πρέπει και μπορεί και ποικίλες τροπικές εκφράσεις). 4 3.4 Υποθετικοί λόγοι Στη βιβλιογραφία εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία ειδών υποθετικού λόγου, που οφείλεται στο ότι η κατηγοριοποίηση γίνεται με διαφορετικά κριτήρια, αν και όλα στηρίζονται στη σχέση με την πραγματικότητα (realis/irrealis). Διαπιστώνουμε επιπλέον μία αστοχία ως προς την ορολογία. Ο όρος π.χ. «απλή σκέψη του λέγοντος» θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος υποθετικού λόγου, δεδομένου ότι η υπόθεση εξ ορισμού είναι προϊόν της σκέψης (και της φαντασίας) του λέγοντος. Οι όροι «πραγματικό» και «μη πραγματικό» είναι εξίσου ατυχείς, καθώς η κατ' εξοχήν (προτυπική) υπόθεση εξ ορισμού δεν αναφέρεται σε πραγματικό, αλλά σε υποθετικό (φανταστικό) γεγονός. Η διαφορά π.χ. ανάμεσα στα (1) και (2) 4 Palmer (2001), Κλαίρης & Μπαμπινιώτης (1999: 89), Ιακώβου (1999). 1016
(1) Αν είχε έρθει στις 3, θα είχαμε προλάβει το τρένο (2) Αν έρθει στις 3, θα προλάβουμε το τρένο δεν είναι ότι το δεύτερο αναφέρεται σε γεγονός πραγματικό (προφανώς δεν έχει πραγματοποιηθεί, αφού είναι μελλοντικό), αλλά πραγματοποιήσιμο. Αντίθετα, το γεγονός της υποθετικής πρότασης του (1) δεν είναι δυνατόν πια να πραγματοποιηθεί. Η κατηγοριοποίηση που προτείνουμε, λοιπόν, βασίζεται στην αντίθεση [±ΠΡΑΓΜΑΤΟ- ΠΟΙΗΣΙΜΟ]. 5 Ο τρόπος εκφοράς των δύο κατηγοριών αποτυπώνεται στον πίνακα 3. Πίνακας 3: Υποθετικοί λόγοι [- ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΟ] Αν είχε έρθει Αν είχε έρθει Αν ερχόταν Αν ερχόταν θα είχαμε προλάβει θα προλαβαίναμε θα είχαμε προλάβει θα προλαβαίναμε [+ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΟ] Αν έρθει (μέχρι τις 3) Αν έχει έρθει (μέχρι τις 3) Αν έρχεται (μέχρι τις 3) Αν ερχόταν (μέχρι τις 3) θα προλάβουμε θα προλάβουμε θα προλαβαίνουμε θα προλαβαίναμε Στους μη πραγματοποιήσιμους συμπεριλαμβάνονται όλοι οι υποθετικοί λόγοι που αναφέρονται στο παρελθόν. Εκφέρονται με παρελθοντικούς χρόνους και συγκεκριμένα με Υπερσυντέλικο ή Παρατατικό σε οποιονδήποτε συνδυασμό (όταν όμως υπάρχει Παρατατικός και στην υπόθεση και στην απόδοση, υπάρχει αμφισημία μεταξύ πραγματοποιήσιμου ή μη, η οποία αίρεται από το περικείμενο). Στους πραγματοποιήσιμους περιλαμβάνονται όλοι οι υποθετικοί λόγοι που αναφέρονται στο μέλλον. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν χρησιμοποιούνται καθόλου παρελθοντικοί χρόνοι, παρά μόνο στην τελευταία περίπτωση, η οποία δηλώνει τον πολύ χαμηλό βαθμό πιθανότητας πραγματοποίησης του γεγονότος. Υπάρχουν δύο ακόμη κατηγορίες υποθετικών λόγων που αναγνωρίζονται στις γραμματικές. Η πρώτη περιλαμβάνει περιπτώσεις όπως το (3): (3) Αν η Δέσποινα είναι αυτή τη στιγμή στο γραφείο της, (θα) διορθώνει γραπτά. 5 Την έννοια του πραγματοποιήσιμου χρησιμοποιούν και οι Mackridge (1985: 301-304) και Μονογυιός κ.ά. (1976: 80-83), αν και καταλήγουν σε διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις. 1017
Στην περίπτωση αυτή έχουμε μία υπόθεση που αναφέρεται στο παρόν αντίθετα δηλαδή με τις προηγούμενες, αφορά την τρέχουσα πραγματικότητα. Ο ομιλητής αναγκάζεται να προβεί σε υπόθεση επειδή την αγνοεί. Δεν τίθεται επομένως θέμα πραγματοποιησιμότητας στο μέλλον το γεγονός μπορεί να είναι ή να μην είναι πραγματικό κατά τη στιγμή της εκφώνησης. Ο ομιλητής δηλώνει ακριβώς αυτή την άγνοια και υποθέτει (φαντάζεται) ένα γεγονός και τη συνέπειά του. Οπωσδήποτε το είδος αυτό συγγενεύει περισσότερο με τους πραγματοποιήσιμους υποθετικούς λόγους, γιατί δεν είναι γνωστό αν το υποθετικό γεγονός είναι αληθές, άρα δεν αντιβαίνει εκ των προτέρων στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει με τις μη πραγματοποιήσιμες υποθέσεις. Ο τρόπος εκφοράς απεικονίζεται στον πίνακα: Αν κοιμάται Αν έχει αποκοιμηθεί Αν αποκοιμήθηκε δεν (θα) ξέρει τι συμβαίνει δεν (θα) ξέρει τι συμβαίνει δεν (θα) ξέρει τι συμβαίνει Η τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνει υποθετικούς λόγους του τύπου: (4) Αν δω στο δρόμο τον Άρη, αλλάζω πεζοδρόμιο Πρόκειται για την κατηγορία του «αορίστως επαναλαμβανόμενου» κατά τον Τζάρτζανο. Πιστεύουμε, όπως και οι Κλαίρης, Μπαμπινιώτης κ.ά. (2005: 489-490) ότι πρόκειται για «ψευδοϋποθετικούς» λόγους, δεδομένου ότι δηλώνουν γεγονότα με γενική ισχύ, τα οποία έχουν την πρόσθετη ιδιότητα να αποτελούν συνέπειες μιας προϋπόθεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αν μπορεί να υποκατασταθεί από αποψιακούς χρονικούς συνδέσμους του τύπου όποτε, κάθε φορά που κλπ., που δηλώνουν το σύνηθες. 4. Οι νόμοι ως υποθετικοί λόγοι Ο νόμος, όπως ορίστηκε στην ενότητα 2, καθορίζει τις συνέπειες που επέρχονται κάθε φορά που ισχύουν οι προϋποθέσεις του πραγματικού (δηλαδή της υπόθεσης). Το πραγματικό αφορά προφανώς αποκλειστικά καταστάσεις και γεγονότα που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, γιατί ο νομοθέτης δεν είναι δυνατόν να ενδιαφέρεται για καταστάσεις που είναι αδύνατον να υπάρξουν ο υποθετικός λόγος επομένως που διατυπώνεται από οποιονδήποτε νόμο αποκλείεται εξ ορισμού να ανήκει στο [-ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΟ]. Ο νομοθέτης επιπλέον ενδιαφέρεται μόνο για τη δυνατότητα και όχι για την πιθανότητα πραγματοποίησης του γεγονότος που περιγράφεται στην υπόθεση αντίθετα είναι υποχρεωμένος να προβλέψει ακόμα και γεγονότα που είναι απίθανο να πραγματοποιηθούν. Ο βαθμός πιθανότητας επομένως είναι εντελώς αδιάφορος για τον νομοθέτη. 1018
Προτυπικά λοιπόν ο νόμος συνδέεται με το [+ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΟ], αλλά και με τον ψευδοϋποθετικό λόγο (το «αορίστως επαναλαμβανόμενο»), καθώς η γενικότητα και η υποχρεωτικότητα του νόμου έχουν ως συνέπεια την επιβολή του κάθε φορά που ισχύουν οι προϋποθέσεις του πραγματικού. Δημιουργούνται κατά συνέπεια ορισμένες προσδοκίες ως προς τη χρήση στους νόμους των υπό εξέταση γραμματικών κατηγοριών, που απορρέουν από τη χρήση τους στους κοινούς υποθετικούς λόγους: α) οι νόμοι δεν αναμένεται να εκφέρονται σε παρελθοντικούς χρόνους β) θα πρέπει να περιέχουν κυρίως ρηματικούς τύπους που δηλώνουν το σύνηθες γ) δεν θα πρέπει να περιέχουν τροπικά στοιχεία που δηλώνουν αβεβαιότητα ή μετριασμό Στην επόμενη ενότητα θα ασχοληθούμε με τον έλεγχο αυτών των υποθέσεων. 5. Οι γραμματικές κατηγορίες στους νόμους 5.1 Τροπικότητα Σε κάθε υποθετικό λόγο είναι δυνατόν να υπάρχουν και τα δύο είδη τροπικότητας, υπερισχύει όμως η επιστημική, δεδομένου ότι τίθεται μία προϋπόθεση υπό την οποία ισχύει ή θα ισχύει αυτό που δηλώνεται από την απόδοση. Ο βαθμός βεβαιότητας ποικίλλει και αυτό συνήθως δηλώνεται με γλωσσικά μέσα: (5) Αν θελήσει/αν ήθελε, θα (μπορούσαμε να) πάμε αύριο για ψώνια. Η απόδοση μπορεί να έχει ποικίλους βαθμούς τόσο επιστημικότητας όσο και δεοντικότητας, ανάλογα με την προσλεκτική ισχύ του εκφωνήματος, δηλαδή με το αν πρόκειται για απλή πρόβλεψη, υπόσχεση, απειλή, προσταγή κλπ. Στον νόμο συνολικά υπερισχύει η δεοντικότητα, καθώς ο λόγος ύπαρξής του είναι η επιβολή της έννομης συνέπειας ο επιτακτικός του χαρακτήρας μάλιστα δεν επιτρέπει καμία διαβάθμιση της δεοντικότητας, η οποία ισχύει πάντα σε απόλυτο βαθμό. Η επιστημικότητα υπάρχει, αφορά όμως μόνο το πραγματικό, δηλαδή το μέρος του νόμου που αντιστοιχεί στην υπόθεση και περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες επιβάλλεται η έννομη συνέπεια. Όπως η δεοντικότητα, έτσι και η επιστημικότητα στους νόμους δεν επιδέχεται διαβάθμιση, εφόσον ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται για τον βαθμό πιθανότητας εμφάνισης των συνθηκών του πραγματικού, αλλά μόνο για τη δυνατότητα εμφάνισής τους. Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι αναμενόμενο να μην εμφανίζονται επιστημικές εκφράσεις που δηλώνουν γνώμη, αμφιβολία ή εικασία του νομοθέτη (είναι πιθανόν, ίσως, μπορεί, ενδέχεται κλπ.), γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα. Φαινομενικά αντιπαραδείγματα δεν αναιρούν την παρατήρηση αυτή. Στο (6) το επιστημικό μπορεί δεν εκφράζει αμφιβολία του νομοθέτη, αλλά τη δυνατότητα να συμβεί στον πραγματικό κόσμο ατύχημα επικίνδυνων υλικών με τη μορφή αεροπορικού ατυχήματος: 1019
(6) Ένα ατύχημα επικίνδυνων υλικών μπορεί να είναι επίσης και αεροπορικό ατύχημα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία αναφοράς αεροπορικών ατυχημάτων. (Κ.Νο.Β. 50 (2002): 953) Η απόλυτη δεοντικότητα που πηγάζει από την επιτακτικότητα των νόμων εννοείται ακόμη και όταν δεν εκφράζεται ρητά, όταν δηλαδή απουσιάζουν στοιχεία όπως το κατεξοχήν δεοντικό τροπικό ρήμα πρέπει ή άλλες τροπικές εκφράσεις (οπωσδήποτε, απαραιτήτως κλπ.), τα οποία εμφανίζονται στην κοινή χρήση. Το παράδειγμα (7) είναι χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας αυτής: (7) Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ή αν ο διαθέτης δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά, προσλαμβάνεται διερμηνέας Ο διερμηνέας πρέπει να ορκιστεί ότι θα διερμηνεύσει πιστά τη θέληση του διαθέτη, και να μεταφράσει την πράξη πριν από την υπογραφή [...]. ΚΔ 1737 Το πρέπει που υπάρχει στο δεύτερο εκφώνημα της έννομης συνέπειας εννοείται και στο πρώτο. Η διαφορά από την κοινή χρήση συνίσταται στο ότι, αν το κείμενο αυτό δεν ήταν νόμος, το πρώτο εκφώνημα δεν θα ερμηνευόταν ως κατευθυντικό, αλλά ως δηλωτικό, λόγω ακριβώς της απουσίας του πρέπει. Το κειμενικό είδος είναι επομένως αυτό που επιβάλλει τη δεοντική ερμηνεία. Το κειμενικό είδος αίρει επίσης την αμφισημία που χαρακτηρίζει τα τροπικά ρήματα, τη διπλή δηλαδή ερμηνεία τους ως επιστημικών και δεοντικών, η οποία φαίνεται στα (8) και (9): (8) Ο Νίκος πρέπει να έχει φύγει μέχρι τις δύο, αλλιώς θα αργήσει (δεοντικό) Ο Νίκος πρέπει να έχει φύγει, γιατί δεν απαντάει στο τηλέφωνο (επιστημικό) (9) Η Έλλη μπορεί να αγοράσει το βιβλίο αν θέλει (δεοντικό) Η Έλλη μπορεί να αγοράσει το βιβλίο, μπορεί και όχι (επιστημικό) Η επιτακτική φύση των νόμων επιβάλλει τη δεοντική ερμηνεία στην έννομη συνέπεια. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται περισσότερο από τη συμπεριφορά του τύπου θα πρέπει, ο οποίος στην κοινή γλώσσα ερμηνεύεται σχεδόν πάντα επιστημικά (10) και πολύ σπανιότερα δεοντικά (11), ενώ το θα λειτουργεί πάντοτε μετριαστικά: (10) Δεν τον είδα, αλλά (θα) πρέπει να έχει έρθει. (11) Με συγχωρείτε πολύ που σας διακόπτω, αλλά θα πρέπει να μετακινηθείτε. 1020
Στην έννομη συνέπεια των νόμων αποκλείεται όχι μόνο η επιστημική ερμηνεία, αλλά και ο μετριασμός της δεοντικής. Το θα πρέπει στο παράδειγμα (6) ερμηνεύεται ως πρέπει υποχρεωτικά και όχι ως ίσως πρέπει ή καλό θα ήταν. Όσα αναφέρθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κειμενικό είδος των νόμων αφενός αποκλείει τη διαβάθμιση της τροπικότητας, ακόμα και όταν υπάρχουν μετριαστικά στοιχεία, και αφετέρου αίρει στην έννομη συνέπεια την αμφισημία των τροπικών στοιχείων επιβάλλοντας αποκλειστικά τη δεοντική ερμηνεία. 5.2 Άποψη Ο νόμος εκ φύσεως συνδέεται με την άποψη του συνήθους, δηλαδή του κανονικά επαναλαμβανόμενου, αφού η έννομη συνέπεια ισχύει κάθε φορά που εμφανίζονται οι προϋποθέσεις του πραγματικού. Στην κοινή γλώσσα, όταν γίνεται λόγος για γεγονότα που επαναλαμβάνονται με κανονικότητα, ο ομιλητής είναι υποχρεωμένος να επιλέξει τη μη συνοπτική άποψη, όπως στο (12): (12) Κάθε φορά που φεύγεις, να θυμάσαι να σβήνεις τα φώτα. Συνοπτικοί τύποι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο όταν στο περικείμενο δηλώνεται ρητά το κανονικά επαναλαμβανόμενο είτε μόνο με επιρρηματικά στοιχεία είτε (πράγμα συνηθέστερο) και με κάποιον άλλο ρηματικό τύπο, όπως στο (13): (13) Όποτε και να έρθει, φέρνει κάτι για τα παιδιά. Στους νόμους οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν είτε εναλλάσσονται συνοπτικοί και μη συνοπτικοί τύποι είτε εμφανίζονται αποκλειστικά συνοπτικοί, οι οποίοι ερμηνεύονται υποχρεωτικά ως συνήθεις, χωρίς να συνοδεύονται από στοιχεία που δηλώνουν επανάληψη: (14) Αν ο οφειλέτης αποχωρίσει από το γένος ένα πράγμα με σκοπό την καταβολή, η ενοχή συγκεντρώνεται σ' αυτό μόνο αφότου ο δανειστής γίνει υπερήμερος ως προς την αποδοχή του. Αν ο οφειλέτης με αίτηση του δανειστή αποστέλλει το πράγμα σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής, η συγκέντρωση επέρχεται αφότου το πράγμα παραδοθεί για την αποστολή. ΕΔ Άρθρο 290 Η συχνή εμφάνιση της συνοπτικής άποψης για την έκφραση του συνήθους θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να αποδοθεί στη φύση του, καθώς εμπεριέχει την έννοια της τελικότητας (βλ. 3.2), γι αυτό άλλωστε την επιτρέπει και η κοινή γλώσσα με τους περιορισμούς που αναφέρθηκαν. Η κρίσιμη διαφορά στη γλώσσα των νόμων έγκειται στην ανυπαρξία 1021
περιορισμών: δεν απαιτείται ρητή γλωσσική δήλωση του συνήθους, γιατί η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται από το κειμενικό είδος. 5.3 Χρόνος Η χρονική βαθμίδα που κατ εξοχήν συνδέεται με τον νόμο είναι το μέλλον, καθώς ο νόμος αναφέρεται σε καταστάσεις που θα συμβούν από την έναρξη της ισχύος του και μετά. Από διαφορετική οπτική γωνία, βέβαια, είναι παγχρονικός, υπό την έννοια ότι, από τη στιγμή που δημοσιεύεται και μέχρι την κατάργησή του ισχύει για οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Οι αποκλίσεις που θα επισημάνουμε αφορούν και τους δύο αυτούς τρόπους θέασης, αλλά εμείς επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη μελλοντική ερμηνεία, υιοθετώντας την οπτική γωνία του νομοθέτη. Οι χρόνοι του ρήματος που προτυπικά δηλώνουν τη χρονική βαθμίδα του μέλλοντος είναι οι τρεις μέλλοντες: συνοπτικός, μη συνοπτικός και συντελεσμένος, ο οποίος δηλώνει το προτερόχρονο στο μέλλον. Θα αναμενόταν λοιπόν οι μελλοντικοί τύποι να εμφανίζουν υψηλή συχνότητα στους νόμους. Τα δεδομένα όμως δείχνουν ότι οι μέλλοντες είναι σπανιότατοι, ενώ υπερτερεί ο ενεστώτας (15-16): (15) Σε περίπτωση μίσθωσης κτηνών που δεν περιλαμβάνονται στη μίσθωση αγροτικού κτήματος, και εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, το μαλλί και η γονή ανήκουν μισά - μισά και στα δύο μέρη, ενώ τα υπόλοιπα ωφελήματα ανήκουν στο μισθωτή. Ο μισθωτής φέρει τη δαπάνη της διατροφής. ΕΔ Άρθρο 639 (16) Αν υπάρχει κίνδυνος να πέσει ολικά ή κατά ένα μέρος οικοδομή ή άλλο έργο και από την πτώση αυτή απειλείται βλάβη στο γειτονικό ακίνητο, ο κύριός του έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που θα ευθύνεται σε αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την αποτροπή του κινδύνου. ΕΜΔ Άρθρο 1006 Η χρήση του ενεστώτα με μελλοντική σημασία είναι συνηθισμένη και στην κοινή γλώσσα, και όχι μόνο στην Ελληνική 6. Όπως και στην περίπτωση της άποψης, όμως, στην κοινή γλώσσα είναι απαραίτητο κάποιο περικειμενικό στοιχείο που να δηλώνει ρητά τη μελλοντικότητα (17-18): (17) Αύριο έχουμε συνεδρίαση. (18) Να τελειώσω πρώτα τη δουλειά μου και μετά τρώμε. 6 Βλ. Comrie 1985 και για την Ελληνική Μπέλλα 2001. 1022
Στους νόμους ο περιορισμός αυτός δεν υπάρχει η μελλοντική ερμηνεία επιβάλλεται από τον μελλοντικό προσανατολισμό του νόμου, δηλαδή από το κειμενικό είδος. Η παγχρονική διάσταση του νόμου που αναφέρθηκε ευνοεί επίσης την επιλογή του ενεστώτα, ο οποίος συχνά (και διαγλωσσικά) έχει παγχρονικές χρήσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολύ συχνή χρήση οριστικής αορίστου σε περιβάλλοντα στα οποία θα αναμέναμε τους τύπους που παραδοσιακά ονομάζονται υποτακτική αορίστου και υποτακτική παρακειμένου. Παραδείγματα χρήσης υποτακτικής υπάρχουν και στους νόμους (βλ. επίσης παράδειγμα 14): (19) Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, περάσει η προθεσμία. ΕΔ Άρθρο 341 Στους νόμους όμως είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη σε περιβάλλοντα αυτού του είδους η χρήση οριστικής αορίστου, η οποία στους κοινούς υποθετικούς λόγους αναφέρεται, όπως στο παράδειγμα (20), σε γεγονός που ο ομιλητής απλώς δεν ξέρει αν πραγματοποιήθηκε (η τρίτη κατηγορία στην κατάταξη του 3.4): (20) Αν έγραψε καλά στις εξετάσεις, περνάει Ο αόριστος στους νόμους δεν αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον, δηλώνοντας συγκεκριμένα το προτερόχρονο στο μέλλον, όπως στα (21) - (22): 7 (21) Αν ξέφυγε κινητό πράγμα από την εξουσία του νομέα και περιήλθε σε ξένο ακίνητο, ο νομέας του ακινήτου έχει υποχρέωση να επιτρέψει την αναζήτηση και την ανάληψη έχει όμως αξίωση αποζημίωσης για τις ζημιές από την αναζήτηση. ΕΜΔ Άρθρο 995 (22) Αν ο πωλητής ακινήτου διαβεβαίωσε τον αγοραστή ότι το ακίνητο έχει ορισμένη έκταση, ευθύνεται όπως και για συμφωνημένη ιδιότητα. ΕΔ Άρθρο 550 7 Η σχέση της υποτακτικής με το μέλλον έχει αποδοθεί σε ποικίλα αίτια κατά καιρούς: την ιστορική σχέση με τον Μέλλοντα (Schwyzer 1950, Tζάρτζανος 1946), τον προσανατολισμό της δεοντικής τροπικότητας, την οποία συχνά εκφράζει, προς το μέλλον (Palmer 1986, Ιακώβου 1999, Tsangalidis 1999). Έχει υποστηριχθεί ακόμη ότι ο τύπος αυτός στους υποθετικούς λόγους είναι στην πραγματικότητα καθαρός μέλλων, του οποίου ο δείκτης θα εκπίπτει επειδή δεν μπορεί να συνεμφανιστεί με το αν (Μόζερ 2007β). Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την «υποτακτική Παρακειμένου». Ο Παρακείμενος εξάλλου έχει υποστηριχθεί ότι δηλώνει το προτερόχρονο και στην οριστική (Moser 2003, Μόζερ & Μπέλλα 2003). 1023
Το ίδιο ισχύει και για τον υπερσυντέλικο, ο οποίος στην κοινή χρήση εμφανίζεται αποκλειστικά στους μη πραγματοποιήσιμους υποθετικούς λόγους, που, όπως τονίστηκε στο 4, είναι τελείως ασύμβατοι με τη φύση των νόμων. Όταν ο υπερσυντέλικος εμφανίζεται στους νόμους έχει μεν τη σημασία του προτερόχρονου, αλλά στο μέλλον, όπως ακριβώς και ο αόριστος στο ίδιο περιβάλλον: (23) Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονόμου υπέρ του συζύγου του, σε περίπτωση αμφιβολίας, είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. ΚΔ Άρθρο 1785 (24) Η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται επίσης μετά το θάνατο του τέκνου, εκτός αν είχε ήδη ασκηθεί η σχετική αγωγή. ΟΔ Άρθρο 1471 (25) Αν μεταγραμμένη σύμβαση που αφορά ακίνητο είχε συναφθεί από πλάνη ή με απάτη ή απειλή και, αφού προσβλήθηκε, ακυρώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τα αποτελέσματα της ακύρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 184 επέρχονται αφότου η απόφαση αυτή σημειώθηκε στο περιθώριο της μεταγραμμένης σύμβασης. ΕΜΔ Άρθρο 1203 Η άποψη που υποστηρίχθηκε στις επιμέρους ενότητες είναι ότι η χρήση των γραμματικών κατηγοριών στους νόμους παρουσιάζει αποκλίσεις από την κοινή χρήση, οι οποίες ερμηνεύονται από τη φύση του κειμενικού είδους. Το μέγεθος όμως της απόκλισης ίσως να μην έγινε αισθητό, επειδή ακριβώς ο αναγνώστης γνωρίζει ότι πρόκειται για αποσπάσματα νόμων και αυτομάτως δίνει τις σωστές ερμηνείες, χωρίς να αντιλαμβάνεται την αποκλίνουσα έκφραση του χρόνου, της άποψης και της τροπικότητας. Στην πραγματικότητα όμως οι ίδιες χρήσεις σε άλλο περιβάλλον θα ήταν αδύνατες. Θα περιοριστούμε σε ένα ενδεικτικό παράδειγμα με υπερσυντέλικο. Σε μία καθημερινή συνομιλία δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση αποδεκτό ένα εκφώνημα του τύπου: (26) *Παίζει ποδόσφαιρο τα απογεύματα μόνο αν είχε τελειώσει τα μαθήματά του. Η μη αποδεκτότητα της πρότασης καταδεικνύεται αν την φανταστούμε να εκφωνείται σε δεύτερο πρόσωπο από μία μητέρα προς το παιδί της: (27) *Βασίλη, παίζεις ποδόσφαιρο τα απογεύματα μόνο αν είχες τελειώσει τα μαθήματά σου έναντι του (28) Βασίλη, θα παίζεις ποδόσφαιρο τα απογεύματα μόνο αν έχεις τελειώσει/ τελειώσεις/ τελειώνεις τα μαθήματά σου 1024
Το παράδειγμα παρέχει ιδιαίτερα ισχυρή στήριξη στη θέση που υποστηρίζεται εδώ, γιατί η λεκτική πράξη που εκφράζει είναι παρόμοια με εκείνη των νόμων: η μητέρα διατυπώνει έναν κανόνα, ο οποίος στο πλαίσιο της ζωής της οικογένειας πρόκειται να λειτουργήσει ως νόμος. Το μόνο λοιπόν που λείπει από τη χρήση αυτή σε σχέση με τους νόμους -και που αρκεί για να χαρακτηριστεί το εκφώνημα ως μη αποδεκτό- είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κειμενικού είδους των νόμων, στα οποία, εκτός από τα χαρακτηριστικά της ίδιας της λεκτικής πράξης, περιλαμβάνονται και τα εγγενή χαρακτηριστικά που απορρέουν από τη φύση των κανόνων δικαίου: το ότι εκπορεύονται από μία από τις τρεις κρατικές εξουσίες, τη νομοθετική, ότι διαθέτουν καθολική ισχύ και υποχρεωτικότητα, ότι η εφαρμογή τους δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ότι υπάρχουν κρατικοί μηχανισμοί επιβολής τους. 6. Συμπεράσματα Το συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνά μας είναι ότι το κειμενικό είδος αποτελεί μία σημαντική παράμετρο της χρήσης των γραμματικών κατηγοριών. Οι νόμοι έχουν ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά, όπως τον μελλοντικό προσανατολισμό, τη συστηματική επανάληψη της έννομης συνέπειας όποτε ισχύουν οι ίδιες συνθήκες και τον επιτακτικό χαρακτήρα, ο οποίος μάλιστα έχει τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τόσο ισχυρά, ώστε οι αποδέκτες των νόμων να οδηγούνται σε συγκεκριμένη ερμηνεία του κειμένου. Δεν μπορούν π.χ. να θεωρήσουν ότι ένας νόμος εκφράζει αβεβαιότητα για το τι πρέπει να γίνει και επομένως ερμηνεύουν μόνο δεοντικά τα κατά τα άλλα αμφίσημα τροπικά ρήματα. Είναι επίσης αυτονόητο ότι ο νόμος αφορά όλες τις όμοιες περιπτώσεις, επομένως οποιοσδήποτε τύπος, συνοπτικός ή μη, ερμηνεύεται ως συνήθης, δηλαδή κανονικά επαναλαμβανόμενος. Είναι επιπλέον γνωστό ότι ο νόμος ισχύει από τη δημοσίευσή του και εξής, άρα οι αποδέκτες ερμηνεύουν οποιονδήποτε χρόνο ως μελλοντικό ακόμα κι αν υπάρχει παρελθοντικός χρόνος, η μόνη δυνατή ερμηνεία είναι εκείνη του προτερόχρονου στο μέλλον. Όλα αυτά διαμόρφωσαν τη χαρακτηριστική γλωσσική διατύπωση των νόμων, η οποία, όπως δείξαμε, παρουσιάζει πολλές αποκλίσεις, φτάνοντας συχνά ως την παραβίαση των κανόνων της κοινής χρήσης. Οι αποκλίσεις αυτές, οι οποίες δεν θα ήταν αποδεκτές στην κοινή γλώσσα και σε άλλα κειμενικά είδη, αποτελούν τον κανόνα, τη νόρμα δηλαδή, στη γλώσσα των νόμων και της δίνουν την ιδιαίτερη εκείνη χροιά που κάνει το κειμενικό είδος αναγνωρίσιμο από οποιονδήποτε, ακόμη και εκτός συγκειμένου. Συντομογραφίες ΕΔ: Ενοχικό Δίκαιο ΕΜΔ: Εμπράγματο Δίκαιο ΚΔ: Κληρονομικό Δίκαιο Κ.Νο.Β.: Κώδικας Νομικού Βήματος ΟΔ: Οικογενειακό Δίκαιο 1025
Βιβλιογραφία Bhatia, V.K. (2004) Worlds of Written Discourse. A genre-based view. London/New York: Continuum. Γεωργιάδης, Α. (1997 2 ) Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου. Αθήνα/Κομοτηνή: Σάκκουλας. Comrie, B. (1976) Aspect. Cambridge: Cambridge University Press. Comrie, B. (1985) Tense. Cambridge: Cambridge University Press. Dahl, Ö. (1985) Tense and Aspect Systems. Oxford: Blackwell. Dancygier, B. (1998) Conditionals and Prediction. Cambridge: Cambridge University Press. Holton, D., P. Mackridge & I. Philippaki-Warburton (1997) Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language. London: Routledge. Ιακώβου, Μ. (1999) Τροπικές κατηγορίες στο ρηματικό σύστημα της Νέας Ελληνικής. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κλαίρης, Χ. & Γ. Μπαμπινιώτης, σε συνεργασία με τους Α. Μόζερ, Α. Μπακάκου-Ορφανού, Σ. Σκοπετέα (2005) Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική-Επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Lee, D. (2001) Cognitive Linguistics. An Introduction. Oxford: Oxford University Press. Mackridge, P. (1985) The Modern Greek Language. Oxford: Clarendon Press. Μόζερ, Α. (2007α). "Άποψη, χρόνος και ιστορία". Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 27ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 6-7 Μαΐου 2006, Μνήμη Α.-Φ. Χριστίδη. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ, 286-299. Μόζερ, Α. (2007β) "Υποτακτική, χρόνος και παρεμφατικότητα". Στο Τομέας Γλωσσολογίας Παν/μίου Αθηνών (επιμ.), Γλωσσικός Περίπλους. Μελέτες αφιερωμένες στη Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού. Αθήνα: Καρδαμίτσα, 212-223. Μόζερ, Α. & Σ. Μπέλλα (2003) "Παρελθόν, Παρόν, Οριστικότητα και Παρακείμενος". Στο: Γ. Κατσιμαλή, Α. Καλοκαιρινός, Ε. Αναγνωστοπούλου & Ι. Κάππα (επιμ.): 6 0 Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας. Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003, Ρέθυμνο: Εργαστήριο Γλωσσολογίας (cd-rom). Μονογυιός, Δ.Ν., Β.Ε. Μόσκοβης, Ε.Γ. Πρεβελάκης, Γ.Σ. Φυλακτόπουλος (1976) Συντακτικό της Δημοτικής. Αθήνα: Κολλέγιο Αθηνών. Moser, A. (2003) Tense, aspect and the Greek Perfect. In A. Alexiadou, M. Rathert & A. von Stechow (eds.) Perfect Explorations. Berlin: de Gruyter. Μπέλλα, Σ. (2001) Η δείξη στη Νέα Ελληνική. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξυδόπουλος, Γ. Ι. & Α. Τσαγγαλίδης (2007) "Η ρηματική άποψη στην ελληνική και οι σχέσεις E,R,S. Στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 27ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 6-7 Μαΐου 2006, Μνήμη Α.-Φ. Χριστίδη. Θεσσαλονίκη: ΙΝΣ, 322-336. Palmer, F.R. (2001) Mood and Modality. Cambridge: Cambridge University Press. Παναρέτου, Ε. (2005) Νόμοι και Κανόνες Δικαίου. Γλωσσικά και κειμενικά χαρακτηριστικά. Περιοδικό Παρουσία, Παράρτημα αρ. 63. Schwyzer, E. (1950) Griechische Grammatik. Zweiter Band: Syntax und syntaktische Stilistik. Heerausgegeben von A. Debrunner. München: Beck. Swales, M.J. (1990) Genre Analysis. English in Academic and Research Settings. Cambridge: Cambridge University Press. Τζάρτζανος Α. (1946) Νεοελληνική Σύνταξις (της Κοινής Δημοτικής). Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων. Tsangalidis A. (1999) Will and Tha: A Comparative Study of the Category Future. Thessaloniki: University Studio Press. Veloudis I. (2003) "Possession and conversation: the case of the category Perfect". In A. Alexiadou, M. Rathert & A. von Stechow (eds.) Perfect Explorations. Berlin: de Gruyter. Verkuyl H.J. (1993) A Theory of Aspectuality. The Interaction Between Temporal and Atemporal Structure. Cambridge: Cambridge University Press. 1026