Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο Κεφάλαιο ΚΘ Ο Ζορμπάς



Σχετικά έγγραφα
Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αγαπητοί φίλοι και φίλες, νέοι και νέες καλησπέρα σας,

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»


ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ο πόλεμος της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Το παραμύθι της αγάπης

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

...Μια αληθινή ιστορία...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΕΝΑΣ ΤΟΙΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΝΟ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ...

Transcript:

Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο Κεφάλαιο ΚΘ Ο Ζορμπάς Ο αληθινός Ζορμπάς: Γιώργος Ζορμπάς ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΙ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βόηθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Βούδα, το Νίτσε, τον Μπέρξονα και το Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο. Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, έναν Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σαν να 'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερη από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει και γκρέμιζε όλους τους φράχτες ηθική, θρησκεία, πατρίδα που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα.

Όταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάχτηση. Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου 'κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ' ένα ακρογιάλι τής Κρήτης όπου ζήσαμε έξι μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο πως ο πρακτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα. Εγώ σπάνια μιλούσα τι να πει ένας «διανοούμενος» σ' ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον Όλυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την Aγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόσωπό μου. Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα 'χε πάρει αξία θα ζούσα μ' αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας. Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ότι η ανώτατη παραφροσύνη η ουσία της ζωής μου φώναζε να κάμω μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά. Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ότι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη αυτό ήταν αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, «για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες», έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό (μ' έλεγε αφεντικό και γελούσε), εμείς, αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. Ποιούς, μωρέ Ζορμπά; τον ρωτούσα. Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.» Γρήγορα είχαμε φάει ότι μου 'χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειός μου, για ν' ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ' ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να 'χα τόσο κέφι, «ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης!» Τα ξημερώματα χωρίσαμε εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνέμα αυτός πήρε κατά βορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ' ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν' ανοίγει μέσα στη

γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μια όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της. Όπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως. Ζορμπάς.» Ήταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας, που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη να 'ρχουνται. Όλοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν αίμα. Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα ο κόσμιος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μια όμορφη πράσινη πέτρα! «Ανάθεμα, είπα, στην ομορφιά, γιατί 'ναι άκαρδη και δε νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.» Μα ξαφνικά τρόμαξα ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. Ένα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. Όμως δεν έφυγα δεν τόλμησα πάλι δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του ξηγούσα... Κι αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μια όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: "Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;" Μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: "Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες!"» Πέρασαν χρόνια μεγάλα χρόνια, φοβερά, που ο καιρός θαρρείς τρελάθηκε, πήρε φόρα, τα γεωγραφικά σύνορα έπιασαν το χορό, άνοιγαν και μαζεύουνταν σαν φυσαρμόνικες τα κράτη. O Ζορμπάς κι εγώ χαθήκαμε μέσα στην μπόρα κάπου κάπου μονάχα λάβαινα μια σύντομη κάρτα του από τη Σερβία: «Ζω ακόμα, κάνει κρύο διαολεμένο, αναγκάστηκα λοιπόν να παντρευτώ κοίταξε πίσω την κάρτα να δεις το μουτράκι της κόμματος. Η κοιλιά της είναι λίγο πρησμένη, γιατί μου ετοιμάζει κιόλας ένα Ζορμπαδάκι. Τη λένε Λιούμπα. Το παλτό που φορώ με γιακά αλεπού είναι προίκα της γυναίκας μου μου 'δωκε και μια γουρούνα με εφτά γουρουνάκια, αλλόκοτο σόι. Σε φιλικοασπάζουμαι, Αλέξης Ζόρμπιετς, πρώην χήρος.» Μιαν άλλη φορά μου 'στειλε από τη Σερβία έναν κεντημένο μαυροβουνιώτικο σκούφο κι είχε στη φούντα του ένα ασημένιο κουδούνι. «Φόρα το, μου 'γραφε, φόρα το, αφεντικό, όταν γράφεις τις παπαρδέλες που γράφεις το ίδιο σκουφί φορώ κι εγώ όταν δουλεύω. Οι άνθρωποι γελούν. "Τρελάθηκες, Ζορμπά, μου λεν, τι το φοράς το κουδούνι;" Μα εγώ γελώ και δεν τους δίνω απόκριση εμείς οι δυο, αφεντικό, ξέρουμε γιατί φορούμε το κουδούνι.» Ωστόσο είχα ζευτεί πάλι στο χαρτί και στο καλαμάρι πολύ αργά είχα γνωρίσει το Ζορμπά, σωτηρία πια δεν υπήρχε για μένα, είχα πια αγιάτρευτα καταντήσει καλαμαράς. Άρχισα να γράφω μα ότι κι αν έγραφα, ποίημα, θέατρο, μυθιστόρημα, χωρίς συνειδητά να το ξετρέχω, η φόρα κι η φόρμα που έπαιρνε πάντα το έργο ήταν δραματική. Γεμάτο αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμες, αγωνία, κυνηγητό μιας χαμένης ισορροπίας, αγανάχτηση κι ανταρσία. Γεμάτο από τα προμηνύματα, από τις σπίθες της καταιγίδας που ζυγώνει. Όσο κι αν μάχουμουν να δώσω σε ότι έγραφα ισορροπημένη μορφή, έπαιρνε γρήγορα βίαιο δραματικό ρυθμό η γαλανή φωνή που ήθελα να βγάλω

γίνουνταν, χωρίς να το θέλω, κραυγή. Να γιατί τέλειωνα το ένα έργο, δε με αλάφρωνε, κι άρχιζα απελπισμένος άλλο είχα πάντα την ελπίδα να μπορέσω να συμφιλιώσω τις σκοτεινές και φωτερές δυνάμες, που βρίσκουνται σήμερα σε κατάσταση πολέμου, και να μαντέψω τη μελλούμενη αρμονία. Η δραματική μορφή δίνει στη δημιουργία τη δυνατότητα να διατυπώσει, σαρκώνοντάς τις στους αντιμαχόμενους ήρωες του έργου, τις ξεκαπίστρωτες δυνάμες του καιρού μας και τής ψυχής μας προσπαθούσα να ζήσω, όσο μπορούσα πιο πιστά και πιο εντατικά, την ενδιαφέρουσα εποχή όπου έλαχε να γεννηθώ. Οι Κινέζοι έχουν μια παράξενη κατάρα: «Την κατάρα μου να 'χεις και να γεννηθείς σε μια ενδιαφέρουσα εποχή.» Γεννηθήκαμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, γεμάτη αλλοπρόσαλλες απόπειρες, περιπέτειες και σύγκρουσες σύγκρουσες όχι μονάχα, όπως άλλοτε, ανάμεσα στις αρετές και στις κακίες, παρά κι αυτό 'ναι το πιο τραγικό ανάμεσα στις ίδιες τις αρετές. Οι παλιές αναγνωρισμένες αρετές αρχίζουν να χάνουν το κύρος τους, δεν μπορούν πια να επαρκέσουν στο θρησκευτικό, ηθικό, πνεματικό, κοινωνικό αίτημα της σύγχρονης ψυχής. Θαρρείς κι η ψυχή του ανθρώπου μεγάλωσε και δε χωράει πια στα παλιά καλούπια. Στα σπλάχνα της εποχής μας, στα σπλάχνα κάθε συγχρονισμένου ανθρώπου, είτε συνειδητά είτε ασύνειδα, ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος, χωρίς έλεος, ανάμεσα στον παλιό, παντοδύναμο άλλοτε μύθο, που ξεθύμανε μα πολεμάει απελπισμένα να ρυθμίσει ακόμα τη ζωή μας, και στο νέο μύθο, που μάχεται, αδέξια ακόμα κι ανοργάνωτα, να κυβερνήσει τις ψυχές μας. Γι' αυτό κάθε ζωντανός άνθρωπος σήμερα σπαράζεται από τη δραματική μοίρα του καιρού του. Και περισσότερο απ' όλους ο δημιουργός. Υπάρχουν ευαίσθητα χείλια κι ακροδάχτυλα, που, όταν ζυγώνει η καταιγίδα, νιώθουν απάνω τους μερμηδίσματα, σαν να τα τσιμπούν χιλιάδες βελόνες τέτοια τα χείλια και τ' ακροδάχτυλα του δημιουργού. Κι όταν μιλάει με τόση βεβαιότητα για την καταιγίδα που έρχεται καταπάνω μας, δεν είναι η φαντασία που μιλάει, είναι τα χείλια του και τ' ακροδάχτυλα που δέχουνται κιόλα τις πρώτες σπίθες της καταιγίδας. Πρέπει ηρωικά να το πάρουμε απόφαση η γαλήνη, η αμέριμνη χαρά, η λεγόμενη ευτυχία ανήκουν σε άλλες εποχές, περασμένες ή μελλούμενες, όχι στη δικιά μας. Μπήκαμε πια εμείς στον αστερισμό τής αγωνίας. Όμως, χωρίς συνειδητά να το ξετρέχω, πολεμούσα, διατυπώνοντας την αγωνία ετούτη, να την περάσω και να βρω, να βρω η να δημιουργήσω, μια λύτρωση. Έπαιρνα συχνά, σε ό,τι έγραφα, αφορμή από παλιούς καιρούς και θρύλους, μα η ουσία ήταν σημερινή, ζωντανή, σπαραγμένη από τα σύγχρονα προβλήματα κι από τις τωρινές αγωνίες. Μα περισσότερο κι από τις αγωνίες με τυραννούσαν και με μαύλιζαν, και μάχουμουν να στερεώσω το πρόσωπό τους, οι μεγάλες αόριστες ακόμα μετατοπιζόμενες ελπίδες, που μας κάνουν και στεκόμαστε ακόμα όρθιοι και κοιτάζουμε μπροστά μας, πέρα από την καταιγίδα, τη μοίρα του ανθρώπου μ' εμπιστοσύνη. Με τάραζε η έγνοια όχι τόσο του σημερινού ανθρώπου που αποσυντίθεται, παρά, προπάντων, του μελλούμενου που συντίθεται και γεννιέται. Και λόγιαζα ο δημιουργός σήμερα αν διατυπώσει άρτια τα πιο βαθιά μέσα του ψυχανεμίσματα, θα βοηθήσει να γεννηθεί, μια ώρα αρχύτερα, μια στάλα αρτιότερα, ο μελλούμενος άνθρωπος. Ολοένα μάντευα και πιο καθαρά την ευθύνη του δημιουργού. Η πραγματικότητα, συλλογίζουμουν, δεν υπάρχει τελειωμένη κι έτοιμη, ανεξάρτητη από μας γίνεται με τη συνεργασία του ανθρώπου είναι ανάλογη με την αξία του ανθρώπου. Αν ανοίξουμε, γράφοντας, ενεργώντας, μια κοίτη ποταμού, μπορεί η πραγματικότητα να χυθεί στην

κοίτη αυτή, που, αν δεν επεμβαίναμε, δε θα την έπαιρνε κι έχουμε εμείς όχι βέβαια όλη, όμως μεγάλη ευθύνη. Σε άλλες εποχές, ισορροπημένες, μπορεί το γράψιμο να 'ταν παιχνίδι σήμερα είναι χρέος βαρύ, και σκοπό δεν έχει να διασκεδάσει με παραμύθια το νου και να τον κάμει να ξεχάσει μα να κηρύξει επιστράτεψη σε όλες τις φωτερές δυνάμες, που επιζούν ακόμα στη μεταβατική εποχή μας, και να σπρώξει τον άνθρωπο να ξεπεράσει, όσο μπορεί, το ζώο. Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες οι ήρωες δεν ήταν παρά τα σκορπισμένα μέλη του Διόνυσου, που συγκρούουνταν μεταξύ τους συγκρούουνταν γιατί ήταν κομμάτια, αντιπροσώπευε καθένας ένα μέρος μονάχα της θεότητας, δεν ήταν ακέραιος θεός ο ακέραιος θεός, ο Διόνυσος, στέκουνταν αόρατος στο κέντρο της τραγωδίας και κυβερνούσε τη γένεση, την εξέλιξη και την κάθαρση του μύθου. Για το μυημένο θεατή, τα σκόρπια αλληλομαχόμενα μέλη του θεού έχουν κιόλα μυστικά εντός του σμίξει και συμφιλιωθεί κι έχουν συνθέσει το ακέραιο σώμα του θεού έχουν γίνει αρμονία. Όμοια λόγιαζα πάντα πως πρέπει, ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας, να υψώνεται ακέραιη, πέρα από τις έχτρες και το πάλεμα, η μελλούμενη αρμονία. Δύσκολος πολύ, μπορεί κι ακατόρθωτος ακόμα, άθλος. Βρισκόμαστε σε μια κοσμοχαλάστρα και κοσμογονική στιγμή, όπου κι οι πιο γενναίες προσωπικές απόπειρες είναι καταδικασμένες, τις περισσότερες φορές, ν' αποτύχουν μα κι οι αποτυχίες αυτές είναι γόνιμες, όχι για μας, παρά για τους ερχόμενους ανοίγουν δρόμο και βοηθούν το μελλούμενο να μπει. Έγραφα συνεπαρμένος μέσα στη γαλήνη του πατρικού σπιτιού κι είχα πάντα στο νου μου τη φοβερή τούτη ευθύνη. Αλήθεια, στην αρχή ήταν ο Λόγος, πριν από την πράξη, γιος, μοναχογιός του Θεού ο Λόγος ο σπερματικός που δημιουργάει τον κόσμο, τον ορατό και τον αόρατο. Σιγά σιγά, και με αναγάλλιαση, βούλιαζα στο μελάνι μεγάλοι ίσκιοι στριμώγνουνταν γύρα από το λάκκο τής καρδιάς μου και ζητούσαν να πιούν αίμα ζεστό να ζωντανέψουν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο Προμηθέας. Μεγάλες βασανισμένες ψυχές που πολύ πόνεσαν στη ζωή τους κι αγάπησαν κι αντιστάθηκαν με αυθάδεια στο Θεό και στη Μοίρα. Μάχουμουν να τους ανασύρω από τον Άδη, για να δοξάσω μπροστά από τους ζωντανούς ανθρώπους τον πόνο τους και τον αγώνα τον πόνο και τον αγώνα του ανθρώπου. Να πάρω κι εγώ κουράγιο. Το ξέρω, ό,τι γράφω δε θα 'ναι ποτέ άρτιο ως τέχνη γιατί η πρόθεσή μου μάχεται να ξεπεράσει τα σύνορα τής τέχνης κι έτσι παραμορφώνεται η θυσία τής ομορφιάς, η αρμονία. Όσο έγραφα, τόσο το 'νιωθα και πιο βαθιά: γράφοντας, δε μάχουμουν για την ομορφιά παρά για τη λύτρωση. Δεν ήμουν αληθινός γραφιάς, να χαίρουμαι ξομπλιάζοντας μια όμορφη φράση, ταιριάζοντας μια πλούσια ρίμα ήμουν άνθρωπος κι εγώ που πονούσα κι αγωνίζουμουν και ζητούσα λύτρωση. Να λυτρωθώ από το μέσα μου σκοτάδι και να το κάμω φως, από τους μέσα μου φοβερούς προγόνους που μούγκριζαν και να τους κάμω ανθρώπους. Και γι' αυτό ανακαλιόμουν τις μεγάλες ψυχές που πέρασαν τους πιο αψηλούς και πιο δύσκολους άθλους, να δω πως τα πάντα μπορεί να νικήσει η ψυχή του ανθρώπου, και να πάρω κουράγιο. Γιατί το 'ξερα, το 'βλεπα: η ίδια, η αιώνια πάλη, που είχε ξεσπάσει ομπρός από τα μάτια μου όταν ήμουν παιδί, ξεσπούσε ακόμα ακατάλυτη μέσα μου, ξεσπούσε ακατάλυτη και στον κόσμο, κι η πάλη αυτή ήταν το ανεξάντλητο μοτίβο τής ζωής μου γι' αυτό μονάχα οι δυο αυτοί παλαιστές πρωταγωνιστούσαν πάντα σε όλο μου το έργο κι αν έγραφα, ήταν γιατί μονάχα με τα γραφτά, αλίμονο, μπορούσα να φέρω βοήθεια στον αγώνα. Ακατάλυτα πάλευαν μέσα μου η Κρήτη κι η Τουρκιά, το

Καλό και το Κακό, το Φώς και το Σκοτάδι και σκοπός μου γράφοντας ήταν, στην αρχή ασύνειδος, ύστερα συνειδητός, να βοηθήσω, όσο μπορώ, την Κρήτη, το Καλό, το Φως, να νικήσουν. Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση. Κι έτυχε να γεννηθώ σε μια εποχή, όπου η πάλη αυτή είναι τόσο έντονη κι η ανάγκη της βοήθειας τόσο επιτακτική, που γρήγορα μπόρεσα να δω πως ο ατομικός μου αγώνας ταυτίζεται με το μεγάλο αγώνα του σημερινού κόσμου όμοια κι οι δυο παλεύουμε για λύτρωση εγώ από τους σκοτεινούς προγόνους, αυτός από τον παλιό άτιμο κόσμο κι οι δυο από το σκοτάδι. Είχε κηρυχτεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, είχε παραφρονήσει ο κόσμος, φανερά πια έβλεπα πως κάθε εποχή έχει το δαίμονά της, αυτός κυβερνάει, όχι εμείς, κι ο δαίμονας της εποχής μας είναι αιμοβόρος τέτοιος πάντα είναι ο δαίμονας όταν ένας κόσμος σαπίσει και πρέπει ν' αφανιστεί. Θαρρείς κι ένας Νους απάνθρωπος, υπεράνθρωπος, βοηθάει το πνέμα να λυτρωθεί από τους σάπιους ανθρώπους και ν' ανηφορίσει, κι όταν δει πως ένας κόσμος μπαίνει εμπόδιο, στέλνει τον αιμοβόρο δαίμονα της καταστροφής να τον γκρεμίσει, ν' ανοίξει δρόμο αιματωμένο πάντα να περάσει το πνέμα. Έβλεπα τώρα ακατάπαυτα γύρα μου, άκουγα τον κόσμο να γκρεμίζεται. Όλοι το βλέπουμε πως γκρεμίζεται, οι πιο αγνές ψυχές κάνουν ν' αντισταθούν, μα ο δαίμονας φυσάει απάνω τους και τα φτερά τους μαδούνε. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, είχα πάρει πάλι τα βουνά της Κρήτης ήξερα πως εκεί μονάχα μπορούσα να βρω όχι γαλήνη, όχι παρηγοριά, παρά την περφάνια που χρειάζεται ο άνθρωπος στις δύσκολες ώρες να μην ξεπέσει. «Κοίταξε, αν μπορείς, το φόβο κατάματα, κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει», άκουσα μια μέρα ένα γέρο αγωνιστή να κάθεται στο πεζούλι τής εκκλησιάς μια Κυριακή απολείτουργα και ν' ορμηνεύει στους νέους τα τσαλίμια τής αντριγιάς. Πήρα το λοιπόν το ραβδί μου κι ένα σακίδιο στην πλάτη και τράβηξα στα βουνά. Ήταν η εποχή που οι Γερμανοί ζόριζαν τη Νορβηγία και μάχουνταν να την υποτάξουν. Ένα μεσημέρι που περνούσα από τη ρίζα του Ψηλορείτη ακούω ψηλά από πάνω μου φωνή άγρια: - Ε, πατριώτη, στάσου! Στάσου να σε ρωτήσω. Σήκωσα το κεφάλι και διέκρινα να ξεκόβει από ένα βράχο και να κατρακυλάει κάτω ένας άνθρωπος. Κατηφόριζε με φαρδιές δρασκελιές από βράχο σε βράχο, οι πέτρες κυλούσαν κάτω από τα πόδια του, βρούχος σηκώνουνταν, ολάκερο το βουνό θαρρούσες κατρακυλούσε μαζί του. Έβλεπα τώρα καθαρά πως ήταν ένας θεόρατος γερο-τσοπάνης. Στάθηκα και τον περίμενα. Τι να με θέλει; συλλογίστηκα γιατί η τόση λαχτάρα; Ζύγωσε, στάθηκε σε μια πέτρα τα στήθια του ανοιχτά, μαλλιαρά, άχνιζαν. - Ε, πατριώτη, μου κάνει λαχανιασμένος, τι γίνεται η Νορβηγία; Είχε ακούσει πως μια χώρα κιντύνευε να σκλαβωθεί, και καλά καλά δεν ήξερε τι είναι η Νορβηγία, που βρίσκεται, τι άνθρωποι ζουν εκεί πέρα ένα μονάχα καταλάβαινε καλά, πως κιντύνευε η ελευτερία. - Καλύτερα είναι, παππού, του αποκρίθηκα, μη σεκλεντίζεσαι καλύτερα είναι. - Δόξα σοι ο Θεός, βρουχήθηκε ο γερο-τσοπάνης κι έκαμε το σταυρό του. - Θες ένα τσιγάρο; τον ρώτησα. - Μωρέ, τι να το κάμω το τσιγάρο; Πράμα δε θέλω, η Νορβηγία να 'ταν καλά και φτάνει! Είπε, άπλωσε το βοσκοράβδι του και πήρε πάλι τον ανήφορο, να βρει το κοπάδι του.

Αλήθεια, άγιος είναι ο αγέρας της Ελλάδας, συλλογίστηκα, εδώ σίγουρα γεννήθηκε η ελευτερία. Δεν ξέρω αν κανένας άλλος χωριάτης ή τσομπάνης στον κόσμο θα ζούσε με τόση αγωνία και τόση αφιλοκέρδεια σαν τον τσομπάνη ετούτο την αγωνία της μακρινής άγνωστης χώρας που μάχεται για τη λευτεριά της. Ο αγώνας της Νορβηγίας είχε γίνει αγώνας του Έλληνα ετούτου βοσκού γιατί ένιωθε τη λευτεριά σαν θυγατέρα του. Με τέτοια αγωνιστική τοποθέτηση του χρέους έγραφα στη γαλήνη του πατρικού σπιτιού, προσπαθώντας να λάβω κι εγώ μέρος στην αιώνια μάχη. Μα κάποτε παρατούσα τα χαρτιά και τα μελάνια κι έπαιρνα το δρόμο, ανάμεσα στις ελιές και στ' αμπέλια, που πάει κατά την Κνωσό. Όταν πρωτανέβηκε σαν την άνοιξη από το χώμα το κρητικό τούτο απροσδόκητο θάμα και πρωτόδα τις πέτρινες σκάλες, τις κολόνες, τις αυλές, τις τοιχογραφίες, άφραστη χαρά και θλίψη με κυρίεψαν για τον εξαίσιο τούτο κόσμο που χάθηκε, για τη μοίρα κάθε ανθρώπινου άθλου να κρατάει στο φως μιαν αστραπή και να βουλιάζει στο χάος αιώνια. Όσο αναστυλώνουνταν κι υψώνουνταν πάλι στον κρητικό ήλιο το βασιλικό Παλάτι και ξαναζωντάνευαν απάνω στους μισογκρεμισμένους τοίχους οι ταυρομαχίες κι οι γυναίκες με τ' ανοιχτά όρθια στήθη, τα βαμμένα χείλια και τις τρικυμισμένες σγουρές πλεξούδες, μια Δευτέρα Παρουσία υψώνουνταν μπροστά μου, κι ανέβαιναν από τα χώματα παμπάλαιοι άγνωστοι πρόγονοι, βουβοί, γελαστοί, τετραπέρατοι, και προγόνισσες με φουστάνια κεντημένα με τ' άστρα τ' ουρανού και της θάλασσας και τα λουλούδια της γης κι έπαιζαν στα μπράτσα τους τα φαρμακερά φίδια του Θεού. Μα σήμερα που ξαναπήρα τον πράσινο δρόμο κι έφτασα στον ιερό λόφο της Δευτέρας Παρουσίας και σεργιάνιζα ώρες στα γκρεμισμένα θάματα, μια ζωγραφιά απάνω απ' όλα με ανατάραξε σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά θ' αποκρίνουνταν σίγουρα η ζωγραφιά αυτή στις τωρινές έγνοιες κι ελπίδες της ψυχής μου, και γι' αυτό για πρώτη φορά κατάλαβα σήμερα το μυστικό νόημά της: Ψάρια πολλά έπλεχαν κι έπαιζαν μέσα στη θάλασσα, με την ουρά ασκωμένη, ευτυχισμένα κι άξαφνα ανάμεσά τους ένα χελιδονόψαρο είχε ανοίξει τα φτερούδια του, είχε δώσει ένα σάλτο κι είχε πεταχτεί έξω από τη θάλασσα, ν' αναπνέψει αέρα. Δε χωρούσε αυτό στη σκλάβα φύση του ψαριού, να ζει ολοζωής μέσα στο νερό, λαχτάρισε να ξεπεράσει τη μοίρα του, ν' ανασάνει το λεύτερο αέρα, να γίνει πουλί. Για μιαν αστραπή μονάχα, όσο μπορούσε να βαστάξει, μα έφτανε η αστραπή αυτή ήταν η αιωνιότητα. Αυτό θα πει αιωνιότητα. Κοίταζα με ταραχή πολλή και συμπόνια το χελιδονόψαρο αυτό, σαν να 'ταν η ψυχή μου και την έβλεπα εκεί ζωγραφισμένη, απάνω στον παλατιανό τοίχο, πριν από χιλιάδες χρόνια. Τούτο είναι το ιερό ψάρι της Κρήτης, μουρμούρισα, που πηδάει να ξεπεράσει την ανάγκη και ν' αναπνέψει ελευτερία. Το ίδιο δε ζητούσε κι ο Χριστός, ο ΙΧΘΥΣ, να ξεπεράσει τη μοίρα του ανθρώπου και να σμίξει με το Θεό, δηλαδή με την απόλυτη ελευτερία; Το ίδιο δε ζητάει κάθε αγωνιζόμενη ψυχή να σπάσει τα σύνορα; Τι ευτυχία, συλλογίζουμουν, να γεννηθεί απάνω στη γης, μπορεί για πρώτη φορά στην Κρήτη, το σύμβολο τούτο τής Ψυχής που μάχεται και πεθαίνει για την ελευτερία! Το χελιδονόψαρο, να η ψυχή του αγωνιζόμενου κι απροσκύνητου ανθρώπου. Έβλεπα το χελιδονόψαρο να τολμάει το θανάσιμο πήδημα έξω από τα νερά, έβλεπα τον άντρα, τη γυναίκα, λιγνομεσάτους, χαρούμενους, σβέλτους, να παίζουν με τον ταύρο στα πέτρινα αλώνια, έβλεπα τη λιόντισσα να κοιμάται γαληνεμένη ανάμεσα στα κρίνα και μάχουμουν να βρω το κρυφό τους νόημα πούθε η τόση αντρειοσύνη και χαρά και τι προσεύχουνται και σε ποιον προσεύχουνται τα γυμνά θριαμβευτικά μπράτσα της γυναίκας, τα περιπλεμένα με μαύρα φίδια; Αυτή η ακατάλυτη δίψα της ζωής, το ηρωικό

αυτό άφοβο χαμόγελο ομπρός στον κίντυνο και στο θάνατο ξυπνούσε μέσα μου θανάσιμες προγονικές παλικαριές και μακροπόθητα συναπαντήματα με το Χάρο. Σαν να 'χαν φιλιώσει ο ταύρος κι ο άνθρωπος, ο Χάρος κι η ψυχή, κι έπαιζαν μια ώρα, δυο ώρες, όσο βαστούσε το φως του ήλιου, γυμνοί κι οι δυο, αλειμμένοι μ' ευωδιαστό λάδι κι οι δυο, σαν αθλητές. «Εδώ, συλλογίζουμουν με ταραχή, εδώ, τη φοβερή στιγμή που αντικρίζει ο Κρητικός την άβυσσο, κρύβεται το μυστικό τής Κρήτης αυτό πρέπει να βρω.» Ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λένιν είχαν χλωμιάσει μέσα μου, το χώμα της Κρήτης με είχε συνεπάρει, δε γύριζα πίσω το κεφάλι, σήκωνα τα μάτια και κοίταζα με λαχτάρα και τρόμο μια αθώρητη, τυλιμένη ακόμα στα σύννεφα, κορφή. Μια θεοβάδιστη κορφή του Σινά, όπου αρματωμένος με σκληρές εντολές κι αστραπές ψυχανεμίζουμουν κατοικεί ο θεός μου. Καινούρια δύναμη ένιωσα να φουσκώνει τις φλέβες μου καινούρια ευθύνη. Θαρρείς πλούτισε το κρητικό χώμα, πλούτισε κι η ψυχή μου ένιωσε πως ήταν ζυμωμένη από περισσότερα παμπάλαια γέλια και δάκρυα. Κατάλαβα πάλι πόσο έντονα και με τόση μυστική βεβαιότητα βρίσκεται σε ανταπόκριση το χώμα με την ψυχή όμοια, σίγουρα, και το λουλούδι θα νιώθει μέσα του ν' ανεβαίνει έρριζα και να μετουσιώνεται σε μυρωδιά και χρώμα η λάσπη. Έβλεπα την ψυχή μου ν' απλώνεται στο αίμα μου, σαν μυστική μικρογραφία τής Κρήτης είχε το ίδιο σχήμα, καράβι τρικάταρτο, έζησε τους ίδιους αιώνες, τους ίδιους τρόμους και τις ίδιες χαρές, αρμενίζοντας ανάμεσα στις τρεις ηπείρους, στους τρεις σφοδρούς σπερματικούς ανέμους, της άγιας Ανατολής, της φλεγόμενης Αφρικής, της νηφάλιας Ευρώπης. Κι ό,τι χρόνια, συνειδητά η ασύνειδα, λαχτάριζα, ξύπνησε τώρα εντός μου ακόμα πιο επιτακτικό ν' αρμονίσω τις τρεις ετούτες παράταιρες επιθυμίες κι ορμές, να φτάσω στον ανώτατο άθλο, στη σύνθεση, στην ιερή τρισυπόστατη Μονάδα. Το πανανθρώπινο θρησκευτικό σύμβολο της αγίας Τριάδας μετατοπίστηκε μέσα μου σε άλλο επίπεδο, λιγότερο συμβολικό, έγινε καυτερή, επιτακτική πραγματικότητα. Άμεσο ανώτατο χρέος. "Ή αυτό ή τίποτα! Ορκίστηκα σε μια στιγμή παραφοράς μέσα μου, ή αυτό ή τίποτα! Δε μου δόθηκε η Τριάδα αυτή άνωθεν, έτοιμη" έπρεπε εγώ να τη δημιουργήσω αυτό 'ταν το χρέος μου αυτό, τίποτα άλλο! Μάταια, έλεγα, δεν τοποθετήθηκε η Κρήτη ανάμεσα στις τρεις μεγάλες Πνοές μάταια δεν πήρε η ψυχή μου το σχήμα και τη μοίρα τής Κρήτης. Χρέος μου, ότι η Κρήτη μέσα στους αιώνες, με τους ανθρώπους της, με τα βουνά της και με τις αφρισμένες θάλασσες γύρα της, σύψυχη, σύγκορμη, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο της, φώναζε, εγώ να το κάμω άρτιο λόγο. Δεν είμαι γιος της; Δεν είμαι χώμα της; Αυτή δεν είναι, τώρα που αντίκρισα την πιο παλιά της λαμπρότητα, που με πρόσταξε να βρω το κρυφό νόημα του αγώνα της και γιατί τόσους αιώνες φώναζε και τι μάχουνταν, τι δικό της κρητικό μήνυμα να πει στους ανθρώπους; Πήρα πίσω το δρόμο κατά το σπίτι πότε πέρασα τις ελιές, τ' αμπέλια, πότε μπήκα στο Μεγάλο Κάστρο κι έφτασα σπίτι; δεν έβλεπα τίποτα στα μάτια μου πηδούσε το χελιδονόψαρο απελπισμένο. Να μπορούσα, συλλογίζουμουν, να πλάσω μια ψυχή, που να πηδάει και να σπάζει, ας είναι και για μιαν αστραπή, τα σύνορα του ανθρώπου! Να ξεφύγει, ας είναι καν για μιαν αστραπή, από την ανάγκη ν' αφήσει πίσω της χαρές και πίκρες κι ιδέες και θεούς και ν' αναπνέψει αμόλευτο, ακατοίκητο αέρα!

Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα το κρατούσα, και το χέρι μου έτρεμε. Γιατί να το ανοίξω; Μάντεψα ευτύς το πικρό μαντάτο «πέθανε, πέθανε», μουρμούρισα, κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Κάμποση ώρα κοίταζα από το παράθυρο τη νύχτα που κατέβαινε θα 'χαν ποτίσει απόψε στην αυλή τις γλάστρες, και το χώμα μύριζε στ' αγκαθωτά κλαδιά της γαζίας κρεμάστηκε σαν στάλα δροσούλα ο Αποσπερίτης. Καλή 'ταν η βραδιά, γλυκιά πολύ μου φάνηκε η ζωή, μια στιγμή είχα ξεχάσει το πικρό γράμμα που κρατούσα. Ντράπηκα ξαφνικά κατάλαβα πως προσπαθούσα, κοιτάζοντας την ομορφιά του κόσμου, να ξεχάσω το θάνατο με βίαιη κίνηση έσκισα το φάκελο, στην αρχή τα γράμματα χόρευαν, σιγά σιγά καταστάλαξαν, σταμάτησαν, μπόρεσα να διαβάσω: «Είμαι ο δάσκαλος του χωριού, και σας γράφω για να σας αναγγείλω τη θλιβερή είδηση πως ο Αλέξης Ζορμπάς, που 'χε εδώ ορυχείο λευκόλιθου, πέθανε την περασμένη Κυριακή, στις 6 το απόγεμα, στο ψυχομάχημά του με φώναξε: "Έλα εδώ, δάσκαλε, μου 'πε, έχω τον τάδε φίλο στην Ελλάδα άμα πεθάνω, γράψε του πως πέθανα και πως ως την τελευταία μου στιγμή τα 'χα σωστά τα μυαλά μου, τετρακόσια, και τον θυμόμουν. Και πως ότι κι αν έκανα δεν το μετανιώνω. Και να 'ναι καλά, να του πεις, και πως είναι καιρός πια να βάλει γνώση... Κι αν έρθει κανένας παπάς να με ξομολοήσει και να με μεταλάβει, πες του να ξεκουμπιστεί να φύγει και την κατάρα του να 'χω! Έκαμα, έκαμα, έκαμα στη ζωή μου, και πάλι λίγα έκαμα άνθρωποι σαν εμένα έπρεπε να ζούνε χίλια χρόνια. Καληνύχτα!"» Έκλεισα τα μάτια κι ένιωθα αργά, ζεστά να κυλούν στα μαγουλά μου τα δάκρυα. «Πέθανε, πέθανε, πέθανε... μουρμούριζα, ο Ζορμπάς, ποτέ πια! Πέθανε το γέλιο, κόπηκε το τραγούδι, έσπασε το σαντούρι, κόπηκε ο χορός απάνω στα χοχλάδια της θάλασσας, γέμισε χώμα το αχόρταγο στόμα, που αγιάτρευτα διψασμένο ρωτούσε, ποτέ πια δε θα βρεθεί πιο τρυφερό, πιο πολυκάτεχο χέρι να χαδέψει την πέτρα, τη θάλασσα, το ψωμί, τη γυναίκα...» Όχι λύπη, θυμός με συνεπήρε. «Άδικο! αδικο! φώναξα, τέτοιες ψυχές δεν πρέπει να πεθαίνουν. Πότε πια θα μπορέσει το χώμα, το νερό, η φωτιά, η τύχη, να πλάσουν ένα Ζορμπά;» Είχα κάμποσους μήνες να μάθω τι γίνεται, μα ήμουν ήσυχος λες καν θαρρούσα πως ήταν αθάνατος πως μπορεί, έλεγα, ένα τέτοιο συντριβάνι να στερέψει; Πως ο Χάρος έναν τέτοιο παμπόνηρο αγωνιστή να τον ρίξει κάτω; Δε θα 'βρισκε την ύστερη στιγμή ένα γέλιο, ένα χορό, μια τρικλοποδιά, να του γλιτώσει; Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι είχαν ξεκινήσει οι θύμησες, καβάλα η μια στην άλλη, βιάζουνταν ανήσυχες, λαχανιασμένες ανέβαιναν στο νου μου, λες κι ήθελαν να περμαζέψουν από το χώμα κι από τον αέρα το Ζορμπά, να μην τον αφήσουν να σκορπίσει. Και τα πιο ασήμαντα περιστατικά που δέθηκαν μαζί του έλαμψαν στη μνήμη μου καθαρά, γοργοσάλευτα και πολύτιμα, σαν πολύχρωμα ψάρια σε διάφανη καλοκαιριάτικη θάλασσα. Τίποτα δικό του δεν είχε πεθάνει μέσα μου θαρρείς κι ότι άγγιξε ο Ζορμπάς είχε γίνει αθάνατο. Τι να κάμω, συλλογίζουμουν όλη τη νύχτα, τι να κάμω, για να ξορκίσω το θάνατο, το θάνατό του; Άνοιξε η καταπαχτή του σπλάχνου μου, πετιούνται απάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζουνται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου ανοιγοκλείουν το στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το Ζορμπά

και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος τής καρδιάς; Γι' αυτό δεν την έπλασε ο θεός; Ν' ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον! Σίγουρα η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας βαθύς κλειστός λάκκος αίμα, κι άμα ανοίξει τρέχουν να πιουν και να ζωντανέψουν όλοι οι διψασμένοι απαρηγόρητοι ίσκιοι, που αγαπήσαμε και που ολοένα πυκνώνουνται γύρα μας και κατασκοτεινιάζουν τον αέρα. Τρέχουν να πιούν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί ξέρουν πως άλλη ανάσταση δεν υπάρχει. Κι απ' όλους μπροστά τρέχει σήμερα ο Ζορμπάς με τις μεγάλες δρασκελιές του κι αναμερίζει τους άλλους ίσκιους, γιατί ξέρει πως αυτόν, απ' όλους πιο πολύ, αγάπησα στη ζωή μου. Το πρωί είχα πάρει την απόφαση είχα ξαφνικά ησυχάσει λες κι είχε κινήσει κιόλα μέσα μου η ανάσταση λες και μια Μαγδαληνή ήταν η καρδιά μου κι έτρεχε στο μνήμα κι ανάσταινε. Είχα αργήσει να σηκωθώ, ο ήλιος έμπαινε γελαστός, ανοιξιάτικος, και φώτιζε απάνω από το κρεβάτι μου το αγαπημένο ανάγλυφο, που δεν ξέρω πως το 'χε βρει ο πατέρας μου και το 'χε κρεμάσει, αφόντας ήμουν παιδί, απάνω από το κεφάλι μου. Δεν πιστεύω στη σύμπτωση, πιστεύω στη μοίρα το ανάγλυφο αυτό ξεσκεπάζει με καταπληκτική απλότητα το μυστικό τής ζωής μου μπορεί και της ζωής του Ζορμπά. Είναι ένα αντίγραφο από αρχαίο επιτύμβιο: ένας γυμνός πολεμιστής, που δεν παράτησε μήτε στο θάνατο την περικεφαλαία, έχει γονατίσει το δεξό του πόδι και με τις δυο παλάμες του σφίγγει το στήθος, κι ένα ήρεμο χαμόγελο διανεύει γύρα από τα κλειστά του χείλια. Η χαριτωμένη κίνηση του δυνατού κορμιού είναι τέτοια που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις χορός είναι ετούτος η θάνατος; Ή χορός αντάμα και θάνατος; Και θάνατος να 'ναι, είπα ξεθαρρεμένος από το χαρούμενο ήλιο, που έπεφτε απάνω στον πολεμιστή και τον ζωντάνευε, και θάνατος να 'ναι, εμείς θα τον κάμουμε χορό εμείς, καρδιά μου, ας του δώσουμε το αίμα μας να ζωντανέψει ας κάμουμε ό,τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Ο χορευτής, ο πολεμιστής. Η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή μου... (Αντιγραφή/ Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Λειψία, Γερμανία, Ιανουάριος 2008) http://www.uni-leipzig.de/~organik/giannis/index.htm Σημείωση: Θεωρώ σημαντικό να αναφέρω εδώ την επιστολή του Ν. Καζαντζάκη προς τον Παντελή Πρεβελάκη. Ο Kαζαντζάκης αναφέρεται στο θάνατο του Σικελιανού τον Ιούνιο του 1951: Ποτέ ο 'Aγγελος [Σικελιανός] δεν ήταν τόσο κοντά μου, τόσο μέσα μου, όσο όλες ετούτες τις μέρες. Για μερικούς ανθρώπους ο θάνατος είναι απαράδεχτος, ποτέ δεν έβαλα στο νου μου πως μπορούσε να πεθάνει, κι ό,τι ένιωσα στο φοβερό χτύπημα ήταν αγανάχτηση και κατάπληξη. Δεν μπορώ ν ανεχτώ να ζουν τόσοι τιποτένιοι και να χάνεται μια τέτοια "εντελέχεια". Ποτέ δε σιχάθηκα τόσο τη μοίρα κι αυτούς που πιστεύουν σε "Θεό", ποτέ δεν αγρίεψα με τόση εωσφορική σιγουράδα. Οταν συλλογίζουμαι τώρα την Ελλάδα και τους ανθρώπους που την κατοικούν και τους πιθήκους που εξευτελίζουν το Πνέμα, καπνίζει η κεφαλή μου. Μού ρχεται ν ανοίξω τη μαύρη πόρτα και να φύγω. Απάνω στην κοπριά του κόσμου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: είναι άδικο, είναι άδικο, δεν το δέχομαι... Α.Γ.

(Αντιγραφή/ Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Λειψία, Γερμανία, Ιανουάριος 2008) http://www.uni-leipzig.de/~organik/giannis/index.htm