Οµιλία του Καθηγητή κ. Λουκά Παπαδήµου στην εκδήλωση για την απονοµή του «Αριστείου ΙΟΒΕ» Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2013
Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι Υπουργοί, Κύριοι Βουλευτές, Κύριε ιοικητά, Εκλεκτοί προσκεκληµένοι, Αγαπητοί φίλοι, I. Εισαγωγή Η σηµερινή εκδήλωση λαµβάνει χώρα σε µια χρονική στιγµή που η πατρίδα µας εξακολουθεί να δοκιµάζεται από τη µεγαλύτερη οικονοµική και κοινωνική κρίση των τελευταίων 60 ετών. Έχουν περάσει σχεδόν 3 χρόνια από τότε που εκδηλώθηκε η κρίση χρέους που τελικά οδήγησε τη χώρα µας να ζητήσει τη χρηµατοδοτική στήριξη των ευρωπαίων εταίρων και του ΝΤ, για να αντιµετωπίσει τις συνέπειες της δηµοσιονοµικής κατάρρευσης και του αποκλεισµού της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Αποτέλεσµα ήταν η υιοθέτηση και εφαρµογή του πρώτου και, αργότερα, του δεύτερου προγράµµατος προσαρµογής της ελληνικής οικονοµίας. Από τότε έως τώρα, σειρά γεγονότων και επιλογών πολιτικής έχουν επηρεάσει καθοριστικά θετικά και αρνητικά την ελληνική οικονοµία. Συνολικά, κατά τα προηγούµενα χρόνια έχουν γίνει πολλά ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας, να αποκατασταθεί η δηµοσιονοµική σταθερότητα, να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα και να διασφαλιστεί η παραµονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Αποµένουν όµως να γίνουν πολλά ακόµη για να διαµορφώσουµε τις αναγκαίες συνθήκες για την ανόρθωση και τη βιώσιµη ανάπτυξη της οικονοµίας µας. Πρέπει επίσης να δράσουµε άµεσα για να δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να µειωθεί η υψηλή ανεργία, που αποτελεί µείζον οικονοµικό και κοινωνικό πρόβληµα. Είµαι αισιόδοξος, υπό προϋποθέσεις, για το τελικό αποτέλεσµα της τιτάνιας προσπάθειας που καταβάλλει ο ελληνικός λαός για την υπέρβαση της κρίσης. Ωστόσο, η σηµερινή συγκυρία εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως για τους περισσότερο από ένα εκατοµµύριο άνεργους συµπολίτες µας. Γι αυτό το λόγο, συµµετέχω στη σηµερινή εκδήλωση µε ανάµεικτα αισθήµατα: από τη µια πλευρά, ελπίδας, περίσκεψης και ευθύνης όσον αφορά τις προοπτικές της χώρας και, από την άλλη, ικανοποίησης και ευγνωµοσύνης για την τιµή που µου γίνεται. Πράγµατι, µε ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση αποδέχοµαι το Αριστείο του Ιδρύµατος Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών. Θέλω να εκφράσω τις ειλικρινείς µου ευχαριστίες στον Πρόεδρο και τα µέλη του ιοικητικού Συµβουλίου του Ιδρύµατος για την τιµητική αυτή διάκριση, καθώς και σε όλους εσάς που µε τιµάτε µε την παρουσία σας. Θέλω επίσης να απευθύνω εγκάρδιες ευχαριστίες στους δύο προηγούµενους οµιλητές, τον Πρόεδρο του ΙΟΒΕ κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλο και τον Καθηγητή και πρώην Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας κ. Βασίλειο Ράπανο, για τα επαινετικά και θερµά τους λόγια σχετικά µε το επιστηµονικό µου έργο, καθώς και τη συµβολή µου στην οικονοµική και νοµισµατική πολιτική που ασκήθηκε στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια. 1
Το έργο του κάθε επιστήµονα και του κάθε υπεύθυνου για τη χάραξη και άσκηση οικονοµικής πολιτικής στηρίζεται στο έργο των συνεργατών του. Και επιθυµώ µε την ευκαιρία αυτή να εκφράσω την ευγνωµοσύνη µου σε όλους εκείνους µε τους οποίους συνεργάστηκα στενά και εποικοδοµητικά µε διάφορες ιδιότητες στο παρελθόν. Είµαι ευτυχής για την παρουσία πολλών συνεργατών µου στην αίθουσα αυτή. Πρέπει όµως να επισηµάνω, όπως είθισται να αναφέρεται σε σηµειώσεις επιστηµονικών συγγραµµάτων, ότι «είµαι ευγνώµων για τα θετικά σχόλια και τη γόνιµη συνεργασία, αλλά η ευθύνη για τυχόν λάθη και παραλείψεις κατά την άσκηση της πολιτικής βαρύνει αποκλειστικά εµένα τον ίδιο». Στην επαγγελµατική µου ζωή, προσπάθησα να συνδυάσω την έρευνα και τη διδασκαλία θεµάτων οικονοµικής ανάλυσης και πολιτικής µε την εφαρµογή τους στην πράξη. Στην επαγγελµατική µου διαδροµή, προοδευτικά, η άσκηση οικονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής κυριάρχησε στις δραστηριότητές µου, και πιο πρόσφατα εκ των πραγµάτων κυριάρχησε η άσκηση πολιτικής, χωρίς επιθετικό προσδιορισµό. Κυρίες και Κύριοι, Η ιστορία και η πείρα έχουν καταδείξει ότι η οικονοµική πολιτική επιτυγχάνει τους στόχους της όταν στηρίζεται, µεταξύ άλλων, σε σωστή και εµπειρικά τεκµηριωµένη ανάλυση. Η συµβολή του ΙΟΒΕ στην οικονοµική έρευνα που οδηγεί σε ευρήµατα και συµπεράσµατα χρήσιµα για τη διαµόρφωση θέσεων πολιτικής είναι πολύτιµη. Και κατά τα τελευταία 3,5 περίπου χρόνια, υπό την καθοδήγηση του σηµερινού υπουργού οικονοµικών Γιάννη Στουρνάρα, το ΙΟΒΕ παρήγαγε έργο σηµαντικό που άµεσα αφορά τα οικονοµικά προβλήµατα της χώρας µας. Σήµερα, περισσότερο παρά ποτέ, η Ελλάδα έχει ανάγκη ουσιαστικής, τεκµηριωµένης και αντικειµενικής ανάλυσης των οικονοµικών της προκλήσεων. Και, βεβαίως, έχει ανάγκη ορθής αξιολόγησης των µέτρων πολιτικής που αναµένεται ότι θα συµβάλουν στην αντιµετώπιση αυτών των προκλήσεων. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί µερικές φορές, τα µέσα και τα µέτρα πολιτικής που προτείνονται για την υπέρβαση της κρίσης και την επάνοδο της οικονοµίας σε τροχιά βιώσιµης ανάπτυξης, τείνουν µάλλον να αντανακλούν προσδοκίες, ευχές και ελπίδες που δεν στηρίζονται σε ρεαλιστική κατανόηση της πραγµατικότητας και σωστή αξιολόγηση των εργαλείων µε τα οποία µπορεί να επιτευχθούν αποτελεσµατικά οι εθνικοί µας στόχοι. Μόνο που µε ευχές, ιδεολογήµατα και αστήριχτες ελπίδες δουλειά δεν γίνεται. Αντίθετα, αυτές µπορεί να δηµιουργήσουν λανθασµένες προσδοκίες και ψευδαισθήσεις ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις για τα δύσκολα προβλήµατα που ταλανίζουν τη χώρα µας επί σειράν ετών. ΙΙ. ιδάγµατα από την κρίση για την οικονοµική πολιτική Σύµφωνα µε το πρόγραµµα, στη σηµερινή εκδήλωση δεν είµαι ο επίσηµος οµιλητής. Επιτρέψτε µου, όµως, να παρουσιάσω ορισµένες σκέψεις και διδάγµατα που απορρέουν από την κρίση που βιώνουµε και, γενικότερα, από την ελληνική και τη διεθνή πείρα για την πολιτική που πρέπει να εφαρµόσουµε, προκειµένου να υπερβούµε την κρίση το ταχύτερο δυνατό και µε το µικρότερο κόστος προσαρµογής. Και, βεβαίως, έχει µεγάλη σηµασία να ολοκληρωθεί η προσπάθεια εξυγίανσης και ανόρθωσης της οικονοµίας γρήγορα και αποτελεσµατικά. Γιατί η διάρκεια της οικονοµικής προσαρµογής αποδείχθηκε απαράδεκτα µεγάλη και το οικονοµικό κόστος τεράστιο και δυσβάστακτο, ιδίως για τα οικονοµικά ασθενέστερα µέλη της κοινωνίας µας. 2
Το πρώτο γενικό συµπέρασµα που προκύπτει από τη διεθνή πείρα, είναι ότι όσο αµεσότερα, συνεκτικότερα και αποτελεσµατικότερα εφαρµόζονται τα απαιτούµενα µέτρα πολιτικής, τόσο ταχύτερα επιτυγχάνονται οι στόχοι και τόσο µικρότερο είναι το κόστος προσαρµογής. Καθυστερήσεις, αµφιταλαντεύσεις, αποκλίσεις, πισωγυρίσµατα στην εφαρµογή της κατάλληλης πολιτικής, έχουν δυσµενέστατες συνέπειες για διάφορους λόγους. Μεταξύ αυτών είναι η αύξηση της αβεβαιότητας, η µείωση της εµπιστοσύνης και η διαµόρφωση δυσµενών προσδοκιών για το µέλλον, που επηρεάζουν αρνητικά την κατανάλωση και τις επενδύσεις και, συνεπώς, την παραγωγή και τα εισοδήµατα. Αυτό το προφανές εκ των υστέρων συµπέρασµα δεν ήταν εκ των προτέρων επαρκώς κατανοητό. Κατά καιρούς, κυριάρχησαν πολιτικές σκοπιµότητες καθώς και ατελείς απόψεις για την απαιτούµενη πολιτική, οι οποίες βασίζονταν σε ανεπαρκή κατανόηση και αξιολόγηση του µεγέθους και της πολυπλοκότητας του οικονοµικού µας προβλήµατος. Βλέποντας µπροστά, δεν πρέπει να επαναλάβουµε τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος. Έχουµε κάνει περισσότερο από το µισό της απαιτούµενης προσπάθειας για τη δηµοσιονοµική εξυγίανση και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας µας. Όµως, όπως στον µαραθώνιο, το τελευταίο τµήµα της διαδροµής µπορεί να αποδειχθεί εξίσου ή και πιο απαιτητικό. Χρειάζονται, εποµένως, σθένος, επιµονή και συγκέντρωση για να ολοκληρωθεί µε επιτυχία ο αγώνας και να διασφαλιστούν οι αναγκαίες συνθήκες για οικονοµική ανάπτυξη και κοινωνική ευηµερία. Χρειάζονται όµως και άλλες δράσεις προκειµένου να επιτευχθούν οι τελικοί αυτοί στόχοι της οικονοµικής πολιτικής. Η εφαρµογή του οικονοµικού προγράµµατος που υιοθετήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012, το οποίο πρόσφατα συµπληρώθηκε, ιδίως µε τα συµφωνηθέντα πρόσθετα µέτρα για το 2013 και 2014 και την επιµήκυνση ως προς τη διάρκειά του, ορίζει το πλαίσιο και αποτελεί την πυξίδα της οικονοµικής πολιτικής για τα επόµενα χρόνια. Η επιτυχής, όµως, εφαρµογή του, και η επίτευξη των τελικών σκοπών της βιώσιµης ανάπτυξης και της µείωσης της ανεργίας, απαιτούν, πρώτον, κατάλληλη συµπλήρωση και, δεύτερον, αποτελεσµατική υλοποίηση των προβλεπόµενων µέτρων και µεταρρυθµίσεων. Όπως έχω επισηµάνει και στο παρελθόν, είναι ανάγκη να αποφύγουµε δύο φαύλους κύκλους. Πρώτο, τον φαύλο κύκλο της βαθύτερης ύφεσης που δυσχεραίνει την επίτευξη των δηµοσιονοµικών στόχων και οδηγεί στη λήψη πρόσθετων µέτρων που ενέχουν τον κίνδυνο περαιτέρω συρρίκνωσης της δραστηριότητας και των εισοδηµάτων. εύτερο, τον φαύλο κύκλο που δηµιουργείται από την αύξηση της αβεβαιότητας, τη µείωση της εµπιστοσύνης, την εξάτµιση της ρευστότητας και τον περιορισµό της πιστωτικής επέκτασης. Προκειµένου να δηµιουργήσουµε ενάρετους συσχετισµούς δηµοσιονοµικής προσαρµογής και οικονοµικής ανάπτυξης, να ενισχύσουµε την εµπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονοµίας και να αυξήσουµε τη χρηµατοδότησή της, πρέπει να εφαρµόσουµε πιστά το πρόγραµµα και να το συµπληρώσουµε µε µέτρα που θα έχουν άµεση και ουσιαστική θετική επίδραση στη ζήτηση, την παραγωγή και την απασχόληση. Αυτόν το δρόµο πρέπει να ακολουθήσουµε. Και για να επιτύχουµε πρέπει, µεταξύ άλλων, να αντιµετωπίσουµε τις βαθύτερες αιτίες της οικονοµικής κρίσης που βιώνουµε τα τελευταία χρόνια. Αυτό είναι το δεύτερο γενικό δίδαγµα που προκύπτει από την αξιολόγηση της πολιτικής που ασκήθηκε σε άλλες χώρες και την κατανόηση του δικού µας οικονοµικού προβλήµατος. Μόνο όταν αντιµετωπισθούν τα βαθύτερα και κύρια αίτια που προκάλεσαν την κρίση θα επιτύχουµε να διασφαλίσουµε ουσιαστικά τη δηµοσιονοµική σταθερότητα και τη βιώσιµη οικονοµική ανάπτυξη. 3
Το ελληνικό οικονοµικό πρόβληµα, που κυρίως χαρακτηρίζεται από το υπερβολικά υψηλό δηµόσιο χρέος και την ιδιαίτερα χαµηλή σύµφωνα µε διάφορους δείκτες διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας µας, είναι ασφαλώς αποτέλεσµα της εσφαλµένης δηµοσιονοµικής πολιτικής και της αναποτελεσµατικής λειτουργίας των αγορών. εν υπάρχει πλέον αµφιβολία ότι η ανεύθυνη και κοντόφθαλµη δηµοσιονοµική πολιτική που ασκήθηκε κατά περιόδους οδήγησε στη συσσώρευση εξαιρετικά υψηλού χρέους και έκανε τη χώρα δέσµια των πιστωτών. Ταυτόχρονα, όµως, υπονόµευσε την αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα της πραγµατικής οικονοµίας. ιαβρώθηκαν αξίες και αρχές οικονοµικές και ηθικές πάνω στις οποίες στηρίζονται η ορθολογική, αποτελεσµατική και δίκαιη λειτουργία της οικονοµίας. Όσον αφορά τη δηµοσιονοµική διαχείριση, επιβάλλεται, µεταξύ άλλων, να δηµιουργηθούν ή να ενισχυθούν θεσµοί και µηχανισµοί, κοινά αποδεκτοί από τις πολιτικές δυνάµεις της χώρας, που θα προάγουν την άσκηση συνετής και συνεπούς δηµοσιονοµικής πολιτικής, η οποία δεν θα επηρεάζεται από εκλογικούς κύκλους, µικροπολιτικές σκοπιµότητες και την απουσία αποτελεσµατικού κοινοβουλευτικού ελέγχου. Οι θεσµοί αυτοί θα πρέπει επίσης να προωθούν την επιδιωκόµενη εξυγίανση του κράτους και να προβλέπουν την έγκαιρη διόρθωση τυχόν αποκλίσεων των δηµοσιονοµικών αποτελεσµάτων από τους στόχους. Βεβαίως, το πρόγραµµα δηµοσιονοµικής προσαρµογής που εφαρµόζεται, η διαδικασία που έχει υιοθετηθεί για την παρακολούθηση της εφαρµογής του και οι προβλεπόµενες µεταρρυθµίσεις στη δηµόσια διοίκηση αποσκοπούν στην επίτευξη δηµοσιονοµικής σταθερότητας και στη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους. Επίσης, το ηµοσιονοµικό Σύµφωνο που εγκρίθηκε από όλα τα κράτη-µέλη της Ευρωζώνης αποσκοπεί στη διασφάλιση δηµοσιονοµικής πειθαρχίας µακροπρόθεσµα. Για να αποδώσουν όµως στην πράξη τα µέτρα του προγράµµατος και να έχουν µόνιµα ευεργετικό αποτέλεσµα στο µέλλον, έχει σηµασία να δηµιουργήσουµε εµείς οι ίδιοι τους κατάλληλους θεσµούς και µηχανισµούς, και να εφαρµόσουµε τις απαιτούµενες µεταρρυθµίσεις για την εξυγίανση του δηµόσιου τοµέα αποτελεσµατικά. Αυτό πρέπει να το πράξουµε όχι επειδή µας επιβάλλεται από τους πιστωτές και τους διεθνείς οργανισµούς, αλλά επειδή εµείς κατανοούµε τα οφέλη και πράγµατι θέλουµε να διορθώσουµε τις αδυναµίες του συστήµατος που µας οδήγησαν στο χείλος του γκρεµού, και επειδή µε αυτό τον τρόπο θα επιτύχουµε την ανάπτυξη της οικονοµίας και την αύξηση της απασχόλησης. Πρέπει να οικειοποιηθούµε τη διαδικασία της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης και την επιδίωξη δηµιουργίας µιας αποτελεσµατικής δηµόσιας διοίκησης. Και αυτό απαιτεί πραγµατική πολιτική βούληση και ευρεία συναίνεση από τις πολιτικές δυνάµεις της χώρας, γιατί η επίτευξη αυτών των στόχων είναι προς όφελος όλων των Ελλήνων πολιτών. Βεβαίως, θα υπάρχουν διαφορές, και είναι χρήσιµο να υπάρχουν διαφορές, όπως σε κάθε δηµοκρατία, ως προς τον τρόπο και τα µέσα επίτευξης των στόχων. Όσον αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ασφαλώς αυτή δεν µπορεί να επιτευχθεί µόνο, ή κυρίως, µε τη συµπίεση του µοναδιαίου κόστους εργασίας. Ωστόσο, ήταν επιβεβληµένη η διορθωτική µείωσή του λόγω της µεγάλης σωρευτικής αύξησης που είχε σηµειωθεί, σε σχέση µε αυτή στις ανταγωνίστριες χώρες, τα προηγούµενα χρόνια, και της συνακόλουθης επίπτωσης στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, που σαφώς αντανακλόταν στο διευρυνόµενο ισοζύγιο πληρωµών. 4
Προκειµένου να αντιµετωπίσουµε τους βασικούς παράγοντες που έχουν επηρεάσει δυσµενώς την ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας µας, πρέπει επιτέλους να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις και οι ανορθολογικές παρεµβάσεις που εµποδίζουν την αποτελεσµατική λειτουργία των αγορών και την ενίσχυση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας. Αυτό θα είναι προς όφελος και των καταναλωτών και των παραγωγών. Γιατί µε την ενίσχυση του ανταγωνισµού, θα µειωθούν οι τιµές των αγαθών και υπηρεσιών, µε ευνοϊκές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναµη και τα πραγµατικά εισοδήµατα των εργαζοµένων, στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και στις εξαγωγές και, εποµένως, στη συνολική οικονοµική δραστηριότητα. Αυτό επιτάσσει η οικονοµική λογική, που όµως συστηµατικά έχει αγνοηθεί στην πράξη, γιατί κακώς εννοούµενα επαγγελµατικά συντεχνιακά συµφέροντα, ολιγοπωλιακές καταστάσεις και διαρθρωτικές στρεβλώσεις υπονόµευσαν την ορθολογική και αποτελεσµατική λειτουργία των αγορών. Κυρίες και Κύριοι, Το εξαιρετικά υψηλό και αυξανόµενο ποσοστό ανεργίας αποτελεί µείζον οικονοµικό και κοινωνικό πρόβληµα. Η επίλυσή του πρέπει να καταστεί άµεση προτεραιότητα της οικονοµικής πολιτικής. Οι αρνητικές επιπτώσεις της ανεργίας είναι εξαιρετικά σοβαρές και πολλαπλές. Πρωτίστως και άµεσα, επιδεινώνεται η οικονοµική κατάσταση των ανέργων και των οικογενειών τους, µε δυσµενείς συνέπειες για τη συνολική οικονοµική δραστηριότητα. Επιπλέον, η υψηλή ανεργία, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι µεγάλο ποσοστό των ανέργων µένουν χωρίς δουλειά για παρατεταµένο χρονικό διάστηµα (το 64% των ανέργων βρίσκονται χωρίς δουλειά για περισσότερους από 12 µήνες, όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ), ενέχει κινδύνους για τη συνοχή της κοινωνίας και για τις µακροπρόθεσµες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονοµίας. Με τη βαθµιαία απαξίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναµικού και την αύξηση της µετανάστευσης, ιδίως των νέων, στο εξωτερικό, µειώνονται το ανθρώπινο κεφάλαιο και ο δυνητικός ρυθµός οικονοµικής ανάπτυξης µεσοµακροπρόθεσµα. Για αυτούς, και άλλους, λόγους απαιτείται να εφαρµοστεί µια συνολική και αποτελεσµατική πολιτική ενίσχυσης της απασχόλησης. Η εφαρµογή του οικονοµικού προγράµµατος και, ειδικότερα, η υλοποίηση των διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων που αποσκοπούν στη στήριξη της δραστηριότητας και τη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων της οικονοµίας, βεβαίως θα επηρεάσουν θετικά την αγορά εργασίας. Και θέλω εδώ να τονίσω ότι η πείρα άλλων χωρών στην ευρωζώνη σαφώς καταδεικνύει ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί ταυτόχρονα χαµηλό ποσοστό ανεργίας και υψηλός βαθµός δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, όταν υλοποιούνται οι κατάλληλες διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις και διαµορφώνεται ένα πρόσφορο περιβάλλον που στηρίζει τις επενδύσεις, την παραγωγή, τις εξαγωγές και την απασχόληση. Αυτό είναι το τρίτο σηµαντικό δίδαγµα που πρέπει να κατανοήσουµε και να αξιοποιήσουµε στην οικονοµική µας πολιτική. Συγκεκριµένα, χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, η Γερµανία έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν το ποσοστό ανεργίας σε ιδιαίτερα χαµηλά επίπεδα, µεταξύ 4% και 6%, και ταυτόχρονα να περιορίσουν τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα σε ποσοστό µικρότερο του 4,5% του ΑΕΠ. Επίσης, η Ιρλανδία που δοκιµάζεται, όπως και η χώρα µας, από την κρίση χρέους, έχει επιτύχει τη συγκράτηση του ποσοστού ανεργίας στο 15%. Ωστόσο, εκτιµάται ότι στην περίπτωση της Ελλάδος, λόγω των τρεχουσών οικονοµικών συνθηκών και της συντελούµενης οικονοµικής προσαρµογής, οι ευνοϊκές επιδράσεις των µεταρρυθµίσεων στην απασχόληση θα εµφανιστούν µε χρονικές υστερήσεις. 5
Η επιδιωκόµενη και αναµενόµενη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων ασφαλώς θα ενισχύσει την απασχόληση, όµως οι θετικές επιπτώσεις θα εκδηλωθούν βαθµιαία. Είναι, εποµένως, ανάγκη να συµπληρωθούν οι δράσεις αυτές µε άλλες πολιτικές που θα συµβάλουν στην αισθητή µείωση του ποσοστού ανεργίας στο άµεσο µέλλον. Αυτές περιλαµβάνουν τα προγράµµατα ενίσχυσης της απασχόλησης που χρηµατοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους και ήδη εφαρµόζονται. Οι ευεργετικές επιπτώσεις των προγραµµάτων αυτών στην απασχόληση εξαρτώνται σε µεγάλο βαθµό από τον τρόπο εφαρµογής τους. Η αύξηση της απασχόλησης µπορεί να επιτευχθεί µε αποτελεσµατικό τρόπο µε τη χρήση των νέων χρηµατοδοτικών µέσων, που έχουν δηµιουργηθεί σε συνεργασία µε την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για την αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών και της χρηµατοδότησης των µικροµεσαίων επιχειρήσεων. Είναι σκόπιµο να εξετασθεί η διασύνδεση της παροχής χρηµατοδότησης από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις µε τη δέσµευσή τους να αυξήσουν τον αριθµό των εργαζόµενων σε αυτές. ΙΙΙ. Συµπεράσµατα Κυρίες και Κύριοι, Κατά τα τελευταία τρία χρόνια, η χώρα µας έφθασε αρκετές φορές στα πρόθυρα τις οικονοµικής κατάρρευσης. Με τη συνδροµή των ευρωπαίων εταίρων µας και των διεθνών οργανισµών και, κυρίως, µε της θυσίες του ελληνικού λαού, κατορθώσαµε να αποτρέψουµε την οικονοµική και εθνική χρεοκοπία και να διασφαλίσουµε την παραµονή της Ελλάδος στην ευρωζώνη. Και έχουµε κάνει σηµαντικά βήµατα προς την αποκατάσταση της δηµοσιονοµικής σταθερότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας. Το οφείλουµε στους εαυτούς µας ώστε οι θυσίες που έγιναν να µην πάνε χαµένες αλλά το οφείλουµε και στις επόµενες γενιές, να συνεχίσουµε και να ολοκληρώσουµε τη διαδικασία εξυγίανσης και ανόρθωσης της οικονοµίας. εν πρέπει στο µέλλον να περάσουµε παρόµοια οδυνηρή δοκιµασία. Και γι αυτό δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι η κρίση ήταν κυρίως αποτέλεσµα του ότι για πάρα πολλά χρόνια, και ιδίως κατά τη δεκαετία µετά την υιοθέτηση του ενιαίου νοµίσµατος, δεν κάναµε όσα έπρεπε για να αντιµετωπίσουµε τις µακροοικονοµικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναµίες της οικονοµίας. Αντίθετα, σε ορισµένες περιόδους, η πολιτική που ασκήθηκε όξυνε αντί να αµβλύνει τα προβλήµατα. Αυτό δεν ήταν συνέπεια ανεπαρκούς διάγνωσης των προβληµάτων και απουσίας προτάσεων πολιτικής για την επίλυσή τους. Ήταν συνέπεια άλλων παραγόντων που ενθάρρυναν την αδράνεια και την άσκηση εσφαλµένης πολιτικής. Θα σας αναφέρω ενδεικτικά ότι πριν από 10 χρόνια, το 2002, στη Ετήσια Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονοµία είχα κάνει εκτενή αναφορά στα µέτρα και τις µεταρρυθµίσεις που έπρεπε να υλοποιηθούν για να διασφαλιστεί η οµαλή συµµετοχή και η διατηρήσιµη ανάπτυξη της οικονοµίας µας στην ευρωζώνη, λαµβάνοντας υπόψη ότι δεν θα ήταν πλέον δυνατόν να χρησιµοποιηθούν τα εργαλεία της νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής για τη στήριξη της ανάπτυξης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Και οι επόµενοι διοικητές της Τράπεζας, καθώς και διεθνείς οργανισµοί και ανεξάρτητοι οικονοµικοί αναλυτές είχαν επισηµάνει τους κινδύνους και διατύπωσαν προτάσεις για την αποφυγή τους. 6
Σκεπτόµενοι το µέλλον, προκειµένου να εφαρµόσουµε το οικονοµικό πρόγραµµα µε επιτυχία, πρέπει, εκτός των όσων ανέφερα πριν, να αποτρέψουµε το ενδεχόµενο να υπονοµευθεί η εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων, από τους ίδιους παράγοντες και τις πρακτικές που εµπόδισαν την εφαρµογή τους στο παρελθόν, όπως οι νοοτροπίες και οι συµπεριφορές που υποθάλπουν την αδράνεια, παρακωλύουν την εφαρµογή των νόµων, και αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση µικροπολιτικών ή προσωπικών συµφερόντων σε βάρος του δηµοσίου συµφέροντος και της αποτελεσµατικής λειτουργίας τους κράτους. Ολοκληρώνω και συνοψίζω µε λίγες σύντοµες επισηµάνσεις. Η ελληνική οικονοµία είναι σχετικά µικρή, εξακολουθεί να αντιµετωπίζει µεγάλα προβλήµατα, αλλά έχει σηµαντικά συγκριτικά πλεονεκτήµατα που, εφόσον αξιοποιηθούν, θα συντελέσουν στην επίλυση των προβληµάτων. Από εµάς εξαρτάται πόσο γρήγορα και αποτελεσµατικά θα αξιοποιήσουµε αυτά τα πλεονεκτήµατα. Η πείρα µας από την προηγούµενη δεκαετία δεν είναι ενθαρρυντική. Όµως, η Ελλάδα αλλάζει και λόγω των διδαγµάτων που απορρέουν από την κρίση. Η χώρα ακολουθεί το σωστό αλλά δύσκολο δρόµο προς τη δηµοσιονοµική εξυγίανση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για βιώσιµη ανάπτυξη. Πρέπει και µπορούµε να ολοκληρώσουµε την πορεία αυτή µε επιτυχία. Και πρέπει όλοι να συµβάλουµε στην προσπάθεια που γίνεται. Προκειµένου, όµως, να υπερβούµε την κρίση το ταχύτερο δυνατόν και µε το µικρότερο κόστος προσαρµογής, είναι αναγκαίο, εκτός από την πιστή εφαρµογή του προγράµµατος, να το συµπληρώσουµε µε άλλες δράσεις για την άµεση ενίσχυση της δραστηριότητας και της απασχόλησης, και να δηµιουργήσουµε κατάλληλους θεσµούς και µηχανισµούς που θα προαγάγουν τη δηµοσιονοµική σταθερότητα καθώς και την αποτελεσµατική και εύρυθµη λειτουργία των αγορών, θα διασφαλίζουν την εφαρµογή των νόµων, θα ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και, γενικότερα, θα συντελέσουν στην αλλαγή της νοοτροπίας και των πρακτικών που εµπόδισαν την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισµό της οικονοµίας. Ήλθε η ώρα να συνειδητοποιήσουµε, ότι για ορισµένα κρίσιµα θέµατα, «πήραµε τη ζωή µας λάθος, και πρέπει να αλλάξουµε ζωή». Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει ευρεία πολιτική συναίνεση όσον αφορά την ανάγκη, τα βασικά χαρακτηριστικά και τη λειτουργία των θεσµών που πρέπει να δηµιουργηθούν, καθώς και των µεταρρυθµίσεων που πρέπει να πραγµατοποιηθούν για τη βελτίωση της παιδείας, του ανθρώπινου δυναµικού και των άλλων προσδιοριστικών παραγόντων του ρυθµού οικονοµικής ανάπτυξης. Είναι πράγµατι αναγκαίο να επιδιώξουµε την ευρεία συναίνεση των πολιτών και των πολιτικών δυνάµεων ώστε να αντιµετωπίσουµε αποτελεσµατικά τα µεγάλα και κρίσιµα ζητήµατα για το µέλλον της χώρας. Εύχοµαι στην επόµενη παρόµοια εκδήλωση του ΙΟΒΕ να αξιολογήσουµε θετικά τα αποτελέσµατα της πολιτικής που θα εφαρµοστεί και, γενικότερα, όλων των δράσεων που θα συµβάλουν στην ανάκαµψη της οικονοµίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Σας ευχαριστώ. 7