ΣτΕ 305/2017 [Επιβάρυνση ιδιοκτησίας από πράξη ταυτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης] Περίληψη -Το κύρος της απόφασης του Νομάρχη κατά το μέρος που αφορά την αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδκυτ'της επίμαχης περιοχής, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως, με την ευκαιρία προσβολής της απόφασης του ιδίου Νομάρχη περί κυρώσεως εν μέρει πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, εφόσον, κατά το μέρος αυτό, το οποίο αποτελεί το έρεισμα της εν λόγω νομαρχιακής απόφασης, συνιστά ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, μη δυνάμενη, κατά γενική αρχή, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως όταν διαφύγει την ευθεία ακυρωτική προσβολή. Με τα δεδομένα αυτά, ανεπιτρέπτως προέβη το δικάσαν δικαστήριο σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της απόφασης του Νομάρχη και δέχθηκε ότι η απόφαση αυτή είναι ανίσχυρη, περαιτέρω δε ότι η πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση της εν λόγω νομαρχιακής απόφασης, δεν είναι νόμιμη. Συνεπώς, για τον λόγο ρυτό που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η επικαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. -Σε περίπτωση μετατροπής οικοδομικού τετραγώνου ή μέρους του σε πλατεία ή εν γένει κοινόχρηστο χώρο πρασίνου οι ιδιοκτήτες ακινήτων με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο αυτό βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων αδιάφορα από το αν η εν λόγω οδός αποτελέσει τμήμα του ως άνω κοινοχρήστου χώρου ή διατηρήσει την' αυτοτέλειά της, αφού πάντως αποκτούν πρόσωπο σ έναν ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο που δημιουργείται έτσι. -Αν η ιδιοκτησία έχει επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο, θεωρείται ότι έχει πλέον εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, κάθε δε εφεξής ρυμοτομία δεν βαρύνει αυτήν, αλλά τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Εφόσον δε κατά τη διάνοιξη ή την πρώτη διεύρυνση οδού η ιδιοκτησία εκπλήρωσε το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων και εν συνεχεία η οδός διευρύνεται με νέα ρυμοτόμηση της αυτής ιδιοκτησίας, τότε η πράξη αναλογισμού που συντάσσεται για τη νέα διεύρυνση της οδού πρέπει να συνδυάζεται με την αρχικώς συνταγείσα πράξη και οι επιβαρύνσεις της ιδιοκτησίας πρέπει να έπανυπόλογίζονται με βάση τα προκύπτοντα από τη νέα ρυμοτόμηση δεδομένα της ιδιοκτησίας. Επομένως, αν με βάσή την νέα πράξη προκύπτει νέο ανώτατο όριο επιβάρυνσης της αρχικής ιδιοκτησίας μικρότερο από το αρχικό, λόγω μείωσης του εμβαδού του απομένοντος οικοπέδου, τότε η ιδιοκτησία πρέπει να επιβαρύνεται μόνο μέχρι το νέο αυτό ανώτατο όριο και να μειώνεται η αρχική επιβάρυνση. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ιδιοκτησία που υφίσταται διαδοχικές ρυμοτομήσεις έχει δυσμενέστερη μεταχείριση από ιδιοκτησία κατά το 1 / 10
αυτό εμβαδόν που ρυμοτομείται εφ άπαξ, αλλά και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία με τη νέα ρυμοτόμηση η ιδιοκτησία ρυμοτομείται εξ ολοκλήρου, δεν θα αποζημιώνεται πλήρως, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά η εν λόγω αποζημίωση θα είναι μειωμένη κατά το μέτρο της αυτοαποζημίωσης που είχε προκόψει με βάση την αρχική ρυμοτόμηση. -Η ιδιότητα των αιτούντων ως ωφελουμένων και η υποχρέωση συμμετοχής στην αποζημίωση δεν αίρεται εκ της ενδεχόμενης λειτουργίας σε υφιστάμενο κτίσμα εντός του κοινόχρηστου χώρου δημοτικού αναψυκτηρίου, εφόσον αντικειμενικά εξακολουθεί να υπάρχει ωφέλεια από την δημιουργία του ευρύτερου κοινόχρηστου χώρου, επί του οποίου η ιδιοκτησία των αιτούντων, όπως προκύπτει από το οικείο διάγραμμα που συνοδεύει την πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, αποκτά πρόσωπο. Εξ άλλου, το τεκμήριο ωφέλειας των παρόδιων, οι οποίοι υποχρεούνται, σε συμμετοχή στην αποζημίωση των ρυμοτομούμενών ιδιοκτησιών ζώνης πλάτους μέχρι δεκαπέντε μέτρων για κάθε πλευρά ή είκοσι μέτρων προκειμένου περί πλατειών ή ευρύτερων κοινόχρηστων χώρων, ανταποκρίνεται στα διδάγματα της κοινής πείρας και, συνεπώς, η επιβαλλόμενη υποχρέωση αποζημίωσης δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος ή σε άλλη διάταξη του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του 1 ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/19741. Πρόεδρος: Αθ. Ράντος Εισηγητής: Α. Σκούφαλος Βασικές σκέψεις 2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 792/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακύρωσης των εφεσιβλήτων και ακυρώθηκαν: α) η 21/3658/29.4.2004 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας, με την οποία κυρώθηκε εν μέρει η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης στα Ο.Τ. 215α, 215β, 216α, 206β, 205β, 205α, 199, 200, 204α, 217, 220, 221, 222 στην Πλατεία Δημοκρατίας της Πολεοδομικής Ενότητας Κέντρου του Δήμου Κατερίνης, καθ ό μέρος αφορά την ιδιοκτησία με αριθμό 17, και β) η Α.Π. 42770/15.10.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας κατά της ανωτέρω 21/3658/29.4.2004 νομαρχιακής απόφασης. 3. Επειδή, με την 211/2016 απόφαση του Δικαστηρίου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης προκειμένου αυτή να συνεκδικασθεί με συναφή έφεση του Υπουργού (αρ. πρωτ. 7593/2008), η οποία, επίσης, αφορά ζητήματα αναγόμενα στη νομιμότητα της ανωτέρω 21/3658/29.4.2004 απόφασης του Νομάρχη Πιερίας. Ήδη, μετά τη νόμιμη κοινοποίηση της εν λόγω 211/2016 απόφασης 2 / 10
στους διαδίκους, η υπόθεση νομίμως συζητείται απολιπομένων των εφεσιβλήτων. 4. Επειδή, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 21/1424/95/5.7.1995 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας (Δ 509/11.7.1995), η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τα οικεία διαγράμματα, εγκρίθηκε η γενική αναθεώρηση τμήματος του αναθεωρημένου σχεδίου της Πολεοδομικής Ενότητας Βατάν-Μυλαύλακα καθώς και τμήματος της Πολεοδομικής Ενότητας Κέντρου της Κατερίνης. Εξ άλλου, με την 21/6028/31.7.1998 απόφαση του ιδίου Νομάρχη επανεπιβλήθηκε η απαλλοτρίωση σε τμήμα του Ο.Τ. 216 (Δ 648/1.9.1998) για την δημιουργία κοινοχρήστων χώρων πλατείας και υπόγειας στάθμευσης. Ακολούθως, κατ εφαρμογήν των νομαρχιακών αποφάσεων των ετών 1995 και 1998, εκδόθηκε από την Διεύθυνση Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης στα Ο.Τ. 215α, 215β, 216α, 206β, 205β, 205α, 199, 200, 204α, 217, 220, 221, 222 στην Πλατεία Δημοκρατίας της Πολεοδομικής Ενότητας Κέντρου του Δήμου Κατερίνης. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή υποχρεώθηκε η πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία φέρεται ως ιδιοκτήτρια ακινήτου εντός του Ο.Τ. 205α, με αριθμό 17 στο οικείο κτηματολογικό διάγραμμα, να καταβάλει αποζημίωση στην ιδιοκτησία, με αριθμό 1 στο εν λόγω διάγραμμα, για τμήμα εμβαδού 460,57 τ.μ. Κατά της 1/2002 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης ασκήθηκε ένσταση ενώπιον του Νομάρχη Πιερίας από τον δεύτερο εφεσίβλητο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας. Με την 21/3658/29.4.2004 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, η ανωτέρω ένσταση και κυρώθηκε εν μέρει η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης. Κατά της νομαρχιακής απόφασης ασκήθηκε προσφυγή από την εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία απορρίφθηκε με την Α.Π. 42770/15.10.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Κατά της 21/3658/29.4.2004 νομαρχιακής απόφασης και της Α.Π. 42770/15.10.2004 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας καθώς και κατά του 1376/26.3.2004 εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης, με το οποίο κοινοποιήθηκε στους θιγόμενους ιδιοκτήτες η ανωτέρω 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης από τους εφεσιβλήτους. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε αυτεπαγγέλτως ότι η αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου της ενότητας Κέντρου του Δήμου Κατερίνης, η οποία περιέχει κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, έπρεπε να επιχειρηθεί με την έκδοση προεδρικού διατάγματος και, συνεπώς, μη νομίμως εγκρίθηκε, εν προκειμένω, με τη νομαρχιακή απόφαση του έτους 1995. Κατόπιν τούτων, έκρινε ότι η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού, η οποία εκδόθηκε 3 / 10
σε εκτέλεση της εν λόγω νομαρχιακής απόφασης αναθεώρησης του ρυμοτομικού σχεδίου, δεν είναι νόμιμη, και, με τις σκέψεις αυτές ακύρωσε την 21/3658/29.4.2004 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας, καθ ό μέρος αφορά την ιδιοκτησία με αριθμό 17, καθώς και την Α.Π. 42770/15.10.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. 5. Επειδή, το κύρος της 21/1424/95/5.7.1995 απόφασης του Νομάρχη Πιερίας, κατά το μέρος που αφορά την αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου της επίμαχης περιοχής, δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως, με την ευκαιρία προσβολής της 21/3658/29.4.2004 απόφασης του ιδίου Νομάρχη περί κυρώσεως εν μέρει της 1/2002 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, εφόσον, κατά το μέρος αυτό, το οποίο αποτελεί το έρεισμα της εν λόγω 21/3658/29.4.2004 νομαρχιακής απόφασης, συνιστά ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, μη δυνάμενη, κατά γενική αρχή, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως όταν διαφύγει την ευθεία ακυρωτική προσβολή (βλ. Σ.τ.Ε. 1988/2010). Με τα δεδομένα αυτά, ανεπιτρέπτως προέβη το δικάσαν δικαστήριο σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του κύρους της 21/1424/95/5.7.1995 απόφασης του Νομάρχη Πιερίας και δέχθηκε ότι η απόφαση αυτή είναι ανίσχυρη, περαιτέρω δε ότι η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση της εν λόγω νομαρχιακής απόφασης, δεν είναι νόμιμη. Συνεπώς, για τον λόγο προεχόντως αυτό που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η 792/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. 6. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το Δικαστήριο, εκδικάζει, κατά το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α 8), την από 17.12.2004 αίτηση ακύρωσης των αιτούντων. 7. Επειδή, το 1376/26.3.2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης, με το οποίο κοινοποιήθηκε στους θιγόμενους ιδιοκτήτες η ανωτέρω 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, στερείται εκτελεστότητας και προσβάλλεται απαραδέκτως με την αίτηση αυτή. 8. Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 653/1977 (Α 214), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 295 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν., κυρωθείς με το άρθρο μόνο του π.δ. της 14/27.7.1999, Δ 580), θεσπίζεται ειδική διαδικασία αναλογισμού αποζημίωσης ρυμοτομούμενων ακινήτων σε περίπτωση που επισπεύδεται από το Δημόσιο η διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων προβλεπόμενων από το σχέδιο πόλης, η διαδικασία δε αυτή, η οποία αρχίζει με την έκδοση σχετικής απόφασης του Νομάρχη, συνίσταται στη σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος, κτηματολογικού πίνακα και έκθεσης προεκτίμησης, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 έως 5 του αυτού άρθρου. Για τον αναλογισμό δε της αποζημίωσης ρυμοτομούμενων ακινήτων, το άρθρο 6 του ν. 5269/1931 (Α 274), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 290 του Κ.Β.Π.Ν. και εφαρμόζεται επί αναλογισμού αποζημίωσης κατά την ανωτέρω 4 / 10
ειδική διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 653/1977, ορίζει ότι: «1. Υπόχρεοι προς καταβολήν της αποζημιώσεως δια την απαλλοτρίωσιν ακινήτων καταλαμβανόμενων υπό των υπό του εγκεκριμένου σχεδίου προβλεπομένων χώρων ως κοινοχρήστων, ήτοι οδών, πλατειών, αλσών, κ.τ.τ. είναι ο Δήμος ή η Κοινότης και οι ιδιοκτήται κατά τους ακολούθους όρους και αναλογίας. 2. Δια τα επί του απαλλοτριωτέου οικοπέδου κτίρια, φυτείας, φρέατα και λοιπάς εν γένει ακίνητους εγκαταστάσεις, υπόχρεος είναι ο Δήμος ή Κοινότης. 3. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 653/1977) Δι αυτό τούτο το απαλλοτριωτέον οικόπεδον, συνυπόχρεοι καθίστανται ο τε Δήμος ή η Κοινότης και οι ωφελούμενοι παρόδιοι ιδιοκτήται θεωρουμένων ως τοιούτων των ιδιοκτητών ακινήτων ων τα οικόπεδα έχουσιν ή δύνανται να αποκτήσωσι διά προσκυρώσεων ή τακτοποιήσεων πρόσωπον επί του εν ω περιλαμβάνεται το απαλλοτριωτέον ακίνητον κατά την ανωτέρω παράγραφον 1 χώρου. Οι παρόδιοι υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως προς διάνοιξιν οδών πλάτους μόνον μέχρι τριάκοντα μέτρων, είτε απ' ευθείας διανοιγομένων εις το πλάτος τούτο, είτε δια διαδοχικών ευρύνσεων. Δια την διάνοιξιν οδών πλατυτέρων των 30 μέτρων, ή δια μεταγενεστέραν οιανδήποτε υπέρ το πλάτος τούτο διεύρυνσιν, το επί πλέον των τριάκοντα μέτρων πλάτος βαρύνει τον Δήμον ή Κοινότητα. Εις πάσαν περίπτωσιν η υποχρέωσις των παροδίων της αυτής πλευράς της οδού, δεν δύναται να υπερβαίνη την αποζημίωσιν ζώνης πλάτους μείζονος των δεκαπέντε μέτρων. Δια την διάνοιξιν πλατειών, αλσών, απλών διευρύνσεων κατά τας διασταυρώσεις οδών και εν γένει κοινοχρήστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήται της αυτής πλευράς, υποχρεούνται εις την πληρωμήν της αποζημιώσεως της αναλογούσης εις επιφάνειαν ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι μέτρων, περιλαμβανομένης εντός του όλου απαλλοτριωτέου χώρου, ασχέτως θέσεως. Εις πάσας τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου, η επιβάρυνσις των ιδιοκτητών, δεν δύναται να υπερβαίνη το ήμισυ του εμβαδού του βαρυνομένου οικοπέδου, μετά την αφαίρεσιν της τυχόν υπαρχούσης πρασιάς και εν περιπτώσει ρυμοτομήσεως του απομένοντος μετά την ρυμοτομίαν ή του εκ τακτοποιήσεως ή προσκυρώσεως προκύπτοντος. Η πέραν των ως άνω ορίων έκτασις, βαρύνει τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα. Ο τρόπος αναλογισμού αποζημιώσεως μεταξύ Δήμου ή Κοινότητος και παροδίων ιδιοκτητών και μεταξύ των τελευταίων, καθ' όλας τας ανωτέρω περιπτώσεις και πάσα σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται δια δ/των, εκδιδομένων προτάσει του επί των Δημοσίων Έργων Υπουργού». Βάσει της τελευταίας ως άνω διάταξης εκδόθηκε το β.δ. της 7/13.5.1936 «περί εκτελέσεως της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του νόμου 5269» (Α 205), το οποίο καθορίζει τον τρόπο ενεργείας σε κάθε περίπτωση του ανωτέρω αναλογισμού, προβλέπει δε ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 1 και 2 (άρθρο 292 παρ. 5 και 6 Κ.Β.Π.Ν.) ότι: «1. Προκειμένου περί αποζημιώσεως οικοπέδων ρυμοτομουμένων υπό πλατείας κλπ. προβλεπομένης υπό του σχεδίου ρυμοτομίας κατά την συμβολήν υπαρχουσών 5 / 10
παλαιών οδών διαπλατυνομένων ή μη, εφ' όσον υπό ταύτης δεν καταλαμβάνονται κατά πάσαν την έκτασιν αυτής οικόπεδα, αλλά μέρος ταύτης αποτελείται από τας παλαιάς οδούς, δια τον κανονισμόν του βαρύνοντος έκαστον επί της πλατείας έχον πρόσωπον ακίνητον υπολογίζεται α) η θέσις της πλατείας, προσδιοριζομένη δια καθέτων ενουσών τας περί αυτήν οικοδομικάς γραμμάς β) η έκτασις των ρυμοτομουμένων υπό της πλατείας οικοπέδων, γ) το εμβαδόν της μετά την αφαίρεσιν των δεκαμέτρων λωρίδων υπολειπομένης εκτός τούτων εκτάσεως της βαρυνούσης την Κοινότητα, ανεξαρτήτως αν εν τη εκτάσει ταύτη περιλαμβάνονται ρυμοτομούμενα μέρη οικοπέδων ή συμπίπτει αύτη επί υφισταμένης παλαιάς οδού, δ) το εις μέτρα μήκος προσώπου εκάστου επί της πλατείας έχοντος πρόσωπον ακινήτου. Βάσει των ανωτέρω ορίζεται το εις έκαστον ακίνητον αναλόγως του μήκους του προσώπου ή του και δι' έκαστον μέτρον τούτου αναλογούν ποσοστόν της κατά το στοιχείον β ρυμοτουμένης εκτάσεως μετά την εκ ταύτης αφαίρεσιν της κατά το στοιχείον γ εκτάσεως της βαρυνούσης τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα. 2. Εάν συνεπεία τροποποιήσεως του σχεδίου ρυμοτομίας, οδός προβλεπομένη διά τούτου, αποτελέση μέρος δημιουργουμένης διά της τροποποιήσεως πλατείας καταργουμένου οικοδομικού τετραγώνου εν όλω ή εν μέρει, τα επί της παραμενούσης εν ισχύϊ οικοδομικής γραμμής ακίνητα βαρύνονται με την δεκάμετρον (ήδη εικοσάμετρο μετά το άρθρο 3 του Ν. 653/1977) λωρίδα, μειουμένην καθ' ο ποσόν επεβαρύνθησαν διά την αποζημίωσιν της οδού και δη κατά το ήμισυ πλάτος αυτής». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η υποχρέωση των παρόδιων ιδιοκτητών, που ωφελούνται από την διάνοιξη ή διεύρυνση οδών, πλατειών ή εν γένει κοινόχρηστων χώρων, να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων πηγάζει ευθέως από το νόμο, το άρθρο 6 του ν. 5269/1931, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 653/1977, το οποίο καθορίζει και την έκτασή της. Έτσι, όταν πρόκειται για διάνοιξη ή διεύρυνση οδών η υποχρέωση αυτή ανάγεται στην αποζημίωση τμήματος του ρυμοτομούμενου ακινήτου που αναλογεί σε ζώνη πλάτους δεκαπέντε μέτρων, ενώ όταν πρόκειται για πλατείες σε ζώνη πλάτους είκοσι μέτρων. Ο εγγύτερος καθορισμός των περιπτώσεων αποζημίωσης και, ιδίως, η τεχνική του υπολογισμού της ως άνω ζώνης ανάλογα με την ιδιομορφία και την διάταξη του κοινόχρηστου χώρου σε σχέση με τις παρόδιες ιδιοκτησίες γίνεται με το β.δ. της 7/13.5.1936. (Σ.τ.Ε. 3729/1992, 1080/1963, 943/1971, 1761/1972, 2219/1973, 3478/1988). Ειδικότερα σε περίπτωση μετατροπής οικοδομικού τετραγώνου ή μέρους του σε πλατεία ή εν γένει κοινόχρηστο χώρο πρασίνου οι ιδιοκτήτες ακινήτων με πρόσωπο σε οδό που περιβάλλει τον χώρο αυτό βαρύνονται με αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων αδιάφορα από το αν η εν λόγω οδός αποτελέσει τμήμα του ως άνω κοινοχρήστου χώρου ή διατηρήσει την αυτοτέλειά της, αφού πάντως αποκτούν πρόσωπο σ έναν ευρύτερο κοινόχρηστο χώρο που δημιουργείται έτσι, σύμφωνα με την έννοια 6 / 10
του άρθρου 6 παρ. 2 του β.δ της 7/13.5.1936, ερμηνευόμενου εν όψει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 6 του ν. 5269/1931, όπως ήδη ισχύει (Σ.τ.Ε. 3729/1992). 9. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 5269/1931, ο θεσπιζόμενος με αυτήν περιορισμός ισχύει και προκειμένου περί επιβαρύνσεων, οι οποίες έγιναν διαδοχικώς, με την έννοια ότι κάθε επιβάρυνση για την ανωτέρω αιτία στο παρελθόν συνυπολογίζεται σε περίπτωση νέας επιβάρυνσης. Συνεπώς, αν η ιδιοκτησία έχει επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο, θεωρείται ότι έχει πλέον εκπληρώσει τις σχετικές υποχρεώσεις της, κάθε δε εφεξής ρυμοτομία δεν βαρύνει αυτήν, αλλά τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Εφόσον δε κατά τη διάνοιξη ή την πρώτη διεύρυνση οδού η ιδιοκτησία εκπλήρωσε το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων και εν συνεχεία η οδός διευρύνεται με νέα ρυμοτόμηση της αυτής ιδιοκτησίας, τότε η πράξη αναλογισμού που συντάσσεται για τη νέα διεύρυνση της οδού πρέπει να συνδυάζεται με την αρχικώς συνταγείσα πράξη και οι επιβαρύνσεις της ιδιοκτησίας πρέπει να επανυπολογίζονται με βάση τα προκύπτοντα από τη νέα ρυμοτόμηση δεδομένα της ιδιοκτησίας. Επομένως, αν με βάση την νέα πράξη προκύπτει νέο ανώτατο όριο επιβάρυνσης της αρχικής ιδιοκτησίας μικρότερο από το αρχικό, λόγω μείωσης του εμβαδού του απομένοντος οικοπέδου, τότε η ιδιοκτησία πρέπει να επιβαρύνεται μόνο μέχρι το νέο αυτό ανώτατο όριο και να μειώνεται η αρχική επιβάρυνση. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η ιδιοκτησία που υφίσταται διαδοχικές ρυμοτομήσεις έχει δυσμενέστερη μεταχείριση από ιδιοκτησία κατά το αυτό εμβαδόν που ρυμοτομείται εφ άπαξ, αλλά και διότι, σε περίπτωση κατά την οποία με τη νέα ρυμοτόμηση η ιδιοκτησία ρυμοτομείται εξ ολοκλήρου, δεν θα αποζημιώνεται πλήρως, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά η εν λόγω αποζημίωση θα είναι μειωμένη κατά το μέτρο της αυτοαποζημίωσης που είχε προκύψει με βάση την αρχική ρυμοτόμηση (Σ.τ.Ε. 4035/1998 κ.ά.). 10. Επειδή, προβάλλεται ότι η ένσταση που άσκησε ο δεύτερος αιτών (με αρ. πρωτ. 6702/10.12.2002), ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης αιτούσας εταιρείας, κατά της 1/2002 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, μη νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 21/3658/29.4.2004 πράξη του Νομάρχη Πιερίας κατά παραπομπή στην αιτιολογία, με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις με αρ. πρωτ. 6751/12.12.2002 και 6694/10.12.2002 άλλων θιγόμενων ιδιοκτητών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν με τις ανωτέρω ενστάσεις είχαν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με αυτό της ένστασης των αιτούντων και, ως εκ τούτου, ουδόλως κωλυόταν ο Νομάρχης Πιερίας, για λόγους ευσύνοπτης διατύπωσης της πράξης του, να απορρίψει την ένσταση των αιτούντων κατά παραπομπή στην αιτιολογία απόρριψης ενστάσεων ομοίου περιεχομένου με αυτήν των αιτούντων. 11. Επειδή, προβάλλεται ότι δεν προκύπτει ο ειδικότερος χαρακτήρας του 7 / 10
κοινοχρήστου χώρου για την δημιουργία του οποίου υποχρεούνται οι αιτούντες να καταβάλουν την σχετική αποζημίωση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος εφόσον, όπως προκύπτει, ιδίως, από την ανωτέρω 21/1424/95/5.7.1995 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας (Δ 509/11.7.1995) περί αναθεωρήσεως τμημάτων του αναθεωρημένου σχεδίου της Πολεοδομικής Ενότητας Βατάν-Μυλαύλακα και της Πολεοδομικής Ενότητας Κέντρου της Κατερίνης καθώς και από την 21/6028/31.7.1998 απόφαση του ιδίου Νομάρχη περί επανεπιβολής απαλλοτριώσεως σε τμήμα του Ο.Τ. 216 (Δ 648/1.9.1998), πρόκειται για κοινόχρηστους χώρους πλατείας και υπόγειας στάθμευσης. Περαιτέρω, η ιδιότητα των αιτούντων ως ωφελουμένων και η υποχρέωση συμμετοχής στην αποζημίωση δεν αίρεται εκ της ενδεχομένης λειτουργίας σε υφιστάμενο κτίσμα εντός του κοινόχρηστου χώρου δημοτικού αναψυκτηρίου, εφόσον αντικειμενικά εξακολουθεί να υπάρχει ωφέλεια από την δημιουργία του ευρύτερου κοινόχρηστου χώρου, επί του οποίου η ιδιοκτησία των αιτούντων, όπως προκύπτει από το οικείο διάγραμμα που συνοδεύει την 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, αποκτά πρόσωπο. Εξ άλλου, το τεκμήριο ωφέλειας των παροδίων, οι οποίοι υποχρεούνται, κατά τα προεκτεθέντα, σε συμμετοχή στην αποζημίωση των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών ζώνης πλάτους μέχρι δεκαπέντε μέτρων για κάθε πλευρά ή είκοσι μέτρων προκειμένου περί πλατειών ή ευρύτερων κοινόχρηστων χώρων, ανταποκρίνεται στα διδάγματα της κοινής πείρας και, συνεπώς, η επιβαλλόμενη υποχρέωση αποζημίωσης δεν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος ή σε άλλη διάταξη του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α 256, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1807/2016). 12. Επειδή, προβάλλεται ότι, εν όψει και των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων του σχεδίου πόλης, δεν εξετάσθηκε το ζήτημα εάν η ιδιοκτησία των αιτούντων είχε επιβαρυνθεί στο παρελθόν κατά το ανώτατο νόμιμο όριο από άλλες πράξεις αναλογισμού. Εν προκειμένω, όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη 21/3658/29.4.2004 πράξη του Νομάρχη Πιερίας και βεβαιώνεται στα 21/8720/26.9.2006 και 6099/13.10.2006 έγγραφα της Διεύθυνσης Οικισμού, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Πιερίας και της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης, αντιστοίχως, ουδέποτε συντάχθηκε για την ιδιοκτησία των αιτούντων άλλη πράξη αναλογισμού πριν από την έκδοση της επίδικης 1/2002 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να λάβει υπ όψιν την επιβάρυνση αυτή κατά τη διενέργεια του επίμαχου αναλογισμού. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 13. Επειδή, κατά το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 (Α 33), το οποίο αποδίδεται στο άρθρο 415 του Κ.Β.Π.Ν., «Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά 8 / 10
παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται, με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης ως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγομένης εμμέσως από ενέργειές του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατ' ανοχή του ιδιοκτήτη. Ως εκ τούτου, για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικά από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Εξ άλλου, απαραδέκτως προβάλλονται ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του κύρους εκδοθείσας και κυρωθείσας πράξης αναλογισμού αποζημίωσης, λόγοι ακύρωσης που στηρίζονται σε επίκληση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, τα οποία δεν υπήρξαν αντικείμενο παρεμπίπτουσας κρίσης των αρμόδιων διοικητικών οργάνων, ούτε είχαν προβληθεί ενώπιον της Διοίκησης (βλ. Σ.τ.Ε. 4173/2015). 14. Επειδή, οι αιτούντες, με την ένστασή τους κατά της 1/2002 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης ισχυρίσθηκαν ότι η έκταση του Ο.Τ. 216 είχε καταστεί κοινόχρηστη ως πλατεία του οικισμού Κατερίνης προ του 1923 και, συνεπώς, δεν οφειλόταν αποζημίωση για την δημιουργία εντός αυτής κοινοχρήστων χώρων πλατείας και υπόγειας στάθμευσης. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 21/3658/29.4.2004 πράξη του Νομάρχη Πιερίας ως αναπόδεικτος, ήδη δε, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες προβάλλουν ότι αναιτιολογήτως απορρίφθηκε η ένστασή τους κατά το μέρος αυτό. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος εφόσον οι αιτούντες, όπως, κατά βάση, έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση, δεν είχαν επικαλεσθεί με την ένστασή τους ενώπιον της Διοίκησης, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, τις πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 28. Εν πάση δε περιπτώσει, όπως αναφέρεται στο 6099/13.10.2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης, η Διοίκηση προέβη σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του ζητήματος και διαπίστωσε, κατ εκτίμηση τίτλων κυριότητας από τους οποίους προέκυπταν ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Δήμου Κατερίνης και ιδιωτών επί της επίμαχης έκτασης, ότι δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 28 του ν. 1337/1983. 15. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η 21/3658/29.4.2004 απόφαση του Νομάρχη 9 / 10
Powered by TCPDF (www.tcpdf.org) Νόμος και Φύση Πιερίας, με την οποία κυρώθηκε εν μέρει η 1/2002 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κατερίνης, καθ ό μέρος αφορά την ιδιοκτησία με αριθμό 17, καθώς και η Α.Π. 42770/15.10.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή νομιμότητας κατά της ανωτέρω 21/3658/29.4.2004 νομαρχιακής απόφασης, αιτιολογούνται νομίμως και επαρκώς, είναι δε απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. 16. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. 10 / 10