ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Το παραμύθι της αγάπης

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Κατανόηση προφορικού λόγου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

The G C School of Careers

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

The G C School of Careers

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.


Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

τα βιβλία των επιτυχιών

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Результаты теста Греческий

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

Modern Greek Beginners

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Transcript:

http://hallofpeople.com/gr/bio/flober.php ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ Το πρώτο Κεφάλαιο (Από Έκδοση ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 2006 Σε μετάφραση: Κωνσταντίνου Θεοτόκη) Ήταν η ώρα της μελέτης, όταν ο επιμελητής μπήκε στην τάξη. Τον ακολουθούσε ένας καινούριος, ντυμένος πολιτικά, κι ένας υπηρέτης φορτωμένος μ' ένα μεγάλο αναλόγιο. Εκείνοι που κοιμούνταν ξύπνησαν και όλοι σηκώθηκαν, σαν να τους είχε κάποιος αιφνιδιάσει στην εργασία. Ο επιμελητής μάς έγνεψε να ξανακαθίσουμε κι έπειτα, γυρίζοντας προς τον επιτηρητή μελέτης, του είπε χαμηλόφωνα: «Κύριε Ροζέ, ιδού ένας μαθητής που σας τον συστήνω. Μπαίνει στην πέμπτη τάξη. Εάν η εργασία του και η διαγωγή του το αξίζουν, θα περάσει με τους μεγάλους, καθώς αρμόζει στην ηλικία του». Ο καινούριος, που 'χε μείνει στη γωνία, πίσω από την πόρτα, σε τρόπο που μετά βίας τον βλέπαμε, ήταν ένα αγόρι από την εξοχή, δεκαπέντε χρόνων περίπου και μεγαλύτερος στο ανάστημα από όλους εμάς. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα ίσια, πάνω από το μέτωπο, όπως τα 'χαν οι ψάλτες του χωριού, το ύφος του ήταν φρόνιμο και φαινόταν πολύ ζαλισμένος. Μόλο που οι πλάτες του δεν ήταν πλατιές, η τσόχινη πράσινη ζακέτα του, με

μαύρα κουμπιά, πρέπει να τον ενοχλούσε σίγουρα στις μασχάλες, κι άφηνε να φαίνονται, μέσα από τα σχιστά αναδιπλώματά της, κόκκινα χέρια συνηθισμένα να είναι γυμνά στον ήλιο. Τα πόδια του, φορούσε γαλάζιες κάλτσες, έβγαιναν μέσα από ένα κιτρινωπό παντελόνι που το παρατραβούσαν οι τιράντες. Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες. Αρχίσαμε την επανάληψη των μαθημάτων. Άνοιγε τα αυτιά για να μας ακούει προσεχτικά, όπως στην εκκλησία, μην τολμώντας μήτε να διπλώσει τα πόδια του μήτε ν' ακουμπήσει στους αγκώνες του, και κατά τις δύο, όταν η καμπάνα σήμανε, ο επιτηρητής μελέτης υποχρεώθηκε να τον ειδοποιήσει για να μπει κι αυτός στη γραμμή μαζί μας. Μπαίνοντας στην τάξη, είχαμε τη συνήθεια να ρίχνουμε καταγής τα πηλίκιά μας, για να 'χουμε έτσι τα χέρια ελεύθερα. Από το κατώφλι της πόρτας έπρεπε να τα πετάξει κανείς κάτω από τους πάγκους, ενάντια στον τοίχο, για να σηκωθεί πολλή σκόνη. Αυτός ήταν ο τρόπος. Αλλά είτε γιατί δεν παρατήρησε αυτά τα τεχνάσματα είτε γιατί δεν τόλμησε να τα μιμηθεί, είχε τελειώσει κιόλας η προσευχή, κι ο καινούργιος βαστούσε ακόμα στα γόνατά του το πηλήκιό του. Αυτό το πηλήκιο ήταν ένα είδος πολυσύνθετου καπέλου, που είχε τα στοιχεία του σκούφου από γούνα, του μαλακού καπέλου, του πηλήκιου από σβύδρα και της σκούφιας από βαμβάκι, ήταν, τέλος, ένα από κείνα τα φτωχά τα πράγματα, που η βουβή τους ασκήμια είχε βάθος έκφρασης όπως το πρόσωπο του βλάκα. Αυγουλωτό και φουσκωτό, άρχιζε από τρία κυκλικά λουκάνικα κι έπειτα εναλλάσσονταν, χωρισμένα από μία κόκκινη λουρίδα, κάτι τετραγωνάκια κατιφένια κι από τομάρι λαγού, ερχόταν έπειτα ένα είδος σάκου που τελείωνε σ' ένα πολύγωνο με χαρτόνι από κάτω, ολοκέντητο μ' ένα πολύπλοκο χρυσοκέντημα, κι από το τετράγωνο εκείνο κρεμόταν στην άκρη ενός μικρού και πολύ λεπτού σιριτιού σαν ένας κόμπος από νήματα χρυσά, που ήταν στο σχήμα σαν βαλάνι. Το πηλήκιο ήταν καινούργιο το γείσο του γυάλιζε. «Σήκω επάνω» του είπε ο καθηγητής.

Σηκώθηκε το πηλήκιο του 'πεσε χάμω, όλη η τάξη βάλθηκε να γελάει. Έσκυψε για να το σηκώσει ένας μαθητής που καθόταν σιμά του το 'κανε να ξαναπέσει το σήκωσε για δεύτερη φορά. «Βάλε κάπου αυτό το κράνος!» του 'πε ο καθηγητής, που ήταν ένας άνθρωπος με πνεύμα. Ένα γέλιο γενικό ξέσπασε ο δύστυχος έχασε το νου του τόσο, που δεν ήξερε αν έπρεπε να κρατήσει το πηλήκιό του στο χέρι, να το αφήσει να πέσει χάμω ή να το φορέσει στο κεφάλι. Ξανακάθισε και το ακούμπησε πάνω στα γόνατά του. «Σήκω επάνω» του ξανάπε ο καθηγητής, «και πες μου το όνομά σου». Ο καινούριος ψιθύρισε ψελλίζοντας κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε. «Ξαναπές το!» Ακούστηκε το ίδιο ψέλλισμα, όλη η τάξη γιουχάιζε. «Δυνατότερα, δυνατότερα!» φώναξε ο δάσκαλος. Ο καινούριος τότε, παίρνοντας μία τελευταία απόφαση, άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα του, και με όση δύναμη είχαν τα πλεμόνια του έριξε, μ' ένα ξεφωνητό, σαν να 'κραζε κάποιον, τούτη τη λέξη: Σαρμποβαρή. Ένας πάταγος ξέσπασε ολομεμιάς... δυνάμωσε με τους αλαλαγμούς, με τα ξεφωνητά, με τα γαβγίσματα, με τα ποδοχτυπήματα (καθένας ξανάλεγε: «Σαρμποβαρή! Σαρμποβαρή!») Έπειτα μεταμορφώθηκε σε ήχους απομονωμένους, ησυχάζοντας μετά βίας, κι άξαφνα, μεγαλώνοντας πάλι σε κάποια σειρά θρανίων, όπου, σαν τρακατρούκα κακοσβησμένη, ξέσπασε πάλι κάποιο γέλιο που δεν είχε ακόμα πνιγεί. Ωστόσο, με μια βροχή τιμωρίες η ησυχία αποκαταστάθηκε πάλι στην τάξη και ο καθηγητής, που είχε καταλάβει το όνομα του «Κάρολου Μποβαρύ», αφού τον έκανε να του το υπαγορεύσει, να το κατανοήσει και να το ξαναδιαβάσει, πρόσταξε αμέσως στο κακότυχο αγόρι να πάει να καθίσει στον πάγκο των αμελών, σιμά σιμά στην έδρα. Θέλησε να ξεκινήσει αλλά

δίστασε. «Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο καθηγητής. «Το πηλ...» αποκρίθηκε με συστολή ο καινούριος, περιφέροντας γύρω του τα ανήσυχα βλέμματά του. «Πεντακόσιους στίχους αποστήθιση όλη η τάξη!» ήταν το ξεφωνητό του καθηγητή, που σταμάτησε μία καινούρια τρικυμία. «Μα δεν ησυχάζετε;» εξακολούθησε ο καθηγητής συγχυσμένος, και σφουγγίζοντας το μέτωπό του με το μαντίλι του, που το πήρε μέσα από το σκουφί του. «Όσο για σένα, καινούριε, θα μου γράψεις είκοσι φορές το ρήμα γελοίος ειμί». Κι έπειτα με γλυκύτερη φωνή: «Ε!... Θα το βρεις το πηλήκιό σου!... Δε σου το 'κλεψαν!...» Όλα ησύχασαν. Τα κεφάλια έσκυψαν πάνω στα χαρτόνια, και ο καινούριος έμεινε σε παραδειγματική στάση δυο ολόκληρες ώρες, αν και δεν έπαψαν να τον βρίσκουν, πιτσιλίζοντάς του το πρόσωπο, μικρά τόπια μασημένου χαρτιού, που του τα 'ριχναν μέσα από τη μύτη κάποιας πένας. Αλλά εκείνος σφούγγιζε με το χέρι το πρόσωπο κι έμενε ακίνητος με κατεβασμένα τα μάτια. Το βράδυ, στο σπουδαστήριο, άνοιξε μεθοδικά το γραφείο του, έβαλε σε τάξη τα πράγματά του, έσιαξε με επιμέλεια το χαρτί του. Τον είδαμε να δουλεύει ευσυνείδητα, γυρεύοντας στο λεξικό όλες τις λέξεις και κοιτάζοντας με προσοχή. Χάρη, βέβαια, σ' αυτή την καλή του θέληση, που την απέδειξε, κατάφερε να μην υποβιβαστεί σε κατώτερη τάξη γιατί, αν και γνώριζε αρκετά τους κανόνες του, δεν είχε στη φράση του καμία κομψότητα. Ο παπάς του χωριού είχε αρχίσει να του διδάσκει τα λατινικά, γιατί, για οικονομία, οι γονείς του δε θέλησαν να τον στείλουν στο σχολείο παρά όσο μπορούσαν αργότερα. Ο πατέρας του, ο κύριος Κάρολος-Διονύσιος-Βαρθολομαίος Μποβαρύ, πρώην επίατρος, που κατά το 1812 βρέθηκε εκτεθειμένος στην υπόθεση

των στρατιωτικών εξαιρέσεων και που αυτή την εποχή αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υπηρεσία, έκρινε καλό να ωφεληθεί από τα προσωπικά του πλεονεκτήματα για να αδράξει στο διάβα μια προίκα εξήντα χιλιάδων φράγκων, που θα του 'φερνε η θυγατέρα ενός καπελά, γιατί την είχε τραβήξει το καλοκαμωμένο κορμί του. Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολυλογάς, έκανε να σημαίνουν τα σπιρούνια του. Οι φαβορίτες του ήταν κολλημένες με τα μουστάκια του στα δάχτυλα είχε πάντα δαχτυλίδια, φορούσε ρούχα ανοιχτόχρωμα, είχε όψη ανθρώπου γενναίου και μαζί την εύκολη ευθυμία ενός ταξιδιώτη παραγγελιοδόχου. Αφού στεφανώθηκε, έζησε δυο τρία χρόνια με την προίκα της γυναίκας του, τρώγοντας καλά, αφήνοντας αργά το κρεβάτι, καπνίζοντας μία μεγάλη φαρφουρένια πίπα, γυρίζοντας στο σπίτι έπειτα από το θέατρο, πηγαίνοντας στα καφενεία. Ο πεθερός του πέθανε έπειτα και δεν άφησε παρά πολύ λίγα χρήματα αγανάκτησε εναντίον του, επιδόθηκε στη βιομηχανία, έχασε κάμποσα χρήματα κι έπειτα αποσύρθηκε στην εξοχή για να καλλιεργήσει τη γη του. Αλλά επειδή ήταν το ίδιο άσχετος από γεωργία, όπως και με το εμπόριο, αντί να στέλνει τα άλογά του στη δουλειά της γης, τα καβαλίκευε ο ίδιος, έπινε τις μπουκάλες του μηλόκρασού του αντί να τις πουλάει, έτρωγε τα καλύτερα πουλερικά του κι άλειφε τα στιβάλια του με το ξίγκι των γουρουνιών του, δεν άργησε και πολύ να καταλάβει πως έπρεπε να παρατήσει όλη αυτή την επιχείρηση. Βρήκε, λοιπόν, να νοικιάσει για διακόσια φράγκα το χρόνο, σ' ένα χωριό στα σύνορα του Ko και της Πικαρδίας, μία κατοικία που έμοιαζε και σε χωριάτικο σπίτι και σε αρχοντικό, και, γκρινιάρης, κατασπαραγμένος από την τύψη του, κατηγορώντας τον ουρανό, ζηλεύοντας όλο τον κόσμο, κλείστηκε εκεί μέσα, στην ηλικία των σαράντα πέντε χρόνων μονάχα, και απογοητευμένος, έλεγε, από τους ανθρώπους, πήρε την απόφαση να ζήσει ήσυχα. Η γυναίκα του άλλοτε είχε ξετρελαθεί μαζί του. Τον είχε αγαπήσει με χίλιες δουλικότητες που του την είχαν απομακρύνει περισσότερο. Φαιδρή άλλοτε από φυσικού της, διαχυτική, τρυφερή, με την ηλικία είχε καταντήσει, όπως το κρασί που παίρνει αέρα και γίνεται ξίδι, δύσκολη, νευρική, παράξενη. Είχε υποφέρει τόσο πολύ χωρίς να παραπονιέται, στην αρχή, όταν τον έβλεπε να ξετρέχει όλες τις πόρνες του χωριού και να της

ξαναγυρίζει το βράδυ βγαλμένος από είκοσι καπηλειά, χορτασμένος απ' όλα και μυρίζοντας κρασί. Τότε είχε σωπάσει καταπίνοντας τη λύσσα της μ' ένα βουβό στωικισμό, που τον βάσταξε ως την ημέρα που πέθανε. Είχε αδιάκοπες δουλειές, έτρεχε όλη μέρα. Πήγαινε στα δικηγορικά γραφεία, στον πρόεδρο των δικαστηρίων, θυμόταν τη λήξη κάθε προθεσμίας, κατάφερνε να κερδίζει χρόνο, και στο σπίτι σιδέρωνε, έραβε, έπλενε τα ρούχα, επιτηρούσε τους εργάτες, τους πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, ενώ ο κύριος, που δε συλλογιζόταν πια τίποτα, αδιάκοπα αποκαρωμένος σε μία υπναλέα σκυθρωπότητα, που από αυτήν δεν ξυπνούσε παρά για να της πει λόγια πικρά, έμενε στην άκρη του σιμά στη φωτιά, καπνίζοντας την πίπα του και φτύνοντας στη στάχτη. Όταν απόκτησε παιδί, χρειάστηκε να το στείλει στης παραμάνας. Αλλά το μωρό, άμα γύρισε στο σπίτι, άρχισαν να το χαϊδεύουν σαν πριγκιπόπουλο. Η μητέρα το 'τρεφε με κομπόστες. Ο πατέρας το άφηνε να τρέχει ξυπόλυτο, και για να καμώνεται το φιλόσοφο, έλεγε πως το παιδί μπορούσε κιόλας να περπατάει ολόγυμνο, σαν τα παιδιά των ζώων. Αντίθετα από κείνο που άρεσε στη μητέρα, αυτός είχε στο κεφάλι ένα κάποιο αντρίκειο ιδανικό της παιδικής ηλικίας, και σύμφωνα με αυτό προσπαθούσε να αναθρέψει το παιδί του, θέλοντας να λάβει εκείνο μια σκληρή ανατροφή, σπαρτιάτικη, για να αποκτήσει γερή κράση. Το έστελνε να κοιμηθεί χωρίς φωτιά, το μάθαινε να πίνει ρούμι γενναία και να περιγελά τις λιτανείες. Αλλά από φυσικού του ήμερος ο γιος του, ανταποκρινόταν κακά στις προσπάθειές του. Η μητέρα τον έσερνε πάντα σιμά της του έκοβε φιγουρίνια από χαρτόνι, του έλεγε ιστορίες, κουβέντιαζε μαζί του μονολογώντας αδιάκοπα, με κουβέντες γεμάτες πρόσχαρη μελαγχολία και με φλύαρα γλυκανάλατα χάδια. Στη μονοτονία της ζωής συγκέντρωσε στο κεφάλι εκείνου του παιδιού όλες τις σκορπισμένες και σπασμένες ματαιοδοξίες της. Ονειρευόταν για κείνο μεγάλα αξιώματα, το έβλεπε από τώρα άντρα, μεγάλο, ωραίο, έξυπνο, αποκαταστημένο μηχανικό ή δικαστή, τον έμαθε η ίδια να διαβάζει και του έδειξε μάλιστα σ' ένα παλιό πιάνο που είχε, να τραγουδάει δυο τρία τραγουδάκια. Αλλά για όλα αυτά ο κύριος Μποβαρύ, που δεν είχε πολλή υπόληψη στα γράμματα, έλεγε «πως δεν άξιζε ο κόπος. Θα 'χαν ποτέ τα μέσα να το συντηρήσουν στα σχολειά του κράτους, να του αγοράσουν μία

θέση ή ένα εμπορικό κατάστημα;» Από το άλλο μέρος, με λίγη προπέτεια, μπορεί κάποιος να γίνει άνθρωπος στον κόσμο. Η κυρία Μποβαρύ δάγκωνε τότε τα χείλια της, και το παιδί τριγύριζε τους δρόμους στο χωριό. Πήγαινε ξοπίσω από τους δουλευτάδες και κυνηγούσε με σβόλους από χώμα τα κοράκια που πετούσαν. Έτρωγε τα βατόμουρα στην άκρη από τις σούδες, φύλαγε τους ινδιάνους με μια βέργα στο χέρι, γύριζε στον ήλιο τα θερισμένα γεννήματα, έτρεχε στο λόγγο, έπαιζε πηδώντας στο ένα πόδι στο νάρθηκα της εκκλησίας όταν έβρεχε, και τις ημέρες των μεγάλων εορτών παρακαλούσε τον καντηλανάφτη να τον αφήνει να σημαίνει τις καμπάνες, για να κρεμά όλο του το σώμα στο μεγάλο σκοινί και για να τον σηκώνει στον αέρα το πέταμά του. Έτσι αύξαινε το παιδί σαν μία δρυς στο λόγγο, τα χέρια του γίνηκαν δυνατά και το χρώμα του ωραίο. Όταν ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα του κατάφερε ν' αρχίσει τις σπουδές του. Ο παπάς του χωριού το ανάλαβε. Αυτά τα μαθήματα ήταν τόσο σύντομα και τα παρακολουθούσε τόσο άταχτα, που του χρησίμεψαν πολύ λίγο. Ο παπάς τού έκανε το μάθημα στην εκκλησία, στο ιεροφυλάκιο, τις στιγμές που δεν είχε δουλειά, ορθός, βιαστικά, πριν από μια βάφτιση κι έπειτα από ένα ξόδι: ή μηνούσε του μαθητή του να έρθει έπειτα από τον εσπερινό, αν δεν είχε να βγει το βράδυ από το κελί του. Ανέβαιναν στην κάμαρά του, κάθιζαν, τα μαμούνια και οι πεταλούδες της νύχτας γύριζαν γύρω στο αναμμένο κερί, έκανε ζέστη, το παιδί αποκοιμιόταν, και ο καλός ο παπάς αποκαρωνόταν κι εκείνος με τα χέρια πάνω στο στομάχι και σε λίγο ροχάλιζε με ανοιχτό το στόμα. Άλλες φορές πάλι που ο παπάς ξαναρχόταν στο χωριό, γυρίζοντας από κάποιο γειτονικό μέρος όπου πήγαινε να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο, και έβρισκε τον Κάρολο να κατεργαρεύει στον κάμπο, τον έκραζε, τον μάλωνε για ένα τέταρτο της ώρας, κι άδραχνε την ευκαιρία για να τον κάνει να κλίνει ένα ρήμα κάτω από ένα δέντρο. Ερχόταν η βροχή και το μάθημα σταματούσε ή περνούσε κάποιος γνώριμος και τους έκοφτε. Αλλά ο παπάς ήταν πάντα ευχαριστημένος από το μαθητή και έλεγε μάλιστα πως ο νέος είχε πολύ θυμητικό. Ο Κάρολος δεν μπορούσε να περιοριστεί σ' αυτό. Η μητέρα του έδειξε δραστηριότητα. Ο κύριος Μποβαρύ, ντροπιασμένος, ή καλύτερα

κουρασμένος, δεν έφερε αντίσταση περίμεναν ακόμα ένα χρόνο, ώσπου το παιδί κοινώνησε πρώτη φορά. Πέρασαν ακόμα έξι μήνες, και το χρόνο κατόπιν έστειλαν οριστικά τον Κάρολο σ' ένα Λύκειο της Ρουέν, όπου ο πατέρας του τον οδήγησε ο ίδιος, τον Οκτώβρη, την εποχή του πανηγυριού του Αγίου Ρωμανού. Αδύνατο τώρα για καθένα από μας να θυμηθούμε κάτι για κείνον. Ήταν παιδί με χαρακτήρα μετρημένο, που έπαιζε στις ώρες του παιχνιδιού, εργαζόταν στο σπουδαστήριο, πρόσεχε στο μάθημα, κοιμόταν καλά στον κοιτώνα, έτρωγε καλά στην τραπεζαρία. Είχε επίτροπό του ένα μεγάλο σιδεροπώλη που είχε μαγαζί στην οδό Γκαντερί, ο οποίος τον έβγαζε έξω μια φορά το μήνα, ημέρα Κυριακή, όταν έκλεινε το κατάστημά του, τον έστελνε περίπατο στο λιμάνι για να βλέπει τα πλοία κι έπειτα τον συνόδευε ο ίδιος στο σχολειό από τις εφτά η ώρα, πριν το δείπνο. Κάθε Πέμπτη βράδυ έγραφε με κόκκινο μελάνι ένα μεγάλο γράμμα στη μητέρα του και το σφράγιζε με τρία μπολίνια έπειτα έριχνε μια ματιά στα τετράδια της ιστορίας ή διάβαζε έναν παλιό τόμο του ταξιδιού του Ανάχαρση, που σερνόταν στο σπουδαστήριο. Βάζοντας τόση επιμέλεια, μπόρεσε πάντα να κρατηθεί στη μέση της τάξης κάποτε κιόλας κατάφερνε να λάβει κάποιο έπαινο για το μάθημα της φυσικής ιστορίας. Αλλά στο τέλος του τρίτου χρόνου οι γονείς του τον έβγαλαν από το σχολείο για να σπουδάσει την ιατρική, με την ιδέα πως θα μπορούσε να καταφέρει μόνος του να τα βγάλει πέρα με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις. Η μητέρα του τού νοίκιασε μια κάμαρη σ' ένα τέταρτο πάτωμα, στο σπίτι ενός βαφέα, που τον γνώριζε. Έκλεισε η ίδια τη συμφωνία για το φαγητό του, του αγόρασε παλιό κρεβάτι από ξύλο κερασιάς, κι απόχτησε μια σόμπα μικρή από χυτοσίδηρο, μαζί και τα ξύλα που θα χρειάζονταν για να θερμαίνουν το άτυχο παιδί της έπειτα από μια βδομάδα έφυγε, συστήνοντάς του να φέρεται καλά τώρα που θα βρισκόταν παραιτημένος στον εαυτό του. Το πρόγραμμα των μαθημάτων, του 'φερε ζάλη. Μάθημα ανατομίας, μάθημα παθολογίας, μάθημα φυσιολογίας, μάθημα φαρμακευτικής, μάθημα χημείας,

βοτανικής και θεραπευτικής, χωρίς να λογαριαστεί ούτε η υγιεινή ούτε η ιατρική ύλη, όλο ονόματα που την ετυμολογία τους δε γνώριζε και που ήταν γι' αυτόν σαν άλλες τόσες πόρτες από ιερά γεμάτα σεβάσμιο σκότος. Δεν κατάλαβε τίποτα. Όσα κι αν άκουγε, δεν τα 'νιωθε. Κι όμως εργαζόταν. Είχε τετράδια δεμένα, ακολουθούσε με επιμέλεια τα μαθήματα, δεν έχανε ούτε μία επίσκεψη των καθηγητών. Έκανε με συνείδηση καθημερινά το μικρό του χρέος, σαν το άλογο στο αλώνι που όλο τριγυρίζει στον ίδιο τόπο με τα μάτια δεμένα μην ξέροντας τη δουλειά που καταφέρνει. Για να του οικονομήσει τα έξοδα η μητέρα του τού έστελνε κάθε βδομάδα με τον ταχυδρόμο ένα κομμάτι κρέας μοσχαρίσιο ψητό στο φούρνο, και μ' αυτό προγευμάτιζε το πρωί, όταν ξαναρχόταν από το νοσοκομείο, χτυπώντας αδιάκοπα το πόδι του στον τοίχο έπειτα έπρεπε να τρέξει στα μαθήματα, στο αμφιθέατρο, στο νοσοκομείο, και να γυρίσει πάντα στην κάμαρά του, περνώντας απ' όλους τους δρόμους. Το βράδυ, έπειτα από το φτωχικό γεύμα που του 'δινε ο σπιτονοικοκύρης, ανέβαινε ξανά στην κάμαρά του και ξανάκανε την εργασία του χωρίς να αλλάξει τα υγρά του ρούχα, που κάπνιζαν πάνω του μπροστά στην πυρωμένη σόμπα. Τις ωραίες καλοκαιρινές βραδιές, την ώρα που οι χλιαροί δρόμοι είναι έρημοι, όταν οι υπηρέτριες στα κατώφλια παίζουν το άρπαστο, άνοιγε το παραθύρι του κι ακουμπούσε και κοίταζε. Το ποτάμι, που κάνει να μοιάζει αυτή η γειτονιά της Ρουέν σε μια Βενετία μικρή και πρόστυχη, έτρεχε κάτω, από κάτω του, κίτρινο, μαβί ή γαλάζιο, ανάμεσα στα γεφύρια του και στα κιγκλιδώματά του. Εργάτες κουρνιασμένοι στην ακροποταμιά έπλεναν στο νερό τα χέρια τους. Πάνω σε σταλίκια που έβγαιναν από τις σοφίτες στέγνωναν στον αέρα κουβάρια από βαμβάκι. Απέναντι, πέρα από τους τοίχους, απλωνόταν ο μεγάλος καθάριος ουρανός με τον ήλιο που έδυε κόκκινος. Πόσο καλά που θα 'ταν εκεί κάτω!... Τι δροσιά κάτω από τις οξιές!... Και άνοιγε τα ρουθούνια του για να αναπνέει τις μυρωδιές της εξοχής, που τώρα δεν έρχονταν ως εκεί. Λίγνεψε, το ανάστημά του ψήλωσε και η όψη του πήρε μια έκφραση πονεμένη, που την έκανε, ας πούμε, συμπαθητική. Όπως ήταν φυσικό, από νωθρότητα, σιγά σιγά λησμόνησε τις πρώτες του αποφάσεις. Μια φορά

έλειψε από τη βίζιτα του γιατρού, την άλλη μέρα από το μάθημα, και βρίσκοντας την ευχαρίστησή του στα χασομέρια, δεν ξαναγύρισε πια. Πήρε το συνήθειο να συχνάζει στο καφενείο και αγάπησε με πάθος το ντόμινο. Να κλείνεται κάθε βράδυ σ' ένα μικρό δημόσιο μέρος, για να χτυπά πάνω στα μαρμαρένια τραπέζια τα μικρά προβατοκόκαλα, τα σημαδεμένα με τα μαύρα στρογγυλάδια, αυτό του φαινόταν μια πολύτιμη ενέργεια της λευτεριάς του, που τον ύψωνε σε υπόληψη απέναντι στον εαυτό του. Αυτό ήταν για κείνον σαν μύηση στον κόσμο, σαν το έμπασμα προς τις εμποδισμένες χαρές κι έτσι, όταν έμπαινε στο καφενείο, έβαζε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας με μια ηδονή σαρκική σχεδόν. Τότε πολλά πράγματα, που μέσα του ήταν περιορισμένα, έβρισκαν τρόπο ν' ανοίξουν έμαθε απ' έξω δίστιχα που τα τραγουδούσε σ' όποιον έμπαινε μέσα έδειξε ενθουσιασμό για τα ποιήματα του Βερανζέρου, έμαθε να ετοιμάζει το ποντς και γνώρισε τέλος τον έρωτα. Χάρη σ' αυτή την προγυμναστική εργασία του απέτυχε ολοκληρωτικά στις εξετάσεις του, ενώ το ίδιο βράδυ τον περίμεναν στο σπίτι για να γιορτάσουν την επιτυχία του. Έφυγε με τα πόδια και σταμάτησε στην αρχή του χωριού εκεί φώναξε τη μητέρα του και της τα διηγήθηκε όλα. Τον δικαιολόγησε εκείνη ρίχνοντας την αποτυχία στους άδικους εξεταστές και του έδωσε λίγο θάρρος, αναλαμβάνοντας αυτή να διορθώσει τα πράγματα. Πέντε χρόνια μόνο στερνότερα ο κύριος Μποβαρύ έμαθε την αλήθεια μα αυτή η αλήθεια ήταν πια παλιωμένη, τη δέχτηκε μην μπορώντας από τ' άλλο μέρος να παραδεχτεί πως ένας άνθρωπος που 'χε βγει από τον εαυτό του μπορούσε να είναι κουτός. Ο Κάρολος, λοιπόν, ξαναβάλθηκε στο έργο και ετοίμασε χωρίς διακοπή την ύλη για τις εξετάσεις του. Έμαθε από τα πριν απέξω κάθε ερώτηση. Πέτυχε με αρκετό καλό βαθμό. Τι ωραία μέρα για τη μητέρα του! Έδωσαν στο σπίτι του ένα μεγάλο γεύμα. Πού θα πήγαινε να εξασκήσει το επάγγελμά του; Στην Τοστ. Εκεί δεν ήταν παρά ένας μόνο γέροντας γιατρός. Από καιρό η κυρία Μποβαρύ παραμόνευε πότε θα πεθάνει... κι ο δυστυχισμένος δεν είχε ακόμη αποχαιρετήσει τον κόσμο, και ο Κάρολος είχε εγκατασταθεί απέναντί του σαν διάδοχός του.

Αλλά δεν ήταν αυτό όλο δεν έφτανε που είχε αναθρέψει το γιο της, που τον είχε κάνει να σπουδάσει ιατρική και που του 'χε ανακαλύψει την Τοστ, για να την εξασκήσει του χρειαζόταν και μια γυναίκα. Του τη βρήκε. Ήταν η χήρα ενός δικαστικού κλητήρα από τη Διέπη, που ήταν σαράντα πέντε χρόνων κι είχε ένα ετήσιο εισόδημα από χίλια διακόσια φράγκα. Αν και ήταν άσχημη, λιγνή σαν ξύλο, κι όλο το πρόσωπό της ήταν μπουμπουκιασμένο σαν την άνοιξη, ήταν θετικό το ότι η κυρία Ντιμπίκ είχε εμπρός της πολλούς γαμπρούς να διαλέξει. Για να φτάσει στους σκοπούς της, η κυρία Μποβαρύ μητέρα ήταν υποχρεωμένη να τους βγάλει όλους από τη μέση, και χρειάστηκε κιόλας να αναμετρηθεί με πολλή τέχνη με τις ραδιουργίες ενός κρεοπώλη, που τον υποστήριζαν οι παπάδες. Στα μάτια του Κάρολου ο γάμος ήταν μια ανύψωση σε καλύτερη θέση σκεφτόταν πως θα είχε περισσότερη ελευθερία και πως θα μπορούσε να διαθέτει τον εαυτό του και το χρήμα του. Αλλά η γυναίκα του κατάφερε να τον ορίζει. Μπροστά στον κόσμο έπρεπε να λέει αυτό και να μη λέει εκείνο, έπρεπε να νηστεύει την Παρασκευή, έπρεπε να ντύνεται όπως ήθελε εκείνη, έπρεπε να μην αφήνει ήσυχους τους πελάτες που δεν πλήρωναν. Του άνοιγε τα γράμματα, παραμόνευε τα διαβήματά του, και έβαζε το αυτί της στο μεσότοιχο για ν' ακούει τις συμβουλές που έδινε στο γραφείο του όταν δεχόταν γυναίκες. Ήθελε να 'χει κάθε πρωί τη σοκολάτα της, έκανε νάζια ατελείωτα. Παραπονιόταν ακατάπαυτα για τα νεύρα της, για το στήθος της, για την κακοδιαθεσία της... Ο θόρυβος των βημάτων τής έκανε κακό αν έφευγε κανείς από σιμά της, η μοναξιά της ήταν ανυπόφερτη, αν ξαναγύριζε, το 'κανε γιατί χωρίς άλλο ήθελε να τη δει να πεθαίνει. Το βράδυ, όταν ο Κάρολος ξαναγύριζε σπίτι, έβγαζε μέσα από τα σεντόνια τα μακριά της λιγνά μπράτσα, τον αγκάλιαζε, τον κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού και άρχιζε να του μιλά για τις λύπες της: τη λησμονούσε, αγαπούσε κάποιαν άλλη καλά της το 'χαν πει πως θα 'ταν δυστυχισμένη. Και τελείωνε, ζητώντας του ένα σιρόπι για την υγεία της και λίγη περισσότερη αγάπη.