Βυζαντινή Λογοτεχνία Βυζαντινή Λογοτεχνία Το Βυζάντιο υπήρξε ο μοναδικός χώρος ελληνικής παιδείας κατά τους μέσους αιώνες και η βυζαντινή λογοτεχνία είναι η πνευματική έκφραση του μεσαιωνικού ελληνικού κόσμου σε όλο το διάστημα της χιλιόχρονης ζωής του. Γύρω από την πνευματική ζωή του Βυζαντίου δύο, μπορούμε να πούμε είναι τα μεγάλα ρεύματα που τη διαμορφώνουν: το παρελθόν που σαν ρωμαϊκό παρελθόν υπηρετεί το κράτος και σαν ελληνικό τρέφει τα Γράμματα και τις επιστήμες, και ο Χριστιανισμός, η νέα θρησκεία, στη δογματική της οποίας στηρίζεται το πνευματικό οικοδόμημα του Βυζαντίου. Με την τελική επικράτηση των δυο στοιχείων δηλ. του χριστιανικού και του ελληνικού, η βυζαντινή φιλολογική επιστήμη θεμελιώνεται και παίρνει δικό της χαρακτήρα, δική της αυτοτέλεια. "Η λέξη Βυζαντινός είτε χρησιμοποιείται για να δηλώσει ανθρώπους, είτε το πνεύμα, τους θεσμούς ή τα προϊόντα της τέχνης δε σημαίνει ούτε Ανατολικός ούτε Δυτικός. Είναι επίθετο με ιδιάζουσα σημασία, αποκλειστικά μολονότι κοσμοπολιτικό, αυστηρό συγχρόνως και χαριτωμένο", παρατηρεί ο Άγγλος ιστορικός Ρ. Μπάυρον. Η αυθύπαρκτη σημασία της πνευματικής ζωής των Βυζαντινών είναι ανάγκη να εξαρθεί όσο το δυνατό με μεγαλύτερη περηφάνια. Ότι δημιούργησαν τα Βυζαντινά Γράμματα είναι περισσότερο παρά ένα απλό παράρτημα της αρχαιότητας. Κοντά στην ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία τα βυζαντινά συγγράμματα στέκονται σαν ένα νέο πλαστούργημα στο οποίο, τα ελληνικά, ρωμαϊκά, χριστιανικά και
ανατολικά στοιχεία συγχωνεύτηκαν σε ένα ιδιόρρυθμο σύνολο με επικράτηση του ελληνικού στοιχείου. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός συντηρήθηκε από τους Βυζαντινούς με τη διάδοση των Ελλήνων συγγραφέων και με τη συντήρηση των συγγραμμάτων των Αλεξανδρινών. Μάταια η Ρώμη αγωνίστηκε να αποσείσει την επίδραση της Ανατολής. Μάταια ο Χριστιανισμός προσπάθησε να αποφύγει τα πλαίσια της ελληνικής σκέψης. Η επικράτηση σιγά-σιγά της ελληνικής γλώσσας χαράζει πια την πνευματική πορεία του Βυζαντίου. Με το παρελθόν συνδέεται η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Βυζαντινοί. Η αρχαιότητα θα της δώσει πρώτα από όλα τη γλώσσα και με αυτή θα αποκτήσει τη συνάφεια προς τη σκέψη των φιλοσόφων και των ιστορικών. Η γλώσσα της Βυζαντινής Φιλολογίας είναι η ελληνική που εξελίχτηκε και διαμορφώθηκε σε τύπο αρχαϊκότερο κοινό ή δημωδέστερο σε όλη τη χρονική έκταση της βυζαντινής φιλολογίας και στο χώρο όπου αυτή αναπτύχθηκε. Οι ανατολικοί λαοί πάλι που αποτελούσαν μέρος του Βυζαντινού κράτους δεν είχαν ούτε την ίδια καταγωγή ούτε την ίδια πολιτιστική αξία. Γι' αυτό ο δημώδης πολιτισμός και η δημώδης γλώσσα δεν είχαν ποτέ ενοποιηθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε να υπερνικήσουν τη λόγια παράδοση. Εξ' άλλου η "κοινή" που διαμορφώθηκε από τους χρόνους του Χριστού είχε τέτοια επίδραση φιλολογική, ώστε να νοθεύσει την αττική γλώσσα. Και μόνο γύρω στο 1000 μ.χ. η αττική μπορεί να γραφεί θεματογραφικά σωστά, όταν πια σχολική γλώσσα είναι η "αττική" και η κοινή μένει μόνο σαν ανάμνηση. Ένα από τα χαρακτηριστικά της λογίας γλώσσας είναι και η συντηρητικότητα που αυτή επιδεικνύει. Τοπικά και χρονικά όρια Ο χώρος όπου αναπτύχθηκε η Βυζαντινή Λογοτεχνία είναι κυρίως η Ανατολή αλλά και κάθε χώρα που κράτησε η Ανατολική Αυτοκρατορία. Ενιαίος χρονικά ποτέ δεν υπήρξε αλλά μπορούμε να πούμε πως περιλάμβανε την κυρίως Ελλάδα, το Βαλκανικό χώρο, τη Μικρασία και τα Νησιά (με την Κύπρο), την Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο, Β. Αφρική και αυτή την Ιταλία. Ο χρόνος της Βυζαντινής Λογοτεχνίας είναι ο χρόνος της ζωής του Μεσαιωνικού Ελληνισμού που ετοιμάστηκε μεν από τους χριστιανικούς χρόνους (33-324 μ.χ.) αναπτύχθηκε σε όλη την έκταση του Ανατολικού Κράτους (324-1453) και επέζησε κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας, δηλαδή μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Η πνευματική έκφραση της επιβίωσης λέγεται Μεταβυζαντινή Λογοτεχνία.
Η Βυζαντινή Λογοτεχνία μπορεί να τοποθετηθεί στις εξής περιόδους: Η προβυζαντινή ή χριστιανική λογοτεχνία δηλ. η λογοτεχνία που δημιουργήθηκε υπό την επίδραση του Χριστιανισμού στην Ελληνική Ανατολή και στην Ελληνική Γλώσσα ως τις αρχές του 6ου μ.χ. αιώνα. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει τους απολογητές του Χριστιανισμού, τους Πατέρες και κυρίως τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ρήτορες και τους άλλους του λόγου χειριστές, όσοι με τους αγώνες τους θεμελίωσαν τη δογματική και τη διοικητική τάξη της Εκκλησίας. Η καθαυτό βυζαντινή λογοτεχνία από τη βασιλεία του Ιουστινιανού μέσα στα πλαίσια της οποίας εμφανίζεται ο Προκόπιος ως την κατάληψη της Κων/πόλεως από τους Φράγκους (527-1204 μ.χ.). Η λογοτεχνία των ελληνικών ή παλαιολογείων χρόνων. Κατ' αυτούς τους χρόνους τοπικά περιορίζεται η Αυτοκρατορία μόνο σε ελληνικές χώρες, είναι όμως καταφανής η στροφή προς τις ελληνικές σπουδές, ενώ το πλείστο της Ανατολής φραγκοκρατείται ή αλληλοδιαδόχως πέφτει στην κυριαρχία του αναφαινόμενου Τούρκου (1204-1453). Η μεταβυζαντινή λογοτεχνία (1453-1821), όση δηλαδή υπό τους Φράγκους ή τους Τούρκους και υπό τη συντηρητική επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνεχίζει τη βυζαντινή χωρίς να ακολουθεί τη νεοελληνική ζωή, που συστηματικά αναπτύσσεται από το 1.000 μ.χ. Μολονότι κάθε μια από τις περιόδους αυτές έχει τα δικά της γνωρίσματα, όμως δεν υπάρχει μια απόλυτη μεταξύ τους αυτοτέλεια εφόσον διάφορα είδη ή ρεύματα διασκελίζουν τη μια περίοδο και περνούν στην επομένη. Η βυζαντινή λογοτεχνία έχει χαρακτήρα κατ' εξοχήν θεολογικό και εκκλησιαστικό. Τα περισσότερα από τα προϊόντα της είναι θεολογικής φύσης και μπορούμε να πούμε ότι ελάχιστοι από τους συγγραφείς της είναι εκείνοι που δεν επιχείρησαν να πραγματευτούν και ένα τουλάχιστον θεολογικό θέμα.
Βυζαντινή Υμνογραφία : To Kοντάκιο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε αλλ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον, ίνα κράζω σοι : χαίρε νύμφη ανύμφευτε.» «Φως Ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός ουρανίου, αγίου, μάκαρος Ιησού Χριστέ» Το κοντάκιο είναι το πρώτο μεγάλο και ολοκληρωμένο λογοτεχνικό είδος της μακρόχρονης πορείας της Βυζαντινής Υμνογραφίας. Το κοντάκιο βρίσκεται στην ακμή του τον 6ο και 7ο αιώνα ενώ φτάνει στο απόγειο του με το Ρωμανό το Μελωδό τον 6ο αιώνα.
Το κοντάκιο είναι υμνογραφική σύνθεση που αποτελείται από το προοίμιο και ένα σύστημα στροφών που λέγονται οίκοι. Ο πρώτος οίκος αποτελεί μουσικό και ποιητικό πρότυπο, το οποίο ακολουθούν οι επόμενες στροφές. Η στιχουργική δομή του προοιμίου διαφέρει, αλλά το προοίμιο συνδέεται με τους οίκους με το κοινό εφύμνιο ή ανακλώμενο : η τελευταία φράση του προοιμίου και των οίκων είναι κοινή (π.χ. «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»). Κοινός είναι και ο μουσικός ήχος του προοιμίου και των οίκων. Οι οίκοι του κοντακίου συνδέονται με την ακροστιχίδα. Η ακροστιχίδα σχηματίζεται με τα αρχικά γράμματα του πρώτου στίχου όλων των οίκων και είναι είτε αλφαβητική είτε σχηματίζει σύντομη φράση σχετική με τον ύμνο ή τον ποιητή (ονομαστική ακροστιχίδα). Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με το άλυτο πρόβλημα της προέλευσης και εξέλιξης του κοντακίου. Σύμφωνα με μια παλιά άποψη, πατέρας του είδους είναι ο Ρωμανός. Aλλοι επιστήμονες πιστεύουν πως το κοντάκιο είναι δημιούργημα της Συριακής Υμνογραφίας και πέρασε στο Βυζάντιο κυρίως με τον Ελληνοσύρο Ρωμανό. Υποστηρίζεται ακόμα ότι το κοντάκιο είναι καθαρά ελληνικό δημιούργημα που εξελίκτηκε από τη χριστιανική ευχή χωρίς ξένες επιδράσεις. Οι πιο σύγχρονες απόψεις, χωρίς να αμφισβητούν τις συριακές επιδράσεις, υποδεικνύουν τις ρίζες του είδους στην ελληνική υμνογραφική παράδοση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο Ρωμανός (6ος αι.) υπήρξε ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του κοντακίου. Είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της ανατολικής Εκκλησίας. Τα κοντάκια του θεωρούνται από μορφολογική άποψη αντιπροσωπευτικά του είδους. Αξιοσημείωτη είναι η εξής παρατήρηση του Οδυσσέα Ελύτη, αναφορά στον «ποιητικό ορίζοντα»:τρεις κολώνες που συγκρατούν τις καμπύλες των αψίδων σε μια από τις προσόψεις του ενιαίου ελληνικού λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος. Ο Ακάθιστος Ύμνος, λαμπρό μνημείο της πρώιμης Βυζαντινής Υμνογραφίας είναι το μόνο κοντάκιο που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμα ολόκληρο. Ψάλλεται τη Μεγάλη Σαρακοστή κάθε Παρασκευή της Ε εβδομάδας της Σαρακοστής. Η ονομασία Ακάθιστος εξηγείται σε συναξάριο της Μεγάλης Σαρακοστής: «Ακαθιστον δε ωνόμασαν, διά το τότε ούτω πράξαι τον της πόλεως κλήρον τε και λαόν οίπαντα». Ο χρόνος σύνθεσης και οποιητής του Ακάθιστου Ύμνου είναι αγνωστα. Προτείνονται τρεις κατηγορίες θεωριών α) όσες θεωρούν τον Ύμνο προρωμανικό, β)όσες αποδίδουν τον Ύμνο στο Ρωμανό και γ) όσες θεωρούν τον ποιητή στα μεταρωμανικά χρόνια.
Η χρήση των κοντακίων στην ακολουθία Όρθρου διήρκεσε ως τον 8ο αιώνα οπότε ένα νέο είδος, ο Κανόνας εκτόπισε το κοντάκιο και μέχρι σήμερα είναι κυρίαρχο στοιχείο της ακολουθίας. Ο Κανόνας είναι σύστημα σύντομων τροπαρίων που διατάσσονται σε εννιά στροφές τις Ωδές. Το πρώτο τροπάριο κάθε Ωδής λέγεται ειρμός και είναι ποιητικό και μουσικό πρότυπο για τα τροπάρια που ακολουθούν. Οι τρεις μεγάλοι κανονογράφοι είναιο Κοσμάς ο Μελωδός (7ος- 8οςαι.), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (7ος-8οςαι.) και ο Ανδρέας Κρήτης (7ος-8οςαι). Η μεγάλη εποχή της Βυζαντινής Υμνογραφίας στάθηκε ο 8ος και 9ος αιώνας όπου έζησαν και έγραψαν οι σημαντικότεροι υμνογράφοι. Στο εξής η Βυζαντινή Υμνογραφία είναι μεν παραγωγική αλλά κυριαρχεί η μίμηση και η αντιγραφή παλιότερων προτύπων. Τελειώνοντας ας τονιστεί η μεγάλη ποιητική αξία των έργων της Βυζαντινής Υμνογραφίας δίπλα στη λειτουργική. «Ω πανύμνητε μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατου λόγου, δεξαμένη την νυν προσφοράν, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας τους συμβοώντας και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεων Αλληλούια»
Βυζαντινοί Συγγραφείς Ήρων ο Βυζάντιος Μανουήλ Χρυσολωράς Ευγένιος (γραμματικός) Αγαπητός (διάκονος)